Αχ, αυτός ο ειδώλων λάτρης.
Ο... της ματαιοδοξίας υπηρέτης
Χρόνον πολύτιμον της παρουσίας σου
μου υστέρησεν...
Κοιτώ. Της σιωπής του
την αδιαπέραστον κι απαστράπτουσαν
αντανάκλασιν
Μη και της μορφής σου το είδωλον
στην φυλακήν των εικόνων του
ανακαλύψω.
Ματαιοπονία.
Κλείνω τα μάτια
κι ως δια μαγείας
χιλιάδες καθρέφτες στης μνημοσύνης
το βασίλειον, φιλοξενούν την μορφή σου.
Υγρασία αισθημάτων.
Σπασμένου καθρέφτη
χιλιάδες κομματάκια.
Στραφταλίζουσες σταγόνες
ισορροπούν στην άκρη της πτώσης.
Απαστράπτουσα υψηλότης
η φυγή σου.
Συγκίνησις υποβόσκουσα,
του Χωρισμού Ακόλουθος,
στον θάλαμο αναχωρήσεων.
Δυσκοίλια αναπνοή.
Αναμνήσεων καρτ ποστάλ
ταχυδρομώ. Στης λησμοσύνης
την διεύθυνση.
Παραλήπτης:
Μέλλων.
Αποστολεύς:
ο Ενεστώτας
Να μου γράφεις... την μορφή σου,
έστω και σε χάρτινον καθρέφτη..
Σε φιλώ..
Απόγνωσις: Πλήρης
Εκει οπου τα βουνα αγγιζουν τον ουρανο,
εκει οπου οι ποιητες ονειρευονται, οι αετοι πετουν,
οι ανθρωποι στοχαζονται,
εκει υπαρχει ενας μυστικος τοπος,
πανω απο το πληθος, ακριβως κατω απο τα συννεφα...
Σηκωνω τα ματια μου και κοιταζω μια χιονισμενη κορυφη,
για να δω αυτο που τοσον καιρο αναζητω.
Ψιθυριζω ονειρα και τα αφηνω να ανηφορισουν στα αρχαια βουνα,
οπου εχουν σκαρφαλωσει σοφοι ορειβατες,
εναποθετοντας εκει τα δικα τους,
εμπνευσμενα ονειρα!
Ελα να το δοκιμασουμε! Πηγαινε με εκει, οπου τα βουνα αγγιζουν τον ουρανο, πηγαινε με τωρα... με καποιον τροπο, καπως... Πηγαινε με εκει οπου ο ωκεανος συναντα τον ουρανο... οπου η γοργονα χορευει... οπου οι γλαροι ταξιδευουν...
Το ξερω αυτο το μερος, το ειδα στα ονειρα μου, το ξερω πολυ καλα!
Εκει υπαρχει ενα μοναχικο κοχυλι που κρυβει μεσα του θαλασσα,
μα βρισκεται πολυ μακρια απο την ζωντανη ακτη,
πισω απο καστρα φτιαγμενα απο αμμο...
Εκει βρισκονται κι αυτοι που ονειρευονται, εκει οι ανθρωποι ειναι ισοι, και τα περιστερια πετουν ακομη...
Δεν υπαρχουν αγκαθια, μονο ενα υπεροχο τριανταφυλλο!
Εκει οπου μεγαλωνει το πρασινο γρασιδι, διπλα απο τον κρυσταλλινο ποταμο.
Φανταζομαι εναν τετοιο στοχο στο βλεμμα μου...
χρωματα κοκκινα, κιτρινα, γαλαζια.
Ψιθυριζω παλι, ας ξεκινησει το ονειρο...
Ηρθε η ωρα να εμπιστευτω την αληθεια μεσα μου!
Εκει πρεπει να ψαξω και να βρω ενα δωρο, μια δυνατοτητα που
θα με κανει ικανη να γκρεμισω τοιχους και να χτισω γεφυρες!
Ακουω το μελλον να με καλει...
Ετσι μου φαινεται... θα παω σ αυτο το μερος!
Θα παω... γιατι... η πραγματικοτητα γεννιεται μεσα απο τα ΟΝΕΙΡΑ!!!
for you
Νόμιζες πως ήσουν ασφαλής
πίσω από το κλειστό παράθυρό σου.
Κοίταζες τη βροχή μέσα απ'το τζάμι
και γελούσες βλέποντας τους άλλους
να βρέχονται και να γλιστρούν στις λάσπες.
Νόμιζες πως ήσουν ασφαλής...
Μέχρι που δάκρυσαν τα μάτια
κι η λάσπη θόλωσε το τζάμι,
γλίστρησε ο νους σε μαύρες σκέψεις.
Γρήγορα άρχισε μπόρα δυνατή
και η πλημμύρα των συναισθημάτων
σε παρέσυρε βαθιά μέσα στο χρόνο.
Δε βλέπεις πια τη βροχή
ακούς μόνο το θόρυβό της
και τους κτύπους της καρδιάς σου.
Κι έναν ήλιο προσμένεις μονάχα,
έστω μια ηλιαχτίδα
να σου ζεστάνει και πάλι την ψυχή.
Μια φορά και ένα καιρό, ζούσε κάπου μια όμορφη κοπέλα. Ήταν δε τόσο όμορφη, που όλος ο κόσμος την θαύμαζε. Θα μπορούσε να είχε κάνει πολλά, σταδιοδρομία, να γίνει ίσως μια σταρ, μα για διάφορες καταστάσεις και αιτίες, δεν το είχε επιδιώξει.. Ζούσε σε αυτό τον κόσμο, μόνο και μόνο για να εκπληρώσει κάτι…. που και η ίδια δεν γνώριζε.
Έτσι, έφτιαξε ενα δικό της κόσμο, ένα κόσμο τρομερά έντονο, μέσα από ένα μυαλό πλούσιο σε φαντασία. Τι όμορφος κόσμος, όποτε ήθελε, άνοιγε το παράθυρο…. και τι δεν είχε εκεί μέσα...
Παρολαυτα, μέσα της, έλλειπε κάτι….και όλες τις φορές, το καταλάβαινε. γιατί την έπιανε μια θλίψη, που κανένας άνδρας, κανένας γιατρός, η και θεός…. μπορούσε να γιατρέψει.
Πέρασε ο καιρός, αν και είχε αρκετές ευκαιρίες στη ζωή, να παντρευτεί, να γίνει μια καλή νοικοκυρά, να κάνει παιδία και να τα μεγαλώσει, όπως συνήθως κάνουν όλοι, αυτή συνέχιζε να υποφέρει σιωπηλά, και ότι, μα ότι και να της παρουσιαζόταν, με την πάροδο του χρόνου το βαριόταν.. και ήταν θλιμμένη.
Μια νύχτα στο Όνειρο της, παρουσιάστηκε ο φύλακας άγγελος, και της είπε να φύγει μακριά από την πόλη, να ψάξει για το αθάνατο νερό. Θα το αναγνώριζε μόλις το έβαζε στα χείλη της…δεν θα διψούσε ποτέ πια…
Έτσι μιας και δυο, την άλλη μέρα πείρε τους δρόμους και τα βουνά, για την ανακάλυψη αυτού του νερού. Βρήκε ρυάκια και πήγες , έσκυψε και ήπιε περιμένοντας να ξεδιψάσει, μα τίποτα δεν γινόταν…Μετά από λίγο η δίψα ήταν εκεί…
Είχε γυρίσει σχεδόν όλες τις πηγες του Βασιλείου, όταν έφτασε σε ένα ξέφωτο, όπου άκουσε μια μαγική μουσική. Ήταν τόσο γλυκεία, που αφέθηκε να την ακούει για ώρα….Κάτι σκίρτησε μέσα της, ήθελε να γνωρίσει ποιος ήταν αυτός, με τον τόσο μαγικό ήχο στη φλογέρα..…
Η έκπληξη της ήταν πολύ μεγάλη, γιατί η όμορφη μουσική, ερχόταν από ένα παιδί. Δεν κράταγε φλογέρα στα χέρια του, μα ο ήχος έφτανε γλυκός στα αυτιά της….
Πως το κάνεις αυτό? Ρώτησε μαγεμένη…
Δεν το κάνω εγώ, η φύση τραγουδάει μέσα μου, απάντησε το παιδί…
Μα είναι μαγικό, είναι υπέροχο….αισθάνομαι να ζω…κάθισε μαζί μου, μάθε με να παίζω και εγώ…
Το μικρό παιδί την έπιασε από το χέρι, και σαν παιδί που ήταν, την αγκάλιασε και την φίλησε στο μάγουλο. Ποτέ της δεν είχε νοιώσει ένα τόσο όμορφο, τρυφερό, γεμάτο αγάπη φιλί…
Μα πως το κάνεις αυτό? Ξαναρώτησε
Ποιο πράγμα, ρώτησε πάλι το παιδί.
Να φιλάς τόσο όμορφα….αφού είσαι ένα παιδί!
Α δεν το κάνω εγώ. Η φύση σε φυλάει… που είναι μέσα μου…
Πλησίασαν προς το ποτάμι, και βρεθηκαν μπροστα σε ένα όμορφο δένδρο. Το παιδί έτρεξε γρήγορα, και χάθηκε πίσω από τα φυλλα του. Η κοπέλα κάποια στιγμή έφτασε, και μόλις παραμέρισε τα φύλλα βρέθηκε μπροστά σε ένα πανέμορφο Νέο. Πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα, την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά. Τα πόδια της Νέας άρχισαν να τρέμουν, χάθηκε ο κόσμος, και άρχισαν να βουίζουν τα αυτιά της, μα πριν καλά καλά καταλάβει τη γινόταν, άκουσε τη γλυκεία φωνή του παιδιού, να της λέει!
Δεν με γνώρισες?
Μα.. μα, πως το κάνεις αυτό? Πως μεταμορφώνεσαι έτσι?
Όχι εγώ, η φύση που είναι μέσα μου, της χαμογέλασε και την πείρε στην αγκαλιά του.
Η κοπέλα θυμήθηκε εκείνη τι στιγμή, πόσες φορές είχε σκεφτεί εκείνο το νεαρό στη φαντασία της, και νατος…. ήταν εκεί δίπλα της!
Πες μου πως το κάνεις….φαίνεται τόσο θεϊκό…είπε με την ναζιάρικη φωνή της!
Τότε ο Νέος της έπιασε το χέρι, κάθισαν σταυροπόδι κάτω από το δένδρο, έκρυψε το πρόσωπο του με τα χέρια, και όταν τα παραμέρισε… είχε τη μορφή ενός καλοκάγαθου γέρου, με άσπρα μαλλιά που της χαμογελούσε με άπειρη αγάπη.
Η φύση που είναι παντού το κανει, ειναι η ΖΩΗ αυτη καλή μου. Γίνεται να κανείς ότι θέλεις, όπως και στη φαντασία σου. Μα πρέπει να τελειώσεις με πολλά μέσα σου. Κανείς όμως δεν θα πάρει, οτι εχεις μεσα σου, αν εσύ δεν θελεις να τα εγκαταλείψεις…
Το αθάνατο Νερό είσαι εσύ!!! Ήμουν θλιμμένη μέχρι να σε βρω….. Ψέλλισε η κοπέλα….
Όχι εγώ….μα η κατανόηση. Πες την ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ. Όπου υπάρχει αυτή είδες ποτέ σου τη θλίψη?
Η Θλίψη σου είναι το ανασάλεμα του Νου σου, που έχει κατακαθίσει, που έγινε ένας ρουτινιέρης Νους!
Ξύπνα! (Και ο γέρος, την ακούμπησε ελαφριά στον ώμο και συνεχισε.)
Κατι γίνεται, χάνεις ένα προσφιλή πρόσωπο, τη δουλειά σου, ένα δεσμό, κάποιον που αγαπάς, και ο Νους ενοχλείται. Και τι κάνεις τότε? Βρίσκεις ένα τρόπο να μην ξαναενοχληθείς. Βρίσκεις μια πίστη, μια πιο ασφαλή δουλειά, δημιουργείς ένα καινούργιο δεσμό…η καταφεύγεις στη, φαντασία! Και αυτό μέχρι να σου ξανασυμβούν…και πάλι ο νους θα βρει άλλες άμυνες! Αυτό δεν κάνεις συνέχεια?
Η Νέα είχε κατεβάσει το κεφάλι. Γύρισε τα μάτια προς το γερο, να ρωτήσει για την κατανόηση…
Η αλήθεια αυτών που άκουσες θα σε βοηθήσει, και τίποτα άλλο….Έχεις να κάνεις μόνη σου το ταξίδι….μέσα σε άγνωστες ζούγκλες….
Λέγοντας αυτά ο γέρος σηκώθηκε….Είχε μεταμορφωθεί πάλι σε παιδί, και μια θαυμάσια μουσική ερχόταν από μέσα του! Η Νέα σηκώθηκε, και ακολούθησε το παιδί, που έκανε κατά το ποτάμι….Μέσα της άρχισε αμυδρά… να ακούει την ίδια μουσική... που ερχόταν από το παιδί…
Θα περπατούσαν μαζί, μέχρι εκεί που τέλειωνε ο Ποταμός…. σε ένα απέραντο ωκεανό Αγάπης.
Άνθρωπε,……το ταξίδι σου μια διαρκή άφιξη…
μα η άφιξη, χωρίς νέο ταξίδι…
είναι πόνος, αποσύνθεση, θάνατος!
