Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας
'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
'Ολα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε.
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι,
Δέθηκα σ' ένα κόμπο λύπης.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ' τον 'Ερωτα, έρωτας.
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
(απόσπασμα)
Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του 'Υμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του 'Υμνου!
[size=12] Το μονόγραμμα
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.
[/size]
[size=10] [αφιερωμένο][/size]
[size=12] Κλιμα της απουσιας
1
Ολα τα συννεφα στη γη εξομολογηθηκαν
Τη θεση τους ενας καημος δικος μου επηρε
Κι οταν μεσ'στα μαλλια μου μελαγχολησε
Το αμετανοητο χερι
Δεθηκα σ'ενα κομπο λυπης.
2
Η ωρα ξεχαστηκε βραδιαζοντας
Διχως θυμηση
Με το δεντρο της αμιλητο
Προς τη θαλασσα
Ξεχαστηκε βραδιαζοντας
Διχως φτερουγισμα
Με την οψη της ακινητη
Προς τη θαλασσα
Βραδιαζοντας
Διχως ερωτα
Με το στομα της ανενδοτο
Προς τη θαλασσα
Κι εγω - μεσ'στη Γαληνη που σαγηνεψα.
[/size]
Ο Φυλλομάντης
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ
Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·
Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη
Τρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν
Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας
Από βάθη ζωής αναστραμμένης
Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών
Εκεί που ακινητεί ο Καιρός
Κι η Σελήνη με τ' αλλοιωμένο μάγουλο
Απελπιστικά σιμώνει το δικό μου·
Ένα θρόισμα σαν από χαμένης
Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:
«Μη». Κι υστέρα πάλι «Μη» «Μωρό μου»
«Τι σου 'μελλε» «Μια μέρα θα το θυμηθείς»
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά»
«Εγώ που σ' αγαπώ» «Πες πάντα» «Πάντα».
Κι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου
Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού
Σβηστό απανθρακωμένο
Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου
Ανεβαίνει απ' της ψυχής τ' απόνερα ένα
Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι
Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα
Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού
Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία
Σαν τραγούδι όπου κρύφθηκε μήπως το δεις
Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι -
Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου
Τίποτα τίποτα δεν πήγε χαμένο
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ
Μέσ' απ' τη χλωρή του βυθού και πάλι
Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα
Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα
Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά
Σου 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά»
«Σου 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».
Κι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα·
Βατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια
Μόνος άλλ' όχι μόνος· όπως πάντα·
Όπως τότε νέος που προχωρούσα
Με κενή τη θέση στα δεξιά μου
Και ψηλά μ' ακολουθούσε ο Βέγας
Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος.
Τα Ετεροθαλή
Οδυσσέα Ελύτη]
Παράθεση από: "aiollus"Το μονόγραμμα του Ελύτη
έτσι μιλώ για σενα και για μένα.
κι επειδή σ'αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντου, για το μικρό το πόδι σου μες στα αχανή
σεντόνια.
να μαδάω γιασεμιά-κι έχω την δύναμη
αποκοιμησμενη,να φυσώ να σε πηγαίνω
μεσ' από φεγγαρά περάσματα,και κρυφές της θάλασσας
στοές.
ακουστά σ'έχουν τα κύματα
πως χα'ι'δεύεις, πως φιλάς
πως λες ψιθυριστά το 'τι' και το 'ε'
τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
πάντα εμείς το φως κι η σκία
πάντα εσύ τ'αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο.
πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι δεξιά,
το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά.
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει,
το γερτό παράθυρο εσύ,ο αέρας που το ανοίγει εγώ.
πάντα εσύ το νόμισμα,κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει.
που πια δεν έχω τίποτε άλλο
μες στους τέσσερις τοίχους,το ταβάνι,το πάτωμα
να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από σένα και ν'αγριεύουν οι άνθρωποι
επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλο'υ φερμένο
δεν το αντέχουν οι άνθρωποι,
κι είναι νώρις,μ'ακούς....
είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου,
να μιλώ για σένα και για μένα...
για πάντα δικός σου!
με τρυφερή αγάπη!
Μονόγραμμα
ΙΙΙ
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
tis agapis aimata me porfyrwsan
kai xares aneidwtes me skiasane!
Oxeidw8ika sti notia twn an8rwpwn!
Makrini mitera,rodo mou , rodo
amaranto!
St'anoixta tou pelagou me karterepsan,
me bobardes trikatartes kai mou rixane!
Amartia mou na exw kai 'gw mian agapi!
makrini mitera ,rodo mou ,rodo
amaranto!
Ton Ioulio kapote misanoixane
ta megala matia tis ,mes' sta slagxna mou!
Tin par8ena zwi ,mia stigmi na fwtisoun!
Makrini mitera,rodo mou , rodo
amaranto!
To kalytero toy
apo to "Axion Esti"
Βιογραφικό
[/color]
Το Μονόγραμμα
(ολόκληρο)
δοκιμάστε να το διαβασετε συνοδεία του τραγουδιού "θαλασσογραφία" του Δ. Σαββοπουλου (μπορεί να είναι άσχετο)
Για μενα είναι κριτήριο για τους ανθρώπους. Για τις γυναίκες βασικά. Αν κάποια δεν συγκινείται κάθε φορά που το διαβάζει, μα κάθε φορά, απλά δεν θα την παντρευτώ :)
ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως είναι δυνατόν, κάποιος κοινός θνητός να συλλάβει τέτοιες θεϊκές ιδέες και να τις διατυπωσει σε μια κόλλα χαρτί
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (1971)
Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο
Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
III
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.
