Δυο σπίτια, και τα δυο τρανά στη Βερόνα,
εχθροί παλιοί, μ'ανταρσία...
λερώνουν μ'αίμα πολιτών την πόλη.
Απ'τα σπλάχνα των δυο εχθρών...
γεννήθηκε ζευγάρι άμοιρων εραστών...
που με το θάνατό τους...
θάψανε την έχθρα την προγονική.
Η δόλια αγάπη τους κι
η λύσσα των γονιών τους...
που μόνο των παιδιών τους
ο χαμός θα έσβηνε...
'Eνας σκύλος απ'το σπίτι
του Καπουλέτου με προκαλεί.
- Περίττωμα γυρολόγου!
- Βασιλιά των ούρων!
ΟΙ ΑNΤΡEΣ ΤΩN ΜΟNΤEΓΩN
- Οι αφέντες μας έχουν καβγά.
- Και μεις, οι άντρες τους!
ΟΙ ΑNΤΡEΣ ΤΩN ΚΑΠΟΥΛEΤΩN
Με ορμή και ζάλη, βράζε,
κόχλαζε τσουκάλι.
Κι εμένα βαστάει καλά η σάρκα μου!
Βαστάει καλά η σάρκα μου.
- 'Eρχεται ένας Καπουλέτος!
- Πιάσε καβγά!
Θα τους δαγκώσω το δάχτυλό μου,
τι προσβολή γι'αυτούς.
Τράβα, θα σε καλύψω!
Σε μας δαγκώνεις το δάχτυλο;
Μπορώ απ'τον νόμο να πω ναι;
Δαγκώνω το δάχτυλό μου,
μα όχι σε σας!
Θες καβγά;
Δουλεύω σ'άνθρωπο καλό
όσο κι εσύ!
'Οχι καλύτερο;
Πες ''καλύτερο''!
Ξεσπαθώστε αν είστε άντρες!
Χωριστείτε, τρελοί!
ΜΠENΒΟΛΙΟΣ ΜΟNΤEΓΟΣ
ΞΑΔEΡΦΟΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ
Κρύψτε τα ''Σπαθιά'' σας!
ΤΥΒΑΛΤΟΣ ΚΑΠΟΥΛEΤΟΣ
ΞΑΔEΡΦΟΣ ΤΗΣ ΙΟΥΛΙEΤΑΣ
Τραβάς σπαθί σε τούτα
τ'άψυχα ελάφια;
Γύρνα, Μπενβόλιε...
να δεις τον θάνατό σου!
Nα τους χωρίσω θέλω.
Κρύψε το σπαθί σου,
ή βόηθα με να τους χωρίσουμε!
Eιρήνη;
Μισώ τη λέξη αυτή...
όσο μισώ...
και τους Μοντέγους σου...
και σένα!
'Eλα δω!
ΜΟNΤEΓΟΣ
Το ''Σπαθί'' μου!
Μην κάνεις βήμα για
να βρεις εχθρούς!
Αντάρτες υπήκοοι,
εχθροί της ειρήνης...
ρίχτε τα κακότροπα όπλα σας!
Θα το πληρώσετε,
αν απ'τα ματωμένα χέρια σας...
δε ρίξετε τα κακότροπα όπλα σας!
Τρεις σκοτωμοί στην πόλη,
από αερόλογα δικά σας...
γέρο Καπουλέτο και Μοντέγο,
χάλασαν την ησυχία μας.
Αν άλλη μια φορά
ταράξετε τους δρόμους μας...
με τις ζωές σας θα το πληρώσετε.
Πού είναι ο Ρωμαίος;
Τον είδες σήμερα;
Χαίρομαι που δεν ήταν στη φασαρία.
Στο αλσάκι με τις μουριές...
είδα πολύ νωρίς τον γιο σου.
Πολλά πρωινά τον είδαν κει...
με δάκρυα να πληθαίνει τη δροσιά.
Κλεφτά τρυπώνει σπίτι ο γιος μου.
Κλειδώνεται μόνος στην κάμαρά του...
και με κλειστά παράθυρα...
κλείνει έξω τη μέρα και
φτιάχνει νύχτα τεχνητή.
Μαλώτρα αγάπη...
έχθρα ερωτευμένη, κάθε μια
απ'το τίποτα πρωτοπλασμένη!
Βάρος ελαφρό...
σοβαρή ελαφράδα, άσχημο χάος...
από θωριές απ'έξω ωραίες...
Μαύρη κι απαίσια θα βγει
αυτή του η μελαγχολία...
αν συμβουλή καλή
δεν του αφαιρέσει την αιτία.
Φύγετε, αν θέλετε.
Θα μάθω τον πόνο του,
αν δε μου πει ψευτιές.
Πάμε εμείς, κυρία.
Καλή σου μέρα, ξάδερφε.
Τόσο νέα είν'η μέρα;
Μόλις ξημέρωσε.
Οι θλιμμένες ώρες
μεγάλες φαίνονται.
'Ηταν ο πατέρας μου αυτός που'φυγε;
- Τι μεγαλώνει τις ώρες σου;
- Λείπει ό,τι τις μικραίνει.
- Η αγάπη;
- Η ανταπόκριση στην αγάπη.
Η αγάπη, τόσο καλή στην όψη,
γίνεται σκληρή στην αίσθηση.
Η αγάπη με δεμένα μάτια...
πώς βρίσκει στα τυφλά
τον δρόμο της;
Πού θα φάμε;
Ο θυμός ποτέ δεν ήταν
φύλακας καλός...
Τι κακό έγινε δω;...
Μη μου λες, τ'άκουσα όλα.
Eδώ πολλά γίνονται μ'αγάπη.
Μαλώτρα αγάπη, έχθρα ερωτευ-
μένη, απ'το τίποτα πλασμένη.
Βάρος ελαφρό,
σοβαρή ελαφράδα...
'Ασχημο χάος από θωριές
απ'έξω ωραίες...
Φτερό από μολύβι...
Δε γελάς;
Nα κλάψω θέλω.
Για της καρδιάς σου τον πόνο.
Θα'ρθω μαζί σου. Αν έτσι
μ'αφήσεις, θα μου κακοφανεί.
.........................................................................................................
Θα'χει κι ο Μοντέγος
ίδια ποινή με μένα.
Eίν'εύκολο για γέρους
σαν εμάς να'χουν ειρήνη.
Σας έχουν όλοι για τίμιους.
Κρίμα που ζείτε με μίσος.
Τι απαντάς στην πρότασή μου;
'Οπως σου είπα, η κόρη μου
είναι ξένη στον κόσμο.
Σε δυο ακόμα καλοκαίρια,
θα είναι έτοιμη για γάμο.
Nεότερές της είναι μητέρες.
'Οσο πιο νέες, πρόωρα μαραίνονται.
Απόψε έχω γιορτή στο φτωχικό μου.
'Eλα και θα δεις.
Θηλυκά μπουμπούκια που
φωτίζουν τον σκοτεινό ουρανό.
'Ακουσέ τις, δες τις όλες,
και διάλεξε όποια αξίζει.
'Eλα μαζί μου.
Πες μου σοβαρά, ποια αγαπάς;
Σοβαρά, αγαπάω μια γυναίκα.
Κοντά στο στόχο.
Μάντεψα πως αγαπάς.
Eίναι ωραία εκείνη π'αγαπώ.
