ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΙΑΣ
Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα' μαι όπως είμαι
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου
εκεί που υψώνομαι να μάθω οτι κείμαι.
Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει
δεν θα ρωτήσω αναιδώς που το κεντρί σου
γονιός δεν θα 'ναι να μου πει "σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε παιδί μου ξημερώνει"!
Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φως μου
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη
θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει
όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου.
Δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου
θα 'ρθει την ώρα που σπαράσεται το φώς μου
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Μην κλαις, φαντάζει μάταιο τώρα που πέσανε τα πέπλα ξαφνικά.
Πως θες να σ'αγαπήσουνε με τούτο το σημάδι που σκάλισες στη
μάσκα σου κρυφά. Μην κλαις, δεν φτάνει η οδύνη,δεν φτάνει η θλίψη
για ν'αναστηθείς.Πόσες φορές τα μάτια σου θα κλείσεις μπροστά
στο ραγισμένο σου είδωλο. Κάθε μεσημέρι καίγεσαι, άπο έναν πόνο
αβάσταχτο,πεταλούδα ξάφνου γίνεσαι.
Σε φωτιά μεταμορφώνεσαι, κάθε μεσημέρι καίγεσαι.
Πως θες να σ'αγαπήσουνε με τούτο το σημάδι που σκάλισες στη
μάσκα σου κρυφά. Είναι αδειανές οι φλέβες σου από αίμα και μόνο
ένας Δαίμονας σκιρτά... αργά! Κάθε μεσημέρι καίγεσαι, άπο έναν πόνο
αβάσταχτο, πεταλούδα ξάφνου γίνεσαι.
Σε φωτιά μεταμορφώνεσαι, κάθε μεσημέρι καίγεσαι.
ΤΑ ΓΛΥΚΑ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΑ ΣΟΥ ΑΝΤΙΟ
Παραδομένος σε μια μοίρα σκοτεινή
έτσι αφημένος σ' ένα απόκοσμο παζάρι
να υποφέρω από μια δύναμη κρυφή
με τα κουρέλια μου να ντύνω το φεγγάρι
Γελώντας λούζομαι σε βιβλικές βροχές
κι αν σκοτεινιάζω αγάπη μου μην με φοβάσαι
γιατί ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές
που με τυλίγουν σαν ομίχλη όταν κοιμάσαι
Την ερημιά μου την στοιχειώνουνε φωνές
πονάει η μνήμη μου και σκούζει σαν θηρίο
και έτσι για πάντα θα γεμίζω μ' ενοχές
για τα γλυκά απελπισμένα σου αντίο
Και εγώ που πάντα ήθελα μέσα σου να ζήσω
σφαδάζω κάτω από έναν ξένο αστερισμό
ήρθα εδώ για να υποφέρω, ν' αγαπήσω
και να χαθώ.
ΣΤΟ ΠΛΑΪ ΣΟΥ
Στεκόμαστε γυμνοί απ' όνειρα
κάτω απ' τα μαύρα σύννεφα
απόγονοι του τίποτα
πελάτες της σιωπής
έχουμε τσέπες αδειανές
και στην καρδιά δυο μνήματα
μια άδεια μποτίλια δίπλα στο κρεβάτι
είναι ο μόνος μας συγγενής.
Κορόνα γράμματα ποντάρουμε
το θάνατό μας
την ίδια κλίση παίρνουμε
φλερτάροντας γκρεμούς
κι όταν δε θα 'χουμε πια τίποτα δικό μας
ο έρωτας θα μας τσακίσει
και θα μας κάνει αληθινούς
Θα μ' αγαπάς, θα μ' αγαπάς
μα δε θα φτάνει
άγονη βροχή θα πέφτει πάνω μου
το χάδι σου
και εγώ σαν γέρικο σκυλί μες το λιμάνι
θα πεθαίνω στο πλάι σου.
ΚΛΟΟΥΝ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ, ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΕΚΡΟΣ
Οι έρημες πόλεις, τα φώτα που σβήνουν
σαν γέροι που κλείσαν τα μάτια και πίνουν
και συ να γερνάς μες της λήθης το ψέμα
κουφάρι απόγνωσης στου ήλιου το γέρμα.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός.
Τα μάτια της λάμπουν σαν έναστρη νύχτα
τα χέρια της σκάβουν τον τύμβο της ήττας
και συ να ζητάς, να βρεις ένα τέρμα
σαν χάδι χαμένο, στης θλίψης το δέρμα.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός
στης λύπης το κατάρτι, σε στάυρωσε ο θεός
δίχως νερό κι αγάπη σ' άφησε εδώ
σα νόθο γιο της λάσπης που κοιτάει τον ουρανό
ΚΑΤΑΡΧΗΝ
Αν έχω χάσει τη ζωή, το χρόνο, όλα
όσα έριξα, σαν δαχτυλίδι στο νερό,
αν έχω χάσει τη φωνή μες στ' αγριόχορτα,
μου απομένει η λέξη.
Αν έχω υποφέρει για τη δίψα, την πείνα, κι όλα
όσα ήταν δικά μου και κατάντησα ένα τίποτα,
αν έχω θερίσει τις σκιές στα σιωπηλά,
μου απομένει η λέξη.
Αν άνοιξα τα χείλη για να δω το πρόσωπο
το τρομερό και το καθάριο της πατρίδας μου,
αν άνοιξα τα χείλη μέχρι να τα σκίσω,
μου απομένει η λέξη.
ΜΙΖΕΡΟ ΦΩΣ
Μίζερο φως, στο δωμάτιο,
Πνιγμένες φωνές, απ' τον διάδρομο,
Ένα άθλιο στρώμα, γεμάτο με αίμα,
Ένα άψυχο σώμα, μ' ένα μαχαίρι στο δέρμα.
Σκαλίζει μια φράση, πάνω στο δέρμα, μόνο με αίμα,
Δεν είναι η αγάπη, τίποτε άλλο, παρά ένα ψέμα.
Βήματα αργά, σέρνει το κορμί του,
Μπρος στον καθρέφτη, γέρνει τη μορφή του,
Τα μάτια αδειανά, γεμάτα με αίμα,
Ένα άψυχο σώμα, μ' ένα μαχαίρι στο δέρμα.
Σφίγγει γερά, το μαχαίρι του,
Το φέρνει αργά, πάνω στο στήθος του,
Τα μάτια κενά, ένα άθλιο τέρμα,
Ένας τρελός, ένας τρελός μ' ένα μαχαίρι στο δέρμα.
ΕΓΙΝΕ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΜΑΣ
Γλύφω το οξύ απ' τις ρωγμες των χειλιών σου και προσπαθώ να σου απαλύνω τον πόνο
τα χρόνια που περάσανε μ' αφήσανε μόνο να ψάχνω την πνοή μου στο νεκρό εαυτό σου.
Ζητάω βοήθεια από ανήμπορα χέρια που ριγούν στην αγάπη και στον τρόμο
πήρες λάθος τον δικό μου δρόμο και ψάχνεις το φώς μου σε σβησμένα αστέρια.
Η απουσία σου μ' εξουθενώνει και δεν μπορώ να συνηθίσω
νοιώθω να προχωράω μπροστά μα πάντα φθάνω πίσω κι αυτή η αλήθεια με σκοτώνει.
Σβήνω τα ίχνη απ' τα ψέμματά μας παραπατάω στη σιωπή
έγινε η απώλεια συνήθειά μας κι ο έρωτας μια άρρωστη κραυγή
ΜΠΛΕ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια,
κι εγώ συνήθως πέθαινα από αγάπη,
μέχρι που ήρθε αυτός ο μπλε χειμώνας
ν' ανάψει αυτά που έσβησε ο αιώνας.
Μετρήθηκα στις ώρες του τυφώνα,
στις ώρες που η καρδιά ξερνούσε στάχτη,
ακίνητος στη δίνη του κυκλώνα,
ν' ακούω μονάχα να μου λένε "πόνα"!