Άνθρωπε,….…αν βρήκες λιμάνι μείνε λίγο,
μέσα εκεί, η απόσταση του έξυπνου και του φαύλου…
είναι μικρή!
Άνθρωπε,….…Ίσως σου συμβαίνει ….
να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση απαθεiας…
με πολλά πράγματα… έτσι ψάχνεις για ένα λιμάνι,
που ΝΟΜΙΖΕΙΣ... πως θα βρεις ευτυχία….
η ότι ονομάζεις ευτυχία…
ΆΝΘΡΩΠΕ,….…Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΠΛΟΚΗ….
Αχ πόσους ανεκπλήρωτους πόθους έχεις ακόμα Άνθρωπε,
….…και η μη ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ,
φέρνει ΠΟΝΟ και Θλίψη..
Μα πες μου Άνθρωπε,….……τι είναι η ζωή;
Δεν είναι ίσως ΕΠΑΦΗ; ΣΧΕΣΗ; ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ;
Και αν ξεφύγεις από τη μια σχέση, θα ξεφύγεις μήπως από τις άλλες;
Και Ο Εαυτός σου Άνθρωπε,….…,
σχέση είναι…και μάλιστα από τις δυσκολότερες!
Όσο απομακρύνεσαι από τις σχέσεις σου,….……
τόσο μεγαλύτερη είναι η αντίσταση και η σύγκρουση που νοιώθεις... Χρειάζεται μεγάλη κατανόηση,
και όχι απομόνωση…για να καταλάβεις τι θα πει ΣΧΕΣΗ,
όσο οδυνηρή, όσο δύσκολη και αν είναι…
Μπορεί να γράψεις
και να πεις χίλιες δυο όμορφες κουβέντες Άνθρωπε,….… μπορεί να βοηθήσεις κόσμο με διάφορους τρόπους…
μα το ταξίδι, αυτό της ανακάλυψης,
το κάνεις πάντα ΜΟΝΟΣ!
Η προσέγγιση γίνεται απλά στη ζωή, γιατί Άνθρωπε
,….…, το πρόβλημα δεν είναι η ΖΩΗ,
μα ΕΜΕΙΣ!!!
Μόνο σαν μάθεις να προσεγγίζεις το ΠΡΟΒΛΗΜΑ,
τον ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ…Θα υπάρξει ελευθερία,
και είναι ΑΥΤΗ που θα ελευθερώσει….
όχι ΕΣΥ…ΚΑΠΟΙΟΣ….
η ΚΑΤΙ!!!
Ω Άνθρωπε,….…....Μην τρέχεις μακριά….
ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΛΑΒΕΙΣ, ! Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ….ΠΑΝΤΟΥ!
Αλήθεια είναι,
η βραχνή ροή της αλμύρας
στις απόκρυφες ρωγμές των
θαλασσινών βράχων,
το νερό το κρυστάλλινο που
Χαϊδεύει διάφανα τις
Αιχμηρές προεξοχές της πέτρας.
Αλήθεια είναι,
ο αφρός των κυμάτων που ελεύθερα γίνεται.
Το δάσος το πρωινό με
τις υγρές στάλες και
τη μυρωδιά της
ζωντανής αγνότητας.
Αλήθεια είναι,
το γάργαρο νερό
το άπιαστο
απ' τις ανθρώπινες παλάμες
Αλήθεια είναι,
αυτό που δεν άγγιξε
ο νους του ανθρώπου.
Το απόκρυφο
που διαφύλαξε το
μυστικό του.
Ανατολη...πινελια ομορφιας
κι η Δυση χρυσαφενια
και η βροχη σαν βαλσαμο
μα κι η συννεφια ...με εγνοια
με σκεψη περισση
που ερχεται σε σενα
Ξεχωρισα στο πινακα
εκεινο το μουντο...
μ'αρεσει... μα με πνιγει
το θελω φωτεινο
Και μεσα στην ανταρα..
ο ηλιος λαχταρα
και φερνει μιαν αχτιδα
ελπιδα..και χαρα..
μιαν ομορφη και φωτεινη
στο κοσμο πινελια
Λιμνοθάλασσες ερώτων...
Αγάπησα την περιπλάνηση
ανυπόταχτε ταξιδευτή.
Τα μόρια του χρόνου μεταλλάσσονται
αντικατοπτρίζω τη σιωπή.
σ΄άλλο πλανήτη παμφώτιστο,
κι εκεί ο έρωτας ανασαίνει.
Μυστικές φωνές του χρόνου
Αγραφο ρίγος κατακερματισμένα βιώματα
δεν έχει εδώ,
μακρυνή στοργή του ήλιου.
Μιά θάλασσα από δάκρυα και φως είμαι
φουρτουνιασμένη αλμυρή
τι κρατώ πιά
πέρα από ένα πυρό ιβίσκο φιλί μιάς αγάπης πρώτης;
Το χάδι του ΕΡΩΤΑ που είναι η ίδια η ζωή.
Απλώνοντας το χέρι στ΄ασημένιο φως στην ρότα του απείρου.
Κοράλια ολοπόρφυρα οι μνήμες μέσα στις φλέβες διάχυτων ερωτισμών.
Μιά τρυφερή προσδοκία στην άφθαρτη φλόγα της απαντοχής.Κοιμάται η σεληνοφώτιστη γη, κι εσύ γεφυρώνεις αβύσσους.
Αστέρινους δρόμους.
Σε κύπελλα χρυσά μεθώ με το γλυκό κρασί σου
σαν τη γεύση του έρωτα είπα και χάθηκα
μα ήταν δυνατότερο κι απ΄του θανάτου το φίλημα
κι όμως ήπια στην υγειά σου
υφαίνοντας στοργή χιτώνα
αλλά κρυώνει ο θάνατος;
Ζωή θάνατος.
Ερωτας σιωπή.
Καταστροφή.
Αναγέννηση.
Αγάπη.
Όταν φυσάει τη νύκτα
κι ο άνεμος έρχετε και με χαιδεύει
μετά πνευματικά του χάδια
παίρνω μια βαθιά ανάσα
ατενίζω τον νυκτερινό ουρανό
και νιώθω όλη εκείνη την ελευθερία που νιώθει
ένας καβαλάρης που καλπάζει σε λιβάδι νυκτερινό
κάτω από το φεγγάρι.
Σαν δραπέτης που ξεφεύγει μακρυά από την ζωή
καλπάζοντας στην ελευθερία
τρέχοντας μαζί με τον άνεμο
σε τόπους μαγικούς μέσα στη νύκτα
κρησφύγετο της ελπίδας και της γλυκιάς ονειροπόλησης
ICH ATMEN ανασαίνω ελεύθερα
(http://www.a33.gr/album_pic.php?pic_id=2534)
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΙΠΟΤ’ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα
Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
Από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
Από φόβο μήπως έρθουμε
Αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.
Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε,
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται, και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
Και, μετά το μαλακό ανέβασμα,
Θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
Για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.
Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,
Και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
Πέρα απ’ το χάος θα ‘ρχόταν η μακαριότητα.
Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε,
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
Είναι ο σκοπός και το τέλος.
Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.
ΤΟΜΑΣ ΝΤΥΛΑΝ
1914-1953
Τι όμορφα που ειναι να ζεις!
Να μπορείς
να διαβάζεις το κόσμο σαν ένα βιβλίο
να τον νιώθεις σαν ενα τραγούδι αγάπης
και ως παιδί να απορείς
και να ζείς.
Να ζείς τη ζωή
τη δικιά σου
να ζείς με τον κόσμο ομάδι
σαν ένα μετάξινο ράμα
που ύφαίνει μαγνάδι!
Να ζείς,
νάν΄η ζήση τραγούδι χαράς
χαρωπό
ζωηρό
να΄ναι ύμνος χαράς
απο χείλια..χιλιάδες
Να ζείς,,
κι όμως να θαυμάζεις
κι όμως ν΄ απορείς
πως αυτο το ωραίο τραγούδι
πως αυτή η ζωή
η γεμ΄ταη χαρά
εχει γίνει σκληρή
και τραχιά
έχει γίνει φτενή
στενεμένη
κι αιμοτόβρεχτη τόσο
που νάναι σιχαμένη
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Στου ποταμού την όχθη κάθισα
και άφησα τα δάκρυα να τρέξουν
να γίνουν ένα με τα νερά του
που τρέχουν, τρέχουν
και πίσω δεν γυρίζουν.
Στη σιγαλιά της νύχτας
άκουσα της φωνή της συνείδησής μου
να μου μιλά με γλυκιά φωνή:
«Ακολούθησε τα δάκρυά σου
που πίσω δεν γυρίζουν
σαν τα νερά του ποταμού
που σπάνια αφρίζουν,
κοιμήσου ήσυχα εσύ…
ότι έδωσες, έδωσες απλόχερα
ας ήταν άξιοι να το κρατήσουν.
Εσύ ποτέ δεν κρύφτηκες
πίσω από μάσκες ψεύτικες
και κάλπικα ονόματα,
το μόνο λάθος που έκανες
ήτανε να πιστέψεις.
Πίστεψες πως και οι άλλοι είναι σαν εσένα
αληθινοί και ξάστεροι
σαν τον καθάριο ουρανό
σαν το ουράνιο τόξο.
Κοιμήσου ήσυχα εσύ
και άσε το χρόνο να σου κλείσει το τραύμα».
1/12/2005
ΕΡΑΤΩ
Όταν ο ήλιος ανατέλωντας χαιδεύει το πρόσωπό της και αναδεικνύει το υπέροχο πρόσωπό της, τότε δεν θέλω να πάω στην δουλειά. Θέλω να μείνω στο κρεββάτι λέμεεεεεεεεεεεεεεεε
CARPE DIEM
Μόλις είχε ξημερώσει...Σηκώθηκε απ το κρεββάτι της νωχελικά...Το δωμάτιο ήταν ζεστό...Τα ξύλα στο τζακι ακόμα έκαιγαν...Ανοιξε το ραδιόφωνο και η φωνή του Garth Brookes πλημμύρισε το δωμάτιο...Άρχισε ν αγγίζει τα έπιπλα...Της έφερναν τόσες αναμνήσεις...Θυμήθηκε τα παιδικά της χρόνια...τόση ξενοιασιά, τόση ανεμελιά...
Έφτιαξε μια τεράστια κούπα με καφέ και κάθισε στην πολυθρόνα που κάποτε καθόταν ο παππούς κι άφησε τον εαυτό της να ταξιδέψει ανάμεσα στις νότες και στις εικόνες του παρελθόντος...
Εικόνα πρώτη: Εκείνη στην ηλικία των 5 να παίζει με τις κούκλες της και να δίνει στη γιαγιά να φάει- με το ζόρι βέβαια- τούρτα από λάσπη... Χαμογέλασε ασυναίσθητα...αχ αυτή η γιαγιά...Πάντα καλοσυνάτη , με το χαμόγελο, με τη φροντίδα της πάντα έτοιμη να φροντίσει τη μονάκριβη εγγονή της...Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στις μυρωδιές...Όσα χρόνια κι αν πέρασαν είναι πάντα οι ίδιες...Οικείες, ευχάριστες ...
Εικόνα δεύτερη : η αυλή και μια παρέα 15 παιδιών να παίζει... Αγώνες με ποδήλατα, ποδόσφαιρο, διαγωνισμοί για το ποιος διαβάζει πιο γρήγορα χωρίς να μπερδευτεί, παιχνίδια γνώσεων...Πάντα ήθελε να είναι πρώτη σ'ολα...Οχι από έπαρση και εγωισμό όμως...Της άρεσε απλά...Οι ίδιες περίπου σκηνές και η ίδια ακριβώς παρέα κάθε Χριστούγεννα , Πάσχα και καλοκαίρι...Όπως έλεγε τότε η γιαγιά "γέμιζε το σπίτι"...Κι η καλύτερη στιγμή όλων ; Όταν έβγαινε η γιαγιά απ την κουζίνα με τις διάφορες λιχουδιές...Πάντα πίστευε οτι η κουζίνα ήταν κάτι σαν μαγικό δωμάτιο κι η γιαγιά μια καλή νεράιδα που ένωνε μ ένα περίεργο τρόπο τους πάντες κι ακόμα το κάνει....Η μυρωδιά απ τις λιχουδιές άγγιξε τα ρουθούνια της...Άνοιξε τα μάτια της...Περίεργη μέρα είχε ξημερώσει...
Εικόνα τρίτη : Οι οικογενειακές συγκεντρώσεις... Γέλια, τραγούδια, χορός,αστεία, πειράγματα...Κάθε γιορτή κι μια διαδικασία , μια ιερή τελετουργία...Τόπος συνάντησης για όλη την οικογένεια...Κανείς δεν τις έχανε και δεν τις χάνει... "Ευτυχώς που υπάρχουν οι φωτογραφίες, τα βίντεο και τα κείμενα, που δε θα στερήσουν αυτές τις στιγμές απ τα παιδιά μου" , σκέφτηκε...Ποιος ξέρει αν θα συνεχιστεί όλο αυτό το τελετουργικό μέχρι τότε... ένα δάκρυ ευτυχίας κύλησε απ τα μάτια της...
Σηκώθηκε απ την πολυθρόνα κι άρχισε να ντύνεται...Ήταν μια συνηθισμένη μέρα αλλά κάτι το θετικό υπήρχε στην ατμόσφαιρα...Είχε ένα προαίσθημα οτι κάτι καλό θα συνέβαινε σήμερα... "Carpe Diem" σκέφτηκε δυνατά και χαμογέλασε...Ναι , θα άδραττε τη μέρα λοιπόν και δε θ άφηνε ούτε μια στιγμή της να χαθεί...