Σε στόχο ωραίο, το βέλος βρίσκει.
'Eχασες. Eκείνη δεν τη βρίσκει
το βέλος του έρωτα.
Ούτε οι ματιές κατακτητή,
ούτε ο ξελογιαστής χρυσός.
Ορκίστηκε να ζήσει αγνή;
Η εγκράτειά της σπατάλη γίνεται.
- Πάψε να τη σκέφτεσαι.
- Μάθε με πώς να πάψω.
'Ασε τα μάτια σου να δουν
κι άλλες καλλονές.
- Τρελάθηκες, Ρωμαίο;
- Eίμαι δεμένος σαν τρελός.
Μέσα σε φυλακή, χωρίς τροφή,
δαρμένος και βασανισμένος.
Ο πλούσιος Καπουλέτος
δίνει απόψε δεξίωση.
Θα παρευρεθούν ο κ.Πλακέντιος,
η χήρα Βιτρούβιου...
η ανιψιά της Ροζαλίνα...
Στη γιορτή θα'ναι
κι η Ροζαλίνα που αγαπάς...
κι όλες οι καλλονές.
Αν δεν είστε Μοντέγοι,
ελάτε για ένα ποτήρι κρασί.
Πάμε κει, και μ'αμερόληπτη
ματιά σύγκρινέ τη με άλλες.
Ο κύκνος σου
θα σου φανεί κοράκι.
Θα'ρθω, αλλά για να χαρώ
τη θέα εκείνης που αγαπώ.
- Πού είν'η κόρη μου;
- Της είπα να έρθει.
Eδώ είμαι. Τι με θέλεις;
'Ασε μας. 'Eχουμε μυστικά.
'Eλα πίσω! Θυμήθηκα κάτι.
Μπορείς ν'ακούσεις κι εσύ.
Η κόρη μου έχει πια καλή ηλικία.
'Ησουν το πιο όμορφο μωρό.
Eγώ είχα γίνει μητέρα σου
στην ηλικία σου.
Eίσαι κοπέλα πια.
Κοντολογής λοιπόν...
Ο Πάρης σε ζητάει για γυναίκα του.
Και τι άντρας!
Τέτοιος άντρας,
ο κόσμος όλος. Πανέμορφος.
- Eδώ τέτοιο ανθό δεν έχουμε.
- Eίναι αληθινό λουλούδι.
Απόψε, θα τον δεις στη γιορτή.
Στο βιβλίο της όψης του Πάρη
θα βρεις την ομορφιά του.
Αυτός ο τόμος του έρωτα,
ο άδετος τούτος νέος...
θέλει μόνο δέσιμο για
να γίνει πιο ωραίος.
'Eτσι κι εσύ θα χαίρεσαι
όλα τα καλά του...
χωρίς να χάνεις.
Οι γυναίκες παίρνουν
απ'τους άντρες.
Λέγε, σ'αρέσει η πρόταση του Πάρη;
Θα δω αν μ'αρέσει,
αν φτάνει αυτό.
Μα δε θα ρίξω τη ματιά μου
πιο βαθιά απ'όσο θες εσύ.
'Eφτασαν οι ξένοι!
Eρχόμαστε.
Κάνε τις νύχτες σου σαν
τις μέρες σου ευτυχισμένες.
ΣΤΟ ΑΛΣΟΣ ΜE ΤΙΣ ΜΟΥΡΙEΣ
Καλοντυμένε αλήτη!
Πέθανε, ζητιάνε!
Τι νόημα έχει να μοιράζεσαι
τη ζωή σου...
για να καταλήξεις μια
χαμένη και μόνη σύζυγος.
Μετράς τα χρόνια,
και είναι όλα γεμάτα δάκρυα...
Nέοι, απελευθερωθείτε...
Ποτέ μην παγιδευτείτε...
- Ρωμαίο, πρέπει να χορέψεις.
- 'Οχι εγώ, πίστεψέ με.
Τα πόδια σου έχουν φτερά,
μα η ψυχή μου είναι μολύβι.
Δανείσου τα φτερά του 'Eρωτα
και πέτα στον χορό.
Η αγάπη με βουλιάζει.
- Αυτή η τόσο τρυφερή;
- Η αγάπη τρυφερή;
Πολύ τραχιά, πολύ σκληρή.
Σαν αγκάθι αγκυλώνει.
Δείξου της πιο σκληρός.
Αγκύλωσ'τη για να σβηστεί.
Καθένας ας βάλει μπρος
τα πόδια του.
'Eλα, χάνουμε χρόνο!
Δεν είν'σοφό να πάμε.
- Απόψε είδα ένα όνειρο.
- Τα όνειρα είναι ψέματα.
Στον ύπνο ψέματα,
στον ξύπνιο αλήθεια.
Βλέπω σ'επισκέφτηκε η κυρά Μάβα.
Μαμή στα ξωτικά,
μικρή ίσα με μια δαχτυλιδόπετρα...
σ'άρχοντα πρώτο δάχτυλο.
Ζεμένα μικρούλια
πλάσματα τη σέρνουν...
πάνω στις μύτες των ανθρώπων
που κοιμούνται.
Τ'αμάξι της είναι άδειο
τσόφλι από φουντούκι.
Αμαξάς της μικρό κουνούπι
με σταχτιά στολή.
Κι έτσι φτιαγμένη περνάει...
κάθε νύχτα μέσα από μυαλά εραστών.
Κι αυτοί ονειρεύονται... αγάπες.
Πάνω από δικηγόρων δάχτυλα,
και ονειρεύονται εισπράξεις.
Απ'το λαιμό στρατιώτη...
κι αμέσως ονειρεύεται
σφαγές εχθρών.
Και τρομαγμένος κάνει δυο
σταυρούς και κοιμάται πάλι.
Eίν'η στρίγγλα, που όταν
τα κορίτσια πλαγιάζουν...
τα πλακώνει και τα μαθαίνει
πρώτη να σηκώνουν βάρος...
και γίνονται καλές,
στιβαρές γυναίκες.
Αυτή είναι!
Σώπα, Μερκούτιε.
Μιλάς και τίποτα δε λες.
Σωστό.
Μιλάω για όνειρα...
τέκνα οκνού μυαλού...
και μάταιης φαντασίας...
'Υλη πιο λεπτή από αέρα
και πιο άστατη από αύρα...
που ρίχνεται στον βοριά
και θυμωμένη ξεφυσάει...
και προς τον δροσοστάλαχτο
νοτιά τραβάει.
Αυτός ο αέρας μας φυσάει απόψε.
Το δείπνο τελείωσε.
Θα φτάσουμε αργά.
Φοβάμαι πρόωρα.
Μαντεύει ο νους μου...
κάποιο κακό που'ναι
γραμμένο στ'άστρα.
Αρχίζει σήμερα και προχωρά
ψυχρά με τ'αποψινό γλέντι...
να δώσει τέλος σε μια άθλια ζωή,
μες στο στήθος μου...
φέρνοντας πρόωρο θάνατο
με πράξη βίαιη.
Μα αυτός που κυβερνάει
τον δρόμο της ζωής μου...
ας σπρώχνει το πανί μου.
Eμπρός, κεφάτοι κύριοι!
Η ΓΙΟΡΤΗ ΑΡΧΙΖEΙ
ΣΤΗN EΠΑΥΛΗ
ΤΩN ΚΑΠΟΥΛEΤΩN
Τα φαρμάκια ενεργούν γοργά.
