Ειδήσεις:

Το φτιάχνουμε ακόμα.. υπομονή ...

Main Menu

..παραμυθια για μεγαλους....

Ξεκίνησε από papadia, Οκτωβρίου 04, 2011, 01:36:03 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

papadia

...οσο μπορω...οταν μπορω...

papadia

....Ο μικρός Περσέας και οι Νεράδες




Κάθε που εκλείπτει το φεγγάρι, βγαίνουν οι νεράϊδες. Θά΄θελα νά΄ξερα ποιός φοβίζει τον κόσμο επί τόσα χρόνια πως βγαίνουν τα φαντάσματα!

Μέγα λάθος!

Λάθος κύριοι! Σας απατήσανε! Οι νεράϊδες βγαίνουν και μάλιστα οι πιό
όμορφες απ΄αυτές.

Αέρινες, πελώριες με τα μαλλιά τους ίσαμε τη γη και τα χέρια τους

να αγκαλιάζουν τους ονειροπαρμένους που η μοναξιά τους έχει γίνει έμμονη βραδινή παρέα.

Κολιτσίδα βρε παιδί μου, πως το λένε; Σάμπως φταίνε κι αυτοί; Μάλλον
έτσι γεννήθηκαν. Θα είναι φαίνεται απ΄αυτές τις ιδιότητες που μας
μαθαίναν στο σχολείο.

Τις έμφυτες και τις επίκτητες. Κι άμα σου τύχει
νά΄ναι έμφυτη ψάχνεις κατά μεσής του ολονυχτίου γιατί λάμπουν
τ΄αστέρια τη νύχτα, γιατί τα μωρά έχουν τόσο γλυκιά όψη και γιατί τα
ζουζούνια σου είναι τόσο απαραίτητα.

Κι άξαφνα σ΄αυτήν την τόοοσο βαθιά στοχαστική φάση, νά΄σου και
χάνεσαι απ΄τη γη!

Μα ποιός με τραβάει; Εεε; Δεν ακούς; Σε σένα μιλάω. Ποιά είσαι;
Πές μου γιατί θα βάλω τα κλάματα! (Τι θαρρείς! Τέτοια απειλή και δεν θα
έπιανε; Χι, χι!)

Λοιπόν θα μου πείς; Και πριν προλάβω να τελειώσω την ερώτησή μου
γυρίζει και με κοιτάει μ΄αυτά τα πανέμορφα μάτια της. Το κορμί της
διαγραφόταν σχεδόν άυλο μέσα στο δαντελένιο φόρεμά της. Τα χέρια
της άσπρα με τελείωμα τα κρινοδάχτυλά της. Το χαμόγελό της γλυκό
όπως και η όψη της. Τα μαλλιά… μετάξι!

Μη φοβάσαι, μου λέει. Έχω εντολή να σε φυγαδεύσω σήμερα το βράδυ.
Υπάρχει λόγος. Θα καταλάβεις…

Τι μου λέει τώρα. Να καταλάβω τι; Και πριν προλάβω να τελειώσω
την σκέψη μου νιώθω ένα βίαιο τράνταγμα. Το χέρι μου λίγο ακόμα
και θα ξεκόλαγε. Χάθηκε μέσα στην παλάμη της. Ρίχνοντας μια ματιά
προς τα κάτω βλέπω τη γη που χάνεται και μεις να πετάμε ανάμεσα
στ΄αστέρια…

-Λοιπόν, θα μου πείς; Λέει η νεράϊδα.

-Να σου πω τι; της απαντώ.

-Να μου πείς γιατί με φώναζες όλο το βράδυ.

-Δεν σε φώναζα, της απαντώ. Τ΄αστέρια κοίταζα και τους μιλούσα.
Μα αυτά δεν μου απαντούσαν , ποιός ξέρει γιατί. Ίσως δε μ΄ακούγανε.

-Εγώ όμως σ΄άκουγα…Το σπίτι μου είναι ανάμεσα στ΄αστέρια και
αυτά ερχόντουσαν κάθε τόσο και με παρότρυναν νά΄ρθω να σε βρω,
να σε πάρω και να σε φιλοξενήσω μιά νύχτα στο βασίλειό μας. Θα
δείς, θα σ΄αρέσει. Σε ξέρω από παιδί. Πάντα ρομαντικό κι ονειροπόλο.

Μαζί φτιάχναμε τα όνειρά σου μα εσύ δεν το ξέρεις. Νομίζεις πως τα
φανταζόσουν από μόνο σου..
Αυτό είναι το λάθος σας.

