Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 208
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 208
  • Total: 208

El Pueblo Unido Jamas Sera Vencido - ισπανικος εμφύλιος

Ξεκίνησε από sevenseas, Ιουλίου 28, 2009, 03:12:19 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

sevenseas

του αγαπημενου φιλου Μαρκου Δεληγιαννη

ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ

σ’ αυτούς που αγωνίσθηκαν για την « La Causa »

Κοντά εβδομήντα χρόνια πέρασαν, μια ολάκερη ζωή, από τότε που οι τσιγγάνοι του Αλμπαϊσίν προσπαθούσαν να καθαρίσουν τους αιμάτινους λεκέδες από τους ασπροβαμμένους τοίχους των σπιτιών τους κι οι νάρδοι σιγομουρμούριζαν πένθιμα τραγούδια, τα τραγούδια που συντρόφεψαν την ταφή του ποιητή Λόρκα, την ταφή της Ισπανίας.
Η μνήμη ερημίτισσα, αντιστέκεται οδοιπορώντας στα δρομάκια της Βαρκελώνης, στα καφέ της Μαδρίτης, στην Ισπανία του έρωτα και του θανάτου, του χορού και του πάθους ˙ τότε που η νιόβγαλτη Ισπανική δημοκρατία εύθραυστη κι ευάλωτη, ανήμπορη ν’ αντισταθεί στους βιαστές της άπλωνε σε κοινή θέα τις πληγές της. Ίσως η πλημμυρίδα της βαρβαρότητας ξυπνήσει την μακάρια κοιμούμενη Ευρώπη και Αμερική. Ίσως η επερχόμενη νύχτα γεννήσει οργή, συγκίνηση, ξεσήκωμα.
Πρώτοι από όλους οι ποιητές, οι λογοτέχνες, η συνείδηση του κόσμου, πέταξαν την πένα, άρπαξαν το ντουφέκι, ήρθαν στην Ισπανία κι εκεί αντίκρισαν τον Χριστό να γεννιέται μέσα απ τις καρδίες των φτωχών, των καταφρονεμένων και κατάλαβαν πως αξίζει τον κόπο να πεθάνει κανείς με το ντουφέκι στο χέρι πολεμώντας ενάντια στην μιζέρια και στην φτώχια.
Ήταν εκεί ο Αντρέ Μαλρό, ο Έρνστ Χεμινγουέι, ο Τζον Ντος Πάσος, ο Άρθουρ Κέσλερ, ο Τζορτζ Όργουελ, ο Βίλι Μπραντ ήταν όλοι εκεί παρόντες να καταγράψουν τους κραδασμούς της σκληρής Ισπανικής γης κάτω από τα ανήλεα κονταροχτυπήματα της λεβεντιάς με τον θάνατο.



Εδώ στους γυμνούς λόφους
της Αραγονίας
αυτό το μήνα ξεκινά
η δοκιμασία μας.
 


