Αν είχε δύο ήλιους τούτη η γη
Αν είχε δύο ήλιους τούτη η γη,
στη δύση αν ανέβαινε ο ένας,
κρυψώνα στης καρδιάς την ταραχή,
στον κόσμο αυτό δε θα'βρισκε κανένας.
Αν είχε δύο ήλιους τούτη η γη,
ο ένας θα'χε πάρει τ'όνομά σου,
θα φώτιζε όπως γελάς εσύ
και θα'καιγε όπως καίει η ματιά σου.
Κι έτσι όπως με κοιτάς,
σκορπάς κι ανοίγεσαι.
είσαι κύμα,κύμα της φωτιάς,
πετάς κι αφήνεσαι...
Αν είχε δύο ήλιους τούτη η γη,
κι ανέτειλαν κι οι δυο μαζί μια μέρα,
και σκόρπιζαν το πιο λευκό τους φώς
και γέμιζαν με λάμψη τον αιθέρα,
θα έσβηναν, με μιας,σαν τους κοιτούσες,
θα χάνονταν στην πρώτη σου ματιά
και θα'βλεπαν κι οι δυο, σαν τους μιλούσες,
πώς καίει της αγάπης η φωτιά
Βουτιά από ψηλά
Ο δρόμος μας,τυφλός της πιάτσας παραπαίδι.
Τα όνειρα υπόσχεση ρουφιάνου θυρωρού.
Στα τάστα της κιθάρας οργή που περισσεύει
σα φόνος που σχεδιάστηκε στη σκέψη ενός μωρου.
Ό,τι φτιάχνω κι ό,τι χάλασα,
βουτιά από ψηλά σε μολυβένια θάλασσα.
Τα λόγια,χαρτζιλίκι από μισθό της πείνας
που ωμά καταναλώθηκε χωρίς ανταμοιβή.
Τα μάτια σου,προάστιο χαμένο της Αθήνας,
που κυνηγά τη φήμη του σε ό,τι κι αν συμβεί.
Ό,τι φτιάχνω κι ό,τι χάλασα,
βουτιά από ψηλά σε μολυβένια θάλασσα.
Η δύναμη που ξέπεσε και έγινε κατάρα.
Η φήμη που απλώθηκε και έγινε λοιμός.
Η πίκρα πως κατάγεται απ'τη δική μας φάρα
μας έπεισε και έγινε αφέντης τιμωρός
Δεν είμαι αυτός που θες
Δεν είμαι αυτός που θα 'ρθει μες στη νύχτα να σε πάρει,
δεν είμαι αυτός που αγκαλιά θα πάτε στο φεγγάρι.
Δεν είμαι αυτός που θες, δεν είμαι αυτός, δεν είμαι αυτός που θες
Δεν είμαι αυτός που θα 'ρθει με λουλούδια στη γιορτή σου,
δεν είμαι αυτός που θα πιαστείς κι απάνω σου κρατήσου.
Δεν είμαι αυτός που θά' θελες στον πόνο και στη λύπη,
δεν είμαι αυτός που έφτασε ούτε κι αυτός που λείπει.
Δεν είμαι αυτός που θες, δεν είμαι αυτός, δεν είμαι αυτός που θες
Δεν είμαι αυτός που προσκαλείς τη νύχτα σα φοβάσαι,
εγώ είμαι αυτός που χάνεται κι αυτό να το θυμάσαι.
Δεν είμαι αυτός που θες, δεν είμαι αυτός, δεν είμαι αυτός που θες
δεν είμαι αυτός που θες
Δεν είμαι αυτός που φώτισε σαν ήλιος τη ζωή σου,
εγώ είμαι γιος της λησμονιάς κι απάνω σου κρατήσου.
Δεν είμαι αυτός που θες, δεν είμαι αυτός, δεν είμαι αυτός που θες.
