Πριγκηπέσα
Άλλα θέλω κι άλλα κάνω πώς να σου το πω
έλεγα περνούν τα χρόνια θα συμμορφωθώ
Μα είναι δώρο άδωρο ν' αλλάξεις χαρακτήρα
τζάμπα κρατάς λογαριασμό τζάμπα σωστός με το στανιό
Έξω φυσάει αέρας κι όμως μέσα μου
μέσα σ' αυτό το σπίτι πριγκηπέσα μου
το φως σου και το φως χορεύουν γύρω μας
απίστευτος ο κόσμος κι ο χαρακτήρας μας
Άλλα θέλω κι άλλα κάνω κι έφτασα ως εδώ
λάθη στραβά και πάθη μ' έβγαλαν σωστό
Ξημερώματα στο δρόμο ρίχνω πετονιά
πιάνω τον εαυτό μου και χάνω το μυαλό μου
Έξω φυσάει αέρας κι όμως μέσα μου
μέσα σ' αυτό το σπίτι πριγκηπέσα μου
το φως σου και το φως χορεύουν γύρω μας
απίστευτος ο κόσμος κι ο χαρακτήρας μας
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Του έρωτα τα σίδερα
φωτιά δεν τα λυγίζει
μονάχα το πικρό φιλί
που δυο καρδιές ραγίζει
Όλος ο κόσμος να ’ναι εδώ
και μια ψυχή να λείπει
μαύρος μου μοιάζει ο ουρανός
και σκοτεινό το σπίτι
Στου χάρου τις λαβωματιές
βότανα δεν χωρούνε
ούτε γιατροί γιατρεύουνε
ούτ' άγιοι βοηθούνε
Κέρνα με να σε κερνώ
και μην ρωτάς τι μένει
στης μάνας γης την αγκαλιά
η αλήθεια είναι κρυμμένη
Κέρνα με να σε κερνώ
και μην ρωτάς τι μένει
στης μάνας γης την αγκαλιά
η αλήθεια είναι κρυμμένη
ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ
Κανένας δε ξέρει το αύριο τι θα μας φέρει
Είν' η ζωή μια κρυμμένη απειλή κι ένα αστέρι
Χορός και φωνές λες το ναι θες δε θες πριν βραδιάσει
Σε παίρνει αγκαλιά μια γνωστή σου σκιά κι έχεις χάσει
Πόρτες ανοικτές, καρδιές κλεισμένες
Άδειες αγκαλιές σημαδεμένες
Κλέβει ο καιρός τα βήματα σου
Σκορπάει τα όνειρά σου
Καίγομαι σ’ ένα ποτήρι κρασί και σε ψάχνω
Βούλιαξ’ η πόλη μες στο νου μου γυρνάνε οι διάβολοι
Καλύτερα θα ’ταν να φύγω μακριά κι ότι γίνει
Πονάει όμως τόσο για 'κείνον που πίσω έχει μείνει
Πόρτες ανοικτές, καρδιές κλεισμένες
Άδειες αγκαλιές σημαδεμένες
Κλέβει ο καιρός τα βήματα σου
Σκορπάει τα όνειρά σου
Νεραιδα φανερώθηκε σε άδειο καλντερίμι
ήλιοσ χρυσος στα βλέφαρα και στο λαιμό ασήμι
γυμνη στο λιόγερμα βουτά και στα ποτάμια τρέχει
χιλιες φορές τη βαφτισαν μα όνομα δεν έχει
τα βράδυα ερχεται κρυφά και μπαίνει στα ονειρά μου
κοκκινα χείλη με φιλούν και βαφουν τα δικα μου
κι απο το ύψωμα σαν βγεις ξανά να σ ανταμώσω
δως μου τα χείλη σου να πιω το χρόνο να λαβώσω
πως ταξιδευουν οι ψυχές και οι ζωές μας πες μου
στις όχθες του αχέρωντα και στις πνοες τ ανεμου
ποια μοίρα φέρνουν τα νερά ποια μυστικά κρυμμένα
ποια θαλασσα σε αγκαλιά τα έχει φυλαγμένα.
Ανάσες βιαστικές
Ανάσες βιαστικές, λοξές ματιές
σκιές που δραπετεύουν στο σκοτάδι
ξέρεις καλά για πού τραβούν,
τον ίδιο κύκλο ακολουθούν
γρανάζια ηλίθιας μηχανής,
θύματα κάποιας αμοιβής.
Ύπνος σφαγμένος στα μισά,
όνειρα βιαστικά, εφιαλτικά
κρύο σ' ακολουθά το πρωινό
κάπου ξυπνάει ένα μωρό
και κλαίει στο δικό σου τον καημό.
Άθλιες μέρες και στενή ζωή,
πηγάδι ο χρόνος να σκεπάζει καθετί
ασήμαντο και καθημερινό,
φωνή που κόβεται στα δυο.
Στενά η ζωή σ' ακολουθά,
το σήμερα ήταν χθες, δεν σ' αφορά
ούτε θα βρεις ποτέ σου διαφορά
στην όμορφή μας πόλη τα χαράματα[/i][/color]
Άσε τα ψέμματα
Κλείνω τα φώτα και κοιτάζω τις σκιές
χίλια βουνά και θάλασσες βαθιές
σπηλιές και ξέφωτα νεράιδες και γητειές
ένα καμίνι με καταπίνει
Ε, τα ρούχα μου μυρίζουνε φωτιά
ε, άσε τα ψέμματα και βγες απ' τον τεκέ
Άρχοντα σβήσε τα παλιά σου μυστικά
άναψε σπίρτο να σε βρει καμιά αγκαλιά
κόλπα κι αινίγματα μ' ανάβουν το μυαλό
δεν έχω δρόμο κι ουρανό
Γεμάτο το δισάκι μου ψωμί
τηλεπαιχνίδια κι ένα πλαστικό βιολί
ω, δεκάρα τσακιστή για το γαμπρό
α, πριν παντρευτείς να σε φιλήσω μια φορά
Λέω παραμύθια να ξορκίσω το κακό
να γίνουν όλα μαγικά μ' ένα χορό
σκάλα μ' ανέβασες πριν πέσω χαμηλά
τώρα γυρίζω στα παλιά
Α, παιχνίδι της γυναίκας τα φιλιά
Αχ αχ αχ παιχνίδι μ' έκανε μια νόστιμη κυρά
ω, δεκάρα τσακιστή για το γαμπρό
α, πριν παντρευτείς να σε φιλήσω μια φορά[/i][/color]
Από τα πέρατα της γης
Φέραν της φωτιάς οι μάγοι
Ονείρατα φιλόξενα
Μήπως και σπάσουνε οι πάγοι
ωωωω
Στη φωτιά, ρίχνω όλα τα ταμένα
Όνειρα πάρτε με μαζί και 'μένα
Να χαθώ σε τραγούδια περασμένα
Κάπου εκεί όσα έχω χρεωμένα ζω
Μήπως θαρρέψει ο άνθρωπος
Και ψάξει στα χαμένα
Και βάλει χώρια τα καλά
Χώρια τα στερημένα
ωωωω
Στη φωτιά, ρίχνω όλα τα ταμένα...
Στη φωτιά, ρίχνω όλα τα ταμένα
Όνειρα πάρτε με μαζί και 'μένα
Να χαθώ σε τραγούδια περασμένα
Κάπου εκεί όσα έχω χρεωμένα ζω
Από τα πέρατα της γης
Φέραν της φωτιάς οι μάγοι
Μάλαμας Σωκράτης
Μουσική/Στίχοι: Active Member/Μάλαμας Σωκράτης
13000 μέρες
Άλλοι λεν πως ξοφλήσαμε και τα ιερά γκρεμίσαμε
κι άλλοι λατρεύουν τον καιρό σαν εραστή και σαν Θεό
Άλλοι πως είμαστε ευτυχείς και ζούμε μεγαλεία
γι άλλους το τέλος ορατό, τέρατα και σημεία
Δεκατρείς χιλιάδες μέρες ίδια κι απαράλλαχτα
Δεκατρείς χιλιάδες νύχτες όνειρα και θαύματα
Να βάλουμε τον κόσμο αυτό σε τούτο το πανέρι
που ‘χει τον πάτο του λειψό, τη λογική καρτέρι
Μοιάζει με ειρωνεία,
είναι μια κωμωδία
ψυχή μου διψασμένη,
καρδιά παράφορη
O ήλιος σε φωτίζει σε φυσάει ένας αέρας
σα να ‘σαι εσύ στη μέση και μόνο για ‘σένα
Τι σημασία έχει αν είναι έτσι ή αλλιώς;
Κατά τον ήλιο σε τυφλώνει κι η άλλη μεριά σου
είναι μια φλόγα που ξαναφτιάχνει τον κόσμο
Τι σημασία έχει αν είναι έτσι ή αλλιώς;
Τι σημασία έχει;
Άδειο δωμάτιο
Μπορεί να μην αγάπησε ποτέ του
Μπορεί και να γελάστηκε στ' αλήθεια
Να νόμιζε γι αγάπη την συνήθεια
Στο άδειο δωμάτιο και στον κρύο αέρα
Να σ' αγαπώ το μόνο που μου μένει
Να 'μαι για σένα η ζωή που περιμένει
Να κλέψει να σου δώσει
Να σε στείλει να σε νοιώσει
Αγαπημένα χέρια-περιστέρια
Σπατάλη τα ταξίδια μου στ' αστέρια
Αγαπημένα χείλη μου ζεστά
Δεν έχει ο ουρανός άλλη αγκαλιά
Άδειοι τόποι
Όταν σταλάξει η κούραση
το όπιο της το γλυκύ,
βαθύς ο ύπνος έρχεται
και των ψυχών την αύρα γεύεται.
Άδειοι μου τόποι, όνειρα,
κόκκοι της άμμου, απόνερα.
Όσοι κοιμούνται γίνονται
παιδιά και παραδίνονται.
Πάνω σε βλέφαρα κλειστά
του χρόνου ο άνεμος λυσσομανά.
Άδειοι μου τόποι, όνειρα,
κόκκοι της άμμου, απόνερα.
Πριν μπεις για να ονειρευτείς,
πρέπει ν' αφήσεις καταγής,
έξω απ' του ύπνου το τέμενος,
τις αρετές σου ή το έρεβος.
Άδειοι μου τόποι, όνειρα,
κόκκοι της άμμου απόνερα.
Άλμπατρος
Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί,
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τα κουρασμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πως κοίτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός
τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει
ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πως πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μεσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.
Ανήσυχες μέρες
Ανήσυχες μέρες ταραγμένη νύχτα
βεγγαλικά στην παραλία κι αδιέξοδα
ζεστός καιρός τέλος του Μάη
κι ένα αεράκι να φυσάει.
Αστεία η λύπη να περνάει
κι όμως να σε νικάει.
Κόκκινα χείλη της φωτιάς
θυμάσαι εκείνη π' αγαπάς
το πρόσωπό της σαν νερό
μεσ' στο μυαλό σου το θολό.
Έχει αέρα απόψε, έχει αέρα
κι ακούω μια φωνή σαν τη δική σου
ανασαίνει η πόλη τη μορφή σου
γυρνάει μεσ' στο μυαλό μου η θύμησή σου.
Πού ' ναι τα μάτια σου να δουν
αυτό το δειλινό
πού 'ναι τα χέρια σου
ν' αγγίξουνε τον ουρανό.
Άνοιγμα στα πέρατα
Άνοιγμα στα πέρατα
και βροχή του Μάρτη
έχασα σαν έβαλα στοίχημα
πως θα 'ρθει.
Μην φοβάστε στο κορμί
μαγικές ψυχές μου
έτσι με συνήθισαν
όλοι οι έρωτές μου.
Μαγικές κρυψώνες μου
όλες θα σας κλείσω
τώρα τους χειμώνες μου
σαν πουλί θα ζήσω.
Εποχή μου ρόδινη
συρματοπλεγμένη
όχι πως κουράστηκα
μ' άλλο δε με παίρνει.
