ΑΦΗΣΕ ΛΕΥΤΕΡΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ
'Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
'Αφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -
με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!
Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!
Και συ είσαι εδώ, γυναίκα σαν άθικτο ξύλο
τώρα που η καμμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!
'Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Δεν είναι έρωτας, είναι επιθυμία που ξεραίνεται και σβήνει,
είναι καταιγισμός από ορμές,
προσέγγιση του απίθανου,
αλλά υπάρχεις εσύ,
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη -
όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε επιθυμώ,
για να σε δεχτώ!
Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ
'Ολη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
'Ησουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
'Ισως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
'Ισως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
όταν δεν υπήρχες ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.
ΑΠΟΥΣΙΑ
Μόλις σε άφησα,
έρχεσαι μαζί μου, κρυστάλλινη
ή τρεμάμενη,
ή ανήσυχη, πληγωμένη από μένα
ή ξέχειλη από έρωτα,
καθώς τα μάτια σου
σφαλίζονται πάνω στο δώρο της ζωής
που αδιάκοπα σου αφήνω.
Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.
Αλλά περίμενέ με,
φύλαξέ μου τη γλύκα σου.
Εγώ θα σου δώσω
κι ένα τριαντάφυλλο.
Η ΛΗΣΜΟΝΙΑ
Ολος ο έρωτας σε ένα κύπελλο
πλατύ σαν τη γη,
τον έρωτα με αστέρια και αγκάθια
σου έδωσα, αλλά περπάτησες
με μικρά πόδια, με βρώμικα τακούνια
στη φωτιά, σβήνοντάς τη.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Δεν σταμάτησα τον αγώνα.
Δε διέκοψα την πορεία μου για τη ζωή,
για την ειρήνη, για το ψωμί όλων,
αλλά σε σήκωσα στα μπράτσα μου
και σε καθήλωσα με τα φιλιά μου
και σε κοίταξα όπως ποτέ
ανθρώπινα μάτια δεν θα γυρίσουν να σε κοιτάξουν.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Τότε δε μέτρησες το ανάστημά μου,
και τον άντρα που για σε απομάκρυνε
το αίμα, το σιτάρι, το νερό
ταύτισες
με το μικρό έντομο που έπεσε στο φουστάνι σου.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Μην ελπίζεις να σε παρατηρώ από απόσταση
προς τα πισω μέινε
με αυτό που άφησα σε σένα, περπάτα
με την προδομένη φωτογραφία μου,
εγώ θα συνεχίσω να περπατώ,
ανοίγοντας πλατείς δρόμους αντίθετα στη σκιά, κάνοντας
γλυκιά τη ζωή, μοιράζοντας
το αστέρι σε όποιον έρχεται.
Μείνε στο δρόμο
Για σένα έφτασε η νύχτα.
ίσως την ανατολή
θα ιδωθούμε πάλι.
Μεγάλε έρωτα, μικρή αγαπημένη!
Η ΝΕΚΡΗ
Αν ξαφνικά δεν υπάρχεις
αν ξαφνικά δε ζεις,
εγώ θα συνεχίσω να ζω.
Δεν τολμώ,
δεν τολμώ να το γράψω,
αν πεθάνεις.
Εγώ θα συνεχίσω να ζω.
Γιατί όπου ένας άνθρωπος δεν έχει φωνή,
εκεί η φωνή μου.
'Οπου δέρνουν τους νέγρους,
εγώ δε μπορώ να είμαι νεκρός.
'Οταν τ' αδέρφια μου θα μπουν στη φυλακή
εγώ θα μπω μαζί τους.
'Οταν η νίκη,
όχι η νίκη μου,
αλλά η μεγάλη νίκη
θα φθάσει,
ακόμα και μουγγός θα πρέπει να μιλήσω]
ΙΣΩΣ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
'Ισως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι
σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,
που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,
και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.
ΠΟΙΟΙ ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΝ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ;
Ποιος αγαπήθηκε όπως εμείς; Να ψάξουμε
τις παλιές στάχτες της καμμένης καρδιάς
κι εκεί να πέσουν ένα-ένα τα φιλιά μας
μέχρι να αναστηθεί το ακατοίκητο λουλούδι.
Αγαπάμε τον έρωτα που ανάλωσε τον καρπό του
και κατέβηκε στη γη με πρόσωπο και εξουσία]
ΧΑΣΑΜΕ ΠΑΛΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΕΙΛΙ
Χάσαμε πάλι αυτό το δείλι.
Κανέις δε μας είδε απόψε με ενωμένα τα χέρια
ενώ η γαλάζια νύχτα έπεφτε πάνω στον κόσμο.
Από το παράθυρο μου είδα
τη γιορτή της δύσης πάνω στους μακρινούς λόφους.
