Γεννήθηκε την ηλιόλουστη Πρωτομαγιά του 1973 στην Αθήνα, όπου και κατοικεί.
Σπούδασε την Οικονομική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Στη συνέχεια απέκτησε MBA από το University of Glamorgan και παρακολούθησε το Master in Industrial/Organizational Psychology από το New York College.
Με την ποίηση ασχολήθηκε από το 1988 και μέσα από διακυμάνσεις συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει διαδικτυακά
Ακκομόδια Γή
Χωρίς τη συνήθεια
Χωρίς επιδεξιότητα
Χωρίς τη σκέψη
Έφτιαξα ένα κατοικήσιμο σπίτι
Φορώντας γαλάζια ζώνη εκεί που ουρανός και γη είναι κίτρινα
Με τρόπο υπάκουο
Με τον ίδιο πάντα απότομο βηματισμό
Και την αναισθητική επίδραση της μελαγχολίας
Ουσία υπερφυσική
Όπως καμιά συγκίνηση ανείπωτη ή δυσφορία
Η εισβολή του μυστηρίου και της ομορφιάς
Ο χειρισμός της ασύνειδης ώρας μετάβαλλε σε δικό του το φως που εκείνο το βράδυ κατόρθωσα να γεμίσω τόσο πολύ με το εγώ μου
Άρχιζα να σκέφτομαι
Να ελέγχω τη συνείδησή μου με περισσότερη αυστηρότητα
Άρχιζα να αισθάνομαι πράγματα τόσο θλιβερά
Γεμάτος τόσο φριχτές διαθέσεις με βελουδένια σκουροπράσινη απαλότητα
Τοποθετημένος μέσα στο πλαίσιο, όπου μπορούσα να γλιστρώ ανάμεσα στις άκρες του σκότους και τον μαγικό φανό
Δεν μπορούσα να κοιτάξω όσους αγαπούσα χωρίς να τους χαϊδέψω με τρυφερό πάθος
Αυτό το μαρτύριο μου επέβαλλε η μόνη μου παρηγοριά στα διάφορα συναισθήματα που προκαλούσε στην ψυχή μου η μέθη της θύελλας
Μου έλειπε η αίσθηση της φύσης με τη ζωηρή και ρυθμισμένη συμμετρία που γύρεψε να λύσει το μυστικό της επιβολής της απαραβίαστης μοναξιάς
Προορισμένος για χρήση ειδική και πιο χυδαία στάθηκα μπροστά σε οδύνες και αδικίες
Αντιμετώπισα γελώντας, ξεκάθαρα κι εύθυμα, νικημένος από πριν, αυτά που τόσο συνηθίζει κανείς να βλέπει, ώστε στα γεράματα όταν ανέβω για να πλαγιάσω, φερμένος από το κρύο ή από κάποια δυσάρεστη σκέψη, θα βρισκόμουν στο παιδικό κρεβάτι μου, όπου σαν τότε την άκουγα να ανεβαίνει, κι ύστερα να περνά στο διάδρομο με τη διπλή πόρτα και ο ανάλαφρος ήχος από το φόρεμά της ήταν για μένα μια στιγμή οδυνηρή
Επαναλαμβάνομαι, ανάμεσα στις πέτρες και το χρόνο της ανάπαυλας
Ξανά και ξανά, ατενίζοντας λοξά τον ουρανό
Έβλεπε κανείς τη μέρα πως πολύ πιο έντονα από την ονειροπόληση, με δάκρυα και ηδυπάθεια, μου χρησίμεψε καιρό για καταφύγιο
Όσο διαρκούσαν αυτές οι αρετές, η ταπεινοφροσύνη και η καλοσύνη
Δεμένες αρμονικά μέσα στο βλέμμα της σαν ένα χαμόγελο που μου δίνε να πιω γουλιά γουλιά
Τώρα στέγνωσε το δάκρυ μου
Η ευαίσθητή μου πλευρά νεκρώνει και τα μάτια μου έγιναν μελαψά, τα μάγουλά μου ρυτιδωμένα κι η θέλησή μου μαβιά
Ίσως από μια εντύπωση
Άσχετα από τον εαυτό μου
Ένας ταξιδιώτης θα με διαβάσει για να σκοτώσει την ώρα του
Είναι απίθανο πια να σε συναντήσω στο δρόμο μου
Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν ξύπνησα
Τα δέντρα ζωγραφισμένα λύγιζαν σπρώχνοντάς με προς την απόφαση για όσα ήταν πραγματικά άσχετα
Έπαψα να πιστεύω πως οι άλλοι συμμερίζονταν την εντύπωση που έμεινε αξεδιάλυτη, σαν να γεννήθηκε πολύ πιο ύστερα
Η ανάμνησή σου οδηγεί στο σαδισμό
......
Παρακαλώ, θα μπορούσα να έχω μία άλλη Χάρη;
(σιγή)
Παρακαλώ, θα μπορούσα να έχω ένα άλλο πρόσωπο;
(σιγή ξανά)
Τότε, κι εκείνη αναρωτήθηκε γιατί της δόθηκε μισή η ζωή...
Ξέρεις ... δεν είναι ευγενικό να πηγαίνει κανείς στο σπίτι ανθρώπων που δεν γνωρίζει και με ένα ύφος παιδιάστικο, περιτριγυρισμένος από σφίγγες και με υπερβολική ζωηράδα, δίνοντας στο γαλάζιο βλέμμα του μια γλυκιά έκφραση ρεμβασμού, να δίνει εντολές...
Τη μέρα δείπνησα στην πόλη
Έντυνα με τη σκέψη μου τις στιγμές που εκείνη βρισκόταν μακριά μου με την ίδια ξεχωριστή γοητεία που είχαν οι στιγμές που βρισκόταν κοντά μου
Τη χάιδευα
Ζεσταινόμουν πάνω της και νοιώθοντας κάτι σαν ‘λιγότερο’, άφηνα να με κυριεύει ένα ελαφρό τρεμούλιασμα, που φέρνε μια σύσπαση στο λαιμό
Επειδή ένοιωθα ακόμα στεναχώρια και μελαγχολία, δεν έβρισκα το θάρρος να εγκαταλείψω το Παρίσι ... όσο εκείνη έμενε εκεί ...
Ακόμη μια μέρα ξημερώνει
Ύστερα από την παλιά συνήθεια της πολυτέλειας και της περιφρόνησης, τη στιγμή που το σπίτι που κατοικούσα ήταν ακόμη φτωχικό, τη στιγμή ακριβώς που δεν έβρισκα το ισάξιό μου ώστε οι αισθήσεις που τόσο είχα συνηθίσει να κυριευτούν από αμηχανία, άρχισα να εκτιμώ τη θέα του καντηλιού που καπνίζει ... τη μυρωδιά της λάμπας που τρεμοπαίζοντας ... μυρίζει
Το ιδιωτικό περιεχόμενο της ζωής μου (λες και πραγματικά μπορούσε να παρέλθει όχι από στοιχεία μυστηριώδη και διεστραμμένα αλλά από στοιχεία που ανήκαν έξω από το καθημερινό μου εγώ), παρέμενε σπιτίσιο και γνώριμο, σκισμένο και ξανά κολλημένο
Δεν υποψιάστηκα ούτε στιγμή πως αυτός που είχε θεωρήσει ασυμβίβαστο τον ίδιο με αυτή τη σκέψη, σε ένα παροξυσμό πνευματικής ισχύς, μπορούσε να σβήσει κάθε φως στη σκέψη μου, με τον απότομο τρόπο με τον οποίο είχα συνηθίσει
Τη σκέψη αυτή ψηλάφισα στο σκοτάδι και ξαναείδα το φως όταν βρέθηκα μπροστά σε μια σκέψη τελείως διαφορετική
Θα ήθελα ένα θαύμα να έκανα να εμφανιστεί, σαν μια ένδειξη της πιθανής παρουσίας της, στρέφοντας αλλού τα βλέμματα, ώστε να τους αποφύγουμε και να αναγκαστούμε να κάνουμε τη γνωριμία μας
Αντίκρισα ξαφνικά μπροστά στο γρασίδι το τρομακτικό ενδεχόμενο να τη δω να εμφανίζεται σε κάποια αλέα, να με γνωρίσει και σαν το κοιμισμένο νερό, αθέατο ακόμα και στο πουλί, τραβηγμένη νότα στην ομόφωνη μοναξιά, να με περιφρονήσει ...
Στάθηκα άπραγος στον ασάλευτο ουρανό, σχεδόν κάθετος, δίχως να λογαριάσω την επιθυμία και το φόβο μου και ξαφνιασμένος άρχισα να τρέχω προς τη φωνή του πατέρα που με καλούσε, ώστε θα ήταν δύσκολο να δει κανείς τον τόσο στοιχειώδη και απλοϊκό συμβολισμό]
Ο κατακλυσμός του Εράσμου
Έτσι έγινε
είδα τη σφαίρα
στο άκρο του τρούλου, επιμηκυμένη σε πλατιές διαστάσεις
με ισόχρονη μεγαλοπρέπεια, ταλαντεύεται
εγώ ήξερα αλλά ο καθένας δεν μπορούσε να το αντιληφθεί
πως η μαγεία εκείνης της ήρεμης ανάσας,
συνδέει αναπότρεπτα τη θεία φρόνηση με τη δυαδικότητα
η μυστηριώδης συνωμοσία των πιο άχρονων μέτρων εξάρτησης
αφημένη στην αφηρημένη τελειότητα του κύκλου
η χάλκινη σφαίρα ανέδιδε χλομές λάμψεις
μετρίαζε την ταχύτητα της ταλάντωσης
χαράζοντας μια σταθερή σπαθιά στο μυστικό τετράγωνο των δυνάμεων,
των οποίων το πεπρωμένο σημάδευε
ίδια ιστορία ξανά
επέστρεφε στο σημείο εκκίνησης
περιστρεφόταν γύρω από το κέντρο μιας πεπλατυσμένης έλλειψης
στην κορυφή του ναού του Σολομόντως
εκεί που οι ιππότες αποπειράθηκαν μια επίπονη και κτητική περιπλάνηση
διηγούμαι άλλη μια φορά,
κι ίσως να συνεχίζω να κάνω,
την ίδια διαδρομή
διότι το κενό επέτρεπε να καταδειχτεί
η αρμονική εξάρτησή μου προς την τελειότητα
αυτή η ανεστραμμένη αντίσταση στο διάβα των ωρών
κοιτάζοντας την αιχμή της λόγχης
αγγίζοντας τα αντιδιαμετρικά σημεία του ορίζοντα
δύση κι ανατολή
τον μοναδικό τόπο όπου η εξάρτηση βρισκόταν στην ιδεατή προέκταση του άξονα της γήινης περιστροφής
η παρέκκλιση σε απόμακρους γαλαξίες
προς το άπειρο
το αιώνια ακίνητο
το σταθερό
περιστρεφόμουν
σαν σφαίρα
χωρίς εγγύηση
χωρίς φρούριο
μέχρι που μπόρεσα να δω εκείνον
αισθάνθηκα πως τα νεφελώματα κι οι μαύρες τρύπες
ήταν ο παράδεισος
το μοναδικό αμετάβλητο σημείο του σύμπαντος
ένα μοναδικό σημείο
ο ιδεατός πείρος, η σφήνα, ο γάντζος που άφηνε το σύμπαν να κινείται γύρω του
η γη δεν γυρίζει πια
διότι δεν μπορεί να πάει ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε πάνω, ούτε κάτω
δεν μπορεί να γυρίζει ούτε γύρω από τον εαυτό της
διότι δεν έχει εαυτό
είναι αξιοθρήνητη
αλλά αυτό δεν είναι δική μου δουλειά
δεν με βλέπει
γιατί δεν νοιώθει
δεν υποκύπτει στο συναίσθημα
γιατί δεν έχει ψυχή
δεν βρίσκεται εδώ
γιατί δεν έχει σώμα
είναι διάνοια, είναι φαντασία
δεν έχει γνώμη γιατί είναι αριθμός
δεν έχει τάξη, μέτρο, ουσία γιατί είναι αιωνιότητα
δεν είναι σκότος αλλά δεν είναι φως
δεν είναι λάθος αλλά δεν είναι σωστός
θα δοκιμάσω να κάνω διάλογο
θα φορέσω μαύρα γυαλιά για να μείνω συγκεντρωμένος
κι εκείνος απρόθυμος
θα απομακρυνθώ από το κεφάλι του
και θα ζητήσω τη μοναδική λύτρωση στην καταδίκη τού αυτός είναι η αλήθεια
ποια μόρφωση και ποιο εγχειρίδιο θα συσκοτίσει το θαυμασμό
εκείνη τη συγκίνηση την αδιάφορη μπροστά στο ρίγος του απείρου
παρά μόνο η μνήμη μου για την τρομερή εμπειρία της συνάντησης της αρνητικής ύπαρξης
η ανεκδήλωτη μπροστά στο βωμό της σιγουριάς
……………
χωρίς ακόμα να μπορώ να αποτραβήξω το βλέμμα από το θόλο
αντιλήφθηκα τη μεταφορά της γνώσης ως υπαινιγμό μιας διαστρεβλωμένης πρόφασης
η μακρινή μετανάστευση συνοψίζονταν για άλλη μια φορά στη γη
όπου βρέθηκα αντιμέτωπος ξανά με τη σκοτεινή μου θέληση
στην οροφή του νάρθηκα ανέμιζαν τριμμένα υφάσματα
η αλληγορία της μακρινής μετανάστευσης με ένα αεροπλάνο από πρόσφυγες
έντομα, καλώδια, μέταλλα, χελώνες κι ό,τι άλλο χωρίς σημασία
το ένα δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το άλλο
αρκετά επιβλητικά στην άκρη του ματιού
όπως τα τέκνα του λόγου και του φωτός
που καταδικασμένα συμπορεύονται στην προδοσία
σαν τους τουρίστες που γυρεύουν δροσιά στις πλατείες
συνωστίζονται στα σιντριβάνια
με γένια κίτρινα και χέρια σκασμένα
με κόκκινους μακρύς λαιμούς και λιγδιασμένα μαντίλια
αυτά τα σκιώδη φαντάσματα που προκάλεσαν την ενάρετη επιθυμία επίδειξης
για να ικανοποιήσουν την ανάγκη να δοξάζονται εν ζωή σαν θεοί
κι ύστερα να αραχνιάσουν στο μουσείο ως μια ακόμα συλλογή
άραγε σε νοιάζει ;
όταν με κοιτάς ... με βλέπεις ;
βλέπεις που μπλεδίζω ;
όταν ανασαίνω κομπιάζω
όταν κινούμαι παραπατάω
κι όταν πονάω μορφάζω
αντέχεις να με βλέπεις να σου μοιάζω ;
σε νοιάζει
ή έτσι θέλω να πιστεύω
τι σημασία έχει αφού πάλι φοράς μαύρη γραβάτα δεμένη φιόγκο
η ρεντιγκότα σου μόλις βγήκε από το καθαρτήριο
είσαι αγνός
εξαγνισμένος
δεν κουβαλάς μαρτύρια, σημάδια και κάθε λογής ηλεκτρομαγνητικούς σκελετούς
συντηρείς το διάλογο του οποίου η διατύπωση σου διέφυγε
άραγε να υποκρίνεσαι ;
μπήκα και έμεινα έκθαμβος μπροστά στην συνομωσία τη σιωπής με το ουράνιο τόξο
μέχρις ότου ενωθούν και πάλι ο κόσμος των λουλουδιών με το απώτατο σύμπαν
εκεί που κινείσαι
και τώρα είσαι ακίνητος
στήλη άλατος στεφανωμένος με την υπεροψία που θέλησες να διαφυλάξεις από το σέβας των επισκεπτών σου
τη μάζα των ιεροφυλάκων όλων των τεχνών και των επιτηδευμάτων
τη στιγμή που ήταν προφανές ότι οι λέξεις και οι φθόγγοι έστεκαν αγκάθια στην καρδιά
τα είδωλα σκευάστηκαν σε κέρινες γνάθους
κι οι στρόβιλοι ξεχύθηκαν σα πυρακτωμένες παρθένες
κι έκαψαν συνειδήσεις
εξαπάτησαν τις αισθήσεις
χειραγώγησαν την ειρωνεία
για να αποκτήσεις τον έλεγχο των φρουρών
στη νέα Ατλαντίδα που σχεδίαζες με ψεύδη και απάτη να ξυπνήσεις
σε κοιτάζω με εμπιστοσύνη μικρού παιδιού
δεν έχω τον έλεγχο των νεύρων και της φαντασίας μου
παραδίδομαι στη μη συγκίνηση
και παραμένω διαυγής στην τρυφερή νοσταλγία
θα μπορούσα να σε φιλοξενήσω επάνω μου
να σ' αφήσω να σκαρφαλώσεις με κρεμ ταγιέρ και μακριά εσάρπα
ψύχραιμος δαίμονας βαφτισμένος αμαρτία
να σε γευτώ
ώσπου να σε απορρίψω παραμερίζοντας για να περάσει ένα στολίδι της πλώρης με αιχμηρό έμβολο
ο κόλπος της άσεμνης βελούδινης αφηρημένης κοιλάδας όπου γυμνά κορμιά,
μηχανές χωρίς καρδιά
σκελετωμένα υποδείγματα μιας αμιγούς αφηρημένης λειτουργικότητας
τσακίζουν
πριονίζουν
σπάζουν
τεμαχίζουν και τεντώνουν το σεληνόφως
θέτουν την σφαίρα πάλι σε τροχιά
κι ο χρόνος αρχίζει πάλι να μετρά
μέδουσα,
τέσσερις η ώρα το πρωί
πρέπει να ψάξεις για τους αποστεωμένους αριστοκράτες
πρέπει να συμπεριφερθείς σαν επιστήμων
φορώντας κολόνια να έλκεις το ίδιο κάτοπτρο στην ίδια παγίδα
η γυναίκα που με μάγεψε πρέπει να πεθάνει πριν το τέλος
πιθανότατα από το δικό σου χέρι
στο αίθριο όπου υπάρχει αφθονία κατόπτρων
όπου ένας καθρέφτης όταν θέλεις να κοιταχτείς
αντανακλά την ανθρώπινή σου φύση
ως μια τυχαία διευθέτηση ενός συμβολικού στρατηγήματος
η εκκλησία που χτίζεις
η χώρα της αφθονίας που ονειρεύεσαι
τα πολύχρωμα μοντέλα της αυτοπεποίθησης και της διστακτικότητας
η εναλλαγή τους με την αγωνία και τον τρόμο
οδηγούν στη μόνη αλήθεια πριν την απογοήτευση
αυτός είναι ο κανόνας
το θέαμα που αναστάτωσε τις σελίδες του αποκρυπτογράφου
ο σωρός με τις αινιγματικές απάτες
αυτό το παιχνίδι με τις εκπολιτισμένες χαίτες και τα αρώματα
εσύ έπρεπε απλώς να ψάξεις στα κατακάθια
αυτό είναι το τέλος ή πρέπει ακόμα να το περιμένω ;
καλωσόρισες στο βασίλειο των άκακων νεκρών
των γκρεμισμένων αιολικών στηλών
εδώ θα σου προσφέρουμε προστασία
αν κοιτάξεις με διαφορετικό τρόπο και τους υπόλοιπους
στο εξής θα περιστρέφεσαι εκπέμποντας ατμούς
μέσα από γυάλινους σωλήνες θα τρέφεσαι
μέσα από ελικοειδής σωλήνες θα χύνεσαι στο κενό
έτσι θα αναπαράγεσαι
αν θελήσεις ηδονή
αν θελήσεις λαγνεία
αν θελήσεις να είσαι λεπτομερής με τη διαπύρωση
τότε μπορεί ο αφέντης των κεριών να σου φορέσει προσωπείο
κι ίσως τότε περιστραφείς σε μια κυστοειδή μήτρα
ώσπου να τεμαχιστείς και να χαθείς ... σαν εντύπωση
………………………
λούζομαι ω! άβαξ
ο ιππώνακτος
ο ανήρ κι ο άναξ
χαρούμενα κουρδίζω το λοφίο
μπόρεσα να δω πέρα από τις λάσπες
σ’ αντικατέστησα
δεν χάθηκε χρόνος
και τώρα που νοιώθω ... ξέρω
The Promise Land
Σώμα και ψυχή
Και αίμα και πληγές
Πιο αργά η μουσική, παρακαλώ
Κλείστε τα μάτια σας κύριοι
Σκόπευες να επιτελέσεις θαύματα, έτσι;
Θέλησες να πάρεις σβάρνα την Ευρώπη
Να γίνεις ιεραπόστολος
Θέλησες να καθίσεις στα σκαλιά του ουρανού
Να πατήσεις εκεί που οι άλλοι γλίστρησαν
Κι έπεσαν
Και τώρα είναι έκπτωτοι
Μια στιγμή…
Ας κοιτάξουμε το φως του ήλιου πάνω στους κίτρινους δρόμους
Πως χρυσαφίζει στις αυλακιές της άμμου
Κατά μήκος των τειχών που έχτισαν οι καλοσχηματισμένες καλλονές σε σκαμνιά πειθαρχίας
Πάνω στη γλιστερή αποβάθρα, βαστώντας με ένα φυσικό τρόπο…ανθρώπινα κομματάκια σε μια ξεθωριασμένη βαλίτσα
Το παλιό σπίτι στο Μ.
Ένα αδύναμο χέρι, μαραζωμένο … χαϊδεύει το δικό μου
Αυτός είναι που ξέχασε το μικρό παιδί
Είχε πλησιάσει την άκρη του νερού και η υγρή άμμος έβρεξε τα παπούτσια του
Στάθηκε , ενώ τα πόδια του άρχισαν να βυθίζονται αργά-αργά στο τρεμουλιαστό έδαφος
Ήμουν ένα γεροδεμένο παλικάρι εκείνο τον καιρό
Κάποτε θα σου δείξω τη φωτογραφία μου
Ήμουν, πίστεψέ με!
Ένας εραστής που για την αγάπη του περιπλανήθηκε ένα μακρύ δρόμο
Μέσα από τις πολεμίστρες στη νότια ακτή, η κρύα θολωτή αίθουσα του πύργου περίμενε, να τη διαβώ, έρποντας, όπως τα αιλουροειδή
Είδα μια εκδικητική φλόγα να τινάζεται ψηλά μες την ομίχλη
Μερικά θρυμματισμένα γυαλιά
Την ξεθωριασμένη βαλίτσα, με τα κουλουριασμένα πρόσωπα … αυτών που φύγανε
Ω, ω , παιδιά του παλιού σπιτιού στο Μ.
Γιατί φύγατε;
Οι φίλοι μου πήγανε στρατιώτες
Καθώς τους αποχαιρετούσα τα μάτια τους έλαμπαν
Με κάρφωσαν με ένα βλέμμα αστραπής
Τους άκουσα να τραγουδούν καθώς απομακρύνονταν
Το ξέρεις αυτό το παλιό τραγούδι;
Ω, ω , παιδιά
Του παλιού σπιτιού στο Μ.
Γιατί φύγατε;
Ποτέ δεν σας λησμόνησα
Το αίμα σας κυλάει στις φλέβες μου
Οι πόθοι σας ανοίγουν τα φτερά τους μέσα μου
Περπάτησα ανάμεσά σας
Πάνω στο παγωμένο ποτάμι του Long Foot
Ανάμεσα στις ιριδίζουσες φωτιές του ρετσινιού
Εγώ στη θέση κάποιου άλλου που τον απήγαγαν οι μάγισσες
Δεν μίλησα σε κανέναν
Κανείς δεν μου μίλησε…
Μια βάρκα βρισκότανε πλάι μου
Το νερό κρύο … απαλό
- Πες την αλήθεια
- Ποιος είναι πίσω σου;
Να βγω, να βγω γρήγορα…ένα σωσίβιο…!
Δεν είμαι καλός κολυμβητής
Θέλω η ζωή μου να παραμείνει δική μου…
Να! ένας πνιγμένος
Εγώ … μαζί του, στα βαθιά
Σάββατο σήμερα
Είμαι αιχμάλωτος της σκηνής της πυρπόλησης
Είναι η ώρα του Πανός
Πλησιάζει το μεσημέρι των ζώων
Ο πόνος βρίσκεται μακριά
Έχωσα το μολύβι μου στην τσέπη και κατέβασα το καπέλο μου στα μάτια
Έτσι τα βλέφαρά μου…παρέμειναν υγρά
Είμαι ήρεμος εδώ και μόνος
Και θλιμμένος
Προσπαθώ να γράψω και πάλι στο χαρτί
Τέτοιος που είμαι, καλά τα παθαίνω
Ή όλα ή τίποτα
-Θυμάμαι τότε που σε είδα να ζωγραφίζεις τα σκοτάδια
Με παίρνε ο ύπνος ώσπου να τελειώσεις
Εγώ κοιμόμουν ενώ εσύ ζωγράφιζες
Κι ύστερα μου ζήτησες ένα τίτλο για το έργο σου ]
Ο Μελαγχολικός Αύγουστος
Μέρος 'Α - 08/04/2001
Η αναζήτηση του αστερισμού
Δοκίμασε να της απλώσει το χέρι, μα έχασε την ισορροπία του
Έτρεξαν και τον σήκωσαν
Τον αγκάλιασε και πέτρωσε σ’ αυτό το αγκάλιασμα
Ο Αύγουστος πέθανε στα χέρια της
- Βρήκε αυτό που ζήταγε!
Την ίδια επίσης μέρα, άρχισε να αφήνεται στην αγκαλιά της συναίσθησης της ομοιότητας]
Μέρος 'Β - 16/04/2001
Μοιραία συνάντηση
Έτσι έρχεται
Με αρπάζει από τα πέτα του σακακιού, προτείνει το πρόσωπό της και με φιλάει
Στέκεται στις μύτες των ποδιών της
Μου προκαλεί αμηχανία
Δεν λέει ποτέ ψέματα
Τη στιγμή εκείνη ο Αύγουστος είδε την Ομόφωτη
Στην περιοχή των χορευτών, πέρα στην πάνω γειτονιά, υπήρχαν ακόμη πολλοί υποψήφιοι για έκσταση
Το μέντιουμ σάλευε αφύσικα περιμένοντας κάτι να τη δονήσει
Αλλά μάταια
Τότε ήρθε η μητέρα της Ομόφωτης, η Έλξη
Τα χέρια της ήταν κομμένα από τους καθρέφτες
Όλο μιλούσε κι όλο κοβότανε
Η διαπεραστική οσμή του ιδρώτα που μούσκευε κάθε κορμί αλλά κι ο ίδιος ο αέρας ο γεμάτος πάθη, έδρασαν πάνω του
Η Ομόφωτη διοχέτευσε την ένταση με κινήσεις των ποδιών και των πελμάτων
Όσοι πιστοί της είχαν απομείνει έτρεξαν να γονατίσουν στο πόδια τους και οι πιο χαλαρωμένοι ξαναοδηγούνταν ανάμεσα στο πλήθος
Το επόμενο πρωί η Ομόφωτη του είπε ξερά ότι θα πήγαινε στην λίμνη των πενθούντων αστέρων να επισκεφτεί μια φίλη της
Αποχαιρετηθήκανε αμήχανοι
Έφυγε με μια υφασμάτινη βαλίτσα κι ένα τόμο από ξόρκια στην πλάτη
Δεν ένοιωθα πάθος, ζήλια, νοσταλγία
Ένιωθα κενός, διαυγής, καθαρός και γυαλιστερός σαν αντανάκλαση από μέταλλο
Δεν ξαναείδε την Ομόφωτη
Πετούσε χαρταετούς εκεί στην κάτω γειτονιά που είναι υπέροχοι
Ο μύστης ενθαρρύνει τον μυστικιστή, τον χρησιμοποιεί κι έπειτα τον εγκαταλείπει
Είναι ο χημικός της τέχνης
Η μύηση είναι ο καρπός του νου και της καρδιάς
Ύστερα μπαίνουν οι αριστοκράτες και η αίθουσα γεμίζει από γεγονότα διανόησης και όχι σωματικά
Η Ομόφωτη φρουρούσε ανελέητα το μυαλό της και είχε ξεχάσει το σώμα της
Ξέχασέ την Αύγουστε
Οι λαϊκοί είναι πιο αδύναμοι από μας…
Ακολουθεί η σκηνή μες το σκοτάδι όπου πέρασα τη νύχτα μου άγρυπνος…
Μέρος 'Γ - 18/04/2001
Ο δεσμός με το Σκορπιό
Δεν ήταν ούτε κάτι ανάξιο, ούτε υποκρισία
Ακόμα τότε, όπως και τώρα ο Αύγουστος ένοιωθε μεγάλο δέος μπροστά στο θάνατο
Προσπαθούσε να σκέφτεται τα πράγματα με ένα τρόπο λιγότερο στενόμυαλο και περισσότερο προσωπικό και επινοητικό
Βαθιά συγκινημένος και συνεπαρμένος, ζούσα μέσα σ’ αυτό τον κόσμο όλο οδύνη μα και ομορφιά, τον αχνό φανταστικό και τόσο ζωντανό κόσμο της πάνω γειτονιάς, όπου κατοικούσε η Ομόφωτη
Μια μέρα την παρακολούθησε στα κρυφά σαν βγήκε από την εκκλησία και την είδε να μπαίνει σ’ ένα σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης
Δεν μπόρεσε να μην μπει στον πειρασμό και την πήρε στο κατόπι της
Τον αντιλήφθηκε καθώς διάβαινε την πόρτα μα τον αγνόησε
Έκατσε αντίκρυ της σιωπηλός
Το κάτω μέρος του προσώπου της έδειχνε παιδικό, αναποφάσιστο κι ερχόταν σε αντίθεση με το μέτωπο και την έκφραση στο βλέμμα
Κείνο που του άρεσε ήταν τα σκούρα καστανόχρωμα μάτια της, γεμάτα περηφάνια και εχθρότητα
Του ρίξε μια ματιά σαν να ήθελε να τον ξεφορτωθεί
Κανείς άλλος δεν υπήρχε εκεί μέσα
Νιώθω φόβο
Τι θα απογίνεις Αύγουστε;
Μήτε η θρησκεία, μήτε οι συνήθειες και τα ήθη αντιπροσωπεύουν και μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες σου…
Εκατό χρόνια κι αν περάσουν, κανείς δεν θα καταλάβει τι κουβαλάς σαν εκρηκτική ύλη μέσα στα κατάβαθά σου
Μα δεν ξέρουν τον Θεό κι ας προσεύχονται σ’ αυτόν
Τίποτα το ενθαρρυντικό δεν βγαίνει απ’ όλα αυτά
Κανείς δεν εμπιστεύεται το διπλανό του
Ακόμα κι αν τον κοιτάζει στα μάτια…
Ακόμα κι αν του δίνει το χέρι
Προσκολλούνται σε ιδανικά που δεν υπάρχουν και λιθοβολούν όποιον κηρύξει νέες ιδέες
Γιατί επιμένεις Αύγουστε;
Για τα σπουδαία ρεύματα που μπορούν να παίρνουν καθημερινά διαφορετική μορφή
- εδώ μένουμε
- θέλουμε πολύ να σε ξαναδούμε
- έλα να μας επισκεφτείς μια Κυριακή
Ολόχαρος πήρα το δρόμο για το σπίτι μου μες την ψυχρή νυχτιάτικη ατμόσφαιρα
Περπατούσα με τρόπο κωμικό, αταίριαστο στην αντίθεση που είχα συνηθίσει στη μοναχική ζωή
Η καρδιά γιορτάζει…και νοιώθεις ευλογημένος που είσαι ζωντανός
Είχα συνηθίσει να ζω κλεισμένος στον εαυτό μου
Δέχτηκα σαν μοιραίο ότι ο κόσμος γύρω είχε χάσει κάθε ομορφιά για μένα
Η λατρεία της Ομόφωτης άλλαξε ολότελα τη ζωή μου
Έμοιαζε πολύ σε κάτι γνώριμο από πάντα
Ένας άγουρος κύκνος που έγινε παπαδοπαίδι...λίγο πριν γίνει άγιος
Ο νους μου ήταν στραμμένος σε τούτο...