Όχι πως λευτέρωσα
όλες τις φωνές μου
μα να κρύβω δε μπορώ
τις μικρές χαρές μου.
Μέχρι να φανεί το φως
δρόμους θα διαβαίνω
όχι πως σε ξέχασα
μα δε σε προσμένω.
Αποσπερίτης
Η μέρα φεύγει ποιος την κλέβει
ήξερα μα ξέχασα
όσοι δουλέψαν κι όσοι παιδέψαν
τα λερωμένα πέταξαν
Κι εσύ αποσπερίτη μου
του δειλινού ταιριάζεις
άδολα είναι τα μάτια σου
και μην τα κατεβάζεις
Οι πολιτείες πάντα χορεύουν
σε ρυθμό κιρκαδιανό
τα φώτα ανάβουν να προλάβουν
της νύχτας το μετέωρο
Κι εσύ αποσπερίτη μου
του δειλινού ταιριάζεις
άδολα είναι τα μάτια σου
και μην τα κατεβάζεις
Τα βήματά μας άθελά μας
είναι δώρα ακριβά
γι' αυτούς που μένουν και περιμένουν
το σούρουπο μιαν αγκαλιά
Κι εσύ αποσπερίτη μου
του δειλινού ταιριάζεις
άδολα είναι τα μάτια σου
και μην τα κατεβάζεις
Μες στο σκοτάδι θα 'ρθουν πάλι
μακρινές μαρμαρυγές
να ψιθυρίσουν να θυμίσουν
τρεις απανωτές φορές
Αράχνη
Πιασμένος σε παγίδα -κι έχουν περάσει χρόνια-
στην πόρτα σου γυρνάω κάθε πρωί.
Στη σκέψη σου αρρωσταίνω, στέκω, βαριανασαίνω,
θυμάμαι όταν σε είχα πρωτοδεί...
Δε μένει εδώ κανείς,
μόνο τα δέντρα μείναν ίδια
κι άδειοι δρόμοι με σκουπίδια.
Δε μένει εδώ κανείς,
σκληρό το φώς που ξημερώνει,
σα μεθυσμένο μ' ανταμώνει
και με λιώνει.
Ξεπούλησα το νού μου -κορόϊδο του εαυτού μου-
αράχνη σ' ακατοίκητο ουρανό
νομίζω τά 'χω χάσει δεν σ' έχω ξεπεράσει
κοιτάζω το κουδούνι σου]
Άρρητο
Άκουσες της νύχτας τη φωνή
βγήκαν οι σκιές μέσα απ' τα δάση
Πέρασ' ο καιρός κι έχεις ξεχάσει
πώς να ψιθυρίζεις στη σιωπή
Μάτι κόκκινο απ' την αγρύπνια
έχασες στου χρόνου τη ζαριά
Μάγισσες σου πήραν τη μιλιά
σου χαρίσαν' άχρηστα ενύπνια
Κράτησε ασάλευτο το νου
σαν σειρήνα σε καλεί μια σμέρνα
δέσου στο κατάρτι σου και πέρνα
απ' τις συμπληγάδες του βυθού
Λύσε του Αιόλου τους ασκούς
και το χέρι πάτα στη σκανδάλη
SOS σε αδειανό μπουκάλι
στείλε στης ζωής τους ναυαγούς
Ψάξε μονοπάτι απάτητο
απ' τα βλέφαρα διώξε τον ύπνο
Φίλα τους προδότες σου στο δείπνο
xάραξε πορεία για το άρρητο
Αρχή και τέλος
Κάθε μια αρχή και τέλος
και τέλος
κύκλος η ζωή γυρνά
Πάρε της καρδιάς το βέλος
το βέλος
ρίχ' το μάτια μου ψηλά
Αν τον ουρανό αγγίζουν θάλασσες
κύμα και φωτιά στη γη αν σμίγουνε
όλα δυο φορές κι εσύ αν τα έχασες
στο τέλος κοίτα την αρχή
ν' αλλάξουν όλα δεν μπορει σε μια στιγμή
Πέρα απ' του θυμού το φράχτη
το φράχτη
κι άλλο τόσο πιο μακριά
μέσα απ' της σιωπής τη στάχτη
τη στάχτη
μοιάζουν όλα καθαρά
Αν τον ουρανό αγγίζουν θάλασσες
κύμα και φωτιά στη γη αν σμίγουνε
όλα δυο φορές κι εσύ αν τα έχασες
στο τέλος κοίτα την αρχή
ν' αλλάξουν όλα δεν μπορει σε μια στιγμή
Λάμπει στη βροχή ο δρόμος
ο δρόμος
χώμα είσαι και νερό
γύρω σου γυρνά ο κόσμος
ο κόσμος
μέσα σου θα βρεις θεό
Αν τον ουρανό αγγίζουν θάλασσες
κύμα και φωτιά στη γη αν σμίγουνε
όλα δυο φορές κι εσύ αν τα έχασες
στο τέλος κοίτα την αρχή
ν' αλλάξουν όλα δεν μπορει σε μια στιγμή
Για την Ελλάδα
Αμπέλια και χρυσές ελιές
μοιάζεις Ελλάδα μου όπως θες
φωτιά κι αέρας, στο φως της μέρας.
Τη μια ευρωπαία στο κλαρί,
την άλλη αρχαία προτομή
Γιατί, γιατί;
Γύρνα και δείξε μου τον δρόμο σου ξανά
μάτια μου, κομμάτια μου
σαν γράμμα ατέλειωτο που έσβησε ο καιρός
μ' ονόματα και χρώματα.
Γυμνά τα δέντρα, τα κλαδιά
κι έχουν πετάξει μακριά
πουλιά κι αστέρια, σε ξένα χέρια.
Ετσι ήταν πάντα μου γελάς
παιδιά είμαστε της λησμονιάς
σ' ακούω χαμένος, σαν ζαλισμένος.
Στον ουρανό σου θέλω απόψε ν' ανεβώ
να σε βρω
αγκάλιασέ με στο σκοτάδι σου να μπω
μάγισσα, σ' αγάπησα.
Γυναίκα
Ρούχα από χώμα και νερό προτού φορέσεις
ήμουν μαζί σου σ' έναν άλλο ουρανό
κι αν ξέχασες τον δρόμο είμαι εδώ
να σου θυμίσω τα παλιά να μην πονέσεις
Γυναίκα είσαι ζωή
απ' τη φωτιά των άστρων
απ' του Ήλιου το φιλί
πνοή του ανέμου, ανάσα μου
τραγούδι σε γιορτή
Κατέβηκα μαζί σου μέχρι εδώ
όνειρο φαίνεται παλιό και ξεχασμένο
έκρυψες φως μέσα σε σώμα μυστικό
κράτησα μνήμες που με φέρανε κοντά σου
Παράθεση από: "blue-roses" Άλμπατρος
Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί,
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τα κουρασμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πως κοίτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός
τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει
ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πως πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μεσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.
Διαβασε το πρωτοτυπο κειμενο του Αλμπατρος απο τα ¨Ανθη του Κακου¨ (Μπλοντερ) :wink:
Καλημερα μαναρι μου :53:
Δακρυσμένα μάτια
Δακρυσμένα μάτια νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους κάτω απ' τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα ας ήταν να βρεθώ
Να 'ταν η καριδά μου λαμπερό αστέρι
να 'ταν η ματιά μου δίκοπο μαχαίρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι
Διεκδικώ σκληρά
Κριτής ο ίδιος μου εαυτός σε κάθε κίνηση που δεν σ' αρέσει
μ' έχει εκτοπίσει εντελώς και μ' έχει εκμηδενίσει
με λίγα λόγια προκοπή από ένα τέτοιο εραστή
που σε ζηλεύει αφόρητα και σε τρελλαίνει ανόητα δεν βρίσκεις.
Τώρα που έμαθα πως περπατάς γιατί δεν μου μιλάς
γιατί κοιτάς τον δρόμο και τραβάς
σαν να κουρδίζεσαι καλά και με προγράμματα τυφλά
ακολουθάς αυτό π' αντιπαθώ, εκείνο που μισώ
μα σένα αγαπώ.
Με κόβει πυρετός όταν σε φέρνω στο μυαλό μου
και ότι άλλο γίνεται εντός μου προκαλείς
κυρίως ακατάστατα με κόβεις και με ράβεις
μ' αφήνεις, μ' αγαπάς, με κοροιδεύεις, μ' απατάς
κι όταν δεν έχεις φράγκο επιστρέφεις και γελάς.
Διεκδικώ σκληρά ότι αγαπώ απλά
κι αν μου κρατάς γινάτι και σ' άλλον κλείνεις μάτι
είναι που η νύχτα είναι μικρή, είναι η ζωή μας χλιαρή.
Δρόμο άλλαξε ο αέρας
Δρόμο άλλαξε ο αέρας
και φυσάει μες στην ψυχή
και σηκώνονται τα φύλλα
και χορεύει το κορμί
Στο 'πα να μη σεργιανίζεις
σαν φυσούν τα ρεύματα
μα συ ανάστροφα βαδίζεις
και ζητάς μπερδέματα
Δρόμο άλλαξε κι ο δρόμος
και τραβάει για το γκρεμό
μα έχει κι ο γκρεμός δρομάκια
και μπορώ να τα πατώ
Στο 'πα να μη με τρομάζεις
σαν γεννιέμαι απ' την αρχή
γιατί θα γινώ αγρίμι
κι όχι αθάνατο παιδί
Στο 'πα να μη σεργιανίζεις
σαν φυσούν τα ρεύματα
μα συ ανάστροφα βαδίζεις
και ζητάς μπερδέματα
Δύο κι άλλα δυο βήματα
Στο θολό το νερό γραμμές τραβούν στον ουρανό
βροχή στη σκεπή, κίτρινη πόλη γιαπί
αστέρια σβήνουν κι όνειρα κλείνουν σιωπή.
Δυο, δυο κι άλλα δυο
δυο βήματα χωρίζουν τον ουρανό
δυο, δυο κι άλλα δυο
δυο βήματα χωρίζουν τον ουρανό από εδώ.
Τα μάτια μου τυφλά βλέπουν δυο φώτα μακριά
η ανάγκη σου όσο θες δεν σε γυρνάει στο χθες
καίνε οι κόρες μας, τα χρόνια γίναν οι ώρες μας.
Η ευτυχία μου μικρή
για δε σου πα να κρεμαστείς στο σκοινί
τ' άσπρα χαμόγελα ακουμπώ
στα χέρια μου θα σφίξω το αύριο.
Ανάγκη μου βαριά την πόρτα κλείσε σιγά
δεν μας θυμάται κανείς, ποιος νοιάζεται αν χαθείς
πέρα απ' τον τόπο αυτό θα γίνεις μηδενικό.
Aστους να ψέλνουν την ψυχή
τα μάτια μας κοιτάζουν στην κορφή
στέκει ο Θεός και μας κοιτά
δεν δίνει φράγκο για τίποτα.
Δυο τρείς κουβέντες
Eχω δυό-τρεις κουβέντες να σου πώ
δίχως κλειδιά, χωρίς σκοπό,
σαν όταν βγαίνει ο ήλιος το πρωί,
σαν ταξιδιάρικο πουλί,
σαν σκοτεινιάζει, όταν βραδιάζει,
σβύνουν τα χρώματα, φιλιά κι αρώματα.
Δροσιά ο κόσμος κι όνειρο, μα εδώ ξεχνάμε όλοι,
γυρνάμε μες στις γειτονιές και πίνουμε καφέ.
Aμα προλάβεις και το δείς, πως στρίβεις στη γωνία,
όλα τα λάθη σου σωστά, σωστή κι η κομωδία.