Έμμονη ιδέα οτι είστε μόνοι σας. Τι θα κάνω εγώ με σας! Είμαι τόσο
κοντά, σχεδόν δίπλα σας, σας χαϊδεύω το βράδυ, σας φιλώ, σας
συνοδεύω την ημέρα μα εσείς δεν καταλαβαίνετε τίποτα! Μα τόσο
μπουμπουνοκέφαλοι είστε τέλος πάντων;

-Ε, όχι και μπουμπουνοκέφαλοι, αντέδρασα εγώ. Απλά είναι πολύ
δύσκολο να νιώσεις την παρουσία μιας νεράϊδας δίπλα σου. Πιό εύκολο
είναι να την φανταστείς παρά να την νιώσεις. Εξάλλου εγώ με τ΄αστέρια
έπαιζα καθώς άπλωνα τα χέρια μου και τα έκλεινα στις χούφτες μου. Με
τ΄αστέρια γέλαγα καθώς τα γαργαλούσα με τα δάχτυλά μου.

-Ενα απ΄τα

στέρια, απάντησε η νεράϊδα, ήμουν κι εγώ…

Κοιταχτήκαμε κι οι δυό χωρίς να πούμε λέξη. Η γη από κάτω όλο κι
απομακρυνόταν κι εγώ ένοιωθα όλο και πιό άυλο και χαρούμενο.
Επιτέλους, σκέφτηκα, βρήκα μια φίλη… Μια καλή μου φίλη που δεν
ήξερα ποτέ…

-Φτάσαμε! Είπε η νεράϊδα και μ΄έβγαλε ξάφνου απ΄τις σκέψεις μου.
Πού φτάσαμε; Την ρωτώ όλο απορία. Εγώ δεν βλέπω τίποτα.
Μόνο αστέρια και της νύχτας το βαθύ μπλε.

-Κοίτα προσεκτικότερα, μου απαντά.

Πράγματι. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα ένα χρυσό πόμολο να βρίσκεται
πάνω σε μιά μικρή πορτούλα μπροστά μας.

-Αντε λοιπόν, τι κάθεσαι! Άνοιξέ την! Άνοιξέ την καλό μου παιδί. Μη
φοβάσαι!
-Τι να φοβηθώ; Εγώ δεν φοβήθηκα που πέταγα μίλια μακριά απ ΄τη γη,
τώρα θα φοβηθώ; Τώρα που αισθάνομαι την σιγουριά του χεριού της κι
όλων αυτών που μου είπε…

-Τι είναι εδώ; Το σπίτι σου;

-Ανοιξε. Εδώ είναι το απανέμι σου. Εδώ είναι η καρδιά μου…
Και λέγοντάς μου αυτά δίνω μια και ω! ω! ω!. Τι να πρωτοπεριγράψω!
Φως! Παντού φως και αστέρια!

Αυτά που κοίταγα κάθε βράδυ και έπαιζα μαζί τους, μας περίμεναν με
ένα πλατύ χαμόγελο.

-Αργήσατε, είπε το πιό αστραφτερό απ΄αυτά. Αργήσατε και
ανησυχήσαμε μήπως δεν ερχόσασταν και μέναμε Χριστούγεννα μόνα
μας. Σας περιμέναμε με αγωνία. Μέχρι να΄ρθείτε ετοιμάσαμε τα φιλέματά
μας και κάνοντας έτσι το χέρι του έδειξε προς το τραπέζι.

Πω, πω! Και τι δεν έχει πάνω! Γλυκά, σοκολάτες, καραμέλες και ένα σορό άλλες λιχουδιές απλωμένα όλα πάνω του. Παντού χυμένη
αστρόσκονη. Όλα λαμπύριζαν και μοσχοβολούσαν. Άλλη μιά έκπληξη
με περίμενε απόψε. Άλλη μιά έκπληξη που δεν περίμενα ποτέ…

Ήρθε η στιγμή να σ΄αφήσω απ΄το χέρι είπε η νεράϊδα και μέχρι να
γυρίσω το κεφάλι μου είχε εξαφανισθεί.

-Ε, ε! Φώναξα. Μη μ΄αφήνεις πάλι μόνο μου. Σε παρακαλώ.

