a33.gr

Γενικά => Παιχνίδια λέξεων => Μήνυμα ξεκίνησε από: gon στις Μάρτιος 05, 2008, 04:21:45 ΜΜ

Τίτλος: Παραμύθι;
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 05, 2008, 04:21:45 ΜΜ
Τα καινούργια ρουχα του αυτοκράτορα

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας βασιλιάς που το μόνο που σκεφτόταν ήταν τα ρούχα του. Σπαταλούσε τα χρήματα της χώρας για να αγοράζει ολοένα και περισσότερα ρούχα.
(http://www.paramithia.net/captured.jpg)
Είχε μια φορεσιά για κάθε ώρα της μέρας  και οι ράφτες του παλατιού δούλευαν ασταμάτητα ράβοντας συνέχεια καινούργια ρούχα.Η φήμη του αυτοκράτορα και η αδυναμία του για τα ρούχα  έφτασαν στα αυτιά δυο απατεώνων που αποφάσισαν να τον ξεγελάσουν και εκμεταλλευτούν την ματαιοδοξία του.
(http://www.paramithia.net/3D_bird.gif)
Μια μέρα λοιπόν εμφανίστηκαν στο παλάτι και ζήτησαν ακρόαση από τον βασιλιά.
(http://www.paramithia.net/emperor_30120_md.gif)
«Καλησπέρα σου αυτοκράτορα μου, είμαστε δυο ξακουστοί ράφτες !Υφαίνουμε τα πιο όμορφα ρούχα που έχει δει ποτέ άνθρωπος. Είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να υφάνουμε ένα ύφασμα που όμοιο του δεν έχεις ξαναδεί..»
(http://www.paramithia.net/Emperors-New-Clothes.GIF)
«Όχι μόνο είναι το πιο λεπτό και το πιο ανάλαφρο του κοσμου, μα είναι και μαγικό...είναι αόρατο για τους κουτούς και για αυτούς που είναι ανάξιοι για τη θέση τους»
(http://www.paramithia.net/manichino2.gif)
«Χμ, σκέφτηκε ο αυτοκράτορας, αυτά τα ρούχα είναι ότι πρέπει  για μένα. Αν τα φοράω θα μπορέσω να ανακαλύψω ποιος είναι άξιος για τη θέση του και ποιος όχι, ποιος είναι σοφός και ποιος κουτός..»
Έτσι έδωσε στους δυο ράφτες ένα πουγκί με χρυσαφί και τη διαταγή να αρχίσουν αμέσως να υφαίνουν το μαγικό ύφασμα
(http://www.paramithia.net/trans.gif)(http://www.paramithia.net/Treasure-02-june.gif)
Την επόμενη κιόλας μέρα εργάτες έστησαν δυο αργαλειούς και οι δυο κατεργάρηδες ξεκίνησαν τη δουλειά.
(http://www.paramithia.net/wheel-animation.gif)
Κάθε μέρα που περνούσε ζητούσαν όλο και περισσότερα χρήματα από τον αυτοκράτορα δήθεν για να αγοράσουν χρυσές κλωστές και μετάξι..
Ο αυτοκράτορας που περίμενε πως και πως τα καινούργια του ρούχα δεν δίσταζε καθόλου και τους έδινε κάθε μέρα όλο και περισσότερο χρυσάφι.
(http://www.paramithia.net/bagofmoney.jpg)
Ο καιρός περνούσε και αυτοί όλη μέρα κι όλη νύχτα ήτανε στους δυο αργαλειούς που όμως έμοιαζαν αδειανοί.
(http://www.paramithia.net/counter%20balanced%20loom.jpg)
Όλοι στη πόλη ήξεραν πια
για το μαγικό ύφασμα και ανυπομονούσαν να δουν τον βασιλιά με τα καινούργια του ρούχα.
«Θα θελα να ξέρω πως τα πάνε αυτοί οι δύο με το μαγικό ύφασμα» σκέφτηκε, αλλά έπειτα θυμήθηκε πως όποιοι ήταν ανάξιοι  για τις θέσεις τους δεν μπορούσαν να δουν το ύφασμα.
Θεώρησε λοιπόν πως ήταν καλύτερα να μην διακινδύνευε ο ίδιος τη φήμη του.
Έτσι ο υπουργός πήγε στο δωμάτιο όπου είδε τους δυο ραφτάδες να δουλεύουν  μπροστά από δυο άδειους αργαλειούς.
«Ω θεέ μου!» σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να καθαρίσει τα γυαλιά του, «Δεν βλέπω τίποτα. Είμαι λοιπόν βλάκας και ανάξιος για τη θέση μου;»
(http://www.paramithia.net/raftes.jpg)
Ο υπουργός πλησίασε τους δυο κατεργάρηδες που καμώθηκαν πως δήθεν του έδειχναν το ύφασμα.«Κοιτάτε χρώμα, κοιτάξτε σχέδιο, μα πείτε μας έχετε ξαναδεί τέτοιο όμορφο ύφασμα ξανά;»
Ο υπουργός δεν μπορούσε να δει τίποτα ,γιατί δεν υπήρχε τίποτα να δει,αλλά φοβήθηκε πως όλοι θα καταλάβαιναν πως ήταν βλάκας και άχρηστος. Έτσι καμώθηκε πως το κοιτά και απάντησε..
Ω μα τι όμορφο, είναι πραγματικά υπέροχο! Τι σχέδια, τι χρώματα! Είμαι σίγουρος ότι ο βασιλιάς θα μείνει πολύ ικανοποιημένος..
Αρχισαν τότε, με κάθε λεπτομέρεια, να του εξηγούν τα δήθεν σχέδια και χρώματα του ανυπάρκτου υφάσματος. Ο υπουργός άκουγε με πολύ προσοχή ώστε να μπορεί μετά περιγράψει στον βασιλιά αυτό που δεν είχε ποτέ δει.
Έπειτα  ζήτησαν από τον υπουργό κι αλλά χρήματα για να προχωρήσουν στο ράψιμο της φορεσιάς, και εκείνος δεν μπόρεσε να τους αρνηθεί..
Και φυσικά το χρυσάφι πήγε όλο στις τσέπες των δυο απατεώνων. . .

(http://www.paramithia.net/emperor_30118_md.gif)
(http://www.paramithia.net/Treasure-02-june.gif)
Ο βασιλιάς έστειλε έπειτα τον αρχιστράτηγο του  για να επιθεωρήσει τη δουλεία των δυο ραφτάδων.
Όμως κι αυτός όπως ο υπουργός δεν μπόρεσε να δει τίποτα.
Επειδή όμως δεν ήθελε να νομίζουν πως είναι ανόητος ή ανίκανος, δεν είπε τίποτα παρά μόνο προσποιήθηκε πως θαύμαζε το ύφασμα και στο βασιλιά είπε πως ήταν υπέροχο
Πήγε λοιπόν μαζί με τον υπουργό και τον αρχιστράτηγο να δει το περίφημο ύφασμα..
«Υπέροχο, τι χρώμα!»
είπε ο αρχιστράτηγος!
«Θεσπέσιο, τι σχέδιο!»
είπε ο υπουργός.
Ο βασιλιάς  τρομοκρατήθηκε. Είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε, Δεν βλέπω τίποτα απολύτως!
«Το ύφασμα είναι θαυμάσιο» είπε μονομιάς,καθώς φοβήθηκε πως οι άλλοι μπορεί να καταλάβαιναν ότι δεν έβλεπε τίποτα.
«Να μου πάρετε αμέσως μέτρα για την φορεσιά, θέλω να είναι έτοιμη μέχρι την μεγάλη παρέλαση σε 3 μέρες.»
Οι δυο κατεργάρηδες πήραν αμέσως τα μέτρα του βασιλιά και υποσχέθηκαν να δουλεύουν νύχτα και μέρα χωρίς σταμάτημα μέχρι να τελειώσουν τη φορεσιά.
Έκοβαν τον αέρα με μεγάλα ψαλιδιά και έραβαν με βελόνες δίχως κλώστη...ώσπου
«Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα είναι έτοιμα!!»
Ο βασιλιάς μπήκε στο δωμάτιο συνοδευόμενος από τους αυλικούς του.
Οι δυο κατεργάρηδες σήκωσαν τα χέρια στον αέρα σαν κάτι να κρατούσαν και του παρουσίασαν τα ρούχα.
«Αυτό είναι το παντελόνι, αυτό είναι το παλτό, και αυτός ο μανδύας σας μεγαλειότατε. Ανάλαφρα σαν πούπουλο, ούτε καν θα τα νιώθετε όταν τα φοράτε..»
(http://www.paramithia.net/theemperorsnew.jpg)
«Θα ήθελε η μεγαλειότητα σας να δοκιμάσει τη καινούργια φορεσιά;»ρώτησε ο ένας και υποκλίθηκε.
«Θα μας επιτρέψετε να σας βοηθήσουμε να ντυθείτε, εδώ    σ αυτόν τον καθρέφτη.»
Ο βασιλιάς έβγαλε τα ρούχα του και οι δυο κατεργάρηδες
άρχισαν να τον ντύνουν με τα αόρατα ρούχα. Προσποιήθηκαν ότι έστρωναν τα μανίκια και πώς κούμπωναν το σακάκι.
«Μα τι ταιριαστά τα ρούχα! Τα χρώματα είναι υπέροχα!» Αναφώνησαν ο αρχιστράτηγος και ο υπουργός μαζί.
Ο αυτοκράτορας κοιτούσε και ξανακοιτούσε τον καθρέφτη αλλά δεν έβλεπε τίποτα και φοβήθηκε μην τον περάσουν για χαζό
«Τα καινούργια μου ρούχα είναι θαυμάσια, τι όμορφα που μου ταιριάζουν, τι καλοραμμένα, και το ύφασμα ανάλαφρο σαν πούπουλο!Σας απονέμω τον παράσημο του Αρχιράφτη και σας δίνω για αμοιβή δυο πουγκιά χρυσάφι        ακόμα..»
Σας ευχαριστούμε μεγαλειότατε, υποκλίθηκαν οι δυο ραφτάδες και από τότε…μην τους είδατε
Ο αυτοκράτορας φορώντας την καινούργια του φορεσιά ξεκίνησε για τη μεγάλη παρέλαση.
Ο κόσμος είχε μαζευτεί στους δρόμους και περίμενε να δει τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα και το μαγικό ύφασμα που ξεχώριζε τους έξυπνους από τους κουτούς.
Οι θαλαμηπόλοι προσποιήθηκαν ότι κρατούσαν το μανδύα γιατί δεν ήθελαν να καταλάβει κανείς ότι δεν έβλεπαν τίποτα!
(http://www.paramithia.net/emperonmain2.jpg)
Η παρέλαση άρχισε και όλοι όσοι την παρακολουθούσαν φώναζαν δυνατά,από φόβο μην τους περάσουν για κουτούς: «Τι κομψά που είναι τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα!! Τι ταιριαστά! Τι ωραίος μανδύας!»
Κανείς δεν τολμούσε να  ομολογήσει πως δεν έβλεπε τίποτα γιατί αυτό θα σήμαινε είτε ότι ήταν ανόητος είτε άχρηστος για τη θέση του.
Μα ο αυτοκράτορας
δεν φοράει τίποτα!
Είναι γυμνός!
(http://www.paramithia.net/Fireworks-09-june.gif)
Ένα μουρμουρητό απλώθηκε στην ομήγυρη που σύντομα συνοδεύτηκε από φωνές και γέλια. «Το παιδί έχει δίκιο! Ο αυτοκράτορας είναι γυμνός! Είναι γυμνός!»
Ο βασιλιάς κατάλαβε πως το πλήθος είχε δίκιο.
Οι δυο ραφτάδες τον είχαν ξεγελάσει. Δεν τόλμησε όμως να το παραδεχτεί.
Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και συνέχισε την παρέλαση μέχρι που κατακόκκινος από ντροπή και θυμό έφτασε στο παλάτι.  
ΤΕΛΟΣ
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 05, 2008, 04:31:17 ΜΜ
Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας από την πλευρά του λύκου

Το δάσος ήταν το σπιτικό μου. Ζούσα εκεί και νοιαζόμουν γι’ αυτό.

Προσπαθούσα να το διατηρώ ταχτικό και καθαρό.

 

Κάποτε, μια ηλιόλουστη μέρα, ενώ προσπαθούσα να συμμαζέψω κάτι σκουπίδια που είχε παρατήσει ένας κατασκηνωτής, άκουσα βήματα. Πήδηξα πίσω από ένα δέντρο και είδα ένα μικρό κορίτσι να έρχεται από ένα μονοπάτι, κρατώντας ένα καλάθι. Μου φάνηκε ύποπτη από την αρχή γιατί φορούσε αστεία ρούχα ολοκόκκινα, και το κεφάλι της ήταν καλυμμένο με μια κουκούλα σαν να μην ήθελε να την αναγνωρίσουν.

 

Φυσικά την σταμάτησα για να ερευνήσω το ζήτημα. Την ρώτησα ποια ήταν, που πήγαινε, από που ερχόταν κ.τ.λ. Μου είπε μια ιστορία για κάποια γιαγιά που πήγαινε να την επισκεφθεί και να της πάει φαγητό.

 

Έδειχνε βασικά έντιμο άτομο, αλλά βρισκόταν στο δάσος μου και έδειχνε ύποπτη μ’αυτά τα ρούχα. ΄Έτσι αποφάσισα να της δείξω πόσο σοβαρό ήταν να εισβάλλει έτσι, χωρίς ειδοποίηση, ντυμένη αστεία.

 

Την άφησα να συνεχίσει αλλά έτρεξα πριν από αυτήν στο σπίτι της γιαγιάς της. Όταν συνάντησα την συμπαθητική γριούλα της εξήγησα το πρόβλημά μου και συμφώνησε ότι η εγγονή της χρειαζόταν ένα μάθημα. Η γριούλα συμφώνησε να κρυφτεί ώσπου να την φωνάξω. Έτσι, κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Όταν έφτασε το κορίτσι την κάλεσα να μπει στην κρεβατοκάμαρα όπου βρισκόμουν στο κρεβάτι ντυμένος σαν τη γιαγιά. Το κορίτσι ήρθε με τα κόκκινα μαγουλά της και είπε κάτι άσχημο για τα μεγάλα μου αυτιά. Με είχαν προσβάλλει κι άλλοτε και έτσι προσπάθησα να πω κάτι θετικό. Είπα ότι, ίσως, τα μεγάλα μου αυτιά, μου επέτρεπαν να την ακούω καλύτερα. Δηλαδή έδειχνα ότι την συμπαθούσα και ήθελα να προσέχω αυτά που λεει. Αλλά έκανε άλλο ένα καλαμπούρι για τα γουρλωτά μου μάτια. Τώρα καταλαβαίνετε πώς άρχισα να αισθάνομαι γι’ αυτό το κορίτσι που έβαζε ένα ευγενικό προσωπείο αλλά ήταν τόσο κακοήθης. Παρ’ όλα αυτά έχω την τακτική να γυρίζω και το άλλο μάγουλο και της είπα ότι τα γουρλωτά μου μάτια με βοηθούν να την βλέπω καλύτερα. Η επόμενη προσβολή  στ’ αλήθεια με νευρίασε. Έχω κάποιο σύμπλεγμα για τα μεγάλα μου δόντια κι αυτό το κορίτσι έκανε μία προσβλητική παρατήρηση. Ξέρω ότι θα έπρεπε να μην χάσω την ψυχραιμία μου αλλά πήδηξα από το κρεβάτι και της φώναξα πως τα μεγάλα μου δόντια ήταν χρήσιμα για να την φαω καλύτερα.

 

Τώρα ας είμαστε ειλικρινείς, κανείς λύκος δεν θα έτρωγε ποτέ ένα κορίτσι, όλοι το ξέρουν αυτό, αλλά αυτό το τρελοκόριτσο άρχισε να τρέχει γύρω-γύρω ουρλιάζοντας κι εγώ προσπαθούσα να την φτάσω για να την ηρεμίσω. Έβγαλα και τα ρούχα της γιαγιάς αλλά αυτό φάνηκε να χειροτερεύει τα πράγματα. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε με δυνατό κρότο και ένας μεγαλόσωμος τύπος στεκόταν εκεί με το τσεκούρι του. Τον κοίταξα και κατάλαβα ότι είχα βρει τον μπελά μου. Υπήρχε ένα ανοιχτό παράθυρο πίσω μου και την κοπάνησα.

Θα ήθελα να μπορούσα να πω πως εδώ τελειώνει η ιστορία. Όμως αυτή η γριούλα γιαγιά ποτέ δεν είπε την δική μου πλευρά της κατάστασης. Σύντομα κυκλοφόρησε η φήμη ότι ήμουν κακός και μοχθηρός. ΄Όλοι άρχισαν να με αποφεύγουν. Δεν ξέρω τι έγινε το κοριτσάκι με τα αστεία κόκκινα ρούχα, όμως εγώ δεν έζησα από τότε καλά. Έτσι αποφάσισα να σας γράψω την ιστορία μου.

Με εκτίμηση  
                                                                                                        Ο λύκος
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 05, 2008, 04:53:27 ΜΜ
Η καλωσύνη

Η καλωσύνη είπε η γιαγιά, μονάχα η καλωσύνη,
όλα στον κόσμο χάνονται, μόνη απομένει εκείνη.
Στα λόγια της μαζεύτηκαν προσεχτικά τα εγγόνια,
ω, χρόνια των παραμυθιών, αθώα ωραία χρόνια.
Έξω το χιόνι αναγελά στην άγρια ανεμοζάλη
κι εδώ στα μισοσκότεινα, τριγύρω στο μαγκάλι
που κρύβει ανάρια χόβολη κι ονείρατα ανασταίνει,
άλλο απ' τα εγγόνια πρόσχαρο τα χέρια του ζεσταίνει
κι άλλο στέκεται παρ' έκει
κι όλα με μια ψυχή με μια καρδιά
κοιτούν στα μάτια τη γιαγιά,
που αρχίζει παραμύθι.
Η ρόκα ξεκουράζεται στ' άσαρκο μέσα χέρι,
ώσπου ν' αρχίσει το μακρύ κι ακούραστο νυχτέρι.

Ήταν τους λέει, μια φορά κι έναν καιρό
μια πόλη πανώρια, μαρμαρόχτιστη,
καληώρα σαν την Αθήνα.
Πιο τρανή κι άλλη τόση
κι είχε έναν γέρο βασιλιά με φρόνηση, με γνώση.
Κι αυτός ο γερο-βασιλιάς, βλαστάρια του μονάχα
είχε δυο βασιλόπουλα, δυο γιους να πούμε τάχα.
Ο πρώτος άγριος και κακός, τον κόσμο τυραννούσε,
μήτε φτωχό σπλαχνίζονταν μήδ' άρχοντ' αψηφούσε.
Ο δεύτερος ευγενικός, γενναίος όσο πρέπει,
ήξερε χάρες να σκορπά, χαρά παντού να φέρνει.
Κι ο πρώτος του ΄πε κάποτε «τον κόσμο δεν τον ξέρεις,
είναι άκαρδος, είναι κακός κι όλα κακά τα βλέπει.
Αν θες να γίνεις βασιλιάς κι αν θες και δόξα,
πρέπει να γίνεις άκαρδος, σκληρός ωσάν εμένα.
Ο φόβος μόνο κυβερνά τον κόσμο και τα πλούτη».
Εγύρισεν ο δεύτερος κι ευγενικά απεκρίθη,
«ο φόβος δεν τον κυβερνά, προσωρινά τον δένει,
είναι να πούμε φυλακή σε φρύγανα χτισμένη,
που η θύρα της συχνά κι εύκολα ανοίγει
κι ορμά με μια ο κατάδικος και τον φρουρό του πνίγει.
Το χαλινάρι βάλε του της Θεϊκής αγάπης,
γίνου πατέρας βασιλιάς κι όχι σκληρός σατράπης».

Να μη σας τα πολυλογώ, ύστερα από ένα χρόνο,
πέθανε ο γερο-βασιλιάς κι ανέβηκε στον θρόνο,
ο γιος του ο πρώτος ο κακός, τρόμος παντού και φρίκη,
βασίλευε με το σπαθί βγαλμένο από τη θήκη.
Οι φυλακές εγέμισαν, το ψέμα, η αδικία,
η ψευτιά , η απάτη, η κολακεία,
ό,τι κακό ευρέθηκε την μαύρη εκείνη ώρα,
εφούντωσε και θέριεψε στη μαύρη εκείνη χώρα.
Ωσότου τα παράπονα εφτάσαν μιαν ημέρα,
ωσάν αυτός ο βασιλιάς δεν θε ν' αλλάξει γνώμη,
να κυβερνά τη χώρα του με του Θεού το νόμο,
ευθύς αυτή θα σηκωθεί για να τον ξεθρονίσει,
να φέρει τον μικρότερο για να την κυβερνήσει.
Σαν τ' άκουσε ο βασιλιάς, τον αδελφό του κράζει
κι άδικα και παράπονα μονάχος τον δικάζει.
Τον βρήκε ψεύτη κι ένοχο και δίχως άλλα λόγια,
τον έκλεισε στου παλατιού τα σκοτεινά κατώγια,
τις μέρες και τις νύχτες του με πίκρες να περνάει.

Μα το άδικο δεν ζει πολύ και δεν πολυχρονάει.
Κάποιος μεγάλος βασιλιάς από άλλη πολιτεία,
κάκιωσε δίχως αφορμή και δίχως άλλη αιτία
και παίρνει τα φουσάτα του και ξεκινάει και μπαίνει,
στη χώρα την πολύπαθη, κακοκυβερνημένη
και σε μια μάχη μοναχά νικάει και δεκατίζει
και πιάνει και τον βασιλιά και σκλάβο τον ορίζει.
«Και ο αδελφός;», ερώτησαν τα εγγόνια μ' ένα στόμα;
«Τώρα θα δείτε μάτια μου, δεν τέλειωσεν ακόμα».

Όταν η μάχη απόσωσε και ειρήνευσε το ασκέρι,
έστειλε ο νέος βασιλιάς την κόρη του να φέρει,
με άλογα χρυσοστόλιστα και με χιλιάδες άτια,
να δει τα μαρμαρόχτιστα, να δει τα ωραία παλάτια.
Κι έτρεξε εκείνη βιαστική να δείξει τη χαρά της,
σε κάθε τι πολύτιμο που βλέπει ολόγυρά της.
Μα όταν έφτασε και στου παλατιού τα σκοτεινά κατώγια,
όπου ο αδελφός του βασιλιά βρισκόταν ένα χρόνο,
ένοιωσε θλίψη στην ψυχή και στην καρδιά της πόνο.
Και δίχως να ξέρει τι έχει,
στο βασιλιά πατέρα της αλαφιασμένη τρέχει
και κλαίει, κλαίει γονατιστή με τον κρυφό της πόθο
κι ο βασιλιάς πατέρας της «σήκω», της λέει, «σε νοιώθω».
Έφερε το μικρό αδελφό απ' τα σκοτεινά κατώγια
και δίχως να μακρηγορεί, δίχως μεγάλα λόγια,
του λέει, "η κόρη μου σ' αγάπησε, γυναίκα σου τη δίνω"
και γίνανε οι γάμοι τους το ίδιο βράδυ εκείνο,
με όργανα με τούμπανα και με χαρές μεγάλες.
Και τον κακό το βασιλιά τον ξαναφέραν πάλι,
μαζί με δούλους να κερνά το ασκέρι στη χαρά τους

και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερά τους.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 05, 2008, 05:03:05 ΜΜ
Ένα Παραμύθι με Νόημα

"Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα απόμακρο χωριό, ζούσαν δέκα ψαράδες. Την εποχή εκείνη, κανείς άλλος δεν ήξερε να ψαρεύει και ούτε ενδιαφερόταν για το ψάρεμα. Αν μάλιστα οι ψαράδες έκαναν το αστείο να διδάξουν ψάρεμα στους ανθρώπους της πόλης, ή να τους δώσουν δωρεάν ψάρια εκείνοι τους κορόιδευαν και τους χλεύαζαν.

Οι κάτοικοι της πόλης, βλέπετε, τρώγανε μόνο έτοιμες προτηγανισμένες τηγανητές πατάτες που τους προμήθευε ο αφέντης μεγαλέμπορας.

Οι ψαράδες όμως επέμειναν. Σιγά σιγά, καλλιέργησαν και τη γη, κάναν μια μικρή φάρμα εκτροφής ζώων, άρμεγαν το γάλα και επειδή ήταν όλοι φίλοι μεταξύ τους και ήταν λίγοι σε πληθυσμό, ο καθένας έκανε ότι του άρεσε και το πρόσφερε δωρεάν και χαμογελαστά στους υπόλοιπους. Όποιος δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας κάποια δουλειά, μπορούσε να ρωτήσει τους παλιότερους κατοίκους του χωριού και εκείνοι με χαρά τον βοηθούσαν. Σιγά σιγά, οι ταλαιπωρημένοι και στα πρόθυρα της ασιτίας κάτοικοι της πόλης ενδιαφέρθηκαν να μάθουν και αυτοί τον τρόπο ζωής του μικρού αυτού χωριού και άρχισαν να μαζεύονται στα περίχωρα του χωριού. Ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε. Οι νέοι κάτοικοι απαιτούσαν σαν κακομαθημένα παιδιά τα δωρεάν ψάρια τους (λες και κάποιος τους τα χρώσταγε) και κακοαναθρεμένοι όπως ήταν, άρχισαν να ζητάνε τσιπούρες, φιλέτο, λαχανάκια Βρυξελλών, πράγματα που οι παλιοί χωρικοί δε μπορούσαν (χωρίς τη συνεργασία των νέων) να φτιάξουν.