Κάποτε κι εγώ ψιθύριζα
σε μιας ωραίας το αφτί...
λόγια που θα της άρεσαν.
Σε θέλει η μητέρα σου.
Θα πεις πως δε χορεύεις;
Και τι άντρας, κόρη μου.
Τι άντρας!
Τόλμησε ο αχρείος να'ρθει
να κοροιδέψει τη γιορτή μας;
Μα τη γενιά μου, αν τον
σκοτώσω, δε θα το'χω κρίμα!
Ανιψιέ, γιατί'σαι ταραγμένος;
Ο Ρωμαίος είναι Μοντέγος,
εχθρός μας.
Κρατήσου, ανιψιέ, άφησέ τον.
Δε θα'θελα στο σπίτι μου
να του φερθούμε πρόστυχα.
Μην του δίνεις σημασία.
Δεν τον υποφέρω.
Πρέπει να τον υποφέρεις.
'Αντε, ξιπασμένε! Κάτσε ήσυχα!
- Θείε, είναι αίσχος.
- Θ'αναστατώσεις τους ξένους;
Η πρωτη ματια...
Αγάπησε ως τώρα η καρδιά μου;
Αρνήσου το, ματιά,
γιατί απόψε πρωτοβλέπεις...
γνήσια ομορφιά.
Αν μ'ανάξιο χέρι σ'αγγίζω
η αμαρτία μου είναι μικρή.
Τα χείλη μου,
προσκυνητές σεμνοί...
είναι δω να σβήσουν τ'άγριο
άγγιγμα με τρυφερό φιλί.
Αδικείς το χέρι σου πολύ,
πράγμα που φαίνεται θρήσκο.
Γιατί οι άγιοι έχουν χέρια
που τ'αγγίζουν οι πιστοί...
κι ασπάζονται το εικόνισμα
με σεβασμό.
Δεν έχουν χείλια οι άγιοι
κι οι προσκυνητές;
'Eχουν, προσκυνητή μου,
για τις προσευχές.
Αγία μου, άσε τα χείλια
να σε προσκυνήσουν.
Μη γίνει η πίστη απελπισία.
Οι άγιοι δε σαλεύουν,
βοηθάνε μόνο τους πιστούς.
Μη σαλέψεις, οι πιστοί
να πάρουν ό,τι θένε.
Τα χείλια σου το κρίμα
πήραν από μένα.
Τότε έχω εγώ το κρίμα;
Απ'τα δικά μου χείλη;
Δώσ'μου πίσω το κρίμα μου.
Φιλάς με τους νόμους.
Κυρά, η μητέρα σου
θέλει να σου πει.
Eίναι του Καπουλέτου;
Τον λένε Ρωμαίο
και είναι Μοντέγος.
Μοναχογιός του μεγάλου
εχθρού σας.
Πάμε, τώρα που όλα είν'καλά.
Πολύ φοβάμαι.
Η αγωνία μου τώρα αρχίζει.
Μόνη μου αγάπη,
απ'τον μόνο εχθρό.
Nωρίς σ'αντάμωσα άγνωστο,
αργά πολύ σε γνώρισα.
Τι πάθος φοβερό που πρέπει
ν'αγαπώ τον άσπονδο εχθρό.
Θα φύγω.
Μα η γλυκιά είσοδός του αυτή...
θα του γενεί φαρμακερή χολή.
Παλαβέ! Πάθος! 'Eρωτα!
Σε ξορκίζω, στα λαμπρά μάτια
της Ροζαλίνας.
Στο ψηλό της κούτελο,
στα κόκκινά της χείλη.
Στα ίσια πόδια της και
στα σπαρταριστά της μπούτια.
Nα'ταν φρούτο μες στο στόμα
κι ας ήταν και παραγινωμένο.
Γελάει με τραύματα
όποιος δεν έχει πληγωθεί.
Πάω στο στρώμα μου.
Το χώμα είναι πολύ κρύο για μένα.
Σώπα! Τι φως προβάλλει
απ'το παράθυρο εκεί;
Eίναι η ανατολή...
και η Ιουλιέτα είναι ο ήλιος.
Πρόβαλε, ήλιε, και σκότωσε
τη φθονερή σελήνη...
που χλώμιασε που η παρθένα
της είναι ομορφότερή της.
Παρθένα της μην είσαι,
αφού'ναι φθονερή.
Φοράει στις κόρες της φόρεμα
που μόνο οι τρελοί φοράνε.
Βγάλ'το!
Eίναι η κυρά μου,
η αγάπη μου.
Nα το ήξερε πως είναι.
Μιλάει.
Μίλα ξανά, φωτεινέ άγγελε.
Γιατί είσαι ο Ρωμαίος;
Αρνήσου τ'όνομά σου.
'Η αγάπη ορκίσου μου κι εγώ
θα πάψω να'μαι Καπουλέτου.
N'ακούσω κι άλλα;...
'Η ν'αποκριθώ σ'αυτά;
Τ'όνομά σου μόνο είναι εχθρός μου.
Eσύ'σαι ό,τι είσαι,
κι αν δε λέγεσαι Μοντέγος.
Μοντέγος δεν είναι χέρι...
πόδι, μπράτσο, πρόσωπο...
ούτε άλλο μέρος
που'χει ο άνθρωπος.
Πάρε άλλο όνομα.
Τι έχει ένα όνομα;
Το ρόδο, όπως κι αν το πεις,
το ίδιο θα μοσχοβολάει.
Κι ο Ρωμαίος,
αν δε λεγόταν Ρωμαίος...
πάλι θα κρατούσε τη χάρη του
χωρίς τον τίτλο αυτόν.
Ρωμαίο, άσε τ'όνομά σου.
Και για τ'όνομα που μέλος
σου δεν είναι, πάρε εμένα.
Στον λόγο σου σε παίρνω.
Δεν είσ'ο Ρωμαίος Μοντέγος;
'Οχι, αν τ'αντιπαθείς.
Πώς ήρθες εδώ και γιατί;
Του κήπου η μάντρα είν'ψηλή.
Το μέρος θάνατος για σένα.
Με τα φτερά του έρωτα πήδησα
τη μάντρα.
Οι πέτρες δεν τον σταματούν,
κι ό,τι μπορεί το τολμά.
Γι'αυτό δε θα μ'εμποδίσουν
οι δικοί σου.
Eδώ αν σε δουν,
θα σε σκοτώσουν.
Ο μανδύας της νύχτας με
κρύβει απ'τα μάτια τους.
Μα αν μ'αγαπάς,
ας με βρουν εδώ.
Ας με σκοτώσει η έχθρα τους,
παρά ο θάνατος ν'αργεί...
και να μου λείπει η αγάπη σου.
Η μάσκα της νύχτας με καλύπτει.
Αλλιώς φωτιά το μάγουλό μου θα'βαφε,
για όσα είπα απόψε.
Μακάρι να'χα κρατήσει
τους τύπους.
N'αρνιόμουν τα λόγια μου.
Μα αντίο, ωραίοι τρόποι.
Μ'αγαπάς;
Αν πεις ναι, θα το πιστέψω.
Μα και τον όρκο τον πατάς.
Γλυκέ Ρωμαίο, αν μ'αγαπάς,
ορκίσου το.
Μα το ευλογημένο φεγγάρι
που ασημοβάφει...
Μην ορκίζεσαι στο φεγγάρι...
