....Ο μικρός Περσέας και οι Νεράδες
Κάθε που εκλείπτει το φεγγάρι, βγαίνουν οι νεράϊδες. Θά΄θελα νά΄ξερα ποιός φοβίζει τον κόσμο επί τόσα χρόνια πως βγαίνουν τα φαντάσματα!
Μέγα λάθος!
Λάθος κύριοι! Σας απατήσανε! Οι νεράϊδες βγαίνουν και μάλιστα οι πιό
όμορφες απ΄αυτές.
Αέρινες, πελώριες με τα μαλλιά τους ίσαμε τη γη και τα χέρια τους
να αγκαλιάζουν τους ονειροπαρμένους που η μοναξιά τους έχει γίνει έμμονη βραδινή παρέα.
Κολιτσίδα βρε παιδί μου, πως το λένε; Σάμπως φταίνε κι αυτοί; Μάλλον
έτσι γεννήθηκαν. Θα είναι φαίνεται απ΄αυτές τις ιδιότητες που μας
μαθαίναν στο σχολείο.
Τις έμφυτες και τις επίκτητες. Κι άμα σου τύχει
νά΄ναι έμφυτη ψάχνεις κατά μεσής του ολονυχτίου γιατί λάμπουν
τ΄αστέρια τη νύχτα, γιατί τα μωρά έχουν τόσο γλυκιά όψη και γιατί τα
ζουζούνια σου είναι τόσο απαραίτητα.
Κι άξαφνα σ΄αυτήν την τόοοσο βαθιά στοχαστική φάση, νά΄σου και
χάνεσαι απ΄τη γη!
Μα ποιός με τραβάει; Εεε; Δεν ακούς; Σε σένα μιλάω. Ποιά είσαι;
Πές μου γιατί θα βάλω τα κλάματα! (Τι θαρρείς! Τέτοια απειλή και δεν θα
έπιανε; Χι, χι!)
Λοιπόν θα μου πείς; Και πριν προλάβω να τελειώσω την ερώτησή μου
γυρίζει και με κοιτάει μ΄αυτά τα πανέμορφα μάτια της. Το κορμί της
διαγραφόταν σχεδόν άυλο μέσα στο δαντελένιο φόρεμά της. Τα χέρια
της άσπρα με τελείωμα τα κρινοδάχτυλά της. Το χαμόγελό της γλυκό
όπως και η όψη της. Τα μαλλιά… μετάξι!
Μη φοβάσαι, μου λέει. Έχω εντολή να σε φυγαδεύσω σήμερα το βράδυ.
Υπάρχει λόγος. Θα καταλάβεις…
Τι μου λέει τώρα. Να καταλάβω τι; Και πριν προλάβω να τελειώσω
την σκέψη μου νιώθω ένα βίαιο τράνταγμα. Το χέρι μου λίγο ακόμα
και θα ξεκόλαγε. Χάθηκε μέσα στην παλάμη της. Ρίχνοντας μια ματιά
προς τα κάτω βλέπω τη γη που χάνεται και μεις να πετάμε ανάμεσα
στ΄αστέρια…
-Λοιπόν, θα μου πείς; Λέει η νεράϊδα.
-Να σου πω τι; της απαντώ.
-Να μου πείς γιατί με φώναζες όλο το βράδυ.
-Δεν σε φώναζα, της απαντώ. Τ΄αστέρια κοίταζα και τους μιλούσα.
Μα αυτά δεν μου απαντούσαν , ποιός ξέρει γιατί. Ίσως δε μ΄ακούγανε.
-Εγώ όμως σ΄άκουγα…Το σπίτι μου είναι ανάμεσα στ΄αστέρια και
αυτά ερχόντουσαν κάθε τόσο και με παρότρυναν νά΄ρθω να σε βρω,
να σε πάρω και να σε φιλοξενήσω μιά νύχτα στο βασίλειό μας. Θα
δείς, θα σ΄αρέσει. Σε ξέρω από παιδί. Πάντα ρομαντικό κι ονειροπόλο.
Μαζί φτιάχναμε τα όνειρά σου μα εσύ δεν το ξέρεις. Νομίζεις πως τα
φανταζόσουν από μόνο σου..
Αυτό είναι το λάθος σας.
Έμμονη ιδέα οτι είστε μόνοι σας. Τι θα κάνω εγώ με σας! Είμαι τόσο
κοντά, σχεδόν δίπλα σας, σας χαϊδεύω το βράδυ, σας φιλώ, σας
συνοδεύω την ημέρα μα εσείς δεν καταλαβαίνετε τίποτα! Μα τόσο
μπουμπουνοκέφαλοι είστε τέλος πάντων;
-Ε, όχι και μπουμπουνοκέφαλοι, αντέδρασα εγώ. Απλά είναι πολύ
δύσκολο να νιώσεις την παρουσία μιας νεράϊδας δίπλα σου. Πιό εύκολο
είναι να την φανταστείς παρά να την νιώσεις. Εξάλλου εγώ με τ΄αστέρια
έπαιζα καθώς άπλωνα τα χέρια μου και τα έκλεινα στις χούφτες μου. Με
τ΄αστέρια γέλαγα καθώς τα γαργαλούσα με τα δάχτυλά μου.
-Ενα απ΄τα
στέρια, απάντησε η νεράϊδα, ήμουν κι εγώ…
Κοιταχτήκαμε κι οι δυό χωρίς να πούμε λέξη. Η γη από κάτω όλο κι
απομακρυνόταν κι εγώ ένοιωθα όλο και πιό άυλο και χαρούμενο.
Επιτέλους, σκέφτηκα, βρήκα μια φίλη… Μια καλή μου φίλη που δεν
ήξερα ποτέ…
-Φτάσαμε! Είπε η νεράϊδα και μ΄έβγαλε ξάφνου απ΄τις σκέψεις μου.
Πού φτάσαμε; Την ρωτώ όλο απορία. Εγώ δεν βλέπω τίποτα.
Μόνο αστέρια και της νύχτας το βαθύ μπλε.
-Κοίτα προσεκτικότερα, μου απαντά.
Πράγματι. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα ένα χρυσό πόμολο να βρίσκεται
πάνω σε μιά μικρή πορτούλα μπροστά μας.
-Αντε λοιπόν, τι κάθεσαι! Άνοιξέ την! Άνοιξέ την καλό μου παιδί. Μη
φοβάσαι!
-Τι να φοβηθώ; Εγώ δεν φοβήθηκα που πέταγα μίλια μακριά απ ΄τη γη,
τώρα θα φοβηθώ; Τώρα που αισθάνομαι την σιγουριά του χεριού της κι
όλων αυτών που μου είπε…
-Τι είναι εδώ; Το σπίτι σου;
-Ανοιξε. Εδώ είναι το απανέμι σου. Εδώ είναι η καρδιά μου…
Και λέγοντάς μου αυτά δίνω μια και ω! ω! ω!. Τι να πρωτοπεριγράψω!
Φως! Παντού φως και αστέρια!
Αυτά που κοίταγα κάθε βράδυ και έπαιζα μαζί τους, μας περίμεναν με
ένα πλατύ χαμόγελο.
-Αργήσατε, είπε το πιό αστραφτερό απ΄αυτά. Αργήσατε και
ανησυχήσαμε μήπως δεν ερχόσασταν και μέναμε Χριστούγεννα μόνα
μας. Σας περιμέναμε με αγωνία. Μέχρι να΄ρθείτε ετοιμάσαμε τα φιλέματά
μας και κάνοντας έτσι το χέρι του έδειξε προς το τραπέζι.
Πω, πω! Και τι δεν έχει πάνω! Γλυκά, σοκολάτες, καραμέλες και ένα σορό άλλες λιχουδιές απλωμένα όλα πάνω του. Παντού χυμένη
αστρόσκονη. Όλα λαμπύριζαν και μοσχοβολούσαν. Άλλη μιά έκπληξη
με περίμενε απόψε. Άλλη μιά έκπληξη που δεν περίμενα ποτέ…
Ήρθε η στιγμή να σ΄αφήσω απ΄το χέρι είπε η νεράϊδα και μέχρι να
γυρίσω το κεφάλι μου είχε εξαφανισθεί.
-Ε, ε! Φώναξα. Μη μ΄αφήνεις πάλι μόνο μου. Σε παρακαλώ.
-Θα γυρίσω, μου απάντησε. Παίξε με τ΄αστέρια. Αυτό δεν ήθελες πάντα;
Εξάλλου μην ξεχνάς. Είσαι στο σπίτι μου, στ΄απανέμι σου, στην καρδιά
μου. Σ΄αγαπώ πολύ, μην το ξεχνάς..
Σάγαπώ πολύ! Πούφ! Τι σόι αγάπη είν΄αυτή να μ΄αφήνει ολομόναχο μες
στη νύχτα παρέα με αγνώστους. Βέβαια θα μου πεις όχι ολοσδιόλου
άγνωστοι. Τους ξέρω από παιδί. Κάθε βράδυ τα κοίταγα, τα μετρούσα,
τους μιλούσα… μα από τόσο κοντά πρώτη μου φορά τα βλέπω!
-Κάθησε, πετάχτηκε ένα μεγάλο αστέρι. Έχουμε εντολή να σε
περιποιηθούμε έως ότου επιστρέψει η νεράϊδα.
-Μα εγώ θέλω την φίλη μου, του απάντησα.
-Και εμείς φίλοι σου είμαστε. Θα δεις. Θα περάσουμε υπέροχα.
Θα χορέψουμε, θα τραγουδήσουμε, θα φάμε γλυκά και όταν
κουραστούμε με το φως της ημέρας θα πάμε να κοιμηθούμε στα
κρεβατάκια μας. Νά τα!
