a33.gr

Ειδικά => Ιστορία Αρχαιολογία => Μήνυμα ξεκίνησε από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:04:51 ΜΜ

Τίτλος: ΘΕΟΙ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:04:51 ΜΜ
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:07:09 ΜΜ
[size=18]ΔΙΑΣ - Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ [/size]

 O Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, συμβόλιζε για τους αρχαίους Έλληνες την παντοδυναμία και την απόλυτη εξουσία. Είχε τη διακυβέρνηση του σύμπαντος. Μπορούσε να ελέγχει τα πάντα, αφού όλοι οι άλλοι θεοί που κατείχαν κάποιο τομέα ευθύνης, ήταν απλώς οι βοηθοί του. Πάντα όμως του έμενε χρόνος ώστε να ξελογιάζει κάποια θεά ή κάποια όμορφη βασιλοπούλα και να προκαλεί έτσι τη ζήλια της νόμιμης γυναίκας του, της Ήρας.
Ο Δίας ήταν ο τελευταίος γιος του Κρόνου και της Ρέας. Η σεμνή Ρέα αγανακτισμένη από το σκληρόκαρδο σύζυγό της που έτρεμε για το θρόνο του και γι' αυτόν το λόγο καταβρόχθιζε τα παιδιά του, αμέσως μετά τη γέννα κατάφερε, με τη βοήθεια του Ουρανού και της Γης, να τον ξεγελάσει. Για το λόγο αυτόν ταξίδεψε στην Κρήτη· εκεί με τη βοήθεια του βασιλιά Μελισσέα και με παραστάτριες τις κόρες του, τη Μέλισσα και την Αδράστεια, γέννησε τον Δία σε μια σπηλιά του όρους Δίκτη, που ονομαζόταν Δικταίο άντρο. Στη συνέχεια εμπιστεύτηκε το βρέφος στις Νύμφες του βουνού. Κατόπιν επέστρεψε στο παλάτι του Κρόνου και του έδωσε τυλιγμένη στα σπάργανα μια πέτρα για να την καταπιεί. Ο αφελής Κρόνος την πίστεψε και καταβρόχθισε την πέτρα. Υπάρχουν διάφοροι χαριτωμένοι μύθοι σχετικά με την ανατροφή του νεογέννητου θεού. Οι Νύμφες τον τοποθέτησαν σε μια ολόχρυση κούνια, που την κρέμασαν ανάμεσα στις φυλλωσιές μιας τεράστιας βελανιδιάς, έτσι ώστε να αιωρείται ανάμεσα στη γη και τον ουρανό και ο Κρόνος να μην μπορεί να τον βρει.
 
Το κλάμα όμως του θεϊκού βρέφους ήταν πολύ δυνατό. Οι νεαρές κοπέλες, για να αποφύγουν κάποια ανεπιθύμητη επίσκεψη του Κρόνου εξαιτίας όλης αυτής της φασαρίας, κάλεσαν τους φίλους τους, τους Κουρήτες. Αυτοί ήταν δαιμονικά ξωτικά του δάσους με παράξενη μορφή.
 

Κάθε φορά που ο Δίας έκλαιγε, άρχιζαν να χορεύουν έναν άγριο πολεμικό χορό, τον πυρρίχιο, και να τραγουδούν βγάζοντας πολεμικές ιαχές και χτυπώντας τα δόρατα και τα ακόντια πάνω στη γη, που τρανταζόταν ολόκληρη. Έτσι ο Κρόνος δεν μπορούσε να ακούσει το κλάμα του μωρού. Η αγαπημένη Νύμφη του Δία, η Αμάλθεια, άρμεγε το γάλα μιας κατσίκας και τάιζε το θεϊκό βρέφος, που με μεγάλη λαιμαργία καταβρόχθιζε την τροφή του. Η κατσίκα αυτή, που την αποκαλούσαν απλά Αίγα, καταγόταν από τον Ήλιο. Ήταν τεράστια και τρομερή στη μορφή. Οι Τιτάνες δεν άντεχαν να τη βλέπουν, γι' αυτό η Γαία την έκλεισε σε μια σπηλιά της Ίδης. Ο Δίας όμως δε φοβόταν καθόλου το πλάσμα αυτό, που βοήθησε στην ανατροφή του. Έτσι, όταν μεγάλωσε λιγάκι και άρχισε να περπατάει, έπαιζε με την τεράστια κατσίκα, που την ονόμασε μάλιστα Αμάλθεια από το όνομα της αγαπημένης του Νύμφης. Πολλές φορές δεν περίμενε να τον ταΐσουν, καθόταν κάτω από την κατσίκα και αρμέγοντάς την έπινε κατευθείαν το γάλα της.

Κάποια μέρα ο Δίας από απροσεξία και επειδή δεν μπορούσε να ελέγξει τη θεϊκή του δύναμη, έσπασε ένα κέρατο της Αμάλθειας. Λυπήθηκε πάρα πολύ και για να παρηγορήσει το ευλογημένο ζώο, έδωσε το κέρατο στη Νύμφη Αμάλθεια, αφού πρώτα το προίκισε με μαγικές ιδιότητες. Αυτός που το είχε, αρκούσε μόνο να κάνει μια ευχή και αμέσως εμφανίζονταν μπροστά του όλα τα καλά του κόσμου. Από τότε έμεινε γνωστό ως "κέρας της Αμάλθειας" ή "κέρας της Αφθονίας". Όταν η κατσίκα γέρασε και πέθανε, ο Δίας λυπήθηκε πολύ. Από το δέρμα της έφτιαξε την παντοδύναμη αιγίδα του, που ήταν το πιο σημαντικό όπλο του στην Τιτανομαχία. Το θεϊκό παιδί ανατράφηκε και με μέλι. Τα αγριομελίσσια του βουνού, εξαιρετικά γι' αυτόν, μάζευαν το καλύτερο μέλι της βασίλισσάς τους. Οι Νύμφες έδιναν από αυτό στο μικρό Δία, που ξετρελαινόταν για τη γλυκιά του γεύση.

 Σύμφωνα μ' έναν άλλο μύθο, ο θεός ανατράφηκε με αμβροσία και νέκταρ, δηλαδή με το φαγητό και το ποτό των αθανάτων. Ολόλευκα ιερά περιστέρια κουβαλούσαν την αμβροσία και τάιζαν μόνα τους το βρέφος, όπως ακριβώς έκαναν με τα μικρά τους. Ένας αετός, με γυαλιστερά φτερά και γαμψά νύχια, πετούσε κάθε βράδυ με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μέσα από τους αιθέρες, και έφτανε στην πηγή, απ' όπου αντλούσε το νέκταρ και το μετέφερε στο βουνό της Κρήτης.

Ο Δίας όταν μεγάλωσε και απέκτησε εξουσία, έδειξε την ευγνωμοσύνη του σ' όλα τα πλάσματα που βοήθησαν στην ανατροφή του. Έτσι, έκανε την Αμάλθεια και τον αετό αστερισμούς και στα χαριτωμένα περιστέρια ανέθεσε την ευχάριστη υπηρεσία να αναγγέλλουν τις εποχές.Από τις υπόλοιπες νεράιδες του δάσους που προστάτευαν το Δία, πιο γνωστές είναι η Ίδη και η Μήτιδα. Η Ίδη μάλιστα είχε χαρίσει στο μικρό θεό το πρώτο του παιχνίδι· μια κρυστάλλινη σφαίρα που όταν την πετούσε ψηλά άφηνε λαμπρές πολύχρωμες γραμμές στον αέρα, όπως τα άστρα του ουρανού. Περιτριγυρισμένος από τόση αγάπη και στοργή ο Δίας έγινε ένας πανέμορφος έφηβος, γεροδεμένος, με αρμονικά μέλη και εξαιρετική όψη.
 

Τότε οι Νύμφες κατάλαβαν πως ήρθε η ώρα να του αποκαλύψουν τα πάντα. Έτσι, έμαθε για το σκληρόκαρδο πατέρα του και για όλες τις περιπέτειες που πέρασε η μητέρα του και ο ίδιος μέχρι να φτάσει σ' αυτή την ηλικία. Με τις πολύτιμες συμβουλές, τις ευχές και τα μαγικά βότανα των Νυμφών και ιδιαίτερα της Μήτιδας, έφτασε μπροστά στον Κρόνο· του αποκάλυψε την ταυτότητά του και ζήτησε το θρόνο του. Αυτός αρνήθηκε, αλλά ο Δίας μετά από μακροχρόνια πάλη κατάφερε να τον ακινητοποιήσει. Στη συνέχεια του έδωσε ένα βοτάνι και αμέσως ο Κρόνος ξέρασε τα υπόλοιπα παιδιά του, την Ήρα, την Εστία, τη Δήμητρα, τον Ποσειδώνα και τον Πλούτωνα.

Ο Δίας πέρασε πάρα πολλές περιπέτειες μέχρι να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος. Δε χρειάζεται παρά να θυμίσουμε τη φοβερή Τιτανομαχία που κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια· την αναμέτρηση δηλαδή των Ολυμπίων με τα αδέρφια του Κρόνου, που δεν παραδέχονταν με κανένα τρόπο ως ανώτερό τους έναν νεότερο θεό. Τελικά, με τη συμβουλή της Γαίας, ο Δίας ελευθέρωσε τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες, που οι Τιτάνες τους είχαν φυλακίσει στα Τάρταρα. Αυτοί για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους χάρισαν στα τρία αδέρφια φοβερά όπλα. Έτσι, οι Ολύμπιοι μετά από μακροχρόνιο πόλεμο κατάφεραν να συντρίψουν οριστικά τους Τιτάνες.Αμέσως μετά ο Δίας και τ' αδέρφια του έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους φοβερούς Γίγαντες. Όμως με την Αθηνά που πολεμούσε σαν άντρας και τον Ηρακλή και τον Διόνυσο συμπαραστάτες κατάφεραν να νικήσουν και πάλι. Τελευταία και πιο οδυνηρή σύγκρουση ήταν αυτή με τον Τυφώνα, ο οποίος κατάφερε να τραυματίσει τον Δία. Όμως με την πονηριά του Ερμή και του Πάνα είχαμε πάλι αίσιο τέλος για τους Ολύμπιους και ιδιαίτερα για τον Δία. Μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες έγινε η μοιρασιά ανάμεσα στα τρία αδέρφια. Ο Δίας ανέλαβε τη βασιλεία του Ουρανού, ο Ποσειδώνας τη θάλασσα και ο Άδης τον Κάτω Κόσμο. Όμως και τότε δε σταμάτησαν τα προβλήματα του Δία. Χρειάστηκε πολλές φορές να αντιμετωπίσει τους άλλους θεούς και να τους πείσει για την ανωτερότητά του. Αρκετά συχνά αντιμετώπιζε την έντονη δυσαρέσκεια του Ποσειδώνα, που αμφισβητούσε διαρκώς την εξουσία του και δεν εκτελούσε υπάκουα τις διαταγές του. Αναγκάστηκε να τον απειλήσει αρκετές φορές για να συνετιστεί.

Κάποτε μάλιστα οι άλλοι θεοί οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του βασιλιά των θεών μέσα στο ίδιο του το παλάτι. Σ' αυτή συμμετείχαν η Ήρα, ο Ποσειδώνας, η Αθηνά και ο Απόλλωνας. Και σίγουρα θα κατάφερναν να του κάνουν κακό, αν η Θέτιδα δεν έφερνε από τα βάθη του Ωκεανού συμπαραστάτη του Δία το σεβαστό σ' όλους Βριάρεο. Ο Δίας, για να εκδικηθεί, έδεσε την Ήρα χειροπόδαρα με αόρατες αλυσίδες και την κρέμασε από τον ουρανό. Επιπλέον, έστειλε τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα να δουλέψουν ως δούλοι στην υπηρεσία του θνητού βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα. Όσο για την Αθηνά που ήταν η αγαπημένη του κόρη, δεν την τιμώρησε και από τότε του ήταν πιστή και υπάκουη.

Κάποιοι μύθοι διηγούνται πως όταν ανέλαβε την εξουσία, έφτιαξε τον κόσμο από την αρχή. Πήρε για γυναίκα του τη Χθονία, μια παλιά θεότητα που ταυτίζεται με τη γη και της χάρισε ένα πέπλο που είχε πάνω σχεδιασμένο τον κόσμο ολόκληρο· τις στεριές και τις θάλασσες, τα βουνά και τους κάμπους, τα ποτάμια και τις λίμνες.

 Αλλά και το ανθρώπινο γένος, όταν αυτό έγινε πολύ αμαρτωλό και έπαψε να κάνει θυσίες στους θεούς, το κατέστρεψε μ' ένα φοβερό κατακλυσμό, από τον οποίο σώθηκαν μόνο ο Δευκαλίωνας και η γυναίκα του Πύρρα. Απ' αυτούς, με τη θέληση του Δία, προήλθαν νέοι άνθρωποι από τα λιθάρια που πετούσαν πάνω από την πλάτη τους. Όμως, και σ' αυτό το νέο ανθρώπινο γένος κάποτε άρχισε να βασιλεύει η κακία. Γι' αυτόν το λόγο ο Δίας προκάλεσε δυο μεγάλες πολεμικές συρράξεις, την εκστρατεία των Επτά στρατηγών εναντίον της Θήβας και τον Τρωικό πόλεμο. Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ο πληθυσμός της γης είχε αυξηθεί επικίνδυνα και ο πόλεμος ήταν ένα μέσο για να μειωθεί πάλι. Στην πρώτη περίπτωση ο Δίας τιμώρησε και τους επτά στρατηγούς, γιατί ήταν ασεβείς και αλαζόνες. Ο ένας έλεγε πως θα κυρίευε τη Θήβα ανεξάρτητα από τη θέληση του παντοδύναμου θεού, ο άλλος είχε ως έμβλημά του τον Τυφώνα, το μεγαλύτερο εχθρό του Δία, και κάποιος άλλος αμφισβητούσε τη δύναμη του κεραυνού του. Όλοι τους βρήκαν φρικτό τέλος. Τους γιους τους αργότερα, που ήταν θεοσεβούμενοι και θυσίαζαν τακτικά στους θεούς, τους βοήθησε να καταλάβουν το θηβαϊκό κάστρο.