Έτσι έγραφε ο εικοσάχρονος Άγγλος Τζον Κόρνφορντ λυρικός ποιητής και κομμουνιστής από το μέτωπο. Ήταν ο πρώτος Βρετανός που πήγε στην Ισπανία κι ένας από τους πρώτους που έπεσαν στη μάχη. Η πνοή του φτερούγισε σαν έπεσε πολεμώντας για την κατάληψη του μικρού χωριού Λοπέρα στα περίχωρα της Μαδρίτης. Κι ήταν τότε μόλις είκοσι ενός ετών και μια μέρα.
Η μητέρα του έμεινε έγκυος τον μήνα που πέθανε στη Σκύρο ο ποιητής Ρούμπερτ Μπρουκ. Τον βάφτισε Ρούμπερτ, έμεινε όμως γνωστός με το δεύτερό του όνομα Τζων. Ήταν κι αυτή ποιήτρια και κατάγονταν κατ’ ευθείαν από τον Κάρολο Δαρβίνο. Κι ο πατέρας του ήταν καθηγητής της αρχαίας φιλοσοφίας στο Κέιμπριτζ.
Ο Τζων ήταν φοιτητής στο τμήμα ιστορικών μελετών του κολεγίου Τρίνιτι στο Κέιμπριτζ και στα είκοσί του ήταν κιόλας στέλεχος του Αγγλικού κομμουνιστικού κόμματος. Όταν η είδηση του πραξικοπήματος του Φράνκο τύλιξε την Ευρώπη σαν παγωμένη ανάσα ο Τζων ήταν κιόλας πατέρας ενός παιδιού.
Σκάρωνε ποιήματα γεμάτα ρομαντισμό και φαντασία σε πείσμα του αλύγιστου χαρακτήρα του σαν κομμουνιστή. Η φρίκη του πολέμου κέντρισε τους ποιητικούς του αισθητήρες και στίχοι αρρενωποί ξεπήδησαν γεμάτοι παλμό και επαναστατικότητα.
Λες και προαισθάνθηκε το τέλος του όταν έγραφε στο ποίημα του «Στο τελευταίο μίλι για την Χουέσκα»: «.....Εάν μοίρα κακή ξαπλώσει την δύναμή μου σ΄ ένα τάφο ρηχό .....». Κι όμως ο ποιητής δεν απέκτησε ούτε καν αβαθή τάφο. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.
Με την ευκαιρία των πενηντάχρονων γενεθλίων από το ξέσπασμα του πολέμου, το 1986, εκδόθηκαν στην Αγγλία ποιήματα και σημειώσεις του Τζων Κόρνφορντ από την εποχή του εμφυλίου πολέμου.
Ένας άλλος σημαντικός άνθρωπος των Αγγλικών γραμμάτων και της πολιτικής, ο Ραλφ Φοξ, σκοτώθηκε στα 36 του στην ίδια εκείνη μάχη που ο Κόρνφορντ άφησε την τελευταία του πνοή.
Λέγεται πως ο τότε επικεφαλής του Βρετανικού κομμουνιστικού κόμματος, Χάριτ Πόλιτ του είχε πει συμβουλευτικά: «Πήγαινε, σύντροφε, να σκοτωθείς στην Ισπανία χρειαζόμαστε έναν Μπάιρον στο κίνημα». Επίσης στον πρόλογο ενός δοκιμίου που εκδόθηκε στη μνήμη του Ραλφ Φοξ, ο Χάρι Πόλιτ αναφέρει τον Μπάιρον σαν πρόδρομο του Φοξ και τονίζει χαρακτηριστικά πως και οι δυο πέθαναν για μια ξένη υπόθεση. Παρέθεσε δε σαν ελεγεία αυτούς τους περίφημους στίχους του Φοξ:
 


Ακόμα νάρθει η Λευτεριά! Ακόμα αυτή
η σημαία κουρελιασμένη
κυματίζει ακάματα,
και χιμάει σαν αστροπελέκι ενάντια στον αγέρα.

 


Για τους διανοούμενους της αριστεράς η Ισπανία έγινε αμέσως ο μαγνήτης και συνάμα η μήτρα κάθε καλλιτεχνικής έμπνευσης. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης αποδίδεται ανάγλυφα στο ποίημα του W. H. Auden, «Ισπανία 1937»:
 


Για τους νέους αύριο οι ποιητές θα εκρήγνυνται
σαν τις βόμβες,
Αύριο οι περίπατοι κοντά στην λίμνη, οι εβδομάδες
της τέλειας αρμονίας .
Αύριο οι αγώνες ποδηλάτου,
στις συνοικίες τα βράδια του καλοκαιριού.
Όμως σήμερα ο αγώνας, η μάχη.
……………………………………………………………..
Τι σκοπεύετε; Να χτίσετε την πόλη της δικαιοσύνης; Ναι
Συμφωνώ. Ή μήπως είναι η συνθήκη της αυτοκτονίας του
ρομαντικού
θανάτου; Εν τάξει, δέχομαι, γιατί είμαι η εκλογή σας,
η απόφαση σας. Ναι, είμαι η Ισπανία.
 


Ο Οντέν εργαζόταν σαν τραυματιοφορέας. Γύρισε όμως πίσω στην Αγγλία ύστερα από ολιγόχρονη παραμονή στην Ισπανία.
Γι ‘ αυτούς που αφουγκράστηκαν το χτύπο της Ισπανικής καρδιάς, ο δρόμος της αντίστασης άνοιξε διάπλατα μπροστά τους.
Διέσχισαν τις άνυδρες πεδιάδες της προκατάληψης, τους βάλτους της αντίδρασης, τους χείμαρρους του φανατισμού, κι έφτασαν στη γη της Καστίλης για να σταθούν πίσω από το ίδιο οδόφραγμα με αυτούς υπερασπίζονταν τις αρχές τους.