Τα βλέπεις; Αυτά που μοιάζουν σαν χρυσές πεπονόφλουδες
κρεμασμένες από κίτρινες κλωστές στον ουρανό. Είναι μέσα στη
χρυσόσκονη.
Η χρυσόσκονη βοηθάει να κοιμηθείς γλυκύτερα. Τέλως πάντων. Το
γλέντι αρχίζει αδέρφια μου. Ποιό αστέρι θά΄ρθει να ξεκινήσουμε το χορό;
-Εγώ, εγώ!
-Όχι εγώ! Εγώ τό΄πα πρώτο.
-Ησυχάστε μικρούλια μου. Ούτως ή άλλως θα χορέψουμε όλα μαζί.
Περσέα έλα εδώ, είπε καθώς έγνεψε σ΄ένα απ΄αυτά. Πάρε το παιδί και
δείξε του πως διασκεδάζουμε εμείς εδώ πάνω έως ότου έρθει το πρωί.
Θέλω να το κάνεις να περάσει μια όμορφη και αξέχαστη βραδιά.
-Εντάξει θείε, απάντησε αυτό. Έλα, είπε γυρνώντας προς το μέρος
μου. Έλα να σου δείξω πως χορεύει ένα αστέρι. Εσείς όταν ένα αστέρι
δείχνει να χάνεται στον ουρανό αφήνοντας την χρυσή τροχιά του πίσω,
νομίζετε πως πέφτει και χάνεται στο σύμπαν. Δεν είναι όμως έτσι.
Εκείνη την στιγμή κάνει την πιρουέτα του στο χορό που στήνουμε κάθε
βράδυ.
Κακώς το λέτε πεφταστέρι, γιατί δεν είναι έτσι. Απλά χορεύει μόνο του.
Λικνίζεται μες στη νύχτα και χάνεσαι στο ρυθμό του.
Και λέγοντας όλ΄αυτά με τραβάει βίαια λέγοντας.
–Τι κάθεσαι και με κοιτάς μ΄ανοιχτό το στόμα; Χα, χα, χα! Ξέρεις τι ύφος
έχεις πάρει; Πλάκα έχεις.
Έλα. Η μουσική αρχίζει!
Η μουσική αρχίζει, σκέφτηκα. Μάλλον έπρεπε να πει η μαγεία αρχίζει
γιατί αυτό που ζω πιό πολύ μοιάζει με μαγικό παρά με αληθινό. Μα
αλήθεια, που πήγε η νεράϊδα μου; Εγώ θέλω την νεράϊδα μου, άρχισα
να φωνάζω. Θέλω να μου την φέρεται εδώ και τώρα. Θέλω την φίλη μου
να με πιάσει απ΄το χέρι.
-Έλα μωρέ διασκέδασε! Δε σού είπαμε; Έχουμε εντολή να περάσεις
αξέχαστα. Άκου!..
«Τ΄αστέρι πού΄ναι φίλος μου
με παίρνει στα δρομάκια του
με τριγυρνάει σε ρεματιές
μου λέει τα μεράκια του…»
Ντριν, ντριν, ντριν…
Αυτό το τραγούδι κάπου το ξέρω σκέφτηκα. Μάλλον όχι την μουσική
αλλά τους στίχους. Ναι, ναι. Είμαι βέβαιη 1000% ότι τους στίχους τους
έχω ξανακούσει.
-Τι σκέφτεσαι; Με ρώτησε ο Περσέας όλο απορία.
-Να. Έχω την εντύπωση ότι τα λόγια αυτού του τραγουδιού τά΄χω
ξανακούσει.
-Μα και βέβαια τά΄χεις ξανακούσει. Αφού τά΄χεις γράψει εσύ.
Χριστέ μου, σκέφτηκα. Έχει δίκιο! Ώστε με παρατηρούν όταν γράφω
τους στίχους μου και γω που νόμιζα οτι τους κρατούσα κρυφούς.
-Έλα, φώναξε ο Περσέας. ʽΕλα να χορέψουμε και πριν καλά-καλά
το σκεφτώ με τράβηξε κοντά του και ξεκινήσαμε έναν τρελό χορό
που κράτησε μέχρι το πρωί, σκασμένοι και οι δύο από τα γέλια και
χορτασμένοι απ΄τις υπέροχες λιχουδιές.
-Νυστάζω Περσέα. Νομίζω οτι ήρθε η ώρα να πάω να κοιμηθώ. Μου
κλείνουν τα μάτια.
-Έλα να σου δείξω το κρεβατάκι σου. Θ΄ανέβουμε αυτήν την σκάλα και
μετά θα στρίψεις δεξιά. Η πρώτη πόρτα που θα δείς γράφει τ΄όνομά
σου. Σπρώξε την και μπες. Εντάξει;
Εντάξει του απάντησα και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε την χρυσή σκάλα
που λαμπύριζε μες στην νύχτα και ήταν αδύνατο να μην την προσέξεις.
-Περσέα;
-Έλα;
-Πάντα έτσι γλεντάνε κάθε βράδυ;
-Έτσι.
-Και πάντα έτσι τρώτε και χορεύετε;
-Έτσι, απάντησε ο Περσέας.
-Δηλαδή, ξαναρώτησα, την ώρα που είμαι ξάγρυπνο και σκέφτομαι
και γράφω και σας κοιτώ από τη γη, εσείς γλεντάτε χωρίς να τό΄χουμε
πάρει χαμπάρι εμείς;
-Ακριβώς, απάντησε ο Περσέας. Τώρα όμως άφησε όλες αυτές
τις σκέψεις και κοίτα να ξεκουραστείς. Όπως βλέπεις χωρίς να το
καταλάβουμε με την κουβέντα φτάσαμε στον προορισμό μας. Να το
δωμάτιό σου. Καληνύχτα, καλό ξημέρωμα.
Πάλι μόνο μου θα μείνω; Του φώναξα καθώς κατέβαινε την σκάλα.
Όλο μόνο μου μ΄αφήνετε. Βαρέθηκα να σας ακούω. Με πιάνεται απ΄το
χέρι και γω σας ακολουθώ σαν υπνωτισμένο χωρίς να ξέρω που με
πάτε. Τέλος πάντων. Νομίζω μού΄χε πει να στρίψω δεξιά και να μπω
στην πρώτη πόρτα.
Α! Αυτή θα΄ναι λοιπόν! Περίεργο. Το πόμολό της είναι ίδιο με το πόμολο
της πρώτης πόρτας που άνοιξα μαζί με την νεράϊδα. Αλήθεια, που
εξαφανίσθηκε κι αυτή; Τι θα κάνω τώρα; Που θα πάω; Πως θα κοιμηθώ
σένα ξένο τόπο και μάλιστα μόνη μου; Α πα πα. Δεν μπαίνω. Εδώ θα
κάτσω να την περιμένω.
Ε! ε! ε! Αστέριααα! Έχω θυμώσει πείτε της. Μ΄άφησε μόνο μου.
Ακούτεεε; Μόνο μου. Σνιφ. Ώρα είναι να πατήσω τα κλάματα. Σνιφ.
Και είπε οτι με αγαπάει πολύ. Σνιφ. Εγώ εδώ θα κάτσω απ΄έξω. Μέσα
δεν μπαίνω. Ακούτε; Ποτέ!!! Εδώ, εδώ θα κάτσω, εδώ μέχρι το πρωί
και ούτε θα κοιμηθώ, ούτε θα φωνάξω τ΄αστέρια, ούτε την νεράϊδα,
ούτε θα της ξαναμιλήσω… ούτε αααχ! ….. ούτε ααααχ! ….. ού…..τε….
χρρρρρρ….. χρρρ…. Χρρρρρρρρ.
-Χμ! Καλό μου παιδί. Σε πήρε ο ύπνος περιμένοντάς με. Σ΄αγαπώ πολύ
και λέγοντας αυτά η νεράϊδα το πήρε στην ευωδιαστή αγκαλιά της
δείνοντάς του ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο κι άλλο ένα στο μέτωπο. Κι
όπως ήταν κοιμισμένο, το έβαλε στο κρεβατάκι του και αυτή ξάπλωσε
δίπλα του και το πρόσεχε όλη νύχτα.
Κοίταγε τα ματάκια του που είχαν κλείσει βαριά απ΄την κόπωση του
γλεντιού, κοίταγε τα χειλάκια του που χαράζαν ένα χαμόγελο στο πλάι,
κοίταγε τα φρυδάκια του που είχαν μείνει σε σχήμα απορίας.
-Μα γιατί απορούν άραγε; Σκέφτηκε η νεράϊδα. Όλη τη νύχτα πρέπει
να πέρασε υπέροχα. Το έφερα εδώ όπου ήθελε πάντα. Στ΄αστέρια,
στους φίλους του. Ή μήπως η έκφραση των φρυδιών δεν είναι έκφραση
απορίας αλλά θυμού. Κι άν είναι θυμού, γιατί νά΄ναι θυμωμένο;
Μπας και τσακώθηκε με κανένα αστέρι;
Μπας… Μπας…Μπας και είναι θυμωμένο μαζί μου που το άφησα
κι έφυγα; Αλλά πάντα αυτό δεν ήθελε; Μια βραδιά στ΄αστέρια;
Αναρωτήθηκε η νεράϊδα.
Καλό μου παιδί, σ΄αγαπάω πολύ, είπε και κύλησε ένα δάκρυ στο
μάγουλό της τόσο καφτό που πέφτοντας πάνω στο κοιμισμένο παιδί το
τρόμαξε και ξύπνησε.
-Νεράϊδα! Νεράϊδα μου! Άρχισε να φωνάζει αυτό από χαρά.
-Μωρό μου… αποκρίθηκε αυτή.