Καμιά φορά σαν ένα νόμισμα
άναβε ένα κομμάτι ήλιου ανάμεσα στα χέρια μου.
Εγώ σε θυμόμουνα με την ψυχή σφιγμένη
από εκείνη τη θλίψη μου που εσύ ξέρεις.
Τότε πού ήσουνα;
Ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους;
Λέγοντας ποια λόγια;
Γιατί θα έρθει σε ένα ξαφνικά όλος ο έρωτας
όταν νιώθω θλιμμένος, και σε νιώθω μακρινή;
Το βιβλίο που πάντα παίρνουμε το δείλι έπεσε,
και το παλτό μου κύλησε στα πόδια μου σαν λαβωμένος σκύλος.
Πάντα, πάντα απομακρύνεσαι τα βράδια
εκεί που τρέχει το δείλι σβήνοντας αγάλματα.
ΣΚΥΒΩ ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ
Σκύβω στα βράδυα τραβώ τα περίλυπα δίχτυα μου
στους ωκεανούς των ματιών σου.
Εκεί ξαπλώνει και καίγεται στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που κουνάει τα μπράτσα σαν ναυαγός.
Κάνω κόκκινα σινιάλα στα απόντα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στην όχθη ενός φάρου.
Φύλαγες μόνο σκότη, μακρινή και δική μου γυναίκα,
από το βλέμμα σου αναδύεται κάποτε η παραλία του τρόμου.
Σκύβω στα βράδυα ρίχνω τα περίλυπα δίχτυα μου
σε κείνη τη θάλασσα που πάλλει τους ωκεανούς των ματιών σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν σαν την ψυχή μου όταν σε αγαπώ.
Καλπάζει η νύχτα στη μαύρη φοράδα της
σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα στο λιβάδι.
ΔΕΝ Σ' ΑΓΑΠΩ
Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαίτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ' αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ' από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ' αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ' τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.
Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ'άλλον τρόπο,
παρά μ' ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σα δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
ΠΡΙΝ ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΩ
Πριν σε αγαπήσω, τίποτα δεν ήταν
δικό μου]
ΘΑ ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ ΔΕ Σ' ΑΓΑΠΩ
Θα ξέρεις πως δε σ' αγαπώ και πως
σ' αγαπώ αφού η ζωή μας δυο έχει τρόπους,
η λέξη είναι φτερούγα της σιωπής,
έχει η φωτιά το 'να μισό από κρύο.
Σ' αγαπώ για να σ'αγαπήσω πάλι,
τ' άπειρο για να ξαναρχίσω
κι απ' το να σ'αγαπώ για να μην πάψω]
ΜΗ ΛΕΙΨΕΙΣ ΚΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΑΚΡΙΑ ΜΟΥ
Μη λείψεις καν μια μέρα μακριά μου, γιατί να,
πώς να το πω, μου 'ναι μεγάλη η μέρα,
και θα σε περιμένω σαν στους σταθμούς εκείνους
που σε κάποια γωνιά τους πήρ' ο ύπνος τα τρένα.
Μη φύγεις καν για μια ώρα γιατί τότε
σ' αυτήν την ώρα σμίγουν οι στάλες της αγρύπνιας
κι ο καπνός που γυρεύει να 'βρει σπίτι ίσως έρθει
να σκοτώσει ως και την καρδιά μου τη χαμένη.
Μην τσακιστεί η σιλουέτα σου στην άμμο,
στην απουσία τα βλέφαρά σου μην πετάξουν]
ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΑΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΘΕΛΩ
Δε σε θέλω παρά γιατί σε θέλω,
μα απ' το θέλω στο δε σε θέλω πέφτω
κι απ' το καρτέρα, όταν δε σε προσμένω,
περνώ απ' το παγερό στο πυρωμένο.
Σε θέλω μόνο γιατί εσένα θέλω,
σε μισώ μα γι' αγάπη σου προσπέφτω,
κι είν' της αθώας αγάπης μου το μέτρο
σαν τυφλός που αγαπά να μη σε βλέπω.
Το σκληρόψυχο του Γενάρη φέγγος
την καρδιά μου θα σιγολιώσει εφέτος,
ανοίγοντάς μου στα κρυφά το στέρνο.
Μόνος στην ιστορία αυτή πεθαίνω
και πεθαίνω απ' αγάπη αφού σε θέλω,
σε θέλω, αγάπη, ως το αίμα κι ως το τέλος.
Άφησε λεύτερα τα χέρια μου.
Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Αφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -
με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!
Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!
Και συ είσαι εδώ, γυναίκα σαν άθικτο ξύλο
τώρα που η καμμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!
Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Δεν είναι έρωτας, είναι επιθυμία που ξεραίνεται και σβήνει,
είναι καταιγισμός από ορμές,
προσέγγιση του απίθανου,
αλλά υπάρχεις εσύ,
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη
όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε δεχτώ!