-Θα γυρίσω, μου απάντησε. Παίξε με τ΄αστέρια. Αυτό δεν ήθελες πάντα;
Εξάλλου μην ξεχνάς. Είσαι στο σπίτι μου, στ΄απανέμι σου, στην καρδιά
μου. Σ΄αγαπώ πολύ, μην το ξεχνάς..

Σάγαπώ πολύ! Πούφ! Τι σόι αγάπη είν΄αυτή να μ΄αφήνει ολομόναχο μες
στη νύχτα παρέα με αγνώστους. Βέβαια θα μου πεις όχι ολοσδιόλου
άγνωστοι. Τους ξέρω από παιδί. Κάθε βράδυ τα κοίταγα, τα μετρούσα,
τους μιλούσα… μα από τόσο κοντά πρώτη μου φορά τα βλέπω!

-Κάθησε, πετάχτηκε ένα μεγάλο αστέρι. Έχουμε εντολή να σε
περιποιηθούμε έως ότου επιστρέψει η νεράϊδα.

-Μα εγώ θέλω την φίλη μου, του απάντησα.

-Και εμείς φίλοι σου είμαστε. Θα δεις. Θα περάσουμε υπέροχα.
Θα χορέψουμε, θα τραγουδήσουμε, θα φάμε γλυκά και όταν
κουραστούμε με το φως της ημέρας θα πάμε να κοιμηθούμε στα
κρεβατάκια μας. Νά τα!

Τα βλέπεις; Αυτά που μοιάζουν σαν χρυσές πεπονόφλουδες
κρεμασμένες από κίτρινες κλωστές στον ουρανό. Είναι μέσα στη
χρυσόσκονη.

Η χρυσόσκονη βοηθάει να κοιμηθείς γλυκύτερα. Τέλως πάντων. Το
γλέντι αρχίζει αδέρφια μου. Ποιό αστέρι θά΄ρθει να ξεκινήσουμε το χορό;

-Εγώ, εγώ!

-Όχι εγώ! Εγώ τό΄πα πρώτο.

-Ησυχάστε μικρούλια μου. Ούτως ή άλλως θα χορέψουμε όλα μαζί.
Περσέα έλα εδώ, είπε καθώς έγνεψε σ΄ένα απ΄αυτά. Πάρε το παιδί και
δείξε του πως διασκεδάζουμε εμείς εδώ πάνω έως ότου έρθει το πρωί.
Θέλω να το κάνεις να περάσει μια όμορφη και αξέχαστη βραδιά.

-Εντάξει θείε, απάντησε αυτό. Έλα, είπε γυρνώντας προς το μέρος
μου. Έλα να σου δείξω πως χορεύει ένα αστέρι. Εσείς όταν ένα αστέρι
δείχνει να χάνεται στον ουρανό αφήνοντας την χρυσή τροχιά του πίσω,
νομίζετε πως πέφτει και χάνεται στο σύμπαν. Δεν είναι όμως έτσι.

Εκείνη την στιγμή κάνει την πιρουέτα του στο χορό που στήνουμε κάθε
βράδυ.
Κακώς το λέτε πεφταστέρι, γιατί δεν είναι έτσι. Απλά χορεύει μόνο του.
Λικνίζεται μες στη νύχτα και χάνεσαι στο ρυθμό του.

Και λέγοντας όλ΄αυτά με τραβάει βίαια λέγοντας.
–Τι κάθεσαι και με κοιτάς μ΄ανοιχτό το στόμα; Χα, χα, χα! Ξέρεις τι ύφος
έχεις πάρει; Πλάκα έχεις.

Έλα. Η μουσική αρχίζει!

Η μουσική αρχίζει, σκέφτηκα. Μάλλον έπρεπε να πει η μαγεία αρχίζει
γιατί αυτό που ζω πιό πολύ μοιάζει με μαγικό παρά με αληθινό. Μα
αλήθεια, που πήγε η νεράϊδα μου; Εγώ θέλω την νεράϊδα μου, άρχισα
να φωνάζω. Θέλω να μου την φέρεται εδώ και τώρα. Θέλω την φίλη μου
να με πιάσει απ΄το χέρι.

-Έλα μωρέ διασκέδασε! Δε σού είπαμε; Έχουμε εντολή να περάσεις
αξέχαστα. Άκου!..

«Τ΄αστέρι πού΄ναι φίλος μου
με παίρνει στα δρομάκια του
με τριγυρνάει σε ρεματιές
μου λέει τα μεράκια του…»

Ντριν, ντριν, ντριν…

Αυτό το τραγούδι κάπου το ξέρω σκέφτηκα. Μάλλον όχι την μουσική
αλλά τους στίχους. Ναι, ναι. Είμαι βέβαιη 1000% ότι τους στίχους τους
έχω ξανακούσει.