-Νεράϊδα μου γύρισες! Γύρισες! Μη ξαναφύγεις! Σε παρακαλώ μη με
ξαναφήσεις μόνο μου. Σ΄αγαπώ πολύ…
-Κι εγώ σ΄αγαπώ πολύ του απάντησε αυτή κι ένα δεύτερο δάκρυ κύλησε
στο μάγουλό της. Δάκρυ χαράς που βρήκε ένα φίλο. Ίσως τον μοναδικό
της για όλη τη ζωή της
Το κατηγορητήριο ήταν αμείλικτο και οι δικαστές σκληροί.
«Κατηγορείσαι για εσχάτη εφηβεία»
Τα στοιχεία αδιάσειστα. «Ως γνωστόν, τα παιδιά ονειρεύονται χωρίς να ροχαλίζουν. Αντιθέτως, οι ώριμοι άνδρες ροχαλίζουν χωρίς να ονειρεύονται. Εσύ κατηγορούμενε ροχάλιζες ενώ ονειρευόσουν.»
Ο κατηγορούμενος χασμουρήθηκε. Ο δικαστής συνέχισε.
«Το αδίκημα της παρατεταμένης εφηβείας είναι βαρύτατο και ο πρότερος αθόρυβος ύπνος δεν αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικό.
Ο κατηγορούμενος ξαναχασμουρήθηκε. Ο δικαστής αγριοκοίταξε.
«Ως εκ τούτου το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο σου επιβάλει την εσχάτη των ποινών. Κατηγορούμενε ακυρώνεσαι ως πατέρας. Λύεται η συνεδρίαση».
Ο κατηγορούμενος λύθηκε στα γέλια.
Θυμήθηκε ένα μεσημέρι που ξύπνησε με το μωρό να έχει σκαρφαλώσει πάνω του, σκεπάζοντας με τα χεράκια του το στόμα παρακαλώντας: «τσώπα μπαμπά! τσώπα, να κοιθούμε!».
Και μετά από χρόνια πολλά έβαλε τα κλάματα.
.....παρα τριχα.....ευτυχισμενη..
Δε φτάνει που τον μάγεψε, τον φυλάκισε μια σταλιά βάτραχο στην αυλή της, ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, που δεν τους έλεγες ψηλούς μα ούτε και χαμηλούς. Τους έλεγες «παρά τρίχα».
«Παρά τρίχα» ψιθύριζε απογοητευμένος ο βάτραχος ύστερα από κάθε αποτυχημένο σάλτο και την ικέτευε: «Μη με βασανίζεις άλλο. Αφού δεν τους γκρεμίζεις, τουλάχιστον ψήλωσέ τους».
Αυτή όμως, όχι μόνο δεν τους γκρέμιζε, αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια κι έβλεπε τις δυνάμεις του βάτραχου να λιγοστεύουν, χαμήλωνε τους τοίχους λίγο- λίγο, μέχρι το «παρά τρίχα».
Ύστερα καθόταν σε μια γωνιά της αυλής κοιτάζοντας τα χέρια της, το ένα γέρικο, το άλλο κοριτσίστικο -γιατί αυτή η κατάρα βασάνιζε τη μάγισσα: το χέρι που έριξε τα ξόρκια να σταματήσει να γερνάει- και ψιθύριζε : «Παρά τρίχα ευτυχισμένη».
Ένα παραμύθι για μεγάλους ...
Εγκλωβισμένος μέσα σε λέξεις και ανόητες παραγράφους, προσπαθώ να βρω μια έξοδο διαφυγής. Ψάχνω σα τρελός εξόδους ασφαλείας, μα νομίζω ότι δεν κάνω ότι περνά από το χέρι μου για να ξεφύγω. Κάτι με κρατά πίσω. Κάτι με γοητεύει μέσα σε αυτές τις χαζές λεξούλες. Υπάρχει κάτι εκεί;
«Έι, σας μιλάω!»
Κι όμως δείχνει σα να είναι ζωντανό. Η ευτυχία είναι περίεργο πράγμα. Όταν νομίζεις πως είναι δίπλα σου ξεχνιέσαι και πέφτεις με ταχύτητες του κόσμου στα σημεία. Όταν είναι δίπλα σου, συνήθως τη μπερδεύεις με δυστυχία. Φταίμε στα αλήθεια εμείς που μας έχουν διδάξει λάθος τα χρώματα;
Κι όμως ξέφυγα, προσπάθησα και είδα πράγματα αλλιώς. Τι με κρατά ακόμη; Η συνήθεια είναι δύναμη που νίκησα νωρίς και δε με πιάνει. Τι άλλο μυστικό είναι εκεί έξω αόρατο και περιμένει;
Ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει, το πάτωμα γίνεται γυαλιστερό, μαύρες άσπρες τετράγωνες επιφάνειες, κόκκινες κουρτίνες και τι ψηλό που είναι το ταβάνι εδώ; Μου αρέσει όταν έχω χώρο να αναπνεύσω…
«Θέλεις να χορέψουμε;» με ρωτάει μια όμορφη ευγενική δεσποινίς.
«Όχι» είπα από μέσα μου, «αλλά δε βαριέσαι, αφού μπήκα στο χορό ( μα πως μπήκα; ) ας χορέψω».
«Ναι, γιατί όχι…», απαντώ τελικά.
Τα φώτα χαμηλώνουν, νοιώθω το σώμα της κοντά μου, είναι όμορφη… Μυρίζει όμορφα επίσης. Χμμ… Βανίλια.
Καθώς κινούμαστε ρυθμικά, το μαύρο-άσπρο πάτωμα φαίνεται ότι με συμπάθησε και μου δείχνει το δρόμο.
«Μα που ήσουν σε όλη μου τη ζωή;» σκέφτηκα και αμέσως αναρωτήθηκα αν αυτός ο χορός είναι σημαντικός. Πάντα ήθελα κάποιον, κάτι, να μου δείχνει το δρόμο στους σημαντικούς χορούς της ζωής μου.
«Και πάντα είχες, πάντα θα έχεις.»
.....ε Ψιτ...
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια νεράιδα. Το όνομά της ήταν Ψιτ. Την έλεγαν έτσι γιατί σε αντίθεση με τις άλλες νεράιδες, αυτή πάντα πριν εμφανιστεί ψιθύριζε «Ψιτ!». Ήταν ντροπαλή, διακριτική, αθόρυβη, έβγαζε τα φτερά της και τα έκανε παντόφλες. Έτσι όμως τα φτερά είχαν φθαρεί τόσο πολύ που δυσκολευόταν να πετάξει.
Μια φορά που είχα κατέβει στη πόλη είδα στη βιτρίνα ένα όμορφο ζευγάρι μικρές κόκκινες παντόφλες. Τις πήρα. Όταν γύρισα στον πύργο μου, τσούπ, νάσου η άλλη νεράιδα η Γειάσου. «Και εγώ σου είχα ζητήσει κόκκινες παντόφλες αλλά δε μου πήρες» μου κάνει. Και τις δίνω. Τις δοκιμάζει, τις ξεχειλώνει, «δεν μου κάνουν, μεγάλωσε το πόδι μου» απαντάει και τις βγάζει. Εκείνη τη στιγμή ακούω πίσω μου ένα «Ψιτ! Αντίο!»
παπαδίτσα
:smile: :smile: :smile:
Παντρεύεται και η Φ. Αύριο δεσμεύεται ενώπιον Θεού, Φίλων, Συγγενών και εαυτού, ότι θα αγαπάει τον ίδιο άντρα για την υπόλοιπη ζωή της. Παραμονές του γάμου, οι φίλες θεράπευαν την προγαμιαία αγωνία με την παραίνεση «Μια φορά παντρεύεσαι. Χαλάρωσε και απόλαυσέ το».
Εγώ ρώτησα «Που το ξέρετε;» με αγριόκοιταξαν αλλά συνέχισα «Που το ξέρετε ότι θα παντρευτεί μόνο μία φορά;» Ήθελα να ρωτήσω «Πως ξέρετε ότι δεν θα ερωτευτεί δεύτερη φορά;» μα ένα βλέμμα από εκείνα με την αξιοπρεπή αγωνία του αμυνόμενου και τον ηρωισμό του πολιορκημένου από την θλίψη ανθρώπου, μου φάνηκε πως έλεγε «Οι γυναίκες παντρεύονται μια φορά, άσχετα αν ερωτεύονται περισσότερες». Σταμάτησα.
Διέκρινα την άγρια χαρά του νικητή στη γυναικεία συντροφιά και σκέφτηκα πως είναι φρονιμότερο να αναζητήσω τον ηττημένο.
Φέτος το καλοκαίρι σε ένα μακροβούτι είδα στον βυθό έναν λύκο να κυνηγάει ένα κατακόκκινο μπαρμπουνάκι. Ξαφνιάστηκε κι αυτός που με είδε, σταμάτησε –την γλύτωσε το ψαράκι – και μου έκανε νόημα να βγούμε στην επιφάνεια. Ανέβηκα, ανέβηκε κι αυτός. Μόλις τινάξαμε κι οι δύο τα νερά από τα κεφάλια μας μου λέει.
-Τώρα βρήκες να εμφανιστείς ρε φίλε; Ξέρεις πόσο καιρό κυνηγάω το μπαρμπούνι;
-Συγνώμη, του απαντάω, αλλά εγώ νομίζω πως η θέση σου είναι στο δάσος να κυνηγάς την κοκκινοσκουφίτσα.
-Κι εγώ το ίδιο νομίζω αλλά μου έδωσε απόσπαση ο υπουργός παραμυθιών. Για τις ανάγκες της υπηρεσίας.
-Και το μπαρμπουνάκι γιατί το κυνηγάς;
-Είναι ταραχοποιό στοιχείο. Το είδα που μιλούσε με έναν κόκκινο αστερία.