Γιατί πετάει ο αετός και σέρνεται το φίδι;
Γιατί σέρνει τα λόγια μας μια νύχτα το κρασί;
Γιατί γλεντάς; Γιατί γελάς; Tί σου συμβαίνει και ρωτάς;
Mήπως κοπήκαν τα φτερά απάνω στο χορό;
Eλυσε ο χρόνος το πανί και πήγαμε μακριά
δίχως κουπιά, χωρίς σχοινιά, χαθήκαν τα σκαριά
καθένας βρήκε πετονιές κι απόχη να ψαρέψει
κι απάνω εκεί στη βάρκα του μια νύχτα να χορέψει.
Tί να χορέψει, τί να πεί; άγνωστο ρίμα η νύχτα.
Δεν έχω λόγια να σου πω ούτε ποτέ μου είχα
Δώρο του κόσμου
T' άσπρο φουστάνι σου κοιτώ
κι όπως φυσάει σ' ακολουθώ
ένας αέρας στα μαλλιά σου με τυλίγει.
Eρχονται βράδια που αγρυπνώ
και μες στο σπίτι τριγυρνώ
σαν ξεχασμένος σε σταθμό, σαν ένας ξένος.
Δώρο του κόσμου, σκοτάδι μου και φώς μου,
Δώρο του κόσμου, σημάδι μου
Eίναι δική σου η σκιά
που ησυχάζει την καρδιά
κι η αγωνία με ξεχνά κι αποκοιμιέμαι.
Nα σέ 'χω τάχα ονειρευτεί;
Ψέμα αν είσαι θα φανεί,
μα η λαχτάρα μου για σένα είναι πόνος.
Είναι σκοτάδι
Όλα μας τα 'παν οι σοφοί
και με το παραπάνω
κορώνα γράμματα η ζωή
μα εγώ το κέρμα χάνω
Βλέπω τους φίλους τους παλιούς
να λένε δεν πειράζει
ψυχή που δεν αμάρτησε
ποτέ της δεν αγιάζει
Είναι σκοτάδι μάτια μου
πάντα σ' αυτή την πλάση
μια χαραμάδα αφήνουμε
το φως για να περάσει
Να μπούνε χρώματα φωνές
όνειρα και ταξίδια
να κλέψουμε απ' τους Θεούς
πανάκριβα στολίδια
Μια ρουφηξιά είναι η ζωή
της άνοιξης μια μέρα
μια ανάσα ένας στεναγμός
στο δροσερό αέρα
Καραβοκύρισσα καλή
δώσ' μου την αγκαλιά σου
κι ας είναι δηλητήριο
στα χείλη τα φιλιά σου
Είναι σκοτάδι μάτια μου...
Έπιασε βροχή
Έπιασε βροχή,
δροσιά μου και γιορτή
σκόνη τα παλιά
κι αέρας στα μαλλιά.
Μάτια μου, μάτια μου
μαζεύω τα κομμάτια μου
γυρνάω στο σπίτι
κι έχω τα κλειδιά.
Ώρες που μ' ανάβει το φεγγάρι
κι αγρυπνώ, ξαγρυπνώ
ψυχή μου εδώ θα ξαναγεννηθώ.
Φως μου ο κεραυνός
είναι του ανέμου ο γιος
κι όταν μου μιλά
τρομάζω από χαρά.
Κράτα με ουρανέ
το ξέρω πως θα πεις το ΝΑΙ
ξεχνάω τη νύχτα
ήλιε μου αδερφέ.
Ευτυχείς, λυπημένοι και πότες
Περίσσεψε η τύχη μου
και γκρέμισα τα τείχη μου
ότι αγαπούσα τόδωσα
κι ότι ποθούσα τό 'χασα.
Λένε οι ψυχολόγοι
κι οι φίλοι μου οι λόγιοι
"απλά τα πράγματα να λες
και στα τραγούδια να μην κλαις
να μην κλαις".
Μα δω βαθειά στην κόλαση
έχουμε βρει μια όαση
αγάπες που σαλεύουνε
τα όνειρα διαλέγουνε.
Σα να μην έζησα ποτέ
σα να μην κοίταξα ψηλά απ' το παραθύρι
δένδρα φυτρώνουν στις γωνιές
περνούν τα χρόνια
περνούν κι οι φίλοι...
Ευτυχείς, λυπημένοι και πότες
με κρασί, με καπνό, και δυο νότες
ταξιδέψαμ' αργά, σε κρεβάτια ζεστά
μα θαρρώ πως ξυπνήσαμ' αργά.
Περπατώ σ' ένα κόσμο π' αλλάζει
όπως τα ρούχα μας τα χθεσινά
βάζει κορδέλες και με ταράζει
βάφεται άλλος και προσπερνά.
Ευχές
Να ‘ταν ο ήλιος αδελφός
και η ανάγκη φίλος
να μην περνούσαν τα λεφτά
κουμάντο να ΄κανε η καρδιά
Άσπρη μέρα μεγαλώνει θαύματα και τραύματα
είπα θα τα βγάλω πέρα τραγουδάω χαράματα
Να ‘ταν του ήλιου οι χορδές
γεφύρια να περάσω
μακριά να έριχνα σκοινιά
μεσ' την δική σου γειτονιά
Μαύρα μάτια μαγεμένα σε κοιτάω και χάνομαι
μεσ' την αγκαλιά σου ανθίζω μεσ' τα δίχτυα πιάνομαι
Να ‘ταν δικιά μας η χαρά
θα πλημμύριζαν τα στενά
Χέρια μου ζεστά μου χέρια έχει ο Θεός
απ' αυτά που μας πληγώνουν
κι απ' αυτά που μας γλιτώνουν.
Έφτασες ήδη
Δεν υπάρχουν δρόμοι να περάσεις
έφτασες ήδη και δεν το πιστεύεις
Όλοι σου λένε να το ξεχάσεις
έχεις ακόμα δρόμο να περάσεις
έχεις ακόμα δρόμο...
έτσι σου λένε
Αλλά εσύ είσαι εδώ
Και ήσουν πάντα εδώ
Δεν υπάρχει χρόνος να διαλέξεις
το παρελθόν σε κυνηγάει με σκέψεις
το μέλλον άγνωστη γραμμή
τώρα και τώρα και εσαεί
Έχω 40 πυρετό
Έχω 40 πυρετό, τάση για εμετό
ερώτηση καμμιά, απάντηση καμμιά.
Τέτοιο κακό να μην σε βρει, θα χάσεις το Θεό σου
σκληρή η καλογερική στο λέω για καλό σου
για καλό σου.
Έχω 40 πυρετό, πρέζες, μεθύσι χτεσινό
η αγάπη με νικάει, ο κόσμος με κοιτάει
τα βήματά μου κλείνει, το δρόμο του μού δίνει.
Ζητιάνος παρά υπουργός
Τράπεζες, βίντεο κι ασάλειες ζωής,
οι καταθέσεις που τη φτώχεια σου ξορκίζουν,
σαν συνολάκι εορτών με δανεικά λεφτά,
την όμορφη ζωή σου να στολίζουν.
Θρέφεις τη νύχτα τα όνειτα του πρωινού,
και την καρδιά σου παραδίδεις στους αλήτες,
αν δεν τους μοιάσεις έχε κατά νου,
ήρωας αφανής με τους κοπρίτες.
Κάλλιο ζητιάνος παρά υπουργός,
ψεύτης για χάρη μιας μεγάλης λόξας,
στέκεις στην άκρη πάντα μοναχός,
σπρωξιά χρειάζεσαι στο βόθρο αυτής της δόξας.
Ό,τι σε σώνει είναι ο έρωτας,
εσύ ξεσκίζεσαι σαν πόρνη επί πιστώσει,
θα μοιραστείς την πτώση σου με μας,
ποια κατηφόρα θα σ' ελευθερώσει.
Επαναπαύσου σ' έτοιμη ζωή,
η τηλεόραση μας παίζει αυτό το έργο,
τι να σου πω για τούτη τη σκηνή,
την έχεις ζήσει πλέον μέσα κι έξω.
Αυτή η χαρά δεν φτάνει μέχρι εδώ,
μην τυρρανιέσαι άλλο γύρνα πίσω,
για ότι τραβάς ο φταίχτης είμαι εγώ,
εικόνα του εαυτού σου, ποιον να βρίσω.
Κάλλιο ζητιάνος παρά υπουργός,
ψεύτης για χάρη μιας μεγάλης λόξας,
πίνε στην άκρη πάντα μοναχός,
σπρωξιά χρειάζεσαι στο βόθρο αυτής της δόξας,
αυτής της δόξας.
Η ξεχασμένη μου ζωή
H ξεχασμένη μου ζωή
βρήκε σκαμνί να κάτσει
τσιγάρο για να ανάψει
κι αέρα ν' απλωθεί
H ξεχασμένη μου ψυχή
μισούσε τους ιππότες
έκανε έρωτα κρυφά
με του ανέμου τα στοιχειά
τραγούδαγε με πότες
H ξεχασμένη μου καρδιά
ναυάγησε στα μέτρα
σκαρφάλωσε στη θάλασσα
και πνίγηκε στην πέτρα
H ξεχασμένη μου καρδιά
είχε καιρό να κλάψει
κεράκι να σ' ανάψει
κι αέρα να σταθεί
H ξεχασμένη μου ζωή
μου λέει πως δεν πειράζει
κάνει μονάχη προσευχή
στον ουρανό, στην αστραπή
κι αντέχει μες στ' αγιάζι
Η σκιά
Να περπατάς με τη σκιά σου
να τρως, να πίνεις, να γελάς, να τραγουδάς
και να θυμάσαι αν κοιμάσαι να ξυπνάς
και να ‘ναι δίπλα σου όπου πας
Να ‘ναι θεός το ταίρι σου
κι άμα δεν είναι δεν πειράζει
δε βαριέσαι δεν σε νοιάζει
μη σκοντάφτεις δεν αλλάζει
γιατί αύριο χαράζει
Να βγαίνεις βόλτα με τον ίσκιο σου
κι αν σου ‘χει κάνει τη ζωή πατίνι
κι ας τρέχει από πίσω σου χαμίνι
από μπροστά αφεντικό και οδηγός και φυλαχτό
φρουρός και σύντροφος πιστός
αγαπημένος άγνωστος
Να περπατάς με τη σκιά σου
για να ‘χει ο ήλιος συντροφιά
τα σκονισμένα βήματα
τα λόγια σου τα μυστικά
και τα μικρά διλήμματα
Θίασος
Επενδύσεις, διαφημίσεις,
ενοχές και ανακρίσεις
εποχές για λεφτά, άπατος στα χαμηλά
με θεούς φοβερούς, με θρησκείες τρομοκράτες
με ληστές στην αυλή, αδιάφοροι, χαζοί
Κάνω πως δε ξέρω, πέφτω μες στα κύματα
άλλοι δρόμοι μας ενώνουν, κι άλλοι στα διλήμματα
Ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, εντολές και αντιρρήσεις
αλλαγές στα ψηλά, ίδια συνταγή παιδιά
με κομμένα φτερά, με οράματα στημένα
αφανείς οδηγούς, αδηφάγους οπαδούς
Εισοδηματίες, κεφαλαιούχοι επενδυτές
Αστοί με τίτλους αγυρτείας, ηθικολόγοι, υποκριτές
μεταμφιεσμένοι παρθένες της εγκράτειας, απατεώνες
νομοθέτες, θεατρίνοι, στρατηγοί πνιγμένοι
στα παράσημα, στα σιρίτια, στους μεγαλόσταυρους
Κράχτες στα σκυλάδικα
Τηλεοπτικά κόλπα με αστέρες παρουσιαστές
στο θίασο της ακροαματικότητας
εκλογική φάρσα με ψηφοφόρους ξύλινους
Οι υποψήφιοι αστοί ντυμένοι παλιάτσοι
στο χορό των πολιτικών ελευθεριών
με δάκρυα στα μάτια για τα βάσανα του κόσμου
με πάθος για την καθαρότητα του έθνους
και την δόξα της πατρίδος
Αυταπάτες μεγαλεία και μια θηριώδη ανία
Μπερδεμένα μυαλά και λογαριασμοί φωτιά
Με τα χρέη ψηλά, τη ψυχή στα κόκκινα
Οι λαγοί στο σακί, δούλοι τηλεοπτικοί
Καλημέρα
Oταν σωπαίνει ο άνθρωπος
πέφτει μες στο πηγάδι
που οι τοίχοι του γυαλίζουνε
και φέγγουν στο σκοτάδι
Eκεί που βλέπει τα θολά
και στα βαρειά ακουμπάει
κάνει το έργο μια στροφή
κι ο νούς του ξεκολλάει
Mοιάζουν στη θέση τους σωστά
κι ωραία βολεμένα,
τα κλάματα και οι χαρές,
τα θέατρα κι οι αγορές
του κόσμου τα μυστήρια
και τα βασανιστήρια...
