Ποιος να 'ναι αυτός που με κοιτά
ένα παράπονο μεγάλο
ποιος να 'ναι αυτός που δεν μπορώ
από τον νου μου να τον βγάλω
Άναψε καινούργιο μου φεγγάρι
φώτισε το έρημο στενό
φέξε για να 'ρθει το παλικάρι
τα παλιά μεράκια μου ξεχνώ
φέξε για να 'ρθει το παλικάρι
τα παλιά μεράκια μου ξεχνώ
Ποιο να 'ναι εκείνο το παιδί
που όλη τη νύχτα αναστενάζει
περνά σαν ίσκιος, δεν μιλά
και η ματιά του με σπαράζει
Άναψε καινούργιο μου φεγγάρι
φώτισε το έρημο στενό
φέξε για να 'ρθει το παλικάρι
τα παλιά μεράκια μου ξεχνώ
φέξε για να 'ρθει το παλικάρι
τα παλιά μεράκια μου ξεχνώ
Το χαμόγελό σου τόσο φωτεινό όσο είναι το πέπλο του ηλίου οταν φωτίζει όλο τον κόσμο, όπως φωτίζει την καρδιά μου. Τα μάτια σου λάμπουν σαν δύο αστέρια στον ουρανό και φωτίζουν τις νύχτες μου όταν δεν είσαι δίπλα μου. Εσύ είσαι που μου δίνεις ζωή όπως ο ήλιος σε όλη τη γη.
Η καρδιά μου διψάει για την αγκαλιά σου όπως διψάει το χώμα για νερό. Άσε τις καρδιές μας να ενωθούν και η έκρηξη του πάθους μας να κάψει όλα τα λάθη μας. Όλα τα άλλα ψέματα, εσύ είσαι η μοναδική μου αλήθεια, είναι αλήθεια και τελειώνω με μια γλυκιά καληνύχτα!!!
Αγαπιόμασταν, Χριστέ μου, αγαπιόμασταν
τα ματόκλαδά μας λιώναν σαν κοιτιόμασταν
στ’ ακροδάχτυλα αγγιζόμαστε και τρέμαμε
και χαμήλωναν κοντά μας κι οι ουρανοί•
και ποθούσα και ποθούσες να πεθαίναμε
τόσο νέοι, τόσο ωραίοι, τόσο αγνοί.
Αγαπιόμασταν, Χριστέ μου, αγαπιόμασταν
και τα χείλη μας ματώναν σαν φιλιόμασταν
στις κρυφές γωνιές τον έρωτα μαθαίναμε
κι όσα ήτανε τα λάθη ήταν κι οι λυγμοί•
τη στιγμή εκείνη, Θεέ μου, να πεθαίναμε
τόσο νέοι, τόσο ωραίοι, τόσο αγνοί.
Τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό
τα ελάφια όταν σκύβουν για νερό
μα εμένα που 'μαι δέντρο μες τη γη
με ξεριζώνει κάθε χαραυγή
Ήλιε μου σε παρακαλώ
πες τους χαροκαμένους
να κλαιν στης πίκρας το γιαλό
για μας τους προδομένους
Σαν φονιάς τη μαύρη νύχτα ξαγρυπνώ
πίνω δάκρυ πίνω πρόστυχο καπνό
με μαχαίρια στην καρδιά μου δεν μπορώ
να τραγουδήσω και να καρτερώ
Ήλιε μου σε παρακαλώ
πες τους χαροκαμένους
να κλαιν στης πίκρας το γιαλό
για μας τους προδομένους
Ι Θ Α Κ Η
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν’ η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες την ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
Που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
Θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους.
Α σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τις καλές πραμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσα μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
Σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στο νου σου να’ χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμο εκεί είναι ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει,
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
Κ. Καβάφης
1863-1833
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.
Χρόνια σε περίμενα
σ’ ένα παραμύθι,
στα μαλλιά τριαντάφυλλα
και πουλιά στα στήθη.
Κι ήρθες ένα σούρουπο
π’ άναβαν τ’ αστέρια,
στην πληγή μου ασάλευτα
είκοσι μαχαίρια.