-Τι βλακείες είναι αυτές. Δεν πρέπει να ανακατεύουμε τα παραμύθια με την πολιτική.
-Γιατί όχι φίλε μου. Με τα παραμύθια διαχειρίζεσαι την φαντασία των ανθρώπων. Με την πολιτική διαχειρίζεσαι τα όνειρά τους.
Όλη η αλήθεια για τον τζίτζικα και τον μύρμηγκα.
Εγώ πάντως αυτή την ιστορία με τον τζίτζικα και τον μύρμηγκα την θεωρώ τελείως αντισυνταγματική. Και θα εξηγήσω αμέσως το γιατί. Ο μύρμηγκας είχε διαλέξει να δουλεύει το καλοκαίρι και να παίρνει την άδειά του τον χειμώνα. Δικαίωμά του. Ο τζίτζικας απʼ την άλλη είχε διαλέξει να κάνει τις διακοπές του το καλοκαίρι, σαν κάθε φυσιολογικός τζίτζικας. Δικαίωμά του επίσης. Τι έφταιγε δηλαδή που τον χειμώνα υπήρχαν αναδουλειές και δε μπορούσε να βγάλει το ψωμί του; Μήπως παραπονιόταν τα καλοκαίρια που την έβγαζε σε ένα δεντράκι; Γκρίνιαζε μήπως που δεν έκανε λουξ διακοπές; Όχι βέβαια.
Και τώρα θα σας πω την αλήθεια για το πως πέθανε ο τζίτζικας. Διότι δεν τα κακάρωσε από την πείνα. Όχι. Ψέμα μεγάλο και σκάνδαλο. Ο Μύρμηγκας τον «έφαγε».
Άγριος πολύ ήταν εκείνος ο χειμώνας που βρέθηκε ο τζίτζικας σε μεγάλη ανάγκη και αναγκάστηκε να ζητήσει από τον μύρμηγκα, ο οποίος τον δάνεισε με μεγάλο τόκο. Τον άλλο χειμώνα δανείστηκε από άλλον μύρμηγκα για να πληρώνει τους τόκους του πρώτου κοκ. Μέχρι που ένα καλοκαίρι οι μύρμηγκες του είπαν «Φίλε χρωστάς. Διακοποδάνεια τέλος. Κατέβα από το δέντρο».
Τι να κάνει ο τζίτζικας, κατέβηκε. Και έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Του κόπηκε το τραγούδι και επειδή οι τζίτζικες με το τραγούδι αναπνέουν, του κόπηκε κι η ανάσα και πάει, πέθανε. Ύστερα ο μύρμηγκας λάδωσε τον συγγραφέα ο οποίος άλλαξε την ιστορία και κατηγόρησε τον τζίτζικα ως ανεπρόκοπο κακοχαρακτήρα και τεμπέλη
.
Και με τα παραμύθια και με την πολιτική διαχειρίζεσαι μόνο τα όνειρα που εμβάλλεις (inception).
Σοφά τα παραμύθια σου πάντως. Την πολιτική σου δεν τη γνωρίζω ;)
Επειδή μου έχουν κινήσει κάποιο σχετικό ενδιαφέρον τα παραμύθια που μόλις διάβασα, πριν σχολιάσω, ας μου επιτραπεί μια ερώτηση.
Είναι δικά σου, εννοώ τα έχεις γράψει εσύ, ή ανήκουν στο συγγραφικό έργο κάποιου άλλου? Δεν βλέπω βέβαια πουθενά ότι πρόκειται για αναδημοσιεύσεις, άρα προφανώς τα κείμενα είναι δικά σου! :smile:
Το ωραίο λοιπόν σε όλα αυτά, είναι ότι κρύβουν μηνύματα... Ευφυέστατα... και μου άρεσε το τελευταίο: ''Με τα παραμύθια διαχειρίζεσαι την φαντασία των ανθρώπων. Με την πολιτική διαχειρίζεσαι τα όνειρά τους.'' ;-)
....δεν ειναι δικα μου αλλα ολα εχουν τη δικη μου πινελια.......
κ δεν ανηκουν σε καποιο συγγραφεα γτ τα εχω βρει σκορπια κ τα συγκεντρωνω εδω κ πολλα χρονια
κ τωρα μεσω του a33 μου δοθηκε η ευκαιρια να τα γραψω...
παντως χαρηκα pixie που σου ααρεσαν ...γτ εχω κανει πολυ κοπο για να τα
συγκεντρωσω ...κ χαρηκα που σταθηκες στα μυνηματα.....γτ πραγματικα δεν ειναι τοσο
απλοϊκα οσο φαινονται ....θα μπορουσα να πω το αντιθετο οτι ειναι πολυ συνθετα κ
κρυβουν βαθυτερα νοηματα......κ επειδη εμενα μου αρεσουν πολυ θελησα να τα
μοιραστω μαζι σας......
Η Μελωδία των ξωτικών!
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν δύο ξωτικά πολύ μακρυά το ένα από το άλλο.
Το ένα σε ένα ψηλό βουνό και το άλλο σε μια απέραντη θάλασσα.
Το ένα έγραφε στίχους και το άλλο έγραφε μουσική.
Ένιωθαν πολύ μόνα τους γιατί ο κόσμος των ξωτικών τα είχε εξορίσει.
Ήταν πολύ «ιδιαίτερα», όχι καλύτερα ή χειρότερα από τα άλλα,
Έτσι τα εξόρισαν για να μην τα βλέπουν και να μην τα ακούν.
Τα δύο ξωτικά δεν είχαν γνωριστεί, ούτε είχαν δει το ένα το άλλο,
ούτε είχαν ακούσει ποτέ ότι υπάρχουν κι άλλα εξόριστα ξωτικά.
Προέρχονταν από διαφορετικές ομάδες ξωτικών οπότε
Μέσα στην απέραντη θλίψη τους συνέχιζαν να γράφουν στίχους και μουσική.
Όμως πόσο να αντέξουν οι στίχοι χωρίς την μουσική και η μουσική
χωρίς τους στίχους; Γρήγορα μέσα στη δική τους μοναξιά άρχισαν
να νιώθουν μοναξιά και οι στίχοι και η μουσική.
Τα ξωτικά στενοχωριόντουσαν αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Αποφάσισαν λοιπόν να σταματήσουν να γράφουν. Να κάνουν μία παύση. Και να ταξιδέψουν.
Γιατί αφού ήταν εξόριστα ήταν ελεύθερα
(και αυτό είναι το παράδοξο της εξορίας ότι καμιά φορά εκεί είσαι
πιο ελεύθερος από τους ελεύθερους) να πάνε όπου ήθελαν αρκεί
να μην ήταν μέσα στα σύνορα του κόσμου των ξωτικών.
Ξεκίνησαν λοιπόν να περπατάνε και να περπατάνε και να περπατάνε...
Πέρασαν πολλές δυσκολίες και πολλά εμπόδια, μα εκείνα συνέχιζαν
να περπατάνε σαν κάτι πιο βαθύ και πιο μεγάλο να τα οδηγεί.
Έμαθαν πολλά στην πορεία, δυνάμωσαν και δεν φοβόντουσαν πια τόσο πολύ.
Η μοναξιά τους έγινε όπλο και όχι αδυναμία. Και η θλίψη σιγά σιγά άρχιζε να εξαφανίζεται.
Κάποια στιγμή, από τα διαφορετικά σημεία που βρισκόντουσαν,
άκουσαν κάποιους περίεργους θορύβους. Και χωρίς κανένα δισταγμό,
τα δύο ξωτικά, κατευθύνθηκαν προς το σημείο από όπου προέρχονταν
αυτοί οι πρωτόγονοι ήχοι οι οποίοι άρχιζαν τώρα να ακούγονται πιο ρυθμικοί.
Και ξαφνικά βρέθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο
(και τότε γεννήθηκε ένα κοινό σημείο αφετηρίας).
Κοιτάχτηκαν και χωρίς να μιλήσουν έστριψαν το κεφάλι τους και τα δύο μαζί ταυτόχρονα προς την πηγή των ήχων (και τότε γεννήθηκε ένας κοινός στόχος).
Είδαν μια μικρή σπηλιά η οποία ήταν πάνω σε ένα μικρό λόφο.
Ο λόφος ήταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακρυά.
Και έτσι τα δύο ξωτικά είχαν μια μικρή διαδρομή
που έπρεπε να διανύσουν προς τον κοινό τους στόχο.
Έπρεπε να μάθουν τι υπάρχει σε εκείνη τη σπηλιά.
Και έπρεπε να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν μαζί ή το καθένα χωριστά.
Υπήρξε μια αρχική αμηχανία γιατί είχαν πολύ καιρό να έχουν κάποιον για παρέα...
συνηθίσει στην μοναχική πορεία τους.
Αλλά ήταν μόνο μια στιγμή...
Αμέσως σκέφτηκαν πώς δύο είναι καλύτερα από έναν
και ακόμα περισσότερο όταν βαδίζεις προς το άγνωστο,
σε μονοπάτια που δεν γνωρίζεις (και τότε γεννήθηκε μια κοινή απόφαση).
Έκαναν λοιπόν το πρώτο βήμα τους μαζί
και συνέχισαν προχωρώντας μπροστά (και τότε γεννήθηκε ένας κοινός δρόμος) .
Πέρασαν καινούρια εμπόδια μέχρι να φτάσουν μα τώρα
όλα τους φαίνονταν πιο εύκολα.
Έμαθαν έτσι την αξία της συνεργασίας και τι συμβαίνει
Άρχισαν να νιώθουν πιο άνετα το ένα δίπλα στο άλλο,
να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια και εμπιστοσύνη.
Θα λέγαμε στη δική μας γλώσσα πώς έγιναν «φίλοι»
(αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς σωστό γιατί «φιλία»
στη γλώσσα των ξωτικών σημαίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο που δεν μεταφράζεται).