V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας
Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
Ελένη
Με την πρωτη σταγονα της βροχης σκοτωθηκε το καλοκαιρι
Μουσκεψανε τα λογια που ειχανε γεννησει αστροφεγγιες
Ολα τα λογια που ειχανε μοναδικο τους προορισμον Εσενα!
Κατα που θ'απλωσουμε τα χερια μας τωρα που δε μας λογαριαζει πια ο καιρος
Κατα που θ'αφησουμε τα ματια μας τωρα που οι μακρινες γραμμες ναυαγησαν στα συννεφα
Τωρα που κλεισανε τα βλεφαρα σου απανω στα τοπια μας
Κι ειμαστε-σα να περασε μεσα μας η ομιχλη-
Μονοι ολομοναχοι τριγυρισμενοι απ'τις νεκρες εικονες σου.
Με το μετωπο στο τζαμι αγρυπνουμε την καινουρια οδυνη
Δεν ειναι ο θανατος που θα μας ριξει κατω μια που Εσυ υπαρχεις
Μια που υπαρχει αλλου ενας ανεμος για να σε ζησει ολακερη
Να σε ντυσει απο κοντα οπως σε ντυνει απο μακρια η ελπιδα μας
Μια που υπαρχει αλλου
Καταπρασινη πεδιαδα περ'απο το γελιο σου ως τον ηλιο
Λεγοντας του εμπιστευτικα πως θα ξανασυναντηθουμε παλι
Οχι δεν ειναι ο θανατος που θ'αντιμετωπισουμε
Παρα μια τοση δα σταγονα φθινοπωρινης βροχης
Ενα θολο συναισθημα
Η μυρωδια του νοτισμενου χωματος μεσ'στις ψυχες μας που οσο παν κι
απομακρυνονται
Κι αν δεν ειναι το χερι σου στο χερι μας
Κι αν δεν ειναι το αιμα μας στις φλεβες των ονειρων σου
Το φως στον ασπιλο ουρανο
Κι η μουσικη αθεατη μεσα μας ω! μελαγχολικη
Διαβατισσα οσων μας κραταν στον κοσμο ακομα
Ειναι ο υγρος αερας η ωρα του φθινοπωρου ο χωρισμος
Το πικρο στηριγμα του αγκωνα στην αναμνηση
Που βγαινει οταν η νυχτα παει να μας χωρισει απο το φως
Πισω απο το τετραγωνο παραθυρο που βλεπει προς τη θλιψη
Που δε βλεπει τιποτε
Γιατι εγινε κιολας μουσικη αθεατη φλογα στο τζακι χτυπημα του μεγαλου ρολογιου στον τοιχο
Γιατι εγινε κιολας
Ποιημα στιχος μ'αλλον στιχο αχος παραλληλος με τη βροχη δακρυα και λογια
Λογια οχι σαν τ'αλλα μα κι αυτα μ'ενα μοναδικο τους προορισμον]
Παράθυρα προς την πέμπτη εποχή
I
Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλίσανε το χρόνο;
Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;
Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βροχερές εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου. Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασιλεύει. Μια φανταχτερή καταστροφή είσαι…
Α! Θέλω να ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν ν’ αρπάζουν. Η μέση των συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέβουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας
Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!
II
Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη καταιγίδα χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την ανεξήγητη φεγγοβολή του.
Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία.
Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει…
Κι ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!
III
Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεται όταν αυτή αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη…
IV
Στ’ αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μου εγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τ’ άφησε κει δε ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη μέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μεσ’ από τ’ άνθη. Τα νερά πολύ πρωϊνά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή κι άθικτη.
Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε.
Κι όμως πίσω από τ’ αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναίσθημα. Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.
Δεν φεύγει δεν επιστρέφει.
V
Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλήθειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβολία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των ματιών του.
Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυχτερινής χλόης μου.
VI
Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή. Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχή που θα σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι.
Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωση σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή.
VII
Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβάζει τις νερατζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου. Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτεί μες στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέρια περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη η γη. Στην αναμονή τους ολόκληρη ποίηση. Πίσω απ’ το λόφο υπάρχει το μονοπάτι που χάραξε η φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης κόρης. Είχε φύγει μέσ’ από το πρωί των ματιών μου (καθώς τα βλέφαρα είχανε κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απ’ τον ίσκιο της επιθυμίας μου – κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή χάθηκε φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους ήτανε φωτεινή. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέρει καλά το μυστικό.
Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν περισσότερο οι αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θ’ αναγαλλιάσουν οι καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο διάφανο στήριγμα της κορμοστασιάς σου τα δένδρα θα βρουν τη μακροχρόνια εκπλήρωση των ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην πρώτη σου ξεγνοιασιά θ’ αυξήσουν τα χορτάρια σαν ελπίδες. Η παρουσία σου θα δροσίσει τη δροσιά.
