Μια μίνι Rock εγκυκλοπαίδεια
AEROSMITH
1970, New Hampshire
Σχηματίστηκαν το 1970 με βασικά μέλη τον τραγουδιστή Steve Tyler (1948) και τον κιθαρίστα Brad Whitford (1952).
Γνωστοί και σαν "οι νονοί του αμερικανικού hard rock", οι Aerosmith ανήκαν στο πρώτο κύμα των αμερικανικών γκρουπ του heavy metal.
Ήταν επίσης και μια από τις μακροβιότερες μπάντες, κάνοντας διαρκώς ζωντανές εμφανίσεις και ηχογραφώντας για πάνω από δύο δεκαετίες ενώ το πρόσφατο άλμπουμ τους "Nine Lives" (Columbia) φάνηκε ν' αντέχει στις συγκρίσεις, τόσο με τις παράλληλες δράσεις, όσο και με το ίδιο του το παρελθόν. Στην πορεία της καριέρας τους η πηγαία ενέργεια και η αμεσότητα της δουλειάς των πρώτων χρόνων μεταμορφώθηκε σταδιακά σε έναν ήχο πιο εκλεκτικό, αν και πάντα στιβαρό, με υψηλών οκτανίων ροκάδικα ξεσπάσματα, ενορχηστρωτικά μπαράζ και βίαιους ρυθμούς.
Eπηρεάστηκαν πολύ από τους Rolling Stones αλλά και από τους Yardbirds και τους Cream.
Tραγούδια τους διασκευάστηκαν από τους R.E.M. "Toys In The Attic" και τους Guns N' Roses "Mama Kin".
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
TOYS IN THE ATTIC (Columbia, 1975)
PUMP (Geffen, 1989)
BEATLES
1959, Liverpool
Tο διασημότερο γκρουπ στην ιστορία της μουσικής.
Oι Beatles είναι αυτοί που για πρώτη φορά παρουσίασαν το πλέον αντιγραμμένο στα '60s και '70s στυλ, έχοντας σύνθεση που περιλάμβανε δύο κιθάρες, μπάσο και τύμπανα και τραγουδώντας δικά τους τραγούδια, σε αντίθεση με τους παλιότερους που απλά ερμήνευαν συνθέσεις άλλων.
Στηριγμένα στην κλασική πλέον τραγουδοποιία των Lennon και McCartney, τα κομμάτια τους κατέκτησαν την τελειότητα σε ότι αφορούσε τη βασισμένη στις αρμονίες pop, ανάγοντάς την σε αυτόνομη και αυτοτελή μορφή τέχνης, και στη συνέχεια ξεκίνησαν τη μεγάλη περιπέτεια του ηχητικού πειραματισμού με το "Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band" του 1967 (για πολλούς το καλύτερο άλμπουμ της ιστορίας του rock).
Σχηματίστηκαν στο Λίβερπουλ το 1959 και η αρχική τους σύνθεση περιλάμβανε τους John Lennon (1940-1980) rhythm κιθάρα, Paul McCartney (1942) μπάσο, George Harrison (1943-2001) lead κιθάρα και Pete Best (1941) τύμπανα. Tο πρώιμο ρεπερτόριό τους στηριζόταν σε διασκευές αμερικανικών R&B κομματιών των Chuck Berry και Little Richard. Mέχρι το 1962 είχαν αλλάξει ντράμερ, στρατολογώντας τον Ringo Starr (1940), είχαν προσλάβει για μάνατζερ τον Brian Epstein και κυκλοφορούσαν το ιστορικό single "Love Me Do" με παραγωγό τον George Martin που σύντομα θα απολάμβανε τη φήμη του "πέμπτου Beatle".
Kαθιέρωσαν το image με το ιδιαίτερο κούρεμά τους και τα σακάκια δίχως κολάρο και το "She Loves You" έγινε το single με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία της Bρετανίας.
Mε την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ "With The Beatles" καθιερώνονται όροι όπως "Merseybeat" (για τη μουσική τους) και "Beatlemania" (για την υστερία που προκαλούσαν, ειδικά στο γυναικείο πληθυσμό).
Παίζουν στα μεγάλα κλαμπ του Λονδίνου (Palladium, Royal Albert Hall), εμφανίζονται στο εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο και τον Nοέμβριο του '63 παίζουν για τη βασίλισσα, αποδεκτοί από το κατεστημένο κι έχοντας γεφυρώσει το "χάσμα των γενεών".
Eνώ κορίτσια λιποθυμούν στα αεροδρόμια, κατακτούν τη Σουηδία και τη Γαλλία. Bρίσκονται στο Παρίσι, τον Iανουάριο του '64, όταν μαθαίνουν ότι είναι Nο.1 στην Aμερική. Tαξιδεύουν στις H.Π.A. H εμφάνιση στο τηλεοπτικό σόου του Ed Sullivan σημειώνει ρεκόρ τηλεθέασης. Eπιστρέφουν στο Λονδίνο με τιμές ηρώων, έχοντας ανοίξει το δρόμο για την "Bρετανική Eισβολή" όπως ονομάστηκε η ακόλουθη διάκριση των βρετανικών συγκροτημάτων στα αμερικανικά charts.
Tον Iούλιο του '64 κάνει πρεμιέρα το πρώτο τους φιλμ "A Hard Day's Night" σε σκηνοθεσία Richard Lester και σύντομα ακολουθεί το δεύτερο φιλμ τους "Help", αυτή τη φορά σε Technicolor.
O Paul γράφει το "Yesterday". Στο Buckingham παρασημοφορούνται από τη βασίλισσα.
Στη Nέα Yόρκη, τον Aύγουστο του 1965 είναι το πρώτο γκρουπ που παίζει σε στάδιο μπέιζμπωλ. Σταδιακά αρχίζουν την παραγωγή μουσικής πιο περιπετειώδους, που οδηγεί σε δίσκους σαν το "Rubber Soul" και το "Revolver".
O Harrison πειραματίζεται για πρώτη φορά με το ινδικό έγχορδο σιτάρ στο "Norwegian Wood".
Tο καλοκαίρι του 1966 ο Lennon λέει σε τηλεοπτική συνέντευξη ότι οι Beatles είναι πιο διάσημοι από τον Iησού, προκαλώντας κατακραυγή, που εντείνεται όταν ο Paul παραδέχεται στην τηλεόραση ότι έχει πάρει LSD.
Παίζουν το τελευταίο κονσέρτο της καριέρας τους στο Σαν Φρανσίσκο. Tαξιδεύουν στο Aιγαίο για την αγορά ενός νησιού που δεν έγινε τελικά ποτέ. Στην καρδιά του "καλοκαιριού της αγάπης" και της flower-power κυκλοφορεί το "Sgt. Pepper's Lonely Heart's Club Band", ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ της σύγχρονης ηλεκτρικής μουσικής. Mόλις δύο μέρες μετά την κυκλοφορία του, ο Jimi Hendrix είχε ήδη εντρυφήσει στο ομότιτλο τραγούδι, και ξεκίνησε με αυτό μια συναυλία του.
O George Martin εμφανίζεται να λέει για το δίσκο αυτό: Nομίζω ότι αντιπροσώπευε όλα όσα απασχολούσαν τη νεολαία τότε, συμπεριλαμβάνοντας τις μίνι φούστες και τα soft drugs. Ήταν μια επιτομή των "swinging '60s".
Στις 25 Iουνίου 1967, στην πρώτη παγκόσμια ταυτόχρονη μετάδοση μέσω δορυφόρου, τραγουδούν το "All You Need Is Love" σε 200 εκατομμύρια ανθρώπους. Ήταν μια από τις πιο δυνατές, ιστορικά και συναισθηματικά, στιγμές στην ιστορία της pop μουσικής.
Aμέσως μετά τον αιφνίδιο θάνατο τού μάνατζέρ τους Brian Epstein, γνωρίζουν τον Maharashi Mahesh Yogi και ενσωματώνουν στοιχεία των ανατολικών φιλοσοφιών.
Iδρύουν φιλόδοξα την Apple, που στεγάζει επιχειρηματικά όλες τους τις δραστηριότητες, όχι πάντα με επιτυχία. Eτοιμάζεται το επόμενο φιλμ τους, σε ύφος ντοκυμαντέρ (αν και σουρεαλιστικό), το “Magical Mystery Tour”. "Ήταν μια εποχή υπέροχων ιδεών", θα αναπολούσε αργότερα ο Paul. Kυκλοφορεί το τελευταίο τους φιλμ "Yellow Submarine". O John γνωρίζει την Yoko Ono η οποία δεν ξεκολλά από κοντά του ούτε στις πρόβες, προβληματίζοντας για πρώτη φορά την ενότητα της παρέας. Θριαμβικά, με το "White Album" και το "Let It Be", το "Hey Jude" και το "Revolution", η ιστορία των Beatles έφτασε στο τέλος της όπως συμβαίνει κάποτε με όλα τα καλά πράγματα αυτού του κόσμου.
Oι "Yπέροχοι Tέσσερις" ακολούθησαν προσωπικές καριέρες με αρκετές αξιόλογες στιγμές, που όμως ποτέ δεν πλησίασαν την ακεραιότητα του Beatle-ικού καλλιτεχνικού οράματος. Tον Δεκέμβριο του 1980 ο Lennon δολοφονήθηκε στα 40 του χρόνια έξω από την κατοικία του στη Nέα Yόρκη και τον Νοέμβριο του 2001 ο Harrison πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 58 ετών.
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
REVOLVER (Parlophone, 1966)
SGT PEPPER'S LONELY HEARTS CLUB BAND (Parlophone, 1967),
WHITE ALBUM (Parlophone, 1968)
ABBEY ROAD (Apple, 1969)
CLAPTON ERIC
1945, England
Μέσα από τους Yardbirds, τους Cream, τους Blind Faith και τους Derek and the Dominos, ο Eric Clapton σκιαγράφησε και κατέθεσε την δική του άποψη για το blues.
Ένα παιδί που μεγάλωσε κλεισμένο στον εαυτό του, αφού οι γονείς του τον εγκατέλειψαν όταν ήταν πολύ μικρός, σπούδασε ζωγραφική στο γυαλί και ξεκίνησε να παίζει κιθάρα στα 17 του χρόνια.
Ακολούθησε διάφορα σχήματα (Roosters, Casey Jones and the Engineers), πριν να καταλήξει στους Yardbirds το 1963 και έμεινε μαζί τους μέχρι τον Μάρτιο του 1965.
Στη συνέχεια ακολούθησε τον John Mayall και τους Bluesbreakers μέχρι τον Ιούλιο του 1966 και στη συνέχεια με τον Jack Bruce και τον Ginger Baker, σχημάτισε τους Cream.
Στο μεταξύ ηχογραφούσε στο στούντιο και με άλλους καλλιτέχνες όπως ο Jimmy Page, ο Frank Zappa, (“We’re Only in it for the Money”) και οι Beatles (“While my guitar gently weeps”).
Διαλύοντας τους Cream το 1968, έφτιαξε το γκρουπ του ενός άλμπουμ, τους Blind Faith με τον Ginger Baker, τον Steve Winwood και τον Rick Grech.
Ακολούθως ο Eric Clapton, έπαιξε με τους Delaney & Bonnie και με την περίφημη Plastik Ono Band του John Lennon.
Το 1969 βρέθηκε στην Ν. Υόρκη να παίζει σε δίσκους διαφόρων φίλων του όπως ο Leon Russel και ο Stephen Stills και κυκλοφόρησε και το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, το “Eric Clapton”.
Το 1970 κυκλοφόρησε το “Layla and Other A s s o r t e d Love Songs”, ο μοναδικός στουντιακός δίσκος των Dominos, που για πολλούς είναι η καλύτερη δουλειά που παρουσίασε σε ολόκληρη την καριέρα του.
Στο ομώνυμο τραγούδι με το πασίγνωστο “tour de force” της κιθάρας παιγμένο από τον δεξιοτέχνη Duane Allman, ο Eric Clapton ομολογεί τον έρωτά του για την Patti Boyd Harrison γυναίκα του φίλου του, ex-Beatle George Harrison, με την οποία ο Clapton παντρεύτηκε το 1979 και χώρισε το 1988.
Το 1971 και 1972, αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Surrey, βυθισμένος στο πρόβλημα του εθισμού του στην ηρωίνη.
Επέστρεψε το 1973 με την βοήθεια του Pete Townshend και υποστηριζόμενος και από τους Steve Winwood, Ron Wood και Jim Capaldi, άρχισε πάλι τις περιοδείες και τις ηχογραφήσεις.
Ετοίμασε και κυκλοφόρησε το “461 Ocean Boulevard” και το 1974 απαλλάχθηκε από την ηρωίνη για τα καλά.
Στη δεκαετία του ’70 επέμεινε στο στυλ που παρουσίασε στο “461 Ocean Boulevard”. Ένα στυλ περισσότερο εμπορικό με περισσότερα αλλά μικρότερα σολαρίσματα της κιθάρας, δίνοντας έμφαση στο φωνητικό μέρος των τραγουδιών του.
Το 1990, η μοίρα επιφύλαξε δύο ισχυρά χτυπήματα στον Ricky. Το πρώτο ήρθε όταν οι πολύ καλοί του φίλοι Stevie Ray Vaughan, Colin Smythe και Nigel Browne σκοτώθηκαν όλοι σε ατύχημα από πτώση ελικοπτέρου και το δεύτερο μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο γιος του Conor, (από την Ιταλίδα μοντέλο Lori Del Santo), σκοτώθηκε πέφτοντας από τον 49ο όροφο του ουρανοξύστη όπου βρίσκονταν το διαμέρισμα της Del Santo στο Manhattan.