Ακολουθεί η σκηνή με το τέλος της παιδικής ηλικίας, όπου καθένας πληρώνει κάποιο τίμημα για να κερδίσει την ελευθερία του και να γίνει ώριμος άντρας
Κοιμήθηκα βαριά ως το άλλο πρωί
Τούτος ο φωτεινός κόσμος ήταν ως ένα βαθμό δημιούργημα δικό μου
Ένας τρόπος για να ξεφύγω από τη μητρική αγκαλιά και την ανεύθυνη σιγουριά
Ήταν μια καινούργια υπηρεσία που εγώ ο ίδιος είχα ανακαλύψει και επιθυμήσει
Η προσωπογραφία είναι η δύσκολη δουλειά
Φτάνω σύντομα στο τέλος της ιστορίας μου
Μέρος 'Δ - 21/04/2001
Η εξομολόγηση του Αυγούστου
Όλες οι γεύσεις της ζωής μου έγιναν πικροί καρποί
Φύλλα δηλητηριώδη που σαπίσανε κι έπειτα πέσανε
Άμμος σταχτιά που βράχηκε, έγινε πέτρα και τσακίστηκε
Στέγνωσε το χρώμα, ξεθώριασε το φως
Τα χέρια μου ματώσανε, κουράστηκαν οι ώμοι στο βάρος του καρφιού που μου κάρφωσαν … όταν μας χώρισαν
Χωρίς εσένα...
Δεν βλέπω
Χωρίς εσένα…
Εσύ … αντιπροσωπεύεις … την αλήθεια
Είσαι ο ουρανός που ζωντάνεψε, γαλήνεψε και φώτισε τη θάλασσα
Που αλμύρισε και κυμάτισε αντανακλώντας … τα μάτια σου … που τα ανοιγόκλεισες και με κοίταξες … με χάραξες … με αναγέννησες … μας έκανες ένα …
Εσύ έκανες το στίχο μου τραγούδι
Εσύ είσαι η πληρότητα...του να ζεις...το νόημα στην ανοχή και την υπομονή
Το τέλος της αγωνίας μου είσαι εσύ...
Εσύ ... μου χάρισες δύναμη ξανά για να παλέψω, από αυτή τη στιγμή ...
Κι εσύ μπορείς να μου τη στερήσεις...
Μα δεν θα πονέσω ...
Γιατί με σένα γίνομαι ένα...
Εγώ είμαι το δεξί μάτι...κι εσύ το αριστερό...
Με σένα βλέπω...εσένα βλέπω...με σένα ... μπορώ να πολεμήσω...τα φαντάσματα
Στα σκοτεινά σοκάκια της ξένης γης όπου οι βάρβαροι με ζυγώσανε και τα πουλιά έκρωζαν
Ένα ψίθυρο άκουγα να μου λέει
"Μη φοβάσαι"
"Άντεξε"
Χωρίς φόβο...
Χωρίς εσένα...
Με σένα...
Ένα...
Ο κόσμος έγινε ένα...ξανά
Είναι μηδέν χωρίς εσένα
Κι εσύ...
Ένα...
Μέρος 'Ε - 23/04/2001
Το ψυχογράφημα του Αυγούστου
Την Κυριακή η Ομόφωτη αποφάσισε να δει το μέντιουμ προσωπικά
Πέρασε από τις επτά θάλασσες της γονιμότητας και της δημιουργίας για να φτάσει στη φεγγαρολίμνη όπου κατοικούσε η γριά
Μέσα στη νιρβάνα, η Πεποίθηση της ανέλυσε την ψυχή του
- ο Αύγουστος είναι σταθερός και αξιόπιστος
Αγαπά τα καλά πράγματα στη ζωή ... αλλά χρειάζεται συγκινησιακή ασφάλεια για να μπορεί να κινηθεί
Συχνά είναι ξεροκέφαλος και πολύ σπάνια αλλάζει
- Μόνο όταν θέλει...
Ελάττωμά του είναι το αίσθημα της ιδιοκτησίας για πρόσωπα και πράγματα
- Μόνο όταν νοιώθει το κενό
Ως φίλος και σύντροφος είναι πιστός και χαριτωμένος ... αλλά και εκεί αισθάνεται κτήση
- Μόνο για ό,τι του ανήκει σε κάθε ζωή...σε κάθε επόμενη...
Ο Αύγουστος, έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά, όμως είναι έτοιμος να κάνει βήματα μπροστά
- Μόνο όταν καθρεφτίζομαι στα μάτια σου...
Ομόφωτη, έχεις ήδη μάθει αρκετά ... για να ανακαλύψεις ένα καινούργιο μονοπάτι που να ενώνει τις δυο γειτονιές
Ξεφύλλισες όλα τα τραπουλόχαρτα
Τώρα σου έμεινε το τελευταίο
Τράβηξέ το
- Τι θα κάνεις εσύ;
- Θα ξεπεράσω τους φόβους μου
Θα εμπιστευτώ
Η επιμονή και το πείσμα σε δημιουργικές κατευθύνσεις έχουν πάντα αποτέλεσμα...
Και προτού να λουστώ, ας με οπλίσει η Αφροδίτη με περισσότερο σθένος και χαρακτήρα
Η Πεποίθηση πλάγιασε, την κούρασε ο δαίμονας του μυαλού που κάλεσε
- Δες το κλειδί που κρατάς στα χέρια σου...
Η Ομόφωτη άνοιξε μια πόρτα
Ήξερα πως δεν είχα άλλο χρόνο για χάσιμο...
Το καλοκαίρι τελείωνε...
Καληνύχτιζα τα σκοτάδια
Και δεν είδα τα αστέρια που έπεφταν ... στο σύμπαν ... διάφανα ... και λαμπερά ...
Οι άνθρωποι χάνονται πάντα
Ανθρώπινες απώλειες ... ελαφρών ψυχών ... στο γιοφύρι του άπειρου χρόνου
Κοντοστάθηκα στην προβλήτα και τους αποχαιρέτησα
Δεν δάκρυσες ούτε στιγμή
Δεν σε αρνήθηκα ποτέ...
Κανείς δεν ξέρει πότε θα σε ξαναδώ...
Η ματαίωση είναι η αποκοπή του φωτός...
Φύγαν μέρες ... στο αιώνιο κυνήγι του σκορπιού...
Νομίζεις πως το άξιζα Αύγουστε ;
Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τι σήμαινε να σε μυρίζω ... να σε αισθάνομαι ...
Σε χρειάζομαι και...
Ξημερώνει η μέρα της ειρωνείας...
Οι αισθήσεις μου με προστάζουν...
Θα ψάξω να σε βρω... [/color]
Μέρος 'Στ - 24/04/2001
Στον αστερισμό του Σκορπιού
Έτσι είναι, άτεχνη και απλοϊκή εκείνη η αισθητική κριτική που κρατά τους καλύτερους επαίνους της για το αποκαλούμενο «ξέχωρο και παντοτινά αδιαίρετο σώμα»
Γιατί λοιπόν να χάσουν τα λόγια τους;
Ο Αύγουστος είχε την ανάγκη να ακούσει τη φωνή της αλήθειας
Η Ομόφωτη καλούταν να συλλέξει τα κομμάτια του καθρέφτη της
Φαίνεται πως είχε γίνει επιτακτική αυτή η αναγκαιότητα, όσο η τροφή και η αναπνοή να θεωρούν αυτό το χάος που τους περιέβαλλε σαν μια ενότητα και να μιλούν για το εγώ τους σαν να ήταν μονοδιάστατο
Ακόμα και αν αυτό που μοιράζονταν ήταν μια αυταπάτη
Ένα παιχνίδι του μυαλού
Όποιος θέλει να το αντιληφθεί αυτό, πρέπει να αποφασίσει μια για πάντα να βλέπει τους χαρακτήρες ενός τέτοιου ποιήματος όχι σαν ξεχωριστές υπάρξεις, αλλά σαν τις ποικίλες όψεις και πτυχές μιας ανώτερης οντότητας, κατά τη γνώμη μου, της ψυχής του Ενός…
Στις κοιλάδες της γης που τους λάτρεψε
Όπου άγριοι πόθοι τους βασάνισαν
Και τα φλεγόμενα παραμύθια τους συντρόφεψαν
Συναντήθηκαν ξανά ο Αύγουστος και η Ομόφωτη
Δεν υπάρχει νύχτα
Δεν υπάρχει μέρα
Το τέλος και η αρχή, το δάγκωμα του σκορπιού, το μυστικό της ύπαρξης…
Η Ομόφωτη ελέγχει και μεταβάλλει την ύλη με ένα της νεύμα
Κατέχει το μυστικό της ίδιας της ύπαρξης, το καλά κρυμμένο, το από τους πολλούς προστατευόμενο
Γνωρίζει ό,τι είναι γραμμένο στον πυρήνα του κυττάρου, κατά συνέπεια ξέρει τι είναι και τι πρόκειται να γίνει…
Κάτω από τον έλεγχό της, βρίσκεται ο ίδιος ο μηχανισμός του θανάτου
Αυτό δεν φόβισε τον Αύγουστο κι ας τρομάζει την ίδια
Γιατί ο θάνατος που σχετίζεται με την Ομόφωτη, δεν είναι πάντοτε το βύθισμα στην ανυπαρξία, η βουτιά στον Άδη
Αλλά ένα στάδιο της ζωής…
Ο Αύγουστος θα περάσει από αυτό το στάδιο προτού ξαναγεννηθεί
Το σύμπαν κινείται σ’ ένα αέναο κύκλο
Η γραμμή έχει σπάσει από πριν
Η Ομόφωτη τον χάραξε…κι ας φοβήθηκε αρχικά…
Τώρα κι οι δύο ξέρουν τη θέση τους στον κύκλο της ζωής…
Το μόνο σίγουρο τέλος ... είναι η αφετηρία για μια καινούργια ζωή…
Η τελική ένωση των απέναντι γειτονιών … προς μια κοινότητα …
Ο σκορπιός μίλησε … κι έβγαλε από το στόμα του … πύρινες λέξεις …
Η φωτιά θα προκαλέσει την αλλαγή
Λάβα, σεισμοί, καταστροφή
Ο έρωτας…στις σπηλιές
Και πάλι κατακλυσμοί, παλίρροιες, πνιγμοί
Η αόρατη κλωστή που τους συνδέει…
Το άγγιγμα της αντίπερα όχθης
Η διερεύνηση της ζωής και του θανάτου
Ο Αύγουστος και η Ομόφωτη…
Μέρος 'Ζ - 28/04/2001
Σκορπίζοντας τις Φθινοπωρινές Εμμονές
Σκηνή Πρώτη
Μονόλογος
Έτσι το καλοκαίρι τελειώνει
Ο καιρός άλλαξε
Ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα !
Όλα αλλάζουν
Όλα και τα πάντα...
Γεννηθήκαμε για να πεθάνουμε...
Πριν λίγο την είδα , χαρούμενη και μου χαμογέλασε
Τώρα είναι παγωμένη...
Ο Αύγουστος έφυγε...πήρε μαζί του και τα πουλιά
Τώρα ταξιδεύει προς το νότο
Ήταν περαστικός από εδώ...
Κι όλα αυτά δεν κράτησαν παραπάνω από ... λίγο ...
Ήταν στιγμές ...
Συννέφιασε ο ουρανός
Θα βρέξει δάκρυα...αλλά κι αυτά γρήγορα θα στεγνώσουν...
Αλίμονο...
Ήταν μόνο μια πόρτα...μισάνοιχτη...
Την είχε αφήσει ανοιχτά...για να δει...να μπει...να μείνει και να φωτίσει...να ζήσει...
Δεν ζήτησε τίποτα περισσότερο
Θα έπρεπε να το είχε καταλάβει...
Σκηνή Δεύτερη
Συζητά η μητέρα της Ομόφωτης και ο Ποιητής
Ε]
Το φθινόπωρο των παρελθόντων εραστών.
-Ι-
Βαριά πατήματα, χυτά
Με πόδια δεμένα σφιχτά, απομακρυσμένα
Στο απογυμνωμένο σεληνιακό πεδίο όπου
Η ειμαρμένη αυτοκράτειρα ενσκήπτει χαριτωμένα,
Σχεδόν προκλητικά πισωγυρίζει,
Στα παραφυσικά ταμεία της επιτομής της επιβλητικότητας
Η θηλυκότητα ξεχειλίζει ακραιφνώς
Γονατίζοντας σε χάλκινα πατώματα αγυάλιστα
Τα χαραγμένα από τους δυνάστες της επίγειας λαγνείας
Που γέρνουν κομπιάζοντας
Αναδεύοντας την οσμή του ζώου
Στο τριχωτό τρίγωνο,
Στη ματωβαμένη αρένα πεταμένα
Χωρίς οίκτο
Κυνηγούν εξαγριωμένα
Να ντύσουν την αισχύνη και την ηδονή
Η λεπίδα του ξυραφιού που κρατάς
Κοφτερή στο ξεραμένο από ιδρώτα δέρμα γλιστρά
Και κόβει,
Ακρωτηριάζει την αντιστεκόμενη φύση
Που επιμένει να γεννιέται
Ζητώντας την ετυμηγορία που με τόνο υστερικό εσύ τιμάς,
Τρίβεις τα πόδια σου στη μοκέτα
Δοκιμάζοντας ένα άγευστο σοκ σε μια εκπομπή που έπαψε να προβάλλεται,
Οι άδειοι κάλυκες γεμίζουν μόνοι τους με αίμα
Την πνευματική ιπποσύνη των πεπαλαιωμένων τελετουργιών,
Τα πάθη του πρωτόγονου εφηβαίου
Τα δύο Έψιλον της Ιθάκης μου,
Ο Επιτάφιος
Κι ο Εξαναγκασμός,
«Εντέλει, εγώ δεν στέλνω δαίμονες στο σπίτι κανενός!»
Άκουσα ψιθύρους αμοιβαίας συγνώμης,
Ταιριάζει η αστρική συγκυρία αυτή την εποχή
Ο αστερισμός της παραποίησης,
Αλλά δεν βρίσκομαι στην εποχή των ανόητων αδελφών μου,
Η ελάχιστη κοινή λογική μου συμμορφώνεται ακόμα και στο φολκλόρ,
Γύρισα στην αστραπή
Έγινα σκανδαλοποιός
Εγώ, ο θορυβοποιός με το χυδαίο μασονικό πνεύμα
Εγώ, ο θεατρινίστικος υλιστής με τις δαιμονολογικές διαφορές
Στο δερμάτινο παραπέτασμα τράβηξα
Εκδίδοντας επικίνδυνες εικασίες,
Αλίμονο, μόνο οι διαπιστευμένοι φύλακες της επαγρύπνησης της μνήμης
Κολάζουν στα επτά μέτρα,
Η υψηλή και ασύγκριτη ενασχόλησή τους,
Κάτω από το διάχυτο ημίφως της μεγάλης μπλε λάμπας
Που κοντοστέκει στο πράσινο αμπαζούρ
Πάνω στο θολωτό σκούρο μαόνι,
Μας χαρίζει την αληθινή γνώση
Τα δύο Έψιλον της Ιθάκης μου,
Η Εμπειρία
Και ο Εφησυχασμός,
Ανάμεσά τους χάραξα ένα σταυρό για να πατήσω την οφθαλμαπάτη
Τριάντα έξι δεκανοί,
Οι άρχοντες του ουρανού
Περιστρέφουν τα στοιχεία του σύμπαντος
Τον αέρα, το νερό, τη γη και τη φωτιά
Με μια θηλυπρεπή δεξιοτεχνία
Που τα πλήθη τιμούν με χρησμούς,
Είναι η γνώση που διέφυγε στο κύκλοτρο,
Έτσι κι εγώ στρέφω το βλέμμα μου στο θέατρο των αναμνήσεων
Πόσο περήφανος ήμουν την ημέρα της γιορτής
Με τα αξιόλογα και θαυμαστικά επιφωνήματα,
Την τάξη του ρηματικού υλικού που ακολουθεί την τάξη των εικόνων και των αντικειμένων,
Είμαι ένας αντιπαθέστατος άνθρωπος
Μια λεπτότατη ρεπροντιξιόν
Που παρήχθη σ’ αυτό το μικρό φούρνο αλκοόλης
Εγώ, που με αμφίβολη σοβαρότητα αναζήτησα έναν αυστηρό αναγνώστη,
Εγώ, ο εύπορος και περίεργος και οξυδερκής,
Με τα άκρα που συγκλίνουν,
Εγώ, που συμβούλεψα να ανταμείψετε την πλήξη
Θα κοιτάξω το είδωλό μου
Που το βαλσάμωσαν οι σπίθες της αναληθείας
Και θα περιοριστώ στα αδειανά κοχύλια και τις πλαστικές σακούλες
Τα δύο Έψιλον θα είναι η ανταμοιβή της δικής μου Ιθάκης,
Η Εύχαρις και η Ευχερής
Ήσσονος αξίας μη εκφυλισμένη επισκόπηση
Καλέστε τώρα τα δαιμονικά σε μια διαρκή αναζήτηση,
Την Ιερή Θεωρία της Γης
Η πραγματεία περί Αριθμών
Η διαστροφή και ο σαδομαζοχισμός
Η ατελεύτητη σειρά των εκφυλισμών,
Που μεταφράστηκε αποσπασματικά με μια αίσθηση μυστικιστικής κλειστοφοβίας
-ΙΙ-
Μένω εμβρόντητος!
Ίσως να πρόκειται για κουτσομπολιά,
Μια μέρα έπιασα την ηθική να λιμάρει τις γρανιτένιες προεξοχές της μήτρας,
Αμφότερα ανθρώπινα έργα αναπαράγουν στη δομή τους τις αρμονικές σχέσεις του κόσμου,
Η υπόθεση της ραδιενέργειας είναι λιγότερο παιδαριώδης
Είναι μια ενδιαφέρουσα εικασία σαν το σύστημα των αντιστοιχιών]
Μηδαμώς κενόν.
-Ι-
Mε όλη τη δύναμη της φωνής μου,
Εγώ που γεννήθηκα στ’ αστέρια
Στο έκκεντρον μιας χαλκέντερης δομής ,
Από μια γνώμη εμποτισμένη στην ένσταση
Λογοκρίνουσα και ανιστόρητη
Χωρίς θρησκεύοντα δισκία και αναλγητικά,
Φωνάζω,
Ο απόρθητος παραλογισμός της ευθύνης
Το επίβουλο παραλήρημα,
Η αλάθητη επιχειρηματολογία
Άκαμπτη φθονεί κλεισμένη σ’ ένα μοναδικό παρατηρητήριο,
Όπου οι συμμετέχοντες αποδοκιμάζουν και λοιδορούν
Γενικώς απορρίπτουν τις μάζες, μ’ ένα μάτι κριτικό που εμπιστεύονται
Γενναιόδωρα, χωρίς παρακαταθήκη για την ανθρώπινη περηφάνια
Φωνάζουν,
Ήμουν εκεί ανάμεσα στα συνηθισμένα πρόσωπα
Και είχα δίπλα μου τον άνθρωπο με την ουλή
Στεκόμουν αμήχανος
Στη χαριτωμένη κωμωδία θεατής
Κάνοντας επικίνδυνες εικασίες μ’ ένα συνωμοτικό ύφος
Αισθανόμουν δειλός
Ένα θέαμα για το θέαμα
Ο μόνος που με θαύμαζε ήταν ο εαυτός μου
Τέσσερις γωνιακές κολόνες στηρίζουν την υποκρισία
Τη διακοσμούν με λεπτοσκαλισμένα επίχρυσα κιονόκρανα,
Η παραφύση των χρωμάτων
Θολώνει την εικόνα,
Χωρίς σφυγμό
Το νεκρικό παρεκκλήσι, του αδιόρατου αμαρτωλού η κατοικία
Ο μελαγχολικός αισθησιασμός
Η παρακμή της διαφορετικότητας,
Το αναγνωστήριο από σκούρο μαόνι γεμάτο χαρτιά κιτρινισμένα
Και μια έλλειψη από αναγνώστες
Οπαδούς των γνωστικών σπουδών
Με προδομένα πιστεύω
-ΙΙ-
Mε όλη τη δύναμη της φωνής μου,
Εγώ που γεννήθηκα στις εφτά θάλασσες
Ένα μεγάλο βιβλικό ψάρι ξαπλωμένο στο ρεύμα του νερού
Ένα κοχύλι που στολίζει το ραγισμένο αμφορέα
Πλαγιασμένο στο πλάτωμα του χρόνου,
Μια ρωγμή σε φαλλικό σχήμα
Το άγαλμα ενός ζώου,
Με κραυγές φωνάζω
Μιας άλκης, ενός πιθήκου, ενός λιονταριού…
Η φύση φοβάται το κενό,
Ό,τι παντού, ό,τι από όλους και ό,τι πάντοτε
Με σταυρούς στο στήθος πάνω σε λευκό λινό
Με κόκκινη μανία στο φως ενός πυρσού
Τυλιγμένη σ’ ένα γαλάζιο φόρεμα
Την καμαρώνουν οι άγγελοι ανοίγοντας τα φτερά τους
Δυο μάτια αμυγδαλωτά που απλώνουν το βλέμμα τους
Στην αποκάλυψη της αέναης μυστικολογίας των ολίγων,
Το σφάλμα του μύστη
Ξαναβρήκα τους φίλους μου,
Όχι την αθανασία
Μα τη διάσπαση του ομφάλιου δεσμού,
Ανάμεσα σε δυο σύμπαντα ξεχασμένα
Ο χείριστος σκηνογράφος τα σπίλωσε
Μερικά πλάσματα με ακαθόριστη μορφή τα έντυσαν σαν κούκλες
Λαμπερά υφάσματα και κορμιά από κερί
Κλωστές που οι υφάντρες τους είχαν υφάνει με κατάρες,
Η κλασική αλληγορία χαραγμένη σε αυστηρά πρόσωπα
Η αίθουσα βυθίστηκε στη σκιά
Το δάπεδο μπορούσε και αντανακλούσε
Πυκνοί ατμοί, αναθυμιάσεις γεμάτες αίμα
Ένα πουλί αποκεφαλισμένο
Μια χαλαρή ζυγαριά
Η όχθη της λίμνης … η ακροθαλασσιά
Στο σπίτι τον μελλοθανάτων
Μέσα στα θυμιάματα
Ψιθύρισαν]
Πικρό ξημέρωμα.
Ι
Σε άδεια περίπτερα με ανοιχτά φτερά και μάτια ιδρωμένα, στο τσιμέντο
Καθισμένα τα χρόνια της αβρότητας, τα πρώτα σκιρτήματα ανακαλούν
Στο περίπου,
Που πεταμένα μέσα σε μια φυλακή γιομάτη από θρανία
Ξύλινα, σα ξύλινοι σταυροί το ελεήμων όρος τους γυρεύουν
Να καρφωθούν και φυτεμένοι
Από κει να αγναντεύουν
Χιλιάδες ξύλινους σταυρούς, ματωβαμμένους
Στον κόσμο της παραποιημένης πίστης, επικηρυγμένους,
Στην απέναντι όχθη σαπισμένους
Στραβοκαταπίνουν την τροφή που τους κερνούν ανόρεκτα,
Μα όταν νυχτοκοιμούνται, αλαφροίσκιωτοι οι μανδύες που τα θωπεύουν
Τα ζευγαρώνουν κι ύστερα πάλι κάποιοι ξενόγλωσσοι γλωσσοδέτες
Στα φώτα της αυγής τα βαφτίζουν
Ξανά γεννιόνται, στο ξέφωτο του πράσινου δάσους
Που κοκκινίζει καθώς ο ήλιος τα τριγυρίζει
Κι ανθίζει
Κι ωριμάζει
Και πέφτει και σαπίζει
Ξανά πεθαίνουν
Φωνασκούν σαν πηγαινόφερτα στολίδια της νιότης,
Ακμάζουν περιοδεύοντας τη γη της εξελισσόμενης παρωδίας
Ή της κατά συρροή τραγωδίας
Ή της ατελέσφορης μυσταγωγίας
Σαν χαμένοι,
Κι όμως να που αντέχουν
Σαν τα πετροχελίδονα, κάθε άνοιξη γυρίζουν πίσω
Κάθε σύντηξη στη δύναμη της εγκατάλειψης να εισχωρήσουν,
Την χαριτωμένη άνοιξη,
Στην αλλαγή της πονεμένης μαρτυρίας των πολλαπλών αγωνιών
Που μόνο λίγοι εμπνευσμένοι, τυχάρπαστοι τυχοδιώκτες θα μηνύσουν,
Προσπερνώντας ένα δακρυσμένο χείλη που τρεμοπαίζει
Για τη φλόγα από ξεραμένο καφέ κερί...πενιχρό δείγμα της μοναξιάς
Του ανεξερεύνητου ποταπού κοιτάσματος της εν κατακλείδι ανεμελιάς
Της νιότης,
Του είμαι...που εύλογα ανακλήθηκε στην εφεδρεία
Να ανελκύσει το θησαυρό τον ξεπεσμένο όχι στα βιβλία
Μα εκεί δα...στα άπατα βάθη
Στην τραγωδία
Ή στην μυσταγωγία
Ή στην σπαραχτική κωμωδία που
Θεατές, θεατριζόμενοι, μικροί Θεοί στη σκηνή
Απαγγέλλουν
ΙΙ
Εκκλησιάζουσες με τα ψηλόλιγνα πόδια και τα αλλόκοτα ράμφη,
Που περπατάτε στους φράχτες των μαρμαράδικων,
Παραγγείλατε από την πειθαρχημένη θέληση,
Να χαλιναγωγήσει τα ξεσπάσματα της δημιουργικής ορμής,
Το θεμέλιο λίθο της ευγλωττίας,
Από τις πόλεις όπου άμαξες και διαβάτες συνωστίζονται στις αλέες ήσυχα ψιθυριστά,
Χαζεύοντας το λαϊκό κόσμο που γεμίζει τραπέζια στα υπαίθρια καφενεία,
Μέχρι να πέσει ο ήλιος και η σιωπή να μαζευτεί από τους δρόμους,
Να στοιβαχτεί στα υπνοσέντονα, στη μικρή βυζαντινή βασιλική
Ψυχή ζώσα, οι στερνές ακτίνες του ήλιου σας κεντρίζουν
Χρυσές κορώνες πέφτουν στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου που κουβαλάτε
«εισέρχεσθε εις τον οίκον του Θεού»
«είθε το αιώνιο φως να σας φωτίζει»
Τη νεανική δίψα για ταξίδι, για τόπους μακρινούς έξω από το χάρτη,
Τη λαχτάρα να κυριαρχήσετε στη φύση της συγκίνησης
Της απέραντης γης που ανυπόμονη σας καλεί να σας φανερώσει τα κάλλη της,
Φτέρες θεόρατες, ένα χάος από πράσινα φύλλα, αχαλίνωτα άνθη,
Φουντωμένους φοίνικες, βαθύσκιωτα νερά, άσπρα λουλούδια σαν το γάλα,
Καλαμιές ανάμεσα στους κόμπους των μπαμπού,
Τα αστραφτερά μάτια της τίγρης που παραμονεύουν
Και νοιώθετε της καρδιά σας να χτυπάει από φρίκη και ηδονή άσβηστη
Στους φράχτες των μαρμαράδικων που συχνάζετε
Έξω από το νεκροταφείο
ΙΙΙ
Κασσίτερος και ασήμι καλύπτουν τη νυχτιά,
Απόψε που τα φύλλα έγειραν στο νοτιά παραδομένα στη μέθη του,
Μα δίστασαν τη δροσιά του να στραγγίξουν,
Ας αποξηρανθούν,
Νωχελικά η «προαπαιτούμενη δέσμευση» θα τους παρηγορήσει,
Ξεδιπλώνοντας στο ξέφωτο τη νοσταλγία της Αρετούσας Βενετίας,
Της χρυσαλίδας που καθρεφτίζεται στα λιμνάζοντα νερά,
Κι από τους πόρους της ένα άρωμα ξεφεύγει,
Της κόρης το δέρμα μοσχομυρίζει,
Κι όλο παλεύει με τις αισθήσεις, κι αερίζεται, στους δύο πόλους εξατμίζεται,
Με λάγνους στίχους τη συνοδεύουν οι παλαίμαχοι μνηστήρες, σε μια πανήγυρη
Το παιχνίδι στήνουν και αναμένουν κι όλο προσμένουν
Της μοίρας το πρόσταγμα να τους μιλήσει
Να τους φιλήσει, κλαυθμός και πύρινα στάχυα θα ανεμίζουν
Στο λιβάδι που έθαψαν πριν την προσμονή και χίλια χρόνια υπομονή
Για τη βασιλεύουσα των ημιθέων, των ακραιφνών Πανθέων
Παγωμένη η νύχτα των δελφινιών που ξετυλίγεται κάτω από τις κουρτίνες,
Στο παράθυρο κρεμασμένη η πιο κοφτερή ματιά,
Η ιδιάζουσα, η χιλιοφορεμένη στα ελικοειδή δρομάκια,
Κατά πόδας τους χρυσοκόκκινους καρπούς από ένα τσαμπί τσιμπάει,
Θυμωμένο πλάσμα με μαύρη πλάτη και μαλλιά,
Δεν προσπαθεί να καταλάβει το πλεύρισμα του Αγγελιοφόρου στην αποβάθρα,
Παρακολουθεί χωρίς βλέμμα μες τη σιωπή,
Στη λαξεμένη από τις κατάρες βάρκα το παλαμάρι σπάει,
Σε μια μικρή δεξαμενή η καταιγίδα ξεσπάει,
Η καταιγίδα της φιλάρετης Βενετίας,
Για να ζήσει στο παρόν
Στη νυχτιά
Που είναι ντυμένη στο ασημί των αθανάτων
IV
Ο ουρανός ήτανε γκρίζος, ο αέρας υγρός,
Μείνανε άδεια τα λιμάνια, ακόμη κι η στεριά τα λησμόνησε,
Η νοτισμένη καπνιά από τα ξεχασμένα φουγάρα έπεφτε πάνω
Στο πλυμένο κατάστρωμα, που δεν εννοούσε να στεγνώσει... όταν...
Ο κόσμος άλλαξε θέση, του λείπε ο ύπνος,
Κάτω από τα πόδια του φαινόταν πως έπλεε
Η αλλόκοτη διάσταση που ξεμακραίνει,
Ίσως έτσι να ξανάβρισκε την παλιά γνώριμη όψη του,
Αν σκέπαζε ο ίδιος για μια στιγμή το πρόσωπό του κι ύστερα
Άνοιγε πάλι τα μάτια να κοιτάξει γύρω του,
Χειρονομώντας και τραυλίζοντας ακατάληπτα ώσπου,
Ο ύπνος πάλι να τον πάρει,
Να βυθιστεί, στα κύματα του ονείρου του πιο βαθύ ύπνου να κρεμαστεί,
Στερνή λειψή ψαλιδισμένη κούφια ελπίδα χωρίς καμπίνα,
Μα με μια τόση δα πορτούλα,
Κλειδωμένη κι από την αίσθηση του χρόνου τεμαχισμένη,
Ο καθαρός αέρας στη βροχή, η σιγουριά του χειμώνα στα φουσκωμένα σύννεφα,
Η κουρασμένη καρδιά, η περιπέτεια κι η αναστάτωση, το δέος κι η θλίψη,
Η δύναμη που του χαρίζει η Τέχνη...