Cat's Dream
How neatly a cat sleeps,
sleeps with its paws and its posture,
sleeps with its wicked claws,
and with its unfeeling blood,
sleeps with all the rings--
a series of burnt circles--
which have formed the odd geology
of its sand-colored tail.
I should like to sleep like a cat,
with all the fur of time,
with a tongue rough as flint,
with the dry sex of fire;
and after speaking to no one,
stretch myself over the world,
over roofs and landscapes,
with a passionate desire
to hunt the rats in my dreams.
I have seen how the cat asleep
would undulate, how the night
flowed through it like dark water;
and at times, it was going to fall
or possibly plunge into
the bare deserted snowdrifts.
Sometimes it grew so much in sleep
like a tiger's great-grandfather,
and would leap in the darkness over
rooftops, clouds and volcanoes.
Sleep, sleep cat of the night,
with episcopal ceremony
and your stone-carved moustache.
Take care of all our dreams;
control the obscurity
of our slumbering prowess
with your relentless heart
and the great ruff of your tail.
]
Η Θάλασσα
Εχω αναγκη τη θαλασσα γιατι με διδασκει]
[size=16]Η ποίηση [/size]
Κι ήταν σ αυτήν την ηλικία
Όταν ήρθε να με βρει η ποίηση.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω από που ξεπρόβαλλε
απ τον χειμώνα η απ το ποτάμι.
Δεν γνωρίζω ούτε πως, μήτε, πότε
Όχι, δεν ήσαν φωνές, δεν ήσαν λέξεις,
Ούτε η σιωπή
Μα με καλούσε από κάποιο δρόμο
Απ' τα κλαδιά της νύχτας.
Ξάφνου ανάμεσα στους άλλους
ανάμεσα σε βίαιες φωτιές
η επιστρέφοντας μονάχος,
στέκονταν εκεί
δίχως πρόσωπο,
με άγγιζε.
Δεν ήξερα τι να πω
Δεν ήξερε το στόμα μου να ονομάσει
Τυφλοί ήσαν οι οφθαλμοί μου
και κάτι μπήγονταν στην ψυχή μου
Πυρετός ή χαμένες πτερούγες,
και σχηματίστηκα μονάχος
αποκρυπτογραφώντας αυτήν την πληγή
κι έγραψα την πρώτη συγκεχυμένη γραμμή
Αόριστη, ασώματη, καθαρή
Ανοησία
Γνώση
Εκείνου που τίποτα δεν ξέρει
Κι είδα ξάφνου
τον ουρανό εκκοκισμένο κι ανοιχτό
πλανήτες,
παλλόμενες φυτείες
διάτρητη σκιά
κοσκινισμένη
από βέλη, από φωτιά και λουλούδια
η νύχτα που κυλάει και συντρίβει το σύμπαν
Και γω η έσχατη ύπαρξη
Μεθυσμένος απ τ απέραντο
έναστρο κενό
κατ' εικόνα κι ομοίωση
του μυστηρίου
ένιωσα καθάριο κομμάτι
της αβύσσου.
Κυλούσα μαζί με τ άστρα,
διαλύθηκε η καρδιά μου μέσα στον άνεμο.
[size=18]Αργοπεθαινει...[/size]
Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο " ι " αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια , που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.
Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.
Μη λείψεις κάν μιά μέρα μακριά μου,γιατί νά,
πώς να το πώ,μου'ναι μεγάλη η μέρα,
και θα σε περιμένω σάν στούς σταθμούς εκείνους
που σε κάποια γωνιά τους πηρ'ο ύπνος τα τρένα.
Μή φύγεις κάν για μιά ώρα γιατί τότε
σ'αυτήν την ώρα σμίγουν οι στάλες της αγρύπνιας
κι ο καπνός που γυρεύει νά'βρει σπίτι ίσως έρθει
να σκοτώσει ώς και την καρδιά μου τη χαμένη.
Μήν τσακιστεί η σιλουέτα σου στην άμμο,
στην απουσία τα βλέφαρά σου μήν πετάξουν]
Απ'τα που θαύμασα άστρα,μουσκεμένα
από λογής ποτάμια και δροσούλες,
διάλεξα μόνο εκείνο που αγαπούσα
κι από τότε κοιμάμαι με τη νύχτα.
Απ'τό κύμα,ένα κύμα κι άλλο κύμα,
πράσινο πέλαο,πράσινο κλωνάρι,
δε διάλεξα παρά ένα μόνο κύμα,
τ'αδιαίρετο το κύμα του κορμιού σου.
'Ολες οι σταλαξιές,οι ρίζες όλες,
και του φωτός όλα τα νήματα ήρθαν,
αργά ή νωρίς ήρθανε να με δούνε.
Τα μαλλιά σου εγώ θέλησα για μένα.
