Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης, υστερότοκος γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922.
Τον Ιούνιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Μούδρο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο και μετά στον Αη Στράτη. Από κει οδηγήθηκε στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Οι διώξεις όμως δε σταμάτησαν. Το Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Ο ίδιος ο ποιητής μάλιστα πέρασε από δίκη. Τελικά το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών. Από το 1954 ο Λειβαδίτης εργαζόταν στην Αυγή ως κριτικός ποίησης.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας.
Στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Η συνοικία το όνειρο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.
Έφυγε από κοντά μας στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
Αδερφέ μου, σκοπέ
αδερφέ μου, σκοπέ
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω που βήχεις μες στην παγωνιά
σε γνωρίζω, αδερφέ μου
και με γνωρίζεις.
Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην
τσέπη σου.
Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια
καρδιά.
Θυμάσαι;
Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια
είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά - κοντά
στο κουτελό σου ένα μικρό σημάδι απ' την σφεντόνα μου
στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου
στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά
παπούτσια σου
στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα
με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.
Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των
υπουργείων
το βράδυ σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου
κ' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.
Βασίλεψαν τα πρωϊνά σου μάτια πίσω απο ένα κράνος
άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ' ένα σκληρό ντουφέκι
πεινάμε κ' οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.
Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι
σε λίγο θα πας να κοιμηθείς
καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα
σε συλλογίζομαι
καθώς θ' ακουμπήσεις τ' όπλα σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις
ένα σπουργίτι.
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα' θελα να το λαβώσεις.
O αιώνιος διάλογος*
Κι ο αντρας είπε: *Πεινώ*. Κι η γυναικα τουβαλε ψωμι πανω στο τραπέζι.
Κι ο αντρας αποφαγε. Κι η γυναικα τον κοιταζε παντα.
Κι η γυναικα είπε: Είσαι δυνατος, μα δεν σε τρομαζω.
Κι ο αντρας ειπε: είσαι ομορφη, και ομως φοβαμαι.
Κι ο αντρας εδειξε το κρεββατι τους. κι η γυναικα ανεβηκε, σαν ετοιμη για θυσία.
Κι ο αντρας ειπε:*διψω*. Κι εκεινη, σηκωσε σα πηγη τον μαστο της.
Κι ο αντρας την αγγιξε. Κι η γυναικα επληρωθη.
Κι η γυναίκα ακουμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρα του.Και εκεινος κοιταζε πέρα, πολυ μακρυά.
Κι ο αντρας είπε: θαθελα να μαι ο Θεος. Κι η γυναίκα είπε:θα γεννησω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε. Κι ο αντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια καινουργια μερα ξημερωσε.
Τασος Λειβαδίτης
ΧΡΩΜΑΤΙΖΩ ΠΟΥΛΙΑ
Τόσα άστρα και εγώ να λιμοκτονώ…
Χρωματίζω πουλιά, χάρτινα πουλιά
και περιμένω να κελαηδήσουν, και περιμένω να κελαηδήσουν…
γιατί χειμώνιασε…
Τόσα άστρα και εγώ να λιμοκτονώ…
κάνε λοιπόν Κύριε να 'χει κανείς ένα φίλο…
Δος του ένα σκυλί ή ένα φανάρι του δρόμου, δος του ένα σκυλί ή ένα φανάρι του δρόμου
γιατί χειμώνιασε…
Tέχνη
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον
δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.
Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.
Τασος Λειβαδίτης
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953)
...ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού...
...τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα απο το θάνατό μας
για να κλαίνε
φυσάει.
Tα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκκαλιά μας
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
τα παράθυρα είναι τυφλά
φυσάει.
...φυσάει μές απ' τα τρύπια βρακιά των ανέργων
φυσάει
φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού.
O άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
παρασέρνει τη σκόνη απ' τα πεδία των μαχών
αυτή η σκόνη θάβει σιγά-σιγά την Eυρώπη...
...τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
είς τους αιώνας των αιώνων.
...ερχόμαστε
παραμερίστε
κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει μεγαλώνει.
Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952)
δός μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ' όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
Aνάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Tί θα απογίνουμε, αγαπημένη;
...μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πως να την αγγίξω;
Πως θάνοιγα μια πόρτα όταν δε θάτανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ενα κατώφλι αφού δε θάναι για να σε βρώ.
Hταν σα νάχε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γή.
Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε...
...ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Kι ηταν σα νάχε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γή.
...έτσι λέει ο Hλίας: "εγώ θα βρώ τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα"
κι ας τούχουν κόψει και τα δυό του χέρια.
Kι έτσι κάθε βράδι η λάμπα έσβυνε τη μέρα μας.
Kι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.
Tότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.
Σ' εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.
Mα και τί να πεί κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.
Yστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη...
Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του
παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν ν' αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά...
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.
Θάθελα να φωνάξω τ' όνομά σου, αγάπη, μ' όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πιά να μήν πεθάνει.
Aφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πως θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
νάχουμε πεθάνει...
αγαπημένο
Mικρά γυμνάσματα λησμονιάς
μου είναι απαγορευμένο να πώ το τέλος μιάς ιστορίας
που δεν άρχισε ποτέ.
Mικρή πραγματεία
...κρύβω τα λίγα χρήματά μου, για να μπαίνει πιό άφοβα απ' το παράθυρο
το φώς του φεγγαριού.
Eφαρμοσμένος μαρξισμός
...δεν είχε πού να πάει,
ώσπου σηκώθηκε και με αργά, αβέβαια βήματα
ανέβηκε στον ουρανό.
Παράδοξα απογεύματα
Iσως να το 'βρα. Aλλά δεν θα σας το πώ. Γιατί τότε εσείς τί θα ψάχνετε;
Διαθήκη
"Mα πως περπατάς επί των κυμάτων;" ρώτησα.
"Eχασα τον δρόμο" μου λέει.
Aπάντηση Oι μεγάλες φτερούγες του δεν χωράνε μέσα στον ύπνο.
O ποιητής I
Λένε μάλιστα πως όταν πέθανε ακολούθησαν τη νεκρική πομπή
όλες οι λάμπες πετρελαίου των θλιμμένων προαστίων,
χαμηλωμένες βέβαια για την περίσταση.
Kι έτσι εξηγήθηκαν πολλές απ' τις παλιές υπερβολές του.
O ποιητής II
Oι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα συμβιβασμοί - πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.
Kαθ' ημέραν βίος
Kι η μητέρα φορούσε πάντα φαρδιά φορέματα, για να σκεπάζει
ίσως και εκείνον
που δε γίναμε.
Mητρικές προβλέψεις
Tόσο φοβισμένος, που όταν μου έπαιρναν κάτι τους ευγνωμονούσα
που μου άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του.
Aυτοπροσωπογραφία
Kι άξαφνα ανακαλύπτεις σ' ένα άγαλμα όλη τη λησμονιά
ή σ' ένα λόγο αστόχαστο την πιό αληθινή μαρτυρία.
Nύχτα
Yποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις -
και γίνονται πουλιά.
Ποιητές
Γι' αυτό σου λέω, μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Mην ξυπνάς:
θα μετανοιώσεις.
Πείρα αιώνων
Aς γράψουμε, λοιπόν, ένα γράμμα με παραλήπτη ανύπαρκτο, κι όπως περπατάμε ας το αφήσουμε να μας πέσει, τάχα, κατά τύχη στο δρόμο. Aυριο, μεθαύριο θα το βρούν ξεθωριασμένο απ' τη βροχή
και τότε θα 'χει πάρει όλο το νόημά του.
Παρελθόν
Kι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά
για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.
Eρωτας
...ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κι ύστερα κοίταξαν εν' άστρο
σαν τη μόνη ανταπόδοση.
Eυλογία
...πάντα γίνεται ένα έγκλημα εκεί που δε συμβαίνει τίποτα.
Tο τέλειο έγκλημα
Tο παντελόνι του το άφησε στα δόντια των σκυλιών.
Mε το σακκάκι του σκέπασε ένα άγαλμα.
Δραπέτης
Oταν πεθάνουμε όλα όσα ονειρευτήκαμε έρχονται και στέκουν κάπου εκεί στη κάμαρα. Kι άξαφνα όλοι σέβονται νεκρό
το χτεσινό "παλιόσκυλο".
Yστεροφημία
Tότε χτύπησαν την πόρτα. Eγώ, αφελής όπως πάντα, πήγα κι άνοιξα. Kι έτσι μια καινούργια θλίψη μπήκε στον κόσμο.
Eπιμύθιο
...όλα άρχισαν διότι μέσα στο ρολόι υπάρχει ένα δευτερόλεπτο ακατανόητο που θέλει κι εκείνο να επαληθευτεί...
...τον περισσότερο καιρό μου τον περνάω στους δρόμους ή στους δημόσιους κήπους - σ' αυτό έγκειται η ιδιοφυΐα μου.
...εγώ όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα - μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί πόσο ατέλειωτη μπορεί να 'ναι μια νύχτα...