Το σώμα μου δε δόθηκε στις πέτρες,
δε στέρεψε το τελευταίο μου δάκρυ,
του έρωτα εποχές, μάγισσες, ψεύτρες,
των πιο όμορφων νυχτών, ώρες αλήτρες!
Δε θα συγκρίνω φως με το σκοτάδι,
ούτε λευκό αμνό με λύκο μαύρο.
Δε θα με θρέψει άλλο μάνας χάδι,
ας κλείσει της ψυχής μου το πηγάδι!
Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια...
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκότανε κοντά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μυνήματα
από μια αγάπη παλιά: "ποτέ πια"!
Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά.
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
και δεν είχε μιλιά
κοιτούσε τον θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά.
Για όλα αυτά που ζήσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
Τις ώρες που δακρύσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
Η ΓΙΟΡΤΗ
Κάπου θα υπάρχουν άγγελοι
κάπου θα κρύβονται στη γη
κάποτε ήσαν άνθρωποι
ήσανε φίλοι και γνωστοί.
Σε μια ανυπόφορη γιορτή
κάτω από δυνατή βροχή.
Σε είδα σε ναυάγια
εκεί που λιώναν μόνοι
σαράντα άνδρες ναύτικοι
δεμένοι στο τιμόνι.
Σε μια ανυπόφορη γιορτή
κάτω από δυνατή βροχή.
Πήρες μα κι έδωσες πνοή, στην πιο θολή μου μνήμη
τώρα μπορώ να θυμηθώ που σε είχα ξάναδει.
Σε είδα σ' άθλιους καιρούς
να μας χτυπάει το χιόνι
να μπουσουλάμε απ' το ποτό
και μόνο να νυχτώνει.
Πήρες μα κι έδωσες πνοή, στην πιο θολή μου μνήμη
τώρα μπορώ να αφεθώ στης μοναξιάς τη δίνη.
ΜΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Να ξημερώνει μέσα σου η ζωή μου
να 'χουν τα μάτια σου αλάτι απ' τα παλιά
να ξεφυσάει μέσα μου η πνοή σου
να 'χουν τα χέρια μου γεμίσει με πουλιά
Αλίμονο δε βρέχει στην αυλή μου
δεν έχει ο ήλιος σου τη θέρμη απ' τα παλιά
ας ήτανε να πλάγιαζα μαζί σου
να 'τανε η πρώτη και μαζί στερνή φορά
Γιατί να χάνομαι για πάντα στη φωνή σου
να κλείνουν οι πληγές μου μόνο με φιλιά
Δε θα δειπνήσω πια με τη μορφή σου
δε θα ζητήσω βάλσαμο απ' τα παλιά
θα μπω σε ένα πλοίο και θα ρωτήσω
στον άλλο κόσμο αν μοιράζουνε φιλιά
Αλίμονο δε βρέχει στην αυλή μου
δεν έχει ο ήλιος σου τη θέρμη απ' τα παλιά
ας ήτανε να πλάγιαζα μαζί σου
να 'τανε η πρώτη και μαζί στερνή φορά
Γιατί να χάνομαι για πάντα στη φωνή σου
να κλείνουν οι πληγές μου μόνο με φιλιά
έχει γεμίσει το μπουκάλι μου μ' αλήθειες
μα η καρδιά σου είναι ένα ψέμα απ' το βορρά
Ας είν' τα χέρια σου, τα μάτια και η ψυχή σου
να μ' αγκαλιάζουν αιώνια ψεύτικα
να με κοιτάνε φευγαλέα ερωτικά
να ξεφυσάει η πνοή σου απ' το βορρά.
ΝΥΧΤΑ
Νύχτα που κρύβεις μέσα σου τον πιο μεγάλο ήλιο
αυτήν που αγαπώ
νύχτα λιμάνι απάνεμο, αν μόνος απομείνω
σε σένα θα δοθώ
Της νύχτας η κρυφή θωριά και της καρδιάς η ψύχρα
είναι βαριά, αν μόναχα η εικόνα της μου μείνει
όνειρο θα 'ναι ψεύτικο, στα χείλη μου μια πίκρα
σαν Μανδραγόρα το φιλί μου η μοναξιά θα πίνει
Νύχτα που κρύβεις μέσα σου τον πιο δειλό μου πόθο
αυτήν που τυραννώ
νύχτα σεντούκι ολόκλειστο με ψέματα γεμάτο
στα πόδια μου ας σταθώ
Νύχτα στα σπλάχνα σου έγειρα, κοιμήθηκα για λίγο
και στης ψυχής το μαύρο σου τραγούδι δόθηκα
νύχτα μια μέρα μου 'δωσες, να μείνω ή να φύγω
κι απ' τη δικιά μου σκοτεινιά στο φως σου χώθηκα
Νύχτα τα μάτια μου έκλεισα, να φύγω απ' τους ανθρώπους
αυτούς που αγαπώ
νύχτα με καταράστηκες, να ζω σ' ανίερους τόπους
μ' αυτούς που εξαπατώ
Σ' ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΑΠΟ ΧΙΟΝΙ
Από σκοτάδι σε σκοτάδι τριγυρνάς
μ' ένα θανάσιμο τρικύμισμα στα μάτια
μυρίζεις ίσκιους από έρημα δωμάτια
τοπία θλίψης τα αγόρια που αγαπάς
Σαλεύεις πίσω από πέπλα σκοτεινά
προφίλ θανάτου σ' ένα όνειρο από χιόνι
εκεί που βρίσκεσαι κανένας δε μιλά
μόνο φαντάσματα που κλαίνε μες στη σκόνη
Και σε θυμήθηκα στο χείλος της αβύσσου
έτσι όπως φύσηξε γλυκά εκεί ο μπάτης
ακόμα σέρνομαι ικέτης και σακάτης
προσκυνητής στους άγιους τόπους της σιωπής σου
Το κρύο στοιχειωμένο τώρα φέρνει
κουρέλια της ζωής σου την ελπίδα
σαν άθλια μοίρα που ακατάπαυστα υφαίνει
την πιο πικρή σου αλήθεια που δεν είδα
Κάποια νύχτα θα ' ρθεις με της νιότης τα δώρα
μ' ένα βλέμμα σου μόνο θα γείρεις κοντά μου
θα 'ναι η αγάπη παιδί που το τρόμαξε η μπόρα
και ορμάει να κρυφτεί στη ζεστή αγκαλιά μου.
ΣΤΙΓΜΕΣ
Ποιός να σε βάφτισε στης Στύγας τα νερά
κι έτσι αμίλητη στον κόσμο υποφέρεις
δυσεύρετο αίνιγμα γεμάτο μυστικά
κατάγομαι απ' τη λύπη σου, το ξέρεις
Έλα κοντά μου να σου πλύνω τα μαλλιά
μ' αμφίβια μύρα και νερό απ' την Παλαιστίνη
Θεέ μου τι λέω, πώς επέστρεψε αυτή η μνήμη
σαν ένα πλοίο με τα φώτα του σβηστά
Πες μου τι ψάχνουμε σ' αυτή την συμφορά
όλα λιγόστεψαν, κανείς δεν έχει μείνει
και η αγάπη μας ένα μικρό δελφίνι
που ξεμακραίνει λαβωμένο στ' ανοιχτά
Στυφή αρμύρα πάει να πιει
και πίκρα των κυμάτων
και κουβαλάει στη ράχη του
στιγμές μικρών θανάτων.
ΓΡΑΨΑΜΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΛΙΨΗ
Γράψαμε τραγούδια που μιλούσαν για τη θλίψη
των άρρωστων, δυσάρεστων και μάταιων δεσμών
παίξαμε με στίχους που γελούσαν με την πίστη
των άτυχων, των άσχημων, των άδοξων θνητών
Φτιάξαμε τραγούδια που γλεντούσαν με τις τύψεις
των άχρωμων, ασήμαντων, ανόητων εραστών
κλάψαμε με στίχους που γραφτήκαν για τις πτώσεις
των όμορφων, ανέγγιχτων, απόμακρων ονείρων
κι αυτό που μένει!..