Κι απ'όλες της πατρίδας μου τις χάρες
την άγρια μόνο διάλεξα καρδιά σου....
ΣΗΜΕΡΑ είναι]
'Ισως είμαι ή δεν είμαι πληγωμένος
απο μιά της δικής σου ζωής αχτίδα
και στο λόγγο η βροχή με σταματάει
που με τον ουρανό της πέφτει αντάμα.
Τη βρεγμένη καρδιά μου αγγίζω τότε]
Καημό Καημό σταυρώνει τα νησιά της η αγάπη
και ρίχνει ρίζες που ύστερα το κλάμα τις ποτίζει,
και δεν μπορεί κανένας να ξεφύγει τους πήδους
της καρδιάς που καλπάζει μουγκή και σαρκοβόρα.
Γυρέψαμ'έτσι οι δυό μας μια τρύπα,άλλον πλανήτη,
όπου να μην αγγίζει τ'αλάτι τα μαλλιά σου,
όπου να μη φυτρώνουν πόνοι από φταίξιμό μου
και να ζεί το ψωμί χωρίς λαχτάρες.
Πλανήτη απο αποστάσεις και κλαριά μπερδεμένον,
σε μιά ερημιά,ένα βράχο σκυθρωπό κι ακατοίκητο,
με τα ίδια μας τα χέρια μια φωλιά στέρια θέλαμε
να φτιάξουμε χωρίς ζημιά μήτε πληγές ή λέξεις,
μά η αγάπη δεν ήταν παρά μια τρελή πόλη
όπου ο κόσμος χλωμιάζει στα μπαλκόνια....
Δεν έχω πιο πολύ,δεν έχω πάντα.Μές στην άμμο
τα χαμένα της πόδια άφησε η νίκη.
Ειμ'άνθρωπος φτωχός δοσμένος στο ν'αγαπά
τους όμοιους του.
Σ'αγαπώ,άς μη σε ξέρω.Δε χαρίζω,μηδέ πουλάω
αγκάθια.
'Ισως το ξέρουν πώς δεν πλέκω ματωμένα
στεφάνια,πως πολέμησα τη χλεύη,
την πλημμυρίδα της ψυχής μου γέμισα μ'αλήθεια,
πλήρωσα τον αχρείο με περιστέρια.
Δεν έχω εγώ ποτέ,γιατί ήμουν,είμαι
και θα'μαι αλλιώτικος.Και στ'όνομα
του έρωτα μου που αλλάζει διαλαλώ την αγνότητα.
Πέτρα της λήθης μόνον είν'ο θάνατος.
Σ'αγαπώ,τη χαρά φιλώ στο στόμα σου.
Φέρτε ξύλα ν'ανάψουμε φωτιές στα κορφοβούνια.
ΠΙΚΡΗ ΑΓΑΠΗ,βιολέτα μέ στεφάνι απ'αγκάθια,
χέρσα γή πετρωμένη μεσ'απ'τά τόσα πάθη,
κοντάρι της οδύνης,σέπαλο της οργής,
πως κι από δρόμους ποιούς έφτασες στην ψυχή μου;
Γιατί άξαφνα να ρίξεις την αλγεινή φωτιά σου
στου δρόμου μου τα παγωμένα φύλλα;
Ποιός σου μαθέ τα βήματα που ώς εμένα σε φέραν;
Ποιά πέτρα,ποιό άνθος,ποιός καπνός σου δείξαν τη
μονιά μου;
Σίγουρο είναι πώς τρέμισεν η πολύτρομη νύχτα,
γιόμισ'η αυγή τίς κούπες όλες με το κρασί της
κι ο ήλιος την επουράνια του στέριωσε παρουσία,
ενώ μ'έζωνε ο έρωτας σκληρός κι ανυποχώρητος
ώσπου πληγώνοντάς με μ'αγκάθια και με σπάθες
άνοιξε στην καρδιά μου καυτερό μονοπάτι.
ΜΕΣ ΣΤΑ ΔΑΣΗ,χαμένος,μιά μουντή έκοψα κλάρα
και στα χείλη,διψώντας ύψωσα το θρόισμά της:
η φωνή ίσως και νά'ταν της βροχής που θρηνούσε,
μιά σπασμένη καμπάνα ή μιά καρδιά κομμένη.
Κατιτίς πού από τόσο μακριά μου φαινόταν
για τα καλά κρυμμένο,σκεπασμένο απ'το χώμα,
μιά κραυγή που την κούφαναν απέραντα φθινόπωρα
με το υγρό και μισάνοιχτο σκοτάδι των φύλλων.