Δεν είμαι αυτός που προσκαλείς τη νύχτα σα φοβάσαι,
εγώ είμαι αυτός που χάνεται κι αυτό να το θυμάσαι.
Δεν είμαι αυτός που θες, δεν είμαι αυτός, δεν είμαι αυτός που θες.
Δανεικά
Από το χτές μου περισέψαν κάτι μέρες
και το αύριο ζητάει δανεικά.
Ποιος ζυγίζει τη ζωή και την ορίζει;
Ποια φοβέρα,ποια φωνη και ποια φωτιά.
Δανεικά-δανεικά...
Απ'της ζωής την τράπεζα
Δανεικά...
Και να'ρχότανε μια μέρα,
όσα είναι δανεικά,
σ'ένα κόλπο να'παιζα.
Όταν βρέχει ο βρεγμένος δε φοβάται
μα φοβάται,όπως λένε ο φτωχός.
Με τον ήλιο τελικά,ποιος είναι φίλος,
ο βρεγμένος,ο φτωχός ή ο στεγνός;
Δανεικά-δανεικά...
Απ'της ζωής την τράπεζα
Δανεικά...
Και να'ρχότανε μια μέρα,
όσα είναι δανεικά,
σ'ένα κόλπο να'παιζα.
Οι ελπίδες μου γυρνάνε προς τα πίσω,
πριν τις βγάλω στο σφυρί και τις πουλήσω.
Κι όλο εδώ ξαναγυρνώ κι αναρωτιέμαι,
να χαθώ,να χωριστώ ή να ελπίσω;
Δανεικά-δανεικά...
Απ'της ζωής την τράπεζα
Δανεικά...
Και να'ρχότανε μια μέρα,
όσα είναι δανεικά,
σ'ένα κόλπο να'παιζα.
Ζωές παράλληλες
Ενώ η ώρα ξεπουλά απ'το κορμί της δυο λεπτά,
ενώ ο φόβος ακουμπά σε κρύο σώμα και γελά,
ενώ ο κόσμος αλυχτά και ξεγελιούνται τα σκυλιά,
ενώ την πίκρα προσδοκούν απ'τη μιζέρια να κρυφτούν.
-Ζωές παράλληλες,φιγούρες άυλες-
Αυτά που πρόσμενα να έρθουν περιμένω,
-ζωές παράλληλες,φιγούρες άλλαλες-
μοιάζει με πόστερ τα'όνειρό μου καρφωμένο.
Ενώ η άρνηση έχει φώς και το κουράγιο είναι σκοπός,
ενώ η πίστη είναι φωτιά σε κατασκότεινη σπηλιά,
ενώ η σκέψη απορεί κι ό,τι γεννήσει τιμωρεί,
ενώ η δόξα ξαγρυπνά στης άδειας γνώμης τη γωνιά.
-Ζωές παράλληλες,φιγούρες άυλες-
Αυτά που πρόσμενα να έρθουν περιμένω,
-ζωές παράλληλες,φιγούρες άλλαλες-
μοιάζει με πόστερ τα'όνειρό μου καρφωμένο.
Ζωές παράλληλες,φιγούρες άυλες
Ζωές παράλληλες,φιγούρες άλλαλες
Ζωές παράλληλες...
Δωσ'μου ένα ρόλο
Κρυφά όταν κοιμάσαι,
στα όνειρά σου μπαίνω,
και σου φωνάζω δυνατά.
Δωσ'μου ένα ρόλο,
δωσ΄μου ένα ρόλο στα όνειρά σου
κι ας είναι ο τελευταίος.
Ποτέ σου δε θα μάθεις
πως έψαχνα το ρόλο
στους τίτλους που έπεφταν γοργά.
Δωσ'μου ένα ρόλο...
Ημερολόγιο
Κόλλησαν οι μέρες στο ψυγείο,
σα να πάγωσε στην πόρτα του ο χρόνος.
Μια ρωγμή του γέλιου, ο πόνος.