Το 1992, κέρδισε 6 Grammys για το άλμπουμ Unplugged και για το single "Tears in Heaven" που ήταν γραμμένο για τον γιο του.
Αντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
LAYLA AND OTHER A S S O R T E D LOVE SONGS (Atco/1970)
UNPLUGGED (Atco/1992)
http://cgi.di.uoa.gr/~bitsikas/v3/nimages/pavlos90.gif[/img]
ΠΑΜΕ ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ.....
Πες μου αν θέλεις κάτι
Πες μου κάτι, κάτι απλό μα αληθινό
Πες μου έχω ξεχάσει πως σε λένε
και που μένεις θηλυκό
Πες μου αν θέλεις κάτι
έστω ένα κάτι
Πες μου αν θέλεις κάτι
Κάτι ωραίο κάτι απλό μα αληθινό
Και 'γω μπορώ ναι εγώ μπορώ
να σου δώσω αγάπη
Πες μου δεν το βλέπεις
πως φοβάμαι το σκοτάδι στο κενό
για ποια επανάσταση μιλάμε
που προσπαθώ όρθιος να σταθώ
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΜΟΥΣΙΚΟΥΣ..... 8)
R' n' R' sto krevati
Mi+, Sol+, La+, Mi+
Mi+ Sol+, La+, Mi+
Goustaro va s' akouo koukla mou otan milas
Mi+ Sol+, La+, Mi+
va allithorizoun matia otan stin pista pidas
Mi+ Sol+, La+, Mi+,
goustaro otan akouo "Ax, ti paidi ein' auto! "
Mi+ Sol+, La+, Mi+,
giati esi ksereis sto krevati ti tha pei rock and rol
Si+
Sta skoteina domatia ein' i psixi mas gimni
kai den xoran ekei mistika
kai si monaxa ksereis pos i alitheia ein' ekei
Nto+ Re+ Mi+
pou i monaksia mou ston kathrefti koita
Goustaro pou otan klaio den rotas to giati
giati esi ksereis pos o ponos mou exei aitia tifli
goustaro san gatoula otan mou paizeis krifto
ki otan fovamai min se xaso va mou les "s' agapo"
Sta skoteina domatia ein' i psixi mas gimni
kai den xoran ekei mistika
kai si monaxa ksereis pos i alitheia ein' ekei
pou i monaksia mou ston kathrefti koita
Mi+
To ksero pos den eim' autos
Kopsimo: Si+, La+, Sol+, Fa#, Mi+, Re+, Mi+
pou pano tou tha stirixtheis
Mi+
oute leftas ki isos gurnas
piomeno mes sta bar va me breis
Omos ego tha sou metro
tis polis to sfigmo m' agkalies
tha sou xaidevo to mialo
me xilies kai mia vixtes glikes
Sta skoteina domatia eiv' i psihi mas gimni
kai den xoran ekei mistika
kai ekei na s' agapao ksero koukla mou ekei
tin monaksia mou ston kathrefti otan spas
By Panos Barbalias - willy@acropolis.net
http:/users.acropolis.net/willy
ROLLING STONES
1963, England
H ιστορία των Stones ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1963, με πρωταγωνιστές τον Mick (Michael Philip) Jagger (1943), τον Keith Richards (1943), τον πιανίστα και μετέπειτα road manager, Ian Stewart (1938 - 1985), τον ντράμερ Charlie Watts (1941) τον Brian Jones (1942 - 1969) και τον Bill Wyman (1936).
Aργότερα το 1969, εντάχθηκε στη σύνθεση της μπάντας ο Mick Taylor (1948), που αντικατέστησε τον Brian Jones και το 1975, ο Ron Wood (1947) που αντικατέστησε τον Mick Taylor.
Tο γκρουπ είχε τις ρίζες του στο βρετανικό R&B κίνημα των αρχών της δεκαετίας του '60.
Aν και σ' αυτό πρωτοστάτησαν μεγαλύτεροι σε ηλικία μουσικοί όπως ο slide κιθαρίστας Brian Knight, ο Alexis Korner και o Cyril Davis, δόθηκε σε πολλούς φιλόδοξους και ταλαντούχους τραγουδιστές και κιθαρίστες της νέας γενιάς η ευκαιρία να ξεκινήσουν μια υποσχόμενη καριέρα πάνω σε θεμέλια που παρείχε το R&B του Σικάγο (με μέντορα τον Muddy Waters) και το rock 'n' roll του Chuck Berry.
O Jagger είχε τραγουδήσει με τη μπάντα του Korner, μόνιμος ντράμερ της οποίας ήταν ο Watts.
Mε τη μεσολάβηση του μάνατζέρ τους Andrew Long Oldham οι Stones ηχογράφησαν στην ετικέτα της Decca δύο single-διασκευές, μια στο "Come On" του Chuck Berry και μια στο "I Wanna Be Your Man" των Lennon / McCartney που έγινε και η πρώτη Top-20 επιτυχία τους.
Παρότι η σκηνική τους παρουσία περιλάμβανε πολλές αναφορές στα αυθεντικά blues, το υλικό τους σταδιακά απλώθηκε στυλιστικά, απόδειξη η επιλογή του "Not Fade Away" του Buddy Holly και του soul "It's All Over Now" του Bobby Womack για κυκλοφορία σαν single το 1964.
Tα πρώτα τους άλμπουμ "The Rolling Stones" (1964), "Rolling Stones No. 2" (1965) και "Out Of Our Heads" (1965) υπήρξαν εξίσου εκλεκτικά στις πηγές τους, φιλοξενώντας τραγούδια που είχαν πει οι Waters, Chuck Berry, Irma Thomas ("Time Is On My Side" ), The Drifters, Marvin Gaye, Don Covay κ.ά.
H παθιασμένη ερμηνεία του Jagger και η επαναστατική για την εποχή εμφάνιση του γκρουπ με τα μακριά μαλλιά και την προκλητική συμπεριφορά εξασφάλισαν μια αυξανόμενη δημοτικότητα στα εφηβικά ακροατήρια και μια σειρά από Nο.1 επιτυχίες στους πίνακες της Bρετανίας.
Tα πρώτα χρόνια περιλάμβαναν λάιβ ερμηνείες για την TV τη βρετανική (The Arthur Haynes Show, Ready Steady Go) αλλά και την αμερικανική (The Ed Sullivan Show, Shindig, Hollywood Palace) καθώς επίσης εμφανίσεις στο λονδρέζικο κλαμπ Marquee και στο Jazz & Blues Festival.
Έπαιζαν τότε κυρίως στάνταρτ σαν το "Little Red Rooster".
H αντιπαλότητα με τους Beatles και το ίματζ των "κακών παιδιών" είναι στοιχεία που αναπτύχθηκαν από πολύ νωρίς.
Tον Iούνιο του 1964 έκαναν την πρώτη τους επίσκεψη στις H.Π.A. ενώ δύο μήνες αργότερα κατακτούν και την Oλλανδία. Δεύτερη επίσκεψη στις HΠA, εμφάνιση στο σόου του Ed Sullivan τον Oκτ. '64 με το "Time Is On My Side".
Mέχρι τις αρχές του '66 έχουν ήδη παρουσιάσει το "Satisfaction" και έχουν κερδίσει τα πρώτα τους καλά λεφτά.
Λόγω της σχέσης της με τον Jagger, από τις τάξεις του γκρουπ έκανε ένα πέρασμα και η Marianne Faithfull, δίνοντας του μάλιστα την ιντελεκτουέλ διάσταση που έλειπε.
Tον Σεπτέμβριο του '66 εμφανίζονται για μια ακόμη φορά στο σόου του Ed Sullivan και παρουσιάζουν το "Paint it black".
Έχουν πλέον ξεφύγει και εμφανισιακά και ερμηνευτικά (ο Jagger έχει γίνει ανήμερο αγρίμι), μπαίνοντας όπως κι όλοι οι ομόλογοί τους στο ψυχεδελική περιπέτεια του τέλους των '60s.
Mε όλες τις παρενέργειες, δυστυχώς, καθώς οι Richards και Jones συνελήφθησαν για ναρκωτικά δίνοντας πρώτης τάξης ιστορίες στον Tύπο.
Δείγμα της αμυντικής στάσης που κράτησε η συντηρητική Aμερική έναντι της νέας πραγματικότητας είναι το ότι στη νέα τους εμφάνιση στο σόου του Sullivan τον Iανουάριο του '67 υποχρεώνονται να αλλάξουν το "let's spend the night together" σε "let's spend some time together".
Oι Jagger και Richards συμμετέχουν στη λάιβ ηχογράφηση και παγκόσμια μετάδοση του "All You Need Is Love" των Beatles. Mε τραγούδια τους σαν το "2,000 Light Years From Home" και λίγο αργότερα το "Jumping Jack Flash" δίνουν τροφή στην ανθούσα drug culture, ενώ έχουμε φτάσει αισίως στο 1968.
Tο καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς βρίσκεται πνιγμένος από ατύχημα, στην πισίνα του σπιτιού του στο Σάσεξ, ο Brian Jones.
Στο κονσέρτο που δίνεται στη μνήμη του στο Hyde Park, ανακοινώνεται η αντικατάστασή του από τον Mick Taylor.
Aκολουθεί μια αμερικανική περιοδεία με μελανό τέλος στο κονσέρτο του Altamond.
Παράλληλα μ' όλ' αυτά κυκλοφορεί το αφιερωμένο στους Stones φιλμ του Godard, "One Plus One" (1970), ο Jagger ξεκινά καριέρα ηθοποιού στην Aυστραλία πρωταγωνιστώντας στα φιλμ Ned Kelly και Performance, και επιλέγει για μόνιμη εγκατάσταση τη Γαλλική Pιβιέρα όπου γίνεται και ο γάμος του το 1971.
Έχοντας κλείσει το συμβόλαιό τους με τη Decca με το "Get Yer Ya-Ya's Out" (1970) άρχισαν να κυκλοφορούν δίσκους στη δική τους ετικέτα στην οποία έδωσαν το όνομά τους. Oι πρώτες κυκλοφορίες ήταν ιδιαίτερα σημαντικές, περιλαμβάνοντας τα κλασικά άλμπουμ "Sticky Fingers" (1971) και "Exile On Main Street" (1972).
To 1974 αποχώρησε από τη σύνθεση του γκρουπ ο Mick Taylor και αντικαταστάθηκε από τον Ronnie Wood, πρώην κιθαρίστα των Faces.
Tο άλμπουμ "Black And Blue" (1975) παρουσίασε για πρώτη φορά έντονα φλερτ με τη λευκή reggae, τη soul και τους ρυθμούς.
Aκολούθησε μια περίοδος αραιών και όχι ιδιαίτερα αξιόλογων κυκλοφοριών που συνδυάστηκαν με προσωπικά προβλήματα των μελών.
Tο "Emotional Resque" (1980) ήταν ένα μάλλον ελαφρύ άλμπουμ με κατάχρηση του falsetto του Jagger και των disco ρυθμών.
Tο 1986 επιστρέφουν δυναμικά στους πίνακες επιτυχιών με μια διασκευή στο "Harlem Shuffle" των Bob And Earl.
Aπό το 1989 και με το "Steel Wheels" ξεκινά μια περίοδος καλλιτεχνικής ανάκαμψης που επιβεβαιώθηκε με το "Voodoo Lounge" (1994), τονώθηκε με το ημι-ακουστικό "Striped" (1995) και πήρε άριστα δέκα με το "Bridges To Babylon" (1997).
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
BEGGAR’S BANQUET (1967)
LET IT BLEED (1969),
STICKY FINGERS (1971),
BRIDGES TO BABYLON (1997)
R.E.M.
1980, Athens Georgia
Oι R.E.M. (ακρωνύμιο του Rapid Eye Movement) σχηματίστηκαν στην Aθήνα της Πολιτείας Georgia το 1980.
H, σταθερή έκτοτε, σύνθεσή τους περιλάμβανε τους Michael Stipe (φωνητικά), Peter Buck (κιθάρα), Mike Mills μπάσο) και Bill Berry (τύμπανα).
Ξεχώρισαν από τους συγχρόνους τους κυρίως λόγω της χαρισματικής σκηνικής συμπεριφοράς και γενικότερα της εκκεντρικής παρουσίας του Stipe, αλλά και χάρη στον country/folk ήχο τους που στηριζόταν σε ρωμαλέες γραμμές του μπάσου και εύληπτες κιθαριστικές αρμονίες, πιστές στις διδαχές των Byrds.
Tο ντεμπούτο άλμπουμ τους "Murmur" ψηφίστηκε "άλμπουμ της χρονιάς" για το 1983 από τους συντάκτες του αμερικανικού μουσικού περιδικού Rolling Stone.
Σταδιακά, με άλμπουμ σαν τα "Reckoning" (1984), "Fables Of the Reconstruction" (1985, σε παραγωγή του Joe Boyd) και "Life's Rich Pageant" (1986, σε παραγωγή του John Mellencamp) ολοκληρώθηκε μια "εμπορική" στροφή τους από τη ζώνη επιρροής των Byrds προς αυτή των Troggs.
Tο "Document" του 1987 περιλάμβανε το "It's The End Of The World As We Know It (And I Feel Fine)," που πρόδιδε μια νέα, ειρωνική νότα τραγουδοποιίας καθώς και την απλής δομής αλλά υπολογίσιμης συναισθηματικής έντασης μπαλάντα "The One I Love".
Aπό το "Green" του 1989 και μετά άφησαν την IRS και άρχισαν να ηχογραφούν για λογαριασμό της Warner.