Τότε θ’ ανοίξεις μέσα μου τα ριπίδια των συναισθημάτων. Δάκρυα συνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες. Κι ενώ θα τρέχει ο ουρανός κάτω απ’ τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μας ενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μάγουλά μας θα δώσουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές
Τότε θα δώσουμε
Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!
ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ...
...Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χε-
ριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα
βιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θά-
λασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και
μ' αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.
Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινω-
νείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα
της καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει,
ό,τι αναδεύεται σαν δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κά-
θε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοι-
ξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους.
Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέ-
ραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη
σύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι,
ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μες
στην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν
είναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμήν εκείνη που
διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνω
από την πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά της
πάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύει
την καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ' ουρανού που νυχτόημε-
ρα πλάθεται απ' την καλοσύνη των άστρων.
(Προσανατολισμοί , 1941)[/b][/color]
Μαρία Νεφέλη ( Απόσπασμα)
Μ.Ν.
Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στά σκοτεινά
σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
τα νύχια μου τα μώβ σαν τα κυκλάμινα.
Α.
Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιό θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιό νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σα να γίνεται κάτι αλλού - που μόνο αυτή τ' ακούει και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.
Μ.Ν.
Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε "θυμάσαι;" Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πώς να το πω ]
Ήλιος ο πρώτος (απόσπασμα)
ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ
ΜΑΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ
ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ.
Ι.
Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου
Στο μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.
Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί
Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται
Ν’ αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά μου Βράχια
Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο
Της σωστής μου καρδιάς]
Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό
Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ
Συχνά,στήν Κοίμηση του Δειλινού,η ψυχή της έπαιρνε
αντίκρυ απ’τα βουνά μιάν αλαφράδα,μ’όλο που η
μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη
Ομως,όταν σκοτεινιάζε καλά κι έβγαινε του παπά το
χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών,Εκείνη
Μόνη της.Όρθια,με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια
- το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του
καπνού απο τα καμίνια - στης θαλάσσης την έμπαση
αγρυπνούσε
Αλλιώς ωραία !
Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’ενα
θρόισμα,κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένων
κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια,σαν παράξενα
ζώδια,τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν.
Και μια
Καθαρότη απίστευτη άφηνε,σε μέγα βάθος μέσα της,
το αληθινό τοπίο να φανεί,
Οπου,σιμά στον ποταμό,παλεύανε τον Αγγελο
οι μαύροι άνθρωποι,δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται
η ομορφιά
Ή αυτό που εμείς,αλλιώς,το λέμε δάκρυ.
Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της,ένιωθες,εξεχείλιζε
την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με
τα πελώρια,σαν παλιάς Ιεροδούλου,ζυγωματικά,
Τεντωμένα στ’ακρότατα σημεία
του Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου.
" Μακριά απο τη λοιμική της πολιτείας,ονειρεύτηκα
στο πλάι της μιάν ερημιά,όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα
και όπου το μόνο φως να’ναι απο την πυρά
που κατατρώγει ολα μου τα υπάρχοντα.
Ώμο τον ώμο οι δυό μαζί ν’αντέχουμε το βάρος
απο τα μελλούμενα,ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά
και στην συμβασιλεία των άστρων,
Σα να μην κάτεχα,ο αγράμματος,πως είναι κεί ακριβώς,
μέσα στην άκρα σιγαλιά
που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
Και πως,αφ’ότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός
τα στέρνα η μοναξιά,σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!"
Η ΑΥΤΟΨΙΑ
Λοιπόν,ευρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να’χει σταλάξει
στα φύλλα της καρδιάς του.
Κι απο τις τόσες φορές οπου ξαγρύπνησε,σιμά στο κηροπήγιο,
καρτερώντας τα χαράματα,μια πυράδα
παράξενη του’χε αρπάξει τα σωθικά.
Λίγο πιο κάτω απο το δέρμα,η κυανωπή γραμμή
του ορίζοντα έντονα χρωματισμένη.Και άφθονα ίχνη
γλαυκού μέσα στο αίμα.
Οι φωνές των πουλιών,που’χε σ’ώρες μεγάλης μοναξιάς
αποστηθίσει,φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί,
τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσει
σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.
Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό,
Που τ’αντίκρισε- είναι φανερό-στη στάση
την τρομαχτική του αθώου.Ανοιχτά,περήφανα τα μάτια του,
κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πανω
στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.
Στόν εγκέφαλο τίποτε,πάρεξ μιά ηχώ ουρανού καταστραμμένη.
Και μονάχα στην κόγχη απο τ’αριστερό του αυτί,λίγη,
λεπτή,ψιλούτσικη άμμο,καθώς μέσα στα όστρακα.
Όπου σημαίνει ότι πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι
στην θάλασσα,κατάμονος,με το μαράζι του έρωτα
και τη βοή του ανέμου.
