a33.gr

Ο Κόσμος της Τέχνης => Ποίηση Λογοτεχνία => Μήνυμα ξεκίνησε από: isabella στις Ιουνίου 19, 2006, 01:00:56 ΜΜ

Τίτλος: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: isabella στις Ιουνίου 19, 2006, 01:00:56 ΜΜ
Το ποτέ και το πουθενά

- ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ;
- Ποτέ.
- Τι θα πει ποτέ;

Κοιτάζω μακριά. Προσπαθώ να περιγράψω την αιωνιότητα.

- Ποτέ θα πει]


Ν.Δήμου
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουνίου 19, 2006, 01:02:10 ΜΜ
Άντρας


Κάθε άντρας - επειδή είναι άντρας - γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει μέσα σε ένα σιδερένιο πλαίσιο που τον συνθλίβει.

Αν η γυναίκα περιβάλλεται από "μη", ο άνδρας ορίζεται από "πρέπει". ('Eνας κατάλογος από τα "πρέπει" υπάρχει στο ποίημα του Κipling "Αν" που καταλήγει με τον στίχο]



Ν.Δήμου
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουνίου 19, 2006, 01:03:00 ΜΜ
Πρόλογος ή πώς χάνεται ο Παράδεισος



1


Γράφω την πρώτη φράση ενός κειμένου. Τι θα είναι άραγε; Άρθρο, διήγημα, δοκίμιο; Σύντομο, μεγάλο; Ίσως βιβλίο ολόκληρο. Ίσως τρεις φράσεις χωρίς συνέχεια. Ο υπολογιστής είναι γεμάτος από μισά, τρύπια, φαγωμένα κομμάτια.

Πολλές φορές αρχίζω να γράφω μηχανικά, με τον νου άδειο. Διέξοδος σε στιγμές ασφυξίας. Ξεκινάω και όπου με πάει. Ο τίτλος μπαίνει πάντα μετά. (Αν χρειαστεί).

Είμαι στην τρίτη παράγραφο. Χωρίς ακόμα να μαντεύω την τέταρτη αποφασίζω να την κλείσω. Έτσι κενή. Παρακάτω;

Τινάζομαι. Να μη σκέπτομαι τι κάνω. Να βγω από εμένα. Θέλω να ξετυλίξω μια ιστορία. 'Ένα παραμύθι.

Έχω μάθει (διαστροφή) ενώ γράφω να με διαβάζω σαν τρίτος. Κάθε λέξη με προβληματίζει, κάθε παράγραφος. Η ανάγνωση του κειμένου παρεμβάλλεται ανάμεσα σε μένα και στην σκέψη μου. Μόνον όταν ξεχάσω πως γράφω, νιώθω ελεύθερος να αφηγηθώ.

Τι θα πει γράφω; Τι είναι βιβλίο; Ποιος είμαι εγώ;

Είμαι αυτός που γράφει το βιβλίο. (Την ώρα εκείνη είμαι μόνον αυτό.)

Για ποιόν το γράφω; Για μένα; Για σας;

Ποιοι είστε εσείς;

Πάντα μου φαίνονται απροσδόκητοι οι αναγνώστες μου, όταν τους συναντώ. Κάπως αλλιώς τους είχα φανταστεί. Αν αυτό το κείμενο δημοσιευτεί - ποιος θα το διαβάσει; Τώρα, αυτή τη στιγμή, κάποιος κοιτάει μέσα μου. Με ενοχλεί.

(Σαν τον επιδειξία που του αρέσει να επιδεικνύεται - αλλά ενοχλείται όταν τον κοιτάζουν).

Φαντάζομαι, υποθέτω, αναγνώστες. Να μία ψηλή γυναίκα με γυαλιά]



Ν.Δήμου
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουνίου 19, 2006, 01:03:50 ΜΜ
Το Προληπτικό Χτύπημα

Δεν υπάρχει αμφιβολία]
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουνίου 19, 2006, 01:06:43 ΜΜ
Τσατ



Καθισμένος πλάι στην τζαμαρία κοιτά τον δρόμο. Ο παγωμένος καφές ιδρώνει στο ποτήρι. Το τασάκι κοντεύει να γεμίσει. Η Αγίου Ιωάννου έχει κίνηση, κόσμος πάει κι έρχεται, μαγαζιά, καφετέριες. Μια παρέα νέα παιδιά στάθηκε απ' έξω. Μιλούν, χειρονομούν αλλά δεν ακούει λέξη πίσω από το χοντρό κρύσταλλο. Το βλέμμα του τραβούν το πρόσωπο και τα μαλλιά μιας ψηλής με ανοιχτόχρωμα μάτια. Ξανθιά, έχει βάψει μερικές τούφες σε χρώμα φούξιας. Μπορεί και το ξανθό να είναι βαφή. Αλλά είναι ανοιχτόχρωμη, της πάει.

Αν δεν ήταν το τζάμι κι άπλωνε το χέρι μπορούσε να την αγγίξει χωρίς ν' αλλάξει θέση. Την φαντάζεται ξάφνου να ξεκόβει απ' την παρέα, μια βιαστική κίνηση να δει το ρολόι της, ζητά συγγνώμη, έχει ραντεβού, άργησε. Στρίβει κι ενώ οι υπόλοιπο εξακολουθούν να χαχανίζουν μπαίνει στο καφέ και ψάχνει με τα μάτια. Θα καταλάβει πως είναι αυτός; Βέβαια η μικρή δεν μοιάζει για καθηγήτρια. Πολύ νέα. Ούτε μπορεί να έχει κόρη που φέτος πάει γυμνάσιο. Αλλά κι αυτός δεν είναι δικηγόρος όπως της έχει πει. Απλός υπάλληλος του δήμου, στο τμήμα μητρώων. Έχει ένα δικό του κομπιούτερ και σύνδεση στο Ίντερνετ. Τις ατέλειωτες ώρες της αεργίας του κόβει βόλτες στο δίκτυο. Αλλά η μεγαλύτερη δασκέδασή του είναι να μιλά με τους φίλους του στο τσατ. Πολλά λέγονται εκεί μέσα απ' τα οποία τα μισά είναι για πέταμα.

Διάφοροι μισότρελοι, άρρωστοι, ανάπηροι, έγκλειστοι, προβληματικοί, που η ζωή δεν τους φέρθηκε δίκαια και ψάχνουν να πατσίσουν τους λογαριασμούς μαζί της μες από τα κυκλώματα. Προχθές μόλις βγήκε βρώμα πως ο bettle, ο πιο δημοφιλής σ' όλο το τσατ, κολλητός μ' όλο τον κόσμο, ήταν γυναίκα! Χαμός... Οι άντρες βλαστημούσαν τα μυστικά που του είχαν ομολογήσει, οι γυναίκες δαγκώνονταν που ο αγαπημένος τους «κανθαρούλης», που όλες πάσχιζαν να τον ξεμοναχιάσουνε σε ψίθυρο, οι δυο τους μόνοι, ήταν μια απ' αυτές. Τι ήταν; Έκφυλη; Λεσβία; Παντρεμένη, χωρισμένη, μικρή, μεγάλη; Έπαιρναν κι έδιναν οι συζητήσεις. Σκάνδαλο μεγάλο. Γιατί λοιπόν κι η φούξια, απ' έξω, να μην του έχει πουλήσει πως έχει κόρη του γυμνασίου και πως διδάσκει σε φροντιστήριο; Μπορεί να είναι εδώ και καιρό ζευγάρι στο τσατ ­ τι ξέρει όμως στ' αλήθεια ο ένας για τον άλλο;

***

Ας συναντιούνται καθημερινά, ας ξεμοναχιάζονται σε χωριστό δωμάτιο (το «Σκοτεινό Σπήλαιο») που το κλειδώνουν κιόλας, για να μην μπαινοβγαίνουν άσχετοι. Αλλάζουν και ονόματα και άντε να τους πάρουν οι άλλοι χαμπάρι. Από «toxotis» εκείνος γίνεται «storm», αυτή από «velvet» γίνεται «koumasi». ʼργησε πολύ να την ξεμοναχιάσει. Μ' αρέσει η φασαρία στα δωμάτια, να μπαινοβγαίνει ο ένας κι ο άλλος, γίνεται πλάκα, του έλεγε. Έπειτα όμως της κίνησε το ενδιαφέρον της με μια δυο κουβέντες που είχε πει τυχαία, και τότε πια το πράγμα κύλησε γρήγορα. Δεν έχω γνωρίσει πολλούς άντρες με χιούμορ, του είπε. Μου πάει το στυλ σου. Φαινόταν τύπος ανεξάρτητος, η velvet, με τους άντρες πρέπει να τα έβρισκε δύσκολα. Όλοι από ένα σημείο κι έπειτα θέλουν να τις έχουν σκλάβες τους, χανούμισσες. Ας λένε πως θέλουν ισότιμες τις γυναίκες, κουραφέξαλα. Κι από την εποχή που άρχισαν να μπαίνουν στην Σπηλιά τους, η μαγεία δεν άργησε να έρθει. Με μια οθόνη μπρος του ο καθένας, διάβαζε τις φράσεις που άλλος πληκτρολογούσε και η φαντασία δούλευε. Χτίζονταν δύο άλλοι άνθρωποι, αυτή τον φανταζόταν όπως τον ήθελε να είναι, αυτός το ίδιο.

