Η ζωή που τρέχει
Φάμελλος Μανώλης
Μέσα απ' τα όνειρα και μέσα απ' την σιωπή
τραγούδια σου 'φερνα θυμάμαι μια εποχή
Πόσο προσπάθησα τα λόγια για να βρω
ποιο θέλεις σήμερα για αντίο να σου πω
Ποιο τραγούδι πες μου, ποιο μπορεί
να μου δώσει πίσω το φιλί
να μου φέρει πίσω ποιο μπορεί
την δική σου αγάπη μέσα από την στάχτη
Ποιο τραγούδι τώρα ποιο μπορεί
τη χαρά μου που έχασα να βρει
και να σταματήσει ποιο μπορεί
τη βροχή που πέφτει, τη ζωή που τρέχει
Το δρόμο σου ‘δειξα να πάρουμε μαζί
καρδιά μου διάλεξες να φύγεις μοναχή
Και τα τραγούδια μας στα σύρματα πουλιά
μη με ρωτήσεις πως σωπάσαν ξαφνικά
Ξέχνα
Φάμελλος Μανώλης
Από τα πιο όμορφα τραγούδια που έχω ακούσει
ποτέ εξαιρετικά αφιερωμένο στη Μαρίνα
Αν υπάρχουν κάποια λαθάκια, ενημερώστε με
Δεν θυμάμαι τις μεγάλες στιγμές
μα μου λείπουν διπλά οι μικρές οι χαρές μας
έχουν κάτι αιχμαλωτίσει από αυτές
όλα εδώ γύρω προβάλλουν λες στις σκιές μας
Τρέχω σε λεωφόρους μακρινές
σε τοπία καμένα
κι είν' τα δέντρα γυμνά σαν προσευχές
από τα δάκρυα πλυμένα
Ξέχνα, ξέχνα
πάρε πίσω τα δώρα τι ωφελεί να θυμάσαι ξανά
Ξέχνα, ξέχνα
μα όσα ζήσαμε ως τώρα δε μπορείς να τα πάρεις μακριά
Τώρα άσκοπα περνάει ο καιρός
σε δωμάτια λευκά, σκονισμένα αρχεία
και το νήμα μου ξεφεύγει διαρκώς
τρέχοντας πίσω απ' τη δικιά σου οπτασία
Πάλεψα να σ' αγαπήσω αληθινά
χωρίς να ψάξω τον λόγο
κι αυτό μου αρκεί να σε κρατάω παντοτινά
πέρα απ' τη γη και το χρόνο
Ξέχνα, ξέχνα
πάρε πίσω τα δώρα τι ωφελεί να θυμάσαι ξανά
Ξέχνα, ξέχνα
μα όσα ζήσαμε ως τώρα δε μπορείς να τα πάρεις μακριά
Πάλεψα να σ' αγαπήσω αληθινά
χωρίς να ψάξω τον λόγο
κι αυτό μου αρκεί να σε κρατάω παντοτινά
πέρα απ' τη γη και το χρόνο
Ξέχνα, ξέχνα ]x2
Ρίξε στο ψαχνό
Φάμελλος Μανώλης
Σε έριξε το κύμα σ' ένα ξερό νησί
κι η μαύρη μου η μοίρα σα βότσαλο γυμνή
Μέσα μου οι αέρηδες φουσκώσανε πανιά
Ποιος δαίμονας μας σήκωσε ψηλά
Σε πήρα από το χέρι, ή μήπως πρώτα εσύ
Κανείς πως να το ξέρει, αν χάνει απ' την αρχή
Όταν της θύελλας υψώθηκε η σκιά
και με ξερίζωσε σαν σάπια καλαμιά
Έχεις μια κρύα, παγωμένη καρδιά
κι έχω καμένα, στάχτη τα φτερά
κι όταν μάθω να σ' αντέχω
δε θα θέλω να σε έχω πια
Είναι βαρύ το χώμα, βάσανο η φυλακή
κι είναι γλυκό το στρώμα, όταν πέφτεις πάνω εσύ
Όταν τα μάτια σου γυρίζουνε ψηλά
και τα σεντόνια αρπάζουνε φωτιά
Έχεις μια κρύα, παγωμένη καρδιά...