Ένας άθλιος σκοπός, ένας γελοίος ρυθμός
σαν ψυχροί θεατές να πενθούμε το χθες
κάποιος που υπομένει κι άλλος που περιμένει
για να σώσει ένα αστέρι στον ουρανό που πεθαίνει
ένας γέρος που μένει μοναχός να προσμένει
σ' ένα θάνατο αργό, να φανεί δυνατός
ένας ένας που φεύγει, τι 'ναι αυτό που απομένει;
ένας άθλιος σκοπός, ένας γελοίος ρυθμός.
ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Ζω στον κολπίσκο με τους λίγους επισκέπτες
στο λιμανάκι μου όταν ο άνεμος φυσάει
βρίσκουν απάγκιο σπάνιων κοραλλιών συλλέκτες
ταξιδευτές που η ζωή δεν τους χωράει
Σ' αυτή την έρημη ακτή κοιμάται η Πασιφάη
Μες στα ναυάγια του βυθού, η αγάπη μου η πικρή
που το κλειδί της μοίρας μου στα χέρια της κρατάει
καμιά χαρά δεν κάνει ότι ο πόνος στην ψυχή
Κάποια βραδιά την έφερε εδώ το κύμα
νεκροί αστερίες λαμπύριζαν στα μαλλιά της
"Η ομορφιά" κάποιος ψιθύρισε "είναι μνήμα
που αφήνουν δώρα οι ξεχασμένοι της αγάπης"
Αφού στο φως λουζόμουν κάποτε μαζί της
τώρα που της ζωής το σούρουπο πλησιάζει
σε μια σπηλιά που να θυμίζει το κορμί της
θ' αποσυρθώ και θ' αγαπήσω το σκοτάδι
ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ
Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα
που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους
τρελά πουλιά με μάτια πληγωμένα
συντρόφευαν την άγρυπνη χαρά τους
Μεθύσανε σε μπαρ ναυαγισμένα
μ' αγγέλους που 'χαν χάσει τα φτερά τους
και μοιάζαν με παιδιά εγκατελειμμένα
που φτιάχναν βάρκες με τη χάρτινη καρδιά τους
Στο δρόμο συναντούσαν υπνοβάτες,
νεκρές ψυχές που αναζητούσαν τα κορμιά τους,
σκιάχτρα που ξεδιψούσαν μ' αυταπάτες,
τρελούς που κυνηγούσαν τη σκιά τους
Τις νύχτες κάτω από τ' άστρα που σπινθήριζαν
μέσα στην ρόδινη σιωπή του γαλαξία
Θυμόντουσαν το σπίτι που γεννήθηκαν
και μια σκυφτή στην κάμαρα οπτασία:
τη μοίρα τους που τους κοίταζε σαν ξένους
Κι ακούγανε φωνές που τους καλούσανε
και λέγανε τα μαύρα παραμύθια
τις ρίζες που τους κόψαν και πονούσανε
τη μοναξιά η μόνη τους αλήθεια
ΚΑΡΜΑ
Μου πήρε χρόνια να καταλάβω
Πως υπάρχει και μι΄άλλη ζωή πέρα απ΄τον πάγο
Εκεί που λιάζονται οι σαύρες και τα ηφαίστεια
Ησυχάζουν στο φως που το γυμνώνει
Κουράστηκα να γυρίζω σ΄αυτές τις ερήμους
Αυτή η διαδρομή μ΄εξοντώνει
Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια
Που σαν αϋλοι φάροι μες στη νύχτα
Θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω
Έναν ορίζοντα λαμπρό όπου θα με περιμένει
Η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
Με μια κούπα στα χείλη
Κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου
Μα καθώς προσπαθώ να βγω
Απ΄αυτην την τυφλή μάζα τρόμου που με περιέχει
Βραχνές αναμνήσεις μου θυμίζουν
Πως η ζωή μου πάντα θα επιστρέφει
Σαν τιμωρός και σαν τύψη
Ένας κόσμος ορυκτός
Μια παρουσία στοιχειωμένη
Θυμάμαι μια νύχτα που'χες πει:
"έχεις σταυρώσει κόσμο εσύ , θα μείνεις ξένος"
και σε κοιτούσα σαν παιδί
που κάποιος του΄πε το γιατί
φυσάει αγέρας στη ζωή του αγριεμένος
ΟΤΙ ΑΠΟΜΕΙΝΕ ΑΠ' ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ
''Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας
θα μου ζητήσουν όταν φύγεις τη φωνή τους''
τους τρόμους που σου ψέλλιζα, ασθμαίνοντας
τη λυπημένη πυρκαγιά της ύπαρξής τους
Και θα 'ρθουν σαν απόκοσμα φαντάσματα
που αλαφιασμένα θα ζητάνε την τροφή τους
κι εγώ καθώς θα τρέμω στα χαλάσματα
θα τα ταΐζω την αλλόκοτη αμοιβή τους
Τα σκεπάσματα είναι κρύα
κοιταζόμαστε βουβά
ό.τι απόμεινε απ' την ευτυχία
ξεψυχάει στα σκοτεινά
όταν θα κοπάσει ο πόθος
και η νύχτα δε θ' αργεί
η ζωή θα είναι μόχθος
κι η αγάπη συντριβή
ΚΑΘΕ ΤΙ ΠΟΥ ΑΝΑΣΑΙΝΕΙ
Καθετί που ανασαίνει ζητάει να δοθεί
ματώνει τα νύχια του, παλεύει με κτήνη
είναι σπόρος που πέφτει σε άγονη γη
κι όμως βγάζει φύλλα, ανθίζει, διψάει να ομορφύνει
Κι ας φυσάνε οι ανέμοι κι ας κυλάει η βροχή
κι ας ρωτούνε τα ποτάμια, κι ας πεθαίνουμε ξένοι
κάθε τί που ανασαίνει τρυφερά νοσταλγεί
μες στους πάγους της γης
ένα γέλιο ζεστό σαν φωτιά αναμμένη
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΤΟ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ
Σου στέλνω αυτό το γράμμα βγαλμένο
Απ΄τα πιο σκοτεινά υλικά του θανάτου της ψυχής μου.
Το σώμα μου , ένα κοχύλι που κάποτε μέσα του πλάγιαζες
Αργει τώρα , κάτω από βρώμικα σεντόνια
Αποζητώντας τα μέλη του στ΄απομεινάρια μιας θυσίας.
Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
Που κατεργάζονται την εκμηδένιση μου
Θρυμματίζουν όλα μου τα αστρα
Και μ'αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα
Στα ερωτηματικά και τους τρόμους
Στα γράφω όλα αυτά , αυτή τη νύχτα
Καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με το Διάβολο
Και φυσάει μι'αργόσυρτη βροχή
Φορτωμένη μ΄αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
Και την ανία της ζωής χωρίς εσένα
Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ
Ξέρεις το τίμημα που πληρώνω
ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΡΥΦΤΕΙΣ
Ξυπνάει η σκονισμένη μου χαρά
μέσα απ' τις λάσπες που κοιμάται τόσα χρόνια
και μου ζητάει ξεχασμένα δανεικά
και λαχταράει μεθυσμένα σταυροδρόμια
Πεινάει η απελπισμένη μου καρδιά
καταβροχθίζει ό,τι απόμεινε από 'μένα
και παραδέρνει από δω στο πουθενά
φορώντας ξέφτια της αγάπης ματωμένα
Παραμιλάει η ξεχασμένη μου ζωή
τραυλίζει ξόρκια, μπερδεμένες απαντήσεις
κι όλο τρεκλίζει μες τις θύελλες γυμνή
σαν μια ζητιάνα με κλεμμένες αναμνήσεις
Κι ακούω την κουρασμένη μου φωνή
μια να κλαίει μια να γελάει με μανία
σαν κάποιο φάντασμα που χάθηκε στη γη
και το κυκλώνει μια θανάσιμη αγωνία
Εσύ με ένα βλέμμα σβηστό,
-μια παλιά σου συνήθεια-
προσπαθείς το χαμό να μη δεις
Δεν είναι το ψέμα μα η αλήθεια
ένα μέρος που μπορείς να κρυφτείς
ΣΚΙΣΜΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Απόψε θέλω να σε δω, όμως το ξέρω
δεν έχω νόημα, δεν είμαι κανενός
πάνω σε ό,τι με κάνει κι υποφέρω
γελώντας πέφτω σαν σκισμένος χαρταετός
Είναι η καρδιά μου ένα σπίτι στοιχειωμένο
δεν θα΄πρεπε να υπάρχει τόση λύπη εκεί
ό,τι αγαπάω με αφήνει νικημένο
στ΄άδειο μου σχήμα , μια σκιά που νοσταλγεί
Κοντά σου δε μπορώ, μακριά σου τρέμω
κάτι με τρώει και δεν μπορώ να κοιμηθώ
περνάω τις μέρες μου σα δαίμονας κλεισμένος
σ' ένα κουφάρι φαγωμένο απ' τον καιρό
Κι αν τόσα χρόνια περπατήσαμε μαζί
τον τελευταίο δρόμο θα τον κάνω μόνος
θα 'χω στην χούφτα μου μια μπούκλα σου χρυσή
και μια ραγισματιά στα χείλη μου απ' τον πόνο
ΖΩΗ ΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ
Μες στα χαλάσματα σε στοίχειωσε η μιλιά μου
Μα η ματιά μου παραμένει ζωντανή
Δεν θέλω να 'μαι ναυαγός στα ψέματά μου
Και η ζωή μου να φαντάζει υπερβολή.
Θέλω να 'ρθω και να σε δω γυμνό να στέκεις
Να μου μιλάς μ' αυτή τη γλώσσα τη στεγνή
Από τις πρώτες τις σιωπές μου να απέχεις
Και η ζωή μου να φαντάζει πιο αγνή.
Κερί που σβήνει και ανάβει μοναχό του
Στάχυ που ανθίζει και μαδάει στα σιωπηλά
Δεν διάλεξα Όνειρο να τρέμω στον αχό του
Και η ζωή να με κοιτάει απ' τα ψηλά.
Πήρα ένα τρένο με καθρέφτες αγκαλιά μου
Αυτό να τρέχει κι εγώ να σπάω τα είδωλά μου
Δεν θέλω να 'μαι ναυαγός στα ψέματά μου
Και η ζωή του όπως παλιά, ζωή δικιά μου.
ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΟΛΑ ΗΡΘΑΝ ΑΡΓΑ
Λυπάμαι που δεν έγινα μια θάλασσα για σένα
Να με κοιτάς νοσταλγικά με τα μαλλιά βρεγμένα
Λυπάμαι που δεν έγινα Σαχάρα να ουρλιάζεις
Κάτω από τ' άστρα από χαρά να κλαίς, ν' ανατριχιάζεις
Λυπάμαι που δεν έγινα βράχος να ξαποστάσεις
Βότσαλο αψηλάφητο να σκύψεις να το πιάσεις.
Είναι που όλα ήρθαν αργά και πώς να συνηθίσω
Την άπειρή σου ομορφιά, τον τρυφερό σου ίσκιο
Είναι που όλα ήρθαν αργά και πώς να συνηθίσω
Την άπειρή σου ομορφιά μαράθηκα πριν ζήσω.
Πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν για σένα
Πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν κανένα.
ΑΝ ΤΟ ΒΡΕΙΣ
Σε μια άδεια ζωή τα ερείπιά μου καπνίζουν
Κι ούτε στάλα βροχής από σένα δεν φτάνει
Μες στα βάθη της γης ξέρω ένα βοτάνι
Που τη λήθη χαρίζει σ' αυτούς που αγάπησαν.
Αν το βρείς, αν το βρείς χάρισέ το σε μένα
Όλα αυτά που αγαπώ είναι για πάντα χαμένα.
Είναι ο πόνος βαθύς κι η αγάπη δεν φτάνει
Είναι ένας ύπνος βαρύς αγκαλιά με έναν ξένο
Από πού 'ρθες εσύ σαν παιδί γερασμένο
Να με κρύψεις μακριά απ' τη ζωή μου που χάνει.
Από πού 'ρθες εσύ, τι κοιτάς το φεγγάρι
Όσα είναι μακριά μόνο αυτά μας ορίζουν
Πορφυρά ξωτικά που γλυκά μας κοιμίζουν
Σε μια αγκάλη ζεστή που νεκρούς θα μας πάρει
ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΕΝΑ ΠΕΝΘΙΜΟ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΔΕΙΛΙ
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες στην κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος·
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ' έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθή ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε...".
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "Μ' αυτός έχει πεθάνει!".
Μια στιγμή θ' απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνίσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι·
θε να πουν: "Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε...".
- και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψη
πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην".
Κι αυτή θα 'ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα ' ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι·
και μια Κέττυ, θαρρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει...
ΝΕΚΡΙΚΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Κάποτε θυμάμαι σ΄έπαιρνα αγκαλιά
Κάποτε θυμάμαι δε βλαστήμαγα
Η ψυχή δεν καταριόταν την καρδιά
Δεν ήμουν σε ψυγείο, αλλά ήμουν στη φωτιά
Κάποτε η ανία νικιόταν με δουλειά
Με τη φαντασία, με βλέμματα τρελά
Ποιά ορμή μου έχει μείνει, ποιά απάνεμη στεριά;
Που έχουν κρυφτεί οι άγιοι για να πιστέψω πια;
Κάποτε σαλπάραμε απ' το ίδιο το λιμάνι