Το προαίσθημα βγήκε αληθινό...Χρειάστηκε μια ματιά και η φωτιά αμέσως άναψε...Ένοιωσε κάτι που είχε πολύ καιρό να νοιώσει... Όπως κι η Αλίκη -για άλλο βέβαια λόγο- άρχισε να βλέπει πεταλουδίτσες σ όλα τα χρώματα...Ξαφνικά ο κόσμος της φαινόταν ρόδινος...Τους αγαπούσε όλους κι είχε ένα ηλίθιο-σχεδόν- χαμόγελο...Την άγγιζε και ένοιωθε ρίγη να τη διαπερνούν...ακόμα κι αν δεν έβγαινε πουθενά...ακόμα κι αν δεν γινόταν τίποτα...ακόμα κι αν ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον έβλεπε...Δεν την ένοιαζε ...Ήθελε να ζήσει τη στιγμή...Ήξερε τι θα της πει πριν ακόμα το πει...Η απόλυτη χημεία...αν έβλεπε κάποιος τα μάτια της θα το καταλάβαινε....Περίεργη αυτή η μέρα... Γύρισε και ξάπλωσε στο κρεβάτι της ... Έκλεισε τα μάτια της και έφερε την εικόνα του στο μυαλό της... Μόνο ένα γλυκό ψιθυριστό καληνύχτα ακούστηκε ...Κι ύστερα μόνο οι ανάσες της καθώς βυθιζόταν στην αγκαλιά του Μορφέα και στα ονειρικά της μονοπάτια...
αν δεν αφησεις πισω σου καποια πραγματα η καποιους ανθρωπους , πως θα δημιουργησεις χωρο για το καινουριο ?
Άδειος καμβάς και ζωγραφίζουμε πάνω του είτε με παραδοσιακούς σίγουρους τόνους, είτε με έντονα χρώματα, κάνοντας πειραματικούς συνδιασμούς. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος, ωστόσο κανένας άλλος εκτός από εμάς δεν ξέρει τι μας κάνει να νιώθουμε ωραία. Άλλοτε πετυχαίνει ακόμη και αν βάλουμε ελάχιστες διορθωτικές πινελιές. Άλλες όχι!! Κάνουμε ένα βήμα πίσω...Θεωρούμε το όλο επιχείρημα- μια εμπειρία από την οποία μάθαμε κάποια πράγματα..
Βάζω στην άκρη τον καμβά και πλένω τα πινέλα μου για τον επόμενο πίνακα..Έχω περιορισμένο αριθμό καμβάδων για να ζωγραφίσω.
Δεν τους σπαταλώ άδικα!!
Εσύ τις χαρακτήρησες εύθραστες
στις δικές μου σκέψεις λέω
απαγορεύεται η ρίψης δακρύων
[img]http]
Μπιζού ωραία ζωγραφιά
Πάνω σε μια θεατρική σκηνή οι δυο μας
Κι από κάτω ένα σκληρό κοινό να κρίνει.
Τα λόγια δεν είναι δικά μας
Προσπαθώ να σε κάνω να ξεχάσεις, να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο
Αλλά μάταια…
Το κοινό σε τραβάει ολοένα και πιο κοντά του
Τα λόγια μου απλά
Κι εσύ ταλαντεύεσαι μέσα στα συναισθήματά σου
Παλεύεις με τα πρέπει και τα θέλω σου
Ο ρόλος σου είναι απλός…
Κι όμως τρέμεις από το φόβο σου.
Ένα δίλημμα πάνω απ το κεφάλι σου αιωρείται …
Φοβάσαι…
Τι μπορώ να κάνω ;
Μπορώ να σου προσφέρω αυτό που μπορεί εσύ να ονειρεύεσαι
«Σ αγαπώ» , μια τρεμάμενη φωνή
αλλά εσύ δεν ξέρεις…
Που να ξέρες πόσες πρόβες έκανα στο απέραντο σκοτάδι μου
Και τώρα ;
Προσπαθώ μπροστά σου αλλά τίποτα…Κενό
«Με συγχωρείς δεν μπορώ»
Βυθισμένος στα θεμέλια του μέλλοντός σου τα ξέχασες όλα
Τι είναι η ζωή, ο έρωτας , η αγάπη…
Ξέρεις ότι το μέλλον σου είναι να γίνεις θεατής ;
Αλλά η τελευταία πράξη του έργου δική μου
Τι κάνεις τώρα ; Πεθαίνεις για να ζήσεις αργότερα ;
Πάρε το χέρι μου…Αποτραβήξου από αυτή τη δίνη
Πιάσε με...Όσο είναι καιρός...
Σε πνίγει δεν το καταλαβαίνεις ;
Είναι ήδη αργά
Η αυλαία έχει πέσει
Το θέατρο έχει κλείσει
Δεν αντέχω μόνη στον κόσμο σου …
Σκοτάδι…Πληγές…Πνίγομαι…
Εχω παρα πολύ καιρό να διαβάσω όλα αυτά που έχουν γράψει τα παιδιά και οφείλω να ομολογήσω ότι ένοιωσα..................
Το παρακάτω κείμενο είναι μεγάλο και είναι του φίλου μου του Ανδρέα (ΧΛΑΠΑΚ) ενος μεγάλου ταξιδευτή........................
Το φως του Ήλιου είχε αρχίσει δειλά να εμφανίζεται πίσω από τις κορυφές της Βόρειας Πίνδου. Σχίζοντας το ημίφως, οδήγησε προσεκτικά την Μάχη για τα τελευταία μέτρα του χωματόδρομου. Ξεκαβάλησε βιαστικά από την Μοτοσικλέτα. Κλείδωσε το τιμόνι της, τράβηξε νευρικά το κλειδί και με μεγάλες δρασκελιές κίνησε για τον προορισμό του. Λίγα λεπτά πριν τις έξη το πρωί. Ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα.
Οι κλεφτές ματιές που έριξε ολόγυρα, μέσα στο αποθνήσκων σκοτάδι, τον καθησύχασαν. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει πριν από τρία χρόνια. Τα ίδια δένδρα στις θέσεις τους. Οι σχηματισμοί της πέτρας, αδιατάρακτοι, ακλόνητοι. Ακόμα και τα ελάχιστα τραγούδια των, ανήσυχων από την παρουσία του, πτηνών. Και φυσικά το γνώριμο μονοπάτι που είχε, τόσες φορές, περπατήσει στο παρελθόν. Λίγα μέτρα ακόμη. Επιτέλους! Βρισκόταν ξανά εκεί. Σε ένα από τα πλέον συγκλονιστικά τοπία της Ελλάδος. Ίσως και της Γης ολόκληρης. Στο φαράγγι του Βίκου…
Βρισκόταν στην θέση Οξυά. Είχε διασχίσει έναν, μάλλον δύσκολο, δρόμο οκτώ χιλιομέτρων που ξεκινούσε από ένα πανέμορφο χωριό των Κεντρικών Ζαγορίων. Το πασίγνωστο Μονοδένδρι. Την πατρίδα των εθνικών ευεργετών Μάνθου και Γεωργίου Ριζάρη. Το πλάτωμα στο οποίο βρισκόταν εκείνη την στιγμή παρείχε την εκπληκτικότερη θέα προς το φαράγγι του Βίκου. Ένα μικρό, πέτρινο, υποτυπώδες «μπαλκόνι» έχει χτιστεί για να διευκολύνει και, κυρίως, να προφυλάξει τους επισκέπτες από κάποια δυσάρεστη «γνωριμία» με τον γκρεμό…
Στηρίχθηκε με τις παλάμες του στο μικρό τοιχίο και ανάρτησε το κεφάλι του πάνω από το χάος. Το, λιτά δομημένο με πέτρα, μικρό μπαλκόνι έδινε την ψευδαίσθηση ότι, με έναν ακατανόητο τρόπο, αιωρείτο στο κενό. Από κάτω του έχασκε η ασβεστολιθική άβυσσος πού βυθιζόταν στον πάτο του φαραγγιού. Από πάνω αυτή η ίδια άβυσσος, χωρίς να ξοδέψει ούτε μια ματιά γι’ αυτόν, τον προσπερνούσε αδιάφορα και αναρριχούταν απερίσπαστη στα ουράνια. Ολόγυρα, σε μια απόσταση εξουθενωτική ακόμη και για το μάτι, ορθώνανε με περισσό θράσος το ανάστημά τους τα κάθετα τοιχώματα της αχανούς, εικονικά απύθμενης χαράδρας. Απέναντί του έβλεπε την συμβολή του φαραγγιού με την χαράδρα του Μεγάλακκου. Στα δεξιά του, νοτιοανατολικά, το «συν-άπειρο». Στα αριστερά του, βορειοδυτικά, το «μείον-άπειρο». Και όλο να γεμίζει ακατανόητα από αυτήν την, πεπερασμένα, απειρομεγέθη παρουσία του φαραγγιού. Μία, νοητικά υπερβατική, πρακτικά μη μετρήσιμη, «άυλη» μάζα, μέσα στην οποία ένιωθε να βυθίζεται, να χάνεται… Το φαράγγι, αναπόδραστα, επέβαλλε συντριπτικά τον όγκο του επάνω στο μυαλό του, στη συνείδησή του… Του προσέδιδε πλήρη επίγνωση, πέρα από κάθε ανθρωπόπνευστη αμφιβολία, της μικρότητάς του, της μηδαμινότητας και, επαγωγικά, της ΘΝΗΤΟΤΗΤΑΣ του…
Κάθισε πάνω στο πετρόχτιστο τοιχίο φέρνοντας τα πόδια του στο κενό. Οι πατούσες από τις μπότες του, φοβισμένες, θωρούσαν τον πάτο του φαραγγιού. Μια θέση που του δημιουργούσε την εντύπωση ότι το σώμα του έρεε μέσα στον χώρο. Ήτανε μια στάση αρκετά επικίνδυνη. Η υποψία του Θανάτου αναμιγνυόταν με την εκπεμπόμενη αύρα του κορμιού του, προτρέποντας τα ακροδάκτυλα των ποδιών του να μουδιάσουν. Υπήρχε ένα ρίσκο σε αυτήν την στάση. Ρίσκο για την ίδια του την ζωή. Και όμως. Λόγω αυτού ακριβώς του ρίσκου ένιωθε το υπέρτατο, όπως αυτός το εννοούσε, σμίξιμο με την φύση. Όπως σε εκείνες τις αξέχαστες, όσο και παράτολμες, παγοαναρριχήσεις στις ορθοπλαγιές αρκετών Ελληνικών βουνών, κατά την ορειβατική περίοδο της ζωής του. Συνειδητοποιούσε, ακόμη μια φορά στη σύντομη ύπαρξή του, το πόσο εύθραυστος ήταν. Ένα έρμαιο της Συμπαντικής Ύλης και Ενέργειας. Εντέλει ότι ανά πάσα στιγμή, κάθε χρονικό μικροκλάσμα ήταν ετοιμοθάνατος…
Ο άνθρωπος είναι η τραγικότερη ύπαρξη πάνω στον πλανήτη. Όχι επειδή, όπως και τα υπόλοιπα έμβια όντα, κάποτε θα αποβιώσει. Αλλά επειδή έχει ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ της θνητότητάς του….