-Τι σκέφτεσαι; Με ρώτησε ο Περσέας όλο απορία.
-Να. Έχω την εντύπωση ότι τα λόγια αυτού του τραγουδιού τά΄χω
ξανακούσει.
-Μα και βέβαια τά΄χεις ξανακούσει. Αφού τά΄χεις γράψει εσύ.
Χριστέ μου, σκέφτηκα. Έχει δίκιο! Ώστε με παρατηρούν όταν γράφω
τους στίχους μου και γω που νόμιζα οτι τους κρατούσα κρυφούς.

-Έλα, φώναξε ο Περσέας. ʽΕλα να χορέψουμε και πριν καλά-καλά
το σκεφτώ με τράβηξε κοντά του και ξεκινήσαμε έναν τρελό χορό
που κράτησε μέχρι το πρωί, σκασμένοι και οι δύο από τα γέλια και
χορτασμένοι απ΄τις υπέροχες λιχουδιές.

-Νυστάζω Περσέα. Νομίζω οτι ήρθε η ώρα να πάω να κοιμηθώ. Μου
κλείνουν τα μάτια.

-Έλα να σου δείξω το κρεβατάκι σου. Θ΄ανέβουμε αυτήν την σκάλα και
μετά θα στρίψεις δεξιά. Η πρώτη πόρτα που θα δείς γράφει τ΄όνομά
σου. Σπρώξε την και μπες. Εντάξει;

Εντάξει του απάντησα και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε την χρυσή σκάλα
που λαμπύριζε μες στην νύχτα και ήταν αδύνατο να μην την προσέξεις.

-Περσέα;

-Έλα;
-Πάντα έτσι γλεντάνε κάθε βράδυ;
-Έτσι.
-Και πάντα έτσι τρώτε και χορεύετε;
-Έτσι, απάντησε ο Περσέας.
-Δηλαδή, ξαναρώτησα, την ώρα που είμαι ξάγρυπνο και σκέφτομαι
και γράφω και σας κοιτώ από τη γη, εσείς γλεντάτε χωρίς να τό΄χουμε
πάρει χαμπάρι εμείς;
-Ακριβώς, απάντησε ο Περσέας. Τώρα όμως άφησε όλες αυτές
τις σκέψεις και κοίτα να ξεκουραστείς. Όπως βλέπεις χωρίς να το
καταλάβουμε με την κουβέντα φτάσαμε στον προορισμό μας. Να το
δωμάτιό σου. Καληνύχτα, καλό ξημέρωμα.

Πάλι μόνο μου θα μείνω; Του φώναξα καθώς κατέβαινε την σκάλα.
Όλο μόνο μου μ΄αφήνετε. Βαρέθηκα να σας ακούω. Με πιάνεται απ΄το
χέρι και γω σας ακολουθώ σαν υπνωτισμένο χωρίς να ξέρω που με
πάτε. Τέλος πάντων. Νομίζω μού΄χε πει να στρίψω δεξιά και να μπω
στην πρώτη πόρτα.

Α! Αυτή θα΄ναι λοιπόν! Περίεργο. Το πόμολό της είναι ίδιο με το πόμολο
της πρώτης πόρτας που άνοιξα μαζί με την νεράϊδα. Αλήθεια, που
εξαφανίσθηκε κι αυτή; Τι θα κάνω τώρα; Που θα πάω; Πως θα κοιμηθώ
σένα ξένο τόπο και μάλιστα μόνη μου; Α πα πα. Δεν μπαίνω. Εδώ θα
κάτσω να την περιμένω.

Ε! ε! ε! Αστέριααα! Έχω θυμώσει πείτε της. Μ΄άφησε μόνο μου.
Ακούτεεε; Μόνο μου. Σνιφ. Ώρα είναι να πατήσω τα κλάματα. Σνιφ.
Και είπε οτι με αγαπάει πολύ. Σνιφ. Εγώ εδώ θα κάτσω απ΄έξω. Μέσα
δεν μπαίνω. Ακούτε; Ποτέ!!! Εδώ, εδώ θα κάτσω, εδώ μέχρι το πρωί
και ούτε θα κοιμηθώ, ούτε θα φωνάξω τ΄αστέρια, ούτε την νεράϊδα,
ούτε θα της ξαναμιλήσω… ούτε αααχ! ….. ούτε ααααχ! ….. ού…..τε….
χρρρρρρ….. χρρρ…. Χρρρρρρρρ.