Αλλά αυτό που πραγματικά έφερνε σε απόγνωση τους γέροντες του χωριού, ήταν η συμπεριφορά των νέων στο σχολείο. Δεν έκαναν τις εργασίες τους, δε διάβαζαν τα βιβλία τους, δεν παίδευαν το μυαλό τους και δεν παρατηρούσαν τους γεροντότερους ώστε να προοδεύσουν. Αντί αυτού, συνεχώς έβριζαν τη δασκάλα τους όταν τους εξηγούσε πως αν είχαν διαβάσει το βιβλίο δε θα χρειαζόταν να διακόπτουν συνέχεια το μάθημα και να ρωτούν τα ίδια και τα ίδια.

Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για πολύ καιρό, μέχρι που πέθαναν οι γεροντότεροι, χάθηκε η γνώση που είχαν και τελείωσαν από τις αποθήκες οι έτοιμες τροφές που με τόσο κόπο συσσώρευαν.

Πεινασμένοι και απογοητευμένοι οι κάτοικοι της πόλης, ξαναγύρισαν στον παλιό αφέντη τους. Με σκυμμένο το κεφάλι, παραδέχτηκαν πως ήταν λάθος τους να φύγουν από κοντά του και του ζήτησαν να τους πάρει στη δούλεψή του.

Αυτός άλλο που δεν ήθελε. Τώρα πια όλοι δουλεύουν γι' αυτόν, για μια μερίδα προτηγανισμένες σάπιες πατάτες και κανένας δεν έχει μείνει για να επαναστατήσει εναντίον του."
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 05, 2008, 05:09:13 ΜΜ
Ένας σουλτάνος ήθελε να γνωρίσει το ζακόνι (= συνήθειο, χαρακτήρας) κάθε τόπου που κυβερνούσε. Του είπαν τότε να φτιάξει καλύβες από τα ξύλα κάθε τόπου και να κοιμηθεί μέσα. Στο όνειρό του, του είπαν, θα φανερωθεί η κάθε χώρα.

Διέταξε και έφτιαξαν τέσσερις καλύβες με ξύλα από την Αίγυπτο, την Ανατολή, τη Ρούμελη και το Μωριά – κι έπιασε με τη σειρά να κοιμάται, κάθε βράδυ σε άλλη καλύβα.

Στην πρώτη ονειρεύτηκε το Νείλο. Στα νερά του κυλούσαν χρυσάφια, πλούτη αμέτρητα.

Στη δεύτερη, της Ανατολής, κοιμήθηκε σαν το πουλάκι και είδε όνειρα γλυκά, σα να ‘χε μαστουρώσει με χασίσι.

Στην καλύβα της Ρούμελης ονειρεύτηκε άτια να χλιμιτράνε και άρματα να βροντούν.

Τέλος, στην καλύβα τη Μωραΐτικη, λαχτάρησε και πετάχτηκε από τον ύπνο του, μούσκεμα στον ιδρώτα. Ονειρεύτηκε, λέει, χίλιους διαβόλους να τρέχουν πάνω – κάτω, με αναμμένα δαυλιά!
Τίτλος:
Αποστολή από: skou70 στις Μάρτιος 07, 2008, 02:17:59 ΠΜ
kanena me drako den yparxei?  :roll:
Τίτλος:
Αποστολή από: tristana στις Μάρτιος 07, 2008, 06:08:10 ΠΜ
Τους εξολόθρευσαν οι 'Αγιοι των Χριστιανών. Το φοβερό χούι κι αυτό...
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 07, 2008, 12:09:41 ΜΜ
Ο Αναστάσης και η Μαριγώ

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δως της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινίσει.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος ψηλός, όμορφος και λυγερός που τον έλεγαν Αναστάση. Ζούσε σ' ένα ορεινό χωριό στις πλαγιές του Παναχαϊκού. Το σπίτι του ήταν πολύ παλιό. Ο προπάππος του το είχε χτίσει με πέτρες που είχε κουβαλήσει με το μουλάρι από μια μακρινή ρεματιά.

Τώρα το σπίτι έχει παλιώσει, τα μπατζούρια τριζοβολούν όταν τα δέρνει ο άνεμος. Έξω στην αυλή είναι ένα πηγάδι σφραγισμένο με μια βαριά πέτρα.

Κάποια βραδιά ο Αναστάσης άκουσε μουγκρητά να βγαίνουν απ' το πηγάδι. Το πρωί που ξύπνησε είδε την πέτρα μισοκαμμένη. Φοβήθηκε πολύ,πήρε το δίκανο του και έριξε μια τουφεκιά στην καμμένη πέτρα. Η πέτρα διαλύθηκε. Μια κατακόκκινη φλόγα ξεπετάχτηκε από το πηγάδι. Ο Αναστάσης παγωμένος ακίνητος, βλέπει τρία κοφτερά νύχια, μια καυτή γλώσσα, μυτερά δόντια και κάτι κόκκινα μάτια να τον κοιτάζουν με μίσος......

Ο Αναστάσης τρέμει, το δίκανο του πέφτει απ' τα χέρια. Τρέχει σαν αστραπή στο πυκνό δάσος. Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του μια όμορφη νεράϊδα. Η νεράϊδα του χαμογελάει γλυκά και του γνέφει να πάει κοντά της. Ο Αναστάσης παίρνει θάρρος και την πλησιάζει.

Εκείνη του δίνει το μαγικό της ραβδί και του λέει: "Πάρε το ραβδί και πήγαινε στο πηγάδι".

Εκείνος δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο πηγάδι. Δίνει μια ραβδιά στην τρύπα του πηγαδιού. "Aμπρα Κατάμπρα, άμπρα κατρό βγες δράκε και έλα εδώ!!!".

Και έξω βγαίνει η Μαριγώ που την είχε φυλακισμένη ο δράκος εδώ. Την άλλη μέρα γάμος γίνηκε στο χωριό.

Με ζευγάρι τον Αναστάση και τη Μαριγώ.

Επήγα και εγώ προσκαλεσμένος να τους δώ.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 17, 2008, 06:13:52 ΜΜ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΑΡΟΥΣΚΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό στο μικρό χωριουδάκι της Γαλάζιας Πολιτείας, ζούσε ένας πλούσιος χωρικός που τον έλεγαν Ιβάν. Ο Ιβάν μαζί με τη γυναίκα του Τιτίκα και την κόρη τους Μαρούσκα, αποτελούσαν μια όμορφη οικογένεια.

Η Μαρούσκα όσο μεγάλωνε γινόταν πολύ όμορφη. Ωραιότερη από τ’άλλα κορίτσια της ηλικίας της που ζούσαν στο χωριό, με αποτέλεσμα, εκείνα, να τη ζηλεύουν και έτσι δεν της έκαναν παρέα. Τα παλικαριά έδειχναν στη Μαρούσκα την προτίμησή τους, μα εκείνη κλεινόταν στην κάμαρά της στολίζοντάς την με λουλούδια λογής λογής.

Μα τα αγαπημένα της ήταν οι μενεξέδες!

Μια μέρα, λοιπόν,. Αποφάσισε να περπατήσει στο δάσος, να μαζέψει μενεξέδες και αγριολούλουδα του χειμώνα. Ήταν Δεκέμβρης μήνας και το κρύο πολύ τσουχτερό. Η καημενούλα η Μαρούσκα πήρε λάθος μονοπάτι και χάθηκε. Τα δόντια της έτριζαν από το κρύο και τα ποδαράκια της άρχιζαν να παγώνουν.

Άρχισε να κλαίει από το φόβο της, μα τα δάκρυα που κυλούσαν από τα γαλάζια μάτια της, λες και της έδωσαν λιγάκι θάρρος. Τα σκούπισε με το μαντήλι της και τότε μέσα από τα χιονισμένα δέντρα διέκρινε μακριά στο βάθος την κόκκινη ανταύγεια μιας φωτιάς.

«Αχ!», αναστέναξε χαρούμενα, «Ας τρέξω ως εκεί να ζεσταθώ!»

Και με όση δύναμη της είχε απομείνει άνοιξε τα βήματά της  ώσπου βρέθηκε στο ξέφωτο με την αναμμένη φωτιά. Αλλά το πιο παράξενο ήταν η ξύλινη καλύβα στημένη και φωτισμένη με πολλά φωτάκια. Δειλά δειλά η Μαρούσκα άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα και τι να δει! Στολισμένη την καλύβα Χριστουγεννιάτικα, με δέντρο φορτωμένο δώρα, λαμπιόνια και χιλιάδες παιχνίδια. Στην μέση της καλύβας ένα κρεβάτι με πουπουλένιο πάπλωμα.

Πόσο νύσταξε και πόσο κουρασμένη ήταν!  

Δίχως να σκεφτεί σε ποιον ανήκει η καλύβα έβγαλε τα παπούτσια της και τις βρεγμένες κάλτσες της, φόρεσε κάτι πιζάμες που βρήκε δίπλα στην καρέκλα και…Χωπ! Κουκουλώθηκε με το πουπουλένιο πάπλωμα.

Η φωτιά στο αναμμένο τζάκι τριζοβολούσε και ανάδυε μια ζέστη που αποκοίμησε τη Μαρούσκα. Και τότε είδε το όνειρο. Το πιο όμορφο αλλά και παράξενο όνειρο….

Γύρω από το τζάκι δώδεκα άντρες με πανωφόρια στις πλάτες και κουκούλες, ήταν καθισμένοι γύρω-γύρω. Οι τρεις φορούσαν άσπρα πανωφόρια σαν χιόνι, που πέφτει το χειμώνα. Άλλοι τρεις φορούσαν πρασινωπά, σαν το χορτάρι της άνοιξης. Τρεις άλλοι φορούσαν κίτρινα σαν τα θερισμένα στάχυα και οι τρεις τελευταίοι φορούσαν κοκκινωπά σαν τα ώριμα μήλα. Έτσι έμεναν ακίνητοι κοιτάζοντας τη Μαρούσκα που κοιμόταν βαθιά. Η Μαρούσκα μέσα στον ύπνο της, ένιωθε τόσο ευτυχισμένη, ώστε τους ρώτησε ποιοι είναι…

Εκείνοι απάντησαν….

Είμαστε οι δώδεκα μήνες και επειδή είσαι καλή κοπέλα, στήσαμε αυτήν την καλύβα και ανάψαμε τη φωτιά, για να έρθεις να ζεσταθείς. Τότε η Μαρούσκα σηκώθηκε και άρχισε να χαιρετά έναν-έναν τους δώδεκα μήνες. Ο πιο μεγάλος, ο Ιανουάριος, τη ρώτησε

-          Πως βρέθηκες στο δάσος;

-          Ήρθα να μαζέψω μενεξέδες, απάντησε εκείνη.

-          Μα τι λες παιδί μου, είπε ο Ιανουάριος με βαθιά βροντερή φωνή, που να βρεθούν οι μενεξέδες μέσα στο χιόνι;

-          Συγγνώμη!! Συγγνώμη, φώναξε κλαίγοντας η Μαρούσκα. Δεν ήξερα ότι το χειμώνα δεν υπάρχουν μενεξέδες, και ήθελα τόσο πολύ να στολίσω τα βάζα μου…

Τότε ο Ιανουάριος έδωσε το χρυσό του ραβδί στο Μάρτιο κι εκείνος σκάλισε λιγάκι τη φωτιά. Η φλόγα υψώθηκε και προκάλεσε ζέστη. Το χιόνι έλιωσε τριγύρω, τα δέντρα πρασίνισαν, έβγαλαν μπουμπούκια και λουλούδια άρχισαν να φυτρώνουν παντού! Πρώτοι πρώτοι ξεπρόβαλλαν οι μενεξέδες.

-          Έλα Μαρούσκα, της είπε ο Μάρτιος, μη χάνεις χρόνο. Μάζεψέ τους μενεξέδες σου.

Η Μαρούσκα δεν προλάβαινε να μαζεύει. Στο τέλος είχε φτιάξει ένα τεράστιο μπουκέτο. Ευχαρίστησε τους δώδεκα μήνες και, τάχα μου, έφυγε για το σπίτι της. Μα γύρισε πίσω το κεφάλι αντικρίζοντας τους δώδεκα άντρες λυπημένους. Γύρισε πίσω στην καλύβα, ακούμπησε στο μικρό τραπεζάκι το μπουκέτο με τους μενεξέδες, κάθισε ανάμεσα στους μήνες και τότε όλοι μαζί χαμογέλασαν.

Ένας - ένας οι μήνες της χάριζαν ότι πιο όμορφο είχαν. Οι τρεις γεροντότεροι, χιόνια, κάστανα, πορτοκάλια και μήλα μαζί με τα πιο όμορφα χιονολούλουδα, τις φλεβαριάτικες παρθένες που λέει ο κόσμος.

Οι τρεις της άνοιξης της υποσχέθηκαν ότι ποτέ δεν θα λείψουν οι ανθισμένες αμυγδαλιές και τα χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια από το κήπο της.

Οι τρεις μήνες του καλοκαιριού της χάρισαν τα χρυσαφένια στάχυα, σταφύλια, καρπούζια, μοσχομπίζελα, μανουσάκια.

Τέλος, οι τρεις μήνες του φθινοπώρου την πλησίασαν και της είπαν…

«Πάρε από εμάς γαρυφαλιές, χρυσάνθεμα και μαργαρίτες και μια υπόσχεση. Ποτέ δεν θα φύγεις για το δάσος, χειμώνα με χιόνια και κρύο.

Αυτά τα δώρα που σου δώσαμε, πάντα για όλη σου τη ζωή, θα υπάρχουν στο σπίτι σου. Εμείς τα δώδεκα αδέλφια θα σου χαρίζουμε κάθε εποχή την γλύκα στα φρούτα, το άρωμα στα λουλούδια και τη γεύση ώστε ότι τρως να είναι το καλύτερο.»

Πόσο χάρηκε η Μαρούσκα. Φίλησε ένα-ένα τ’αδέλφια κι έφυγε τρέχοντας από το γνωστό μονοπάτι για το σπίτι της.

Το δυνατό φως του ήλιου που μπήκε από το παράθυρο που άνοιξε η μητέρα της, ξύπνησε το κορίτσι από το πιο όμορφο όνειρο που την είχε κάνει τόσο ευτυχισμένη.

Έζησε ευτυχισμένα με τους γονείς της, αργότερα τον άντρα της και τα τρία τους παιδιά…

Πόσο ευτυχισμένα νιώθεις όταν η ψυχή σου είναι γεμάτη από καλοσύνη κι ακόμα περισσότερο, όταν αυτή την ευτυχία εισπράττεις από αυτούς που αγαπάς….

Κάπως έτσι τελειώνουν όλα τα παραμύθια, μόνο που έχουν διαφορετικά χρώματα. Κόκκινα, γαλάζια, ροζ…έτσι έζησε και η Μαρούσκα το δικό της παραμυθένιο όνειρο, ώστε να ζει ευτυχισμένη αλλά και εμείς να ζούμε με τη θύμηση του παραμυθένιου ονείρου της ακόμα καλύτερα…

 
Γιαγιάκα Άννα
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 17, 2008, 06:21:10 ΜΜ
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ

(http://junior.imo.gr/pictures/nazoraioscross.jpg)
Μια φορά και έναν καιρό, μέσα στο μεγάλο δάσος, ζούσε ένα πελώριο δέντρο που το έλεγαν χαμομήλι. Φάνταζε ανάμεσα στα άλλα δέντρα, για το χοντρό του κορμό και τα μεγάλα του κλαδιά! Περήφανα κάθε πρωί, άνοιγε τα πράσινα φύλλα του, τα τέντωνε καμαρωτά, και από την πολλή του περηφάνια δεν έκανε παρέα με κανένα από τα υπόλοιπα δέντρα. Όμως επειδή ο καλός μας Θεός τιμωρεί τους υπερήφανους, ακούστε τι έπαθε.

Ένα πρωί ήρθαν στο δάσος κάτι ξυλοκόποι. Τα δέντρα παραξενεμένα σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους, τι ήθελαν εδώ.

Προς μεγάλη τους έκπληξη τους ρώτησε και το χαμομήλι, και τότε του απάντησαν ότι έψαχναν να βρουν τον πιο χοντρό κορμό, για να φτιάξουν τον Σταυρό του Ναζωραίου.

         - Αχ! Αναστέναξε η ελιά. Κάποτε κάθισε στον ίσκιο μου να ξεκουραστεί. Ο Ναζωραίος βοηθάει τους πονεμένους και τους άρρωστους. Εγώ δεν τον δίνω τον κορμό μου, είπε αποφασιστικά τελειώνοντας την κουβέντα της η ελιά.

Συγκινημένοι το Πεύκο και η Λεύκα είπαν πως ούτε κι εκείνοι θα έδιναν τον κορμό τους.

Στο μεταξύ οι ξυλοκόποι έβγαλαν τα τσεκούρια, σήκωσαν τα μανίκια τους, και άρχισαν να κόβουν την Ελιά. Μονομιάς εκείνη αγρίεψε, και πέταξε τόσο μεγάλους ρόζους που τα τσεκούρια των ξυλοκόπων κόντεψαν να σπάσουν.

        - Πάμε στο Πεύκο, φώναξαν.

Όμως εκείνο πλημμύρισε ρετσίνι. Τα τσεκούρια κόλλησαν και θυμωμένοι οι ξυλοκόποι πήγαν στην Λεύκα. Κι εκείνη όμως δεν τους άφησε να κόψουν τον κορμό της.

Η μέρα περνούσε και κανένα δέντρο δεν έδινε το ξύλο του για τον Σταυρό. Η Ιτιά τρανταζότανε, η Τριανταφυλλιά γέμιζε αγκάθια και το Έλατο πέταγε φλούδες. Μόνο σαν ήρθε η σειρά του Χαμομηλιού, εκείνο κάθισε σιωπηλό και υπάκουο και έκοψαν το ξύλο του, από όπου φτιάχτηκε και ο Σταυρός του Ναζωραίου.

Οι ξυλοκόποι το φόρτωσαν κι έφυγαν βιαστικά. Τότε ένα παράξενο σκοτάδι απλώθηκε στο δάσος. Όλα τα δέντρα με απορία έβλεπαν το Χαμομήλι να κονταίνει, να κονταίνει, οι ρίζες του συρρικνώθηκαν, τα πελώρια κλαδιά του χάθηκαν, μαλάκωσε ο κορμός του, κι ‘έγινε τόσο μικρό που κανείς πλέον δεν το πρόσεχε. Λυπημένο άρχισε να κλαίει, ζητώντας από τον καλό Θεό συγχώρεση που υπήρξε περήφανο και ξιπασμένο. Εκείνος του έδωσε την ευκαιρία να επανορθώσει και του είπε:

        - Έγινες η αιτία να πονέσει ο Μοναχογιός μου, αλλά επειδή μετάνιωσες αληθινά, σου δίνω την δύναμη να μπορείς με το ζουμί από τα λουλουδάκια σου να γιατρεύεις τους πόνους των ανθρώπων.

Από τότε φυτρώνει μόνο του στις ερημιές χωρίς ανθρώπινη φροντίδα. Αν καμιά φορά πηγαίνοντας στη εξοχή, συναντήσετε κάτι τόσο δα μικρά λουλουδάκια, με κίτρινη καρδιά και άσπρα φυλλαράκια, μην τα πατήσετε.

Σκύψτε να το μαζέψετε. Είναι το Χαμομήλι.

Γιαγιάκα Αννα
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 17, 2008, 06:23:05 ΜΜ
ΤΟ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΑΥΓΟ

(http://junior.imo.gr/pictures/pasxalinoegg.jpg)

Μια φορά και έναν καιρό μέσα σε ένα πολύ μεγάλο ψάθινο καλάθι ζούσε ένα πανέμορφο αυγό. Κάθε μέρα έλεγε στην μαμά του πόσο μεγάλη εντύπωση του είχε κάνει μία πολύ γλυκιά ιστορία που του είχε διηγηθεί η ίδια για κάτι μπάμπουρες που ζουζούνιζαν στον αέρα μία συγκεκριμένη περίοδο κατά την διάρκεια του χρόνου και για τον πόσο μελαγχολικές ήταν εκείνες ακριβώς οι μέρες της εβδομάδας. Η μαμά του τότε έπιανε το αυγό και του έλεγε την ιστορία.

Κάποτε, έλεγε, που ο ήλιος χαμογελούσε ευχαριστημένος, τα νερά του ποταμού κυλούσαν καθάρια και τα πουλιά πετούσαν χαρούμενα ψηλά στον ουρανό σκίζοντας μεγαλόπρεπα τον αέρα, ένα σημαντικό γεγονός έκανε τον κόσμο να κλάψει. Έμαθαν πως κάποιοι άνθρωποι που δεν είχαν αγάπη στην καρδιά τους θα σταύρωναν τον Χριστό μας. Τότε όσα αυγά είχαν κάνει οι χήνες, οι αετοί, οι κότες μαζεύτηκαν σε μεγάλους πήδους και άρχισαν να τρέχουν σε κείνο τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο ψηλό βουνό που το έλεγαν Γολγοθά. Πω πω τι έβλεπαν !!

Τον Χριστούλη να ανεβαίνει το βουνό αναστενάζοντας και ζητώντας συγχώρεση από τον Θεούλη για τους ανθρώπους που τον καταδίκασαν . Ο ιδρώτας κυλούσε σε χοντρούς κόμπους από το πρόσωπό του, ο όχλος να τον σπρώχνει και να του φωνάζει δυνατά και δίπλα του η μανούλα του να κλαίει γοερά. Τότε ένα μικρό αυγό καθώς είδε να βασιλεύει ο ήλιος και ουρανός να γίνεται κατάμαυρος έκανε δύο πήδους πιο γρήγορα και έτρεξε δίπλα στον Χριστό μας.

Κάθισε δίπλα του και άρχισε να κλαίει. Τότε ο Χριστός ακούγοντας το κλάμα του έσκυψε προς το μέρος του το έπιασε και αμέσως σταλαματιά σταλαματιά, το αίμα από το αγκάθινο στεφάνι έπεσε πάνω στο αυγό που έγινε κατακόκκινο. Έτρεξαν και τα άλλα αυγά εκεί κοντά στον Χριστό και όταν όλα πια είχαν γίνει κατακόκκινα από το ευλογημένο αίμα του Χριστού έφυγαν για το σπίτι τους.

Οι μαμάδες τα φύλαξαν, γράφοντας αυτήν την ιστορία για να ξέρει ο κόσμος ανά τους αιώνες πως κάθε Μεγάλη Πέμπτη που ο Χριστός μας πάει για τον Γολγοθά, πρέπει να βάφει κόκκινα αυγά εις ανάμνηση της ημέρας όπου το αίμα του Χριστού έβαψε εκείνο το αυγουλάκι.

Από τότε πέρασαν 2.000 χρόνια και το Πασχαλινό αυγό θα βάφεται πάντοτε κόκκινο.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 17, 2008, 06:26:57 ΜΜ
Η ΑΓΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ *ΝΕΟ*

(http://junior.imo.gr/pictures/i-agni.jpg)

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής, ζούσε ένας χωρικός που έβγαινε στο παζάρι να πουλήσει την πραμάτεια του, έχοντας πάντα για συντροφιά ένα κατάλευκο περιστέρι. Τοποθετούσε το κλουβί δίπλα του και κουβέντιαζαν, διότι το περιστέρι είχε ένα χάρισμα. Μιλούσε με ανθρώπινη φωνή. Βέβαια ο χωρικός παραξενεμένος δεν έκανε σχόλιο για το γεγονός, διότι αυτό συνέβαινε καθημερινά με αποτέλεσμα να μην του δημιουργεί καμία περιέργεια.

Κάποια μέρα όμως άκουσε τον φίλο του να του λέει:

«Βγάλε με απ’το κλουβί και άσε με να κάτσω στον ώμο σου»

Πράγματι εκτέλεσε την επιθυμία του και αυτό από τότε πετούσε ελεύθερο επιστρέφοντας πάντα στον αφέντη του. Κάποια μέρα βροχερή που ο χωρικός είχε πάει πάλι στο παζάρι να πουλήσει πραμάτεια, βλέπει να στέκεται μπροστά του ένα παλικάρι που είχε στην πλάτη κρεμασμένη μια φαρέτρα.

-        Γεια χαρά σου! Είπε ο χωρικός στο παλικάρι.

-        Γεια σου και χαρά σου και σένα, απάντησε εκείνο

-        Τι καλό ζητάς; Τον ρώτησε ο χωρικός.

-        Το περιστέρι σου, απάντησε το παλικάρι.

-        Μα δεν ανήκει στην πραμάτεια.

-        Δεν πειράζει, εγώ αυτό θέλω, είπε το παλικάρι, κι έβγαλε ένα πουγκί γεμάτο χρυσά φλουριά, τα έδωσε στο χωρικό, πήρε το περιστέρι κι έφυγε.

Πιο κάτω σ’ένα δέντρο είχε δέσει το άλογό του, ανέβηκε και χάθηκε σαν σίφουνας μέσα στο μεγάλο δάσος.