Όμως εκεί,ξυπνώντας απ'τ'όνειρο του δάσους,
μπρός στο στόμα μου λάλησε της φουντουκιάς η κλάρα
κι η περίπλανη οσμή της σκαρφάλωσε στην κρίση μου
σάν νά μ'αναζητούσαν ξάφνου οι ρίζες
που εγκατάλειψα,η γή που από παιδί είχα χάσει,
κι απ'τη νομάδισσα ευωδιά στάθηκα πληγωμένος.
ΠΕΙΝΩ για τη φωνή σου,το στόμα σου,το δέρμα,
καί στους δρόμους γυρνώ νηστικός,βουβαμένος,
δέ μέ κρατάει πιά το ψωμί,κι η αυγή μ'αναστατώνει,
γυρεύω τών ποδιών σου τον υγρό ήχο στη μέρα.
Με κόβει πείνα γιά το γλιστερό σου γέλιο,
τα χέρια με του οργίλου σταροσωρού το χρώμα,
πεινώ για τη χλωμή την πέτρα των νυχιών σου,
θέλω σά φρέσκο αμύγδαλο τό δέρμα σου να φάω.
Θέλω να φάω τη λάμψη πού'καψε η ομορφιά σου,
την περήφανη μύτη του αγέρωχου προσώπου,
τόν φευγαλέο να φάω των βλεφάρων σου ίσκιο
κι έρχομαι πεινασμένος κι οσφραίνομαι το σούρουπο
γυρεύοντάς σε,τη ζεστή γυρεύοντας καρδιά σου
σάν ένας πούμα στη μοναξιά του Κιτρατούε.
ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΚΕΡΙΑ,μήλο σάρκας,ζεστή σελήνη,
πηχτή ευωδιά από λάσπη,φώς και φύκια στουμπισμένα,
ποιά σκούρα λάμψη ανοίγει στίς κολόνες σου ανάμεσα;
Ποιά αρχαία ο άνθρωπος νύχτα ψαύει με τίς αισθήσεις;
Είν'η αγάπη ταξίδι μέ νερό και μ'αστέρια,
μ'αέρα πνιχτό και βίαιες τ'αλευριού καταιγίδες]
ΑΓΑΠΩ το κομμάτι γής πού εσύ'σαι,
γιατί από τα πλανητικά λιβάδια
άλλο αστέρι δέν έχω.Εσύ του σύμπαντος
τον πολλαπλασιασμό επαναλαμβάνεις.
Τα μεγάλα σου μάτια είναι το φέγγος
πού'μεινε απ'των αστερισμών την ήττα,
πάλλει το δέρμα σου όμοια με τους δρόμους
που στη βροχή διατρέχει ένα μετέωρο.
Έχουν τόσο φεγγάρι για μέναν οι γοφοί σου,
τόσο ήλιο το βαθύ στόμα σου κι η ηδονή του,
τόσο φώς που φλογίζει σά μέλι μές στόν ίσκιο
η καρδιά σου η καμένη από κόκκινες αχτίδες,
κι έτσι διατρέχω με φιλιά τη φωτιά του κορμιού σου
μικρή μου περιστέρα,πλανήτη γεωγραφία.
Ω,ΜΕΣΑ ΜΟΥ άς μου απλώσει το στόμα της η αγάπη,
κι άλλο πιά δίχως άνοιξη στιγμή μην υποφέρω,
δεν πούλησα παρά τα χέρια μου στον πόνο,
τώρα άσε με με τα φιλιά σου,αγαπημένη.
Σκεπάσ'το φώς του ορθάνοιχτου μήνα με τ'αρωμά σου,
με τα μαλλιά σου σφάλισε τις πόρτες,
και για μένα θυμήσου πώς ξυπνώ μες στο κλάμα,
γιατ'είμαι στα όνειρά μου κάποιο παιδί χαμένο
που ψάχνει μες στης νύχτας τη φυλλωσιά τα χέρια σου,
την επαφή απ'το στάρι που εσύ μου μεταγγίζεις,
μιά λάμπουσα αρπαγή ενέργειας κι ίσκιου.
Ώ,τίποτ'άλλο από ίσκιο,αγαπημένη
όπου να μ'ακολουθάς μες στα όνειρά σου
και να μου λές την ώρα του φωτός.
ΕΝΑ ΣΗΜΑ δικό σου ψάχνω σ'όλες τις άλλες,
στο τραχύ κι όλο κούρμπες των γυναικών ποτάμι,
κοτσίδες,μάτια μόλις βυθισμένα,
πόδια όλο φώς που στον αφρό γλιστρώντας αρμενίζουν.
Ξάφνου νομίζω πως τα νύχια σου ξεκρίνω
φευγατικά,στενόμακρα,μιάς κερασιάς ανίψια,
κι όπως το δέρμα σου περνάει,θαρρώ πως βλέπω
την πύρινη μές στο νερό να φλέγεται θωριά σου.