κι η αγάπη έν' αχόρταγο θηρίο...
Κρέμονται οι μέρες στο μπαλκόνι,
όπως κάποιος που απειλεί να πέσει κάτω.
Να, το φως του ήλιου, να το!
μ'ένα νεύμα με ξυπνά και με καρφώνει...
Κι όσο φεύγεις μακρυά
τόσο έρχομαι κοντά σου,
σαν τα'αγέρι που φυσά
και χορεύει στα μαλλιά σου.
Κρύφτηκαν οι μέρες στο κρεββάτι,
σα να ντράπηκαν τα μάτια τους να δείξουν,
σα να βιάστηκαν να λήξουν,
όπου μ' άνοιξαν πληγές θα ρίξω αλάτι...
Μα ειν' αργά
Η θάλασσα γεννήθηκε από δάκρυ
που πήρε το γαλάζιο τ' ουρανού
και κύλησε στη γη απ' άκρη σ' άκρη,
τον πόνο να γλυκαίνει και το νου.
Μα ειν' αργά-μα ειν' αργά,
μα ειν' αργά για προσευχές
και ορκισμένες αγκαλιές,
είναι αργά για τα πολλά και τα σπουδαία.
Μα ειν' αργά...
Η θάλασσα γεννήθηκε από αίμα
γι' αυτό και κοκκινίζει δυό φορές,
στο έμπα της αυγής μα και στο γέρμα,
τις ώρες που ξεπλένονται οι πληγές
Μας καθρεφτίζει η βροχή
Έκλεισα πόρτες,
αμπαρωμένα μυστικά γυρεύουν στόματα.
Καίω εικόνες,
Μαζί να θρέψουν τη φωτιά στιγμές κι ονόματα
Και μοιάζουμε ένα.
Κι όσο ραγίζει η αντοχή, γίνομαι ψέμα
και μοιάζουμε ένα
μας καθρεφτίζει η βροχή.
Διώχνω κομμάτια,
που είχα πετάξει μακριά και ξαναγύρισαν,
βρήκαν το δρόμο
και πήραν όψη και φωνή και με πλημμύρισαν
Και μοιάζουμε ένα.
Κι όσο ραγίζει η αντοχή, γίνομαι ψέμα
και μοιάζουμε ένα
μας καθρεφτίζει η βροχή.
Χάνω το χρόνο
μα αυτός βαδίζει στο κενό και με ανέχεται,
βρίσκει τον τρόπο
να κάνει βόλτες στο βυθό και να μη βρέχεται
και μοιάζουμε ένα...
Μικρές χαρές
Καυτή βροχή στα μάτια σου
Ξεπλένει την αλήθεια.
-θα ξαναρθούν μικρές χαρές-
Μικρές χαρές σαν άγγελοι-
Ρουφιάνοι για βοήθεια.
Κλειστές ζωές σα θέατρο
που τρέμει τις αργίες.
-θα ξαναρθούν μικρές χαρές-
Μικρές χαρες σαν κυριακές
και σαν χλωμές αγίες.
Δε φταίει κανείς-δε φταίει κανείς
όποιος κερνάει τη ζωή,
αυτός τη σεργιανάει.
Ψευτο-ευχές,χαμόγελα
πνιγμένα στις ρυτίδες.
-θα ξαναρθούν μικρές χαρές-
Μικρές χαρές διάφανες,
με πύρινες λεπίδες.
Δε φταίει κανείς-δε φταίει κανείς
όποιος κερνάει τη ζωή,
αυτός τη σεργιανάει.
Γυμνές ακτές τα χείλη σου
με τη σιωπή παλεύουν.
-θα ξαναρθούν μικρές χαρές-
Μικρές χαρές που χάθηκαν
και τώρα σε γυρεύουν.
Μισή σελίδα ενοχές
Μισή σελίδα ενοχές,
για μια ζωή "συγνώμη",
κάνω βαθιά τις χαρακιές,
το κάθε τι τελειώνει.