Σε λίγο έφτασαν σ’ένα ξύλινο σπιτάκι, έβγαλε το περιστέρι απ’το κλουβί, του έδωσε φάει κι άρχισε να καθαρίζει τα τόξα του. Αυτό γινόταν αρκετούς μήνες, ώσπου κάποια μέρα το περιστέρι είπε στον καινούριο του αφέντη:

«Μη με ξαναβάλεις στο κλουβί

Και αν θα βγάλω μια κραυγή

Τρέξε να δεις τι θα συμβεί»

Χωρίς πολλές εξηγήσεις, το παλικάρι έκανε όπως του είπε το περιστέρι και σαν ήρθε το βράδυ, ξάπλωσε όπου τον πήρε ένας βαθύς ύπνος. Κάποια στιγμή άκουσε μια κραυγή. Σηκώθηκε κι έτρεξε να δει τι είχε συμβεί. Μπροστά στα έκπληκτά του μάτια αντίκρισε μια πανέμορφη κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά.

-        Ποια είσαι; Ψέλλισε τρομαγμένος

-        Είμαι η πριγκίπισσα Αγνή, που το κακό ξωτικό θέλησε να με κάνει γυναίκα του. Εγώ όμως αρνήθηκα και με μεταμόρφωσε σε περιστέρι. Άκουσέ με σε παρακαλώ διότι δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Θέλω να ξέρεις πως είσαι το παλικάρι που χρόνια περιμένω να λύσει τα μάγια του ξωτικού.

-        Λέγε μου τι πρέπει να κάνω, ρώτησε εκείνος.

-        Πρέπει να βρεις το διαμάντι που φυλάει το ξωτικό στον χρυσό του πύργο. Ύστερα να το πας στην  καλή μάγισσα Μαλιντούσα, να σου δώσει το μαγικό σπαθί, να σπάσεις το διαμάντι ώστε να βγάλεις από μέσα την καρδιά του ξωτικού. Αμέσως μετά θα την πιάσεις με το μαγικό σπαθί και θα τη δώσεις να την φάει το λιοντάρι που θα φυλάει την πόρτα του χρυσού πύργου. Κάνε όλα αυτά και ύστερα θα δεις τη συνέχεια.

Μονομιάς η πριγκίπισσα ξανάγινε περιστέρι και πεταρίζοντας τις λευκές του φτερούγες κρύφτηκε μέσα στο κλουβί. Το παλικάρι έκανε το σταυρό του κι αφού καβάλησε το άσπρο του άλογο ξεκίνησε για τη μεγάλη  περιπέτεια που του είχε αναθέσει το περιστέρι.

Πέρασε βουνά και κάμπους, απέραντες θάλασσες και μια μέρα σ’ένα ξέφωτο συνάντησε έναν αετό που μιλούσε σαν άνθρωπος.

 
-        Γιατί άφησες τα βουνά; Ρώτησε το παλικάρι τον αετό

-        Για να σε βοηθήσω, απάντησε ο αετός

-        Αχ! Μα τι μπορείς εσύ να κάνεις ώστε να με βοηθήσεις; Είπε το παλικάρι.

-        Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Ανέβα στις πλάτες μου και το άλογό σου να το δέσεις στο δέντρο. Είπε ο αετός.

Πράγματι σε λίγο πετούσαν πάνω από το χρυσό πύργο του ξωτικού. Χαμήλωσε ο αετός, κατέβηκε το παλικάρι, το έδωσε ένα από τα φτερά του και του είπε:

«Μόλις φτάσεις έξω από την πόρτα κάψε το φτερό και ρίξε το μπροστά στα μάτια του Λιονταριού. Εκείνο θα τα χάσει με τη φωτιά. Θα του πέσει το κλειδί από το στόμα. Άρπαξέ το, άνοιξε την πόρτα και δίχως να γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου πήγαινε κατευθείαν στο δωμάτιο που θα ακούγεται μελωδική μουσική. Εκεί θα αντικρίσεις μια μεγάλη κρυστάλλινη μπάλα, πάνω σ’ένα πέτρινο τραπέζι, κτύπα δυνατά την μπάλα στο τραπέζι. Εκείνη θα σπάσει και μέσα θα βρεις το διαμάντι που ζητάς. Κατόπιν έλα εδώ για να σε πάω στην καλή  μάγισσα Μαλιντούσα και την συνέχεια τη γνωρίζεις».

Ευτυχώς έγιναν όλα στην ώρα τους και όπως έπρεπε, κι έτσι σε λίγο το παλικάρι κρατούσε το διαμάντι με την καρδιά του ξωτικού και πετώντας πάνω στις πλάτες του αετού έφτασαν στο σπιτάκι της καλής μάγισσας Μαλιντούσας. Με τη βοήθεια του μαγικού σπαθιού πήραν την καρδιά και πετώντας ξανά για το χρυσό πύργο την έδωσαν στο λιοντάρι. Εκείνο μόλις την έφαγε άρχισε να βγάζει φωτιές ώσπου κάηκε και μαζί του είχε χαθεί για πάντα και το ξωτικό.

Τότε το παλικάρι ευχαριστημένο πέταξε με τον αετό για το δάσος που είχε αφήσει το άλογό του. Το θαύμα είχε γίνει και τα μάγια είχαν λυθεί. Πάνω στη σέλα του λευκού αλόγου περίμενε η Αγνή πανέμορφη και χαμογελαστή. Κρατούσε στα χέρια της τα φτερά του περιστεριού, τα πέταξε πάνω στον αετό και μονομιάς εκείνος έγινε ένας πανέμορφος πρίγκιπας! Ο αδελφός της Αγνής!

Φυσικά θέλετε να μάθετε τι έγινε…

Το παλικάρι παντρεύτηκε την Αγνή κι έζησαν ευτυχισμένοι.

Κάποια μέρα πήγαν στο παζάρι και αντάμωσαν τον χωρικό. Με τα φλουριά που είχε πάρει, είχε γίνει ο άρχοντας της μικρής Πολιτείας. Του διηγήθηκαν την ιστορία και χαμογέλασε. Τα ήξερε όλα λοιπόν; Γι’αυτό και είχε πάντα συντροφιά του το λευκό περιστέρι!!

Κι έτσι έζησαν όλοι καλά μα εμείς ζούμε καλύτερα!!

Γιαγιάκα Άννα
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 17, 2008, 11:30:49 ΜΜ
Η ΓΑΛΑΝΗ, ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΚΑΙ Η ΧΗΝΑ

(http://junior.imo.gr/pictures/galani-aidoni-xina2.jpg)

Μια φορά και έναν καιρό, τότε που οι  ιππότες καβάλα στ’άσπρα τους άλογα έτρεχαν να βοηθήσουν τους φτωχούς και να τιμωρήσουν τους κακούς, ζούσε σ’ένα σπιτάκι μια κοπέλα πεντάμορφη, που την έλεγαν Γαλανή. Για  μόνη συντροφιά της είχε ένα αηδόνι και μία χήνα.
Για το αηδόνι είχε φτιάξει ένα μεγάλο κλουβί και για τη χήνα ένα ξύλινο σπιτάκι.
Κάθε πρωί η Γαλανή μάζευε τ’αυγά της χήνας, τα πουλούσε στην αγορά και με τα χρήματα που έπαιρνε αγόραζε τρόφιμα και σπόρους για το αηδόνι. Κι εκείνο γλυκοτραγουδούσε από ευχαρίστηση και όλοι στο χωριό το καμάρωναν.
Κάποιο πρωινό που η Γαλανή πήγε στην αγορά να πουλήσει τ’αυγά την χήνας, επιστρέφοντας αντίκρισε το κλουβί άδειο.

«Πω πω συμφορά μου!!», φώναξε και άρχισε να κλαίει μ’αναφυλητά. Την άκουσε ένας περαστικός ιππότης, την πλησίασε και τη ρώτησε τι της συμβαίνει. Η Γαλανή του εξήγησε τι είχε συμβεί και εκείνος προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει να βρει το αηδόνι της.
Έφυγε λοιπόν ο ιππότης και άρχισε αμέσως να ψάχνει στα δάση. Ρωτούσε τα πουλιά, μα κανένα δε γνώριζε τίποτα για την τύχη του αηδονιού. Ώσπου μια μέρα που είχε ξαπλώσει κάτω από τον ίσκιο μιας βελανιδιάς να ξαποστάσει, ακούει ξαφνικά το άλογό του να χλιμιντρίζει. Σηκώνεται και βλέπει δίπλα του ένα ποτάμι που έσερνε στο πέρασμά του ένα ματωμένο φτερό. Δίνει μια βουτιά και αφού το έπιασε το ακούμπησε δίπλα του, συνεχίζοντας τον ύπνο του. Δεν είχε προλάβει να κλείσει τα μάτια του κι ακούει μια ψιλή φωνούλα που του έλεγε:

«Ξύπνα σε παρακαλώ κι άκουσε τι θέλω να σου πω»

Ξαφνιασμένος ο ιππότης γύρισε και κοίταξε το ματωμένο φτερό που μιλούσε με ανθρώπινη φωνή.

-        Τι θέλεις; Το ρώτησε
-        Πήγαινέ με στο σπιτάκι της Γαλανής και θα δεις τη συνέχεια.

Πράγματι πήρε το φτερό και το άφησε στο σπιτάκι της Γαλανής. Εκείνη μόλις είδε τον ιππότη έτρεξε να τον ρωτήσει αν έφερνε καλά νέα. Εκείνος τη έδωσε λυπημένος το ματωμένο φτερό κι ή Γαλανή αμέσως αναγνώρισε τι φτερούγα του αγαπημένου της αηδονιού και φώναξε:

«Αηδόνι μου καλό, ποιος κακός σου λάβωσε το πράσινο φτερό;»

Εκείνο τότε απάντησε:

«Το κακό το ξωτικό, με την κόκκινη τη σκούφια
Που’ναι εις το μαγικό βουνό.
Μα σαν θα’βρεις και το μαγικό νερό,
Τότε θα’μαι πια δικό σου
Να σου γλυκοκελαηδώ»

Η Γαλανή ξεκίνησε αμέσως και από τότε φύλαγε το φτερό στον κόρφο της και πάντα με τη βοήθεια του καλού ιππότη ξεκίνησαν να ψάξουν για το μαγικό νερό.

Έβαλε ο ιππότης τη Γαλανή πάνω στο άλογο και χάθηκαν μαζί στα δάση. Σαν το άνεμο έτρεχαν περνώντας βουνά, ποτάμια, λιβάδια, ώσπου μετά από αρκετούς μήνες αντίκρισαν μπροστά τους ένα πελώριο κάστρο. η πόρτα, όμως, δυστυχώς ήταν κλειστή και τη φύλάγαν δύο Δράκοι που ο καθένας βαστούσε στο στόμα του από ένα κλειδί. Τότε κάθισαν λυπημένοι να σκεφτούν τι μπορούσαν να κάνουν.
Ξαφνικά ένα σύννεφο άφησε στα έκπληκτα μάτια τους ένα σπαθί με χρυσή θήκη και δύο μεγάλα κατακόκκινα ρόδια και μια φωνή που τους είπε:

«Εσύ ιππότη πάρε το σπαθί που είναι μαγεμένο. Μ’αυτό θα σκοτώσεις τους Δράκους. Πρώτα όμως  Γαλανή θα τους δώσει να φάνε τα ρόδια. Εκείνα, καθώς θ’ανοίξουν το στόμα τους θα πέσουν τα κλειδιά. Εσύ τότε προχώρησε, σκότωσέ τα και πάρε τα κλειδιά. Άνοιξε την πόρτα και γεμίστε το μπουκαλάκι από το σιντριβάνι με το μαγικό νερό. Μα να κάνετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε διότι η πόρτα θα ξανακλείσει και τότε θα μείνετε φυλακισμένοι μέσα στο κάστρο για πάντα».

Πράγματι έκαναν όπως τους είπε η φωνή από το σύννεφο, ευτυχώς πρόλαβαν και βγήκαν από το κάστρο, έριξαν απ’το μαγικό νερό πάνω στο ματωμένο φτερό και μονομιάς ξανάγινε το γλυκόλαλο αηδόνι.
Κάθισε στον ώμο της Γαλανής, επέστρεψαν με τον ιππότη στο σπιτάκι της και βρήκαν χιλιάδες αυγά από τη χήνα. Τότε η Γαλανή τα έβρεξε με το μαγικό νερό και τι να δει!
Χιλιάδες ιππότες με χρυσοκόκκινες στολές καβάλα σ’άσπρα άλογα παρουσιάστηκαν στις διαταγές της!
Η Γαλανή τους παρακάλεσε να γυρίζουν τον κόσμο και να βοηθάνε όλους τους φτωχούς και να κάνουν παντοτινά το καλό σε όσους έχουν ανάγκη.
Όσο για τη Γαλανή, παντρεύτηκε με τον καλό ιππότη και έζησαν ευτυχισμένοι στο μικρό τους σπιτάκι. Το αηδόνι τους γλυκοξυπνούσε με τη γλυκιά του φωνή και η χήνα τους έδινε κάθε μέρα τα τυχερά αυγά της!
Τίτλος:
Αποστολή από: Ludwig στις Μάρτιος 18, 2008, 12:28:18 ΠΜ
Παράθεση από: "tristana"Τους εξολόθρευσαν οι 'Αγιοι των Χριστιανών. Το φοβερό χούι κι αυτό...


αντε πάγενε απο δω....τριχωτή κουμούνα....που σε λέει και ο κος Μπαταρίας  :P
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 07:11:43 ΠΜ
Ο ΚΑΚΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΟΤΙΜΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ
(http://junior.imo.gr/pictures/vasilias-palikari.jpg)
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο πράσινο σπιτάκι του μεγάλου δάσους, ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του και τον μονάκριβο γιο του που τον έλεγαν Λαμπρινό.
Όταν γεννήθηκε ο Λαμπρινός, ένα φωτεινό αστέρι μαζί με την καλή μάγισσα Νερένια, στάθηκαν πάνω από την κούνια του νεογέννητου δίνοντάς του πολλές ευχές. Μια όμως ευχή έλεγε, πως κάποτε, σαν γίνει παλικάρι όμορφο και δυνατό, θα έχει τόση μεγάλη σοφία στο μυαλό του, ώστε θα γίνει βασιλιάς της χώρας του και το σπουδαιότερο θα παντρευόταν την κόρη του Βασιλιά.
Ο ξυλοκόπος με τη γυναίκα του ένιωσαν μεγάλη χαρά και αφού πιάστηκαν από τα χέρια, χόρευαν, ευχόμενοι να έβγαινε αληθινή η ευχή.
Τα χρόνια περνούσαν, ο Λαμπρινός μεγάλωνε, είχε ευγενικούς τρόπους, κι έλεγε πάντα σοφά λόγια, που εδώ πρέπει να πούμε ότι καμιά φορά οι συγχωριανοί του δύσκολα τα καταλάβαιναν.
Μια  μέρα ένας τελάλης φώναζε στην πλατεία του χωριού, ότι ο μεγαλειότατος Βασιλιάς ήθελε να πάνε στο παλάτι όλα τα παλικάρια που ήταν 20 ετών. Ξέρετε γιατί; Θα σας πω εγώ γιατί!
Ένα πρωινό που είχε βγει για κυνήγι ο βασιλιάς συνάντησε στο δάσος τον καλό νάνο Χουζουρίτσα και του εκμυστηρεύτηκε το μυστικό για τις ευχές που είχαν δώσει το αστέρι και η μάγισσα Νερένια στον Λαμπρινό.
Θυμωμένος λοιπόν ο Βασιλιάς, διέταξε τον τελάλη να φωνάξει όλα τα παλικάρια που ήταν 20 χρονών, διότι τόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε.
Σκόπευε βλέπετε να κυβερνούσε εκείνος τη χώρα του και μάλιστα για πολλά χρόνια. Πως όμως θ’αναγνώριζε τον Λαμπρινό ανάμεσα σε τόσα παλικάρια;
Γι’αυτό φώναξε τον νάνο Χουζουρίτσα και τον ρώτησε αν ο Λαμπρινός είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα. «Βεβαίως», του απάντησε ο Χουζουρίτσας. «Λέει τα πιο σοφά λόγια και πίνει νερό μόνο από πήλινη κούπα»
«Ωραία», είπε γελώντας ο Βασιλιάς. Και αφού έδωσε ένα πουγκί χρυσές λίρες στον Χουζουρίτσα, τράβηξε για την αυλή του όπου στο μεταξύ είχαν μαζευτεί τα παλικάρια.
Πονηρός όμως καθώς ήταν ο Βασιλιάς, για να μην φανερωθεί με τη πρώτη ότι ήξερε για τον Λαμπρινό, έδωσε να πιούνε νερό πέντε-έξι παλικάρια από την χρυσή του κούπα. Εκείνα, όπως ήταν φυσικό έκαναν αυτό που τα διέταξε ο Βασιλιάς. Σαν έφτασε όμως η σειρά του Λαμπρινού δεν δέχτηκε να πιει νερό από τη χρυσή κούπα. Έβγαλε λοιπόν από το ταγάρι του την πήλινη κούπα του και ήπιε νερό.
«Εσύ στην άκρη», φώναξε ο Βασιλιάς στον Λαμπρινό. Οι υπόλοιποι να φύγετε και να πάτε στα σπίτια σας».
Πράγματι όλα έγιναν όπως ακριβώς είχε διατάξει ο Βασιλιάς. Και γυρνώντας στον Λαμπρινό μ’ένα ύφος όλο κακία του είπε:
«Εσύ είσαι λοιπόν του λόγου σου που θες να γίνει Βασιλιάς και να μου πάρεις τον θρόνο;»
Τα έχασε ο Λαμπρινός. Δεν γνώριζε βλέπετε τις ευχές που τον είχαν μοιράνει!
Σήκωσε λοιπόν τα μάτια του στον βασιλιά και απάντησε.
«Πολυχρονεμένε μου, κάποιο λάθος κάνετε. Ποτέ μου δεν σκέφτηκα ν’αρπάξω το Βασίλειό σου και ποτέ δεν ξεστόμισα κάτι τέτοιο. Αν όμως κυκλοφορεί αυτή η φήμη, φαίνεται, θα είναι γραφτό να γίνω εγώ Βασιλιάς αυτής της χώρας.
Σκύλιασε από το κακό του ο Πολυχρονεμένος για τη σοφή απάντηση που έδωσε ο Λαμπρινός και του φώναξε δυνατά:
«Είσαι άτυχος καψερέ νεαρέ. Διότι για να γίνεις Βασιλιάς πρέπει να ψάξεις να μου βρεις μια πηγή που αντί για νερό να τρέχει κρασί, ένα μύλο που να αλέθει αντί για αλεύρι, σανό! Και, τέλος, θέλω να μου βρεις μια κότα που αντί για το συνηθισμένο αυγό να γεννά κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό. Αν δεν τα καταφέρεις θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρι»

Ήρεμος  ο Λαμπρινός απάντησε:

«Δε φοβάμαι Βασιλιά μου. Πιστεύω να τα καταφέρω. Διότι εσύ για να μου ζητάς τόσο ακατόρθωτα πράγματα, μα την πίστη μου, κάτι γνωρίζεις που σε φοβίζει και θέλεις να με ξεπαστρέψεις, πρόσεχε όμως, και δώσε το λόγο σου, τώρα, μπροστά στους συμβούλους σου, ότι , όταν επιστρέψω νικητής θα τον κρατήσεις και μάλιστα για την αξία και την ανδρεία μου, θα πάρω για γυναίκα μου την όμορφη κόρη σου»!


Τι να έκανε ο Βασιλιάς; Έδωσε το λόγο του.
Τότε ο Λαμπρινός καβάλησε το άλογό του, κτύπησε με το καμτσίκι τα καπούλια  και χάθηκε σαν άνεμος μέσα σ’ένα σύννεφο σκόνης.
Αφού πέρασε βουνά και δάση έφτασε σε μια πύλη όπου όλοι έκαναν πανηγύρι. Κάθισε σ’ένα τραπέζι να φάει και προς μεγάλη του έκπληξη είδε δίπλα του την πηγή που αντί για νερό έτρεχε κρασί!
Σημείωσε στο μυαλό του την παράξενη αυτή πόλη κι έφυγε.

Σε λίγες μέρες συνάντησε έναν μυλωνά και τον ρώτησε.
-        Τι αλέθεις στο μύλο σου;
-        Σανό! Απάντησε ο μυλωνάς
-        Γιατί; Ξαναρώτησε ο Λαμπρινός
-        Γιατί έχουμε πολλά γαϊδούρια στην περιοχή και το έχουμε ανάγκη.
-        Για φαντάσου τι συμβαίνει, είπε τάχα μου ο Λαμπρινός και συνέχισε το δρόμο του.

Σε κάποια στιγμή έπρεπε να περάσει ένα ποτάμι. Μπήκε στην μοναδική βάρκα και ο βαρκάρης του εμπιστεύτηκε το μυστικό για την κότα που γεννούσε κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό.