Στην περίπτωση του Τρωικού πολέμου ο Δίας φρόντισε πρώτα απ' όλα να γεννηθεί η Ελένη, έτσι ώστε η αρπαγή της από τον Πάρη να σημάνει την έναρξη του πολέμου. Στη διάρκεια της πολεμικής επιχείρησης είχε βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Κράτησε για αρκετό χρονικό διάστημα τον Αχιλλέα έξω από το πεδίο της μάχης όπως είχε υποσχεθεί στη μητέρα του τη Θέτιδα. Επιπλέον, έδωσε την τελική νίκη στους Έλληνες όπως αυτός είχε αποφασίσει, ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους Ολύμπιους που πολεμούσαν στο πλευρό της μιας ή της άλλης παράταξης.

Πολλοί θεοί και ακόμη περισσότεροι θνητοί γνώρισαν την οργή του Δία όταν έκαναν κάτι ενάντια στη θέλησή του ή κάτι που διασάλευε την τάξη του σύμπαντος και τους φυσικούς νόμους. Γι' αυτό κεραυνοβόλησε τον Φαέθωνα που τόλμησε να οδηγήσει το άρμα του Ήλιου και κόντεψε να κάψει τη Γη, όταν πλησίασε πολύ κοντά της.

Το ίδιο έκανε με τον Ασκληπιό που είχε τόσο πολύ προοδεύσει στην ιατρική τέχνη, ώστε κατάφερνε με τα βότανά του να ανασταίνει νεκρούς. Ο Απόλλωνας οργισμένος από το θάνατο του γιου του, για να εκδικηθεί, θέλησε να σκοτώσει με τα χρυσά βέλη του τους Κύκλωπες. Ο Δίας εξοργίστηκε τόσο ώστε ήταν έτοιμος να ρίξει το γιο του στα Τάρταρα. Μετά όμως από παράκληση της Λητώς μετρίασε την ποινή του Απόλλωνα και τον έστειλε για ένα χρόνο στην υπηρεσία του Άδμητου. Εξάλλου, ο Δίας με τον κεραυνό του σκότωσε τον Ιασίονα που είχε ερωτευτεί τη θεά Δήμητρα. Αυτή ανταποκρίθηκε στον έρωτά του και ζούσε ευτυχισμένη μαζί του στους αγρούς. Ο Δίας δεν ήθελε οι θεές να ζευγαρώνουν με θνητούς. Όλους αυτούς τους ερωτικούς πόθους που δεν ήταν σύμφωνοι με τους νόμους της φύσης τους προκαλούσε η Αφροδίτη και στη συνέχεια ειρωνευόταν τους αθάνατους.

Ο παντοδύναμος Δίας, που ήταν και το συχνότερο θύμα της, για να την τιμωρήσει, της ενέπνευσε μεγάλο ερωτικό πάθος για το θνητό Αγχίση και έτσι απόκτησε απ' αυτόν το θνητό ήρωα Αινεία. Κάποιες φορές ο ίδιος επισκεπτόταν τους θνητούς για να ελέγξει την πίστη τους. Κάποτε πήγε και στην Κέα όπου κατοικούσαν οι Τελχίνες. Αυτοί ήταν ένας άγριος λαός που δε δέχονταν το Δία ως τον ανώτερο θεό και δεν τον υποδέχτηκαν με κανένα σεβασμό. Μόνο η κόρη του βασιλιά τους η Δεξιθέα έπεσε στα γόνατα και προσφέρθηκε να τον υπηρετήσει σαν πιστή δούλη. Τότε ο Δίας κατέστρεψε όλους τους κατοίκους εκτός από τη σεβάσμια κόρη.

Μια άλλη φορά ο θεός πήγε στην Αρκαδία. Εκεί ο βασιλιάς Λυκάονας και οι γιοι του, για να δοκιμάσουν τη δύναμη και την παντογνωσία του, έσφαξαν ένα βρέφος, το έψησαν και του έδωσαν να φάει. Ο Δίας εξοργισμένος απ' αυτό το ανοσιούργημα μεταμόρφωσε το βασιλιά και τους γιους του σε λύκους.

Ο Σαλμωνέας, ο βασιλιάς της Ήλιδας, είχε γίνει τόσο αλαζονικός που σχεδόν τρελάθηκε και ισχυριζόταν ότι έμοιαζε με τον Δία. Τότε ο θεός έριξε τον κεραυνό του στο παλάτι του βασιλιά και προκλήθηκε τεράστια πυρκαγιά που κατέκαψε όλη την πόλη.

Δίκαια ο Δίας ονομάστηκε πατέρας των θεών και των ανθρώπων. Πραγματικά, πολλοί Ολύμπιοι αλλά και μικρότερες θεότητες, όπως επίσης και ένα πλήθος από επώνυμους ήρωες διαφόρων πόλεων ήταν παιδιά του.

Πρώτη σύζυγός του θεωρείται η Μήτιδα, η Νύμφη που του έδωσε το μαγικό βοτάνι για να νικήσει τον Κρόνο. Όμως δυστυχώς υπήρχε χρησμός που έλεγε ότι ο γιος που θα αποκτούσε από τη Μήτιδα θα ήταν πιο δυνατός από τον πατέρα του. Γι' αυτό αποφάσισε να καταπιεί τη γυναίκα του. Με τον τρόπο αυτόν απομάκρυνε τον κίνδυνο για εκθρόνιση και παράλληλα απέκτησε όλη τη σοφία του κόσμου. Μετά από εννιά μήνες χρειάστηκε να κάνει ο ίδιος μια ιδιόμορφη καισαρική τομή. Τον βασάνιζε ένας φοβερός πονοκέφαλος και το κεφάλι του άρχισε να μεγαλώνει. Έτσι, ο Ήφαιστος, παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, κατάφερε ένα γερό χτύπημα με το σφυρί του στο θεϊκό κεφάλι από όπου ξεπήδησε πάνοπλη η Αθηνά.

Επίσης ο Δίας, τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του, ζευγάρωσε με δυο Τιτανίδες. Πρώτα με τη Θέμιδα, την προσωποποίηση της δικαιοσύνης. Απ' αυτήν απέκτησε τις τρεις Ώρες, την Ευνομία, τη Δίκη και την Ειρήνη, και τις τρεις Μοίρες, την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο, που όριζαν την τύχη των ανθρώπων μα και των θεών. Από την Τιτανίδα Μνημοσύνη, την προσωποποίηση της ανάμνησης, μετά από εννιά νύχτες συνεχούς ζευγαρώματος, απέκτησε τις εννιά Μούσες, την Καλλιόπη, την Κλειώ, την Πολύμνια, την Ευτέρπη, την Τερψιχόρη, την Ερατώ, τη Μελπομένη, τη Θάλεια και την Ουρανία. Αυτές προστάτευαν τη μουσική, την ποίηση και γενικά τις καλές τέχνες.Από την Ωκεανίδα Ευρυνόμη ο Δίας απέκτησε τις τρεις Χάριτες, την Αγλαΐα, την Ευφροσύνη και τη Θάλεια. Κάποτε θέλησε να ζευγαρώσει και με τη θαλασσινή θεά Θέμιδα. Όμως η Θέμιδα προειδοποίησε ότι το παιδί της θα αποκτούσε όπλο πιο δυνατό και από τον κεραυνό. Τότε αυτός έπνιξε το ερωτικό του πάθος και φρόντισε να παντρέψει την όμορφη Νηρηίδα με το θνητό Πηλέα. Μετά τα ζευγαρώματα μ' αυτές τις παλιότερες θεές, μοναδική νόμιμη σύζυγος του Δία αναγνωρίστηκε η Ήρα, που ήταν αδερφή του. Λένε πως αυτή δεν υπέκυπτε αρχικά στον έρωτά του, γι' αυτό ο Δίας κατέφυγε σ' ένα τέχνασμα. Μια κρύα μέρα του χειμώνα εμφανίστηκε έξω από το παράθυρο της σεβαστής θεάς μεταμορφωμένος σε κούκο. Εκείνη λυπήθηκε το παγωμένο πουλί και το έβαλε στον κόρφο της για να ζεσταθεί. Τότε ο θεός πήρε την κανονική του μορφή και αφού της υποσχέθηκε ότι θα την κάνει νόμιμη σύζυγό του, ενώθηκε μαζί της. Το κυρίαρχο ζευγάρι του Ολύμπου απέκτησε τρία παιδιά, την αιώνια έφηβη Ήβη, που την έδωσαν ως σύζυγο στον Ηρακλή όταν έγινε αθάνατος, τον πολεμόχαρο Άρη και το θεϊκό σιδηρουργό Ήφαιστο. Βέβαια, ζούσαν μια πολυτάραχη συζυγική ζωή μια και η παράφορη ζήλια της Ήρας δεν μπορούσε ν' αντέξει τις συνεχείς ερωτικές περιπέτειες του άντρα της. Αρκετές φορές μάλιστα αποπειράθηκε να εγκαταλείψει τη συζυγική εστία. Ο παντοδύναμος Δίας έβρισκε πάντα τον τρόπο να τη φέρει πίσω. Πάντα τη διαβεβαίωνε πως οι εξωσυζυγικές του περιπέτειες δε σήμαιναν τίποτε γι' αυτόν και ότι η ίδια ήταν η μόνη γυναίκα που του προκαλούσε τον πραγματικό πόθο.

Γιος του Δία ήταν και ο Ερμής. Ο μεγάλος θεός αντίκρισε κάποτε την Ατλαντίδα Μαία, που κατοικούσε στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας. Την ερωτεύτηκε και την κατέκτησε στη διάρκεια μιας σκοτεινής νύχτας, όταν η Ήρα κοιμόταν και κανένας άλλος αθάνατος ή θνητός δεν μπορούσε να τους δει. Από το σμίξιμο αυτό προήλθε ο Ερμής, που αναστάτωσε τον κόσμο μόλις αντίκρισε το φως του ήλιου.

 Και η Λητώ, που ήταν κόρη Τιτάνων, δε γλίτωσε τα αγκαλιάσματα του Δία. Αυτή του όμως η απιστία έγινε γνωστή στην Ήρα, που καθώς δεν μπορούσε να βλάψει τον παντοδύναμο σύζυγό της, καταδίωξε μ' όλες τις δυνάμεις της την ερωμένη του. Αλλά και όταν μετά από μακροχρόνιες περιπλανήσεις η Λητώ βρήκε ένα μέρος για να γεννήσει, η Ήρα κρατούσε αιχμάλωτη την Ειλείθυια, τη θεά των αίσιων τοκετών. Μόνο μ' ένα πολύτιμο δώρο κατάφεραν οι υπόλοιπες θεές να την εξευμενίσουν. Έτσι, γεννήθηκαν δυο νέοι Ολύμπιοι θεοί, η Άρτεμη και ο Απόλλωνας. Ο Δίας πεθύμησε κάποτε και την αδερφή της Λητώς, την Αστερία. Αυτή όμως αντιστάθηκε με κάθε τρόπο και γι' αυτό τη μεταμόρφωσε σε ορτύκι και αργότερα σε ένα μικρό νησί, την Ορτυγία, που ήταν καταδικασμένη να πλέει διαρκώς στη θάλασσα. Μόνο όταν η Ορτυγία δέχτηκε την αδερφή της, για να γεννήσει, τότε έγινε σταθερό νησί και ονομάστηκε Δήλος. Άλλοι μυθογράφοι διηγούνται ότι τελικά ο θεός κατέκτησε την Αστερία, η οποία γέννησε την Εκάτη. Ο Δίας ερωτεύτηκε κάποτε και τη Δήμητρα, την άλλη αδερφή του. Αυτή τον απωθούσε για πολύ καιρό. Τελικά ο παντοδύναμος θεός ικανοποίησε κι αυτό του το πάθος, που είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση της Περσεφόνης. Ακόμη, ο Δίας ενώθηκε με τη Σελήνη, που γέννησε την Έρση και την Πανδία, όπως επίσης και με τη Νύμφη Θύβρη, που γέννησε τον τραγοπόδαρο Πάνα, θεό της γονιμότητας.  

Πολύ γνωστός είναι ο μύθος σχετικά με τη γέννηση του Διόνυσου. Ο Δίας ερωτεύτηκε τη βασιλοπούλα της Θήβας Σεμέλη. Η θνητή κοπέλα δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στη θεϊκή ομορφιά του και ενώθηκε μαζί του. Η Ήρα για να εκδικηθεί παρουσιάστηκε στη βασιλοπούλα με τη μορφή της τροφού της και την έπεισε να ζητήσει από τον Δία να της ορκιστεί ότι θα παρουσιαστεί μπροστά της σ' όλο του το μεγαλείο. Έτσι κι έγινε· μάταια ο Δίας προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη, η Σεμέλη επέμενε. Τότε, εμφανίστηκε μπροστά της πάνω στο χρυσό του άρμα, κρατώντας στα χέρια του τον κεραυνό, συνοδευόμενος από αστραπές και βροντές. Η Σεμέλη, όπως θα συνέβαινε άλλωστε σε κάθε θνητό, δεν άντεξε το μεγαλείο του και κάηκε. Ο Δίας πήρε το βρέφος που είχε συλλάβει η νεαρή κοπέλα και το έραψε στο μηρό του. Όταν πέρασαν εννιά μήνες, γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο θεός των αμπελιών και του κρασιού. Ο μέγας θεός, επειδή δεν μπορούσε να κρατήσει το βρέφος πάνω στον Όλυμπο, το εμπιστεύτηκε στην Ινώ, την αδερφή της Σεμέλης, και στο σύζυγό της Αθάμα. Όμως η ζηλιάρα Ήρα κατέστρεψε τους δυο συζύγους στέλνοντάς τους παροδική τρέλα. Κατόπιν ο Δίας εμπιστεύτηκε το βρέφος στις Νύμφες της Βοιωτίας, όπου και ανατράφηκε.

Η Ιώ όμως υπήρξε η θνητή που ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα από την Ήρα. Αυτή ήταν κόρη του Ίναχου, βασιλιά του Άργους. Η ομορφιά της ήταν εξαιρετική και ο Δίας, όπως ήταν φυσικό, την ερωτεύτηκε. Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριό της. Η Ήρα ετοίμασε ένα σχέδιο για να την καταστρέψει και ο Δίας για να τη σώσει τη μεταμόρφωσε σε λευκή αγελάδα. Τότε η ζηλόφθονη σύζυγος έστειλε ένα σιχαμερό και ενοχλητικό έντομο, τον οίστρο (αλογόμυγα), που κεντούσε διαρκώς την Ιώ. Αυτή για να αποφύγει τα τσιμπήματα άρχισε έξαλλη να τρέχει. Διέσχισε τη θάλασσα που πήρε το όνομά της, Ιόνιο Πέλαγος, και έφτασε μετά από πολλές περιπέτειες στην Αίγυπτο. Εκεί ο Δίας τη λυπήθηκε για τα τόσα βάσανά της και της ξαναέδωσε την ανθρώπινη μορφή της. Τότε η Ιώ γέννησε τον Έπαφο, που κυβέρνησε όσους τόπους ποτίζει ο Νείλος και που έγινε προπάτορας όλων εκείνων που ίδρυσαν τα μεγάλα βασίλεια στην Ασία, την Αφρική και την Αργολίδα. Η Ήρα ανέθεσε στους Κουρήτες να εξαφανίσουν τον Έπαφο. Ο Δίας οργισμένος τους κατακεραύνωσε, μολονότι τον είχαν βοηθήσει τόσο πολύ όταν ήταν βρέφος. Όσο για την Ιώ, πήρε τη θέση της στον ουράνιο θόλο ως αστερισμός.  

Πολύ γνωστός είναι και ο έρωτας του πρώτου θεού με τη Δανάη, τη βασιλοπούλα του Άργους. Ο πατέρας της Ακρίσιος την είχε φυλακίσει σ' ένα κελί του παλατιού, γιατί είχε πάρει χρησμό πως ο γιος της Δανάης θα σκότωνε τον παππού του. Τότε παρουσιάστηκε ο Δίας που είχε ερωτευτεί τη βασιλοπούλα και μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή διαπέρασε τη στέγη και μπήκε στο κελί. Από το σμίξιμό τους γεννήθηκε ο ήρωας Περσέας. Η Δανάη για αρκετό καιρό κράτησε κρυφό το γεγονός. Κάποια στιγμή όμως ο πατέρας της άκουσε το κλάμα του μωρού και ανακάλυψε τα πάντα. Τότε ζήτησε να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας. Όταν η Δανάη του ανέφερε το όνομα του Δία, δεν την πίστεψε και για τιμωρία την έκλεισε μαζί με το μωρό σ' ένα ξύλινο κιβώτιο και την έριξε στη θάλασσα. Κάποτε έφτασαν κοντά στη Σέριφο. Ένας ψαράς, ο Δίκτης, που είδε το κιβώτιο και άκουσε φωνές, το μάζεψε και το άνοιξε. Η Δανάη και ο Περσέας διηγήθηκαν την περιπέτειά τους και ο Δίκτης τους πήρε στο σπίτι του, όπου έζησαν για αρκετά χρόνια. Ο Δίας πολλές φορές επιθύμησε και γυναίκες που ήταν ήδη παντρεμένες με θνητούς. Έτσι, ερωτεύτηκε τη Λήδα, τη γυναίκα του Τυνδάρεου. Για να την πλησιάσει πήρε τη μορφή ενός κατάλευκου κύκνου. Από το σμίξιμό τους η Λήδα γέννησε την ωραία Ελένη, που έγινε αιτία να ξεσπάσει ο Τρωικός πόλεμος, καθώς επίσης και τους δίδυμους Κάστορα και Πολυδεύκη. Απ' αυτούς ο ένας προήλθε από το σπέρμα του Δία και ήταν αθάνατος, ενώ ο άλλος προήλθε από το σπέρμα του Τυνδάρεου και ήταν θνητός. Γι' αυτό όταν ο Κάστορας πέθανε, ο Πολυδεύκης ζήτησε και πέτυχε από τον πατέρα του να εναλλάσσεται στη ζωή με τον αγαπημένο του αδερφό.

 Ο μεγάλος θεός ήταν πατέρας ενός από τους πιο γνωστούς ήρωες της αρχαιότητας, του Ηρακλή. Ερωτεύτηκε την Αλκμήνη, τη σύζυγο του Αμφιτρύωνα και για άλλη μια φορά χρησιμοποίησε δόλο. Πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα και μπήκε στο δωμάτιο της βασίλισσας όπου έσμιξε μαζί της. Εννιά μήνες αργότερα γεννήθηκε ο ημίθεος Ηρακλής. Με διάφορες Νύμφες αλλά και θνητές ο Δίας ζευγάρωσε και έφερε στον κόσμο τους γενάρχες πολλών λαών και τους ιδρυτές πολλών πόλεων.  

Στην Κρήτη όπου πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του διηγούνταν ότι ζευγάρωσε με μια τοπική ηρωίδα, την Κρήτη, που έδωσε το όνομά της στο νησί και απέκτησε ένα γιο, τον Κόρα, το γενάρχη ενός λαού που κατοικούσε στα πολύ αρχαία χρόνια στο Αιγαίο.

Πολύ πιο γνωστός είναι ο μύθος που διηγείται τον έρωτα του Δία για την Ευρώπη. Αυτή ήταν κόρη του βασιλιά της Συρίας. Μια μέρα που έπαιζε με τις φίλες της στα λιβάδια και μάζευε λουλούδια, ο θεός την αντίκρισε και αμέσως τον χτύπησε ο έρωτας. Για να πλησιάσει την κοπέλα μεταμορφώθηκε σε ήμερο ταύρο. Αυτή άρχισε να χαϊδεύει το δυνατό ζώο και ανέβηκε στη ράχη του. Αμέσως, ο Δίας-ταύρος άρχισε να τρέχει με αστραπιαία ταχύτητα· η Ευρώπη έκλαιγε μα δεν μπορούσε να πηδήξει από τον ταύρο γιατί θα σκοτωνόταν. Ο μεταμορφωμένος θεός διέσχισε τη θάλασσα και έφτασε στην Κρήτη. Εκεί μέσα στη σπηλιά που γεννήθηκε, στο Δικταίο άντρο, έσμιξε με τη νεαρή βασιλοπούλα. Καρποί αυτού του ζευγαρώματος ήταν ο Μίνωας και ο Ραδάμανθης. Μετά από λίγο καιρό η Ευρώπη παντρεύτηκε ένα βασιλιά του νησιού, τον Αστέριο, που υιοθέτησε τα παιδιά του Δία. Κάποια άλλη φορά ο θεός μεταμορφωμένος κατάφερε να αποπλανήσει τη Νύμφη Καλλιστώ. Αυτή ήταν σύντροφος της Άρτεμης και είχε ορκιστεί αιώνια παρθενική ζωή. Όταν η Ολύμπια θεά κατάλαβε τι συνέβη, έδιωξε την Καλλιστώ από κοντά της. Ο Δίας, επειδή τη λυπήθηκε, τη μεταμόρφωσε σε αρκούδα, όμως η Άρτεμη τη σκότωσε με τα βέλη της. Ο παντοδύναμος θεός, όπως συνήθιζε με τα αγαπημένα του πρόσωπα, τη μεταμόρφωσε σε αστερισμό, τη Μεγάλη Άρκτο (Αρκούδα). Το παιδί που είχε συλλάβει το μεγάλωσε η Μαία και έγινε γενάρχης των κατοίκων της Αρκαδίας, ο Αρκάς.

Στο Άργος διηγούνταν ότι η πρώτη θνητή ερωμένη του Δία ήταν η Νιόβη, που γέννησε τον Άργο, γενάρχη των Αργείων. Επιπλέον από την Ιοδάμα γεννήθηκε ο Θήβης, αρχηγός των Θηβαίων, από την Ευρυνόμη ο Ασωπός, από τον οποίο κατάγονταν οι Βοιωτοί, από τη Μάιρα ο Λοκρός, που έδωσε το όνομά του στη Λοκρίδα, και από την Ισονόη ο Ορχομενός, που ήταν προπάτορας των Ορχομενίων. Η Σελήνη του χάρισε για γιο τον Νεμέα και η Ταϋγέτη τον Λακεδαίμονα· απ' αυτούς αντίστοιχα προήλθαν οι Νεμεάτες και οι Λακεδαιμόνιοι. Εξάλλου, από την Αίγινα γεννήθηκε ο Αιακός (Αιγινήτες) και από τη Σίθνιδα ο Μάγαρος (Μεγαρείς).Στον Δία καταλογίζεται και η αρπαγή ενός νέου άντρα, του Γανυμήδη. Ο Δίας γοητευμένος από την όψη και την κορμοστασιά του ωραιότερου θνητού, μεταμορφωμένος σε αετό τον άρπαξε και τον μετέφερε στον Όλυμπο. Εκεί τον χρησιμοποίησε ως οινοχόο, μια ιδιότητα που μέχρι τότε είχε η Ήβη, και γενικά ως σύντροφο στα συμπόσια.Ο Δίας, όπως είπαμε, ήταν ο κατεξοχήν θεός. Είχε κάτω από την επίβλεψή του ολόκληρο το σύμπαν· προστάτευε τη φύση, αλλά και διάφορες πτυχές της προσωπικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής των ανθρώπων.

 Ο ίδιος ήταν αρχηγός των θεών και ο πιο δυνατός απ' όλους. Χαρακτηριστικό της παντοδυναμίας του είναι το απόσπασμα της Ιλιάδας, όπου προκαλεί τους υπόλοιπους Ολύμπιους να τον τραβήξουν από τον ουρανό στη γη μ' ένα χρυσό σκοινί· τους διαβεβαιώνει πως δε θα τα καταφέρουν. Αν αυτός όμως τραβήξει μόνος του το σκοινί προς την πλευρά του ουρανού, τότε θα παρασύρει όχι μόνο θεούς μα και τη γη ολόκληρη με τις στεριές και τις θάλασσες και θα φαίνεται σαν μια σφαίρα που κρέμεται από τον ουρανό. Γι' αυτούς τους λόγους θεωρήθηκε προστάτης της εκάστοτε εξουσίας, είτε επρόκειτο για βασιλιά, είτε για ευγενείς, είτε για το δήμο (λαό). Κατά τον ίδιο τρόπο προστάτευε και τον πατέρα κάθε σπιτιού, που ήταν αρχηγός της οικογένειας.
Επίσης, ο Δίας με την προσωνυμία Ξένιος ήταν προστάτης της φιλοξενίας, για την οποία και στις μέρες μας ακόμη φημίζονται οι Έλληνες. Ακόμη, προστάτευε τους ικέτες και τους φυγάδες (Ζευς Ικέσιος και Φύξιος). Επιπλέον, ήταν προστάτης του όρκου (Ζευς Όρκιος) και η οργή του ήταν τρομερή όταν κάποιος θεός ή θνητός τον παρέβαινε. Οι θνητοί πάντοτε στους όρκους τους επικαλούνταν ως πρώτο θεό τον Δία, ενώ οι θεοί ορκίζονταν στα ιερά ύδατα της Στύγας. Η παράβαση αυτού του όρκου ακόμη και για τους αθάνατους είχε φοβερές συνέπειες.
 

 Για έναν ολόκληρο χρόνο έπεφταν σε νάρκη και για τα επόμενα εννιά δε συμμετείχαν στα συμβούλια και τα συμπόσια των θεών. Απόλυτη ήταν η εξουσία του στη φύση και στις καιρικές μεταβολές. Ήταν αυτός που έστελνε το ουράνιο φως και την καλοκαιρία (Ζευς Ουράνιος και Αίθριος). Επιπλέον, έστελνε τους ανέμους, τις βροχές, τα σύννεφα, το χιόνι, το χαλάζι, όπως επίσης και την αστραπή, τη βροντή και τον κεραυνό, τα δώρα των Κυκλώπων.

Συχνότατα τον λάτρευαν σε κορυφές βουνών όπου χτίζονταν ιερά και βωμοί γιατί πίστευαν ότι έτσι βρίσκονταν πιο κοντά στο θεό. Ο Δίας φανέρωνε τη θέλησή του μέσα από όνειρα μα και από χρησμούς. Υπήρχαν δυο φημισμένα μαντεία που ήταν αφιερωμένα σ' αυτόν. Το ένα ήταν το μαντείο της Δωδώνης στην Ήπειρο και το άλλο του Δία Άμμωνα στη Λιβύη.

Σημαντικότερο σύμβολο του Δία ήταν ο κεραυνός, το πιο πολύτιμο όπλο που διέθετε. Ακολουθεί το σκήπτρο, που κατέληγε σε αετό και ήταν το σύμβολο της εξουσίας του. Ακόμη, η αιγίδα ήταν το δέρμα της Αμάλθειας που τον έκανε αήττητο. Ιερό δέντρο του Δία ήταν η βελανιδιά. Πολύ συχνά εικονίζεται με δυο πιθάρια στο πλάι του που συμβόλιζαν τα καλά και τα κακά που μοίραζε στους ανθρώπους.
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:08:37 ΜΜ
[size=18]ΗΡΑ [/size]

 H Ήρα είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές του αρχαίου ελληνικού Δωδεκάθεου. Κόρη του Κρόνου και της Ρέας, μοναδική νόμιμη σύζυγος του Δία, θεά των ουρανών, προστάτιδα του γάμου και των παντρεμένων, ιδιαίτερα, γυναικών και προσωποποίηση της συζυγικής πίστης. Η Ήρα ενσαρκώνει τις αρετές και τα ελαττώματα της παντρεμένης γυναίκας. Είναι η πιστή και αφοσιωμένη, η τρυφερή και υποταγμένη στον κύριο και αφέντη της γυναίκα, αλλά και η δυναμική και πολυμήχανη, εριστική και γκρινιάρα, καταπιεστική και ζηλόφθονη, παθιασμένη και εκδικητική σύζυγος. Η εκδίκησή της, αφρισμένη κατεβασιά, σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της.  
Μάχεται, αγωνίζεται απεγνωσμένα για ό,τι δικαιωματικά της ανήκει, για το αντικείμενο του πόθου της.Λαός εύθυμος, με σκωπτική διάθεση και πηγαίο, ανεξάντλητο χιούμορ, οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν μια περισσότερο ανθρώπινη διάσταση στις θεότητές τους. Φαντάστηκαν το γάμο της Ήρας και του Δία ένα πεδίο διαρκούς αντιπαλότητας, αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων και το βασιλιά θνητών και αθανάτων, το νεφεληγερέτη,
 
 αστραποβόλο και κεραυνοβόλο Δία, να κατατρέχεται ασταμάτητα από μια ζηλόφθονη και εκδικητική σύζυγο και να καταφεύγει σε τεχνάσματα και μηχανορραφίες για να αποφύγει τις θυελλώδεις εκρήξεις της οργής της.
 

Η γέννηση της βασίλισσας των θεών τοποθετείται στη Σάμο και κατ' άλλους στη Στυμφαλία ή στην Εύβοια. Η μοίρα της δεν ήταν διαφορετική από αυτή των αδερφών της. Ο ανελέητος Κρόνος την κατάπιε, προσπαθώντας να πολεμήσει τη μοίρα του. Μόνο όταν η πολυμήχανη Ρέα κατόρθωσε, με τέχνασμα, να ξεγελάσει τον Κρόνο, τότε η Ήρα, μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια της, ξαναείδε το φως. Μετά την εκθρόνιση του Κρόνου, ο Δίας τη ζήτησε σε γάμο. Εκείνη τον απέκρουσε με περηφάνια. Τρελός από έρωτα για την αδερφή του ο Δίας δεν παραιτήθηκε από τους σκοπούς του. Μια βροχερή, χειμωνιάτικη μέρα, καθώς η θεά περπατούσε στο δάσος, ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κούκο, που έπεσε στα πόδια της ανυποψίαστης Ήρας. Η θεά λυπήθηκε το μισοπαγωμένο πλασματάκι. Έσκυψε, το πήρε στην αγκαλιά της, το χάιδεψε με τα τρυφερά της χέρια και το ζέστανε στους παρθενικούς της κόρφους. Τότε ο βασιλιάς των θεών πήρε την πραγματική του μορφή. Μεγαλόπρεπος, επιβλητικός, πανίσχυρος και ακαταμάχητος, εξουδετέρωσε και τις τελευταίες ικμάδες αντίστασης της θεάς. Η Ήρα νικήθηκε, υποτάχτηκε, έγινε για πάντα δική του, αφού πρώτα εξασφάλισε "υπόσχεση γάμου".

Ο γάμος τους έγινε με θεϊκή λαμπρότητα. Η ζωή τους όμως δεν ήταν πάντοτε ευτυχισμένη. Αντίθετα, ήταν τρικυμιώδης και πολυτάραχη, όπως, άλλωστε, θυελλώδης υπήρξε και ο έρωτάς τους. Οι αλλεπάλληλες εκρήξεις οργής και ζήλιας της θεάς και οι συχνοί καβγάδες ανάμεσα στο θεϊκό ζευγάρι, έτρεφαν τη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων και αποτελούσαν προσφιλείς διηγήσεις και αναγνώσματα.

Εκείνος, υπερόπτης, άστατος και άπιστος σύζυγος, τσάκιζε συχνά την αξιοπρέπειά της και πλήγωνε ανεπανόρθωτα τη γυναικεία περηφάνια της. Δε δίσταζε, μάλιστα, να καυχιέται, μπροστά της, για τις αμέτρητες περιπέτειές του με θεές και θνητές.

Εκείνη, αδάμαστη και αγέρωχη, επικαλούνταν την τιμημένη καταγωγή της και πρόβαλλε τα αναφαίρετα δικαιώματά της -την ιδιότητά της, της νόμιμης συζύγου.

Ο Δίας, μέσα από τους ομηρικούς στίχους, δήλωνε ότι περιφρονούσε την οργή και την γκρίνια της και της ζητούσε, επίμονα, υποταγή. Δε δίστασε, μάλιστα, να κάνει κάποτε πράξεις τις απειλές του, όταν, δεμένη χειροπόδαρα, την κρέμασε ανάμεσα στον αιθέρα και στα σύννεφα.

Η Ήρα, με καταρρακωμένη αξιοπρέπεια και τυφλωμένη από το πάθος της για εκδίκηση, περνούσε συχνά στην αντεπίθεση. Κατορθώνοντας να πάρει με το μέρος της την Αθηνά και τον Ποσειδώνα, προσπάθησε κάποτε να καθυποτάξει τον Δία, ο οποίος μόλις που κατάφερε να γλιτώσει χάρη στη μεσολάβηση της Θέτιδας και του Εκατόγχειρα Αιγαίωνα. Άλλοτε πάλι, η θεά αποφάσισε να εγκαταλείψει για πάντα τη "συζυγική κλίνη". Γύρισε στην Εύβοια, εκεί όπου για πρώτη φορά του δόθηκε. Ο Δίας όμως, που ένιωσε την επιθυμία για τη νόμιμη γυναίκα του να ξαναφουντώνει, μηχανεύτηκε ένα τέχνασμα για να τη φέρει πάλι κοντά του. Πήγε κι αυτός στην Εύβοια, όπου διέδωσε ότι θα παντρευτεί μια πανέμορφη νύμφη. Έντυσε μάλιστα ένα ξόανο με νυφιάτικα πέπλα. Η Ήρα, τυφλωμένη από τη ζήλια της, όρμησε με μίσος στη νέα αντίζηλή της και της πέταξε τα πέπλα. Στη θέα όμως του ξόανου, ξέσπασε σε γέλια. Γέλια χαράς και λύτρωσης. Η αγάπη που σιγόκαιγε μέσα της έγινε πυρκαγιά. Χύθηκε με λαχτάρα στην αγκαλιά του αγαπημένου της, νικημένη και υποταχτικιά του και πάλι.

Ο Δίας όμως της έδινε αφορμές ασταμάτητα. Μανιασμένη εκείνη και ανήμπορη να εκδικηθεί προσωπικά τον άπιστο, έστρεφε την οργή της ενάντια στις δύστυχες αντίζηλές της. Σκληρή και ανελέητη έπεφτε πάνω στα αθώα θύματα η θεϊκή τιμωρία.

Η Λητώ, κόρη του τιτάνα Κοίου και της Φοίβης, αντιμετώπισε την εκδικητική μανία της θεάς. Παρά τις προσπάθειες της Ήρας, έφερε, τελικά, στον κόσμο τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, παιδιά της παράνομης ένωσής της με τον Δία.

Η πανέμορφη Ιώ, κόρη του Ίναχου, βασιλιά τους Άργους, δεν κατόρθωσε να αποφύγει την οργή της Ήρας.

Ο Δίας προσπάθησε να τη σώσει μεταμορφώνοντάς την σε αγελάδα. Όμως η ζηλιάρα Ήρα την καταδίωξε μέχρι την Αίγυπτο, όπου ο Δίας της έδωσε την αρχική της μορφή και γέννησε τον Έπαφο.Η τραγική Σεμέλη, κόρη του βασιλιά των Θηβών Κάδμου, ήταν ένα ακόμη θύμα της οργής της θεάς. Φριχτός θάνατος, μέσα στις φλόγες, περίμενε την άμοιρη θνητή, που τόλμησε να μοιραστεί το παρθενικό της κρεβάτι με το βασιλιά των αθανάτων. Το παιδί που είχε στα σπλάχνα της σώθηκε από τον Δία, ο οποίος το έραψε στο μηρό του και, όταν συμπληρώθηκαν οι εννιά μήνες, γεννήθηκε ο θεός Διόνυσος .Η παράφορη όμως μανία της Ήρας στράφηκε και ενάντια στα παιδιά των αντίζηλών της. Ο Ηρακλής, γιος του Δία και της Αλκμήνης, βρέφος ακόμα, στην κούνια του, αντιμετώπισε τα δυο δηλητηριώδη φίδια που η ζηλόφθονη θεά έστειλε να τον σκοτώσουν, κατά τραγική, όμως τύχη, έμελλε να είναι η Ήρα εκείνη που πρόσφερε την αθανασία στο νόθο παιδί του άντρα της.

Με προτροπή του Δία, ο Ερμής ακούμπησε το βρέφος στο κρεβάτι της θεάς, ενώ αυτή κοιμόταν. Το βρέφος άρπαξε το θείο μαστό και βύζαξε το γάλα της αθανασίας. Η Ήρα ξύπνησε και αποτράβηξε με οργή τον παράνομο τρυγητή. Το γάλα που πετάχτηκε, εκείνη τη στιγμή, από τον ζωοδότη κόρφο, γέννησε τον Γαλαξία.

Πρότυπο άστατου και άπιστου συζύγου ο Δίας, ομολογεί, μέσα από τους στίχους του Ομήρου, ότι ποτέ του δεν αγάπησε, ούτε πεθύμησε άλλη γυναίκα, όσο τη μεγαλόπρεπη Ήρα. "Ποτέ θεά ή θνητή δε μου ενέπνευσε τόσο επιθυμία".

Από την ένωσή της με τον Δία η Ήρα έφερε στον κόσμο την Ήβη, τη θεά της νεότητας, και τον Άρη, τον αιμοβόρο και κοσμοχαλαστή θεό του πολέμου. Κατ' άλλους, και η Ειλείθυια, μητέρα των ωδινών, και η Έριδα, θεά της διχόνοιας και της αμάχης, ήταν παιδιά της Ήρας και του Δία.

Θέλοντας να εκδικηθεί τον άστατο Δία, για τα αμέτρητα νόθα που έσπερνε, η Ήρα θέλησε να φέρει στον κόσμο τα δικά της παιδιά, τα παιδιά που θα γεννιούνταν χωρίς τη σαρκική της ένωση με τον Δία.

Ο Ήφαιστος, κατά το μύθο, υπήρχε στα σπλάχνα της θεάς πριν την ένωσή της με τον Δία. Ήταν όμως τόσο άσχημος και περίγελος των θεών, που η Ήρα τον γκρέμισε στη θάλασσα. Το φοβερό εκείνο πέσιμο τον άφησε για πάντα "σακάτη και στραβοπόδαρο", γι' αυτό και ποτέ δε συγχώρεσε την άστοργη μητέρα του. Την έδεσε σε θρόνο ολόχρυσο, με αόρατα δεσμά και μονάχα ο Δίας κατόρθωσε να την ελευθερώσει από την ατιμωτική τιμωρία.

Ο φοβερός Τυφωέας, μάστιγα των θνητών, ήταν επίσης αποκλειστικός γιος της Ήρας. Το αποκρουστικό θηρίο κατόρθωσε τελικά να εξοντώσει ο Δίας σε τρομερή μονομαχία. Αν και άστατος σύζυγος ο Δίας, δεν ανεχόταν κανέναν να ερωτοτροπεί με την πανέμορφη Ήρα. Σκληρή και αμείλικτη τιμωρία περίμενε τους επίδοξους εραστές της βασίλισσας των θεών. Ο Ιξίονας, κάνοντας κατάχρηση της φιλοξενίας που του παρείχε ο Δίας, προσπάθησε να πλησιάσει με ερωτικές διαθέσεις την Ήρα. Η τιμωρία του Δία ήταν σκληρή. Έδωσε σε μια Νεφέλη το σχήμα της Ήρας και ο μεθυσμένος Ιξίονας ζευγάρωσε μ' αυτή. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Κένταυρος. Μη συγχωρώντας την αχαριστία ο Δίας, καταδίκασε τον Ιξίονα να δεθεί πάνω σε φλεγόμενη ρόδα που στριφογύριζε ασταμάτητα στον αέρα.Ο Ενδυμίωνας που τόλμησε να ποθήσει τη μεγαλόπρεπη βασίλισσα, γκρεμίστηκε στα Τάρταρα, ενώ ο γίγαντας Πορφυρίωνας εξοντώθηκε από τα βέλη του Ηρακλή, τη στιγμή που επιχειρούσε να βιάσει την Ήρα.

Αν και η Ήρα δεν ήταν γνωστή σαν πολεμική θεά, στάθηκε στο πλευρό των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Η μνησίκακη και εκδικητική θεά ποτέ δεν ξέχασε την προσβολή του Πάρη, του επιπόλαιου βασιλόπουλου που προτίμησε τον έρωτα, από την ισχύ που του πρόσφερε η Ήρα. Η Ήρα αγαπήθηκε, λατρεύτηκε και τιμήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες, στη ψυχή των οποίων, η αγέρωχη αυτή γυναικεία παρουσία, ήταν απόλυτα δικαιωμένη.

Η ίδια κατείχε μια εντελώς ξεχωριστή, ζηλευτή θέση ανάμεσα στους Ολύμπιους θεούς. Ήταν εκείνη που απομυθοποιούσε, στα μάτια των Ελλήνων, την εξουσία του άντρα αφέντη, του κύρη, του συζύγου. Εκείνη που μπροστά της ο πανίσχυρος κυρίαρχος του σύμπαντος ξεγυμνωνόταν τη δύναμή του κι ένιωθε φόβο κάθε φορά που αντιμετώπιζε τις επιθέσεις της.

Στο όνομα της Ήρας, η Γυναίκα έπαιρνε την εκδίκησή της από τον Άντρα, στα πλαίσια μιας καλά οργανωμένης ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:10:05 ΜΜ
[/b]
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:11:14 ΜΜ
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:12:56 ΜΜ
[/b]
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:13:55 ΜΜ
[/b]
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:14:42 ΜΜ
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:17:35 ΜΜ
[/b]
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:19:22 ΜΜ
[/b]
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:20:46 ΜΜ
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:22:07 ΜΜ
[size=18]ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ - ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ [/size]


 Ανάμεσα στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου συγκαταλεγόταν και ο θεός-βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, ο Πλούτωνας, γνωστός κυρίως ως Άδης (Αΐδης=αόρατος). Πολλές είναι οι παραδόσεις που κυριαρχούσαν στις αρχαίες ελληνικές πόλεις σχετικά με τον Κάτω Κόσμο, τους θεούς και τους δαίμονές του, μετά τον Όμηρο όμως επικράτησε ως μεγαλύτερη μορφή ο Άδης, βασιλιάς και κυρίαρχος του σιωπηλού κόσμου των νεκρών.
Ο Πλούτωνας ήταν ένας από τους τρεις γιους του Κρόνου και της Ρέας, μαζί με τον Δία και τον Ποσειδώνα. Όταν ο Δίας, βοηθούμενος απ' τη μητέρα του, κατόρθωσε με πονηριά να ξεγελάσει τον Κρόνο και να επαναφέρει στη ζωή τα δυο του αδέλφια, που είχε καταπιεί ο Κρόνος, άνοιξε μαζί του πόλεμο. Ο Κρόνος είχε συμμάχους και βοηθούς τους Τιτάνες, ενώ ο Δίας τους Κύκλωπες. Οι Κύκλωπες εφοδίασαν τα τρία αδέλφια με ακαταμάχητα όπλα. Στον Δία έδωσαν τον κεραυνό, στον Ποσειδώνα την τρίαινα, ενώ στον Άδη την κυνή (ή κυνέα), η οποία ήταν ένα κράνος (ή σκούφια σύμφωνα με άλλους) που τον έκανε αόρατο και αποτελούσε το σύμβολο της βαθιάς νύχτας.

Το τέλος του πολέμου βρήκε νικητές τα τρία αδέλφια, που αποφάσισαν να μοιράσουν με κλήρο τον Κόσμο. Ο Δίας έλαχε να είναι ο κυρίαρχος του Ουρανού, ο Ποσειδώνας της Θάλασσας, ενώ ο Πλούτωνας του Κάτω Κόσμου. Έτσι ο Πλούτωνας βασιλεύει στο σκοτάδι του Κόσμου των Νεκρών, όπως ο Δίας είναι ο εξουσιαστής του φωτός του Επάνω Κόσμου των ζωντανών.

Κύριο σύμβολο της εξουσίας του Πλούτωνα η κυνή, η οποία σηματοδοτούσε τη βαθιά νύκτα μέσα στην οποία βασιλεύει ο θεός. Η κυνή κάνει αόρατο, όχι μόνο αυτόν, αλλά και οποιονδήποτε άλλο θεό τη φορά, όπως η Αθηνά, που χάρη σ' αυτήν κατόρθωσε να βοηθήσει τον προστατευόμενό της Διομήδη ξεφεύγοντας από το βλέμμα του Άρη στην περίφημη ομηρική μάχη.
 
Ο Πλούτωνας έμενε πάντοτε κλεισμένος στον υπόγειο κόσμο του, τον οποίο σκέπαζαν ακίνητα νέφη και αιώνια ομίχλη. Ήταν μια αρκετά μεγάλη έκταση κάτω από τη γη, πέρα από τα σύνορα του ορατού κόσμου και ακόμη πέρα από τον ποταμό Ωκεανό. Υπάρχει βλάστηση στη σκοτεινή τούτη χώρα, αλλά τα φυτά της δεν ανθίζουν και δεν καρποφορούν. Απέραντες εκτάσεις ασφόδελων τη στολίζουν και τη φρουρεί μέρα νύχτα ο Κέρβερος, το τρομαχτικό σκυλί με τα τρία κεφάλια και τη φιδίσια ουρά. Όλοι γίνονται δεκτοί στον Κάτω Κόσμο, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον τρομερό αυτόν φύλακα και να επιστρέψει στον Επάνω Κόσμο. Μόνο ο Ηρακλής, εκτελώντας τις διαταγές του Ευρυσθέα, κατόρθωσε, όχι μόνο να περάσει - ζωντανός αυτός - τις πύλες του Κάτω Κόσμου, αλλά και να επιστρέψει ξανά στον Επάνω Κόσμο μαζί με τον Κέρβερο και να τον παρουσιάσει στον Ευρυσθέα, πραγματοποιώντας έτσι το δωδέκατο άθλο του.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, αρκετές τέτοιες καταβάσεις ηρώων στον Κάτω Κόσμο έχουν γίνει, όχι όμως πάντα με επιτυχία. Από τις πιο γνωστές είναι αυτή του Ορφέα, που θέλοντας να επαναφέρει την αγαπημένη του Ευρυδίκη στη ζωή, δέχτηκε τον όρο που του έθεσε ο Πλούτωνας να μη γυρίσει να τη δει στο δρόμο της επιστροφής. Ο Ορφέας όμως δεν μπόρεσε ν' αντέξει αυτή τη δοκιμασία και έτσι η αγαπημένη του ξαναγύρισε στον Κόσμο των Νεκρών. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η κάθοδος του Θησέα και του Πειρίθου, που σκόπευαν να κλέψουν την Περσεφόνη, συντρόφισσα του Πλούτωνα και βασίλισσα του Κάτω Κόσμου. Στον Κάτω Κόσμο κατέβηκε και ο Οδυσσέας , όπως τον συμβούλεψε ο Ερμής, λίγο πριν αναχωρήσει από το νησί της Κίρκης, και συνομίλησε με τις ψυχές των νεκρών.

 Στον Άδη οι ψυχές κατεβαίνουν από τους τρομερούς ποταμούς Αχέροντα και Κωκυτό και από τις λίμνες Αχερουσία και Στύγα. Οι ποταμοί αυτοί βρίσκονται στα σύνορα των δύο κόσμων και περιβάλλονται από ομίχλη. Ο Κωκυτός τοποθετείται στα βουνά της Αρκαδίας και ο Αχέροντας βρίσκεται στη Θεσπρωτία και σχηματίζει, λίγο πριν φτάσει στο Ιόνιο πέλαγος, τη λίμνη Αχερουσία.Στους ποταμούς αυτούς η φαντασία των αρχαίων Ελλήνων έστησε το σκηνικό για το ταξίδι της αναχώρησης για τον κόσμο των νεκρών. Ακοίμητος οδηγός περιμένει στην όχθη ο Χάροντας, τραχύς και σκυθρωπός, για να μεταφέρει με τη βάρκα του, μέσα στην ομίχλη και το βούρκο των ποταμών, τις ψυχές στην αντίπερα όχθη, παίρνοντας ως αμοιβή τον οβολό που οι ζωντανοί έβαζαν στο στόμα των νεκρών για να πληρώσουν τα πορθμεία της μετάβασης στον άλλο κόσμο.

Στον Άδη κατοικούν και οι Κήρες, μαύρες θεότητες, δαίμονες του θανάτου και κόρες της Νύχτας που συνήθως τριγυρνούν στα πεδία των μαχών και δίνουν το τελειωτικό χτύπημα στους πληγωμένους και ετοιμοθάνατους πολεμιστές.

Στον Κάτω Κόσμο οι ψυχές δικάζονται από το μεγάλο κριτή, τον Άδη, και τους τρεις δίκαιους μυθικούς ηγεμόνες, τον Μίνωα, τον Ραθάμανθη και τον Αιακός. Ανάλογα λοιπόν με την κρίση του δικαστηρίου, οι δίκαιοι οδηγούνται στα Ηλύσια Πεδία ή στα νησιά των Μακάρων και οι άδικοι στα Τάρταρα, που βρίσκονται στα βάθη της γης και αποτελούν τον τόπο του μαρτυρίου των ενόχων. Το όνομα της Περσεφόνης συνδέεται με τη μοναδική έξοδο του Πλούτωνα από το σκοτεινό του βασίλειο, όταν γοητευμένος από την ομορφιά της και με τη συγκατάθεση του Δία, αποφάσισε να την απαγάγει από τον Επάνω Κόσμο.
 

 Η εμφάνισή του στο φως ήταν στιγμιαία, μια και δεν είχε να κάνει τίποτε πάνω στη γη στο φως του ήλιου. Η Περσεφόνη, κόρη της αδερφής του Δήμητρας, αντέδρασε, αλλά κανείς δεν άκουσε τις απεγνωσμένες κραυγές της. Έτσι ο Πλούτωνας την εγκατέστησε στο βασίλειό του και προσφέροντάς της κρυφά σπυριά ροδιού την έκανε να ξεχνά τον Επάνω Κόσμο και να μένει κοντά του. Η μητέρα της Περσεφόνης, η Δήμητρα, που δεν ήξερε την τύχη της κόρης της, περιπλανιόταν εννιά ολόκληρες μέρες και νύχτες χωρίς τροφή γυρεύοντας τα ίχνη της πάνω στη γη. Όταν έμαθε για την απαγωγή της από τον Πλούτωνα, ζήτησε από τον Δία να μεσολαβήσει και πέτυχε να παραμένει η Περσεφόνη μόνο τέσσερις μήνες στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου, ενώ τους υπόλοιπους οκτώ με τους θεούς του Επάνω Κόσμου και τους ανθρώπους.

Έτσι η Περσεφόνη φαίνεται να μοιράζει τη φροντίδα της τόσο στον κόσμο των νεκρών όσο και στον κόσμο των ζωντανών. Ακριβώς σ' αυτό το γεγονός στηρίζουν και οι αρχαίοι Έλληνες την ύπαρξη και το διαχωρισμό των εποχών του έτους, πιστεύοντας ότι η ψυχική κατάσταση της θεάς Δήμητρας, θεάς της γονιμότητας γης και ανθρώπων, επηρέαζε την καρποφορία, την ευγονία και την ευτοκία.

Ο Όμηρος χαρακτηρίζει τον Πλούτωνα "πολυώνυμο", μια και απέφευγαν γενικά οι άνθρωποι να αναφέρονται σ' αυτόν με το πραγματικό του όνομα, που ήταν Άδης. Ακόμη και αυτό το όνομα Πλούτωνας (Πλούτων=πλούσιος ή αυτός που προσφέρει πλούτη) χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμό, επειδή όλα τα πλούτη προέρχονται από τα βάθη της γης. Άλλο επίσης γνωστό όνομα για το θεό του Κάτω Κόσμου είναι το Ζαγρεύς, που σημαίνει μεγάλος κυνηγός, και το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως οι ορφικοί, γιατί τον θεωρούσαν μια άλλη υπόσταση του Διόνυσου. Αποκαλούνταν επίσης Πολυδέγμων ή Πολυδέκτης, γιατί δεχόταν στην επικράτειά του όλους τους ανθρώπους που πέθαιναν.

Με το βασίλειο του Άδη αλλά και τον ίδιο το βασιλιά του ασχολήθηκαν από την αρχαιότητα ακόμη τόσο η λογοτεχνία όσο και η ζωγραφική. Ο κλεισμένος αιωνίως στα σκοτεινά παλάτια του θεός παριστάνεται τερατώδης, άγριος, κακότροπος και αλύγιστος σε κάθε ικεσία.
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:23:29 ΜΜ
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:24:56 ΜΜ
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:31:27 ΜΜ
[size=18]ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΓΑΙΑ [/size]

 Η Γαία έσμιξε ερωτικά με τον πρωτότοκο γιο της τον Ουρανό που τον είχε γεννήσει χωρίς να μεσολαβήσει αρσενικό στοιχείο. Στ' αλήθεια, ο Ουρανός ήταν ο μόνος στα μέτρα της, αφού την περικύκλωνε ολόκληρη και ήταν προορισμένος να γίνει η κατοικία των θεών. Έτσι λοιπόν οι δυο τους αποτέλεσαν το πρώτο θεϊκό ζευγάρι. Και κάθε φορά που η Νύχτα διαδεχόταν την Ημέρα, ο Ουρανός έσμιγε με την ίδια του τη μάνα.

Έτσι, σε λίγο ξεχύθηκε από τα βαθιά έγκατα της Γης ο Τιτάνας Ωκεανός. Αυτή καμάρωνε το νέο της γιο καθώς τον έβλεπε να τρέχει πάνω κάτω και να διασχίζει κάμπους και βουνά. Ήταν περήφανη για το υγρό και διάφανο παιδί της. Ο Ουρανός δεν έβλεπε με καλό μάτι τον πρώτο του γιο, γιατί γνώριζε ότι κάποτε θα έχανε την εξουσία από κάποιο παιδί του.
 
Βλέποντας όμως τη Γη να είναι τόσο χαρούμενη, έκρυβε τη δυσαρέσκειά του. Σε λίγο άρχισαν πάλι τα κοιλοπονητά της Γαίας. Αυτή τη φορά βγήκαν από τα σπλάχνα της οι τεράστιοι Τιτάνες, Κοίος και Κρείος. Χαρούμενη η Γη έτρεξε να δείξει τα νεογέννητα παιδιά τους στον Ουρανό. Αυτός όμως μόλις αντίκρισε τους τεράστιους δίδυμους Τιτάνες τα χρειάστηκε για τα καλά.

 Ο φόβος ότι μπορούσαν να του αρπάξουν την εξουσία του Κόσμου από τα χέρια, νίκησε το σεβασμό του για τη Γαία. Έτσι, άρπαξε τα νεογέννητα παιδιά του και μαζί και τον Ωκεανό, που είχε κατακλύσει ολόκληρη τη γη, τα πέταξε μέσα στα Τάρταρα. Τα Τάρταρα ήταν μέρος ζοφερό και άραχνο, παγερό και θεοσκότεινο και βρισκόταν στα Έγκατα της Γης. Εκεί ο Ουρανός έδεσε τα παιδιά του με βαριές και αόρατες αλυσίδες. Μάταια η Γαία έκλαιγε και τον θερμοπαρακαλούσε να βγάλει τους γιους της από τις αιώνιες φυλακές. Ο Ουρανός ήταν ανένδοτος και νευριασμένος είπε στη Γη: - Δε φτάνει που γεννάς το ένα παιδί πίσω από το άλλο, μα τα κάνεις και όλα αρσενικά. Κάνε μου επιτέλους μια κόρη να τη βλέπω και να την καμαρώνω, να μου λέει δυο γλυκά λόγια και να μου κρατάει συντροφιά.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και η Γη του ανήγγειλε ότι πάλι περιμένει παιδί· όμως αυτή τη φορά είχε προαίσθηση ότι είναι κορίτσι. Και πράγματι, σε λίγο καιρό γέννησε την Τιτανίδα. Θεία, ωραία κόρη και λυγερή· την αντίκρισε και ο Ουρανός και γέλασε το χείλι του. Έτσι μαλάκωσε λίγο η συμπεριφορά του, μα δεν ήθελε ν' ακούσει ούτε κουβέντα για τους γιους του που τους κρατούσε φυλακισμένους στα Τάρταρα.Σε λίγο ήρθαν στον κόσμο οι Τιτανίδες Τηθύς και Μνημοσύνη. Οι κόρες του Ουρανού και της Γης μεγάλωναν και οι σκανταλιές και οι φωνές τους γίνονταν όλο και περισσότερες. Έτρεχαν και κρύβονταν μέσα στα σύννεφα και δεν άφηναν τον Ουρανό να ησυχάσει ούτε λεπτό. Αυτός άρχισε να βρίζει πάλι τη Γαία.

- Είπαμε να κάνεις κορίτσια, όχι όμως και τρία μαζεμένα να με ζαλίζουν όλη μέρα με τις φωνές τους.

΄Αρπαξε λοιπόν τις τρεις κόρες του από τα μαλλιά και τις πέταξε και αυτές στα Τάρταρα για να κάνουν συντροφιά στα τρία αδέρφια τους. Κατά βάθος αυτό που φοβόταν ο Ουρανός ήταν μήπως οι κόρες του ζευγάρωναν και έκαναν αρσενικά παιδιά που θα διεκδικούσαν την εξουσία.

Η Γη βέβαια άρχισε να διαμαρτύρεται, να τραβάει τα μαλλιά της και να εκλιπαρεί τον Ουρανό να αφήσει ελεύθερα τα παιδιά της. Ήταν απαρηγόρητη, γιατί είχε γεννήσει έξι παιδιά και δεν μπορούσε να χαρεί κανένα. Είχε πεθυμήσει τους όμορφους και λεβέντες γιους της αλλά και τις κόρες της που της κρατούσαν συντροφιά και της έλεγαν γλυκιές κουβέντες.

Πριν περάσει πολύς καιρός η Γαία ένιωσε πάλι κάτι να κινείται μέσα στα σπλάχνα της. Απελπισμένη καθώς ήταν από τον Ουρανό δεν του είπε τίποτα. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και φούσκωνε η κοιλιά της, άρχισε κάτι να υποπτεύεται ο Ουρανός. Περίμενε λοιπόν ξάγρυπνος να δει τι πλάσμα θα έβγαινε αυτή τη φορά. Σε λίγο γεννήθηκαν οι Τιτάνες Ιαπετός και Υπερίωνας. Πριν καλά καλά προλάβουν να δούνε το φως της Ημέρας, ο πατέρας τους τους εκσφενδόνισε στα Τάρταρα. Η Γη αμίλητη αυτή τη φορά δεν έβαλε τα κλάματα, γιατί κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτε με φωνές και δάκρυα.

Πέρασε έτσι αρκετός καιρός και ο Ουρανός ήταν ευχαριστημένος που η γυναίκα του δε γεννούσε άλλα παιδιά. Ξαφνικά όμως άρχισε η Γη να τραντάζεται ολόκληρη. Ακούγονταν σφυροκοπήματα και βροντές μέσα από τα σπλάχνα της. Ο Ουρανός δεν μπορούσε για πολύ καιρό να κλείσει μάτι, παρόλο που έβαζε τεράστια σύννεφα στ' αφτιά του για να μην τον ενοχλεί ο θόρυβος. Νευριασμένος είπε στη Γη:

- Ποιος ξέρει τι θα μου βγάλεις πάλι μέσα από τα σπλάχνα σου· μα έννοια σου, ό,τι και αν είναι θα πάει αμέσως μαζί με τ' αδέρφια του στα Τάρταρα.

Σε λίγο ξεπετάχτηκαν τρία γιγάντια πλάσματα μ' ένα τεράστιο ολοστρόγγυλο μάτι πάνω στο μέτωπο, κρατώντας σφυριά στα τριχωτά χέρια τους. Ήταν οι τρεις Κύκλωπες, ο Βρόντης, ο Αστερόπης και ο Άργης, φωνακλάδες, μάλωναν μεταξύ τους και ξεσήκωναν το σύμπαν ολόκληρο με τη φασαρία τους. Μόλις αντίκρισε ο Ουρανός τα νέα του παιδιά, γούρλωσε τα μάτια, άρχισε να ουρλιάζει και να καταριέται τη Γη για τα τέρατα που του γεννούσε. Τους άρπαξε και τους τρεις και τους κλείδωσε μέσα σ' ένα κελί στα σκοτεινά Τάρταρα, βάζοντας διπλές και τριπλές κλειδαριές για να μην ελευθερωθούν. Μετά από λίγο καιρό η Γη έφερε στον κόσμο και τις υπόλοιπες Τιτανίδες, τη σεμνή Θέμιδα, την πανώρια Φοίβη και τη γόνιμη Ρέα ελπίζοντας ότι θα καταλάγιαζε η οργή του Ουρανού και θα τις άφηνε να ζήσουν στο φως της Ημέρας. Του κάκου όμως, ο Ουρανός μόλις τις αντίκρισε, τις άρπαξε και τις έκλεισε όλες μαζί σ' ένα κελί στα Τάρταρα. Οι μικρές Τιτανίδες έκλαιγαν απαρηγόρητες για το κακό που τις βρήκε.

Τελευταίος από τους Τιτάνες γεννήθηκε ο Κρόνος τον οποίο όμως χωρίς δεύτερη κουβέντα ο Ουρανός τον έδεσε με αόρατες αλυσίδες και τον πέταξε στα ζοφερά Τάρταρα.

Αλλά και η τελευταία γέννα της Γης δεν είχε καλύτερη μοίρα. Αυτή τη φορά μάλιστα ο Ουρανός είχε κάποιο δίκιο. Για πολύ καιρό η Γη ένιωθε ένα παράξενο γαργαλητό στα σπλάχνα της, σαν να την άγγιζαν εκατοντάδες χέρια. Και η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό το πλάσμα που έκρυβε μέσα της. Όμως δεν έλεγε τίποτα στον άντρα της για να μην του βάλει κακές ιδέες πριν ακόμα γεννηθεί το νέο παιδί της. Σε λίγο καιρό όμως ξεπρόβαλαν τρεις γίγαντες τρομεροί που από τους ώμους τους φύτρωναν εκατό ακατανίκητα χέρια και πενήντα κεφάλια. Ακόμη και η Γη τρόμαξε όταν τους είδε. Αυτοί ήταν οι τρεις Εκατόγχειρες, ο Αιγαίωνας, ο Κόττος και ο Γύγης.

Μόλις ο Ουρανός αντίκρισε τριακόσια χέρια να κινούνται από δω και από κει, εκατόν πενήντα κεφάλια να στριφογυρίζουν και άλλα τόσα στόματα να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν, τον έκοψε κρύος ιδρώτας και άρχισε να βλαστημά τη Γη που γεννοβολούσε τέτοια σιχαμερά όντα. Παρόλη την τρομάρα και το φόβο του, άρπαξε τους Εκατόγχειρες και πριν καταλάβουν τον έξω κόσμο, τους κλείδωσε τον καθένα σε ξεχωριστό κελί στα Τάρταρα, αφού πρώτα έδεσε χωριστά με τις μαγικές αλυσίδες το κάθε ζευγάρι από τα εκατό τους χέρια. Απείλησε μετά τη Γαία ότι στο εξής θα της έκανε μεγάλο κακό αν ξανάφερνε στον κόσμο οποιοδήποτε πλάσμα.

Η Γη είχε πάρει απόφαση ότι ο Ουρανός δε θα την άφηνε να χαρεί κανένα παιδί της. Ήταν τρομερά εξοργισμένη και ήθελε να εκδικηθεί. Δεν ήταν δα και μικρός ο καημός της· κάθε λίγο και λιγάκι να τυραννιέται από τους πόνους της εγκυμοσύνης και στο τέλος να μην έχει ένα παιδί για να της πει έναν καλό λόγο.

Μια νύχτα λοιπόν έριξε ένα μαγικό βότανο στο κρασί του Ουρανού και αυτός έπεσε σε βαθύ ύπνο και άρχισε να ροχαλίζει. Η Γη γλίστρησε κρυφά μέσα στα έγκατά της· εκεί βρήκε λιωμένο σίδερο και ατσάλι και έφτιαξε ένα κοφτερό δρεπάνι. Κατόπιν πήγε στα Τάρταρα όπου ήταν φυλακισμένα τα παιδιά της. Αυτά μόλις την αντίκρισαν άρχισαν τα κλάματα και την παρακαλούσαν να τα βγάλει από τα σκοτεινά κελιά τους. Η Γαία τους έδειξε το ατσαλένιο δρεπάνι και τους είπε το σχέδιό της· θα απελευθέρωνε μόνο αυτόν που θα αποφάσιζε να κόψει τα Ουράνια μέλη του πατέρα τους. Οι Τιτάνες έμειναν άφωνοι· παρόλο που ήθελαν να ελευθερωθούν και μισούσαν το σκληρό πατέρα τους, φοβούνταν να κάνουν μια τέτοια πράξη. Η Γαία θυμωμένη από τη δειλία τους τους είπε ότι διαφορετικά δε θα απελευθερώνονταν από τα Τάρταρα. Ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια και έκρυψε το δρεπάνι πίσω από ένα σύννεφο.

Ο Κρόνος, ο νεότερος απ' όλους τους Τιτάνες, άρχισε να στριφογυρίζει στο μυαλό του όσα τους είπε η μητέρα τους. Θύμωνε όλο και περισσότερο με το σκληρόκαρδο πατέρα του και λυπόταν τα αδέρφια του που έκλαιγαν όλη μέρα και όλη νύχτα μέσα στα σκοτεινά και παγωμένα κελιά τους. Όταν λοιπόν η Γαία κατέβηκε μετά από λίγο καιρό στα Τάρταρα για να δει αν πήραν κάποια απόφαση τα παιδιά της, αμέσως ο Κρόνος της ανακοίνωσε ότι θα τιμωρούσε με τα χέρια του το θεϊκό πατέρα του. Χαρούμενη η Γαία έδωσε ένα μαγικό βότανο στον Κρόνο και αμέσως έπεσαν οι αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος. Μετά, ανέβηκαν οι δυο τους στην επιφάνεια και ο Κρόνος αντίκρισε τον κόσμο που δεν πρόλαβε να δει μόλις γεννήθηκε.

Η Γη άρπαξε το δρεπάνι που είχε κρύψει από τα σύννεφα, το έδωσε στο γιο της και του είπε να κρυφτεί πίσω από ένα ψηλό βουνό και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να εκτελέσει το σχέδιο εξόντωσης του πατέρα του.

Μόλις έφτασε η Νύχτα, ο Ουρανός γεμάτος από ερωτικό πάθος άπλωσε το τεράστιο σώμα του πάνω στο κορμί της Γης. Τότε ο Κρόνος βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία και με το ατσάλινο δρεπάνι έκοψε τα ουράνια μέλη. Ο Ουρανός βογκώντας από τους πόνους κατάλαβε την απάτη που έγινε σε βάρος του από το γιο του και τη γυναίκα του. Συνειδητοποίησε ότι έχασε την εξουσία και πληγωμένος, έχοντας χάσει τη θεϊκή του δύναμη, απομακρύνθηκε ψηλά στον ουράνιο θόλο όπου έμεινε για πάντα. Πριν φύγει όμως είπε στον Κρόνο ότι και αυτός θα πάθαινε το ίδιο από κάποιο παιδί του.

Ο Κρόνος πέταξε τα ουράνια μέλη μέσα στην ταραγμένη θάλασσα. Αυτή τα κράτησε για πολύ καιρό· μετά λευκός αφρός ξεχύθηκε και από τον αφρό γεννήθηκε πανώρια η Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς. Από τις σταγόνες του αίματος που χύθηκαν από τη θεϊκή πληγή γεννήθηκαν αργότερα οι Ερινύες, οι Γίγαντες και οι Νύμφες.Αμέσως μετά ο Κρόνος απελευθέρωσε όλα τα αδέρφια του από τα Τάρταρα. Οι Κύκλωπες όμως και οι Εκατόγχειρες άρχισαν σε λίγο καιρό να διεκδικούν την εξουσία από τον Κρόνο και να γίνονται επικίνδυνοι και απειλητικοί. Γι' αυτό ο Κρόνος μαζί με τους υπόλοιπους Τιτάνες τους έριξε πάλι στα Τάρταρα και έβαλε ένα φοβερό τέρας, την Κάμπη (Κάμπια), για να τους φυλάει.Έτσι περνάμε στη δεύτερη γενιά των αθανάτων θεών όπου βασιλεύει ο Κρόνος με σύζυγό του τη Ρέα.
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:32:28 ΜΜ
[size=18]ΚΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΡΕΑ [/size]


Ο Κρόνος διαδέχτηκε στην εξουσία τον Ουρανό. Χρειαζόταν όμως και μια γυναίκα για να τον συντροφεύει και να τον βοηθάει στο δύσκολο έργο του. Ερωτεύτηκε λοιπόν την αδερφή του Ρέα, που ήταν και η πιο αγαπημένη κόρη της Γης. Είδε την ψηλή κορμοστασιά της, το κατάλευκο δέρμα της και τα μακριά μαλλιά της και μαγεύτηκε.

Η Ρέα, εκτός από την ομορφιά της, είχε καλό χαρακτήρα. Της άρεσε όμως να κάνει συντροφιά με τις αδερφές της και να περιποιείται τη μητέρα της. Γι' αυτό δεν ήθελε να παντρευτεί τον Κρόνο. Μάταια αυτός της υποσχόταν αιώνια πίστη και οι υπόλοιπες Τιτανίδες προσπαθούσαν να την πείσουν να δεχτεί. Η Ρέα δεν ήθελε να χάσει την κοριτσίστικη ευτυχία της τόσο γρήγορα· ήθελε να χαρεί το φως της Ημέρας που στερήθηκε τόσα χρόνια εξαιτίας του σκληρόκαρδου πατέρα της.

Η Γη όμως που έβλεπε πόσο λυπημένος και μόνος ήταν ο αγαπημένος της γιος, του υποσχέθηκε ότι σύντομα θα έκανε δική του τη Ρέα. Αυτός πέταξε από τη χαρά του και φίλησε με σεβασμό το χέρι της γριάς μητέρας του. Η Γαία λοιπόν κάλεσε την κόρη της και αγκαλιάζοντάς την, της είπε ότι ήτανε γραφτό να παντρευτεί τον Κρόνο και να γίνει δίπλα του η πρώτη από τις Τιτανίδες, η βασίλισσα του Κόσμου. Η Ρέα που πάντα άκουγε τις συμβουλές της, με δάκρυα στα μάτια δέχτηκε να παντρευτεί.

Ο γάμος ήταν πράγματι θεϊκός. Ο Κρόνος έλαμπε από χαρά δίπλα στην πεντάμορφη Ρέα. Οι Τιτάνες και οι Τιτανίδες τους έφεραν πολύτιμα δώρα. Η Γη ήταν συγκινημένη που έβλεπε τον πιο γενναίο και αποφασιστικό γιο της να παντρεύεται την αγαπημένη της κόρη. Ακολούθησε γλέντι που κράτησε μερόνυχτα ολόκληρα και συμμετείχε ολόκληρη η πλάση. Μονάχα ο Ουρανός κοίταζε θυμωμένος από ψηλά το νιόπαντρο ζευγάρι, αλλά και όλα τα υπόλοιπα παιδιά του που ξέφυγαν από τη φυλακή όπου τα είχε ρίξει. Στο βάθος όμως ήξερε ότι και ο Κρόνος θα πάθαινε κάποτε τα ίδια από κάποιο παιδί του.

Έτσι, ο Κρόνος και η Ρέα ζούσαν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι περνώντας αρμονικά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους έξω από τα Τάρταρα. Κυβερνούσαν με φρόνηση ολόκληρο το σύμπαν και γιόρταζαν με μεγάλα γλέντια την επέτειο της απελευθέρωσής τους μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια τους. Κάποια μέρα η Ρέα ανακοίνωσε πανευτυχής στον Κρόνο ότι περίμενε το πρώτο της παιδί και έτρεξε χαρούμενη να το πει στις αδερφές της και στη μητέρα της. Μόλις άκουσε το νέο ο Κρόνος, αμέσως ήρθε στο μυαλό του η τρομερή εικόνα του πληγωμένου Ουρανού και θυμήθηκε το φοβερό χρησμό που του είπε ο πατέρας του πριν απομακρυνθεί για πάντα ψηλά στον ουράνιο θόλο: "Κάποτε θα πάθεις και εσύ το ίδιο από το παιδί σου". Μαύρες σκέψεις άρχισαν να κυριεύουν το μυαλό του. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει ούτε λεπτό και γι' αυτό έτρεξε στη σεβαστή Γαία για να επιβεβαιώσει το χρησμό. Δυστυχώς όμως κι αυτή, η οποία είχε μαντικές ικανότητες, του είπε ότι ήταν γραφτό να χάσει την κοσμική εξουσία από κάποιο παιδί του.

Από εκείνη τη στιγμή ο Κρόνος έγινε τελείως διαφορετικός. Ήταν διαρκώς νευριασμένος και σκυθρωπός. Δεν έλεγε γλυκόλογα, ούτε περιποιόταν τη Ρέα όπως άλλοτε. Μα το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από τη στενοχώρια του. Η Μέρα διαδεχόταν τη Νύχτα, μα έβρισκε πάντα τον Κρόνο ξύπνιο και ανήσυχο.

Η Ρέα δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή την κατάσταση, αλλά έπλεε σε πελάγη ευτυχίας γιατί περίμενε το πρώτο της παιδί.

Και να που σε λίγο την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Βογκούσε και έσκουζε από τους πόνους και οι φωνές της ανατάραζαν ολόκληρο το σύμπαν. Ο Κρόνος ήταν πολύ ανήσυχος, μα όχι από συμπόνια για τη γυναίκα του αλλά από στενοχώρια για το μέλλον του θρόνου του. Πλάι στη Ρέα έτρεξαν οι αδερφές της και η μάνα της που είχε γεννήσει μόνη της τόσα παιδιά και ήταν η πιο έμπειρη απ' όλες. Έτσι, με τις φροντίδες της Γης, η Ρέα γέννησε την πρωτότοκη κόρης της, την Ήρα, που ήταν γραφτό να γίνει η πρώτη θεά ανάμεσα στις Ολύμπιες.

Η Ήρα ήταν όμορφη και χαριτωμένη, μεγάλωσε γρήγορα και έπαιζε όλη μέρα με τις ξαδέρφες της, τις Ωκεανίδες. Ήταν το καμάρι της Ρέας και η αδυναμία της γιαγιάς της. Ευτυχισμένη κυκλοφορούσε ανάμεσα στους τεράστιους Τιτάνες. Ο Κρόνος δεν την έβλεπε με καλό μάτι, μα για να μη βάλει σε ανησυχίες τη γυναίκα του, κάθε φορά που τον πλησίαζε η Ήρα της χαμογελούσε και έπαιζε μαζί της. Αυτό όμως που σκεφτόταν όλη μέρα και όλη νύχτα ήταν πώς θα έβρισκε έναν τρόπο να εξαφανίσει την κόρη του. Έπρεπε να φανεί προσεχτικός για να μην πάθει καμιά συμφορά όπως ο πατέρας του. Τα ζοφερά Τάρταρα επομένως δεν ήταν η καλύτερη λύση για το πρόβλημά του.

Μια μέρα είδε την Ήρα μόνη της να παίζει κρυφτό με τα σύννεφα. Γύρισε προσεκτικά το κεφάλι του για να δει μήπως ήταν κάποιος κοντά. Μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν τον έβλεπε κανένας, άρπαξε την κόρη του και πριν καλά καλά η μικρή προλάβει ν' αντιδράσει άνοιξε το τεράστιο στόμα του και την κατάπιε. Η Ήρα χωρίς να συνειδητοποιήσει τι της είχε συμβεί, βρέθηκε φυλακισμένη στο τεράστιο στομάχι του πατέρα της. Σε λίγο άρχισε να κλαίει και να οδύρεται· του κάκου όμως, κανένας δεν μπορούσε να την ακούσει.

Μόλις έπεσε η νύχτα, η Ρέα άρχισε να ανησυχεί· ποτέ η Ήρα δεν είχε αργήσει τόσο πολύ. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει παντού την κόρη της. Έψαξε καλά μέσα σε όλα τα σύννεφα, κοίταξε μέσα στα δάση μήπως και η μικρή θεά είχε αποκοιμηθεί κουρασμένη από το πολύωρο παιχνίδι. Ρωτούσε τις Ωκεανίδες και τους Τιτάνες μήπως την είχαν δει. Όλα μάταια, κανένας δεν ήξερε τίποτα για την Ήρα. Η Ρέα άρχισε να κλαίει, αλλά συνέχισε το ψάξιμο και μαζί της άρχισαν να φωνάζουν τη μικρή όλες οι Τιτανίδες. Πέρασαν μέρες και νύχτες, η θεϊκή μάνα γύρισε πάνω κάτω τον ουρανό και τη γη, μα χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά απογοητευμένη έτρεξε στη μητέρα της που τα γνώριζε όλα να ρωτήσει για την τύχη της κόρης της. Η Γη με πόνο πολύ της αποκάλυψε την τρομερή αλήθεια.

Όταν το άκουσε η Ρέα, έγινε έξαλλη και έτρεξε οργισμένη στον Κρόνο. Του φώναζε και τον χτυπούσε για να αφήσει ελεύθερη την Ήρα. Αυτός όμως αρκετά απαθής, της είπε πως ό,τι έγινε πια δεν μπορούσε ν' αλλάξει και κανένας δε θα έβγαζε την Ήρα μέσα από το στομάχι του. Η Ρέα έβαλε τα κλάματα, άρχισε να χτυπιέται και να τραβάει τα μαλλιά της, τον θερμοπαρακαλούσε και τον ικέτευε. Μάταια όμως, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τον μεταπείσει.

Σε λίγο καιρό η Ρέα ένιωσε πάλι κάτι να σαλεύει στα σπλάχνα της. Τη χαρά της όμως την έπνιγε ο φόβος για την τύχη του νέου της παιδιού. Έτσι, σκαρφίστηκε ένα σχέδιο. Όταν ήρθε η ώρα της γέννας μάζεψε μαύρα, πυκνά σύννεφα κι εκεί μέσα μαζί με τις δυο φρόνιμες αδερφές της, τη Μνημοσύνη και τη Θέμιδα, περίμενε να φέρει το νέο της καρπό.Πράγματι, χωρίς πολλές ταλαιπωρίες, ξεπετάχτηκε ένα ακόμη χαριτωμένο κοριτσάκι, η Εστία. Το νεογέννητο όμως άρχισε να κλαίει, όπως ήταν φυσικό. Το θεϊκό του κλάμα έφτασε στ' αυτιά του Κρόνου που πετάχτηκε αμέσως από το θρόνο του. Έτρεξε και βρήκε τη Ρέα ιδρωμένη και κατάκοπη να κρατά σφιχτά στον κόρφο της το βρέφος. Με χείλη που έτρεμαν και μάτια δακρυσμένα κοίταζε ικετευτικά τον παντοδύναμο άντρα της. Ο Κρόνος άρπαξε με θυμό τη μικρή Εστία και μονομιάς την έβαλε στο τεράστιο στόμα του και την κατάπιε. Μετά είπε απειλητικά στη Ρέα:

- Ξέρε το ότι δεν έχω σκοπό να παραδώσω τόσο εύκολα το θρόνο μου· κι εσύ σαν γυναίκα μου πρέπει να με βοηθήσεις και να μου παρασταθείς. Γι' αυτό άλλη φορά, εσύ η ίδια μόλις γεννάς τα παιδιά μου θα μου τα παραδίδεις.

Έπειτα γύρισε πάλι στο παλάτι του και κοιμήθηκε ήσυχος που για λίγο καιρό δε θα είχε την έγνοια της γέννας.
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:33:03 ΜΜ
.......Η Ρέα απελπισμένη σχεδόν το πήρε απόφαση ότι με τέτοιο σκληρόκαρδο άντρα δεν πρόκειται να χαρεί κανένα παιδί της. Τα έβαζε μάλιστα με τις αδερφές της και με τη μάνα της που την πίεζαν, όταν ήταν κοπέλα ακόμη, να πάρει για άντρα της αυτόν τον απαίσιο παιδοφάγο. Έτσι όταν γέννησε μετά από καιρό την καρπερή Δήμητρα, παρέδωσε με τα ίδια της τα χέρια το σπαργανωμένο βρέφος στο σκληρό Κρόνο. Αυτός έκανε μια χαψιά την κόρη του και ευχαριστημένος που η Ρέα αυτή τη φορά δε σκαρφίστηκε κανένα κόλπο, χάιδεψε τα μακριά άσπρα γένια του και ήσυχος συνέχισε το έργο του. Τα παιδιά βέβαια του Κρόνου και της Ρέας ήταν αθάνατα όπως και οι γονείς τους. Έτσι συνέχιζαν να ζούνε μέσα στην ιδιόμορφη φυλακή τους, το τεράστιο στομάχι του πατέρα τους. Η Ήρα μάλιστα που ήταν μεγαλύτερη απ' όλες τις κόρες και πρόλαβε να ζήσει μερικά χρόνια έξω από το παράξενο κελί της, ανέλαβε να φροντίζει τις νεογέννητες αδερφές της και τις μεγάλωσε η ίδια. Όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν, τους εξήγησε ποια ήταν η συμφορά που περνούσαν όλες μαζί κι άρχισαν κι αυτές να νιώθουν απεριόριστο μίσος για τον πατέρα τους.

Σε λίγο καιρό πλάι στις αδερφές προσγειώθηκε ένα ακόμη βρέφος. Ήταν ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας. Και να πώς είχαν γίνει τα πράγματα:

Η Ρέα ήταν έτοιμη να γεννήσει. Αυτή τη φορά ο Κρόνος ήταν περισσότερο ανήσυχος από ποτέ. Κάτι του έλεγε μέσα του πως μετά από τόσα θηλυκά η Ρέα θα του έκανε γιο και ο τρόμος του ήταν μεγαλύτερος.

Πράγματι, η Ρέα γέννησε τον Ποσειδώνα. Αυτή θέλοντας να ξεγελάσει τον εαυτό της πίστευε πως ο Κρόνος όταν έβλεπε τον όμορφο γιο του θα άλλαζε γνώμη και θα τον άφηνε να ζήσει.

Συνέβη όμως το αντίθετο. Μόλις ο Κρόνος είδε αρσενικό παιδί, το άρπαξε με λύσσα και το κατάπιε αμέσως, πριν προλάβει καν ν' ανοίξει τα μάτια του. Γιατί φυσικά ένας γιος ήταν πολύ πιο επικίνδυνος και είχε μεγάλες πιθανότητες να του πάρει το θρόνο. Την ίδια τύχη είχε και ο μελαμψός Πλούτωνας. Η Ρέα με τα ίδια της τα χέρια παρέδωσε απαρηγόρητη το μαυρομάτη γιο της στον τρομερό παιδοφάγο. Ο Κρόνος, ικανοποιημένος από τη γυναίκα του, κατάπιε μονομιάς κι αυτό το μαυριδερό βρέφος χωρίς πολλές κουβέντες.

Η πληγωμένη μάνα όμως δεν μπορούσε να πάρει απόφαση το φοβερό της μαρτύριο. Μόλις κατάλαβε τη νέα της εγκυμοσύνη, έτρεξε στη γερόντισσα Γαία. Εκεί ξέσπασε σε αναφιλητά και φιλώντας τα χέρια και τα πόδια της Παγκόσμιας Μητέρας ζητούσε τη βοήθειά της. Η Γη θυμήθηκε τα δικά της βάσανα όταν ο τρομερός Ουρανός φυλάκιζε το ένα πίσω από τ' άλλο τα παιδιά της στα σκοτεινά Τάρταρα. Ένιωθε καλά την αγανάκτηση και το παράπονο της κόρης της. Τη συμβούλεψε λοιπόν να ζητήσει χρησμό από τον πατέρα της. Η Ρέα ταράχτηκε μόλις το άκουσε, γιατί ήξερε ποια ήταν τα αισθήματα του Ουρανού για όλους τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες. Καθώς όμως ένιωθε να μεγαλώνει στα σπλάχνα της το νέο βρέφος, πήρε την απόφαση.

Εννιά ολόκληρες μέρες ταξίδευε πάνω σ' ένα παχύ σύννεφο για να φτάσει στα μέρη του Αιθέρα, εκεί όπου ήταν χτισμένο το παλάτι του Ουρανού. Μόλις αντίκρισε το γέροντα πατέρα της, έπεσε στα γόνατα και του φίλησε τα πόδια και τις άκρες του γαλάζιου χιτώνα του. Με δάκρυα στα μάτια του είπε:

- Παντοδύναμε γεννήτορα, συγχώρα με για όσα δεινά σου προκαλέσαμε εγώ και τα θεϊκά αδέρφια μου. Μα τώρα ξέχασε όσα έγιναν και δώσε μου την ιερή συμβουλή σου για τη συμφορά που με βρήκε. Εσύ που όλα τα βλέπεις από τα αέρινα παλάτια σου, ξέρεις το κακό που μου κάνει τόσα χρόνια ο άντρας μου. Όμως τώρα που πάλι κάτι σαλεύει μέσα στα σπλάχνα μου, πες μου, πάνσοφε πατέρα, πώς θα το γλιτώσω από το μίσος του άκαρδου Κρόνου;

Ο Ουρανός μόλις άκουσε τα λόγια της κόρης του, τη σπλαχνίστηκε. Από την άλλη θυμήθηκε το φοβερό έγκλημα του Κρόνου πριν από πολλούς αιώνες, που έγινε αιτία να χάσει την εξουσία του κόσμου. Έτσι, για να βοηθήσει την κόρη του, αλλά κυρίως για να εκδικηθεί το γιο του, έδωσε τη θεϊκή συμβουλή. Είπε στη Ρέα ότι έπρεπε να πάει να γεννήσει στην Κρήτη και στη συνέχεια να επιστρέψει στον Κρόνο και να προσποιηθεί μια ψεύτικη γέννα. Η Ρέα χαρούμενη, ευχαρίστησε με δάκρυα τον πατέρα της και γύρισε με ήσυχο ταξίδι πίσω στη γη.

Όταν πια έφτασαν οι μέρες να γεννήσει, είπε στον Κρόνο ότι θα πήγαινε ένα ταξίδι στην Κρήτη, στις ανιψιές της, τις Νύμφες της Ίδης, γιατί τις είχε πεθυμήσει και επιπλέον ήθελε να ξεκουραστεί στον καθαρό αέρα. Ο Κρόνος προειδοποίησε τη γυναίκα του να μη σοφιστεί κάποιο καινούριο κόλπο για να σώσει το παιδί της, γιατί αυτή τη φορά η οργή του θα ήταν μεγάλη.

Η Ρέα έφτασε στην Κρήτη. Εκεί τη βοήθησαν οι Νύμφες της Ίδης να γεννήσει τον Δία, το μελλοντικό κυβερνήτη του κόσμου. Οι Κουρήτες και οι Κορύβαντες χτυπώντας δαιμονισμένα τα δόρατά τους πάνω στη γη κάλυψαν το κλάμα του μωρού για να μη φτάσει στ' αυτιά του πατέρα του. Η Ρέα εμπιστεύτηκε το νεογνό στις Νύμφες και επέστρεψε στο παλάτι του Κρόνου. Στο δρόμο βρήκε ένα λιθάρι που είχε το σχήμα μωρού και το πήρε μαζί της. Μόλις έφτασε στο παλάτι προσποιήθηκε ότι την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Βογκούσε και φώναζε για να ξεγελάσει τον Κρόνο που περίμενε να καταπιεί το νιογέννητο παιδί του. Κατόπιν, φάσκιωσε το λιθάρι που είχε βρει και κλαίγοντας σπαραχτικά με ψεύτικα δάκρυα, το έδωσε στο φοβερό σύζυγό της. Αυτός το κατάπιε ανίδεος και άρχισε πάλι ήσυχος να ασχολείται με τις υποθέσεις του κόσμου.

Πέρασαν πολλά χρόνια, ο Δίας στο μεταξύ με τις φροντίδες των Νυμφών θέριεψε και έγινε ένα δυνατό και όμορφο παλικάρι. Η Μήτιδα, η αγαπημένη του Νύμφη, του εξήγησε τίνος γιος ήταν. Τότε ο Δίας έτρεξε στο παλάτι του Κρόνου, του αποκάλυψε την ταυτότητά του και του ζήτησε το θρόνο και το σκήπτρο του. Ο Κρόνος όμως ήταν αποφασισμένος να μην παραδώσει τόσο εύκολα την εξουσία του. Έτσι άρχισε μια πάλη ανάμεσα στον πατέρα και το γιο, που κράτησε χρόνια ολόκληρα. Τελικά ο νεαρός Δίας κατάφερε να νικήσει το γέροντα πατέρα του και τον έδεσε με βαριές αλυσίδες πάνω στο θρόνο του. Μετά τον υποχρέωσε να πιει ένα μαγικό βότανο που του είχε δώσει η Μήτιδα. Αμέσως ο Κρόνος άρχισε να βγάζει από το στόμα του τα παιδιά που είχε καταπιεί. Και πρώτα πρώτα έβγαλε τη φασκιωμένη πέτρα που του είχε δώσει η Ρέα ξεγελώντας τον. Ο Δίας φύλαξε αυτή την πέτρα και αργότερα την τοποθέτησε πάνω στον Παρνασσό, στο ιερό του Πύθωνα που οι αρχαίοι πίστευαν ότι ήταν ο ομφαλός της γης.

Στη συνέχεια βγήκαν ο μελαχρινός Πλάτωνας και ο γαλανομάτης Ποσειδώνας. Κατόπιν ξεπήδησαν από το στόμα του Κρόνου η Δήμητρα, η Εστία και η Ήρα. Μόλις συνήλθαν από την παραζάλη τους και συνήθισαν τα μάτια στο φως της ημέρας, ο Δίας τους εξήγησε τι είχε γίνει. Τα έξι αδέρφια αντάλλαξαν αγκαλιές και φιλιά για πολλές ώρες. Μετά κάθησαν γύρω από τη σεμνή Ρέα, τη μάνα τους, που ξέσπασε σε δάκρυα χαράς. Όλοι μαζί υποσχέθηκαν στον Δία ότι θα τον βοηθούσαν να γίνει ο νέος άρχοντας του κόσμου.
Τίτλος:
Αποστολή από: isabella στις Ιανουαρίου 11, 2007, 12:35:53 ΜΜ
[size=18]ΘΕΜΙΔΑ [/size]


Η Θέμιδα ήταν η θεά που συμβόλιζε τη δικαιοσύνη και ήταν υπεύθυνη για την τήρηση της ηθικής τάξης σε θεούς κι ανθρώπους. Ήταν κόρη του Ουρανού και της Γαίας, δηλαδή της Γης, όπως και η Ρέα, η Μνημοσύνη και ο Ωκεανός, ο Υπερίωνας, ο Κρόνος και οι υπόλοιποι Τιτάνες. Οι Τιτάνες ήταν οι άρχοντες του κόσμου, πριν κυριαρχήσουν ο Δίας και οι θεοί του Ολύμπου.

Υπήρχε ένας μύθος που έλεγε ότι στη γέννηση του Δία η Θέμιδα ήταν εκείνη που παρέλαβε το νεογέννητο και το εμπιστεύθηκε στην Αμάλθεια, στην Κρήτη, για να το μεγαλώσει. Αυτό όμως δεν εμπόδισε αργότερα τη Θέμιδα να γίνει και γυναίκα του στη συνέχεια. Πίστευαν πως η Θέμιδα ήταν η πρώτη σύζυγος του Δία και πως οδηγήθηκε μέσα σε χρυσό άρμα στις πηγές του Ουρανού και στους λαμπρούς δρόμους του Ολύμπου. Εκεί την περίμενε ο Δίας. Από το γάμο τους γεννήθηκαν οι Ώρες, που ήταν υπεύθυνες για τα έργα των ανθρώπων και τους καρπούς των προσπαθειών και των κόπων τους. Αυτές ήταν η Ειρήνη, η Δίκη και η Ευνομία.

Η Θέμιδα γέννησε ακόμη τις Εποχές, που επέβλεπαν την παραγωγή των καρπών, καθώς και τις Μοίρες, που μοίραζαν στον κάθε θνητό τα καλά ή τα κακά: την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο. Ο ποιητής Αισχύλος τη θεωρούσε μητέρα και του Προμηθέα, σε αντίθεση με την κοινή πίστη πως γονείς του ήταν ο Ιαπετός και η Ωκεανίδα Κλυμένη. Παρόλο που θα περίμενε κανείς πως η Θέμιδα και η Ήρα θα ήταν αντίζηλες, ως πρώτη και δεύτερη σύζυγος του ίδιου άντρα, που μάλιστα ήταν και βασιλιάς θεών κι ανθρώπων, οι ίδιες ήταν στενές φίλες.
 

Η Θέμιδα ήταν πιστή σύμβουλος του Δία και έθεσε η ίδια τέρμα μαζί με το βασιλιά των θεών στον Τρωικό πόλεμο, όταν είχε πλέον σημάνει η ώρα. Φρόντιζε, επίσης, για την προστασία των αδυνάτων και της φιλοξενίας, που ήταν θεωρούνταν ιερή. Η Θέμιδα ήταν πάνσοφη και προικισμένη με μαντικές ικανότητες. Σε κείνη ανήκε το μαντείο των Δελφών, που τελικά το παραχώρησε στην αδερφή της, τη Φοίβη. Εγγονός της Φοίβης ήταν ο Απόλλωνας, που θα γινόταν αργότερα και ο τελικός κάτοχος του μαντείου. Πάνω απ' όλα όμως, η Θέμιδα ήταν αρμόδια για την επικράτηση της δικαιοσύνης και την τήρηση των κανόνων του δικαίου από θεούς κι ανθρώπους. Το όνομά της σήμαινε τους νόμους της φύσης, τους νόμους της συμβίωσης θεών κι ανθρώπων και κυρίως τους νόμους της συμβίωσης των δύο φύλων, ώστε αυτή να είναι αρμονική. "Θέμις" θα πει πάνω απ' όλα άνδρες και γυναίκες να ενώνονται με την αγάπη.