Είμαι μπροστά σου, το στήθος γυμνό
Στο λέω ρίξε, ρίξε στο ψαχνό
Να τελειώσουνε τα πάντα
και να σβήσει της φωνής σου η ηχώ
Φυλακή
Φάμελλος Μανώλης
Εγέρασα, εγέρασα μανούλα μου
πρωτύτερα από σένα, από σένα
Δε με γερά-, γεράσαν γέρατα
Δε με γεράσαν ξένα, τα ξένα
Με γέρασεν η φυλακή
της Πύλου τα μπουντρούμια
Χρόνια και χρο-, και χρόνια καταγής
στον τοίχο ακουμπισμένος, αχ μάνα
Έλιωσε το, αχ, το κορμάκι μου
και το δεξί μου χέρι, το χέρι
Παρακαλώ την Παναγιά
το χέρι μου να γιάνει
Χαρταετός
Φάμελλος Μανώλης
Έσβησαν τα όνειρα έσβησαν έγινε πρωί
άνοιξα την πόρτα άνοιξα ήλιος να με δει
Ήρθες και στο δρόμο μου φώτισε ο ουρανός
μα η καρδιά μου πέταξε κόκκινος χαρταετός
Σ' έχω ανάγκη σαν παιδί
μην μ' αφήσεις να γυρίσω εκεί
στον εαυτό μου στη σιωπή
κρύα θάλασσα έρημο νησί
Άψυχα κορμιά στα χέρια μου άχρηστα κλειδιά
δεν μου μένει τίποτα, τίποτα δε μου φτάνει πια
Έλα ας περπατήσουμε μακριά από τον θόρυβο
τις πληγές να κλείσουμε έχουμε όλο τον καιρό
Κόλλησα στο μέλι
Φάμελλος Μανώλης
Κάτι θα μου λείπει
Κάτι θα μου περισσεύει
κι όλο κάτι, τι ειρωνεία
στη γωνία περιμένει
Τη γλυκιά ηδονή
να γευτεί ποιος δε θέλει
όλο εκεί ο νους μου πάει
πάει, κόλλησα στο μέλι
Κόλλησα στο μέλι
να ο δρόμος κατεβαίνει
κι όλο λέω στη στροφή
η πορεία θ' αντιστραφεί
Και θα κάνω επιτέλους
με το θηρίο ειρήνη
να 'ναι μία μέσα σ' όλες
κι όλες να 'ν' μέσα σε κείνη
Μα ο κακός μου εαυτός
απ' τη μύτη με σέρνει
ο παράδεισος
μπορεί να περιμένει
Θα γίνουμε κάποτε
πλάσματα ανώτερα
μα μην το παιδεύεις τώρα
άστο γι' αργότερα
Μία αγάπη μία
σ' έψαχνα με αγωνία
αυτό το πλάσμα που ζει
σ' άλλη χώρα ή εποχή
Να 'γερνα στην αγκαλιά σου
που όλη η φύσις ησυχάζει
σ' είχα πλάσει τόσο ωραία
που καμιά να μη σου μοιάζει
Όμως δε σε βρήκα
πάτησα μια μαύρη τρύπα
και που βγήκα μετά
απ' τη λάθος μεριά
Είν' αυτός πάλι εκεί
με το μαύρο καπέλο
Χτύπα με αν σου βαστάει
πάντοτε θα σου ξεφεύγω
Ο εαυτός μου κι εγώ
σ' ένα κρύο σταυροδρόμι
μονομάχοι στη Δύση
με το χέρι στο πιστόλι
Ακούω ένα μπαμ
και με πήραν τα αίματα
Σε σκότωσα αγοράκι
και στ' αλήθεια και στα ψέματα
Πως χάθηκα, ξεχάστηκα
στο σκοτεινό καθρέφτη
άραγε πως από κει στο φως
κανείς πως επιστρέφει ξανά
Κάτι πάλι λείπει
Κάτι πάλι περισσεύει
κι όλο κάτι, τι ειρωνεία
στη γωνία περιμένει
Θέλει πίστη κι ασκητεία
ένας θεός ξέρει τι θέλει
Αλλά που να ξεκολλήσω
εγώ κόλλησα στο μέλι
Κι ο κακός μου εαυτός
απ' τη μύτη με σέρνει
ο παράδεισος
μπορεί να περιμένει
Είναι τώρα ή ποτέ
πριν κυλήσω χειρότερα
όσο κι αν του δίνεις
αυτός σου ζητάει περισσότερα
Πως χάθηκα, ξεχάστηκα...