Κι έχοντας πια απέναντί τους ο καθένας από έναν άλλο, είχαν αφήσει τον εαυτό τους ελεύθερο να χτίσει το ιδανικό του ταίρι. Οι κουβέντες πέρασαν χωρίς να το καταλάβουν σε άλλες σφαίρες. Ξεδιπλώνονταν δύο έρωτες ανάμεσα σε πρόσωπα άγνωστα που φαντάζονταν ό,τι ήθελαν και όσο περισσότερο δενόταν ο ένας με τον άλλο, τόσο τους κέντριζε ο διάβολος να σπάσουν τη λευκή γυάλινη οθόνη και να χυμήξουν μέσα. Οι λέξεις γίνονταν χέρια, ακροδάχτυλα, χείλη που βύζαιναν αχόρταγα τον άλλον, αγγίγματα ένοχα, βιαστικά, απαγορευμένα, που οι λέξεις τα έκαναν να ντρέπονται, οι εκφράσεις έμοιαζαν βαριές από λαγνεία κι έπρεπε να μετριάζονται με αποσιωπητικά, με συνθηματικά χαμόγελα, με επιφωνήματα, με μακριές σιωπές. Γιατί σωπαίνεις; την ρωτούσε. Σε φαντάζομαι, ήταν η απάντηση.

Έπειτα από τρεις μήνες συναντήσεις όλο και πιο βασανιστικές, μες από το κομπιούτερ, τον ρώτησε αν δεν ήταν πια καιρός να γνωριστούνε. Έλεγα πως δεν θα το πρότεινες ποτέ, της αποκρίθηκε. Και γιατί δεν το πρότεινες μόνος σου; Δεν θέλω να χάσω αυτό που ήδη έχω, είπε κείνος κι έπεσε πάλι σιωπή. Η velvet όμως ήταν πρόθυμη να το χάσει, αν αυτό που θα έβλεπε ήταν κοντά σ' όσα φανταζότανε. Δεν πρέπει να τολμήσουμε; Ναι, πρέπει! Κοντεύω να τρελαθώ... Αν μ' έβλεπες μόνο τώρα.. Γέλασε εκείνη. Κι εσύ αν μ' έβλεπες... πληκτρολόγησε έπειτα από ένα σύντομο δισταγμό η πυργοδέσποινα του Σκοτεινού Κάστρου.

Τα διαδικαστικά ήταν τα συνηθισμένα. Θα καθόταν πλάι στην τζαμαρία της «Βιολέτας» και θα έπινε ένα παγωμένο καπουτσίνο. Καπνίζω Ρεξ, τα μαλλιά μου είναι πολύ αραιά, θα φοράω μπλε πουκάμισο τζιν. Κοίταξε πάλι έξω στον δρόμο. Ο καπουτσίνο είχε φτάσει στο τέλος, το πακέτο από τα Ρεξ κόντευε ν' αδειάσει. Το φως δεν βοηθούσε πολύ. Το μαγαζί είχε κάτι κίτρινες λάμπες πάνω στους ξύλινους τοίχους, που νέκρωναν τα χρώματα και δεν μπορούσες εύκολα να τα ξεχωρίσεις. Δεν αποκλείεται και να μην τα είχε καταφέρει η velvet. Υπήρχε μια περίπτωση να έχει συμβούλιο καθηγητών μετά το μάθημα, αν και θα δήλωνε πως είχε επείγουσα δουλειά να φύγει. Μια στρογγυλοπρόσωπη κυρία που καθόταν στο βάθος του καφέ, καπνίζοντας κι αυτή και διαβάζοντας απρόσεχτα το National Geographic φώναξε το γκαρσόνι, να πληρώσει. Κοιτούσε το ρολόι της. Κι αυτή είχε ραντεβού και μάλλον την είχαν στήσει όπως κι εκείνον. Την ώρα που σηκωνόταν και μάζευε τα πράγματα στην τσάντα της, κινητό, τσιγάρα, περιοδικό και κάποιο μικρό πακέτο δεμένο με κορδέλα, πρόσέξε το σώμα της. Πρέπει να ήταν παθολογική κατάσταση μάλλον, τόσο πάχος. Όσο κρυβόταν καθισμένη στο τραπέζι, δεν φαινόταν.

***

Τώρα όμως ξεπρόβαλε από πίσω ίδιο κήτος. Κάποια φίλη της περιμένει, άντρας αποκλείεται να της έχει κλείσει ραντεβού. Η εντύπωση που είχε αόριστα (πως τον περιεργαζόταν γι' αρκετή ώρα απ' το τραπέζι της) δεν πρέπει να σήμαινε κάτι. Απέναντί της ήταν, τον κοιτούσε όπως θα κοιτούσε οτιδήποτε βρισκόταν εκεί σαν σήκωνε τα μάτιά της από το περιοδικό. Την ώρα που η χοντρή απομακρυνόταν προς την έξοδο, η φούξια της νεανικής παρέας πρόβαλε στην τζαμόπορτα του καφέ.

Η καρδιά του βούλιαξε στα πόδια του. Κι αν μου 'πες ψέματα, σε συγχωρώ, σκέφτηκε. Κι εγώ δεν είμαι δικηγόρος, στον δήμο δουλεύω, τμήμα μητρώων. Όμως η καλλονή δεν έδειχνε να ψάχνει. Ρώτησε φωναχτά τον μπάρμαν αν είχε περάσει ο αδελφός της από κει, κι ακούγοντας το όχι, δεν τον είδα, του φώναξε βγαίνοντας. «Αν φανεί, πες του πως είναι και πολύ... άντε μην πω!». Διάβολε, διάβολε, διάβολε. Δεν ήταν. Δεν ήταν.

Το παράλλο βράδυ η velvet δεν τον κάλεσε στο Κάστρο. Ναι, είχε μπλέξει με τους συναδέλφους στο φροντιστήριο, δεν μπόρεσε να φύγει, έπρεπε να προγραμματίσουν τα καλοκαιρινά τμήματα για τον Ιούλιο. Κρίμα. Πόση ώρα περίμενες; Όχι πολύ, ήπια ένα καφέ κι έφυγα, κατάλαβα πως δεν θα 'ρχόσουν, της είπε εκείνος. Φαινόταν κουμπωμένη. Ίσως ντρεπόταν που τον έστησε. Ωστόσο, δεν μπορείς να ξέρεις. Θ' ανοίξεις το Κάστρο απόψε; Όχι, προτιμώ να τα πούμε εδώ, με τους άλλους, έχω ακεφιές, απάντησε η velvet. Δεν έμεινε πολύ. Σε καμιά ώρα καληνύχτισε όλους και έκοψε την σύνδεση. Πριν φύγει όμως, και καθώς εκείνος μιλούσε με τον Basil και τον vatraxos για τις τιμές των δωματίων στα νησιά, του πέταξε ένα περίεργο «δεν μ' αρέσουν οι ψεύτες, να το ξέρεις...». Πού της είχε πει ψέματα, απόψε; Μετά βίας μίλησαν. Να ξέρει πως δεν είμαι δικηγόρος; Να της το σφύριξε κανείς; Ή μήπως εννοεί πόση ώρα περίμενα στην «Βιολέτα»; Μ' αφού δεν ήρθε!




