...Αν κουραστεις απ΄τους ανθρωπους
κι ειν΄ολα γυρω γκρεμισμενα,
μην πας ταξιδι σ΄αλλους τοπους
ελα σε μενα,
ελα σε μενα....
...Κι αν πεσει απανω σου το βραδυ
με τάστρα του τ΄απελπισμενα,
μη φοβηθει απ΄το σκοταδι,
ελα σε μενα,
ελα σε μενα....
...Ελα κ γειρε το κεφαλι,
στα χερια μου τ΄αγαπημενα,
να ζησεις τ΄ονειρο κ παλι,
ελα σε μενα,
ελα σε μενα....
....Κι αν δεις καραβια να σαλπαρουν,
κι αν δεις να ξεκινανε τραινα,
μην πεις μαζι τους να σε παρουν
ελα σε μενα,
ελα σε μενα....
....Εχω μια θαλασσα σμαραγδια,
μάγαπη κι ηλιο κεντημενα,
για την καρδια σου πουναι αδεια,
ελα σε μενα,
ελα σε μενα....
....Ελα κ καθισε δεξια μου,
σαν ξεχασμενος αδελφος,
να μοιραστεις τη μοναξια μου,
κ να σου δωσω λιγο φως.....
ελα σε μενα......
ελα σε μενα
Μουσικη Χατζηδακη....
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...
O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Αποσπασματα απο την Αμοργο,το μοναδικο ποιημα του Γκατσου...
Ξεφρενα σοθρεαλιστικη ποιηση με ψυχικες ανελιξεις και εκφανσεις...
Ειναι απο τα αγαπημενα μου ποιηματα.
f.
Νίκος Γκάτσος - Βιογραφία
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 (ή το 1914) στην Ασέα της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Έτσι, όταν πήγε στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή, ήξερε, αρκετά καλά, αγγλικά και γαλλικά. Ήξερε, επίσης αρκετά καλά, τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι, αλλά και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης. Στην Αθήνα, όπου εγκαταταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και να δημιουργεί -συγχρόνως- τα δικά του μυθικά στέκια.
Τα πρώτα του ποιήματα,μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, τα δημοσίευσε στα περιοδικά "Νέα Εστία" το 1931 και "Ρυθμός" το 1933. Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά "Μακεδονικές Ημέρες", "Καλλιτεχνικά Νέα", "Φιλολογικά Χρονικά", "Ρυθμός" και "Νέα Γράμματα". Το 1943 εξέδωσε από τις εκδόσεις "Αετός" (σε 308 αντίτυπα) το βιβλίο του "Αμοργός" με το ομώνυμο ποίημα, που έμελε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Η "Αμοργός" επανεκδόθηκε το 1963, το 1969 και το 1987. Από τότε ο ποιητής εδημοσίευσε μόνον τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, "Φιλολογικά Χρονικά"), το "Ο Ιππότης και ο Θάνατος" (1947, "Μικρό Τετράδιο") και το "Τραγούδι του παλιού καιρού" (1963, "Ο Ταχυδρόμος"), αφιερωμένο στο Γ. Σεφέρη. Έγραψε επίσης πολλές μελέτες και σχόλια πάνω στην ποίηση.
Με το τέλος του πολέμου ο Ν. Γκάτσος συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση" ως μεταφραστής και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ως ραδιοσκηνοθέτης, για καθαρά βιοποριστικούς λόγους. Για τους ίδιους λόγους ξεκίνησε να γράφει στίχους, πάνω στις μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι, προσδιορίζοντας, έτσι και καθορίζοντας το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Θεοδωράκη και με τον Ξαρχάκο, αλλά και με άλλους αξιόλογους συνθέτες (Δ. Μούτσης, Λ. Κελαηδόνης, Χ. Χάλαρης κ.α.).
Η ικανότητά του να χειρίζεται το λόγο με ακρίβεια, έκανε το Θέατρο Τέχνης, το Εθνικό Θέατρο και το Λαϊκό Θέατρο να του εμπιστευθούν τις μεταφράσεις πολλών θεατρικών έργων - μεταφράσεις που παραμένουν "κλασικές", με πρώτη, βέβαια, εκείνη του "Ματωμένου Γάμου". Είναι δε τα έργα που μετάφρασε, από τα ισπανικά, του Λόρκα, του Λόπε δε Βέγα και του Ραμόν δελ Βαλιέ-Ινκλάν, από τα γαλλικά, του Ζενέ και από τα αγγλικά, του Τ. Ουίλιαμς, του Ε. Ο' Νηλ, του Α. Μακ Λης, του Σων Ο' Κέιζυ, του Αυγούστου Στρίνμπεργκ, του Κρίστοφερ Φράυ και άλλων.
Απεβίωσε στις 12 Μαΐου 1992, πλήρης ημερών και τάφηκε στην Ασέα.