Προσπάθησε να επεκτείνει την σκέψη του. Να αιωρηθεί με το μυαλό του πάνω από όλη αυτή την περιοχή της Ελλάδος που οριοθετήθηκε το 1973 σαν «Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου» με έκταση 130.000 στρεμμάτων. Στα νοτιοδυτικά αυτής της, από το Ελληνικό κράτος, «προστατευόμενης» περιοχής βρίσκεται το φαράγγι του Βίκου. Το βορειοανατολικό τμήμα του δρυμού καταλαμβάνεται από την χαράδρα του Αώου. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο χαράδρες, που πήραν τα ονόματά τους από τα αντίστοιχα ποτάμια που κυλούν στους πυθμένες τους, η Φύση έχει μεγαλουργήσει «ορθώνοντας» τις επιβλητικές κορυφές της Αστράκας στα 2436 μέτρα, της Γκαμήλας στα 2480 μέτρα, καθώς και τους περίφημους «πύργους της Αστράκας» απέναντι από τα χωριά Μεγάλο και Μικρό Πάπιγκο. Κοντά στις ψηλότερες κορυφές βρίσκεται η περίφημη και πασίγνωστη, ειδικά στους ορειβάτες, Δρακόλιμνη, μία από τις τρεις αλπικές λίμνες της Πίνδου που η ανθρώπινη φαντασία την στοίχειωσε με πάμπολλους θρύλους. Στα παγωμένα της νερά φιλοξενεί Τρίτωνες, ένα είδος μικρών αμφίβιων. Σε όλο τον Εθνικό Δρυμό οργιάζει μια φρενιασμένη, ασυγκράτητη βλάστηση. Ρόμπολα, Έλατα, Οξιές, Μαύρη Πεύκη, Κέδροι, Αγριοκαστανιές, Σφενδάμια και μια εκπληκτική ποικιλία χαμηλής βλάστησης, λουλουδιών και βοτάνων, πολλά από τα οποία φύονται μόνο στην περιοχή του Δρυμού. Αλλά και η πανίδα είναι πλουσιότατη. Ζαρκάδια, Αρκούδες, Αγριογούρουνα, Λύκοι, Αγριόγιδα, Βίδρες, αγριόγατες και πιθανότατα Λύγκες. Αρπακτικά όπως Γύπες, Γεράκια και Αετοί έχουν διακριτική παρουσία. Μέσα στα όρια του Εθνικού Δρυμού έχουν μετρηθεί συνολικά 110 είδη πουλιών, 19 είδη αμφιβίων, 7 είδη ψαριών, 1750 είδη φυτών. Από αυτά, τα 50 είναι είδη Ορχιδέας και τα 67 είναι φαρμακευτικά φυτά. Ένας πραγματικός Εθνικός Θησαυρός…
Γύρω στις δέκα το πρωί, αποφάσισε να φύγει. Καβάλησε την Μάχη αφού πρώτα έδωσε στο Φαράγγι μια υπόσχεση. Την ίδια υπόσχεση που είχε δώσει και τις άλλες φορές…
Την διαδρομή των Κεντρικών Ζαγορίων την μετέτρεψε σε μια ξέφρενη, ανόητη προσπάθεια ατομικής χρονομέτρησης. Κάτω από τα πόδια του ούρλιαζε ο κινητήρας της Μάχης. Γύρω του η Φύση της Πίνδου, μέσα στο εαρινό ξέσπασμά της, γεννούσε ζωή γεμάτη χυμούς, χρώματα, μυρωδιές, αρμονική συνύπαρξη οργανικής και ανόργανης ύλης. Πέρασε μέσα από το Μονοδένδρι, το Καπέσοβο, το Τσεπέλοβο, το Σκαμνέλλι… Χωριά που, λόγω της γιορτής του Πάσχα, ήταν πλημμυρισμένα από ανθρώπους. Ανθρώπους χαρούμενους, εύθυμους. Ανθρώπους που ετοιμάζονταν να γιορτάσουν το μήνυμα της ημέρας: Την επικράτηση της Ζωής πάνω στον Θάνατο…
Μα πως είναι δυνατόν η Ζωή να νικήσει τον Θάνατο? Για να επέλθει μια νίκη πρέπει να προϋπάρξει αγώνας. Αγώνας επικράτησης μεταξύ Ζωής και Θανάτου. Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ αυτών των δύο «καταστάσεων» υπάρχει μια «αντιπαλότητα». Ένα σχήμα μάλλον οξύμωρο μιας και ο Θάνατος είναι αυτός που, ουσιαστικά, επιβεβαιώνει την αξία της Ζωής. Την ολοκληρώνει. Η σκέψη ύπαρξης ανθρώπων αθάνατων ή ανθρώπων που πιστεύουν ότι τον θάνατό τους θα ακολουθήσει η ανάσταση και, ουσιαστικά, η συνέχιση της ζωής τους ή έστω η επανέναρξή της, οδηγεί αναπόφευκτα σε ανθρώπους ανίκανους να εκτιμήσουν την αξία της ίδιας τους της ζωής. Ανθρώπους που δεν αισθάνονται πλέον την πρόκληση. Την υπέρτατη πρόκληση που μόνο ο Θάνατος μπορεί να αποτελέσει. Ο Θάνατος πρεσβεύει την ύπαρξη ορίου. Διδάσκει ότι ο χρόνος είναι πολύτιμος και κατά συνέπεια δεν πρέπει να ξοδεύεται άσκοπα, ανούσια. Παραινεί τον άνθρωπο να «ζήσει» το σήμερα, να «ζήσει» την στιγμή. Να μην αναβάλλει για το μέλλον αυτό που μπορεί να βιώσει στο παρόν. Όταν ο Θάνατος εκληφθεί σαν αδιέξοδο, η αίσθηση του πόνου και του κενού γίνεται αβάσταχτη. Εάν όμως η κύλιση του Χρόνου ειδωθεί με ψυχραιμία και μέσα από θετική σκέψη τότε η αξία της κάθε στιγμής γίνεται μεγαλύτερη και από την ίδια την αιωνιότητα. Αρνούμενοι να στοχαστούμε «εποικοδομητικά» τον Θάνατο, ταυτόχρονα αρνούμαστε και να στοχαστούμε την Ζωή. Όποιος αρνείται την πραγματικότητα, το τελεσίδικο, το αναπόδραστο του Θανάτου, αρνείται στον εαυτό του την ικανότητα να ζει καλά. Ο μεγάλος αρχαίος φιλόσοφος Επίκουρος λέει πως : «Γεννηθήκαμε μια φορά και δεν γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι' αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες.» Ο θάνατος είναι το αναπόφευκτο αποκορύφωμα, είναι το ντελιριακό κρεσέντο κάθε ΣΥΝΕΙΔΗΤΗΣ Ζωής. Μόνο όταν είσαι έτοιμος να πεθάνεις, είσαι έτοιμος και να ζήσεις. Και όταν έχεις ζήσει έντονα, συγκλονιστικά, με σφοδρότητα και την μέγιστη δυνατή πρόσληψη εμπειριών, γνώσεων, αισθήσεων και ηδονών(με την έννοια της ψυχικής ευδαιμονίας) τότε ο Θάνατος, σε πλήρη ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, θα είναι μία οργασμικής έντασης εμπειρία. Η τελευταία και συγκλονιστικότερη εμπειρία μιας ουσιαστικής Ζωής…
Αυτός που φοβάται τον Θάνατο μάλλον φοβάται την ίδια την Ζωή…
Η Δευτέρα του Πάσχα κύλησε ανέμελα με ευχάριστους περιπάτους στο θρυλικό Κάστρο των Ιωαννίνων, καταλάγιασμα της ψυχής με λυτρωτικούς ρεμβασμούς στην λίμνη Παμβώτιδα καθώς και με μια, ιδιαίτερα αποκαλυπτική, περιήγηση στο νησάκι της λίμνης…Την επόμενη μέρα, Τρίτη του Πάσχα, θα γινόταν η επιστροφή στην αναπόφευκτη Αθήνα. Οι σκέψεις όμως που είχαν εγκατασταθεί στο μυαλό του, συνεπικουρούμενες από το μήνυμα των γιορτινών ημερών, του «επέβαλαν» την ανάγκη να επισκεφθεί ακόμη μία περιοχή…
Πρωινό Τρίτης του Πάσχα. Αναχώρηση από τα Ιωάννινα. Προορισμός ένα χωριό στην βορειοδυτική γωνιά του νομού Πρέβεζας…
Εισήλθε από τα νότια στον Μεσοπόταμο. Ένα μάλλον αδιάφορο χωριό. Έστριψε δεξιά σε ένα στενό. Άρχισε αργά να ανηφορίζει τον δρόμο. Προορισμός του ήταν ο λόφος που έβλεπε μπροστά του. Θυμήθηκε τους χαρακτηριστικούς στίχους από την Οδύσσεια του Ομήρου:
«Μα το βαθύ καθώς διαβείς ωκεανό και φτάσεις
στον άγριο όχτο και στ’ αχνά της Περσεφόνης δάσια,
Με τις ιτιές τις άκαρπες και τις ψηλές τις λεύκες,
Άραξ’ εκεί το πλοίο σου στου Ωκεανού την άκρη,
Και στου Άδη κίνησε να πας τ’ αραχνιασμένο σπίτι…»
Πάρκαρε την Μάχη. Περπάτησε λίγα μέτρα. Σταμάτησε και κοίταξε τα ερείπια και τις αρχαίες πέτρες που κείτονταν έμπροσθέν του. Βρισκόταν στο αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα…
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι τα περάσματα από τον κόσμο των ζωντανών σε εκείνο των νεκρών βρίσκονταν σε χάσματα της γης, σε φαράγγια, σε σημεία από όπου ανάβλυζε νερό, σε σπήλαια. Επίσης σε στόμια από τα οποία επανεμφανίζονταν στο έδαφος ποτάμια που για αρκετή απόσταση είχαν χαθεί μέσα στα σωθικά της γης. Ο ποταμός Αχέροντας, αφού πρώτα είχε ταξιδέψει υπόγεια για αρκετά χιλιόμετρα, επανεμφανιζόταν στην περιοχή βόρεια της, αποξηραμένης σήμερα, λίμνης Αχερουσίας και χυνόταν σε αυτήν. Το γεγονός αυτό ώθησε κάποιους αποίκους από την Ηλεία να εγκατασταθούν στην περιοχή πιστεύοντας ότι εκεί ξαναβγαίνει στην επιφάνεια το ποτάμι της Νέδας. Στην περιοχή της Δ. Πελοποννήσου ήταν ανεπτυγμένη η λατρεία του Πλούτωνα και του Άδη. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να αναπτυχθεί και στην περιοχή της Αχερουσίας λίμνης η λατρεία του Άδη και, με τον καιρό, η Νεκρομαντεία. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι οι ψυχές των νεκρών είχαν υπεράνθρωπες ιδιότητες και μπορούσαν να προβλέψουν το μέλλον. Ορισμένοι ήρωες των Ελληνικών μύθων όπως ο Θησέας, ο Οδυσσέας, ο Ηρακλής και ο Ορφέας τόλμησαν να κατέβουν οι ίδιοι στον Κάτω Κόσμο. Στην Αρχαία Ελλάδα και στις αποικίες της υπήρχαν αρκετά νεκρομαντεία όπως του Ταίναρου, της Ερμιόνης, της Κύμης στην Ιταλία και της Ηράκλειας στον Πόντο. Σημαντικότερο όμως θεωρούνταν αυτό του Αχέροντα μιας και, κατά το μύθο, ήταν η είσοδος για το παλάτι του Άδη και της Περσεφόνης…
Πλήρωσε το εισιτήριό του στον βαριεστημένο υπάλληλο και διάβηκε την πύλη του Νεκυομαντείου( στα αρχαία Ελληνικά «νέκυς» σήμαινε «νεκρός»)…
Αυτό που έλκει αμέσως το βλέμμα είναι το κτίριο της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Χτίστηκε τον 18ο αιώνα πάνω στον χώρο του νεκρομαντείου. Σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό μιας και τα κελιά ανασκάφθηκαν για την αποκάλυψη των αρχαιοτήτων.
Δεν του άρεσε η ιδέα της απλής οπτικής επαφής με τα αρχαιολογικά ευρήματα και της «ξερής» γνώσης που παρέχουν οι ενημερωτικές επιγραφές. Αποφάσισε να κάνει ένα δικό του «ταξίδι» μέσω της τέταρτης διάστασης. Βρέθηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Στην περίοδο ακμής του Νεκρομαντείου. Είχε πλέον ενσαρκωθεί στο κορμί ενός «χρηστηριαζόμενου». Δηλαδή ενός πιστού που ζητούσε από τους ιερείς του μαντείου να τον καθοδηγήσουν ώστε να λάβει χρησμό από τον νεκρό συγγενή του.
Πέρασε την πύλη του βόρειου περιβόλου και μπήκε στο χώρο υποδοχής. Παρέμεινε στα κελιά της αυλής για ένα ασαφές αριθμό ημερών. Αργότερα, διαβαίνοντας την πύλη του ανατολικού τμήματος, είχε αρχίσει ήδη να νιώθει έντονη επάνω του την ψυχολογική επίδραση των ιερέων. Πέρασε τις τρεις τοξωτές πύλες του διαδρόμου και παρέμεινε για μερικές μέρες σε ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο ώστε να εξαγνιστεί ψυχικά και σωματικά. Πως αλλιώς θα επιβίωνε από την επικίνδυνη εμπειρία της επαφής με τον νεκρό? Οι ιερείς έψελναν ακατανόητες προσευχές και δεήσεις προς τους δαίμονες του Άδη. Ο εξαγνισμός γινόταν εφικτός με λουτρά και, φυσικά, με ειδική δίαιτα που του χορηγούσαν οι ιερείς: Γάλα, μέλι, νερό και κυρίως χλωρά κουκιά και λούπινα. Τα δύο τελευταία είναι τροφές που, απ’ όσο γνώριζε, μπορούν να προκαλέσουν δυσπεψία, ελάττωση της οξύτητας των αισθήσεων, ακόμη και παραισθήσεις. Μήπως οι ιερείς το κάνανε εσκεμμένα για να…Μπααα! Αποκλείεται…
Μετά από τόσες μέρες μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, βομβαρδιζόμενος από τα ακατανόητα λόγια των ιερέων και με την επίδραση της περίφημης «δίαιτας», η ψυχολογική του κατάσταση θα μπορούσε επιεικώς να χαρακτηριστεί διαταραγμένη. Η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί. Πολύ κουραστικός αυτός ο εξαγνισμός. Ευτυχώς τελειώνει! ΟΧΙΙΙ??? Δηλαδή έχει και συνέχεια? Βέβαια! Σειρά έχει ο ανατολικός διάδρομος. Ακόμη λίγες μέρες με νέους καθαρμούς, ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΗ δίαιτα, απόλυτη ηχομόνωση λόγω των χονδρών πέτρινων τοίχων και μια σιγή που τον έφερνε στα όρια του παραλογισμού. Και το σκοτάδι… Χαλάλι όμως… Αφού όλα αυτά θα έφερναν μπροστά του τον νεκρό συγγενή του…
Επιτέλους έφτασε η μεγάλη μέρα! Ένας ιερέας-οδηγός τον οδήγησε μέσα από έναν στριφογυριστό, φιδίσιο διάδρομο. Το σκοτάδι συνέχιζε να είναι απόλυτο. Η έλλειψη ήχων ολοκληρωτική. Είχε, εδώ και μέρες, χάσει τον προσανατολισμό του. «Σίγουρα», σκέφτηκε, «πρέπει να βρίσκομαι στις Πύλες του Άδη». Έσφαξε ένα πρόβατο που είχε μαζί του. Έχυσε στο πάτωμα κρασί, προσφορά στους Δαίμονες. Ο ιερέας-οδηγός άρχισε ξαφνικά να επικαλείται με ακατάληπτες προσευχές τους θεούς του Κάτω Κόσμου. Σε κατάσταση έκστασης, ακούει στο βάθος μία σιδερένια πόρτα να τρίζει. Η αγωνία ροκανίζει το μυαλό του. Ο τρόμος έχει φωλιάσει στην καρδιά του. Με την ψυχή στο στόμα διαβαίνει την μεγάλη, βαριά, μεταλλική πόρτα. Βρισκόταν πλέον στην κεντρική αίθουσα. Ακούει τον εαυτό του να παραμιλά. Τρέμει ολόκληρος. Με δυσκολία στέκεται όρθιος….