Αλέξης Πανσέληνος
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουνίου 19, 2006, 01:09:47 ΜΜ
Το πείσμα


....Δεν θυμάμαι την τελευταία μου δήλωση. Υποθέτω πως δεν ξέφευγε από τα πεπατημένα. Δεν έπεφτε με τον γδούπο μιας ταφόπλακας ή με την οργή μιας θεομηνίας. 'Ισως να ήταν κάπως οξύτερη απ' όσο συνήθως -μα και πάλι, ίσως όχι, δεν θυμάμαι. Εκείνο που θυμάμαι καθαρά, λες και το βλέπω τώρα, ήταν πως σηκώθηκα από την πολυθρόνα μου, ενόσω ακόμη μιλούσα, και κατευθύνθηκα προς την κρεβατοκάμαρα. Δεν φανταζόμουν πως με την απλή αυτή κίνηση -εν μέρει αυθόρμητη, εν μέρει προσποιητή- θα έμπηγα έναν πάσσαλο ανάμεσά μας. Περίμενα να κυλήσουν λίγα λεπτά κι έπειτα ν' ακούσω τα βήματά της. Να την αντικρύσω και -προτού προλάβω να τραβηχτώ- να πέσει στην αγκαλιά μου. Τότε ο μετρητής θα μηδένιζε όλη την ένταση. Τα σκληρά μας λόγια θα έτρεχαν να συναντήσουν όσα παρόμοια ανταλλάξαμε στο παρελθόν. Να αρχειοθετηθούν και να λησμονηθούν. Ν' αφήσουν μονάχα μια μικρή ουλή, δίπλα στις τόσες άλλες.
'Ακουσα τα βήματά της, πράγματι, αλλά δεν τα άκουσα να πλησιάζουν. Τα άκουσα να ξεμακραίνουν. Βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Κι εν τούτοις δεν κουνήθηκα. Υπολόγισα πως είχε μερικά ακόμη δευτερόλεπτα στη διάθεσή της, έως ότου καλέσει το ασανσέρ, έως ότου το ασανσέρ ανέβει στον έκτο όροφο. Θα μπορούσε να μου χτυπήσει ξανά το κουδούνι. Τότε θα πεταγόμουν από το κρεβάτι μου. Πάλι ο μετρητής θα μηδένιζε. 'Ισως και η ουλή -ούτε καν η ουλή- δεν θα έμενε. Θα την σκέπαζε η λήθη.
Παρ' όλο που έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που έφυγε, δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι μήπως κι εκείνη περίμενε, πότε θα επιστρέψω στο σαλόνι, πότε θα πέσω στην αγκαλιά της. Μήπως κι εκείνη ήταν βέβαιη -όσο το ασανσέρ πλησίαζε- πως θα ανοίξω την πόρτα μου και θα την τραβήξω ξανά κοντά μου. Μήπως οι δρόμοι μας χώρισαν, επειδή -μόνο και μόνο- η σκέψη μας ακολούθησε την ίδια διαδρομή....Πέτρος Τατσόπουλος
Τίτλος:
Αποστολή από: SoRta_FaiRytALe στις Ιουνίου 19, 2006, 01:49:57 ΜΜ
--Τι χρώμα εχει η λυπη;Ρωτησε το αστερι την κερασιά και παραπατησε
στο ξεφτι καποιου συννεφου που περνουσε βιαστικα.Δεν ακουσες;
Σε ρωτησα,τι χρωμα εχει η λυπη;
    -Εχει το χρωμα που παιρνει η θαλασσα την ωρα που γερνει ο ηλιος στην αγκαλια της.Ενα βαθυ αγριο μπλε..
--Τι χρωμα εχουν τα ονειρα;
    -Τα ονειρα;Τα ονειρα εχουν το χρωμα του δειλινου.
--Τι χρωμα εχει η χαρα;
    -To χρωμα του μεσημεριου αστερακι μου..
--Και η μοναξια;
    -H μοναξια εχει μενεξελί...
--Τι ομορφα που ειναι τα χρωματα!θα σου χαρισω ενα ουρανιο τοξο,να το ριχνεις επανω σου οταν κρυωνεις..
Το αστερακι εκλεισε τα ματια του κ ακουμπησε στο φραχτη.Εμεινε καμποσο εκει κ ξεκουραστηκε.
--Και η αγαπη;Ξεχασα να σε ρωτησω,τι χρωμα εχει η αγαπη;
   -..Το χρωμα που εχουν τα ματια του θεου απαντησε το δεντρο..
--Τι χρωμα εχει ο ερωτας;
   -Ο ερωτας εχει το χρωμ του Φεγγαριου οταν ειναι Πανσεληνος..
Ετσι ε;Ο ερωτας εχει το χρωμα του φεγγαριου,ειπε το αστερακι..
Κοιταξε μακρια στο κενο ...και δακρυσε
 

 Το Χρωμα Του Φεγγαριου..(Αλκυονη Παπαδακη)
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουλίου 21, 2006, 10:51:10 ΠΜ
Στο συνάνθρωπό μου, που έτσι απλά μιλήσαμε για λίγο (Αντρεϊ Ταρκοφσκι)




Ανέβα σου λέω. Ανέβα. Ακούς; Ανέβα. Να, σπίτια βλέπω να καίγονται, ανθρώπους στην ομίχλη να χάνονται. Ανέβα. Ανέβα σου λέω.Βλέπω τα σπίτια να μικραίνουν κι ανθρώπους σα τα σκυλιά, για μια μπουκιά να πολεμάνε. Ανέβα σου λέω. Ανέβα. Βλέπω τα πουλιά κοπάδια μαζί να φεύγουν. Μα πού και γιατί; Ανέβα σου λέω. Ανέβα. Βλέπω τ' αστέρια. Πώς φαίνονται από μακριά. Όμορφα και λαμπερά σαν την ελπίδα.Μα τώρα σκόνη είναι. Ανέβα. Ανέβα σου λέω. Ανέβα.
Μόνος είμαι και κρυώνω. Μόνος λευκός, χωρίς πια γιατί. Σώθηκε το καντήλι μου. Ανέβα σου λέω. Ανέβα. Ακούω έναν χτύπο συνεχώς κι ένα φως να με τυλίγει από παντού.Ανέβα. Ανέβα φίλε μου. Σιγά-σιγά. Βλέπω ένα χέρι, μικρό, τοσοδούλικο. Βλέπω ένα φίδι να φεύγει απ' το κεφάλι μου και να εξαφανίζεται.
Βλέπω τους φθόγγους κρύσταλλα να γίνονται, βροχή να γίνονται...
Ο καθρέφτης, πού 'ναι ο καθρέφτης, κι εγώ βροχή και ήχος γίνομαι, χάνομαι, πού μ' έβαλες, χάνομαι, δεν είμαι, γύρνα με πίσω, δεν ήθελα εγώ, εσύ μ' έβαλες, γύρνα με πίσω, δεν είμαι, δεν ξέρω, δεν θέλω να ξέρω, τ' ακούς; Δεν θέλω. Ανέβα. Ανέβα σου λέω.Τώρα δεν έχει πίσω. Ανέβα. Στράτευσε και το έσχατο μόριο της ύπαρξής σου. Κλέψε. Σκότωσε. Άλλαξε. Ανέβα. Δεν έχει πίσω. Ανέβα, φίλε μου. Πίστεψέ με γίνεται. Κρυώνω, δε μπορώ. Σκόνη έγινα κι εγώ. Δεν ξέρω. Δεν είμαι. Σκόνη. Σκόνη.Σκόνη. Ανέβα. Σε ικετεύω. Δε βλέπεις; Ακόμα μιλάμε. Ακόμα υπάρχεις. Με καθρέφτη το πρόσωπό μου. Σε ικετεύω ανέβα.Δεν έχω πια χέρια να κινήσω. Δεν έχω πια νου να ταξιδέψω.
Ανέβα. Ανέβα. Σε παρακαλώ, ανέβα.Έχεις. Έχεις το βουητό αυτών που έφυγαν. Έχεις το νερό που άχρονο κυλά, χωρίς σκοπό.
Ανέβα. Ανέβα. Βλέπω ένα κόκκινο. Μονάχα κόκκινο.Με λάμψεις βροντερές. Κόκκινο. Κόκκινο. Κόκκινο.
Στάσου, τί βλέπεις;Κόκκινο, μονάχα κόκκινο.
Κατέβα. Κατέβα τώρα. Γρήγορα, να προλάβεις. Κατέβα Άσε να κυλήσει το κόκκινο. Κατέβα. ΠΕΣ ΜΟΥ, ΤΩΡΑ ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ; Βλέπω δυο ανθρώπους γύρω απ' τη φωτιά, να ζεσταίνονται, να συνομιλούν.
ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΩΡΑ, ΤΙ ΑΛΛΟ ΒΛΕΠΕΙΣ; Βλέπω δυο δέντρα, ρυάκια να κυλούν στο πλάι των ανθρώπων, βλέπω ανθρώπους μικρούς, ίσαμε ένα θαμνάκι, να τρέχουν με χέρια ανοιχτά πίσω από ένα σπουργίτι.
ΠΕΣ ΤΩΡΑ, ΑΛΛΟ ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ;
Βλέπω το πρόσωπό μου πια να σχηματίζεται.
Βλέπω το ένα να ζει μέσα απ' το καθένα.
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουλίου 21, 2006, 10:52:31 ΠΜ
Για ν' αγαπάς πρέπει να ζεις κι η ζωή δεν είναι για πάντα, άρα κι η αγάπη είναι προσωρινή. Όσο για την άλλη, την αιώνια αγάπη, μοιάζει με τα τρένα που περνούν στη νύχτα, σφυρίζοντας λυπητερό σκοπό.
Η αγάπη είναι κάθε μέρα, κάθε ώρα που δυο άνθρωποι είναι μαζί, που αντιμετωπίζουν μαζί κάθε δυσκολία, που συναποφασίζουν, συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται. Η αγάπη είναι δύο άνθρωποι, ο μηχανοδηγός και ο θερμαστής, που ρίχνει κάρβουνα με το φτυάρι στη μηχανή του τρένου, κι ας γυρίζει προς τα πίσω ο καπνός, όσο εκείνο τραβάει μπροστά, ας γυρίζει η σκέψη στα παλιά, το τρένο ολοένα κατακτά τη δύσκολη στέππα. Κι αν σταματήσει κάποτε, κοιτάζονται, μηχανοδηγός και θερμαστής, "τελείωσαν τα κάρβουνα" λένε, και μαζί αυτοκτονούνε.

Β. Βασιλικός
Η φλόγα της αγάπης
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουλίου 21, 2006, 10:53:35 ΠΜ
Έφταιγε αυτή η αδιάκοπη επιτήρηση από τους γείτονες, τους συνάδελφους, τα παιδια του, την ερωμένη του, τη γυναίκα του. «Πού ήσουν; Γιατί το κάνεις αυτό]
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουλίου 21, 2006, 10:54:33 ΠΜ
Η Ντέμπι είπε]
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουλίου 21, 2006, 10:55:49 ΠΜ
Αγάπη είναι να κρατάς φυλαχτό στον κόρφο σου κάθε τι που σ’ έχει πληγώσει, και την πληγή που σου ’κανε να τηνε κανακεύεις με περίσσια προσοχή, -όχι για να την επουλώσεις, μα για ν’ αφήνεις πάντα ένα καντηλάκι, μια φλογίτσα να τρεμοπαίζει στην ενδεχόμενη νηνεμία της ψυχής σου, έναν σπινθήρα που θα μπορεί να δώκει το έναυσμα, να ανακινήσει το ασάλευτο κατακάθι της ηρεμίας, να εξασφαλίσει, σαν χρειαστεί, ταχύτητα στην αίσθηση και παλμό στην κουρασμένη σου καρδιά]



Φ Μότσης
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουλίου 21, 2006, 10:56:47 ΠΜ
Εσωστρέφεια



Είσαι πάνω στο κεφάλι μου πλέον. Σε νιώθω, σε αισθάνομαι, είσαι ανάμεσα στις τρίχες μου, στις τρίχες του κεφαλιού μου. Και φοβάμαι, φοβάμαι πως ποτέ ξανά δε θα ξανανιώσω καθαρά τα μαλλιά μου. Ποτέ. Γιατί είσαι εσύ κει πάνω, στα πρώην καθαρά μαλλιά, και τα λερώνεις. Εσύ, που νόμιζα πως είσαι η μόνη ελπίδα για τη σωτηρία μου. Εσύ, που πάντα σε νόμιζα κοντά μου, έτοιμος να με βοηθήσεις, να μου δώσεις δύναμη. Είσαι λοιπόν εκείνο που περίμενα ή για πάντα θα κρύβεσαι γελώντας πονηρά πάνω απ΄ το κεφάλι μου, χωρίς να μπορώ να σε δω, χωρίς να μπορώ να σε διώξω όταν θέλω; Είσαι λοιπόν ακόμα εδώ; Εδώ στον κόσμο μου, στη ζωή μου, στη ζωή που θα ‘φτιαχνες, στη ζωή που θα ‘κανες δική σου, στη ζωή που θα μοιραζόμασταν; Όμως τώρα πια λυπάμαι, κλαιω στη σκέψη σου γιατί όλα αυτά ήταν ψέμα, ήταν μια ηλιαχτίδα που πέρασε μέσα στο κελί μα δεν έφτασε να το φωτίσει. Λίγο νερό στο ποτήρι που δε φτάνει να με ξεδιψάσει. Αχ και να ‘σουν όπως σε ‘χα φανταστεί, όπως ήσουν τότε. Ίσως να’ ταν καλύτερα να με κοιτάς από κει, απ’ την απέναντι βουνοκορφή και γω να ονειρεύομαι, να κάνω ταξίδια με το μυαλό για σένα, και συ να’ σαι δικός μου, μόνο δικός μου και απρόσιτος. Τώρα πλέον είναι απλό, πρέπει κάτι να κάνω γιατί τίποτα δεν είναι μοιραίο, όλα είναι όπως εμείς τα βλέπουμε και όχι όπως είναι. Εμείς τα βλέπουμε κι εμείς τα αλλάζουμε. Είμαι λοιπόν ανήμπορη μπροστά σου, θύμα των συγκυριών και της κακίας ή μήπως όλα αυτά είναι ένα μεγάλο ψέμα, η ψευδαίσθηση μιας πρώην μιζέριας; Ναι λοιπόν, θα σε κρατήσω κοντά μου γλυκιέ μου αγαπημένε κι ας είναι τόσο δύσκολο, και ας είμαι τυλιγμένη στο μεδούλι απ’ τα κόκαλα γoνιών χαμένων φίλων, και ας είμαι μικρή μπροστά στη παντοδυναμία της απογοήτευσής, και ας είσαι μέσα σε προβλήματα, που είναι σεβαστά και αγαπημένα, καλέ μου. Είμαι λοιπόν εγώ που σου μιλώ ή αυτη που θα’ θελα να είμαι; Τι να πω; Προσπαθώ, γιατί σε αγαπώ

Μ.Μενεγάκης
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουλίου 21, 2006, 10:58:21 ΠΜ
Είπε ο Θάνατος
(Αραβική διήγηση, άγνωστου συγγραφέα)


Ζούσε ένας έμπορος στην Βαγδάτη με τον υπηρέτη του. Μια μέρα τον έστειλε για προμήθειες στην αγορά και σε λίγη ώρα ο υπηρέτης γύρισε πίσω τρέμοντας και κλαίγοντας από φόβο και του είπε]
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιουλίου 21, 2006, 11:05:44 ΠΜ
Και μια γυναίκα μίλησε και είπε, Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Και κείνος αποκρίθηκε]
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιανουαρίου 04, 2007, 12:33:12 ΜΜ
Δεν έμαθα ποτέ
όσα ένιωσα κοντά σου
και μεταμορφώθηκα
σε τέρας

Μόνο τρύπες
και σκοτάδι
και εκείνοι οι φόνοι
οι νυχτερινοί

Θαρρείς και ζούσα
για να με συναντήσω
και έκρυβα τον φόβο μου
στη μήτρα σου

Και εκεί φύτρωσα
σε άγνωστο τόπο
σε άγνωστο χρόνο
και ο γιός του φόβου
ένα τέρας να μου μοιάζει

'Ετσι κι αλλιώς
φαγωμένος ήμουνα
κι ας νόμισα πώς ένιωθα
περισσότερα απ'αυτό...


Απόσπασμα απο το διήγημα]
Η διπλή μοναξιά του έρωτα!
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: seagull στις Ιανουαρίου 26, 2007, 04:44:21 ΜΜ
Παράθεση από: "isabella"Το ποτέ και το πουθενά




Ν.Δήμου

..τωρα το ειδα εδω..φοβερη γραφη αλλά και φωτογραφικη ο Δημου  
απο τα αγαπημενα μου isabella
Τίτλος:
Αποστολή από: seagull στις Ιανουαρίου 26, 2007, 05:26:45 ΜΜ

Ένα σκυφτό κεφάλι, μια τραγιάσκα χαμηλωμένη
Κοντοζυγώνει

Ουτε κι΄απόψε
Αναστενάζει και σβήνει τη λάμπα στη γωνιά του κόσμου
χάθηκαν σημαίες ,καμπαναριά, άνθρωποι
Αύριο όμως θα γυαλίσουν τα μπρούτσα και θα μπαλώσουν τα λάβαρα
Ακολουθεί τη σκιά που σβήνει τις λάμπες, μα είναι τόσες πολλές

.......το πουρνό με βρήκε πιο χιονοσμένο
Με τις γαλότσες βγαλμένες, τα μαλιά πιο γκρίζα
Ο νεκρός χαμογελούσε,του χαμογέλασα
Τα μάνταλα σηκωθηκαν Μονιμοποιήθηκε το χαμόγελο Πρόβαλαν οι μακριές κάνες των όπλων κι ύστερα οι καρποί των χεριών
Αργά κοντοζύγωναν οι μορφές ολοένα και πιο σκοτεινές Κάμανε κύκλο γύρω μου Ξέσπασα
Απόψε ? Απόψε ?
Τίποτα Το χιόνι έπεσε πιο χοντρό και σκέπασε τ'αχνάρια τους
Στις πρώτες ηλιακτίδες στραφτάλησαν οι κάννες των όπλων Ένιωσα δυο βώλους να ζυγώνουν στις σκαντάλες τους Πυροβόλησαν Το κορμί μου ρούφηξε βαθεια τη λάβα τους
Εφτασε ως τις μύτες των ποδιών
Ούτε και απόψε

....Ξύπνα μου πανε
Είσαι ηλίθιος ..Μια ζωή τρεχεις, σκοντάφτεις και ξανασηκώνεσαι

 -Ως τωρα προσπαθουσα να καταλάβω τα λαθη μου, τώρα που αρχίνησα να τα χρωματίζω τούτα παψανε να με καταλαβαίνουν
Tα δημιουργήματα σου θες να πεις Θες να πληρωθεις Θες να πληρωθεις ε μα την αληθεια , παύεις ολοένα να ζεις την πραγματικότητα [/b]
  -Με κατηγορείς? αυτό είναι, ναι, γιατί τότε που διαλέξαμε τη ζωή μας τότε που κείνη έβγαλε τη μάσκα και μεις ξεφύγαμε απότο όριο να λεγόμαστε παιδιά τότε θυμάμαι διαλέξαμε το όνειρο   Τ'ονειρο
    Μα τότε άνθρωπε έψαχνες τα λάθη σου Αυτό που διάλεξες τρέφεται απο την πραγματικότητα, κάτι που εσύ έπαψες να φροντίζεις Τη φοβάσαι...Δειλέ ξέφυγες απο το παιδί μα σου μειναν τα όνειρα [/b]
....-Μα τι θες να κανω Να σου πω ότι τόσα εκατομμύρια παιδιά χάσανε τα όνειρα τους,ότι τα θυσιάσανε στη πείνα τους Πισωγύρισαν στη πραγματικότητα, τα σκοτώσανε ..Τι θες να πω τωρα για το φιλόσοφο επαναστάτη που πρόδωσε το όνειρο για να σώσει τη πείνα του ....ενώ τόσοι άλλοι την πίστεψαν και άς μην τον είδαν ποτές Σκοτώθηκαν για το όνειρο

...Βάζοντας λίγο γάλα στη γάτα της αυλής του θα μου εξομολογηθεί
Φτάνουνε οι αναμνήσεις απο τα ξερονήσια, να και τούτα τα βότσαλα που μάζεψα απο την ακροθαλασσιά Μάρεσε πάντα να κάνω σεργιάνι στην αμμουδιά Ε πια τώρα τόπο στα νιάτα, σε τούτα αξίζουνε όλοι τούτοιοι καρποί της εξορίας μας ..Ξέρω τι θα πεις ...Κουταμάρες , οι δυνατοί επιζούνε σήμερα...
Ειπε][/b]

Τον ξανάδαν να γλυστρά κάτω απο τους πολισμάνους, τους φανοστάτες, το φεγγάρι Τον πετροβόλησαν ,του ρίξανε κανα δυό τουφεκιές και κάμποσοι που βάσταγαν μαχαίρι τον πρόφτασαν Δυο σκαλια απο τη καρδιά το αίμα έτρεχε Ένα παιδί λευτερώθηκε απο την πολυκοσμία και έβαλε το δάκτυλο στη λαβωματιά Χρύσωσε Κατέβηκε η σελήνη να δει το θαμα και φώτησε το νεκρό Ενα  μεγάλο αστέρι έφεγγε κατά πάνω του
Φάνηκε ένα μεγάλο περιστέρι με ανοιγμένες τις φτερούγες
Δάκρυσε η κοπελιά Πήρε το μαντίλικαι το φίλησε
Χρύσωσαν τα χείλια Την είπαν κλέφτρα και από τότε δεν την ξαναφίλησε κανείς Καμανε καιρό να την δούνε ....Οι γιαγιάδες επαψαν να το εξιστορούνε στα εγγόνια τους
Λίγοι το θυμόντουσαν Ο φονιάς άκουγε τις φτερούγες να χτυπάνε σαν ανεμοδαρμένα  παραθυρόφυλλα
και τη κοπελιά να σεριανά ..να καλοπιάνει τον αφέντη ήλιο, να αγαπά τους ανθρώπους

Τσίγκος -φώναζαν τα όνειρα 1980

του συγγραφέα

"Κείμενα που γράφτηκαν απο τα 13 χρόνια μου έως τα 15...Ονειρέματα τα λέω εγω ..κάτι σαν πολύ προσωπικό μου
κάτι σαν παιδικό τρυφερό μυστικό που θέλω να το μοιραστώ...με κατανόηση..με αισθήματα φιλίας
Για να ξέρεις 'οσο διαφορετικοί, μοναδικοί και αν είμαστε πάντα σε κείνη την εποχή θα γυρνάμε να αντλήσουμε ζωή κι ελπίδα για το σήμερα σε αυτό τον αδυσώπητο σκληρό κόσμο δίχως ευαισθησίες που σκοτώνει όσους τολμούν να δημοσιεύσουν τα όνειρά τους στα πεζοδρόμια του κόσμου
Γιαυτό άλλωστε είναι το πολυτιμότερο στον κόσμο τα παιδικά όνειρα κι αλίμονο σε όποιον δεν έχει φυλάξει ένα Γιατι να ξέρεις αν δεν τα σέβεσαι θα ρθει στιγμή που θα τα φοβάσαι...
Τίτλος:
Αποστολή από: sevenseas στις Φεβρουαρίου 05, 2007, 08:11:20 ΠΜ
[size=18][/size]
ΜΙΣΗ ΩΡΑ
Μήτε σε απέκτησα,μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ θαρρώ.Μερικά λόγια,ενα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές,και τίποτε άλλο.
Είναι δεν λέγω λύπη.Αλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε με ένταση του νου,και βέβαια μόνο
γιά λίγη ώρα,δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές-βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός-
ειχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ'έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό.Γιατί
μ'όλην την φαντασία,και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να'ναι το σώμα σου κοντά.

Κ.Καβαφης
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: ixnografia στις Ιουλίου 06, 2008, 03:47:52 ΜΜ
[align=center] Ο ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ[/align]


Σωκράτης

Και όσο για καιρό δα έχουμε. Κι έπειτα τα τζιτζίκια που κατά το συνήθιο τους μέσα στην κάψα τραγουδούνε και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας μού φαίνεται πως μας βλέπουνε. Αν λοιπόν μας έβλεπαν κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύ κόσμο, το μεσημέρι να μη συνομιλούμε αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαρωμένοι από αργία του νού μας, με το δίκιο τους θα μας περιγελούσαν, παίρνοντάς μας για τίποτα δούλους που ήλθαν σ' αυτούς εδώ, σ' αυτό το κατάλυμμα να κοιμηθούν, ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω από το νερό. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέωμε από κοντά τους σαν δίπλα από Σειρήνες αγοήτευτοι, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το δίνουν στους ανθρώπους, ίσως το έδιναν σε μας από θαυμασμό και εκτίμηση.

Φαίδρος

Και τι είναι λοιπόν αυτό που έχουν; Γιατί δεν έτυχε ως φαίνεται να τ' ακούσω.

Σωκράτης

Αληθινά όμως δεν στέκει ένας άνθρωπος που αγαπάει τις Μούσες να μην έχη ακούσει αυτά τα πράγματα.
Νά, λένε πως τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι κάποτε, προτού ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες.
Όταν όμως γεννηθήκανε οι Μούσες και πρωτοφάνηκε το τραγούδι, τόσο πια μερικοί από αυτούς τότε τους ανθρώπους τα χάσανε από την τέρψη, που τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιούν και, χωρίς να το νοιώσουν, πεθάνανε. Απ' αυτούς γεννήθηκε το γένος των τζιτζικιών παίρνοντας τούτο το βραβείο από τις Μούσες,
δηλαδή να μην έχει αφότου γεννηθεί καμμιά ανάγκη για τροφή, αλλά, χωρίς να τρώη και να πίνη, ν' αρχίζη ευθύς να τραγουδάει ως που να πεθάνη, κι έπειτα πηγαίνοντας στις Μούσες να τους φέρνη είδηση ποιός από τους ανθρώπους εδώ κάτω ποιάν απ' αυτές τιμάει. Και νά, στην Τερψιχόρη φέρνοντας την είδηση ποιοί την ετίμησαν,
κάνουν προς αυτούς την αγάπη της μεγαλύτερη, και στην Ερατώ εκείνους που την ετίμησαν μ' ερωτικά τραγούδια όμοια και στις άλλες κατά το είδος της τιμής που ταιριάζει στην κάθε μιά. Μα στην πρεσβύτατη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία που έρχεται έπειτα από αυτήν, αγγέλουν εκείνους που περνούνε την ζωή τους με φιλοσοφία και που τιμούν εκείνων την τέχνη.
Αυτές δα είναι που πιό πολύ απ' όλες τις Μούσες, έχοντας να κάμουν με τον ουρανό και με τους λόγους, και των θεών και των ανθρώπων, αρθρώνουνε την ομορφότερη φωνή.
Για πολλές δα λοιπόν αιτίες πρέπει να μιλούμε για κάτι και δεν πρέπει να κοιμόμαστε το μεσημέρι.


Πλάτωνος Φαίδρος, μετάφραση Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου ("Πλάτωνος Φαίδρος",   Γ' έκδοση Αθήνα 1971).[/
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: ixnografia στις Οκτωβρίου 10, 2008, 03:28:18 ΠΜ
[/font]
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: ixnografia στις Οκτωβρίου 15, 2008, 03:11:00 ΠΜ
[/font]
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: larus audouinii στις Νοεμβρίου 13, 2008, 01:37:23 ΠΜ
Στην πλατεία μιας μακρινής  πόλης είχε στηθεί ένας νεαρός,
Και περηφανεύονταν πως είχε την ομορφότερη  καρδιά.

Οι περαστικοί θαύμαζαν την καρδιά του που ήταν τέλεια.
Δεν υπήρχε ούτε σημάδι, ούτε το παραμικρό ψεγάδι  πάνω της.
Και όλοι τότε συμφώνησαν πως ήταν η πιο όμορφη καρδιά που είχαν δει ποτέ τους.

Ο νεαρός ήταν πολύ περήφανος και κορδωνόταν φωνάζοντας για την ωραία του καρδιά.
Ξάφνου ένας γέροντας ζύγωσε  τον νεαρό μας και είπε ]


Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: larus audouinii στις Νοεμβρίου 14, 2008, 01:00:07 ΠΜ
Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς
.
(Γιῶργος Σεφέρης Ποιήματα, Πρωί)


Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: Crazy στις Μαΐου 18, 2009, 07:20:51 ΜΜ
Η μοναξιά είναι από χώμα

Το σώμα μου είναι από γη, έχει νόμους βαρείς και δυσκίνητους.
Τώρα που το σώμα μου έμαθε το σώμα σου, του έγινε νόμος η επαφή μας.
Πως να λησμονήσει?
Οι μνήμες που περνούν, ας ρίχνουν φτυαριές χώμα τη λήθη ανάμεσα στα φιλιά μας...

Μάρω Βαμβουνάκη
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: Crazy στις Ιουνίου 24, 2009, 11:33:13 ΜΜ
Έχετε Μήνυμα Στο Κινητό Σας

Η γλώσσα του χαϊδεύει το λαιμό μου κι ανατριχιάζω. Τα δάχτυλά του κάνουν μικρούς ηδονικούς κύκλους γύρω από τα στήθη μου. Με κοιτάζει στα μάτια και με φιλάει. Δαγκώνει τα χείλια μου τόσο δυνατά, που νιώθω γεύση από αίμα. Γλείφω τον ιδρώτα από το λακκουβάκι του λαιμού του και αναστενάζω. Κυλιόμαστε σε ένα μεγάλο κρεβάτι με λευκά σεντόνια και πολλά μαξιλάρια. Μυρίζω το άρωμά μου στο κορμί του...
"Αγάπη μου", ψιθυρίζει στο αφτί μου.
Μπιπ μπιπ. Μπιπ μπιπ. Έχετε ένα καινούριο γραπτό μήνυμα. Μπιπ μπιπ. Μπιπ μπιπ. Ανάγνωση?

Ανοίγω αργά αργά τα μάτια μου και προσπαθώ να βω από τον ερωτικό μου λήθαργο. Κοιτάζω γύρω γύρω με απορία...
Δύο μεγάλοι άσπροι καναπέδες ο ένας απέναντι από τον άλλο. Ένα μοντέρνο μπλε φωτιστικό στη γωνία, μια γλάστρα με φίκο παραδίπλα και μια μεγάλη τηλεόραση που παίζει χωρίς φωνή μπροστά μου. Κάθομαι σε μια μπερζέρα με τα πόδια πάνω  σε ένα χαμηλό τραπεζάκι στη μέση ακριβώς του σαλονιού μου.
Που είναι το κρεβάτι με τα λευκά σεντόνια και τα πολλά μαξιλάρια? Που είναι ο άντρας που με αγκάλιαζε και με φιλούσε? Που είναι το κινητό μου? Το κινητό μου? Που είναι το κινητό μου? Πετάγωμαι πάνω και αρχίζω να το ψάχνω. Κάτω από την πολυθρόνα, πάνω από την πολυθρόνα, μέσα στην πολυθρόνα! Το βρίσκω τελικά κάτω από το τραπεζάκι και αναζητώ το καινούριο μήνυμα. "Κανένα νέο μήνυμα", με πληροφορεί με κακία το μαύρο μαραφέτι.
"Τι θα πει κανένα νέο μήνυμα?" το ρωτάω όλο αγωνία. Αφού το είδα. Το άκουσα... Έκανε μπιπ μπιπ, μπιπ μπιπ, και μάλιστα διέκοψε την ερωτική μου φαντασίωση στο καλύτερο σημείο! "Λέγε, που έκρυψες το μήνυμά μου?" ταρακουνάω το κινητό μου που σφυρίζει αδιάφορα. Ψάχνω στο μενού, πίσω από το φιδάκι, στην προώθηση κλήσεων, τίποτα. Ούτε μήνυμα έχω ούτε κυλιέμαι στο κρεβάτι με τον άντρα των ονείρων μου! Είμαι στο σπίτι και όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας μου και μόνο.
Κλείνω την τηλεόραη που εξακολουθεί να παίζει μπροστά μου χωρίς φωνή, την ώρα που μια τεράστια καφετιά αρκούδα χασμουριέται μέσα στα μούτρα μου! Ωραίο πρόγραμμα για Σάββατο βράδυ]
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: Crazy στις Ιουνίου 27, 2009, 11:22:48 ΜΜ
Μπιπ μπιπ, μπιπ μπιπ. Μήνυμα. Το κινητό μου στο σαλόνι αρχίζει να χτυπιέται. Μαζί του χτυπιέται κι η καρδιά μου. Αυτή τη φορά δεν το βλέπω στον ύπνο μου. Έχω μήνυμα σας λέω. Αυτός θα είναι. Σίγουρα αυτός θα είναι. Το μετάνιωσε που με χώρισε και τώρα μου στέλνει μήνυμα αγάπης και συμφιλίωσης. Δε μπορεί να αντέξει μακριά μου.
Τρέχω και αρπάζω το κινητό μου. Κοιτάζω την οθόνη. Ανάγνωση? Yes, yes, yes πατάω και διαβάζω με ανυπομονησία]
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: Crazy στις Ιουλίου 20, 2009, 04:04:47 ΜΜ
Ντριν, ντριν, ντριν ...
Ένα μεγάλο άσπρο τίποτα. Μπροστά μου βλέπω μόνο ένα μεγάλο άσπρο τίποτα. Τεντώνομαι και ανοιγοκλείνω τα μάτια μου.
Ντριν, ντριν, ντριν...
Κατεβάζω το κεφάλι και το άσπρο τίποτα αρχίζει να οριοθετείται. Το ταβάνι ήταν!
Ντριν, ντριν, ντριν...
Κι αυτό που χτυπάει είναι το τηλέφωνό μου. Το τηλέφωνό μου! Πετάγομαι σαν αίλουρος (!) από τον καναπέ και τρέχω πάνω κάτω στο δωμάτιο προσπαθώντας να προσανατολιστώ.
Ντριν, ντριν, ντριν...
"Που είσαι ρε γαμώτο?" το ρωτάω, αλλά ως συνήθως με γράφει! "Που είσαι ρε γαμώτο?"
Να το, το είδα. Το κινητό μου κοπανιέται και ουρλιοκοπάει (!) πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού...
Ντριν, ντριν, ντριν...
Πιάνω το μαύρο πραγματάκι στο χέρι και το σηκώνω. Πρέπει να έχω και τρεις χιλιάδες σφυγμούς. Λες να είναι αυτός? Στην οθόνη δε βγαίνει κανένα νούμερο. Το δικό του εμφανίζεται. Είναι αυτός? Δεν είναι αυτός? Μήπως να ξαναδώ την κουρτίνα τρία?! Ούτε στο "Μεγάλο Παζάρι" τέτοια αγωνία!
"Ναι?" Σηκώνω το τηλέφωνο λαχανιασμένη.
"Καλημέρα σας".
Δεν είναι αυτός.
Η φωνή είναι γυναικεία και μάλιστα πολύ ευγενική. Λες να είναι η γυναίκα του? Μου περνάει από το μυαλό αυτή η σατανική σκέψη και το πνεύμα μου ξυπνάει αμέσως! Και αν είναι αυτή, γιατί είναι τόσο ευγενική μαζί μου? αναρωτιέμαι και ψάχνω στα γρήγορα μια ικανοποιητική απάντηση. Προσποιείται. Αυτό είναι. το βρήκα. Είναι η γυναίκα του και προσποιείται. Το παίζει ευγενική για να με ξεγελάσει και να κερδίσει χρόνο. Σε λίγο θα με βρίζει και στο τέλος θα μου ζητήσει να αφήσω τον άντρα της ήσυχο. Αυτό είναι.. Έτσι δε γίνετε στις ελληνικές ταινίες?
"Ναι, με ακούτε?" ρωτάει η γυναίκα του με τάχα μου ευγενική φωνή.
"Σας ακούω" απαντώ εγώ με ύφος χιλίων Πουαρό μαζί.
Σε ακούω πονηρή σκρόφα που πήγες να με ξεγελάσεις, αλλά δε ξέρεις σε τι Αγκάθα Κρίστι έχεις πέσει, σκέφτομαι!
"Καλημέρα σας" μου ξαναλέει αυτή λες και κόλλησε η βελόνα.
"Καλημέρα" της λέω και καλού κακού τσεκάρω στο μυαλό μου τη λίστα με τις φωνές των γνωστών για την περίπτωση που είναι κάποια από τις φίλες μου και μέσα στην παράκρουση δεν την έχω αναγνωρίσει. Α πα πα πα, καταλήγω στο τέλος της αναζήτησης. Μου είναι παντελώς άγνωστη. Άρα επιβεβαιώνεται ότι είναι η γυναίκα του. Σίγουρα πράγματα σας λέω, η γυναίκα του είναι. Έχω ένστικτο εγώ ...
"Τι κάνετε?" με ρωτάει.
"Καλά" της απαντάω. "Στο σπίτι όλοι καλά?" την ειρωνεύομαι ενώ με φαντάζομαι να της ρίχνω δηλητήριο στο τσάι από το μονόπετρο ψεύτικο μπριγιάν δαχτυλίδι που αγόρασα στις εκπτώσεις από το Φολί Φολί...
"Καλά, καλά. Μια χαρά"
Α, τα έμαθε τα του χωρισμού. Τότε τι θέλει από μένα? Γιατί μου τηλεφωνεί? Και κυρίως, γιατί δεν ξεκαθαρίζει επιτέλους το ποια είναι να ξεμπερδεύουμε? Ε, γιατί, αγαπητέ μου Γουότσον?
"Ποιά είστε?" ρωτάω αγριεμένη.
"Η κυρία Αντωνιάδου" μου απαντάει τρομαγμένη. "Ο κύριος Κάντζας είναι εκεί παρακαλώ?"
Η κυρία Αντωνιάδου και ο κύριος Κάντζας. Μάλλον, μάλλον δεν είναι η γυναίκα του. Εκτός φυσικά, αν είναι και συνεχίζει να προσποιείται.
"Ποιος κύριος Κάντζας?"
"Ο γιατρός"
"Ποιος γιατρός?"
Με πονάει φοβερά ο αυχένας μου από τον ύπνο στον καναπέ. Τον τρίβω λίγο με το αριστερό χέρι να μαλακώσει.
"Ο ψυχίατρος. Δεν είναι εκεί του κυρίου Κάντζα του ψυχιάτρου?" με ρωτάει αυτή η, η, η...
Σκέφτομαι λίγο. Μήπως είναι εδώ του κυρίου Κάντζα του ψυχιάτρου? Μήπως με κλείσανε το βράδυ στο ίδρυμα, μοιράσανε οι γιατροί τα υπάρχοντά μου κι ο Κάντζας πήρε το κινητό μου? Μήπως?
"Περιμένετε παρακαλώ" λέω με ύφος γραμματέα πολυεθνικής.
Κοιτάζω γύρω γύρω. Ο πίνακς με τον παπού ναυτικό που χαιρετάει, οι ζωγραφιστές πάπιες, η αφίσα του Εγγονόπουλου, η αφίσα του Ρουβά... Στο σπίτι μου είμαι.
"Κάνετε λάθος κυρία μου. Δεν είναι εδώ του ψυχιάτρου". Άμα θέλετε του ψυχασθενούς, σκέφτομαι, αλλά δε το λέω.
"Αχ, τι κρίμα. Σίγουρα κάνω λάθος?" επιμένει αυτή, η παραλίγο γυναίκα του ακατανόμαστου. "Γιατί χθες που πήρα σ' αυτό το τηλέφωνο μίλησα με το γιατρό".
Βγάζω τα παπούτσια μου για να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου. Πρώτη φορά στη ζωή μου κοιμήθηκα με παπούτσια, έστω και ιταλικά!
"Ακούστε κυρία μου για να τελειώνουμε. Γιατρός εδώ δεν υπάρχει. Κάνετε λάθος".
"Συγνώμη για την ενόχληση, αλλά ξέρετε, είμαι άρρωστη".
Αρχίζω να εκνευρίζομαι χοντρά.
"Κι εγώ είμαι άρρωστη κυρία μου, αλλά δεν τηλεφωνό πρωί πρωί στα ξένα σπίτια να τρελάνω τον κόσμο. Γειά σας".
Της κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα. Όρεξη που την έχει η άρρωστη Κυριακάτικα... Τώρα θα μου πεις, αυτή είναι η άρρωστη ή εγώ που σκέφτηκα ότι είναι η γυναίκα του ακατανόμαστου και πήρε να με βρίσει? Όπως στις ελληνικές ταινίες, λέει. Αμ το άλλο, με την Αγκάθα Κρίστι και τον Γουότσον μαζί? Πρέπει να κόψω σιγά σιγά τον πολύ κινηματογράφο. Και τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Έχουν αρχίσει να με πειράζουν!
Πάω στην κουζίνα και βάζω νερό να ζεσταθεί για να κάνω καφέ. Το κεφάλι μου πονάει φοβερά.
Ευτυχώς δηλαδή που σήμερα είναι Κυριακή και δε χρειάζεται να πάω στο γραφείο. Ρεζίλι των σκυλιών θα γινόμουν. Θα κατέστρεφα σε μια μέρα το ίματζ και την εικόνα που έχω δημιουργήσει τόσα χρόνια με πόνο και δάκρυα και ένα σωρό λεφτά για κρέμες και ρούχα! Σήμερα μοιάζω πιο πολύ με πρωταγωνίστρια της ταινίας Τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα παρά με νεαρή, δραστήρια και φιλόδοξη δημοσιογράφο του γυναικείου περιοδικού Πες τα, Χρυσόστομη!
Κατεβάζω το νερό από τη φωτιά και ψάχνω για καφέ. Διαπιστώνω ότι δεν έχω καφέ! Τελείωσε! Γιατί Χριστέ μου? Γιατί σε μένα? Γιατί τώρα? Ότι πάει στραβά μπορεί να πάει και χειρότερα. Το λέει ο νόμος του Μέρφι. Τι με νοιάζει όμως εμένα για τα νομοθετικά? Λίγο καφέ έχετε να μου δανείσετε?
Ψάχνω σα ναρκωμανής σε όλα τα ντουλάπια της κουζίνας. Βρίσκω ένα παλιό μπαγιάτικο ελληνικό καφέ πίσω από τις κονσέρβες με τα ντοματάκια. Η μάνα μου πρέπει να τον έφερε μαζί της την τελευταία φορά που ήρθε από το νησί να με δει. Προ Χριστού δηλαδή! Και σίγουρα τον έκρυψε εκεί για να τον ξαναβρεί σε περίπτωση πυρινικού πολέμου! Ας μην είμαι αχάριστη όμως.
Ελληνικός, ελληνικός. Μπαγιάτικος, μπαγιάτικος. Μέχρι και λιωμένο ρεβίθι θα έπινα τώρα. Βάζω τρεις κουταλιές ζάχαρη. Α, όλα κι όλα. Στις χωρισμένες όλες οι υλικές απολαύσεις επιτρέπονται. Πιάνω μηχανικά το μεγάλο άσπρο αγαπημένο μου φλυτζάνι. Αυτός μου το χάρισε στα γενέθλιά μου και σ' αυτό πίνω κάθε μέρα τον καφέ μου. Το κοιτάζω καλά καλά και με κοιτάζει κι αυτό με το άσπρο κρύο βλέμμα του... Κοιταζόμαστε.. Του είχα χαρίσει κι εγώ ένα φλιτζάνι στη γιορτή του. Με αρκουδάκια. Ένα μπλε.. Κοιτάζω το δικό μου άσπρο φλιτζάνι. Άσπρο, άσπρο και παχύ της μάνας του καμάρι, που πήγε εις την εξοχή ... Σηκώνω το χέρι μου μαζί με το φλιτζάνι και το τεντώνω με δύναμη προς τα εμπρός. Το φλιτζάνι σκάει στον απέναντι τοίχο κάνοντας ένα υπέροχο κκρρααααααααααααακκκκκκκκκκκκ και σπάει σε πολλά μικρά κομματάκια. Α, άλλο πράγμα παιδί μου η ακριβή πορσελάνη. Το καλό να λέγεται! Στο σπάσιμο φαίνεται η διαφορά!
Χαμογελαστή και περήφανη για την πράξη μου, βάζω το μαυροζούμι μου σε ένα διαφημιστικό φλιτζάνι της Ελαΐς χωρίς καμία συναισθηματική αξία. Σκέφτομαι να προσθέσω μια δόση βότκας αλλά το μετανιώνω γιατί και μόνο στη σκέψη του αλκοόλ το στομάχι μου έρχεται τρέχοντας προς το λαιμό. Καφές. Μπαγιάτικος ελληνικός καφές. Είναι τραγικό να πίνεις μπαγιάτικο ελληνικό καφέ και να είσαι και φρεσκοχωρισμένη. Τραγικό!
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: Crazy στις Ιουλίου 21, 2009, 10:23:01 ΠΜ
Το μάτι μου γυαλίζει επικίνδυνα. Θα το μετανοιώσει ο ακατανόμαστος. Θα το μετανοιώσει. Σαν υπνωτισμένη πάω και παίρνω το κινητό μου. Αποφαστικά αρχίζω και γράφω στην οθόνη]
Τίτλος: Re: Διάφορα διηγήματα
Αποστολή από: Rakendytos στις Ιουλίου 23, 2009, 02:47:18 ΜΜ
Δεν χρειάζεται να ακούσεις
μερικές φορές απλώς καταλαβαίνεις
Απ' την αντήχηση του τηλεφώνου στο άδειο δωμάτιο
στην άδεια τσέπη
σε οτιδήποτε άδειο μας περικυκλώνει
Δεν χρειάζεται ν' ακούσεις
λένε τ' όνομά σου κι ύστερα βάζουν τα κλάματα
Κλείσε τώρα!
Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε
Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας
και της ζοφερής υπεραξίας
Κάποιος με εγκεφαλική αιμορραγία περιφέρεται τριάντα και έξι ώρες
Από νοσοκομείο σε κλινική
Από θεραπευτήριο σε ιατρικό κέντρο
Από δωμάτιο σε διάδρομο
Από ό,τι αγαπήσαμε κι ό,τι ονειρευτήκαμε
ως την καθημερινή μας φρίκη
Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε
Από χθες ο ένας τηλεφωνεί στον άλλον
Πάντα με την ίδια ερώτηση: «τι έγινε;», «πώς έγινε;»
Ενώ θέλουμε μόνο να πούμε πόσο μας λείπεις
πόσο αδειάσαμε
πόσο δεν θα είσαι εκεί
πόσες σταγόνες σου θα διψάσουμε
και άλλα τόσα συνηθισμένα, όμως αδιανόητα αληθινά
Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε
Θέλω μόνο ν' ανοίξω πάλι τα χαρτιά σου
Να ξεφυλλίσω τα λόγια σου
Ξέρεις μωρέ! Εκείνα που μου έλεγες με τις λέξεις των ανθρώπων και τα μάτια της επανάστασης
Γιατί πολλές οι κτητικές αντωνυμίες και κουραστήκαμε
Δικό μου
Δικό σου
Δικό του
Και περιμένω ακόμη τα δικά μας που μου υποσχέθηκες
Εφτά η ώρα το πρωί έξω από την «Ζώνη» στο Πέραμα
Να πουλάς εφημερίδα
χειμώνας
Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε
Θέλω μόνο εκείνα που μού ταξες
μπολσεβίκους με τραγιάσκες
καπετάνιους στο βουνό
κι εργάτες στη διαδήλωση
Θέλω να είσαι εκεί όταν θα πέφτει η Σάντα Κλάρα
Όταν θα πέφτουν τα Θερινά Ανάκτορα
Όταν θα πέφτει η Βαστίλη
Να είσαι εκεί καλή μου
Να είσαι!
Κι ας μη μάθω ποτέ τι έφταιξε?
Εντάξει;

Nίκος Λεμονής