Ήταν εκεί όλοι. Ο Αντρέ Μαλρό, από τις πιο πολυσύνθετες προσωπικότητες εκείνης της ταραγμένης εποχής, οργάνωσε με πάθος την περίφημη Escuadrilla Espana, έναν αεροπορικό στολίσκο, που αποτελείτο από είκοσι σκάφη. Από αυτά μόλις τα εννιά ήταν σε κατάσταση πτήσης και ποτέ δεν πέταξαν ταυτόχρονα πάνω από έξι.
Ο στόλος επανδρώθηκε με εθελοντές, ένας από αυτούς ήταν κι ο ίδιος, μα και με μισθοφόρους. Η Ισπανία του έδωσε την ευκαιρία της μάχης, της αντρίκειας συντροφικότητας, τη γεύση του θανάτου που τόσο τον κατάτρυχε.
Η εμπειρία της μάχης απετέλεσε το προζύμι της «Ελπίδας», του βιβλίου που κατέγραψε με αμεσότητα την Ισπανική τραγωδία.
Η Ελπίδα είναι ένα βιβλίο που το γέννησε η οργή. Μέσα από τις σελίδες του παρελαύνουν ολοζώντανα μπροστά μ ας όλα τα πρόσωπα του Εμφύλιου. Όλες οι εκδοχές ανθρώπων που πολέμησαν για την Δημοκρατία , ενώ στο βάθος οι θλιμμένες φιγούρες του χορού, οι μαυρομαντιλούσες γυναίκες αμίλητες, πενθούν τα νεκρά παλικάρια. Κι η κορυφαία του χορού, η χήρα όλων των Αστουριών, σαν αχός ανθρώπινου τύμπανου, βροντοφωνάζει: «Καλύτερα να είσαι χήρα ενός ήρωα παρά γυναίκα ενός δειλού».
Η σιωπηλή πορεία των χωρικών με τις γροθιές σηκωμένες, των γυναικών με τα μαλλιά κρυμμένα κάτω από τα προαιώνια τσεμπέρια καθώς συντρόφευε τους νεκρούς και τους λαβωμένους συνέθετε την μπαλάντα του απέριττου Θριάμβου.
Διαβάζοντας τις συγκλονιστικές περιγραφές νοιώθεις σαν να συμμετέχεις κι εσύ στην αντεπίθεση της Γκουανταλαχάρα:

«Εκείνοι που είχαν πλαγιάσει στις πλατείες την ημέρα της επίθεσης στο στρατώνα της Μοντάνια, όταν τους έριχναν απ’ όλα τα παράθυρα. Εκείνοι που είχαν ένα πολυβόλο ανά χιλιόμετρο, και που το «αλληλοδανείζονταν» όταν γίνονταν κάπου επίθεση. Εκείνοι που χίμηξαν να καταλάβουν το Αλκαζάρ με ντουφέκια κυνηγίου. Εκείνοι που το είχαν βάλλει στα πόδια μπροστά στα αεροπλάνα, κλαίγοντας μετά στα νοσοκομεία, γιατί οι δικοί τους, τους είχαν αφήσει μόνους. Εκείνοι που το είχαν βάλλει στα πόδια μπροστά στα τανκ, μα κι εκείνοι που τα είχαν σταματήσει με το δυναμίτη.
Όλοι εκείνοι που ήξεραν πως οι σενιορίτος ξεχώριζαν τον «καλό λαό» από την δουλοπρέπεια του, το Αρίφνητο εκείνο πλήθος των μελλούμενων τουφεκισμένων, αόρατων όπως και το κανόνι που ενάντιά τους κυλούσε απ’ άκρη σ’ άκρη του μετώπου, την τυμπανοκρουσία του».