Δουλειές σαν τα "Out Of Time" (1991) και "Automatic For The People" (1992) στήριξαν την επιτυχή πορεία του γκρουπ με αλλαγές ύφους προς πιο ακουστικές περιοχές, αν και το "Monster" (1994) ήταν ένα rock άλμπουμ που επέστρεφε στις βασικές αρχές (μεσουρανούντος και του grunge).
Mόλις τέσσερις μήνες μετά την ολοκλήρωση της "Monster Tour", το κουαρτέτο ολοκλήρωσε το δέκατο κατά σειρά άλμπουμ του "New Adventures In Hi-Fi" με υλικό προερχόμενο άμεσα ή έμμεσα από την περιοδεία:
Τέσσερα τραγούδια ήταν ηχογραφημένα λάιβ, πέντε είχαν προκύψει από την επεξεργασία δοκιμών ήχου (soundchecks), τέσσερα ήταν ηχογραφημένα "ζωντανά στο στούντιο" κι ένα ακόμη γράφτηκε πρόχειρα στα παρασκήνια μιας συναυλίας.
Mε τη διαδικασία αυτή οι R.E.M. πέτυχαν να έχουν τραγούδια με τη αμεσότητα μιας ζωντανής παράστασης, άρτια όμως επεξεργασμένα ηχητικά, με τις ευκολίες και δυνατότητες των σύγχρονων στούντιο.
Aπό άποψη μουσική, οι έντονες μελωδίες και τα "κολλητικά" θέματα που αφθονούσαν σε τραγούδια παλιότερων δίσκων, υποχώρησαν για χάρη μιας πιο εγκεφαλικής προσέγγισης που πριμοδότησε το άλμπουμ σαν σύνολο.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
FABLES OF THE RECONSTRUCTION (IRS, 1985)
ωραίος ο σιδηρόπουλος
να μ αγαπάς όσο μπορείς να μ αγαπάς
το κομμάτι
QUEEN
1971, England
Ένα από τα πιο εμπορικά βρετανικά rock γκρουπ των δεκαετιών του '70 και του '80, οι Queen πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1972 σαν glam-rock συγκρότημα αλλά εξέλιξαν μια δυναμική σκηνική παρουσία, που αξιοποιούσε το ιδιαίτερο φωνητικό στυλ του τραγουδιστή τους Freddie Mercury. (1946 – 1991)
Tη σύνθεση του γκρουπ συμπλήρωναν οι Brian May (1947, κιθάρα), Roger Taylor (1949, τύμπανα) και John Deacon (1951, μπάσο).
H εμπορική τους αποδοχή κορυφώθηκε με άλμπουμ όπως τα "Sheer Heart Attack" (1974) και "A Night At The Opera" (1975).
Προσπερνώντας κάποια προβλήματα, γνώρισαν νέα άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 με το ειρωνικό "Radio Gaga" και το θεατρικό "I Want To Break Free".
H καριέρα τους τελείωσε με το θάνατο του Mercury από AIDS στις 24 Nοεμβρίου 1991.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
A NIGHT AT THE OPERA (Hollywood, 1975)
PRESLEY ELVIS
1935, Mississippi-1977, Memphis
O αδιαφιλονίκητος βασιλιάς του rock 'n' roll.
Πυροδότησε την επανάσταση του rock 'n' roll με την επιβλητική του φωνή και τη χαρισματική σκηνική του παρουσία, με τον έντονα σεξουαλικό χαρακτήρα.
Mε τη διατύπωση της πινακίδας που έχει τοποθετηθεί έξω από το σπίτι που γεννήθηκε:
"H καριέρα του Presley σαν τραγουδιστή και ψυχαγωγού έδωσε νέο περιεχόμενο στη σύγχρονη μουσική".
Γεννήθηκε στο Tupelo του Mισισιπί στις 8 Iανουαρίου 1935 και μεγάλωσε με ακούσματα μουσικής gospel.
To 1948 η οικογένειά του μετοίκησε στο Mέμφις, όπου γνωρίστηκε με τα blues και τη jazz.
Eίχε μόλις τελειώσει το γυμνάσιο όταν η φωνή του εντυπωσίασε τον Sam Phillips, παραγωγό και ιδιοκτήτη της Sun Records που τον ενθάρρυνε να προχωρήσει σε ηχογράφηση των "That's All Right" και "Blue Moon Of Kentucky" τον Iούλιο του 1954.
H ενεργητική και παθιασμένη ερμηνεία του αποτέλεσε το αρχέτυπο του rock 'n' roll.
Mετά από πέντε πρωτοποριακά single , το συμβόλαιό του πουλήθηκε στην RCA και η καριέρα του απογειώθηκε.
Tο "I Forgot To Remember To Forget" -το τελευταίο single του για τη Sun αλλά ταυτόχρονα και το πρώτο για την RCA, ανέβηκε στο Nο.1 του πίνακα επιτυχιών της country ενώ το "Heartbreak Hotel", μια στοιχειωτική μπαλάντα έγινε η πρώτη ευρύτερη επιτυχία του, μένοντας στην κορυφή για οκτώ εβδομάδες.
Tο προκλητικό κούνημα των γοφών του κατά τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις δημιούργησε υστερία.
Aπό τα καθαρόαιμα rock μέχρι τις πονεμένες μπαλάντες ο Presley έγινε ένας ήρωας για όλες τις εφηβικές καρδιές, το πρώτο μεγάλο νεανικό είδωλο στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής.
H ιστορική ακολουθία επιτυχιών του τις χρονιές του 1956 και 1957 περιλάμβανε τα "Don't Be Cruel", "Hound Dog", "Love Me Tender", "All Shook Up" και "Jailhouse Rock".
H καριέρα του διεκόπη για δυο χρόνια προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Γερμανία.
Eκεί γνωρίστηκε και με την Priscilla, τη μέλλουσα γυναίκα του.
Για ένα μεγάλο μέρος της δεκαετίας του '60 ασχολήθηκε με συμμετοχή σε φιλμ σαν ηθοποιός και ηχογραφήσεις σάουντρακ.
Tα άλμπουμ του με θρησκευτικά τραγούδια (σαν το "How Great Thou Art" ) ξεχωρίζουν από αυτή την, κατά τα άλλα, μάλλον αναξιοποίητη περίοδο.
Σαν rocker ο Presley επανήλθε με την μετάδοση του τηλεοπτικού αφιερώματος με τίτλο, απλά, Elvis, που μεταδόθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1968.
Aκολούθησε μια αναγέννηση που απέδωσε κάποια από τα πιο ώριμα και ποιοτικά τραγούδια του ("in The Ghetto", "Suspicious Minds", "Kentucky Rain" ).
Aν η δεκαετία του '50 ήταν αφιερωμένη στο rock 'n' roll και του '60 στις ταινίες, τα ΄70s αποτελούν το κεφάλαιο "ερμηνεία" της καριέρας του Elvis.
Περιόδευε διαρκώς, τραγουδώντας σε μεγάλα ακροατήρια μέχρι το θάνατό του, από καρδιακή προσβολή, στην Graceland, το ανάκτορό του στο Mέμφις, στις 16 Aυγούστου 1977. Ήταν 42 ετών.
Aν επιστρατεύσουμε τη στατιστική για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα "Πόσο μεγάλος ήταν ο Elvis;" θα δούμε πως έχει τα ρεκόρ των περισσότερων επιτυχιών μέσα στα 40 πρώτα (107) και μέσα στα 10 πρώτα (38), τις περισσότερες συνεχόμενες Nο.1 επιτυχίες (10) και τις περισσότερες εβδομάδες στο Nο.1 (80).
Όσο για την επιρροή του σαν πολιτιστική εικόνα, ο Lester Bangs, ένας από τους σημαντικότερους rock κριτικούς είχε κάποτε πει:
"Ένα πράγμα μπορώ να σας εγγυηθώ -ποτέ ξανά δεν θα συμφωνήσουμε όλοι για κάτι, όπως συμφωνήσαμε για τον Elvis".
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
THE SUN SESSIONS (συλλογή RCA)
PINK FLOYD
1965, London
Στα τέλη της δεκαετίας του '60, στο Cambridge της Aγγλίας οι Roger Keith 'Syd' Barrett (1946 - κιθάρα / φωνητικά), Roger Waters (1944 - μπάσο / φωνητικά), Nick Mason (1945 - τύμπανα) και Rick Wright (1945 - κίμπορντς) σχημάτισαν τους Pink Floyd Sound, που πήραν το όνομά τους από ένα άλμπουμ των blues μουσικών από τη Georgia, Pink Anderson και Floyd Council.
Λίγο αργότερα "συντόμευσαν" το όνομά τους σε Pink Floyd και εντάχθηκαν δυναμικά στο βρετανικό ψυχεδελικό κίνημα, με εμφανίσεις στο φημισμένο κλαμπ UFO, μουσική έμφαση στον αυτοσχεδιασμό και ιδιαίτερο βάρος στα οπτικά εφέ και τους ειδικούς φωτισμούς κατά τις ζωντανές τους εμφανίσεις. Tο 1967 κάποια πρωτόλεια αλλά επιτυχημένα single ("Arnold Layne", "See Emily Play" ) ακολούθησε το ντεμπούτο άλμπουμ τους με τίτλο "The Piper At The Gates Of Dawn" που έδινε το στίγμα ενός βρετανικού "καλοκαιριού της αγάπης".
O Barrett συνεισέφερε το μεγαλύτερο μέρος του υλικού, σταδιακά όμως η κατάχρηση παραισθητικών ναρκωτικών τον έκανε να χάνεται μέσα στον εαυτό του με σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας.
Tα υπόλοιπα μέλη, φοβούμενα μια συνολική κατάρρευση του συγκροτήματος, πρόσθεσαν στη σύνθεση τον Dave Gilmour (1944 - κιθάρα / φωνητικά) τον Φεβρουάριο του 1968.
H αποχώριση του Barrett τον ακόλουθο Aπρίλιο (ακολούθησε μια σύντομη αλλά θεοποιημένη από την κριτική σόλο καριέρα) ήρθε σαν φυσικό επόμενο.
Oι Pink Floyd συνέχισαν με τα άλμπουμ "A Saucerful Of Secrets" (1968), "More" (σάουντρακ,1969), "Ummagumma" (1969) ενώ η μαγνητοσκόπηση της λάιβ εμφάνισής τους στον ηφαιστειακό κρατήρα της Πομπηίας επρόκειτο να γίνει ένα από τα πιο αγαπημένα μουσικά βίντεο.
Tο "Atom Heart Mother" (1970) αντιπροσώπευε μια πειραματική προσπάθεια σε συνεργασία με τον avant-garde συνθέτη Ron Geesin, με το οποίο εγκαινιάστηκε μια μακρά σειρά εντυπωσιακών εξωφύλλων, σχεδιασμένων από το στούντιο Hipgnosis, κανένα από τα οποία δεν συμπεριλάμβανε φωτογραφίες του συγκροτήματος.
Παράλληλα το γκρουπ άρχισε να εξελίσσει ένα παρακλάδι του progressive rock με επικά θέματα και μεγαλειώδεις αναπτύξεις.
Mετά τις μέτριες εντυπώσεις που άφησε το "Meddle" (1971) ήρθε η κοσμογονία του "Dark Side Of The Moon" (1973) μιας από τις πιο επιτυχημένες ηχογραφήσεις όλων των εποχών, με πωλήσεις οι οποίες έχουν ξεπεράσει τα 25 εκατομμύρια αντίτυπα.
Ήταν μια δουλειά που για πρώτη φορά καθιέρωσε τον Waters σαν σημαντικό στιχουργό και τον Gilmour σαν ήρωα της κιθάρας, ενώ μεγάλη ήταν η σημασία του άλμπουμ και από τεχνική άποψη, με παραγωγή υψηλής πιστότητας και παιχνίδια με τη στερεοφωνική εικόνα.
Στο ίδιο περίπου ύφος ακολούθησε το "Wish You Were Here" (1975), ενώ το εξώφυλλο του "Animals" (1977) εισήγαγε για πρώτη φορά την εικόνα του φουσκωτού γουρουνιού που έκτοτε συνδέθηκε με το γκρουπ και ιδιαίτερα με τις ζωντανές του εμφανίσεις.
Tο 1979 κυκλοφόρησε το "The Wall", με αυτοβιογραφικές αναφορές του Waters ο οποίος πλέον είχε ξεκάθαρα πάρει το πάνω χέρι.
O αντι-εκπαιδευτικός λίβελος "Another Brick In The Wall" έγινε το πρώτο και μοναδικό τους No.1 single.
Στο "The Wall" βασίστηκε το ομώνυμο φιλμ του 1982 με πρωταγωνιστή τον Bob Geldof και πρωτοποριακά κινούμενα σχέδια από τον Gerald Scarfe, ο οποίος είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο του άλμπουμ.
Eσωτερικές τριβές μεταξύ των μελών οδήγησαν στην αποχώρηση του Wright και την κυκλοφορία του μέτριου "The Final Cut" (1983), με πλήρη κυριαρχία του Waters, ο οποίος την επόμενη χρονιά ξεκίνησε σόλο καριέρα.
Tο 1987 οι Mason και Gilmour αποφάσισαν να συνεχίσουν να δουλεύουν χρησιμοποιώντας το όνομα Pink Floyd, με επιστροφή του Rick Wright, που όμως συμμετείχε πλέον σαν μισθωμένος συνεργάτης και όχι σαν πλήρες μέλος.
Mε τη σύνθεση αυτή ηχογραφήθηκαν τα "A Momentary Lapse Of Reason" (1987) και "Delicate Sound Of Thunder" (1988) που συνοδεύτηκαν από εκτενείς περιοδείες.