Το γέλιο σου είχε φως λαμπάδας γιορτινής
Δεν όργωνε η οργή το μίσος για να γιάνει
κι ας είχε πάρει τη μορφή μπαλάντας νεκρικής
Τώρα στο ψυγείο ζω στα σιωπηλά
Μαστιγωμένα σώματα γυρεύουνε φιλιά
Το σκουριασμένο σίδερο την οροφή κρατά
Κι η μουσική ποτέ δεν είχε σχέση μ' όλα αυτά
Πρωινά, νύχτες και μέρες κι όλα τα δειλινά
Η σκληρότητα του κόσμου στα μάτια μου μπροστά
Γυμνή η καρδιά μου κι η κόλαση μπροστά
Δεν φτάνουν τα τραγούδια γι' αυτήν την αγκαλιά
Κι η μουσική ποτέ δεν είχε σχέση μ' όλ' αυτά
Κι η μουσική ποτέ δεν είχε σχέση μ' όλ' αυτά
Δεν φτάνουν τα τραγούδια γι' αυτήν την αγκαλιά
Δεν φτάνουν τα τραγούδια γι' αυτήν την αγκαλιά
ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ ΚΟΡΑΛΛΕΝΙΟ
Κοίτα να ντύνεσαι καλά
Ηρθ' ο χειμώνας, πιες ακόμα μια γουλιά
Σου 'χω φυλαξει μια αγκαλιά
και μια χάρτινη βαρκούλα μια σταλιά
Κοίτα στους τοίχους το λίγο φως
Είμαι η σκιά σου που σου χαμογελά
Τρέξε στην πόλη, βάλε φωτιά
Θα είμαι δίπλα σου όπου κι αν πας
Κοίτα να χτίσεις μια φωλία
κι εκεί να χτίσεις λίγο ήλιο απ' τα παλιά
Σου 'χω φυλάξει μια θάλλασα
και ένα δάκρυ κοραλλένιο μια σταλιά
Κοίτα τα χέρια σου, αντέχουν πολλά
Διώξ' τα σκοτάδια σου, κοίτα ψηλά
Μείνε στην έρημο μες στην φωτιά
Θα είμαι δίπλα σου όπου κι αν πας
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Αφησα τη γύμνια τους και ντύθηκα
απ' την πόρτα του παράδεισου βγήκα με αναφιλητά
Στην αρχή ήταν οι σαύρες, η φωτιά και η σπηλιά
κι ένας αέρας που έβαφε τη λάσπη ξανθιά
οι εκρήξεις του σύμπαντος μας δώσαν καρδιά
μα μαγιά ήταν τ' ατσάλι και ζυμάρι η φωτιά
Με δυο πόλους στηρίξαμε τη ζωή μας για πάντα
Ο έρωτας κι ο θάνατος, στοχασμός στα σαράντα
μα η ελπίδα είναι αυτή που γεννιέται και μένει
στις αυλές των παιδιών σε μια χώρα καμμένη
Τώρα δυο επόχες μείναν, ήλιος και χιόνι
Σ' άλλους τόπους και μέρη πιο νωρίς πια νυχτώνει
εκεί οι αγέρες κουρνιάζουν στα ζεστά μέτωπά τους
και στεγνώνουν το αίμα απ' τα ψεύτικα δάκρυά τους
Ας ήμουν κύμα σε ακτή να πάρω αυτό που μου αναλογεί
Ας ήμουν ήλιος σε βροχή κι ας γεννιόμουν σε μια λάθος εποχή
Ας ήμουν πλάσμα από πηλό να λιώσω και να ξαναπλαστώ
Ας ήμουν ποίημα και ωδή μ' ένα στίχο γεμάτο απ' ορμή
ΠΕΝΘΙΜΗ ΑΚΤΗ
Ζω στον κολπίσκο με τους λίγους επισκέπτες
στο λιμανάκι μου όταν ο άνεμος φυσάει
βρίσκουν απάγκιο σπάνιο κόραλλοσυλλέκτες
ταξιδευτές που η ζωή δεν τους χωράει
Σ' αυτή την πένθιμη ακτή κοιμάται η Πασιφάη
Μες τα ναυάγια του βυθού η αγάπη μου η πικρή
που το κλειδί της μοίρας μου στα χάρια της κρατάει
καμιά χαρά δεν κάνει ότι ο πόνος στην ψυχή
Κάποια βραδιά την έφερε εδώ το κύμμα
νεκροί αστερίες λαμπυρίζαν στα μαλλιά της
"Η ομορφιά", κάποιος ψιθύρισε "είναι μνήμα
που αφήνουν δώρα οι ξεχασμένοι της αγάπης"
Αφού στο φως λουζόμουν κάποτε μαζί της
τώρα που της ζωής το σούρουπο πλησιάζει
σε μια σπηλιά που να θυμίζει το κορμί της
θ' αποσυρθώ και θ' αγαπήσω το σκοτάδι
EL HOMBRE SOLO
Το ήξερε πως θα συμβεί μια μέρα
εκείνη η ρωγμή που κουβαλούσε
πληγή που έβραζε, σιωπή που αιμορραγούσε
θα τον θρυμμάτιζε για πάντα πέρα ως πέρα
Τίναξε από πάνω του τη σκόνη
κι αμίλητος προχώρησε στο αγιάζι
τον βρίζαν τα παιδιά πίσω απ' το Γκάζι
και κάποιος του 'ριξε νερό απ' το μπαλκόνι
Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα
να χάνεται στης νύχτας τον πυθμένα
σαν κάποιος που ποτέ του δεν υπήρξε
αυτός που τόσο αγάπησε τον κόσμο
ΣΑΝ ΑΣΤΡΟ ΠΟΥ ΚΑΗΚΕ [ ΣΤΙΣ ΠΙΟ ΚΑΛΕΣ ΜΑΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ]
Ξανάρθαν τα σύνεφα μεγάλα σαν κύμματα
τα βράδυα που κλάψαμε, τις μνήμες που χάσαμε
Και συ να λες πως δεν πειράζει, θα ξανάρθουν
οι πιο καλές μας οι στιγμές το φως θ' αδράξουν
Τα όνειρα χάθηκαν τα μάτια σαν έκλεισαν
το μέλλον προσπέρασαν, τα λάθη μας έλαμψαν
Και συ να λες πως δεν πειράζει, θα βρεθούμε
στις πιο καλές μας τις στιγμές θ' ανταμωθούμε
Μας έλειψε η εικόνα σου, το πρώτο το γέλιο σου
θυμάμαι πως έφυγες σαν άστρο που κάηκε
Και συ να λες "δεν είν' αργά για να ξεβάψει
η καταχνιά που τ' άσπρο δέρμα σου έχει βάψει"
ΜΑΥΡΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Περάσαμε πριν χρόνια σαν τα τρένα
που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους
τοπία ομιχλώδη αγριεμένα
γκρεμούς που' χαν χορτάσει από θανάτους
Μεθύσαμε σε μπαρ ναυαγισμένα
μ' αγγέλους που 'χαν χάσει τα φτερά τους
και μοιάζαν με παιδιά εγκατελειμένα
που φτιάχναν βάρκες με τη χάρτινη καρδιά τους
Στο δρόμο συναντούσαμε υπνοβάτες,
νεκρές ψυχές που αναζητούσαν τα κορμιά τους,
σκιάχτρα που ξεδιψούσαν μ' αυταπάτες,
τρελούς που κυνηγούσαν τη σκιά τους
Τις νύχτες κάτω από τ' άστρα που σπινθύριζαν
μέσα στην ρόδινη σιωπή του γαλαξία
Θυμόντουσαν το σπίτι που γεννήθηκαν
και μια σκυφτή στην κάμαρα οπτασία
η μοίρα τους που τους κοίταζε σαν ξένους
Κι ακούγανε φωνές πέρα απ' τα μνήματα
και λέγανε τα μαύρα παραμύθια
γι' αγάπες που τις πήρανε τα κύμματα
τρελούς που 'χαν πεθάνει από συνήθεια
Κι ακούγαμε φωνές που τους καλούσανε
και λέγανε τα μαύρα παραμύθια
τις ρίζες που τους κόψαν και πονούσανε
η μοναξιά η μόνη τους αλήθεια
Μ' ΕΝΑ ΑΔΕΙΟ ΠΟΤΗΡΙ
Σε λίγο τα πρόσωπα που κλέψαν το φως
θα μοιάζουν τις θλίψης αέναος χορός
κι εμείς σιωπηλά θα ζητάμε συγγνώμη
στον ήλιο που φεύγει χωρίς να νυχτώνει
Σε λίγο η πίκρα θα σκίσει τα χείλη
θα γίνουν εχθροί οι καλύτεροι φίλοι
κι εμείς ηθοποιοί θ' απαγγέλλουμε στίχους
μιας άθλιας γενιάς, ενός άοσμου πλήθους
Σε λίγο θ' αδειάσει κι αυτό το μπουκάλι
θα ψάξεις τις τσέπες να βρεις λίγη ζάλη
κι εμείς θα κλοτσάμε σκυλιά μες τους δρόμους
προφήτες που ανήκουμε στους υπονόμους