Με χαμηλή φωνή, όλο ευγένεια και υποκλίσεις,
Κουρασμένος και παραζαλισμένος από την τρικυμία,
Την περιπέτεια της νυχτιάς,
Με ένα δαδί τελειωμένο, μισοσβησμένο, μισαναμμένο
Μια πολυθρόνα τον ξεκουράζει, κι από τα χρώματα τα πιο ζωηρά, πολύχρωμη,
Μόνο ο ουρανός έχει κρατήσει το γκρίζο του χρώμα,
Ο αέρας υγρός,
Με τα χέρια σταυρωμένα, από τη μια ευχαριστημένος που βρίσκεται στο πέλαγο,
Από την άλλη ένα τσίμπημα δυσαρέσκειας τον καταβάλλει,
Εις εαυτόν προσδίδουσι τις μεταπτώσεις και τις επιθυμίες,
Ελέω φυσικώ δικαίω
Ο σιωπηλός, ο αόρατος, κρυμμένος στο ψηλό του παρατηρητήριο τραγουδά]
Η εσχάτη των λυγμών.
Ι
Κοιτάζοντάς σε,
Ασημένιο βέλος στις μνήμες μου καρφώνεις,
Υψώνεις το κονταροχτυπημένο σου μένος και με δέος
Ψηλό, τραχύ, που χλιμιντρίζει στα στενά
Ψηλό, σταχτί, τη βασανισμένη μου σάρκα καψαλίζεις
Της επιτίθεσαι, την ξεψαχνίζεις
Κοιτάζοντάς σε,
Ασημένια δόξα, δοξάζω την αλύτρωτη ώρα και τον ξινισμένο ιδρώτα
Που αλλότριες τέρψεις σου είχαν καρφώσει τη λόξα
Μια θάλασσα μαύρη να κρύψεις στον πάτο,
Και να γεννηθούν Ευμενίδες για να εγείρουν
Σκουριασμένο δόρυ που θα τρυπήσει ό,τι σαπίζει,
Καμένη η σάρκα που βαυκαλίζει
Απάνω στα άρματα
Του νόστου τα λυγισμένα χέρια,
Της λύπης τη γεύση έχουν ξεφτίσει
Τα ξωτικά ψάλλοντας τα τραγούδια της Λάμιας,
Της ξανθιάς νεράιδας
Την κόρη που οι Τιτάνες είχαν γεννήσει
Κοιτάζοντάς σε,
Δακρυσμένο κυπαρίσσι, αργοκυλάει μια θέληση καρφί
Ποτάμια και νεύρα που χουν ραγίσει
Εσένα προσμένουν
Σε σένα προσμένουν
Και υπομένουν
Και επιμένουν
Κι έχουν δακρύσει
ΙΙ
Μυρίζω το άρωμά σου χίμαιρα
Γλυκιά ή μέθη που μου προσφέρεις τα δειλινά
Τα στερημένα απ’ της κόλασης τα πάθη
Σαν χέλι ηλεκτρικό με καταδιώκεις, η εικόνα στον καθρέπτη σου
Απεικονίζει το νεκρό εχθρό που με πολεμάει και με κοιμίζει,
Κι η μυρωδιά που ακόμη μυρίζει, στη μύτη μου βασανιστικά
Κλώθει την επιθυμία να θυμηθώ, να τη θυμηθώ
Τη μνήμη που η μυρωδιά σου μου θυμίζει
Στα λιβάδια που τα ορμητικά ποτάμια ξεράθηκαν, κάποιες
Κομμένες τρομπέτες βράχηκαν, σιώπησαν και ξεχάστηκαν
Μόνο σκουλήκια απόμειναν ένα Θεό να προσκυνάνε
Τι είναι δεν νοιάζονται κι αλλού κοιτάνε
Το μηδέν ζωγραφίζουν
Με τ’ άδεια μάτια τους το άδειο φωτίζουν,
Με ανάσα πνιγμένη
Λίμνες κοιτάζουν, το νερό με κίβδηλα ραβδιά ταράζουν και χαράζουν
Στους άφαντους χάρτες που τα πόδια ξεκουράστηκαν
Χαρές και δάφνες, οι γιορτές των παγετώνων γίνηκαν σκόνη
Η νύχτα μόνη, παγωμένα υγρή
Σάλιο φτύνει,
Τους βράχους κράζει
Γλυκοχαράζει
Κάποιοι τσοπάνοι κρυμμένοι στο ορμητήριο τους
Ξεπηδούν, στο μαγικό αυλό φυσούν
Το τραγούδι του Πάνα, του τρανού Τιτάνα, τους ψιθυρίζει
Πως η μέθη στη μέθη πάλι γυρίζει
Και ξεσκονίζει...εξιλαστήριο θύμα την αρετήν
Η γη μυρίζει σαν χίμαιρα
Γλυκιά η μέθη που χουν ξεχάσει
Γλυκιά μέθη
Μεθάω πάλι
Καθώς ρεμβάζω στο ακρογιάλι
Και κάνω πως την καταλαβαίνω...
ΙΙΙ
Ντύθηκαν οι εμμονές με πειραγμένες σκέψεις σε καλολαδωμένα γρανάζια
Για να πιστέψεις,
Τα άσπρα κρίνα μαδήθηκαν, γερμένη αγέλη των αγγέλων η
Επί γης ειρήνη,
Μόνο δυο λέξεις θα τιθασεύσεις
Αν τις πιστέψεις...
Να τις προσέξεις
Μπορεί γυρνώντας τους την πλάτη να μην προσέξεις,
Κι αυτές οι λέξεις να γίνουν πλάνη
Που μοιάζει με λέξεις
Μα πως θα πιστέψεις
Πως είναι της αδίστακτης οχιάς
Οι χρόνιες σκέψεις,
Από τον Άδη πηγάζουν
Σε κυριεύουν και σε προστάζουν, στον Άδη τάζουν
Να μην πιστέψεις αυτές τις λέξεις
Μα ... αυτές τις λέξεις 80
Υπάρχουν θαμμένα μες τα βιβλία
Τα θάματα που έκαναν οι άγιοι άνθρωποι
Που τους δίκασαν οι αποτάσσοντες το Σατανά άνθρωποι και τους εξόρισαν
Και τα κάτεργα γέμισαν
Γιατί πίστεψαν πως δεν υπήρχε
Τι να πιστέψουν σ’ αυτές τις λέξεις
Που θες να πιστέψεις...
Γιατί έχεις τις ίδιες κρύες, ευσπλαχνικές σκέψεις
Μα να προσέξεις 90
Τι έχουν να σου πουν αυτοί οι διωγμένοι
Όταν ο Άλλος θα τους δικάσει
Και με κρασί τις πίκρες που τους πότισες κεράσει
Και δώσει έφεση, Αυτός που κρίνει στο δικό του δικαστήριο
Τις ντυμένες λέξεις, τις κακοποιημένες, την πλάνη
Που θέλουν και θέλεις να πιστέψεις
Να μην πιστέψεις
Να Τον πιστέψεις
«Υπάρχει Αλήθεια»
IV
Στοχάζομαι την οργή των στοχαστών
Που ελεύθερα στην αγορά δημόσια στοχάζονται,
Καθισμένοι σε πήλινα τούβλα που αποκαλούν ναό
Τους μαύρους πίνακες γεμίζουν σύμβολα, τα άστρα μετράνε
Ανεξήγητα φαινόμενα, μένει αναπάντητο ερώτημα η
Ανεξερεύνητη ηδονή, η ελλοχεύουσα εις μάχην
Τα όρια που θέτουν δύσπιστα εις μάτην, ξεπερνώντας τα
Πετάω μια πέτρα στο άδειο δωμάτιο γεμάτο τύψεις που θες να συντρίψεις
Κι αφουγκράζομαι τα κουρδισμένα έλατα
Που αναπνέουν ό,τι εγώ εκπνέω
Κι όμως ζουν...μπορεί το σάπιο τις ρίζες τους να τρέφει
Κι επιμένουν τη γη να αφήνουν μες το χώμα να τα κρατά
Για να μην φύγουν, να μην ξεφύγουν
Να μην πετάξουν εκεί στα ψηλά
Ελεύθερα να ανέβουν τη σκάλα που τους στρώνει ο ουρανός
Σαν τους στοχαστές που την οργή τους στοχάζομαι στην αγορά
Κι αφουγκράζομαι
Πως δεν στοχάζονται
Μα τη γη κοιτούν, το μαγνήτη που χαλκάς τους τραβάει κάτω απ’ τη μύτη τους
Και τους κρατάει δέσμιους, όμηροι της γης,
Γλυκός ο ύπνος,
Το γάλα της μάνας τους αποζητάνε
Βουλημικά ,αχόρταγα παιδιά να γίνουνε και πάλι
Το γάλα να πίνουνε,
Τη μάνα τους ζητάνε
Κι από τη μάνα τους ζητάνε την τελευταία χάρη
Μια ζωή ξανά...
Στη γη σκυφτοί
Δουλικοί, υπόδουλοι
Της αφάνειας οι αφεντάδες
Νεκροί...
V
«Υπάρχεις;»
«Αλήθεια; Έτσι με έμαθαν να πιστεύω»
«Υπάρχουμε, γερνάμε, πεθαίνουμε»
Ζωή και
Θάνατος,
Δεμένη επίπλαστη κλωστή σε γραμμή
Μια αρχή κι ένα τέλος...ο μύθος
Κλειστή γραμμή έγινε ο χρόνος, φυλακή
Κύκλος σβησμένος, το επιμύθιο
Ο Θάνατος επικηρυγμένος
Τυφλός πειρατής, ο μονόφθαλμος βασιλεύει στους τυφλούς
Κι με το γάντζο του θαρρείς πως σου βγάζει το μάτι
Ακούστηκε σαν προσευχή
Άπνοη κραυγή
Εγκλωβισμένη σε διονυσιακή γιορτή, στο παραλήρημα
Υπακοή...ανυπακοή
Στον Αόρατο Ένα
Σπονδή και θυσία στην αμφισβήτηση
Για τον τελευταίο των χορών
Σιγή...και αποσιώπηση
Φυγή, η έξοδος των νοσταλγούντων κωμικών
«σε τι πιστεύεις;»
«στον αναστάσιμο θάνατο»
Στους καθημερινούς μικρούς, μεγάλους
Αναστάσιμους θανάτους
Στο θάνατο χωρίς θάνατο μετά το θάνατο και πριν απ’ αυτόν
Στη γνώση από τους αταίριαστους εν ζωή θανάτους...
VI
Ποιητή ουρανού και γης
Ποιητή της ταλαίπωρης γης
Προσευχήσου, Παράκλητε Θεέ
Για την ανατροφή μας
Προσδοκούμε την ύστατη στιγμή
Ένα ζευγάρι κέρινα μάτια να αλείψουν την πληγή που χεις αφήσει
Μ’ ένα δάκρυ, πέτρινο γυαλί στρωμένο στο χαλί
Την ανάσταση που ξοδεύτηκε σε μια ζωή
Ανέξοδα
Ανέλπιδα
Ανάστησε το Χριστό που έχουμε μέσα μας,
Το μόνο νόημα, την αγνή ψυχή, την ατσαλάκωτη εν αγνοία
Κυβερνήτη άχρωμε, χλωμέ ουρανέ
Άδικε, αταίριαστε εν ζωή τιμωρέ
Άσπλαχνε, άκαρδε χρόνε, την αλύπητη αλμύρα
Στα χείλη που σε δοκίμασαν πότισες
Θάνατε κουτέ, μικρόψυχε, ο πόνος κι η οδύνη
Χαρισμένη σε μια θύμηση,
Στον ανατρεπόμενο σφυγμό στο αμέσως επόμενο λεπτό
Ορατέ Θεέ, Αόρατε
Σε προσκυνώ με το μάτι καρφωμένο στην Ατλαντίδα που κατέστρεψες
Το δάκρυ σου προσμένω
Στο λαθεμένο μου γιατί σκισμένη ατολμία χοροπηδάει,
Τραγουδάει χαμηλόφωνα, φοβισμένα, πνιγμένα στη μάσκα της
Κι αν η καρδιά μου ακόμη χτυπάει
Είναι πριν, αλλά μετά σε προσπερνάει
Γαλήνη...η ηρεμία μέσα στο τούνελ με στροβιλίζει, στο
Βασίλειο της επεξήγησης του ορθού λόγου κι όμως...
Ανέλπιδα βιώνω, αλόγιστα μηνύματα χωρίς λόγο
Συγκεντρώνω
Το σίδερο πυρώνω
Εγώ τελειώνω
Ποιητή ουρανέ
Ποιητή Θεέ
Προσευχήσου για μας...τους πειρασμούς μας καταλάγιασε στα πάθη
VII
Καρδιά εν αρρυθμία
Η ξεκούρδιστη ρομβία τριγυρνάει στα άλση της αλητείας...
Ο αποδιοπομπαίος τράγος
Της αυθόρμητης επανάστασης των μικροαστικών ρευμάτων
Φλογισμένη πατρίδα χωρίς χώμα, χωρίς χρώμα, χωρίς άνοιξη
Χωρίς πατρίδα
Της γης οι βλαστοί κοιτάζουν τον ήλιο
Τον ήλιο κοιτάζουν
Κι ανθίζουν
Ζουν...πεθαίνουν...σαπίζουν, φυτρώνουν
Τα ποτίζουν,τα πατούν
Τον ήλιο τους κρύβουν
Κι όμως αυτά επιμένουν
Για τον ήλιο ζουν;
Για τι ζουν;
Προχωρούν μπροστά οι σημαιοφόροι,
Οι λαμπαδοφόροι της επίτασης του αφορισμού
Κρατούν δαδιά σμιλευμένα από τροχό
Ξωπίσω τους τα άλογα τα γερασμένα, οι αφρισμένοι γερόλυκοι
Τα σκασμένα στο στίβο της μάχης
Τα απότιστα, τα πεινασμένα
Κι ο λαός ζητωκραυγάζει, άλαλα συνθήματα χωρίς σύνθεση κράζει
Χειροκροτεί τους νικητές που τα κορμιά τους
Ματοβαμμένα
Κείτονται σκόρπια, σχεδόν νεκρά,
Σχεδόν ζωντανά
Πάντως χωρίς ζωή, νεκροφανή
Σχεδόν νεκρά
Οι καμπάνες θα ηχήσουν
Ντιν, Νταν, Ντιν, Νταν ξανά Ντιν, Νταν
Ρυθμικά δυνατά, με ρώμη ακόμη μια φορά μες το στάδιο
Γυρίζουν οι νικητές με τα κορμιά σκισμένα...κουρέλια φορούν...τραγιά
Ξανά Ντιν, Νταν, Ντιν, Νταν
Οι καμπάνες θα ηχήσουν
Οι καμπάνες θα σιωπήσουν
Και τότε θα σχηματιστεί στην άκρη του ματιού μας
Ένα δάκρυ, θα κυλήσει τη στερνή διαδρομή
Στο καλοσχηματισμένο μας πρόσωπο, θα βρέξει
Κι ύστερα... θα μείνει μόνο αλάτι
Ώσπου το δάχτυλο να το σκουπίσει
Και στο στόμα τη γεύση του να δροσίσει
Ροδόσταμο η γεύση που θα αφήσει η εσχάτη των λυγμών
Κλάμα
Κλαίμε
Κλαίω
Κλαίνε
Κλάψτε!
Κλαις;
Έκλαιγες;...
VIII
Λευκό πουκάμισο φόρεσαν οι μασκοφόροι κι από τα χνώτα τους
Καταλαβαίνεις
Πως οι Χαλδαίοι αναστήθηκαν
Έμαθαν γραφή και ανάγνωση στα σχολεία που οι Μύριοι τους κλείσανε
Και τώρα στη συναγωγή κινήσανε για να εκδικηθούν
Μορφωμένοι μέσα σ’ ένα όνειρο
Εσύναψαν εταιρεία για το εύκολο κέρδος
Πουλώντας πνεύμα και ηθική
Και τη σκάλα ανέβηκαν
Και ανέβηκαν ψηλά
Ώσπου από τα μάτια μας χάθηκαν
Αγγίξανε το στερέωμα του κόσμου και έγιναν κόκκος άμμου
Φύσηξε ο Αίολος και τους σκόρπισε στις εφτά θάλασσες
Κι από αυτούς έμεινε μόνο ένα παιδί να μας πολεμάει
Τη συνείδησή μας χτίζει και με λόγια ανίσχυρα τη ραπίζει
Καμιά συνταγή ή πανοπλία δεν τον φοβίζει...
Με το χαλκό που στο αμόνι θα ισιώσουμε
Θα σου αντισταθούμε
Κι αν όπλο έχεις πιο ισχυρό από τη θέληση, τότε
Θα σε ακολουθήσουμε μα πιο πριν στάσου για λίγο
Τον άρτο τον ευλόγησες μα από τον άρτο δεν δοκίμασες
Γιατί μας χλευάζεις απύθμενο πνεύμα;
Αλαφροίσκιωτε υποκριτή
Θα σου αντισταθούμε χαλκευμένη υπόσχεση
Τη ζωή του μέλλοντος αιώνος προσδοκούμε
Σ’ αυτή πιστεύουμε, γι’ αυτή παλεύουμε
Κι όμως ακόμα δεν τη ζούμε...
Ποια ζωή ζούμε;
Για ποια ζωή θέλεις να ζούμε;
Γιε του Χαλδαίου, τύραννε
Και σκλάβε της πειθούς
Με γόρδιο δεσμό μας έχεις δέσει...
Σ’ εκείνα τα χρόνια τα σκοτεινά μετά τη γέννησή σου
Μας έγινες συνείδηση
Ύλη δεμένη με την ύλη
Ψυχή φτιαγμένη από τη ψυχή
Μα αυτή ακόμη η ανθρώπινη συνείδηση και σε σένα δόθηκε
Μπορεί να κρύφτηκε στην ύλη μα από την ύλη δεν προήλθε
Κι είναι κτήμα μας ... και προϋπάρχει
Και μεταδίδεται
Το μάτι που αντιλαμβάνεται πως βλέπει
Κοιτάζει
Έχει ταυτότητα
Και ανασηκώνεται
Στην πόλη που ονόμασε]
Ανατομία μιας ζωής
Απομακρύνθηκε από το παράθυρο και κοίταξε γύρω στο δωμάτιο
Καθόταν η ίδια εκεί πέρα
Υποτίθεται πως δεν είχε επιστρέψει
Στέκεται σκυμμένη, με το κεφάλι της να γέρνει ελαφρά προς τα αριστερά
Έδινε την εντύπωση ανθρώπου μπροστά στον οποίο η παρουσία άλλων ήταν περιττή
Ήξερε, φυσικά, ότι η στάση αυτή αποκάλυπτε ένα άλλο, απαγορευμένο πρόσωπο
Κάτι σαν έλλειψη ζωής πάντα έλαμπε στο μοναδικό διαπεραστικό της βλέμμα σαν να απέδιδε το χρέος της με φροντίδα και προσοχή σε μικρά διαλείμματα
Έτσι καθώς ήταν αποκοιμισμένη έδειχνε σε τόσο κοντινή απόσταση ένα φαινομενικά ιδιαίτερο και ακριβό ένστικτο να καταπνίξει την επιθυμία να αφεθεί σε τόσο βαθύ ύπνο
Είχε ήδη αντιμετωπίσει το θάνατο ως μία υγιή δημιουργική απόσταση ανάμεσα σ' αυτήν και τη νεκρή εκδοχή της
Ένας κόλπος ανοιχτός μόνο στη μητέρα της ...
Με πολύ σιγανή φωνή
Με μεγάλα βήματα
Με τον κόμπο στο στομάχι από προτάσεις και λέξεις ασύνδετες μεταξύ τους
Παλεύοντας να πάρει ανάσα, παρά τους μαύρους κύκλους, σε λιγάκι επρόκειτο να υποκύψει σ' αυτό το οποίο αποκάλεσε "θυμός που δεν έχεις εκφράσει"
Ένα τόσο εφιαλτικό φως υστερεί από μια μικρή παύση σε κομμάτια από τους φόβους και τις φαντασιώσεις όσων είχαν πραγματοποιηθεί και όλα ήσαν ξένα μεταξύ τους
Σε αυτή την τελευταία ανάμνηση η ευχάριστη ζεστασιά του ήλιου εξαφανίστηκε και μετατράπηκε σε κάτι ερεθιστικά βίαιο και σκληρό
Χωρίς να συνειδητοποιεί τι έχει κάνει πριν ακόμη ανταλλάξει έστω και μια κουβέντα, ένιωσε μικρή και ατημέλητη και περιττή με μια μπερδεμένη έκφραση στο πρόσωπό της
Διαδίδεται πως οι άνθρωποι μαζεύονταν κατά ζεύγη κι ύστερα χάθηκαν από το προσκήνιο αφήνοντας πίσω τους βαριά σιωπή ... έχοντας παραμείνει στα ουσιώδη από τα υπολείμματα του χέρσου που απειλούσε ανά πάσα στιγμή να βγει και πάλι στην επιφάνεια
Αγάπη Είναι
θα ήταν παράξενο, αν μετά από τη μέρα που συνέβη το γεγονός ήταν τα δικά του αισθήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει κι όχι οι πέτρινοι τοίχοι
Θα περνούσαν χρόνια ώσπου γι’ αυτή την οποία αφορούσε αυτή η ιστορία θα έπρεπε να προσπαθήσει να μην αισθάνεται αυτό το επαναλαμβανόμενο άγχος
Να νιώθει ένα παγωμένο χέρι να του σφίγγει την καρδιά
Φυσικά αν σκεφτόταν κανείς σε τι τον είχαν υποβάλει η υπερηφάνειά του κι η ηδονή της κατάκτησης μέχρι εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό, που είχαν αντικατασταθεί από την καταπίεση και το άγχος, θα τον κυνηγούσαν όπου ξεδιπλωνόταν όλος αυτός ο αμέριστος θαυμασμός και τώρα όλη αυτή η αφέλεια
Περίμενε ανυπόμονα τις εκφράσεις αποδοχής, την αναγνώριση για όποιον επισκεπτόταν την Ιερουσαλήμ κι εξυπηρετούσε πράγματι το σκοπό του
Υπήρχε μια σαββατιάτικη σιωπή στη φύση καθώς ανάσαινε τον καθαρό αέρα με τις προλήψεις των υποτιθέμενων λογικών ανθρώπων που τον γέμιζαν με τη λάμψη της προσμονής
Είναι αλήθεια, ένιωθε πάντα σε μια σχετική ασημαντότητα την αμυδρή υποψία ότι υπήρξε μάρτυρας αυτού του σπάνιου χαρίσματος ,της απόλυτης γνώσης του πότε να μιλήσει, πότε να παραμείνει σιωπηλός, καθώς και της ακριβής αντίληψης του απαραίτητου βαθμού ζεστασιάς
Κανείς δεν πείστηκε πως για ακόμη μία φορά θα είχε την ικανότητα να απολαύσει την εξαγνιστική αίσθηση ότι ήταν "κι αυτός εκεί"
Ως συνήθως, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό κάθε αόρατης λεπτομέρειας τόσο οικείας όσο αναλογιζόταν τα γεγονότα κι έσκυβε βαριά πάνω τους παρ' όλο που έμεινε ενώ ήξερε, όπως και κάθε άλλος
Οι φωτογραφίες των νεκρών έπρεπε να μείνουν χωρίς να χρειαστεί να δει τα μάτια της
Οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου ήταν χαραγμένες αφού όλα είχαν καταρρεύσει και τα ψηλά παράθυρα και τα βαριά έπιπλα δημιουργούσαν μια κατανυκτική, μυστηριώδη ατμόσφαιρα
Τίποτε όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί εκείνη την τελευταία στιγμή με διαφορετικό τρόπο έτσι ώστε να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του ή η ταυτότητά της ενώ εισχωρούσε στον προσωπικό της χώρο που τον ανάγκασε να συνεχίσει, να επιμείνει στις δειλές του προσπάθειες
Επειδή τα μάτια της ήταν κλειστά …
Στο μοναδικό διαπεραστικό τους βλέμμα είχε αισθανθεί σαν ζεματισμένος και ιδιαίτερα μεγάλος
Η αλήθεια όμως ήταν ότι για πρώτη φορά, επέτρεπε τώρα στον εαυτό του να την κοιτάξει από κοντά, ενώ αυτή νομίζει ότι κοιμάται σαν να ήταν αυτή και το σώμα της δύο διαφορετικές οντότητες
Τώρα, έτσι καθώς ήταν αποκοιμισμένη, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως έδινε διέξοδο σε όλα τα συναισθήματα θυμού που έτρεφε απέναντί του
Αυτά όμως δεν ήταν παρά ιστορίες φολκλόρ, που είχε κατασκευάσει μία υγιή δημιουργική απόσταση ανάμεσα σ' αυτόν και το νεκρό
Κάθε φορά που βρισκόταν μπροστά στο θάνατο, ένα πέπλο κατέβαινε σ' αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε "οι συναισθηματικοί του αδένες"
Όλα ήταν τυλιγμένα σε μια πάχνη ονείρου και, παρ' όλο που ένιωθε ότι τα μέλη του δεν του ανήκαν, ήταν το δικό του χέρι αυτό το οποίο έκλεισε την πόρτα και τα δικά του πόδια αυτά τα οποία τον οδήγησαν έξω από το δωμάτιο
Πελασγός
Σαν καλός ποιμένας αρθρώνω ικεσίες γονυπετής
Φρονώ ό,τι δεν πιστεύω παρότι γνωρίζω πως η πίστης σώζει
Νοσταλγώ τους χαμένους ορίζοντες που δεν θα ιδώ ξανά ποτέ
Η κίνηση της περιοχής των μηρών μου ... ρυθμίζεται από ενοχές
Γλύφω ό,τι ξεραίνεται ακολουθώντας μια χαλκευμένη δοξασία
Θαύματα εκ θαυμάτων γινόμενα και μη αίρονται
Να σώσω το δέρμα μου
Στα χέρια μου έπεσε μια γραφή από τους Χετταίους καμωμένη με πηλό και σφήνα
Ένας λαός αχώνευτος και ξεπεσμένος σε υπό επίπεδα ωνητών αξιωμάτων
Ακολουθούν επί σκοπών αναπόδεικτες εικασίες
Κάπως έτσι θαρρώ ότι νοιάζομαι και για σένα
Τα ίχνη σου λαξεύω στις πέτρες σε χρόνους σφαιρικούς
Πλίθινα πλήθυνα αυτόφυτα αναδυόμενες σκέψεις
Στην αυγή της παρακμής του γένους μου
Η Αρετή, ο έρωτας και το καταστροφικό μας ένστικτο γκρεμίζονται
Αρματολός και ξανά κλέφτης
Εχθρός του συστήματος και εραστής του συνάμα
Ό,τι γνώριζα κατέρρευσε και η ανάγκη για μια νέα μυθολογία ατροφεί
Τι δύναται να κρατήσει το βάρος του μυαλού μου;
Μια νέα θυσία;
Μια ανθρωποθυσία ίσως;
Ένα εύλογο ερώτημα
Ή ένα μπουκάλι κρασί Πομάρ από τη Βουργουνδία βορειανατολικά της γης των Κελτών
Ό,τι ψήνεται για δέκα χρόνια έχει γεύση αλλά όχι διάρκεια
Έχει μνήμη αλλά όχι υφή
Έχει λόγο αλλά όχι ύπαρξη
Κι έτσι ευνουχισμένοι κρατώντας λαμπάδες στη γιορτή μιλώντας Ετρουσκικά
Μυούμαστε στην φυλή των Αθηναίων ... σαν ραπανάκια
Αλλά δεν είμαστε Έλληνες κι ας ζούμε στο φέουδό τους
Απλοί στρατιώτες είμαστε με δολοφονικά ένστικτα ...
Κι έπειτα μας περιμένει η μετάνοια και ο φόβος του ξεριζωμού
Προτού βρεθώ στον παράδεισο θα περάσω από την κόλαση ...
Έπειτα μου δίνετε τα υφάσματα ...