Mοιάζεις κι εσύ σαν καλημέρα,
που χθες με κέρναγες φωτιά,
σήμερα διώχνεις τη φοβέρα
και βλέπω μια μικρή Θεά.
Kάνω το άχ!! να ξεχαστώ,
μ' αυτό το έρμο αφεντικό,
το άγρυπνο μυαλό μου,
στα δύσκολα με σέρνει,
με πάει και με φέρνει.
Mοιάζεις κι εσύ σαν καλημέρα,
μοιάζεις κι εσύ σαν καλημέρα.
Καληνύχτα
Eίν' ακριβός ο αέρας που φτύνεις,
ακριβό το ποτό και το πίνεις.
Tρύπιες τσέπες και μακό φανελάκι,
είν' ο κόσμος μπουκιά και φαρμάκι,
είν' ο κόσμος δροσιά κι αεράκι.
Λύσσα ο έρωτας, χάδι ο έρωτας,
κόκκινα μάτια μου μή με ρωτάς.
Στα 17 σου πηδάς το καλάμι,
στα 19 σου κανείς δεν σε πιάνει.
Tρεκλίζεις στο δρόμο, μεθάς με τον πόνο·
σε λίγα χρονάκια δεν ξέρεις πού πας.
Eνήλικο μούτρο ανοίγεις γραφείο.
Tα πεντοχίλιαρα μυρίζουν αιδοίο.
Γλυκά νανουρίζεις το ρήγμα π' ανοίγει,
το ξέρεις καλά η ζωή σου έχει φύγει·
συμβόλαιο στο πάθος που λήγει.
Θηλιά ο έρωτας, ανάγκη ο έρωτας,
καμμένα μάτια μου μη με ρωτάς.
Tρεκλίζεις στο δρόμο, μεθάς με τον πόνο·
φοβάσαι και ξέρεις πού πας.
Oλοι οι καριόληδες μια εταιρία.
Σάπια ηλικία και αδυναμία.
Γελάει ο χρόνος και λάμπει ανθισμένος
στο δρόμο σκοτώνει κι είναι κερδισμένος.
Σπάει το νήμα κι αναρωτιέσαι]
Αυτό το τραγούδι το έχει γράψει
ο Σωκράτης μπροστά σ'ένα καθρέφτη
και το αφιερώνει στον εαυτό του.....
Κανένας δεν ξέρει
Kανένας δεν ξέρει το αύριο τι θα μας φέρει
είν' η ζωή μια κρυμμένη απειλή κι ένα αστέρι
χορός και φωνές λες το ναί θες δε θες πριν βραδιάσει
σε παίρνει αγκαλιά μια γνωστή σου σκιά κι έχεις χάσει
Πόρτες ανοιχτές καρδιές κλεισμένες
άδειες αγκαλιές σημαδεμένες
κλέβει ο καιρός τα βήματά σου
σκορπάει τα όνειρά σου
Kαίγομαι σ' ένα ποτήρι κρασί και σε ψάχνω
βούλιαξε η πόλη μες στο νού μου γυρνάνε διαβόλοι
καλύτερα θά 'ταν να φύγω μακριά κι ότι γίνει
πονάει όμως τόσο για 'κείνον που πίσω έχει μείνει
Καρφί
Σαν κάτι να σε καίει, κάτι να σε πληγώνει
μ' ανησυχία σε ζώνει και γελάς
τις νύχτες ξεγλυστράς και μένα ξεγελάς
όλους μας φέρνεις βόλτα, σ' όλους μας πήγες κόντρα
σωστά μ' εξαπατάς, το δάχτυλό σου βλέπω
κι αυτό που δεν αντέχω κυνηγάς.
Δεν ξέρω τι να πω, πως δεν σ' ακολουθώ είναι ψέμα
μα ξέρω την δειλία μου να κρύβω, ξέρω κρυφά κρυφά να σε προδίδω
χωρίς ανταμοιβή, χωρίς υπερβολή, λακωνικά με νεύμα στην αρχή
στην χωροφυλακή και στην αστυνομία
που περιμένουν όπως πάντα στην γωνία.
Λυπάμαι που σου γράφω όλα αυτά, είναι η νύχτα μου βαριά
κι αυτά που σκέφτομαι πικρά
δεν φτάνει τ' όνειρο να ζεις όπως σ' αρέσει
και η ψευδαίσθηση μπορεί να στη βαρέσει μάγκα μου
και να κοιτάς με στόμα ανοιχτό όσα δεν έζησες στο κόσμο αυτό.
Λαβύρινθος
Aγγίζω τα χείλη σου Aγνή
και μας παίρνει η αυγή
όταν πέφτει η βροχή.
Στα μάτια σου παίζει ένα φώς,
κι ο αέρας περνάει,
στα φιλιά σου γελάει
Στο παράθυρο γέρνω να δω
το χρυσάφι του κόσμου θαμπό,
μα η καρδιά σου ανασαίνει,
κι όπως πρίν μ' ανασταίνει.
Σε βλέπω με μάτια κλειστά
σα να βρίσκεσαι εδώ
κι όμως είσαι μακρυά.
Θυμάμαι τραγούδια να λες
για τις άδειες στιγμές
τις χαμένες καρδιές.
Στο λαβύρινθο έχω χαθεί
του Θησέα κρατάω την κλωστή
μα τα χέρια πονάνε
και τα μάτια ξεχνάνε.
Aγγίζω τα χέρια σου Aγνή
το κεφάλι μου γέρνει
και ο ύπνος με παίρνει.
Δεν θέλω ούτε λέξη να πώ
στ' ανοιχτά τ' όνειρο
με κρατάει ναυαγό.
Στο παράθυρο γέρνω να δω
το χρυσάφι του κόσμου θαμπό
μα η καρδιά σου ανασαίνει
κι όπως πρίν μ' ανασταίνει.
Λάσπες
Μακριά η ζωή μου κι άγρια ψάχνει τις νύχτες με μάτια κλειστά
γυμνός κι αλήτης, μοναχός, δε βρίσκω δρόμους γυρνάω σαν τρελλός
Περνάω τα στέκια που έζησα, πόρτες κλειστές κι ας μη με νοιάζει γι' αυτές
μοιάζ' η ζωή μου φυλακή κι ότι έχω κάνει μου βγαίνει καρφί.
Λάσπες στο δρόμο, λάσπες και βροχή
δεν ξέρω γιατί τρέχω.
Eιν' η ανάσα μου βαριά,
σε θέλω δεν αντέχω.
Γυμνός στα πόδια σου ακουμπώ νοιώθω στο αίμα μου πυρετό,
βρίζω και σβήνω τις στιγμές όνειρο κι εφιάλτης σαν χθές.
Kρατάω ψυχή που σιγοκαίει μικρό παιδί μες στα χέρια μου κλαίει,
χρώμα στο ψέμα δηλαδή κι αλήθεια - ψέμα για κάθε στιγμή.
Λάσπες στο δρόμο, λάσπες και βροχή
δεν ξέρω γιατί τρέχω.
Eιν' η ανάσα μου βαριά,
σε θέλω δεν αντέχω.
Μάντης
Μικρός σαν μάντης έψαχνα
τα επόμενά μου χρόνια
Μεγάλωσα και μου 'λειπαν
οι αλάνες και τ' αλώνια
Αφήνοντας να χάνεται
για πάντα το παρόν
αδιάφορα ξοδεύτηκα
σε μέλλον - παρελθόν
Όπου καράβια θάλασσα
όπου αμμουδιά γιαλός
Θυμάται όσα πέρασε
κι ότι έρχεται καπνός
Χιόνι ο χρόνος σαν σεντόνι
σε σκεπάζει μια στιγμή
σας χαμογελάει και λιώνει
μένει η αλήθεια σου γυμνή
Μα είν' η μνήμη βάλσαμο
σαν τις βροχές του Μάρτη
Κι αφήνει τα σημάδια της
πάνω στης Γης το χάρτη
Με πνίγεις
Με κλάματα και απειλές
μ' ανοησίες και ψευτιές
σκηνές τα βράδια που γυρνώ
και μια κοιλιά ως το λαιμό.
Με πνίγεις
Έλα πουλί μου, ξέχασέ τα όλα
η τυραννία είναι τέχνη υψηλή
το θέατρό σου είναι μισό
και το κουράγιο μου λειψό πως να σταθώ;
M' αφορισμούς και με λυγμούς
με φόβους και με εκβιασμούς
κρατάς στο χέρι τα κλειδιά
μου φαρμακώνεις τα όνειρα
με πνίγεις με πνίγεις
Έλα πουλί μου, ξέχασέ τα όλα
η τυραννία είναι τέχνη υψηλή
μια κωμωδία που αντηχεί στυφά
σα κούφια ώρα που μας κυνηγά
Έλα πουλί μου, ξέχασέ τα όλα
η τυραννία είναι τέχνη υψηλή
το θέατρό σου είναι μισό
και το κουράγιο μου λειψό· πως να σταθώ;
Μια βόλτα στα βαθιά
Mια βόλτα στα βαθιά μαζί σου
στην άκρη αυτής της νύχτας π' αγρυπνά
στους άδειους κύκλους του καπνού τυλίξου
στη μυρωδιά της μέρας π' αρχινά.
Ξοδεύτηκες στις αγορές και στα παζάρια τρέχεις
τα παραμύθια σου φτηνά, τον εαυτό σου δεν αντέχεις.
Περνάει καιρός κι εσύ ΄σαι στο κλουβί σου
μια παγωμένη ανάσα σ' ακουμπά
ποιός σου χρωστάει και ποιά είναι η αμοιβή σου
τα ρέστα μη ζητάς κάθε φορά
Aυτοί που δραπετεύουν έμαθαν τι γυρεύουν,
οι άλλοι που ελπίζουν, τρώνε καιρό και βρίζουν
βρίζουν το διάολό τους, το άσχημο μυαλό τους,
αιώνιο βάσανό τους.
Μονόλογος τρελού
Ήρθα στο σπίτι αυτό σαν βασιλιάς
κάποιος ψιθύρισε στ' αυτί μου σαν αέρας
έκλεισε η πόρτα πίσω μου με μιας
σεντόνια φως που ξεδιπλώνει ο αχός της μέρας.
Κίνηση και φωνές, ατέλειωτες σιωπές, μια στάλα πόνος
σφραγίδα η αφορμή που μ' απειλεί και με κινεί
ήταν πρωί κι ήταν φωτιά, σκέψη υγρή μου πλάθει ένα κορμί
ένα κορμί, μια φυλακή.
Η μάνα μου είναι αιτία, με κρατάει σφιχτά
στα γόνατά της γνέθει και κοιτάει μπροστά
μπροστά και πίσω ο φόβος μου ένας δρόμος
μου δείχνει αρχή, με πιάνει ταραχή και μένω μόνος.
Ήρθα στο σπίτι αυτό σαν βασιλιάς
κοίτα πως έχουμε ζεστάνει άγρια χρόνια
στέκομαι στο αέρα και γελάς
μακάριοι οι τρελοί, σ' αιώνια διαδρομή κάτι μας λείπει.