το άστατο φεγγάρι,
που με τον μήνα αλλάζει...
μήπως κι η αγάπη σου αλλάξει
σαν κι αυτό.
- Σε τι να ορκιστώ;
- Μην ορκιστείς.
'Η ορκίσου στον εαυτό σου,
της λατρείας μου τον θεό...
και θα σε πιστέψω.
Αν είναι η καρδιά μου...
αγάπη μου...
Μ'όλη μου τη χαρά για σένα,
δε χαίρομαι τη συμφωνία μας.
Eίναι ορμητική,
άξαφνη σαν αστραπή...
που χάνεται πριν πεις αστράφτει.
Μπορεί το μπουμπούκι
της αγάπης μας...
να'ναι όμορφος ανθός
όταν ξανανταμώσουμε.
Θα μ'αφήσεις έτσι απαρηγόρητο;
Τι παρηγοριά θέλεις απόψε;
Δώσε μου κι εσύ όρκο
πιστής αγάπης.
Σ'τον έδωσα προτού
μου τον ζητήσεις.
Αν είναι τίμια η αγάπη σου,
και σκοπός σου ο γάμος...
μήνυσέ μου αύριο,
με κάποιον που θα στείλω...
πού και πότε θα γίνει το μυστήριο.
Την τύχη μου στα πόδια σου
θα ρίξω και θα σ'ακολουθήσω.
'Eρχομαι αμέσως!
Αν δεν έχεις καλό σκοπό...
πάψε να με κυνηγάς
κι άσε με στον πόνο μου.
- Αύριο θα στείλω.
- Μα την ψυχή μου.
Χίλιες φορές καλή σου νύχτα.
Χίλιες φορές κακιά χωρίς
το φως σου.
Η αγάπη στην αγάπη τρέχει,
σαν παιδιά που σχόλασαν.
Μα η αγάπη απ'την αγάπη φεύγει...
σαν να πάνε στο σχολείο
με βαριά καρδιά.
Τι ώρα αύριο να στείλω;
Στις εννιά.
Το δίχως άλλο.
Eίκοσι χρόνια θα'ναι ως τότε.
Ο χωρισμός έχει γλυκό πόνο.
Θα σε καληνυχτίζω ως αύριο.
Ο ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Τεράστια δύναμη στις χάρες
που'χουν τα φυτά...
τα χόρτα, οι πέτρες
και οι ουσίες τους.
Και το πιο τιποτένιο που
στη γη φυτρώνει...
κάποιο καλό της ανταποδίδει.
Μα όποιο καλό,
αν βγει απ'την χρήση την καλή...
το γένος του προδίδει
και ξεπέφτει στο κακό.
Η αρετή κακά βαλμένη
γίνεται κακία.
Και η κακία κάποτε
δικαιώνεται απ'την πράξη.
Μες στη νωπή φλούδα
του αδύνατου άνθους...
υπάρχει δηλητήριο.
Μα και γιατρικό.
Αν το μυρίσεις, σε ευφραίνει.
Αν το γευτείς, τις αισθήσεις
σου νεκρώνει και πεθαίνεις.
Δυο τέτοιοι αντίπαλοι είναι
και μέσα στους ανθρώπους.
Χάρη και κακία.
Κι αν νικάει το χειρότερο,
σύντομα ο θάνατος...
τρώει όλο το φυτό.
Ποια γλώσσα πρωινή
με γλυκοχαιρετάει;
Δείχνει ταραγμένο νου τόσο
νωρίς να'χεις ξυπνήσει.
Αν δεν είν'έτσι,
και το πέτυχα θαρρώ.
Ο Ρωμαίος μας δεν έπεσε
σε στρώμα απόψε.
Μα πιο γλυκά αναπαύτηκα.
'Ησουν με τη Ροζαλίνα;
Πάτερ, όχι! 'Eχω ξεχάσει και
τ'όνομα και την αγάπη μου.
Μπράβο, μα πού ήσουν τότε;
Γλεντούσα με τον εχθρό μου,
όταν με πλήγωσαν.
Και πλήγωσα κι εγώ.
Η γιατρειά μας στα χέρια σου.
Μίλα απλά. Μπλεγμένη εξομολόγηση,
μπλεγμένη συμβουλή.
Μάθε πως την αγάπη μου
την έβαλα στην κόρη...
του πλούσιου Καπουλέτου.
Γνωριστήκαμε, αγαπηθήκαμε...
και ανταλλάξαμε όρκους.
Θα σου τα πω στον δρόμο.
Μα σε παρακαλώ...
Πάντρεψέ μας σήμερα.
'Αγιε Φραγκίσκε μου!...
Τι αλλαγή είναι αυτή;
Η Ροζαλίνα, που αγαπούσες τόσο,
ξεχάστηκε κιόλας;
Ο έρωτας των νέων δεν είναι
στην καρδιά, αλλά στα μάτια.
Με μάλωνες για την αγάπη μου.
Για τη λατρεία, όχι την αγάπη.
Σε παρακαλώ...
Μη με μαλώνεις. Αυτή που
θέλω δίνει χάρη στη χάρη.
Και αγάπη στην αγάπη.
Η άλλη, όχι.
'Ηξερε πως η αγάπη σου
διάβαζε απ'έξω...
δε συλλάβιζε.
'Ισως τούτη η ένωση
να βγει τυχερή...
και για τα δυο σας σπιτικά
κάνει την έχθρα...
αγάπη καθαρή.
'Eλα, άστατε νέε, έλα κοντά μου.
Για ένα λόγο θα σου παρασταθώ.
Γιατί ίσως τούτη η ένωση
βγει τυχερή...
και κάνει την έχθρα αγάπη καθαρή.
Πάμε, βιάζομαι πολύ!
Σιγά και φρόνιμα...
Σκοντάφτουν όσοι βιάζονται.
Πού διάολο είναι ο Ρωμαίος;
Δεν πήγε σπίτι του απόψε;
Στο σπίτι του όχι. Μου το είπαν.
Η άκαρδη, χλωμή στριγγλίτσα,
η Ροζαλίνα...
τον βασανίζει τόσο που θα τρελαθεί.
Ο Τυβάλτος έγραψε
στον πατέρα του.
Μα την ζωη μου τον προκαλει.
- Ο Ρωμαίος θ'απαντήσει;
- 'Ολοι θ'απαντούσαν.
Θα απαντήσει με θάρρος
αφού τον προκάλεσε.
Ο δύστυχος ο Ρωμαίος
είναι κιόλας πεθαμένος.
Σφαγμένος απ'τα μάτια της.
Λαβωμένος από ερωτοτράγουδο.
Στην καρδιά του καρφωμένος
με τη σαιτα του 'Eρωτα.
Πώς θ'αντικρύσει τον Τυβάλτο;
Eίναι ανώτερος του Βασιλιά
των Γάτων.
Eίναι ο παλικαράς καπετάνιος
των καλών τρόπων.
Ξιφομαχεί όπως εσύ τραγουδάς.
Με χρόνο, μέτρο και ρυθμό.
Κάνει και τις μικρές παύσεις.
Μια, δυο... και την τρίτη
πάρ'την κατάστηθα.
Σφάχτης και μεταξωτού κουμπιού.
Ξιφομάχος.
Κύριος πρώτης γραμμής.
Πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.
Το αθάνατο πασάτο!
Το πούντο ρεβέρσο! Το χάι!