Κάθε όνειρο στο χάρτη
Φάμελλος Μανώλης
Καθώς μικραίνει η μέρα
Καθώς βαραίνει ο χρόνος
Που πλησιάζω τώρα
Κι όλο στενεύει ο δρόμος
Κάπου ένα φως ανάβει
Εγώ θ’ ακολουθήσω
Μα το μισό εαυτό μου
Πάλι θ’ αφήσω πίσω
Κάποτε είδα την αλήθεια
ένα τραίνο περιμένοντας
όμως χάθηκε στα βάθη
του ορίζοντα χορεύοντας
Μα που έχω κάνει λάθος
Τι άφησα στην τύχη
Τα πιο γλυκά όνειρα μου
Πάντα κερδίζει η λήθη
Πέρα από την ομίχλη
Ανοίγεται μια χώρα
Μα τη μικρή αγκαλιά σου
Θα προτιμούσα τώρα
Κάποτε είδα την αλήθεια
Ένα πλοίο περιμένοντας
Όμως χάθηκε στα βάθη
Κάποιας θάλασσας χορεύοντας
Μα το ξέρω πως στο τέλος
Κάθε πόθος κάθε αγάπη
Κάθε πόλη κάθε δρόμος
Κάθε Όνειρο στο χάρτη
Κάπου όλα γίνονται ένα
Κάθε πόθος κάθε αγάπη
Κάθε πόλη κάθε δρόμος
Κάθε Όνειρο στο χάρτη
Καθώς μικραίνει η μέρα
Καθώς στενεύει ο χρόνος
Όσο πηγαίνω τώρα
Με κλείνει μέσα του ο δρόμος
Μαύρο μου πουλί
Φάμελλος Μανώλης
Μαύρο μου πουλί απ' τα πέρατα
Πέρασες τη γη και τα πέλαγα
Είδες τ' ουρανού τα κρυφά στενά
και του ορίζοντα τα γυμνά βουνά
Είδα τη βροχή και τον κεραυνό
και της λησμονιάς τον ωκεανό
Πέρα απ' τη σιωπή και το τίποτα
άκουσα πικρά λόγια, ανείπωτα
Είδες τη σκιά και το θάνατο
Πήρες μυστικό δρόμο αδιάβατο
Μαύρο μου πουλί, αγριομάτη μου
Είδες, πες μου, εκεί την αγάπη μου
Πήρα το μακρύ μονοπάτι της
Πέτρα σου 'φερα απ' το δάκρυ της
Βρήκα το μικρό το μαντήλι της
Αίμα το 'βαψε απ' τα χείλη της
Οι γυναίκες με τα μαύρα
Φάμελλος Μανώλης
Οι γυναίκες με τα μαύρα, ξυπνούν τα χαράματα
στα στενά τους μπαλκόνια σκουπίζουν τα φύλλα
και κοιτάνε τη θάλασσα
Γυναίκες με μαύρα, σκισμένη αγκαλιά
παντρεμένες με βία ή από αγάπη βαθιά
οι μικρές που γαμπρίζουνε, εποχές τους θυμίζουν
που ήταν τα δάκρυά τους δροσερά...
Τις βλέπω καθώς γυρίζουν παρέα απ’ τα μνήματα
τις ακούω ψιθυρίζουν σε χιλιάδες ορόφους
και μοιράζουν γλυκίσματα
Και στα παιδιά τους χαρίζουν κειμήλια ακριβά
μα οι γραμμές τους βουίζουν, δε τα βλέπουν συχνά
κι όλα αυτά τις πληγώνουνε μα στο τέλος φιλιώνουν
γιατί ποιος σαν τη μάνα ξέρει ν’ αγαπά
Κι όλο στρώνουν, ξεστρώνουν και τινάζουν χαλιά
σε σαλόνια όπου χρόνια άνθρωπος δεν πατά
και τα βράδια ζαρώνουνε όταν οι φόβοι τις ζώνουν
πάντα την πόρτα κλειδώνουν διπλά
Και τότε τις προσευχές τους τις πνίγουν τα κλάματα
γιατί είναι οι ζωές τους του φθινοπώρου φύλλα
που σκορπάνε στη θάλασσα...
Σ' έχω τόσο ονειρευτεί
Φάμελλος Μανώλης
Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί, που δεν ξέρω πια
Αν είσαι αληθινή ή μέσα στ’ όνειρο ζεις μονάχα
Εσύ στο δρόμο μου μυστικός ορίζοντας
Ήλιος στα μάτια μου, τα μάτια μου κλείνοντας
Όνειρο γίνομαι κι εγώ
Γίνεται η θάλασσα βροχή
ποτάμι η βροχή ξανά
που πλημμυρίζοντας τη γη
μας παρασέρνει μακριά
Κι όλη η ζωή μας θα χαθεί
σαν κύμα στον ωκεανό
σαν μια βάρκα από χαρτί
σαν πολιτεία στο βυθό
Σ’ έχω τόσο ερωτευτεί, που θεέ μου πια ξέχασα
αν σε γνώρισα ποτέ ή στο μυαλό μου σ’ έπλασα
Πρόσωπα αδιάκοπα, μπροστά μου περνούν
μα μες στη σκέψη μου οι εικόνες σου γυρνούν
Όνειρο γίνομαι κι εγώ
Γίνεται η θάλασσα βροχή...