Lindheim
Πίστεψα ότι πεθαίνω το φθινόπωρο του 1987
Στην πραγματικότητα, προσπαθώ να πω πως ήθελα να πεθάνω
Δίχως να μου δημιουργηθεί εκείνη η αίσθηση της προσδοκίας και της συνενοχής που πάντα ένιωθα, ενώ όλοι βρίσκονταν σε κατάσταση αγωνίας ...κανείς δεν μου έδωσε σημασία
Αφομοίωσα αστραπιαία κι όλες τις άλλες χειρονομίες, εκφράσεις και αναφωνήσεις που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι πάντες καμωμένοι ότι δήθεν η όλη ιστορία ήταν ένα διασκεδαστικό αστείο, μια προσωρινή παύση των διαδικασιών της ζωής και μια βεβαιότητα ότι όλα τα σημαντικά πράγματα συμβαίνουν κάπου πολύ μακριά
Η αμετακίνητη τάξη των πραγμάτων δεν έπρεπε να διαταραχθεί από την εισβολή του φορτικού θανάτου στην έλλειψη ακρίβειας
Εκείνη περνάει από χέρι σε χέρι με αστραπιαία ταχύτητα σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς
Αυτό υπήρξε και μια από τις αιτίες να διακοπεί στο αποκορύφωμα της τρυφερότητας το όποιο γόητρό τους
«Σας παρακαλώ, πείτε του κάτι· σας παρακαλώ, αγγίξτε τον»
Ο ουρανός γίνηκε στάχτη
Μακρόσυρτοι θρήνοι ατμομηχανών βουίζουν στα αυτιά μου
Μου μένει μόνο η μυρωδιά του σταθμού και της καπνιάς
Κι άλλος ένας μακρύς ύπνος, ίσως
Αφού δεν είχα συλλογιστεί ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς
Ενώ εγώ πονούσα
Η ηδονή είναι η κατάπαυση του πόνου
Κι άνοιξα τα μάτια
«Εσύ είσαι ο Κρίνο, έτσι σε φωνάζουν όλοι. Κι εγώ είμαι η Κάσα. Η γυναίκα σου. Με αναγνωρίζεις;»
Επειδή εγώ είμαι κομμάτι της προσωπικής σου ιστορίας κι οι κόρες μου είναι σάρκα από τη σάρκα σου
Δεν ένιωθα καν ομίχλη, αλλά, πώς να το πω, απάθεια
Ή μήπως λέγεται αταραξία
Λιντχαιμ Οκτώβριος 1987
Espumateque
Η οδός Μετριοπάθειας, ανάμεσα στην πλατεία Ανορεξίας και την αποβάθρα του Στείρου, κρύβει κάποια παλιά αρχοντικά που, χάρη σε αρχιτέκτονες και διακοσμητές, ξαναζούν παλιά μεγαλεία
Η Αγάπη αγαπούσε τη σιωπή. Της ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί ν' ακούει ακόμα τη βαριά, τραχιά φωνή του λιγομίλητου, καλοσυνάτου Τζόγου, με τον οποίο, σε τακτές ώρες κάθε μέρα, επέμενε να κουβεντιάζει ασταμάτητα
Μόνο οι Ρομαντικοί θα είχαν αντίθετη γνώμη, αν διέθεταν νοημοσύνη, μέσα από το σιωπηλό διαλογισμό τους, τώρα όμως πρόβαλλαν ως αντίλογο μόνο τα επιδεικτικά χασμουρητά της επιδοκιμασίας τους
Αντιγύριζε τις ματιές τους και, όταν συνέβαινε να μιλάει μονάχη της μεγαλόφωνα, τα απύθμενα σιωπηλά μάτια της πετούσαν επίμονες σκοτεινές λάμψεις, που άξιζαν περισσότερο από οποιαδήποτε έναρθρη απάντηση
Η Πλήξη είχε υιοθετήσει τη συνήθεια να την κοιτάζει αφ' υψηλού, να προσποιείται πως δεν την αναγνωρίζει, κι ακόμα, παρά την τόσο απλή κι ελάχιστα κοινωνική φύση της, να φτάνει στο ακραίο σημείο να υπαινίσσεται πως την σνομπάρει
Μέσα στη σιγαλιά του σαλονιού της ή απομονωμένη στο άδυτο της κάμαράς της, η Αγάπη κουβέντιαζε με τον αόρατο εραστή της ... το μαύρο αφεντικό, ακολουθώντας τους ήδη πεπατημένους χάρτες ακόμα πιο μόνιμα ή και για πάντα
Η εφαρμογή του κανόνα δεν επιδεχόταν εξαιρέσεις
Θα έλεγε κανείς ότι δε θα ξανάβλεπε το κατώφλι της πόρτας, εκτός αν γινόταν κάποιο θαύμα ή αν εκδήλωνε έμπρακτη μετάνοια για την αποκοτιά του κομίζοντας χρυσό, λιβάνι και μύρο ή οποιοδήποτε άλλο δαπανηρό "συγχωροχάρτι"
Καθισμένη μπροστά στο τραπέζι κι ενώ άρχιζε ν' ανακατεύει και να κόβει τα χαρτιά για την καθιερωμένη πασιέντσα της, η Αγάπη ένιωθε να την παρατηρεί το πρόσωπο του πίνακα που ήταν κρεμασμένος στην αριστερή μεριά του απέναντι τοίχου
Δε χρειαζόταν να σηκώσει τα μάτια για να δει πως αυτήν κοιτούσαν τα μάτια που υπήρξαν, που ήταν, δικά της
Τα σχήματα, τα χρώματα, τα χαρακτηριστικά, οι γραμμές του αρχοντικού της προσώπου, απηχούσαν μια ζωντανή κι επίμονη νεανικότητα ή κάτι ακόμα πιο μυστηριώδες που σε κάποια έργα θα μπορούσαν να περάσουν γι' αφηρημένα, καθώς από την τρυφερή σάρκα και τα εκφραστικά πρόσωπα κρατούσαν μόνο κάτι που θύμιζε παρανάλωμα του πνεύματος
Η Αγάπη αψηφούσε αυτή την αίσθηση κι αντλούσε την πεποίθηση από αυτό που βίωνε με τρόπο φυσικό]
Mondo '77
Υπό τον ίσκιο της πικροδάφνης στον πίσω κήπο του μεγαλοπρεπούς αυτού οίκου, η ύλη του οποίου είναι αφιερωμένη στις δραστηριότητες της υψηλής κοινωνίας και του καλλιτεχνικού κόσμου, χτένιζε τη λιακάδα, στο περιεχόμενο ενός ψηλού ποτηριού με ξανθά μαλλιά, με εμφανώς ενοχλημένο και επιτιμητικό ύφος
Αν και καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να υποχρεώνεις έναν καλό άνθρωπο να φορτωθεί τέτοιο βάρος στη συνείδησή του έβγαλε ένα επιφώνημα απογοήτευσης ξεσκονίζοντας τα ρούχα της
Εννοώ δηλαδή πως ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον εάν γνώριζες τις περιστάσεις που οδηγούν σε μια παρακινδυνευμένη επιλογή που δεν προτιμάται γενικώς
Μια πάντα ευπρόσδεκτη αίσθηση κοσμιότητας απέτρεψε ο αναστεναγμός της αν και πολλές φορές είχε αισθανθεί κι αυτή κάτι παρόμοιο αφού αντιμετώπιζε τα καθήκοντά της με πραγματικό ενδιαφέρον
Στο τέλος αυτού του διαστήματος μια μικρή αλλά αξιοπρόσεκτη πομπή προηγείτο καλοπροαίρετα της σκιάς της προσκομίζοντας νέα δώρα για να τη δελεάσουν να μην αρκεστεί σε έναν αυστηρά διακοσμητικό ρόλο
Με το ένστικτο που προειδοποιεί, για το οποίο κανονικά θα έπρεπε να ντρέπεται, όλους τους ασκόπως περιφερόμενους με ένα απροσδιόριστο βλέμμα καλοκαγαθίας, μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι είχε συνειδητοποιήσει πως η ώρα να μοιραστεί μια αμιγή αθωότητα με εκείνο το ευγενές ζωντανό πάθος, που με τόση φιλοπονία προκειμένου να κερδίσει το αστραφτερό τρόπαιο ποθούσε διακαώς μια θέση στο πάνθεον των διασήμων, παρέμενε με λιγοστές και απλές φιλοδοξίες
Ήξερε την έννοια της λέξης σεβασμός και χαμογέλασε συγκαταβατικά στα σαρκαστικά σχόλια περί της σφαιρικότητας του επιμεμπτού σε ένα αφηρημένο νεύμα με χαρακτηριστικά που απέπνεαν κύρος για να τα αναπολεί διασκεδαστικά η μνήμη και του άλλου ενώπιόν της
Εν ολίγοις, για έναν άνθρωπο που, για το καλό όλων, ουδέποτε θα έπρεπε να είχε μάθει να γράφει και που, εφ' όσον κατείχε ατυχώς το χάρισμα τούτο μου ζήτησε να προσπαθήσω ν' ανακαλύψω κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση που υπεδείκνυε με τεντωμένο δάχτυλο για να προκαλέσει μια σύσπαση δυσαρέσκειας στο πρόσωπό μου, εξακολουθούσε να φαίνεται εκτός τόπου ωστόσο κατάφερνε να φαίνεται και να συμπεριφέρεται έτσι αποτελώντας ένα διαρκές μυστήριο για όλους τους γύρω της
Ακροπατώντας αμέριμνα επιμελώς μια εκ πεποιθήσεως υγιεινιστής ακροβάτης απομακρύνθηκε αθόρυβα
Είχε επανέλθει στον ήρεμο, δυναμικό εαυτό της ξανά
Μια ελαφριά αύρα έφερε μαζί της το άρωμα λουλουδιών της άνοιξης
Ένας οξυδερκής παρατηρητής θα είχε διαγνώσει πίσω από την κίνηση αυτή μια αμυντική διάθεση στην οποία είχε εξασκηθεί από τότε που έκλεινε τα δεκάξι της χρόνια
Ουδέποτε μου πέρασε τέτοιο πράγμα από το μυαλό στην προκειμένη περίπτωση όμως έκρινε ότι θα ήταν σφάλμα να παρεκβεί από το κυρίως θέμα
Πολλοί άνθρωποι συστήνουν τη γνωστή μας αμμωνία για την αντιμετώπιση του τσιμπήματος από σφήκα ως θεραπεία σε ένα στιγμιαίο, γρήγορο, πικρό μειδίαμα, από εκείνα που δεν προμηνύουν τίποτε καλό
"Λέω, γιατί να του πούμε κάτι που δεν αληθεύει;"
Η εγγενής ευθυκρισία λειτουργεί έστω και την τελευταία στιγμή
Η φύση ολόκληρη σιωπούσε κι αφουγκραζόταν λες και όλα τα πλάσματα ήξεραν πως η μοίρα της ήταν αδιαφόρως απασχολημένη με εκείνο το αίσθημα ικανοποίησης ότι έχει βγάλει ωραίο πράγμα ...
Και κατευθύνθηκε προς το ροδώνα
Μπαουντολίνο
Με περιτριγυρίζουν λύκοι ατάιστοι επίτηδες για να λυσσάξουν
Φονιάδες με κοφτερά δόντια και μάτια κόκκινα που γυαλίζουν, γρυλίζουν πεινασμένοι
Αιμορραγούν, καθώς η καρδιά τους σφίγγεται και δονείται
Θα μπορούσα να τους ταίζω τις πικρές μνήμες μου αλλά πάλι θα έσταζε αίμα...
Οι αυτουργοί του αποτροπιασμού δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν
Κάποιο μεγαλείο, έρμαιο των δολοπλοκιών του προαναφερθέντος εγκλήματος παρά την αγάπη του για την αλήθεια δεν αναρωτήθηκε ποτέ αν οι λύκοι μου ήταν αθώοι, αλλά αν ήταν ένοχοι και μέχρι ποίου σημείου
Οι ομολογίες που απέσπασαν από τους κρατούμενους οι δήμιοι μου ήσαν όλα όσα αυτοί απεχθάνονταν σε μένα]
I Want You
Αγαπημένη μου η καρδιά μου πάει να σπάσει
Κυριεύεις το μυαλό μου με τη μορφή σου
Και ξέρω πως αυτό είναι πολύ μεγάλο για μένα
Σε θέλω
Έχω μια εικόνα σου να γδύνεσαι ή να σε γδύνω στο μισοσκόταδο
Να σε λατρεύω σαν μια γεύση που λιώνει αργά στο στόμα και επιτίθεται στη γλώσσα
Σε θέλω
Φοβάμαι ότι τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει από το να σε θέλω
Ξέροντας ότι δεν είσαι εδώ … αλλά εκεί και κάνεις τα πράγματα που σημαίνουν κάτι για κάποιον άλλον
Όμως εγώ αγάπη μου … είμαι εδώ για σένα όλες αυτές τις στιγμές
Και σε θέλω περισσότερο από ό,τι η γη τον ήλιο για να ζήσει
Με όλη τη δύναμη της ψυχής που η καρδιά μου προστάζει
Κάθε βράδυ ξαπλώνω και σε ονειρεύομαι
Σε θέλω μόλις ξυπνήσω και ανοίξω τα μάτια μου για να δω … εσένα
Το ξέρω πως υπήρξαν στιγμές που μοίραζες την αγάπη σου στα άστρα
Ένα βράδυ προσευχόμουν στον ουρανό και σε είδα να πέφτεις
Σαν την πιο κρυφή επιθυμία που κλείστηκε στο σύμπαν περιμένοντας αυτή τη διαδρομή
Μια ευχή έκανα να σε θέλω
Κι ύστερα φάνηκες εκείνο το πρωινό που δεν θέλω να ξεχάσω
Πέρασα χρόνια να κοιτάζω τα χείλη σου να ροδοκοκκινίζουν και να αλλάζουν σχήμα
Όταν μου χαμογέλασες κι εγώ ένοιωσα αμήχανα και
Δεν πρόφτασα να σου πω «Σε θέλω»
Το ψιθύρισα ελπίζοντας πως εσύ … πρέπει να ξέρεις
Σε θέλω
Ακούω τη φωνή σου με κλειστά τα μάτια και ταξιδεύω σε έναν τόπο που θα ήμαστε μαζί ελεύθεροι
Σε μια πόλη που θα φτιάξεις εσύ για μας
Κι αυτό για μένα σημαίνει πολλά…
Γιατί σε θέλω περισσότερο από ό,τι ο ουρανός θέλει τη βροχή για να αγγίξει το χώμα
Κλείνω τα χέρια μου στο πρόσωπό μου
Διψάω για σένα
Θέλω να σου πω πως το να σε θέλω είναι αυτό που με κρατά από το να μην πεθάνω
Πως πιο πριν … περπατούσα στις μέρες άσκοπα και κρατιόμουν από τη συνήθεια
Γερνούσα
Ώσπου … σε άκουσα να μιλάς
Όλες μου οι αισθήσεις στράφηκαν προς τα εσένα
Δεν ντρέπομαι να σου πω ότι σαν σε κοίταξα … έκλαψα
Δεν σκέφτηκα ποτέ ξανά για δεύτερη φορά
Μου αρκούσε που είδα τα μάτια σου για να καταλάβω πως
Πάντα σε ήθελα
Θέλω εσένα και όλα τα άλλα είναι μια σπατάλη της ανάσας μου…
Θέλω εσένα και ξέρω πως δεν μπορώ να αντέξω άλλη στιγμή μακριά σου
Και στο λέω ακόμα μια φορά με τον ιδρώτα που με ενσταλάζει με δηλητήριο
Θέλω εσένα … μέχρι να με σκοτώσεις …
Κοίταξε μέσα στα μάτια μου και μέτρα με πόσους τρόπους ... σε στερούμαι ...
Καθώς τα νύχια μου γδέρνουν τους άδειους τοίχους ...
Broken Mirroring
Οι γραμμές στο χέρι μου πολλαπλασιάστηκαν
Κάτι θέλουν να πουν ή σιωπούν μέσα στην οδύνη της ανελικτικής πορείας
Όση περισσότερη σάρκα τους δώσεις τόσους χάρτες θα σου φτιάξουν
Συνήθως το χέρι μου έχει ένα κιτρινωπό χρώμα
Οι φλέβες που το διατρέχουν πασχίζουν να το κοκκινίσουν μα κάτι επιμένει να το χλομιάζει
Κοιτάζω τις γραμμές που ενώνονται, τέμνονται, ξεχωρίζουν κι ύστερα σβήνουν στην άκρη
Ποια μοίρα να δείχνουν;
Αγγίζω με το να χέρι το χέρι μου
Είναι ζεστό αλλού κι αλλού κρυώνει
Ο ήλιος το χει ρυτιδιάσει μα δεν πέρασε πολύς χρόνος από τότε που ήταν σαν βαμβάκι
Απαλό το δέρμα μου στην αφή και η μυρωδιά του μου θυμίζει κάτι έντονα
Σαν μια παλιά συνήθεια, τόσο γνώριμη μα τόσο νοσταλγική
Χθες έπιασα ένα ποτήρι γυάλινο και το έσφιξα με δύναμη
Ώσπου έσπασε
Κομμάτια γυαλιού έκοψαν τη χούφτα μου
Τα δάχτυλά μου γέμισαν με αίμα
Δοκίμασα να το γλύψω
Με έτσουξε μα η γεύση του ... μου ήταν οικεία
Τόσο γνώριμη μα τόσο νοσταλγική
........
Ανεβείτε στη σκηνή και πάρτε τις θέσεις που σας υπέδειξα
Εσείς δεσποινίς πλησιάστε τον κύριο Γ. και αγγίξτε τον απαλά με το χέρι στον ώμο
Κι εσείς κύριε γυρίστε και κοιτάξτε την με έκπληξη
Ναι ναι έτσι μπράβο
Σαν μια τυποποιημένη γκριμάτσα αυστηρότητας
Ισιώστε τώρα τη γραβάτα
........
Σκούρο βαθύ χρώμα μπογιατίζω τα μάτια μου
Βάλθηκα να τα βγάλω μάταια όμως γιατί επέμεναν να με κοιτάζουν
Ύστερα θα βάψω τα μάγουλά μου
Αυτή η διαδικασία της εγκοπής και της παράθεσης της χρηστικότητας με οδηγεί σε μια επίγνωση
Σαν την άχλη που κάλυψε τους αγρούς και τα φυτά δροσίστηκαν
Νοιώθω νέος μα δεν μου φαίνεται
Αποχρωματίστηκα
........
Έκτακτα, έκτακτα
Το κοινό θα κατενθουσιαστεί
Κι εσύ χρυσό μου ... όταν γελάσεις ... θυμήσου τι αντικρίζεις
Εκδόσεις «Καθρέφτης»
.........
Κάτι σαλεύει και με αρμέγει
Κάτι σαλεύει και με κουρεύει
Κάτι αρμέγει αυτόν που κουρεύει
Σαλεύει ... και με παλεύει
Εκδόσεις «Φάρσα Λειψών»
Η διάγνωσης]
Στο μυαλό του Τζων Μάλκοβιτς
Κάποια στιγμή θα κλείσω τα μάτια και θα αφεθώ στον ίλιγγο της αβύσσου που με ελκύει
Η δίνη της με περικλείει και μου ζητά να της παραδοθώ
Κοιτάζω κάτι σπασμένα αγγεία
Κάποτε ήταν γεμάτα λουλούδια και νερό
Ύστερα ράγισαν και μόνα τους έπεσαν, έσπασαν, τσάκισαν
Θέλω να κάνω ένα ταξίδι έξω από δω μα δεν τολμώ να το αποφασίσω
Διστάζω ή τραβιέμαι σε ψεύτικες μικροθυσίες μιας τάχα νέας εποχής που προσπαθώ να οραματιστώ
Ακούω ανάσες στα σκοτάδια
Βλέπω σκιές
Ο καθρέφτης μου γίνηκε κομμάτια και μόνος σύντροφος στην τύχη μου παραμένει ο πυλώνας της ΔΕΗ
Γελάς γιατί δεν ξέρεις
Αντιδράς χωρίς να ξηλώνεις τις ρωγμές που σε κρεμάνε στα άσπρα
Αν ζούσες στο Πέραμα, αν γινόσουν λίγο αυτό που οικτίρεις
Ίσως έπαυες να νοιώθεις λύπη
Ίσως μπορούσες να δεις πως το ηλεκτρικό φορτίο κουβαλά τη ζύμη για μια ανώτερη τροφή
Αρκεί να ενωθείς με το ρεύμα
Αρκεί να αφήσεις το δάχτυλό σου να πιάσει την πρίζα
Γυμνό κι ίσως μουσκεμένο
Έτσι θα έχεις επαφή και το σώμα σου θα γίνει διάκενο
Διαφανής είμαι μα οι τρύπες που έμεινες να κοιτάζεις είναι κάθε μία μπαγιάτικη σκέψη που έπεσε στο κενό
Κενόδοξο κενοτάφιο ειρμών χωρίς συνοχή
Ανοχή στην πάταξη της θέλησης ή το πως τράβηξα για μιαν Ιθάκη
Ποιο νησί και ποια αλήθεια θα με φιλοξενήσουν;
Κάποια στιγμή θα κλείσεις τα μάτια
Και θα αφεθείς στον ίλιγγο που σε ελκύει από παιδί
Η δίνη της αυτό κάθαρσης
Η παράδοση στην εξωλέμβια λήθη
Και θα δεις πως ο θάνατος δεν είναι παρά ένα παραδόπιστο κους – κους
Μια εξωσυζυγική σχέση
Μην τους ακούς
Προτού χαθείς, προτού πάψεις να γεύεσαι καρπούς και να εικάζεις τη γεύση
Προτού αρνηθείς το πικρό και προτιμήσεις το γλυκό
Στάσου μόνο για μια στιγμή
Και κάψε καθετί που σε θυμίζει
Μη μου προσδώσεις κι άλλο βάρος
Δεν αντέχω άλλο δράμα
Έχω μια οικογένεια να θρέψω
Και καθόλου χρόνο για παλιμπαιδισμό
Και άμα τύχει και λυγίσω
Θυμίσου ... κι εγώ παίδι σου είμαι
Στο μυαλό σου γεννήθηκα...
Αβραξάς
Στα βάθη της ψυχής μου λιμνάζει πηγμένο αίμα
Ένα έλος όπου κοχλάζουν εκδικητικές ύαινες σαν χίμαιρες
Η προσωρινή συμφιλίωση του θεϊκού με το σατανικό
Είμαι ένας τεράστιος συλλέκτης οσμών
Έχω την ικανότητα να τις μετατρέπω σε μνήμες με ένα τσακ
Ένας κομήτης που αστράφτει την Κυριακή
Σβήνω στην αρχή κάθε επόμενης μέρας
Όσες ώρες κι αν με γυρίσεις ανάποδα
Σαν ρυθμικές δονήσεις χωρίς κραδασμούς
Θα μου προκαλούν κοσμική αποστροφή
Χάσαμε την αθωότητα για ένα τίμημα που δεν λογαριάσαμε
Μα ήταν τόσο προφανές πως
Ο χρόνος είναι η πλάνη μας
Σε κοιτάζω στις παλιές φωτογραφίες και δεν σε αναγνωρίζω
Πριν λίγο άκουσα τα βήματα ενός παιδιού
Γύρισα και είδα μόνο μια θαμπάδα
Σαν κερί που ανάβει ... για μια ευχή
Ξεχύθηκαν οι λέξεις στα παρακείμενα ποτάμια
Πηγή του κακού
Τριγύρω από τις πληγές ... στήσανε χορό αρμάδες
Χαμένα κορμιά και χαμάληδες, ζοφερές σκοτίσεις επενδυμένες με τακτ
Συλλέγω οσμές τις Κυριακές
Τις μετατρέπω σε μνήμες
Κι έτσι τοποθετώ εσένα πάνω σε κόκκινες κασετίνες
Αφηρημένη τέχνη ...
Χωρίς λόγο και χωρίς λυχνία
Σου έδωσα την σκυτάλη για να κουρσέψεις τα πέλαγα
Και σε έντυσα με δειλινά για να μην κρυώσεις στις κατάρες
Τώρα εξατμίζεσαι ολόγυρά μου
Επιμένεις να με καταδιώκεις σαν ήρωας
Κι όμως θαρρείς πως έτσι ... τινάζεσαι σαν σκόνη από το πάτωμα
Εκεί που πατούσες κι εγώ έφτυνα για να λασπώσω το χώμα
Χτες σε είδα ξανά
Φούσκωνες μπαλόνια σωρό και φρόντιζες να σκάνε στα χέρια όσων τα πιάνανε
Είχα την επιθυμία να σε φροντίσω για λίγο
Σε ρώτησα]
A New Era
Δέσμιος των υλικών και της ακολασίας
Των αισθήσεων ο επηρμένος
Της λαγνείας ο κυνηγός κι ο κυνηγημένος
Ο άξεστος, ο αυτάρεσκος μαζί και ο αρεστός
Ονειρικός και χειμαρρώδης
Σαρκαστικός, ουτοπικός
Νάρκισσος κανονικός
Ο Άξιος της μοίρας του και ο μοιρολάτρης
Οσφυοκάμπτης
Αναχαιτιστής, οραματιστής
Ζωγράφος μα και ποιητής
Ουρανού και γης
Ορατών και αοράτων
Θαυμάτων και θυμάτων
Θυμητικός και συμπαρουσιαστής των ελιγμών της κόρης του ματιού
Χτίζω κάστρα, ιππότες χρίζω
Παίρνω ρόλους μοιράζω ρόλους, τους συντονίζω, σαν ζώο οσμίζω
Χειροκροτητής και εκπυρσοκροτητής γυμνών συνειδήσεων
Αναστέλλομαι διαστέλλομαι και αυτό σατιρίζομαι
Στο δρόμο έρπομαι
Κλείνω πόρτες ανοίγω πόρτες
Κι όλο εδώ αναλίσκομαι και ανακυκλώνομαι
Παθιάζομαι και αρμενίζω, συντηρώ εικόνες που
Κοιτάζω και δεν βλέπω
Έτσι σ’ αγγίζω και μετά μηδίζω
"Εγώ" γίνομαι μα κάτι άλλο θυμάμαι να ήμουν
Ωριμάζω γίνομαι
Γινώσκω και πέφτω
Ίπταμαι, ενίσταμαι και εξανίσταμαι
Δέρμα από τα φίδια ντύνομαι
Κι από κει…μόνο σε σένα αποκρίνομαι κι ανταποκρίνομαι
Τελειώνω εδώ τις εικασίες, τις πικρίες και τα παράδοξα συνθήματα
Κι όλους τους ανθρώπους μούμιες που νεκροί ως είναι με παράσιτα τρέφονται και θαρρούν πως ζουν
Δεν ζουν
Και καμένες λάμπες σωρό σπάζω, κι άλλες δεν ανάβω
Μόνο σε ένα χέρι δυνατό μπορώ να αφήνομαι
Πετάω ξανά
Για τη Βηρυτό το βάλα
Στο κατόπι μου μόνο μέλισσες με ακολουθούν κι αργοπορούν
Έτσι επίτηδες
Ώσπου να φτάσω, την άμμο που σε σκεπάζει διαβαίνω
Κι όταν πατήσω το πόδι μου στην άγια πόλη
Για σένα εγώ σωπαίνω …
Toy Soldier
Συνήθιζα να ερωτεύομαι υπόκωφες λέξεις μιας εσώτερης προβολής της ειρωνείας στην αρμονία, πριν ακριβώς το ξέσπασμα της άνοιξης, που φτερούγιζε σαν νεογνό πουλί στο μέσο μιας παράξενης συμφωνίας των ουρανών και της αγέλης των ρομαντικών σκιών που βρεχόταν σε ευλογημένες πηγές ατίθασα και στοχαστικά
Ρουφούσα τον αέρα αδηφάγα και σπαταλούσα την τελευταία μου ανάσα τραβώντας κουπί ταξιδευτής σε βάρκα χάρτινη, φουσκωμένη με όνειρα και ορέξεις ακόρεστες δια μέσω χαρμόσυνων ταλαντεύσεων και ανέκφραστων σπονδών προς τον Θεό που μου χάρισε … το ταξίδι
Γεμάτος ψευδαισθήσεις, με όχι ψεύτικες αισθήσεις μα υποσχέσεις για ένα θησαυρό άφαντο από των ματιών την άκρη, ρουθούνιζα σαν το ζώο που πεινασμένο αναζητά τροφή και όταν βρει το θήραμα … πρώτα το φοβίζει
Ακόνιζα τη σκέψη μου βουτώντας σε ασυμμετρίες και παροξυσμούς ενός λαβύρινθου που ανακάλυψα εκείνη τη μέρα που η δική μου Αριάδνη διάλεξε να εμφανιστεί μέσα σε μια γλυκιά πλάνη για να με προσκαλέσει να τον εξερευνήσω
Με χρώματα κι αρώματα του αναγκαστικού ύπνου μου βάφτισα την ελπίδα, εικόνες ζωγράφισα και έζησα με τη φαντασία, με όνειρα τη διάνθισα και μορφές και ποιήματα στοιχειοθέτησα την αρχή μου ... μα δεν ήξερα αυτό που προδίκαζα ήδη μέσα από τις ρύμες μου ... στο τέλος μου ... πως θα ‘ναι η αρχή μου...
.................
Παρεμβάλλονται οι στιγμές σαν δάκρυα στις κόρες των ματιών μου, όπου η ομίχλη απλώθηκε πυκνή ώσπου δεν έβλεπα που να πατήσω, κι άλλες φορές νόμιζα ότι κολυμπούσα στη θάλασσα, ένιωθα κοντά στην ακτή, αλλά δεν κατάφερνα να τη φτάσω μα κανείς δεν μ' έβλεπε και το ρεύμα με παρέσερνε μακριά. Υπήρξαν στιγμές που έκανα αποσπασματικές σκέψεις, βέβαιος ότι συνερχόμουν από βαθύ ύπνο, αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ κι ένιωθα το κεφάλι μου θολό, σαν να 'χα ξυπνήσει έπειτα από υπερβολικό πιοτό ή να χα πέσει πάνω σε τοίχο. Υπήρξαν κι άλλες στιγμές που μέσα από ένα παράθυρο περνούσε μια δέσμη φωτός, άνοιξη ολόγυρα άστραφτε στον αέρα και μέσα στους κάμπους αναγάλλιαζε κι εγώ έτρεχα σαν παιδί που το ξαμόλησαν στο ύπαιθρο σαν για να το ξεφορτωθούν ή για να το εγκαταλείψουν ... κι άγγιξα τους γκρεμούς και βούτηξα από τα ύψη ...
Τα φαντάσματα περνούσαν ολόγυρα, με άγγιζαν, κι έπειτα διαλύονταν αδιαφανή ωσάν την αμόλυντη αδελφή μου, την πίστη , όπου σχεδόν αθόρυβα, ξυπόλητη στην γκρίζα πόλη, κρεμιέται ξεφτισμένη σαν χαλί απ' τις προσόψεις, στολισμένη με χρυσάνθεμα ... σαν το τσίμπημα της βελόνας εμβολιασμένης το θανατηφόρο υγρό ... η θεραπεία δια του έρωτος
«Πολύ πνευματώδες, και αυτό είναι καλός οιωνός. Ξαπλώστε ξανά, ελάτε να σας βοηθήσω. Μου λέτε τι κάνατε μόλις τώρα;»
«Σήμερα το πρωί, χθες, πριν από δέκα χρόνια, είδα μια απαίσια φάτσα στον καθρέφτη»
«Αυτό είναι το λιγότερο, έπειτα από αυτό που έπαθες»
Ακολουθούν στιγμές μετατραυματικού σοκ που μοιάζουν με χιλιάδες βολτ να διαπερνούν το πετσί μου...δεν ξέρω ... δεν θυμάμαι ... δεν βλέπω ...
.................
Μυστικό κήρυγμα στο θρόνο του επιτάφιου θρήνου, τα δεσμά μου έσπασα μες το λαβύρινθο, εγώ που ταξίδεψα στο Παρίσι που ποτέ δεν έφτασα, εγώ ο ίδιος ο δραπέτης του Μαρανέλο που κυλίστηκα στη λάσπη και τη βροχή και ύμνησα και ύβρισα το Θεό που με διάλεξε για τούτο το μαρτύριο... εγώ ο ίδιος που είδα αυτά που είδα μέσα από μια φυλακή τώρα εγκατέλειψα ο ίδιος το κελί μου ...
Χαϊδεύω τα παιδιά και νοιώθω τη μυρωδιά τους, μην μπορώντας να την προσδιορίσω, εκτός του ότι είναι πολύ τρυφερή. Μου έρχεται μόνο στο νου το ότι υπάρχουν αρώματα δροσερά σαν τις σάρκες των παιδιών
Όμως, το κεφάλι μου δεν είναι αδειανό, μέσα του στριφογυρίζουν αναμνήσεις που δεν είναι δικές του
Ο κύρης του μ’ εξόρισε στα μισά του δρόμου ...
«Κι αυτό μου ακούγεται σαν φτιαχτή φράση»
Χρυσαλλίς Στιγμή
Μου ζήτησες νερό ένα απομεσήμερο
Από τις χούφτες μου έσκυψες να πιεις και το είδα ... ξεδίψασες
Έπιασες το χέρι μου και σε ακολούθησα χωρίς σκέψη στο διάβα σου
Από μικρή σου άρεσε να παρατηρείς το καθετί και πιο κάτω στάθηκες και κοίταξες τη βροχή
Μύριζε η γη από το άγιο μύρο και θαρρείς πως ... ήταν αγιασμός
Θέλησες να βαφτίσεις τη στιγμή και της χάρισες το άρωμά σου
Για κάθε λεπτό που ξεπροβάλλει ... κάθε στιγμή ... θα κουβαλά μια μυρωδιά
Παλεύεις με το χρόνο
Βελόνα και κλωστή γίνεσαι
Και υφαίνεις με το ρέλι ... όποιον το χρόνο φυλακίζει έξω από τη μουσική
Χορεύεις
Η Ήρα σε γέννησε και από τη μήτρα σου μπορεί να γεννηθεί ένας μικρός θεός
Αν το θελήσεις
Όπως θέλησες να βαφτίσεις τη στιγμή και της χάρισες ... το πάθημά σου
Για κάθε λεπτό που ξεπροβάλλει ... κάθε στιγμή ... μια ανάσα σε φέρνει πιο κοντά στη ζωή
Πότισες τα λιβάδια και έτρεξες ανάμεσα σε παπαρούνες και μαργαρίτες σωρό
Γελούσες και εγώ μπορούσα να δω πως ακόμα και αν δεν ήσουν παιδί ...
Ακόμα και αν δεν μπορούσες να πετάξεις
Ακόμα και έξω από τους χάρτες που δεν κατοικείς ... ήσουν εσύ ...
Η αστροφεγγιά σε χαϊδεύει
Ένα γλυκό φεγγάρι
Κάθε φορά που θα έρχεται η άνοιξη
Κι η γη θα γυρίζει ανάσκελα
Και θα ανοίγει τα πόδια της στον ήλιο για να τον υποδεχτεί στη μυστική συνουσία
Στην ουσία λίγο πιο κει...