Και όπως περπατούσαν (σε μια στιγμή ηρεμίας που δεν είχαν να αντιμετωπίσουν κάποιο καινούριο εμπόδιο) το ένα άρχισε να σιγομουρμουράει μία μουσική
και το άλλο άρχισε να λέει μερικούς σκόρπιους στίχους.
Και χάρηκαν και τα δύο γιατί δεν υπήρχε καθόλου μοναξιά ούτε
στις καρδιές τους ούτε στις καινούριες δημιουργίες τους.
Στίχοι και μουσική έγιναν ένα. Και ήξεραν πως η παύση της
μουσικής τους είχε πια τελειώσει... Και συνέχιζαν να περπατάνε τώρα μαζί,
δίπλα δίπλα, τα δύο ξωτικά και μαζί τους να περπατάνε, δίπλα δίπλα,
και οι στίχοι με τη μουσική...
Μέχρι που έφτασαν στην σπηλιά. Και σώπασαν. Δειλά δειλά μπήκαν μέσα και αντίκρυσαν ένα τρίτο εξόριστο ξωτικό που χτυπούσε ό,τι έβρισκε γύρω του (πέτρες, κλαδάκια, χώμα, περίεργα φυτά, οτιδήποτε...) δημιουργώντας ρυθμικά χτυπήματα. Το τρίτο ξωτικό μόλις τα είδε σταμάτησε αμέσως.
Tα δύο ξωτικά δεν πίστευαν στα μάτια τους! Υπήρχε κι άλλο εξόριστο ξωτικό! Το τρίτο ξωτικό όμως δεν έδειξε καμία έκπληξη, ήταν πολύ ήρεμο, σχεδόν σαν να τα περίμενε να έρθουν...
τους χαμογέλασε και τους έκανε νόημα να περάσουν. Και τα τρία κοιτάχτηκαν και κάθισαν σε κύκλο. Και αντί να μιλήσουν στην γλώσσα των ξωτικών (που και τα τρία γνώριζαν καλά πώς είναι ο μόνος τρόπος μιας σωστής και εύκολης επικοινωνίας) έκαναν κάτι άλλο. Το ένα έβαλε τις λέξεις, το άλλο τους ήχους και το τρίτο τη μελωδία.
Και έτσι περίπου φτιάχτηκαν τα τραγούδια τους που απλώθηκαν και έφτασαν μέχρι την πιο μακρινή θάλασσα και μέχρι το πιο ψηλό βουνό... Τα τραγούδια που έφτασαν μέχρι και τον κόσμο των ξωτικών... και πάρα πέρα... μέχρι τον κόσμο των ανθρώπων...
Γιατί ευτυχώς για εμάς η μουσική δεν έχει σύνορα, δεν μπορεί να εξοριστεί, δεν ανήκει σε κανέναν, δεν μπορεί να φυλακιστεί, αντίθετα μπορεί να ταξιδεύει ελεύθερα και πάντα από στόμα σε στόμα, μεταφέρεται με τον άνεμο, με τα πουλιά, με το κύμα της θάλασσας...
Για αυτό να ξέρετε πως όταν καμιά φορά κολυμπάτε στην θάλασσα και νομίζετε πώς κάτι ακούσατε δεν είναι η ιδέα σας. Δεν είναι το κύμα που σας ψιθύριζει... είναι η δική τους μελωδία. Κι αν φτάσετε ποτέ στην κορυφή ενός βουνού δεν είναι ο άνεμος που σας σφυρίζει αλλά τα τραγούδια τριών μικρών εξόριστων ξωτικών που έκαναν την διαφορετικότητα τους μουσική για να θυμάστε...
Πως ακόμα και στην εξορία υπάρχει έμπνευση. Κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει αυτό που είσαι και πάντα θα υπάρχουν άλλοι που δεν θα θέλουν να σε δουν και να σε ακούσουν. Αλλά κάπου θα υπάρχουν κι αυτοί που θα τους δέχεσαι όπως είναι και θα σε δέχονται όπως είσαι και που θα μπορείτε να ενώσετε τις αλήθειες σας και να χαράξετε για λίγο ή για πολύ μια κοινή αληθινή πορεία...
.
Που βρίσκομαι; αναρωτήθηκε ο Χαρίλαος μόλις άνοιξε τα μάτια του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έψαξε τα ρούχα του –ήταν γυμνός. Που να ψάξει; Δεν υπήρχε τίποτα άλλο πάρεξ ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια τηλεόραση.
Άνοιξε την τηλεόραση. Χιόνια. Έψαξε τα κανάλια. Ένα, δύο, τρία, ωπ! Έπιασε. Χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβει ότι στην οθόνη έβλεπε τον εαυτό του να κοιμάται στο άδειο δωμάτιο. Ροχάλιζε. Ένιωσε οτι ιδρώνει. Άλλαξε κανάλι. Ο ίδιος άντρας, δηλαδή ο εαυτός του, στεκόταν μπροστά στην τηλεόραση.
Μια σταγόνα ιδρώτα έπεσε στο τηλεκοντρόλ και το κανάλι άλλαξε πάλι. Ο εαυτός του οδηγούσε τώρα ένα πολυτελές αυτοκίνητο. Δίπλα του μια όμορφη άγνωστή γυναίκα. Πίσω, δυο μικρά χαριτωμένα παιδιά. Χαμογέλασε. Γύρισε στο κρεβάτι και ξανακοιμήθηκε με την τηλεόραση ανοικτή.
Ένα ποντικάκι κάποτε, παρατηρούσε από την τρυπούλα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο. Τι λιχουδιά άραγε έκρυβε εκείνο το πακέτο; Αναρωτήθηκε.
Όταν οι δύο αγρότες άνοιξαν το πακέτο, δεν φαντάζεστε πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε, όταν διαπίστωσε πως επρόκειτο για μια ποντικοπαγίδα!
Μάς αφορά όλους... ΜΥΗΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ...
Τρέχει γρήγορα λοιπόν στον αχυρώνα για να ανακοινώσει το φοβερό νέο!:
-Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι! Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι!
Η κότα κακάρισε, έξυσε την πλάτη της και σηκώνοντας το λαιμό της είπε:
"Κύρ Ποντικέ μου, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για σας. Αλλά δεν βλέπω να έχει καμιά επίπτωση σε μένα! Δε με ενοχλεί καθόλου εμένα η ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Το ποντικάκι γύρισε τότε στο γουρούνι και του φώναξε:
"Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Το γουρούνι έδειξε συμπόνια αλλά απάντησε:
"Λυπάμαι πολύ κυρ ποντικέ μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να προσευχηθώ. Να είσαι σίγουρος ότι θα το κάνω. Θα προσευχηθώ."
Τότε το ποντίκι στράφηκε προς το βόδι και του φώναξε κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου:
"Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Και το βόδι απάντησε:
"Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, πολύ λυπάμαι για τον κίνδυνο που διατρέχεις, αλλά εμένα η ποντικοπαγίδα το μόνο που μπορεί να μου κάνει, είναι ένα τσιμπηματάκι στο δέρμα μου! "
Έτσι, ο καλός μας ποντικούλης, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος γιατί θα έπρεπε ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας!
Την επόμενη νύχτα, ένας παράξενος θόρυβος, κάτι σαν το θόρυβο που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει, ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη που έτρεξε να δει τι συνέβη. Μέσα στη νύχτα όμως, δεν πρόσεξε πως στην παγίδα πιάστηκε από την ουρά ένα φίδι ....
Φοβισμένο το φίδι δάγκωσε τη γυναίκα.
Ο άντρας της έτρεξε γρήγορα και την πήγε στο νοσοκομείο. Αλλοίμονο όμως, την έφερε στο σπίτι με πολύ υψηλό πυρετό. Ο γιατρός τον συμβούλεψε να της κάνει ζεστές σουπίτσες..
Έτσι ο αγρότης *έσφαξε την κότα* για να κάνει μια καλή κοτόσουπα!
Η γυναίκα όμως πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες ερχόταν στη φάρμα να βοηθήσουν. Ο καθένας με τη σειρά του καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας από ένα 8ωρο.
Για να τους ταΐσει όλους αυτούς ο αγρότης αναγκάστηκε να *σφάξει το γουρούνι*.
Τελικά όμως η γυναίκα δε τη γλύτωσε! Πέθανε! Στη κηδεία της ήρθε πάρα πολύς κόσμος, γιατί ήταν καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι.
Για να φιλοξενήσει όλον αυτόν τον κόσμο ο αγρότης αναγκάστηκε να *σφάξει το βόδι*
Ο κυρ Ποντικός μας, έβλεπε όλο αυτό το πήγαιν'έλα από την τρυπούλα του με πάρα πολύ μεγάλη θλίψη.......
ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ:
Χάσαμε την ανθρωπιά μας. και ενισχύσαμε τον ατομισμό μας..!
όταν κάποιος δίπλα μας κινδυνεύει, βρισκόμαστε όλοι σε κίνδυνο!
είμαστε όλοι συνεπιβάτες σ'αυτό το πλοίο που λέγεται ζωή!
ο καθένας μας αποτελεί τον κρίκο της ίδιας αλυσίδας!
είμαστε σαν τις ίνες ενός υφάσματος.
Και αν ένα μέρος του υφάσματος χαλάσει, το ύφασμα είναι άχρηστο....
ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ.
Εμείς είμαστε τα ποντικάκια..
Εμείς όμως είμαστε και οι κότες..
Εμείς και τα γουρούνια.
Εμείς και τα βόδια.
ΓΙ ΑΥΤΟ ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΑΘΟΥΜΕ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΠΩΣ.