Πω! Πω! Χαρές που έκανε ο Λαμπρινός σαν είχε βρει ότι παράξενο του είχε ζητήσει ο Βασιλιάς! Φόρτωσε λοιπόν καλάθια γεμάτα από τα χρυσά αυγά, πήρε και την κότα και καβάλα στ’άλογό του επέστρεψε στον μυλωνά. Του είπε ότι, ο πολυχρονεμένος Βασιλιάς του χαρίζει 50 χρυσά αυγά, μα εκείνος για αντάλλαγμα έπρεπε να του δωρίσει το μύλο του.
Μόλις ο μυλωνάς είδε τα χρυσά αυγά, θόλωσε το μάτι του και δίχως δεύτερη σκέψη δώρισε το μύλο του στον βασιλιά. Σαν έφτασε και στην πόλη με την παράξενη πηγή, επειδή δεν μπορούσε, όπως καταλαβαίνετε να την πάρει μαζί του, σκέφτηκε να καλοπιάσει τον πρόεδρο του χωριού, με άλλα 50 χρυσά αυγά, ώστε να τον θυμάται και σαν ο Λαμπρινός γύρισε στον Βασιλιά, να είχε απόδειξη ότι πράγματι είχε περάσει από την πόλη και είχε βρει την Πηγή.
Ο Λαμπρινός είχε τελειώσει με τα κατορθώματά του και γύρισε στον Βασιλιά νικητής. Πρώτη τον είδε η βασιλοπούλα, η οποία τον ερωτεύτηκε. Ο άπλήστος, όμως, Βασιλιάς μόλις είδε τον θησαυρό με τα χρυσά αυγά και τον νεαρό να γυρνά νικητής και επειδή δεν ήθελε να του δώσει την μονάκριβη κόρη του, αλλά ούτε και να τον κάνει βασιλιά, ήθελε να τον ξεγελάσει παίρνοντάς του την παράξενη κότα.
Ευτυχώς που ο Λαμπρινός ήταν σοφός και έξυπνος.
Αφού του εξήγησε πως είχε βρει ότι παράξενο του είχε ζητήσει, έσκυψε στο αυτί του και κάτι του ψιθύρισε.
Κορδώθηκε καμαρώνοντας ο Βασιλιάς και άπληστος καθώς ήταν έτρεξε να περάσει το ποτάμι να βγει  στην απέναντι όχθη ώστε να πάρει την κότα που γεννούσε τα χρυσά αυγά. Του την είχε φυλάξει όμως ο έξυπνος Λαμπρινός. Διότι καθώς έφταναν στην όχθη ο βαρκάρης έδωσε τα κουπιά στον Βασιλιά, εκείνος πήδηξε κι ο κακός κι άπληστος βασιλιάς μέχρι τα βαθιά του γεράματα κωπηλατούσε τη βάρκα κάνοντας τον βαρκάρη.
Όσο για τον Λαμπρινό …
Παντρεύτηκε την βασιλοπούλα, έγινε βασιλιάς σύμφωνα με το γραφτό του, κυβέρνησε δίκαια και σοφά και απόκτησε πολλά παιδιά που μέχρι σήμερα διηγούνται την ιστορία του παππού τους και του φιλότιμου σοφού πατέρα τους. Μάθαμε ότι ζούνε αυτοί καλά μα εμείς ζούμε όπως πάντα καλύτερα.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 10:30:05 ΠΜ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΠΟΝΤΙΚΟΥΠΟΛΗ
(http://junior.imo.gr/pictures/PONTIKOUPOLI-ELATO.jpg)
Μια φορά και έναν καιρό στα σπλάχνα της γης, η Κυρία Καμελίτσα η Ποντικίνα είχε διαδώσει ότι στη ποντικούπολη θα έκαναν γιορτή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Μαζεύτηκαν λοιπόν όλη η ποντικοπαρέα και άρχισαν οι προετοιμασίες.
Οι μικροί μας ήρωες έτρεχαν με τα μικρά ποδαράκια τους, στόλιζαν την πλατεία, βοήθησαν τον κύριο ξιφομάχο τον αρουραίο να στήσει το μεγάλο  έλατο στην μέση της πλατείας, όμως έμεναν σκεπτικοί και σιωπηλοί. Πως θα γέμιζαν στολίδια τα τόσο μεγάλα κλαδιά του έλατου; Κι ενώ αναρωτιόντουσαν, νάσου και ξεπροβάλλει μια χρυσή άμαξα με εκατό τυφλοποντικάκια, με αρχηγό τον Φρουστ, και την κυρία Καμελίτσα.
Μόλις έφτασαν δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο άρχισαν το τραγούδι και κρατώντας το καθένα τυφλοποντικάκι από ένα πολύχρωμο λαμπιόνι άρχισαν να σκαρφαλώνουν στα κλαδιά τοποθετώντας τα ομοιόμορφα. Εκεί στην συντροφιά ήταν και ο Πίπης το παιδάκι του Φρουστ. Βρε το άτιμο! Είχε λουφάξει στην ρίζα του έλατου και έτρωγε κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Είχε μοιάσει, βλέπετε, στον μπαμπά του και είχε γίνει γλυκατζής.
Κάποια στιγμή και ενώ η άλλη παρέα είχε τελειώσει το στολισμό του δέντρου, ο μικρός Πίπης ανεβαίνει στην κορυφή του, κρατώντας κάμποσους κουραμπιέδες και αρχίζει να τινάζει την ζάχαρη άχνη.
Πω! Πω! Τι όμορφο θέαμα ήταν αυτό! Το χριστουγεννιάτικο έλατο έγινε κάτασπρο και όλοι θαύμασαν την έμπνευση του μικρού Πίπη διότι έτσι έδινε την εντύπωση ότι το δέντρο ήταν χιονισμένο.
Αφού τέλειωσαν τον στολισμό για την γιορτή πήγαν όλα στην μπανιέρα της κυρίας Πιπίνας να πλυθούν. Η κυρία Πιπίνα ήταν η γιαγιά του μικρού Πίπη. Λοιπόν, η καλή γιαγιά είχε ετοιμάσει και τις πολύχρωμες φορεσιές, που θα φορούσα τα τυφλοποντικάκια.
Ξαφνικά προβάλει εμπρός τους , η κυρία Ζουζού, η μαμά του Πίπη, ντυμένη χιονούλα. «Μην παραξενεύεστε», τους είπε γελαστά. «Σήμερα η γιορτή θα έχει εκπλήξεις. Εμπρός, όλοι στην σειρά, πάμε για την γιορτοστολισμένη πλατεία»
Εκεί να ακούσεις καραμούζες, τρομπέτες και φυσαρμόνικες! Η κυρία Καμελίτσα είχε φορέσει την γκρίζα ταφταδένια της τουαλέτα και είχε αναλάβει την οργάνωση της γιορτής. Ο Φρουστ είχε φτιάξει γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όμορφα μικρά σπιτάκια από ζαχαρωτά και όλοι οι καλεσμένοι είχαν μια χαρά που θα έτρωγαν τόσα πολλά γλυκά!
Ο Φρουστ είχε φτιάξει και ένα κάστρο. Από εκεί θα έδινε την εντολή για την έναρξη της γιορτής.
Ήταν ντυμένος χρυσός ήλιος. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και θαύμαζε την ομορφιά του. Σε λίγο ήταν όλα έτοιμα. Τραγούδια, χορός, ξεφωνητά, σερπαντίνες, τύμπανα, όλα μαζί, έφτιαξαν την ατμόσφαιρα γιορτινή.
Δίπλα από το χριστουγεννιάτικο έλατο η χορωδία τραγουδούσε δυνατά. Η Ζουζού σκορπούσε νιφάδες χιονιού κι οι καλεσμένοι περνούσαν ένας ένας από τον μπουφέ από όπου έτρωγαν όλα τα καλά.
Ο μικρός Πίπης είχε εξαφανιστεί. Η μαμά του η Ζουζού άρχισε να ανησυχεί. Η γιαγιά του η κυρία Πιπίνα κουνούσε το κεφάλι της. Μάντευε που θα είχε χωθεί ο εγγονός της. Που αλλού; Ήταν μέσα στα ζαχαρωτά σπιτάκια! Και ενώ άρχισαν όλοι να ψάχνουν τον Πίπη, ο αντίλαλος από μια σάλπιγγα αντήχησε τριγύρω, οι φωνές μεμιάς σώπασαν και ο ξιφομάχος ο αρουραίος ανέβηκε πάνω στην εξέδρα του χορού φωνάζοντας σε όλους να κάνουν ησυχία.
Πράγματι εκείνη την στιγμή έκλεισαν τα φώτα, κρατώντας τους συντροφιά τα λαμπιόνια του έλατου.
«Υψώστε τα κεφαλάκια σας στον ουρανό», αντήχησε στην ησυχία η φωνή του ξιφομάχου.
Όλοι περίεργοι κοίταξαν ψηλά.
Πω! Πω! Ένα μεγάλο αερόστατο πλημμυρισμένο στο φως κατέβαινε σιγά-σιγά στο κέντρο της γιορτής.  Είχε πλησιάσει αρκετά χαμηλά όταν μέσα από το αερόστατο ακούστηκαν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα από το ασημένιο τρίγωνο που κρατούσε ο Πίπης και ο οποίος καμαρώνοντας, μόλις το αερόστατο πάτησε στη γη έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς του. Εκείνη τον έσφιξε κοντά της, φίλησε το τριχωτό κεφαλάκι του, δίνοντάς του μια ευχή. Να μεγαλώνει και να χαρίζει χαρά και ευτυχία γύρω του.
Σε λίγο άρχισε να νυχτώνει. Οι υπηρέτες βάλθηκαν να μαζέψουν και να καθαρίσουν την περιοχή, οι καλεσμένοι έφευγαν χαρούμενοι και τα χιλιάδες λαμπιόνια έσβησαν. Το κάστρο άδειασε και όλοι πήγαν να κοιμηθούν παίρνοντας μαζί τους τις χιλιάδες ευχές που είχαν ανταλλάξει. Είχαν περάσει μια αξέχαστη χριστουγεννιάτικη βραδιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 10:37:13 ΠΜ
ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ
(http://junior.imo.gr/pictures/tadwraaivasilis.jpg)
Μια φορά και έναν καιρό όταν τα παραμύθια είχανε μαθευτεί στα πέρατα του κόσμου, μια φήμη κυκλοφόρησε για έναν αετό που φορούσε κάτι κόκκινες μπότες. Λέγανε ότι είχε μαγικές ικανότητες, διότι ήταν ο γιος της καλής μάγισσας που είχε το γυάλινο κάστρο στη μέση του μεγάλου Δάσους.
Ο αετός ζούσε στα ψηλά βουνά της γαλάζιας πολιτείας και πολλές φορές οι άνθρωποι που πήγαιναν να μαζέψουν χόρτα, έλεγαν ότι έβλεπαν ένα παλικάρι πολύ όμορφο όπου πάντα καθότανε σ’ένα συγκεκριμένο μέρος κάτω από μια οξιά, φορούσε κόκκινες μπότες, κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο πριόνι προσπαθώντας να κόψει την οξιά μα δεν τα κατάφερνε.
Αν μάθουμε όμως την ιστορία από την αρχή. Κάποτε στην γαλάζια πολιτεία θα γινότανε ένας μεγάλος χορός στο παλάτι γι’αυτό έπρεπε οι βασιλοπούλες από τα γειτονικά βασίλεια να πάνε στην παραμυθένια γιορτή να χορέψουν και ή καλύτερη θα γινότανε η γυναίκα του πρίγκιπα.
Μόλις μαθεύτηκε το γεγονός, όλες βάλθηκαν να κάνουν πρόβες, να μαθαίνουν φιγούρες χορού, ν’αγοράζουν μεταξωτά ρούχα και να ράβουν στις καλύτερες μοδίστρες τις γιορτινές τους τουαλέτες.
Σαν έφτασε η παραμυθένια μέρα, δεν περιγράφεται το τι έγινε. Μια χαρούμενη μουσική είχε απλωθεί σε όλο το παλάτι, τραπέζια στρωμένα με πολλά φαγητά και μπουζένια τραπεζομάντιλα, χρυσές κούπες γεμάτες κρασί και λουλούδια, χιλιάδες χρωματιστά λουλούδια στόλιζαν αυτά και την αίθουσα του χορού.
Σιγά σιγά ο χορός άρχισε. Τα ζευγάρια λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής  μα κανένα δεν είχε βγει νικητής. Ξαφνικά ανοίγει η μεγάλη πόρτα κάνοντας την εμφάνισή του ένας πανέμορφος πρίγκιπας ο οποίος φορούσε κάτι γυαλιστερές κόκκινες μπότες. Στάθηκε στο κέντρο της αίθουσας, άπλωσε τα χέρια, κάνοντας νόημα στους βιολιτζήδες να σταματήσουν. Μονομιάς εκείνοι σώπασαν και τότε ακούγεται η φωνή του πρίγκιπα να λέει:
«Τις μπότες μου τις κόκκινες φορώ, ατού παλατιού την αίθουσα να μπω, και με την Ζάρα την πριγκίπισσα θα κάνω ένα χορό».
Τότε προχώρησε, έπιασε το χέρι της και την σήκωσε να χορέψουν. Την οδήγησε στην πίστα που στο μεταξύ την είχαν ελεύθερη από κόσμο και άρχισαν να χορεύουν με μεγάλη δεξιοτεχνία. Οι μπότες φυσικά ήταν μαγεμένες , διότι όποιος τις φορούσε μπορούσε να χορεύει καλύτερα και από έναν χορευτή. Όπως καταλαβαίνετε η Ζάρα αναδείχθηκε νικήτρια και σύμφωνα με την διαταγή έπρεπε να την παντρευτεί ο πρίγκιπας της Γαλάζιας Πολιτείας. Επειδή όμως δεν ήξερε να χορεύει σκέφτηκε να κλέψει τις κόκκινες μπότες του πρίγκιπα. Γι’αυτό διέταξε τον ηνίοχο του να δώσει μπόλικο κρασί στον πρίγκιπα και να το μεθύσει κι έτσι να κλέψει με την ησυχία του τις μπότες του.
Πράγματι έτσι κι έγινε.
Όμως οι μπότες όπως είπαμε ήταν μαγεμένες και μόλις προσπάθησε να τις φορέσει, εκείνες μίκρυναν τόσο πολύ που έγιναν σαν δύο μικρά παιχνίδια, έβγαλαν φτερά και πέταξαν από τον ανοιχτό ουρανό παράθυρο. Τα έχασε ο πρίγκιπας της Γαλάζιας Πολιτείας και μη ξέροντας τι να κάνει, αποφάσισε να γίνει ο γάμος με την Ζάρα όπως είχε συμφωνηθεί.
Το γλέντι ήτανε τρικούβερτο. Κράτησε μια εβδομάδα και η τελετή ήταν πλούσια και εκθαμπωτική. Η Ζάρα όμως ένιωθε δυστυχισμένη διότι αγαπούσε τον πρίγκιπα με τις κόκκινες μπότες που την είχε χορέψει εκείνο το βράδυ στο παλάτι. Εκείνος ήταν ο γιος της καλής μάγισσας που είχε το γυάλινο κάστρο στο κέντρο του μεγάλου δάσους.
Οι μπότες μόλις έβγαλαν φτερά και πέταξαν, επέστρεψαν στο αφεντικό τους, ξανάγιναν κανονικές και χώρεσαν στα πόδια του.
Ο καιρός περνούσε και μεταξύ του γιου της καλής Μάγισσας και του πρίγκιπα της Γαλάζιας πολιτείας είχε αρχίσει μια διαμάχη για το ποιος τελικά θα έκανε δική του τη Ζάρα. Εκείνη άρχισε να φοβάται και κάποιο παράξενο προαίσθημα γέμιζε την καρδιά της. Κάτι έπρεπε να κάνει. Και να τι σκέφτηκε.
Έγραψε ένα γράμμα το έδεσε στο λαιμό ενός κατάλευκου περιστεριού με μια γαλάζια κορδέλα και σκύβοντας στο αυτάκι του, του ψιθύρισε την διεύθυνση για το Γυάλινο κάστρο. Εκείνο πέταξε γρήγορα και σαν έφτασε χτύπησε με το ράμφος του το τζάμι. Η καλή μάγισσα το άκουσε και του άνοιξε το παράθυρο. Έπιασε το περιστέρι, ξεδίπλωσε το γράμμα και διάβασε:
«Κάνε κάτι καλό σε παρακαλώ, και διώξε το μεγάλο κακό που φώλιασε μες την καρδιά μου. τον πρίγκιπα τον γιο σου αγαπώ. ΖΑΡΑ».
Αμέσως εκείνη πήρε τα μαγικά βότανα τα έβρασε, ήπιε μερικά και αποφάσισε να γίνει αόρατη να πάει κοντά στους δύο άντρες για να ακούσει από πρώτο χέρι τι ακριβώς συμβαίνει.
Σαν έμαθε λοιπόν ποιο ήταν αληθινά το πρόβλημα επέστρεψε στο κάστρο της και το βράδυ που ήρθε ο γιος της, έβαλε στην άκρη τα συναισθήματα παρακαλώντας τον να αφήσει ήσυχο τον πρίγκιπα της Γαλάζιας Πολιτείας και την γυναίκα του Ζάρα. Τότε εκείνος λυπήθηκε και κατάλαβε ότι θα είναι άσκοπο να της ζητήσει βοήθεια. Γι’αυτό παρακάλεσε τις μαγεμένες γυαλιστερές κόκκινες μπότες του, να τον μεταμορφώσουν σε αετό, για να γυρίζει στα βουνά της Γαλάζιας Πολιτείας, ώστε έτσι να βλέπει  την αγαπημένη του Ζάρα. Εκείνες εκτέλεσαν την επιθυμία του και  μονομιάς ένα δυνατό φρουστ! ακούστηκε και στη θέση του πρίγκιπα παρουσιάστηκε έναν δυνατός αετός φορώντας τις κόκκινες μπότες. Μόλις η μητέρα του κατάλαβε τι είχε γίνει, λυπήθηκε τον μοναχογιό της και πριν προλάβει ο αετός να πετάξει από το παράθυρο τον κράτησε με την μαγική της δύναμη και συμπλήρωσε.
-         Έτσι θα είναι καλύτερα , μα μια εβδομάδα τον μήνα, θα γίνεσαι άνθρωπος, θα μένεις στα βουνά και από μια οξιά που θα είναι τεράστια σε μέγεθος να κόβεις ξύλα για να φτιάξεις κάποτε στην κορυφή του βουνού το δικό σου σπίτι.
Από τότε ο αετός τριγυρνά στα βουνά της Γαλάζιας Πολιτείας φορώντας πάντα τις γυαλιστερές κόκκινες μπότες του. Καμιά φορά περνά κι από το γυάλινο κάστρο, βλέπει την γερασμένη μάνα του και τα δάκρυα λερώνουν τις κόκκινες μπότες του.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 10:45:14 ΠΜ
ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΟΥ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ
(http://www.junior.gr/main/opt/images_par/tadwratouaivasiliarkouditsa.jpg)
Μια φορά και έναν καιρό στην χώρα των παραμυθιών, εκεί που τα βουνά της Γαλάζιας Πολιτείας είχαν γεμίσει χιόνια και τα έλκηθρα με τους ταράνδους έτρεχαν στις βουνοπλαγιές. Σ’ένα σπιτάκι ζούσε ο Άη Βασίλης. Τα κεραμίδια του σπιτιού του ήταν γεμάτα χιόνια και ο καπνός που έβγαινε από την καμινάδα σκόρπιζε στον αέρα μια μυρωδιά , δίνοντας έτσι σημάδι ζωής στα ζωάκια που ζούσαν στη γύρω περιοχή.
Εκείνο το βράδυ με τα παγοκρύσταλα, δυο λευκές αρκούδες, πλησίασαν το σπιτάκι του Άη Βασίλη, κτύπησαν την πόρτα με το χεράκι τους και περίμεναν. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε, ο Άη Βασίλης καλοδέχτηκε τις αρκούδες κι εκείνες προχώρησαν μέσα, πηγαίνοντας κατ’ευθείαν στο αναμμένο τζάκι για να ζεσταθούν.
-          Άγιε Βασίλη μας, χαθήκαμε! Είπαν οι αρκουδίτσες. Θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να μας προσφέρεις την φιλοξενία σου
-          Μετά χαράς! Απάντησε γελαστός ο Άη Βασίλης
Αμέσως σηκώθηκε, έβγαλε τον κόκκινο σκούφο του, έτριψε τα χέρια του να ζεσταθούν και πήγε στην κουζίνα του. Μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε κρατώντας μια γαβάθα αχνιστή σούπα.
Σε λίγο όλο το σπιτάκι γέμισε γέλια και τραγούδια. Ήταν βλέπετε οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και όπως γνωρίζουμε όλοι ο Άγιος Βασίλης αυτές τις μέρες μοιράζει δώρα.
Οι αρκουδίτσες, λοιπόν, πρώτες και καλύτερες δέχτηκαν τα δώρα, σηκώθηκαν στα πίσω πόδια και άρχισαν να χορεύουν. Τι αστείες που ήταν! Οι κοιλίτσες τους πήγαιναν κι ερχόντουσαν, μα εκείνες χόρευαν-χόρευαν διότι πίστευαν πως έτσι έκαναν τον Άη Βασίλη να γλεντάει.
Κάποια στιγμή ξάπλωσαν να ξεκουραστούν και η ζεστή θαλπωρή  ζεστασιά από το τζάκι τις αποκοίμισε. Τότε είδαν ένα όμορφο όνειρο, ένα γαλάζιο όνειρο, σαν αυτά που βλέπουν τα καλά παιδάκια.
(http://www.junior.gr/main/opt/images_par/tadwraagiosbasilis.jpg)
Ένα μεγάλο αστέρι, έριξε το χρυσαφένιο του φως μέσα στο σπιτάκι του Άη Βασίλη και χιλιάδες αγγελάκια έψελναν παίζοντας με τις αστραφτερές κιθάρες τους. Κάθισαν πάνω από τα κεφαλάκια των αρκούδων, τις έπιασαν από τα χέρια και τις περπάτησαν έξω στα χιόνια. Σε λίγο έφτασαν σ’ένα κρυστάλλινο παλάτι.
Πω! Πω! Όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί. Πέρασαν στο μεγάλο σαλόνι, όπου στο κέντρο του στολισμένο ένα πανύψηλο χριστουγεννιάτικο δέντρο φούντωνε τα κλαδιά του και καμάρωνε για τα πλουμιστά στολίδια του!
Οι αρκουδίτσες με τα αγγελάκια στάθηκαν από κάτω χαζεύοντας τα λαμπιόνια, τις σερπαντίνες, τα στρατιωτάκια, τα λογής λογής στολίδια και τους μικρούς τυμπανιστές, οι οποίοι μόλις είδαν τους επισκέπτες άρχισαν να κτυπούν δυνατά τα τύμπανα.
Τότε δύο νεράιδες, πετώντας μπήκαν από το ανοιχτό παράθυρο, άγγιξαν τις αρκουδίτσες με το μαγικό ραβδάκι τους κι εκείνες αμέσως μέσα σε ένα ασημένιο φως άρχισαν να πετούν στον αέρα και να χορεύουν ρυθμικά!
(http://www.junior.gr/main/opt/images_par/tadwratarandoi.jpg)
Έτσι όπως ανέβαιναν ψηλά στο ουρανό, κάποια στιγμή, συνάντησαν και τον φίλο τους τον Άη Βασίλη, πάνω στο κατάλευκο έλκηθρό του. Εκείνος τις φώναξε να ανέβουν πάνω και οι αρκουδίτσες πάντα  πρόθυμες μπήκαν μέσα και ξεκίνησαν το μεγάλο τους ταξίδι πάνω από βουνά και πολιτείες.
Οι αρκουδίτσες έγιναν οι βοηθοί του Άη Βασίλη! Κατέβαιναν από το έλκηθρο και στα σπίτια που έμεναν μικρά παιδάκια έριχναν από τις καμινάδες χιλιάδες πλούσια δώρα.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός και ζούσαν όμορφα, παιχνιδιάρικα και ξέγνοιαστα κοντά στον Άη Βασίλη.
Όμως, τους έλειψε η ζωή τους στο μεγάλο δάσος που ζούσαν παλιά. Στο δροσερό δάσος με τα πανύψηλα δέντρα…αποφάσισαν λοιπόν να εκμυστηρευτούν τη νοσταλγία τους στο φίλο τους.
Εκείνος άκουσε το παράπονο τους, γέλασε και χαϊδεύοντας τη μακριά ολόλευκη γενειάδα του, πλησίασε κοντά στις αρκουδίτσες ,άπλωσε τα φωτεινά του χέρια στα κεφαλάκια τους και με γλυκιά φωνή είπε:

«Βουνά και δάση πέρασα.
Χωριά και πολιτείες.
Μα τη χαρά που ένοιωσα
Ανήκει στις αξίες.