Θα στέκεσαι θεριεμένη
Εικόνα γεμάτη από χορδές και βάλσαμο και ρόδα
Νυχτώνει
Κι οι πέτρες λύγισαν στο χώμα
Το χώμα μύρισε νοσταλγία
Κι η νοσταλγία μου φέρνει στη θύμηση εκείνη τη στιγμή
Που θέλησες να βαφτίσεις και της χάρισες το όνομά σου
Για κάθε λεπτό που ξεπροβάλλει ... κάθε στιγμή ... αυτή είναι η ταυτότητά σου
Τα Κόκκινα Γοβάκια
Σκέφτηκα ένα τραγούδι για μια ρόδα που γυρίζει ... χωρίς σταμάτημα
Ταξίδεψα στο χρόνο ανάμεσα σε στιγμές ... και κόμπους ... χωρίς εσένα
Σε κουβαλούσα πολύτιμο φυλακτό ... κι έτσι ήσουν μαζί μου
Κι έτσι μεγάλωσα και βρέθηκα σε κάποιο σημείο του ορίζοντα
Κι όλες αυτές τις μέρες που μέτρησα άγνωστη μεταξύ αγνώστων
Παγιδευμένη σε μια πορεία προς τη μουσική χωρίς χρώμα και τόνο
Σχετικά φιλόδοξη ...
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο
Διαβάζοντας ευαγγέλια και ευχές και ξορκίζοντας κατάρες και ενοχές
Έφτασα ως εδώ
Που μένεις σήμερα;
Κατοικώ στη γειτονιά των μεγάλων προσδοκιών
Τα βράδια ζωγραφίζω τον ήλιο και τα πρωινά τον κρεμάω στο παράθυρό μου να με φωτίζει
Γεύομαι τροφές χωρίς γεύση μα με ουσία ανέγγιχτη από τις νεότερες δοξασίες της γενιάς μου
Στην κακοκαιρία ντύνομαι με αναληθή δόγματα περιμένοντας την ύφεση
Στις ερωτήσεις αποκρίνομαι με δίκαια αντίστιξη
Κι όταν χαρίζομαι ... κοιτάζω ψηλά και χαμογελώ για να σβήσω με γλύκα τον πόνο της μοναξιάς
Πονάω, ασθενώ, εξασθενώ ... συλλογίζομαι
Υπάρχει ένας κόσμος που δεν σε πρόδωσε
Μα έφυγα πολύ πριν από κει
Δεν θα επιστρέψεις
Θα σε κρατήσω για λίγο και ...
Θα σου θυμίσω μόνο ... εκείνο το πάθος
Θα γίνω και πάλι βασίλισσα;
Πιάσε το χέρι μου και πρόσεξέ με....
Μόνο έτσι θα σου αποκαλύψω την καλά κρυμμένη από τους πολλούς... «μυστική δοξασία»
Τη γνώση εκείνη που συνειρμικά ... θα σε οδηγήσει πίσω ... σε σένα
.............
Ναι, γνώρισα καλά αυτόν τον άνθρωπο
Ήμουν μία απ΄ αυτούς, που σύχναζαν κατά τη διάρκεια της κατοχής στο απλό του διαμέρισμα , στη συνοικία Τερν
Σε αυτό το σημείο, ξανάρχεται στο μυαλό μου η έντονη παρουσία του, η ήρεμη δύναμη, ταυτόχρονα ήρεμη και καθησυχαστική , που ακτινοβολούσε απ΄ όλο του το είναι, τις στάσεις, τις χειρονομίες ... και τους τρόπους του
«Έχω ακόμα στ΄ αυτιά μου τη φωνή του. Αντηχεί και προκαλεί μέσα μου πάντα νέες δονήσεις. Μα πάνω απ΄ όλα, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου απέναντί του, να κοιταζόμαστε στα μάτια ,να βρίσκομαι αντιμέτωπη με την απαιτητική καλοσύνη του βλέμματός του . Απαιτητική, ναι ,μερικές φορές αποσβολωτική και χωρίς οίκτο. Φαινόταν να μαντεύει ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο υπήρχε μέσα μου, με το χαμόγελο του ανθρώπου, που γνωρίζει ... το παιδί που κουβαλούσα ...»
Neverland
Θα ρθει μια στιγμή που θα ξεγελάσεις τον εαυτό σου
Θα πεις ψέματα, χωρίς να αναρωτηθείς γιατί έπρεπε να φύγεις
Είσαι μια ψυχή εύθραυστη που μαθαίνει αργά ... μα σου αρέσει να μαθαίνεις
Σου αρέσει να παίζεις με τους διακόπτες
Ανοίγεις και κλείνεις τα φώτα
Μα κάποια στιγμή θα σπάσεις και θα γεμίσει ο χώρος από το άρωμα της βανίλιας που κουβαλάς στην ψυχή σου
Χρειάζεσαι αγάπη
Το ξέρεις πως όλα φτιάχνονται για να χαλάνε
Τα δίχτυα του ψαρά πιάνουν μεγάλα ψάρια μα δεν αντέχουν την μυρωδιά του αίματος
Τα κατάρτια του πλοίου σε ταξιδεύουν σε απάτητα νερά μα σκεβρώνουν μπροστά στο μεγαλείο της απώλειας της στεριάς
Μιλάς για μένα εσύ σαν να με ξέρεις από χθες
Γίνε γενναίος και άναψε ένα δαδί
Μια διαδρομή είναι ... μην την κάνεις στο σκοτάδι ...
Κανείς όρκος δεν θα ασχημύνει την παιδικότητά σου
Αυτό είναι ... ένα παραμύθι εύκαιρο για κάτι τέτοιες στιγμές
Το ήξερες πως τα παιδιά δεν γεννιούνται για να μεγαλώσουν
Γερνάνε μόνο όταν τους στερείς ... το λιβάδι
Τον ήλιο
Το χαμόγελό σου
Είπες]
Πλανήτης 1000
Για όλες εκείνες που ήρθαν για να ... φύγουν
Δεν μπόρεσαν να μείνουν γιατί δεν είχαν αυτή την πειθώ στο τίναγμα του χεριού τους
Γιατί όταν ανοιγόκλειναν τα μάτια δεν διέκρινες μέσα τους την καθαρότητα της ψυχής τους...
Παρά μόνο κάτι σκοτεινό και άρρωστο...πηγμένο αίμα
Κι όταν μιλούσαν δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα μάτια σου στα χείλη τους...
Κι όλο αφαιρούσουν στις σκιές του παρελθόντος
Για όλες εκείνες που ενώ ήρθαν ... είχαν ήδη φύγει
Η ίδια τους η αύρα φώτιζε μόνο την έξοδο
Κι αν τους έδινες μια ευκαιρία ... να παραμείνουν για λίγο ... θα διαπίστωνες πόσο χάσιμο χρόνου είναι να χαλιέσαι σε τέτοια άσκοπα επιχειρήματα
Κι αν επέμενες να τις μυρίσεις ... θα έκλεινες στο μυαλό σου πάντα μια μνήμη ... χωρίς μαγνήτες και ιδιότητες πάθους
Αλλά και για εκείνες που επιθυμούν να έλκουν συνεχώς την προσοχή των άλλων για να νιώθουν ασφάλεια, ενώ ένα άλλο τμήμα του εαυτού τους νιώθει να απειλείται από αυτή την προσοχή και επιθυμεί να το αφήσουν ήσυχο
Γι 'αυτές που οι αμυντικοί μηχανισμοί τους δεν φτιάχτηκαν για να τις προφυλάσσουν από το να αποκτήσουν επίγνωση των αντιφάσεων, των απογοητεύσεων και των απειλών τους αλλά για να καταστρέφουν και να διεκδικούν κατά βούληση από απληστία και ένα ένστικτο παρορμητικό
Γι' αυτές που επιθυμούν να ελέγχουν εαυτό και προσκείμενους...και αγνοούν μέσα στην αβρότητα της υποτιθέμενης ισορροπίας τους ... την ψύχωση που κρύβεται στην υποπροσωπικότητά τους
Για όλες εκείνες που δεν κατέλαβαν καμιά κυψέλη του μυαλού
Όλες εκείνες που θα τις ονομάσω ... οι γελοίοι έρωτες
Ανεπίκαιροι, μονοδιάστατοι, ατελείς και άτεχνοι
Άτολμοι, άχρωμοι και άτεκνοι
Άπνοοι
Χωρίς ψυχή
Χωρίς ταυτότητα
Οι γυναίκες ... για λίγο
Κι ύστερα ήρθες εσύ....
Σε μια στιγμή ... που ήμουν ήρεμος και άπλωνα τα χέρια
Μπήκες δυναμικά στο χώρο και επιβλήθηκες με τη μορφή σου
Κοφτερό μυαλό σαν λεπίδι
Κρατούσες το στόμα σου κλειστό όταν μιλούσα
Κι όταν μιλούσες κοιτούσα τα χείλια σου μόνο
Γιατί είχες κάτι να πεις ... και δεν συνδύαζες απλά χορδές και νότες για να βουίξουν τα αυτιά μου
Κράτησες τις αποστάσεις σου και φρόντισες να περιχαράξεις το χώρο σου για να προστατέψεις εσένα
Μου άνοιξες την πόρτα και μια μέρα με βροχή...που κρύωνα και γελούσα
Με πήρες στην αγκαλιά σου ... και με κράτησες εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα
Μπόρεσα να δω πως ... ένα έγκλημα πάθους θα μπορούσε να συντελεστεί ... ξανά
Ένοιωσα....σε ένοιωσα
Εκείνο το απόγευμα που με χάιδευες κι εγώ ... σε χάζευα
Άπλωσες το χέρι στο τζάμι και μου χάρισες ένα χρόνο ... ολοκληρωμένο
Τόσα χρόνια που αναρωτιόσουν γιατί...ήξερες πως ο δρόμος είναι μακρύς και πως την κατάλληλη στιγμή
Αυτή τη νύχτα
Θα εμφανιζόμουν ... όχι πια σαν σκιά...όχι πια σαν φαντασία ...
Αλλά με σάρκα και οστά
Με δίδαξες την επιθυμία να ανήκω ξανά κάπου
Μου έμαθες πως με τα χέρια του κανείς φτιάχνει χαρταετούς ... και με τα χέρια τους πετάει στον ουρανό
Μια μέρα φωτεινή ... με ήλιο ... και αέρα ταξιδιάρικο....
Τη μέρα που θέλεις να μοιραστείς ... εσένα με τον άλλον
Σαν το Σάββατο που σε πρωτοφίλησα ... στα χείλια ...
Ήξερα ότι θα κρατούσε μόνο τόσο...δεν ήλπιζα...
Κι έτσι έφυγες κι εσύ...
Γιατί από την αρχή δεν ήθελες να μείνεις...
Γιατί από την αρχή ... διαπραγματευόσουν και δεν ήθελες να πάρεις αυτό που αξίζεις
Γιατί έτσι προλαμβάνεις εσύ ...
Κιτς
Με την αρωγή της αρετής στα χέρια ενός λευκού και αθώου περιστεριού
Γεμάτος ιριδίζοντα χρώματα και εικόνες μιας εκ βαθέων διύλισης του υποκειμένου
Αγνάντεψα σε χρόνους δανεικούς σημαίες, φρούρια και κορμιά που πάλευαν να κατακτήσουν και να κατακτηθούν
Χόρτασα από τροφές ασήμαντες και ζοφερές για μια πατρίδα χωρίς νέφη και ουρανό
Ευλογημένο νερό βάφτισε τις ώρες στο λιμάνι των ευχών που πετούσα χαρταετό τις Κυριακές
Παρέα με πουλιά χιλιοταξιδεμένα πέταξα προς μια πορεία αλόγιστη, συλλογιζόμενη μόνο τα μέτρα και τις ροπές...σαν ταξίδι στις νότες
Όση γνώση κι αν σκορπίζεται στις παράκτιες ακτές δεν αφομοιώνεται μονομιάς παρά συλλέγεται σταλιά σταλιά
Χαλεποί οι καιροί και οι φίλοι μεγάλωσαν και έφυγαν σε άλλες γειτονιές
Κατοικούν σε σπίτια ψηλά, διώροφα γεμάτα δωμάτια αδειανά και τοίχους μωβ
Σαν τα όνειρα που εγκλωβίστηκαν τελικά στην ψυχή αφού ποτέ δεν ένοιωσαν τη γεύση του να τα ξεθυμάνεις...απωθημένα τα είπαν
Φυλακίστηκαν, και μέσα σε αυτές τις ντουλάπες με τα βαριά έπιπλα ... άρχισαν να σαπίζουν
Άλλαξαν οι νύχτες και φόρεσαν παλτά για να σκεπάσουν το κρύο της αδημονίας αλλά και της απελπισίας
Αν τίποτα δεν έχει νόημα τότε αφήστε τις καμπάνες να ηχήσουν πένθιμα για απόψε
Μα σαν τελειώσει το μοιρολόγι κατεβείτε ξανά στην πλατεία
Προτάξτε τα στήθη στον αέρα και με μάτια υγρά τραγουδήστε όλοι μαζί για κάποιες κουρτίνες από μετάξι που δεν καήκανε
Ποιος τρελός θα ακολουθήσει αυτή την ξέφρενη γιορτή;
Πήρα στα χέρια μου δυο φράουλες και δάγκωσα τη μία με λαιμαργία
Από μικρός ξεχώριζα τις γεύσεις σε αυτές που μυρίζουν και σε αυτές που πίπτουν
Όλα καταλήγουν σε ένα σωλήνα και από κει αποβάλλονται
Όσο πιο πολύ αργείς να χωνέψεις τόσο πιο πολύ επιβαρύνεσαι
Μα όσο πιο γρήγορα γευτείς τόσο πιο πολύ θα πεινάσεις
Μερικά κύτταρα του εγκεφάλου μου είναι που ελέγχουν τις αισθήσεις
Υπόταξα την καρδιά και έτσι τώρα μπόρεσα να δω κάτω απ’ την εικόνα
Κάποιοι βλέπουν ό,τι κοιτάζουν....και σιωπούν
Κάποιοι κοιτάζουν και αντιλαμβάνονται πως βλέπουν ... και ριγούν
Κάποιοι βλέπουν όταν κοιτάζουν και αυτό που στέκεται αντίκρυ τους το λένε ... εγώ
Οι τοίχοι του σπιτιού μου είναι άδειοι
Κατέβασα τα κάδρα και ξήλωσα τις μνήμες
Με τα χέρια μου έφτιαξα ένα κάμπο από χρυσά στάχυα
Μέσα εκεί τρέχω ανάμεσα σε γελαστά παιδιά
Γυρίζω ολόγυρα, κύκλους κάνω και πουθενά δεν φτάνω
Μονάχα, εδώ καρφωμένος από το τρεχαλητό κουράζομαι
Τι μένει, τι περιμένω και τι χρειάζομαι δεν με μέλλει πια
Χωρίς φραγμό με της γενιάς μου την κατάρα να ζω πέρα από τη στενωπό
Να βασιλέψω σε άδεια κάστρα και πολιτείες ρηχές όσο και πνιγμένες στα χρέη
Αδιέξοδα μα ανέξοδα τελικά ... αντιλήφθηκα πως
Το να ανήκεις κάπου ... υστερεί από το να μάθεις την αλήθεια
Μια ζωή ... και ένας θάνατος αργός...
Ψάρι είμαι και στο βυθό λογίζομαι
Στον αφρό βγήκα
Αφρόψαρο με είδες και άπλωσες τα δίχτυα
Στο λαιμό σου στάθηκα
Δεν με κατάπωσες μόνο με έφτυσες
Κι έτσι σκώρο φαγωμένο ... γεμάτο λέπια και γλοιώδη υφή
Στη μήτρα ξαναγύρισα
Καλύτερα βαθιά στα παγωμένα νερά να περιδιαβαίνω... παρά τροφή και έπειτα σκατά...
Πλους
Συλλήβδην η διάδοχος κατάσταση συσσωρεύει πλούτη στο γενικότερο πλαίσιο της υφαρπαγής της θλίψης
Ένας από τους κληρονόμους προσέβαλε την διαθήκη αγωνιώντας για της νεότητας τα απωλεσθέντα
Ως κυβερνήτης ξεκινά για τον πλου με το αερόστατο «self ego»
Χαρούμενος τα πράσινα λιβάδια αφήνει ξανά
Θάβει με τα χέρια του τις χορδές για να καλύψει τα νώτα του
Πιο πριν φοβόταν αν κάποιος εκεί που θα πατούσε … τα λέρωνε
Τώρα ενσκήπτει στα επερχόμενα πυρά του πυροβολικού από τα βάθη της ερήμου
Αυτά που ονομάζουν σύμφυρμα ορυκτών σωματιδίων
Και απογειώνεται
Παρακάτω περιγράφεται η είσοδος της άνοιξης στο αρξάμενον έτος]
Μαρμίτα
Κυνηγημένος από την αρετή μιας τάχα ενδεικτικής νιότης ή επιστροφής στην προγενέστερη κατάσταση ενός μικροαστικού αστεϊσμού ή μιας παρατυπίας ευπρεπισμού και καθωσπρεπισμού
Κομπάρσος σε αντιδραστήριο χωρίς εναντίωση στον δεσποτισμό και κάποιων συντηρητικών πεποιθήσεων κοινωνός
Οξειδωμένος από το μένος και την υποταγή στις κατευθυντήριες γραμμές των άνωθεν ελεγχόμενων στα εξόν συνετέθη που προσάπτουν άλλοθι στις εκκρεμότητές τους
Αποκτώ φήμη μιας τάχα χαλκέντερης ομοιοπάθειας
Μοιάζω στο δικό τους σώμα σαν εξωγενής επιπολασμός κατώτερου πληθυσμού χωρίς δημογραφική πολιτική ή αιφνίδια και δραματική επέκταση
Αποκτώ συνήθεια κι έτσι αποχαυνωμένος παύω να αντιλαμβάνομαι το διαφορετικό ως πηγή έμπνευσης και γνώσης αλλά ως κίνδυνο που παραβαίνει τους κανόνες και τα όρια του άγω και του φέρομαι
Κι έτσι αποκτώ κίτρινες γνώσεις…ψευτομαθαίνοντας ελληνικά ή μια γλώσσα ανίερων συμβόλων για να συνεννοούμαι
Αποκτώ την πλήρη γνώση του θέματος αγνοώντας την αρχή και το τέλος, κοιτάζοντας μόνο τους κόμπους μιας κλωστής που δεν ξετυλίγεται αλλά υφαίνεται αργά σε αυτόματο αργαλειό καλολαδωμένο από μυαλά χωρίς συνείδηση πέραν της γεωγραφίας του ξεχασμένου και του σκονισμένου χημικού εμπλουτισμού της φυσικής μετάπτωσης της αντιπαράθεσης
Κλέβω γιατί αντιδρώ με τη βάση και τους καταλύτες της διάσπασης των ευχών
Μαθαίνω το κουμπί ή το κόλπο που κρύβεται στους κληρονομικούς χαρακτήρες κι αυτή είναι μια αποκτηθείσα ικανότητα που όσο χαλκευμένη κι αν είναι η συνταγή του είναι πάντα θα λειτουργεί σαν την υπόφυση που βρίσκεται κάτω από τη φύση...για να προστατεύει όχι εμένα αλλά το δικαίωμά μου να αποκτώ ...χωρίς κόστος αγοράς ή κτήσης παρά ως κτητική παραγραφή το άλγος της επικεφαλίδας, της χρυσής προμετωπίδας και της άκρατης ονείρωξης του γένους των μύθων και τον πλαστών ονείρων
Ως άλλος εμβολοφόρος κινητήρας εσωτερικής καύσης διυλίζω τον κώνωπα με ένα κάποιο ξέσπασμα θυμού ως άλλη πυρηνική έκρηξη ή σύντηξη του αζώτου σε ένα συνονθύλευμα ερωτηματικών και αέριων αναγωγών σε πλήρη εξάρτηση με την συμπαντική ανορεξία ή τη στειρότητα μιας αφαίμαξης χωρίς οίστρο
Η σκέψη που συγκεντρώνω στη Αιγιαλεία ζώνη σαν δυνατή γροθιά, ένα ισχυρό ράπισμα, σαν κόλαφος ξαφνικά και βίαια ξεσπά, ακριβώς στη μέση, καταμεσής του μη τρωτού τρόμου, έχοντας συγκεκριμένη ελαφρά γεύση σκόρδου, και σε ένα πλατάγισμα των χειλιών με ένα τόνο μίσους απευθείας εκπνέει ένα ηχηρό φιλί στον αόριστο χρόνο
Αυτό το μέσο προσβολής ή πρόκλησης ακόρεστης σωματικής βλάβης, το ανώτερο όπλο, το εξοπλισμένο με συμβατικές κεφαλές εδάφους αέρος, το δικό μου φονικό όπλο είναι το μέσο άμυνας ή υπερίσχυσης στους αδυνάτους]
Καπέλα Σιστίνα
Χωρίσαμε στον προαύλιο χώρο της Καπέλα Σιστίνα
Την ακολούθησα με τα μάτια για όση ώρα η εικόνα της απομακρύνονταν
Σαν ίχνος που σβήνει, ένα κερί που τρεμοπαίζει ... πριν σβήσει και γίνει καπνός
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει καθώς ο αέρας άπλωνε στο πρόσωπό μου ένα δροσερό χέρι
Φορούσε μαύρο παλτό και τα καστανά μαλλιά της απλώνονταν πλούσια στους ώμους καλύπτοντας τον ψηλό της λαιμό
Στεκόμουν εκεί αποκαμωμένος
Αγκιστρωμένος σε ιδεαλιστικές αντισυλληπτικές προφυλάξεις και υπεραναλύσεις νοητικής σύλληψης μηνυμάτων που κατακλύζουν την μη πεπερασμένη μου εννοιοκρατία
Είχα μια θεμελιώδη αντίληψη για τον έρωτα από παιδί
Δημιούργησα τη δική μου υπεραξία σαν άλλος καπιταλιστής
Επένδυσα το αρχικό μου κεφάλαιο και απέκτησα ... τον πλούτο
Διάλεξα να τον καταθέσω στα χέρια της ... κι όχι να τον αποθησαυρίσω
Εμφανίστηκε μπροστά μου από το πουθενά
Πως σε λένε; Με ρώτησε
Νόρμαν αποκρίθηκα
Εσύ είσαι ο Νόρμαν που γι’ αυτόν κλαίνε τα πουλιά κι οι άγγελοι έπαψαν να πετούν;
Τι λες αξιοσέβαστε Πατέρα;
Νόρμαν, είπε η γέρικη μορφή του αρχιερέα
Χους εις χουν
Ανάμεσα σε μια στιγμή, την ίδια και την αυτήν, τη γέννηση και το θάνατο
Σαν τόξο
Τεντώνεται μια χορδή
Ξεμακραίνει για λίγο...καλύτερα εξοκείλει
Μια συχνότητα είναι που ταλαντώνεται
Εκεί εμφανίζεται ο μεγαλειώδης ουτοπισμός του έρωτα
Σαν μια εξώτερη ακμή στο κύκλοτρο, περιστρέφεται και όλο απομακρύνεται
Τα μάλλα απομακρύνεται τα μάλλα τεντώνεται...
Μα σαν επιστρέψει, με τη δύναμη της αδράνειας που συσσώρευσε, αντίδραση στη δράση
Δεν χαστουκίζει, δεν ραπίζει ...
Αλλά συντρίβει, κόκκαλα σπάζει
Μακάριε Πατέρα, γιατί σε μένα;
Ρυτιδιάζω...κι όμως το χέρι δεν απλώνω να την πιάσω
Θα απωλέσεις γιε μου...το κομμάτι σου...
Δεν υπάρχει απόσβεση σε αυτό το κεφάλαιο
Δεν υπάρχει σωτηρία και γαλήνη ξανά για την ψυχή σου
Θα καίγεσαι...
Είδες ένα όραμα του αυριανού κόσμου
Κάτι που έμοιαζε εξαιρετικού κάλλους, χάρμα οφθαλμών, σαν "οπτασία", σαν "ζωγραφιά”
Κι εσύ σαν μερικούς ακόμα από τους οραματιστές της εποχής εκείνης καταπιαστήκατε στα καταδικασμένα ουτοπιστικά σχέδια
Μα τώρα ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις
Ο πυρήνας σου φλέγεται...μα μόνος σου έστρεψες το βέλος σε σένα
Άδικη ποινή Πατέρα για ένα αληθινό ... συναίσθημα
Αγαπούσες την όμορφη εκδοχή σου...
Αγαπούσα να την μυρίζω...
Αγαπούσε να ενατενίζει την απολυτότητά της γι ’αυτό σε έτρωγε
Αγαπούσαμε τον έρωτα
Αγαπούσαν τα φαντάσματα
Και τώρα;
Ο ουρανός έγινε γκρι
Τα πλακάκια της αυλής του Ναού γέμισαν με ξεραμένα φύλλα
Το μυαλό ... είναι κολλημένο στις μνήμες του
Άλλη συγκίνηση δεν του επιτρέπει να τις απωθήσει
Αυτή είναι η αλήθεια Νόρμαν...δεν θα σβήσει ποτέ
Θα μάθεις να ζεις με την απώλεια του εαυτού σου
Θα την κουβαλάς
Κήδεψέ την και άφησέ την να αναπαυτεί, να ησυχάσει
Δώστης τόπο στο μαυσωλείο των συναισθηματικών εμμονών
Χάρισέ της την αθανασία στο κενοτάφιο των ανακαινισμένων θεμελίων σου
Σχετικοποίησέ την
Πες ... εκείνη, εκείνο τον καιρό, με εκείνες τις διαστάσεις ...
Μην περιμένεις καμία δικαίωση, κανένα λάφυρο ή αντάλλαγμα
Μην μπλέξεις ξανά τον Θεό σε αυτά
Ωρίμασε
Και γίνε ο άντρας που φοβόσουν να είσαι ...
Όχι χωρίς συναισθήματα
Όχι χωρίς ευθύνες
Μα με γνώση πως ... ο αγώνας του νάρκισσου να διατηρήσει την ομορφιά ... και να την επεκτείνει... ως άλλη μαζοχιστική διαίρεση, είναι μάταιος...αφού όλα διαρκούν μια στιγμή...ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο και είναι δικαίωμα και φυσικός νόμος ... να σε ακολουθήσουν οι επόμενες γενιές κι εσύ...εσύ φτωχό μου και μίζερο ανθρωπάκι να προσδοκάς ... ένα καθημερινό και ήπιο θάνατο … τη δική σου πτώση…
Ένα τέντωμα του τόξου ... ήταν
Μια ζαριά ... με έκταση υπερεκτιμημένη που διάλεξες να ρίξεις
Ανάμεσα στη ζωή ... και στο θάνατο
Και τώρα ... ζήσε με αυτό...στοίχειωσε και πέθανε
Ανοιγόκλεισα τα μάτια
Βράδιασε
Και το κρύο τρύπωσε στο πετσί μου
Τα τείχη που φυλάσσουν το ναό ... διαβαίνω
Οι καμπάνες ηχούν πένθιμα...
Νεκρώσιμη ακολουθία ή Εσπερινός;
Ακολούθησα τη σκιά σου ... και μες το σκοτάδι ...
Οι ρομαντικές φαντασιώσεις της νιότης μας ... έσβησαν ...
Αυτό διαφέρει από εκείνο που είχα οραματιστεί για το μέλλον ...
Αγία Αικατερίνη
Η αγάπη δεν είναι αρκετή
Σαν την τσαλακωμένη λαμαρίνα και το σπασμένο παρμπρίζ μετά από πολύνεκρο ατύχημα
Ακόμα και μέσα από την άμορφη μάζα ... παραμένει αυτοκίνητο
Σαν το άδειο μπουκάλι από το πιο γλυκά μεθυστικό άρωμα που έφτιαξε ποτέ άνθρωπος
Ακόμα κι αν το σπάσεις σε χίλια κομμάτια ... θα μυρίζει πάντα το ίδιο
Σαν την κινηματογραφική Αμελί Μελό
Αν και μεγάλωσε κι έγινε γυναίκα κι άπλωσε τη ματιά της στον κόσμο, παραμένει μέσα της το ίδιο παιδί
Και σαν τη γυναίκα την ορφανή
Που κόπηκε απ’ τις ρίζες της μικρή και παλεύει για μια ταυτότητα και όμως η μόνη ταυτότητα που έχει είναι ... κρυμμένη στην καρδιά της
Σαν τους καρπούς που ξεφλουδίστηκαν από το κέλυφος για να φαγωθούν
Και μας αποκάλυψαν την υπέροχη γεύση τους ... χαϊδεύοντας τον ουρανίσκο
Και σαν το νερό της βροχής που εξατμίστηκε στην επιφάνεια της γης από τον ήλιο
Κι όμως...πάλι νερό θα γίνει ... και θα ξαναγίνει
Ο κύκλος δεν σπάζει ...
Βαστάζει
Κι είναι πέρα από μένα και σένα και τις δυνάμεις σου
Λες πως η αγάπη μου δεν είναι αρκετή
Για τον ένα ή τον άλλο λόγο
Προφασίζεσαι τις ύστερες μνήμες, τις προφάσεις αμαρτίας
Κρατάς στη συλλογή σου τα γραμματόσημα που σε βολεύουν
Κι ας μην έχουν καμιά αξία παρά μόνο αυτή που ο πόνος σού προστάζει
Ίσως έτσι να μπορέσεις να ταιριάξεις την εικόνα μου
Τι λες;
Ανόητη!
Συνεχίζεις έναν μάταιο αγώνα για να πείσεις και να πειστείς
Ότι για όλα τα καλά που σου δίνονται θα έπρεπε να πληρώσεις κάποιο τίμημα
Πως είμαι πολύ καλός για να είμαι αληθινός
Κι όμως το μόνο τίμημα που διάλεξες να πληρώσεις
Είναι ο κατακερματισμός της αλήθειας
Το σκορποχώρι μας
Σε ποιο ψέμα τελικά ζεις;
Γιατί παραμένεις σε αφασία;
Θυμάσαι ... «μαζί σου ή όλα ή τίποτα»
Γιατί θα πρέπε να ζήσουμε στο όλα και τον φανατισμό;
Δεν με πείθεις
Θα ήθελα να πω ακόμη μια φορά πως εγώ σε ξέρω
Πως εγώ μπορώ να σε νοιώθω
Πως εγώ ξέρω τι είναι δικό μου και τι όχι...
Ακόμη και τώρα...
Μα τι καλό θα μας προσέφερα από δω που δεν μπόρεσα να στο δώσω όταν κοιμόμουν δίπλα σου
Σφιχτός στην ψυχική παροχή λες
Άραγε με τι θα καλυφθεί η δική σου εμμονή;
Η αγάπη που δεν είναι αρκετή ... το νέο σου άλλοθι
Και τώρα αναζητάς ένα στήριγμα σε ένα όνειρο που το γέννησες μόλις πριν λίγο
Και δεν αντέχει να κρατήσει αυτό που είσαι εσύ
Ποιος σου ‘πε ότι μπορείς να χτίζεις και να γκρεμίζεις ... για πάντα;
Κανείς δεν θα σε πείσει για την αγάπη σε πλεονασμό
Ακόμα κι αν το κάνει ...
Εσύ δεν θα μπορέσεις να το δεις
Γιατί η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται καλά κρυμμένη στον πυρήνα τους...