Κοίταξα μα καμιά δεν είχε το σφυγμό σου,
το φώς,το σκούρο χώμα πού'φερες απ'το δάσος,
καμιά τα τόσα δά δεν είχε αυτιά σου.
Είσαι ολική και σύντομη,απ'όλες είσαι η μία,
κι έτσι μαζί σου αρχίζω να διατρέχω αγαπώντας
ένα φαρδύ Μισισιπή με γυναικίσια μπούκα.
ΘΑ ΞΕΡΕΙΣ πως δε σ'αγαπώ και πως
σ'αγαπώ αφού η ζωή μας δύο έχει τρόπους,
η λέξη είναι φτερούγα της σιωπής,
έχει η φωτιά τό'να μισό από κρύο.
Σ'αγαπώ για να σ'αγαπήσω πάλι,
τ'άπειρο για να ξαναρχίσω
κι απ'το να σ'αγαπώ να μην πάψω]
ΣΗΜΕΡΑ είναι]
ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΣΟΥ είναι κάποιου δέντρου μισάνοιχτου
απο μιά αχτίδα,μια αστραπή ασημωμένη
που απ'το στερέωμα πέφτει και σπάει μές στο ποτήρι
χωρίζοντας στα δυό με μιά σπαθιά το δέντρο.
Μονάχα στους βουνότοπους με το χιονισμένο φύλλωμα
γεννιέται γέλιο σαν το δικό σου,αγαπησιάρα,
είναι το γέλιο του λυτού στα ψηλώματα αγέρα,
της αροκάριας η συνήθεια,αγαπημένη.
Βουνίσια εσύ δικιά μου,τσιγιανέχα ολοφάνερη,
κόψε με τα μαχαίρια του γέλιου σου τη νύχτα,
το πρωί,του μεσημεριού το μέλι,
και τα πουλιά απ'το φύλλωμα στον ουρανό άς πηδήσουν
όταν σαν κάποια λάμψη σκορποχέρα
το γέλιο σου της ζωής το δέντρο σπάσει.
ΣΠΑΣΜΕΝΑ τζάμια,αγκάθια,αρρώστιες,θρήνοι
πολιορκούν νύχτα μέρα της ευτυχίας το μέλι
και δε φελάνε κάστρα και τοίχοι και ταξίδια]
ΛΕΝ ΨΕΜΑΤΑ όσοι λέν πώς έχασα το φεγγάρι,
κι αυτοί προφητέψαν το αμμουδερό μου μέλλον,
είπαν τόσα και τόσα με τις κρύες τους γλώσσες]
ΝΥΧΤΑ,η καρδιά σου,αγάπη,συδένει τη δικιά μου
και στον ύπνο άς νικήσουν οι δυό τους τα σκοτάδια
σάν ταμπούρλο διπλό που πολεμάει στο δάσος
στον παχύ τοίχο ενάντια των μουσκεμένων φύλλων.
Νυχτερινό ταξίδι,χόβολη μαύρη του ύπνου
που κόβει την αρμάθα των γήινων σταφυλιών
με την ακρίβεια κάποιου τρένου ξεμαλλιασμένου
που ίσκιους και κρύες κοτρόνες ακατάπαυστα σέρνει.
Γι'αυτό δέσε με,αγάπη,στ'άδολο πηγαινέλα,
στο πείσμα που στο στήθος σου χτυπιέται
με τα φτερά ενός κύκνου βουλιαγμένου,
έτσι που στα ρωτήματα τ'ουρανού τα αστερένια
ο ύπνος μας ν'απαντήσει μ'ένα κλειδί μονάχο,
με μιά μονάχη πόρτα σφαλισμένη απ'τον ίσκιο.
ΠΙΑ ΕΙΣΑΙ δικιά μου.Γείρε πλάι μου με τ'όνειρό σου.
Δουλειές,αγάπη,πόνος,ώρα να κοιμηθούνε.
Γυριζ'η νύχτα απάνω στις αφανές της ρόδες
κι είσαι αγνή στο πλευρό μου σάν άμπρα κοιμισμένη.
Καμιά άλλη δε θα κοιμηθεί με τα ονειρά μου,αγάπη.
Θα πλέεις,θα πλέουμε αντάμα μές στα νερά του χρόνου.
Καμιά δε θ'αρμενίσει στον ίσκιο πιά μαζί μου,
μόνο εσύ πανταζώντανη,πάντα ήλιος και φεγγάρι.
Πιά τα χέρια σου ανοίξαν τις ντελικάτες χούφτες
κι αφήσανε να πέσουν νωθρά,τυχαία σημάδια,
τα δυό μάτια σου κλείσαν σα δυό φτερούγες γκρίζες,
ενώ εγώ πάω με το νερό που σέρνεις και με σέρνει]
Μ'ΑΡΕΣΕΙ μές στη νύχτα να σε νιώθω κοντά μου,
αθώρητη στον ύπνο σου,σοβαρή κι ερεβένια,
ενώ εγώ τις σκοτούρες μου ξεμπλέκω
σαν να'ταν τάχα δίχτυα μπερδεμένα.