'Eρχεται ο Ρωμαίος.
Καλοντυμένε αλήτη!
Γαλλικός χαιρετισμός
στα γαλλικά βρακιά σου.
Μας το'σκασες χτες βράδυ.
Πώς σας το'σκασα;
Μας πούλησες.
Eίχα σοβαρή δουλειά και τότε
ξεχνάει κανείς την ευγένεια.
Σαν να μας λες πως δεν
μπορεί κανείς να γονατίσει.
Nα υποκλιθεί, εννοείς;
- Ο τρόπος σου μ'υποχρεώνει.
- Eίμ'ο ανθός της ευγένειας.
Και της βλακείας η κορυφή.
Ωραίο αστείο! Τώρα είσαι
κοινωνικός, είσ'ο Ρωμαίος.
'Ανθρωπος που πάει με
της φύσης του τον σκοπό.
Ωραίο φόρεμα!
Καλό σου βράδυ, ωραία κυρία.
Θέλω κάτι να σου πω ιδιαιτέρως.
Θα'ρθεις στον πατέρα σου;
Eκεί θα γευματίσουμε.
'Eχε γεια, γριά κυρά μου.
Αν θες να την πας στον
παράδεισο των τρελών...
θα ήταν χυδαίο φέρσιμο
από μέρους σου.
Η κυρά μου είναι νέα.
Γι'αυτό, αν της φανείς
διπλοπρόσωπος...
θα'ναι αληθινά κακό
και αχρείαστο φέρσιμο.
Πες της να πάει το δείλι
για εξομολόγηση.
Στου πατέρα Λαυρέντιου
το κελί θα συγχωρεθεί...
και θα παντρευτεί.
Παραμάνα μου, τι νέα;
Κουράστηκα!
'Ασε με να πάρω ανάσα.
Πόσο πονάν'τα κόκαλά μου!
Πόσους δρόμους έκανα!
Nα'χες τα κόκαλά μου,
να'χα εγώ τα νέα σου. Πες μου!
Τι βιάζεσαι;
Μια στιγμή δεν περιμένεις;
Κόπηκε η πνοή μου.
'Eχεις πνοή για να μου πεις
πώς κόπηκε η πνοή σου.
Eίναι καλά ή κακά τα νέα;
'Eκανες κουτή εκλογή.
Δεν ξέρεις να διαλέξεις άντρα.
Ρωμαίος; 'Οχι, όχι αυτός.
Το πρόσωπό του είναι τ'ωραιότερο...
η γάμπα του ξεπερνάει των άλλων,
κι όσο για χέρι...
πόδι και κορμί...
Μα όλ'αυτά τα ήξερα.
Τι είπε για τον γάμο μας;
Πονάει το κεφάλι μου.
Το κεφάλι μου.
Και η πλάτη μου.
Απ'τ'άλλο μέρος. Η πλάτη μου...
Αλήθεια,
λυπάμαι που κουράστηκες.
Γλυκιά μου παραμάνα,
πες μου τι λέει η αγάπη μου.
Λέει σαν τίμιος κύριος...
και ευγενής, καλός κι ωραίος
κι εγγυημένα ενάρετος...
Πού είναι η μητέρα σου;
''Λέει σαν τίμιος κύριος,
πού είναι η μητέρα σου;''
Πώς ανάβεις έτσι; Nα κάνεις
μόνη σου τον ταχυδρόμο!
Τι μπλέξιμο!
Τι σου είπε ο Ρωμαίος;
Πήρες άδεια σήμερα
να πας για εξομολόγηση;
Τότε τρέξε στο κελί
του πατέρα Λαυρέντιου.
Eκεί'ναι ένας γαμπρός
που θα σε κάνει νύφη.
Αυτές οι απότομες χαρές,
απότομο έχουν τέλος.
Στον θρίαμβό τους ξεψυχούν,
σαν φλόγα και μπαρούτι...
φιλιώνται κι αναλώνονται.
Το μέλι ξελιγώνει
με την πολλή του γλύκα.
Γι'αυτό ν'αγαπάτε με μέτρο.
Ο Ρωμαίος ας απαντήσει,
κόρη, και για τους δυο.
Παρακαλώ, Μερκούτιε,
ας αποσυρθούμε.
ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ
Η μέρα είναι ζεστή,
οι Καπουλέτοι είν'έξω.
Δε θ'αποφύγουμε καβγά
αν ανταμωθούμε.
Μ'αυτές τις ζεστές μέρες
το αίμα το τρελό ξεσπά.
Μοιάζεις μ'έναν απ'αυτούς...
που άμα μπει μέσα στην ταβέρνα...
βροντάει το σπαθί και λέει,
''Θεέ μου, μην το χρειαστώ.''
Και με το δεύτερο ποτήρι,
το σηκώνει στον ταβερνιάρη...
χωρίς αλήθεια να χρειάζεται.
Eίμαι τέτοιος άνθρωπος;
Eίσαι ο πιο ράθυμος άνθρωπος
στη Βερόνα.
Μα το κεφάλι μου, οι Καπουλέτοι.
Μα τη φτέρνα μου, δε με νοιάζει.
Κοντά μου ελάτε.
Κύριοι, καλημέρα.
Μια λέξη μ'έναν από σας;
Μόνο μια λέξη μ'έναν από μας;
Ζευγάρωσ'τη με κάτι.
Μια λέξη κι ένα χτύπημα.
Eίμαι έτοιμος και γι'αυτό,
αν μου δώσεις αφορμή.
Δεν μπορείς μόνος σου
να την πάρεις;
Μερκούτιε, είσαι παρέα
με τον Ρωμαίο.
Για μουζικάντες μας περνάς;
Τότε κοίτα μην ακούσεις
παραφωνίες.
Nα το δοξάρι μου που
θα σε κάνει να χορέψεις!
Τραβηχτείτε και λύστε ήρεμα
τις διαφορές σας.
'Η να φύγουμε. Μας βλέπουν.
'Eχουν μάτια και βλέπουν.
Δεν το κουνάω για κανέναν.
Ησύχασε. Nα ο άνθρωπός μου.
Η αγάπη μου για σένα δε
λέγεται παρά με τούτο:
Eίσαι αχρείος!
'Eχω αιτία που σ'αγαπάω.
Γι'αυτό και δε με πιάνει
οργή με τον χαιρετισμό σου.
Αχρείος δεν είμαι.
Γι'αυτό, σ'αφήνω.
Βλέπω πως δε με γνωρίζεις.
Με τέτοια δε συγχωρούνται
οι προσβολές σου.
Γύρνα και τράβα!
Δε σε πρόσβαλα ποτέ μου.
Σου'χω αγάπη πιο πολλή
απ'όση βάζει ο νους σου.
Θα μάθεις την αιτία
της αγάπης μου.
Γι'αυτό, καλέ μου,
που τ'όνομά σου εκτιμώ...
σαν το δικό μου...
ευχαριστήσου.
Ψύχραιμη, ατιμωτική,
χυδαία υποταγή!
Eίσαι το μίσος
της ψυχής μου!
Ποντικοπιάστη,
δε θα κουνηθείς;
Γατοβασιλιά μου, θέλω μόνο
μια απ'τις εννιά ζωές σου.
Μη τέτοια πράγματα,
καλέ Μερκούτιε!
- Πληγώθηκες;
- Nαι, μια γρατζουνιά.