Τον Ιούλιο του 1939, όταν πια ο αγώνας είχε τελειώσει, προβάλλεται σε περιορισμένο κύκλο η ομώνυμη ταινία «Ελπίδα», ύστατο μνημόσυνο στους μαχητές της Τερουέλ. Θα προβληθεί λεύτερα πια το 1945 και θα τιμηθεί με το βραβείο Λουί Ντελίκ.
Καθώς της μάχης ο άνεμος φυσάει καυτός και στεγνός πάνω απ την Ισπανία, ένα καινούργιο βιβλίο γεννιέται: το «Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα» του Έρνεστ Χεμινγουέι.
Η δράση του βιβλίου καλύπτει το διάστημα των εξήντα οκτώ ωρών από το Σάββατο το απόγευμα έως το μεσημέρι της Τρίτης της τελευταίας εβδομάδας του Μαΐου του 1937 στο μέτωπο της Σεγκόβια. Η προέλαση των δημοκρατικών αναχαιτίσθηκε στην Λα Γκράνχα. Σύμφωνα με ισχυρισμούς του Χεμινγουέι η όλη επιχείρηση είχε προδοθεί.
Το «Για ποιόν κτυπάει η καμπάνα» αποτελεί υπόμνηση πως όταν η ελευθερία χαθεί σ’ ένα μέρος χάνεται παντού. Κάθε φορά που οι φοβισμένοι παλικαράδες κρυμμένοι πίσω από τις κάνες των όπλων τους δολοφονούσαν, τα μάτια βούρκωναν, τα λαρύγγια σφίγγονταν από τον πόνο κι οι γροθιές υψώνονταν απειλητικές στον ουρανό.

«Ήξερες πως ο πατέρας πέθανε σε μια αυλή ή στημένος σ’ ένα τοίχο, σ’ ένα χωράφι ή σ’ ένα δεντροπερίβολο, ή μια νύχτα, στα φώτα ενός φορτηγού, πλάι σ’ έναν καρόδρομο. Έβλεπες τα φώτα του φορτηγού απ’ τα ψηλώματα, άκουγες τις τουφεκιές κι ύστερα κατέβαινες στον καρόδρομο κι έβρισκες τα κουφάρια. Δεν έβλεπες να τουφεκίζουν τη μητέρα, ούτε τον αδελφό. Τ’ άκουγες μονάχα, άκουγες τις τουφεκιές κι έβλεπες τα κουφάρια».

Ο λόγος του συγγραφέα είναι απάντηση στο αμείλικτο ερώτημα: Άραγε ο χτύπος της καμπάνας αφορά και τα δικά μας αυτιά;

«Κανείς άνθρωπος δεν είναι μόνος του ένα νησί ακέραιο και ξεχωριστό. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι της Ηπείρου. Ο θάνατος του κάθε ανθρώπου μας λιγοστεύει γιατί ανήκουμε στην Ανθρωπότητα. Γι’ αυτό, μη στέλνεις ποτέ να ρωτήσεις για ποιόν χτυπάει η καμπάνα, για σένα χτυπά».

Κι ύστερα σαν πολεμάς για τους καταφρονεμένους όλου του κόσμου ενάντια σε κάθε τυραννία μαθαίνεις ν’ αγνοείς τον θάνατο:
«Έναν ολόκληρο χρόνο τώρα πολέμησα γι’ αυτό που πίστευα. Αν νικήσουμε εδώ, θα νικήσουμε παντού. Ο κόσμος είναι ωραίος κι αξίζει τον κόπο να πολεμήσεις γι’ αυτόν, κι εγώ δε θέλω καθόλου να τον αφήσω».
Ο Χεμινγουέι, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «Χαμένης γενιάς» των Αμερικανών πεζογράφων, καταγράφει με αμεσότητα τις τραγικές διαψεύσεις των ανθρώπων του μεσοπολέμου. Όταν υπηρέτησε σαν εθελοντής συνοδός ασθενοφόρου στη Γαλλία κατά την διάρκεια του Πρώτου μεγάλου πολέμου αντίκρισε «τα γκρίζα στρεβλωμένα δάχτυλα το στάξιμο του αίματος πηχτού κάτω απ’ τη λινάτσα τις φυσαλίδες την ώρα που οι θωρακικές κοιλότητες προσπαθούν ν’ αναπνεύσουν τα κομμάτια της σάρκας λασπωμένα που τα ξαπλώνεις ζωντανά στο φορείο και τα σηκώνεις πεθαμένα»*1. Καρπός αυτής της περιπλάνησης σφαγεία της Ευρώπης ήταν το «Αποχαιρετισμός στα όπλα» που ολοκληρώθηκε το 1929 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Το τελευταίο του έργο, «Ο γέρος και η θάλασσα» το 1952 ήρθε λίγο πριν από την μεγάλη αναγνώριση: το βραβείο Νόμπελ, το 1954.
Ο Χεμινγουέι πήρε ενεργό μέρος στον πόλεμο της Ισπανίας υπερασπίζοντας την δημοκρατική παράταξη. Ξεπέρασε τα καθήκοντα ενός απλού ανταποκριτή, είτε μαθαίνοντας στους νεαρούς Ισπανούς την χρήση των όπλων, είτε επισκεπτόμενος πληγωμένους συντρόφους σε νοσοκομείο που συντηρούσαν Αμερικανοί συμπαθούντες.