Η μόνη συμπαντική αλήθεια Σκορπιέ μου
Εκεί που εσύ φοβάσαι το φως
Και βάλθηκες να φυλάξεις Θερμοπύλες
Σαν άλλος Προκρούστης κόβεις και ράβεις στα μέτρα σου
Χωρίς να νοιάζεσαι ποιον συνθλίβεις
Γιατί μάχεσαι να διασφαλίσεις το σκοτάδι σου
Το δικό σου ηλεκτρικό δωμάτιο
Που έχτισες και πέταξες ... το όνειρο της αληθινής αγάπης που μοιραστήκαμε
Και καταδίκασες την αγάπη μου ... στη δική σου ανεπάρκεια
Το μόνο μέτρο που γνωρίζεις...
Όχι η αγάπη δεν είναι αρκετή για να με σκέφτεσαι ή να με αγαπάς ακόμη
Η αγάπη δεν είναι...αυτό με έμαθες...
Οι γιοι μου
Εγκεκυστωμένος από το σκοτάδι
Περιβαλλόμενος από κάψα
Αλυσοδεμένος την άλικη μνήμη
Πουλιά κρώζουν τον απόλυτο μηδενισμό
Θύελλες ξεσπούν με ορμή στοv πλήθινο τύμβο
Μυθικός βασιλιάς χωρίς θρόνο
Μα με οργή
Έρπομαι
Εγκλεισμένος με τη λήθη και την Αργώ
Νομίζοντας πως οι παρευρισκόμενοι ωθούνται στις πιο ταπεινές πράξεις από πυγμή
Και κρύβονται από σύνεση
Σιγήστε καμπάνες στα χωριά
Ανίδεοι ρομαντικοί ονειρευτείτε
Κι εσείς κέρινα κορμιά που δονείστε από του πάθους τη λόξα
Εσείς εγκόσμιες αρνήσεις που χαροπαλεύετε σε συνευρέσεις με αλλοιομένες φράσεις
Όνειδος, έρεβος, φόβο πάταξον
Αντισταθείτε
Κατηφορίζει η γραμμική βήτα και όλο το επίλεκτο χρονικό
Της αρετής
Ο Θάνατος
Οι τρεις φύλακες της μιας αλήθειας
Ο Εχέφρων, ο Ανόσιος και ο Ευστέργιος
Δεν συγχωρούν
Δεν λησμονούν
Διψούν για αίμα και δικαιοσύνη ταμένοι στης πίστης μου το ιδανικό
Ιππότες βαμμένοι με της έριδας το δέρμα
Πατούν, χτυπούν, σπάζουν και λιώνουν
Καίγονται τα χωριά σας
Καίγονται τα σπιτικά σας
Χαίρομαι στη λάμψη της φωτιάς να φωτίζομαι
Κλεισμένος μέσα στα βράχια
Αδημονώ
Την ελευθερία μου να νοιώσω για πρώτη φορά από τον ίδιο εμένα
Το όνειρο τέλειωσε...και τώρα...καταιγιστικά θα ζήσω για όσο περίσσεψε χρόνος
Μηδέ ποταμός μηδέ μάνα να μη μείνει χωρίς πνιγμό
Όλεθρος
Στη Σίβυλλα οδηγείστε τους και κάψτε τους
Έρχονται οι γιοι μου
Ξανθοί
Όμορφοι
Με πύρινα μάτια
Να ελευθερώσουν τον πατέρα τους
Τον Άσπιλο...
Νικητές Αετοί οι γιοι μου...
Αθηνά Παλλάδα
Απόψε θα έρθω σαν μαύρο περιστέρι
σε μια πολιτεία που οι άνθρωποι μιλούν μια ξένη γλώσσα κι όλο βραδιάζει
η αγάπη είναι μια αρρώστια του μυαλού
οι άλλοι δεν το βλέπουνε
όμως εγώ που άγγιξα
τη ραγισμένη φλέβα του χεριού σου
ξέρω
αυτό το αγρίμι που κοιμάται
Η εικόνα στον καθρέφτη
θάνατος από αναχώρηση μητέρας
ένα λευκό κενό αναλυτό παράπονο
που ψαλιδίζει τον αέρα
έξω απ΄ το βάρος των βλεφάρων
όπως και στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες
πίσω απ την πλάτη το δαιμόνιο μιας φωνής
ΔΕΝ ΕΙΠΑ πουθενά τη μοίρα μου
Μια μέρα είχες πει
«Όταν τα όνειρα γίνονται ένα με το χώμα τα παρασύρει η βροχή»
κάποιος είπε ότι θα βρέξει
εσύ είσαι η βροχή
μη μου τη στείλεις
να τη φορέσεις
Θέλω να έρθεις μεσάνυκτα
γιατί η μέρα μου προσπαθεί να περάσει τις ωδίνες των ηρώων
θα σου ανοίξω μεσάνυκτα
θα χεις μαζί σου ό,τι σου παρήγγειλα
δεν χρειάζεται νερό θα έχουμε τα δάκρυα σου
και 'γώ ξαπλωμένος ανάσκελα
θα κοιτάζω επίμονα τις ρωγμές του ουρανού
αφού ξέρω, πως καμιά φορά
το θέλαμε τόσο πολύ και οι δύο
αντί να φύγεις σ' άγνωστη πολιτεία
με κόκκινα μάτια
ανάμεσα σε ναυαγούς αγνοούμενους
και μυθικούς δράκους
στο έλεος ενός καταστροφικού ήλιου
ξαπλωμένοι σε αφασία
πάνω στην κοιλιά της Παναγίας
να μας απορροφήσει στο σώμα της
Ο κόσμος μεταμορφώνεται συνεχώς
οι εποχές αλλάζουν αστραπιαία
η αλήθεια και το ψέμα είναι το ίδιο
κι ο έρωτας
είναι η ευκαιρία που μας δίνεται
να γίνουμε αθάνατοι
CASHMERE
Απέβαλα τη μυρωδιά της Σαπφούς
Εισπνέω αρώματα εσωστρέφειας σε δίκη
Εγώ, η παραδοχή της αμέπτου ίριδος
Κρυστάλλινη ματιά η σταχυά που ροδίζει
Κρίνομαι
Γυρίζω εξ' αρχής ακραιφνώς και μπλεδίζω
Στο χώμα σέρνομαι ως ερπετό
Ανυπερθέτως στοχάζομαι και στην δόξα κουρνιάζω
Των Αχαιών
Των ηδυπαθών Ρωμαίων
Σαν το κόκκινο κρασί το ευγενικό μα συνάμα στυφό και ξηρό στη γλώσσα
Αγγίζομαι
Μυρίζω κάτι από το χθες
Μύριζα κάτι γλυκό
Κι αποβάλλω τη μυρωδιά της Λητούς
Χτενίζομαι
Τριγυρίζω τις νύχτες σαν όνος αποστεωμένος
Θέαμα φριχτό στις παλάμες σας κρύβομαι
Καθυστερώ την ανεκτικότητα
Και προβάλλω τη γιατρειά σε στέκια άκοσμα, άοσμα, μη κοσμικά, απόκεντρα
Από ρυτίδες βαμμένες μοβ περιστοιχίζομαι
Ο γιος του ουρανού και η κόρη της Ήβης
Αρετή ονομάζεσαι
Ιδανικό προδομένο και μια ματιά στην ίριδα που εξόκειλε
Μυρίζω οσμή αλόγου
Ζώο νεκρό που στόμωσε την σιωπή του με ... άναρχες κραυγές αετού
Κρώζω τώρα δα ξερνώντας στα βράχια σας
Αναχαιτίστε με
Γη μου
Κορμί μου
Αδυνατώ και ασθμαίνομε
Κύρτωσα στην πλαγιά του βουνού που συντρίφτηκες
Νους και καρδιά καταλάγιασαν
Χτυπούν στο ρυθμό του θανάτου
Πένθιμα
Ρηχά
Και πάλι ήχους κροταλίζω
Το χρόνο ροκανίζω
Τα νιάτα που περνούν και ένα στήθος στητό που γδέρνει η βροχή ... σφίγγομαι
Λογίζομαι
Εγώ, η επιφανής ρότα της ανεμελιάς
Το σύννεφο της αδέκαστης οξυδέρκειας του φιδιού
Η χάρις και η ηδονή
Λαγνεία βαφτίζομαι
Ξεχνώ
Αδιαφορώ για τις σκιές
Και όσοι μου δώσατε πριν σημασία
Κατάρτι κομμένο σας ξεβράζω στην ακρογιαλιά
Τουλάχιστον σας χαρίζω τον αγώνα για επιβίωση ... στο πουθενά
Σείομαι
Εγώ που κατοικούσα στη Σιών
Και τις μυθικές ύβρεις σας αρκέστηκα να εικάσω
Εγώ, ο ίδιος που μέσα από τον αποκρυφισμό αντίκρισα την κατακραυγή
Εγώ τώρα κρατώ δαμόκλειο σπάθα στο χέρι το δεξί
Εγείρομαι
Αντιστεκόμενοι και αντιστάτες
Ρυθμιστές της αναπνοής
Ανερχόμενοι ηθοποιοί της μοιραίας διαδρομής
Σε μια πορεία που ποτέ πριν δεν κόμισε νέα λύτρα για τον αποχωρισμό από τα γενόμενα
Γεγονότα τελικώς αποδιοπομπαία
Ρίγη συγκίνησης που διίστανται
Τοίχοι που ραγίσατε στο θέρος
Θεριεύω
Στον κάμπο αγναντεύω
Εσείς όλοι οι επικριτές μου
Του νόμου οι τιμημένοι
Εσείς που αγορεύσατε σε νόθες γειτονιές την καταδίκη μου
Και τρέξατε σε εκστρατείες εκθρονισμού μου
Πετύχατε
Εσείς ματωμένοι εχθροί της γιορτής μου
Ρηγάδες, βαλέδες και ντάμες της στημένης παρτίδας των Ημιθέων
Του γκρεμού της ντροπής και της αισχύνης
Τώρα γελάστε
....
Γελάστε με την ψυχή σας
.....
Γιατί Εγείρομαι...
εγώ ο γιος της Ήρας
Και Μαίνομαι
Εγώ ο αδελφός του Άρη
MISTER WILSON
Τον βλέπω που ξανοίγεται στα βαθιά
Τον πήρε η καταιγίδα
Ούτε που κατάλαβα πως έγινε
Δεν άκουσα
Δεν είδα
Όλα χωρίζουν κάποια στιγμή
Κρατούν για κάποιες στιγμές αμοιβαίας μοναξιάς ή συνύπαρξης
Διαιρούνται για να ενωθούν ξανά πιο κάτω και να ξαναχαθούν
Αόρατη αλυσίδα
Ο δικός μου mr Wilson χάθηκε στην καταιγίδα
Τον κοιτούσα να απομακρύνεται και του ανέτεινα το χέρι
Δεν μπόρεσα να τον γυρίσω πίσω
Κι εκείνος ολοένα και ξεμάκραινε αποφασισμένος
Ταξιδιώτης στην ίδια θάλασσα με μένα προς μια άλλη κατεύθυνση που τον έλκυσε τώρα
Δημιούργημα της φαντασίας
Φανταστικός φίλος και συνοδοιπόρος
Χαμένος κι αυτός στο ίδιο νησί
Μου χάρισε λίγο από το χρόνο του
Για όση ώρα έμεινε βουβός και βρήκα εγώ το θάρρος να μιλήσω
Ξεκινήσαμε μαζί το ταξίδι της επιστροφής
Σε μια πέτρα γράψαμε
«Εγώ και ο Mr Wilson μείναμε σε αυτό το νησί για 4680 μέρες»
Κι ανοίξαμε πανιά για νέα στεριά
Χωρίς ορίζοντα, χωρίς ελπίδα με μόνη πυξίδα τον ουρανό
Παραδομένοι σε ένα πιο σύντομο θάνατο
Ώσπου, ξέσπασε καταιγίδα
Αυτό που δεν υπολογίσαμε
Έσπασε τα πανιά, έσπασαν τα σχοινιά
Βρεθήκαμε κι οι δύο στο νερό
Ξύπνησα αργότερα όταν η καταιγίδα κόπασε
Ο mr Wilson απομακρύνθηκε βουβά
Τυλιγμένος στη σιωπή του
Δεν άρθρωσε κουβέντα
Έτσι με αποχαιρέτησε
Κι εγώ έμεινα να τον κοιτάζω
Ώσπου τα μάτια μου τον έχασαν
Ή εκείνος με έχασε
ή βυθίστηκε
ή πέθανε
έκλαψα πολύ, ούρλιαξα και φώναξα «θεέ μου»
.....
βουή
βουητό μηχανών ακούγεται πίσω μου
μου φαίνονται όλα τόσο ψεύτικα
είμαι ναυαγός κι ο ήλιος με καίει
στέγνωσα
θα περάσει κάποιο πλοίο στη μέση του ωκεανού ...
[/b]
ΠΡΑΣΙΝΑ ΛΙΒΑΔΙΑ
Κοιτούσες τα πρασινισμένα λιβάδια
τα κοπάδια σκορπούσαν ανάμεσα στα λουλούδια
έτρεχες ξωπίσω να τα προλάβεις
σαν την υγρασία πάνω στα φύλλα που αργά, σχεδόν νωχελικά
ταξιδεύει προς το χώμα καθώς ο αγέρας σφυρίζει
στην διαδρομή της μοιραίας έλξης
το πέσιμο
και μετά στην βροχή
θαύμαζες από μικρή τον κύκλο της ζωής
ακολουθούσες τα σύννεφα που γέμιζαν το παράθυρό σου στην εξοχή
τα όνειρά σου ντύνονταν σταθμός
μα δεν κατέβαινες ποτέ παρά μόνο να τα γδύσεις με οργή
και να τα ντύσεις ξανά με χρώμα και φως
το σκοτάδι σε πονούσε
είχες βρει αυτό το μικρό δωμάτιο και πάλευες να μπεις
ποιος κρατούσε το κλειδί;
ποτέ σου δεν ρώτησες, γιατί αυτό που κοιτούσες ήταν αυτό που νόμιζες πως θα δεις
κι αυτό που ήθελες να δεις ήταν αυτό που κοιτούσες
εσύ κρατάς το κλειδί
Κοιτούσες τα λιβάδια
πρασινισμένα, γεμάτα πνοή και δροσιά ξεχύνονταν σαν κύματα σε αγριεμένη θάλασσα
παιδιά ντυμένα με πλουμιστές στολές γελούσαν και έπαιζαν ανάμεσα σε ρόδα και ανθούς
το πράσινο χαλί πατούσες και ολόγυρά σου μάζευες μέλισσες και πεταλούδες
χορδές έτρεμαν και μπότες ποτέ δεν τόλμησαν να πατήσουν εκεί που άφησες το ίχνος σου
κανείς δεν μπόρεσε να φτάσει τη σκιά σου
κανείς δεν μπόρεσε να κλέψει απ' τη λάμψη σου
σαν ήλιος κεντούσες και έκαιγες και έσπαιρνες και νικούσες
απόλυτο άστρο αρετής και αγάπης
Σε είδα πως κοιτούσες τα λιβάδια
μια μέρα λαμπρή, γεμάτη ζωντάνια και πόθο για αρχή
ήμουν εκεί ... όλο αυτό τον καιρο
ανάμεσα στις μυρωδιές και τις παπαρούνες
στο κόκκινο, το κίτρινο και το χρυσαφί
ήμουν πράσινο φύλλο, κατάξανθος ανθός
τριφύλλι, περιβόλι στη γιορτή
ήξερα πως σου ανήκα
ένας καρπός
θεέ μου πόσο θα θέλα να κόβες να γευτείς ...
χυμός να λούσει στα χείλη σου, μέλι να ποτίσει τη διαδρομή
βιολιά τραγουδάνε
αίμα θα γίνει
Θα βγει αληθινή η γραφή
κανένα λεπτό δεν πήγε χαμένο
αν χορεύεις ελεύθερος ...
.........
Στο ίδιο λιβάδι γυρίζω ξανά και ξανά
μελένια μαλλιά και μάτια σταχτυά
στον χρόνο μου η αληθινή ζωγραφιά
βασίλισσα της καρδιάς μου
εσύ η Ιέρεια της ζωής
ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΤΟ ΓΕΝΑΡΗ
Για όσους γεννήθηκαν το Γενάρη
Μπλε, σαν φτερά πουλιού
Και συνέχισαν να ζουν διπλή ζωή
Μετά από παρατεταμένες διακοπές
Εμπνευσμένοι στην ιδεολογία της μόδας
Αυτοί οι αντιήρωες που παρίσταναν πραγματικούς ανθρώπους
Ως διαμαρτυρία για τις μεταφορικές περιγραφές των περίπλοκων συναισθημάτων
Για όσους νοιώθουμε αντιστοίχως τα σωστά άγχη
Οι περισσότεροι από μας, πιστοί στο δανδισμό της Οξφόρδης
Που θέλουμε να φανούμε διαφορετικοί
Και φορούσαμε σκούρα γκρι κοστούμια και μαύρες γραβάτες
Διαλογιζόμαστε για την ύπαρξη και το μηδενισμό
Αφανίζοντας την ανακόλουθη συμπεριφορά που άλλοι ονόμασαν ιδιοτροπία
Κι άλλοι απλώς εγωισμό
Για όσους διαβάζουν νευρικά προσπαθώντας να μιμηθούν μετά το πρώτο σοκ
Με ένα αίσθημα ανακούφισης και ελευθερίας
Τους μοναδικούς κοντινούς συγγενείς
Την ανομοιόμορφη ομάδα νέων
Σ' αυτούς εκείνα για τα οποία δεν ήθελαν να αρέσουν
Είχαν γίνει απλώς αυτοί που με συντηρούσαν
Και στους οποίους έπρεπε να δείχνω μια δεδομένη ευγνωμοσύνη
Δεν μπορώ να δώσω τίποτα περισσότερο
Για μέρες επειδή η Μαρία φοβόταν
Για κάποιο λόγο που ορθωνόταν στο μυαλό της ως ο απεχθής
Όμως πάντοτε ο ισχυρός στύλος της ατόφιας ηθικής
Μέσα στη βαλτώδη αστική παρακμή
Είχε μια σύγχρονη αίσθηση
Βάδιζε με αυτογνωσία
Πολύ περισσότερο από κάθε λεπτομέρεια ξεχωριστά
Βρισκόταν κοντά, στο πλάι μου
Ακόμα και κοντά της, πάντα μπερδευόμουν
Την παρακολουθούσα να προχωρά στο δρόμο προς το μέρος μου
Να κάνει παύση
Να διασχίζει το δρόμο
Και ήταν υπέροχη
Ήταν μία γυναίκα από αυτές τις σπάνιες,
ακόμα και ανάμεσα σε ήδη όμορφες γυναίκες που έχουν γεννηθεί με ένα φυσικό φωτοστέφανο
Πάντα στη ζωή μου τη μεγαλύτερη σημασία θα την έχει η αντίδρασή της
Ακόμα και οι πιο ήμεροι νοιώθουν
Τη μια στιγμή που είναι άσχημη
Και μετά μια κίνηση, μια έκφραση, ένα χαμόγελο που έσβηνε την ασχήμια
Σε κάποια άλλη περίπτωση θα μπορούσα να αποφύγω τα μάτια της
Και να γίνω σωστό κτήνος
Καθώς την κοιτούσα
Που με ικέτευε να μην πω ψέματα
Με τον ήρεμο, σχεδόν επιτηδευμένο τρόπο της, έδειξε κατανόηση
Ίσως, με όλα όσα συνέβησαν, είδε πιο καθαρά τα αισθήματά της για μένα
Ό,τι και να συνέβη, δεν μπορούσα πια να παραπονεθώ
Όσες δυστυχίες κι αν έφερε η Μεγάλη Αγωνία, κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος απ’ ό,τι ήταν ανθυγιεινό
Δεν εννοώ πως έχασε ξαφνικά όλες τις αναστολές της
Ή ότι μου αφέθηκε
Αλλά μου έδωσε όσα περισσότερα μπορούσε
Ο χρόνος που περνούσα μακριά της
Αυτές οι ώρες της μοναξιάς που της χρωμάτισε το κενό ή η έλλειψη
Μου έδωσαν δύναμη για να συνεχίσω εκεί που σταμάτησα
Στο τέλος είναι η αρχή μου
Τέτοια λάθη γίνονταν συχνά για να υποψιαστείς κάτι
Κι όταν αρνιέσαι να μιλήσεις για τον πόλεμο
Δεν θα μπορείς να ρουφήξεις την αγάπη της σαν βδέλλα
Μια πολύ αισθησιακή βδέλλα
Η Μαρία είχε γίνει μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα
Μια μέρα πήγαμε να περπατήσουμε στο δάσος, στο βόρειο μέρος του Λονδίνου
Εκείνο τον καιρό υπήρχαν πολύ όμορφα και απομονωμένα δάση σε τόσο κοντινή απόσταση από το Λονδίνο
Ήμαστε ξαπλωμένοι στο χορτάρι και φιλιόμαστε
Ίσως γελάσεις που ήμαστε ξαπλωμένοι και φιλιόμαστε μόνο
Κι όμως, έτσι δίναμε στον κόσμο μια πλούσια σε μυστήριο και γλυκιά συγκίνηση
Δεν είναι μόνο οι κακές μνήμες που σβήνουν
Αλλά ολόκληρα είδη αισθημάτων
Και αν είσαι σοφός, δεν θα λυπηθείς ποτέ το παρελθόν,
Για αυτά που δεν ήξερες αλλά θα λυπηθείς τον εαυτό σου για αυτά που ήξερε
Ανάμεσα στα λουλούδια, τα αθώα πουλιά και τα δέντρα, πως θα μπορούσα να την αρνηθώ
Είπε «ό,τι κι αν συμβεί, με πλήρη αφοσίωση που δεν μπορώ να σου περιγράψω,
με επισημότητα και ειλικρίνεια αυτή η υπόσχεση είναι ένα άλλο χαμένο μυστήριο»
Όλο αυτό έβλεπες
Όλο γι’ αυτό σου μιλούσαν
Έτσι, νομίζω πως τώρα όπως και πριν και για πάντα
Σε κάθε βλέμμα και διάθεση όπου διακρίνονταν ο υπαινιγμός, εκτός από τη σωματική έλξη
Με θεατρικούς όρους και έμφυτη αίσθηση της αγγλικής ειρωνείας
Το φλερτ ήταν περιττό
Ήμουν αισθησιακός και τυχοδιώκτης
Ένας αποτυχημένος ποιητής που ακόμα έψαχνε την ανάσταση σε γεγονότα αν όχι σε στίχους
Μπορούσα να πιω το κύμα αν μου πρόσφεραν
Καθισμένος κάτω από το μικρό πεύκο ατένιζα τη θάλασσα και προσπαθούσα να μαζέψω τα ταραγμένα λογικά μου
Ήξερα κιόλας πως αυτό που με τραβούσε σε εκείνη ήταν το διφορούμενο χαμόγελό της
Η σιωπή, που θα έπρεπε να γίνει λάσπη για να δέσει πάλι ο τοίχος
Φαντάστηκα ποια ήταν η πραγματική αιτία που έγινα εργάτης
Έπρεπε να απασχοληθώ και να φύγω από τη μέση
Να κάνω ένα διάλειμμα
Η δουλειά είναι η τιμή και η δόξα για τον άντρα
Μου πήρε 4 μέρες να διασχίσω 1000 μίλια
Κι όλο τον υπόλοιπο καιρό έκανα ούτε 30
Την τέταρτη μέρα ο ποταμός φαρδύς και σιωπηλός σαν λίμνη σε παραμύθι
Σαν καθρέφτης όπου δεν έχουν κοιταχτεί από τον καιρό που έγινε ο κόσμος οι νεράιδες
Με ξέβρασε στην ακτή
Είμαι τυχερός
Πίεσα τη φτέρνα του αριστερού ποδιού στο πάτωμα ώσπου απαλλάχτηκα από αυτό
Μετά αισθάνθηκα ένα γυμνό πέλμα να γλιστρά μαλακά πάνω στο γυμνό μου πόδι
Τα δάκτυλά της έστριβαν και έξυναν το πάνω μέρος των δικών μου
Ήταν αθώο, αλλά ερωτικό
Μπορέσαμε να έχουμε επαφή
Συχνά τα πιο παράξενα δώρα είναι πράγματι από θρησκευτικό ένστικτο
Αυτό το ένστικτο καθορίζει ό,τι προσφέρει η κάθε περίπτωση
Για μια στιγμή σκέφτηκα πως ήταν μασκαρεμένοι εχθροί
Η καρδιά μου αναπήδησε
Με μια ελαφριά κίνηση μου είπε πως έχω δίκιο
Ήταν μια φωτοβολίδα που έπεσε σε αργή παραβολή
Ήταν φανερό πως οι μισές πήγαιναν να επιτεθούν σε κάποιο σημείο στην άλλη πλευρά του μυαλού
Με όλα αυτά κοίταξα γύρω μου
Ό,τι νόμιζα πως είμαι
Ό,τι περίμενα πως είσαι
Για όλα όσα περίμενα
Ήταν είκοσι μέτρα μακριά σε μια σειρά βράχια με αρκετούς θάμνους για να δώσουν κάλυψη
Με τη μελαγχολική συνειδητοποίηση της αιτιατής παραδοχής της ύπαρξης
Η αλήθεια έλαμψε μέσα μου
Ήταν όλα τόσο φανερά
Πάντα ήξεραν πως θα ερχόσουν
Μια επιστροφή του παλιού σεβασμού
Πέρα από το θυμό
Στην κορυφή
Στην ησυχία
Ήρεμα
Έτσι όσο μακάβρια και αν είναι η περιπέτεια
Ο θίασος θα ξαναμπαρκάρει
Μετά, χωρίς να πουν λέξη
ΑΡΤΕΜΙΣΙΑ ΑΡΚΤΟΣ
Ακολουθώντας τη στάχτη που σκόρπισε ο αέρας
Αναπνέοντας τον ατμό του καμένου μέσα στις παραισθήσεις σίδερου
Γεμίζοντας ταυτόχρονα την παλέτα μου με κεραμίδια, ξερά φύλλα από ρόδα και ευχές από μια γη ξεχασμένη
Επαγρύπνησα
Ένοιωσα την ταπεινότητα της υπέρτασης καθώς με το ένα χέρι ακούμπησα το θολό τζάμι που γράφαμε μαζί παιδιά
Με συγκίνησε η Αρτεμισία άρκτος, γερασμένη στο σκουπισμένο από τις σκόνες σπιτάκι της ξαπλωμένη την βρήκα
Κουνούσε τα μάτια σαν βεντάλια
Θυμόταν ακόμη το άρωμα της βανίλιας και τα χρώματα που ζωγραφίζαμε στην βεράντα
Αν ερχόσουν εκείνο το δειλινό θα μπορούσες να δεις κι εσύ το ουράνιο τόξο να ανατέλλει μέσα στη βροχή
Περπατούσαμε έτσι πιασμένοι σφιχτά, ακουμπώντας στον ώμο ο ένας του άλλου
Ψηλαφώντας το όριο του μαρμάρου από την άμμο
Χτίζαμε το δικό μας κάστρο και με μόνη σημαία την ειρήνη στην ψυχή τινάζαμε το βλέμμα στον ήλιο
Με νόημα
Συμβολικά ο πατέρας καθρεφτίζεται στις ψυχές μας
Ζητούσα τη φύση
Από μικρό παιδί κουραζόμουν στις αυλές των σπιτιών ανακατεύοντας χρώματα με τα πινέλα μου
Από μικρό παιδί έπλαθα ιστορίες για μεγάλα παιδιά και αναζητούσα τη στιγμή εκείνη τη μαγική,
τη μοναδική μέσα στο χρόνο που όλα θα συγκλίνουν σε μια πορεία
Κι ο χρόνος κύλησε
Και σκότωσα τη φύση
Χαμένα βασίλεια ζητάς τώρα όπως και τότε
Και η μουσική στο δωμάτιο είναι η ίδια όπως και τότε
Ο κύκλος δεν σε αφήνει να ξεφύγεις
Μιλάς για μαγεία κι όμως ζωντανεύεις τους δυνάστες σου
Ζητάς χάρη κι όμως εσύ είσαι που ζητάς τον ίδιο θάνατο
Ακούστε
Όλοι εσείς οι επικριτές από μένα ζείτε
Μεγάλη η κατάληψη του νου σου αφέντη
Νομίζεις πως αντέχουμε την σπορά το φθινόπωρο και τη ζέση το καλοκαίρι
Μα αν εσείς ανεκτίμητοι δεν μπορείτε να δείτε το χαρωπό πρόσωπό μου να κατακλύζετε από την ίδια μπόρα
τότε ποια μοίρα φέρνει τη βροχή έξω στο σταυροδρόμι
Κάπως έτσι ένοιωσα τη φύση να έρχεται μέσα από τις θύελλες και την ευγένεια της ψυχής
Ψηλό αγόρι κρεμασμένο σε ένα δέντρο με την καρδιά στραμμένη στην ανατολή
Από όλες τις αρετές μόνο η παρορμητικότητα είναι διεισδυτική στο αίμα
Αδηφάγα μα συνάμα τοξοβολεί την αναμάρτητη ζαριά στο σύμπαν
Καθισμένος σε μια πολυθρόνα από μια γωνιά κοιτάζω τη φωτιά που σιγοκαίει
Αν με ακούς εκεί που βρίσκεσαι εκεί μείνε
Καθώς οι ώρες και τα λεπτά περνούν και οι νοσταλγοί του ταγκό αργοπόρησαν
Ο δικός μου χορός δεν χωράει στο ρόλο μου
Κι έτσι αποφασισμένος να ζυγώσω την παγωμένη ρόδα που γλιστράει
σαν ξυράφι στο ροντέο της αγάπης έμαθα να αγαπώ
Ουρανέ της γαλήνης και του μύθου
Εσύ που λύγισες τη γη και το φεγγάρι γκρέμισες
Εσύ που ανάστησες τη ζωή και το θάνατο νίκησες
Μόνο εσύ μπορείς να κρίνεις την αυγή το καράβι που ναυάγησε στα ρηχά
Αν ξέρα το πέταξε
Ή αν μέρα το νύχτωσε
Κουράγιο να δίνεις σε με και στους συντρόφους μου
Θα έρθουν κι άλλες θάλασσες να δεις
Σαν κύματα τις ακούω που πλησιάζουν το βορρά
Νυχτογάλαζα χρώματα γκρι και μπλε και σιελ και μπλε βάφουν την εικόνα που θέλω να βλέπω
Με μάτια ακονισμένα, κλείδωσα τη σκέψη και άνοιξα ξανά πανιά πλατιά
Δεν ξέρω για πού
Δεν ξέρω για πόσο
Αν ήξερα ίσως να φοβόμουν
Τώρα δα φοβάμαι ακόμα
Κι είναι αδυναμία το μόνο που ξέρω
Όμως θα πάω …
ΦΑΡΜΑΚΙ
Είμαι αυτός που γράφει και διαβάζεται
Είμαι αυτός που γράφω σε κάθε λέξη που διαβάζετε
Όταν τίποτε δεν έχει απομείνει
Όταν σε τίποτε δεν βλέπω κάτι να απομένει
Τότε καταλαβαίνω πως κάτι μένει …
Αναπνέω …
Τα δάχτυλά μου χορεύουν σαν να έπαιζαν πιάνο …
Θυμάσαι ;
Αυτό που δεν έμαθες ποτέ να κάνεις κι όμως κι εσύ χτυπάς πλήκτρα
Ήμουν αδύναμος κι υπήρξα σκληρός
Δεν άντεχα να βλέπω να είμαι κάτι που δεν θέλω
Πήρε χρόνο μα είχα τη θέληση
Έγινα δυνατός κι υπήρξα καλοσυνάτος
Έμαθα να αγαπώ
Πόνεσα
Σε πόνεσα
Δεν το είχα σχεδιάσει έτσι
Δεν μπόρεσα να το εξηγήσω
Έγινα αδύναμος κι υπήρξα σκληρός
Ο ίδιος εφιάλτης επαναλήφθηκε
Θυμάσαι που έλεγα πως η ευτυχία είναι η επιθυμία της επανάληψης;
Είμαι ευτυχισμένος … να είμαι αδύναμος … να είμαι σκληρός;
Τι απομένει Μήδεια τώρα που όλα έπεσαν;
Απομένω … εγώ
Κι αυτό που έμεινε είναι ο κακός σου εαυτός
Αυτό σου μένει …
Γκρεμίζω
Σηκώθηκε σίφουνας
Θα τα παρασύρει όλα, τυφώνας, καταιγίδα, κατακλυσμός
Άστραψα και βρόντηξα
Καθετί που με κάνει να μην είμαι εγώ θα πέσει
Πως πήρα τέτοια απόφαση;
Δεν ξέρω αν θα αντέξω …
Κι όμως … υπάρχεις εσύ
Μέσα σε όλα αυτά
Η μόνη μελωδία μες τη μοναξιά
Ο γιατρός της κάθε νόσου
Δεν με εγκατέλειψες
Και να που ερωτεύτηκα
Και να τώρα δα που η απόσταση … θα μας σώσει
Κι όταν βρισκόμαστε … νοιώθω πάλι πως με τιμωρούν
Νοιώθω πως ο μόνος δρόμος είναι να παλέψω …
ΤΕΛΟΣ
……………
ας ξαναγράψουμε το έργο από την αρχή …
ας συνεχίσουμε την ιστορία μας εκεί που τελείωσε
όλα ήσαν ζωντανά στη χώρα των υποσχέσεων …
όλα και καθετί που σε θυμίζει
κι εσύ ζωντανός
αυτός που γράφει κι εσύ διαβάζεις
αυτός που γράφω πως είμαι
και δεν θα προδώσω άλλο
δεν είμαι φαρμάκι … ούτε φάρμακο
μπορεί να μην είμαι καλός συμπαίχτης ή καλός παίχτης, αλλά είμαι εδώ …
είμαι εγώ
κι είμαι ακόμα εδώ ….