Δεν ήταν λάθος εποχές
ούτε κι εμείς το λάθος,
είναι η πίκρα της στιγμής
και της φυγής το πάθος
Μόνο για λίγο
Άμα προλάβεις και καταλάβεις
τι ψάχνεις στη ζωή
ποτέ σου μην το πείς
γιατί θα σε κοιτάνε,
και όλοι θα γελάνε.
Άμα πετύχει και κατά τύχη
στο λούκι εσύ δε μπείς
τότε μην απορείς
αν σε κοιτούν λοξά τους,
δεξιά κι αριστερά τους.
Και τώρα ρώτησέ με στο ρυθμό
μόνο για λίγο θα λευτερωθώ.
Αν κατορθώσεις και διορθώσεις
την παλιομηχανή,
στη πέφτουν οι παλιοί,
και τότε μη θυμώσεις
αν στα λεφτά ενδώσεις.
Αν καταφέρεις και διαφέρεις
τους μάγους θ'αμολήσουν,
να'ρθούν για να σε πείσουν,
και 'σύ μην απορήσεις
αν τελικά τσακίσεις
Να 'ρθώ κι απόψε
Να σέρνομαι σε πέλαγα αρμυρά
παρά της νοσταλγίας υπηρέτης.
Να πέφτω στα κερένια μου φτερά,
του άπιαστου αφέντης και επαίτης.
Να χάνομαι σαν έρχεται το φως,
να σβήνω πριν γυρίσει το φεγγάρι,
να γίνομαι του λάθους αδερφός,
ο φόβος να φοβάται να με πάρει.
Να 'ρθώ κι απόψε, ζωή μου κόψε,
ζωή μου κόψε τη μέρα μου στα δυο.
Ζωή μου κόψε, να 'ρθώ κι απόψε
σα ναυαγός στον κοραλλένιο σου βυθό.
Να έχω μια κατάρα για ευχή,
να χάσω το κλειδί του παραδείσου,
να ρέω σαν ποτάμι στη βροχή,
σα βότσαλο να λιώνω στην ακτή σου.
Να 'ρθώ κι απόψε, ζωή μου κόψε,
ζωή μου κόψε τη μέρα μου στα δυο.
Ζωή μου κόψε, να 'ρθώ κι απόψε
σα ναυαγός στον κοραλλένιο σου βυθό
Ο έρωτας
Δεν είναι υπόθεση ο έρωτας φτηνών σουξέ.
Δεν είναι της μαθήτριας το πρώτο δάκρυ.
Είναι απειλή-είναι ζημιά.
Δεν είναι βάρκα με καρδιές στην άκρη.
Είναι σιωπή - είναι φωτιά.
Είναι αυτός που καίγεται στη μέση της πλατείας.
Είναι σιωπή - είναι φωτιά.
Είναι σιωπή - είναι φωτιά.
Είναι αυτός που φεύγει πρίν το τέλος της ταινίας.
Είναι θεός κι εγκληματίας.
Είναι σιωπή - είναι φωτιά...
Ο έρωτας βουτάει απ'τις ταράτσες στο κενό.
Χώνει το χέρι σε νερό,νερό που βράζει.
Δεν έχει σώμα-ούτε μυαλό.
Δεν αρρωσταίνει-δεν πονάει-δεν δειλιάζει.
Ο έρωτας δεν είναι η μελωδία που θα φάς,
ούτε μπουκέτο με λουλούδια να στολίσεις.
Τραβάει μακριά-καθώς τραβάς,
απ'το συρτάρι της καρδιάς δυο μάτσα αναμνήσεις.
Δεν είναι "μπόμπα"σε σκυλάδικο ο έρωτας,
ούτε ο εύχαρις και πλούσιος μαλακας.
Είναι αυτόχειρας φυγάς.
Ο φόβος
Για τη ζωή μου δε νιώθω φόβο.