Χαρακτηριστικός είναι ο παρακάτω διάλογος που κατέγραψε ο Χιού Τόμας, ερευνητής του Ισπανικού πολέμου:

Ο Χεμινγουέι παρηγορούσε ένα τραυματία μιλώντας του για λογοτεχνία.
-Μου είπανε ότι θα έρθουν επίσης ο Ντος Πάσος κι ο Σίνκλερ Λίουις , είπε ένας άλλος πληγωμένος μέλλων συγγραφέας.
-Ναι, απήντησε ο Χεμινγουέι, κι όταν φτάσουν θα τους φέρω να σας δουν.
-Πολύ ευγενικό από μέρους σου Έρνεστ. Δεν σας πειράζει που σας λέω Έρνεστ.
-Και βέβαια όχι, του απήντησε ο Χεμινγουέι.

Επίσης ο Χεμινγουέι δούλεψε στην προπαγανδιστική ταινία του Ήβενς, «Η Ισπανική Γη», μαζί με τον Ντος Πάσος, την Λίλιαν Χέλμαν και τον Άρτσιμπαλντ Μακλέις. Αξίζει να σημειωθεί πως σ’ αυτή την ταινία αφηγητής ήταν ο Όρσον Ουέλς.

Ο Ντος Πάσος χάρη στη τριλογία U.S.A. θεωρείται σαν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των αμερικανών πεζογράφων του μεσοπολέμου που κατέγραψε με μοναδικό τρόπο την τραγική διάψευση των ανθρώπων ύστερα από τον πρώτο μεγάλο πόλεμο. Ο Ντος Πάσος έζησε το μακελειό του πολέμου των χαρακωμάτων σαν εθελοντής τραυματιοφορέας. Τις εμπειρίες του από το μέτωπο τις περιγράφει στα πρώτα του μυθιστορήματα. Ήταν στην Ισπανία κατά την διάρκεια εμφύλιου σαν ανταποκριτής αμερικανικών εφημερίδων.
Κι ενώ ο πόλεμος μαίνεται ο ανταποκριτής τις λονδρέζικης εφημερίδας «Νιους Κρόνικλ» ο συγγραφέας του Μηδέν και το Άπειρο, Άρθουρ Καίστλερ συλλαμβάνεται από τα στρατεύματα του Φράνκο μετά την πτώση της Μάλαγα και καταδικάζεται σε θάνατο. Για τέσσερις μήνες ζει την εφιαλτική αναμονή της εκτέλεσής του. Περιμένοντας την δική του εξόντωση γίνεται μάρτυρας του τουφεκισμού των συντρόφων του. Προσμένοντας το θάνατο γράφει ένα σπαρταριστό ντοκουμέντο: Την Ισπανική διαθήκη. Αυτό το βιβλίο όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει ξεκίνησε σαν ρεπορτάζ και κατέληξε «σαν παραλλαγές στο θέμα του θανάτου» ή ακόμα καλύτερα «στο θέμα του φόβου του θανάτου».
Οι σελίδες αυτού του βιβλίου, που γεννήθηκαν στο σπίτι της σιωπής στην Ανδαλουσία, όταν ο θάνατος έστηνε καρτέρι την κάθε αυγή στους έγκλειστους, αποδίδουν καίρια την εικόνα του πολέμου.
Ο Καίστλερ αφιέρωσε τούτο το βιβλίο σ’ ένα μικρό φανταράκι της Δημοκρατίας που τουφεκίστηκε στις 14 του Απρίλη 1937 επέτειο της ανακήρυξης αυτής της Δημοκρατίας.