Νοτιάς
Για σένα πού που περνάς έξω απ' την πόρτα μου Νοτιά
Θα πω μια προσευχή
Να 'ναι τα δένδρα ήσυχα
και τα παράθυρα ανοιχτά
όμορφα θαύματα ζεστά
για τα μάτια είναι τα δάκρυα
για τους χειμώνες είναι η φωτιά
Νυχτολούλουδο
Παραμονές του θερισμού
πέφτουν νιφάδες του χιονιού
νιφάδες που ‘γιναν δροσιά
στη βραδινή σου φορεσιά
Περιπλανώμενες σκιές
μετράνε κέρδη και ζημίες
κι εγώ στη κρύα κόχη σου
τα "ίσως" και τα "όχι" σου
άνοιξε νυχτολούλουδο
να δω την ομορφιά σου
άμα δε χάσω το μυαλό
πώς θα ‘βρω την καρδιά σου
άκου του άνεμου την πνοή
άγνωστο θαύμα η ζωή
καταμεσής στο πουθενά
ελπίδες κι όνειρα γεννά
Σταλιά-σταλιά με τον καιρό
Τρυπάει τη πέτρα το νερό
και μια μικρή ραγισματιά
απλώνει ρίζες και κλαδιά
Ο Θεός
Aφού δε θέλει κι ο Θεός να ναι ο κόσμος σκοτεινός
δεν θέλει πίστη απόλυτη ούτε βενζίνη αμόλυβδη
Θέλει κρασί και προσοχή, δεν θέλει μαρς και προσευχή
πίνει απ το ποτήρι μας, γελάει για χατήρι μας
Δεν είν δικές του οι σκέψεις σου κι οι άχαρες οι βλέψεις σου
παπάρες για πρωθυπουργούς, σάλτσες για παλαβούς
ανάβει το καντήλι του, καπνίζουνε οι φίλοι του
κι όταν τους βάζουν φυλακή κάθεται πάλι κι απορεί
Aφού δε θέλει κι ο Θεός να ‘ναι ο κόσμος σκοτεινός
δεν θέλει μάτια ανοιχτά ούτε τα χέρια σου σφιχτά
θέλει το νού στα μέτρα μας και την καρδιά στα ντέρτια μας
θέλει το γέλιο σου ξανά και μια γεμάτη αγκαλιά
Ο καιρός
Είν' ο καιρός σκέψη που σπάει
μάτι που ξενυχτάει, είναι φωνή που κλαίει.
Σαν συγγενής τρελός στη φυλακή
σαν μια ντροπή, κάτι που καίει.
Eίναι καιρός το σώμα αυτό που απορεί
που αδυνατεί και δεν νικάει
μες στο πηγάδι σαν κοιτάει
τραβάει τον εαυτό του και ρωτάει, και ρωτάει]
Ο κήπος
Φέρνει η νύχτα το πρωί
κι ο ήλιος πάει να φανεί
ήμουν μικρός και ξέχασα
γλυκό πουλί μου σε έχασα
Kλείνει τα δίχτυα του το φώς
κι όποιος κοιμάται μοναχός
κάνει πως δεν τον νοιάζει
μ' όνειρο η μέρα μοιάζει.
Tα φτερά μου ανοίγω στον αέρα
ότι απομένει απ' τη ζωή είναι μια μέρα
είν' ένας κήπος με λουλούδια και με φίδια
δυό χελιδόνια που γυρνάν ξανά στα ίδια
Bλέπω τις μέρες να περνούν
και μες στα μάτια με κοιτούν
σπίθες παλιές που ξέχασα
γλυκό πουλί μου σε έχασα
Kλείνει τα δίχτυα του το φώς
κι όποιος κοιμάται μοναχός
κάνει πως δεν τον νοιάζει
μ' όνειρο η μέρα μοιάζει.
Tα φτερά μου ανοίγω στον αέρα
ότι απομένει απ' τη ζωή είναι μια μέρα
είν' ένας κήπος με λουλούδια και με φίδια
δυό χελιδόνια που γυρνάν ξανά στα ίδια
Ο μάγος
Άρπαξε την πόλη αέρας
χαρτιά σακούλες σαν πουλιά στον ουρανό
Έμεινε με το βλέμμα του αδειανό
Φωνάζει η θύελλα, σαν να ναι αρχαίο τέρας
Πάει καιρός που νοιώθει ότι ξεχνάει
μιαν άλλη πόλη μια πατρίδα κάπου αλλού
Ένας παλιάτσος απ' την πόρτα του περνάει
γελάει και τον πειράζει, τα ίδια του αραδιάζει
Ήρθαμε από μακριά και πάω στοίχημα
πως δεν θυμάσαι από όσο ξέρω τίποτα
ο Μάγος που έφτιαξε τα σκηνικά είσαι εσύ
και μένουν όρθια απ' τα κόλπα σου τα ανείπωτα
Πέρασαν χρόνια κι άδειασε η αυλή του
δεν τον πειράζει πια ο Γελωτοποιός
ούτε και ο ίδιος πια θυμάται τη ζωή του
ούτε τον νοιάζει πλέον ο καιρός
Ο Φύλακας κι ο Βασιλιάς
Αυτή η πόλη που αγάπησα παλιά
κι όλο γυρνούσα στ' ανοιχτά παράθυρά της
έγινε βάρος που αδιάφορα περνά
σαν μια συνήθεια παιδική, σαν ένα λάθος.
Αυτά τα χρόνια που μετράω με το στανιό
τα λίγα, τα πολλά, τ' άγνωστα χρόνια
με βρίσκουν μόνο να γυρνάω μ' ένα φακό
σ' έναν καθρέφτη μαγικό, μια χούφτα πιόνια.
Ένα που αγάπησε πολύ κι άλλο που τυραννιέται
δυο τρία που ξεστράτισαν κι άγρια παραστράτησαν,
κάποιο που ξόδεψε το φως κι έμεινε άδειος ο καιρός,
λίγα που δυστυχήσανε και τη ζωή γκρεμίσανε.
Φύλακα στην καλύβα σου
κρατάς το βασιλιά τους
είναι αστείο, σοβαρό
δε το χωράει η καρδιά τους.
Φύλακα στην καλύβα σου
κρατάς τον άνθρωπό τους
λείπει το φως, λείπει το φως
κι έχασαν τον καιρό τους.
Φωνάζω μεσ' στη νύχτα
κι ύστερα σωπαίνω
σαν τα πουλιά μεσ' στα κλαδιά σου
το χειμώνα.
Όλα τ' αρνιέμαι
Όλα τ' αρνιέμαι μα απ' αυτά κρατιέμαι
όπως τα μάτια σου υγρά τη νύχτα
σκαρφαλωμένα σε μια γυρισμένη πλάτη
καραδοκούν, μαντεύουν, ξεψυχάνε
κάτι ανοίγει ξαφνικά μες στο μυαλό μου
και στρίβω στη γωνιά με βήμα μεθυσμένο
μη μ' αρνηθείς, σκοπός γι' αυτή την εκδρομή
είναι το τέλος μου κι όχι μια αρχή.
Όλα τ' αρνιέμαι μα απ' αυτά κρατιέμαι
όπως τα μάτια σου υγρά τη νύχτα.
Παίρνω τους δρόμους
Τρέμουν τα φώτα κι ο ίσκιος με παραμονεύει στη στροφή
νύχτες περίεργες, δίχως αρχή, δίχως σκοπό
υπόσχεση για μια ζωή
για μια ζωή να κουβαλώ στις πλάτες
τον έρωτα που έσκισα στα δυο.
Παίρνω τους δρόμους μόνος μου, είναι αργά
περίπτερα κλειστά κι αμάξια μετρημένα
γλιστρώ αθόρυβα, βουβά, πιάνω το χτύπο σου μες στο σκοτάδι
τα μάτια σου θυμάμαι και πονώ, τα μάτια σου
γυρνώ αθόρυβα μήπως σε δω
μα τίποτα απ' όλα αυτά δεν γίνεται στο μαγικό μας κόσμο πια.
Πέρασαν τόσα χρόνια αργά, νύχτα βαριά αγκάλιασέ με
αγκαλιασέ με, σκεπασέ με
περνάς χαράματα ψυχή, που υπνοβατεί θυμησέ μου
θυμησέ μου, μιλησέ μου.
Τρεις αιώνες, τρεις, ακροβατείς
πάνω μου περνάς, δεν σταματάς
ασ' τη σκέψη εδώ να ζεσταθώ.
Πάμε να φύγουμε
Πάμε να φύγουμε απ' αυτή την πόλη
όλα ξηλώθηκαν μείναμε μοναχοί
άνθρωποι σπίτια και φωνές
κάνουν κομμάτια το μυαλό μου
βουλιάζουν μέσα μου οι μορφές
που μόλις και διακρίνονται στο γύρω
Oλα περνούν σαν αστραπή
κι ο χρόνος μαύρο πέπλο στη σιωπή μου
μπερδεύτηκε το αύριο με το χθές
οτι κι αν λες το ίδιο θα συμβαίνει στη ζωή μου
Πάμε να φύγουμε απ' αυτή την πόλη
δε βλέπεις πως μας στρίμωξαν για τα καλά
απ' το δικό μας χέρι τίποτε δεν περνά
Πάμε να φύγουμε
Πάντα μυστικά
Πάντα μυστικά μες στις λοξές ματιές τον έρωτα ακουμπάς
και θηλικά τα λόγια σου μασάς σαν το στοιχειό
Nύχτες στο μισοσκόταδο του μαγαζιού,
μεθάς με το ποτό του αρσενικού κι αποτρελένεσαι για δυό φιλιά.
Kι όταν μακραίνει η ουρά της προσμονής
βλέπεις πως δεν σ' αγάπησε κανείς
τα χρόνια σου χλωμιάζουν στο πιοτό
κι οι νύχτες σου μυρίζουν πυρετό
Λοξοκοιτάς τα πόδια της μικρής,
τον έρωτά της πας να κλέψεις, προσπαθείς
μα πάντα φεύγεις με το χέρι σου αδειανό
Mοιάζουν οι νύχτες κι όχι μη μου λες
σταθμοί που σε γυρνάν πάντα στο χθές
το μάτι σου θολώνει απο αγωνία
όλα σου κλείνουν το λαιμό σαν ασφυξία
αύριο θα πληρώνεις ακριβά
το χάδι σου θα τρέμει νευρικά
μπροστά στα μάτια ενός πιτσιρικά
Kι είναι παιχνίδι δίχως τελειωμό,
έργο δικό μας εφιαλτικό,
για δυό στιγμές αδυναμίας όλη η ζωή σου μια γραμμή υποψίας,
βήματα μυστικά στα σκοτεινά, χέρια που ψάχνουν πάντα στα τυφλά,
νύχτες που δεν τελειώνουν πουθενά.
Πετάω πέτρες
Πετάω πέτρες στο γυαλό κι αυτές γυρίζουν πίσω
όλα τα λόγια που 'χω πεί πρέπει να τ' αγαπήσω
κι ας ήταν όλα ψέματα κι ανόητα μπερδέματα
ποιός θα το βρεί να μου το πεί;
Περνάνε σκέψεις στο μυαλό σ' ένα δωμάτιο κλειστό
μιά στη λαχτάρα που αγαπώ στην ταραχή που βλαστημώ
και τον χαμένο μου καιρό να ξεγελάσω δεν μπορώ
Πετάω πέτρες στο γυαλό κι αυτές γυρίζουν πίσω
όλα τα λάθη που έκανα πρέπει να τα μετρήσω
κι αν ήταν όλα σφάλματα, σάλτα, ανώφελα άλματα
ποιός θα το βρεί να μου το πει
Πιες
Σκόρπισαν οι ώρες στου χρόνου τις αιώρες
σαν τ' απανωτά τσιγάρα που κάναμε μες στο σταθμό
σπίθα απ' τ' αστέρια στα παγωμένα χέρια
το σαράκι που σε τρώει και ξαναφέρνει γυρισμό
Σαν καραβάκια χάρτινα οι χαρές
βουλιάζουν άτυχα σε μέρες βροχερές
το φάρμακο που καίει τις πληγές
είναι γραμμένο σε αυτοσχέδιες συνταγές
κι εσύ πιες την υγρασία που στάζουν οι οροφές
την πίκρα πού 'χω μες στο στόμα πιες
Πήρες το κορμί μου και την απόγνωσή μου
κάτω απ' το σβηστό φανάρι και σε δωμάτιο δανεικό
κι έγινε ο χρόνος δραπέτης δολοφόνος
σαν τις φλόγες του αναπτήρα που κάψανε το σκηνικό
Πίνω - πληρώνω για το χθες
Πίνω πληρώνω για το χθές μ' άδειες Κυριακές
μιά μπύρα μιά, νά κι άλλη μιά σαν απειλή, σα βρισιά
ψυχή μου πιές, πιές όσο θές μήπως και πάρεις στροφές.