-Χμ! Καλό μου παιδί. Σε πήρε ο ύπνος περιμένοντάς με. Σ΄αγαπώ πολύ
και λέγοντας αυτά η νεράϊδα το πήρε στην ευωδιαστή αγκαλιά της
δείνοντάς του ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο κι άλλο ένα στο μέτωπο. Κι
όπως ήταν κοιμισμένο, το έβαλε στο κρεβατάκι του και αυτή ξάπλωσε
δίπλα του και το πρόσεχε όλη νύχτα.
Κοίταγε τα ματάκια του που είχαν κλείσει βαριά απ΄την κόπωση του
γλεντιού, κοίταγε τα χειλάκια του που χαράζαν ένα χαμόγελο στο πλάι,
κοίταγε τα φρυδάκια του που είχαν μείνει σε σχήμα απορίας.

-Μα γιατί απορούν άραγε; Σκέφτηκε η νεράϊδα. Όλη τη νύχτα πρέπει
να πέρασε υπέροχα. Το έφερα εδώ όπου ήθελε πάντα. Στ΄αστέρια,
στους φίλους του. Ή μήπως η έκφραση των φρυδιών δεν είναι έκφραση
απορίας αλλά θυμού. Κι άν είναι θυμού, γιατί νά΄ναι θυμωμένο;

Μπας και τσακώθηκε με κανένα αστέρι;
Μπας… Μπας…Μπας και είναι θυμωμένο μαζί μου που το άφησα
κι έφυγα; Αλλά πάντα αυτό δεν ήθελε; Μια βραδιά στ΄αστέρια;
Αναρωτήθηκε η νεράϊδα.
Καλό μου παιδί, σ΄αγαπάω πολύ, είπε και κύλησε ένα δάκρυ στο
μάγουλό της τόσο καφτό που πέφτοντας πάνω στο κοιμισμένο παιδί το
τρόμαξε και ξύπνησε.

-Νεράϊδα! Νεράϊδα μου! Άρχισε να φωνάζει αυτό από χαρά.
-Μωρό μου… αποκρίθηκε αυτή.
-Νεράϊδα μου γύρισες! Γύρισες! Μη ξαναφύγεις! Σε παρακαλώ μη με
ξαναφήσεις μόνο μου. Σ΄αγαπώ πολύ…

-Κι εγώ σ΄αγαπώ πολύ του απάντησε αυτή κι ένα δεύτερο δάκρυ κύλησε
στο μάγουλό της. Δάκρυ χαράς που βρήκε ένα φίλο. Ίσως τον μοναδικό
της για όλη τη ζωή της
...οσο μπορω...οταν μπορω...

papadia

Το κατηγορητήριο ήταν αμείλικτο και οι δικαστές σκληροί.

«Κατηγορείσαι για εσχάτη εφηβεία»

Τα στοιχεία αδιάσειστα. «Ως γνωστόν, τα παιδιά  ονειρεύονται χωρίς να ροχαλίζουν. Αντιθέτως, οι ώριμοι άνδρες ροχαλίζουν χωρίς να ονειρεύονται. Εσύ κατηγορούμενε ροχάλιζες ενώ ονειρευόσουν.»

Ο κατηγορούμενος χασμουρήθηκε. Ο δικαστής συνέχισε.

 «Το αδίκημα της παρατεταμένης εφηβείας είναι βαρύτατο και ο πρότερος αθόρυβος ύπνος  δεν αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικό.

Ο κατηγορούμενος ξαναχασμουρήθηκε. Ο δικαστής αγριοκοίταξε.

«Ως εκ τούτου το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο σου επιβάλει την εσχάτη των  ποινών. Κατηγορούμενε ακυρώνεσαι ως πατέρας. Λύεται η συνεδρίαση».

Ο κατηγορούμενος λύθηκε στα γέλια.

Θυμήθηκε ένα μεσημέρι  που ξύπνησε με το μωρό να έχει σκαρφαλώσει πάνω του, σκεπάζοντας  με τα χεράκια του το στόμα παρακαλώντας: «τσώπα μπαμπά! τσώπα, να κοιθούμε!».

Και μετά από χρόνια πολλά έβαλε τα κλάματα.
...οσο μπορω...οταν μπορω...

papadia

.....παρα τριχα.....ευτυχισμενη..