Η ευτυχία είναι αυτό
Φάμελλος Μανώλης
Πια το τρένο από ‘δω δεν περνά μα στο ρολόι ανάποδα ο δείκτης γυρίζει
Και τα φώτα των φρένων ανάβουν εκεί Βαθιά μες τη νύχτα μια σειρήνα σφυρίζει
Δευτερόλεπτα πριν, χρόνια μετά, ξαφνικά είμαστε μόνοι σε μια άγνωστη ερημιά
Μια φωτεινή επιγραφή, εδώ χάθηκε κάποτε του μύθου η κλωστή
Ότι ζήσαμε, πια είναι σχήμα κλειστό ό,τι χτίζουμε σκορπάει στον άνεμο
Έτσι είναι γραφτό, η ευτυχία είναι αυτό, που περιμένουμε να ‘ρθεί
Μα κάτι ζωντανούς μας κρατά κι’ είναι μόνο ένα βήμα, ένα βήμα πιο πέρα
Ο αέρας της πόλης αλλάζει ξανά, τα χιόνια λιώνουν γιορτάζει η μέρα
Τα μαλλιά σου οπώς λύνεις μωρό μου μπορεί και το αίνιγμα του κόσμου να λυθεί
Δεν είναι το τέλος κι η καταστροφή η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να ‘ρθεί
Φωτίζει ξανά, πια είναι σχήμα κλειστό ό,τι χτίζουμε σκορπάει στον άνεμο
Μα άσε ένα φως ανοιχτό η ευτυχία είναι αυτό, που περιμένουμε να ‘ρθεί
Πτήση
Η ώρα πέρασε κι αργείς
αμήχανα κοιτάζω
πάει περίπατο, εσύ αν δε 'ρθεις
η αίσθηση της συνοχής
στάλα δεν έχω υπομονής.
Το άρωμα του φθινοπώρου
η ερημιά των στίχων
η δίψα της επιστροφής
σ' αυτά που σε ορίζουν
στο κεφάλι μου γυρίζουν
που 'σαι Περιμπανού
να χτενίσεις τα μαλλιά σου
στον καθρέφτη τ' ουρανού.
Χαμήλωσες τα βλέφαρα
κι η θάλασσα σε πάει
ίσια στην όχθη τ' ουρανού
κι η αγάπη αλλού ζητά
η κλωστή του νου μου σπάει ως εδώ.
Ποιο άρωμα της Ανατολής
να σ' έκλεψε
στον άνεμο γλιστράς σα χελιδόνι
κι εγώ μόνος στο μπαλκόνι
που 'σαι Περιμπάνου
να χτενίσεις τα μαλλιά σου
στον καθρέφτη τ' ουρανού.
Γαλάζια μυστικά
Είσαι τραγούδι, ζεστό που ανεβαίνει
και σπέρνει στο διάβα του τη γη.
Τρέμει το σύμπαν η ώρα σημαίνει
το θέλω το θέλεις κι εσύ.
Όσα έχω ζήσει, όσα έχω νιώσει
τώρα φωτίζονται ξανά!
Πόσα για σένα, βαθιά έχω σώσει
μικρά γαλάζια μυστικά.
Βγαίνω στον ήλιο, στο δρόμο που βράζει
και νιώθω σα ρέμα που κυλά
κι είσαι η αλήθεια γλυκά που προστάζει
το βλέμμα να έχω ψηλά.
Κρίματα όσα και να βαραίνουν
τις κουρασμένες μας ζωές
κύματα μύρια κι αν μας παρασέρνουν
θα 'ρθουνε μέρες γελαστές.
Κείνη τη νύχτα
Κείνη τη νύχτα, χαμηλά το φεγγάρι, στάθηκε πάνω απ' την πόλη
κι ένας αέρας σα συναγερμός τους κρύους δρόμους σαρώνει
δες οι σκιές των δέντρων μακραίνουν
και τα παιδιά μέσα απ' τον ύπνο τους κλέβουν
τα οδηγούν μακριά.
Κείνη τη νύχτα...
Κάποιος στο δρόμο σκόνταψε σε μια πέτρα γυρνώντας απ' τη δουλειά του
κι όταν τη σήκωσε στο φως τι να δει ήτανε η καρδιά του
την έκρυψε βιαστικά στο σακάκι τρέμοντας μήπως τον δει κάνα μάτι
και έτρεξε μακριά.
Κείνη τη νύχτα...
Κάποιος στεκόταν με τις ώρες μπροστά σ' ένα κρύο καθρέφτη
ώσπου είδε το είδωλό του από κει μυστικά να του γνέφει
κι έχασε μονομιάς τη λαλιά του βαθιά κατάπιε όλα τα μυστικά του
τι να τα κάνει πια.
Κείνη τη νύχτα...