Είναι αδύνατον να γελάμε, αν δεν γελάει ολόκληρη η γειτονιά.
Άρτεμις Κατερίδου
Ωραίο ;-)
ΥΓ:
Μαυροχιουμοριστικά βέβαια, το πρώτο που σκέφτηκα είναι ότι έτσι και τολμήσεις να στήσεις παγίδα
στο τέλος θα πεθάνει το πιο αγαπημένο σου άτομο και θα θυσιάσεις κάπου κι όλη σου τη περιουσία.
Και το χειρότερο... αυτός για τον οποίο προοριζόταν η παγίδα, θα ζει και θα βασιλεύει τρώγοντας με
χρυσά κουτάλια μέρος αυτών που θυσίασες.
Για το κάρμα ρε γμτ :)
...δυστυχως ομως αυτα δε συμβαινουν καθημερινα????
δυστυχως!!!!!!
Υπεροχο το παραμυθακι το τελευταιο παπαδια...
Αυτα να τα βλεπουμε <ολοι>!!
Απο τα παραμυθια ,τον μυθολογια ,τις παραδοσεις...βγαινουν μεγαλες αληθειες...
Τι θυμηθηκα τωρα....Υπαρχει ενα ΒΙΒΛΙΟ(προσηκει να ειναι με κεφαλαια...και δεν ειναι τυχαιο αυτο),δυστυχως ομως πρεπει να ειναι εξαντλημενο...
Ονομαζεται :<οι γαμοι του Καδμου και της Αρμονιας>...Eχει σηκωθει η τριχα μου τωρα...
Το συγκεκριμενο βιβλιο λοιπον ειναι του Ρομπερτο Καλασο σε μεταφραση Γιωργου Κασαπιδη και εκδοσεις Καστανιωτη...Το περιεχομενο οπως καταλαβαινετε ειναι μυθολογικο....Τι γινεται εκει?....Μμμμμμμ...πολλα ...παρα πολλα...
Σε αυτους τους γαμους λοιπον...για τελευταια φορα Θεοι του Ολυμπου και θνητοι καθονται και στο ιδιο τραπεζι και τρωνε μαζι...
Ολη η Ελληνικη μυθολογια ξεδιπλωνεται σε αυτο το βιβλιο...
Οι ιστοριες ,που καταγραφονται ισως και να μην συνεβηκαν ποτε...ομως εχεις την αισθηση οτι διαδραματιστηκαν...παντα υπηρχαν...σαν να στο υποδεικνυει καποιο κομματι της ψυχης σου αυτο...Και αναρωτιεσαι ..<<Η μαγεια τους αυτη ειναι μεσα στο πετσι μου...,ναι ειναι!!Γιατι ομως?Γιατι να μαγευομαι απο ενα αβεβαιο μυθολογικο παρελθον..??Ειναι ο τροπος ,που το <δινει> ο συγγραφεας??..η γιατι νοιωθεις οτι και εσυ αν το εγραφες ..παλι ετσι θα το εγραφες....??
Για να το γραψεις ομως και εσυ με τον ιδιο τροπο,υπαρχουν κοινα στοιχεια μεσα σου..,που αφυπνιζουν ενα αρχαιο παρελθον...Γιατι ομως να αφυπνιζεται??Και αν αυτο συμβαινει ,μηπως συμβαινει γιατι ο μυθος ειναι μεσα μας?...και ζει στην ψυχη μας?...Μηπως μας κυνηγα απο τους αντιποδες του μυαλου μας ,κρυμμενος μεσα σε ενα συλλογικο ασυνειδητο καπου αναμεσα στο καλο και στο κακο...Και ξυπνα...Ξυπνα για να μας κανει την μια Ηρακλη,που με το ροπαλο μας και το τοξο μας θα σκοτωσουμε τις στυμφαλιδες ορνιθες...Και την αλλη Καιν...ετοιμους να σταματησουμε την ζωη απο τον αδελφο μας Αβελ,υποδεικνυοντας οτι καλο και κακο ειναι μεσα μας και ετοιμα να εμφανιστουν ανα πασα στιγμη.....
Ολα ειναι μεσα μας...
φορτσουν.
Τώρα να κάνω κι εγώ μια ερώτηση άσχετη με το θέμα...
Παπαδιά, το χέρι που ακουμπά το τζάμι στη φωτό είναι δικό σου; Θα αναρωτηθεί κανείς πως μου
ήρθε να κάνω τέτοια ερώτηση.
Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη φωτό με προβλημάτιζε ιδιαίτερα μέρες τώρα. Κάτι δεν μου κόλαγε.
Τελικά συμπέρανα ότι έφταιγε η θέση των δακτύλων. Ο αντίχειρας και ο δείκτης απλωμένοι, θεωρητικά
"ήρεμοι", ενώ τα υπόλοιπα δάχτυλα σε ιδιαίτερα δραστήρια θέση (μάχης), λες και προσπαθούσαν
να γατζωθούν ή κάτι παρόμοιο. Κι επειδή η φωτό δεν δικαιολογούσε μια τέτοια θέση ποικιλότροπη
στα δάχτυλα, μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί απλά να συμβαίνει το εξής...
Ο άνθρωπος του οποίου το χέρι αποθανατίστηκε στη φωτό... να γνωρίζει πιάνο... Κι απλά να έχουν
"συνηθίσει" τα δάχτυλα σε μια τέτοια θέση.
Οπότε σε περίπτωση παπαδιά που απαντήσεις ότι ναι είναι δικό σου το χέρι... ή οτι γνωρίζεις το
πρόσωπο που το έχει... αν θες... λύσε μου την απορία για το αν παίζει πιάνο...
Ξέρω... περίεργες σκέψεις έχω... αλλά......... Κρίμα είναι να αναρωτιέμαι για όσο...
.. θα σου λυσω λοιπον την απορια..
οχι, το χερι δεν ειναι δικο μου!!!! θα μπορουσε ομως πολυ ανετα να ηταν το δικο μου!!!!!
αλλωστε αυτη η φωτο ειναι πολυ ψαγμενη......κ δε μπηκε τυχαια!!!!!
ελπιζω να σε καλυψα.....
O ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ.......η κριση των γαϊδαρων...
Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά.
Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο στα χείλη.
Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους.
Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι … 500 ευρώ!! Και αποχώρησε.
Την επόμενη μέρα ανέθεσε στον συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα.
Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.
Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο.
Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως … ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου…Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση.
Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαιδάρους!!…
Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών… Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι.
Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να … ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων. Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν … με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών, και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής.
το ερωτημα ειναι......σε καθε περισταση τι εκαναν οι αγροτες??? γτ η ιστορια σιγουρα δεν τελειωνει εδω.....
Με αρέσει που είμαι λίγο σκεπτική με τα δικά μου αυτές τις μέρες, αλλά με ανεβάζετε...
Θα συνεχίσεις την ιστορία ; Ή ημαστε άξιοι της μοίρας μας τελικά :!: :?: :grin:
Μου θυμίζει συνειρμικά αυτή τη γνωστή παρακάτω. (Και θυμάμαι όχι ευχάριστα ένα ποστ που είχα γράψει ένα χρόνο πιο πριν για το "πειραματόζωο Ελλάδα", μετά από μια ομιλία που είχα ακούσει. Πόσο δίκιο είχαν τελικά...)
[quote user="papadia" post="356662"].. θα σου λυσω λοιπον την απορια..
οχι, το χερι δεν ειναι δικο μου!!!! θα μπορουσε ομως πολυ ανετα να ηταν το δικο μου!!!!!
αλλωστε αυτη η φωτο ειναι πολυ ψαγμενη......κ δε μπηκε τυχαια!!!!!
ελπιζω να σε καλυψα.....[/quote]
Αν την έχεις σε μεγαλύτερο μέγεθος μπορείς να την προσθέσεις κάπου στο φόρουμ;
Γιατί σαν να διακρίνω αχνά κάτι στο τζάμι, αλλά είναι πολύ μικρά τα Avatar γενικά και αρκετές
λεπτομέρειες που έχουν κάποιες φωτό σίγουρα χάνονται.
http://t0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTHZ28ayoEXUrUyRLhUVg4EE__x0UZaqQ9TBmTrgDIlyeLN1OLgiQ
δε ξερω αν τα καταφερα Νικο Απομακρε αλλα αυτη ειναι η φωτο που μου ζητησες
σε διαφορα μεγεθη.
Ακου να σου πω… είπε ο χρόνος στην απουσία … σε βλέπω πάντα λυπημένη και στενοχωριέμαι.
Αποφάσισα να σε λέω ανάμνηση και θα σε κάνω πιο όμορφη κι από την παρουσία.
«Δεν θέλω να με κάνεις πιο όμορφη … κάνε με πιο χαρούμενη, αν μπορείς… »
...H Ζωη κ ο Θανατος της πεταλουδας μεσα στην ιδια μερα!!!!!
"Ειμαι πολυ ομορφη" ειπε η μικρη πεταλουδα κ πεταξε γυρω απο μια μαργαριτα!
"Να σου πω ενα μυστικο?" ειπε στη κοκκινη παπαδιτσα.
Ναι! απαντησε η παπαδιτσα..
"Θα ειμαι ομορφη για λιγες ωρες ακομα κ μετα θα πεθανω!
"Πως μπορεις να λες οτι θα πεθανεις κ να χαμογελας?" σκεφτηκε η μικρη παπαδιτσα..
Ξαφνικα η πεταλουδιτσα αρχισε να πεταει, ξεφρενα,χορευοντας "Κοιτα με, τι ωραια που πεταω!
Κοιτα με γελαω"
...κ πεταξε στον ουρανο....
Κοιτα με παπαδιτσα! Ειμαι ομορφη! Ειμαι ευτυχισμενη!
Ειμαι ευτυχισμενη που Ζω! Νοιωθω ευτυχισμενη...