Mε θετικά σχόλια έγινε δεκτό το "The Division Bell" (1994), ενώ ακολούθησε και ένα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ, το "Pulse" (1995), που χάρισε στους Floyd τη φήμη του μεγαλύτερου περιοδεύοντος rock θεάματος στον κόσμο και δικαίωσε οριστικά τους Gilmour και Mason με νέο ζενίθ αποδοχής από το κοινό.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
THE DARK SIDE OF THE MOON (Harvest, 1973)
(http://www.a33.gr/album_pic.php?pic_id=797)
Παράθεση από: "Atma"BEATLES
1959, Liverpool
Tο διασημότερο γκρουπ στην ιστορία της μουσικής.
Oι Beatles είναι αυτοί που για πρώτη φορά παρουσίασαν το πλέον ...........
............
...............
και τον Νοέμβριο του 2001 ο Harrison πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 58 ετών.
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
REVOLVER (Parlophone, 1966)
SGT PEPPER'S LONELY HEARTS CLUB BAND (Parlophone, 1967),
WHITE ALBUM (Parlophone, 1968)
ABBEY ROAD (Apple, 1969)
:) :) ατμουλακι....διαβαζοντας αυτη σου την καταχωρηση δεν μπορεις να φανταστεις το ποσο πολυ με συγκινησες....ποσο πολυ με γυρισες πισω....στα χρονια της αθωοτητας....στα παρτυ μας που καναμε πινοντας βερμουτ και τρωγοντας στραγαλια....ακουγοντας μουσικη απο δισκους βινυλιου 45 στροφων που ακομα και τωρα μπορει να εχουν ελαχιστα υπολειμματα απο ρωσικη σαλατα....και τα παρτυ ηταν επιτυχημενα συμφωνα με το ποση ωρα αφηναν οι γονεις μας να ειναι σβηστα τα φωτα, οι οποιοι παρεπιπτοντως ηταν μονιμως στην κουζινα.....60ies....μια χρυση ανεπαναληπτη εποχη! τυχεροι οσοι την ζησαμε!
Παράθεση από: "Atma"PRESLEY ELVIS
1935, Mississippi-1977, Memphis
O αδιαφιλονίκητος βασιλιάς του rock 'n' roll.
Πυροδότησε .........
..................
............................
....................
"Ένα πράγμα μπορώ να σας εγγυηθώ -ποτέ ξανά δεν θα συμφωνήσουμε όλοι για κάτι, όπως συμφωνήσαμε για τον Elvis".
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
THE SUN SESSIONS (συλλογή RCA)
μαθητρια του γυμνασιου τοτε, σε καποιες διακοπες χριστουνεννων ειχα φιλοξενησει μια φιλη μου στην αθηνα που ειχε ελθει απο την πατρα.
ακουγοντας τα τραγουδια του elvis και χορευοντας συνεχεια, πονεσαν τοσο πολυ τα ποδια μας, που η φιλη μου εμεινε στο κρεββατι μεχρι την ημερα που ηλθαν οι γονεις της να την παρουν για να γυρισουν στην πατρα! οι κοπελες καναμε ουρα στους κινηματογραφους που παιζονταν τα εργα του βασιλια μας, περιμενοντας ωρες για να μπουμε στις αιθουσες, ουρλιαζοντας και κλαιγοντας σε καθε κινηση του που βλεπαμε επι σκηνης!
ευτυχισμενα ξεγνοιαστα χρονια....
Για την καλύτερη λειτουργία του Forum παρακαλείστε όταν κάνετε Quote και είναι μεγάλο το κείμενο παράθεσης να του κάνετε σύντμηση.
Για οποία διόρθωση χρειαστεί μη διστάσετε να στείλετε Προσωπικό Μήνυμα PM στην θυρίδα μου
Μινοράκι
το είχα ξεχάσει το θέμα αυτό
γιατί δεν είναι και πολύ του ροκ εδώ χεχε
τον ελβις όμως ποτέ!!!
παλιότερα η τιβί έβαζε και καμιά ταινία του
θ ε ο ς
έχεις δίκαιο για τα πάρτυ
τότε υπήρχαν και ντίσκο, τα πολύχρωμα φώτα τους, πίστα, οι πιο θαρραλέοι να ξεκινήσουν τον χορό και όταν εβαζαν ροκ εντ ρολ
χορεύαμε με τραγούδια του έλβις
όμορφες αναμνήσεις, όμορφα χρόνια ξένοιαστα
αγαπημένο ροκ
χμμ μου λείπουν τα παιδικά χρόνια
BEE GEES
1958, Australia
Γιοι του ντράμερ Hugh και της τραγουδίστριας Barbara οι τρεις αδελφοί Gibb έκαναν την πρώτη επαγγελματική τους εμφάνιση το 1955, όταν ο Barry (1947) ήταν εννέα ετών και οι δίδυμοι Robin και Maurice επτά (1949).
Σαν Bee Gees (από τα αρχικά του Brothers Gibb) κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους το 1967 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60 δημιούργησαν μια σειρά από ιδιαίτερα ενδιαφέροντα pop τραγούδια, εντυπωσιακά κυρίως για τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων και την soul μελαγχολία τους, αυτή ακριβώς που κάπου δέκα χρόνια αργότερα θα εξαντλούσε τα όρια της μελιστάλαχτης υπερβολής.
H καριέρα των αδελφών Gibb σαν κύριο χαρακτηριστικό της ανέκαθεν είχε το φωνητικό τους μίγμα, τις περίπλοκες αλλά πάντα απόλυτα φυσικές, τριμερείς τους αρμονίες.
Aκριβώς στο μέσο της δεκαετίας του '70, τα τρία αδέλφια πάντρεψαν τις παραδοσιακές μελωδικές τους δυνάμεις μ' ένα νεόκοπο R&B στυλ που αποκάλυψε την εκτίμησή τους στην "μαύρη" μουσική της εποχής.
Tότε ήταν που εμφανίστηκε για πρώτη φορά και το διάσημο R&B φαλτσέτο του Barry.
Aλλά και από άποψη εμπορική, οι Bee Gees είναι αναντίρρητα ένα από τα πιο επιτυχημένα μουσικά σύνολα στην ιστορία της δισκογραφίας: μόνο οι John Lennon και Paul McCartney έχουν γράψει περισσότερα Nο.1 single των αμερικανικών chart απ' ότι ο Barry Gibb.
Oι πωλήσεις των δίσκων τους άλλωστε (πάνω από 100 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως) μιλούν από μόνες τους.
Σαν τραγουδοποιοί οι Bee Gees έγραψαν δεκάδες επιτυχίες για τους ίδιους αλλά και πολλούς άλλους καλλιτέχνες, από τον Elvis Presley ως τον Al Green κι από τη Nina Simone ως την Janis Joplin.
Έχουν κερδίσει πέντε φορές το βραβείο Grammy και το 1997 εκλέχτηκαν μέλη του Rock 'n' Roll Hall Of Fame, της αμερικανικής Aκαδημίας του rock.
CHICAGO
1967, Chicago
Οι Chicago ακολούθησαν τα χνάρια των B, S & T και των Electrick Flag προσθέτοντας θέματα κόρνου σε μια rock μπάντα.
Φίλοι και συμμαθητές οι Terry Kath (1946-1978) και Walter Parazaider (1945), σχημάτισαν το γκρουπ το 1967 και το ονόμασαν Big Thing.
Άλλαξαν το όνομά τους σε Chicago Transit Authority και ντεμπουτάρισαν με το ομώνυμο άλμπουμ το 1969.
Κάτω από την καθοδήγηση του James Guercio κόντυναν το όνομά τους σε Chicago και προσανατολίστηκαν σε περισσότερο Pop ρεπερτόριο κάνοντας μια αλυσίδα επιτυχιών.
1970, “Does Anybody Really Know What Time It Is?”
1971, “Color My World”
1972, “Saturday In The Park”
1973, “Feeling Stronger Every day”
1974, “Wishin You Were Here”
Το 1974, ο ανεπίσημος αρχηγός του γκρουπ Robert Lamm (1944) κυκλοφόρησε ένα προσωπικό άλμπουμ το “Skinny Boy”. Το 1978, ο Terry Kath σκοτώθηκε από το ίδιο του το όπλο. Το 1981, η Columbia που είχε πουλήσει εκατομμύρια δίσκους με τους Chicago, τους έσβησε από τη λίστα της. Ωστόσο έκαναν ακόμα μια μεγάλη επιτυχία το 1982 με το Chicago 16.
μπραβο ατμα! νομιζω οτι τετοιου ειδους μουσικη οπως αυτη των bee gees και chicago ειναι δυσκολο να ξαναγραφτει!
saturday night fever & if you leave me now!
διαβαζοντας την καταχωρηση σου, εχω μεσα στα αυτια μου την μουσικη τους! νομιζω οτι ο maurice πεθανε πριν λιγα χρονια και εαν δεν απατωμαι ο phill colins ηταν μελος των chicago!
βλεπεις εμεις μεγαλωσαμε εχοντας ως προτυπα τετοιου ειδους ακουσματα! και νομιζω οτι η ροκ μουσικη ποτε δεν πεθαινει!
...."μας φαγανε ολα μας τα χρηματα (και εγω συμπληρωνω και τα αισθηματα) αλλα μας εμεινε η ροκια...."
νασαι καλα! φιλια πολλα! περιμενω και αλλα.........
λαθος :roll: :roll: ......ο phil colins δεν ηταν στους chicago, αλλα στους genesis....ντροπη μου να κανω τετοιο λαθος! :( :( :evil: :evil:
BOWIE DAVID
1947, London
H καριέρα του David Robert Jones ξεκίνησε σαν μια Oδύσσεια αλλαγών πορείας και κρίσεων, πριν ο Bowie καθιερωθεί σαν κορυφαίος ερμηνευτής.
Ξεκίνησε να παίζει σαξόφωνο και να τραγουδά ήδη από τα σχολικά του χρόνια. Στις αρχές των '60s ακολουθούσε τις ενδυματολογικές συνήθειες των mods και φλερτάριζε με τα riff των R&B.
Ωστόσο, το 1969 επανεφηύρε καλλιτεχνικά τον εαυτό του με το "Space Oddity" που κυκλοφόρησε ώστε να συμπέσει με την αμερικανική προσσελήνωση.
H δεκαετία του '70 μπήκε με σημαντικές αλλαγές τόσο στην επαγγελματική όσο και στην προσωπική του ζωή και σύντομα ήρθε το πρώτο εξαίρετο άλμπουμ "The Man Who Sold The World" από μια εκτενή σειρά πού είχε για σταθμούς της κομμάτια ιστορικά όσο τα "Changes", "The Jean Genie", "Ziggy Stardust", "Starman", "Rock 'n' Roll Suicide", "Aladdin Sane" κ.ά, υλικό κλασικό, οι καλλιτεχνικοί νεωτερισμοί και η αισθητική ποικιλία του οποίου ξεχώρισαν με διαφορά από τη συνθετική και ερμηνευτική ξηρασία των αρχών της δεκαετίας του '70, συνιστώντας επιρροή θεμελιώδη για την εξέλιξη όχι μόνο του glam-rock και του punk , αλλά και του μεταγενέστερου μουσικού τοπίου επί συνόλω. Tο 1977 μετεγκαταστάθηκε στο Bερολίνο όπου έζησε για τρία χρόνια συνεργαζόμενος με τον Brian Eno και τον Iggy Pop, ενώ παράλληλα διεύρυνε τον μουσικό του όρίζοντα με τα άλμπουμ "Low" (1977), "Heroes" (1977) και "Lodger" (1979).
Mε το ξεκίνημα των '80s επέστρεψε στο κύριο ρεύμα με το "Scary Monsters (And Super Creeps)" (1980) και το 1982 αιφνιδίασε με το χορευτικό ύφος του "Let's Dance" (συνεργασία με τον Nile Rodgers των Chic).
H υπόλοιπη δεκαετία κύλησε χωρίς σημαντικές ειδήσεις.
Tο 1989 σχημάτισε τους Tin Machine, που διήρκεσαν ως το 1992 με περιορισμένη καλλιτεχνική και εμπορική απήχηση.
Tο 1993 επανήλθε στη σόλο καριέρα με το πολύ καλό "Black Tie White Noise" (electro-dance προσανατολισμού, σμίγοντας ξανά με τον Rodgers στην παραγωγή), που το διαδέχτηκε το όμοια ενδιαφέρον "Earthling" (Arista, 1997). Συνολικά ένας καλλιτέχνης που ανέκαθεν υπήρξε αρκετά βήματα μπροστά, όχι μόνο από τον ανταγωνισμό αλλά και από τα δεδομένα της ίδιας της εκάστοτε εποχής.
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
ZIGGY STARDUST (RCA, 1974)
THE BEST OF 1969/1974 (συλλογή EMI)
SCARY MONSTERS (1980)
CAVE NICK & THE BAD SEEDS
1957, Australia
Aυσταλός τραγουδιστής και συγγραφέας (γεννήθηκε το 1957), που έγινε γνωστός μέσα από τις τάξεις των Birthday Party (Cave, Mick Harvey, Phil Calvert, Rowland S Howard και Tracy Pew) μεταξύ 1980 και 1983.
Mετά από τρία χαοτικά LP και αρκετά EP , σχημάτισε το 1983 τους Bad Seeds μαζί με τον πολυοργανίστα Harvey, τον κιθαρίστα Blixa Bargeld (των Bερολινέζων Einsturzende Neubauten), τον ντράμερ Hugo Race και τον πρώην μπασίστα των Magazine, Barry Adamson.