         Δε φτάνει που τον μάγεψε, τον φυλάκισε μια σταλιά βάτραχο στην αυλή της, ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, που δεν τους έλεγες ψηλούς μα ούτε και χαμηλούς. Τους έλεγες «παρά τρίχα».

«Παρά τρίχα» ψιθύριζε απογοητευμένος ο βάτραχος ύστερα από κάθε αποτυχημένο σάλτο και την ικέτευε: «Μη με βασανίζεις άλλο. Αφού δεν τους γκρεμίζεις, τουλάχιστον ψήλωσέ τους».

Αυτή όμως, όχι μόνο δεν τους γκρέμιζε, αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια κι έβλεπε τις δυνάμεις του βάτραχου να λιγοστεύουν, χαμήλωνε τους τοίχους λίγο- λίγο, μέχρι το «παρά τρίχα».

Ύστερα καθόταν σε μια γωνιά της αυλής κοιτάζοντας τα χέρια της, το ένα γέρικο, το άλλο κοριτσίστικο -γιατί αυτή η κατάρα βασάνιζε τη μάγισσα: το χέρι που έριξε τα ξόρκια να σταματήσει να γερνάει- και ψιθύριζε : «Παρά τρίχα ευτυχισμένη».
...οσο μπορω...οταν μπορω...

Belladona


Belladona


papadia

Εγκλωβισμένος  μέσα σε λέξεις και ανόητες παραγράφους, προσπαθώ να βρω μια έξοδο διαφυγής. Ψάχνω σα τρελός εξόδους ασφαλείας, μα νομίζω ότι δεν κάνω ότι περνά από το χέρι μου για να ξεφύγω. Κάτι με κρατά πίσω. Κάτι με γοητεύει μέσα σε αυτές τις χαζές λεξούλες. Υπάρχει κάτι εκεί;

«Έι, σας μιλάω!»

Κι όμως δείχνει σα να είναι ζωντανό. Η ευτυχία είναι περίεργο πράγμα. Όταν νομίζεις πως είναι δίπλα σου ξεχνιέσαι και πέφτεις με ταχύτητες του κόσμου στα σημεία. Όταν είναι δίπλα σου, συνήθως τη μπερδεύεις με δυστυχία. Φταίμε στα αλήθεια εμείς που μας έχουν διδάξει λάθος τα χρώματα;

Κι όμως ξέφυγα, προσπάθησα και είδα πράγματα αλλιώς. Τι με κρατά ακόμη; Η συνήθεια είναι δύναμη που νίκησα νωρίς και δε με πιάνει. Τι άλλο μυστικό είναι εκεί έξω αόρατο και περιμένει;

Ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει, το πάτωμα γίνεται γυαλιστερό, μαύρες άσπρες τετράγωνες επιφάνειες, κόκκινες κουρτίνες και τι ψηλό που είναι το ταβάνι εδώ; Μου αρέσει όταν έχω χώρο να αναπνεύσω…

«Θέλεις να χορέψουμε;» με ρωτάει μια όμορφη ευγενική δεσποινίς.

«Όχι» είπα από μέσα μου, «αλλά δε βαριέσαι, αφού μπήκα στο χορό ( μα πως μπήκα; ) ας χορέψω».

«Ναι, γιατί όχι…», απαντώ τελικά.

Τα φώτα χαμηλώνουν, νοιώθω το σώμα της κοντά μου, είναι όμορφη… Μυρίζει όμορφα επίσης. Χμμ… Βανίλια.

Καθώς κινούμαστε ρυθμικά, το μαύρο-άσπρο πάτωμα φαίνεται ότι με συμπάθησε και μου δείχνει το δρόμο.

«Μα που ήσουν σε όλη μου τη ζωή;» σκέφτηκα και αμέσως αναρωτήθηκα αν αυτός ο χορός είναι σημαντικός. Πάντα ήθελα κάποιον, κάτι, να μου δείχνει το δρόμο στους σημαντικούς χορούς της ζωής μου.

«Και πάντα είχες, πάντα θα έχεις.»
...οσο μπορω...οταν μπορω...

papadia

.....ε  Ψιτ...