[…]
ΚΑΡΤΕΡΙ
Από μακριά ο καθρέφτης ακτινοβολούσε μια λάμψη κοίλη
Κάθε μητέρα που γιορτάζει την επιστροφή του γιου καληνυχτίζει τη μπόρα σ’ ένα καρτέρι
Χαλαρά πατούσαν τα πόδια της στο στραγγισμένο από τους κόμπους της ζήλιας χαλί
Είχαν μαλακώσει οι ρυτίδες στο πρόσωπο και οι ορμόνες είχαν καταλαγιάσει
Μπορούσες να δεις πέρα από τη φαντασία
Ανάμεσα στα βουνά της άρκτου κουνούσαν τα χέρια τους κατακόκκινα παιδιά
Νύχτες ολόκληρες ξεφάντωναν στον αστερισμό της δυστυχίας
Τώρα ολομόναχα περιμένουν να σφιαγαστούν
Κράτα το κρίμα για μένα
Αν θέλεις να ρωτήσεις το ναυπηγό για το σκαρί που σκάρωσε
Αν υποπτεύτηκες πρότερα τη μοίρα των αμαρτωλών που γδύθηκαν στη θύελλα
Τώρα δα θα ήθελες έτσι για αλλαγή να ξεχυνόμουν στα λιβάδια
Πιο γρήγορα απ’ το λίβα
Πιο κομψά από την αρετή
Θα έφτανα την άκρη του αόρατου για να σε δω
Φτερό θα γινόμουν
Θα πετούσα την αυγή πάνω στις δροσοσταλίδες
Τον ήλιο θα μετρούσα με θωριά τα δειλινά καθώς θα έσβηνε στη δύση
Κι αν τύχαινε και κάπου εκεί σε συναντούσα
Λίγο πριν εξατμιστείς
Και γίνεις ατμός και εξαφανιστείς στον κύκλο της ζωής
Θα σου παρέδιδα την πιο γλυκιά ευτυχία για κει που χάνεσαι να κρατήσεις στερνή δοξασία
Αγάπη μόνο
Αν πήρες έχεις
Αν έχεις δώσε
Αν σου έχωσαν καρφιά στην καρδιά γέλα
Αν έκλαψες πικρά την μοναξιά σου πέτα
Και ρίζωσε στη γη και αστροπελέκια κάλεσε τα στοιχειά να κάψουν
Αγάπα ξανά κι ο κύκλος θα σπάσει τα μούτρα αυτών που συνωστίζονται στην αυλή σου
Τους κόλακες γυρεύω...
Κλαψουρίζω στην άμμο
Γύρισα τα μάτια μου ... μα δεν σε είδα
Νόμιζα πως σε άκουσα ... μα δεν με φώναξες
Κι έσκυψα
Και γύρισα τα μάτια μου αλλού
Ύστερα χάθηκες
Σε πήρε η θάλασσα μακριά
Και το αλάτι σκέπασε το άδειο σου κουφάρι
Λούφαξε
Μπορείς να γίνεις ψάρι του γυαλιού
Τώρα που έμαθα να αγαπώ
Take The Long Way Home
Ανέτεινα την κοσμική και συνάμα κακοδιάθετη ύλη έξω από τη γη
Πέρα από το ηλιακό σύστημα, εκεί που ο ήλιος ξεθωριάζει
Μέχρι που κάθε φόβος στην καρδιά σβήνει
Διασχίζοντας χωρίς πίεση το αυλάκι του κόσμου
Εσωτερική ειρήνη πέρα από τα μέτρα
Ζούσα εκεί απ’ όπου ήρθε
Όταν ένας άνθρωπος με σταμάτησε
Θέλω να έχω αυτό που έχεις
Και να αποκτήσω αυτό που απέκτησες
Το απέκτησα ενώ κοιμόμουν αγαλήνευτος μες τη βροχή στους δρόμους
Και μάθαινα να μοιράζομαι τον πόνο των ανθρώπων μου ή
Να μοιράζω τον πόνο μου στους ανθρώπους μου
Το απέκτησα ανθίζοντας λουλούδια στις πέτρινες καρδιές
Τα κατάφερα γιατί πάντα επέλεγα το μακρύτερο δρόμο προς το σπίτι
Διέσχιζα τους δρόμους του κόσμου χωρίς πίεση
Φρέσκος γεμάτος ισχύ, ακμαίος γεμάτος ορμή, έτσι η ζωή έγινε ο καθρέφτης μου
Πηγαίνοντας μακρύτερα μάθαινα περισσότερα
Εκεί που ο Αίολος λυσσομανά ... βρισκόμουν
Εμφανίστηκα σε μέρη που ποτέ δεν θέλησα να βρεθώ
Κι έτσι τερμάτισα τη νεότητά μου κρεμασμένος στη δοκιμή
Τώρα είμαι στην παλίρροια, εκεί έμαθα λεπτομέρειες πέρα από τη γνώση
Είδα ένα σπόρο να φυτρώνει, επέστρεφα σπίτι
Όταν ένας άνθρωπος με σταμάτησε και ζήτησε να έχει αυτό που είχα και να αποκτήσει αυτό που απέκτησα
Το απέκτησα γιατί χαμογελούσα στη χαρά με ευγνωμοσύνη
Γιατί έκλαιγα στη λύπη αλλά δεν παραδιδόμουν στην εντροπία
Έβρισκα δύναμη να μοιράζομαι τον πόνο μου με τους ανθρώπους
Το απέκτησα γιατί έμαθα να είμαι ειλικρινής και να εμπιστεύομαι
Τα κατάφερα γιατί είχα πάντα σύμμαχο και συνοδοιπόρο στο μακρύτερο δρόμο προς το σπίτι ... τον Έναν
ΜΥΣΤΙΚΟ
Κι είχα να πω ένα λόγο … μα προτίμησα τη σιωπή
Ήθελα να γυρίσω και να γνέψω στην ηλιαχτίδα να με ακολουθήσει … μα προτίμησα τη σιωπή
Μπορούσα να μείνω εκεί και να μυρίζω τη δροσιά της ανοιξιάτικης νεροποντής, να αφήσω το μυαλό μου να ταξιδεύει ανέμελα σε άλλες εποχές πιο ξένοιαστες, πιο παιδικές … μα προτίμησα τη σιωπή
Αν ήξερα, αν φανταζόμουν κι αν μπορούσα να μιλήσω με τους μάγους θα τους ζητούσα να μου χάριζαν ένα αστέρι
Θα το φρόντιζα σαν μικρό παιδί που αφήνεται στην αγκαλιά της μητέρας του
Τα βράδια θα του διάβαζα παραμύθια για ήρωες ξεχασμένους σε κάστρα που ποτέ δεν έπεσαν, στην αρετή που ποτέ δεν λύγισε, στην υπερηφάνεια που ποτέ δεν αμαυρώθηκε
Και σαν μεγάλωνε, σαν έφτανε η ώρα που καρτερούσα θα του μαρτύραγα το μυστικό
Ξέμεινα από καιρό στα χαμένα και μόνη ελπίδα στην άχαρη επανάληψη της αναπνοής είχα τη ματιά μου στα μάτια του, την ξεκομμένη από τα χείλη γεύση της ανάγκης για αγάπη, για αγάπη ενεργητική που δίνει και παίρνει από το δόσιμο, για αγάπη αληθινή που όμοια της μόνο η φαντασία μπορεί να τρέφει και να ανατρέχει στα λιβάδια τα καταπράσινα, εκεί στους παρθένους αγρούς με τις κατακόκκινες τουλίπες και τις αστείρευτες μυρωδιές όπου οι μέλισσες έστησαν τρελό πανηγύρι με τις πεταλούδες και ‘γω σε πρώτο-συνάντησα μέσα στο ολόλευκο φόρεμά σου, ανέμελη, σχεδόν παιδί, με τα μακριά σγουρά μαλλιά σου, το βελούδο του μεταξιού στο δέρμα σου, την απόλυτη ηδονή στο βλέμμα σου…
Πέρασε ένα ακόμα λεπτό …
Πέρασε ένα ακόμα λεπτό …
Ανυπόφορες στιγμές κατακλύζουν το χρόνο μου
Αν υπάρχω πραγματικά, αν είμαι αυτό που αισθάνομαι κι αν είμαι αυτό που φαίνομαι
Ακόμα κι αν είμαι αυτό που δεν καταλαβαίνω αλλά αναγκάζομαι να είμαι
Ακόμα κι αν είμαι η ξεχασμένη παραδόπιστη εμπιστοσύνη στην τυφλή υποταγή της μοίρας μου
Αν είμαι εγώ το πεπρωμένο μου
Θα αναρωτηθώ …
Πόσες στιγμές σκορπισμένες στο σκοτάδι τραγούδησα για μιαν ευχή πως ίσως έρθεις μια μέρα ξαφνικά όπως ξαφνικά θα χαθείς ένα απόγευμα Μαγιού στο σκοτάδι που σε τραγούδησα
Κι ίσως τότε, τυφλός γυμνός σχεδόν τρελός να αναρωτηθώ…
Πόσο ακόμα θα υποκρίνομαι πως προτιμούσα τη σιωπή απ’ τη βροχή, προτίμησα τη σιωπή απ’ την πάλη για μια άλλη ζωή … ζωγραφισμένη με τα πινέλα της αθωότητας … κλειδωμένα στα όνειρα της εφηβείας …
Νοιώθω μια βαριά αναπνοή
Ένα σαρκοβόρο ζώο διψά για τη σάρκα μου
Ενοχές και ένοχες τύψεις με δένουν με το άλγος της αναβλητικότητας
Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να πετάξω μα τα χέρια μου ήταν φτερά
Κούρεψα την οργή με το σπαθί που πρόδωσα στο αίμα σου κολασμένη φύση
Έσφαξα αμέτρητες ουρές από τα πουλιά της νιότης μου
Μάτωσα
Κουράστηκα
Αναλογίσου γιατί να πρέπει να λυγίσω το ατσάλι ενώ δεν είμαι φωτιά …
Το μάτι μου ανοιγόκλεισε μπροστά στην παρέλαση των ανθέων
Στη γειτονιά που με γέννησε δεν θα γυρίσω
Το σπίτι μου γκρέμισα
Κι όμως αν ζητούσα καταφύγιο ξανά, αν προσπαθούσα να γυρίσω στην εκκλησιά, εκεί που μου χάιδευαν τα μαλλιά στο κατευόδιο για την Χώρα των Θαμάτων, ίσως να αισθανόμουν ζωντανός παρά σβησμένος από τις μνήμες των ηλεκτρικών κυμάτων που με παρέσυραν στη δίνη του Ταγού κατακτητή
Στις πολεμίστρες έσκισα τα ρούχα μου
Τα στήθια μου άνοιξα στον αέρα
Με πάντρεψε η λήθη με την Αλκμήνη στην Ιωλκό
Στο γλέντι κόπιασαν μύριοι φίλοι, χάρτινες βαρκούλες με τραγουδούσαν στα πνιγμένα πέλαγα
Ήσουν όμορφη εκείνη τη μέρα
Έλαμπες σαν ελάφι
Χρυσή σκόνη ανασήκωνες στο πάτημα των ποδιών σου
Κι ήταν θαρρείς μια ξεχωριστή ύλη χαρισμένη στην ύλη μου … το άγγιγμα των χειλιών σου
Αυτά ήσαν τα μόνα καλά νέα που ψιθύρισα καθώς τα καρυδότσουφλα έσβηναν στα μοβ του δειλινού
Έχω μελαγχολήσει
Τα δάκρυα σβήστηκαν στο πρόσωπό μου
Προσπαθώ να βγάλω τον καθρέφτη από την τσέπη μου μα αυτός αντιστέκεται κάθε που τον κοιτάζω
Δεν δείχνω πια
Δεν φαίνομαι
Αντανακλώ μόνο τη θλίψη
Έχω ξοφλήσει
Όσοι με ξέρανε θα έλεγαν πως είμαι τρελός
Πως ένα άλογο θα μπορούσε να με βαστάξει μέχρι να το σκάσω από την παραφροσύνη
Κι αν μπορούσα να το ζέψω με τη δύναμη της πίστης μου στο αδύνατο
Αν μπορούσα να το ποτίσω με χρώμα, ίσως να το έβαφα μαύρο και να το έθαβα σε μια τρύπα
Πλάι στον ιδρώτα που μούσκεψα για ένα λεπτό δόξας που κράτησε λιγότερο από την τρικυμία
Ακούω το ποδοβολητό μου
Πλησιάζει η ώρα του διθυράμβου
Εγώ ο γιος του Ίωνα
Εγώ ο γιος του Ταύρου
Ο ομορφότερος της Φαίδρας
Θα προτιμήσω τη σιωπή
Κι απ’ όλες τις αρετές της μετριότητας
Θα είμαι διακριτικός μαζί μου
Και θα σιωπήσω…
Ένα λεπτό ακόμα
Σε ένα λεπτό
Σηκώθηκε σκόνη
Ο ήλιος με καίει
Επιτέλους ελεύθερος
Και τώρα σιωπή
Μπορείς να κρατήσεις μυστικό …;
Σσστ
ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ
Είμαι το άγγιγμα της προσωποποιημένης μου σιωπής,
η ελεύθερη επιλογή μου, που έχει αρχίσει να γίνεται ουδέτερη και καθολική,
η αλήθεια η αινιγματική κι η ελλειπτική,
διότι μπροστά σε μια στιγμή ανοχύρωτης σύγχυσης μπορούσες να ψεύδεσαι λέγοντας αλήθεια,
ή μάλλον,
κάνοντας την αλήθεια τρέλα είναι αδύνατον να συναγάγεις την ιδεολογία του πικρού και εφεξής αποσταγμένου παραδομένου, σ’ ένα κόσμο πιο απόκρυφο από τον ίδιο το Λόγο, πιο αποσταγμένο και από την ενόχληση που ένα σταυρωτό κουστούμι τυλιγμένο σε μια γραβάτα στο Λυκαυγές μιας τεράστιας ανατροπής των ιδανικών και των προτύπων, ακολουθεί.
Εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησα ότι είχα σταματήσει σε μια στιγμή ανίσχυρος,
ενώ μέσα στον πυρετό μου διέθετα ακόμη κάποια ευαισθησία,
γι’ αυτό εξάλλου είχα πάει εκεί,
αλλά με πνεύμα ιπποτικό και γεμάτο θαυμασμό, σαν να επισκεπτόμουν ένα μικρό τέμενος,
κρυφό στα μάτια του κόσμου, που φύτρωσε για να προσφέρει την εκκλησία στις προσευχές μου.
Οι μοίρες όμως διώχνουν τον μισαλλόδοξο και ζητούν συγνώμη από τον άπιστο.
Αυτή η συνταύτιση με τον εχθρό θα με οδηγήσει αργότερα στην καταστροφή,
Διότι στη δίκη θα με κατηγορήσουν για σχέσεις με αποκρυφιστικές αιρέσεις
Κι ίσως να είναι αλήθεια, μοιάζω λιγάκι με τυχοδιώκτη του περασμένου αιώνα που τον κυρίευσε το πάθος της ερήμου, χωρίς παιδεία ή ανατροφή, μα με μόνη ανατρεπτική δύναμη την πίστη στον εαυτό μου γι’ αυτό που με καθοδηγούσε να σε ανακαλύψω…
Βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, γιατί είμαι αναγκασμένος να πάω στην έρημο ξανά και να κοιμάμαι κάτω από μια σκηνή και να περνάω μέρες ολόκληρες χωρίς να βλέπω ζωντανή ψυχή, χωρίς να μυρίζω τη σταρένια σου σάρκα και να προχωρώ με το άλογο μες στον ήλιο και να υπομένω τη δίψα και να ξεκοιλιάζω τους φτωχοδιαβόλους που με τριγυρνούν…
Μου θυμίζει την ερημιά της ζωής μου…
Άραγε με σκέφτεσαι, σε κάθε κυνήγι σου με τα όπλα ενάντια στα λιοντάρια,
δηλαδή σε μια ζωή μετάνοιας και μάχης,
χωρίς να μιλήσω για τον όρκο αγνότητας σε κάποια διαβολική θεότητα που ζούσε μες στον κόσμο και μήνες ολόκληρους στην έρημο, και ξάπλωνε μαζί μου στη σκηνή τη νύχτα που νύσταζες, κρύωνα, διψούσες, φοβόμουν και ήθελα την προστασία σου…
Μια ώρα ύπνος ακόμα
«μα σκέφτεστε τι ζωή, σκέτη κόλαση, ανάμεσα στους άλλους που δεν έχουν δώσει τον ίδιο όρκο και όταν καταλαμβάνουν μια πόλη βιάζουν τις λέξεις και καίνε τους δρόμους, σβήνουν τους χάρτες και τις μνήμες μαζί…»
… όμως πήγαινα στ’ αλήθεια γυρεύοντας
Που είσαι ;
Που χάθηκες;
Μη χάνεσαι …
Έφυγες και εγώ με ποιον θα μοιραστώ τη ζωή μου τώρα
Κι ας ήξερα πως αυτό θα κρατούσε για πάντα
Κι ας πίστευα πως σαν ξημέρωνε θα σε είχα δίπλα
Αλλά δεν είμαι αυτό που πίστευα πως είμαι
Δεν είναι αυτή η ζωή που ονειρευόμουν
Θα ήθελες να σε έπαιρνα μαζί, να αγγίξουμε τη ζωή που έπλαθα στα παιδικά μου όνειρα
Τότε που το μόνο που ζητούσα ήταν να μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου
Και πίστευα πως σαν ξημέρωνε θα σε είχα δίπλα
Γιατί ήξερα πως αυτό θα κρατούσε για πάντα
Δέκα χρόνια πριν … σου είπα σ’ αγαπώ
Θα τρόμαζες αν ήξερες … πόσο …
Under The Bridge
Καλογυαλισμένα παπούτσια και μαλλιά χωρίστρα
Ρούχα σκούρα, επιτηδευμένη τσάκιση, σιδερωμένα με τρόπο
Ποδαράκια λεπτά, χαμόγελο ανύπαρκτα σβησμένο, βλέμμα χαμηλωμένο
Στέκεται όρθιο με τα χέρια διπλωμένα πίσω
Ακούνητο
Σαν ψεύτικο
Χορεύεις;
Θα χόρευα μαζί σου
Θα σου έδινα ένα λόγο να νοιώσεις υπερήφανος
Κι εγώ ποιος υποτίθεται πως θα είμαι;
Ό,τι κι αν κάνεις ... μην με αφήσεις
Αν σου δώσω αυτό που ζητάς, θα μου το δώσεις πίσω;
Ξέρεις τι θέλω;
Ξέρω
Τον περισσότερο χρόνο τον ανάλωσα στο να αλλάζω δίσκους
Η πρώτη μεριά είχε τη γοητεία του αγνώστου
Η δεύτερη έπαιρνε την προίκα της απογοήτευσης και του πόνου
Έσπασα το πικ απ
Ο φόβος του θανάτου είναι η μελωδία της ευτυχίας
Ακόμη κι όταν νοιώθω πως η ζωή με κυνηγάει
Δεν σπάω
Το ίδιο το σύστημα αυτοκαταστρέφεται και καθαρίζει
Ο χρόνος είναι η άλλη οδός
Μα ο χρόνος περνάει κι άλλη μια μέρα προστίθεται και αφαιρείται ταυτόχρονα
Αντίστροφη μέτρηση προς την ίδια την ευτυχία μου...
Σου αρέσουν τα κλισέ
Οι θησαυροί που περιμένουν να ανακαλυφθούν
Η ιδέα πως θα πεθάνεις
Η εντύπωση πως δεν είναι η ώρα σου να πεθάνεις
Ό,τι είναι χρηστικό δεν κρύβεται κι όμως η επιλογή δεν είναι πάντα η σωστή
Βλέπεις πάνω απ’ όλα θέλω να νοιώθω
Ήθελα να νοιώσω
Θέλω να νοιώθω στο μέγιστο
Έπαιξα σε αρχαία δράματα
Έγινα ο ηθοποιός της υπαίθρου
Ο μέγας δραματουργός και ο κακός σκηνοθέτης της τόλμης
Όλα μοιάζουν σαν ένας κύκνος σε μια λίμνη
Θέλει να ελευθερωθεί όμως έτσι περήφανος που είναι κολυμπάει ακόμη
Θα μπορούσε να πετάξει .... και πόσο μακριά θα πήγαινε;
Γελάω τώρα δα γιατί έχει φτερά
Είναι τόσο όμορφος
Απίστευτης σύλληψης η δημιουργία του ράμφους
Τσιμπάει χωρίς να βρέχεται
Εκτός αν βάλλει το κεφάλι στο νερό
Κι όμως δεν πνίγεται
Έχω μια φέτα ψωμί
Την αλείφω βούτυρο παχύ
Την αλείφω μέλι από παραγωγό διαλεχτό
Την στολίζω στο πιάτο
Και στην προσφέρω
Νοιώθω νευρικά
Θα σου αρέσει;
Θα δοκιμάσεις;
Οι μασκοφόροι της λογικής τρέμουν στο τελευταίο επεισόδιο
Επιδιώκουν τη συνέχιση ... τη διαιώνιση
Παίρνουν το ρίσκο τους ... να κλέψεις το χρόνο τους
Γίνονται ο Καζανόβας
Ορίστε να ’τος
Ανασύρεται από τη μαγεία
Με την περίεργη προφορά
Και το σπαστό χαμόγελο
Μοιάζει με το Ζορό
Ήρωας
Επεφημύστε τον
Καβάλα στο άσπρο άλογό του
Νόμιζες πως είχες άγρια ζωή;
Νόμιζες πως μπορούσες να φεύγεις και να μην γυρίζεις πίσω ποτέ;
Καλά
Πάρε τώρα το δρόμο ... ξεμάκραινε ... και συνέχισε ώσπου να χαθείς από τα μάτια μου
Τόσο μακριά φτάσε που δεν θα είσαι πια ορατός
Κι άσε εμένα εδώ ... πίσω
Να σε βλέπω να χάνεσαι
Να ταξιδεύεις ....
Να ταξιδεύω με την εικόνα σου στα μάτια
Κι όταν βρεθείς εκεί που η πίστη σου θα σε οδηγήσει γύρισε πίσω και κοίτα
Πες μου τι θα δεις τότε ...
Φώναξε, κράξε γιατί δεν θα ακούσω ...
Κορίτσια ελάτε
Μαζευτείτε
Θα σας πω μια ιστορία
Μπορεί να σας πονέσει όμως όλες θα νοιώσετε ...
Ήταν κάποτε μια μάνα
Δούλευε σκληρά
Πάλευε με τα θηρία
Το βράδυ γύριζε σπίτι ματωμένη
Και για κάθε παιδί που τάιζε ... μοίραζε το αίμα της
Τώρα αυτή η μάνα πέθανε
Και τα παιδιά της γίνηκαν βρικόλακες ...
......
Κάτω από τη γέφυρα ... πέρα στη μολυσμένη λίμνη ζω
Κύκνος είμαι
Δεν έχω χέρια για να αγγίζω
Δεν αγγίζω και δεν νοιώθω
Δεν βλέπω τι να αγγίξω
Κι έτσι βουτάω με το ράμφος στο νερό ...
Tiger and Dragon
Το χάρισμα
Η τέχνη μου
Με συντρόφεψε ακούραστα πιστά
Με ταπείνωσε
Την ξεφτίλισα
Τώρα την εγκατέλειψα
Άλλος θα πει πρόσκαιρα
Άλλος θα πει άξαφνα
Άλλος θα πει για πάντα
Πίστευα πως είχα μια ζωή
Τη ζωή που ακόμη έχω
Και για την οποία λυπάμαι τόσο
Αναζητώντας το Θεό σ’ αυτή τη ζωή
Επιδόθηκα στην αναζήτηση της αλήθειας
Οποία η σημαντικότητα της ύπαρξής μου;
Κι αν κάποιες στιγμές ένοιωσα σημαντικός
Αν για κάποια πράγματα ένοιωσα μέσα μου νικητής
Τότε γιατί τώρα λυπάμαι;
Γιατί στα προβλήματα αισθάνομαι μόνος;
Γιατί είμαι φτιαγμένος να μην θέλω κάποιον στο πλευρό μου;
Αυτή η αλήθεια της αναζήτησης είναι βαριά κατάρα, αλήθεια
Ο χρόνος που άφησα πίσω μου χωρίς ίχνη δεν θα δείξει τίποτα
Στέκομαι στο απέραντο κενό μου αγκαλιά με την απάθεια του ίδιου μου του είναι
Η ψυχή μου κρέμεται σκισμένη σημαία
Έχω ματώσει
Ο πόνος που μου άρεσε μικρός γιατί με έκανε να νοιώθω ζωντανός , σημαντικός
Ο πόνος που χρησιμοποιούσα απέναντι σε μένα
Εκεί που θύμα ήμουν κι ο μόνος θύτης ήμουν εγώ
Αυτός ο πόνος τώρα είναι παραπάνω απ’ όσο μπορώ να αντέξω
Πατέρα, για πόσο ;
Κοίτα με τώρα
Τώρα που δεν έχω πρόσωπο
Τώρα που οι πληγές που άνοιξα τρύπησαν την ουσία
Κι ό,τι με έκανε πριν σημαντικό τώρα είναι ανάξιο λόγου
Τώρα που πρέπει να παραδεχθώ την ανειλικρίνεια μου
Τα λάθη μου
Τη μιζέρια μου
Μου λείπουν πράγματα από το χθες
Με φόβιζε το αύριο
Με πόνεσε πολύ η ανάλωση στις εύκολες αγάπες
Ένοιωθα πως κατανάλωνα αυτό που είχα για τη μία σε ό,τι έφτυνα
Αποδοκίμαζα τον εαυτό μου κι όλο σε μεγαλύτερο πόνο τον δοκίμαζα
Φορούσα μάσκες που δεν ήμουν
Καλλιεργούσα την εικόνα
Γιατί έτσι πίστευα πως ήμουν σημαντικός
Γιατί έτσι ένοιωθα κυνηγός, πετυχημένος, νικητής
Από το έλλειμμα
Ελλειμματικός και σε κάθε περίπτωση επαναλαμβανόμενος
Προβλέψιμος
Ο ίδιος σε κάθε παράσταση
Ο «τέλειος άντρας»
Ενοχές τώρα
Στομάχι σπασμένο
Αυτοκαταστροφή
Μια δόση ειλικρίνειας
Μια δόση δύναμης
Όχι αρκετά όμως
Ποτέ δεν θα είναι αρκετά σε μένα
Συναισθήματα εξασθενισμένα, ανώφελα, ανιδιοτελή, ιδιοτελή, μαραμένα, έντονα, πυρακτωμένα, κακούργα, καταδικασμένα, φυλακισμένα, φυλακή
Φυλακή!
Η αγάπη
Οι πραγματικοί άνθρωποι
Και πάλι το νόημα της ζωής
Οι εικόνες
Τα αρώματα
Τα χρώματα που κεντρίζουν τόσο πολύ το γκρίζο μου τοπίο
Οι μυρωδιές που θυμίζουν το παρελθόν, το αναμοχλεύουν, το απλοποιούν, το απλουστεύουν
Και οι θύμησες που το απομυθοποιούν
Ανοίγω τα χέρια διάπλατα
Τα κλείνω
Και κουρνιάζω
Απύθμενη ασημαντότητα, κουκίδα τίποτα στο απέραντο μηδέν
Ένα μελίσσι κεντρίζει τώρα την καρδιά μου
Βοήθεια φωνάζω
Κανείς δεν ακούει
Τα βλέμματα αλλού
Κι όμως υπάρχει ενδιαφέρον
Αλλά και πάλι ποιος μπορεί να βοηθήσει;
Εσύ πνιγμένη στα δικά σου γιατί
Εγώ χωμένος ως το κεφάλι μέσα στο βάλτο
Κανείς μας δεν περπατάει
Κανείς μας δεν βλέπει
Κανείς δεν μας βλέπει
Κι όλα από μόνα τους είναι ασήμαντα μέσα στην αφέλεια της απύθμενης αναβράουσας ιδιοσυγκρασίας μας
Το όνειρο που φτιάχτηκε εφιάλτης για να στοιχειώσει τη νύχτα
Και το χάπι που χρυσώνει και σώζει τον ύπνο μοναχά τα ξημερώματα
Όταν δεν τρομάζω
Μια ζωή που τρέχει
Και ένα πλαίσιο που πιέζει
Θα είναι πάντα εκεί για να παίζει αυτό το ρόλο
Μέχρι να σβήσει η τελευταία ελπίδα ... η πιο αρρωστημένη αναπνοή
Ο τίγρης και ο δράκος βρέθηκαν στο δρόμο της φωτιάς
Δεν νίκησε κανείς
Δεν κίνησαν για κάπου μαζί
Δεν άλλαξαν δρόμο
Παρέμειναν εκτεθειμένοι στις αχτίδες του ήλιου και προσδοκούσαν να πέσει αυτή η νύχτα
Που το φεγγάρι θα είναι μεγαλοπρεπώς φιλόδοξο
Η αιώνια βουτιά στο άπειρο κενό
ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ – ΠΡΟΣΔΕΘΕΙΤΕ – ΠΟΝΕΣΑΤΕ – ΕΞΕΛΘΕΤΕ ...
You Were The Last
Ήσουν το τελευταίο σύνορο
Το μόνο που θέλησα να φτάσω
Τώρα το έσπασα
Και βγήκα .... κάπου ...
Είμαι μόνος εδώ
Είμαι μόνος ξανά ...
Όπως ήμουν και πριν ενώ εσύ ήσουν η τελευταία
Το τελευταίο σύνορο
Το υψηλότερο ιδανικό
Μπορώ να λατρέψω ξανά;
Μπορώ να αγαπήσω;
Θα πεις πως δεν ξέρω να αγαπώ...