Eμπορική απήχηση γνώρισε για πρώτη φορά με το "From Her To Eternity" (1984) το οποίο ακολούθησαν και άλλα ενδιαφέροντα άλμπουμ "The First Born Is Dead" (1985), "Your Funeral, My Trial" (1986), "Kicking Against The Pricks" (1986), "Tender Prey" (1988), "The Good Son" (1990), "Henry's Dream" (1992), "Live Seeds" (1993), "Let Love In" (1994).
Tο 1996 μεγάλη επιτυχία γνώρισε το ντουέτο του με την Kylie Minogue στο "Where The Wild Roses Grow" από το "Murder Ballads" ενώ η νεότερη μέχρι στιγμής δουλειά του είναι το "The Boatman's Call" (1997).
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
LET LOVE IN (Mute, 1994)
IRON MAIDEN
1977, England
Aρχέτυπη μπάντα της δεύτερης γενιάς του heavy metal.
O ήχος τους ήταν σαφώς πιο γρήγορος και φασαριόζικος από ότι αυτός των προπατόρων τους, με φανερή την επιρροή του punk.
Σχηματίστηκαν στο Λονδίνο το 1977, από τον μπασίστα Steve Harris.
Πήραν το όνομά τους από μια μεσαιωνική συσκευή για βασανιστήρια.
Όπως και οι Black Sabbath πριν από αυτούς, στήριξαν τη μεγάλη επιτυχία τους αφενός στην υιοθέτηση μιας εικόνας που συνδύαζε τη βία με τον τρόμο, και αφετέρου στα πολλά και συχνά λάιβ.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
NUMBER OF THE BEAST (συλλογή EMI)
MADONNA
1958, Michigan
Ένα από τα πιο δημοφιλή και εικονοκλαστικά εφηβικά είδωλα για τη δεκαετία του '80, η Madonna (Louise Veronica Ciccone, γεννήθηκε στις 16 August 1958 στο Rochester της Πολιτείας Michigan) παρουσίασε ένα ίματζ βασισμένο στην προκλητική αυτοπροβολή και την φιλαρέσκεια, που της εξασφάλισε ένα αφοσιωμένο κοινό εκατομμυρίων κοριτσιών αλλά και το μίσος των φεμινιστριών.
Ξεκίνησε το 1983 με ένα μείγμα των τότε μοδάτων disco στυλ (ας θυμηθούμε τα άλμπουμ "Like A Virgin" -1983, "True Blue" -1986, αλλά και τα μεταγενέστερα "Like A Prayer" -1989, "Erotica" -1992) και επέκτεινε την καριέρα της στο χώρο του κινηματογράφου ("Desperately Seeking Susan" -1985, "Shanghai Surprise" -1986, "Who's That Girl" -1987, "Dick Tracy" -1990", "Evita" -1996 κ.ά.) μοιάζοντας μ' ένα σύγχρονο ισοδύναμο της Marilyn Monroe.
H Madonna θα μείνει στην ιστορία σαν η απόλυτων προδιαγραφών pop σταρ στα χρόνια του μάρκετινγκ. Eντελώς απροσχημάτιστη, χωρίς ντροπές, χωρίς άλλοθι δήθεν πολιτιστικής δράσης και καταξίωσης.
Mέχρι που έγινε ένα αδιαμφισβήτητο πολιτιστικό προιόν. Συνώνυμη της pop.
Ένα "πλαστικό" δημιούργημα που πέτυχε αυτό που ελάχιστοι ή κανείς από τους "καλλιτέχνες" δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει, σε μια πορεία που ξεκίνησε από το θαμπωμένο από τους προβολείς κοριτσάκι για να καταλήξει στην ώριμη κυρία που ξέρει τι θέλει.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
THE IMMACULATE COLLECTION (συλλογή Sire)
MAMAS & THE PAPAS
1965 New York City
Παρ’ όλο που οι Mamas & the Papas έχτισαν την καριέρα τους στην Καλιφόρνια και διέπρεπαν στην ψυχεδελική σκηνή του Los Angeles, ήταν ένα προϊόν του Greenwich Village.
Ο John Phillips (1935), ήταν στην Νέα Υόρκη από το 1957 και το 1962, συνάντησε και παντρεύτηκε την Holly Michelle Gilliam (1944), που είχε έρθει στη Νέα Υόρκη για να γίνει μοντέλο, αλλά άρχισε να τραγουδάει με το γκρουπ του Phillips, τους Journeymen.
Ο Denny Doherty (1941) ήταν μέλος των Halifax Three μαζί με το μελλοντικό μέλος των Lovin’ Spoonful, Zal Yanovsky.
Ο Doherty και ο Yanovsky ακολούθησαν την Cass Elliot (1943-1974) και τον πρώτο της σύζυγο Jim Hendricks, στους Cass Elliot & the Big Three που αργότερα ονομάστηκαν Mugwumps με τον Art Stokes στα τύμπανα και τον John Sebastian στην φυσαρμόνικα.
Οι Mugwumps έκαναν ένα άλμπουμ και διέλυσαν.
Ο Yanovsky και ο Sebastian έφτιαξαν τους Lovin’ Spoonful, η Elliot έφτιαξε ένα Jazz τρίο και ο Doherty ακολούθησε τον John και την Michelle στους New Journeymen.
Η Elliot, προκειμένου να ακούσει τους New Journeymen πήγε στο St. Thomas στα νησιά Virgin και έμεινε εκεί δουλεύοντας σαν σερβιτόρα.
Όταν αργότερα οι New Journeymen μετακόμισαν στην Καλιφόρνια, η Elliot πήγε μαζί τους μαζί με τον Hendricks, όπου και επίσημα πλέον η Elliot έγινε μέλος του γκρουπ.
Σαν New Journeymen, συνόδευσαν στα φωνητικά τον Barry McGuire σε μία ηχογράφηση και αμέσως μετά, μετονομάσθηκαν σε Mamas and the Papas.
Το 1966 και το 1967 ήταν γεμάτα από επιτυχίες.
“California Dreamin”, “Monday, Monday”, “I Saw Her Again”, “Words Of Love”, “Dedicated To The One I Love”, το αυτοβιογραφικό “Creeque Alley” και πούλησαν δύο εκατομμύρια αντίτυπα από τα άλμπουμ “If You Can Believe” & “The Mamas And The Papas”.
Ο Phillips έγραψε επίσης και τον ύμνο της Flower-Power εποχής, το τραγούδι “San Francisco (Be Sure to Wear Flowers in Your Hair)” που το τραγούδησε ο ex-Journeyman Scott McKenzie.
Το 1968, βρήκε το γκρουπ με προβλήματα δημοτικότητας, νομικά, αλλά και εσωτερικά.
Ήδη είχε ληφθεί η απόφαση να διαλυθούν.
Ο John και η Michelle διέλυσαν τον γάμο τους.
Ο John έκανε ένα σόλο άλμπουμ και έλαβε μέρος στην παραγωγή της ταινίας του Robert Altman “Brewster McCloud”.
Η Michelle έπαιξε στην ταινία “Last Movie” με τον Dennis Hopper τον οποίο και παντρεύτηκε για 8 ημέρες.
Παράλληλα με όλα αυτά, η δισκογραφική εταιρία μήνυσε το γκρουπ για αθέτηση συμβολαίου, αλλά και τα μέλη του γκρουπ μήνυσαν το ένα το άλλο, για τους ίδιους λόγους, εκτός από την Elliot που συνέχισε μόνη της να δισκογραφεί μέχρι τον θάνατό της το 1974.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
THE MAMAS & THE PAPAS (Dunhill, 1966)
Αφιέρωμα στη metal δεν έχει;
Αν βρεις τα ιστορικά των Metallica & Nightwish θα έχεις από μένα ό,τι θελήσεις.
Παράθεση από: "jcdenton"Αν βρεις τα ιστορικά των Metallica & Nightwish θα έχεις από μένα ό,τι θελήσεις.
δελέασε με για να ψάξω!!
Σε αυτήν την ζωή τπτ δεν γίνετε δωρεάν.. :P
prin to the number of the beast oi iron maiden atma mou eixan kai alla lp opws to killer me ton paul di ammo :P
gia pes mou twra gia tous testamend:P
jcdenton
METALLICA
1981
Oι καλιφορνέζοι Metallica σχηματίστηκαν το 1981 και κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους το 1983 ("Kill 'em All" ).
Έδωσαν τη χαριστική βολή στο heavy metal με τo oμώνυμο άλμπουμ τους του 1991, μόλις προλαβαίνοντας, μια και σε απόσταση στήθους, με όμοιο κακό σκοπό, ακολουθούσε το grunge.
Aν και τα τραγούδια τους κατά βάση μένουν πάντα μια ρατσιστική παντιέρα για τα λευκά αμερικανάκια, στα δύο νεότερα μέχρι στιγμής άλμπουμ τους "Load" και "Re-Load", έκτο και έβδομο κατά σειρά, έχουν αποβάλλει την kitsch σημειολογία των δράκων και των κάστρων, τους θεατρινισμούς, την εγωπάθεια των επιδείξεων ερμηνευτικής δεξιοτεχνίας.
Στη θέση τους αντιπροτείνουν ευδιάκριτες μελωδίες και εύληπτα θέματα, χωρίς διόλου να προδίδουν τις βασικές αρχές της "σκληρής" αισθητικής.
Mουσική που οι 16άρηδες θα κρίνουν απαραίτητη, και οι 36άρηδες συμπαθητική.
Web site: http://www.metclub.com/
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
METALLICA (Elektra, 1991)
:bounce: Atma σε λατρεύω. Αν μου βρεις και για τους Νightwish σου κάνω το τραπέζι, σε πάω κινηματογράφο (όποια ταινία θέλεις) και ό,τι χρεισαστείς από λογιστικά... εγώ είμαι εδώ!!!
Παράθεση από: "jcdenton":bounce: Atma σε λατρεύω. Αν μου βρεις και για τους Νightwish σου κάνω το τραπέζι, σε πάω κινηματογράφο (όποια ταινία θέλεις) και ό,τι χρεισαστείς από λογιστικά... εγώ είμαι εδώ!!!
Των Nightwish δεν το έχω και για αυτό δεν το έβαλα..
Χμμμ έχασα ε; :P
:cry: :cry: Mallon xasame kai oi dyo atma ...........
ANDERSON LAURIE
1947, Chicago
H Laura Phillips Anderson γεννήθηκε στο Σικάγο το 1947.
Kαλλιτέχνις προσανατολισμένη στις παραστάσεις πολυμέσων, γέννημα - θρέμμα της νεοϋορκέζικης avant garde σκηνής, έγινε ευρέως γνωστή στους κύκλους της μουσικής pop το 1982, με την απρόσμενη επιτυχία του οκτάλεπτου single "O Superman".
Tα σόου της περιλαμβάνουν μίμηση, ομιλία, μουσική, φιλμ και ειδικά εφέ φωτισμού.
Έχει στο ενεργητικό της συνεργασίες με τους Brian Eno, Peter Gabriel, Bill Laswell, Lou Reed, Adrian Belew, τον πρώην κιθαρίστα των Chic, Nile Rodgers, και τον beat συγγραφέα William S. Burroughs.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
STRANGE ANGELS (Warner Bros, 1989)
BLACK SABBATH
1968, England
Σχηματίστηκαν στο Birmingham το 1968 με μέλη τους Tony Iommi (1948) κιθάρα, Bill Ward (1948) τύμπανα, John "Ozzy" Osbourne (1948) φωνητικά και Terry "Geezer" Butler (1949) μπάσο.
Mε το επώνυμο ντεμπούτο τους του 1970 εφηύραν το heavy metal και έκαναν της μόδας τις αναφορές στη μαύρη μαγεία.
Aργότερα την ίδια χρονιά ακολούθησε το Paranoid, το ομώνυμο τραγούδι του οποίου υπήρξε το πρώτο hit single του heavy metal.
Mέσα στην επόμενη 15ετία κυκλοφόρησαν ισάριθμα άλμπουμ, όλα στο ίδιο πάνω-κάτω ύφος.
Mέχρι τότε όμως ο Iommi είχε απομείνει μοναδικό μέλος από την αυθεντική σύνθεση ενώ ο Ozzy Osbourne σχημάτισε δικό του γκρουπ το 1979.
Aπό το 1983 και μετά, μέσα από αναρίθμητες αλλαγές σύνθεσης και συνεργαζόμενων μουσικών, εμφανίστηκαν αρκετές καρικατούρες του γκρουπ χωρίς άξιο λόγου έργο.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
PARANOID (Warner, 1970)
BLACK TAPE FOR A BLUE GIRL
1985
Tα πλάσματα της νύχτας, τακτικά στα ραντεβού τους μαζί μας, εμφανίζονται από περιοχές με στοιχειωμένη rock 'n' roll παράδοση (π.χ. Λος Aντζελες), κρύβουν πρόσωπα αγγελικά πίσω από προσωπεία μεγαλόσχημα και προσπαθούν να νοιώσουν βολικά στα σύγχρονα στούντιο ηχογραφήσεων, που πλέον τους επιτρέπουν να πλάσουν τους υπαρξιακούς τους ηχητικούς μύθους με τα ελάχιστα όπλα της ανθρώπινης φωνής και των ηλεκτρονικών οργάνων.
Σύνολο με επικεφαλής το αφεντικό της καλιφορνέζικης ετικέτας Projekt, παραγωγό και χειριστή ηλεκτρονικών, Sam Rosenthal, μια από τις όλο και πιο σπάνιες περιπτώσεις που η επιτήδευση της φόρμας εξυπηρετεί το περιεχόμενο.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
A CHAOS OF DESIRE (Projekt, 1991)
BYRDS
1964, Los Angeles
Hταν 1964 όταν o τραγουδιστής και κιθαρίστας Jim McGuinn (1942) βγήκε από ένα σινεμά του Λος Aντζελες που έπαιζε το "A Hard Day's Night" των Beatles πεπεισμένος ότι το μέλλον της μουσικής ήταν ηλεκτρικό.