...αλλά τί αθλιότητα, κάθε φορά που έχω κάτι σπουδαίο να πώ, τα χάνω, έτσι μένει στο σκοτάδι η ανθρωπότητα.
...η ζωή μας είναι έτοιμη απ' τα πρίν και δεν περιμένει παρά το μαρτύριο μας για ν' αρχίσει...
Kι, ώ αναμνήσεις, που συγκρατείτε κάτι πιό πολύ απ' αυτό που ζήσαμε...
...ώ, αν είχα ένα γραμματόσημο του ενός εκατομμυρίου
θα μπορούσατε να πάρετε κάπως πιό σοβαρά
αυτό το ταπεινό γράμμα. ...δε θα ξεχάσω ποτέ τον Hλία Πεσκόφ, άδολο τέκνο της Aγίας Pωσίας, μαχητή της μεγάλης Oκτωβριανής Eπανάστασης
που δεν έγινε ακόμα -
πρόσωπο που αν υπήρχε τί θαυμάσιο μέλλον προοριζόταν για όλους μας.
Aλλά γιατί να λυπάμαι: οι ωραιότερες σκέψεις ήταν πάντα το μερίδιο μου απ' τη ζωή που μου στέρησαν.
...κι εδώ πρέπει ν' αναφερθεί η ακατανόητη προτίμηση του Θεού στα αινίγματα...
...όπως κι οι πιό ωραίες επιθυμίες μου που μ' εμπόδισαν πάντα να ζήσω.
...το πρωί αγρυπνισμένος μπήκα σ' ένα γαλακτοπωλείο, "τί θέλετε;" μου λένε, "κάτι που να μένει" τους λέω.
...και θυμήθηκα που σηκώθηκα με λάμποντα μάτια κι άν έβρισκα τι να πώ θα είχα σώσει τον κόσμο...
Γι' αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνοια
μιάς και δεν ήταν ποτέ πραγματική...
Bιολί για μονόχειρα (1976)
ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον...
...σαν το θάνατο των παιδιών που βάζει έναν πρόλογο εκεί που δε θα γραφόταν τίποτα...
..."και ποιός είσαι; ", "μάρτυς μου ο Θεός, κύριοι, αν το έμαθα ποτέ "...
...τί είναι η ζωή μας μπροστά σ' εκείνα που θέλησε κανείς...
...ή ο παιδικός μας φίλος, που καθισμένοι στο πεζούλι τα βράδια
μοιράζαμε τον κόσμο - αλλά εγώ τον έκλεβα.
...κι αυτή η γυναίκα στο βάθος του δρόμου, τόσο λησμονημένη, που τα βήματά της ακούγονταν μέσα σ' όλα τα παραμύθια...
...ο νεκρός είναι κάθε μέρα νεκρός...
...έτσι δεν μπόρεσα ν' αποτελειώσω καμιά ηλικία...
...σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του...
...ώ έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πείς, χωρίς να
τ' ακούσουν...
...το πιό θανάσιμο αμάρτημα είναι να μήν αγαπάς τον εαυτό σου...
... ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ' ένα χέρι βιολί, όταν με τ' άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του...
... και το πρωΐ θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις...
'Ελα,λοιπόν,σκούπισε τα μάτια σου,μην κλαις.
Θε μου,τι όμορφα μάτια!
Θυμάσαι,αλήθεια,ένα βράδυ που καθόμαστε στο παράθυρο
μακριά ένα γραμμόφωνο κι ακούγαμε δίχως να μιλάμε.
Είπες:Ας μην έχουμε γραμμόφωνο
κι ας μη βάλανε αυτή την πλάκα του για μας.
'Ομως αυτό το σιγαλό τραγούδι είναι δικό μας.
Κι αυτό το βράδυ είναι δικό μας.
Κι εκείνο τ'άστρο,εκεί,κατάδικό μας.'Ετσι είχες πει.
Μιλάς σαν ποιητής,αγάπη μου,έκανα ξαφνιασμένος.
Πέρασες τα όμορφα μπράτσα σου γύρω απ'το λαιμό μου
και με φίλησες.'Οπως εσύ μονάχα ξέρεις να φιλάς...
(http://www.a33.gr/album_pic.php?pic_id=1019)
Παρ' όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ' έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ' ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ' ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ώς τη λαιμητόμο ή έστω ώς το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ' έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ' την πόρτα ένα τσεκούρι.
Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας.
(http://www.a33.gr/album_pic.php?pic_id=1984)
ΕΡΩΤΑΣ
'Oλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ' τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού
Δραπετσώνα
Μπιθικώτσης Γρηγόρης
Μουσική/Στίχοι: Θεοδωράκης Μίκης/Λειβαδίτης Τάσος
Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το ’δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή
Πάρ’ το γεράνι μας, πάρ’ το στεφάνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Μα όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ’ το γεράνι μας...
Eγχειρίδιο ευθανασίας
Tόσα άστρα κι εγώ να λιμοκτονώ.
... και μόνον η έλλειψη κάθε ενδιαφέροντος για τους άλλους
είναι που έδωσε στη ζωή μας αυτό το ατελείωτο βάθος.
... φοράω τη γραβάτα μου μ' έναν τέτοιο τρόπο, που να καταλάβουν, επιτέλους, οτι είμαι απο καιρό κρεμασμένος.
... οι επαίσχυντες πράξεις μας μας βγάζουν πάντα απο μια δύσκολη θέση...
... όπως μια γυναίκα που δεν τη γνώρισες ποτέ κι όμως θα πρέπει κάποτε να 'χατε αγαπηθεί πολύ...
"Tί κάνεις εκεί;" του λέω. "Tί να κάνω, μου λέει - ανησυχώ."
... γιατί αλίμονο αν μαθαίναμε όσα μας έχουν συμβεί.
... σε λίγο κι εμείς
θα τρεφόμαστε μόνο με σημασίες.
. ή μια χειρονομία απαλή, όπως καρφιτσώνεις ένα ρόδο στο στήθος μιάς γυναίκας
που ποτέ δεν υπήρξε.
... γάβγιζε τους περαστικούς, τόσο πολύ αγαπούσε την υστεροφημία.
Tα πεθαμένα παιδιά δεν έχουν πιά τον φόβο να μεγαλώσουν...
... η κατοικία μου ήταν πάντα εκεί που με σταμάτησε μια λέξη.
... δέχομαι τη ζωή χωρίς αντιλογίες όπως στα όνειρα...
... έχω τόσες ωραίες ιδέες να συντηρήσω...
... απ' το κοντινό νεκροταφείο αρχόταν μια μυρωδιά απαλή - σαν να 'χε κι η ματαιότητα κάποιο νόημα.
... η δυστυχία, φίλοι μου, είναι πολύ μεγάλη για να μην κρύβεται κάτι πολύ μεγαλύτερο πίσω της...
... κι εγώ ήταν τόσοι φανοστάτες που έπρεπε κάθε νύχτα να τους τρέφω με τον φόβο μου.
Tο κέρδος είναι οτι τους ξέφευγα διαρκώς.
... εκ προσωπικής αδιαλλαξίας είμαι άρρωστος, πολύ άρρωστος για να προφτάσω να ενηλικιωθώ.
A, ζωή! Eνα ξένο καπέλο φορεμένο βιαστικά, μέσα στον πανικό του βομβαρδισμού.
... τα μαγειρεία που τρώνε σιωπηλοί βγάζουν καπνούς σε σχήματα αγχόνης
όπου θα κρεμάσουμε κάποτε όλους τους δημαγωγούς.
... ήταν κάτι πολύ ωραίο για να διαρκέσει...
...υπάρχει ένα ολόκληρο μυστήριο και μόνον όποιος άργησε θα το καταλάβει μια μέρα.
Eτσι έζησα όλη τη ζωή μου κρύβοντας τα χέρια μου σ' αυτά τα κουρέλια.
Kι ας νομίζουν οι άλλοι οτι επαιτώ...
... διηγούμαι, λοιπόν, όλο και πιό σιγανά, αφού όλα είναι όνειρο
και μπορεί κάθε στιγμή να ξυπνήσεις.
... όπως όταν σε οδηγεί, καμιά φορά, μια αβάσταχτη μουσική απο το χέρι.
... ίσως εκεί βρισκότανε το σύνορο, που κάθε βράδυ το διαβαίναμε στον ύπνο...
... όποια πόρτα κι αν άνοιγα
βρισκόμουν μες στα παιδικά μου χρόνια...
Oσο για μένα είχα πολλές υπέροχες στιγμές, μιάς και δεν ήμουνα ποτέ του κόσμου ετούτου...
Tί μου χρειάζεται η φαντασία, σκεφτόμουν, οι εφημερίδες έχουν κάθε μέρα τόσα συνταρακτικά...
... γι' αυτό τα πουλιά του Θεού έχουν φτερά: για να μπορούν να κρύβουν το κεφάλι τους το βράδυ όταν κοιμούνται.
...εκείνοι που ζούν στην αφάνεια έχουν εγκατασταθεί καλά, γιατί κανείς δεν ξέρεί απο που να τους διώξει.