     Μια φορά κι ένα καιρό  ήταν μια νεράιδα. Το όνομά της ήταν Ψιτ. Την έλεγαν έτσι γιατί σε αντίθεση με τις άλλες νεράιδες, αυτή πάντα πριν εμφανιστεί ψιθύριζε «Ψιτ!». Ήταν ντροπαλή, διακριτική, αθόρυβη, έβγαζε τα φτερά της και τα έκανε παντόφλες. Έτσι όμως τα φτερά είχαν  φθαρεί  τόσο πολύ που δυσκολευόταν να πετάξει.

Μια φορά που είχα κατέβει στη πόλη είδα  στη βιτρίνα ένα όμορφο ζευγάρι μικρές κόκκινες παντόφλες. Τις πήρα. Όταν γύρισα στον πύργο μου, τσούπ,  νάσου η άλλη νεράιδα η Γειάσου. «Και εγώ σου είχα ζητήσει κόκκινες παντόφλες αλλά δε μου πήρες» μου κάνει. Και τις δίνω. Τις δοκιμάζει, τις ξεχειλώνει, «δεν μου κάνουν, μεγάλωσε το πόδι μου» απαντάει και τις βγάζει. Εκείνη τη στιγμή ακούω πίσω μου ένα «Ψιτ! Αντίο!»
...οσο μπορω...οταν μπορω...

kapoia_za


papadia

...οσο μπορω...οταν μπορω...

papadia

Παντρεύεται και η Φ. Αύριο δεσμεύεται ενώπιον Θεού, Φίλων, Συγγενών και εαυτού, ότι θα αγαπάει τον ίδιο άντρα για την υπόλοιπη ζωή της. Παραμονές του γάμου, οι φίλες θεράπευαν την προγαμιαία αγωνία με την παραίνεση «Μια φορά παντρεύεσαι. Χαλάρωσε και απόλαυσέ το».

Εγώ ρώτησα «Που το ξέρετε;» με αγριόκοιταξαν αλλά συνέχισα «Που το ξέρετε ότι θα παντρευτεί μόνο μία φορά;» Ήθελα να ρωτήσω «Πως ξέρετε ότι δεν θα ερωτευτεί δεύτερη φορά;» μα ένα  βλέμμα από εκείνα με την αξιοπρεπή  αγωνία του αμυνόμενου και τον ηρωισμό του πολιορκημένου από την θλίψη ανθρώπου, μου φάνηκε πως έλεγε «Οι γυναίκες παντρεύονται μια φορά, άσχετα αν ερωτεύονται περισσότερες». Σταμάτησα.

Διέκρινα την άγρια χαρά του νικητή στη γυναικεία συντροφιά και σκέφτηκα πως είναι φρονιμότερο να αναζητήσω τον ηττημένο.
...οσο μπορω...οταν μπορω...

papadia

Φέτος το καλοκαίρι σε ένα μακροβούτι είδα στον βυθό έναν λύκο να κυνηγάει ένα κατακόκκινο μπαρμπουνάκι. Ξαφνιάστηκε κι αυτός που με είδε, σταμάτησε –την γλύτωσε το ψαράκι – και μου έκανε νόημα να βγούμε στην επιφάνεια. Ανέβηκα, ανέβηκε κι αυτός. Μόλις τινάξαμε κι οι δύο τα νερά από τα κεφάλια μας μου λέει.

-Τώρα βρήκες να εμφανιστείς ρε φίλε;  Ξέρεις πόσο καιρό κυνηγάω το μπαρμπούνι;

-Συγνώμη, του απαντάω, αλλά εγώ νομίζω πως η θέση σου είναι στο δάσος να κυνηγάς την κοκκινοσκουφίτσα.

-Κι εγώ το ίδιο νομίζω αλλά μου έδωσε απόσπαση ο υπουργός παραμυθιών. Για τις ανάγκες της υπηρεσίας.

-Και το μπαρμπουνάκι γιατί το κυνηγάς;

-Είναι ταραχοποιό στοιχείο. Το είδα που μιλούσε με έναν κόκκινο αστερία.

-Τι βλακείες είναι αυτές. Δεν πρέπει να ανακατεύουμε τα παραμύθια με την πολιτική.

-Γιατί όχι φίλε μου. Με τα παραμύθια διαχειρίζεσαι την φαντασία των ανθρώπων. Με την πολιτική διαχειρίζεσαι τα όνειρά τους.



Όλη η αλήθεια για τον τζίτζικα και τον μύρμηγκα.