Για άλλη μια φορά οι ιερείς κάνουν καλά την δουλειά τους. Κινούμενοι αθέατοι μέσα από τους διαδρόμους που κρύβονται στους χονδρούς τοίχους χρησιμοποιούν ένα είδος γερανού που έχουν στην διάθεσή τους και, με ειδικά γρανάζια, κατεβάζουν μπροστά στον αλλόφρονα, πλέον, πιστό ένα ανδρείκελο. Το σκοτάδι, ο φόβος, ο προηγηθέν «εξαγνισμός» και η ΑΝΑΓΚΗ που νιώθει να ΠΙΣΤΕΨΕΙ, τον προτρέπουν να «δει» αυτό που επιθυμεί το υποσυνείδητό του: «Μα στάσου! Αυτός μπροστά μου είναι ο νεκρός συγγενής μου! Τον βλέπω! Μιλάω μαζί του! Η επιθυμία μου εκπληρώθηκε!….»
Αναπάντεχα το έδαφος χάνεται κάτω από τα πόδια του. Κατρακυλά στο κενό. Σηκώνεται. Βρίσκεται πλέον μέσα σε μία υπόγεια μακρόστενη κρύπτη. Η οροφή της στηρίζεται σε δεκαπέντε, αριστοτεχνικά λαξευμένα, πέτρινα τόξα που της προσδίδουν την αίσθηση του βάθους και της συνέχειας. Έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται μέσα σε σωλήνα. Ο Άδης ρουφάει κυριολεκτικά το σώμα του και την ψυχή του! Η παντελής έλλειψη ήχου αυξάνει την αίσθηση του κενού. Η αυθυποβολή σπρώχνει με πίεση την Ζωή να εγκαταλείψει την σάρκα του. Ο επιθανάτιος ρόγχος «γλιστράει» από τα χείλη του. Ζει το αδιανόητο…
Ξαφνικά, χέρια τον γραπώνουν δυνατά και τον τραβούν έξω. Οι ιερείς καταφέρνουν την ύστατη στιγμή να τον «γλιτώσουν» από την ολέθρια άβυσσο του Άδη. Καινούριοι εξαγνισμοί τον περιμένουν. Και τελικά φεύγει από το νεκρομαντείο συγκλονισμένος από την εμπειρία και με την ρητή εντολή να μην αποκαλύψει πουθενά όσα είδε και άκουσε. Διαφορετικά θα χαρακτηριζόταν ασεβής και θα δεχόταν την μήνη του Κάτω Κόσμου…
Ο εγγενής φόβος μπροστά στο άγνωστο του Θανάτου οδήγησε τον άνθρωπο να πλάσει με την φαντασία του τον Κάτω Κόσμο. Των κόσμο των νεκρών. Δεν μπόρεσε ποτέ να δεχθεί την ανυπαρξία. Έστω και αν υποσυνείδητα γνωρίζει ότι ο Θάνατος είναι ένα ταξίδι χωρίς πηγαιμό αλλά και χωρίς επιστροφή. Ένα ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ ΤΑΞΙΔΙ. Αν αποδεχθεί όμως ότι ο Θάνατος είναι απλά το τέλος τότε η Ζωή γίνεται γι’ αυτόν ένα αδιέξοδο, ένα ταξίδι χωρίς προορισμό( λες και οι προορισμοί είναι αυτοί που δίνουν αξία στα ταξίδια…). Αισθάνεται πλέον ότι δεν έχει λόγο ύπαρξης, ότι τα πάντα είναι μάταια. Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι οι οποίοι έχουν αποδεχθεί την προοπτική του δικού τους τέλους. Θεωρούν τον εαυτό τους έτοιμο να αντιμετωπίσει τον δικό τους θάνατο. Για τους περισσότερους όμως είναι τρομερά δύσκολο να συμβιβαστούν με την απώλεια συγγενικών, φιλικών, αγαπημένων προσώπων. Ειδικά στη σύγχρονη εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι «σβήνουν» μέσα σε απρόσωπους θαλάμους νοσοκομείων, απομονωμένοι ουσιαστικά από τον κόσμο των ζωντανών και το αμιγώς οικογενειακό περιβάλλον. Και όμως. Το τέλος της συνύπαρξης, δεν μπορεί να σημάνει το σβήσιμο της προσωπικής μας μνήμης. Οι αναμνήσεις διατηρούν εγκολπωμένες την αγάπη, την φιλία και την χαρά που μας είχαν προσφέρει αυτοί οι άνθρωποι. Η αγάπη και η χαρά δεν μπορούν να δικαιολογήσουν κλαυθμούς και οδυρμούς. Σε αγαπημένα, νεκρά πλέον, πρόσωπα δεν αρμόζουν θλιβερά και σπαραξικάρδια μνημόσυνα. Τους αξίζουν χαρούμενες γιορτές αφιερωμένες στην ζείδωρη μνήμη τους…
Έχοντας πάρει λοιπόν τον χρησμό που επιθυμούσε, έχοντας δει το αγαπημένο, νεκρό πρόσωπο που τόσο του είχε λείψει, έχοντας βιώσει το «θαύμα», φεύγει από το νεκρομαντείο με πλησμονή ικανοποίησης στην καρδιά(αφήνοντας βέβαια ένα ικανό χρηματικό ποσό σαν αμοιβή στο ιερατείο…). Έχοντας γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης(τότε, τώρα και στο μέλλον) από αγύρτες, μάντεις, αστρολόγους, «προφήτες»…Αυτός λοιπόν που ήταν άνθρωπος σκεπτικιστής, ορθολογιστής, μέλος ενός πολιτισμού που είχε αναδείξει μυαλά σαν τον Σωκράτη, τον Επίκουρο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τόσους άλλους φάρους της ανθρώπινης σκέψης, έπεσε θύμα της ίδιας της ανθρώπινης φύσης του. Του έμφυτου φόβου και της αγωνίας για το επέκεινα της Ύπαρξης. Του εγωισμού του που δεν τον αφήνει να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι μετά τον θάνατό του απλά θα πάψει να υπάρχει(Ενώ δέχεται ότι πριν την γέννησή του δεν υπήρχε…)
Έφυγε από τον Μεσοπόταμο με κατεύθυνση ανατολική. Η Μάχη άρχισε να αναρριχάται τον φιδίσιο ασφάλτινο δρόμο που οδηγούσε στο νότιο τμήμα των βουνών της Παραμυθιάς. Στα βορειοανατολικά άπλωναν τον αγριωπό όγκο τους τα όρη του Σουλίου. Όρη γεμάτα με Ιστορία, μάχες, φωτιά και ατσάλι. Στο μυαλό του, εδώ και ώρα, είχε καρφωθεί ένα αίτημα του υποσυνειδήτου του. Να επισκεφθεί, ακόμη μία, τοποθεσία. Ακολούθησε τον δρόμο προς το νότο. Μετά από λίγη ώρα, τριάντα περίπου χιλιόμετρα πριν την Πρέβεζα, είδε μπροστά του την κορυφή Στεφάνι στον ορεινό όγκο του Ζαλόγγου….
Πριν από την επανάσταση του 1821, στα όρη του Σουλίου ήταν οργανωμένη σε ένα σύνολο χωριών μία πατριαρχική, κλειστή κοινότητα ανθρώπων με δικούς τους νόμους και ήθη. Οι Σουλιώτες, άνθρωποι περήφανοι και ανυπότακτοι, κάνανε συχνές επιδρομές στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Ηπείρου. Ο Αλή πασάς, μετά από άγρια πολιορκία το 1803 τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Μια μικρή ομάδα από άνδρες και γυναικόπαιδα κατέφυγε κυνηγημένη στην κορυφή Στεφάνι. Κάποιοι από αυτούς κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν. Μερικές γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους δεν στάθηκαν τυχερές. Αποκλείστηκαν πάνω στον απομονωμένο βράχο. Οι διώκτες τους όρμησαν με λύσσα….
Αυτό που επακολούθησε ήταν ένας σταθμός της Ελληνικής Ιστορίας. Μια αιματοβαμμένη σελίδα, ύμνος στην Ελληνική ψυχή. Ένα ορόσημο των ελεύθερων ανθρώπων…
Αυτά τα καθαγιασμένα θηλυκά! Προσπάθησαν αλαφιασμένες μαζί με τα παιδιά τους να ξεφύγουν από το λεπίδι και την ζωώδη γενετήσια παρόρμηση του κατακτητή. Όταν όμως είδαν μπροστά τους το αδιέξοδο, όταν βρέθηκαν ενώπιες με το βάραθρο συνειδητοποίησαν ότι η προσπάθειά τους ήταν μάταιη. Και τι έκαναν οι απέλπιδες? Όχι! Δεν λύγισαν! Δεν υποτάχθηκαν στην «μοίρα»(τι λέξη και αυτή…) που τις ήθελε βιασμένες, ατιμασμένες, σφαγμένες από τους διώκτες τους! Δεν επέτρεψαν στους τρυφερούς λαιμούς των παιδιών τους να στομώσουν τα Τούρκικα γιαταγάνια! Εντέλει, δεν πανικοβλήθηκαν στην ΟΨΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Δεν τον άφησαν να αποφασίσει αυτός για το ΠΟΤΕ, και κυρίως, το ΠΩΣ. Δεν απέστρεψαν το βλέμμα τους από αυτόν. Γύρισαν, έγνεψαν στην αιωνιότητα και κυνήγησαν ΑΥΤΕΣ τον Θάνατο! Με χορό και τραγούδι. Καταργώντας την δεισιδαιμονία του «μοιραίου», βούτηξαν αυτοθέλητα στο κενό μαζί με τα παιδιά τους ανοίγοντας μια τεράστια τρύπα στο βρωμερό κουφάρι του Θεριστή. Διεισδύοντας μέσα του, τον ανατίναξαν, τον εξαύλωσαν, τον ΑΠΑΞΙΩΣΑΝ. Αναδύθηκαν, από τον αβυσσαλέο ζόφο του εγγενούς ανθρώπινου φόβου, στο άπλετο φως και την κορύφωση της ουσίας της ύπαρξης. Αναζητώντας οι ίδιες τον θάνατό τους, ουσιαστικά τον κατάργησαν. Και με την πράξη τους αυτή παρέμειναν ΑΘΑΝΑΤΕΣ στην μνήμη των επιγόνων(όπως φανερώνει η επιβλητική υπερμεγέθης γλυπτική σύνθεση του καλλιτέχνη Γιώργου Ζογγολόπουλου που έχει στηθεί πάνω στην κορφή.)….
Το πώς υποδεχόμαστε τον Θάνατο δείχνει το ποιοι είμαστε. Ο Θάνατος μπορεί να προσδιορίσει τον βίο που έχουμε ζήσει. Και ο Θάνατος αυτών των γυναικών ήταν αυτός που ταιριάζει σε ανθρώπους ανυπότακτους. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ. Που ορθώνουν ευθυτενές το ανάστημά τους απέναντι στην επιβολή. Είτε είναι ανθρώπινη, είτε είναι γέννημα του νου. Ο τρόπος θανάτου μπορεί, εν μέρει, να αντικατοπτρίσει τον τρόπο ζωής…
Η ώρα ήταν πλέον περασμένη. Οδηγούσε στον δρόμο της επιστροφής με κατεύθυνση την Αθήνα. Τα δύο πιστόνια της Μάχης παλινδρομούσαν ράθυμα κάτω από τα πόδια του. Ο Ήλιος, ακόμη μια φορά, «πέθαινε» εν πλήρη ηρεμία πίσω από την πλάτη του, γεμίζοντας με αίμα τον ορίζοντα της Δύσης. Άλλη μία μέρα ξεψυχούσε αθόρυβα. Μία καινούρια, ελπιδοφόρα μέρα περίμενε το επόμενο πρωινό για να γεννηθεί. Από το βάθος της μνήμης του αναδύθηκε μια παράγραφος από το «The Cobra Event» του ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΠΡΕΣΤΟΝ:
«Ο Κάρολος Δαρβίνος ήταν ο πρώτος που κατανόησε ότι η εξέλιξη
συντελείται μέσω της φυσικής επιλογής και ότι η φυσική επιλογή
είναι ο θάνατος. Κατάλαβε, επίσης, ότι απαιτούνται αναρίθμητοι
θάνατοι (αναρίθμητες φυσικές επιλογές) για την πραγματοποίηση μιας
μικρής, μόνιμης αλλαγής στο σχήμα ή στην συμπεριφορά ενός οργανισμού.