Δρόμο παίρνω
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω και στα πόδια σου γυρνάω
θα σου γράφω στον καθρέφτη πως καρδιά μου σ' αγαπάω
σ' αγαπάω ειν' ένα ψέμα δίχως όρια κι ελπίδα
κι εγώ θύμα που επιστρέφω στη θανάσιμη παγίδα.
Όταν η νύχτα πέφτει στ' άγρια στενά
απ' του πάθους σου το ξέφτι, αρπάζομαι σφιχτά.
Πάμε χίλιες και μια νύχτες κάτω απ' το χλωμό φεγγάρι
που προσεύχομαι στο φως του μακριά σου να με πάρει
κι όσο φεύγω, φεύγω, φεύγω σέρνομαι όλο πιο κοντά σου
και τις σάρκες μου ξεσκίζω στα απάτητα βουνά σου.
Στο πρόσωπό σου απλώνει, εφιαλτική σκιά
Σκιά που με τυφλώνει τόσο απίστευτα γλυκιά.
Φύλακας του τείχους
Ζω για χρόνια εδώ, φύλακας του τείχους
χόρτασα φωτιά, χόρτασα από μύθους
Μύρισε ξανά, μαύρο καλοκαίρι
στάχτη θα το βρεις, που γλιστρά απ' το χέρι.
Κι ειν' αργά
Ναι ειν' αργά...
Γι' άλλα δοξασμένα λόγια είναι αργά.
Με χωρίς γενιά, την ντροπή πατρίδα
έτρεξα μπροστά μα εχθρό δεν είδα
άλλο απ' τη σιωπή να κυλάει στους δρόμους
μια στρατιά σκιές με σκυμμένους ώμους.
Κι ειν' αργά
Ναι ειν' αργά...
Γι' άλλα δοξασμένα λόγια είναι αργά.
Μάτια δεν έχω
Πάω να βάλω το μπρίκι χύνω τον καφέ
το κεφάλι μου φρίκη, τα μάτια μου μπλε
ζεστή απ' το κρεβάτι δίπλα μου σαν σταθείς
στου κορμιού σου τη θέα νιώθω πάλι ασφαλής.
Γιατί μάτια δεν έχω παρά μόνο για σένα
είσαι ότι έχω πιο ιερό
Θε μου τα πόδια σου μοιάζουν τρένα
σε βάραθρο με οδηγούν να χυθώ.
Ούτε χίλια τραγούδια φτάνουν για να σου πουν
πως για σένα μονάχα τα πάθη μου επιζούν
όταν αφήνεις μωρό μου τις γάμπες σου γυμνές
τ' ουρανού οι αγγέλοι αμαρτάνουν γι' αυτές.
Κι ας μην έχει ελπίδα κι ούτε τύχη καμιά
μ' αυτή τη μελωδία γίνομαι αληθινά
γλύπτης και ζωγράφος, φωτογράφος, ποιητής
στης ψυχής μου τα βάθη ν' απαθανατιστείς.
Ήλιος και Σελήνη
Θα 'θελα να σας διηγηθώ μια αρχαία ιστορία
για κάποιο λόγο σας καλό να γίνει η αφορμή
όχι για τίποτε ήρωες που φάγαν τα θηρία
μα κάτι απλό και πλούσιο μαζί.
Κι είναι ιστορία έρωτα και παθιασμένου πάθους
τέτοιου που δεν εγνώρισε η ανθρώπινη φυλή
μα το παράφορο αίσθημα μέγα θεωρείται λάθος
αν δεν το συνοδεύει η λογική.
Ήλιο το νέο λέγανε τη νεαρά Σελήνη
που μυθική είχε ομορφιά
μα η κοινωνία τον έρωτα ν' ανθίσει δεν αφήνει
κι όλοι να τους χωρίσουνε βαλθήκανε με βία.
Της νύφης πιάνουν τους γονιούς και του γαμπρού το σόι
τους βάλαν λόγια φθονερά για τους δυο εραστές
ο Ήλιος λέει δε θα 'κανε για το αρχοντολόι
για του σπιτιού η Σελήνη τις δουλειές.
Μα ο Θεός ο σπλαχνικός τ' άδικο δεν αφήνει
κι απάλλαξε τους νέους απ' τα ανθρώπινα δεσμά
άστρο τον Ήλιο έκανε, φεγγάρι τη Σελήνη
Θαρρώ πως ειν' ακόμα εκεί ψηλά.
Και συναντιούνται στα κλεφτά λίγο μετά τη δύση
για ένα φιλί στα πεταχτά
μα ο Ήλιος βλέπεις δε μπορεί μόνη να την αφήσει
κι ολονυχτίς φωτίζει την ξανθή της ομορφιά.
Κάτι απ' το χθες
Κάτι απ' το χθες που έχει πεθάνει
κρύβει η νύχτα αυτή, η νύχτα που φτάνει
καθώς γυρίζω το κλειδί.