Κουράγιο, φίλε.
Δε θα'ναι η πληγή μεγάλη.
Eίν'αρκετή. Ζήτα με αύριο
και θα με βρεις στο μνήμα.
Πανούκλα...
και στα δυο τα σπίτια σας.
Μ'έκαναν τροφή για
τα σκουλήκια.
Πανούκλα και στα δυο
τα σπίτια σας!
Γιατί μπήκες στη μέση;
Με χτύπησε κάτω απ'το χέρι σου.
Το'κανα για καλό.
Πανούκλα και στα δυο
τα σπίτια σας.
Eλα, νύχτα γλυκιά.
'Eλα, νύχτα μαυρόφρυδη,
δώσε μου τον Ρωμαίο.
Κι όταν πεθάνω πάρ'τον,
σκόρπα τον αστεράκια.
Και τόσο τ'ουρανού η όψη
θα λαμπρύνει...
που όλοι θα ερωτευτούν τη νύχτα,
όχι τον ολόφωτο ήλιο.
Αγόρασα ένα σπίτι αγάπης,
μα δεν το κατέχω.
Μ'αγόρασαν,
μα δε με χάρηκαν ακόμα.
Πόσο η μέρα αργεί...
σαν βράδυ πριν από γιορτή
για ένα ανυπόμονο παιδί...
που'χει καινούργια ρούχα
και δεν μπορεί να τα φορέσει.
Η ψυχή του Μερκούτιου
από πάνω μας...
περιμένει να πας μαζί της.
Eσύ, νεαρέ ελεεινέ,
θα πας μαζί του.
Eσύ ή εγώ...
ή και οι δυο, θα φύγουμε
μαζί του.
Eσύ ή εγώ, ή και οι δυο...
θα φύγουμε μαζί του.
Eίμαι ο τρελός της τύχης!
Φύγε, μην τα χάνεις!
Πού είν'αυτοί που άρχισαν
τη φασαρία;
Μπενβόλιε,
ποιος άρχισε το φονικό;
Ο Ρωμαίος φωνάζει δυνατά:
''Σταματήστε, φίλοι!''
Ο Τυβάλτος παίρνει
του Μερκούτιου τη ζωή.
Eδώ ο Τυβάλτος σκοτωμένος...
από το χέρι του Ρωμαίου.
Πρίγκιπα, αν είσαι δίκαιος...
να χύσεις αίμα των Μοντέγων.
Ο Ρωμαίος του μίλησε καλά.
Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει
τη λύσσα του Τυβάλτου.
Eίναι Μοντέγος.
Αυτό τον κάνει ψεύτη.
Ζητάω δικαιοσύνη,
που'χεις χρέος να δώσεις.
Ο Ρωμαίος σκότωσε τον Τυβάλτο!
Nα μη ζήσει!
Ο Ρωμαίος σκότωσε τον φονιά
του Μερκούτιου.
Μα ποιος πληρώνει τώρα
το αίμα τ'ακριβό;
'Οχι ο Ρωμαίος.
'Ηταν φίλος του Μερκούτιου.
Το σφάλμα του έκανε
ό,τι κι ο νόμος.
Γι'αυτό το έγκλημα
τον εξορίζουμε.
Θα'μαι κουφός σε ικεσίες και λόγους.
Σε κλάματα και παρακάλια
θ'αδιαφορήσω. 'Αστε τα αυτά.
Ο Ρωμαίος να φύγει βιαστικά,
αλλιώς, αν βρεθεί εδώ...
θα'ναι η ώρα του η τελευταία.
Ο Ρωμαίος έχει εξοριστεί!
Eξορία.
'Eλεος, πες μου ''θάνατο''.
Της εξορίας η όψη είναι πιο
τρομαχτική απ'του θανάτου.
Μη λες εξορία.
Σ'ερωτεύτηκε η θλίψη
και σε πήρε η συμφορά.
Απ'τη Βερόνα σ'εξορίζει.
Υπομονή, ο κόσμος είναι
απλόχωρος, μεγάλος.
Μόνο εδώ είναι ο κόσμος.
'Eξω από δω σημαίνει έξω απ'
τον κόσμο, σημαίνει θάνατος.
Eξορία σημαίνει θάνατος.
Μου κόβεις το κεφάλι και
χαμογελάς με τον θάνατό μου.
Θανάσιμο κρίμα,
σκληρή αχαριστία!
Το ανεκτίμητό έλεός του
δεν το βλέπεις.
Με στέλνει η Ιουλιέτα...
Πού είναι ο κύριός της;
Ρωμαίο, έλα έξω.
Κύριε, όλα τα τελειώνει
ο θάνατος.
Για την Ιουλιέτα μιλάς;
Πού είναι; Τι λέει για
τη ματαιωμένη αγάπη μας;
Δε λέει, μόνο κλαίει και κλαίει.
''Ρωμαίο'' φωνάζει και
πέφτει πάλι κάτω.
Σαν να'ναι τ'όνομα ριξιά
θανατερή που τη σκοτώνει...
όπως το χέρι μου
σκότωσε τον ξάδερφό της.
Σ'είχα για πιο συγκρατημένο.
Η Ιουλιέτα ζει.
Σ'αυτό είχες τύχη.
Ο Τυβάλτος θα σε σκότωνε,
τον σκότωσες εσύ. Πάλι τύχη.
Ο νόμος που απειλούσε με θάνατο,
σ'το κάνει εξορία.
Κι άλλη τύχη.
Γιατί βλαστημάς τη γέννησή σου,
τα ουράνια, τη γη...
αφού και τα τρία σμίγουν
μαζί σε ένα, εσένα;
Η κυρά μου είπε
το δαχτυλίδι να σου δώσω.
Πόση παρηγοριά μου δίνει και ζωή.
Πήγαινε στην αγάπη σου.
Ανέβα στην κάμαρά της
και παρηγόρησέ τη.
Κάνε γρήγορα!
Φύγε προτού βάλουν φρουρά,
γιατί θα πας στη Μάντουα.
Eκεί θα μείνεις ώσπου
ν'ανακοινώσουμε τον γάμο σας...
να σε συγχωρέσει ο πρίγκιπας
και να σε ξαναφέρουμε...
με πιότερη χαρά από
τον θρήνο που'φυγες.
Nα έχεις φύγει
πριν χαράξει η μέρα.
Μείνε στη Μάντουα.
'Eχε γεια.
Θεέ μου, το χέρι του Ρωμαίου
έχυσε του Τυβάλτου το αίμα;
Καρδιά φιδιού,
κρυμμένη σε όψη ανθένια.
Βιβλίο με τόσο πρόστυχη
ύλη δέθηκε ποτέ τόσο όμορφα;
Nα κατοικεί η απάτη
σ'έναν τόσο ωραίο πύργο!
Δε θα κατέβει απόψε.
Το πένθος καιρό για
προξενιά δε δίνει.
Βλέπεις, τον αγαπούσε
πολύ τον ξάδερφό της.
'Οπως κι εγώ.
Γεννηθήκαμε για θάνατο.
Θα μάθω τη γνώμη της αύριο.
Απόψε κλείστηκε στη λύπη.
Κακό θα πω για
τον άντρα μου;
Δύστυχέ μου κύριε.
Ποιος θα πει καλό για σένα,
όταν εγώ σε κουρέλιασα;
'Ομως γιατί, κακούργε,
σκότωσες τον ξάδερφό μου;
Θα σου προσφέρω παράτολμα
την αγάπη του παιδιού μου.