Δίχως αναρίθμητους θανάτους, οι οργανισμοί δεν μεταβάλλονται με την
πάροδο του χρόνου. Δίχως τον θάνατο, η ζωή δεν θα είχε γίνει ποτέ έστω
και ελάχιστα πιο πολύπλοκη από τους πιο απλούς, αυτό-αναπαραγόμενους οργανισμούς. Οι βραχίονες του αστερία δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν
χωρίς αμέτρητους θανάτους. Ο θάνατος είναι η μητέρα της δομής.
Χρειάστηκαν τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια θανάτου-το ένα τρίτο της
ηλικίας του Σύμπαντος-για να εφεύρει ο θάνατος τον ανθρώπινο νου. Ποιος
μπορεί να πει ότι μετά από άλλα τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια, ή ίσως
μετά από εκατό δισεκατομμύρια χρόνια θανάτου, ο θάνατος δεν θα έχει δημιουργήσει ένα νου τόσο ενεργό και επιδέξιο που θα αντιστρέψει τη
μοίρα του Σύμπαντος και θα γίνει Θεός?»
....για την Φίλη που βιάστηκε να αντικρύσει την Ανυπαρξία....
Βοή του σύμπαντος
ευπροσήγορες μνήμες...
Στο πλάτεμα του κόσμου
ρόμβοι φωτός.
Ροή αβύσσου
απροσδόκητα ήρθες...
Δεν θα σε ερωτευτώ.
Λίγο.
΄Η όλα ή τίποτα
(http://www.a33.gr/album_pic.php?pic_id=5228)
(http://www.a33.gr/album_pic.php?pic_id=3512)
Χθες βράδυ ονειρεύτηκα... το πόνο να 'ρχεται
άχρωμη σφαίρα σε ήχο απειλητικό που πλησιαζει
το τύμπανο σα σύρμα..
Σταθηκα έντρομη
σφιγγοντας τη γροθιά μεχρι που μάτωσα.
Τον ακουγα πιο κοντα...πιο δυνατα..
Και ξαφνικά τίποτα
ενα κενό
μεχρι που σφύριξε πουλί πανω απ' το κεφάλι μου
Και τότε στα παρακλάδια του κενού
αχνο κι όμως καθαρό
το γέλιο ενός μωρού
ευχαριστα και γαργαλιστικά
άκουγα....
Το ξέρω, φίλε...
Κουράστηκες .. κουράστηκες πολύ.
Βγαίνεις να πάρεις ανάσα και η σκέψη σε καταδιώκει σαν χωροφύλακας.
Προσπαθείς να σκεφτείς αλλά το μυαλό μπλοκάρει από λέξεις, αναμνήσεις, στιγμές.
Λόγια που έχεις πει.. λόγια που έχεις ακούσει.
Το ξέρω βαρέθηκες.
Θέλεις να βρίσκεσαι αλλού. Οπουδήποτε αλλού εκτός από δω.
Θέλεις να φύγεις , να αποδράσεις, να μην απαντάς σε ηλίθιες ερωτήσεις.
Ξεκίνησες με κέφι. Με πάθος.
Έτσι ξεκίνησες.
Κάπου στη διαδρομή εξατμίστηκε το πάθος. Ο ενθουσιασμός. Το όραμα.
Κάπου , σε κάποια στροφή γλίστρησαν.
Προσπαθείς να αντλήσεις κουράγιο απ το τίποτα, απ το πουθενά.
Να απαντήσεις στο αναπάντητο. Να εξηγήσεις το ανεξήγητο.
Μα σε ξεφτιλίζει τούτη η άγνοια. Τούτη η αδυναμία.
Όλες οι μπούρδες που αράδιαζες σε εκδικούνται. Σε ακυρώνουν.
Ξιφουλκείς μουδιασμένος με τα «γιατί». Με την απορία.
Οι αντοχές κομμάτια και θρύψαλα.
Όταν ο κύκλος κλείνει βρίσκεσαι ξανά στην αρχή, μου λες.
Αναρωτιέσαι αν ξανακάνεις την ίδια πορεία ή ήσυχα κι αθόρυβα κλείνεις τον κύκλο...
Παραμένεις πετρωμένος ένα μέτρο απ το είδωλό σου.
Ποιος είναι αυτός που σε κοιτάει;;
«Κάνε πως δεν βλέπεις, φίλε. Κάνε πως δεν υφίσταται.
Να συνέλθεις από το θέαμα και το αντιμετωπίζεις μετά.
Σβήσε το φως.»
Φτου ξελευθερία... φίλε
Κινδυνεύεις, δε βλέπεις;
Όταν μ΄αγκαλιάζεις
δεν καταλαβαίνεις
πως πρέπει μ΄άλλα μάτια να με προσέξεις;
Δεν καταλαβαίνεις
πως ανάμεσά μας οι σχέσεις
είναι αντίστροφες;
Πως εγώ είμαι η αιχμηρή
που σε διαπερνώ
που κατοικώ το μυστικό σου χώρο
που ψηλαφώ κι ανιχνεύω
που γνωρίζω αλάθητα.
Δεν ένοιωσες
πως κλείνοντας τα μάτια σου
μ΄έκλεινες μέσα;
Πως δραπετεύοντας
έπαιρνες με τις τύψεις σου
και μένα;
Δεν καταλαβαίνεις πως όταν σφραγίζεσαι
μέσα σου και μένα σφραγίζεις
έτσι που ανενόχλητη
στο σκοτάδι σου σ΄ερευνώ;
Μα δε βλέπεις πως είμαι ένα άγριο
κοφτερό σα δρεπάνι
αχόρταγο
ερωτηματικό;
;;;
Ο Ίφις που γεννήθηκε από ανθρώπους ταπεινούς
ερωτεύτηκε την Αναξαρέτη που ήταν απόγονος μιας από τις λαμπρότερες
γενιές. Η κοινωνική διαφορά τους δεν επέτρεπε στον Ιφι να ελπίζει ότι
η Αναξαρέτη θα καταδεχόταν να ακούσει όλα όσα είχε στην καρδιά του
και για καιρό προσπαθούμε να καταπνίξει τα συναισθήματα του.
Ο έρωτας όμως που είναι πέραν πάσης λογικής, τον οδήγησε τελικά
στην αγαπημένη του.
Συχνά κρεμούσε την πόρτα της στεφάνια από λουλούδια
ποτισμένα με τα δάκρυα του. Άλλοτε περνούσε νύκτες ολόκληρες ξαπλωμένος μπροστά από την ίδια της την πόρτα και την καταριόταν για τα εμπόδια που έβαζε στην ευτυχία του.
Η άκαρδη όμως Αναξαρέτη, πιο σκληρή και από βράχο
ανταποκρινόταν στην φλόγα του έρωτα του με τέτοια περιφρόνηση
που του έδινε να καταλάβει πως δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα
να συγκινήσει την καρδιά της.
Υπό το κράτος του πόνου και της απελπισίας
ο Ίφις πηγαίνει για τελευταία φορά στην πόρτα της
και της απευθύνει το παράπονο του: ας γίνει άκαρδη το θέλημα σου,
σε λίγο θα γλυτώσεις από τον δυστυχη που σε παρεχοχλούσε.
Τελειώνοντας τα λόγια του και με μάτια γεμάτα δάκρυα έστρεψε το βλέμμα
προς την πόρτα της που τόσο συχνά στόλιζε με στεφάνια και χρησιμοποιώντας ένα σχοινί κρεμάστηκε.
Η Αναξαρέτη της οποίας η καρδιά είχε αρχίσει να ταράζει
κάποιος από τους θεούς της εκδίκησης άκουσε την επόμενη
το θορυβο της πένθιμης πομπής και βγήκε στο παράθυρο της.
Μόλις τα μάτια της αντίκρυσαν το νεκρικό κρεββάτι πάνω στο οποίο
κείτονταν εκείνος που την είχε αγαπήσει, έμειναν ακίνητα. Η σκληράδα της καρδιάς της κατέλαβε σιγα σγιά όλο το σώμα της και μεταμορφώθηκε σε βράχο.
Από το Ναός των Μουσών του αβά de Morolles
(http://www.a33.gr/album_pic.php?pic_id=2048)
1. Υπάρχουν πολλοί που παρακαλούν να παραμεριστούν τα βουνά απ’ τις δυσκολίες, όταν αυτό που χρειάζονται πραγματικά, είναι το κουράγιο να τα’ ανεβούν.
Αλλά…
Μέσα μας έχουμε όλοι ένα διάβολο που μας εμποδίζει να ξεπεράσουμε την αδράνεια και να ζήσουμε πραγματικά. Μας καθηλώνει σε μια παθητικότητα και αντιδρούμε μόνο στ’ αναγκαία ή τα αναγκαστικά.
της Μαρίας Πολυδούρη
[...]Είμαι τρελή να σ' αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου' δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό,
κι έτσι να δέρνομαι μ' αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ.
Τι θ' απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τ' όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.
Που να' σαι; Τι ν' απόμεινε από σε να το ζητήσω;
Που να' ναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι' αυτό να ζήσω,
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ' αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να 'ρθεί.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθησαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου; Και να μη σ' αγαπώ,
ενώ θα 'ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα,
και μου τις έσβησε η Ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.
Τα όνειρα μου
Τα όνειρα μου κι αν πεθαίνουν δεν φοβάμαι
Μα οι ελπίδες μου που σβήνουν με τρομάζουν
Κάθε ξημέρωμα που λείπεις σε θυμάμαι
Και τα όνειρα μου όπως όνομα σου μου φωνάζουν
Το παρελθόν και το παρόν κάνουν παιχνίδια
Παίζουν σενάρια σένα μέλλον που ελπίζω
Εικόνες από τα παλιά σαν δαχτυλίδια
Που μου δώσες το άγνωστο για ν αντικρίζω
Μες το μυαλό μου πάντα ζεις και σε θυμάμαι
Όπως την πρώτη μέρα που ήμασταν μαζί
Εσύ εγώ και τα αστεράκια να γελάνε
Σε μια αγάπη που στα όνειρα μου ζει
Αντισταθείτε
σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει : καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει : Δόξα σοι ο θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί - εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλιωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακίες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
απο γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
(........)
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
απο φωνή
απο τροφή
απο άλογο
απο σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Μιχάλης Κατσαρός
"Η διαθήκη μου"
("Κατά Σαδουκαίων")
Ν ' αφήνεσαι ράθυμα στο ρεύμα της θάλασσας, να λιμνάζεις
σε τόπους που πρόσκαιρα αγάπησες ή ν' αναλώνεσαι
διαγνώνοντας άσκοπα αθεράπευτες περιπτώσεις
Να προσμένεις μιαν άνοιξη πως τάχα πλησιάζει
με τη νωχέλεια ηλιόλουστης μέρας που ξάφνου ναυάγησε
μες στις κατάφωτες παραθαλάσσιες κωμοπόλεις
Να' σαι κατάμονος κι όμως κρυμμένος σε χίλες καρδιές
να περάσεις στο αίμα αυτών που σ' αγκάλιασαν πρόσκαιρα
να πληθαίνεις ...
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Μodus Vivendi
(http://www.a33.gr/album_pic.php?pic_id=5944)
Υπεροπτική κι απόμακρη,
σα γάτα χάδια χορτασμένη
με μάτια μισόκλειστα κι επιθετικά,
την ύπαρξη μου στο χώρο περιφέρω
Μην με ξυπνάτε!
η εντολή γραμμένη στις κινήσεις
Μην με αγγίζετε!
η εντολή γραμμένη στην απόσταση που κρατώ
ήρθα
να σε συναντήσω ήρθα
Άδεια
Κουράστηκα
Μυαλό και κορμί, στη προσμονή τα κούρασα
Δεσμώτες αισθήσεων κι ονείρων,
του μυαλού τα κύτταρα,
τη δική τους στάση επέβαλαν
Παγίδευσα τις επιθυμίες στη προσδοκία
ακίνητες θεώρησα, θα σε κοιτούν
στο βλέμμα σου, ανάσα απέκτησαν
Τις ανάγκες μου άδειασα
σε διαδρομές παράλληλες της αναμονής
το φόβο, την ένταση, το δισταγμό
στα χάδια σου, νικήθηκαν
Κι έπειτα,
εκείνο το αίσθημα της ματαιότητας
μ' αμφιβολία τα ρούχα μου πότισε και Νόμισα...
Νόμισα πως το άρωμα απ' τη Κολωνία μου
ποτέ δε θα 'φτανε τις αισθήσεις σου να ξυπνήσει
η τρυφεράδα, δρόμο άνοιξε, το αίσθημα αναιρώντας
Γυμνή, να σε συναντήσω, ήρθα
στη ψυχή
στο σώμα
Γυμνός, για να μ' αγγίξεις, στάθηκες
στη ψυχή
στο σώμα
(http://www.a33.gr/album_pic.php?pic_id=7455)
Φευγεις μακρια.Δεν θα μπορεις το κλαμα των ματιων και της καρδιας να δεις.Πρεπει αραγε να με κοιτας στα ματια για να με βλεπεις?Πρεπει αραγε να με φιλας στα χειλη για να μ'αγγιζεις?Πρεπει μηπως να μου λες ... "σ'αγαπω" για να μου μιλας?Η πρεπει να ακουω απ'τα δυο σου χειλη το σ'αγαπω για να σ'ακουω?