Στρίβω και πέφτω στο στενό, πόσο σε ζητώ!
Kοιμάσαι αλλού, σκέψη αλλουνού σου τυραννάει το νού.
Kι είναι πρωί, η πόρτα κλειστή, στόρια νεκρά, φώτα σβηστά,
παίρνω το δρόμο ξανά.
Ποντίκια στην αγορά
Στην αγορά παγιδευμένοι ποντικοί
νύχτα στην Tσιμισκή, μες στον αέρα
γλιστράς δεξιά μου κρύα αναπνοή
πριν από χρόνια ζούσαμε 'δώ πέρα.
Σ' ένα δωμάτιο σκοτεινό σ' αναζητώ
τη μυρωδιά σου πιάνω με το σώμα
αν είν' ο κόσμος μου τρελός τί να σου πώ;
αν κάνω λάθος το ρυθμό σ' ακολουθώ.
Bουλιάζουμε σιγά
κι αυτός ο δρόμος δε μας πάει πουθενά
σ' αγγίζω στο βυθό κι αναρριγώ.
Ξαπλώνουμε βαριά
κι ο έρωτας μας κουβαλά
στα νύχια του μας παίρνει και μας σέρνει.
Πίσω απ' τις γρίλιες στέκει ο θυρωρός
και τη φτωχή ζωή του ανακατεύει
μας υποπτεύεται βουβά ο διπλανός·
ποιός ξέρει η κυρα-Bάσω τι μας σέρνει!
Mες στη γλυκιά φωνή της κρύβει μια θηλιά
και μες στα πόδια της φωτιά που αναστατώνει
τα βράδια κατεβαίνει αγκαλιά στο σατανά
και το πρωί στο ισόγειο καμαρώνει.
Xοντρή καρδιά μου, βουτηγμένη στο πιοτό
ποιός μάγκας σ' έχει φτύσει και μου γνέφεις
την έκανες μια 'μέρα από 'δώ
και νά 'σαι πάλι εδώ, πάλι εδώ...
Έλα κοντά και σώπα, μη μιλάς
τόσα χρονάκια ψάχνεις την αγάπη
μα τόση λάσπη που στην πλάτη κουβαλάς
τέτοια σου μάραναν ανόητη απάτη.
Kοίτα και γύρω σου -γάτοι του κερατά-
και πες μου πόσο αξίζει η κάθε μέρα
δεν επενδύεται η αγάπη φουκαρά
ψάξε καλύτερα, κάτι θα βρεις πιό πέρα.
Bουλιάζουμε σιγά
κι αυτός ο δρόμος δε μας πάει πουθενά,
σ' αγγίζω στο βυθό κι αναρριγώ
Ξαπλώνουμε βαριά
κι ο έρωτας μας κουβαλά
στα νύχια του μας παίρνει και μας σέρνει.
Πρόσωπα
Στα μάτια σου ένα φως
άνοιξη στα βουνά
και η ψυχή σου ανθός
τραβάει στο πουθενά
Σύννεφα περνούν ήσυχα ζυγώνουν
μέσα στο ποτάμι μια ψιλή βροχή
Βράδια μες στο σπίτι στη σιωπή
μέσα στην πόλη μοναχή
μέσα στην πόλη
Στα μάτια σου ο Θεός
κοιτάζει ξεχασμένος
μες στο δωμάτιο γυρνάς
και ψάχνεις σαν χαμένος
Σκαλοπάτια
Ανεβαίνω σκαλοπάτια, πέφτω και τσακίζομαι
για τα δυο γλυκά σου μάτια φως μου βασανίζομαι.
Αχ τι ειν' ο έρωτας γι' αυτόν που αγάπησε,
τιμόνι και σκαρί παλιό μια βάρκα μοναχή.
Ένα πικρό καφέ με κέρασε με ξόδεψε
βρήκε ανοιχτή τη πόρτα κι έφυγε πρωί.
Ψάχνω να 'βρω τη φωλιά της, ταξιδεύω στη ζωή
μα τα ίχνη απ' τα φτερά της με μπερδεύουν πιο πολύ.
Σ' ένα τραγούδι ακουμπάω τον πόνο μου,
πέρασε πια καιρός κι έφυγε σαν βροχή.
Θυμάμαι όμως τα φιλιά, τα λόγια της,
τα δυο της μαύρα μάτια μέσα στο κρασί.
Στα είπα όλα
Πολλές φορές σου μίλησα
Με χρώματα στο στόμα
Στο είπα, όσα έμαθα
Τα έμαθα με το σώμα
Μισός ψυχή μισός κορμί
Κι η πείνα μου θηρίο
Μισή ζωή σπατάλησα
να ζήσουν και τα δύο
Όσα κομμάτια κι μπορέσεις να ενώσεις
Δεν θα σου φτάσουν μια στιγμή για να με νιώσεις
Στα είπα όλα - Φίλα με τώρα
Με αγαπούσε το νερό
Μα ο ουρανός με ζούσε
Κι όταν μετρούσα τι μπορώ
Η γη δεν με χωρούσε
Κυνήγησα τις ομορφιές
Μα μ' έκλεψε η λύπη
Οι αλήθειες μου]
Στάχτη
Στάχτη στη βροχή
όσα νομίζαμε πως είναι η αλήθεια
κι αν ο καιρός κερνάει
σοφία κι αντοχή
Στάχτη στη βροχή
δεν πέρασε ούτε μέρα
από τον πρώτο έρωτα
από τον πρώτο αέρα
Τ' ασημένιο φεγγάρι
πού να κρύφτηκε
σύννεφα στο δρόμο του
Φεύγει μόνο του
Στάχτη στα μαλλιά
κι αν θες γύρισε πίσω
κι ας ξέρεις πως δεν έχει επιστροφή
Κοινά μυστικά
Πουλιά στο μπαλκόνι
Ν' αλλάξουμε όνειρο
Σε λίγο νυχτώνει
Τ' ασημένιο φεγγάρι
πού να κρύφτηκε
σύννεφα στο δρόμο του
Φεύγει μόνο του
Στέλλα
Στην υγρή σου κοιλιά επωάζεις φωτιά που με κάνει ζητιάνο
πόρτα κλειστή κι ασημένιο κελλί, δε σε φτάνω
σ' αναπνέω γυμνός, σε θυμάμαι σκυφτός, κι απομένω μισός
σανίδι του κόσμου κρατά τη φυγή μου, σε θέλω δική μου
Στέλλα, το κλειδί που κρατάς φυλακή μ' έχει στείλει
Στέλλα, στα μπουκάλια της μπύρας με ψάχνουν οι φίλοι
Στέλλα, συγκρατήσου για λίγο αν είν' ώρα να φύγω θα φύγω.
Στη θολή σου σκιά απομένουν τα βράδια αδειανά
το κορμί σου που σφύζει φωτιά που μ' αγγίζει, παγίδα που τρίζει
σ' αναπνέω γυμνός, σε θυμάμαι σκυφτός, κι απομένω μισός
σε κοιτάζω βουβός σε χαϊδεύω τρελός κι απομένω φτωχός
Στέλλα, το κλειδί που κρατάς φυλακή μ' έχει στείλει
Στέλλα, στα μπουκάλια της μπύρας με ψάχνουν οι φίλοι
Στέλλα, συγκρατήσου για λίγο αν είν' ώρα να φύγω θα φύγω.
Στη ζεστή σου φωλιά με τραβάς βιαστικά και με πνίγεις
στέκει ο χρόνος βουβός μας κοιτάει βιαστικός θες να φύγεις
με τη γλώσσα με παίρνεις βαθειά σου με σέρνεις και τρέμεις
Στέλλα, είν' αλλόκοτα εδώ κι από λάθος μπορεί να χαθώ
Είναι όμορφα εδώ κι από λάθος μπορεί να σωθώ
συγκρατήσου για λίγο, αν είν' ώρα να φύγω, θα φύγω.
Στην Αμερική
Ο τόπος που μεγάλωσα κρυφό παράπονο έχει,
που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει.
Παρόλα αυτά του ωκεανού, ξέρω, το μαύρο κύμα
σε πάει ίσα στο βυθό σε πάει και στην Κίνα.
Α! και στην Αμερική, μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια τον Κωστή.
Ο τόπος που μεγάλωσα κρυφό παράπονο έχει,
που η θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει.
Παρόλα αυτά του ωκεανού, ξέρω, το μαύρο κύμα
σε πάει ίσα στο βυθό σε πάει και στην Κίνα.
Α! και στην Αμερική, μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια τον Κωστή.
Τους βλέπω μες τα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι
σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
Βουβές γυναίκες, άλαλες που δύναμη αναβλύζουν,
παιδάκια που δε νιώθουνε το δρόμο που βαδίζουν.
Α! Τα χρόνια τα παλιά, βαριά φορτία φεύγαν για την Αμέρικα.
Του Κατσαρού ανεμίζουνε τα κατσαρά μαλλιά του,
καθώς κοιτάζει αντίθετα προς τη γενέτειρά του.
Του φέρνει ο άνεμος στ΄αυτιά τραγούδια αγαπημένα,
τα παιξε στην κιθάρα του, τα δωσε και σε μένα.
Α! και στην Αμερική, μαζί με τη Μαρίκα, το Δούσια τον Κωστή.
Και σαν το κουρελόβαρκο αδειάσει στο λιμάνι,
θα τους στοιβάξουν στη σειρά οι ξένοι πολισμάνοι.
Άλλοι θάχουν τον τρόπο τους και θα ευδοκιμήσουν
και άλλοι ως να πεθάνουνε τη δίψα δεν θα σβήσουν.
Α! στην Αμερική Ελλάδα σαν αγριόχορτο φύτρωσες και κει.
Τους βλέπω μες τα μάτια μου μες το παλιό βαπόρι
σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι.
Στην κοιλάδα των Τεμπών
Μες την κοιλα - όπως τα λέω - μες την κοιλάδα των Τεμπών
Φόβος των μηχανοδηγών
Είναι ένας γέρο - όπως τα λέω - είναι ένας γέρο πλάτανος
μαγκούφης και παράφορος
Που πίνει από - όπως τα λέω - που πίνει απ' το θολό νερό
του ποταμού το ιερό
Πίνει κι απλω, όπως τα λέω, πίνει κι απλώνει ρίζωμα
βαθιά μέσα στα ανείπωτα
Κι όποτε παι - όπως τα λέω - κι όποτε παίρνει ανάποδες
γέρνει και πέφτει στις γραμμές
Πιάνει το τρε - όπως τα λέω - πιάνει το τρένο απο τ' αυτί
«Μην την περνάς τη Γευγελή»
Μένα μου το, όπως τα λέω, μένα μου το 'πε ο Πηνειός
το μυστικό ο φλύαρος
Πως ήταν α - όπως τα λέω - πως ήταν άνθρωπος παλιά
κι είχε παιδιά στην ξενιτιά
Στις αγορές
Σε ξέρει η νύχτα πια καλά
σε έχουνε μάθει κι οι βροχές
όλου του κόσμου τα πρωινά
στη ρεματιά οι εποχές
Σε χαιρετούν στις αγορές
τα ξωτικά στις ερημιές,
στην εθνική στα καφενεία,
τα πρωινά λεωφορεία
Παίξε τραγούδα μας φωτογραφίες
οινόφιλες φιλοσοφίες
πες μας για οράματα για την περσόνα
και για την όμορφη γκαρσόνα
Για άναψε μας μια φωτιά
μες το βοριά μες στο χιονιά
άντε και το κρασί γραδάρει
μάινα η ψυχή μας να σαλπάρει
Γέμισε τον ουρανό με φως
ως το ταβάνι ο καπνός
όλου του κόσμου οι μερακλήδες
και του μυαλού όλοι οι νταήδες
Συνήθεια δίχτυ
Ήρθε χαρά στον ύπνο πως έκλεισα έναν κύκλο
αυτόν που με βασάνιζε σα φυλακή στον ξύπνιο
Bρήκα αετό στο δρόμο μου και φίδι βιαστικό
ξέχασα την καρδιά μου κι έχασα την κυρά μου
Aγάπη που με μπέρδεψες σε μια συνήθεια - δίχτυ
κρατάω την κλωστή κι αρχίζω απ' την αρχή
Kι αν έχασα το δρόμο μου σαν ξέμπαρκο καράβι
φυσάει αέρας στα πανιά φεύγει κι αυτό το βράδι
Όνειρο ήταν μάτια μου μα μού 'μεινε ο καημός
Tαξίδι μου στον ίσκιο δρόμο να κάνεις ίσιο.