Κοιτα με γελαω! Χορευω!Πεταω! Φοβαμαι το θανατο, αλλα πεταω, πεταω κ γελαω!
Φοβαμαι αλλα Ζω κ ας ξερω οτι θα πεθανω...
Γελαω, πεταω,ζω κ ειμαι ευτυχισμενη σαν να μη πεθαινα ΠΟΤΕ!!!!!
..οτι ειναι αχρηστο για καποιον μπορει για καποιον αλλο να ειναι πολυτιμο!!!!
Μια φορά και έναν καιρό και ακόμα περισσότερο, υπήρχε μια όμορφη και μεγάλη πόλη χτισμένη στα ανατολικά της Ονειροχώρας. Εκεί ζούσε ένας παιχνιδοποιός που έφτιαχνε τις ωραιότερες κούκλες του κόσμου. Όλες ήταν αψεγάδιαστες. Φτιαγμένες με τα καλύτερα υλικά. Ντυμένες με τα ακριβότερα υφάσματα. Συνοδευόμενες από τα πιο φανταχτερά ονόματα. Όλοι οι άρχοντες και οι ευγενείς της χώρας ερχόντουσαν στον παιχνιδοποιό και έδιναν χρήματα πολλά για να αποκτήσουν τις τόσο υπέροχες και τέλειες κούκλες που έφτιαχνε.
Μια μέρα, καθώς ο παιχνιδοποιός κρατούσε στα χέρια του το τελευταίο του δημιούργημα και του έδινε πνοή, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος έξω από την πόρτα του. Τρόμαξε. Το χέρι του κουνήθηκε. Και.. Τι τρομερό! Μια σταγόνα χρώματος ξέφυγε από το πινέλο δημιουργώντας ένα μικρό σημαδάκι ακριβώς κάτω από το μάτι της όμορφης κούκλας του. Προσπάθησε να το διορθώσει αλλά ήταν πια αργά. Το σημάδι φαινόταν σαν δάκρυ στο πρόσωπο της. Ποιος θα ήθελε μια κούκλα που δακρύζει? Οι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν χαμογελαστά πρόσωπα. Χαρούμενα. Να καλύπτουν την δικιά τους μελαγχολεία. Η κούκλα δεν μπορούσε να πουληθεί έτσι. Ήταν παντελώς άχρηστη. Της έδωσε το όνομα Αδιαφορία και την παράτησε με έναν μορφασμό στο περβάζι του παραθύρου του.
Ο χρόνος περνούσε. Ο παιχνιδοποιός συνέχισε να φτιάχνει και να πουλάει όμορφες και χαμογελάστες κούκλες. Η Αδιαφορία σιωπήλη στεκόταν πάντα στο περβάζι του παραθύρου. Ποτέ δεν της έδινε σημασία. Ήταν η απόδειξη ότι είχε κάνει λάθος. Και δεν του άρεσε αυτό. Σε ποιον αρέσει άλλωστε να παραδέχεται τα λάθη του και να τα κοιτάει κατάματα?
Ένα πρωινό, ο παιχνιδοποιός πετάχτηκε στο διπλανό μαγαζί να αγοράσει λίγο κόκκινο χρώμμα που του τελείωσε, αφήνοντας στο μαγαζί μόνο του τον Σταχτύ, τον γάτο του. Ο Σταχτύς άλλο που δεν ήθελε να σεργιανίζει χωρίς ενόχληση στο πολύχρωμο εργαστήρι του αφεντικού του. Μ'; ένα πήδο φτάνει στο ανοιχτό παράθυρο και πλησιάζει την Αδιαφορία. Ποτέ δεν την συμπάθησε αυτή την κούκλα. Είχε κάτι. Κάτι που τον ενοχλούσε. Χώνοντας τα μουστάκια του στα μαλλιά της και με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού του, ρίχνει την Αδιαφορία στο χώμα. Μακριά από τα δικά του εδάφη.
Εκείνη την ώρα, έτυχε να περνάει με το καφασάκι του ο κ.Αντρέας. Ένας άντρας φτωχός, που έφτιαχνε τα παπούτσια των περαστικών. Η γυναίκα του είχε φύγει στην γέννα και αυτός έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μην λείψει η φροντίδα και η τροφή στην κορούλα του. Καθώς λοιπόν έψαχνε τόπο να αράξει τα εργαλεία του, βλέπει κάτι να γυαλίζει μέσα από μια λακούβα λάσπη. Βάζει τα χέρια του μέσα, το σηκώνει και το σκουπίζει προσεκτικά. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν μια κούκλα. Ποτέ δεν μπόρεσε να πάρει κάποιο παιχνίδι στην κόρη του. Και τώρα; Κρατάει στα χέρια του το πιο όμορφο που είχε δει ποτέ του. Την καλύπτει με το παλτό του και τρέχει χαρούμενος σπίτι. Σήμερα θα είχαν γιορτή.
Ο παιχνιδοποιός επέστρεψε στο εργαστήρι του και συνέχισε να φτιάχνει τις παραγγελίες του. Ξαφνικά κρύωσε. Σαν ένας παγωμένος αέρας να έχει καταλάβει όλο τον χώρο. Έριξε μερικά ακόμα ξύλα στην φωτιά και κάθισε στην μεγάλη πολυθρόνα του. Και όμως. Δεν μπορούσε να ζεσταθεί. Αισθανόταν την απώλεια να του καίει τα ρουθούνια και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Πήγαινε πάνω -κάτω στο δωμάτιο προσπαθώντας να βρει την λύση. Μέρες ολόκληρες. Δεν είχε διάθεση να φτιάξει άλλες κούκλες. Ούτε να ακούει τα φιλοφρονήματα των ευγενών. Ήθελε μόνο να διώξει αυτό το περίεργο και πρωτόγνωρο συναίσθημα από μέσα του. Ώσπου. Το κατάλαβε. Γύρισε αργά προς το μέρος του παραθύρου και έμεινε ακούνητος. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Την είχε χάσει. Για πάντα
Ο κ.Αντρέας μπαίνει φουριόζος μέσα στο σπίτι και σηκώνει ψηλά το ξανθό κοριτσάκι του που έπαιζε με ένα κουτάλι και μια μικρή κατσαρολίτσα. Την αφήνει κάτω. Κάνει μια βαθία υπόκλιση βγάζοντας το φθαρμένο του καπέλο. Και της παρουσιάζει με μια θεατρινίστικη φιγούρα το απόκτημα του. Η μικρή νόμιζε ότι έβλεπε όνειρο. Δάκρυα χαράς άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπο της. Αγκάλιασε με δέος την όμορφη κούκλα της. Και την ονόμασε
Πολύτιμη
...ενα μωρο ρωτησε το θεο...
"μου λενε πως θα με στειλεις στη Γη αυριο, αλλα πως υποτιθεται
οτι θα ζησω εκει που ειμαι τοσο μικρος κ αβοηθητος?"
- Ο άγγελός σου θα ειναι εκει να σε περιμενει κ να ε προσεχει!!!!
απαντησε ο θεος...
Εκεινη τη στιγμη υπηρχε μεγαλη ηρεμια στο Παραδεισο,
αλλα μπορουσε κανείς να ακουσει φωνες απο τη Γη...
κ το παιδι ρωτησε με βιασυνη
"θεέ εφοσον ειναι να φυγω τωρα, πες μου
σε παρακαλω
το ονομα του αγγλου μου"
- "Απλα θα τη φωναζεις, μαμα"...
"Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα απόμακρο χωριό, ζούσαν δέκα ψαράδες. Την εποχή εκείνη, κανείς άλλος δεν ήξερε να ψαρεύει και ούτε ενδιαφερόταν για το ψάρεμα. Αν μάλιστα οι ψαράδες έκαναν το αστείο να διδάξουν ψάρεμα στους ανθρώπους της πόλης, ή να τους δώσουν δωρεάν ψάρια εκείνοι τους κορόιδευαν και τους χλεύαζαν.
Οι κάτοικοι της πόλης, βλέπετε, τρώγανε μόνο έτοιμες προτηγανισμένες τηγανητές πατάτες που τους προμήθευε ο αφέντης μεγαλέμπορας.
Οι ψαράδες όμως επέμειναν. Σιγά σιγά, καλλιέργησαν και τη γη, κάναν μια μικρή φάρμα εκτροφής ζώων, άρμεγαν το γάλα και επειδή ήταν όλοι φίλοι μεταξύ τους και ήταν λίγοι σε πληθυσμό, ο καθένας έκανε ότι του άρεσε και το πρόσφερε δωρεάν και χαμογελαστά στους υπόλοιπους. Όποιος δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας κάποια δουλειά, μπορούσε να ρωτήσει τους παλιότερους κατοίκους του χωριού και εκείνοι με χαρά τον βοηθούσαν. Σιγά σιγά, οι ταλαιπωρημένοι και στα πρόθυρα της ασιτίας κάτοικοι της πόλης ενδιαφέρθηκαν να μάθουν και αυτοί τον τρόπο ζωής του μικρού αυτού χωριού και άρχισαν να μαζεύονται στα περίχωρα του χωριού. Ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε. Οι νέοι κάτοικοι απαιτούσαν σαν κακομαθημένα παιδιά τα δωρεάν ψάρια τους (λες και κάποιος τους τα χρώσταγε) και κακοαναθρεμένοι όπως ήταν, άρχισαν να ζητάνε τσιπούρες, φιλέτο, λαχανάκια Βρυξελλών, πράγματα που οι παλιοί χωρικοί δε μπορούσαν (χωρίς τη συνεργασία των νέων) να φτιάξουν.