Απούσα,μέσα στα όνειρα ταξιδεύει η καρδιά σου,
μα το εγκαταλειμμένο κορμί σου ανασαλεύει
στα τυφλά ανζητώντας με,τον ύπνο αξαίνοντάς μου,
σαν το φυντάνι που διπλό γίνεται μές στον ίσκιο.
Ορθή,θά'σαι άλλη που αύριο θα ζήσει,
όμως απ'τα χαμένα μέτωπα μές στη νύχτα,
απ'το ζώ και δε ζώ πού βρισκόμαστε,κάτι
μένει που μές στης ζωής το φώς μας πλησιάζει
λές κι έχει με φωτιά η σφραγίδα του ίσκιου
τα κρυφά πλάσματά του σημαδέψει.
ΌΤΑΝ πεθάνω θέλω τα χέρια σου στα μάτια μου]
ΣΚΕΦΤΗΚΑ να πεθάνω,σιμά ένιωσα το κρύο,
κι απ'όσα έζησα άφηνα μόνο εσένα]
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ,άν πεθάνω κι εσύ ζήσεις,
αγάπη μου,άν πεθάνεις κι εγώ ζήσω,
μή δώσουμε άλλο έδαφος στον πόνο]
ΑΝ ΠΕΘΑΝΩ,εσύ ζήσε με δύναμη αγνή τόσο
που το θυμό άς ξυπνήσει του χλωμού και του κρύου,
σήκωσε απ'άκρη σ'άκρη τ'ανεξίτηλα μάτια,
κάνε να ηχήσει ολούθε το κιθαρίσιο στόμα.
Δε θέλω να τρεκλίζουν βήματά σου και γέλια,
το μερτικό μου στη χαρά δε θέλω να πεθάνει,
στο στέρνο μου μην κράξεις,είμαι απόντας.
Στην απουσία μου ζήσε σαν σ'ένα σπίτι μέσα.
Είν'ένα σπίτι τόσο μεγάλο η απουσία
που θα μπαίνεις σε δαύτο περνώντας απ'τους τοίχους
και θα κρεμάς τα κάδρα στον αέρα.
Είν'ένα σπίτι τόσο διάφανο η απουσία
που εγώ άν και δίχως ζωή θα σε βλέπω να ζείς
και θα ξαναπεθάνω άν δώ πως υποφέρεις.
ΠΟΙΟΙ αγαπήθηκαν όπως εμείς οι δυό;Άς γυρέψουμε
της καμένης καρδιάς την πανάρχαια στάχτη
κι ένα προς ένα άς πέσουν μέσα εκεί τα φιλιά μας
ώσπου το ερημωμένο ν'αναστηθεί λουλούδι.
Την αγάπη άς λατρέψουμε πού'δωσε τον καρπό της
και στη γή έχει κατέβει με εικόνα κι εξουσία]
Το Κλεμμένο Κλαδί Στη νύχτα θα μπούμε
για να κλέψουμε ένα κλαδί ανθισμένο.
Θα περάσουμε τον τοίχο,
στον ερεβώδη ξένο κήπο,
δυο σκιές μες στο σκοτάδι.
Ακόμα δεν έφυγε ο χειμώνας,
και ξαφνικά η μηλιά
μοιάζει να έγινε
καταρράχτης αστεριών ευωδιαστών.
Στην νύχτα θα μπούμε
ως το τρεμουλιαστό της στερέωμα,
και τα μικρά σου χέρια και τα δικά μου
θα κλέψουν τ` αστέρια.
Και σιωπηλά,
στο σπίτι μας, στη νύχτα και στο σκοτάδι,
με τα βήματά σου θα μπει
το άηχο βήμα της ευωδιάς
και με τα πόδια μ` άστρα γεμάτα
το διάφανο σώμα της άνοιξης.
Από τα
"Ερωτικά ποιήματα" του Πάμπλο Νερούδα
Σαν σήμερα πριν 109 χρόνια γεννήθηκε ο Πάμπλο Νερούδα.
Ο Πάμπλο Νερούδα (Pablo Neruda), με το φιλολογικό ψευδώνυμο του Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασοάλτο (Neftali Ricardo Reyes Basoalto) γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1904 στην πόλη Παράλ της Χιλής.
Ξεκίνησε να γράφει ποίηση σε ηλικία 10 ετών, αλλά ο πατέρας του τον αποθάρρυνε κι έτσι άρχισε να υπογράφει τα έργα του το 1946 με το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούντα, υιοθετώντας το επώνυμο του γνωστού Τσέχου συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα. Το μικρό του όνομα εικάζεται ότι το πήρε από το Γάλλο ποιητή Πωλ Βερλαίν.