Κάτι που ακόμα με κρατάει
σα φυλαχτό σφιχτά, στον ύπνο της πλάι
μετρώ από την αρχή ξανά.
Τοπία ανθισμένα
που αντανακλούν το φως
με όλα σ' αυτή παραδωμένα
Θε μου, πως νιώθω ζωντανός!
Άγριο Φως
Αυτή η πόλη είναι ένα ζώο αδέσποτο
που αδιάφορο κοιμάται στο πεζοδρόμιο
σ' ένα ασπρόμαυρο όνειρο.
Μέσα σε τεύχη καλοκαιρινά
μέσα σε ετοιμοθάνατα απογεύματα, πρόχειρα γεύματα.
Όλα είναι ένα άγριο, άγριο, άγριο φως
κι ο δρόμος σιδερένιος ποταμός
μα εγώ περπατάω σαν τυφλός
είναι ένα άγριο, άγριο, άγριο φως
κι ο δρόμος σιδερένιος ποταμός
πρέπει εδώ να σταθείς ζωντανός.
Ο κόσμος που αιωρείται στο κενό
ο κόσμος που συνωστίζεται στην έξοδο, ψάχνοντας διέξοδο.
Έπειτα πάλι αρρωσταίνει και θρηνεί
σιγά σιγά μας κλείνει μέσα του σαν πληγή, σα μια παλιά πληγή.
Κάτω απ' το άγριο, άγριο, άγριο φως
ο δρόμος σιδερένιος ποταμός
στη στροφή δε θα βγείς ζωντανός.
Σ' αυτή την πόλη αντί για ουρανό
πάνω απ' τις στέγες και τα φώτα από χρώμιο
βλέπω ένα ασπρόμαυρο όνειρο.
Πλαστική Ιουλιέτα
Πλαστική Ιουλιέτα κούκλα από γυαλί η καρδιά μου για 'σένα χτυπάει
φαντασμένη και ηλίθια που με ύφος κριτή για τις τάσεις της τέχνης μιλάει
και 'γω γράμματα στέλνω ταπεινός θαυμαστής και προσφέρομαι αν θέλεις να παίξεις
κι ίσως μέσα απ' το τσούρμο των μνηστήρων σου εσύ το φτωχό ποιητή να διαλέξεις.
Κάνω γύρους θριάμβου σε στέκια γνωστά κι έτσι ο κύκλος μου θα σε γνωρίσει
τι κι αν πουν οι εχθροί πως για μια ακόμα φορά η ομορφιά το πνεύμα έχει νικήσει.
Πλαστική Ιουλιέτα κούκλα από γυαλί η καρδιά μου για 'σένα πονάει
κι ας το ξέρει πως όσο και να στριμωχτεί στη δικιά σου απλά δε χωράει
και το αστείο μου μούτρο ακουμπάω στο γυαλί, τ' αραιά μου εσύ νιώθεις τα γένια
Τι με 'σένα κανείς άλλο να μοιραστεί παρά λίγη χρυσή φωτογένεια.
Στα όνειρα μου κοιμάσαι δίπλα μου σα μωρό και το δάχτυλο έχεις στο στόμα
θα σε φάω ζωντανή και ας κλάψω μετά στα νεκρά σου πια διάφανα πόδια.
Πλαστική Ιουλιέτα κούκλα από γυαλί η καρδιά μου για 'σένα πονάει
γιατί είναι κι εκείνη σαν και 'σένα λειψή πεταλούδα απ' το φως που μεθάει.
Φίδι
Έχω μια γριά μηχανή που μονάχη
ξεκινά και με πάει
μέσα από ένα δρόμο στενό
που σα φίδι γλιστρά και στριφογυρνάει
σε μια διασταύρωση σκοτεινή
μια μαύρη γάτα μας κοιτάζει
χτυπάει ο αέρας με ορμή
στη στροφή έξω μας τινάζει
Κάποιος τ' όνομά μου εκεί
ακούω να φωνάζει ...
Έπειτα μακριά σιωπή
ποιος ρωτάς είναι εκεί
μια ηχώ σου απαντάει
κάποια μέρα εδώ θα χαθώ
σ' ένα δρόμο στενό
που σα φίδι γλιστράει
μακριά του κόσμου η βουή
μέσα στ' αυτιά μου σβήνει
ώσπου τ' απέραντο κενό
και τους δυο μας καταπίνει
Στο παγωμένο του κορμί
το φίδι μας τυλίγει ...
Ο αέρας τελειώνει
Εδώ μέσα που κλείστηκα ο αέρας τελειώνει
παίζει ο φόβος μου θέατρο με τις σκιές στο σεντόνι
στην αγκαλιά του διπλώθηκα είμαι παιδί και κοιμάμαι
και τα χίλια του πρόσωπα ένα ένα θυμάμαι.