Εγώ πάντως αυτή την ιστορία με τον τζίτζικα και τον μύρμηγκα την θεωρώ τελείως αντισυνταγματική. Και θα εξηγήσω αμέσως το γιατί. Ο μύρμηγκας είχε διαλέξει να δουλεύει το καλοκαίρι και να παίρνει την άδειά του τον χειμώνα. Δικαίωμά του. Ο τζίτζικας απʼ την άλλη είχε διαλέξει να κάνει τις διακοπές του το καλοκαίρι, σαν κάθε φυσιολογικός τζίτζικας. Δικαίωμά του επίσης. Τι έφταιγε  δηλαδή που τον χειμώνα υπήρχαν αναδουλειές και δε μπορούσε να βγάλει το ψωμί του; Μήπως παραπονιόταν τα καλοκαίρια που την έβγαζε σε ένα δεντράκι; Γκρίνιαζε μήπως που δεν έκανε λουξ διακοπές; Όχι βέβαια.

Και τώρα θα σας πω την αλήθεια για το πως πέθανε ο τζίτζικας. Διότι δεν τα κακάρωσε από την πείνα. Όχι. Ψέμα μεγάλο και σκάνδαλο. Ο Μύρμηγκας τον «έφαγε».

Άγριος πολύ ήταν εκείνος ο χειμώνας που βρέθηκε ο τζίτζικας σε μεγάλη ανάγκη και αναγκάστηκε να ζητήσει από τον μύρμηγκα, ο οποίος τον δάνεισε με μεγάλο τόκο. Τον άλλο χειμώνα δανείστηκε από άλλον μύρμηγκα για να πληρώνει τους τόκους του πρώτου κοκ. Μέχρι που ένα καλοκαίρι οι μύρμηγκες του είπαν «Φίλε χρωστάς. Διακοποδάνεια τέλος. Κατέβα από το δέντρο».

Τι να κάνει ο τζίτζικας, κατέβηκε. Και έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Του κόπηκε το τραγούδι και επειδή οι τζίτζικες με το τραγούδι αναπνέουν, του κόπηκε κι η ανάσα και πάει, πέθανε. Ύστερα ο μύρμηγκας λάδωσε τον συγγραφέα ο οποίος άλλαξε την ιστορία και κατηγόρησε τον τζίτζικα ως ανεπρόκοπο κακοχαρακτήρα και τεμπέλη

.
...οσο μπορω...οταν μπορω...

Nikos Apomakros

Και με τα παραμύθια και με την πολιτική διαχειρίζεσαι μόνο τα όνειρα που εμβάλλεις (inception).

Σοφά τα παραμύθια σου πάντως. Την πολιτική σου δεν τη γνωρίζω ;)

pixie

Επειδή μου έχουν κινήσει κάποιο σχετικό ενδιαφέρον τα παραμύθια που μόλις διάβασα, πριν σχολιάσω, ας μου επιτραπεί μια ερώτηση.
Είναι δικά σου, εννοώ τα έχεις γράψει εσύ, ή ανήκουν στο συγγραφικό έργο κάποιου άλλου? Δεν βλέπω βέβαια πουθενά ότι πρόκειται για αναδημοσιεύσεις, άρα προφανώς τα κείμενα είναι δικά σου! :smile:


Το ωραίο λοιπόν σε όλα αυτά, είναι ότι κρύβουν μηνύματα... Ευφυέστατα... και μου άρεσε το τελευταίο: ''Με τα παραμύθια διαχειρίζεσαι την φαντασία των ανθρώπων. Με την πολιτική διαχειρίζεσαι τα όνειρά τους.'' ;-)

papadia

....δεν ειναι δικα μου αλλα ολα εχουν τη δικη μου πινελια.......

      κ δεν ανηκουν σε καποιο συγγραφεα γτ τα εχω βρει σκορπια κ τα συγκεντρωνω εδω κ πολλα χρονια

      κ τωρα μεσω του a33 μου δοθηκε η ευκαιρια να τα γραψω...

      παντως χαρηκα pixie που σου ααρεσαν ...γτ εχω κανει πολυ κοπο για να τα

      συγκεντρωσω ...κ χαρηκα που σταθηκες στα μυνηματα.....γτ πραγματικα δεν ειναι τοσο

      απλοϊκα οσο φαινονται   ....θα μπορουσα να πω το αντιθετο οτι ειναι πολυ συνθετα κ

      κρυβουν βαθυτερα νοηματα......κ επειδη εμενα μου αρεσουν πολυ θελησα να τα

      μοιραστω μαζι σας......
...οσο μπορω...οταν μπορω...