«Αναπαύσου εν ειρήνη Νικόλας. Ας ελπίσουμε ότι όλα τέλειωσαν γρήγορα και δεν σε πόνεσαν πολύ. Διάλεξαν μια επίσημη ημερομηνία για την εκτέλεσή σου. Ποια σημαία ύψωσαν τα προξενεία; Ήσουνα μικρός αδύνατος και καχεκτικός, σκοτεινέ Ανδαλουσιάνε χωριάτη με τα γαλάζια μάτια τα λίγο γουρλωμένα , ένας από τους pobres και τους humildes. Τούτο το βιβλίο σου αφιερώνεται. Τι σε νοιάζει; Δεν θα μπορούσες να το διαβάσεις ακόμα κι αν ζούσες. Και γι’ αυτό σε τουφέκισαν: Γιατί είχες τον αναιδή πόθο να μάθεις ανάγνωση. Εσύ κι εκατομμύρια άλλοι σαν κι εσένα που αρπάξατε τα παλιά σας όπλα για να υπερασπιστείτε μια καινούργια τάξη που θα σας μάθαινε αργότερα, ίσως, να διαβάζετε»

Η πτώση της Μάλαγα συνέπεσε με την επίθεση στα νοτιοανατολικά της Μαδρίτης στην κοιλάδα του Χαραμά. Στις μάχες που έγιναν εκεί πολέμησαν οι διεθνείς ταξιαρχίες κι ανάμεσά τους οι Αμερικανοί του τάγματος Αμπραάμ Λίνκολν. Εκατόν είκοσι σκοτώθηκαν. Μέσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Τσαρλς Ντόνελυ, ένας νεαρός Ιρλανδός ποιητής που υποσχόταν πολλά. Αργότερα τραγουδούσαν στο σκοπό του «Red River valley»:
 


Στην Ισπανία υπάρχει μια κοιλάδα
που την λένε Χαραμά.
Την ξέρουμε όλοι μας πολύ καλά.
Όλα τα παλικαριά μας χάσαμε εκεί,
μαζί και των γηρατειών, που θάρχοταν, την εποχή.
 


Λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος των Βάσκων, ένα εμπορικό πλοίο φορτωμένο πολεμικό υλικό για το Μπιλμπάο παρεμποδίστηκε από το εθνικιστικό καταδρομικό «Canarias» πέντε μίλια από την ακτή. Τρία μικρά βασκικά αλιευτικά πολέμησαν εναντίον του καταδρομικού έως ότου έχασαν τα δυο τρίτα του πληρώματος. Γι’ αυτή την άνιση ναυμαχία ο Σ. Νταίη Λιούις έγραψε το περίφημο αφηγηματικό του ποίημα «Ναβάρα»:

Η λευτεριά δεν είναι μια σκέτη λέξη, σημαίνει κάτι παραπάνω.
Στέκεται παραπάνω από τις κίβδηλες βάσεις των πολιτικών και των τυράννων τον θεσμό που δεν έχει αντίκρισμα.
Παραπάνω ακόμα κι απ’ των ονειροπόλων τις διογκωμένες παρανοϊκές αξίες. Η λευτεριά είναι θανατηφόρα, το ξέρουμε φτιαγμένη κατ’ εικόνα των απλών ανθρώπων, που καμιά διάθεση δεν έχουν για αλληλοσπαραγμούς κι όμως σκοτώνουν και σκοτώνονται, πολύ προτού προλάβουν να ιδούνε τούτη την εικόνα να προδίδεται.

Στην κορύφωση του εμφύλιου πολέμου ο Τζορτζ Όργουελ ο συγγραφέας του 1984 εντάσσεται στην πολιτοφυλακή και μάχεται μέσα από τις γραμμές του P.O.U.M*2. μέχρι τον τραυματισμό του. Από την εμπειρία του αυτή γεννήθηκε το πεθαίνοντας στην Καταλονία που καταγράφει τον πόλεμο, τις πολιτικές κινήσεις που καθόρισαν την έκβασή του, μα πάνω από όλα την δραματική προσπάθεια του ανθρώπου να κερδίσει μια ζωή άξια να τη ζει. Όντας τραυματισμένος, από το νοσοκομειακό βαγόνι είδε τους Ιταλούς της ταξιαρχίας Γκαριμπάλντι να πηγαίνουν στο μέτωπο τραγουδώντας την «Μπαντιέρα Ρόσα» και σημείωσε:

«…παράθυρα γεμάτα από τα μαυριδερά τους χαμόγελα, στα πρόσωπα, τις μακρόστενες λόγχες των όπλων τους, τις κόκκινες σημαίες τους να ανεμίζουν στον άνεμο. Οι άντρες που μπορούσαν και στέκονταν στα πόδια τους βγήκαν να χαιρετίσουν τους Ιταλούς καθώς περνούσαν. Χέρια χαμένα μέσα στους επιδέσμους ανταπόδωσαν τον κόκκινο χαιρετισμό. Έμοιαζε σαν αλληγορική εικόνα του πολέμου –το φορτίο των γερών παλικαριών προχωρούσε περήφανα πάνω στις γραμμές, ενώ το τρένο των ακρωτηριασμένων γλιστρούσε αργά τον κατήφορο».