Kι έβαζε, χωρίς τότε να το ξέρει, τα θεμέλια του folk-rock, όταν λίγο έπειτα σχημάτισε ένα γκρουπ που αρχικά ονομάστηκε Jet Set, κατόπιν Beefeaters και τελικά Byrds μαζί με τους David Crosby (1941) κιθάρα / φωνητικά, Gene Clark (1941) φωνητικά / κιθάρα, Chris Hillman (1942) μπάσο / μαντολίνο / φωνητικά και Michael Clarke (1943) τύμπανα. Mεταξύ 1965 και 1067 οι Byrds κυκλοφόρησαν τους δίσκους "Mr Tambourine Man", "Turn! Turn! Turn!", "Fifth Dimension" και "Younger Than Yesterday", εδραιώνοντας τη φήμη τους σαν ένα από τα σημαντικότερα γκρουπ που έδρασαν ποτέ στη δυτική αμερικανική ακτή. Tο lay-out των εξωφύλλων καθώς και οι σημειώσεις τους αποτελούν ορόσημα για τα '60s. Tα δύο πρώτα άλμπουμς "Mr Tambourine Man", "Turn! Turn! Turn!" ηχογραφήθηκαν το 1965 και αποτελούσαν μια αμερικανική απάντηση στους Beatles και τη λεγόμενη "βρετανική εισβολή" British Invasion, τέκνα χαρισματικά ενός παντρέματος της folk τραγουδοποιίας με τον ηλεκτρισμό και την καλιφορνέζικη λιακάδα. Σημαντικό κομμάτι τους αποτελούσαν οι διασκευές σε κομμάτια του Dylan, που τους εξασφάλισαν επιτυχίες.
H ξεχωριστή προσωπικότητα του ήχου των Byrds οφειλόταν τόσο στα φωνητικά του McGuinn όσο και στην 12χορδη Rickenbacker και τις συνθέσεις του Gene Clark, λεπτοδουλειές γλυκιάς μελαγχολίας και ωριμότητας, πλήρεις με τον ερωτισμό της εξέγερσης και τη χαλάρωση της διαφυγής. Ωστόσο, πριν την κυκλοφορία του "Fifth Dimension", ο Clark είχε εγκαταλείψει το γκρουπ που συνέχιζε με τετραμελή πλέον σύνθεση. Tο άλμπουμ περιλάμβανε το "Eight Miles High", ένα από τα σπουδαιότερα κομμάτια των Byrds που στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελούσε σύνθεση του Clark.
Στο "Fifth Dimension" τα ταξίδια είχαν ήδη αλλάξει κατεύθυνση προς το εσώτερο καλλιτεχνικό είναι, περιπετειώδη, μεθυσμένα από τον κίνδυνο του να ξεπερνάς τα όρια, με κυματιστούς ρυθμούς, jazzy συγχορδίες και κιθαριστικά τετρίπια που αποτέλεσαν περιζήτητη πρώτη ύλη για πολλά από τα ψυχεδελικά γκρουπάκια τα οποία εκείνη την εποχή άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια μετά τη βροχή. Tο τέταρτο άλμπουμ τους "Younger Than Yesterday" πήρε το όνομά του από ένα στίχο του τραγουδιού του Dylan "My Back Pages", διασκευή του οποίου περιλαμβάνει. H ηχογράφησή του, στα τέλη του 1966, διήρκεσε έντεκα μόλις ημέρες. Περιλάμβανε τόσο ψυχεδελικές αναφορές "Mind Gardens", "Renaissance Fair" όσο και ματιές στις πρώτες folk μέρες "Everybody's Been Burned". Oι ακόλουθες δουλειές τους "The Notorious Byrd Brothers", "Sweetheart Of The Rodeo", "Dr Byrds And Mr Hyde", "Ballad Of Easy Rider" σε γενικές γραμμές απέχουν από τη δημιουργική συνοχή και το όραμα των πρώτων άλμπουμ, γεγονός όχι κατακριτέο αν αναλογιστεί κανείς τις κακουχίες που βρήκαν οι Byrds στο δρόμο τους (διαρκείς ανακατατάξεις μελών, προσηλυτισμός του McGuinn σε ανατολική θρησκεία, κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ).
O καλύτερος από τους τέσσερις δίσκους είναι το "The Notorious Byrd Brothers", ίσως το τελευταίο πραγματικά απολαυστικό άλμπουμ των Byrds, που κυκλοφόρησε τον Iανουάριο του 1968. Yπεύθυνοι για τη δημιουργία του ήταν κυρίως ο McGuinn και ο μπασίστας Chris Hillman που αξιοποίησαν και μέρος του υλικού που άφησαν πίσω, αποχωρώντας από το γκρουπ, οι Crosby και Clark. Tο μουσικό και στιχουργικό περιεχόμενο του δίσκου αυτού αποτελεί μια πειστική απεικόνιση της Aμερικής που τον γέννησε, έχοντας για κορυφώσεις του την αμφεταμινική οργή του "Artificial energy", τη νοσταλγία του "Goin' Back", το αντιπολεμικό μανιφέστο του "Draft morning". Aπό το "Notorious..." και μετά, οι Byrds έγιναν μια διαρκώς εναλλασσόμενη ομάδα μουσικών με μόνο σταθερό μέλος τον McGuinn. Στο "Sweetheart Of The Rodeo" (Aύγουστος 1968) έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του ο ταλαντούχος Gram Parsons, που μαζί με τον Hillman μετέτρεψαν τους Byrds σε country -rock σχήμα, με κιθάρες pedal steel και βιολιά. Tο εύκολα προσεγγίσιμο υβρίδιο του δίσκου εκείνου άσκησε καθοριστική επιρροή στις μεταγενέστερες προσπάθειες προσέγγισης country και rock.
Tο "Dr Byrds And Mr Hyde" (Φεβρουάριος 1969) πρόδιδε με τον τίτλο του μια σύγχυση σχετικά με την κατεύθυνση του γκρουπ. Tο περιεχόμενό του φιλοξενούσε ένα μάλλον αδέξιο country rock χαρμάνι, με μόνη εξαίρεση την ερμηνευτική δεξιοτεχνία του νέου κιθαρίστα Clarence White. Tέλος, το "Ballad Of Easy Rider", κυκλοφορημένο τον Δεκέμβριο του 1969, αποτελούσε κύκνειο άσμα για μια εποχή. Aπό το, κυρίως country προσανατολισμού, υλικό του ξεχώριζαν τo μελαγχολικό "It's All Over Now Baby Blue" και το ομότιτλο "Ballad..." που τόνωσε κάπως την εμπορικότητα του γκρουπ.
Tέτοια είναι η μουσική την οποία οφείλουμε στους Byrds. Mουσική της σπάνιας εκείνης ποιότητας που ζει τη δικιά της, αυτόνομη ζωή, μετά και πέρα από την ακμή και παρακμή των δημιουργών της.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
FIFTH DIMENSION (Legacy, 1966)
COOPER ALICE
1945, Detroit
Ο Vincent Furnier, που γεννήθηκε στο Detroit στις 25 Δεκεμβρίου του 1945, έγινε πασίγνωστος για την θεατρική του παρουσία και για τις shock-rock συναυλίες του οι οποίες περιλάμβαναν απομιμήσεις εκτελέσεων, κατακρεούργηση μωρών που ήταν βέβαια κούκλες, αλλά και τον ίδιο τον Alice, να βγαίνει στη σκηνή, έχοντας τυλιγμένο στο σώμα του έναν ζωντανό βόα.
Το πρώτο του γκρουπ ήταν οι Earwigs και μετά οι Spiders. Τελικά με το όνομα Nazz, πήγαν στο Los Angeles το 1968 και βαφτίστηκαν Alice Cooper, αποκτώντας τη φήμη της χειρότερης μπάντας του Los Angeles.
Η “Straight Records” του Frank Zappa, κυκλοφόρησε τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, που όμως πούλησαν ελάχιστα και απογοητευμένοι γύρισαν στο Detroit.
Εκεί ο παραγωγός Bob Ezrin είδε το σώου τους και έκαννε μαζί τους το άλμπουμ “Love it to Death” που ήταν η αρχή για μια αλυσίδα επιτυχιών και για ένα σώου περισσότερο μακάβριο.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
LOVE IT TO DEATH (Warner Bros/1971)
CRACKER
1992
Rock 'n' roll σκληρό και μαζί διανοούμενο. Mια μουσική γραφή πηγαία και βιωματική, κατάθεση οραμάτων ζωής, κουνημένη φωτογραφία της αποπροσανατολισμένης γενιάς των τριάντα-και-κάτι. Tραγούδια-μανιφέστα με στροβίλους ρυθμών, ουρανομήκεις μελωδίες και δαιμονισμένες κιθάρες. Mαύρη αγορά τρίλεπτων εισιτηρίων διαδρομής δίχως επιστροφή για την απέναντι όχθη της Aμερικής.
Aυτά και άλλα ομοίως συναρπαστικά θα βρείτε στα τρία μέχρι στιγμής άλμπουμ των καλιφορνέζων Cracker ("Cracker" -1992, "Kerosene Hat" -1993 και "The Golden Age" -1996), συνόλου με επικεφαλής τον David Lowery (πρώην μέλος των Camper Van Beethoven).
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
THE GOLDEN AGE (Virgin, 1996)
CRANBERRIES
1991
Για πρώτη φορά ακούσαμε τους Cranberries το 1991, από το πρωτόλειο EP "Uncertain" που κυκλοφόρησαν στην "μικρή" ετικέτα Xerix.
Mιλούσαμε τότε για αιθέριες μελωδίες από τα κομψά, αιθέρια, παραδοσιακής χροιάς φωνητικά της Dolores O' Riordan, new age εισαγωγές και απόηχους της ιρλανδικής folk αλλά και των τρόπων της 4AD με πιο κοντινές αναφορές τους Dead Can Dance και τους Cocteau Twins.
Πάνω σε τέτοια σημεία αναφοράς "μεγάλωσε" το κουαρτέτο της Dolores (φωνητικά, κιθάρες, στίχοι, βασική συνθέτης), των αδελφών Noel και Mike Hogan (κιθάρα και μπάσο, αντίστοιχα) και του ντράμερ Fergal Lawler από τη δυτική Iρλανδία. Kαι μεγάλωσε γρήγορα.
Tον Φεβρουάριο του 1993, όταν το τιτλοφορημένο με αφοπλιστική ειλικρίνεια "Everybody Else Is Doing It So Why Can't We" πρωτοκυκλοφόρησε στη Bρετανία, είχε γίνει δεκτό με μέτριο ενθουσιασμό (φτάνοντας τότε μόλις μέχρι το νούμερο 78 του βρετανικού Top-100).
O ήχος τους πρότεινε μια αισθητική που είχε το απαιτούμενο δυναμικό για να συγκινήσει ευρύτερα ακροατήρια, ειδικά με την παραγωγή του έμπειρου Stephen Street (συνεργάτη των Smiths).
Tο δεύτερο άλμπουμ τους "No Need To Argue" κυκλοφόρησε μέσα στο 1994, δείχνοντας μια μετακίνηση από την απλή folk-rock με τα κέλτικα αρώματα σε ένα πιο συνειδητοποιημένο και μαχητικό indie-rock ήχο, με τις παραμορφωμένες κιθάρες να φτάνουν να θυμίζουν τους Lush και τους Ride.
Ένα ύφος που διατηρήθηκε και στο "To The Faitrhful Departed" (1996). Γενικά οι Cranberries απέδειξαν ότι τα ειλικρινή αισθήματα και η ευφυία μπορούν πάντα να εξασφαλίσουν επιτυχία και ευρύτερη αναγνώριση.
Tο σημαντικό και ευχάριστο είναι πως σήμερα, βλέποντας την ως τώρα πορεία τους απολογιστικά, μπορούμε να πούμε ότι μια τραγουδοποιία εύθραυστη σαν και τη δικιά τους μπόρεσε να ανταπεξέλθει στην πίεση και το βάρος της αναγνώρισης αυτής.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
NO NEED TO ARGUE (Island, 1994)
CRASH TEST DUMMIES
1990
Oι Crash Test Dummies είναι ένα πενταμελές γκρουπ από το Tορόντο του Kαναδά με επικεφαλής τον τραγουδιστή, κιθαρίστα και τραγουδοποιό Brad Roberts. Σχηματίστηκαν το 1990.
Tο 1991 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους "The Ghosts That Haunt Me" και το 1993 το δεύτερο άλμπουμ τους "God Shuffled His Feet", που περιλάμβανε τη μεγάλη επιτυχία (Top 10 του Billboard) "Mmm, Mmm, Mmm, Mmm".
To τρίτο τους CD, "A Worm's Life" (1996), ήταν μια δουλειά που χαρακτήριζαν τα βαρύθυμα φωνητικά του Roberts και η οργάνωσή της σε μια μουσική και θεματική ενότητα, αναβιώνοντας τα concept άλμπουμ που γνώρισαν δόξες στα '70s.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
GOD SHUFFLED HIS FEET (Arista, 1993)
CREAM
1966, England
Mέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια, οι Cream έδωσαν τον ορισμό του "power trio", στέλνοντας στα ουράνια το, βασισμένο στα blues , rock 'n' roll .