Όσο γι’αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη,
δείχνουν ότι στ’αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά,
κάθε φορά που έσμιγε με γυναίκα
Θά’χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος
Α. Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά,κι έχουν την όψη καμένη απο
το πέρασμα τους στά Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το’Ασάλευτο
Μπρούμυτα,σ’ένα χώμα που κι η πιό μικρή ανεμώνα
του θα’φτανε να πικράνει τον αέρα του Αδη
( Το’να χέρι μπρός,έλεγες πολεμούσε ν’αρπαχτεί
απ’το μέλλον,τ’άλλο κάτω απ’την έρμη κεφαλή,
στραμένη με το πλάι
Σα να θωρεί στερνή φορά,μέσα στα μάτια ενός
ξεκοιλιασμένου αλόγου,σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας )
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός.Η φτερούγα η μιά
η πιό κόκκινη,κάλυψε τον κόσμο,την ώρα που η άλλη
αβρή,σάλευε κιόλας μές στο διάστημα.
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη,αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο
να χαράζετα,μέσα στη μελανάδα τ’ουρανού
Ήλιος νέος,αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών
απο το ζωντανό τριφύλλι,όμως πρίν κάν πετάξει
αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...
Κι απαρχής κοιλάδες, Ορη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε,απαράλλαχτη
και αναστραμμένη,να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα
με θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου !
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε
η φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτοντας
αναιρούσανε τα βήματά τους,
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ανοιχτά
για πάντα,κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα,κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες
να ευφρανθούν τον πηλό
των σπλάχνων τους και το αίμα
Β. Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
(Παραλλαγή)
Η παραλλαγή είναι όμοια μέχρι τον στίχο
"Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου !"
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους
με το μάτι εγύριζαν τις εποχές,ν’αποδώσουν στα
πράγματα το αληθινό τους όνομα
Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια,ούτε μια ηχώ
μονάχα το μένος της αθωότητας που ολοένα
δυνάμωνε τους καταρράχτες...
Μια σταγόνα καθαρού νερού,σθεναρή πάνω απ΄τα
βάραθρα,την έιπανε ’ Αρετή και της έδωσαν
ενα λιγνό αγορίστικο σώμα.
Όλα μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται
σκληρά στα μέρη όπου η γη απο άγνοια σήπονταν
κι είχαν οι άνθρωποι ενεξήγητα μελανουργήσει,
Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά
στην αγκαλιά του Όρους,καθώς μέσα στα μαλλιαρά
στήθη του Αντρός.
Και η άχνα που ανεβαίνει απ’τις κοιλάδες,έχουν
να κάνουν πως δεν είναι λέει καπνός,μα η νοσταλγία
που ξεθυμαίνει απο τις χαραμάδες
του ύπνου των ΓΕΝΝΑΙΩΝ.
ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε,
που η λάμψη μου
επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώτα μέσα στην τέλεια σύνταξη
της πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν,αυτός που γύρευα,ε ί μ α ι.
Ώ λινό καλοκαίρι,συνετό φθινόπωρο
Χειμώνα ελάχιστε,
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα των αφρόνων μ’ενα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
ή
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ
Μονμιάς,η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα
των νοσταλγιών της]ΚΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ Η ΑΓΝΟΤΗΤΑ[/u]
Όμορφη,κι απ’των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη,
κάτω απ’τον σημαφόρο του ήλιου,η Κόρη
του Ευθυδίκου δάκρυζε
Που μ’έβλεπε να περπατώ,πάλι μέσα στον κόσμο
αωτόν,δίχως Θεούς,αλλά βαρύς απ’ότι,ζώντας,
αφαιρούσα του θανάτου.
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα
των νοσταλγιών της: Μεσημέρι.
Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ
Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη,και με
χέρι αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις
τοίχους του μέλλοντος μου.
Η ασέλγεια,είπα,είναι καιρός ν’αρχίσει τώρα το
ιερατικό της στάδιο,και σε μιά Μονή Φωτός
ν’ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε λίγο
συννεφάκι πάνω απο τ’ακρότατο δέντρο της γης.
Κείνα που μόνος μόχθησα να βρώ,για να κρατήσω το
ύφος μου μέσα στην καταφρόνια,θα’ρθουν...
απο το δυνατό του ευκάλυπτου οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας
να σωθούν στην ασκητείας μου την Κιβωτό.
Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι,κι
απ’τα πουλιά το μόνο που μ’άφηκαν,το σπουργίτι,
κι απο το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο,δυο,καν τρία,
λόγια: ψ ω μ ί, κ α η μ ό ς, α γ ά π η. . .
(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο,κι
απ΄το ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο,και
δεν αφήσατε μήτε τόση δα φωνούλα καθαρού
νερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου,
Εγώ που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης,
ώ Καιροί,δε συγχωρώ.)
Κι όταν,ο ένας του άλλου τρώγωντας τα σπλάχνα,
λιγοστέψει ο άνθρωπος,κι απο τη μια στην άλλη
Γενεά,κυλώντας το Κακό,αποθηριωθεί μές
στο παντερειπωτικό ουράνιο.
Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια,πάνω απο τη σκουριά
του χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας,θα πάν
να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση
Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ’ανοίξουν,
ενα ενα στα χείλη του νερού να τρίξουν
τα λόγια τα πικρά,
Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας
Ώσαν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου,
η άγια των ηδονών ημέρα να μυρίσει
Και γυμνή ν’ανέβει το ρεύμα του Καιρού
η Γυναίκα η Χλοοφόρος
Που μ’αργότης ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα,
μια για πάντα θα στείλει το πουλί
Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο,απο και που
έσφαλε ο Θεός,να στάξει
Τρίλια της Παράδεισος !