Ακομα και τωρα σ'ακουω, σε βλεπω, σε αγγιζω κι ας μην ειμαστε ολη μερα μαζι.Αν συμβαινει κ με σενα το ιδιο, αν μιλαει και σκεφτεται ετσι η καρδια σου...η καρδια που μου δωσες και πηρα....τοτε ειμαστε δυο μοναδες ξεχωριστες μεσα στο πληθος, μεσα στο συνολο, μεσα στη μαχη, μεσα στη ζουγκλα που λεμε... "κοσμο,ζωη ".
Σε ζητω ασταματητα καθε στιγμη, καθε λεπτο , σε καθε μου βημα , σε καθε μου σκεψη ... σε καθε μου ανασα , σε καθε μου ονειρο, σε καθε μου ξυπνημα, σε καθε σκιρτημα της νεανικης κ σκοτωμενης μου καρδιας...
Διαλεξες να παρεις ενα δρομο που νομισες εσυ σωστο.Οι σκεψεις και οι αποφασεις ειναι τωρα δικες σου.Σημασια δεν δινω στο αν θα με φερνεις κοντα σου, στα ονειρα σου, στα ματια σου, στα χερια σου.Δινω σημασια στο δικο μου μακρινο αγγιγμα, στα δικα μου μακρινα φιλια. Στα δικα μου αληθινα ονειρα ....
Δωσε στον εαυτο σου να καταλαβει πως δεν υπαρχει καλυτερο συναισθημα απο το να εχεις καποιον να αγαπας...να σκεφτεσαι ... και να λατρευεις, αγγιζοντας τον εστς και απο μακρια.
Μη σε προβληματισουν αυτα μου τα λογια. Κανε πως δεν τα ακουσες, πως δεν τα διαβασες ποτε. Τα εγραψα απλα κ μονο γιατι βγαινουν απ'τη καρδια μου, απ'τη ψυχη μου. Ειναι λογια που νοιωθω κ που θελω μονο εσυ να τα κρατησεις . Εστω και σε αυτο το χαρτι.
Βλεπεις η καρδια ..... δεν μπορει να πνιγεται αν δεν εξωτερικευει οτι νοιωθει . Εχει το δικο της ρυθμο ....
Ξεχωριστο τροπο υπαρξης ....
Σ'αγαπω
Δειξε μου τον κοσμο....! Ναι !
Δειξτον μου με το δαχτυλο γυμνο !
Μ'ενα χερι μουτζουρωμενο.
Μ'ενα χερι αργασμενο και στεγνο .
Κι εγω να σκυψω να το φιλησω
Σωπαινουν .....
Τι να πουν ?
Και γιατι?
Αν μιλουσαν θα ηταν οι χειροτεροι ερωτευμενοι του κοσμου..
Οχι ! Δεν πρεπει. Αν μιλουσαν θα τους εβριζα.
Γιατι οτι λενε τωρα τα χνωτα ....
Οτι λενε τα χερια...
Τα δακρυα...
Οτι λενε τα φιλια ....
Δεν το λεει καμμια φωνη ....
Καμμια γλωσσα....
Κανενα βιολι ....
Παψε !
Ειναι σκληρο να ξεχνας αυτους που σε αγαπουν.
Αυτους που καρτερουν καθε πρωι στη πορτα τους, μηπως κ φανεις.
Αυτους που καρτερουν ενα σου χαμογελο,γιατι ειναι σκληρη η ζωη τους και πονουν....
Κι εσυ...
Ο τελευταιος.... Ο μονος των αγαπημενων....
Ξεχνας !
Χωρις τυψεις, χωρις λυπη.
Μα, πως μπορεις,στ'αληθεια, οταν εκει ....
Μπρος στα ματια σου...
Μια ζωη σου φωναζει ....
"Σε καρτερω" ? ----
Κοιταζοντας τους ανθρωπους στα ματια ,
προσπαθω καθε μερα να σε βρω.
Προσεχοντας τους φιλους στα χειλη σαν μιλουν,
προσπαθω ν'ακουσω τη φωνη σου.
Βλεποντας τα παιδια στις γειτονιες να παιζουν,
ψαχνω να βρω την απλοτητα του γελιου και των παιχνιδιων μας.
Κοιταζοντας τα πουλια να φευγουν ....
θυμαμαι τη φυγη σου....
Ξερω πως θα ξαναρθεις.
Μα υστερα απο ολα αυτα ....
Μην αργησεις .
Σε χρειαζομαι
Κατάφερα νόμιζα να αποφύγω τον συμβιβασμό...
Κατάφερα νόμιζα να χαράξω μια άλλη πορεία...
Και πάνω στη στροφή....
Με περίμενε ο συμβιβασμός,
η ίδια κι απαράλλακτη πορεία της μυρμηγκοφωλιάς.
Στους εφιάλτες φωνάζω συνεχώς πως δεν είμαι μυρμήγκι,
στα όνειρα ευτυχώς παραμένω δραπέτης.
Αχ! Εαυτέ μου φίλαυτε μια ζωή αυμβίβαστος θα μείνεις?!
στους αιθεροβαμονες
Έτσι περνάει η ζωή.
Γυρίζοντας έναν αναπτήρα.
Κυκλώνοντας τη πότε με τη φωτιά
και πότε με το τίποτα.
Κάπου ενδιάμεσα φουμάρουμε καμιά συνήθεια.
Χαρτί και χόρτο?
σε θάλαμο αερίων να πνίξουμε το γκρίζο.
Σκοινί που στάζει απ' τα σύννεφα.
Σαπούνι απ' τη βραδυνή ομίχλη.
Κάτι κόκκινα ψόφια αυγά? αυστηρώς παρατεταγμένα,
ένα τάγμα σφηνωμένο με το ζόρι στη σειρά.
Ευθεία κόκκινη γραμμη, ίσα με το μπόι μας,
χαμηλή.
Πεθαμένες γλώσσες, πατημένες,
γλύφουνε το δαχτυλάκι μιας μούμιας
κραταιής.
Κι ένα φίδι σαν διχάλα στην άκρη του ματιού.
Βάλε φωτιά στο δρόμο με τις λεύκες.
Ν.Ο.
(http://usuarios.lycos.es/etos/Art_%20royo%20008%20tattoo%20woman%20fantasy%20gothic.jpg)
(http://usuarios.lycos.es/etos/wallpaper%20-%20fantasy%20-%20luis%20royo%20-%20(sexy%20lady%20in%20mystical%20cave).jpg)
Δεν φτάνει να σαι άνθρωπος,
Πρέπει και ν' ακούς.
Δεν φτάνει να αισθάνεσαι,
Πρέπει και να το ξέρουν.
Μιλάς για την ανυπαρξία σου σα να θελες να δώσεις την εικόνα της λευτεριάς σου.
Ακούς την ανάγκη τους και δεν ακούν τη δική σου.
Κοιτάζεις τα μάτια τους και τα κλείνουν.
Την άρνηση όσες φορές την ψέλλισα,
Τόσες φορές με φίλησε.
`Οσες φορές το δάκρυ μου κατέβηκε,
Τόσες φορές μ' αγκάλιασε.
Δρομολογήθηκε το ύστερα και το μετά.
Κοιτάς μπροστά.
Βλέπεις καλά.
Ξεχνάς τους ανθρώπους.
Ν.Ο.
Για παντα νεος θελω να μεινω
κομματι του κοσμου, θελω να γινω
Να βλεπω, να κρινω
ξεχασμενη σοφια, μεσα μου να κλεινω.
Τα παντα πισω μου, θελω ν αφηνω.
σκληρος σαν πετρα, θελω να γινω.
Να μην κλαιω, να μην γελω.
Παθιασμενες αγαπες, αμεσως να ξεχνω.
Για παντα μονος, θελω να μεινω.
τον εαυτο μου, σε κανεναν να μην δινω.
Να μην μιλω, μονο να σιωπω.
Εγκαρδιες φιλιες, σαν σκουπιδι να πετω.
Μα γελιεμαι, ξεγελιεμαι.
Θα γερασω, θα χαθω.
θ αγαπησω και θα κλαψω
και για φιλους θα πονω.
Σαν Θεος, κακος, να γινω δεν μπορω.
σαν ποιητης, τρελος, να γραψω δεν μπορω.
σαν εσενα, ψυχρος, να κρινω δεν μπορω...
Ρε μάγκες πως παράπεσα
στον λάκκο με τα φίδια
στους τρέντηδες ανάμεσα
και στα χαι τεκ σκουπίδια
Πως όλα τα συνήθισα
χωρίς διαμαρτυρία
και σκλάβος εκατήντησα
δια την εταιρία
Πως έγινε και μ' άλλαξαν
σαν να ‘μουν ρουχαλάκι
σούζα πια στέκω σαν μιλάν
σαν το πιστό σκυλάκι
Κι αφού τώρα είμαι τζέντλεμαν
και έχω φίνους τρόπους
σαν τον χαμάλη υπηρετώ
τους σκουληκανθρώπους
Η ανάγκη κι η συνήθεια
με βάλανε σημάδι
και τώρα σαν το πρόβατο
βελάζω στο κοπάδι
Μ ' αρέσει η ήσυχη ζωή
κοιτάω τον εαυτό μου
δεν μου ‘μεινε στάλα ψυχή
δεν έχω τον Θεό μου
Μα στο ‘πα ‘γω ‘μαι τζέντλεμαν
και έχω φίνους τρόπους
πιστός θα μείνω μια ζωή
στους σκουληκανθρώπους
Αυτό το άτεχνο πλην όμως ηρωικό και πένθιμο άσμα το αφιερώνω στα μούτρα μου και σε όλους τους άλλους -που όπως και εγώ- τα χουνε κάνει σαν τα μούτρα τους...
Με αγάπη, ο κατά τον μάταιον τούτον κόσμο ρακένδυτος..
Τολμω τα ασωτα χερια μου καποια στιγμη να απλωσω,
τα θελκτικα σου χρωματα στην οψη σου να αγγιξω..
μα κατι., σαν να μη μπορω εκει που εισαι να σε σωσω,
κανει βαρια τα χερια μου κατω να πεφτουν, πισω..
Ήσουν εκεί κοντά μου...
Τα μάτια σου με τύλιγαν σαν πύρινες κορδέλες.
Ταξιδεύω και πάλι...
Ταξιδεύω πάλι και είναι το ταξίδι μαγικό σε άγνωστα μέρη.
Τα μάτια σου, τα πύρινα μάτια σου, μέσα τους χάθηκα και ακόμα ταξιδεύω...
Δεν βρίσκω τέρμα στη γη των ματιών σου...
Κι όμως δε θέλω να σταθώ, θέλω τα ξένα τοπία τους να διαβώ να κινδυνεύω.
Να μη ξέρω ποτέ τι κρύβει η πέτρα που σηκώνω να κοιτάξω, να δω...
Να μη ξέρω ποτέ αυτός ο δρόμος που με βγάζει κι ας χαθώ...
Να μη γνωρίζω, να μη συνηθίζω...
Έτσι άσκοπα να γυρνάω στη γη σου, τα άδυτα σου να αγγίζω..
8)
Περαστικες καταιγιδες με αγρια μαλλια
και σκληρα χερια με βασανιζουν τα βραδια..
Με δανεικη καρδια ζητουν την σιωπη μου
και την πιστη μου..
Φτωχα ανταλγματα αφηνουν στο προσκεφαλι μου..
Σαν κανουν πως φευγουν
και ξυπναω και σημερα
δυο ονειρα..
πιο μονος..
Μπροστα στον καθρεπτη στεκομαι
και βλεπω την μοναξια στα ματια μου σημαδι..
κι αν κανω πως χαμηλωνω τα βλεφαρα
δεν θα με βλεπει πια κανεις..
Αορατος θα γινω..
και θα μιλαω με φωνη αηχη..
Στην αμμο και στην φωτια..
και κανεις δε θα μου δινει πισω το ειδωλο μου..
Κλεινω τα ματια και χανομαι..
τα ανοιγω,
και σας χανω..
Επιθυμίες ερωτικές, κι ο λύκος με το δυνατό του έρωτα
νύχτες έκφυλες, κι ο λύκος περιμένει αξημέρωτα
πόσο ακόμη μέσα μου να χωθώ;
Δεν έχει μείνει φόβος να μην τον εχω φοβηθεί
δεν έχει μείνει αγάπη να μην την έχω αρνηθεί
Φεγγάρια ολόγιομα, κι ολύκος ουρλιάζει να βρεί ταίρι
βραδιές πάναστρες, κι ο λύκος δε βλέπει ουτε ένα αστέρι
πόσο ακόμη σφιχτα να με δέσω;
Δεν έχει μείνει πάθος να μην το έχω αρπάξει
δεν έχει μέινει ανάμνηση να μην έχω πετάξει
Σηκώνεται ενας άνεμος, κι ο λύκος φοράει τα καλά του
ξημέρωσε απότομα, κι ο λύκος λυπάται την άδεια αγκαλιά του
πόσο ακόμη πίσω μου να τρέξω;
Δεν έχει μείνει λάθος που να μην το'χω κάνει
ούτε έχει μείνει θάνατος να μη μ'έχει πεθάνει...
Βγες λύκε, ούρλιαξε για μένα
ζω για τον έρωτα του λύκου
πεθαίνω για τον έρωτα του λύκου...