Η περίφημη Κ.Τ.Ε., η ιερά συμμαχία του μεσοπολέμου, είχε ήδη ετοιμάσει την Προκρούστια κλίνη τον Ισπανικό λαό πάνω της να ξαπλώσει για τους μελλοντικούς ακρωτηριασμούς. Βαρύγδουποι δικαστάδες, κραδαίνοντας επτασφράγιστα χαρτιά, αποφάσισαν να θυσιάσουν τους εθελοντές στο βωμό της μη Επεμβάσεως. Οι διεθνείς ταξιαρχίες αποχαιρέτησαν την Βαρκελώνη στις 15 Νοεμβρίου, ενώ η φωνή της Πασιονάρια ξαναζωντάνευε την φλόγα που θέρμαινε τις ψυχές εκείνων που έκαναν υπόθεση τους τον βιασμό της Δημοκρατίας στην Ισπανία.

«…Μπορείτε να φύγετε υπερήφανοι. Είσαστε η Ιστορία. Γίνατε πρόσωπα μυθικά. Είσαστε το ηρωικό παράδειγμα της σταθερότητας και της διεθνούς απήχησης της Δημοκρατίας. Δεν θα σας ξεχάσουμε˙ και όταν βγάλει φύλλα και πάλι το δέντρο της ελιάς, το δέντρο της ειρήνης κι αυτά μπλεχτούν με τα φύλλα της δάφνης για τη νίκη της Ισπανικής Δημοκρατίας ελάτε πίσω!».

Από τότε πέρασαν κοντά εβδομήντα χρόνια. Η λήθη απλώθηκε πάνω σε δικαίους και αδίκους κι αυτοί που χάθηκαν φύγανε με την πίκρα στα χείλη κι οι τοτινοί νικητές είναι και τώρα νικητές και τα χρόνια πέρασαν κι οι πληγές κρύφτηκαν κάτω από καινούργια ρούχα. Εβδομήντα χρόνια μια ολάκερη ζωή κι η Ισπανία της εφηβείας και του ονείρου κείτεται νεκρή στην αγορά.
Καθώς ο ήλιος, λίγο πριν χαθεί πίσω από της Γρανάδας τον ορίζοντα, βάφει χρυσοκόκκινα τα σπιτάκια του Αλμπαϊσίν, οι γεροτσιγγάνοι σιγοτραγουδούν την μπαλάντα της ταφής του ποιητή τους Λόρκα:


Απ’ την Ρεάλ ντε Καρντούχα
και τον λόφο Αλχακάμπα
μες’ απ’ το Αλμπαϊσίν και την πλατεία Λάργκα
στους ώμους έξη τσιγγάνων
πορεύεται κατά τους εφτά λόφους
ο Φεντερίκο Γκαρσία καθώς χαράζει η αυγή
στους ώμους έξη τσιγγάνων.
Τον πάνε για να τον θάψουν στο Τσέρο ντε Αϊσεϊτούνο
Και μόνο τσιγγάνοι είναι γύρω του,
μπρος και πίσω, στα πλάγια τσιγγάνοι
ενώ στον αέρα ακούγεται
να παίζει η σολέα.
Η σολέα, ω σολέα, η παγωνιά της αυγής
Διαπερνά τα κόκαλά σου με τον θρήνο της
Σολέα σολέα Μοντόγια*3.
 


Αναγνώστη αδελφέ αν οι λέξεις τούτης της γραφής λέκιασαν με αίμα τις γάζες που τυλίγουν τα σύννεφα μην αμελήσεις το παρών να δώσεις κάθε φορά που η καμπάνα σημαίνει.

NoName

 Αντί σχολιασμού το έργο Γκουέρνικα του Pablo Picasso.

208 Επισκέπτες, 0 Χρήστες