ΕΠΕΤΕΙΟΣ (από τους ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥΣ )
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ στο σημάδι ετούτο που παλεύει.
Πάντα κοντά στη θάλασσα νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος με στήθος προς τον άνεμο που να πηγαίνει ένας άνθρωπο
λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες στιγμές του, με νερά τα οράματα της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του.
Ζωή παιδιού που γίνεται άντρας πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται η σκιά ενός γλάρου. Έφερα τη ζωή μου ως εδώ άσπρο μέτρημα γαλανό άθροισμα λίγα δέντρα και λίγα βρεγμένα χαλίκια δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδεύουν ένα μέτωπο.
Ποιο μέτωπο κλαιν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια Κανείς δεν είναι ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο ν’ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη.
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας όνομα πιο γλαυκό μες’ στον ορίζοντα τους λίγα χρόνια λίγα κύματα κωπηλασία ευαίσθητη στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει --- Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους.
Πιο κοντά στο φως υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα --- Μα εδώ στο ανήμερο τοπίο που χάνεται σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη μαδά η επιτυχία στόβιλοι φτερών και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα πέλματα, χώμα καμένο για ίλιγγο ηφαίστειο νεκρό.
΄Έφερα τη ζωή μου ως εδώ πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο πιο πέρα απ’ τα νησιά πιο χαμηλά απ’ το κύμα, γειτονιά στις άγκυρες --- Όταν περνάν καρίνες σχίζοντας με πάθος ένα καινούργιο εμπόδιο και το νικάνε και μ’ όλα τα δελφίνια της αύγαζ’ η ελπίδα κέρδος του ήλιου σε μη ανθρώπινη καρδιά --- Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε μια μορφή από αλάτι λαξεμένη με κόπο αδιάφορη άσπρη που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της στηρίζοντας το άπειρο.
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
Ι
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.
II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του εκεί.
III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
IV
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.
V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.
VI
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΩΡΙΩΝ
α'
Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη
Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.
β'
Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ' άλλα νοήματα μας οδηγεί
Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;
γ΄
Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!
δ'
Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία
Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία
Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται
Είσαι παντού Μοιράζεσαι
Τις σκοτεινές μας άρπες
ʼϋλο περίβλημα.
ε΄
Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας
Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας
Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη
Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας
Ξαναγεννάει αισθήματα.
ς'
Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σ' ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη
Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη
Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απ' την αμαρτία!
ζ'
Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να 'λειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απ' το χέρι αόρατο χέρι
Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός
Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.
ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ
Les temps est si clair que
je tremble qu'il ne finisse...
ANDRE BRETON
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
α΄
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τί θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τί θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας τ' άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους
Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό τραγούδι
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου
Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα κι έγινε άνεμος
Δυνατός- η αθανασία φαίνεται ήρθε.
β'
Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονται
Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ' αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς πού ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας
Πού ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος
Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται
Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα
Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραζαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ' τη σιωπή.
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή
Πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από που ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης
Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών
Στις άρπαγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!
γ΄
Πιο μακριά πολύ μακριά το πράο τραπεζομάντιλο - η συνάντηση
Καλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβι
Ένα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλος
Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Που διψώ ένα στόμα να μου πει]
ADAGIO
Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ' τον ύπνο το νωχελικό προσκέφαλο
που πλέει στο διπλανό φεγγάρι.Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο
μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα.
Γιατί πολύ θα 'χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και
θ' αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.
'Aγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ' άσωτα βιολιά ν' αναρριπίζουν τις
νυχτιές μ' αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρομούν
πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά
μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ' αναμμένα
φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες
που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλλογισμένα δέντρα.
Ω έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη.
Δέ θα 'ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ' την
πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τη γοητεία, δε θα 'ναι παρά η
καρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.
Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία.
Ω είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.
ΒΑΘΟΣ
Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί
την άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την
άρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει
από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα!
Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει στα
στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει να
μπει πεισματικά στη φύση...
Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, τα
πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον
αγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν' αναζητήσουμε
μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης
στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα
που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που
αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε
άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θά 'πρεπε να σφίξουν στην
αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό,
περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!
ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ' αθάνατα
Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου
Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα
Πάνω από τη μετόπη τ' ουρανού
Πες μου από που ξεκίνησε η αιωνιότητα
Πες μου ποιο το σημάδι που πονείς
Και ποιο το ριζικό της ελεμίνθας
Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος
Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ' τ' ανάχτορα
Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός
Που είναι οι πύλες με τ' αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν
Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών
Όταν ο ήλιος έμπαινε σαν θρίαμβος
Όταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς
Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα
Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές
Οι ελληνικές γραμμές μες στο νερό της χλόης
Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες
Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος
Οι άνθρωποι προχωρήσανε
Γεμάτοι οδύνη και όνειρο
Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο
Θύελλας καλοκαιρινής που τα πυρρόξανθα ίχνη
Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών
Στις γραμμές της παλάμης σου του πεπρωμένου
Τι ξέρεις ν' αντικρίζεις και τι ξέρεις να φορείς
Ντυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείς
Μέσα απ' τα ρείκια ή τις αλισφακιές
Στο τελικό σημείο του βέλους
Σ' αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας
Μέσα στων βράχων το ερημικό εμβατήριο
Θ' ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς
Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης
Θ' αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα!