Μαζί σας είδα τη χαρά
Μαζί σας και τα δάση
Και τώρα, βγάλετε φτερά
Πετάξτε πριν τη χάση»
Πράγματι, οι αρκουδίτσες έβγαλαν φτερά και πέταξαν για το δάσος όπου τις περίμεναν οι φιλενάδες τους.
ΜΠΑΜ! ΜΠΑΜ! Ένας δυνατός κρότος από το όπλο ενός κυνηγού, τις έφερε στην πραγματικότητα. Πω! Πω! Τι όνειρο! Τεντώθηκαν, έτριψαν τα ματάκια τους, κοίταξαν από το παράθυρο και σιγουρεύτηκαν! Ήταν πράγματι στο φυσικό τους περιβάλλον. Στο αγαπημένος τους δάσος.
Όμως είχαν ζήσει ένα όνειρο. Ένα γαλάζιο όνειρο, σαν αυτά που ζούμε στα παραμύθια. Γι’αυτό έζησαν αυτοί καλά και εμείς πολύ καλύτερα.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 02:08:47 ΜΜ
ΠΑΡΤΙ ΣΤΟ (//%5Bimg%5D%CE%A7%CE%A1%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%A5%CE%93%CE%95%CE%9D%CE%9D%CE%99%CE%91%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%9F%20%CE%94%CE%95%CE%9D%CE%A4%CE%A1%CE%9F%5Bimg%5Dhttp://www.haef.gr/chilias/greek/giortes/xmas/tree1.gif)
Μια φορά και έναν καιρό στην παραμυθένια χώρα υπήρχε ένα δάσος. Δέντρα πανύψηλα και φουντωτά έλατα καμάρωναν στην προσμονή της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων. Κάτι δυνατές φωνές και μια φασαρία ξύπνησαν την Χουχού την σκιουρίνα που περίεργη ξετρύπωσε από την φωλιά της, για να πάρει μέρος στον καυγά.
- Καλέ, τι γίνεται; Ρώτησε την κυρία Καμελίτσα την ποντικίνα.
- Ε, να…τα έλατα μαλώνουν σε πιο απ’όλα θα γίνει το φετινό πάρτι των Χριστουγέννων! Απάντησε εκείνη, που σαν σβέλτη είχε ενημερωθεί για το συμβάν.
- Χμ! κούνησε το κεφάλι της η Χουχού. Η κυρία Καμελίτσα την κοίταζε με απορία και στο τέλος την ρώτησε.
- Τι έχεις στο μυαλό σου;
- Ασε και θα δεις, σιγομουρμούρησε η Χουχού, παίρνοντας τον δρόμο του ξέφωτου, που οδηγούσε στο γέρικο έλατο όπου είχαν τις φωλιές τους πολλά ζωάκια του δάσους.
Δεν χάνει καιρό η Καμελίτσα, παίρνει στο κατόπι την Χουχού, αρπάζοντας και από κανένα κάστανο που έβρισκε καταγής και μια και δυο έφτασαν στο γέρικο έλατο. Χωρίς να χάσει χρόνο η Χουχού έκοψε ένα πλατανόφυλλο, το έκανε χωνί και άρχισε να προσκαλεί όλους τους φίλους της για την μεγάλη φιέστα που θα έκανα την ημέρα των Χριστουγέννων.
Σε λίγο όλο το ξέφωτο είχε γεμίσει και περίεργοι όλοι ρωτούσαν με απορία για το ξαφνικό. Τότε η Χουχού μεγαλόπρεπα ανέβηκε σε μια βελανιδιά, έβαλε τα χέρια στην μέση της, ίσιωσε την φούστα της, πήρε πόζα κι άρχισε να λέει:
- Επειδή με τα έλατα δεν πρόκειται να βρούμε άκρη, διότι μαλώνουν πιο στολίσουμε φέτος για την γιορτή των Χριστουγέννων, σκέφτηκα να μην αφήσουμε τους ξυλοκόπους να τα κόψουν, βάζοντας επάνω μια πινακίδα που να λέει «Προσοχή Αρρωστο».
- Και που θα κάνουμε το φετινό πάρτι;ρώτησε ο Πίπης ο σπουργίτης, χουχουλιάζοντας τα χεράκια του.
- Μα φυσικά στο γέρικο έλατο!!! Απάντησε η Χουχού.
ΩΩΩΩ!!! Τι χαρά!!! Γέλια, χειροκροτήματα, φωνές ακούστηκαν απ’όλα τα ζωάκια. Έπρεπε να το είχαν ήδη σκεφτεί να κάνουν το πάρτι εκεί. Αλλωστε ποιος ήξερε αν του χρόνου θα ήταν το γέρικο έλατο ακόμα μαζί τους…
Έτσι λοιπόν ανασκουμπώθηκαν, τρέχοντας να βρουν όσο γίνεται μπόλικα παιχνίδια, χρωματιστά λαμπιόνια, στρατιωτάκια, Αη-Βασίληδες, γιρλάντες, κοκκινόχρυσες μπάλες, καμπανούλες, αστέρια, πράσινα και κόκκινα κούμαρα, σφυρίχτρες και χίλια δυο άλλα. Αφού τα μάζεψαν όλα στη ρίζα του γέρικου έλατου, άρχισε το στόλισμα.
- Καλέ, για κοιτάξτε, φώναξε η κυρία Καμελίτσα. Τι καμάρι είναι αυτό; Ποιος σας είπε ότι το έλατο είναι γέρικο;
Πράγματι, γύρισαν όλοι να θαυμάσουν το έργο τους και μαζί τον φίλο τους το έλατο, που είχε φουντώσει τα κλωνιά του. Ίσιωσε τον κορμό του κι έλαμπε από ευτυχία βλέποντας ότι έβγαζε τους φίλους του ασπροπρόσωπους.
Είχε πια νυχτώσει. Οι πυγολαμπίδες γέμισαν με το φως τους το έλατο και όλοι είχαν φορέσει το επίσημο κουστουμάκι τους. Μα πιο όμορφη από όλους ήταν η κυρία Καμελίτσα, μέσα στην γκρίζα ταφταδένια τουαλέτα της. Το πάρτι είχε αρχίσει, όταν πάνω στο ξεφάντωμα, ο δυνατός ήχος από τύμπανα γέμισε το δάσος. Πάνω στο Χριστουγεννιάτικο γέρικο έλατο, κάτι μικροί τυμπανιστές έκαναν έκπληξη στους καλεσμένους και μονομιάς χιλιάδες χρωματιστά λαμπιόνια άναψαν τα φώτα τους. Οι Αη-Βασίληδες, οι Μαρκησίες και τα αγγελάκια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να χορεύουν στον ξέφρενο ρυθμό από τον ήχο των τυμπάνων.
Τα ζωάκια δεν πίστευαν στα μάτια τους. Τέτοιο ξέφρενο πάρτι δεν το είχαν δει ποτέ τους. Η Χουχού με την Καμελίτσα χόρευαν με τους Αη-Βασίληδες. Οι μαρκησίες έκαναν βόλτες στα φωτισμένα κλαδιά. Τα αγγελάκια κτυπούσαν τις καμπανούλες και όλοι οι υπόλοιποι τραγουδούσαν τα όμορφα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Ξαφνικά απλώθηκε απόλυτη σιωπή. Ο γέρο έλατος τράνταξε τα κλωνιά του. Ο καημένος είχε κουραστεί από το μεγάλο βάρος και ήθελε να ξεκουραστεί. Πρώτα όμως ήθελε να δώσει βραβείο στον καλύτερο. Είχε φυλάξει στην μεγάλη του κουφάλα ένα δώρο που θα έκανε σε όλους μεγάλη έκπληξη.
Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να ισιώσει τον κορμό του και με τρεμάμενη φωνή είπε:
- Πίπη, πήγαινε να φέρεις από την κουφάλα μου το μεγάλο πακέτο.
- Αμέσως. Πάω. Αποκρίθηκε ο Πίπης. Το γέρικο έλατο το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα τοσοδούλικο καταπράσινο κλαράκι. Το γέρικο έλατο το σήκωσε ψηλά και φώναξε:
- Αυτό το δώρο είναι για όλους. Εγώ είμαι πια πολύ γέρος και του χρόνου δεν θα μπορέσω να αντέξω στα κλαριά μου τόσο φορτίο. Γι’αυτό παρακάλεσα το καλό πνεύμα των Χριστουγέννων να μου δώσει ένα εγγονάκι για να με αντικαταστήσει.
Η παρέα πήρε το κλαράκι και το φύτεψε δίπλα στον παππού του. Το καλό πνεύμα έκανε το θαύμα του, στέλνοντας κάθε μέρα τον ήλιο να το φωτίζει και μια ψιλή βροχούλα για να το ποτίζει να μεγαλώσει. Και εκείνο μεγάλωνε και μεγάλωνε, έχοντας πάντα φυλαγμένο το όνειρο να μοιάσει στον παππού του. Και ζούσε με την επιθυμία και την χαρά της ευτυχίας να το στολίζουν κάθε Χριστούγεννα τα ζωάκια του δάσους.
Στέκεται φουντωτό και καμαρώνει στο ξέφωτο του δάσους. Όλοι το αγαπούν και ζούνε καλά. Μα εμείς ζούμε πάντα καλύτερα
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 02:09:18 ΜΜ
ΠΑΡΤΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ
(http://www.haef.gr/chilias/greek/giortes/xmas/tree1.gif)
Μια φορά και έναν καιρό στην παραμυθένια χώρα υπήρχε ένα δάσος. Δέντρα πανύψηλα και φουντωτά έλατα καμάρωναν στην προσμονή της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων. Κάτι δυνατές φωνές και μια φασαρία ξύπνησαν την Χουχού την σκιουρίνα που περίεργη ξετρύπωσε από την φωλιά της, για να πάρει μέρος στον καυγά.
- Καλέ, τι γίνεται; Ρώτησε την κυρία Καμελίτσα την ποντικίνα.
- Ε, να…τα έλατα μαλώνουν σε πιο απ’όλα θα γίνει το φετινό πάρτι των Χριστουγέννων! Απάντησε εκείνη, που σαν σβέλτη είχε ενημερωθεί για το συμβάν.
- Χμ! κούνησε το κεφάλι της η Χουχού. Η κυρία Καμελίτσα την κοίταζε με απορία και στο τέλος την ρώτησε.
- Τι έχεις στο μυαλό σου;
- Ασε και θα δεις, σιγομουρμούρησε η Χουχού, παίρνοντας τον δρόμο του ξέφωτου, που οδηγούσε στο γέρικο έλατο όπου είχαν τις φωλιές τους πολλά ζωάκια του δάσους.
Δεν χάνει καιρό η Καμελίτσα, παίρνει στο κατόπι την Χουχού, αρπάζοντας και από κανένα κάστανο που έβρισκε καταγής και μια και δυο έφτασαν στο γέρικο έλατο. Χωρίς να χάσει χρόνο η Χουχού έκοψε ένα πλατανόφυλλο, το έκανε χωνί και άρχισε να προσκαλεί όλους τους φίλους της για την μεγάλη φιέστα που θα έκανα την ημέρα των Χριστουγέννων.
Σε λίγο όλο το ξέφωτο είχε γεμίσει και περίεργοι όλοι ρωτούσαν με απορία για το ξαφνικό. Τότε η Χουχού μεγαλόπρεπα ανέβηκε σε μια βελανιδιά, έβαλε τα χέρια στην μέση της, ίσιωσε την φούστα της, πήρε πόζα κι άρχισε να λέει:
- Επειδή με τα έλατα δεν πρόκειται να βρούμε άκρη, διότι μαλώνουν πιο στολίσουμε φέτος για την γιορτή των Χριστουγέννων, σκέφτηκα να μην αφήσουμε τους ξυλοκόπους να τα κόψουν, βάζοντας επάνω μια πινακίδα που να λέει «Προσοχή Αρρωστο».
- Και που θα κάνουμε το φετινό πάρτι;ρώτησε ο Πίπης ο σπουργίτης, χουχουλιάζοντας τα χεράκια του.
- Μα φυσικά στο γέρικο έλατο!!! Απάντησε η Χουχού.
ΩΩΩΩ!!! Τι χαρά!!! Γέλια, χειροκροτήματα, φωνές ακούστηκαν απ’όλα τα ζωάκια. Έπρεπε να το είχαν ήδη σκεφτεί να κάνουν το πάρτι εκεί. Αλλωστε ποιος ήξερε αν του χρόνου θα ήταν το γέρικο έλατο ακόμα μαζί τους…
Έτσι λοιπόν ανασκουμπώθηκαν, τρέχοντας να βρουν όσο γίνεται μπόλικα παιχνίδια, χρωματιστά λαμπιόνια, στρατιωτάκια, Αη-Βασίληδες, γιρλάντες, κοκκινόχρυσες μπάλες, καμπανούλες, αστέρια, πράσινα και κόκκινα κούμαρα, σφυρίχτρες και χίλια δυο άλλα. Αφού τα μάζεψαν όλα στη ρίζα του γέρικου έλατου, άρχισε το στόλισμα.
- Καλέ, για κοιτάξτε, φώναξε η κυρία Καμελίτσα. Τι καμάρι είναι αυτό; Ποιος σας είπε ότι το έλατο είναι γέρικο;
Πράγματι, γύρισαν όλοι να θαυμάσουν το έργο τους και μαζί τον φίλο τους το έλατο, που είχε φουντώσει τα κλωνιά του. Ίσιωσε τον κορμό του κι έλαμπε από ευτυχία βλέποντας ότι έβγαζε τους φίλους του ασπροπρόσωπους.
Είχε πια νυχτώσει. Οι πυγολαμπίδες γέμισαν με το φως τους το έλατο και όλοι είχαν φορέσει το επίσημο κουστουμάκι τους. Μα πιο όμορφη από όλους ήταν η κυρία Καμελίτσα, μέσα στην γκρίζα ταφταδένια τουαλέτα της. Το πάρτι είχε αρχίσει, όταν πάνω στο ξεφάντωμα, ο δυνατός ήχος από τύμπανα γέμισε το δάσος. Πάνω στο Χριστουγεννιάτικο γέρικο έλατο, κάτι μικροί τυμπανιστές έκαναν έκπληξη στους καλεσμένους και μονομιάς χιλιάδες χρωματιστά λαμπιόνια άναψαν τα φώτα τους. Οι Αη-Βασίληδες, οι Μαρκησίες και τα αγγελάκια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να χορεύουν στον ξέφρενο ρυθμό από τον ήχο των τυμπάνων.
Τα ζωάκια δεν πίστευαν στα μάτια τους. Τέτοιο ξέφρενο πάρτι δεν το είχαν δει ποτέ τους. Η Χουχού με την Καμελίτσα χόρευαν με τους Αη-Βασίληδες. Οι μαρκησίες έκαναν βόλτες στα φωτισμένα κλαδιά. Τα αγγελάκια κτυπούσαν τις καμπανούλες και όλοι οι υπόλοιποι τραγουδούσαν τα όμορφα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Ξαφνικά απλώθηκε απόλυτη σιωπή. Ο γέρο έλατος τράνταξε τα κλωνιά του. Ο καημένος είχε κουραστεί από το μεγάλο βάρος και ήθελε να ξεκουραστεί. Πρώτα όμως ήθελε να δώσει βραβείο στον καλύτερο. Είχε φυλάξει στην μεγάλη του κουφάλα ένα δώρο που θα έκανε σε όλους μεγάλη έκπληξη.
Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να ισιώσει τον κορμό του και με τρεμάμενη φωνή είπε:
- Πίπη, πήγαινε να φέρεις από την κουφάλα μου το μεγάλο πακέτο.
- Αμέσως. Πάω. Αποκρίθηκε ο Πίπης. Το γέρικο έλατο το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα τοσοδούλικο καταπράσινο κλαράκι. Το γέρικο έλατο το σήκωσε ψηλά και φώναξε:
- Αυτό το δώρο είναι για όλους. Εγώ είμαι πια πολύ γέρος και του χρόνου δεν θα μπορέσω να αντέξω στα κλαριά μου τόσο φορτίο. Γι’αυτό παρακάλεσα το καλό πνεύμα των Χριστουγέννων να μου δώσει ένα εγγονάκι για να με αντικαταστήσει.
Η παρέα πήρε το κλαράκι και το φύτεψε δίπλα στον παππού του. Το καλό πνεύμα έκανε το θαύμα του, στέλνοντας κάθε μέρα τον ήλιο να το φωτίζει και μια ψιλή βροχούλα για να το ποτίζει να μεγαλώσει. Και εκείνο μεγάλωνε και μεγάλωνε, έχοντας πάντα φυλαγμένο το όνειρο να μοιάσει στον παππού του. Και ζούσε με την επιθυμία και την χαρά της ευτυχίας να το στολίζουν κάθε Χριστούγεννα τα ζωάκια του δάσους.
Στέκεται φουντωτό και καμαρώνει στο ξέφωτο του δάσους. Όλοι το αγαπούν και ζούνε καλά. Μα εμείς ζούμε πάντα καλύτερα
Τίτλος:
Αποστολή από: plus_ στις Μάρτιος 18, 2008, 02:12:52 ΜΜ
δεν μας εφταναν τα πρωτα,
τωρα τα εχουμε και εις διπλουν!!!
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 02:16:41 ΜΜ
ΣΤΗ ΒΗΘΛΕΕM
(http://www.supernatural.gr/images/files_vithleem_pic.jpg)
Μια φορά και έναν καιρό πριν χιλιάδες χρόνια σε μια μικρή πόλη που την έλεγαν Βηθλεέμ, ένα πελώριο δυνατό φως, έσκυψε πάνω στη γη μας και την σκέπασε. Έκανε ανυπόφορο κρύο, χιόνια είχαν γεμίσει τις σκεπές των σπιτιών, λιγοστοί άνθρωποι στους δρόμους και στην άκρη του μεγάλου δάσους μέσα σε μια σπηλιά γεννιόταν ο μικρός Χριστός μας. Κάποιοι είχαν προφητέψει πως θα ήταν ο υπερτέλειος και μονάκριβος διάδοχος του Θεού γεμίζοντας ς με φως τη ζωή μας.
Το γεγονός έφτασε στα πέρατα της γης, ο κόσμος γιόρταζε, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, άγγελοι ανεβοκατέβαιναν από τον ουρανό στη γη ψέλνοντας το «Δόξα εν υψίστης Θεώ..».
Θείο βρέφος το ονόμασαν, οι μόνοι του σύντροφοι, τα αρνάκια, τα προβατάκια, τα άλογα και το μεγάλο αστέρι  που το δυνατό του φως έλαμπε σ’όλη τη γη.
Απλοί βοσκοί πήγαν για να το προσκυνήσουν, αφήνοντας τα δώρα τους στο μικρό Χριστό. Το μεγάλο αστέρι οδήγησε και τους τρεις μάγους από την Μακρινή Ανατολή. Ήλθαν να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος, διότι είχαν μάθει πω κάποτε θα βασίλευε τον κόσμο όλο. Του έφεραν για δώρα, χρυσό, λιβάνι και σμύρνα.
Οι μέρες περνούσαν, ο μικρός Χριστούλης μεγάλωνε δίπλα στην καλή του μαμά και τον πατέρα του Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ ήταν μαραγκός κι έτσι μάθαινε την τέχνη στον Χριστούλη μας.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Νεαρός Χριστός γρήγορα έδειξε μοναδικά προσόντα, και ο καθένας εύκολα μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Ίσως η νεαρή ηλικία του, δεν του επέτρεπε να νιώσει πόση ευθύνη είχε αναλάβει, δίνοντας ελπίδα στους πονεμένους, παρηγοριά στους άρρωστους, γιατρεύοντας τις πληγές και τα δάκρυα.
Αν ήταν έτσι είχε φτάσει ο καιρός να το δει.
Είχε έρθει σαν ασήμαντος, ήταν όμως πολύ σημαντικός. Έγινε ένα όμορφο, χαμογελαστό, καλότροπο παλικάρι, με ήρεμη φωνή. Δίδασκε τον κόσμο και τους μάθαινε να αγαπάνε όλους γύρω τους, να προσεύχονται, να κάνουν πάντα το καλό, ώστε τις όλες μέρες της ζωής τους να τις οδηγεί το αιώνιο φως της αλήθειας. Πέρασαν τριάντα τρία χρόνια που έμεινε πάνω στη γη ο καλός μας Χριστούλης. Έκανε θαύματα και αγάπησε πάρα πολύ τα παιδάκια, διότι με την αθωότητά τους ανήκουν σε εκείνον, έλεγε.
Χιλιάδες άνθρωποι που είχαν ακούσει την διδασκαλία του, λυτρωμένοι πια, άφοβα έλεγαν την αλήθεια για το μεγάλο Βασίλειο που είναι ψηλά στον Ουρανό και που δεν έχει καμία σχέση με την γης το Βασίλειο.
Κάποια νύχτα σαν μεγαλώσετε θα δείτε και σεις στον ύπνο σας τον Χριστούλη. Θα στέκεται στην κορυφή ενός ψηλού λόφου για να αντικρίζει κάμπους, βουνά και θάλασσες και θα τον ακούτε να λέει:
«Ελάτε σε μένα όλοι που σας αγαπώ για να έχετε ζωή αιώνια».
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 02:33:50 ΜΜ
ΤΟ ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΕΛΑΤΟ

Μια φορά και έναν καιρό στο μεγάλο δάσος, όλα τα δέντρα είχαν γύρει τους κλώνους από το πολύ χιόνι. Βλέπετε πλησίαζαν Χριστούγεννα, όλη η φύση γιόρταζε και το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα. Η γη είχε στρώσει και αυτή το κατάλευκο χαλί της. Στην μέση του δάσους ένα έλατο καμάρωνε που τα κλωνάρια του ήταν φουντωμένα. Κάποια στιγμή αναστέναξε γιατί στις κουφάλες του κάποια ζωάκια είχαν φτιάξει την φωλιά τους, έκαναν φασαρία κι αυτό τον ενοχλούσε. Ξέρετε παιδιά μου πως έλεγαν το Έλατο; Μάνθο.
 Ο κυρ-Μάνθος λοιπόν ήτανε πολύ περήφανος. Κάθε πρωί καλημέριζε την Κυρά Περσεφόνη την Βελανιδιά, που μεγαλόπρεπη καμάρωνε με τα παγοκρύσταλλα που της είχε φορτώσει ο βαρύς χειμώνας. Είχε φτάσει παραμονή Χριστουγέννων και όλα τα ζωάκια στόλιζαν τις φωλίτσες τους. Το έλατο κάπου κάπου τίναζε τα κλαδιά του και το χιόνι έπεφτε στο κεφάλι τους και κείνο τότε ξεκαρδιζότανε στα γέλια.
      - Παίζεις; Παίζεις; Τον ρωτούσε η κυρά Περσεφόνη.
      - Δεν αντέχω άλλο αυτήν την ρουτίνα. Κάθε χρόνο τα ίδια. Χιόνι, κρύο και καθιερωμένη γιορτούλα στο δάσος. Απάντησε ο κυρ-Μάνθος.
       - Δηλαδή; Τι θέλεις να κάνεις; Ρώτησε πάλι η κυρά Περσεφόνη.
       - Εγώ, είπε το περήφανο έλατο, θάθελα να γίνω ένα φανταχτερό Χριστουγεννιάτικο δέντρο, δίπλα στ' αναμμένο τζάκι, με χιλιάδες λαμπιόνια και παιδικά χεράκια να στολίζουν με πολύχρωμες μπάλες τα κλαδιά μου.
       - Και εμάς τους φίλους σου δεν μας σκέφτεσαι; Ρώτησε η κυρά-Περσεφόνη. Δεν σκέφτεσαι τους μικρούς μας φίλους που αν φύγεις θα χάσουν την φωλιά τους; Που θα μετακομίσουν; Σίγουρα θα παγώσουν!
       - Καλά καλά, έβαλε τις φωνές ο κυρ-Μάνθος. Κάθε φορά τα ίδια, πρέπει να μείνω εδώ να βαριέμαι, επειδή εσείς δεν μπορείτε να βρείτε αλλού φωλιά. Εγώ πάντως, συνέχισε, θα κάνω μία ευχή και το Πνεύμα των Χριστουγέννων θα μου την πραγματοποιήσει.
Πράγματι, η ευχή έπιασε και την ‘άλλη μέρα ξυλοκόποι άρχισαν να κόβουν τα έλατα. Έφτασε και η σειρά του κυρ-Μάνθου. Γκαπ-γκουπ, τραντάχτηκε ο κυρ-Μάνθος. Οι φωλίτσες σκόρπισαν και τα όμορφα στολίδια έπεφταν στο χιόνι.
        - Τι συμβαίνει; Ρώτησαν την κυρά-Περσεφόνη.
        - Πρέπει να αλλάξετε φωλιά, απάντησε εκείνη. Μας παίρνουν τον κυρ-Μάνθο οι άνθρωποι. Όλα τα ζωάκια έφυγαν αγκαλιασμένα και πήγαν στην ζεστή κουφάλα της κυρά Περσεφόνης της βελανιδιάς. ¨έβγαζαν τα κεφαλάκια τους απορημένα, κοιτώντας τους ξυλοκόπους, που φόρτωσαν τον κυρ0Μάνθο σ’ένα φορτηγό μαζί με άλλα έλατα.
Έπειτα από ένα μακρινό ταξίδι ο κυρ-Μάνθος βρέθηκε στημένος σε κάποιο σημείο της πόλης όπου θα τον πουλούσαν για χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κάτι έλατα πιο μικρά ψιθύριζαν μεταξύ τους πόσο καλύτερα θα ήτανε στο δάσος, για να μεγάλωναν πιο πολύ.
        - Δεν το πιστεύω, μονολογούσε ο περήφανος κυρ-Μάνθος αγανακτισμένος. Όπου και να πάω με κυνηγάει η γκρίνια.
Εκείνη την ώρα μια οικογένεια ήλθε να διαλέξει δέντρο και ο κυρ-Μάνθος φούντωσε περήφανα τα κλαδιά του περιμένοντας αισιόδοξα να τον διαλέξουν. Πράγματι τον διάλεξαν και ύστερα από λίγο τον έστησαν δίπλα στο τζάκι στο μεγάλο τους σαλόνι. Γεμάτος λαχτάρα μέτραγε κάθε λεπτό μέχρι να ξημέρωνε η μέρα των Χριστουγέννων.
 Πράγματι η μεγάλη στιγμή για τον κυρ-Μάνθο είχε φτάσει. Τα παιδιά της οικογένειας έψαλαν τα κάλαντα, τραγουδούσαν το τραγούδι για το έλατο, κουτιά γεμάτα δώρα, λουλούδια, στολίδια, γιρλάντες, χρυσαφένιες μάλες, κόκκινοι φιόγκοι, καμπανούλες, αγιοβασίληδες. Τι χαρά! Όλα αυτά τα στόλισαν στον κυρ-Μάνθο. Και με καμάρι τοποθέτησαν στην κορυφή του, ένα μεγάλο αστέρι για να συμπληρώνει αρμονικά όλη την μαγευτική εικόνα.
Ήταν όλα υπέροχα. Το βράδυ άναψαν και τα φωτάκια και το δωμάτιο πλημμύρησε λάμψη. Χειροκροτήματα, ευχές χαμογελαστά πρόσωπα.
Όμως η βραδιά έφτασε στο ΄τέλος. Σε λίγες μέρες ήρθε και η Πρωτοχρονιά. Την παραμονή όμορφα πολύχρωμα πακέτα τοποθετήθηκαν κάτω στην ρίζα του κυρ-Μάνθου. Τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα. Ευτυχισμένος ήταν και ο Κυρ-Μάνθος. Ο πατέρας της οικογένειας έσπασε το ρόδι για να φέρει ευτυχία και αφθονία στο σπίτι. Ευχήθηκαν όλοι καλή χρονιά. Καλή χρονιά ευχήθηκε και ο κυρ-Μάνθος σε όλους τους φίλους του δάσους.
 Οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Οι γιορτές τελείωσαν. Η ρουτίνα της ζωής ξανάρχισε και το έλατο έχασε τα πλουμιστά στολίδια, τα φύλλα ξεράθηκαν και τα κιτρινισμένα από αυτά είχαν πέσει στο χαλί. Σε λίγο ο πατέρας το κατέβασε δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών. Τότε μόνο κατάλαβε ο κυρ-Μάνθος ότι είχε φτάσει το τέλος του.
         - Kαλά να πάθω, ψιθύριζε μόνος του, και άρχισε να κλαίει. Ήθελα να ζήσω το μεγάλο όνειρο από την περηφάνια μου. Τώρα ξεράθηκα μα δεν θέλω να χαθώ, έλεγε και ξανάλεγε μέσα στ’αναφιλητά του. Τώρα όμως είναι αργά. Αν μπορούσα να τ'αλλάξω όλα! Να ξαναγυρίσω στο δάσος και να κάνω από τώρα και στο εξής Χριστούγεννα πάντα μαζί με τους φίλους μου!
Το καλό Πνεύμα των Χριστουγέννων που ποτέ δεν έπαψε να νοιάζεται για τον περήφανο αλλά καλό κυρ-Μάνθο, άκουσε το παράπονό του, τον λυπήθηκε και αποφάσισε να του δώσει μια Δεύτερη ευκαιρία.
       - Ξύπνα κυρ-Μάνθο τι έπαθες; Άκουσε την φωνή της κυρά Περσεφόνης της βελανιδιάς.
       - Πω πω! Τι έπαθα! Ονειρεύτηκα, είπε το έλατο ανακουφισμένο. Ευτυχώς! Νιώθω τόσο ευτυχισμένος που βρίσκομαι ανάμεσά σας.
Το βράδυ όλα τα ζώα μαζεύτηκαν, τραγουδούσαν αγκαλιασμένα, ψήνανε κάστανα, τρώγανε κουκουνάρια αλλά η πιο όμορφη ιδέα ήταν να στολίσουν τον κυρ-Μάνθο, όπως όλα τα χριστουγεννιάτικα έλατα.
         - Φωτάκια που θα βρούμε όμως; Ρώτησε η κυρ-α Περσεφόνη.
         - Θα δεις! Είπαν με μια φωνή τα υπόλοιπα ζωάκια.
        - Πυγολαμπίδες; Πυγολαμπίδες; Που είστε; Φώναξαν όλα μαζί.
 Κι εκείνες έφτασαν αμέσως και πήγαν και κάθισαν συμμετρικά στα κλαδιά του κυρ Μάνθου, φωτίζοντας έτσι όλο το δέντρο. Ο κυρ-Μάνθος δάκρυσε από χαρά και συγκίνηση καθώς οι φίλοι του, τραγουδούσαν…Ω έλατο, Ω έλατο μ’αρέσεις πως μ’αρέσεις…και πιασμένοι απ’τα χέρια τους έκανα ένα μεγάλο κύκλο γύρω από τον κυρ-Μάνθο, που για πρώτη φορά ένιωθε χαρούμενος και πραγματικά ευτυχισμένος στο φυσικό του περιβάλλον, ανάμεσα στους φίλους του που τόσο πολύ τον αγαπούσαν.
Ο κυρ-Μάνθος ζει ακόμα και κάθε Χριστούγεννα οι φίλοι του, στολίζουν τα κλαδιά του και εκείνος γέρος πια, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τα τινάζει για ξεκαρδίζεται μαζί τους .
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 02:37:15 ΜΜ
Το έλατο
Ένα Χριστουγεννιάτικο παραμυθάκι

Υπήρχε, μια φορά, σε κάποιο δάσος, ένα νεαρό έλατο, πολύ μικρό ακόμα, που θα μπορούσε να είναι ευχαριστημένο για την μοίρα του. Ήταν ένα δεντράκι όμορφο και καλοφτιαγμένο, και βρισκότανε σε μια θαυμάσια θέση. Ο ήλιος το έλουζε, το αεράκι το χάιδευε και πλήθος φίλοι πιο μεγάλοι, πεύκα και έλατα, το τριγύριζαν και του κρατούσαν συντροφιά. Και όμως, παραπονιόταν διαρκώς και μελαγχολούσε, γιατί το βασάνιζε μία και μοναδική επιθυμία που καταντούσε πραγματική μανία: να μεγαλώσει γρήγορα. Δεν το ενδιέφερε ούτε ο ήλιος, ούτε ο αέρας και δεν έδινε καμία σημασία στα παιδία που πήγαιναν στο δάσος να κόψουν αγριοφράουλες και μούρα και πολλές φορές κάθονταν στη χλόη κοντά του και έλεγαν:

- Για δες πόσο χαριτωμένο είναι τούτο το μικρό δεντράκι!