Το 1921 μετακόμισε στην πρωτεύουσα, Σαντιάγο, για να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία. Κατά το διάστημα των σπουδών του, εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές: Crepusculario (1923) και Veinte poemas de amor y una cancion desesperada (Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα απελπισμένο άσμα, 1924), συλλογή για την οποία έγινε περισσότερο γνωστός. Από το 1927 ως το 1935, διετέλεσε πρόξενος στη Βιρμανία, στην Κεϋλάνη, στην Ιάβα, στη Σιγκαπούρη, στο Μπουένος Άιρες, στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη.
Στην Ιάβα γνώρισε και παντρεύτηκε την Ολλανδέζα Μαρύκα Αντονιέτα Χάγκενααρ Βόγκελζανγκ, με την οποία χώρισε μετά από έξι χρόνια, κατά τη θητεία του στην Ισπανία. Εκεί γνώρισε τη δεύτερη σύζυγός την Αργεντίνα Δέλια ντελ Καρρίλ (Delia del Carril), η οποία ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του.
Η εμπειρία του από τις άθλιες συνθήκες επιβίωσης των ανθρώπων στην Ασία, τα καταπιεστικά καθεστώτα και η φιλία του με το Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα τον οδήγησαν ακόμη πιο κοντά στον κομμουνισμό. Τα έργα του άρχισαν να γίνονται πιο πολιτικοποιημένα, με αποκορύφωμα το Κάντο Χενεράλ, το οποίο έχει μελοποιηθεί από το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Όταν ο Πρόεδρος Γκονσάλες Βιδέλα απαγόρευσε τον κομουνισμό στη Χιλή, βγήκε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του. Για τέσσερις μήνες κρυβόταν στο υπόγειο κατοικίας στην πόλη Βαλπαραΐσο, αλλά κατάφερε να διαφύγει στην Αργεντινή και από εκεί στην Ευρώπη, όπου έζησε εξόριστος από το 1948 ως το 1952. Ανάμεσα στα μέρη που έζησε ήταν και το νησί Κάπρι της νότιας Ιταλίας, γεγονός από το οποίο είναι εμπνευσμένη η ταινία «Ο ταχυδρόμος».
Κατά την εξορία του, γνώρισε και ανέπτυξε ερωτική σχέση με τη Χιλιανή τραγουδίστρια Ματίλντε Ουρρούτια (Matilde Urrutia), η οποία αποτέλεσε τη "μούσα" του για τα έργα του. Μετά το τέλος της δικτατορίας επέστρεψε στη Χιλή, αφού είχε γίνει πλέον διάσημος παγκοσμίως από τα ποιήματά του. Μετά το δεύτερο διαζύγιό του, παντρεύτηκε τελικά με την Ουρρούτια το 1966.
Το 1971, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο παρέλαβε όντας άρρωστος από καρκίνο.
Βοήθησε το Σαλβαδόρ Αγιέντε στην προεκλογική του εκστρατεία, αλλά πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγο μετά τη δολοφονία του Αγιέντε από τους πραξικοπηματίες του Πινοσέτ. Ο Πινοσέτ απαγόρευσε να γίνει δημόσιο γεγονός η κηδεία του Νερούντα, ωστόσο το πλήθος αψήφησε τη φρουρά και κατέκλυσε τους δρόμους, μετατρέποντας την κηδεία στην πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής. Το στρατιωτικό καθεστώς μέχρι το 1990 είχε απαγορεύσει τα έργα του ποιητή.
Στις 8 Απριλίου του 2013, 40 χρόνια μετά το θάνατό του, άρχισε η εκταφή του πτώματός του, με σκοπό να εξακριβωθεί αν ο Νερούδα είχε πέσει θύμα δολοφονικής επίθεσης (δηλητηρίαση) από πράκτορες του δικτατορικού καθεστώτος.
Ο Μανουέλ Αράγια, οδηγός του συγγραφέα, είχε κάνει λόγο για δηλητηρίασή του από μυστικές υπηρεσίες του καθεστώτος Πινοσέτ.
Οι πρώτες εξετάσεις στα λείψανά του έδειξαν ότι ο καρκίνος του προστάτη από τον οποίο έπασχε είχε προχωρήσει και υπήρχαν μεταστάσεις και σε άλλα σημεία του σώματός του.
Από το ποιητικό του έργο ξεχωρίζουν:
• «Crepusculario»
• «Veinte poemas de amor y una canciσn desesperada»
• «Residencia en la tierra»
• «Tercera residencia»
• «Canto general»
• «Los versos del capitαn»
• «Odas elementales»
• «Extravagario»
• «Memorial de Isla Negra» και
• «Confieso que he vivido»
Πηγή: Wikipedia