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ω τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!
Ω τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας
Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε
Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο
Μ' ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου
Ω τι ωραία που είσαι
Με το καινούριο χώμα πού πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου
Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς
Ω τι ωραία που είσαι
Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας
Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά
Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες
Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου
Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ' τα πρωτάκουστα πουλιά
Ω τι ωραία που είσαι
Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!
(ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ)
ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά
κατέβαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου
Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξεκούμπωτο
Γυαλί στο φως και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου
έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ' το σπίτι
σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο
Νταγκ λάμψη αέρας νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα Όπως
ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά
Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια
κι οι γυναίκες απ' το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα
πάνω από τα μποστάνια πόσα χρόνια πόσους αιώνες
«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου και το χέρι της
το αρθριτικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας
Τέλος Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ' τα πράγματα
να τα προφτάσουν Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια
Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκομήσει αλλ' οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγανε
στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.
(ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ)
Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ
Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα
που πάω κι είπα για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά
να βρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω.
Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό
και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες
Όμως τιποτα κανείς
Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη
Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά
χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια
Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε
Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε
Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνηκε
να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ' όλα τα
χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς
κι εγώ περίμενα
Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντιστα-
θεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαι-
νε ως το βλέφαρο να πεταρίσει
Οι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!
Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό
κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα
Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών
κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης
Ύστερα μου 'ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί
κι άγρια βουνίσια γιάμπολη
Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί
Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.
ΧΩΡΙΣ ΠΑΣΜΑΚΙ
Ποιος νικούσε στο πρόσωπο που για να δεις μισόκλεινες τα μάτια
Τέτοιο ανέβα θεϊκό από μίλια κοράλλια
Στα τρεμάμενα τα σκουλαρίκια κομματάκια θάλασσας
Η Κιλικία η μακρινή μελαχρινή χωρίς γιασμάκι
Και το χρυσαφένιο φτυάρι που άδειαζε μες στους ουρανούς την άμμο
Μια Δευτέρα πρωινή και χτύπησε τ' όστρακο
Είδαμε να τινάζονται βέργες ήλιου και η Πεντάτευχος
Επάνω στα νερά μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα
Είναι αυτός που νικούσε και σε μάγουλο εννύχευε την ώρα που
Από τ' αρτεσιανά των υακίνθων μόσχος
Ολονύχτιος έφτανε και τη φρέσκια ζέστη με κουβάδες
Περιχυόταν η ομορφιά γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι.
ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ
Ι
Ζούσε ακόμη μ' ένα λαχούρι σκοτεινό στους ώμους η μητέρα μου
όταν πρώτη φορά μου πέρασε απ' το νου
να βρω ένα τέλος μες στην ευτυχία
Με τραβούσε ο θάνατος όπως η λάμψη η δυνατή όπου δε βλέπεις
τίποτε άλλο Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω
τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο
Κάποτε ο γάτος που μου ανέβαινε στον ώμο στύλωνε πέρα τα
χρυσά του μάτια κι ήταν τότε που ένιωθα μιαν αντιφεγγιά να μου
'ρχεται απ' αντίκρυ σαν αγιάτρευτη όπως λένε νοσταλγία
Κι άλλες πάλι φορές που ακούγονταν από την κάτω σάλα το μάθη-
μα του πιάνου με το μέτωπο στο τζάμι κοίταζα μακριά πάνω
απ' τους σωρούς τα ξύλα μια ψιχάλα κάτασπρα πουλιά να σπάει στο
μόλο και να γίνεται αχνή
ʼγνωστο πως συζούσε μέσα μου ο αδικημένος αλλά ίσως
Να μου 'χε ακούσει σε μια μακρινή πρωτομαγιά ο αέρας το παράπονο
επειδή να]
ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ
Να 'χε η νοσταλγία σώμα
να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω!
Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται!
Κορίτσι που από το γυμνό σου στήθος
σαν από σχεδία κάποτε μ' έσωσε ο Θεός
Και ψηλά πάνω απ' τα τείχη
με την ημισέληνο με πήγε
μην κι από δική μου Ακριτομύθια φανερωθείς
και οι Τύχες σε βάλουν στο σημάδι
Όπως κι έγινε
Γιατί τέτοια θέλει κι αγαπά η ζωή που
εμείς άλλου πιστεύουμε πως είναι
Κι από τ' άλλο μέρος της αγάπης
από τ' άλλο μέρος του θανάτου
υπνοβατούμε ώσπου
αβάσταχτα περισφιγμένο
κείνο που μας έγι-
νε σάρκα της σαρκός
σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και
ανάψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος
αλλ' ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο
ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Αλλ' αυτό που μένει σαν
ʼμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια
και η αράχνη κι έξω στο κατώφλι
Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει
πιθανά φαίνονται όλα
και προπάντων τα βουνά της Κρήτης που μικρός τα 'χα στο
χιόνι και τα ξαναβρήκα δροσερά μα τι σημαίνει
Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής
πάλι ο ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρα σου
Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες
όπου ακόμη κατεβαίνουνε
τα σύννεφα να φάνε χόρτο
λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει
Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι
και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα
καίριο να ειπωθεί.