Την προσμονή μου σε μέρη κόβω.
Κι έτσι μοιράζομαι.
Αγόρασέ με,αγόρασέ με
κι αγάπησέ με.
Αγάπησέ με,αγάπησέ με
και πούλησέ με.
Αγόρασέ με, αγάπησέ με
και λάτρεψέ με,διάδωσέ με,
εντοίχισέ με και κρέμασέ με,
εξέθεσέ με και πούλησέ με.
Μέσα στα "μέσα"που με φορτώνουνε,
Που τη φωνή μου εξομοιώνουνε,
Μα τα χρειάζομαι.
Αγόρασέ με,αγόρασέ με
κι αγάπησέ με.
Αγάπησέ με,αγάπησέ με
και πούλησέ με.
Αγόρασέ με, αγάπησέ με
και λάτρεψέ με,διάδωσέ με,
εντοίχισέ με και κρέμασέ με,
εξέθεσέ με και πούλησέ με.
Πεζό
Κι όμως έφτασε μέχρι εδώ,
πέρασε όλο αυτό το πηχτό σκοτάδι
του χρόνου,
(μεγάλο παιδί πια,περπάτησε)
με βρήκε απροετοίμαστο
μ'ένα παλιό νούμερο τηλεφώνου.
Και πως να σε βρώ.
Τι κάνεις;
Ομόρφυνες;
Άλλαξες ιδέες;
Πήγες αλλού;Σήμα κανένα.
Μόνο κάποια τυχαία συνάντηση
στους Μεγάλους Δρόμους.
Στη Σταδίου ας πούμε,πρωί κι αγουροξυπνημένοι
χωρίς ευφυία,με μισό μυαλό,να ψάχνουμε προσέγγιση...
Κάτω απ'τις κόρνες των οχημάτων.
Πού να σε βρω
Πού να σε βρω, πού να σε βρω
Όλα εδώ αλλάξανε,
Τί να σου πω, τί να σου πω
Έτσι απλά, σωπάσαμε.
Τι να σου πω;
Γι’ αυτά που ήρθαν, γι’ αυτά που πάνε;
Για ότι χάθηκε στα μάτια μου μπροστά;
Γι’ αυτά που έφυγαν και δε γυρνάνε;
Για ότι πίστεψα κι ακόμα μου χρωστά;
Τι να σου πω;
Πού να σε βρω, που να σε βρω
σε πιο κάλπικο όνειρο;
Πού να κρυφτεί τέτοια ζωή
που την κράτησα όνειρο;
Πού να σε βρω;
Σ’ αυτά που ήρθαν, σ’ αυτά που πάνε;
Σε ότι χάθηκε στα μάτια μου μπροστά;
Σ’ αυτά που έφυγαν και δε γυρνάνε;
Σε ότι πίστεψα κι ακόμα μου χρωστά;
Πού να σε βρω;
Πώς να πούμε τώρα άλλα παραμύθια
Πώς να πούμε τώρα άλλα παραμύθια,
η Χιονάτη, τώρα πια,έγινε στάρ.
Πώς να πούμε τώρα άλλα παραμύθια,
που του γάτου τα παπούτσια μας φοράν.
Κόκκινη κλωστή δεμένη,
Φαντασία χειροπόδαρα δεμένη,
για το μύθο χώρος,τώρα πια,δε μένει.
Πώς να πούμε τώρα άλλα παραμύθια,
ηλεκτρόδια στου λύκου το κεφάλι.
Πώς να πούμε τώρα άλλα παραμύθια,
η πεντάμορφη το ρίχνει στην κρεπάλη.
Κόκκινη κλωστή δεμένη,
φαντασία χειροπόδαρα δεμένη,
για το μύθο χώρος,τώρα πια,δε μένει.
Πώς να πούμε τώρα άλλα παραμύθια,
που οι δράκοι πάθανε αφλογιστία.
Πώς να πούμε τώρα άλλα παραμύθια,
το Θησέα τον συλλάβαν για ληστεία.
Κόκκινη κλωστή δεμένη,
φαντασία χειροπόδαρα δεμένη,
για το μύθο χώρος, τώρα πια, δε μένει
Σκληρό χαρτί
Σκληρό χαρτί και πως θα ζωντανέψεις.
Τι πάθος θες ψυχρέ κριτή να γαληνέψεις.
Χρώμα λευκό τι εικόνες θες να σε πλανέψω.
Με ποια παιχνίδια του μυαλού θα σε γητέψω.
Σοφή σιωπή και πως θα ξεπαγώσεις,
που αν δε δεχτείς, τίποτα δε θα δώσεις.
Εγώ κα συ μιλάμε μα τη σκέψη,
μα ό,τι ειπωθεί, σε σένα θα επιστρέψει.
Εσύ που θες διλήμματα και γρίφους να μου βάζεις
ξέρεις καλά, πως το παιχνίδι πάντα εσύ το εξουσιάζεις.
Μέρες κι αυτό,το χέρι που σ'αγγίζει,
(λάθος να πούν ότι αυτό σε ορίζει,)
εσύ θα πείς να ζήσεις αν θ'αφήσει
ή αν θα χυθεί πάνω σου να σε σκίσει
Σπασμένη γέφυρα
Αθόρυβα κύλησα,στη λήθη μίλησα,
δούλεψα,κέρδισα,απλώθηκα.
Κουβάρι μπλέχτηκα, οργή δε γεύτηκα,
σα μαύρη πίσσα στρώθηκα.
Ήρθα κι έφυγα-σπασμένη γέφυρα
σε μια κοιλάδα που δε διάβηκε κανείς.
Ηρθα και πέρασα,το χρόνο κέρασα
με ήχους μιας απόμακρης φωνής.
Στο φόβο μου πάτησα και μ' εξαπάτησα,
είχα πυξίδα όμως χάθηκα,
τον πόνο αρνήθηκα κι ύστερα ντύθηκα
με χρυσαφένιο νάρθηκα.
Ήρθα κι έφυγα...
Τις μέρες σκότωνα φριχτά - μονότονα,
μάζεψα τοίχους και χώματα.
Επαιξα κι έχασα - για πάντα ξέχασα
της χαραυγής τα χρώματα,
Ήρθα κι έφυγα...
Στιγμές
Όπως τα φώτα στη βροχή τριγύρω απλώνουν,
Χάνουν την αίγλη τους σα'ρθεί το πρωινό,
Όπως ματώνει το κορμί που το πληγώνουν
Και σαν της κάθε Κυριακής το δειλινό...
Σαν άδειο σπίτι που φυλάκισε ένα κλάμα,
σα να εμφάνισες κομμένο αρνητικό,
όπως της άγουρης ζωής το πρώτο γράμμα,
του τελευταίου του φιλιού το μυστικό...
Μοιάζουνε τούτες οι στιγμές
ζητάνε κάτι,
είναι στα κόκκινα ντυμένες
- παραπατάνε -
κι όλο μου κλείνουνε το μάτι.
Σαν το αντίο στη στερνή στροφή του δρόμου,
σαν περιτύλιγμα σκισμένο από παιδί,
όπως τα μάτια της στ' αντίκρυσμα του πόνου
και σαν εικόνα που την έχεις αρνηθεί...
Μοιάζουνε τούτες οι στιγμές
ζητάνε κάτι,
είναι στα κόκκινα ντυμένες
- παραπατάνε -
κι όλο μου κλείνουνε το μάτι.
Συμπέρασμα
Είναι δύσκολο πολύ
όταν μισείς τα πάντα,
να γράψεις ένα δίστιχο
που να το παίξει μπάντα.
Επίσης είναι δύσκολο
σ'έτοιμη μουσική,
να βάλεις πάνω ποίημα
που να'χει συνοχή.
Μα απ'όλα το πιο δύσκολο
σε τούτη τη ζωή,
είναι να είσαι μόνος σου
χωρίς αποδοχή.
Τα λόγια
Τα λόγια ξεθωριάζουν λίγο-λίγο
σαν πίνακας που έμεινε στον ήλιο,
σαν άρωμα που έγειρε ανοιχτό.
Τα λόγια μου χυδαίες αγγελίες,
τα λόγια μου είναι παύλες και τελείες
που παίζουν την αλήθεια μου κρυφτό.
Τα λόγια αγριεμένο μονοπάτι,
τα λόγια μαχαιριά στην πλάτη
-απόψε ο ουρανός αλλάζει χρώμα-
τα λόγια που δεν μπαίνουν σε βιβλίο,
τα λόγια, μαύρο αίμα σε σφαγείο,
τα λόγια που δεν είπαμε ακόμα.
Τα λόγια η σιωπή θα τα παγώσει
σα θάνατος και πάθος τα ζυγώσει,
σα φόβος τα δαγκώσει στο λαιμό.
Τα λόγια αντηχούν σαν προσπεράσουν,
σα δώσουν, σαν προδώσουν, σα γελάσουν
κι η λησμονιά τα σπρώξει στο γκρεμό.
Tι τραγούδι να σου πω
Τι τραγούδι να σου πω που να σε ξέρει
Να' ναι εκεί όταν γελάς κι όταν φοβάσαι
Να' ναι εκεί όταν μεθάς κι όταν λυπάσαι
Κι όταν κρύβεσαι στης μοναξιάς τα μέρη
Τι τραγούδι να σου πω
Εκεί που πας
Να μη μοιάζει με κανένα
Μα να μοιάζει μ' όλα όσα αγαπάς
Τι τραγούδι να σου πω, που να' χει αέρα
Σαν κι αυτά μες τις κασέτες που' χουν λιώσει
Γιατί πάτησαν το χρόνο, σ' έχουν νιώσει
Πήραν σήκωσαν το φως κι εδώ το φέραν
Τι τραγούδι να σου πω, χωρίς ουσία
Να το φτύνουν οι σοφοί κι οι μπερδεμένοι
Να γεννιέται στα ρηχά κι εκεί να μένει
Να μην έχει λάμψη, ούτε αξία...
Μα να φέγγει στη δική σου καταχνιά
Χάρτινες σαϊτες
Βαριές κουβέντες μα ο τόπος ελαφρύς.
Παλιό γραμμόφωνο διαβάζει τη ζωή σου.
Φώτα χλωμά - φτηνό ρακί
που ηρεμούν και ξεθωριάζουν την οργή σου.
Και είμαι εγώ και είσαι εσύ
και μοιάζουμε με χάρτινες σαίτες,
που έχουν καρφώσει για καλά, στην οροφή του σινεμά,
κάποιοι αλήτες,
που έχουν καρφώσει για καλά...
κάποιοι αλήτες.
Μοιάζεις μπαρούτι που το λύγισε η βροχή
και ξέρεις βρέχει δυνατά τούτες τις ώρες
κι όσοι αγαπούν - τόσοι μισούν -
άμα δε μάθουν να παλεύουν με τις μπόρες.
Και είμαι εγώ...
Στενεύει η μέρα και το πέρασμα στενό,
σαν καρβουνιάρικο σαλπάρει από το Λαύριο.
Τζάμπα μαγκιά - φτηνή πουστιά
πουλάω σήμερα για να τη βγάλω αύριο.
Μα μη φοβάσαι, σε προσέχει ο θεός
Σου'χει κρατήσει για το μέλλον σου καβάτζα,
όμως θα τρέμεις μια ζωή
μη σου ξεπλύνουνε τα όνειρα στη λάντζα.
Και είμαι εγώ...