Σε λίγο θα σκάψουν στο σπίτι από κάτω
θα βρούνε τις μνήμες μας και όμορφο γάτο
το πρώτο βιβλίο, τον πρώτο εφιάλτη
μια κούπα με τσάι και λίγο αγάπη
Σε λίγο τα μάτια θ' ανοίξουν το στόμα
να βγούνε οι λέξεις απ' τ' άψυχο σώμα
θα δούμε με πόνο τις μνήμες να σέρνουν
και άσχημα νέα οι σκόνες να φέρνουν
Μ' ένα άδειο ποτήρι στο χέρι να μένουν
αυτοί που να ζούνε μονάχα υπομένουν
ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Μια κάμαρα με θέα προς τη θάλασσα
ξύλινα ράφια γεμάτα κίτρινα βιβλία
το πρόσωπό σου που ποτέ δεν ξέχασα
ένα ήσυχο τέλος για μια μεγάλη απουσία
Μίλα μου σαν τη βροχή
που λούζει τα μπλε παραθυρόφυλλα
τα φύλλα πέφτουν απ' το βάρος την αυγή
η ζωή αδειάζει και γίνεται σύννεφα
Πάγωσε το βήμα αυτού που δεν άντεξε
κάτω απ' τις κίτρινες λάμπες τις πλατείας
μια πόρτα προς τον κόσμο που δεν άνοιξε
έρημα ποιήματα μιας γλυκόπικρης φιλίας
Μίλα μου σαν τη βροχή
Μια εποχή βροχής χωρίς να περιμένω τίποτα
μόνο το σώμα σου συνέχεια θα λεπταίνει
μια λυρική απάθεια, ένα τοπίο κύματα
καθώς η μέρα μου γαλήνια θα μικραίνει
Έτσι ανάλαφρο ο αέρας θα με πάρει
στα παγωμένα άσπρα χέρια του, χλωμό σαν το φεγγάρι
Γι' αυτό μίλα μου σαν τη βροχή
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Η ΩΡΑ
Μέσα στα μάτια σου θόλωσε η καταχνιά
ο φόβος κρύβεται, απλώνεται στη σκοτεινιά
πονάνε τα χέρια, ριγάει ο νους
η νύχτα γεμίζει οιωνούς
ξερνάει το δέρμα μεγάλες πληγές
φαντάζουν στη νύχτα ηδονές
Στη στοιχειωμένη μπόρα δεν θ' ακούσεις βροντές
σ' αυτή τη μαύρη χώρα
που δε βρίσκουν απάγκιο οι ψυχές
τίποτα δε γεννιέται εκεί που πεθαίνει η ώρα
Κόβεται η ανάσα σου στο κρύο του μακελειού
τρυπάνε τις σάρκες οι δείχτες του ρολογιού
πονάνε τα χέρια, ριγάει ο νους
η νύχτα γεμίζει οιωνούς
ξερνάει το δέρμα μεγάλες πληγές
φαντάζουν στη νύχτα ηδονές
ΟΧΙ ΑΛΛΟ [ ''ΡΑΜΑΛΑ'' ]
Πρωινό αγιάζι, σφαλισμένα μάτια πάγωσες,
δεν πειράζει
οι νεκροί ποτέ δεν σκιάζονται
μόνο οι ήρωες που ξυπνούν σε χώματα υγρά
δε μιλάνε μόνο κλαινε γοερά
ανασαίνουν και ασθμαίνουν στα κρυφά
Σηκωθείτε
μες τη νύχτα φανερά τα σκουλήκια
σας ρουφάνε την καρδιά
όχι άλλο (...)
σηκωθείτε απ' τα βαθιά
Οι νεκροί μας, οι αγαπημένοι μας νεκροί ζούνε μόνοι
είναι ακόμα ζωντανοί
αυτό που μένει να φέρνει μέσα αγάπη
ένα λουλούδι στο μάρμαρο δίνει ζωή
ένα τραγούδι που δε μοιάζει προσευχή
Πρωινό αγιάζι, σφαλισμένα μάτια πάγωσες
δεν πειράζει
οι νεκροί ποτέ δεν σκιάζονται
μόνο οι ήρωες που ξυπνούν σε χώματα υγρά
δε μιλάνε μόνο κλαινε γοερά
ανασαίνουν και ασθμαίνουν στα κρυφά
ένα λουλούδι στο μάρμαρο δίνει ζωή
ένα τραγούδι που δεν είναι προσευχή
ΣΕ ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Κράτησέ με σφιχτά η γη γυρνάει γρήγορα, αλλάζει
τα δάκρυά μας παγώνουν και πέφτουν χαλάζι
δώσε μου ένα φιλί, αυτή η εποχή με τρομάζει
ορχήστρα από κοκάλινα όργανα μοιάζει
Θυμάμαι έβλεπα ένα όνειρο, ο κόσμος σχέδια στα σύννεφα που
περνούσαν
είχαν τα χέρια ανοιχτά μια αγκαλιά γι' αυτούς που
μισούσαν
οι φάλαινες του ουρανού με γέλιο από δέντρο σε δέντρο
πηδούσαν
και μες το μπλε ωκεανό χιλιάδες πουλιά
κελαηδούσαν
Φόβισε με ξανά να συνηθίσω ν' ακούω τις εκρήξεις
η ζωή δεν έχει πια εκπλήξεις
σφύρα μου ένα σκοπό πιο γελαστό την καρδιά μου ν' ανοίξεις
ο γείτονάς μου πέθανε από τύψεις
Θυμάμαι η έρημος ήτανε δάσος γεμάτο από θράσος και λύκους σοφούς
οι καρδιές μας γεμίσανε πάθος, δεν έβρισκαν λάθος μονάχα κουφούς
την τελευταία φορά που σε είδα κοιμόσουν στις πέτρες μαζί μ' ερπετά
μου 'πες "ωραία η ζέστη των βράχων", σου είπα
"το κρύο θα έρθει μετά"
Θυμάμαι έβλεπα ένα όνειρο, ο κόσμος σχέδια στα σύννεφα που
περνούσαν
είχαν τα χέρια ανοιχτά μια αγκαλιά γι' αυτούς που
αγαπούσαν
ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΕΝΟΣ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΠΟΝΟΥ
Μέσα από βάθη ενός επίπεδου πόνου
με μιαν αλλοτινή κι ανήμπορη λύσσα
κομματιασμένος από το μίσος του χρόνου
ρωτάς τι ψάχνω μέσα στα βάθη της νύχτας
Ψάχνω να βρω τη μοναξιά της συγνώμης,
μικρές γιορτές για τους ανθρώπους που χάνω
ψάχνω να βρω που οδηγούν όλοι οι δρόμοι,
ευχές, κατάρες που σε 'μένα δεν πιάνουν
ψάχνω να βρω ένα παιδί που 'χει μείνει
για πάντα αθώο μέσα στα χνώτα του πόνου
Αλήθεια φίλε, η ζωή μου έχει γίνει
ένα ποτάμι που κυλάει μακριά μου
ψάχνω να βρω την ομορφιά της οδύνης,
τη μυρωδιά σου στην καρδιά των υφάλων,
λίγο κρασί απ' το ποτήρι που πίνεις
πριν να χαθείς μέσα στη νύχτα των άλλων
Ψάχνω να βρω την ομορφιά της οδύνης
τη μυρωδιά στην καρδιά των υφάλων,
λίγο κρασί απ' το ποτήρι που πίνεις
μέσα στη νύχτα των άλλων
ΑΠΟΨΕ
Απόψε θέλω να σε βρω, όμως το ξέρω
δεν έχω νόημα, δεν είμαι κανενός
πάνω σε ό,τι με κάνει κι υποφέρω γελώντας πέφτω
σαν σκισμένος χαρταετός
Η μοναξιά μου δείχνει δρόμους και πηγαίνω
όμως δεν ξέρω αν μένει μέσα μου κανείς
ό,τι αγαπάω με αφήνει νικημένο
στο άδειο μου σχήμα μια σκιά που νοσταλγεί
κι ό,τι με θέλει το αφήνω να χαθεί
Κοντά σου δε μπορώ, μακριά σου τρέμω
κάτι με τρωει, δεν μπορώ να κοιμηθώ
περνάω τις μέρες μου σαν δαίμονας κλεισμένος
σ' ένα κουφάρι φαγωμένο απ' τον καιρό
Για δυο αιώνες περπατήσαμε μαζί
τον τελευταίο δρόμο θα τον κάνω μόνος
θα 'χω στα χέρια μου μια μπούκλα σου χρυσή
και μια ραγισματιά στα χείλη μου απ' τον πόνο
ΕΥΤΥΧΙΑ
Τα σκεπάσματα είναι κρύα, κοιταζόμαστε βουβά
ό.τι απόμεινε απ' την ευτυχία ξεψυχάει στα σκοτεινά
όταν θα κοπάσει ο πόθος και η νύχτα δε θ' αργεί
η ζωή θα είναι μόχθος κι η αγάπη συντριβή
Όλ' αυτά που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας
θα μου ζητήσουν όταν φύγεις τη φωνή τους
τους τρόμους που σου ψέλλιζα, ασθμαίνοντας
τη λυπημένη κλειδαριά της ύπαρξής τους
Και θα 'ρθουν σαν απόκοσμα φαντάσματα
που αλαφιασμένα θα ζητάνε την ψυχή τους
κι εγώ καθώς θα τρέμω στα χαλάσματα,
θα τα ταΐζω την αλλόκοτη αμοιβή τους
ΚΕΡΙΑ
Καθετί που ανασαίνει ζητάει να δοθεί
ματώνει τα νύχια του, παλεύει με κτήνη
είναι σπόρος που πέφτει σε άγονη γη
κι όμως βγάζει φύλλα, ανθίζει
διψάει να ομορφύνει
Κι ας φυσάνε οι ανέμοι, κι ας κυλάει η βροχή
κι ας ρωτούνε τα ποτάμια, κι ας πεθαίνουμε ξένοι
καθετί που ανασαίνει τρυφερά νοσταλγεί
μες τους πάγους της γης ένα γέλιο ζεστό
σαν φωτιά αναμμένη
ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟΥ
Μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως υπάρχει και μια άλλη ζωή πέρα απ' τον τάφο
εκεί που λιάζονται οι σαύρες και τα ηφαίστεια ησυχάζουν στο φως που τα γυμνώνει
Κουράστηκα να γυρίζω σ' αυτές τις ερήμους, αυτή η διαδρομή μ' εξοντώνει
Σίγουρα κάπου θα υπάρχουν δυο μάτια που σαν άυλοι φάροι μέσ' τη νύχτα
θα μου δείχνουν ένα δρόμο να βαδίσω, έναν ορίζοντα αχνό
όπου θα με περιμένει η ζεστασιά κι η συγκατάνευση
με μια κούπα στα χείλη κι ένα χαμόγελο στο χρώμα του κυκλάμινου
Μα καθώς προσπαθώ να βγω από αυτή την τυφλή μάζα τρόμου που με περιέχει
βραχνές αναμνήσεις μου θυμίζουν πως η ζωή μου πάντα θα επιστρέφει
μου θυμίζουν πως η ζωή μου πάντα θα επιστρέφει σαν τιμωρός,
σαν τιμωρός και σαν κριτής
Ένας κόσμος ορυκτός, μια παρουσία στοιχειωμένη
Θυμάμαι μια νύχτα μου 'χες πει "έχεις σταυρώσει κόσμο εσύ,
θα μείνεις ξένος"
και σε κοιτούσα σαν παιδί που κάποιος του 'πε το γιατί
φυσάει αγέρας στη ζωή του αγριεμένος
ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΤΟΠΟΣ
Χαμένα δάκρια, καμένη τύχη
άδεια τρένα που φύγαν την αυγή
θλιμμένα μάτια, σώματα στραβά,
άθλια ξωτικά, φώτα μαγικά
φίλα με, κράτα με, σφίξε με γερά
λιώνουνε στο φως του ήλιου τα φτερά
ανύποπτος χρόνος, θεία συντριβή
η σκέψη φωλιάζει σε μία φυλακή
λιμάνια άδεια, χάρτινοι έρωτες
ψελλίζουν πάθη που χάθηκαν στο χθες
φωτιά και πάγος, αγάπης σάλος
μικρός φουκαράς, ασήμαντος μάγος
βροχή και ήλιος, τρομώδες σκηνικό
η κάθε μέρα ένα άγριο φονικό
τα χέρια ματώνουν στην πρώτη επαφή
ακόλαστο βλέμμα, παράξενη αφή
βελούδινες πήχες ζητάν τον ουρανό
ατσάλινες σφαίρες, ανάμεσα περνώ
Δεν πήζει το αίμα, ο νους κατρακυλά
τα μάτια του Ιούδα το στόμα φιλά
τεράστιες αράχνες το σάλιο γεννά
μια άσπρη πουτάνα το σπέρμα ξερνά
αλλόκοτες νύχτες, αυτιά σουβλερά
σκιές που χλευάζουν το φως μυστικά
παράνομοι ιππότες ανάβουν φωτιές
μαύροι αρουραίοι τραβάνε μυτιές
συκώτια ανθρώπινα μασούν οι θεοί
σ' αλώνια γεμάτα μ' αλόγων τροφή
Αν είναι να φύγω ας φύγω πρωί
στη σωστή εποχή σε λάθος στροφή
ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ
Αφησα την καρδιά μου στην Οαχάκα
κι αργά ή γρήγορα το ξέρω θα χαθω
Υβον, μακριά σου δεν μπορώ να πάρω ανάσα
μα θα διαλέξω εγώ πως θα καταστραφώ
Ασθμαίνω μέσα στο σκοτάδι
σαν έμβρυο διχως πνοή
Φιλιά και ανάσες κάθε βράδυ
Μου παίρνουν τη ζωή
Κενός θα φεύγω πάντοτε σα φάντασμα στο αγιάζι
και η θλίψη άμμος θα κυλάει, στο σώμα μου καφτή
εσύ μονάχα θα μετράς, τις στάλες στο περβάζι
και 'γω θα κείτομαι νεκρός, μια νύχτα με βροχή
Πύρινα μάτια με κοιτάνε
μορφές που ρίχνουνε σκιές
πάνω στους δρόμους που γυρνάμε
η μνήμη όλο πληγές
Κάτω απ' το ηφαίστειο, πέτρωσα σαν τη λάβα
Δεν έχω μέλλον, ούτε παρελθόν
Μου τέλειωσε και το Μεσκάλ από την κάβα
Και είναι η κάθε μου μέρα, μέρα των νεκρών
justelene
Μέσα σε χρόνια δανεικά, απρόσμενα και ξένα
μες στα ποτάμια τα θολά που ζω σα μαύρη σμέρνα
μες στην ανάσα του Βοριά, σε σύμπαντα ηττημένα
Θα σιγοκαίνε σα φωτιά η αγάπη και η λησμονιά.
Θα χουν τα μάτια μου σκουριά, θα ζω χωρίς εσένα
θα με χλευάζουν τα παιδιά, θα πιω απ' τη μαύρη στέρνα
μες των μηρών σου τη δροσιά πως ξαποστέναν τρυφερά
τα χέρια μου, δυό ελάφια κουρασμένα.
Κι εγώ που δε μπορώ πια να ξεχάσω τ' όνομά της
να τριγυρνάω εδώ κι εκεί ψάχνοντας τ' άρωμά της,
στον κήπο της Γεσθημανή να ξαγρυπνώ δίχως φωνή
σαν λυπημένο φάντασμα στον τάφο της αγάπης
ΒΑΛΤΕ ΝΑ ΠΙΟΥΜΕ
Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ' άφθαστα θα ζητούμε
Βάλτε να πιούμε
Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει
τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι
μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
Βάλτε να πιούμε
Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει
Ελάτε οι ταξιδιάριδες να πιούμε συναγμένοι
στο περιγιάλι το φαιδρό κι ας γλεντοτραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε
Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ' αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ' αφήσει
τ' αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε
Βάλτε να πιούμε
Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει
πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει
σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε
Βάλτε να πιούμε
Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα
καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε
Ακουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη
μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη
μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε
Βάλτε να πιούμε
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΔΩ
Κάποιος έτρεχε στο πλήθος
κάποιος άλλος όχι εγώ
εγώ τάϊζα τους λύκους
και κοιμόμουν στο βουνό
Κάποιος μου 'κλεψε τα χρόνια
και μου πήρε τη ψυχή
εγώ άκουγα τ' αηδόνια
κι έπινα γλυκό κρασί.
Κάποιος ζούσε τη ζωή μου
μες το σπίτι μου είχε μπει
τον κοιτούσα απ' το φεγγίτη
που 'στρωνε να κοιμηθεί.
Κάποιος έκλεγε με τύψεις
για όσα πρόδωσα εγώ
για όλα αυτά που 'χα αγαπήσει
για όλα αυτά που δε θα δω
Κάποιος φεύγει μ' ένα πλοίο
κάποιος που δεν είμαι 'γω
στη προβλήτα μες το κρύο
λυπημένα τον κοιτώ.
ΑΓΡΙΟ ΜΕΛΙ
Να κρατιέμαι από πάνω σου όταν πονώ
και να γέρνω αργάτο κεφάλι στον ώμο,
που δεν τρέμουν τα χέρια σου όλο να φθονώ
δίκαιος φθόνος σ' άδικο της ζωής νόμο
Ν' αφουγκράζομαι δάκρυα και γέλια υγρά
και ν' αφήνω στο βλέμμα σου ένα άκοσμο χάδι
που γεμίζεις μ' ανάσες καθώς ξεψυχά
το καλύτερο νιότης αν θες μας το βράδυ
Να κουρνιάζω ερείπιο στα ερείπια επάνω
και να φτύνω σιωπές σ' άλλες δυό μου ζωές
που δε τρέχουν τα σύννεφα και πως ν' ανασάνω
με πατζούρια κλειστά και θνητούς πνεύμονες.
Να φωλιάζω κρυφά στις ρυτίδες της νιότης
και να ψέλνω αργά το τραγούδι της μάνας
που δεν τρέμουν τα χέρια σου εγώ είμαι ο πότης
είμαι μέτρο, ρυθμός, η ωδή και ο Πάνας
Δεν αντέχουν τα πόδια μου να τρέξουν κοντά σου
σαν κισσός να τυλίξω το κορμί σου που θέλει
που δε θέλει όμως φίδι να γίνει, φαντάσου
να σταλάξει αρμύρα από άγριο μέλι
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ ΣΑΚΑΤΕΨΕ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ
Είχες το βλέμμα που σακάτεψε τη μοίρα μου
και μια σιωπή που τη στοιχειώναν μυστικά
ένα κατώφλι που περίμενες το τίποτα
και μια γάτα που τη λέγαν Σύλβια Πλαθ
Είχες μια χούφτα σκόνη αστέρια στην παλάμη σου
έτσι όπως γύριζες στον ύπνο σου γλυκά
μια κουρασμένη αγάπη, κρύα, λεία στην αγκάλη σου
κι ένα θάνατο αργό στα γιασεμιά
Κι εγώ που δεν σε γνώριζα μα πάντα σ' αγαπούσα
κι εγώ που σε φοβόμουνα και στη σκιά σου ζούσα
είχα ένα ψέμα για να ζω και εκτοξευμένος στο κενό
δε μπόρεσα να θυμηθώ γιατί πονούσα
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΥ ΝΑΥΑΓΗΣΑΝ ΣΤΙΣ ΞΕΡΕΣ ΣΟΥ
Η ανάσα σου ήτανε η πρώτη μου πατρίδα
κι η μυρωδιά σου ήταν ο πρώτος μου εθισμός.
Πάει καιρός που έχω φύγει από τη Θήβα
και περιφέρομαι σακάτης και τυφλός.
Καθαγιασμένος στα νερά της λησμονιάς σου
εξουθενομένος από τα έργα και τις μέρες σου
θητεύω δίπλα σε αγάπες ξοφλημένες
γιατί τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου
Παραχωρώ τ' άθλιο κορμί μου τις πληγές μου
να εξασκηθούν οι μανιακοί και οι αρχάριοι.
Θέ μου, πώς ξεραθήκαν έτσι οι πληγές μου
που ξεδιψούσαν ναυαγοί και λεγεωνάριοι.
Και θα πληρώνω σαν αντίτιμο στο χρόνο
τη μοναξιά για όλα τα χάδια που ζητούσα
για την αγάπη που με βύθισε στον πόνο
κι έτσι σακάτεψα εσένα που αγαπούσα
Αραγε θα θυμάται κάποιος τ' όνομά μας
της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια
τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας.
Αραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρά μας!
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Σαν μια βροχή από στάχτες σε μια οπάλινη θάλασσα
κύλισα στη ζωή σου κι έτσι όλα τα χάλασα
Έτσι απόμεινε εδώ ένας πέτρινος γίγαντας
ένα ολέθριο τίποτα κεντημένο απ' τ' άστρα σου
Πόσο ακόμα θα υπάρχω στις ρακένδυτες μνήμες σου
πόσο ακόμα θα ψάχνω αιμοραγώντας με στίχους
την ανάσα απ' το γέλιο σου, τους τριγμούς απ'τα βήματα
της αγάπης το τρέμουλο στους σπασμούς της φωνής σου
τόσα χρόνια σπατάλησα να προσμένω τον ίσκιο σου
ένα χέρι ζεστό ας μου κλείσει τα μάτια
Ξεψυχάω ανήμπορος μακριά απ' τα χάδια σου
στη ζωή μου πια δύουνε πεθαμένα φεγγάρια
Κυριακή των Βαϊων ανοιξιάτικο βράδυ
σου στέλνω για τη γιορτή σου
Καρτ-ποστάλ απ' τον Aδη.
ΘΕΜΕΘΛΟ
Εδιάβαινα την έρημη τη νυχτωμένη πόλη
τους σιδερένιους δίαυλους
των σκουπιδιών τους ύπνους.
Μες στις στοές
αγόγγυτες χορδές φωνές ριγούσαν
μες στις χολέτρες ψίθυροι
κουρνιαζαν και σιγούσαν.
Ίλιγγος των υπόκοσμων,
παλμός και προσωδίες,
αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους.
Αισθάνθηκα τους πάγερους υπόγειους σωλήνες
στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά
και να δονούνται
Μ' έναν αχνό ανάσασμο κι ένα λιτό μανδύα,
στης τρέλας μου τη μόναξια
στου πόνου μου την ψύχρα
στα πλάνεμένα μου μυαλά
και στης ψυχής τη νύστα,
βυθίστηκα στ' ατάραχα νερά των υδρατμών μου.
ΚΑΤΙ ΣΑΡΑΒΑΛΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ
Σε μένα έρχεσαι μη ξέροντας γιατί
στο φως κουρνιάζεις και βουρκώνεις δίχως λόγο
και γυροφέρνεις τους εφιάλτες σου βουβή
με την καρδιά σου να χτυπάει απ' το φόβο.
Σε μένα έρχεσαι μη ξέροντας γιατί
κι αναστενάζεις καθώς λάμπει ο Αποσπερίτης
ένας λυγμός είναι αγάπη μου η ζωή
κάποιου που κλαίει στα βουνά της Αφροδίτης.
Σε μένα έρχεσαι μη ξέροντας γιατί
κάτι απ' την κόλαση σού ανήκει της ζωής μου
κάτι απ' τα βράδια που πεθαίναμε μαζί
και σκότωνα κορυδαλούς
να μην ακούω τη φωνή μου
Ήταν τα χρόνια μας πληγές
σε κουρασμένες φτέρνες
φώνές που αντήχησαν νεκρές
μεσα σε άδειες στέρνες
δίχως να τους αποκριθεί
η ηχώ έστω μιας απάτης
κάτι σαράβαλες καρδιές
στο τσίρκο της αγάπης.