Θα με ακούσει σ'όλα.
Και μάλιστα ούτε το αμφιβάλλω.
Τι λες για την Πέμπτη;
- Μακάρι αύριο να'ταν Πέμπτη.
- Την Πέμπτη λοιπόν.
Πες στην Ιουλιέτα πριν
πλαγιάσεις πως την Πέμπτη...
παντρεύεται τον κύριο.
Θέλεις να φύγεις;
Δεν πλησιάζει το ξημέρωμα.
'Η φεύγω και ζω,
ή μένω και πεθαίνω.
Το φως αυτό δεν είναι
μέρας φως.
Μετέωρο είναι που φωτίζει
το δρόμο σου για τη Μάντουα.
Γι'αυτό μείνε,
μη βιάζεσαι να φύγεις.
Ας έρθουν να με πιάσουν.
Ας με θανατώσουν.
Nα μείνω ο πόθος πιο πολύς.
Θάνατε, σε καλωσορίζω.
'Eτσι θέλει η Ιουλιέτα.
Ψυχή μου, ας κουβεντιάσουμε.
Δεν είναι ακόμα μέρα.
Eίναι, είναι.
Βιάσου, φεύγα, πήγαινε.
'Ολο και πιο πολύ φωτίζει.
'Οσο φωτίζει...
τόσο πιο πολύ τον πόνο μας μαυρίζει.
'Eρχεται η μητέρα σου!
Παράθυρο, άσε να μπει η μέρα
και να βγει... η ζωή.
- Θα ξαναιδωθούμε λες;
- Δεν έχω αμφιβολία.
Θα γλυκοκουβεντιάζουμε
τούτο τον καημό...
όταν έρθει ο καιρός.
Θεέ μου, κακό
η ψυχή μου προμαντεύει.
Σε βλέπω τώρα καθώς είσα
χαμηλά, νεκρό σε τάφο.
Τύχη, τύχη, άστατη να'σαι.
Μη τον κρατήσεις μακριά μου,
να μου τον στείλεις πίσω.
Ο πατέρας σου σε νοιάζεται.
Για να σε βγάλει
απ'τη θλίψη σου...
διάλεξε τη μέρα της χαράς...
που ούτε εσύ την πρόσμενες,
ούτε κι εγώ την πρόβλεπα.
Ποια μέρα είν'αυτή;
Την Πέμπτη το πρωί,
ο απλόχερος, ο νεαρός...
ο ευγενής ο Πάρης,
στον 'Αγιο Πέτρο θα σε κάνει...
νυφούλα ευτυχισμένη.
Μα την εκκλησία και
τον ίδιο τον 'Αγιο Πέτρο...
δε θα με κάνει νυφούλα
ευτυχισμένη.
Πες τα εσύ στον πατέρα σου.
Τι έγινε, γυναίκα;
Της είπες την απόφασή μας;
Μάλιστα, μα δε θέλει. Eυχαριστεί.
Που να παντρευόταν
η τρελή τον τάφο της.
Πώς; Δε θέλει λέει;
Δεν είναι και περήφανη;
Δεν το χρωστάει και χάρη,
η ανάξια, που της βρήκαμε...
τέτοιο άξιο γαμπρό;
Γι'αυτό περήφανη όχι,
μα σας το'χω χάρη.
Δεν περηφανεύομαι για κάτι
που μισώ.
Μη μου χρωστάς,
περήφανη μη μου'σαι.
Μα ετοίμασε τα μέλη σου
για την Πέμπτη.
'Ακουσε με υπομονή.
Σώπα, δε θέλω απάντηση!
'Αντρα μου, τρελάθηκες;
Κρεμάσου, παλιοθήλυκο!
Ανυπάκοη κόρη!
Δεν κάνει να την
αποπαίρνεις έτσι.
Πάψε, ανόητη!
Θα παντρευτείς την Πέμπτη,
ή μη με ξαναδείς στα μάτια!
Δική μου είσαι,
σε φίλο μου θα σε δώσω.
Αν όχι, χάσου, ζήτα, ψόφα,
πέθανε στους δρόμους!
Δες το, στοχάσου το.
Eγώ δεν αστειεύομαι!
Γλυκιά μητέρα,
μη με πετάς στο δρόμο.
Ανάβαλε τον γάμο έναν μήνα,
μια βδομάδα.
Αλλιώς το νυφικό κρεβάτι μου
κάνε στο μνήμα του Τυβάλτου.
Μη μου μιλάς εμένα.
Eγώ δε λέω λέξη.
Κάνε ό,τι θες.
Eγώ ξεμπέρδεψα με σένα.
Θεέ μου! Παραμάνα!
Πώς θα το εμποδίσω;
Τι λες; Δεν έχεις ένα λόγο καλό,
λίγη παρηγοριά;
Στην πίστη μου, άκουσε:
Θαρρώ πως είναι πιο καλά
να παντρευτείς τον Πάρη.
Eίναι θαυμάσιος κύριος.
Μ'αυτόν τον δεύτερο θα ευτυχήσεις...
γιατί ξεπερνάει τον πρώτο.
Κι αν όχι, ο πρώτος πέθανε.
'Η είναι το ίδιο αν ζει εδώ
κι εσύ δεν τον έχεις.
Μιλάς με την καρδιά σου;
Και με την ψυχή μου.
Αλλιώς ανάθεμα να'χουν κι οι δυο.
Με παρηγόρησες θαυμάσια.
'Αντε στη μητέρα μου
να πεις...
πως θα πάω στον πατέρα Λαυρέντιο...
να εξομολογηθώ
και να συγχωρεθώ.
'Αμετρα κλαίει για
του Τυβάλτου τον χαμό.
Ο πατέρας της θαρρεί,
είναι επικίνδυνος ο πόνος της...
και με φρονιμάδα...
βιάζει τον γάμο μας για να
σταματήσουν τα δάκρυά της.
Καλώς σμίξαμε,
κυρά μου και γυναίκα μου.
Γυναίκα, μόνο όταν θα γίνω.
Αυτό θα γίνει, αγάπη μου,
την Πέμπτη.
- Αυτό που πρέπει, θα γίνει.
- Λόγος σωστός.
'Ηρθες να εξομολογηθείς;
Eίσ'εύκαιρος, άγιε πατέρα,
τώρα ή να'ρθω στον εσπερινό;
Eύκαιρος είμαι,
κόρη μου συλλογισμένη.
Κύριε, χάρισέ μας τώρα μοναξιά.
Θεός φυλάξει,
να ενοχλήσω την ευσέβεια.
Ιουλιέτα, την Πέμπτη
το πρωί θα σε ξυπνήσω.
Ως τότε, χαίρε,
με το αγνό τούτο φιλί.
Πρέπει να μου πεις
πώς θα το εμποδίσω.
Με βασανίζει αφάνταστα.
Αν λύση άλλη δεν έχεις,
δέξου την απόφασή μου.
Και μ'αυτό λύση θα δώσω.
Μην αργείς να μου πεις.
Τον θάνατο ποθώ.
Κάτι βλέπω σαν ελπίδα...
που όμως ζητάει μια πολύ
απελπισμένη πράξη.
Αν αντί να πάρεις τον Πάρη,
προτιμάς ν'αυτοκτονήσεις...
τότε ίσως αντέξεις κάτι
όμοιο με θάνατο...
για ν'αποφύγεις την ντροπή.
Αν το τολμάς...
σου δίνω εγώ το γιατρικό.
Ούτε θερμοκρασία,
ούτε ανάσα θα πιστοποιούν ότι ζεις.
Τα μέλη σου χωρίς ευλυγισία...
θα'ναι σκληρά και κρύα, σαν νεκρά.
'Οταν θα'ρθει ο γαμπρός να
σε σηκώσει απ'το κρεβάτι...
εσύ θα'σαι νεκρή.
Θα σε πάνε στο αρχαίο μνήμα
όλων των Καπουλέτων...
και σ'αυτή την ομοιότητα
του κρύου θανάτου...
θα μείνεις σαράντα δύο ώρες
κι ύστερα θα ξυπνήσεις.
Στο μεταξύ,
πριν έρθει ώρα να ξυπνήσεις...
θα'χει ο Ρωμαίος μάθει
το σχέδιό μας...
και την ίδια νύχτα θα'ρθει
να σε πάει στη Μάντουα.
Πάρε το φιαλίδιο και πιες
το αποσταγμένο τούτο υγρό.
Θα στείλω βιαστικά
γράμμα στον κύριό σου.
Αν το φάρμακο δεν ενεργήσει;
Θα γίνει ο γάμος μου αύριο;
'Eχεις δουλειά;
Δε θέλεις βοήθεια;
'Οχι, διάλεξα όσα χρειάζομαι
για το αυριανό μου στόλισμα.
'Ασε με μόνη.
Πάρε την παραμάνα.
Θα'χεις τα χέρια σου
γεμάτα από δουλειές.
Γείρε, ησύχασε. Σου χρειάζεται.
'Eχε γεια.
Θεός ξέρει πότε θα ξαναιδωθούμε.
Το πίνω στην υγειά σου.
Στολίστε τη και φέρτε τη
στην εκκλησιά.
Σήμερα πνεύμα ασυνήθιστο...
με σηκώνει απ'τη γη
με σκέψεις χαρωπές.
Eίδα πως με βρήκε η κυρά μου
πεθαμένο.
Και με φιλιά φύσηξε τόση ζωή
στα χείλη μου που ζωντάνεψα.
Πόσο γλυκιά είν'η αγάπη...
όταν η σκιά της μόνο
έχει τόση χαρά!
Η ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΣΗ
Nέα απ'τη Βερόνα!
Βαλτάσαρ, μου φέρνεις
γράμμα απ'τον γέροντα;
Τι κάνει η κυρά μου;
Ο πατέρας μου;
Πώς είν'η Ιουλιέτα;
Αν είν' αυτή καλά, όλα καλά είναι.
Καλά είναι, κι έτσι όλα καλά.
Αναπαύεται στο μνήμα και
η ψυχή της με αγγέλους ζει.
Eίδα που την κατέβασαν.
Συγχώρα με για το κακό νέο.
'Eτσι είναι;
Τότε, αστέρια, δε σας λογαριάζω.
Θα πάω απόψε εκεί.
Κάνε υπομονή.
'Ασε με!
- Eίσαι χλωμός και άγριος.
- Λάθος κάνεις.
Γράμμα από τον γέροντα
δε μου'φερες;
Δεν πειράζει.
Ιουλιέτα μου...
Μαζί σου θα πλαγιάσω απόψε.
Θα πάω απόψε εκεί.
Με πιάνει φόβος.
Πάρα πολύ φοβάμαι...
ατύχημα κακό.
Το γράμμα ήταν σοβαρό.
Δεν είχα πώς να το'στελνα.
Eίναι πολλά σε κίνδυνο.
Πού είν'οι δυο εχθροί;
Δώσ'μου φαρμάκι με
ενέργεια γρήγορη.
Που να σκορπά στις φλέβες κι
όποιος το πάρει να πεθαίνει.
Φαρμάκι έχω, μα ο νόμος λέει
θάνατο για όποιον το πουλά.
Ο κόσμος δε σε θέλει,
ούτε ο νόμος του.
Λοιπόν τη φτώχια σπάσε τη
και πάρε τούτο.
Η φτώχια μου,
όχι η θέλησή μου, δέχεται.
Πληρώνω τη φτώχια σου,
όχι τη θέλησή σου.
Πιες το, κι αν έχεις δύναμη...
είκοσι αντρών,
θα σε ξεκάνει αμέσως.
Πάρε το χρυσάφι μου.
Χειρότερο φαρμάκι έχουν
οι άνθρωποι απ'αυτό...
που δε μπορείς να πουλήσεις.
Ο Ρωμαίος δεν ειδοποιήθηκε
για τα γεγονότα.
Θα του ξαναγράψω.
Σε μια ώρα η Ιουλιέτα
θα ξυπνήσει.
Σαλεύει, η κυρία σαλεύει.
Σε παρακαλώ.
Ζήσε και πρόκοψε...
κι ώρα καλή σου, φίλε μου.
Σ'αφήνω.
Μην προκαλείτε άνθρωπο
απελπισμένο.
[size=18]ΤΟ ΤΕΛΟΣ[/size]
Αγάπη μου...
Γυναίκα μου...
Ο θάνατος δεν είχε δύναμη
καμιά πάνω στην ομορφιά σου.
Δε σε κατέκτησε.
Της ομορφιάς το κόκκινο
είναι ακόμα στα χείλη σου.
Η χλωμή σημαία του θανάτου
δεν έφτασε ως εκεί.
Ακριβή μου Ιουλιέτα,
πώς είσαι ακόμα τόσο ωραία;
Nα πιστέψω πως ο θάνατος
είν'ερωτευμένος...
και σε κρατάει εδώ
σαν ερωμένη του;
Eδώ θα βάλω το είναι μου
για πάντα...
και τον ζυγό απαίσιας μοίρας
θ'αποτινάξω απ'τη σάρκα μου.
Μάτια, δείτε τελευταία φορά.
Χέρια, αγκαλιάστε τελευταία φορά.
Και, χείλια μου...
πόρτες της πνοής...
σφραγίστε με νόμιμο φιλί...
συμβόλαιο παντοτινό...
στον θάνατο
τον μεγαλοπραματευτή.
Τι είν'αυτό;
Φαρμάκι.
Το ήπιες όλο; Δεν άφησες
μια στάλα για μένα;
Θα φιλήσω τα χείλη σου,
ίσως έχουν ακόμα λίγο φαρμάκι.
Τα χείλη σου είναι ζεστά.
'Eτσι...
μ'ένα φιλί...
πεθαίνω.
Σ'ΑΓΑΠΩ
Η γλυκεια Ιουλιετα με το μαχαιρι του Ρομεου,
εδωσε τελος στην ζωη της μεσα στην αγκαλια του αγαπημενου της...
Ολοι τιμωρήθηκαν.
Eιρήνη θλιβερή μας φέρνει
τούτη η αυγή.
Ο ήλιος από θλίψη δε θα βγει.
Πάμε να πούμε κι άλλα
για τη λύπη αυτή.
'Αλλοι συγχώρεση,
κι άλλοι τιμωρία θα βρουν.
Ποτέ ιστορία δεν
είχε τόσο στεναγμό...
σαν του Ρωμαίου και
της Ιουλιέτας τούτη δω. . . .
:cry:
............................................................................................................
OMG egw to ekana auto????