ΤΑ ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
(Παραλλαγή)
Βράδυ αράχνης τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία
Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως τότε που βάδι-
ζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στίς περιοχές τις άγνωστες του
Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά
μου ο κόσμος
Ουριήλ Γαβριήλ και απόψε τι που ξανάρχομαι και πάω μεταμ-
φιεσμένος σε ευτυχή να ξεγελάσω το δρόμο της Σελήνης!
Αλλ' εκείνη ξέρει Και από τον γυναικωνίτη τ' ουρανού χαμογελά
θλιμμένη με μια γλάστρα δίπλα της βασιλικό σαν να θέλει να πει
ότι κάτι ακόμη αληθινό μας απομένει
Ναι η δροσιά και η διαφάνεια ίσως απ' το πέρασμα του Ευαγγελίου
Πιθανόν και η περηφάνια η άθραυστη με την τζαμαρία στη
θάλασσα το σπάσιμο κι ο αφρός για τους πολλούς
που 'ναι ο κανένας Τόσο δύσκολο μα τόσο
Δύσκολο να ζήσεις Και στον κόσμο της ψυχής ο πόλος μια πε-
ριοχή ακατοίκητη Που να μιλήσεις; Τι να πεις;
Αλλού σκίζεται η ζωή και αλλού στάζει το αίμα
Σταθερά τα παμπάλαια πράγματα μες στα τωρινά μας επιβιούν
Και μαλλάκι νεόνυμφο που του κυνηγήθηκε η γητειά παίζει πάντα το
μέρος της θαλάσσης
Ίσα ιιιι σφυριγματιές απ' την αντίπερα όχθη
αργά σαν ποταμόπλοια κομμάτια γης αποσπασμένα πλέουν και πάνε
τούφες τούφες τ' αηδόνια μια που ακόμα υπάρχουν όλα
Μες στη δέκατη τέταρτη ομορφιά
Κι εκείνος που του πάρθηκε η φωνή προτού προφτάσει ο άλλος
απ' του ναυαγίου το ξύλο να πιαστεί παραμονές που το κακό θα πέ-
σει μια περιδινούμενη παραφροσύνη
Πάει κι έρχεται μες στο κυκλαμινί του αιθέρος
βίαια τ' αναρριχητικά δρασκελάνε τα ύψη ενώ από κήπους από αυλές σαν να μυρί-
ζονται ότι φτάνει μια έκλειψη ολική μαζί τα ζώα φωνάζουν αλλ'
Εμείς ακούμε αυτό που θέλουμε
Και από τον κεραυνό μας απολείπεται λίγη γαλήνη αντίο αντίο
παιδιά και πάλι πάλι τίποτα ένα κύμα τίποτα
Βράδυ αράχνης τι πικρά μα τι μεθυστικά που ζήσαμε κάτω από τη
συνεχή βροχή του Αυγούστου
Ολόσωμοι πάνω στο φως και μαύροι έως θανάτου
Τι τραγούδι μα τι κλάμα με κομμένη ανάσα μην καταλαβαίνοντας
πως γυρίζεται και αδειάζει το άδικο γυρίζεται και αδειάζει ο πόνος
γυρίζεται και αδειάζει από αιώνες η βοή των αρμάτων ώστε πια
Ουριήλ Γαβριήλ αντανάκλαση να 'ναι των ψυχών και κάτοπτρο η
Σελήνη που διπλό τον κόσμο δείχνει
Εδώ με τις ανάστροφες κλαίουσες πάνω στα νερά τα ζάπλουτα σε
λάμψεις διαστήματα όπου αδύνατον χωρίς το στέαρ του ύπνου να
περάσεις
Εκεί με τα σγουρά επιμήκη των αγγέλων πρόσωπα τ' ανέκφραστα
κοιτάζοντας και ψάλλοντας με συνοδεία κιθάρας ουαλαλί ουαλαλί
κάτω από τ' άνθη τα ξερά στο υπέρθυρο ουαλαλί ουαλαλί
Όπως τότε που βάδιζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στις περιοχές
τις άγνωστες του Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά
γύριζε μακριά μου ο κόσμος!
ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν
έχει αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την
αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδοχικές
φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς
για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο
Σ' ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε
Όπως γίνεται για τις συμφορές
Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να
'ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που χάνει
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς
να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια
Οπόταν βρίσκονται στο τέλος
όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.
ΣΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου το 'πα για τα σύννεφα
σου το 'πα για τα μάτια τα κλαμένα
για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά
σου το 'πα για τα σύννεφα
Για σένα και για μένα
Σου το 'πα με τα κύματα
σου το 'πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψιθυριστά και φωναχτά
σου το 'πα με τα κύματα
Σου το 'πα μες στη νύχτα
Σου το 'πα τα μεσάνυχτα
σου το 'πα τη στιγμή που δε μιλούσες
που με το νου μου λίγο μόνο σ' άγγιζα
κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά
σου το 'πα τα μεσάνυχτα
Με τ' άστρα που κοιτούσες.