Μα αυτό είναι ανακριβές
Θυμάμαι στιγμές που σ’ αγάπησα πραγματικά
Κι ήσαν στιγμές μοναχά...
Πριν δω το τελευταίο σύνορο
Κι εσύ μ’ αγάπησες
Με καλούσες τα βράδια
Με ήθελες ... όπως κι εγώ
Και τώρα είμαι μόνος
Μόνος ξανά και δεν περιμένω τίποτα ... χιλιάδες μίλια μακριά
Εσύ είσαι η τελευταία
Το τελευταίο ύψος που θα ψάξω να φτάσω
Και τώρα έφτασα που;
Έκανα λάθος;
Ίσως έκανες κι εσύ κι έχασες χρόνο να αναρωτιέσαι γιατί
Δεν υπάρχει γιατί
Τώρα είμαι μόνος ξανά
Δεν γύρισα εκεί που ξεκίνησα
Είμαι πέρα από τα σύνορα
Έξω από το τελευταίο σύνορο που μπόρεσα να φτάσω
Ξέρεις πόσο πονάει εδώ;
Αδιαφορείς για το δικό μου πόνο
Έχεις το δικό σου φορτίο να σηκώσεις
Θα το πίστευες;
Χάνομαι εδώ
Έξω από το χάρτη
Σε δρόμους γεμάτους σκόνη που δεν ήξερα ότι θα δω
Κι όμως τώρα ζω εδώ
Σ’ αυτή τη γειτονιά
Κι αναρωτιέμαι τι ζωή ζω
Θυμάμαι καλά
Δεν θυμάμαι όμως πολλά
Και στρέφω το γιατί στον εαυτό μου
Οι ενοχές σχηματίζουν το κάθε τώρα
Οι θύμησες μορφοποιούν το κάθε πρόσωπο στη μορφή σου
Στη μορφή μου
Χάθηκαν οι μορφές
Υπέστη συντριβή το καράβι μας στη νησί της αδυναμίας και της οδύνης
Ειρωνεία ... πίστεψα πως ήμουν πολύ δυνατός για σένα
Ήμουν ξύπνιος όταν κυνηγούσα τη μέρα για τη μέρα
Τη στιγμή για τη στιγμή και μετά ... για το φόβο ... της νύχτας
Χιλιάδες μίλια μακριά σου
Έξω από τα σύνορα που έφτασα
Σαν ήρθες
Αυτό που ονειρευόμουν και επιζητούσα με τόση αγωνία και πάθος
Το πάθος και ο αυθορμητισμός της ανάγκης
Και η δύναμη ... ο ατσάλινος αετός που σπάζει σίδερα σαν ψίθυρος στη σιωπή
Τώρα πέφτει βαρύ το σκοτάδι στους ώμους μου
Κι αν κάποιο βράδυ περάσω από τους ουρανούς που συνήθιζες να κοιτάζεις
Και να αγγίζεις μόνο με το βλέμμα σου
Ρώτησέ με ‘με είδες, σε είδα;’
Δεν θυμάμαι ...
Ήσουν το τελευταίο σύνορο
Και είμαι ο πρώτος που το είδε ...
Ο τελευταίος ...
Ίσως μ’ αγάπησες
Ίσως τώρα δεν με αγαπάς
Ίσως τώρα περπατάς μίλια μακριά
Χωρίς σπίτι ... κλειδωμένη στη μνήμη
Κι εγώ ξέμεινα ... σαν πόρνη χωρίς κρεβάτι να μονολογώ πως ήσουν η τελευταία ...
Αγκαλιάζω την μεγαλοσύνη Σου
Γενηθήτω το θέλημά Σου
Σε τι να πιστέψω;
ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ
Νόμιζες ότι με είδες
Μα δεν με κοίταζες
Νόμιζες πως με άκουσες
Μα άκουσες μόνο τη σιωπή
Χτυπάνε οι τυφώνες
Ραγίζουν τα σύννεφα
Ο ουρανός έχει χάσει κάτι από το χάδι σου
Κιτρινίζει
Καίγεται
Σε λίγο θα καεί
Παίρνω ένα δρόμο
Αφήνω άλλον ένα
Ξαναγυρίζω
Τελικά δεν πήγα πουθενά
Νοιώθω εγκατάλειψη
Αόρατος μέσα στο κενό τον εαυτό μου ψάχνω
Κρυώνω
Κρύωνα πολύ πιο πριν
Μα δεν βρήκα τη δύναμη να στο πω
Πίστευα πως δεν θα το άντεχες
Στο λιμάνι τώρα
Σ’ ένα πλοίο που σαλπάρει για τα ξένα
Φορτωμένος δέμα
Ξένος είμαι
Σε χάνω
Όσο απομακρύνομαι
Σε χάνω
Ήθελες να είμαι αρχηγός
Να λυγίζω τα σίδερα
Να σπάω τις πέτρες
Μου έδωσες το σπίρτο για να κάψω τη νύχτα
Κι ύστερα χάθηκες
Γύρισες στα παλιά σου λημέρια
κι εγώ τριγύριζα στη γειτονιά
γυμνός
όπως ακριβώς μου άξιζε
κακός
χωρίς αγάπη
κακός
χωρίς αγάπη
κι οδηγούμαι στην κακία
πίστευα πως είσαι ο ένας που θα με έκανε να στριφογυρίζω
πίστευες πως είμαι ο ένας που θα σε έκανε να αγγίξεις τα αστέρια
και δεν είδες μέσα στη σκόνη πως σ’ αγάπησα αληθινά
τώρα δεν πιάνεσαι
καταλαβαίνω
Θυμήσου.
Θυμήσου
Ήθελες να πετάξεις
Από μικρό όταν ήσουν ένοιωθες στο στήθος τα φτερά να σε ανασηκώνουν
Το βάρος σου έφταιγε που δεν σηκώθηκες
Μεγάλωσες
Οι φίλοι σε βλέπαν με τα μάτια του παιδιού
Οι γονείς σε βλέπαν ακόμα παιδί
Κι εσύ έψαχνες για καθρέφτη
Δεν ξέχασες ποτέ
Θυμήσου
Ήθελες να πετάξεις
Κι εκείνη ...
Ήθελε να πετάξει
Δεν το ομολογήσατε γιατί αρκούσε ο κόπος να βρεθείτε
Άξιζε
Της άπλωσες το χέρι
Σου άπλωσε το χέρι
Σαν τα φτερά που ένοιωθες στο στήθος να σε ανασηκώνουν
Σηκώθκες...
Πέταξες...
Διέσχισες τον ουρανό
Άγγιξες τα αστέρια
Και σαν αστέρι έπεσες
Γκρεμίστηκες στη γη
Τώρα πατάς στην πέτρα
Θυμήσου
Άξιζε
Μπορείς να την αγγίζεις
Την ακούς να πονάει
Τη βλέπεις να αφήνεται
Κοιμάται
Μεγαλώνει
Τρώει
Σωπαίνει
Φωνάζει
Γελάει
Χαίρεται
Δεν μισεί
Δεν μετανοιώνει
Πονάει
Αγαπάει
Ξέρει να αγαπάει
Σ’αγαπάει
Πονάει
Χαίρεται
Μείνε εκεί για μια στιγμή
Και θυμήσου
Είσαι ο ίδιος που ήθελε να πετάξει
Ο ίδιος που οι άλλοι βλέπουν παιδί
Κι ο καθρέφτης σου τους επιβεβαιώνει
Εκείνη είναι ο καθρέφτης
Δεν σου άρεσε αυτό που είδες γιατί...
Δεν περίμενες να δεις μέσα σου
Κι όμως αυτός είσαι
Αυτός που μαθαίνει να πατάει στην πέτρα
Αυτός που πέταξε λίγο πριν κι έπεσε
Και χτύπησε
Πόνεσε
Μάτωσε
Έκλαψε
Και τελικά έμαθε να αγαπάει
Αγάπησε
Αγάπησε εκείνη που σου χάρισε αυτό που είσαι
Το φως , το γέλιο
Το γεμισμένο κενό
Την παραίτηση από την ραθυμία και το βόλεμα
Την αλλαγή προς ένα κόσμο καλύτερο με τη δική σου συμμετοχή
Σε ενεργοποίησε
Γέμισε την ψόφια μπαταρία που συντηρούσες με τα όνειρα
Σε απάλλαξε από τη σκουριά
Και σε έβγαλε στον κόσμο
Έγινε μάνα, έγινε αδελφή, υπέφερε
Έγινε φίλη, πόνεσε
Έγινε σύντροφος, μισό σου έγινε
Κι αγάπησε
Αγάπησε
Ή σιώπησε
Και πέθανε
Ή ζήσε
Ό,τι πέρασε πάει
Το μυαλό μπορεί να το ξεχωρίσει
Ό,τι ξεθώριασε θα σβήσει
Ό,τι πόνεσε θα κλείσει
Κι ό,τι άξιζε ... θα ζήσει
Σ’ακούω να γελάς
Στο διπλανό δωμάτιο
Κοιμάσαι δίπλα μου
Κι ακούω την ηχώ μας...
Το αποτύπωμά μας στη Ζωή ...
Νεφέλη
Δραπέτης
Δεν βρήκα στεριά
Δεν βρήκα λαιμό
Έκλαψα δίπλα στο τζάκι
Έκαψα μια άδεια ζωή ναυαγό
Μάζεψα τις στάχτες
Τις έκανα κουβάρι
Τις σκόρπισα στον άνεμο ...
Αέρινο φυλαχτό σου χαρίζω Θεέ
Ακούω ηλεκτρικούς ήχους
Μοιάζω με σκιάχτρο ... ηλεκτρικό
Μου κάνεις νεύμα
Γυρίζω πλάτη
- Πιερ ...
- ...
- Πιερ σου μιλάω
- Ορίστε
- Αδιαφορείς ?
- ...
- Δυσφορείς ?
- ...
- Την άλλη εβδομάδα θα πάμε στα χιόνια
- ...
- Θέλεις να ρθεις ?
- ...
Σκοτούρα
Θολούρα
Ένας μουντός ουρανός
Και μια παγίδα από τα ίδα τα χέρια
Η μπάντα παίζει μουσική
Βαριά μουσική
Καμιά μελωδία δεν σπάζει τη σιωπή
Κουρδίστε το σολ
Χαρούμενα ανθρωπάκια με προσπερνούν
Ευτυχισμένα στην ανία τους χοροπηδούν
Μόλις πάτησα ένα
Χα!
Για που πάνε τα καράβια νονέ
Μακριά ... στη Σαγκάη
Μα είναι σκουριασμένα
Και σένα τι σε κόβει?
Είπα μήπως και γυρίσουν πίσω ...
Χα!
Κλαίνε μανάδες στο λιμάνι
Ας κλάψουν πιο πολύ ... δεν φτάνει
Χα!
Ποιος θα πει μάθημα σήμερα?
Εγώ κυρία
Όχι, όχι εσύ ... εσύ είσαι καλός μαθητής
Φοράω καινούργια ρούχα , θέλετε να τα αγγίξετε?
Χαιδέψτε με κυρία
Τα μαλλιά μου μυρίζουν όμορφα
Μυρίζω όμορφα
Τους βλέπω που κάθονται στο τραπεζί
Αραγμένοι , βαριούνται που ζουν
Συζητούν
Νομίζουν πως κατέκτησαν τον κόσμο και τώρα ... δεν έχουν τι άλλο να δουν
Έξω γαυγίζουν τα σκυλιά
Τα έχουν ατάιστα δέκα μέρες
Λένε πως πεινασμένα ... θα δαγκώνουν γερά
Δεν τους νοιάζει που ... έτσι εκείνα εκδικούνται
Έψαξα το λεξικό και το λένε «ένστικτο»
Χορωδίες ψάλλουν τραγωδίες χορεύουν ψαλμωδίες διηγούνται παρωδίες παίζουν κωμωδίες
Μαύρες σκιές ζωγραφίζουν στο σκοτάδι με αίμα
Φοβούνται το τσίμπημα της μέλισσας
Και γλύφουν ... μέλι
- Πιερ , την Κυριακή θα πάμε στη θεία σου
- ...
- Να φροντίσεις να είσαι ξυρισμένος
- ...
- ...
- ...
- Έλα πιο κοντά Πιερ
- ...
- Άνοιξε το χέρι σου
- ...
- μμμ! Τι απαλό χέρι ...
έξω ψιλοβρέχει
ψιλοχιονίζει έξω
ό,τι κάνει ... είναι ψιλοπράγματα ...
Χα!
Είδα μαλλιά ξανθά
Και μάτια γαλανά
Με κοίταξαν στα μάτια
Διέστειλαν τις κόρες
Ανοίγω βλέμμα χωρίς να φοβάμαι
Κι αντικρίζω ... ένα σου δάκρυ
Κλαις
Θυμάμαι όταν έρχονταν τα Χριστούγεννα κι ήμουν παιδί πηγαίναμε με το νονό μου για παιχνίδια
Κι ύστερα ... τα έσπαγα και χαιρόμουν που ανακάλυπτα ... τη φτιάξη τους ...
Χα!
Αγκίστρι και ψωμί βρεγμένο
Έτσι πιάνουν τα ψάρια
Ή έτσι εκείνα πιάνονται
Κάποιος το μαγείρεψε έτσι ή έτσι θέλω να πιστεύω
Δεν τρώω
Γιατί
Γιατί όχι
Όχι γιατί
Όχι
Γιατί
Στριφογυρίζω στην πολυθρόνα
Είμαι νωθρός
Η μύτη μου είναι παγωμένη
Τα δάχτυλά μου είναι παγωμένα
Το στόμα μου έχει μια πίκρα
Κι η καρδιά μου ... χιόνι
Ας ήταν καλοκαίρι
Ας ήταν
Θέλω να πετάξω και πάλι τον χαρταετό μου
Θέλω να γίνω παιδί και να αρχίσω απ’ την αρχή
Όμως ... μοιρολογώ
Μονολογώ ωστόσο
Όμως παραλογίζομαι
Συλλογίζομαι ωστόσο ...
Κουράγιο αρπαχτικό μου
Το βελούδο είναι μωβ και βαρύ
Σκούπισε τη μύτη σου
Χα!
Θα σε κυνηγήσω
Θέλω να σε φιλήσω
Έχεις χείλη ροζ
Κι η μύτη σου είναι στραβή
Χα!
Δεν μου αρέσεις άσχημε
Προτιμώ τις σοκολάτες
Τουλάχιστον αυτές είναι τυλιγμένες
Χα!
Κοστίζουν όσο όσο
Πληρώνω και γεύομαι
Γεύομαι και ξεχνώ
Αρχίζει η αντιγραφή
Το ένα και το άλλο θα ενωθούν
Χα! Χα!
Το παραγόμενο αποτέλεσμα ... στα εξόν συνετέθη
Άφιξης στον Ρακοπόταμο
Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάται όπως αποβιβαστούν
Το τραίνο θα φύγει σε ένα τσουφ
Καλωσορίσατε κύριε
Σας περιμέναμε
Ορίστε η στολή σας
Γδυθείτε
- Πιερ θα σε ενδιέφερε να μελετήσεις τα έντομα
- Όχι
- Γιατί Πιερ?
- ...
- Επειδή σε τσίμπησε μικρός μια νύφη κι έπειτα μελάνιασες απ΄ τον πόνο
- ...
- Δείξε μου το χέρι σου Πιερ
- ...
- Τι απαλό χέρι ... έχει το σημάδι
- Σβησμένο είναι
- Μην λες ανοησίες Πιερ
Έλα να βγούμε στην αυλή
Έχουμε καιρό να τα πούμε
Ας απολαύσουμε την πρωινή λιακάδα
Δες πως ο ήλιος χρυσαφίζει
Βγάλε τα γυαλιά
Κοντοστέκομαι στις ακμές
Οι πέτρες σημαδεύουν τις αλλαγές
Οι αλλαγές κοστίζουν
Κι εγώ πληρώνω
Κρατήστε τα ρέστα
Δεν θέλω φορεμένο κουστούμι
Κι εκεί που νομίζεις πως τα ξέρεις όλα
Κι εκεί που επιβάλλεσαι με το μυαλό και την ευφράδεια
Κι εκεί που νομίζεις πως είσαι Θεός
...
Κι εκεί κι αλλού
Είσαι το ίδιο
Κι αν πίστεψες ποτέ σε κάτι άλλο
Αν πίστεψες ποτέ σε σένα και στο κενό
Γελάστηκες
Ακολουθεί ο διάλογος με τη μητέρα του ποιητή]
Μαρανέλο
Και μετά από χρόνια δεν θα αναρωτιέμαι τι πήγε λάθος
Θα θυμάμαι όμως πως κάθε ψυχρό χτύπημα στο κουμπί ήταν άλλο ένα κοφτερό μαχαίρι
Στην προσπάθειά μου να αποτυπώσω το δάκρυ πάνω στον καμβά, οι ανθρώπινες δυνάμεις μ' εγκατέλειψαν
Σαν το πινέλο που έβαψε και τέλειωσε
Σαν ένα γεύμα που απλά έπρεπε να τελειώσω
Ποιος βρήκε τη δύναμη να καταδικάσει την ποταπή διαφυγή από την έρημη πόλη του αποχωρισμού;
Σαν μια νυφίτσα έγδερνε το δέρμα μου και το αίμα έσταζε κόμπους κόμπους παχύ και ρευστό
Όπως ακριβώς η πέτρα που γκρέμισα στο ξερό πηγάδι της λήθης των δεκάξι
Θυμάμαι χρώματα από κείνες τις μέρες
Όλα τα χρώματα χωρούσαν
Χορός και χρώμα και φώτα και ποτάμια χαράς και μπλε και κόκκινο και κίτρινο και πορτοκαλί
Όλα ήσαν σε μια αγκαλιά και σ' ένα φιλί...
Επαναλάμβανα τον εαυτό μου σε μια πρότερη κατάσταση αυτό-ορισμού και προδιάθεσης
Αυτό ονόμασα ευτυχία κι αν είχα την μισαλλοδοξία θα την φυλάκιζα για να την κρατήσω ανέπαφη
Κάθε πρωί ξυπνούσα και ένα γλυκό κύμα δροσερού αέρα χάιδευε το πρόσωπό μου μες τα άσπρα μου σεντόνια
Αυτό το ίδιο με έσπρωχνε με γέλια να τρέξω στο παράθυρο
Με προέτρεπε να βγω και να φωνάξω ...
Ζω ...
....
Ζω ...
.... Να εισπνεύσω την πρωινή αύρα και να γευτώ αλλιώτικα το ξημέρωμα μιας νέας μέρας
Τα ρούχα μου ήταν πολύχρωμα και μαλακά τότε
Τα μαλλιά μου αχτένιστα και μακρυά
Ήμουν όλος μια περιπέτεια
Το μέλι που περίσεψε στο βάζο κι έσταξε στο πάτωμα ...
Φορούσα γυαλιά και πατούσα καρφιά
Δεν έβλεπα
Έβηχα και σκόνταφτα
Πονούσα και κρύωνα
Περπατούσα
Αρρώσταινα
Έπεφτα
Κυλούσα
Έτρεχα
Αδιαφορούσα
Κοιμόμουν
Δεν ξυπνούσα
Σε ξυπνούσα
Ονειρευόμουν
Βαριόμουν
Διαφωνούσα
Φώναζα
Σιωπούσα
Σκεφτόμουν
Καταριόμουν
Έβριζα
Έφτυνα
Ξερνούσα
Ξεσπούσα
Νόμιζα ότι
Πλανιόμουν
Ξεχνιόμουν
Ταξίδευα
Ξαγρυπνούσα
Υμνούσα
Περίμενα μα
Υπέμενα
Επέμενα
Υπόβαλλα
Επέβαλλα
Χτυπούσα
Λύγιζα
Μαράζωνα
Κάρφωνα
Φώναζα
Έβριζα
Ξεσπούσα
Σε πονούσα
Κι ύστερα πάλι απ'την αρχή ... καθαριζόμουν και ηρεμούσα
Στις στάχτες περπατούσαμε εσύ κι εγώ για χρόνια
Πιασμένοι χέρι χέρι κοιτούσαμε τη ζωή
Βυθισμένοι στη σιωπή μα
Μοιραζόμασταν μια αλήθεια στην καρδιά
Ένα κοινό μυστικό που άνθρωπος άλλος δεν θα βρεθεί να πει ... ποτέ ξανά
Κι ο δρόμος έτεινε προς το ηλιοβασίλεμα
Κι όλα ήταν πορτοκαλί
Ήμουν παιδί
Ήσουν παιδί
Κι είναι αλήθεια αγάπη μου
Πως Πάντα Σ'Αγαπούσα ...
Γυμνό Δωμάτιο - Rosario Dawson
Παραφέρθηκα
Φέρθηκα άσχημα στον ευατό μου τα τελευταία χρόνια
Ξεμάκραινα
Ώσπου απομακρύνθηκα
Περιμένα για μια στιγμή
Περίμενα μια ματιά
Περίμενα αυτό που ονειρεύτηκα
Αυτό που γέννησε η ανάγκη μιας νύχτας
Περίμενα μια αλήθεια κι όχι ένα ψέμα
Περίμενα πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο...
Πως ήταν σκοπός ζωής...
Αποστολή ... από ψηλά...
Περίμενα το Θεό να ανακατευτεί...
Περίμενα υπομονετικά ... ανυπόμονα
Περίμενα κι όλο περίμενα ... και προσευχόμουν
Ώσπου βγήκα να ψάξω ... γι’ αυτό που περίμενα
Κι έψαξα για να βρω και βρήκα ... μα
Όχι αυτό που περιμένα
Βρήκα κάτι εντελώς ξένο...
Και τόσο αληθινά ... επώδυνο
Κι έτσι χάθηκα στη διαδρομή ...
Ξεμάκρυνα...
Ώσπου φέρθηκα ανόητα ... άσχημα στον εαυτό μου...
Μπαστάρδεψα την εικόνα μου...
Έφθειρα την ψυχή...
Μόλυνα το πνεύμα ... και το κορμί ... από χαλκευμένες ανάγκες ... γιατί...
Πως να ξέρα πως αυτό που κουβαλάει αυτό που περίμενα θα ήταν ... ατελές
Και πως να ξέρα ότι δεν ήταν αυτό η ταυτότητά μου
Κι έτσι την χάραξα ξανά
Την παραχάραξα...
Και φέρθηκα άσχημα στον εαυτό μου...
Αφού αυτό που περίμενα δεν ήρθε
Ζω μια περίεργη φάση σε αυτές τις χορδές
Άδειος από εμένα ...
Δυνατός...όσο κι αδύναμος
Ρεαλιστής κι όχι ονειροπόλος
Κουρασμένος κι όχι παληκάρι
Στη νύχτα κι όχι στη μέρα
Βαθιά στα σκοτάδια προσπαθώ να ξεχάσω τι περίμενα...
Βιάζομαι να ξυπνήσω τα πρωινά περιμένοντας να ονειρευτώ με τα μάτια ανοιχτά
Στις ώρες της σιωπής που με καρφώνουν επίμονα
Προσπαθώντας να δω τα μάτια ... μου
Αναρωτήθηκες ποτέ ... τι περίμενα;
Περιμένω ένα ακόμα όχι κι ένα ναι
Περιμένω τον ήλιο να βγει το πρωί από την ανατολή
Περιμένω τη θάλασσα να στείλει ένα κύμα στην ακτή
Περιμένω το χελιδόνι που θα φέρει την άνοιξη φέτος για πρώτη φορά
Περιμένω ένα χαμόγελο από ένα παιδί στα φανάρια
Περιμένω ένα ρολόι που θα σταματήσει ... ένα λεπτό μετά...
Περιμένω τη βροχή που θα διατρέξει το αυλάκι των δακρύων μου και θα τα στεγνώσει
Περιμένω ένα τραγούδι που δεν έχει γραφτεί ακόμα
Περιμένω μια καλύβα δίπλα στο ποτάμι ανάμεσα σε φύλλα και ξερά πανύψηλα δέντρα το φθινόπωρο
Περιμένω την πρώτη κουβέντα του παιδιού μας
Περιμένω να δω την αντανάκλασή μας στα μάτια του
Περιμένω το βιβλίο της ζωής να γυρίσει σελίδα ... μπροστά ή πίσω δεν έχει σημασία
Περιμένω να βρω αντοχή να συνεχίσω ... να περιμένω
Να σε περιμένω ...
Εδώ που ξεμάκρυνα
Στην κορυφή της αλλοτρίωσης και της στέρησης
Εδώ που σταυρώνουν το Χριστό που κουβαλάμε μέσα μας
Εδώ που ο αέρας καίγεται στην ξέρα της φωτιάς
Εδώ που η ελπίδα παραδόθηκε στους δεσμώτες της κραυγής μου
Εδώ που το ένα γίνεται μηδέν και το μηδέν ... σκόνη...
Εδώ που σε περίμενα ... μα εσύ δεν ήρθες ...
Άραγε με είδες ...
Με έχεις δει;
Με ξέρεις ...
Με ήξερες;
Ο χρόνος κυλάει για αυτούς που δεν τον χρειάζονται ...
Μα εγώ περιμένω ένα ακόμα δευτερόλεπτο...
Περιμένω ένα ακόμα κι ένα όταν
Περιμένω ένα είμαι εγώ κι ένα συγνώμη σε μένα ... σε σένα
Περιμένω ένα σου χάδι...
Περιμένω την αγκαλιά και την προστασία σου...
Μα πάνω από όλα ...
Περιμένω την αγάπη ...
Με χέρια ανοιχτά ...
Όπως μου την υποσχέθηκες ...
Στην προηγούμενη ζωή ...
Σε κάθε επόμενη...
Όλα είναι εδώ ... που ζούμε μια νέα αρχή ...
Περιμένω ένα γιατί μα και ένα εντάξει
Περιμένω ένα ... είμαι εδώ για σένα ...
Περιμένω ένα χορό αγκαλιά στο νησί ... που κατοικούσαμε
Μα πάνω από όλα
Περιμένω μια ανάσα σου ... στα χείλη μου
Περιμένω να σε ακούσω να λες «Σ’αγαπώ»
Περιμένω να σου πω ...
Σ’αγαπούσα από την αρχή
Από πριν
Κατά τη διάρκεια
Σ’αγαπώ τώρα ...
Σ’αγαπώ για πάντα
Μα πάνω από όλα
Περιμένω να πιστέψω ξανά σε μας ...
Σε περιμένω...ακόμα
Κι έχεις αργήσει ... να ξέρες πόσο
Ελα πριν να είναι αργά ... την αυγή ...
Fall in & out of Love
Η σιωπή σου ραγίζει τον καθρέφτη
Κι η σκιά σου θρυμματίζεται στα παγωμένα κομμάτια
Που έπεσα μέσα
Σαν βούτηξα στον έρωτά σου
Προσπαθώντας να κρατηθώ από ένα σου ψέμα
Κάθε φορά
Έτρεξα να ξεφύγω
Έτρεξα...
Περίμενα ο έρωτας να ξεθωριάσει
Σαν τη σκιά σου που κυμματίζει στον καθρέφτη ραγισμένη
Μέσα στα μάτια σου έπεσα
Και στοίχειωσα ... χωρίς άλλο
Κι ό,τι απόμεινε το βάφτισες ... ψέμα
Που έπεσα μέσα σαν παγίδα για ζαρκάδια
Μοιράστηκα την αγνότητα που ζήλεψες
Ενώ μπορούσα να αλλάξω δρόμο
Για να μην με βρεις
Όσο κι αν έτρεχα ... πάνω σου
Ώσπου η αγάπη μου να ξεθωριάσει
Η αγάπη μου ξεθωριάζει
Τυλιγμένη στα σάβανα από τα ψέματά σου που με στοιχειώνουν
Και κρύβουν την αλήθειά μου ...
Πως δεν θα δώσεις την απάντηση στο γιατί τα μάτια σου με καταδιώκουν
Αντανακλώντας στον καθρέφτη
Μια ματιά σου γύρεψα να κρατήσω
Σε ένα χρόνο που ταξίδεψα πολύ πιο πριν
Και ορκίστηκα ότι θα φτάσω κάπου
Περιμένοντας την αγάπη μου να ανατείλει
Έτρεξα να πέσω
Έτρεξα ...
Γιατί δεν καταλαβαίνεις ότι μπορούσα να αντέξω ένα ψέμα
Κάθε φορά
Και συνέχιζα να πέφτω
Και να πέφτω
Ώσπου η αγάπη μου να ξεθωριάσει
Μακρυά σου
Η αγάπη μου ξεθωριάζει μακρυά σου
Μέσα σου ... κι έξω ξανά
Κρατάς τα κομμάτια από την παιδική μου αφέλεια
Που με στοιχειώνει χωρίς να δίνει μια απάντηση στο γιατί
Τα ψέματά σου με καταδιώκουν
Μια αλήθεια γύρεψα ...
Και σου ζήτησα να μην με πληγώσεις ...
Καθώς σε ερωτευόυμουν
Και παραδινόμουν
Έτρεξα να ξεφύγω
Έτρεξα
Κι όλο βούλιαζα
Βαθύτερα
Ώσπου ένα ψέμα σου κομμάτιασε τον καθρέφτη
Κόβοντας τα χέρια μου
Μάτωνες
Κάθε φορά
Κι όλο έτρεχες
Έτρεχες
Μέχρι η αγάπη να ξεθωριάσει
Χιλιάδες «σ’αγαπώ» μακρυά
Η αγάπη σου με καταδιώκει
Και δεν μου δίνει απαντήσεις γιατί
Πόσες ζωές πριν
Έτρεξα να σε βρω
Έτρεξα
Κι όλο ξαναπέφτω
Πιο βαθιά ... στον έρωτά σου
Ποια μαγεία προστάζει να σε κυνηγώ
Ενώ εσύ θα υφαίνεις το ψέμα σου
Μια ζεστή αναπνοή στον καθρέφτη
Που αφήνει μια άχνα
Κάθε φορά
Σημάδι για να συνεχίσω να τρέχω
Ώσπου να ξεθωριάσει ...
Η αγάπη μου θα ξεθωριάσει ... μακρυά σου
Πόσο ακόμα αίμα χρειάζεται να χυθεί ... στον καθρέφτη που αντανακλά τη μορφή σου
Χωρίς να δίνει απαντήσεις γιατί
Είμαι γεμάτος από σένα
Είμαι εσύ
Κάθε φορά που σε ερωτεύομαι
Σε κάθε ζωή
Στέκομαι στην γραμμή ... για μια ανάσα σου
Κι όλο πέφτω
Μέσα κι έξω από τον έρωτα
Μόνος κάθε φορά
Έλκομαι από τη σκιά σου
Που με στοιχειώνει
Περιμένοντας την αγάπη σου να με βρει ... πριν ξεθωριάσει
Μην αφήσεις την αγάπη να ξεθωριάσει
Την ανάσα σου που γυρεύω
Κι όλο τρέχω...
Τρέχω ...
Κάθε δευτερόλεπτο
Που προστάζεις τα φαντάσματα
Να πέσουν
Θυσία στον βωμό του έρωτά μας
Που δεν ξεθωριάζει ... σαν ψέμα
Στην αλήθεια που μας δένει
Και με κάνει να τρέχω ξωπίσω σου ... σε κάθε ζωή και στον θάνατο ... που μας στοιχειώνει ...
Δικός σου για πάντα....
Αγάπη μόνο...
Εδώ σας παραθέτω την ιστοσελίδα του δημιουργού
Χρήστου Κυριακόπουλου
Ενός αγαπημένου μου και ξεχωριστού καλλιτέχνη.
Μπορείτε να την επισκεφθείτε!!
http://www.kyriakopoulos.com/