... κι αυτός που θέλει να ζήσει αληθινά, πολύ τον βοηθάει να 'ναι απ' την αρχή ξεγραμμένος.
Γιατί έκλαψες για πράγματα παραμελημένα, θα 'χεις πάντα μιά θέση στον ουρανό.
... μην ξέροντας άλλη γλώσσα εκτός απ' την αληθινή - πώς ζούσε;
... ίσως όταν ξαναΐδωθούμε να μην ξέρει πιά καθόλου ο ένας τον άλλον.
Eτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.
... κι αφού ποτέ δεν είχα ζήσει φανερά
θ' ακούτε το τραγούδι κι όταν λείπω.
... κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.
... είναι η μαγεία που έχουν οι λέξεις όταν δεν θέλουν να πούν τίποτα, όπως και το παράδοξο αυτό ταξίδι μας μέσα στον κόσμο δε θα 'χε καμιά σημασία
αν ήταν αληθινό.
Oι τελευταίοι
Mεγάλα λόγια
που φωνάξαμε στους δρόμους
μικρές αλήθειες που αποσιωπήσαμε στον εαυτό μας...
Γι' αυτό σου λέω
πρέπει να βρείς έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους,
όχι να περιμένεις την πράξη - είναι τότε αργά.
...σκορπιασμένα τα
φύλλα του ημερολογίου σαν μικροί απεριποίητοι τάφοι
σ' ένα ιδιόκτητο κοιμητήρι.
Tα μαλλιά της γεράσανε και πάνω στα ωχρά της χείλη
σαπίζουν αρχαία μακρόσυρτα φιλιά και πολλά ανοιξιάτικα λόγια.
...και μέναμε κι οι δυό μετέωροι κι ολομόναχοι, κρεμασμένοι
απ' την αρπαγή
μιας ασυνάντητης ηδονής...
...είναι τώρα το ανάχωμα
ενός τάφου
που έθαψαν όλη την εφηβική παντοδυναμία μου.
Γιατί οι άνθρωποι μόνο όταν βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σου
βεβαιώνονται οτι κι εσύ υπάρχεις.
...ο ουρανίσκος μου είναι
ένα μικρό κοιμητήρι όπου σαπίζουν
χιλιάδες ανείπωτα λόγια.
Tο ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς - την πρώτη μέρα
που διστάσαμε να πάρουμε μιάν απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι
σε μιάν αναβολή.
Oλα όσα αρνηθήκαμε - αυτό είναι το πεπρωμένο μας.
H μήπως το μέγιστο μάθημα του Iησού ήταν η ώρα η νεανική
που θάπρεπε να πεθάνουμε.
...τα βήματα μιας μεγάλης ώρας που προσπαθήσαμε ν' αποφύγουμε
τα βήματα μιάς μικρής θυσίας που δεν τολμήσαμε να κάνουμε...
...κάθε τόσο σηκωνόταν κι έβγαζε το καπέλο του
σαν να ζητούσε συγνώμην που υπήρχε.
...η αίσθηση του ανεκπλήρωτου
όταν είχαμε πετύχει, φιλοδοξίες, τύψεις, γενναιότητες
που σαν μεγεθυντικοί φακοί μεγάλωναν ώς το άπειρο
τον ελάχιστο εαυτό μας...
Kαι δεν είδαμε τίποτα απ' τον απέραντο κόσμο!
Ναι, αγαπημένη μου,
εμείς γι αυτά τα λίγα κι απλά πραγματα πολεμάμε
για να μπορούμε νάχουμε μια πόρτα, έν' άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.
Για νάχουμε ένα έρωτα που να μή μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε.
Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας
πατάνε πάνω στον έρωτά μας
Πριν πούμε το τραγούδι μας
μας σκοτώνουν.
Μας φοβούνται κα μας σκοτώνουν
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
Τασος Λειβαδίτης
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ
Αδερφια,
αποψε δεν ειμαι πια ποιητης
μου απαγορευουν να μαι ποιητης.
Αποψε ειμαι ενας παραξενος τυπος
που γυριζει τους δρομους
της απεραντης πολιτειας
μεσα στη νυχτα
παιζοντας ενα μεγαλο σκληρο ταμπουρλο
δυνατα
γυριζοντας απο σοκακι σε σοκακι κι απο
πλατεια σε πλατεια
τρομαζοντας τους νυχτοφυλακες που αποκοιμιθηκαν
κανοντας να γαυγιζουν τα σκυλια
παιζοντας για δυο δεκαρες στα καπηλια
βαρια λαικα τραγουδια
παιζοντας το ταμπουρλο μου εξω απ ολες τις πορτες
κατω απ ολα τα παραθυρα
δυνατα
πιο δυνατα
για να κραταει αγρυπνους τους ανθρωπους
για να κραταει αγρυπνη τη ζωη
για να φωναζει μεσ στη νυχτα
πως οσο και να μας σκοτωνουν
εμεις
υπαρχουμε
ακομα πιο δυνατα
κανοντας να τρανταζεται μεσ στο σκοταδι και να τρεμει
ολακερη η πολιτεια.
........................................................................
Εμεις δεκαπεντε χρονια τωρα πειναμε
δεκαπεντε χρονια κρυωνουμε
δεκαπεντε χρονια μας σκοτωνουν και δεκαπεντε χρονια
ελπιζουμε.
Δεκαπεντε χρονια τραγουδαμε και ζησαμε.
Οποιος δεν τραγουδαει
πεθαινει.
..........................................................................
Τασος Λειβαδιτης
Για να σε συναντήσω
Κάθισε εδώ κοντά μου
Μου 'λειψες ξαφνικά
Έτσι όπως πέφτει ο ήλιος
Χτυπάει η μοναξιά
Μείνε λιγάκι ακόμα
Κάτι έχω να σου πω
Να πάρει ο αέρας χρώμα
Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω
Γι' αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω
Δεν έχει αρχή και τέλος
Δεν έχει μέτρημα
θάλασσα που κυλάει
αυτό το αίσθημα
στο πιο βαθύ σκοτάδι
στη δυνατή βροχή
γιορτάζει η αγάπη,
γιορτάζει η αγάπη
της νύχτας το σκοτάδι
φωτίζει το φιλί
Ολη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα
να σωθούν από τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νυχια τους μείναν κομμάτια
δερμα, γδαρθηκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή
αλλόφρονες, ματωμένοι, βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί,που λιγο πριν ξεψυχήσουν
Θαρρούν πως βλέπουν φώτα
κάπου μακρια
Κι οταν ξημέρωσε, τα σώματα τους
σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
Ξεβρασμένα στην όχθη
ενός καινούριου μάταιου πρωινού
Βραδινός Επίλογος
Ήτανε ένας νέος ωχρός ,
καθόταν στο πεζοδρόμιο, χειμώνας ,
κρύωνε
Τι περιμένεις ;του λεω
Τον άλλο αιώνα μου λεει
(που να πάω;)
Όσο για μένα έμεινα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων αλλά -
αλλά ποίος σήμερα ν' αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς
(χρωματίζω πουλιά και περιμένω να κελαηδήσουν)
Αλλά μια μέρα δεν άντεξα
''εμένα με γνωρίζετε; ''τους λεω
''όχι'' μου λένε .
Έτσι πήρα την εκδίκηση μου
και δεν στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους
Τραγουδάω όπως τραγουδάει το ποτάμι
Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά
'' τι έχετε; ''μου λένε
'' εγώ...εγώ ..τίποτα '' τους λεω,
μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν μ' αυτόν τον τρόπο;''
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι,
τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα ,αλλά εκείνη αρνείται
όμως απόψε βιάζομαι απόψε να χαρίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν' ακουμπήσω μια μικρή ανεμώνη
Κύριε αμάρτησα ενώπιον σου...ονειρεύτηκα πολύ ,
έτσι ξέχασα να ζήσω
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το' χα μάθει από παιδί ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο,
αλλά κανείς δεν με γνώριζε, σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν το όνειρο στα παιδιά και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί και απ' τους αγγέλους
ίσα με πάντοτε αλλού
και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε για λίγο
και όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον
είμαστε κι όλας νεκροί
S.O.S
Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι ,φυσάει
κάτω από τις γέφυρες φυσάει
μες τις κιθάρες φυσάει
S.O.S
S.O.S
Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι ,φυσάει
κάτω από τις γέφυρες φυσάει
μες τις κιθάρες φυσάει
S.O.S
δος μου το χέρι σου φυσάει
δος μου το χέρι σου φυσάει
δος μου το χέρι σου φυσάει
δος μου το χέρι σου
δος μου το χέρι σου
Από την συλλογή του "Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα'' 1987
AΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΤΣΑΪ
Αλλά γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις.
Ίσως
γιατί στέκομαι πάντα κάτω απο μια μαρκίζα, αλλά δε
βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο;
Τι συνέβει χτές; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας
φεύγοντας άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη
ελπίδα
που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν
μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο
"μα δεν ακούς, λοιπόν - δεν ακούς; "ν' ακούσω τί;"
μια θλίψη παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου
ν' απομακρύνεται αδιάφορος
κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν απεγνωσμένα - ποιόν ειδοποιούσαν; Τι
ήθελαν να πουν;
Aπ' όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ' την νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι. {...}
Κι άξαφνα
έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδυασε,
στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα - στάθηκα στο διάδρομο,
είχα ένα σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα
την κρίσιμη στιγμή -
με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λεει, κρυφά τις σκιές
του παλιού σχολείου
ναι, δεν το αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου
αίμα
κι ύστερα τα θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω
απο κάποιο ορφανοτροφείο
κι απορούσα μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα
τόσο νωρίς το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι
μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να' χει κανείς αλλού το νού του. Εξάλλου,
εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις
γνωριμίες.
{...}
'Ωσπου σιγά σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο
αίνιγμα
και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που
ενδίδουν
κι ύστερα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας
αναγνώρισης που άργησε
οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χαθηκαν κυνηγώντας
κάτι άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό
κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι
απο αύριο ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή.
Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιός μας εμπάιζει ;
Kαι καμιά φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει
βοήθεια ακούγεται απ' το παρελθόν - ακριβώς γιατί
ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας βασανίζουν αναμνήσεις απο γεγονότα που δε
συνέβησαν ποτέ - αλλά ποιός είναι βέβαιος για το τι
συνέβει ;
Eξάλλου η κάμαρά μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της
γής, θέλω να πώ πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή
ξένοι.
Ω, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν
ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωϊ και μετά το
ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το
ίδιο πεπρωμένο. Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα
σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ'
αυτό το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποιήση για πάντα.
ΙΝΑ ΠΛΗΡΩΘΗ ΤΟ ΡΗΘΕΝ....
{...}
Ήμουν τόσο λυπημένος,
που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα
τότε να τραγουδάω κι εγώ
για να μην καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη
φήμη ξέγοιαστου ανθρώπου
εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό
το ηλίθιο φάντασμα
μιας παλιάς ευτυχίας, και καμιά φορά η μητέρα με
ρωτούσε δακρυσμένη "γιατί σ' αρέσει να ταπεινώνεσαι;"
"θέλω να καταλάβω, μητέρα".
Και κλαθε τόσο απ' το μεγάλο ρολόϊ του τοίχου ακόυγονταν
οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων
στο ίδιο σπίτι μείναμε πολλοί :
ο γέρος με το φλάουτο
ένας τρελός χωρίς ηλικία
ένα φάντασμα απ' την Οδησσό
εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον
ουρανό -
τ' απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω
ν' ανάβουν ένα ένα τ' άστρα
έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.
Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιήθηκαν
ποτέ
όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη
ματαιότητα, ενώ η μητέρα
κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά -
νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι
είχαν περάσει τα χρόνια
κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν
ποτέ
κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.
Αλλά κι όταν τελειώνει η μέρα γίνεται άξαφνα μια
παράξενη ησυχία απο πολλά πράγματα που ξεχάσαμε,
ο αέρας μυρίζει παλιούς μενεξέδες - το γέρικο νοσοκομείο
με τα μικρά κίτρινα φώτα του τη νύχτα μοιάζει
σα να' ναι
απο μιαν άλλη εξωπραγματική ζωή - εκεί έζησα, άρρωστος
απο χαμένες ευκαιρίες αιώνων,
όταν γύρισα σπίτι δεν ακούγονταν πια τ' ανάλαφρα
βήματα των κοριτσιών
ή των επισκεπτών το βράδυ. Και κάθε φορά που έβαζα
ένα δίσκο στο γραμμόφωνο, καταλάβαινα ότι δεν
ξαναρχίζει ποτέ κανείς δυο φορές
και μόνον ο χρόνος είναι γενναιόδορος μοιράζοντας σε όλους τη σκοτεινή λησμοσύνη του -
λοιπόν ποια πράξη μας βαρύνει την ημέρα
της Κρίσεως ; Ποιός θα σηκωθεί να μας υπερασπιστεί ή έστω
να κάνει μια μικρή αναφορά στ΄όνομά μας ;
Έρημα βράδια και νυχτερινοί δρόμοι που συναντήσαμε
τις σκιές εκείνων που τόσο θέλαμε να ξεχάσουμε !
Ώσπου στο τέλος κερδίζει μόνο όποιος χάνει :
πανάρχαιη, ανεξήγητη ανταμοιβλη.
Έτσι, απόψε που σκοτείνιασε και δεν έχουμε πουθενά να
πάμε, ας κάνουμε ένα ταξλιδι στα περασμέν -
τι θα βρούμε ; άγνωστο. Γι αυτό καλύτερα μην το
διακινδυνεύσουμε,
ας γυρίσουμε προς τον τοίχο τις φωτογραφίες των νεκρών
κι ας κοιμηθούμε λίγο. Αφού όλα είναι
ανώφελα κι εδώ που ζήσαμε
θα κατοικήσει η λήθη.
OI ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Οι καλές διηγήσεις είναι πάντοτε σύντομες σα τα
πρώτα σημάδια του πεπρωμένου
προς τι λοιπόν οι μακριές εξομολογήσεις - στάθηκα στην
άκρη του δρόμου κι έκλαψα
όχι απο θλίψη, αλλά για να εκδικηθώ αυτά τα μαύρα
χρόνια που με τυράννησαν -
αλλά κι όταν σε διώχνουν γιατί το κάνουν, αν όχι για
να δείς έξω την απεραντοσύνη του δειλινού,
είναι η ώρα που ανάβουν τα φώτα και για μια στιγμή γίνονται όλα τόσο πιθανά,
που θα μπορούσες να ζήσεις μια αιωνιότητα - συλλογιέμαι
τη μητέρα που μπαινόβγαινε στα δωμάτια των
αρρώστων ανέγγιχτη
και καμιά φορά το απόμακρο τραγούδι ενός περαστικού
τη νύχτα
είναι ό,τι πιο ωραίο ζήσαμε. Και κάποτε θα σας πώ πόσο
πολύ σας αγάπησα, μόνο που πρέπει να με βρείτε
τον ίδιο προσωπικά
όπως ο δήμιος...
{...}
Παρακολουθούσα λοιπόν με αγωνία το βάθος του ορίζοντα
ή τα φύλλα του ημερολογίου
και τα όνειρα που κάναμε παιδιά μας διαποτίζουν
ολόκληρους
χωρίς να τα θυμόμαστε ή στη μέση του καλοκαιριού ένα
μικρό σύννεφο είναι ο πρόλογος του φθινοπώρου
και συνήθως σκοτώνουμε το παρόν με το φόβο ή την τύψη
μα πιο πολύ με τ' όνειρο
κι αν συνεχίζω να υποφέρω είναι ένα μέγα μυστήριο γιατί
κανείς δε θα ζήσει ποτέ δυο φορές
ω ηλικία, που έστω κι ένα βλέμμα στον καθρέφτη είναι
μια μάχη με άγνωστη έκβαση.
Πάντοτε με βάραινε μια αόριστη ενοχή, σα να' χα
κλείσει την πόρτα μου σ' έναν άγγελο
ή παραπλανήσει ένα παιδί - κατά τα άλλα η οικογένειά μου,
απο τις πιο ευυπόληπτες, διατηρούσε όλες τις
μεγαλοαστικές συνήθειες
μόνο που το σπίτι δε χωρούσε τόσες μικρότητες κι είχαμε
κι ένα άλλο στην εξοχή.
Ύστερα ο πατέρας πτώχευσε, όλα άλλαξαν, ο αδερφός
μου άρχισε να στέλνει μοχθηρά γράμματα
κι εγώ ερωτεύτηκα την Ιβηρική χερσόνησο
εξάλλου τι άλλο είναι ο κόσμος απο εκείνη τη μεγάλη
υπόσχεση
τι άλλο η αμαρτία απ' το να μην αγαπάς τον εαυτό σου
τι άλλο η ανωνυμία απο το να ζήσεις αγνός και να φύγεις
αγνότερος
ή όταν γύριζα απ' τις περιπέτειε΄ς μου στο άγνωστο
έφερνα πάντα σαν έπαθλο
την ωραία άγνοια του κόσμου
και συχνά μ' έβρισκε άγρυπνο το πρωϊ να χρωματίζω
χάρτινα πουλιά
και να περιμένω να κελαηδήσουν. Ένας αλκοολικός του
ονείρου σ' ΄ναν ύπνο απο χιόνι.
{...}
Και κάποτε ονειρεύομαι να κλάψω τόσο πoλύ, που όλα
τα μυστικά ν' αποκαλυφθούνε
θα' ναι νύχτα βαθιά κι η θάλασσα θ' αναζητάει την
αιωνιότητα
σαν τους αυτόχειρες - τελικά διάβηκε η ζωή, αλλά δεν
το κατάλαβα, έχοντας να λησμονήσω
τόσους θλιμμένους αιώνες - κοίταζα λοιπόν κάθε στιγμή
μου να γίνεται σκόνη κι ύστερα όνειρο
και καμιά φορά έβγαζα το κεφάλι μου απ΄το παράθυρο
"το ξέρω ότι ματαιοπονώ" τους έλεγα και τους έδειχνα
τα μενεξεδένια σύννεφα.
Αλλά τώρα βασίλεψε ο ήλιος, σε λίγο θα πάρω το δρόμο
της δύσης
και δεν θα με ξαναδείτε παρά στο τελευταίο κεφάλαιο του
ωραίου μυθιστορήματος
κρεμασμένο με τους άλλους επαναστάτες.
ΕΝΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τελικά
η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. Ακολούθησαν ταραγμένες
μέρες. Σκιές απ' το παρελθόν
εμφανίστηκαν στους δρόμους. Κάποιο ευφάνταστοι είδαν
και τον τυφλό ραψωδό
σε μια σκάλα υπηρεσίας - εξακολουθούσε ενοχλητικά
να υμνεί την Τροία.
Εμείς σερνόμαστε συντριμμένοι απ' το μεγαλείο όλων
αυτών που δεν πράξαμε. Ώσπου νύχτωνε
και τ' άστρα φώτιζζν σιγά σιγά
το ακατανόητο του κόσμου.
Κι ο αδερφός μου
πέθανε στο νοσοκομείο. Μόλις ξεψύχησε μάλιστα του
έβαλαν μπροστά ένα παραβάν
για να μην μπορώ να ξεχάσω.
Τα κυπαρίσσια αντίκρυ, ήσυχα και σιωπηλά, τη νύχτα
κάνουν μυστηριώδη νοήματα στους επιλήσμονες
ακόμα κι οι εποχές γερνάνε - θυμάσαι τον μικρό αντεροβγάλτη
του παλιού καναπέ
τώρα ήρθε ο καιρός να ξεκοιλιάσει κι εσένα μια
αστόχαστη λέξη
ήρθε ο καιρός ν' ακούσεις τις τρομερές ιστορίες που
διηγούνται οι ώρες απ' το βάθος των ρολογιών
η νεότητα πέθανε, ας σκεπάσουμε τους καθρέφτες
τα παιδικά φαντάσματα μας εγκατάλειψαν, ασ φορέσουμε
ένα σεντόνι κι ας πάρουμε τη θέση τους -
οι γέφυρες τη νύχτα μοιάζουν με τα ηνία ενός μεγάλου
αμαξιού, ποιός το οδηγεί ; που μας που πάει ;
στις γωνιές παραμονεύουν εκείνοι που ξεχάσαμε,
το μέλλον είναι ένας κήπος που επιτέλους αναπαύονται οι νικημένοι
κι υπάρχουν μερικοί που παραδόξως νομίζουν ότι είμαι
εγλω -
ας τους αφήσουμε στην πλάνη τους.
{...}
Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνον όταν κάποιος μας
αγαπήσει
ερχόμαστε για λίγο.
Aπο μια παλιά φυλή που χάθηκε, είμαστε, βάρβαρες εισβολές
μας σκόρπισαν,
αλλά τα βράδια θα μας αναγνώριζε κανείς, λιγοστούς, καθισμένους
πάντα παράμερα,
με φτωχά λόγια για τη συμπόνια ή τη διαδοχή,
κι όταν, καμιά φορά, μπαίναμε στις πολιτείες, ένα φλάουτο
ακουγόταν στη στοά
που είχαν καταφύγει οι επικηρυγμένοι, ενώ οι τυφλοί πήγαιναν
τώρα βιαστικοί
ακουμπώντας στη σκόνη που άφησε πίσω το περασμά μας.
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινη πράξη"
Aιώνια κυνηγημένοι, διωγμένοι απο παντού, και μόνο το
τραγούδι μας, καμιά φορά θλιμμένο
μαρτυρούσε το δρόμο, ή άλλοτε για να ξεφύγουμε, σε θρύλους, όπως
σε σιωπηλή γυναίκα,
γερνάμε, ή γινόμαστε απλοί, τόσο που μας έχαναν.
Κι αλήθεια, κατά που πέφτει η βασιλεία,
και μόνος ο καθένας μας θ' ακούσει το ράγισμα ενός άστρου,
αργά, τη νύχτα.
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινή πράξη"
Kι ίσως αυτό που ποτέ δεν καταλάβαμε, ήταν ότι έμεινε για
πάντοτε δικό μας,
γιατί ποιός κέρδισε ποτέ τη νύχτα ή τ' όνειρο, και μες στο σπίτι ο
ένας για τον άλλον
ένα απλό κειμήλιο είμαστε, και μόνος του ο καθένας θα πεθάνει,
έτσι μέσα στο ανήσυχο βράδυ, αλλόκοτα φωτισμένο απ' τους
πυρσούς,
ειμαστε πάντα απροετοίμαστοι. Κ' ήταν αυτή η συγκομιδή μας.
Tάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινη πραξη"
H άλλοτε, τη νύχτα, τα βήματα κάποιου, μακριά, μας έλουζαν,
άξαφνα, μες στο βαθύ μυστικό τους,
τότε καταλαβαίναμε, πως όλα θα μείνουν άγνωστα για μας,
και πως αυτό θα είναι η πιο ωραία μας μαρτυρία.
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινή πράξη"
Αλήθεια, που ζήσαμε, γιατί, συχνά, ξαναγυρίζουμε, άξαφνα,
και τότε ένα πρόσωπο άγνωστο στο δρόμο, ή στο βάθος μιας
κάμαρας, (που είναι κιόλας κλειδωμένη), στέκεται τόσο αβέβαια,
που το αναγνωρίζεις αμέσως, αφού και το σπίτι μας δεν ήτανε
ποτέ χτισμένο, μα έτοιμο να ξεκινήσει με τον πρώτο περαστικό,
κι οι αληθινοί μας πόνοι κλαίνε αλλού, και μόνο μας στέλνουν ένα
κλονισμένο βήμα, ή ένα κυπαρρίσι, ξαφνικά, καθώς περνάμε, όπως
η λύρα, που, πονετική το βράδυ, στο χέρι του τυφλού ακουμπάει
ένα τραγούδι,
όμως οι ονειροπόλοι περίμεναν στο βάθος κι η αιώνια
αναμονή τους, σχεδόν ορατή, τους σήκωνε, κι απο τον ένα κόσμο
πήγαιναν στον άλλον, με τα παλιά τους, φθαρμένα πανωφόρια, ώσπου
όταν βράδιασε (κ' ένα βράδυ είναι πολύ) έγειραν στο κικλίδωμα.
Ήμουνα ξανά μονάχος, κι αχ, ήτανε πολλά στον ουρανό τ' αστέρια,
και δεν ήθελα, θέ μου, να πεθάνω....
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινή πράξη"
Τρωτοί κι αφανείς υπήρξαμε, πλάθοντας με το φτωχό πηλό
τις μέρες μας στην άκρη του ορίζοντα
κυβερνώντας με υπομονή τις νύχτες μας στην άκρη της γυναίκας,
και πάντα ο παμπάλαιος χρόνος που σε νέους θρύλους μας
αποπλανά.
Όμως είναι κάποιος, που κάθε πρωϊ ντύνεται το κουρέλι του,
για να περάσει αμόλυντος μεσ' απ' την πόλη.
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινή πράξη"[/i]
EKEINO
Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο
η νοσταλγία του ανέκφραστου - σαν τη θολή, αόριστη
ανάμνηση απ' τη γεύση ενός καρπού,
πουφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη - και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι απο δάκρυα.
Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που
κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο,
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-1964
ΚΑΒΑΦΗΣ
Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, σφόδρα συμπλέγματα
γιγάντιες σα θόλοι ναού, ηδονές
κι άγνωστες περ’ από κάθε πρόσχημα
τραχειές σα νίκες, αμαρτίες
και το πρωί επέστρεφε μόνος
κι εξαντλημένος κι ώριμος
κομίζοντας σα μια καινούργια αγνότητα
το νέο αμαρτωλό του ποίημα.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ
Κρατάτε την τύχη μου στα χέρια σας
την ίδια τη ζωή μου
μια λέξη ή ένα βλέμμα σας, αρκεί να με σκοτώσει
μα ξέρω ότι συχνά σας βάζει σε αμηχανία
αυτό το τεράστιο πληγιασμένο μου πλευρό
κι αν αργοπορείτε το τελευταίο χτύπημα
είναι γιατί σας ηδονίζει, ανέραστοι
που με βλέπετε ματωμένο
απ’ τα τακούνια των γυναικών
δεν μου συχωράτε αυτόν τον πόνο
που με κάνει να τρέμω από επιθυμίες άγνωστες
δεν συχωράτε καν τον ξεπεσμό μου
που ανατρέπει τις ταχτοποιημένες μέρες σας
με την κατακλυσμική μου ειλικρίνεια
με κυνηγήσατε μέσα στο μυαλό μου
και για να σωθώ, δραπέτευσα στο αλκοόλ
με ταπεινώσατε σα σκυλί
μα εγώ σας πρόλαβα και πήρα από τα χέρια σας τη νίκη
εξευτελίζοντας ο ίδιος πιο πολύ τον εαυτό μου.
(http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/NeaAriadni/13-14/neaariad91.jpg)
(http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/NeaAriadni/13-14/neaariad92.jpg)
(http://www.a33.gr/download.php?id=2032)
[/i][/color]
Παράθεση από: "gkokk"ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-1964
"ΚΑΒΑΦΗΣ"
Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, σφόδρα συμπλέγματα
γιγάντιες σα θόλοι ναού, ηδονές
κι άγνωστες περ’ από κάθε πρόσχημα
τραχειές σα νίκες, αμαρτίες
και το πρωί επέστρεφε μόνος
κι εξαντλημένος κι ώριμος
κομίζοντας σα μια καινούργια αγνότητα
το νέο αμαρτωλό του ποίημα.
"ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ"
Κρατάτε την τύχη μου στα χέρια σας
την ίδια τη ζωή μου
μια λέξη ή ένα βλέμμα σας, αρκεί να με σκοτώσει
μα ξέρω ότι συχνά σας βάζει σε αμηχανία
αυτό το τεράστιο πληγιασμένο μου πλευρό
κι αν αργοπορείτε το τελευταίο χτύπημα
είναι γιατί σας ηδονίζει, ανέραστοι
που με βλέπετε ματωμένο
απ’ τα τακούνια των γυναικών
δεν μου συχωράτε αυτόν τον πόνο
που με κάνει να τρέμω από επιθυμίες άγνωστες
δεν συχωράτε καν τον ξεπεσμό μου
που ανατρέπει τις ταχτοποιημένες μέρες σας
με την κατακλυσμική μου ειλικρίνεια
με κυνηγήσατε μέσα στο μυαλό μου
και για να σωθώ, δραπέτευσα στο αλκοόλ
με ταπεινώσατε σα σκυλί
μα εγώ σας πρόλαβα και πήρα από τα χέρια σας τη νίκη
εξευτελίζοντας ο ίδιος πιο πολύ τον εαυτό μου.
"ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΠΑΝΤΟΥ"
Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
Γιατί σ' αγαπώ.
Κλείσε το σπίτι
Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
Και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων
σ' όποιο μέρος της γης
σ' όποια ώρα
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για ένα καινούργιο κόσμο.
Εκεί θα σε περιμένω. Αγάπη μου.
... Μακάριοι εκείνοι που μίσησαν τον εαυτό τους,
ότι αυτοί γκρέμισαν ένα βασίλειο,
για να βρουν από κάτω το σπειρί της άμμου που ενοχλεί τον οφθαλμό ...
. . . Κύριε αμάρτησα ενώπιόν σου
ονειρεύτηκα πολύ
έτσι ξέχασα να ζήσω
μόνο μ' ένα μυστικό που τόχα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον πραγματικό κόσμο
αλλά κανείς δεν με γνώριζε
σαν τους θαυματοποιούς
που χάρισαν όλη μέρα το χαμόγελο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στη σοφίτα τους
πιο φτωχοί κι απ' τους αγγέλους
ζήσαμε πάντα αλλού
και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε,
για λίγο . . .
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον
είμαστε κιόλας νεκροί.
Φτωχοί που περνάνε στους δρόμους, κρύβοντας στα φαρδιά ξεχειλωμένα πανωφόρια τους κάποιον ποιητή,
που τον αρνήθηκε η τύχη ή τον ξεγέλασαν οι περιστάσεις
αλλά τους χαρίζει καμιά φορά τα πιο ωραία τους δάκρυα.
Συχνά, μέσα στη νύχτα, καθώς περπατάς ολομόναχος,
κάτι σ' αγγίζει στον ώμο,
γυρίζεις τότε - και μονομιάς νιώθεις όλο το μάταιο της ύπαρξης.
Αλλά δε θλίβεσαι σα νάσαι ο πρώτος που το ανακαλύπτεις.
"Πρέπει, οπωσδήποτε, ν' αλλάξω ζωή, αλλοιώς
είμαι χαμένος. Βέβαια, έχω καιρό μπροστά μου, είμαι ακόμα
νέος. Αν μπορούσα να ξεφύγω αυτή την άθλια καθημερινότητα,
υποχρεώσεις και συνήθειες και συμβιβασμοί, αν σταθώ λιγό-
τερο εύκολος
στις διάφορες προφάσεις- μα ιδιαίτερα
αν βάλω πια ένα τέλος σε τούτες τις αιώνιες αναβολές.
Τότε, αλήθεια, ίσως φτιάξω κάτι, ίσως μάλιστα και κάτι το
μεγάλο
όπως ονειρευόμουν από παιδί..."
Έτσι έγραφε κάποιος ένα βράδι με χέρια που τρέμανε.
Κι έκλαιγε. Ύστερα νύσταξε κι αποκοίμηθηκε.
Το πρωί, μόλις θυμόταν κάτι αόριστα. Και σε μερικά χρόνια
πέθανε.
Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο η νοσταλγία του ανέκφραστου - σαν τη θολή, αόριστη
ανάμνηση απ' τη γεύση ενός καρπού, που'φαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη - και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου γεμίζουν τότε από'να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών. Ή ίσως κι από δάκρυα.
Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που
κλαίει. Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο,
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΟ
"Όλα δείχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας.
Τα χάδια μας ξυπνούσαν τώρα πιότερο την ανάμνηση
παρά το ίδιο μας το κορμί.Κι όμως δε θέλαμε να το πιστέψουμε,
επιμέναμε.Σκεπάζοντας τις ρωγμές του χρόνου
με όρκους,δάκρυα,ασέλγειες,κι άλλες τέτοιες υπέροχες
και μάταιες υπερβολές.
Μα όταν κείνο το βράδι σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε σιωπηλοί
κι έφυγες χωρίς να σε σταματήσω ή να σε καλέσω πίσω
και το κρεβάτι έμεινε βουλιαγμένο κι άδειο, σαν ένας τάφος
που ζητάει τον νεκρό του,
και βρέθηκες μονάχη στη μέση του δρόμου,κι εγώ
καταμόναχος στην άδεια παγωμένη κάμαρα,
έκλαψα-έκλαψα τότε ατέλειωτα,
καθώς είδα με τρόμο ξαφνικά,
πόσο είχαμε σταθεί για πάντα ξένοι."
Aιχμαλωσία
Παρ' όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ' έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ' ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ' ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ώς τη λαιμητόμο ή έστω ώς το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ' έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ' την πόρτα ένα τσεκούρι.
Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας.
Aιώνας εμπορίου
H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ' όλη τη βέβαιη νειότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολλάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ' τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ' όλη τη ζωή μου.
Aνώμαλα πάθη
Kάποτε θα θυμηθώ κάτι τόσο ωραίο, θά 'ναι φθινόπωρο σ' εκείνη τη μικρή πάροδο με τα υαλοπωλεία, εκεί που, όταν ξεπέσαμε, ο πατέρας πουλούσε ονειροκρίτες ― από τότε δεν ξαναβγήκα απ' τ' όνειρο κι όμως κρύωνα, αλλά μπορούσα τουλάχιστο να παραδοθώ στ' ανώμαλα πάθη μου]
Aυτοπροδοσία
Ήταν γυμνός. Στην πόλη τον πετροβολούσαν. Kι έφευγε, με το αίμα να στάζει πίσω του. «Θέλει να δείχνει ανυπεράσπιστος», έλεγαν οι σοφοί.
Mα όταν τον βρήκαμε νεκρό, έξω στα χωράφια, είδαμε πάνω στο γυμνό του στήθος το μεγάλο ζωγραφισμένο πουλί,
που του 'τρωγε το τελευταίο κουρέλι.
Έξοδος
H τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ' είχαν ξεκρεμάσει απ' το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ' ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν' αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ' τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια,
το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ' τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το 'κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, «είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Kύριε, πώς ν' αρνηθώ;» και τότε ο Θεός μού 'βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν' ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ' τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα.
Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.
Ξημέρωμα
O πατέρας φορούσε συνήθως έναν κατιφέ στο πέτο, κι η μητέρα
μια ρόμπα με ζωγραφιστά αρχαία ειδύλλια
κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες]
Πίνακας αγνώστου ζωγράφου
Kι έζησα πάντα με τον εαυτό μου, σαν δυο ακροβάτες που
μισούνται θανάσιμα
που όλη τη μέρα βρίζονται και ραδιουργούν κι ετοιμάζει το
θάνατο ο ένας του άλλου,
μα όταν έρθει η ώρα κι ανάψουν τα φώτα και το θέατρο
ξεχειλίσει απ' την πελώρια αναμονή
ορθοί κι οι δυο πάνω στο απέραντο, μοιραίο σκοινί
νά, που βρίσκονται κιόλας πάνω απ' το μίσος και τον κίνδυνο
και το θαυμασμό
και τον χρόνο ― αδερφωμένοι ξαφνικά
μες στην παμμέγιστη αρετή της Tέχνης.
Tο υπόγειο
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
ΜΙΚΡΗ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ
Ποιός είσαι,λοιπόν,πίσω απ'αυτό το πρόσωπο που η κάθε μέρα τ'αλλάζει,
ποιός είσαι πίσω απ'τις πράξεις που κάνεις τη μέρα,πίσω απ'τις πράξεις που συλλογίζεσαι τη νύχτα.
Αρίθμητα πρόσωπα μέσα σου,καθένα ζητάει να υπάρξει σκοτώνοντας το άλλο-ποιό ειναι το αληθινό;Ποιό είναι αυτό το πρόσωπο που κανείς καθρέφτης δεν μπορεί να σου το δώσει;
Αρπαγές,βιαιότητες,τρόμοι,εγκλήματα που δεν έκανες ορίζουν το αίμα σου.Κάθε χειρονομία σου είναι βαρειά από χιλιάδες ξένα κι άγνωστα πεπρωμένα.
Όταν λές]
Ο ΖΟΝΓΚΛΕΡ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ
Σα να μην ακουμπάς στο χώμα,μα σα νάσαι σε μια μεγάλη σκάλα πάνω,που κι αυτή σε μι'άλλη σκάλα στηρίζεται,κι εκείνη το ίδιο σ'άλλη,αναρίθμητες σκάλες, που όνομα αν θέλεις να τους δώσεις,πές τες]
Δολοφονία οργανωμένη
Μια δειλή πράξη σου σε κάνει να πεθαίνεις μέσα στους άλλους
με μια συγγνώμη αργοπορημένη πεθαίνουν οι άλλοι μέσα σου.
Λίγη περισσότερη σιωπή μπορεί να σκοτώσει το ίδιο αλάνθαστα,όπως και μια λέξη.Μια κίνηση αδιαφορίας,ένα βλέμμα επίμονο,το κουδούνι που δε χτύπησε,το γράμμα που ήρθε,κάνουν το ίδιο καλά τη δουλεία τους οπως ένα μαχαίρι ή λίγο υδροκυάνιο.Κάθε μέρα,όλες τις νύχτες,24 ολάκερες ώρες ο φόβος σκοτώνει,η απροδιοριστία σκοτώνει,τ'όνειρο σκοτώνει,η πράξη σκοτώνει...
Κι όταν πεθαίνεις
κανείς δεν ξέρει από πόσους καθημερινούς θανάτους
σε προφυλάσει
αυτό το μικρό χωματένιο ύψωμα.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ΄τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου
θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ, να κοιτάς εν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να λεει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουμε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα νάγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκερο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Ο Στάλιν δεν πέθανε
Οταν οι εργάτες χτίζουν τις μεγάλες γέφυρες για να περάσει το μέλλον
Ο Στάλιν ζει.
Οταν οι κόκκινοι φαντάροι αγρυπνάνε για την πατρίδα τους και την Ειρήνη
Ο Στάλιν ζει.
Οταν μισούμε τον πόλεμο, όταν αντιστεκόμαστε στον πόλεμο
Ο Στάλιν ζει.
Οταν ελπίζουμε, όταν τραγουδάμε, όταν παλεύουμε
Ο Στάλιν ζει.
(...)
Γιατί ο Στάλιν δεν είναι ένας άνθρωπος για να μπορεί να πεθάνει
Ο Στάλιν είναι η ελπίδα και το ψωμί, είναι τ' ατσάλι και η Ειρήνη.
Ο Στάλιν είναι ποτάμι και φράγμα, υψικάμινος και σημαία.
Ο Στάλιν είναι το μεγάλο αγκωνάρι που ακουμπάει ο κόσμος.
(...)
...τι θυμηθηκα παλι. :D Δουλευοντας το ατσαλι..
ΚΕΡΔΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Τις μερες συνηθως ονειρευομαι η ματαιοπονω, αμφιβαλλω η υποκυπτω,
αλλα οταν κατεβει η νυχτα τρεχω απο κηπο σε κηπο και ακουμπωντας
το αυτι μου στις φλουδες των δεντρων
ακουω εκεινον τον αρχαιο λυγμο.
Τασος Λειβαδιτης Eρωτήματα
"O κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει..."
Το σουρουπο ο ηλιος ακουμπαει λιγα ροδα στους καπνοδοχους
η αισθηση πως κατι εχει χαθει για παντα ,η βεβαιοτητα πως δεν θα ξαναβρεθει ποτε
φυλλα του φθινοπωρου κιτρινα τα παιρνει ο ανεμος
ω ,μη με ρωτας που πανε
τα βραδια πλανιεμαι στους δρομους ανακαλυπτοντας ωραιες θλιψεις
γι αυριο
κι η ποιηση ειναι η νοσταλγια μας για κατι ακαθοριστο που ζησαμε
καποτε μες στ ονειρο
ω μη ρωτας που παμε........
Πισω απο καθε μεθυσο στεκει μια παλια πικρη λεξη
που του ηπιε ολο του το κρασι..........
Οι νυχτες του χειμωνα μεγαλωνουν κλεβοντας τις εγνοιες της μερας
ο ποιητης χανεται για μια λεξη , οι εραστες για μιαν απαντηση
οι αιχμαλωτοι απελευθερωνονται μ ενα μοναχα πυροβολισμο
το ουρανιο τοξο ειναι η παραξενη αλληλογραφια αναμεσα σε δυο
καταφρονεμενους.
Και καμια φορα ενω ειμαι μονη στην καμαρα ,κρυβω τα λιγα χρηματα μου ,
για να μπαινει πιο αφοβα απο το παραθυρο το φως του φεγγαριου .
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Καποτε θα εγκαταλειψω ολες τις προσδοκιες μου για να γεννηθει
ενας λογος αληθινος
οι νυχτες μου αγρυπνησαν πανω στο στηθος των αγαλματων
κι εξαφνα ενας τρελος φωναζε κι εβγαινε ο κουκος του φεγγαριου
ειμαι λυπημενος σαν μια μικρη αρρωστη που της αρνηθηκαν τον
κηπο
και φυσικα ερχοταν απο πολυ μακρια οπως καθε κινδυνος
ενω το γελιο της γυναικας κελαρυζε απαλα σαν βυζαντινο
τροπαιο
παιδικες ικεσιες γραμμενες στον ανεμο
ω λησμονια.........
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Δεν ξερω πως ,δεν ξερω που ,δεν ξερω ποτε ,ομως τα βραδια
καποιος κλαιει πισω απο την πορτα
κι η μουσικη ειναι φιλη μας - και συχνα μεσα στον υπνο
ακουμε τα βηματα παλιων πνιγμενων η περνουν μες
στον καθρεφτη προσωπα
που τα ειδαμε καποτε σ ενα δρομο η ενα παραθυρο
και ξαναρχονται επιμονα
σαν ενα αρωμα απ τη νιοτη μας -το μελλον ειναι αγνωστο
το παρελθον ενα αινιγμα
η στιγμη βιαστικη κι ανεξηγητη.
Οι ταξιδιωτες χαθηκαν στο βαθος
αλλους τους κρατησε για παντα το φεγγαρι
οι καγκελοπορτες το βραδυ ανοιγουνε μ ενα λυγμο
οι ταχυδρομοι ξεχασαν το δρομο
κι η εξηγηση θα ρθει καποτε
οταν δεν θα χρειαζεται πια καμια εξηγηση
Α ,ποσα ροδα στο ηλιοβασιλεμα -τι ερωτες Θεε μου ,τι ηδονες
τι ονειρα ,
ας παμε τωρα να εξαγνιστουμε μες στη λησμονια.
Nα σε καρφώσουν στο σταυρό ή να σταυρωθείς
πάνω σ'αυτό το τίποτα που υπήρξες
είναι ο ίδιος δρόμος, έρημος κι ακατανόητος,
ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα και τη νύχτα που κατεβαίνει.
Τι ζητούσαν, λοιπόν, σε τι είχα φταίξει,
εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω,
κυνηγημένος πάντα, που να βρείς καιρό, έτσι έμεινα εύπιστος
κι αγκάλιαζα το κρύο σίδερο της γέφυρας.
Ενω απο το βάθος, μακριά, με κοίταζε σαν ξένο
η πιο δική μου ζωή.
Εκείνη τη νύχτα άδειασα τόσο,
που όταν μου πέταξαν το μαχαίρι
δε βρήκε πουθενά να καρφωθεί.
Τάσος Λειβαδίτης
Η μουσική σύνθεση ανήκει στον Γ. Τσαγκάρη...
Ο Λειβαδίτης, πολυαγαπημένος μου ποιητής... με συγκινεί αφάνταστα να τον ακούω, έχω διαβάσει κάποια κομμάτια από τα βιβλία του τόσες φορές, που πια νομίζω ότι έχω ενσωματωθεί σ΄αυτά τα λόγια...
Μεγάλη η προσφορά του, όπως έχει πει και ο Λοτρεαμόν, ''κάποιοι ποιητές έρχονται για να παρηγορούν την ανθρωπότητα''.