Αυτό φυσικά ήταν παίνεμα, μα το νεαρό έλατο μήτε καν το πρόσεχε.

«Αχ, πότε θα μεγαλώσω! Συλλογίζονταν ολοένα. Πότε θα μεγαλώσω!». Πέρασε από τότε ένας χρόνος και το δεντράκι μεγάλωσε ένα κόμπο και το άλλο χρόνο άλλον έναν κόμπο, γιατί πρέπει να ξέρετε, πως στα δέντρα τα χρόνια μετριούνται με τους κόμπους.

- Αχ, αναστέναξε το ελατάκι. Αχ, να ήμουν ψηλό σαν εκείνο το έλατο εκεί κάτω! Να άπλωνα τα κλαδιά μου προς όλες τις μεριές και από την κορφή μου να έβλεπε τον απέραντο κόσμο! Τότε τα πουλιά θα έχτιζαν τις φωλιές τους στις φυλλωσιές μου και εγώ θα λικνίζομαι απαλά στο φύσημα του ανέμου όπως κάνουν οι μεγάλοι! Αχ, πότε θα μεγαλώσω!

Το χειμώνα, όταν το λευκό και λαμπερό χιόνι σκέπαζε τα πάντα καμιά φορά κανένας λαγός που έτρεχε απελπισμένα να πηδήσει από πάνω του. Τι προσβολή!& Το δεντράκι κόντευε να σκάσει από το κακό του, κι έτρεμε ολόκληρο από οργή! Ωστόσο, τον τρίτο χειμώνα οι λαγοί δεν μπορούσαν πια να το πηδήσουν και αναγκάζονταν να κάνουν τον γύρο του. Κι όμως, το ελατάκι δεν ήταν ακόμα ευχαριστημένο.

«Να μεγαλώσω κι άλλο! Σκεφτόταν να γίνω γέρος! Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο!»

Μα το φθινόπωρο που ήρθαν οι ξυλοκόποι στο δάσος, το νεαρό έλατο κατατρόμαξε γιατί είχε πια μεγαλώσει αρκετά. Και είδε με φρίκη τους θεόρατους κορμούς των φίλων του να σωριάζονται καταγής με τρομερό βρόντο, να τους κόβουν τα περήφανα καταπράσινα κλαδιά και να τους αφήνουν γυμνούς. Ύστερα & ύστερα τους φόρτωσαν σε κάρα και τους πήραν μακριά. Που τους πήγαιναν άραγε; Ποια τύχη τους περίμενε;

Τούτη η σκέψη βασάνισε πολύ καιρό το ελατάκι. Και την άνοιξη όταν ξαναγύρισαν τα πουλιά, τα χελιδόνια και ο πελαργός, τα ρώτησε:

- Μήπως ξέρετε τι απόγιναν; Δεν τους συναντήσατε πουθενά στο ταξίδι σας;

Τα χελιδόνια αποκρίθηκαν πως δεν είχαν ιδέα για την μοίρα των κομμένων δέντρων. Όμως, ο πελαργός απόμεινε για μια στιγμή σκεφτικός, κούνησε το κεφάλι του και είπε:

- Νομίζω ...., χμ..., νομίζω πως εγώ κάτι ξέρω... Καθώς ερχόμουνα από την Αίγυπτο, συνάντησα μερικά καινούργια καράβια με κατάρτια πολύ ψηλά, που κατά την γνώμη μου, ήταν οι φίλοι σου. Σε βεβαιώνω πως φάνταζαν εξαιρετικά μεγαλόπρεποι και επιβλητικοί.

- Αχ, πόσο θα ήθελα να μεγαλώσω τόσο που να γίνω κατάρτι και να ταξιδέψω στην θάλασσα! Αναστέναξε το νεαρό έλατο. Μα τι είναι η θάλασσα; Μπορείς να μου την περιγράψεις;

- Ω, όχι!& θα έπρεπε να σου μιλάω για αυτήν όλο το καλοκαίρι, αλλά και πάλι δεν θα έβγαζες νόημα! Απάντησε ο πελαργός. Και πέταξε προς τον ουρανό.

Ωστόσο, οι ακτίνες του ήλιου έλεγαν:

- Γλέντα τα νιάτα σου, όμορφο έλατο και μην βιάζεσαι να μεγαλώσεις και να χάσεις τη δροσιά της νιότης...

Και η αύρα το φιλούσε και οι δροσοσταλίδες το έλουζαν με τα δάκρυά τους, μα το δεντράκι δεν καταλάβαινε.

Λίγο πριν απ' τα Χριστούγεννα, ξανάρθαν στο δάσος οι ξυλοκόποι για να κόψουν μερικά έλατα πολύ νέα, και το ελατάκι μας έτρεμε σύγκορμο απ΄ την λαχτάρα και ανυπομονούσε να το κόψουν και να το πάρουν μαζί τους. Κι όταν οι ξυλοκόποι έφυγαν χωρίς να τα κόψουν, ένοιωσε απέραντη απογοήτευση και απερίγραπτη λύπη.

Μα γιατί αναρωτιόταν. Αυτά που διάλεξαν δεν με περνούσαν από το ύψος και ένα μάλιστα ήταν πιο κοντό! Κι έπειτα, για πιο λόγο τους άφησαν τα κλαδιά αφού πρόκειται να γίνουν κατάρτια; Ή μήπως δε τα κάνουν κατάρτια; Αχ, να ήξερα που τα πηγαίνουν!

- Τσιπ-τσιπ, εμείς το ξέρουμε! Είπαν τα σπουργιτάκια. Τσιπ-τσιπ, εμείς το ξέρουμε γιατί τριγυρίζουμε στην πόλη και κοιτάμε απ' τα παράθυρα. Ναι, ναι, ξέρομε πολύ καλά που τα πάνε και με πόση πολυτέλεια τα στολίζουν! Βάζουν το καθένα τους στην μέση μιας σάλας και κρεμούν στα κλαδιά του τα πιο όμορφα πράγματα που μπορείς να φανταστείς: γλυκά, παιχνίδια, μήλα και καρύδια και αμέτρητα πολύχρωμα κεράκια &

- Και ύστερα; Τι γίνεται ύστερα; Ρώτησε με αγωνία το ελατάκι αναριγώντας απ' την κορυφή ως τις ρίζες. Και ύστερα;

- Α, δεν είδαμε τίποτα άλλο, αποκρίθηκαν τα σπουργιτάκια. Όμως τι θαύμα!& πως αστράφτουν και λαμποκοπούν καθώς παιχνιδίζουν πάνω τους οι φλογίτσες των κεριών!...

- Μακάρι να είχα και εγώ την τύχη τους! Φώναξε ενθουσιασμένο το δεντράκι. Αυτό σίγουρα αξίζει πιο πολύ από το να ταξιδεύεις στη θάλασσα! Άραγε θ' αργήσουν να έρθουν τα Χριστούγεννα; Αχ, δεν βλέπω την ώρα να με κόψουν, να με φορτώσουν σε ένα κάρο και να βρεθώ σε μια ωραία σάλα φορτωμένο με τόσα θαυμαστά στολίδια! Και ύστερα;& Ε, ύστερα ασφαλώς θα συμβεί κάτι ακόμα πιο σπουδαίο, αλλιώς δεν θα έκαναν τον κόπο να με στολίσουν έτσι&, κάτι ακόμα πιο εξαίσιο πιο συναρπαστικό... Τι όμως; Αχ, λιώνω από την περιέργεια να μάθω! Μα την αλήθεια, ούτε εγώ ξέρω γιατί υποφέρω τόσο&

- Διώξε από τον νου σου αυτές τις ιδέες, το συμβούλευαν ο ήλιος και ο καθαρός αέρας. Πρέπει να είσαι ευχαριστημένο εδώ στο δάσος και να χαίρεσαι τα δροσερά σου νιάτα...

Μα το νεαρό έλατο δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένο. Και μεγάλωνε, μεγάλωνε χειμώνα καλοκαίρι, και γινόταν όλο και πιο πράσινο, όλο και πιο πυκνόφυλλο και οι διαβάτες έλεγαν:

- Για δες τι όμορφο δέντρο!

Όταν ήρθαν τα Χριστούγεννα, το έκοψαν πρώτο- πρώτο. Το τσεκούρι χώθηκε βαθιά στον κορμό του, έφτασε ως το μεδούλι και το έλατο σωριάστηκε καταγής με έναν αναστεναγμό. Ένοιωθε μια πρωτόγνωρη αίσθηση πόνου, κάτι σαν λιποθυμία, που δεν το άφηνε να ελπίζει σε κανένα ευτυχισμένο μέλλον. Κι έτσι, ξέπνοο και παραζαλισμένο, το πήραν μακριά-μακριά από τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ήξερε πως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ πια τα άλλα δέντρα, τους θάμνους και τα λουλούδια και ίσως ούτε τα πουλιά, και μια αόριστη πίκρα φαρμάκωνε την καρδιά του. Αχ, ο αποχωρισμός ήταν πραγματικά θλιβερός...

Συνήλθε από τον τρομερό κλονισμό την άλλη μέρα και είδε πως βρισκόταν σε μια αυλή μαζί με πολλά άλλα έλατα, και άκουσε μια φωνή να λέει:

- Αυτό&,αυτό είναι όμορφο& αυτό θα πάρω! Και αμέσως, δύο υπηρέτες με λιβρέα, το μετέφεραν σ' ένα σαλόνι, μα τι σαλόνι!! Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με κάδρα, το πάτωμα στρωμένο με πλούσιο, παχύ χαλί και πάνω στο μαρμάρινο τζάκι καμάρωναν δυο κινέζικα βάζα με ένα χρυσό λιοντάρι ζωγραφισμένο στο καπάκι. Κουνιστές πολυθρόνες και μαλακά ντιβάνια υπήρχαν σ' όλες τις γωνιές και πάνω στα τραπέζια πλήθος παιχνίδια που, όπως είπα αργότερα τα παιδιά, κόστιζαν εκατό φορές εκατό λίρες!

Οι υπηρέτες φύτεψαν το έλατο σ' ένα κάδο με άμμο. Μα ο κάδος ήταν ντυμένος με πράσινο βελούδο, φάνταζε πολύ μεγαλόπρεπος και το νεαρό δέντρο άρχισε να τρέμει από ταραχή, νοιώθοντας πως επιτέλους πλησίαζε η μεγάλη στιγμή της ζωής του.

« Τι θα συμβεί τώρα: αναρωτιόταν. Θεέ μου, τι θα συμβεί;»

Οι δεσποινίδες του σπιτιού, μαζί με τις καμαριέρες, βάλθηκαν να το στολίζουν. Κρέμασαν στα κλαδιά μικρά δίχτυα από ασημένια κλωστή, γεμάτα γλυκά κρέμασαν μήλα και χρυσωμένα καρύδια, με τέτοια τέχνη που έμοιαζαν σαν αληθινοί καρποί του δέντρου πρόσθεσαν λαμπερές γιρλάντες, αμέτρητα πολύχρωμα κεράκια και πλήθος όμορφα παιχνίδια αλλά το πιο σπουδαίο, στερέωσαν ψηλά, στην κορυφή, ένα αστέρι τόσο αστραφτερό που έμοιαζε με χρυσό!

- Απόψε, το βράδυ, έλεγαν, πρέπει να' ναι πολύ - πολύ ωραίο, με όλα τα κεριά αναμμένα!!

« Αχ, δεν βλέπω την ώρα να βραδιάσει και να μου ανάψουν τα κεριά!, σκεφτόταν το έλατο. Και ύστερα..., τι θα γίνει ύστερα; Χμ..., ίσως έρθουν τα άλλα δέντρα από το δάσος να με δουν... Ίσως σταματήσουν τα χελιδόνια έξω απ' το μικρό πράγμα να ζω να με θαυμάσουν, γιατί στο κάτω - κάτω, δεν είναι μικρό πράγμα να ζω χειμώνα καλοκαίρι σε τούτο όμορφο σαλόνι και να μεγαλώνω έτσι φορτωμένο με τα στολίδια μου!»

Και βασανιζόταν τόσο απ' την αγωνία του να νυχτώσει και τέντωνε τόσο την κορφή για να παρακολουθεί τα πάντα γύρω του, που το έπιασε ένας φοβερός πόνος στον κορμό, αντί για τον πονοκέφαλο που παθαίνουν οι άνθρωποι.

Μα επιτέλους, νύχτωσε και άναψαν τα κεράκια! Αχ, τι λάμψη και τι μεγαλείο! Το δέντρο ένοιωσε τέτοια συγκίνηση που αναρίγησε σύγκορμο. Και τότε τσακ!, ένα κερί ξέφυγε από την θέση του, έγειρε κι έβαλε φωτιά σ' ένα μικρούλι - μικρούλι κλαδάκι.

- Ω, θεέ μου! Ω, θεέ μου! Φώναξαν οι δεσποινίδες. Και έσβησαν αμέσως την αδύναμη κιτρινωπή φλογίτσα. Αλλά το είχε κατατρομάξει και δεν τολμούσε πια να σαλέψει ούτε φύλλο. Έμενε εκεί σαν στητό σαν πετρωμένο, από το φόβο μήπως αρπάξει φωτιά κανένα στολίδι του, και καμάρωνε. Μα η αλήθεια είναι, πως όλη εκείνη η φωταψία άρχισε να τον ζαλίζει.

Ξαφνικά οι πόρτες του σαλονιού άνοιξαν και κάμποσα παιδάκια όρμησαν μέσα με τέτοια φούρια, που νόμιζες πως ήθελαν να γκρεμίσουν το δέντρο. Πίσω τους ακολουθούσαν οι μεγάλοι πιο ήρεμοι και χαμογελαστοί. Τα παιδάκια γούρλωσαν γεμάτα θαυμασμό τα μάτια κι απόμειναν βουβά με τα στοματάκια τους ανοιχτά. Ναι αλλά για ένα δευτερόλεπτο μόνο. Έπειτα βάλθηκαν να κάνουν τόση φασαρία, που έλεγες πως έφτασε το τέλος του κόσμου! Πιασμένα χέρι - χέρι, χόρευαν γύρω από το έλατο, τραγουδούσαν, ξεφώνιζαν και ύστερα& Αχ, ύστερα, ρίχτηκαν στα κλαδιά του κι άρχισαν ν' αρπάζουν ένα - ένα τα όμορφα δώρα...

« Μήπως τρελάθηκαν; Αναρωτιόταν εκείνο σαστισμένο. Που θα καταλήξει αυτό το παιχνίδι;»

Τα κεράκια κόντευαν πια να λιώσουν. Κι όταν οι λαμπερές χαρούμενες φλογίτσες έσβησαν, τα παιδάκια πήραν την άδεια να ξεκρεμάσουν και τα υπόλοιπα στολίδια του δέντρου. Και τότε πια ξέσπασε σωστός χαλασμός: ασφαλώς θα το έριχναν κάτω, αν η κορφή του με το χρυσό αστέρι δεν ήταν καλά στερεωμένη στο ταβάνι.

Μετά& τίποτα. Τα παιδάκια έτρεχαν στο σαλόνι παίζοντας με τα καινούρια τους παιχνίδια, οι μεγάλοι φλυαρούσαν πίνοντας κρασί σε κρυστάλλινα ποτήρια και μόνο μια γρια παραμάνα πλησίασε το έλατο και κοίταξε ανάμεσα στα κλαδιά του μήπως ανακαλύψει κανένα ξεχασμένο μήλο ή καρύδι.

- Παραμύθι! Θέλουμε παραμύθι!& φώναξαν σε μια στιγμή τα παιδάκια, τραβώντας όλα μαζί κάποιο κοντούλη και χοντρό κύριο.

Και ο κύριος κάθισε κάτω από το δέντρο και είπε:

- Έτσι, θα νομίζουμε πως είμαστε σ' ένα ωραίο πράσινο δάσος και το παραμύθι θα μας φανεί ακόμα πιο όμορφο. Λοιπόν, τι προτιμάτε; Το « Αηδόνι » ή τη « Δακτυλίτσα »;

- Το Αηδόνι ! ξεφώνησαν μερικά παιδιά.

- Τη Δακτυλίτσα! Ούρλιαξαν τα άλλα.

Και για κάμποση ώρα το σαλόνι αντηχούσε από κραυγές και κλάματα. Μονάχα το έλατο απόμενε σιωπηλό και σκεφτόταν:

« Κι εμένα; Εμένα δεν με υπολογίζει κανείς;»

Γιατί, δεν ήξερε, βλέπετε, πως είχε παίξει τον ρόλο του στην χριστουγεννιάτικη βραδιά και μάλιστα όσο καλύτερα γίνονταν.

Ωστόσο, ο κοντούλης και χοντρός κύριος, άρχισε να διηγείται την ιστορία της « Δακτυλίτσας » που γεννήθηκε μέσα σε ένα όμορφο λουλούδι. Περιέγραψε τις ιστορίες της με τον άσχημο βάτραχο, με τον γέρο ποντικό της εξοχής και με τον άσχημο τυφλοπόντικα και έπειτα πως την αγάπησε ο βασιλιάς των λουλουδιών και την πήρε γυναίκα του. Κι όταν τελείωσε το παραμύθι, τα παιδάκια χτύπησαν τα χεράκια τους και φώναξαν όλα μαζί:

- Κι άλλο! Θέλουμε κι άλλο!!

Μα το έλατο στεκόταν βουβό σαν μαγεμένο. Όχι, ποτέ τα πουλάκια στο δάσος δεν του είχαν διηγηθεί μια τόσο θαυμαστή ιστορία.

« Για φαντάσου! Συλλογίζονταν, η Δακτυλίτσα τράβηξε βέβαια πολλά βάσανα, όμως ύστερα παντρεύτηκε τον βασιλιά των λουλουδιών& χμ, ίσως κι εγώ να ξεπέσω κάποτε, αλλά να παντρευτώ μια βασιλοπούλα! Αχ, σίγουρα με περιμένουν ακόμα πολλές συναρπαστικές εκπλήξεις!»

Και σιγά - σιγά ξανάβρισκε το κέφι του, και χαιρόταν στη σκέψη πως την άλλη μέρα θα το στόλιζαν πάλι με πολύχρωμα κεράκια, παιχνίδια, φρούτα και γλυκά και υπόσχονταν στον εαυτό του:

« Αύριο, δεν θα τρέμω, όπως έτρεμα σήμερα! Θα καμαρώνω στητό και λαμπερό, και θα ξανακούσω την ιστορία της Δακτυλίτσας και ίσως και του Αηδονιού ...»

Έπειτα οι μεγάλοι και τα παιδιά έφυγαν, τα φώτα έσβησαν στο σαλόνι, μα το έλατο στεκόταν μονάχο στο σκοτάδι και ονειρευόταν. Το πρωί ήρθαν οι υπηρέτες και οι καμαριέρες.

« Τώρα θα με στολίσουν », συλλογίστηκε το δέντρο.

Αλλά το πήραν, το έβγαλαν απ' το δωμάτιο, το ανέβασαν ψηλά στις σκάλες ως την σοφίτα και το ακούμπησαν σε μια γωνιά όπου δεν έφτανε ούτε μια ηλιακτίδα.

«Τι σημαίνει πάλι αυτό; Αναρωτήθηκε το έλατο. Γιατί με έφεραν εδώ πέρα; Τι καινούριο πρόκειται να μου συμβεί;»

Έγειρε στον τοίχο και βυθίστηκε, όπως πάντα, σε σκέψεις. Άλλωστε, είχε όλο τον καιρό μπροστά του, γιατί περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες και στην σοφίτα δεν ερχόταν ποτέ κανείς. Επιτέλους, ένα απόγευμα μπήκε κάποιος, μα μονάχα για ν' αποθέσει στην ίδια γωνία δύο - τρία μεγάλα κασόνια. Έτσι, το δέντρο κρύφτηκε εντελώς. Ίσως το είχαν ξεχάσει.

Ωστόσο, δεν απελπίζονταν.

- Τώρα έξω είναι χειμώνας, μονολογούσε χιονίζει και κάνει φοβερό κρύο. Μπορεί λοιπόν, να μ' έκλεισαν εδώ μέσα για να με προφυλάξουν από την παγωνιά. Αχ, πόσο με φροντίζουν! Τι καλοί άνθρωποι!&Ναι&, ναι& θα 'πρεπε να είμαι ευτυχισμένο, αλλά αυτό το σκοτάδι κι αυτή η τρομερή μοναξιά μου πλακώνουν την ψυχή... Να έβλεπα, τουλάχιστον, πότε - πότε κανένα λαγουδάκι& Αχ, το δάσος ήταν όμορφο όταν έπεφτε το λευκό και λαμπρό χιόνι και οι λαγοί περνούσαν και χάνονταν σαν αστραπή!& Βέβαια, καμιά φορά πηδούσαν από πάνω μου, και πως θύμωνα τότε! Θεέ μου, τι μελαγχολία να είσαι μόνος!!

- Φρρ&, φρρ&, έκανε ένα ποντικάκι ξεπροβάλλοντας απ' την τρύπα του.

Και αμέσως, ξεπρόβαλε κι ένα άλλο μικρούλικο - μικρούλικο. Ζύγωσαν το δέντρο, το μύρισαν και χώθηκαν ανάμεσα στα κλαδιά του.

- Ω, τι κρύο! Είπαν. Αν δεν έκανε τέτοια παγωνιά, θα ήταν ωραία εδώ ψηλά, έτσι δεν είναι γέρο-έλατο;

- Δεν είμαι καθόλου γέρος!! Διαμαρτυρήθηκε το έλατο. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι πιο μεγάλοι από μένα!

- Από πού έρχεσαι; Ρώτησαν γεμάτα περιέργεια τα ποντικάκια. Και τι νέα μας φέρνεις; Μήπως ξέρεις τίποτα για το πι όμορφο μέρος του κόσμου; Πήγες στο κελάρι που στα ράφια του είναι αραδιασμένα τα τυριά, τα λουκάνικα και τα σαλάμια κρέμονται από τα ταβάνια του, και μπορείς να πάρεις το μπάνιο σου στο κιούπι με το βούτυρο και ύστερα να στεγνώσεις χοροπηδώντας πάνω στα πακέτα με τα κεριά; Πήγες σ' αυτόν τον παράδεισο όπου μπαίνει κανείς αδύνατος - αδύνατος και βγαίνει χοντρός - χοντρός;

- Δεν καταλαβαίνω για πιο μέρος λέτε, αποκρίθηκε το δέντρο. Εγώ ήμουνα μακριά στο πυκνό δάσος, όπου λάμπει ο ήλιος και τραγουδούν τα πουλάκια& Και τους μίλησε για τον καιρό της νιότης του.

Τα δυο ποντικάκια το άκουγαν προσεκτικά γιατί μα την αλήθεια πρώτη φορά μάθαιναν πως υπήρχαν στον κόσμο τόσες ομορφιές. Έπειτα είπαν:

- Πόσα έχεις δει στη ζωή σου! Πρέπει να ήσουνα πολύ ευτυχισμένο τότε&

- Εγώ; Απόρησε το έλατο. Όμως, ξανασκέφτηκε όσα τους διηγήθηκε, και μουρμούρισε αναστενάζοντας:

- Ναι, έχετε δίκιο& Εκείνα ήταν ευτυχισμένα χρόνια...

Ύστερα τους μίλησε για την νύχτα των Χριστουγέννων και τους περιέγραψε τα παιχνίδια, τα γλυκά και τα αναμμένα κεράκια που στόλιζαν τα κλαδιά του. Και το πιο μικρό ποντικάκι γούρλωσε τα γυαλιστερά ματάκια του και φώναξε κυριολεκτικά μαγεμένο:

- Αχ, πόσο ευτυχισμένος θα ήσουν παππού έλατο!

- Δεν είμαι παππούς, ούτε γέρος! Το αποπήρε το δέντρο. Με έφεραν από το δάσος τούτο το χειμώνα και είμαι ακόμα στον ανθό της ηλικίας μου. Μόνο& που βιάστηκα λίγο να μεγαλώσω!!

- Τι όμορφα παραμύθια που ξέρεις! Χαμογέλασε το ποντικάκι.

Και το άλλο βράδυ, τα δυο ποντικάκια ήρθαν μαζί με τέσσερις φίλους τους, για να ακούσουν τα όμορφα παραμύθια του ελάτου. Και το έλατο, καθώς διηγιόταν τα περασμένα, καταλάβαινε επιτέλους την αξία τους και πλημμύριζε νοσταλγία.

- Ναι ήταν ωραίες εποχές! Μονολόγησε. Μα μπορεί να ξαναγυρίσουν. Άλλωστε, και η Δακτυλίτσα πέρασε πολλά βάσανα πριν παντρευτεί τον βασιλιά των λουλουδιών...

Και ξαφνικά, ξανάρθε στο νου του μια σημύδα που τρύπωνε πλάι του στο δάσος, μια νεαρή καταπράσινη σημύδα, που τώρα απρόσμενα του φάνηκε αληθινή πριγκίπισσα.

- Ποια είναι η Δακτυλίτσα; ρώτησαν τα ποντικάκια.

Και το δέντρο τους είπε όλη την ιστορία που την θυμόταν λέξη προς λέξη κι εκείνα ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που λίγο έλειψε να πηδήσουν στην κορφή του!

Το άλλο βράδυ τα ποντικάκια έγιναν δέκα και την Κυριακή προστέθηκαν στο ακροατήριο του έλατου και δύο μεγάλοι ποντικοί. Αυτοί όμως δήλωσαν πως η ιστορία της Δακτυλίτσας δεν τους άρεσε καθόλου και τα ποντικάκια στενοχωρήθηκαν, επηρεάστηκαν και μουρμούρισαν ζαρώνοντας τη μυτίτσα τους:

- Ναι&, ναι&, δεν έχει τίποτα συναρπαστικό!

- Δεν ξέρεις άλλα παραμύθια; Ρώτησαν οι μεγάλοι ποντικοί.

- Όχι, μόνο αυτό, αποκρίθηκε το έλατο. Το άκουσα την πιο όμορφη νύχτα της ζωής μου. Αχ, αλίμονο, δεν καταλάβαινα μήτε το ίδιο πόσο ευτυχισμένο ήμουνα!...

- Χμ..., Είναι ένα παραμύθι χωρίς ενδιαφέρον. Δεν λέει ούτε για λαρδί, ούτε για κεριά καμωμένα από λίπος... Δεν ξέρεις ιστορίες του κελαριού;

- Όχι!, απάντησε πάλι το δέντρο.

- Ε, τότε, γεια σου, είπαν οι μεγάλοι ποντικοί.

Και πήραν τα ποντικάκια και γύρισαν στα σπίτια τους. Και το έλατο ξανά 'μεινε μονάχο στην σκοτεινή σοφίτα και ψιθύριζε αναστενάζοντας:

- Κι όμως ήταν ωραίο να βλέπεις γύρω σου εκείνα τα μικρά ζωάκια, τα τόσο ζωηρά και τόσο πρόθυμα να μ' ακούνε... Τώρα πάει και αυτό... Μα όταν θα με πάρουν από δω μέσα, θα το θυμάμαι και θα χαίρομαι...

Όταν θα το 'παιρναν από εκεί; Πραγματικά, το πήραν κάποιο πρωί που αποφάσισαν να συγυρίσουν το σπίτι, από το υπόγειο έως την σοφίτα. Παραμέρισαν τα κασόνια, τράβηξαν το δέντρο και το έριξαν καταγής. Έπειτα ένας υπηρέτης το έσυρε στις σκάλες και το έβγαλε στο φως.

«Να που ξαναρχίζω να ζω!» σκέφτηκε το έλατο, αναριγώντας από χαρά.

Βρισκόταν έξω, σε μια αυλή, κι ένοιωθε τις ηλιακτίδες να το φιλάνε και το καθαρό αεράκι να το χαϊδεύει. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, που ούτε καν συλλογίστηκε να ρίξει μια ματιά στον εαυτό του. Είχε, βλέπετε, τόσα να κοιτάξει γύρω του! Πλάι στην αυλή απλώνονταν έναν ολάνθιστος κήπος και τα κόκκινα ευωδιαστά τριαντάφυλλα σκαρφάλωναν στα κάγκελα και οι μέλισσες βούιζαν χαρούμενα και τα χελιδόνια κελαηδούσαν.

- Να που ζω πάλι! Είπε το δέντρο πλημμυρισμένο ευτυχία. Και άπλωσε τα κλαδιά του σαν μπράτσα στον ήλιο... Μα, αλίμονο, τα κλαδιά του ήταν κίτρινα και ξερά και τότε& τότε επιτέλους είδε πως το είχαν πετάξει σε μια άκρη της αυλής, ανάμεσα στις τσουκνίδες και τ' αγριόχορτα. Ωστόσο, στην κορυφή του υπήρχε ακόμα το αστέρι, και έλαμπε σαν χρυσό&

Ξαφνικά το πλησίασαν δυο από τα παιδάκια που τόσο το είχαν θαυμάσει το βράδυ των Χριστουγέννων και το ένα του ξεκόλλησε το αστέρι.

- Για δες τι βρήκα σε τούτα τα σκουπίδια! Είπε.

Κι έπειτα, βάλθηκε να κλωτσάει τα ξερά κλαδιά που έσπαγαν κάτω από τα παπουτσάκια του.

Το έλατο κοίταξε πέρα από τον κήπο τα κόκκινα τριαντάφυλλα, τα χελιδόνια και τις μέλισσες, κοίταξε και τον εαυτό του έτσι όπως είχε καταντήσει και σκέφτηκε πως θα ήταν χίλιες φορές καλύτερα να το άφηναν για πάντα στην σκοτεινή σοφίτα. Θυμήθηκε τη νιότη του στο πράσινο δάσος, την χαρούμενη νύχτα των Χριστουγέννων και τα μικρά ποντικάκια που άκουγαν με τόση ευχαρίστηση την ιστορία της Δακτυλίτσας και η καρδιά του σφίκτηκε από την λύπη.

- Όλα τελείωσαν!, ψιθύρισε. Όλα τελείωσαν! Αχ, αν τουλάχιστον είχα χαρεί την ζωή μου όσο μπορούσα!!!

Εκείνη την στιγμή ήρθε ένας υπηρέτης, κομμάτιασε το ξερό δέντρο με τι τσεκούρι και έκανε με τα κομματάκια ένα δεμάτι. Ύστερα, έριξε το δεμάτι στο τζάκι της κουζίνας και αμέσως ξεπήδησε μια όμορφη ζωηρή φλόγα. Μα το έλατο αναστέναζε, αναστέναζε και κάθε αναστεναγμός έμοιαζε με ανάλαφρο τριζοβόλημα. Και τα παιδάκια κοίταζαν την λαμπερή φωτιά, χτυπούσαν ενθουσιασμένα τα χεράκια και προσπαθούσαν να μιμηθούν το τριζοβόλημα του ξύλου που καιγόταν, φουσκώνοντας τα μάγουλα.

Ωστόσο, μ' αυτούς τους αναστεναγμούς που αντηχούσαν σαν τριζοβολήματα, το δέντρο αναπολούσε τις φωτεινές καλοκαιρινές μέρες στο δάσος , τις χειμωνιάτικες νύχτες με το λευκό απαλό χιόνι, το Χριστουγεννιάτικο βράδυ και την ιστορία της Δακτυλίτσας, την μόνη που είχε ακούσει να διηγούνται και την έμαθε απέξω...

Ύστερα κάηκε εντελώς ...

Τα παιδάκια ξαναγύρισαν στην αυλή να παίξουν και το ένα καμάρωνε με το χρυσαφένιο αστέρι καρφωμένο στην μπλούζα, το ίδιο ακριβώς που στόλιζε την κορυφή του ελάτου, την πιο ευτυχισμένη νύχτα της ζωής του!

Τώρα όλα πια είχαν τελείωσε για το έλατο και τελείωσε και τούτο τo παραμύθι, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα τα παραμύθια.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 02:45:44 ΜΜ
ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
(http://junior.imo.gr/pictures/chr_birth.gif)
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, σε μια πόλη που την έλεγαν Βηθλεέμ , μέσα σε μια φτωχική σπηλιά, δίπλα σε μια φάτνη αλόγων, γεννήθηκε ο μικρός Χριστός μας. Δίπλα του η Παναγία σαν καλή μαμά τον προστάτευε και έξω χιλιάδες καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα.
 
Είχε έλθει η θεϊκή πνοή του Χριστού κάτω στη γη, για να χαμογελάσει στον πόνο και στην δυστυχία. Οι προφήτες είχαν προαναγγείλει χιλιάδες χρόνια πριν τον ερχομό του. Κι ήταν η γλυκειά απαντοχή μέσα στο σκοτάδι της ζωής.
 
Έλαμψε φως από την Ανατολή και φώτισε κάθε σκοτεινή γωνιά του κόσμου. Ο Πλάστης μας έγινε άνθρωπος και τα ουράνια έσκυψαν στη γη και άστραψε ο κόσμος από το άπλετο φως της λύτρωσης. Ήταν βαριά και πυκνά τα σύννεφα. Το χιόνι είχε σκεπάσει την πλάση. Το ξεροβόρι λυσσομανούσε και εκείνη την νυχτιά του Δεκέμβρη ο Χριστός μας σαν αστραπόμορφος Ήλιος ήλθε να ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές και να φτιάξει έναν καινούριο κόσμο.
 
Έστησε το θρόνο του στη γη και σαν ουράνιος μαγνήτης μας ‘έφερε κοντά του, θέλοντας να μας γνωρίσει την μεγάλη μας καταγωγή. Ήλθε για να γράψει στις καρδιές μας τον νόμο «αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου» να μας βοηθήσει στην δύσκολη ανηφοριά.
 
Να αφήσουμε τα ερειπωμένα μονοπάτια της ζωής που οδηγούν στον πόνο και την δυστυχία, ώστε να αντικρίσουμε τον δρόμο της Βηθλεέμ που είναι η χαρά και η ευτυχία.
 
Τι κι αν πέρασαν 2000 χρόνια από την γέννησή του, οι άνθρωποι πάντα οδοιπόροι ακολουθούν τους μάγους για να φτάσουν στην Βηθλεέμ να εναποθέσουν τους θησαυρούς της αγάπης τους και της καρδιάς τους και να καταυγάσουν το θείο φως.
Ω! Τι επίσκεψη χαρούμενη ήταν η γέννηση του Λυτρωτή! Θεός ταπεινώθηκε και Θεός γεννήθηκε πάνω στην γη για να μας σώσει.
 
Αλησμόνητη νύχτα…Νύχτα ένδοξη, ξεχωριστή. Ο ουρανός εσκίρτησε. Έλαμψε και χιλιάδες άγγελοι κατέβηκαν και στάθηκαν έκθαμποι να δουν το Θείο βρέφος μέσα στη φτωχική φάτνη των αλόγων.
 
Μπροστά σ’αυτό το θαύμα της θείας αγάπης, έφτιαξαν ύμνους αγγελικούς, νικητήριους για να αντηχούν στις καρδιές όλων των ανθρώπων και μαζί τους να υμνούν τον Λυτρωτή ψάλλοντας «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
 
Κάθε Χριστουγεννιάτικη νύχτα ανά τους αιώνες επαναλαμβάνεται, ώστε κανείς να μην μείνει δίχως την πληροφόρηση του χαρμόσυνου μηνύματος. Εμείς πως δεχτήκαμε το μήνυμα; Ποιο δρόμο πήραμε για την αχυρένια φάτνη;
 
Εκεί μέσα γεννήθηκε ένας Θεός. Πρέπει να τον προσκυνήσουμε μαζί με τους χιλιάδες αγγέλους, ακολουθώντας τα βήματα των απλοϊκών βοσκών και τα αχνάρια των μάγων, βαδίζοντας κάτω από το φως του λαμπερού αστεριού για να μας δείξει από που ερχόμαστε και που θα πάμε, όταν μια μέρα τα βλέφαρά μας κλείσουν για πάντα.
Το ανέσπερο φως της Βηθλεέμ θα μας στέλνει τις ακτίνες του και μαζί με τον μικρό μας Χριστό θα μας οδηγεί σε καλύτερες μέρες, που τόσο ποθεί η πολυβασανισμένη μας ανθρωπότητα.
 
Εμπρός λοιπόν, όλοι, μικροί και μεγάλοι στα ουράνια μηνύματα και τα σήμαντρα των καμπαναριών, ενωμένοι με του Χριστού την πίστη την Αγία, ας ξεκινήσουμε να προσκυνήσουμε το Θείο Βρέφος και ας ζητήσουμε μαζί σαν μια ψυχή, σαν μια δύναμη να επικρατήσει στον κόσμο η «επί γης ειρήνη».
 
Και μην ξεχνάμε, ότι δεν υπάρχει καμία χαρά στη ζωή που να μπορεί να συγκριθεί με την χαρά που δίνει το μυστικό της μεγάλης αγάπης και της Ειρήνης στα Έθνη.
Μικρέ Χριστέ της Βηθλεέμ με την άπειρη αγάπη σου, αναγέννησε τις καρδιές μας και ας επικρατήσει μεταξύ των λαών η δικαιοσύνη σου, για να διδάξει στις κοινωνίες την λύτρωση για μια γνήσια ευτυχία.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 02:47:43 ΜΜ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ

Μια φορά και ένα καιρό, Παραμονή Χριστουγέννων, που το κρύο ήταν ανυπόφορο και το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, ο Πίπης ο σπουργίτης είχε παγώσει, διότι η φωλιά του είχε χαλάσει.
               - Κάτι πρέπει να κάνουμε, είπαν τα δύο σκιουράκια Μέλιος και Μαρούσκα.
              - Μαρούσκα, ο μικρός σπουργίτης θα κάνει μαζί μας Χριστούγεννα. Τον ακούς; Όλο αναστενάζει.
Η Μαρούσκα έβγαλε το κεφαλάκι της έξω από την φωλιά. Πω πω! Το χιόνι είχε στρώσει το κατάλευκο σεντόνι του, τα δέντρα φορτωμένα χιόνι και μέσα στις κουφάλες του ς τα ζωάκια κούρνιαζαν ντυμένα στα ζεστά τους ρούχα.
                - Πίπη; Πίπη; Φώναξε η Μαρούσκα. Έλα εδώ.
Ο μικρός σπουργίτης με τρεμουλιαστή φωνή, μελανιασμένος από το κρύο, τίναξε τις φτερούγες και πετώντας χώθηκε στην φωλιά με τα σκιουράκια. Εκεί ήταν όλα στολισμένα. Ένα φανταχτερό έλατο γεμάτο κόκκινα λαμπιόνια, χρυσές γιρλάντες, κουδουνάκια, αστεράκια και μπόλικα βελανίδια γα φαγητό. Στην άκρη της φωλιά ένα μαγκάλι με μπόλικα ξύλα άναβε γεμίζοντας την φωλίτσα με πολύ ζέστη.
              - Έτσι ακριβώς φανταζόμουν τις άγιες μέρες, είπε ο Πίπης. Σας ευχαριστώ πολύ.
 Η κυρά Μαρούσκα του έστρωσε μια γωνίτσα και αφού έφαγαν, έπεσαν να κοιμηθούν. Τότε έγινε κάτι πολύ παράξενο. Ανοιξαν οι ουρανοί. Αγγελοι έψελναν, τύμπανα χτυπούσαν και ένα πελώριο δυνατό φως σκέπασε τη γη. Ξαφνιασμένος ο Πίπης κτυπούσε τις φτερούγες του από χαρά, άρπαξε με το ράμφος του μια μεταξωτή κόκκινη κορδέλα και την τύλιξε φτιάχνοντας ένα μεγάλο φιόγκο.
 Αρχισε να πετά ξένοιαστος όπου έφτασε σ’ένα πελώριο πράσινο έλατο. Εκεί τι να δει; Κόσμος μαζεμένος χειροκροτούσε χαρούμενος και το έλατο φορτωμένο με χιλιάδες στολίδια καμάρωνε στη μέση μιας μεγάλης σάλας. Σ’ένα κλωνάρι ένας μικρός Αγιος Βασίλης, ανοιγόκλεινε τα χέρια κτυπώντας παλαμάκια. Δίπλα λοιπόν στον Αγιο Βασίλη ακούμπησε ο Πίπης ο σπουργίτης τον κόκκινο φιόγκο.
             - Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα ευχήθηκαν όλοι. Σήμερα γεννιέται ο καλός μας Χριστούλης, που αγαπάει όλο τον κόσμο, και ιδιαίτερα τα καλά παιδάκια.
Ο καημένος ο Πίπης τα είχε χαμένα. Πως ζούσαν οι άνθρωποι. Τι όμορφα που ήταν με τόσο μεγάλη συντροφιά και πετούσε στα τραπέζια τσιμπολογώντας ψίχουλα και ζάχαρη από τους κουραμπιέδες.
             - Ξύπνα Πίπη, τι έπαθες; Ακουσε την φωνή της Μαρούσκας της σκιουρίνας, βαθιά σαν σε όνειρο. Τόση ώρα σου μιλά και συ έχεις μαρμαρώσει.
             - Μα τι έγινε; Ρώτησε ο Πίπης σαστισμένος.
             - Τι θες να γίνει; Παραμονή Χριστουγέννων είναι και όλοι στο δάσος πρέπει να ετοιμαστούμε για την μεγάλη γιορτή.
              - Ώστε δεν ονειρεύομαι; Είμαι εδώ μαζί σας; Ουφ! Ευτυχώς, ο καλός Χριστός που γεννιέται αύριο με λυπήθηκε.
               - Μα που νόμιζες ότι ήσουν: τον ρώτησε ο Μέλιος ο σκίουρος. Και τι να κάνει ο Πίπης τους διηγήθηκε το όνειρο
              - Τώρα όμως νοιώθω ευτυχισμένος που βρίσκομαι ανάμεσά σας.
 Το βράδυ όλα τα ζώα μαζεύτηκαν στο ξέφωτο του δάσους. Κρατούσαν κουκουνάρια, βελανίδια, κάστανα.
               - Είμαστε όλοι έτοιμοι; Φώναξε η κυρά Μαρούσκα η σκιουρίνα, που είχε ξεπροβάλει από την πόρτα της φωλιάς της.
              - Ναι ναι, απάντησαν όλοι δυνατά Φαντάζεστε την χαρά τους όταν μεμιάς τα κλωνάρια του δέντρου φωτίστηκαν από χιλιάδες λαμπιόνια και κόκκινες κορδέλες ανέμιζαν από αυτά.
             - Πολύ ωραία η ιδέα σου, φώναξε ο Πίπης.
             - Χρόνια πολλά, του είπαν όλα τα ζωάκια. Είμαστε πολύ χαρούμενοι που είσαι πραγματικά ευτυχισμένος και χαρούμενος.
Από τότε κάθε χρόνο πυγολαμπίδες, σαν αληθινά λαμπιόνια φωτίσουν το δέντρο που κουρνιάζει o Πίπης ο σπουργίτης για να του θυμίζουν το Χριστουγεννιάτικο όνειρο.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 02:54:12 ΜΜ
Η ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΣΦΥΡΙΧΤΡΑ ΤΗΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ
(http://junior.gr/eleni/images/sfirixtra-palati.gif)
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ένα έρημο ακρογιάλι ήταν κτισμένο ένα κρυστάλλινο παλάτι. Εκεί κατοικούσε η καλή Νεράιδα Βασόρα με πολλούς υπηρέτες και χιλιάδες στρατιώτες. Κρατούσε όμως ένα μυστικό. Είχε αποκτήσει ένα γιο με τον Άρχοντα της Βαγδάτης. Τον είχε μεγαλώσει με αγάπη και τον είχε αναδείξει στον καλύτερο πολεμιστή. Όταν ήρθαν οι μοίρες να τον μοιράνουν, έδωσαν χαρίσματα στο νεογέννητο αγοράκι κι εκείνο με όλα τα συστατικά της ευτυχίας έγινε άντρας δυνατός και ανδρείος. Η αδελφή της μητέρας Νεράιδας αντί για μοίρα του χάρισε μια χρυσή σφυρίχτρα. Μια μαγεμένη χρυσή σφυρίχτρα, για την ακρίβεια.
Ο Βενεζάρ, έτσι έλεγαν τον γιο της Νεράιδας, μεγάλωσε και κάποτε αποφάσισε να βρει την τύχη του σε μέρη μακρινά. Ήταν όμορφο παλικάρι , έξυπνο, ζωηρό και κοιτούσε με θάρρος τον κόσμο που ήθελε να κατακτήσει.  Η καλή Νεράιδα του έδωσε την ευχή της και ο Βενεζάρ αφού κρέμασε την σφυρίχτρα, που δεν αποχωριζόταν ποτέ, στο λαιμό του, πήρε μαζί του εκατό πολεμιστές, δέκα πιστούς υπηρέτες και ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι. Ο πιο πιστός από αυτούς ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας ο οποίος τον συμβούλευε για τα καλά ή τα πονηρά πνεύματα. Για όλα αυτά που προστατεύουν ή κατατρέχουν τους ανθρώπους.
Στο ταξίδι ο Βενεζάρ πήγαινε μπροστά, καβάλα, πάνω στο λευκό του άλογο και πίσω του ακολουθούσαν το καραβάνι με τις καμήλες και τους καβαλάρηδες πολεμιστές. Οι μέρες περνούσαν ώσπου έφτασαν και στην έρημο και τότε ο δρόμος έγινε ακόμα πιο κουραστικός, μονότονος και ατελείωτος.
Ξαφνικά στον ορίζοντα παρατήρησαν κάτι μαύρες σκιές να πλησιάζουν. Ήταν ένα ολόκληρο λεφούσι από ληστές της ερήμου. Πριν καταλάβουν τι γίνεται, το λεφούσι σαν ανεμοστρόβιλος τους τριγύρισε φωνάζοντας τους δυνατά να παραδοθούν.
Ο Βενεζάρ προσπάθησε να τους ξεφύγει και με θάρρος ν’αντισταθεί , αλλά οι ληστές ήταν διπλάσιοι και ρίχνοντας θηλιές έπιασαν τον Βενεζάρ με τους ανθρώπους του.
Τότε θυμήθηκε τη σφυρίχτρα. Σφύριξε δυνατά κι αμέσως οι θηλιές λύθηκαν, τα άλογα έβγαλαν φτερά και άρχισαν να πετούν ψηλά στον ουρανό, πάνω από τα έκπληκτα μάτια των ληστών. Τέτοιο παράξενο δε τον είχαν ξαναδεί. Ο αρχηγός τους όμως σκέφτηκε να τους ακολουθήσουν για να κλείσουν την μαγεμένη σφυρίχτρα. Δυστυχώς δεν κατόρθωσαν τίποτα, διότι η καλή νεράιδα Βασόρα σχημάτισε με το ραβδάκι της ένα πελώριο ωκεανό μεταξύ των ληστών και του Βενεζάρ, με αποτέλεσμα οι ληστές να πνιγούν και να σωθεί το παιδί της.
(http://junior.gr/eleni/images/sfurixtra.jpg)
με αποτέλεσμα οι ληστές να πνιγούν και να σωθεί το παιδί της.
Όταν τελικά ο Βενεζάρ με τους πολεμιστές του κατέβηκαν στη γη, προχωρώντας για αρκετές ώρες είδαν από μακριά δέντρα, σκηνές και πολύ κόσμο. Σταμάτησαν όπως ήταν φυσικό και όλοι περίεργοι κοίταζαν τους νεοφερμένους ταξιδιώτες. Πλησίασαν στην πιο μεγάλη σκηνή. Εκεί καθόταν ένας γέρος με βασιλικά ρούχα. Το υπερήφανο σοβαρό του ύφος έδειχνε ότι έπρεπε να είναι ο Βασιλιάς της φυλής εκείνης.
Τους ρώτησε ποιοι είναι και τι θέλουν. Ο Βενεζάρ απάντησε με λίγα λόγια το λόγο του ταξιδιού τους και τον τρόπο που νίκησαν τους ληστές.
Ξαφνιασμένος ο Βασιλιάς της φυλής από το παράξενο γεγονός της σφυρίχτρας δεν έβρισκε λόγια να ευχαριστήσει  τον Βενεζάρ, τον οποίο και αποφάσισε να κρατήσει κοντά του.
Ο Βενεζάρ έζησε αρκετό καιρό στην ξένη φυλή. Υπηρέτησε τον αρχηγό πιστά μα το μίσος και η ζήλια των υπηκόων γρήγορα τον ανάγκασαν να φύγει. Τον κάλεσε, λοιπόν, ο αρχηγός της φυλής, του έδωσε αρκετές χρυσές λίρες σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, τον ξεπροβόδισε και του είπε:
«Βενεζάρ παιδί μου, δεν μπορώ να εξασφαλίσω τη ζωή σου ανάμεσα σε τόσους εχθρούς που σε τριγυρίζουν. Είσαι ελεύθερος και σ’ευχαριστώ για όσα μου πρόσφερες»
Ο Βενεζάρ με τη σειρά του ευχαρίστησε τον βασιλιά και παίρνοντας τους πολεμιστές του ξεκίνησε να βρει την τύχη του.
Μετά από αρκετούς μήνες ταλαιπωρίας έφτασαν σε μια πολιτεία όπου κάθε εβδομάδα έκαναν  αγώνες για να διαλέξουν τα πιο επιδέξια παλικάρια στο δόρυ και στα όπλα. Ο Βενεζάρ δήλωσε συμμετοχή.
Όλα τα ευγενικά παλικάρια είχαν μαζευτεί για να δουν τον ξένο. Μόλις ο Βενεζάρ έπιασε στο χέρι του το ακόντιο, όλοι τα έχασαν που ήξερε να μεταχειρίζεται τόσο καλά ακόντιο και το άλογό τρέχει γρηγορότερα από τον άνεμο. Κανείς όμως δεν ήξερε για την μαγεμένη σφυρίχτρα και για τα θαύματα που έκανε. Έτσι απόκτησε την εκτίμηση και τη φιλία των ευγενών, αφού ήταν ο καλύτερος κει με διαφορά μεγάλη.
Έτσι ανάμεσα στον πλούσιο κόσμο γνώρισε την Σειλά, μια όμορφη κοπέλα, ευγενική και αγαπητή.
Της φόρεσε ένα δαχτυλίδι διαμαντόπετρα και την έκανε γυναίκα του. Είχε βαρεθεί πια να τρέχει για να βρει την τύχη του. Είχε καταλάβει μετά από τόσες αγωνίες, φόβους και αιχμαλωσίες, ότι η μεγαλύτερη τύχη στον άνθρωπο είναι η υγεία του και η ελευθερία.
Ξέχασε τις δοκιμασίες και με την μαγεμένη σφυρίχτρα έφτιαξε ένα δικό του κόσμο, τον κόσμο που κλείνει μέσα του όλα τα συστατικά μιας ευτυχισμένης οικογένειας. Ζει με βαθιά γεράματα και διηγείται τις ιστορίες του στα παιδιά του και τα εγγόνια. Κάπου την ακούσαμε και μεις και σας την διηγηθήκαμε.
Και από τότε ζούμε όλοι καλύτερα.
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 18, 2008, 04:46:49 ΜΜ
Η ΧΡΥΣΗ ΜΗΛΙΑ
(http://www.junior.gr/eleni/images/xrisimilia1.jpg)
Μια φορά κι έναν καιρό στο περιβόλι του Πέτρου και του Μάνθου φύτρωσε ένα μικρό τοσοδούλη κλαράκι μηλιάς. Τα φύλλα του έλαμπαν στις χρυσοκόκκινες ακτίνες του ήλιου.
«Μπα…», αναρωτιόντουσαν τα δύο παλικάρια, «πως φύτρωσε εδώ, στα καλά καθούμενα, μια μηλιά και μάλιστα χρυσή;»
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε το ροζ συννεφάκι που τους γλίτωσε από την αμηχανία τους. Και έτσι όπως ήταν φουσκωμένο με νεράκι πότισε το χρυσό κλαράκι και να τι τους είπε:
Παλικάρια μου καλά,
Στον κήπο σας εφύτρωσε μια χρυσή μηλιά
Ποτίστε την, κλαδέψτε την
Λίγο να μεγαλώσει
Και τα κλαριά της γρήγορα
Για σας θε να φουντώσει
 