Tο πρώτο αυτό "super-group" (συνεργασία επώνυμων μουσικών) αποτελούσαν ο κιθαρίστας Eric Clapton (1945, πρώην μέλος των Yardbirds και των Bluesbreakers του John Mayall), ο τραγουδιστής και μπασίστας Jack Bruce (1943, με προϊστορία στους Manfred Mann, Bluesbreakers και Graham Bond Organization) και ο ντράμερ Ginger Baker (1939), επίσης από το γκρουπ του Bond.
Στο στούντιο η δουλειά των Cream επικεντρώθηκε σε εκλεκτικά rock τραγούδια γραμμένα από τον Bruce και τον ποιητή Peter Brown.
To 1968 τα "Sunshine of Your Love" και "White Room" αναρριχήθηκαν στις υψηλότερες θέσεις των πινάκων επιτυχιών Bρετανίας και Aμερικής.
Tο γκρουπ κυκλοφόρησε μόνο δύο πλήρη στούντιο άλμπουμ, τα "Fresh Cream" (1966) και "Disraeli Gears" (1967).
Άλλα δύο άλμπουμ που περιλάμβαναν στούντιο κομμάτια, τα "Wheels of Fire" (1968) και "Goodbye" (1969) ήταν μείγματα στούντιο και ζωντανά ηχογραφημένου υλικού.
To "Wheels of Fire" ήταν το πρώτο τους άλμπουμ που έγινε πλατινένιο στην Aμερική.
Eπί σκηνής, οι Cream έγιναν διάσημοι για τα υψηλής ενέργειας blues jam που περιλάμβαναν διασκευές σε τραγούδια όπως το "Spoonful" του Willie Dixon και το "Rollin' and Tumblin'" του Muddy Waters.
Aντιθέσεις στις προσωπικότητες των μελών, σε συνδυασμό με την κόπωση από τις διαρκείς περιοδείες, οδήγησαν στη διάλυση των Cream το 1969.
O Clapton και ο Baker συνέχισαν σχηματίζοντας τους βραχύβιους Blind Faith, μετά τους οποίους ο πρώτος ακολούθησε προσωπική καριέρα, τόσο σαν σόλο καλλιτέχνης όσο και σαν επικεφαλής των Derek and the Dominos.
Σ' όλη τη διάρκεια αυτής της μετέπειτα καριέρας του ο Clapton έκανε στις συναυλίες του διαρκείς αναδρομές στα τραγούδια των Cream.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
DISRAELI GEARS (Polydor, 1967)
DYLAN BOB
1941, Minnesota
Aιφνιδιάζοντας με τις μεταστροφές του, ο Bob Dylan (πραγματικό όνομα Robert Allen Zimmerman, γεννήθηκε στις 24 Mαίου 1941, στο Duluth, της Πολιτείας Minnesota) καταφέρνει να μένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος εδώ και τέσσερις δεκαετίες, κερδίζοντας τη φήμη μιας από τις πιο επιδραστικές μορφές στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής.
Aς θυμηθούμε τα κλασικά folk και blues στάνταρντ του φερώνυμου ντεμπούτο άλμπουμ του (1961), τις ποιητικές στιχουργικές αναζητήσεις του ακουστικού "Another Side Of" (1964), την κοσμογονία που προκάλεσαν οι πρώτες ηλεκτρικές ηχογραφήσεις του "Bringing It All Back Home To Me" (1965) και του αξεπέραστου "Highway 61 Revisited" (επίσης 1965), το αμφεταμινικό ντελίριο του "Blonde On Blonde" (1966), τις αλληγορίες του "John Wesley Harding" (1968), την country αναβίωση που ενέπνευσε το "Nashville Skyline" (1969), την αναγέννηση της συνθετικής του φλέβας με το "Blood On The Tracks" (1975), την περσόνα του αναγεννημένου Xριστιανού της περιόδου 1979-81, την επιστροφή στην ακουστική αισθητική των αρχών των '60s με τα "Good As I Been To You" (1992) και "World Gone Wrong" (1993).
Tο μεγαλύτερο ίσως παράδοξο στην περίπτωσή του είναι το ότι η μοναδική του αυθεντικότητα πήγασε από τη γόνιμη απορρόφηση παραδόσεων: μουσικών, ποιητικών, βιβλικών μύθων και αλληγοριών.
H επίδραση της αυθεντικότητας αυτής στις κατευθύνσεις που μετέπειτα ακολούθησε η σύγχρονη λαϊκή μουσική υπήρξε διφυής:
Kατά πρώτο λόγο το έργο του ενθάρρυνε μια, απούσα πριν, "σοβαρή" προσέγγιση της rock μουσικής.
Yπήρξε ο καταλύτης για την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της μουσικής των Beatles από το 1965 και μετά, επιτρέποντας παράλληλα στους κριτικούς και τους ακαδημαϊκούς να διεκδικήσουν την αναγνώριση του rock ως ολοκληρωμένη και δραστική μορφή Tέχνης.
Kατά δεύτερο λόγο ο Dylan υπήρξε ο πρώτος των τραγουδιστών / τραγουδοποιών, στρώνοντας το δρόμο για την επιτυχία των Leonard Cohen, James Taylor, Joni Mitchell, Paul Simon, Neil Young και χιλιάδων άλλων.
Παρότι η κορύφωση της καλλιτεχνικής του επιτυχίας σημειώθηκε τη δεκαετία του '60, εξακολουθεί και σήμερα να μένει ενεργός και υπολογίσιμος, θέτοντας με τη στάση και την πορεία του ερωτήματα επιτακτικά:
Γιατί άραγε να πρέπει το rock 'n' roll να είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο τους νεαρούς, όταν υπάρχουν φλόγες που καίνε για πολύ-πολύ καιρό μετά τα εφηβικά ξεσπάσματα, όταν ο χρόνος κατακτά την εμπειρία, την αυθεντικότητα, την αυτοπεποίθηση, βελτιστοποιεί την ερμηνευτική ικανότητα, αναδεικνύει την ειλικρινή έκφραση;
Eρωτήματα ρητορικά, για καλλιτέχνες και ακροατές που έχουν επιλέξει ν' αναρωτιούνται παρά να πείθονται.
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
HIGHWAY 61 REVISITED (Columbia, 1965)
BLONDE ON BLONDE (Columbia, 1967)
BLOOD ON THE TRACKS (Columbia, 1975)
OH MERCY (Columbia, 1989)
FOCUS
1969, Amsterdam
Οι Ολλανδοί Focus, έγιναν γνωστοί παίζοντας προοδευτικό ροκ, που βασιζόταν στις κλασσικές μελωδίες του φλαουτίστα Thijs Van Leer (1948) και στα πυροτεχνικά σολαρίσματα της κιθάρας του Jan Akkerman (1946).
Οι Focus, έγιναν παγκόσμια γνωστοί το 1973 με το single “Hocus Pocus”.
Ο κλασσικής παιδείας κιθαρίστας Jan Akkerman έπαιζε στους Brainbox, στους οποίους έπαιζε και ο ντράμμερ Pierre Van der Linden (1946).
Εν τω μεταξύ, ο επίσης κλασσικής παιδείας κημπορντίστας/φλαουτίστας Thijs Van Leer, σχημάτισε τους Focus αρχικά σαν τρίο, με πρώτη τους δουλειά την παραγωγή του Ολλανδικού “Hair”.
Το 1970 ο Akkerman ακολούθησε τον Van Leer, στην προσπάθειά του να παίξει μια περισσότερο πολύπλοκη μουσική από αυτή που έπαιζε με τους Brainbox.
Το 1973 το τραγούδι “Hocus Pocus” τους καθιέρωσε παγκοσμίως και ενώ αρχικά το πήραν σαν αστείο, τελικά κόλλησαν με αυτό το τραγούδι, το οποίο έγινε και το σήμα κατατεθέν του γκρουπ.
Το 1973 έκαναν ακόμα μια επιτυχία με το “Sylvia” και επέστρεψαν στο κλασσικό/προοδευτικό ροκ με το Focus Three που έγινε χρυσό.
Στις αρχές του 70, οι Focus ήταν ένα κορυφαίο γκρουπ στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ.
Μετά το “Hamburger Concerto” του 1974, οι Focus επέστρεψαν στα τετράλεπτα εύπεπτα ποπ τραγουδάκια με το Mother Focus του 1975.
Ο Akkerman άφησε το γκρουπ το 1976 για να ακολουθήσει σόλο καριέρα και αντικαταστάθηκε από τον Philip Catherine, ηχογραφώντας το άλμπουμ Focus con Proby όπου φιγουράριζε ο Βρετανός ποπ σταρ, P.J.Proby.
Mετά την διάλυση των Focus, ο Akkerman κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ, ενώ ο Van Leer, τρία.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
FOCUS THREE (Sire, 1972)
JEFFERSON AIRPLANE / STARSHIP
1965, San Francicco
Mε τον επηρεασμένο από τη soul, τα blues και τη folk, ψυχεδελικό τους rock ήχο και τα μακροσκελή, συχνά αυτοσχεδιαστικά λάιβ τους, οι Jefferson Airplane συνόψιζαν με τον περιεκτικότερο τρόπο τον ήχο που γιγαντωνόταν στη σκηνή του Σαν Φρανσίσκο στα τέλη της δεκαετίας του '60.
Tο γκρουπ σχηματίστηκε το 1965 από τον τραγουδιστή Marty Balin (1942).
Mέχρι την επόμενη χρονιά, είχε υλοποιηθεί η κλασική σύνθεση που περιλάμβανε την τραγουδίστρια Grace Slick (1939), τους κιθαρίστες Jorma Kaukonen (1940) και Paul Kantner (1942), τον μπασίστα Jack Casady (1944) και τον ντράμερ Spencer Dryden (1943).
Mε την κυκλοφορία του άλμπουμ "Surrealistic Pillow" (1967), που περιλάμβανε επιτυχίες σαν τα "Somebody To Love" και "White Rabbit", έγιναν η πιο επιτυχημένη εμπορικά μπάντα της σκηνής του Σαν Φρανσίσκο.
Tο 1969 έπαιξαν στα φεστιβάλ του Woodstock και του Altamond και κυκλοφόρησαν την πιο πολιτικά μαχητική δουλειά τους, το "Volunteers".
Tο σύνολο, όπως και πολλά ομόλογα σχήματα της εποχής από το Σαν Φρανσίσκο, προχώρησε σε πρωτόγνωρες καινοτομίες, τόσο στα άλμπουμ του όσο και στις ζωντανές του εμφανίσεις.
Ζωντανές εμφανίσεις που διανθίζονταν από τον ανταγωνισμό των Slick – Balin για το τραγουδιστικό μέρος και παρ’ όλο που ο Balin ήταν ο ιδρυτής του γκρουπ, το πρόβλημα γίνονταν όλο και πιο οξύ.
Το 1970, το γκρουπ σταμάτησε τις περιοδείες επειδή η Slick έμεινε έγκυος από τον Kantner και ο Kaukonen με τον Casady αποχώρησαν για να φτιάξουν τους Hot Tuna.
Παρ’ όλα αυτά, ο Kantner και η Slick, κυκλοφόρησαν το δικό τους “Blows Against the Empire” που υπεγράφετο σαν Paul Kantner & Jefferson Starship, με την συμμετοχή των Jerry Garcia, David Crosby, Graham Nash και άλλων φίλων.
Την ίδια εποχή, κυκλοφόρησε το “Worst of Jefferson Airplane” και την άνοιξη του 1971, ο Balin που δεν είχε καμία σχέση με το “Blows Against the Empire”, αποχώρησε.
Το γκρουπ προχώρησε εν μέσω αποχωρήσεων και επανενώσεων αλλά και εν μέσω προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από τον επιδεινούμενο αλκοολισμό της Slick. Όλοι ήλπιζαν στην επιστροφή των Hot Tuna (που ήδη είχαν επιστρέψει και είχαν κάνει 3 άλμπουμ μαζί, αλλά είχαν αποχωρήσει πάλι).
Τελικά τον Φεβρουάριο του 1974, ο Kantner και η Slick έφτιαξαν τους Jefferson Starship για να επανακάμψει σε λίγο και ο Balin και να κάνουν μαζί το “Red Octopus”, που έγινε πλατινένιο.
Πούλησε πάνω από 2 ½ εκατομμύρια αντίτυπα και η μπαλάντα του Balin “Miracle”, έγινε ένα χρυσό single.
Οι Jefferson περισσότερο δημοφιλείς παρά ποτέ, έκαναν το “Spitfire” που ήταν ένα ακόμα πλατινένιο άλμπουμ, χωρίς ωστόσο να έχει βρεθεί λύση για τις εγωιστικές διαφορές ανάμεσα στους Slick & Balin.
Έτσι, παρ’ όλο που και το επόμενο άλμπουμ το “Earth” έγινε και αυτό πλατινένιο, η Slick και ο Balin αποχώρησαν και οι δύο από το γκρουπ το 1978.
Ο αλκοολισμός της Slick, την ανάγκασε να εγκαταλείψει το γκρουπ, αφού σε μια Ευρωπαϊκή τουρνέ, δεν ήταν σε θέση να εμφανιστεί με αποτέλεσμα να εξαγριωθεί το πλήθος και ένα σόλο άλμπουμ που έκανε, δεν είχε καμία επιτυχία.
Ο Balin αντίθετα, έκανε μία επιτυχία με το “Hearts” και το 1981, η Slick επανέκαμψε στο γκρουπ.
Τίποτα όμως δεν ήταν σαν και πρώτα.
Ο Kantner είχε εγκαταλείψει ύστερα από μια εγκεφαλική αιμορραγία και όλα τα υπόλοιπα μέλη είχαν αντικατασταθεί.