Χρόνια σε περίμενα
στο βουβό σκοτάδι,
στην πληγή μου βάλσαμο
στην πληγή μου λάδι.
Χρόνια σε περίμενα
και προσμένω ακόμα,
κόκκινα τα σύννεφα
μάτωσαν το χώμα
‘’ Ηρθες και ξάπλωσες στα πόδια μου, το τελευταίο εκείνο μεσημέρι, ήσυχα,
αδιαμαρτύρητα, τρυφερά. Μου είπες χωρίς φωνή το τελευταίο αντίο.
Μ’ αποχαιρέτησες, με το σώμα σου. Μόνο που εγώ δεν το κατάλαβα τότε.
Κοιμήθηκες λίγο απ’ την άλλη μεριά της καρδιάς σου. Αυτό ήταν το τελευταίο
αγκάλιασμα. Η τελευταία φορά που τα σώματά μας αγγίχτηκαν. Δεν είπες
τίποτα. Μ’ αποχαιρέτησες με τον τρόπο σου, ευγενικά, ωραία. Το λογικό σου
δεν έπιανε το μήνυμα για να το εκφράσεις. Μα ούτε σου άρεσαν οι
μελοδραματισμοί. Ένα βαθύ ευχαριστώ μου είπε το κορμί σου που είκοσι
χρόνια άλλη δε γνώρισε από την αγκαλιά μου.’’
Σ’ αγαπώ τόσο, όσο αξίζει το δάκρυ από ένα αηδόνι… ίσως αυτό να σου φαίνεται λίγο αλλά να ξέρεις πως όταν το αηδόνι δακρύζει…πεθαίνει!
Όσα αστέρια μπορείς να δεις μια ξάστερη νύχτα, τόσες όμορφες λέξεις μπορώ να βρω για σένα, μπορεί να μην στις πω ποτέ αλλά πάντα θα υπάρχουν όταν …βραδιάζει!!!
Θυμάμαι όταν με φίλαγες και με φίλαγες
και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά σου κι έλεγες]
Είναι πάλι νωρίς
Είναι πάλι νωρίς μα φοβάμαι τα βράδια
Στην ψυχή μου σαν μπεις μου αφήνεις σημάδια
Άγγιξε τη χαρά δως μου λίγο και μένα
Πάντα ένα γιατί θα ρωτάω στο τέρμα
Είναι πάλι νωρίς μα φοβάμαι και ‘μενα
Μη σ αφήσω και δεις αυτά που σου χω κρυμμένα
Σαν νερό της βροχής που χει τώρα στερέψει
Της χαράς οι στιγμές που εσύ μου χεις κλέψει
Είναι πάλι νωρίς μα υπάρχουν στιγμές
Στην καρδιά μου όταν μπαίνεις μου αφήνεις πληγές
Στην καρδιά μου όταν μπαίνεις μου αφήνεις πληγές
Στην καρδιά μου όταν μπαίνεις…
Είναι πάλι νωρίς μα φοβάμαι τα βράδια
Στην ψυχή μου σαν μπεις μου αφήνεις σημάδια
Άγγιξε τη χαρά δως μου λίγο και μένα
Πάντα ένα γιατί θα ρωτάω στο τέρμα
Είναι πάλι νωρίς μα φοβάμαι και ‘μενα
Μη σ αφήσω και δεις αυτά που σου χω κρυμμένα
Σαν νερό της βροχής που χει τώρα στερέψει…
Κι αν πέθανε η αγάπη
Κι αν έρθει η αγάπη μη φοβάσαι
Είναι ωραίο ν αγαπάς και να πιστεύεις
Αν όμως φοβηθείς να το θυμάσαι
Μόνος σου θα μείνεις να παλεύεις
Αν πέθανε η αγάπη μη λυπάσαι
Και μη ρωτάς γιατί δεν κράτησε πολύ
Μόνος τις νύχτες θα θυμάσαι
Πόσο γρήγορα αλλάζουν οι καιροί, οι καιροί
Αν φύγει μακριά και δεν γυρίσει
Πίσω ποτέ της κι αν δεν 'ρθει
Μονάχη της μια νύχτα θα δακρύσει
Γιατί κατάλαβε τι είχε αρνηθεί
Αν πίστεψες ποτέ σου στην αγάπη
Αυτή που θα σε κάνει να πετάς
Είναι ευαίσθητα και άσπρα τα φτερά της
Και θα σε κάνουνε συνέχεια να πονάς
Αν θέλησες να φτάσεις πιο ψηλά
Και βρήκες στο πέταγμα σου ελπίδες
Είναι γιατί πετούσες με τα μάτια σου κλειστά
Και όσα άφησες δεν είναι όπως τα βρήκες
Αν πέθανε η αγάπη ξαφνικά
Μη κρύβεσαι σε σκοτεινά δωμάτια
Έτσι είναι γραμμένο να συμβαίνει
Σ αυτούς που βλέπουν συνεχώς με της ψυχής τα μάτια
Με της ψυχής τα μάτια…
Πάρε κάτι από μένα
Πάρε κάτι από μένα να θυμάσαι
Όλα αυτά που τα περάσαμε μαζί
Κι αν ήταν λίγες μόνο οι στιγμές μας
Πες μου πως απόψε δεν λυπάσαι
Πάρε κάτι από μένα να θυμάσαι
Πως η αγάπη που σκοτώσαμε δεν ζει
Σε λίγο ξημερώνει και θα φύγεις
Μα πες μου πως απόψε εδώ θα σαι
Πάρε κάτι από μένα να θυμίζει
Και το ρολόι σου ακόμα μη κοιτάς
Ο χρόνος τελείωσε μα η καρδιά ραγίζει
Όταν σε βλέπω μοναχή σου να πονάς, να πονάς
Πάρε κάτι από μένα να θυμάσαι
Κι ας μην είναι ασημένιο η χρυσό
Κι αν καμία φορά το βλέπεις το ματώνει
Την καρδιά μου αν σου ανοίξω μη φοβάσαι
Κι αν καμία φορά το βλέπεις το ματώνει
Την καρδιά αν σου χαρίσω μη φοβάσαι
Μη φοβάσαι…
Χείλια, φρουροί της αγάπης μου που ήταν να σβήσει
χέρια, δεσμά της νιότης μου που ήταν να φύγει
χρώμα προσώπου χαμένου κάπου στη φύση
δέντρα... πουλιά... κυνήγι...
Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι
κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη...
(Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΡΙΜΑ, ΣΤΡΟΦΗ
ALLOS GIA :kremala: :kremala: :kremala: :kremala: :kremala: :kremala: :kremala: :kremala: :kremala: :kremala: :kremala:
:hah: :hah: :hah: :hah: :hah: :hah: :hah: :hah:
Σε θάλασσες απέραντου γαλάζιου σε φαντάζομαι
να πλέεις μέσα στα πελάγη του ακαθόριστου
κι όταν στην ακτή κοιτάζεις σα χαμένος
εγώ να σου κουνώ το χέρι και σαν
άλλη σειρήνα να σε καλώ χωρίς φωνή
μόνο με βλέμμα λαμπερό όλο σιωπή
με βλέμμα που σε ψάχνει και σε βρίσκει
να προσπαθείς να τρέξεις χωρίς να ξέρεις πού.
Και σαν σε βλέπω να ρχεσαι μες στη σιωπή μου
όλες τις λέξεις που έκρυβα πάντα μες στη ψυχή μου
νιώθω πως θέλω να στις πω , να στις φωνάξω κιόλας
κι η θάλασσα από μπλε κόκκινο χρώμα βαθύ να πάρει
το χρώμα του πάθους , του έρωτα ανομολόγητου ή όχι
μη σε νοιάζει , μόνο να τον νιώσεις δεν είναι άπιαστος
είναι απλώς αέρινος , με σύννεφα λευκά ντυμένος
κι αντί για βέλη και φτερά δυο χείλη σου προσφέρει
ένα φιλί διστακτικό , δυο χέρια να σ αγγίζουν
τις ώρες που θα θες τη θάλασσα σου να αποχωριστείς
και στην ακτή με μια σειρήνα στιγμές να μοιραστείς ..