Ο Πέτρος κι ο Μάνθος αν και είχαν μείνει άναυδοι και συνειδητοποίησαν ότι είναι ξύπνιοι και όχι σε όνειρο, αποφάσισαν να κάνουν ότι του είπε το…ροζ συννεφάκι!
Ένας μήνας πέρασε και το μικρό χρυσό κλαράκι έγινε ένα όμορφο φουντωτό δεντράκι. Ένα όμορφο, χρυσό φουντωτό δεντράκι γεμάτο κοκκινόχρυσα μήλα! Ο Πέτρος και ο Μάνθος το φρόντιζαν και το περιποιούνταν γεμάτοι  καμάρι και αγάπη. Μια μέρα είδαν ανάμεσα στα κλαριά του ένα αηδόνι να γλυκοτραγουδά! Ήταν τόσο όμορφα παράξενο που αποφάσισαν να το πιάσουν. Εκείνο δεν αντιστάθηκε καθόλου και κρατώντας το στα χέρια τους το παρακολουθούσαν και θαύμαζαν τα χιλιάδες χρώματα που λαμπύριζαν κάτω από τις χρυσές ανταύγειες που σκορπούσε η μηλιά γύρω γύρω.
(http://www.junior.gr/eleni/images/aidoni.gif)
Ο Πέτρος  και ο Μάνθος το άφησαν ελεύθερο και τώρα ήταν το πιο παράξενο απ’όλα. Το αηδόνι τους κελάηδησε γλυκά και πήγε και κούρνιασε ξανά μέσα στα κλαράκια της χρυσής μηλιάς! Εκείνοι, συνηθισμένοι απ’όλα τα παράξενα που τους είχαν συμβεί, το άφησαν εκεί κι έφυγαν.
Ένα απόγευμα, που ο ήλιος είχε βασιλκέψει, τα δύο παλικάρια ξεκίνησαν για το περιβόλι τους. είχαν να μαζέψουν τους καρπούς από όλα τα δέντρα τους! Ένα δυνατό φως, όμως, γέμισε την γύρω περιοχή και στην ρίζα της χρυσής μηλιάς εμφανίστηκε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Που στα χέρια της κρατούσε ένα αδράχτι και μια ανέμη.
Τα παλικάρια την πλησίασαν και την ρώτησαν ποια είναι και από πού έρχεται…;
«Ροδαυγή με λένε», είπε η κοπέλα, «και είμαι η μονάκριβη κόρη του Άρχοντα της Γαλάζιας πολιτείας, μα η κακιά μου μητριά θέλησε να μου κάνει κακό για να εκδικηθεί τον πατέρα μου και σύζυγό της»
«Μα γιατί;» ρώτησαν απορημένα τα δυο παλικάρια
«Γιατί ο πατέρας μου κατάλαβε πόσο άσχημο χαρακτήρα έχει καινούρια του γυναίκα και αποφάσισε να την διώξει μακριά μας. Μ’έκανε λοιπόν αηδόνι και τα δειλινά γίνομαι άνθρωπος, περιμένοντας εκείνον που θα  με βοηθήσει να λύσει τα μάγια, ώστε να πάρω πάλι την ανθρώπινη μορφή μου. Όσο για τη χρυσή μηλιά, ήταν αγαπημένο μου δέντρο και η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη, όπου κάθε βράδυ κόβω ένα μήλο και του ψιθυρίζω το μήνυμά μου και εκείνο βγάζει φτερά και πετάει στον Πύργο του λυπημένο μου πατέρα για να το ανακοινώσει.
Τα παλικάρια της είπαν πως θέλουν να ακούσουν όλη την ιστορία καθώς και πως θα λύσουν τα μάγια. Η Ροδαυγή, τότε, τους έδειξε το αδράχτι και την ανέμη του Άρχοντα πατέρα της, για να γνέσουν νήμα και να πλέξουν μ’αυτό ένα φόρεμα. Τα κουβάρια θα τα έβρισκαν στο υπόγειό του Παλατιού της Γαλάζια Πολιτείας μέχρι το χάσιμο του φεγγαριού!
Όταν το φόρεμα  ετοιμαστεί θα πρέπει, να διαλέξουν ένα ηλιόλουστο πρωινό, να το πάρουν και με πολύ απαλές κινήσεις να το ρίξουν πάνω στις φτερούγες της. Αφού ξαναγίνει άνθρωπος τότε θα πρέπει να φωνάξουν τρεις φορές το όνομά της.
Ο Πέτρος ρώτησε τι θα έπρεπε να κάνουν στη συνέχεια αλλά η Ροδαυγή του απάντησε πως σιγά σιγά θα γίνουν όλα…
(http://www.junior.gr/eleni/images/rodavgi.gif)
Πράγματι ο Πέτρος και ο Μάνθος ξεκίνησαν για τη Γαλάζια Πολιτεία. Βρήκαν στα υπόγεια τα κουβάρια με το μαλλί και όταν γύρισαν σπίτι τους έφτιαξαν το φόρεμα που έπρεπε να ρίξουν πάνω στη κοπέλα!
Το πρωινό που διάλεξαν ήταν το πιο φωτεινό πρωινό του μήνα αλλά η περιοχή έλαμψε πραγματικά μόλις η Ροδαυγή πήρε την ανθρώπινη μορφή της. Όσο για την χρυσή μηλιά…χάρηκε τόσο πολύ που φούντωσε και πέταξε περισσότερα κλαράκια με χιλιάδες χρυσά μήλα. Η Ροδαυγή έκοψε μερικά και γέμισε ένα καλαθάκι. Το έδεσε με ένα μεγάλο ροζ φιόγκο και το έδωσε στο φίλο της, το ροζ συννεφάκι, να το πάει στον πολυαγαπημένο της πατέρα. Τον άρχοντα της Γαλάζιας Πολιτείας.
Όταν έφτασε στον πύργο, το ροζ συννεφάκι μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και ακούμπησε το καλάθι με τα χρυσά μήλα πάνω σε ένα μεγάλο κρυστάλλινο τραπέζι. Το ροζ συννεφάκι έψαξε στον πύργο και βρήκε τον άρχοντα πατέρα και τον οδήγησε στο δωμάτιο με το κρυστάλλινο τραπέζι. Εκεί τα χρυσά μήλα του διηγήθηκαν όλη την ιστορία της κόρης του και πως περνούσε όσο ήταν μαγεμένο αηδόνι.
Η κακιά μητριά, που έ3μενε ακόμα στον Πύργο, κρυφακούγοντας τα γεγονότα, θύμωσε, μπήκε στην αίθουσα, άρπαξε το καλαθάκι με τα μήλα και τα πέταξε μακριά. Όμως τα μήλα μεταμορφώθηκαν σε πανέμορφα αετόπουλα που άρπαξαν την κακιά μητριά και την πήγαν πολύ μακριά στα πανύψηλα βουνά και έως και σήμερα ζει μόνη της.
Το ροζ συννεφάκι που περνά τακτικά από κει μας λέει, ότι τη βλέπει να κάνει την προσευχή της στο καλό μας Θεό ώστε να την συγχωρέσει για το κακό που έκανε. Εγώ όμως που ξέρω το τέλος κάθε παραμυθιού θα σας εκμυστηρευτώ την αλήθεια.
Ο καλός μας Θεούλης τη συγχώρεσε και την έκανε κουκουβάγια για να είναι πουλί της σοφίας και της γνώσης. Είχε πάρει ένα καλό μάθημα, που από τότε δίνει σοφία και γνώση στους ανθρώπους για να γίνουν και εκείνοι με τη σειρά τους χρήσιμοι στην κοινωνία.
Η πεντάμορφη Ροδαυγή παντρεύτηκε τον Πέτρο και ζούνε ευτυχισμένοι και πολύ πλούσιοι με τη χρυσή μηλιά στο περιβόλι τους.
Έμαθα πως μέχρι και σήμερα ζούνε καλά μα εμείς ζούμε ακόμα καλύτερα!
Τίτλος:
Αποστολή από: gon στις Μάρτιος 23, 2008, 11:13:53 ΠΜ
Η ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, στον απέραντο βυθό της θάλασσας είχε το παλάτι της μία πανέμορφη σειρήνα. Κάθε μέρα μετά το ηλιοβασίλεμα ανέβαινε πάνω στον αφρό, πάντα σ’ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου ήταν ένας μεγάλος βράχος. Εκεί καθόταν, αγνάντευε τα καράβια κι έπαιζε με την κιθάρα της μελωδικούς σκοπούς. Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια.
Μια μέρα όμως, ένα καράβι πέρασε τόσο κοντά της, που ο καπετάνιος του θαμπώθηκε από τη ομορφιά της και την ερωτεύτηκε παράφορα. Τι να έκανε όμως; Το καράβι ταξίδευε και έπρεπε να φτάσει στο προορισμό του! Έπρεπε όμως να της μιλήσει. Να της πει πόσο πολύ ερωτευμένος είναι…και να τι σκέφτηκε!
(http://www.a33.gr/album_thumbnail.php?pic_id=10845)
Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε τον καημό του, το έβαλε μέσα σε ένα άδειο μπουκάλι, το έκλεισε με έναν φελλό και το έριξε στη θάλασσα λέγοντας:
Θάλασσα που σ’αγαπώ
Έλα πάρε τον καημό,
Στο’κλεισα στο μπουκαλάκι
Την κυρά σου έχω μεράκι…
Ύστερα ακούμπησε στην κουπαστή και κοιτούσε το μπουκάλι ώσπου χάθηκε από τα μάτια του. Πέρασαν αρκετές μέρες και κάποια από αυτές η Σειρήνα ανέβηκε πάλι στον αφρό της θάλασσας και βρήκε το μπουκάλι να επιπλέει δίπλα της. Το άνοιξε και διάβασε τι ήταν γραμμένο μέσα. Αμέσως έπεσε σε μεγάλη περισυλλογή. Τα όμορφα λόγια που διάβασε, έκαναν την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. Τον αγάπησε μόνο μέσα από ένα κομμάτι χαρτί… Έπρεπε να βρει τον καπετάνιο. Ναι! Έπρεπε! Αλλά πως; Με ποιον τρόπο;
Πήγε λοιπόν και βρήκε τον αδελφό της τον Ποσειδώνα που είναι Βασιλιάς της Θάλασσας και τον παρακάλεσε να ψάξει να βρει τον αγαπημένο της καπετάνιο. Ο Ποσειδώνας της υποσχέθηκε πως θα εκτελέσει την επιθυμία της, διότι αληθινά ήθελε να την δει ευτυχισμένη.
(http://www.a33.gr/album_thumbnail.php?pic_id=10842)

Η Σειρήνα, γεμάτη χαρά, βούτηξε στο βυθό που ήταν το παλάτι της και άρχισε να χτενίζεται, να πλένεται, να βάφεται. Μέχρι που ειδοποίησε όλες τις γοργόνες να της φτιάξουν το ωραιότερο κολιέ από σπάνια κοράλλια και φιλντισένια όστρακα! Εκείνες υπάκουσαν στη κυρά της θάλασσας και εκτελούσαν κάθε της διαταγή. Μέχρι και ολομέταξες μπλούζες με χρυσοποίκιλτα στολίδια κατάφεραν να φτιάξουν! Οι μέρες, όμως, περνούσαν και ο Ποσειδώνας δεν είχε ανακαλύψει το καράβι με τον αγαπημένο καπετάνιο της αδελφής του….
Κάποιο δειλινό, όταν το φεγγάρι άρχιζε να ασημώνει τον ουρανό με το φως του, έπιασε μια τρικυμία, σήκωσε βουνά τα κύματα κι όσα καράβια έτυχε να περνούν από κει θαλασσοπνίγηκαν. Τα ξάρτια του εσπασαν και τα πληρώματα βρέθηκαν στον απέραντο ωκεανό, όπου κολυμπώντας προσπαθούσαν να σωθούν.
Ανάμεσά τους κάποιος φώναζε :

«Κυρά της θάλασσας που είσαι; Τα κύματα σταμάτησε! Τα καράβια χάθηκαν, σώσε μας πνιγόμαστε…!»

Την απελπισμένη φωνή άκουσε ο Ποσειδώνας! Κολύμπησε γρήγορα κατά κει και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο αγαπημένος καπετάνιος που γύρευε τόσο καιρό! Ο Ποσειδώνας του πέταξε την τρίαινά του. Ο καπετάνιος την άρπαξε αμέσως και μαζί με τον βασιλιά της θάλασσας κατέβηκαν στο βυθό όπου ήταν η Σειρήνα καθισμένη στο θρόνο της και τους περίμενε.
Ο καπετάνιος τάχασε! Πρώτα πρώτα γιατί βρήκε την αγαπημένη του αλλά και από τα πλούτη και την πολυτέλεια που περιτριγύριζαν την γοργόνα του! Και αμέσως σκέφτηκε πως δεν είχε καμία ελπίδα να τον αγαπήσει η γοργόνα…ποια γυναίκα θα άφηνε τέτοια πλούτη;
(http://www.a33.gr/album_thumbnail.php?pic_id=10843)
Η Σειρήνα διάβασε τη σκέψη του αγαπημένου της καπετάνιου. Σηκώθηκε από τον θρόνο της, του άπλωσε τα χέρια και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Εκείνος την πλησίασε και εκείνη λικνίζοντας το κορμί της με την ψαρένια της ουρά και μ’ένα χαμόγελο όλο πονηριά του είπε:

«Σήκωσε το κάθισμα του θρόνου από κάτω θα βρεις ένα χρυσό κασελάκι, άνοιξε το και πες μου τι έχει μέσα…»

Πράγματι εκείνος έκανε όπως του είπε η αγαπημένη του. Ανοίγοντας λοιπόν το κασελάκι βρήκε ένα γράμμα, ένα σπαθί, ένα παξιμάδι κι ένα μπουκαλάκι γεμάτο από το νερό της ζωής. Κοίταξε με απορία την Σειρήνα σαν νά'θελε να της πει, τώρα τι πρέπει να κάνω; Από την αμηχανία τον έβγαλε η αγαπημένη του λέγοντας:
«Σ’αγαπώ κι εγώ καλέ μου καπετάνιε, όμως υπάρχει κάποια δυσκολία. Για να γίνω γυναίκα σου διάβασε πρώτα το γράμμα»

Ο καπετάνιος το άνοιξε αρχίζοντας να διαβάζει δυνατά:
« Για να παντρευτεί η Σειρήνα τον άντρα που θα αγαπήσει, πρέπει πρώτα η Σειρήνα να γίνει άνθρωπος με πόδια και ο μελλοντικός σύζυγος να της προσφέρει ένα παλάτι στη στεριά για να ζήσουν. Μετά, έχοντας για όπλα το σπαθί και το παξιμάδι πρέπει να νικήσει τον στρατό της Νεραιδοχελώνας που πολιορκεί τον βυθό της θάλασσας και αφού την πιάσει αιχμάλωτη πρέπει να την καταφέρει να του μαρτυρήσει το μυστικό με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιήσει το μπουκαλάκι με το νερό της ζωής»
Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι του, έπιασε από τη μέση την αγαπημένη του και της είπε:
«Η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη που θα κινήσω γη και ουρανό και θα βρω την άκρη και θα σε κάνω γυναίκα μου. Άσε με όμως να ξεκουραστώ λίγο για να έχω καθαρό μυαλό να σκεφτώ».
Πράγματι πήγε να ξεκουραστεί, μα ήταν τόσο ταλαιπωρημένος από το ναυάγιο που τον πήρε ένας βαθύς ύπνος και είδε ένα παράξενο όνειρο.
Ένα μεγάλο γαλάζιο αστέρι με κεφάλι ανθρώπου ήρθε και κάθισε δίπλα του, κρατώντας το γράμμα που πριν λίγο είχε διαβάσει.
- Τι το θέλεις εσύ; Ρώτησε ο καπετάνιος.
- Για σένα το έφερα, απάντησε το αστέρι, και στάσου να ακούσεις προσεκτικά ό,τι θα σου πω.
Ανακάθισε ο καπετάνιος στο κρεβάτι, άνοιξε διάπλατα μάτια και αυτιά και άκουσε προσεχτικά το αστέρι.
«Αυτά που θα ακούσεις είναι η λύση που θέλεις στο αίνιγμα του προβλήματος που γράφει το γράμμα. Λοιπόν, πρώτα πρέπει να πας να εξοντώσεις το στρατό της Νεραιδοχελώνας. Στο σπαθί που θα κρατάς στα χέρια σου, εγώ θα δώσω δύναμη και έτσι θα νικήσεις όλο το στρατό. Με το παξιμάδι στο χέρι, πλησίασε το στόμα της Νεραιδοχελώνας μα πρώτα, πριν της το ρίξεις στο στόμα, βούτηξέ το και τύλιξέ το σε τούτα εδώ τα φύκια…»
…»Μόλις φάει το τυλιγμένο παξιμάδι θα γίνει ήρεμη σαν αρνάκι. Τότε πρέπει να ενεργήσεις γρήγορα. Κόψε της την ουρά και υποχρέωσέ την να σου μαρτυρήσει το μυστικό για το πώς θα χρησιμοποιήσεις το μπουκαλάκι με το νερό της Ζωής. Ύστερα θ’ανέβεις στον αφρό της θάλασσας, παρακαλώντας τον Βασιλιά Ποσειδώνα να σου δώσει ένα καράβι για να πας στις γαλάζιες βουνοκορφές, όπου εκεί θα φτιάξεις το παλάτι που θα καθίσεις με την αγαπημένη σου γυναίκα»
- Και πως θα φτιάξω το παλάτι; Ρώτησε ο καπετάνιος
- Πολύ απλά! Πάρε τόσα βότσαλα όσα τα δωμάτια που θα κάνεις, γέμισε το χρυσό κασελάκι με άμμο, γέμισε κι ένα μεγάλο μπουκάλι νερό της θάλασσας και σαν φτάσεις στις γαλάζιες βουνοκορφές φώναξέ με!
Κατενθουσιασμένος κι ευτυχισμένος ο καλός καπετάνιος ευχαρίστησε το γαλάζιο αστέρι για το καλό που του έκανε, μα κείνη τη στιγμή τ’αστέρι χάθηκε κι εκείνος ξύπνησε αναστατωμένος με όσα είχε δει. Και το πιο παράξενο είναι ότι δίπλα του ήταν ένας μεγάλος σωρός από φύκια!
Έκανε το σταυρό του για την τύχη που είχε και πήγε στην αγαπημένη του Σειρήνα. Της είπε πως είναι έτοιμος να εκπληρώσει το καθήκον του για την ευτυχία τους και κρατώντας το σπαθί, το παξιμάδι και το μπουκαλάκι αποχαιρέτησε την αγαπημένη του.
(http://www.a33.gr/album_thumbnail.php?pic_id=10844)
Νίκησε τον στρατό της Νεραιδοχελώνας, καθώς και όλα όσα είχε δει στον ύπνο του. Είχε φτάσει η στιγμή για το μυστικό και η Νεραιδοχελώνα του είπε πως με το νερό θα πρέπει να ραντίσει την ουρά της Σειρήνας και μετά να πιουν και οι δύο από αυτό!
Έτσι κι έκανε. Και ναι! Καλά το φανταστήκατε! Στη θέση της ουράς εμφανίστηκαν πόδια κι ή Σειρήνα έγινε ένας κανονικός άνθρωπος!
Ο καπετάνιος όμως είχε να ολοκληρώσει το έργο του. Δίνοντας ένα γλυκό φιλί στη αγαπημένη του έφυγε για τις Γαλάζιες βουνοκορφές, όπου εκεί αφού μάζεψε τα βότσαλα φώναξε το γαλάζιο αστέρι!
Το γαλάζιο αστέρι χαμογελώντας κάλεσε το καλό πνεύμα της χαράς και της ευτυχίας και του έδωσε διαταγή να φτιάξει το παλάτι που ήθελε ο καπετάνιος.
(http://www.a33.gr/album_thumbnail.php?pic_id=10846)
Μονομιάς ένα δυνατό φως πλημμύρισε όλον τον τόπο. Οι βουνοκορφές παραμέρισαν και χιλιάδες εργάτες παρουσιάστηκαν όπου κάθε ένας είχε από τέσσερα χέρια. Έτσι το παλάτι μέχρι το βράδυ ήταν έτοιμο. Έτσι όλα έγιναν πραγματικότητα για τον καπετάνιο και την Σειρήνα, που ευτυχισμένοι έκαναν τον γάμο τους μέσα σ’ένα καράβι για να μπορεί να είναι στο γάμο και ο αδελφός τους ο Ποσειδώνας!
Το τι γλέντι έγινε δεν περιγράφεται. Το καράβι, πλημμυρισμένο φώτα, έμοιαζε σαν γαλαξίας αστεριών, χιλιάδες γοργόνες με τις κιθάρες έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν. Τα δελφίνια έκαναν βόλτες γύρω από το πλοίο, οι γλάροι είχαν γεμίσει τα ξάρτια και μαζεμένες ψαροπαρέες γύρω από το καράβι περίμεναν με ανοιχτό το στόμα τις λιχουδιές που τους πετούσαν!
Σαν νύχτωσε και το γλέντι τελείωσε, η αυλαία έκλεισε και το νιόπαντρο ζευγάρι πάνω στην χρυσή άμαξα, δώρο του Ποσειδώνα, έφυγαν για το παλάτι τους.
Εκεί ζουν ευτυχισμένοι και όσοι περνούν από τις γαλάζιες βουνοκορφές, λένε ότι ακούνε τα μελωδικά τραγούδια της Σειρήνας να τραγουδά την ευτυχία και την αγάπη του άντρα της.
Λένε ακόμα ότι περνάνε καλά μα εμείς περνάμε καλύτερα…!