Αλλά αυτό που πραγματικά έφερνε σε απόγνωση τους γέροντες του χωριού, ήταν η συμπεριφορά των νέων στο σχολείο. Δεν έκαναν τις εργασίες τους, δε διάβαζαν τα βιβλία τους, δεν παίδευαν το μυαλό τους και δεν παρατηρούσαν τους γεροντότερους ώστε να προοδεύσουν. Αντί αυτού, συνεχώς έβριζαν τη δασκάλα τους όταν τους εξηγούσε πως αν είχαν διαβάσει το βιβλίο δε θα χρειαζόταν να διακόπτουν συνέχεια το μάθημα και να ρωτούν τα ίδια και τα ίδια.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για πολύ καιρό, μέχρι που πέθαναν οι γεροντότεροι, χάθηκε η γνώση που είχαν και τελείωσαν από τις αποθήκες οι έτοιμες τροφές που με τόσο κόπο συσσώρευαν.
Πεινασμένοι και απογοητευμένοι οι κάτοικοι της πόλης, ξαναγύρισαν στον παλιό αφέντη τους. Με σκυμμένο το κεφάλι, παραδέχτηκαν πως ήταν λάθος τους να φύγουν από κοντά του και του ζήτησαν να τους πάρει στη δούλεψή του.
Αυτός άλλο που δεν ήθελε. Τώρα πια όλοι δουλεύουν γι' αυτόν, για μια μερίδα προτηγανισμένες σάπιες πατάτες και κανένας δεν έχει μείνει για να επαναστατήσει εναντίον του."
Edit
Συγγραφέας] Link (//http) - Link (//http) κ.α..
AdminForum
Χμμμ... Το έχω ξαναδιαβάσει αυτό το παραμυθάκι και συγγραφέας είναι ο Ευριπίδης Παπακώστας αν δεν κάνω λάθος.
Εγώ πάντως, καθαρά προσωπική μου άποψη, έστω κι αν πρόκειται για παραμύθι θα ήθελα να βλέπω το όνομα του συγγραφέα στις αναδημοσιεύσεις των κειμένων. Έτσι, ως φόρο τιμής.
......οσακις γνωριζω το συγγραφεα βεβαιως το κανω...
αν ομως τυγχανει να μη το γνωριζω...σαφως δε το κανω
κ παντως ουδολως διεκδικω τονν τιτλο του συγγραφεα του παραμυθιου!!!!!!
αλλωστε δε διεκδικω τιτλους...
κ απαντω ετσι γτ κ στο παρελθον ετεθη τετοιο θεμα...
σορι δε θα παρω.....λυπαμαι....
[quote user="papadia" post="365310"]σορι δε θα παρω.....λυπαμαι....[/quote]
Δεν θα πάρεις τι??? :roll:
Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς...
Από τη στιγμή που δεν γίνεται αναφορά σε άλλον συγγραφέα, έστω και με μια αόριστη αναφορά ''Κάποιου'' ή απλά ''Από το Διαδίκτυο'' όταν δεν το γνωρίζουμε, εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι το κείμενο είναι δικό μας. Εσύ μπορεί να μην το διεκδικείς και δεν έχω λόγο να διαφωνώ, αλλά νομίζω πως το σωστό είναι να γνωστοποιείται και σε μας. ;-)
[quote user="pixie" post="365313"][quote user="papadia" post="365310"]σορι δε θα παρω.....λυπαμαι....[/quote]
Δεν θα πάρεις τι??? :roll:
Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς...
Από τη στιγμή που δεν γίνεται αναφορά σε άλλον συγγραφέα, έστω και με μια αόριστη αναφορά ''Κάποιου'' ή απλά ''Από το Διαδίκτυο'' όταν δεν το γνωρίζουμε, εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι το κείμενο είναι δικό μας. Εσύ μπορεί να μην το διεκδικείς και δεν έχω λόγο να διαφωνώ, αλλά νομίζω πως το σωστό είναι να γνωστοποιείται και σε μας. ;-)[/quote]
....δεν θα παρω.....τριτη παρατηρηση....
μια στο παρελθον κ μια τωρα=2
τριτη λοιπον σορι ναι δε θα παρω...
κ ναι αν αναφερομουν σε πεζογραφημα ή ποιηση ναι βεβαια συμφωνω
αλλα εφοσον δε γνωριζω συγγραφεα σαφως δε θα γραφω
αλλωστε τα παραμυθια-τα περισσοτερα- μεταφερονται απο στομα σε στομα-
απο ηθη-εθιμα-παραδοσεις κλπ....
οποτε θα ηταν τρελλο καποιος να μπορουσε να σκεφτει οτι
διεκδικω παραμυθια....
Kαθόλου τρελό. Τα πάντα είναι κείμενα κάποιων συγγραφέων που καθημερινά εμφανίζονται και μας χαρίζουν ουσία με τον λόγο τους. Κι επειδή μάλλον παρεξήγησες, δεν πρόκειται για παρατήρηση αλλά για προσωπική, δική μου καθαρά, παράκληση σε επίπεδο ευαισθησίας την οποία ουδείς σε υποχρεώνει να αποδεχτείς εφόσον έχεις άλλη άποψη. :smile:
[quote user="pixie" post="365315"]Kαθόλου τρελό. Τα πάντα είναι κείμενα κάποιων συγγραφέων που καθημερινά εμφανίζονται και μας χαρίζουν ουσία με τον λόγο τους. Κι επειδή μάλλον παρεξήγησες, δεν πρόκειται για παρατήρηση αλλά για προσωπική, δική μου καθαρά, παράκληση σε επίπεδο ευαισθησίας την οποία ουδείς σε υποχρεώνει και να αποδεχτείς. :smile:[/quote]
...λυπαμαι αλλα κ παλι θα διαφωνησω....
Δεν ειναι τα ΠΑΝΤΑ κειμενα καποιων συγγραφεων..
Εχω παρα πολλα κειμενα σε "τεφτερια' της γιαγιας μου
απειρες ιτοριες που κρατηθηκαν ζωντανες μεσα απο το περασμα των χρονων
κ δεν ανηκουν σε καποιο συγγραφεα αλλα ανηκουν στην ιστορια των χρονων
που βοηθησε ωστε να διατηρηθουν ζωντανα.....
Το θέμα συμπληρώθηκε ως πρέπει.
Για κάθε περαιτέρω σχετική διευκρίνιση σχετικά, σε προσωπικό μήνυμα μόνο, για να μη χαλάει το θέμα από διευκρινίσεις.
Αν υπάρχει η επιθυμία μπορεί να ανοίξει νέο θέμα με αντικείμενο διαλόγου την αναφορά των πηγών ή άλλα σχετικά ζητήματα.
Το κόκκινο κουμπί
Βλέπουμε ένα νιόπαντρο ζευγάρι πολύ ερωτευμένο που όμως του λείπει η οικονομική άνεση για να ολοκληρώσει την ευτυχία του. Μια μέρα χτυπά η πόρτα και ένας αλλόκοτος άντρας τους προσφέρει ένα κουτί που έχει επάνω ένα κόκκινο κουμπί.
-Αν πατήσετε αυτό το κουμπί, λέει ο άντρας, θα γίνετε πολύ πλούσιοι και κάποιος που δε γνωρίζετε θα χάσει τη ζωή του.
Ο άντρας φεύγει κι αφήνει πίσω του το ζευγάρι προβληματισμένο.
Μια ολόκληρη εβδομάδα παλεύουν με τη φτώχεια τους και την απόφαση να πατήσουν το κουμπί όταν η γυναίκα προτείνει να το πατήσουν!
-Έτσι κι αλλιώς αυτός που θα πεθάνει, δεν είναι κάποιος που ξέρουμε. Τι μας νοιάζει λοιπόν;
Ο άνδρας συμφωνεί και πατούν μαζί το κουμπί.
Την άλλη μέρα στο κατώφλι του σπιτιού τους εμφανίζεται ξανά ο αλλόκοτος άνδρας που ήρθε να πάρει πίσω το κουτί και να τους γεμίσει με πλούτη.
-Δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να ανησυχήσετε για χρήματα. Δώστε μου τώρα το κουτί. Πρέπει να το παραδώσω σε κάποιον...που δε γνωρίζετε...
Σημείωση: πηγη αγνωστη..
Τι μου θύμισες τώρα με το κόκκινο κουμπί! Ένα βιντεάκι που είχα δει...
Σε μια πλατεία κάπου κάποτε, στη μέση αυτής της πλατείας, υπήρχε ένα κόκκινο κουμπί που το ποσπερνούσαν οι περαστικοί, ώσπου κάποια στιγμή ένας είχε την περιέργεια να το πατήσει... κι αμέσως δημιουργήθηκε το παρακάτω δράμα [αφού περί σκηνοθετημένης ιστορίας επρόκειτο, ένα παραμύθι για μεγάλους κι αυτό]. :smile:
:lol: :lol: :lol: :lol: :lol: :lol: :lol: :lol:
καλο πολυ καλο
πλακα ειχε..
...Καποτε, στη κρητη εκλεβαν τις κοπελες τις οποιες εκαναν σκλαβες.
Ενα πρωϊνο, βλεποντας απο μακρυα τα καραβια να ερχονται,
ετρεξαν να κρυψουν τις κοπελες.
Ενας γεροντακος γυρευε τη γυναικα του ...κ τη ειδε να καθεται
μπροστα στο παραθυρο.
- Πηγαινε να κρυφτεις, της ειπε.
- Μα και να ερθουν, ετσι που θα με δουν γρια κ ζαρωμενη, το πολυ-πολυ να με πεταξουν στην ακρη του δρομου!
- Τοτε ο γεροντας τη κοιταξε στα ματια - με αγαπη...με πολυ αγαπη..
κ της ειπε
ΚΙ ΑΝ ΣΕ ΔΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ?
Πηγη¨.. δε τη γνωριζω