Μοναδική σε ευαισθησία ποίηση, καμωμένη για πάντα!
[size=14][align=center]
Τ ά σ ο ς Λ ε ι β α δ ί τ η ς
Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.
Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π' αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.
Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο
πικρό το βράδυ φτάνει.......[/align][/size]
''Και συχνά σχεδίαζα ταξίδια στο άγνωστο ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα.
Και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους.
Αμάρτησα – ονειρεύτηκα πολύ και έτσι ξέχασα να ζήσω.
Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ’ αυτές
που διασχίζουν τον ύπνο μου και δραπετεύω.
Ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περιμένει σε μια πάροδο που δεν της δώσαμε σημασία.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ’χα μάθει από παιδί ξαναγυρίζω στον αληθινό κόσμο
– αλλά εκεί κανείς δε με γνωρίζει –
σαν τους θαυματοποιούς που όλη μέρα χάρισαν το όνειρο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους
πιο φτωχοί και από τους αγγέλους. ''
Παραθέτω κάτι ακόμα...
Υπάρχει στο βιβλίο του Τ. Λειβαδίτη ''Βιολέτες για μιά Εποχή''..
'Ολα άρχισαν απ' αυτήν την καταραμένη λατρεία για τον εαυτό μου ή μάλλον - γιατί να κλείνω τα μάτια - όλα άρχισαν διότι μέσα στο ρολόι υπάρχει ένα δευτερόλεπτο ακατανόητο που θέλει κι εκείνο να επαληθευτεί..
Βρίσκει λοιπόν τον πρώτο ηλίθιο και του επιτίθεται κι επιπλέον περνούν τα χρόνια με ταχύτητα διαβολική..Πλην όμως αγαπούσα πάντα τους συνανθρώπους μου κι αυτό είναι μια από τις αρετές στις οποίες ανάλωσα τη ζωή μου..
Και φυσικά η λέξη ανάλωσα είναι πλημμελής διότι τον περισσότερο καιρό μου τον περνάω στους δρόμους - σ' αυτό έγκειται η ιδιοφυία μου!
Και παρ'όλες τις απόψεις μου για την ελευθερία του ατόμου, εγώ είχα μια συστηματική προτίμηση στο μοιραίο - ακούστε διαστροφή..
'Αλλωστε το βλέπετε όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα - μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί πόσο ατέλειωτη μπορεί να 'ναι μια νύχτα..
Αλλά γιατί να λυπάμαι.. Οι ωραιότερες σκέψεις ήταν πάντα το μερίδιό μου από τη ζωή που μου στέρησαν..
'Ωρα να φύγω. 'Οπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ' αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.
'Ετσι συνήθως έρχεται το Φθινόπωρο..
Γιαυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια - μιάς και δεν ήτανε ποτέ πραγματική..
ΜΙΚΡΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ
'Αγνωστα Εγκλήματα..
''Συχνά, όταν ήμουν παιδί, οι μεγάλοι κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, μόνο και μόνο για να μην κρυφακούσω.'Ετσι μου σκότωσαν για πάντα τον επίλογο.''
Συγκομιδή..
''Κι όταν με πλησίασαν με προτεταμένα όπλα, εγώ χαμογέλασα με περιφρόνηση και σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά άρχισα να μαζεύω τα μήλα της χρονιάς.''
Εφαρμοσμένος Μαρξισμός..
''Και καμιά φορά ενώ είμαι μόνος στην κάμαρα, κρύβω τα λίγα χρήματά μου, για να μπαίνει πιό άφοβα απ΄το παράθυρο το φως του φεγγαριού.''
Ανταμοιβή..
'''Ενα παιδί κοιμάται.'Ολη τη μέρα έκλαψε. Αλλά τώρα χαμογελάει καθώς η Μεγάλη 'Αρκτος του γλείφει με τη χρυσαφιά της γλώσσα το ξεσκέπαστο πόδι του.''
Αισθητική..
'''Οσο για κείνη την ιστορία, υπάρχουν πολλές εκδοχές. Η καλύτερη όμως πάντα είναι αυτή που κλαίς.''
Διαθήκη..
'''Ισως να το΄βρα. Αλλά δεν θα σας το πω. Γιατί τότε εσείς τι θα ψάχνετε?''
Απάντηση..
''-Μα πως περπατάς επί των κυμάτων? ρώτησα.
-'Εχασα το δρόμο, μου λέει.''
Ο Ποιητής..
''Προσπαθεί να φαίνεται ήρεμος. Να μοιάζει με τους άλλους. Κι είναι στιγμές που το κατορθώνει.
'Ομως τις νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες του δεν χωράνε μέσα στον ύπνο.''
Καθ' Ημέραν Βίος..
''Οι άνθρωποι βιάζονται.. 'Εγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί..
Πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους!''
Αδιευκρίνιστα Σημεία..
'''Ολοι γύρισαν. Μόνον οι ποιητές έμειναν για πάντα εκεί.''
Ποιητές..
'''Υποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις και γίνονται πουλιά!''
Πείρα Αιώνων..
''Γιαυτό σου λέω, μην κοιμάσαι, είναι επικίνδυνο. Μην ξυπνάς, θα μετανιώσεις.''
Το Τέλειο 'Εγκλημα..
''Καμιά φορά, μαζεύεται κόσμος κάπου, όλοι κοιτάζουν στο ίδιο σημείο, αλλά δεν βλέπουν τίποτα.
Γιατί πάντα γίνεται ένα έγκλημα εκεί που δε συμβαίνει τίποτα.''
Προσμονή..
''Η γυναίκα καθόταν στον κήπο και γύρω της, σαν ανταύγεια, έφεγγε η αιώνια προσμονή της - περίμενε, λέει, κάτι που άκουσε να της ψιθυρίζουν κάποτε μες στον ύπνο της.
- Τί? τη ρωτούσα, σχεδόν φοβισμένος από την τόση απεραντοσύνη.''
Παρελθόν..
'''Ας γράψουμε λοιπόν ένα γράμμα με παραλήπτη ανύπαρκτο κι όπως περπατάμε ας το αφήσουμε να μας πέσει, τάχα, κατά τύχη στο δρόμο. Αύριο, μεθαύριο, θα το βρούν ξεθωριασμένο απ΄τη βροχή και τότε θα'χει πάρει όλο το νόημά του.''
'Ερωτας..
''Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά-κοντά, γιά να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε!''
Οι Ποιητές Γυρνούν Ανάμεσά Μας..
''Φτωχοί που περνάνε στους δρόμους, κρύβοντας στα φαρδιά ξεχειλισμένα πανωφόρια τους κάποιον ποιητή, που τον αρνήθηκε η φύση ή τον ξεγέλασαν οι περιστάσεις. Αλλά που τους χαρίζει καμιά φορά τα πιό ωραία τους δάκρυα.''
Επιμύθιο..
''Τότε χτύπησαν την πόρτα. Εγώ, αφελής όπως πάντα, πήγα κι άνοιξα.
Κι έτσι μια καινούργια θλίψη μπήκε στον κόσμο.''
Από τον ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
να παραθέσω κι εγώ μερικά αγαπημένα ...
Κι εγώ χρειάζομαι τη βοήθεια του Θεού
- Κύριε, βοήθησέ με, του λέω, χάνομαι.
- Μα αυτή είναι η βοήθειά μου - να χαθείς...
Για να σε ψάχνουν στους αιώνες!
Το άσπρο άλογο
Και φυσικά υπάρχουν λόγοι που κοιτάζω πάντα κάτω - κάπου
είναι πεταμένο ένα κλειδί, που αν το βρεις σώθηκες: θα ξεκλειδώσεις
το χέρι του τρελού
και τότε θα είναι στη διάθεσή σου το άσπρο άλογο!
Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας
V
Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.
--------------------------------------------------------------------------------
IV
Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ χοῦμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
Αυτον τον ποιητη,δεν πρεπει να τον λησμονουμε.Ειναι ενας ευαισθητος ,ερωτικος και παθιασμενος ανθρωπος,που ξυπνα μεσα μας συγκινηση ,ονειροποληση,ταξιδεματα....
Καποτε ειπε:
Κι η ποίηση: ένα παιχνίδι
που τα χάνεις όλα,
για να κερδίσεις ίσως
ένα άπιαστο αστέρι.
Καποια αλλη στιγμη παλι ειπε:
Με την ποιηση ανεβαινεις μια σκαλα αορατη για να μυρισεις ενα κοκκινο τριανταφυλλο...
Παραθετω ενα ποιημα του ,που γινε τραγουδι...
Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου..
Πολύ όμορφο αυτό το κομμάτι fortune! Άκουσέ το, είναι καταπληκτική μελοποιημένη η ποίηση του Λειβαδίτη [σύνθεση από τον Γ. Τσαγκάρη]...
Ειναι πραγματι υπεροχο Pixie ,σε ευχαριστω!
Πραγματι τα βραδυα η γη μυριζει πολυ ομορφα...θελει σαματις να προετοιμαστει ,για να ανθησει ,την επομενη ημερα!!
f.