Τα διόδια
Στον κόσμο που γεννήθηκα τα βρήκα όλα γραμμένα
πάνω σε βλέφαρα κλειστά σε χείλη σφραγισμένα
γυναίκα τρυγεί την ζωή με βυσσινιά πορφύρα
δεν έχει ο μόνος πέρασμα ήλιο δεν έχ' η μοίρα
Πόσες φωτιές στα πέλαγα πόσοι ξενιτεμένοι
ήταν για τα διόδια κι όχι για την Ελένη
στης λησμονιάς το μαγαζί μάτια κεριά σβησμένα
άμα δε λιώσουμε μαζί πως θες να γίνουμ' ένα;
Στον κόσμο που γεννήθηκα δε χάραξα πορεία
τσιγάρο μ' ανεμόχαρτο στρίβω στα πρακτορεία
να δω τον ήλιο ανάστροφα και τ' άστρα ζαλισμένα
να σταματήσω τη στιγμή με τα φτερά ανοιγμένα
Πόσες φωτιές στα πέλαγα πόσοι ξενιτεμένοι
ήταν για τα διόδια κι όχι για την Ελένη
στης λησμονιάς το μαγαζί μάτια κεριά σβησμένα
άμα δε λιώσουμε μαζί πως θες να γίνουμ' ένα;
πως θες να γίνουμ' ένα;
Τα πάγια
Τα βράδια είναι ατέλειωτοι αιώνες μαζεμένοι
μέσα στον ύπνο το βαθύ πολυταξιδεμένοι
άλλοι γυρνάνε με το νου και άλλοι στα εμπόδια
άλλοι ψηλά αρμενίζουνε έχουν φτερά στα πόδια
Κι εγώ που θέλησα πολλά έμεινα με τα λίγα
μα γρήγορα συνήθισα τα νιάτα μου τ' ατίθασα
έπλασα κόσμο μυστικό και μπήκα σε λημέρι
ξέχασα τις αγάπες μου που μου 'στησαν καρτέρι
Να 'σαι μονάχος σου θα πει να είσαι αντρειωμένος
να μη σε πιάνει πανικός ούτε κι ο ίδιος ο Θεός
αλλιώς στα πάγια κολλάς σέρνεσαι βρίζεις και πονάς
αγάπες σε κυκλώνουνε και στο μαντρί σε χώνουνε
Κι εγώ που θέλησα πολλά έμεινα με τα λίγα
μα γρήγορα συνήθισα τα νιάτα μου τ' ατίθασα
έπλασα κόσμο μυστικό και μπήκα σε λημέρι
ξέχασα τις αγάπες μου που μου 'στησαν καρτέρι
Τα παιδιά μες στην πλατεία
Πιάνω να ζωγραφίσω
τα παιδιά μες στην πλατεία
σα να 'ταν όπως πρώτα
κι όπως θά 'θελα
Mα όλα αλλάζουν
και το χέρι μου αρπάζουν
αλλάξανε τα χρώματα
τα λόγια και τα στόματα.
Tα μάτια μείναν ίδια
στα φώτα στα παιχνίδια.
Kάνω να ζωγραφίσω το φεγγάρι που γυρίζει
ζεστό και σκονισμένο από ταξίδι μακρινό
τα μάτια μου θολώνουν, κι ο αέρας π' αρμενίζει
μου λέει τραγούδι ξένο, τραγούδι αλλοπαρμένο.
Aμα δεν είναι όπως τα θες
δεν έχεις λόγους κι αφορμές,
δεν κάνεις βήμα.
Oσα κοστίζουν μια δραχμή
γι' άλλους κοστίζουν μια ζωή.
Δεν είναι κρίμα; Δεν είναι κρίμα;
Kάνω ν' αποφασίσω σκαλοπάτι να πατήσω
θολές και σκονισμένες μνήμες μου ζωντανές.
θεριά μου διψασμένα με κορμιά παραδεισένια
το δρόμο σας κοιτάζω ξυπνάω κι ανατριχιάζω.
Aμα δεν είναι όπως τα θες
δεν έχεις λόγους κι αφορμές,
δεν κάνεις βήμα.
Oσα κοστίζουν μια δραχμή
γι' άλλους κοστίζουν μια ζωή.
Δεν είναι κρίμα; Δεν είναι κρίμα;
Τα παξιμάδια
Βαρκάρη του Αχέροντα
Σ΄ έχουν ξεδιαλεγμένο
Να ΄χεις μολύβι στην καρδιά
Στα μάτια νυχτερίδες
Κι όσους ρωτάν για συγγενείς
Να λες πως δεν τους είδες
Ήρθα κι εγώ ένα πρωινό
Που χαν τα χόρτα πάχνη
Μήτε στη βάρκα σου να μπω
Ούτε για να ρωτήσω
Στην όχθη μόνο να σταθώ
Και να σου τραγουδήσω
Φοράει ο μέρμηγκας γυαλιά
Κι οι πέτρες έχουν γένια
Έχεις κι εσύ κακόμοιρε
Κουπιά σε μαύρα χάλια
Που μόλις πέσουν στο νερό
Λιώνουν σαν παξιμάδια
Ταξίδι
Ξύπνησε μες στα στήθια μου
ένα ζεστό αεράκι
κι είπα να πάρω τα βουνά
μ' έπιασε το μεράκι.
Aνέβηκα στον Όλυμπο
και κοίταξα μακριά]
Τειρεσίας
Ξυπνάς και του καθρέφτη τη λίμνη αναταράζεις
ζαρκάδια ξαφνιασμένα θα πεταχτούν
θα φύγουν για τα δάση κι από το είδωλό σου
θα λείπουνε τα μάτια και η φωτιά
Θα ψάξεις τους δικούς σου τυφλός και τρομαγμένος
Ήρθε ο καιρός να μάθεις ποιοι σ' αγαπούν
μα η πόλη είν' άδεια κι ο μάντης Τειρεσίας
θ' αφήσει τον χρησμό του στην ξένη γη, σε ξένη γη
Τυφλός είναι κι εκείνος που κάνει ότι δεν ξέρει
πως πίνει απ' το πηγάδι το σκοτεινό
που ότι τον κατατρώει ανάγκη το 'χει κάνει
ή στην αυλή το κρύβει να ξεχαστεί
Την ώρα αυτή στον κάμπο, ομίχλη κατεβαίνει
τα σκιάχτρα, τα κουρέλια θα φοβηθεί
τρέξε να ψηλαφήσεις την πλάση, ακριβέ μου
το μπράτσο της απλώνει να κρατηθείς, να κρατηθείς
Της Άρτας το γεφύρι
Kάθε νύχτα σε γυρεύω
την αγάπη μου παιδεύω
στης ζωής το πανηγύρι
σαν της Aρτας το γεφύρι
Eνα σου βλέμα, γι δες
όλα γίναν όπως χθές
αν τα γκρεμίσεις ξανά
θα πνιγούμε στη στεριά.
Για δες πως φεύγει ο καιρός
κι έχω γίνει σαν τρελλός
άνοιξη μπαίνει ξανά
άνοιξέ μου μια αγκαλιά
Mοιάζεις σύννεφο και μπόρα
στης ζωής την ανηφόρα
σαν το χώμα διψασμένος
σε ζητάω σα μεθυσμένος
Της νύχτας τα παράπονα
Της νύχτας τα παράπονα τα παίρνεις απ’ το χέρι
τα βάζεις για να κοιμηθούν κι αυτά τραβούν μαχαίρι
Σου λεν πως είναι της ζωής τα σύνορα κλεισμένα
Αντάλλαγμα να τα διαβείς γυρεύουν μόνο εσένα
Παρηγοριά τα όργανα, φαρμάκι τα στιχάκια
Και στου χορού τα βήματα τα πιο γλυκά μεράκια
Βουτάς να πιάσεις τον σταυρό στα μάτια της καλής σου
Χίλιοι διαβόλοι καρτερούν ν’ αρπάξουν την ψυχή σου
Κι εσύ τους λες για μια στιγμή σταθείτε να περάσω
Να ζήσω όσα δεν μπορώ κι ύστερα ας τα χάσω
Να ζήσω όσα δεν μπορώ κι ύστερα ας τα χάσω
Έρχεται το ξημέρωμα σε μια άδεια προκυμαία
Τα όνειρα κι οι ομορφιές μπαρκάρουνε λαθραία...
Τίποτα δε χάθηκε
Τίποτα δε χάθηκε
ποτέ από κανέναν
ούτε ένα αστέρι
δε ξεστράτισε ποτέ.
Κανένας δεν υπέφερε
για πάντα στα χαμένα
κανείς δεν πέθανε ποτέ
ωραίε μου εαυτέ.
Κι αν είναι λόγια δύσκολα
είναι τ' αγαπημένα
κι αν τα πιστεύεις γεια χαρά
και φεύγω ήσυχα.
Τίποτα δεν πέρασε
ούτε και θα γυρίσει
όλα συμβαίνουν τώρα
όλα σε μια στιγμή.
Παράφορη εποχή
κι η μέρα όμορφη
η μέρα δύσκολη
μια πρόκληση ζωής
αθάνατοι θνητοί.
Το αγκάθι
Πρωινά λαχανιασμένα
rendez vous ματαιωμένα
δρόμο παίρνεις δρόμο αφήνω
κόμπο δένεις κόμπο λύνω
στην ηλιοφεγγιά σε φτάνω
στην αστροφεγγιά σε χάνω
Όποιος φοράει τη θλίψη στέμμα
ίσως ποτέ του δεν θα μάθει
τι δρόμο ανοίγει ένα ψέμα
τι μέλι κρύβει το αγκάθι
Στου Απρίλη τις ταράτσες
ονειροπαρμένες φάτσες
σκάβουν στη σιωπή λαγούμι
με τσιγάρο και με ρούμι
σα φαντάροι απολυμένοι
που κανείς δε περιμένει
Όποιος φοράει τη θλίψη στέμμα
ίσως ποτέ του δεν θα μάθει
τι δρόμο ανοίγει ένα βλέμμα
τι μέλι κρύβει το αγκάθι
Μόρτισσα καραμελάτη
τσακιστή και μυρωδάτη
με κερνάει σαν νυχτώνει
του έρωτά της το αφιόνι
κρύβει η νύχτα το μαχαίρι
και μας παίρνει απ' το χέρι
Το γράμμα
Δε θέλω πια να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια
Σα να 'ταν όλα ψέμματα στάχτες κι αποκαϊδια
Θέλω ανοιχτά παράθυρα να με φυσάει αέρας
Να΄χω το νου μου αδειανό
Να΄χω και πρίμο τον καιρό
Δε θέλω πια να μου μιλάς για όσα έχεις ζήσει
Δε χάθηκε κι ο κόσμος πια το τζάμι αν ραγίσει
Θέλω να'ρθεις και να με βρεις να κάτσεις να τα πούμε
Πως νιώθουμε παράφορα
Πως ζούμε ετσι αδιάφορα
Δε θέλω να πικραίνεσαι
τις Κυριακές τα βράδια
Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά
τα χρόνια μένουν άδεια
Θέλω να φύγεις να σωθείς να πάψεις να γκρινιάζεις
Να ξεχαστείς στη διαδρομή ποιός ήσουν και πώς μοιάζεις
Έτσι θα σ'αγαπώ πολύ και θα σε βλέπω λίγο
Σα μια γυναίκα μακρινή
Που αγάπησα πριν φύγω
Δε θέλω να πικραίνεσαι
τις Κυριακές τα βράδια
Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά
τα χρόνια μένουν άδεια
Το καθρεφτάκι
Λευκό το σύννεφο και βρέχει
στου διψασμένου την αυλή
κι αυτός που πόνεσε πολύ
γίνεται βράχος για ν' αντέχει
Ό,τι για πάνταέχει φύγει
δεν ωφελεί να αναζητάς
Που πας πουλί της ερημιάς
τώρα π' αρχίζει το κυνήγι
Όμορφη που 'ναι η ζωή
Όμορφη σαν ψέμα
και το φως της άνοιξης
κόκκινο σαν αίμα
Ρίχνει ο χρόνος στο φτερό
το φιλί σου δώσ' μου
καθρεφτάκι ο έρωτας
στο κλουβί του κόσμου
Στήνουν τ' αηδόνια συναυλία
σ' ένα δεντράκι τόσο δα
Όσα το αίμα τραγουδά
μην τα γυρεύεις στα βιβλία
Στου πόνου τη τρελή γιορτή
και στο μεθύσι το βαθύ
θα βρεις ό,τι έχει πια χαθεί
κι ό,τι άργησε να φτάσει
Όμορφη που 'ναι η ζωή
Όμορφη σαν ψέμα
και το φως της άνοιξης
κόκκινο σαν αίμα
Ρίχνει ο χρόνος το φτερό
το φιλί σου δώσ' μου
καθρεφτάκι ο έρωτας
στο κλουβί του κόσμου
Το λιμάνι
Δε γνωρίζω νησιά
ούτε λύνω πανιά
για ταξίδια δε βγάζω μιλιά.
Ένα σπίτι ο κόσμος
δύο δωμάτια παλιά
λογική μου που μπάζεις νερά.
Το λιμάνι είναι ξένο και το σπίτι που μένω
νοικιασμένο για χρόνια κι εγώ νόμιζα αιώνια.
Σαν καράβι θα αφήσω λίγα απόνερα πίσω
για την άβυσσο βόλτα απ' την πίσω την πόρτα.
Ταξιδιώτες ωραίοι
όλοι εσείς οι μοιραίοι
με κορδέλες και στρας
στα μαλλιά.
Δουλευτάδες και αλήτες
βασιλιάδες και αγύρτες
το ταξίδι δεν πάει πουθενά.
Σ' ένα γλέντι ξεχνιέμαι
κι όλα τούτα που λένε
σαν αστεία και σαν σοβαρά.
Είναι σκόνη και στάχτη
σαν κηλίδα στο χάρτη
σαν παιδί που δε βγάζει μιλιά.
Το όνειρο
Μεσ' τα βαθειά μου όνειρα γελάω
βλέπω τα χρυσά σου μάτια, ψεύτη κόσμε.
μεσ' στα βαμμένα χείλη σου φιλάω
ό,τι αγαπώ κι ότι ξεχνάω.
Είισ' ένα όνειρο, στις ταραγμένες στου ματιές ξεχνιέμαι
είσ' ένα όνειρο, στα θαύματα στους πόθους σου
ξενύχτης τριγυρνώ
είσ' ένα όνειρο.
Μεσ' στα βαθειά μου όνειρα γελάω
βλέπω τη ζεστή καρδιά σου, ψεύτη κόσμε.
μεσ' στις χαμένες σκέψεις σου μιλάω,
περνάω σιωπηλά, σε χαιρετάω.
Είσ' ένα όνειρο, στις ταραγμένες σου ματιές ξεχνιέμαι
είσ' ένα όνειρο, στα θαύματα στους πόθους σου
ξενύχτης τριγυρνώ
είσ' ένα όνειρο.
Το πορφυρό ποτάμι
Αργά κυλάει το πορφυρό ποτάμι
Τρώει τις πέτρες λιώνει τις καρδιές
Αργά κυλάει στο χώμα στην παλάμη
Αλλάζει χάρτες αλλάζει ζωές
Πήγαν πολλοί να βρούνε τις πηγές του
Βρήκαν μονάχα άδεια πηγάδια
Αργά κυλάει σαν τη λάβα που καίει
Σαν το χρόνο στις μεγάλες στιγμές
Αργά κυλάει απ' τα μάτια σου ρέει
Και γεμίζει τη γη μ' ομορφιές
Το τραγούδι του μεθυσμένου
Στήσαν χορό μες στη βροχή,
διαμάντια οι στάλες στη σκεπή
κι ένας ξημέρωμα περνάει,
παραμιλάει, παραπατάει.
Σαν όνειρο μου φαίνεται
και δεν μου κακοφαίνεται
ο κόσμος πάει κι έρχεται
μα πουθενά δεν φτάνει.
Μούσκεμα τα τσιγάρα μου,
τα σπίρτα κι η κιθάρα μου
μα δεν με νοιάζει μη χαθώ,
τά 'χω χαμένα από καιρό.
Κι όπως σας βλέπω βιαστικά,
τα μάτια σας ορθάνοιχτα
ξέρω της νύχτας το σκοπό
κι αν ξεμεθύσω θα σας πω.
Την αφεντιά σου προσκυνώ
κι ότι σ' αρέσει τραγουδώ
δεν έχουν λόγια οι στιγμές,
περνάν και φεύγουν θες δεν θες.
Πάω λοιπόν να κοιμηθώ,
μήπως συμβεί κι ονειρευτώ
ίσως μ' αφήσει το κρασί
να δω του κόσμου την αυλή.
Του ασώτου
Κάνω τις αμαρτίες μου
να 'χω να μετανιώνω
να λέω πως παραφέρομαι
μαζί μου να θυμώνω
Κάνω τα μάτια τα στραβά
όταν ξεπέφτω στα φθηνά
με προσευχές και με βρισιές
ξεχνάω το αύριο και το χθες
Μα έλα που βαρέθηκα
και θέλω πια ν' αλλάξω
να γίνω άνθρωπος κι εγώ
τα σκάρτα μου να κάψω
Να κάψω τις παρεκτροπές
ο διάολος να τις πάρει
αλλά προτού συμμορφωθώ
ανοίγω ένα μπουκάλι
Κρασάκι μου συγχώρα με
που σε κακολογάω
με πιάνει μαύρη ταραχή
όταν σε συναντάω
Μα έλα που βαρέθηκα
και θέλω πια ν' αλλάξω
να γίνω άνθρωπος κι εγώ
τα σκάρτα μου να κάψω
Του χρόνου τα σκυλιά
Με όσα βρήκα φυλαχτά
πάνω σου περασμένα
με τόσες κρύες θάλασσες
τα μάτια σου πλεγμένα.
Θέλω να πάρω πάνω μου
όλη τους την ευθύνη
για όσα χρόνια είδανε
να φεύγουνε σα σμήνη.
Θυμάσαι όλες τις βραδιές
που μοιάζαν μεσημέρια
και ιστορίες που έζησες
και σου 'μειναν στα χέρια.
Για κάτι δράκους που παλιά
τρώγαν φιλιά να ζήσουν
και για του χρόνου τα σκυλιά
που όλους θα μας νικήσουν.
Και 'γω που θέλω απ' τη ζωή
τα πάντα κι άλλο τόσο
δε βρίσκω κάτι ακριβό
τώρα πια να σου δώσω.
Μόνο αυτό που κυνηγά
το άρρωστο μυαλό μου
έτσι κι αλλιώς δεν ήτανε
και δε θα 'ναι δικό μου.
Τσιγάρο ατέλειωτο
Θα περπατήσω μοναχός κι αυτό το βράδυ
μήπως και βρω της λησμονιάς σου το νερό
και σε υπόγεια σκοτεινά θα βρω σημάδι
μ' ένα ποτήρι ως της αυγής τον πανικό
Τσιγάρο ατέλειωτο βαρύ η μοναξιά μου
μοιάζει γυναίκα κουρασμένη απ' το δρόμο
ρίχνει το γέλιο της και κάθεται κοντά μου
κερνάει τα επόμενα και με χτυπάει στον ώμο
Σ' ένα ποτήρι με φυτίλι αναμμένο
βλέπω τα μάτια σου και κλαίω σιωπηλά
και το μυαλό μου που είναι πάλι θολωμένο
στριφογυρνά των τραγουδιών σου τη θηλιά
Τσιγάρο ατέλειωτο βαρύ η μοναξιά μου
μοιάζει γυναίκα κουρασμένη απ' το δρόμο
ρίχνει το γέλιο της και κάθεται κοντά μου
κερνάει τα επόμενα και με χτυπάει στον ώμο
Φάλτσος χρησμός
Όλα στραβά πηγαίναν στη ζωή μου
κι απάνω που 'χα χάσει την αντοχή μου
ανοίξανε οι ουρανοί, κι ανάμεσα στα φλάς
κοντά μου η Πυθία ήρθε τρεκλίζοντας.
Ένα τσιγάρο πρώτα έκανε τράκα
κι ύστερα ανέκραξε]
Χαμένο ρούχο
Τον πρώτο χρόνο ήμουνα
άγιο παιδί στρωμένο
το δεύτερο με γέλασε
μια πλάνα αγκαλιά.
Τον τρίτο ξημερώθηκα
σε άγνωστα κρεβάτια
τον τέταρτο τους φίλους μου
αποχαιρέτησα.
Στην κολυμπήθρα ρίξανε
νερό αλκοολούχο
και τ' όνομα που μού 'δωσαν
ήταν χαμένο ρούχο.
Το πρώτο ψέμα το 'βγαλα
σαν πέτρα απ' τα νεφρά μου
το δεύτερο σαν κέρασμα
ποτήρι δροσερό.
Το τρίτο σαν της άνοιξης
το πρώτο αεράκι
στο τέταρτο κοιτάχτηκα
δεν ήμουν πια εγώ.
Την πρώτη αγάπη πού 'ζησα
παντοτινή την είπα
η δεύτερη μου κόστισε
λιγότερα φιλιά.
Η τρίτη ήρθε με χαρά
διπλή χαρά που φεύγει
στην τέταρτη να θυμηθώ
να σβήσω τη φωτιά.
:knee: :knee: :knee:
Χίλια πρόσωπα
-Aν έχεις δρόμο ανοιχτό και το μυαλό σου καθαρό
έχω το νού μου στις σκιές τις πόρτες μου κλειστές
-Δεν αγαπάς βολεύεσαι στις ηδονές σου καίγεσαι
κοιτάς καθρέφτες κι απορείς και λες πως δεν μπορείς
-Πρόσωπα χίλια τί να πω που ν' ακουμπήσω να σταθώ
σας κουβαλώ καθημερινά σαν ψέμματα στιφά
-Mην ακουμπάς τη λύπη σου δεν έχει σπίτι η τύχη σου
χιλιάδες αν σε κουβαλούν, χιλιάδες θα πονούν
-Mες στης Πανδώρας την ψυχή φοβήθηκα κι έχω κρυφτεί
έκλεψα δώρα απ' τη σιωπή και να η ανταμοιβή
-Δως μου το χέρι σου ψυχή, δεν έχει δρόμο η φυλακή
μέσα σου κι έξω αντηχούν τα βήματα όπου βρουν