Μισοθαμμένος εδώ στη μικρή μου φωλιά
έχω ένα μάτι κλειστό μα το άλλο αγρυπνά
και το τρίτο τινάζει σκάλα στον ουρανό
για τις μέρες που φεύγουνε και δεν πρόλαβα να δω.
Κι όμως έξω απ' την πόρτα μου περιμένουν σιωπηλοί
στο σκοτάδι οι δρόμοι φωσφορίζοντας
οι ήρωές μου διψάν να κατακτήσουν τη γη
και τ' άλογα μου να τρέξουν εκεί που σβήνει ο ορίζοντας.
Εδώ μέσα που κλείστηκα ο αέρας τελειώνει
βγαίνει μέσα απ' τη σκέψη μου ένας φονιάς με πριόνι
τα ψαλίδια χορεύουνε η βελόνα χτυπάει
και τα χίλια κομμάτια μου τώρα ποιος τα κολλάει.
Μισοθαμμένος εδώ στη μικρή μου φωλιά
έχω ένα μάτι κλειστό μα το άλλο αγρυπνά
και το τρίτο τινάζει σκάλα στον ουρανό
για τις μέρες που φεύγουνε και δεν πρόλαβα να δω.
Κάποιος άλλος
Έσβησαν οι λέξεις μου μέσα απ' το χαρτί
ποιός μαζί σου ήμουνα
τι είχα μοιραστεί;
πώς η αγάπη άνθησε και πώς μαράθηκε...
κάποιος άλλος ήμουνα
κάποιος που για πάντα χάθηκε
τώρα μες στα χέρια σου νιώθω ξένος πια
την καρδιά άκου πως, τώρα αλλιώς χτυπά
κι όλα μες την σκέψη μου αλλιώς φαντάζουνε
ίδιους δρόμους περπατώ, όμως πια αλλού με βγάζουνε...
κάποιος άλλος ήμουνα
ήμουνα παιδί...
θα με πήρε η άνοιξη
και ίσως να σε πίστεψα μπορεί
να έκλαψα, πίσω σου να έτρεξα μπορεί
όσο και να πόνεσα
τόσο σε συγχώρεσα
κάποιος άλλος ήμουνα μπορεί...
τι περνάει απ' το χέρι μου τι μπορώ ν' αλλάξω
τι θα βγει από την αρχή αν τα λογαριάσω
ποιός κοντά μου στάθηκε
ποιός στ' αλήθεια μ' ένιωσε
ποιός τα δώρα μου άρπαξε
κι έπειτα μακριά μου έτρεξε...
κάποιος άλλος ήμουνα
κάποιος κάπου κάποτε μπορεί...
Μετά από την Βροχή
Είδες ποτέ τα πουλιά να πετάνε
την ώρα που τα σύννεφα σβήνουνε
στις ασπρόμαυρες εικόνες σου
τα χρώματα γυρίζουνε ξανά
Θέλω τόσο και γω να γυρίσω
πέρασε ο θυμός δεν στάθηκε
άνοιξε ο άνεμος την πόρτα
τον πήρε και χάθηκε
Είδες ποτέ μετά από τη βροχή
πως γράφουν κύκλους πάνω από την πόλη τα πουλιά
Τον ουρανό γυρνάν απ' άκρη σ' άκρη
ξυπνάω και γύρω είναι γιορτή
ρωτάω τον εαυτό μου
πως κλείστηκε και πίστεψε
πως άλλη ελπίδα δεν υπάρχει...
Πόσα στο μυαλό μου γυρνάνε
πόσα την καρδιά μου πνίγουνε
σαν καράβια που με πάνε
στα βαθιά και μ' αφήνουνε
Μα είδες ποτέ τον κόσμο ν' αλλάζει
όπως έγραφε το αστέρι σου
είδα την λάμψη του να χορεύει
μωρό μες το χέρι σου
Είδες ποτέ
Μισή καρδιά
Θέλω να τρέξω πίσω μα ξέρω εκεί
πως για πολύ δε θ' αντέξω
Γρήγορα πάλι θα 'χω κυλήσει ξανά
στου μαύρου κύκλου τη ζάλη
Κι εσύ θα πετάξεις μακριά
τα όνειρα σου να βρεις και τον ήλιο
και 'γω μια πόρτα ανοιχτή
που ο αέρας χτυπά θ' απομείνω
Γίνεται μέρα, όλα ομορφαίνουν ξανά
κάτι αλλάζει εκεί έξω
μα εγώ για λίγο ας μείνω στα σκοτεινά
πιο καθαρά εδώ βλέπω
Αφού τώρα ξέρω καλά
πια ποτέ όπως πριν δε θα σε 'χω
το τίποτα εγώ πιο πολύ
απ' τη μισή σου καρδιά το αντέχω.