Τ ' ΑΦΑΝΕΡΩΤΑ
ΤΟ ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ
Νυχτώθηκα όπως πάντα
στη σκοτεινή βεράντα
Και διάλεξα έν' αστέρι
το κράτησα στο χέρι
Σε λίγο του 'πα «φύγε»
το φύσηξα και πήγε
Στο αντικρινό μπαλκόνι
όπου καθόταν μόνη
Μελαχρινή κοπέλα
με κάτασπρη κορδέλα
Το πήρε στην ποδιά της
το 'βαλε στα μαλλιά της
Το φόρεσε βραχιόλι
και λαμποκόπησε όλη
Έπειτα ήρθε ο μπάτης
πήρε το κάθισμά της
Τη φύσηξε απ' το πλάι
μες στη βραδιά του Μάη
Κι άξαφνα μες στον ουρανό
κάηκε σαν βεγγαλικά.
ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
1. Αρχή του κόσμου πράσινη
κι αγάπη μου θαλασσινή
Την κλωστή σου λίγο λίγο
τραγουδώ και ξετυλίγω
2. Διαβάζω μέσα στο νερό
το άλφα το βήτα και το ρω
Τα δυο γυμνά σου πόδια
τους κήπους με τα ρόδια
3. Σ' έκανα πουκάμισό μου
σε φορώ και περπατάω
Με το σώμα το μισό μου
στο δικό σου που κρατάω
4. Σου 'χτισα μια Σαντορίνη
με καμάρες και πορτιά
Να γυρνάς σαν το λυθρίνι
μες στη δροσερή φωτιά
5. Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο
την απαλάμη των χαδιώ
Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την Τύχη κι άμε να τη βρεις
6. Έλα να γίνουμε δυο ζώα
σε μακρινούς να πάμε τόπους
Όπου τα πλάσματα τ' αθώα
να μας φαντάζονται γι' ανθρώπους
7. 'Ακουσα μες στον ύπνο σου
που κολυμπούσε ο κύκνος σου
Τα δύο μας τα ονόματα
ν' αλλάζουν χίλια χρώματα
8. Τα χέρια μου τ' αδίσταχτα
πιάναν την άνοιξη πριν φτάσει
Τα μάτια σου τ' ανύσταχτα
της ρίχνανε άνθη να χορτάσει
9. Βγήκε απ' το κόκκινο το μαύρο
και τώρα που να πάει δεν ξέρει
Κόκκινα που 'ναι όλα τα μέρη
Το 'να που απόμεινε ίσως θα 'βρω
10. Μου 'φυγ' ένα συννεφάκι
πάει τη λύπη στα βουνά
Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά
11. Σ' ένα λιμανάκι μωβ
ξύπνησα τα χαράματα
Όχι να μη γίνω Ιώβ
μήτε να μάθω γράμματα
12. Στήνει καρτέρι ο κεραυνός
χώρια να μας πετύχει
Μα 'ναι μεγάλος ο ουρανός
και τοσοδούλα η Τύχη
13. Φύγε από κει μωρέ πουλί
και γέρνει η βάρκα μας πολύ
Μόνο σου πέταξε και δες]
ΥΠΝΟΒΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Όλα η ψυχή μου τα ζήτα
πράσινα να 'ναι πράσινα
τον άνεμο τη φυλλωσιά
τ' άλογο πάνω στα βουνά
τη βάρκα μες στη θάλασσα
Μες στη σκιά που τηνε ζώνει
ρεμβάζει επάνω στο μπαλκόνι
πράσινο δέρμα και μαλλί
το μάτι κρύο και ασημί
- Σύντροφε πάρε τ' άλογο μου
κι όλ' η αρματωσιά δικιά σου
το σπίτι σου να 'ναι δικό μου
να 'ναι δική μου η φαμελιά σου
Σύντροφε καταματωμένος
έρχομαι απ' τ' αψηλό φαράγγι
αχ έτσι το 'φερε η ανάγκη
-Έννοια σου γιε μου κι αν μπορούσα
ευθύς το πράγμα θα το κλειούσα
μα δεν ορίζω πια δικό μου
κάνε μήτε το σπιτικό μου
- Σύντροφε πες μου και πατέρα
που 'ναι η πικρή σου θυγατέρα;
-Χρόνους και χρόνους εκεί μένει
και πάντα εκεί θα περιμένει
όμορφη μελαψή και μόνη
πάνω στο πράσινο μπαλκόνι
Όλα η ψυχή μου τα ζήτα
πράσινα να 'ναι πράσινα
τον άνεμο τη φυλλωσιά
τ' άλογο πάνω στα βουνά
τη βάρκα μες στη θάλασσα.
....Με την πρωτη σταγονα της βροχης σκοτωθηκε το καλοκαιρι
Μουσκεψανε τα λογια που ειχανε γεννησει αστροφεγγιες
Ολα τα λογια που ειχανε μοναδικο τους προορισμον Εσενα!
Κατα που θ απλωσουμε τα χερια μας τωρα που δε μας λογαριαζει πια ο καιρος
Κατα που θ αφησουμε τα ματια μας τωρα που οι μακρινες γραμμες ναυαγησαν στα συννεφα
Τωρα που κλεισανε τα βλεφαρα σου απανω στα τοπια μας
Κι ειμαστε - σα να περασε μεσα μας η ομιχλη-
Μονοι ολομοναχοι τριγυρισμενοι απ τις νεκρες εικονες σου......
Απο τα πιο αγαπημενα μου ποιηματα του Ελυτη.........(ΣΠΟΡΑΔΕΣ - Ελενη)....