Στις χαράδρες μέσα εγκυμονούν κάτι λυσσασμένα ύψη
αφάγωτα από τα μάτια των ανθρώπων.
Ακέραια αλύτρωτα και αθέατα στέκονται αιώνες τώρα
μέσα στα αυστηρά σώματα που τα αγκαλιάζουν.
Αν σταθείς πολύ ώρα μπροστά τους,
προσπαθώντας να τα δεις, ίσως πάρουν φωτιά τα ρούχα σου.
Ίσως καούν τα βήματα σου.. και τότε δεν θα έχεις τρόπο
να γυρίσεις πίσω. Ίσως μείνεις εκεί.
Πες μου πως δεν σκέφτηκες έστω και για μια στιγμή
να χαρίσεις το ύψος σου στην αιωνιότητα τούτη.
Οποία απάντηση και αν δώσεις εγώ θα λαβαίνω πάντα την αλήθεια.
.. και θα θυμάμαι το βλέμμα των ανθρώπων που ερωτοτροπούν
με τον θάνατο. Πάντα.
Να μεταλαβαίνουμε το υψόμετρο που χύνεται μπροστά μας
δίχως να μας ζητάει ο θάνατος ..μακάρι.
[size=18]Σώπα μην κλαις ψυχούλα μου
βαρκούλες στο ποτάμι του χθες θα μείνουν
οι αναμνήσεις..
Πάντα απλωμένα τα χερια τα ειχες θα τα έχεις
να ζητιανευεις αστέρια συννεφα
και να σου δινουν μάυρες γιορτες..
Ταξιδευει η σκέψη σου ,πού ταξιδεύει αραγε πού?
παραδίνεσαι ψυχουλα μου
στις ελπίδας το χτές το αυριο
μα είσαι ακομα στο χτές..
χανεσε ..μη χάνεσε
ακομα κ αν εκεινος σου πηρε το χτες
και σου κρατα το αυριο..καθε ελπίδα..
Νιωσε με ψυχουλα μου εγώ ειμαι η καρδούλα σου
κρατα με μη μαφηνεις..
[/size]
Ξεχύθηκε για άλλη μια φορά το μελάνι στις λευκές - μέχρι πρότεινως - σελίδες,
κι ο μικρός κάλος στο 4ο δαχτυλάκι μου (ναι, γράφω με τη χούφτα και μη γελάς!)
άρχισε πάι να διογκώνεται. Το πρόβλημα όμως είναι άλλο..
Βιάζονται οι λέξεις.. τρέχουν να προλάβουν να αποτυπώσουν τις σκέψεις
και μένω τελικά με την απορία: άραγε αύριο θα μπορώ να το διαβάσω?
Μα ακόμα κι αν μπορώ.. άραγε θα το αντέξω?
Ο πόνος μου έχει μουδιάσει το κορμί και την καρδιά μου και δεν νιώθω πια.
Μόνο το μυαλό αντέχει ακόμα και παλεύει να βάλει σε τάξη λέξεις, σκέψεις, πράξεις και καταστάσεις.
Κι η άκρη χαμένη στο πουθενά ...
Μάλλον μπλέκομαι χειρότερα. Νιώθω πως έχασα κάθε συναίσθηση, κάθε κρίση ορθού και παράλογου.
Κι όλα αυτά, γιατί πάλι έκανες πίσω, μικρό καταραμένο μου, πάλι έφυγες.
Και ξέρω πως ποτέ δεν κατάλαβες γιατί σε λέω έτσι.. Είσαι όμως ακριβώς αυτό.
Το καταραμένο για την ζωούλα μου πλάσμα, που εισέβαλε στο λήθαργό μου
και με έσπρωξε ξανά στη μάχη.
Αυτό που με έκανε να θέλω ξανά να δίνω και να μοιράζομαι.
Μπορεί εσύ να μην είχες (ή να μην ήθελες) πολλά να μου δώσεις.. όμως με ξύπνησες!
Ναι, στο έχω ξαναπεί παλιότερα θυμάμαι..
Μου χάρισες ένα γλυκό ξύπνημα στη ζωή.
Στη μάχη της ζωής για την αξία της αγάπης και την ολοκλήρωσεις.
Μόνο που δίπλα σου ποτέ δεν ήταν έτσι...
Πάντα έλλειπαν κομμάτια, αισθήματα.. Πάντα ανασφαλής.
Κάθε φορά που ανέλπιδα πίστευα ότι μπορούμε, σε έπιανε ο φόβος κι έφευγες. Χανόσουν.
Πάντα σε αναζητούσα. Κι όμως .. υπήρχαν αυτές οι λίγες στιγμές !
Αυτές που ένιωθα πως τίποτα δεν έχει σημασία, έξω από μας !
Άλλωστε .. στιγμές μου είχες ζητήσει ...
Σε αντίθεση λοιπόν με εσένα που θεωρείς τον εαυτό σου άφταστο και σπουδαίο
παρόλο που συχνά είχες σαν σκιά στο βλέμμα σου την απορία για το τι ήταν αυτό
το πολύ καλό που έκανες για να με αξίζεις
εγώ πιστεύω πως δεν είμαι τίποτα σπουδαίο και καταπληκτικό.
Ότι απλώς τα πονεμένα μου βιώματα με έφτιαξαν έτσι.
Ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σε όλους.
Κι είναι το θέμα το πως θα επιλέξει ο καθένας από εμάς να τα επεξεργαστεί
και τι απόφθεγμα θα βγάλει.
Γιατί .. σίγουρα κι εγώ θα μπορούσα να είμαι .. αλλιώς.
Όλοι μας έχουμε ικανότητα και δικαίωμα επιλογής.
Φεύγοντας, μου είπες ότι σου έδωσα νέους δρόμους και τρόπους σκέψης.
Ότι σε έκανα να αναθεωρήσεις τα πάντα μέσα σου.
Σε μια φίλη με αποκάλεσες "σχολείο" .. πόσο με πόνεσε αυτό!
Πόσο σκληρός μπορείς να είσαι μαζί μου !?.. ποτέ δεν ήθελα να σε διδάξω!
Άλλωστε .. τι ξέρω κι εγώ ?
Αν είχα τις μαγικές απαντήσεις δεν θα κουβαλούσα τόσες πληγές.
Εγώ .. Το μόνο που ήθελα ήταν να ηρεμήσω δίπλα σου.
Να απλώσω την ταπεινή ψυχή μου στη γαλήνια σκιά της αγάπης που μου έταζες..
Πόσο ανάγκη είχα να σε ακούω και να σε πιστεύω...
Ίσως τόσο που δεν πρόσεξα τα σημάδια. Και τώρα τι γίνετε καταραμένο μου?
Εσύ πήρες τα .. μαθήματά σου κι είσαι έτοιμος να χαρίσεις τα δώρα που σου έδωσα.
Κι εγώ .. θα μείνω πίσω. Σε μια απόσταση ασφαλείας,
με την καρδιά μου κλειστή και την ψυχή μου πονεμένη, να σε θαυμάζω!
Να βλέπω όλα τα όμορφα πράγματα που μπορείς να κάνεις.
Μην παρεξηγείς τα δάκρυά μου!
Μπορεί να είναι μπερδεμένα αλλά εκτός από πόνο έχουν και χαρά.
Πόνο για τους καρπούς των προσπαθειών μου που θα γευτούν άλλα χείλη
αλλά και χαράς για το πανέμορφο πλάσμα στο οποίο εύχομαι να εξελιχθείς.
Κάποτε ο πόνος θα πάψει. Κάποτε θα ξεχάσω ή θα ξεχαστώ.
Δεν μπορεί γμτ .. κάπου εκεί έξω είναι ο ίσκιος μου !..
…Αν ο Θεόs ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια
και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωήs..
ίσωs δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέπτομαι,
αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουνα όλα αυτά που λέω εδώ…..
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γιʼ αυτό που αξίζουν, αλλά γιʼ αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια
χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φωτός.
Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμούνταν.
Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα μια απλή και αγνή “καλημέρα”…
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωής..
θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο,
αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου αν μπορούσα θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος.
Θεέ μου αν είχα ένα κομμάτι ζωή…
Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ,
ότι τους αγαπώ.
Θα τους έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν
χωρίς να καταλάβουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται.
Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει.
Στους γέρους θα έδειχνα ότι τον θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.
Έμαθα τόσα πράγματα από εσάς τους ανθρώπους…
Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού,
χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά!...
Έμαθα πως όταν ένα νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά,
το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά
μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Είναι τόσα πολλά πράγματα που μπόρεσα να μάθω από εσάς,
αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ,
γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένη μέσα σε αυτήν την βαλίτσα,
δυστυχώς θα πεθαίνω…
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι.
Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σʼ έβλεπα να κοιμάσαι,
θα σʼ αγκάλιαζα σφικτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου...
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σʼ έβλεπα να βγαίνεις απʼ την πόρτα,
θα σʼ αγκάλιαζα και θα σου έδινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα!..
Αν ήξερα ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου,
θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να την ακούω ξανά και ξανά...
Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σʼ έβλεπα,
θα έλεγα σʼ αγαπώ και δεν θα υπέθετα ανόητα ότι το ξέρεις ήδη…
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες
για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει,
αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα,
θα ʽθελα να σου πω πόσο σʼ αγαπώ και ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, ούτε νέος ούτε γέρος.
Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς.
Γιʼ αυτό μην περιμένεις άλλο, κανʼ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ,
θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο,
μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία.
Κρατά αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι,
αγάπα τους και φέρσου τους καλά,
βρες χρόνο για να πεις “συγνώμη” “συγχώρεσε με” “σε παρακαλώ” “σε ευχαριστώ”
κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις...
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις…..
και είναι άδικο αυτό για…ΕΣΕΝΑ..!
:53:
έχει σταθεί στην γωνιά του χιονισμένου μπαλκονιού μου η τελευταία μάταιη ελπίδα.
με κοιτάζει περιπαιχτηκά και με ειρωνικό χαμόγελο περιμένει να την καλέσω πίσω.
"αδύνατον" της είπα. "φύγε! με πονάς" μα αυτή εκεί. ασάλευτη.
"φύγε σου λέω! δεν ακούς? δεν θέλω πια να υπάρχεις. κάπου να βάλω όριο.."
έσπασα πάλι σε λυγμούς κι έχω τυλιχτεί κουβάρι στην κόκκινη φλοκάτη..
γυαλίζει στα μάτια της η χαρά μου όλη και με θυμώνει που είναι όλα ακόμα εδώ!
κι ας έχουν όλα αλλάξει ...
γιατί να χάνεται ο σεβασμός? γιατί να εκφυλλίζεται ότι όμορφο ζήσαμε?
γιατί πια να μη σε αναγνωρίζω?..
πόσο αλλιώς ήταν τα πράγματα .. που πήγε η καταπληκτική μας επικοινωνία? η αλληκατανόηση?
φέρνω την εικόνα σου στο νου μου κι αναρωτιέμαι πότε ήταν η αλήθεια? τότε ή τώρα?
αδυνατώ να πιάσω το ημερολόγιο μου γιατί εκεί μέσα είναι καταχωρημένα τα τόσα όμορφα που ζήσαμε..
και πως μπορώ τώρα να τα αντικαταστήσω με τον εξεφτελισμό??
αρνούμαι. θα κρατήσω ότι ζήσαμε αλώβητο στη μνήμη μου.
τι κι αν φεύγοντας άλλαξες? τι κι αν είχες αλλάξει για να είσαι εδώ?
αυτό που ζήσαμε - κι έτσι όπως το βίωσα εγώ - δεν θα το αφήσω να ξεφτύσει..
δεν του αξίζει. ακόμα κι αν το κάνεις εσύ. κι αν διάλεξες τον χειρότερο τρόπο..
καίνε τα μάτια κι αποχαιρετούν τη μικρή ελπίδα με πικρό χαμόγελο.
καλύτερα να φύγει. κάπως κι εγώ να ησυχάσω..
ας τέλειωνε αυτός ο πόνος κάπου. ας είχα το φάρμακο ...
"ο έρωτας με έρωτα περνάει" λένε ..
μου φαίνεται αδύνατο. φαντάζει ακατόρθωτο. αδιανόητο.
θα μάθω ξανά. θα μπορέσω να επιστρέψω σ' αυτό που ήμουν.
γιατί γμτ με ξύπνησες από το λήθαργό μου?
γιατί δεν μ' άφησες να μείνω αυτό που ήμουν ???
κι όλα αυτά που τώρα μέσα μου είναι ζωντανά και ξύπνια, τι να τα κάνω?
που να τα δώσω? πως?
θα τα καταφέρω να παγώσουν ξανά. δεν θέλω, μα ξέρω πως μπορώ.
η καρδιά σφιγμένη. το στομάχι κόμπος. η αναπνοή .. χαμένη.
δυσφορία ξανά. αυτό το χάσιμο το ακατανίκητο .. μούδιασμα και ρίγος.
να 'σαι καλά που μου θύμισες ότι η ζωή είναι για να μοιράζεται.
ότι δεν έχει αξία να είσαι μόνος. ότι δεν αξίζει να νιώθεις αν δεν δίνεις.
λυπάμαι μόνο για όλα αυτά που δεν πρόλαβα ...
οι πινελιές ομορφιάς
δεν πρέπει να λησμονίουνται
και οι καταθέσεις σκέψεων
να αγνοούνται