Η αγάπη αν είναι αυτό
Μπες στη θλίψη μου και βρες
Μια λέξη μόνο πες μου αν θες
Αν θες να σ΄αγαπήσω
Όταν τα μάτια σου κοιτώ
Το βάθος τους μη φοβηθώ
Να μπω να περπατήσω
Στο δειλινό σου να κρυφτώ
Τότε που φεύγεις
Που μ' αποφεύγεις και σε κυνηγώ
Μέσα στη νύχτα να σε συναντώ
Η αγάπη αν είναι αυτό
θα ρχομαι μαζί σου
Μα λες τη θλίψη μου φωτιά
Στον ουρανό μικρή φωτιά
Και πως να την αγγίξω
Ρωτάς ποια λέξη σου ζητώ
Που αν την πεις θα σ΄ αγαπώ
Φοβάμαι ψιθυρίζω
Στο δειλινό σου να κρυφτώ
Τότε που φεύγεις
Που μ' αποφεύγεις και σε κυνηγώ
Μέσα στη νύχτα να σε συναντώ
Η αγάπη αν είναι αυτό
θα ρχομαι μαζί σου
Στις όχθες του Θερμαϊκού
Στις όχθες του Θερμαϊκού, ναυάγησα ένα βράδυ
γιομάτη η κοιλιά κρασί και η καρδιά ρημάδι!
κι έμοιαζε σαν κατάστρωμα η Νέα Παραλία
φώτα κατάρτια ακίνητα μέσα στην τρικυμία.
Πολέμησα κι αρρώστησα στα βρώμικα νερά του
σφιχτά σα μάνα μ' έδεσε στην κρύα αγκαλιά του
κι ούτε για πέλαγα τραβώ, ούτε στην άκρη φτάνω
και χρόνια όμηρος γυρνώ στα κύματα του επάνω.
Έλα γείρε στο πλάι μου και γίνε η αγάπη μου
Έλα γείρε στο πλάι μου και γίνε η αγάπη μου
Γείρε δίπλα μου αγάπη μου
Κάτω απ' το κυπαρίσσι
Στα χόρτα τα τρυφερά
Ξάπλωσε μαζί μου
γείρε δίπλα μου
εκεί που άνεμος ξαπλώνει
εκεί που ο άνεμος πεθαίνει
καθώς η νύχτα περνά
έλα γείρε όλη νύχτα
και χόρτασε να με φιλάς
κι άσε τη σαύρα μου να σου μιλά
κι άσε τους δυο μας να μιλάμε
κάτω απ' το κυπαρίσσι
χωρίς να κάνουμε έρωτα
εκεί που ο άνεμος ξαπλώνει
εκεί που ο άνεμος πεθαίνει
καθώς η νύχτα περνά
Επιστροφή στην κορυφή
Είσαι ένα λουλούδι
Είσαι ένα λουλούδι, λουλούδι, λουλούδι
που όμως δε ριζώνει στη γη
γίνεται τραγούδι, τραγούδι, τραγούδι
που με ταξιδεύει στη βροχή.
Στη μεγάλη θάλασσα στου ουρανού το τέλος
και στις λάμψεις των αστεριών
από την αρχή ήμουν χαμένος, χαμένος
τι κι αν χάσω πάλι λοιπόν
Είσαι ένα λουλούδι, λουλούδι, λουλούδι
που όμως δε ριζώνει στη γη.
Σκοτεινός που είναι ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος
πως να βρω την πίστη μου εκεί
μα φωτίζει ο δρόμος, ο δρόμος, ο δρόμος,
ξαφνικά από μιαν αστραπή.
Πριν χαθεί στη θάλασσα
στου ουρανού το τέλος
και στις λάμψεις των αστεριών
από την αρχή ήμουν χαμένος, χαμένος
τι κι αν χάσω πάλι λοιπόν.
Επιστροφή στην κορυφή
Αν τα διαβασα ολα..λειπει το θα θελα να μουν βασιλιας!
Στο περιπου..
θα θελα να μουνα να μουν βασιλιαας
σ' ενα παλατι με ουισκι και τεκιλα
να χα μια καντιλακ τou 58
και τα ποτηρια να μου γεμιζε η Σιβιλλα
ειναι πολλα αυτα που θα θελα αστερι μου
μα απειροελαχιστα αυτα που σοu ζητωω
θα 'φτανε μονο αν μεσα στο χαλι μου
ειχα εσενα λιγο εδω
και ας μην ημουν βασιλιας
και ας την εβγαζα με ουζο και ρετσινα, τις κυριακες καπου
να τρωγαμε φτηνα και μεσοβδομαδα ας μας ετρωγε η πεινα..κ.λ.π