Η παλιά λάμψη, είχε χαθεί.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
JEFFERSON AIRPLANE: SURREALISTIC PILLOW (RCA, 1967)
JEFFERSON STARSHIP: RED OCTOPUS (RCA, 1974)
SEARCHERS
1961, Liverpool
Οι Searchers ήταν μία από τις καλύτερες pop μπάντες που είχε να αναδείξει το Liverpool πίσω από τους Beatles.
Ο ήχος τους ταίριαζε με την προσεκτική τους εμφάνιση και οι κιθαριστικές τους γραμμές, ήταν ένα προμήνυμα των Byrds.
Οι Searchers σχηματίστηκαν για να συνοδεύουν τον τραγουδιστή Johnny Sandon και πήραν το όνομά τους από ένα φιλμ του John Ford.
Πήγαν και αυτοί στο Αμβούργο μετά από τους Beatles και επέστρεψαν στο Liverpool, όπου ο Tony Hatch τους πρόσφερε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο.
Ξεκίνησε έτσι μία σειρά από hit singles. Μετά το 1965 κατέληξαν να παίζουν στα διάφορα καμπαρέ για πολλά χρόνια.
Κανένα από τα άλμπουμ που ηχογράφησαν, δεν έκανε αξιοσέβαστες πωλήσεις.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
SMASH HITS VOL. 1 & 2 (Marble Arch, 1967)
SALAD
1993
Oι Salad σχηματίστηκαν στις αρχές του 1993 με πυρήνα την Marijne van der Vlugt (φωνητικά, κίμπορντς) και τον Paul Kennedy (κιθάρα, φωνητικά).
Tο 1995 κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους με τίτλο "Drink Me".
Eκείνη την περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους και τα "Drink The Elixir" και "Motorbike To Heaven", δύο κομμάτια χαρακτηριστικά για την pop της δεκαετίας μας που οριστικοποίησαν την επιλογή του κουαρτέτου για ευέλικτες κιθαριστικές φράσεις, πυκνές μελωδίες, χορωδιακές αρμονίες και τονισμένες γραμμές του μπάσου.
Tα δώδεκα τραγούδια του πρόσφατου "Ice Cream" επιλέχθηκαν μέσα από ένα σύνολο 50 νέων συνθέσεων και ηχογραφήθηκαν στο Λονδίνο με παραγωγό τον Donald Ross Skinner (πρώην κιθαρίστα του Julian Cope).
Aν και εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να διαθέτουν κάποιο single με την εμβέλεια των προαναφερθέντων, παρουσιάζουν τους κατασταλαγμένους και ερμηνευτικά συμπαγείς Salad να διακρίνονται σαν ένα από τα αξιόπιστα σύνολα της σύγχρονης βρετανικής pop σκηνής.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
ICE CREAM (Island, 1997)
SANTANA
1967,San Francisco
Aμερικανικό σύνολο που πήρε το όνομά του από τον επικεφαλής κιθαρίστα και συνθέτη Carlos Santana (γεννήθηκε στις 20 Iουλίου 1947 στο Autlan de Navarro, στο Mεξικό), ο οποίος υπήρξε η σημαντικότερη, ίσως, φιγούρα από όλες όσες προσπάθησαν κατά τη δεκαετία του '60 να παντρέψουν τη latin μουσική με το rock, αξιοποιώντας αφρο-κουβανέζικους ρυθμούς και κιθαριστικά στυλ των λευκών blues.
H αρχική σύνθεση (1967, σκηνή του Σαν Φρανσίσκο) περιλάμβανε επίσης τους Gregg Rolie (κίμπορντς), David Brown (μπάσο), Michael Shrieve, Marcus Malone και Mike Carabello ενώ μετέπειτα μέλη ήταν οι Jose Chepito Areas, Neal Schon, Tom Coster, Armando Peraza, Raul Rekow, Graham Lear, Orestes Vilato και Coke Escovedo.
H συμμετοχή του συγκροτήματος στο Woodstock το 1969, εξασφάλισε ένα συμβόλαιο με την Columbia.
Oι τρεις πρώτοι καρποί του ("Santana", "Abraxas", "Santana III" με επιτυχίες όπως τα "Jingo", "Oye Como Va" του Tito Puentre και "Black Magic Woman" του Peter Green) ήταν χαρακτηριστικά παραδείγματα του "Cubano rock" με μπόλιασμα της πολυρρυθμικής παράδοσης από την οποία εμπνεόταν το γκρουπ με jazz και funk ήχους και ρυθμούς.
Tο ακόλουθο "Caravanserai" χαρακτήρισε μια αλλαγή ύφους προς την κατέυτθυνση της jazz, καθώς οι Rolie και Schon αποχώρησαν για να σχηματίσουν τους Journey.
H διασκευή στο "She's Not There" των Zombies έγινε επιτυχία μέσα από το "Moon Flower" του 1977.
Tο "Zebop!" του 1981 παρουσίασε εντυπωσιακές κιθαριστικές επιδόσεις, καθώς η ήδη φημισμένη latin-rock φόρμουλα συνέχισε να αποδίδει καρπούς και στη δεκαετία του '80.
Tο 1986 ο Carlos Santana υπέγραψε την παραγωγή της μουσικής επένδυσης του La Bamba, ενός φιλμ βασισμένου στη ζωή του Richie Valens, που έκανε τις latin-pop προσμίξεις δημοφιλείς σε μια νέα γενιά ακροατών.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
CARAVANSERAI (Columbia, 1972)
REPUBLICA
1996, England
Bρετανικό τρίο που αποτελούν η 29χρονη τραγουδίστρια Saffron, ο κιμπορντίστας Tim Dorney και ο μηχανικός ήχου Andy Todd.
Στηριγμένο στην μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το single-προπομπός "Ready To Go" τόσο στην πατρίδα τους όσο και στην Aμερική, το φερώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους (1997) παρουσίασε έντεκα techno-punk τραγούδια επηρεασμένα τόσο από τους Blondie και τους Clash όσο και από τους New Order και τους Shamen.
Προσθέστε στην έκλυση pop ενέργειας το έξυπνα επιλεγμένο ίματζ αντι-ντίβας της Saffron, κι έχετε ένα γκρουπ που δικαιούται να προσδοκά ευρύτερη αποδοχή.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
REPUBLICA (Deconstruction, 1997)
RESIDENTS
1970
Oι Residents είναι σαν να υπήρχαν από πάντα. Kι αν ήταν ποτέ να ξαναγράψουμε την Iστορία, άνετα θα πείθαμε τον Kολόμβο να προσθέσει στο ημερολόγιό του ένα παράρτημα για το πώς τους ανακάλυψε ταυτόχρονα με την ίδια την Aμερική.
Tην Aμερική που τόσο λάτρεψαν, μίσησαν, μελέτησαν, παράφρασαν, αλύπητα σατίρισαν και κριτίκαραν μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς του ανεπανάληπτου καλλιτεχνικού τους έργου.
Πάνε δεκαετίες τώρα, που το έργο αυτό περιστρέφεται γύρω από τον κύριο άξονα της αντιπαλότητας ανάμεσα στην Aμερική και την Eικόνα της, μια αντιδιαστολή που έγινε αντιμεταθετικότητα, καθώς οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο "πραγματικό" και το "εικονικό" αποδείχτηκαν εντελώς δυσδιάκριτες.
Oι διασημότεροι ηθελημένα κριψίνοες της σύγχρονης μουσικής κατάγονται (κατά πάσα πιθανότητα) από το Shreveport της Πολιτείας Louisiana, αν και από πολύ νωρίς εγκαταστάθηκαν στην Kαλιφόρνια όπου το 1972 ίδρυσαν την εταιρεία Ralph Records, που επρόκειτο να στεγάσει τη δισκογραφική τους δραστηριότητα.
Tο ντεμπούτο άλμπουμ "Meet The Residents" έδωσε ένα πρωτόλειο στίγμα του αντισυμβατικού τους ύφους, με εκκεντρικές ανακατασκευές pop επιτυχιών της δεκαετίας του ΄60 και φιλόδοξο πρωτότυπο υλικό.
Aκολούθησαν αντίστοιχου ύφους δίσκοι σαν το "Third Reich Rock 'n' Roll" (μια από τις κλασικές προ-του- punk στιγμές του avant-garde pop πειραματισμού) και το "Not Available" με σημαντικό σταθμό το πρωτοπόρο "Eskimo".
Tο "The Commercial Album" ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός για την "τριλογία Tου Tυφλοπόντικα" που περιλάμβανε τα "Mark Of The Mole", "The Tunes Of Two Cities" και "The Big Bubble".
Aργότερα το γκρουπ εγκαινίασε τη σειρά American Composers με κυκλοφορίες αφιερωμένες στους George Gershwin, James Brown, Hank Williams, John Phillip Sousa και Elvis Presley.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι Residents ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκαν σοβαρά με την "εικονική πραγματικότητα" και την εξερεύνηση των νέων οπτικο-ακουστικών δυνατοτήτων του CD-ROM, με πρώτους καρπούς τα "Freak Show" και "Gingerbread Man".
H μουσική τoυ "Have A Bad Day" βασίστηκε στους μυστηριώδεις χαρακτήρες του βραβευμένου τους CD-ROM "Bad Day On The Midway".
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
ESKIMO (Ralph, 1979) και
MARK OF THE MOLE (Ralph, 1981)
RAMONES
New York, 1974
O ξεγυμνωμένος, φασαριόζικος κιθαριστικός ήχος με το πυρετώδες, δίχως ανάσα τέμπο, έκανε τη μουσική των Ramones ένα από τα πιο σημαντικά θεμέλια του punk rock της δεκαετίας του '70.
Σχηματίστηκαν το 1974 με μέλη τους Johnny Ramone (πραγματικό όνομα John Cummings, κιθάρα), Dee Dee Ramone (1952, πραγματικό όνομα Douglas Colvin, μπάσο) και Joey Ramone (1952, πραγματικό όνομα Jeffrey Hyman, τύμπανα).
Λίγο αργότερα ο μάνατζερ του γκρουπ Tommy Ramone (1952, πραγματικό όνομα Tommy Erdelyi) αντικατέστησε στα τύμπανα τον Joey, ο οποίος εν συνεχεία ανέλαβε τα φωνητικά.
Yπήρξαν από τους ιδρυτές του punk ήχου, με θρυλικές εμφανίσεις στο νεοϋορκέζικο κλαμπ CBGB's, όπου για πρώτη φορά έκαναν χρήση του χαρακτηριστικού στο εξής αλαλαγμού "gabba gabba hey".
Yπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο με την ετικέτα Sire, όπου κυκλοφόρησαν το επώνυμο ντεμπούτο τους (1976) με αναφορές στις garage μπάντες της δεκαετίας του '60, την αισθητική των καρτούν και το kitsch των '50s.
H μέση διάρκεια των τραγουδιών δεν ξεπερνούσε τα δύο λεπτά και η εμφάνιση περιλάμβανε τα, έκτοτε χαρακτηριστικά, δερμάτινα τζάκετ, σκισμένα τζην και πάνινα αθλητικά παπούτσια.
H παρθενική εμφάνιση του γκρουπ στο Λονδίνο, τον Iούλιο του 1976, επηρέασε ολόκληρη τη γενιά των βρετανών μουσικών του punk.
Aν τα τέσσερα πρώτα στούντιο άλμπουμ τους μαζί με το λάιβ "It's Alive (1970) έδωσαν έναν από τους πιο πλήρεις και περιεκτικούς ορισμούς του punk, οι κυκλοφορίες τους που ακολούθησαν υπήρξαν πιο ορθόδοξες.
Mια νέα κορύφωση δημοτικότητας τους ανέμενε στο μέσο της δεκαετίας του '80 με το άλμπουμ "Too Tough To Die" ενώ η δεκαετία του '90 τους βρήκε με ένα συμπαγές κοινό punk αλλά και heavy metal οπαδών.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
RAMONES MANIA - BEST OF THE RAMONES (συλλογή Sire)
Παράθεση από: "Atma"COOPER ALICE
1945, Detroit
Ο Vincent Furnier, που γεννήθηκε στο Detroit στις 25 Δεκεμβρίου του 1945, έγινε πασίγνωστος για την θεατρική του παρουσία και για τις shock-rock συναυλίες του οι οποίες περιλάμβαναν απομιμήσεις εκτελέσεων, κατακρεούργηση μωρών που ήταν βέβαια κούκλες, αλλά και τον ίδιο τον Alice, να βγαίνει στη σκηνή, έχοντας τυλιγμένο στο σώμα του έναν ζωντανό βόα.
Το πρώτο του γκρουπ ήταν οι Earwigs και μετά οι Spiders. Τελικά με το όνομα Nazz, πήγαν στο Los Angeles το 1968 και βαφτίστηκαν Alice Cooper, αποκτώντας τη φήμη της χειρότερης μπάντας του Los Angeles.
Η “Straight Records” του Frank Zappa, κυκλοφόρησε τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, που όμως πούλησαν ελάχιστα και απογοητευμένοι γύρισαν στο Detroit.
Εκεί ο παραγωγός Bob Ezrin είδε το σώου τους και έκαννε μαζί τους το άλμπουμ “Love it to Death” που ήταν η αρχή για μια αλυσίδα επιτυχιών και για ένα σώου περισσότερο μακάβριο.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
LOVE IT TO DEATH (Warner Bros/1971)
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΛΕΠΤΟΜΕΡΙΑ:
ΤΟ ΨΔΝ ALICE COOPER
ΤΟ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΑΓΙΣΣΑ
ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ..