Blues on the road
Όλα πεζά και μαγικά
μετέωρα και οριστικά,
μοιάζουν σ’ αυτόν το κόσμο.
Κι εγώ στην άσωτη ζωή
φύλλο στου ανέμου την πνοή,
χαράζω και νυχτώνω.
Πέρασα μπόρες και φωτιές
ήπια παράφορες ματιές,
και τώρα εδώ στα ξένα…
Ανάβω ευχές και προσευχές
για τις αστείρευτες ψυχές,
για σένα και για μένα.
Δεν έχω τόπο,
εσύ ο τόπος μου και ο χρόνος.
Δεν ξέρω τρόπο,
ο μόνος δρόμος ειν’ ο δρόμος.
Δραπέτες άγιοι και ληστές,
μιλούν για το αύριο και το χτες
με λόγια κουρασμένα.
Πίνουν της λήθης το κρασί
σ’ αχαρτογράφητο νησί,
και με ρωτούν για σένα.
Και εγώ τους λέω είσαι παντού,
στο Μεξικό στο Κατμαντού,
μετάξι στα κουρέλια.
Στα όνειρα των εραστών,
στα δάκρυα των ποιητών
και στων τρελών τα γέλια.
Fix Carre
Από μια νύχτα δραπετεύω σ' άλλη νύχτα
κι όλο στην ίδια φυλακή γυρνώ Μανόλη
πνίξε τα λόγια τα βουβά μου λένε πνίχτα
με μοναξιά τη μοναξιά μετράμε όλοι
Καρδιά μου πέτρωσες σ' αυτή την προκυμαία
νύχι του φεγγαριού κι η νύχτα μια σημαία
Ανυπεράσπιστος βουλιάζω στα σκοτάδια
τα όνειρά μου νυχτοπούλια στο Πατέ
άδεια οθόνη η ζωή μου πάντα άδεια
σαν μια ταινία που δεν άρχισε ποτέ
Καρδιά μου πέτρωσες σ' αυτή την προκυμαία
νύχι του φεγγαριού κι η νύχτα μια σημαία
Στημένα fix carre φαντάζουν όλα
κι οι χώροι ανανήψεως γίναν έρημα γιαπιά
πώς να μιλήσουν τα τραγούδια μου Νικόλα
για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια
Καρδιά μου πέτρωσες σ' αυτή την προκυμαία
νύχι του φεγγαριού κι η νύχτα μια σημαία
Άβατο
Δεν είν' αλήθεια
πως άνοιξε η πόρτα
και μπήκε στο σκοτάδι
του κήπου η ευωδιά
απ'τα υγρά τα χόρτα
Δεν ειν' αλήθεια
στο άβατο αυτό
που έσβηνε η ζωή μου
πως άναψε στα χείλια
κρυφό φιλί καυτό
Μαλλιά βρεγμένα
δάχτυλα μπλεγμένα
το φως που ξημερώνει
η αγάπη που λυτρώνει
στη θάλασσα, να κρυφτούμε στη θάλλασσα
να χαθούμε στη θάλασσσα μαζί
Δεν είν' αλήθεια
πως είδαμε τ' αστέρια
μαζί με το φεγγάρι
να κρέμονται γλυκά
απ'των κλαδιών τα χέρια
Κι αν είν' αλήθεια
πως ήρθε καλοκαίρι
ο ήλιος ο ζεστός
μας πήρε μια για πάντα
απ' της βροχής τα μέρη
Μαλλιά βρεγμένα
δάχτυλα μπλεγμένα
το φως που ξημερώνει
η αγάπη που λυτρώνει
στη θάλασσα, να κρυφτούμε στη θάλλασσα
να χαθούμε στη θάλασσσα μαζί
Αγάπη
Πόσο πολύ, πόσο πολύ,
πόσο πολύ σ' αγάπησα
πόσο πολύ σ' αγάπησα
ποτέ δε θα το μάθεις
Απ' τη ζωή, απ' τη ζωή,
απ' τη ζωή μου πέρασες
κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα
κι αγύριστα πουλιά
Πόσο πολύ σ' αγάπησα,
ποτέ δε θα το μάθεις
Κι αν δεν προσμένεις να με δεις
κι αν δεν προσμένεις να με δεις
Κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
εσύ του πρώτου ονείρου μου
γλυκύτατη πνοή
Αιώνια θα το τραγουδώ,
αιώνια θα το τραγουδώ
κι εσύ δε θα το μάθεις,
πως οι στιγμές που μου 'δωσες
αξίζουν μια ζωή
Πόσο πολύ σ' αγάπησα,
ποτέ δε θα το μάθεις
Αν ακούς ( Ξένα παραδοσιακά & τσιγγάνικα )
Συλλαβίζω ακόμα το ρυθμό
αν ακούς στις μουσικές σου πετώ
φτάνουν λίγα κάρβουνα ματιές
μια ζωή να προσκυνάω δυο στιγμές
Μόνο τα σημάδια του έρωτα αγκαλιάσαμε,
στην καρδιά μια βουτιά δεν αρκεί
Τ'άλλα είναι κοράλλια που ακόμα δεν τα φτάσαμε,
είναι η αγάπη απάτητη γη
Συλλαβίζω αρώματα σκιές
αν ακούς, ακούω κι αυτά που δε λες
φτάνει ένα φιλί σου προσευχή
να 'ρθει ο ήλιος για μια βόλτα στη γη
Μόνο τα σημάδια...
Ανεμόσκαλα
Σκαρφάλωσα με δύναμη σε κάβο σαπισμένο
που ο άνεμος τον έσπρωξε, μας έβγαλε στα βράχια.
Ένα πακέτο πέταξα σέρτικα στον πνιγμένο
που παίζει ζάρια και χαρτιά και όλο χάνει πάντα.
Βρίζω λοιπόν τα χρόνια μου που είναι όλο καρτέρια,
που σε μιαν ανεμόσκαλα σπατάλησα τα χρόνια.
Η μια της άκρη στο κενό, η άλλη από τα ρέλια
η μια της άκρη στο βυθό, η άλλη ως τα αστέρια.
Βροχή μου
Βρέχει κι εγώ τυλίχτηκα
σ' αυτή την αγκαλιά
στα σκουριασμένα σύννεφα στα φύλλα
στης βρεγμένης γης τη μυρωδιά
Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ
βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά
Βρέχει και στους καταυλισμούς
χορεύουν τα παιδιά
στάζει ο θεός στις προσευχές στο ντέφι
στις καρδιές στα πόδια τα γυμνά
Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ
βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά
Ήρθες βροχή μου κι άλλαξες
το δρόμο και το νου
και βούλιαξε το βήμα μου ποτάμι
κι άθελά μου με τραβάς αλλού
Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα
μέσα στα χείλια σου εγώ
βροχή μου σκέπασε αυτή τη γωνιά
τούτο το σώμα που διψά
Γίνε αντίλαλος χαρά μου
Λένε πως θα μοιράσει ο θεός χρυσάφι
μέσ' στην άνοιξη που θα 'ρθει
κι ένα παιδί θα γεννηθεί
από τα στήθια καθενός μέσα στο Μάρτη
θα 'χει φτερά μέσα στα μάτια
τη Βαβυλώνα μες στο στόμα
και τα ασημένια του κομμάτια
δαχτυλίδια μέσ' στο χώμα
Λένε πως θα μοιράσει ο Θεός ξυράφια
μες στην άνοιξη που θα 'ρθει
για να γλιστράμε όλοι
σε μια κόψη που μπορεί να μας ζεστάνει
θα μάθουμε έτσι να διαλέγουμε
σε ποια μεριά θα πάμε
κι ο χωματόδρομος που γδέρνει
το βήμα μας δε θα 'ναι
Ήρωες με την πρώτη ευκαιρία
και μαστροποί συναισθημάτων στην πορεία
μες στο μπουρδέλο που μας νοίκιασε εξουσία
για να κάνει εκπομπή και φτύνει στα όνειρα μου
Γίνε αντίλαλος χαρά μου
Λένε πως θα μοιράσει ο Θεός περίστροφα
την άνοιξη που θα 'ρθει
και για να μάθω να σκοτώνω
πρέπει την ίδια μου ζωή να βγάλω σκάρτη
να έχω χέρι σταθερό να γίνω μέλος κοινωνίας
να επιβιώσω στο χορό της πληρωμένης μου ανίας
Μια ανθοδέσμη από καριόληδες
και ψεύτες κάτω από προβολείς
που καμαρώνουν σαν λαμπάδες
ακόμα κι όταν τους πυροβολείς
αχ, πόσο θα 'θελα να ζήσω
χωρίς την κάμερα από πίσω
και να κοιτάζω τη ζωή μου δίχως προφυλακτικό
Ήρωες με την πρώτη ευκαιρία
και μαστροποί συναισθημάτων στην πορεία
μες στο μπουρδέλο που μας νοίκιασε εξουσία
για να κάνει εκπομπή και φτύνει στα όνειρα μου
Γίνε αντίλαλος χαρά μου
Λένε πως θα μοιράσουν τα παιδιά χρυσάφι
μες στην άνοιξη που θα 'ρθει
για να δούνε αν θα το κάνουνε
οξυγόνο απ' τη Γαύδο ως τη Θράκη
κι αν αξίζει να φυτρώσει
μες στο στήθος μας συνήθεια
η δικιά τους απροσδόκητη
κι αναρχική αλήθεια
Λένε πως θα μοιράσει ο ουρανός Αχέροντες
για ν' ακουστεί η φωνή του
και να βουτάει ο καθένας μες στο κρύσταλλο
να πλύνει τη ψυχή του
να μάθει απλόχερα να σπέρνει
την τύχη που του ανήκει
και ν' αγκαλιάζει πιο σφικτά
τα δώρα του αλλουνού
Κληρονομιά για το παιδί μας που γεννιέται
μα πλούσιος είναι όποιος δεν πουλιέται
μες στο μπουρδέλο που μας νοίκιασε εξουσία
για να κάνει εκπομπή και φτύνει στα όνειρά μου
Γίνε αντίλαλος χαρά μου
Γυναίκα
Κάποιοι φιλήσανε τον Ιούδα εκεί στο μέτωπο
κι άλλοι ψαρέψανε ουρανό σε ένα πηγάδι
άλλοι κρεμάσαν σα δικτάτορα ένα φυλαχτό
στις φυλακές πάντα ονειρεύονται το βράδυ
Κάναμε έκτρωση σε ό,τι αθώο μας απέμεινε
κι εσύ συνέλαβες με ένα άρωμα τυχαίο
μα τα τριαντάφυλλα που σου έστειλα λίγο έλειψε
χαράματα να σκοτωθούν σε ένα τροχαίο
Όσο αξίζει μια γρατζουνιά απ' την ανάσα σου
δεν αξίζουν θεωρίες μιας ζωής
γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με
γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις
Κάποια πατρίδα τα χείλη μου τα φίλησε
φτηνά και με έσπρωξε γελώντας προς τη μάχη
κι όσοι της δώσαν το κορμί τους για παράσημο
αυτή έναν τάφο τους κάρφωσε στη ράχη
Όσα θηρία με ζυγώσανε τους έφτασε
να χορτάσουν μοναχά με τη στολή μου
μα οι άνθρωποι μ'άφησαν ήσυχο σαν έμαθαν
πως γυάλιζα ένα πολυβόλο στην αυλή μου
Όσο αξίζει...
θυμάμαι κάποτε στα μάτια σου κυνήγησα
τον εαυτό μου με ένα μαχαίρι της κουζίνας
μα μόνο η τρέλα, μόνο η τρέλα μου με ξέπλυνε
σαν καταρράκτης απ'το αμάρτημα της φτήνιας
Κι έτσι του κόσμου τα μπαλκόνια ερωτεύτηκα
αυτά που αγγίζουνε το βλέμμα με το στόμα
μα δε ξεχνάω τα υπόγεια που κυλίστηκα
γι' αυτό η φτέρνα μου έχει δέσει με το χώμα
Όσο αξίζει...
Απόψε πότισα τις ρίζες που ονειρεύτηκες
και τους καρπούς που εγκυμονούσε η τροχιά σου
κυρά, δε βρήκα μουσική που να σου άξιζε
πόνος στη γέννα προσκυνώ την αρχοντιά σου
Θα χαραμίσω τη ζωή μου περιμένοντας
να 'ναι πολύ αργά για να τη διορθώσω
και στα ρουθούνια του ουρανού θα μπω ουρλιάζοντας
τη μύτη του πριν ξεψυχήσω να ματώσω.
Δε μ' αγάπησες
Πως δε μ' αγάπησες το ξέρω
κι ας ταξιδέψαμε μαζί
με γκρίζο και με θαλασσί
εκεί που τ' όνειρό σου ζεί
κι η φλέβα σου κρυφή πατρίδα
πως δε μ' αγάπησες το είδα.
Λέξη μην πεις, το ξέρω
πως δε μ' αγάπησες
ούτε με πίστεψες ποτέ
λέξη μην πεις κι ας υποφέρω
πως δε μ' αγάπησες το ξέρω.
Πως δεν μ' αγάπησες το ξέρω
μα δε σου το 'δείξα γιατί
ήταν η θάλασσα ζεστή
κι εγώ καράβι από χαρτί
να λιώνω στον υγρό σου πόθο
πως δε μ' αγάπησες το νίώθω.
Δεν είμαι άλλος
Πίσω απ'το φως της μουσικής που ταξιδεύεις
είσαι ολόκληρη αργεντίνικο τανγκό
Και μήτε στ'όνειρό σου πια δε με γυρεύεις
όπως παλιά μ'ένα σκοπό χερουβικό
Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος
Και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός
άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος
κι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετός
Μες τα νεκρά τα καφενεία ρίχνει χιόνι
κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού
που σαν το ρούχο η αγάπη μας παλιώνει
κι είναι σαν ήχος χαλασμένου πιστολιού
Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος
Και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός
άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος
κι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετός
Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος
Και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός
άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος
κι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετός
Δεν ξέρω
Πες μου ψυχή μου
τώρα που'χεις κυλήσει μες την κάθε μου φλέβα
που πάμε πες μου,
αν το ξέρεις κάνε μου νεύμα, θα το δω
αρκεί μονάχα ένα σου νεύμα, κι εγώ θα'ρθώ
Αστράφτεις σ'ό,τι ξεχειλίζει μέσα στην καρδιά μου
αστράφτεις πάνω σ'ότι κάνω, πάνω σ'ό,τι πω
Μέσα απ'το κύμα δραπετεύεις ψυχή μου
κι όπως φυσάει ετούτη η νύχτα,
γέρνεις και με τυλίγεις
Αστράφτεις πάνω στην κιθάρα, στο παράθυρό μου
στο τελευταίο λεωφορείο στη γωνιά του δρόμου
Κι εγώ δεν ξέρω
δεν ξέρω στ'αλήθεια δεν ξέρω
δεν ξέρω από τι να κρυφτώ
σα μπάλα γυρίζει και γλιστράει η ζωή μου
δεν έχει μια άκρη να πιαστώ
δεν ξέρω
δεν ξέρω στ'αλήθεια δεν ξέρω
πότε θα ξεκουραστώ
ξέρω μονάχα πως κάπου θα σε ξαναβρώ
ξέρω μονάχα πως κάπου θα σε ξαναβρώ
Έλα ψυχή μου
σιγά-σιγά κάποιο βράδυ
μ'ένα ασημένιο καράβι να με πάρεις μαζί σου
Σαν άστρο καρφωμένο στο κατάρτι
πάνω απ'αυτή τη θάλασσα, τη μαύρη,
στην κούρασή μου απάνω ν'αστράψει,
ν'αστράψει η μορφή σου
Κι εγώ δεν ξέρω
δεν ξέρω στ'αλήθεια δεν ξέρω
δεν ξέρω από τι να κρυφτώ
σα μπάλα γυρίζει και γλιστράει η ζωή μου
δεν έχει μια άκρη να πιαστώ
δεν ξέρω
δεν ξέρω στ'αλήθεια δεν ξέρω
πότε θα ξεκουραστώ
Ξέρω μονάχα πως κάπου θα σε ξαναβρώ
Ξέρω μονάχα πως κάπου θα σε ξαναβρώ
Σ' ό,τι προσπερνάς εγώ θα σ'ακολουθώ
σ' ό,τι προσπερνάς, εγώ θα σ'ακολουθώ...
Είσαι ακόμα εδώ
Κι είσαι ακόμα εδώ
μια και χαϊδεύω τη σκόνη σου
όπως χαϊδεύω τα φεύγω σου
είσαι ακόμα εδώ,
σίγουρα είσαι εδώ,
μα η ζωή μου που είναι?
κι είσαι ακόμα εδώ
μια και σκουπίζω τις στάχτες σου
στο σκονισμένο μπαλκόνι σου
είσαι ακόμα εδώ,
σίγουρα είσαι εδώ,
μα η ζωή μου που είναι;
Σαν τατουάζ μείνε πάνω μου
με το ανεξίτηλο χάδι σου
σα χαρακιά στην παλάμη μου
να κουβαλά το σημάδι σου
κι είσαι ακόμα εδώ
κι εγώ λεκές στο φουστάνι σου
όπως απλώνομαι στο χάδι σου
είσαι πάντα εδώ,
σίγουρα είσαι εδώ,
μα η ζωή μου έχει φύγει...
Ένα μπλουζ
Ένα μπλουζ η αγάπη μου πένθιμο,
μια πομπή μαύρων αυτοκινήτων.
Ένα μπλουζ η αγάπη μου πένθιμο,
μια πομπή μαύρων αυτοκινήτων.
Με κορδέλες μοβ, με ορχήστρα μοβ,
σε πορεία μοβ, όλα μοβ.
Ένα μπλουζ η αγάπη μου πένθιμο,
μια πομπή μαύρων αυτοκινήτων.
Ένα μπλουζ η αγάπη μου πένθιμο,
η ζωή είναι θέμα πιθανοτήτων.
Ένα μπλουζ η αγάπη μου πένθιμο,
μια πομπή μαύρων αυτοκινήτων.
Ένα μπλουζ η αγάπη μου πένθιμο,
η ζωή είναι θέμα πιθανοτήτων.
Ζωή
Ζωή, Ζωή
σ' αγαπώ τόσο πολύ
γιατί νόημα δεν έχεις
κι ας ψάχνω ο έξυπνος χρόνια να
βρω το κλειδί σου
Σ' ακολουθώ
σαν του ανέμου το ουρλιαχτό
και κυλιέμαι μαζί σου
σε κλείνω στις χούφτες μου πριν
οι θεωρίες σε σκορπίσουν
Όσο διαρκούν οι στιγμές, διαρκείς φευγάτη κι εσύ
σαν τον κλέφτη
σε καμία ιδέα δε χωράς και
ο κάθε Θεός τόσο στενός σου πέφτει
Ζωή, Ζωή στα παιχνίδια σου η αρχή και το τέλος
του κάθε φανατισμού που με καίει
με τρώει και με σώνει
στων φίλων μου τις ανάσες ακουμπώ
κι είναι μάλλινο ρούχο η χαρά τους
για να μην κρυώνω καθώς ξημερώνει
Δυο χιλιάδες κρύσταλλα εγώ
και όσο μ' αγαπάς μια κλωστή με κρατάει
οι διαφορές μας βροχή κοίτα στις σταγόνες
της πως ο έρωτας μας κυλάει
Ζωή, Ζωή σε μισώ τόσο πολύ γιατί
ασήκωτη γέρνεις στην πλάτη μου
ενώ μπρος στα μάτια μου μοιάζεις με στάχτη
Ζωή γλυκιά να σου δώσω μια σπρωξιά
στο κενό μου να πέσεις
μα πως μετανιώνω σαν φτάνεις
γυμνή εκεί στην άκρη
Θέλω να σε πάρω αγκαλιά,
ψέματα καινούργια να εφεύρω πάλι
και σε μια γωνιά εγώ κι εσύ
σαν δυο κολλητοί να πιούμε απ' το ίδιο μπουκάλι,
Ζωή, Ζωή...
Ζωή δεν είναι
Δεν είναι η ζωή να παίζεις μαζί της
δεν είναι πουτάνα δεν είναι αγία
δεν δίνει ρεπό δεν κάνει απεργία
η ζωή
Φεύγουν οι μέρες μα εσύ δεν τις βλέπεις
στο βήμα σου νάρκες τα θαύματα σκάνε
αυτά που σου λέει ν' ακούς κι ας πονάνε
η ζωή
Κλόουν κι ακροβάτες ανάβουνε φώτα
γυναίκες γυμνές κατοικούν το κορμί σου
δάκρυα βρέχουν σημαίες σκισμένες
φωνές μουσικές στη φλέβα γιορτάζουν
Είν' ωραία η ζωή είν' ωραία
Έχει κόκκινο χρώμα μυρίζει σαν αίμα
Είν' ωραία η ζωή είν' ωραία
Δεν το χόρτασα ακόμα το μεγάλο της ψέμα
Δεν είναι η ζωή σελίδα σκισμένη
βιτρίνα σπασμένη σταθμός λεωφορείου
δεν είναι η άσπιλη φωνή του Κυρίου
η ζωή
Ζωή γεννημένη στην τύχη από λάσπη
με σκόνη απ' αστέρια και σπέρμα πλασμένη
δικό σου κουμάντο ψυχή πλανεμένη
ζωή
Η εποχή των ανέμων
Τον καιρό των ανέμων
σε μιαν άλλη εποχή
να πετάς σ' είχα δει
με φτερά ραγισμένα
Τον καιρό των ανέμων
μεθυσμένη βροχή
είχες πέσει στη γη
για να ζήσεις μ' εμένα
Τον καιρό των ανέμων
σ' αγαπούσα πολύ
και κανείς μη σου πει
πως δεν ήσουν για μένα
της ψυχής μου γαλάζιο
μεταξένιο πουλί
ακριβή μου γιορτή
δυο ζωές, σώμα ένα
Η εποχή των ανέμων
έχει αλλάξει καιρό
μόνο εγώ λαχταρώ
το δικό σου σημάδι
Της φυγής σου το χάδι
αγκαλιά το κρατώ
πεινασμένο μωρό
με ξυπνάει κάθε βράδυ
Τον καιρό των ανέμων
σ' είχε φέρει η σιωπή
και κανείς δεν μπορεί
να σε πάρει από μένα
Η έχθρα
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών στη πλατεία
οι στοιχειωμένες καρδιές τους γκρεμισμένη εκκλησία
αντεάρ, αντεάρ
Όσα δεν φτάνουν τα μπράτσα η προσβολή τα τσακίζει
η ζωή όταν σκέφτονται η ζωή μου θα τρίζει
αντεάρ, αντεάρ
Πόσο δίκαιη εξουσία ζυγίζει ότι έχει ο καθένας
όταν ο μόνος πόνος που αντέχει είναι ο πόνος ο ξένος
Φχαριστιέται με αιτίες τιποτένιες της καρδιάς μας το μίσος
το δαγκωμένο ουρλιαχτό κάποιου σκύλου για μιας σκιάς τα σκουπίδια
Φχαριστιέται με λίγο αίμα τυχαίο που θα δει στις ειδήσεις
μ' ένα πιάτο στρωμένο που απόψε κανείς δεν θ' αγγίξει
Και η κάθε μπιστολιά στον αέρα μια ικεσία στη μοίρα
Τι να κρύβουν οι γυναίκες που σκυμμένες κεντάνε
αυτοί οι λεκέδες του πένθους που το πάθος ξεχνάνε
αντεά, αντεά
Με μια ελπίδα στο στήθος σα σημαία σκισμένη
απ' τα σκέλια τους ως το φιλί χρεωμένη
αντεά, αντεά
Μια ντροπή που ιδρώνει τα δάχτυλα σαν γλιστρούν σ' άλλα χέρια
δε μπορεί θα υπάρχει ένας τρόπος να ζεις δίχως φόβο
Μια βιασύνη που βραχνιάζει τα μάτια σαν κοιτούν άλλα μάτια
για να δουν πως δεν είναι αυτό αγάπη μα μίσος ξεθυμασμένο
Και έτσι πάντα τους λάκκους που ανοίγουμε τους φτυαρίζει η εξουσία
Λες και η έχθρα που νοιώθουμε είναι αντίδοτο στη συμφορά μας
στου καιρού το αφόρητο πείσμα να θάβει τα όνειρά μας
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών στη πλατεία
οι στοιχειωμένες καρδιές μας γκρεμισμένη εκκλησία
Η καρδιά που ξυπνά
Μετά από χρόνια ξαφνικά
άρχισε πάλι να ξυπνά
η κουρασμένη μου καρδιά
μετά από χρόνια ξαφνικά
άρχισε πάλι να πονά
η πληγωμένη μου καρδιά
για σένα
Δεν θέλω να μου πεις πως μ' αγαπάς
στα όνειρά σου να με πας
κι αυτό μου φτάνει
δεν πρέπει να μου πεις πως μ' αγαπάς
είμαι παιδί της ερημιάς κι εσύ λιμάνι
κράτα τα λόγια μυστικά
στα μάτια κοίτα με βαθιά
σε ποια ζωή, ζωή παλιά,
πες μου μαζί έχουμε ζήσει
Κοίτα με τώρα που μπορώ
μες στον καθρέφτη σου να ζω
να πλημμυρίζω, να μεθώ
πέφτουν τα σύννεφα βροχή
παίρνω το δρόμο απ' την αρχή
νερό ραγίζει στην πηγή
για σένα
Η τράπουλα
Η αγάπη είναι μια τράπουλα σημαδεμένη
μονάχα ό,τι ξόδεψες σε προστατεύει
αν ήμουνα παιχνίδι θα 'χες κερδίσει
αν είχα φαντασία θα σ' είχα ζωγραφίσει
σε φύλλα γυάλινα να τα κάνεις κομμάτια
κι αλίμονο αν είχα ένα μαχαίρι αντί για μάτια
ας μην μπορούσα να αρνηθώ ποτέ μου
πως αν ήμουνα γωνιά θα σ' είχα αποκοιμίσει
αν ήμουνα βροχή θα σ' είχα ποτίσει
αν ήμουνα σκιά θα σ' είχα κρύψει
αν ταξίδευα στ' αλήθεια θα σε συναντούσα
σε κάθε σταυροδρόμι χίλιες φορές θα σε φιλούσα
αν ήμουν όπλο θα σ' είχα προστατέψει
και στην κάρδια το χρόνο θα 'χα σημαδέψει
αν ήμουνα ιερέας σαν προσευχή
με τη γλώσσα μες στα δόντια μου θα σε φορούσα
αν ήμουνα πιστός θα ήσουνα ο ψαλμός μου
με τα δάχτυλα στα χείλια μου θα σε τραγουδούσα
Αν ήμουνα αγκαλιά θα σε είχα πείσει
με χείλια ματωμένα θα σ' είχα νικήσει
αν μου έφτανε η ανάσα θα σε ξεδιψούσα
αν είχα εύκολα τα λόγια θα σε σταματούσα
σε κάθε σταυροδρόμι θα σε σταματούσα
μα αν ήμουν σταυρός, θα σε καρφώναν ακόμα
κι όμως σαν το κλέφτη, σαν το δολοφόνο
κρύβομαι στο φως της διαδρομής σου
για να κλέψω τα βήματα, την όμορφη σκιά σου
να αγαπήσω το σκοτάδι, φτάνει να 'μαι κοντά σου
να σε κάνω δικιά μου ατέλειωτες ώρες
τόσο δικιά μου που να μπορώ να σε σκοτώσω
πριν με δεις να φεύγω μόλις ξημερώσει
κι εγώ να σου χρωστάω που ζω, να σου χρωστάω
γιατί η αγάπη είναι μια τράπουλα σημαδεμένη
κι όλοι εμείς στα νύχια της οι βαφτισμένοι
κι αν η αγάπη είναι γεμάτη σημάδια να μαντέψω
συγχώρα με αν δεν προλαβαίνω πάντα να τα δω
συγχώρα με που προλαβαίνω πάντα να αμυνθώ
Το αγαπημένο μου τραγούδι...
Ημερολόγιο
Τόσα χρόνια μες τους χάρτες μου σε ψάχνω,
κι ας μην έσκυψες ποτέ στο μέτωπο μου
με τα δυό σου χείλια να αφήσεις
μια ανάσα στη ζωή μου.
Κι αν η προσευχή μου οινόπνευμα μυρίζει,
καπνό και πυρετό,
στο γυάλινο το κύμα τ' όνομά σου
φωνάζω να καθρεφτιστεί η φωνή μου.
Και στην όχθη που χτενίζεσαι ακουστεί
σαν αλμυρό τραγούδι που σου φέρνει
ερωτευμένο το νερό.
Και στο διάβολο πουλάω τη ψυχή μου εγώ,
για να βρεθώ απόψε τυλιγμένος
στου κορμιού σου το βυθό.
Κάπου η νύχτα μεσοπέλαγα κρεμιέται
στην αγχόνη τ' ουρανού
κι ο δαίμονας καβάλα στο σκοτάδι
αρπάζει τη μετέωρη ευχή μου.
Και σαν άστρο καυτερό προς το νησί σου
τα λόγια μου πετάει
πληγώνοντας τα βράχια και την άμμο,
στη χτένα σου καρφώνει την ψυχή μου.
Και σταγόνα τη σταγόνα κυλάω εγώ
σαν αλμυρό νερό στους ώμους
και στον ακριβό σου το λαιμό.
Κι ας το ξέρω πως του λόγου του
στην ανεμόσκαλα εκεί, με περιμένει
για να μου λιμάρει το σκοινί.
Πάνε χρόνια που αντίκρυ αναβοσβήνουν
τα φώτα κάποιας γης,
τα φώτα κάποιας ξεχασμένης νήσου,
που λένε είν' οι κορφές του παραδείσου.
Μα το ξέρω είναι της θάλασσας τα μάγια,
δεν υπάρχει αυτή η στεριά,
μιας και κανείς ποτέ του εκεί δεν πήγε,
γι αυτό σφιχτά κρατιέμαι στο κορμί σου.
Και μπροστά απ' τους κολασμένους
περνάω εγώ σαν μια σκιά
που σεργιανάει στον 'Αδη
τη δικιά σου μυρωδιά.
Κι είναι λέω ο παράδεισος για μας, αγάπη μου μικρή,
να μοιραζόμαστε τούτη τη κόλαση μαζί!!!
Θα 'θελα να 'σουνα εδώ
Θέλω να σου στείλω μια λευκή κόλλα χαρτί
γιατί είσαι η μόνη που μπορεί τη σιωπή μου να διαβάζει
Ήσουν παράθυρο που άντεξε στου αέρα την οργή
μα λύγισες στ' αρώματα του Μάη
Μια γεύση τρικυμίας στα χείλια σου να υφαίνεις
δυο χείλια που αργήσανε πολύ να ξεδιψάσουν
Κι εγώ καΐκι που ερωτεύτηκε μαζί σου να πνιγεί
απόψε ταξιδεύω στα νερά σου
Θα 'θελα να 'σουνα εδώ σαν προσευχή σαν φονικό
να σε δικάζω και να σε παρηγορώ
Θα 'θελα να 'σουν μυστικό στην ενοχή σου να κρυφτώ
να σου ξεφύγω και μπροστά μου να σε βρω
Ξεχείλισα απ' όσα έχω μοιραστεί
κι ένιωσα λειψός μ' όσα έχω κρατήσει
με ψάχνει ό,τι έχασα κι εγώ στριφογυρνώ
χαμένος μέσα σ' ό,τι έχω κερδίσει
Θα 'θελα να 'σουνα εδώ...
Θέλω να πιω μαζί σου ένα τσιγάρο
Ποιος ξέρει που να ξημερώνεις
Ποιος ξέρει που να τριγυρνάς
και αν καρφωμένη στο μυαλό μου, εσύ με σώνεις
απ' τη ζωή μου ξηλωμένη με πονάς
Θέλω να πιω μαζί σου ένα τσιγάρο
να δω να καίγεται στα χείλια σου ο χρόνος
Θέλω να πιω μαζί σου ένα τσιγάρο
για μια στιγμή να γελαστώ
και να ξεχάσω, ν' αρνηθώ πως είμαι μόνος
Τα πιο βαριά ναρκωτικά που έχω πάρει
είναι αγάπη μου ο φόβος και η ελπίδα
κι έτσι όπως βούτηξα, ο τρελός με το κεφάλι
σαν την εξάρτηση, του πάθους σου η παγίδα
Θέλω να πιω μαζί σου ένα τσιγάρο
να δω να καίγεται στα χείλια σου ο χρόνος
Θέλω να πιω μαζί σου ένα τσιγάρο
Για μια στιγμή να γελαστώ
και να ξεχάσω, ν' αρνηθώ...
Θέλω να πιω μαζί σου ένα τσιγάρο...
Θέλω τη μέρα που θα φύγεις
Και τι μπορώ να πω για σένα
που να 'ναι εσύ
λέξεις με δέρμα και μαλλιά
γραμματικές για την αφή
χέρια πλεγμένα
Θέλω τη μέρα που θα φύγεις
απ' το πρωί να μου γελάς
κι όταν την πόρτα θα ανοίγεις
να είναι σαν να μ' αγαπάς
Και πώς μπορώ να σε θυμάμαι
και να 'σαι εσύ
τα γέλια σου σαν τα νερά
μια ήσυχη λέξη στ' αυτί
και να νικάμε
Θυμάμαι
Είχε δυο μάτια γαλανά θυμάμαι
κι είχε ένα στόμα τόσο, κρεμεζί
παράξενο να τρέμω, ως τη θυμάμαι,
μη ξέροντας αν πέθανε ή αν ζει
Ήταν χλομή, σαν κάποια Παναγία
πανάρχαιη, σ' εκκλησιά βυζαντινή
και σώπαινε καθώς μια Παναγία,
που ως άθληση τον πόνο της πονεί
Οι άλλες με την καντίνα κελνερίνες
με το κρασί κερνούσαν και φιλιά,
και τη γελούσαν οι άλλες κελνερίνες,
που μόνο αυτή δεν έβγαζει μιλιά!
Είχε δυο μάτια γαλανά θυμάμαι
κι είχε ένα στόμα τόσο, κρεμεζί
Παράξενο είναι τώρα που λυπάμα;ι
μη ξέροντας αν πέθανε ή αν ζει
Ιστορία παλιά
Ιστορίες παλιές
θα ΄ρθεις να πεις να διαλέξω
τις ξέρω καλά
τις ξέρω τις έμαθα απ' έξω
Ιστορία παλιά
που σου λέει ξανά σ' αγαπώ
τώρα πάω, πάω μακριά
Και ό,τι κι αν πεις
είναι αργά δε μετράει
σαν σπάσει η αγάπη
ξανά δεν κολλάει
Τώρα πάω, πάω μακριά
σ' αγαπάω, μα ειν' αργά
Ιστορία παλιά
θα σου πω άλλη μια φορά
τα λόγια της ακριβός θησαυρός
οι λέξεις της είναι χρυσός
Μην την πεις
μην την πεις μ' ακούς
η σιωπή σου ειν' ο μόνος χρυσός
δε σ' ακούω, δεν έχεις φωνή
τα ξεπούλησες όλα, δε μένει δραχμή
και στη μάχη που θέλεις να πας
έχεις χάσει από πριν
φύγε, μην πολεμάς
Τι μου ΄πες τι σου πα
είναι αργά δε μετράει
σαν σπάσει η αγάπη
ξανά δε κολλάει
Μα πού πας;
Πάω μακριά
Μ' αγαπάς;
Σ' το λέω ειν' αργά!
Ιστορία παλιά
τελευταία φορά θα σου πω
μην ψάχνεις τέλος κι αρχή
η φωτιά σου έχει σβήσει
είμαι σ' άλλη εποχή
Πονά η φωνή σου, μη λες
αν φύγεις εσύ
δεν υπάρχω κι εγώ
δεν έχει η ιστορία
αρχή ούτε τέλος
κάθε της λέξη θανάσιμο βέλος
Και ό,τι κι αν πούμε
είναι αργά, δε μετράει
σαν σπάσει η αγάπη
ξανά δε κολλάει
Τώρα πάω, πάω μακριά
σ' αγαπάω, μα είναι αργά
τώρα πάω, σ' αγαπάω...
Καλή σου νύχτα
Με μάτια σπασμένα θλιμμένου παιδιού
Στέκεις εκεί στο κατώφλι του νου
Και οι αναμνήσεις που κρύβω βαθιά
Δεν ξέρω αν είναι κάτι που έχω
Ή κάτι που έχασα πια...
Καλή σου νύχτα
και να μ' αγαπάς...
Ό,τι θυμάσαι, λένε μέσα σου ζει
Ζει και τρυπάει σαν βελόνα πικρή
Πικρή σαν το γέλιο μεθυσμένου τρελού
Κάποιου πρεζάκια αρχαγγέλου
Στο βράχο του Λυκαβηττού
Καλή σου νύχτα και να μ' αγαπάς...
Τι ώρα πήγε ποιος έχει φωτιά
Μίλα μου, είναι η σιωπή πιο βαριά
Πιο βαριά κι απ' τα φώτα
Πιο βαριά κι απ' τους καπνούς
Κι ένα κουρέλι τραγούδησε το τελευταίο του μπλουζ
Καλή σου νύχτα και να μ' αγαπάς...
Καλοκαίρι σαν χειμώνας
Το ξέρω, δεν τα κατάφερα
Ήθελα κοντά σου να κρυφτώ,
το μαύρο όνειρό μου
το μαύρο όνειρό μου να σκοτώσω
Το ξέρεις, δεν το κατάφερα
στον τρελό χορό των σκοταδιών
ν' ανάψω το κορμί σου
ν' ανάψω το κορμί σου για φεγγάρι
δεν το κατάφερα.
Κι έμεινα μονάχα,
έμεινα μονάχα μια αδειανή ακρογιαλιά
κι ένα καλοκαίρι σαν χειμώνας.
Το ξέρεις, δεν τα κατάφερα
να παίξω τη ζωή μου δεν μπορώ
ν' αλλάξω τη ζωή μου,
ν' αλλάξω τη ζωή μου δεν αντέχω
το ξέρω, δεν τα κατάφερα
Μέσ' απ' των ονείρων τη ρωγμή
έστω μια στιγμή,
έστω μια στιγμή να σ' αγαπήσω
δεν το κατάφερα.
Κι έμεινα μονάχα,
έμεινα μονάχα μια αδειανή ακρογιαλιά
κι ένα καλοκαίρι σαν χειμώνας.
Καρναβάλι
Να πετάξω την καρδιά μου
απ' την άλλη τη μεριά
σαν αγκίστρι να σκαλώσει
σε μια απάτητη χαρά
Να καρφώσω τα ταξίδια
και να έσταζε το μέλι
στους πικρούς καρπούς σου απάνω
Ό,τι θέλω δε με θέλει
Δεν υπάρχει τιποτα
πιο δυνατό απ' το γέλιο
Δεν υπάρχει τιποτα
πιο αληθινό απ' το κλάμα
Δεν υπάρχει τιποτα
πιο σκοτεινό απ' τα λόγια
Δεν υπάρχει τιποτα
πιο φωτεινό απ' το στόμα
Να κεντούσα το μετάξι
έστω και αν δεν το φορώ
να μπορούσε να σ' αρπάξει
μια που εγώ δεν το μπορώ
Δεν υπάρχει τιποτα
πιο δυνατό απ' το γέλιο
Δεν υπάρχει τιποτα
πιο αληθινό απ' το κλάμα
Δεν υπάρχει τιποτα
πιο σκοτεινό απ' τα λόγια
Δεν υπάρχει τιποτα
πιο φωτεινό απ' το στόμα
Κλωστές τα μαλλιά σου
Κλωστές τα μαλλιά σου σπασμένης κιθάρας
Και μέσα σου λάμπουν αγάπες παλιές
Κι αυτά τα τραγούδια που ακούς της δεκάρας
Τη δόξα σου κλέβουν γι' αυτό δεν τα λες
Στους δρόμους ακόμη κοιμούνται αλήτες
Με δέκα ουρανούς και φωτιές αγκαλιά
Κι εσύ την καρδιά μου κλειδώνεις με σύρτες
Μη μπουν τα φεγγάρια και γίνουν φιλιά
Θα σε βρω μια μέρα στις μέρες του κόσμου
Που δίχως μεγάφωνα ακούς τη ζωή
Να γίνεις σημαία και φως κι οδηγός μου
Και να 'χω το πρώτο σου πάλι φιλί
Στους δρόμους ακόμη κοιμούνται αλήτες
Με δέκα ουρανούς και φωτιές αγκαλιά
Κι εσύ την καρδιά μου κλειδώνεις με σύρτες
Μη μπουν τα φεγγάρια και γίνουν φιλιά
Κόκκινο θολό φεγγάρι
Κόκκινο θολό φεγγάρι
σαν τα όνειρα μας ξενυχτάς
κι απ' τις φυλακές αυτού του κόσμου
γύρω στα μεσάνυχτα το σκας
ρίχνεις μέσα στ' άδεια μας ποτήρια
του ουρανού το αίμα και το φως
και φταίει εκείνη η ανταύγεια σου η μυστήρια
που είμαι για τα πάντα ικανός
Κόκκινο θολό φεγγάρι
πίνω απ' τη σιωπή σου μια γουλιά
σαν καυτό σφηνάκι να με πάρει
μέσα από του φόβου τη φωλιά
μέσα απ' τα κομμάτια αυτής της πόλης
που κύλησαν στα πόδια σου μπροστά
και στο μεταξωτό της το φουστάνι πιάστηκε η τύχη μου γερά
Κόκκινο θολό φεγγάρι
πάρε με μαζί σου να χαρείς
μέσα στο κελί μου έχω σαλτάρει
σαν απόκληρος της διαφυγής
αχ και να μπορούσα έστω για λίγο
να σε μοιραστώ από μακρυά
θα 'χε χαλαρώσει αυτός ο κόμπος
του μικρού θανάτου μου η θηλειά
Κόκκινο θολό φεγγάρι
σαν τα όνειρά μας ξενυχτάς
κι απ' τις φυλακές αυτού του κόσμου
γύρω στα μεσάνυχτα το σκας
κι έτσι ματωμένο ταξιδεύεις
σαν χαρταετός χωρίς κλωστή
είσαι εσύ του χρόνου ο καθρέφτης
τίποτα κι αιώνιο μαζί
Κορώνα γράμματα
Κορώνα γράμματα κι άμα ζαλιστείς
Πάντα θα υπάρχει μια γιορτή να μοιραστείς
Όλα κοστίζουνε κι όμως τι μ' αυτό
Ότι σε πόνεσε, σ'έκανε θεό
Κι έσφαξες τη μια ομορφιά
για να πιει το αίμα η άλλη
γιατί είναι το κορμί αμμουδιά
που θέλει το χειμώνα να βγάλει
Κορώνα γράμματα πάει η ζωή μπροστά
Κι ο χρόνος νόμισμα που κατρακυλά
Είμαστε χρώματα μέσα σε γυαλί
Όπως οι μπίλιες που παίζαμε μικροί
Και σφάζαμε τη μια ομορφιά
για να πιει το αίμα η άλλη,
γιατί είναι το κορμί αμμουδιά
Που θέλει το χειμώνα να βγάλει
Κορώνα γράμματα σκύβεις για να δεις
Και οι όψεις χάνονται πριν σιγουρευτείς
Σαν δύο φαντάσματα που κράτησαν γέρα
Μες στα ερείπια μια παιδική χαρά
Κι έριξες τη μια ομορφιά
για ν' ανέβει στην κούνια η άλλη,
γιατί είναι το κορμί αμμουδιά
που θέλει το χειμώνα να βγάλει
Κρασί στο χώμα
Χύθηκε κρασί στο χώμα κι από τα χείλια μια ευχή
ο ήλιος άνοιξε το στόμα κι έπινε μέχρι να γδυθεί
Ποια θράκα τρίζει στην καρδιά μου
ποιος ουρανός αιμορραγεί και μάτωσαν τα γόνατά μου
απ' το παιχνίδι που κάνει μαζί μου
της ομορφιάς η πληγή;
Πόσο καιρό θα ψάχνω τι θέλει ο άνθρωπος να βρει
ο ήλιος άνοιξε το στόμα μα η μέρα ακόμα να φανεί
Ποια θράκα τρίζει στην καρδιά μου
ποιος ουρανός με διεκδικεί και μάτωσαν τα γόνατά μου
απ' το παιχνίδι που κάνει μαζί μου
της ομορφιάς η πληγή;
Δεν είναι η αγάπη περιουσία που τη σκορπάς για να σωθείς
είναι η μαγκιά να μάθεις μ' έναν άνθρωπο να ζεις
Ποια θράκα τρίζει στην καρδιά μου
ποιος ουρανός αιμορραγεί και μάτωσαν τα γόνατά μου
απ' το παιχνίδι που κάνει μαζί μου
της ομορφιάς η πληγή;
Λίγο φως χρυσάφι
Λίγο φως χρυσαφί
έπεσε και γράφει
στης καρδιάς τα βάθη
πόσο σ' αγαπώ
Κι ήρθ' ένα φεγγάρι
νύχτα να σε πάρει
όπως οι κουρσάροι
τον παλιό καιρό
Δάκρυσα και πήρα
όλη την αλμύρα
κι έριξα μια λίρα
μέσα στο νερό
Κι όλα τα δελφίνια
πάνω σε πατίνια
φόρεσαν λουστρίνια
κι άρχισαν χορό
'Αναψαν τα φώτα
όπως ήταν πρώτα
και τα βαρελότα
έπεφταν βροχή
Κι έτσι στολισμένα
άμαξες και τένα
έφεραν εσένα
κι έγινε γιορτή
Μαύρο μαργαριτάρι
Μαύρο μαργαριτάρι, μαύρη ομορφιά και χάρη
μαύρη όπως δεν έχουμε δει στην ζωή μας
τη στείρα παθιάρα και μαύρη
Μαύρη που μαχαιρώνει και το αίμα μου ξηλώνει
Μαύρη και όταν αγιάζει σκοτώνει και δεν τη νοιάζει
μαύρη μαγεία να πάρει, φτιάχνει φωλιά
όταν δεν βγαίνει φεγγάρι
Μαύρη σαν γιαταγάνι, με ματωμένο φουστάνι
Μα οι γείτονες μου κι οι διπλανοί μου δεν πρέπει ποτέ
να το μάθουν πως ήρθε για μένα, εδώ και τώρα για μένα
όταν ο έρωτας για τον έρωτα μιλάει διαρκώς
κάνει στραβά μάτια ακόμα κι ο ουρανός
Βροχή που δεν περιμένει κάθε άλλο παρά
ευλογημένη νερό που δε λογαριάζει πνίγει
τις σκάλες, να 'τανε κι άλλες
βροχή που σπάει τα σύνορα
και σου ξεπλένει τα όνειρα
Ο παράνομος έρωτας είναι μια τρικυμία
τσακίζει με το τακούνι την ηρεμία στη γωνία
το σεντόνι γουστάρει να μουσκεύει στο λάθος
γιατί η ευτυχία μισεί να μας βρίσκει μονάχους
Ποτέ η απιστία δεν χορταίνει βάζει άρωμα και
περιμένει στους δρόμους γυρνάει και ψάχνει
να πάρει τα θύματα στο λαιμό της
Ο οργασμός μας τραντάζει τα μέλη
και σφαζόμαστε μέσα στο μέλι
Έτσι απροστάτευτη απ' το όνειρο ξυπνάει η ζωή μας
και κρατάει απ' το χέρι τη χαμένη ψυχή μας
πως να ζήσει ένας έρωτας που από φόβο μην σβήσει
τον τρώει η φρικτή σιγουριά
πως μπορεί να κρατήσει
Στοργή που έχει νυχτώσει και τρέχει
να γλιτώσει κρύβεται στου κόσμου το κόρφο
αιτία και ενοχή
που δεν έχει πια στόχο κρύα σαν λάμα και
πόνος, μαύρο γλυκό που σου 'δωσε ο χρόνος
Ο παράνομος έρωτας κυλάει στους λαγόνες
και βαφτίζει το φόρεμα στου κορμιού τους αγώνες
μεσ' στο αμάξι της μπαίνει και αθώα χαϊδεύει
το χρόνο που ξεχειλίζει
γι' αυτό η ζωή περισσεύει
Ένα ψέμα είναι ο έρωτας και προτού ξεδιψάσει
σκορπάει τόση αλήθεια για να σε ξεγελάσει
Μαύρο φως
Είναι τρεις τα ξημερώματα
το σκοτάδι μου μετρώ
που χαθήκανε οι αγάπες μου
πόσο αργεί το πρωινό
Λες κι ο χρόνος ξεγελάστηκε
ως κι η ώρα δεν περνά
κάπου ο ήλιος θα ξεχάστηκε
κι έπαψε να προχωρά
Τρέχουν μέσα μου χιλιόμετρα
δρόμοι δίχως γυρισμό
τη ζωή μου εγώ ταξίδεψα
μ' ένα γέλιο, ένα λυγμό
Ένα αστέρι χαμογέλασε
στο βυθό του ουρανού
το δικό σου ωραίο πρόσωπο
ή το ασήμι του κενού
καρδιά μου
Σβήνει ο κόσμος κι ανασταίνεται
σαν παιδιού αναπνοή
την αγάπη ονειρεύεται
κι ύστερα μετανοεί
Μαύρο φως της αγάπης, μαύρο φως
Με λένε Αέρα
Με λένε Αέρα και ζω ικανός
κι η φυλή μου και εγώ
σαν ανθός, αν χαθώ
να χαθώ με περηφάνια
Με τη σκουριά πολεμώ
μα το βήμα μου αστράφτει και ζω
ικανός αν χαθώ, να χαθώ με περηφάνια
Αχ, πατρίδα μου το φως σου παντρεύτηκα
κι ερωτεύτηκα τα πράσινα νερά σου
με του ονείρου το σουγιά στα χέρια
χαρακώνω όσα δεν μπορώ να ζήσω αληθινά ] 2x
μια τέτοια νύχτα γλυκιά
Σαν μετανάστης στο ίδιο το χώμα
που γεννήθηκα ζω
κι είναι αυτή η ομορφιά το δικό μου
μυστήριο τ' όνομα που έχω αντηχεί
στα βαφτίσια όλης της γης
μα δεν έχει γραφτεί σε κανένα διαβατήριο
Αχ, πατρίδα μου...
Θ' ακουμπήσω το κεφάλι μου στους ώμους σου
και θα ονειρευτώ τη θάλασσα
αύριο πάλι θα ανάψω φωτιά
για να γίνει ο γαλάζιος αέρας
γύρω μας, σπίτι
Πες μου ποια γη
και γιατί στη φωτιά εξαγνίζεται
και παραδίνει τη λευτεριά της στην ειρήνη
Σε κάθε άνθρωπο είδα την δικιά μου εξορία
και στο πρόσωπο του ο ιδρώτας
το δάκρυ μου έχει πλύνει
Αχ, πατρίδα μου...
Με λένε Αέρα και ζω ικανός
και η φυλή μου και εγώ
σαν ανθός, αν χαθώ
να χαθώ με περηφάνια
Το ίδιο χέρι
που αναβοσβήνει τ' αστέρια
Μάτια μου το ίδιο χέρι
αναβοσβήνει κι εμένα
Αχ, πατρίδα μου...
Ποιος θα μιλήσει για εμάς
θα μιλήσει αυτός που μένει πίσω
γιατί εγώ θα φεύγω
θα συνεχίσω να ακολουθώ
το ρεύμα από τις φτερούγες των πουλιών
Με τον Έκτορα
Εσένα σε φωνάζαν Αχιλλέα
μα εγώ αγαπούσα ξέρεις πιο πολύ
εκείνους που η ζωή ξεχνάει μονάχους
χωρίς αγάπη, σπίτι και φιλί
Εσένα σε φωνάζαν Αχιλλέα
ήθελες να ‘σαι εσύ ο δυνατός
μα ο κόσμος ο γεμάτος από πόνο
για ‘μένα ήτανε φίλος πιο πιστός
Ήμουνα πάντα με τον Έκτορα
που ‘ξερε πως δεν έχει ελπίδα
μα βγήκε από τα τείχη και πολέμησε
για της ψυχής του την πατρίδα
Ήμουνα πάντα με τον Έκτορα
Εσένα που σε λέγαν Αχιλλέα
σε ξάπλωσε στην άκρη του γιαλού
εκείνη η κρυφή πληγή στη φτέρνα
που λέει το παραμύθι του τυφλού
Κι εμένα με τρομάζει όταν νυχτώνει
το μαύρο που σκεπάζει στην καρδιά
το βλέμμα σου κι εκείνη τη φιλία
που είχαμε σαν ήμασταν παιδιά
Ήμουνα πάντα με τον Έκτορα...
Μέρες αδέσποτες
Σαν και σένα μ' ένα κόμπο στο λαιμό
σε ώρες άσχετες ξεσπάω το θυμό
σαν κι εσένα στις πλατείες της σιωπής
τον ίσκιο μου τραβάω
Σαν κι εσένα διαμελίζομαι στο φως
μες σ' αυτό το πλαστικό το καθεστώς
και τη νύχτα στα κομμάτια μου γυρνώ
και τα ξανακολλάω
Μέρες αδέσποτες σφυρίζουν στο μπαλκόνι μου
μέρες αδέσποτες σφηνώθηκαν στην πόλη μου
σημαδεύουνε το μέλλον πετυχαίνουν το παρόν
και με στρίμωξαν σ' ατέλειωτο κρυφτό
Σαν κι εσένα το πρωί στην αγορά
ψάχνω ένα φτηνό ζευγάρι φτερά
μου πουλούν κάτι κλεμμένα τελικά
κι όμως επιμένω
Παίρνω φόρα και ζυγίζω τον καιρό
το κορμί μου στο κενό να εμπιστευτώ
και ξεχνάω πως κι αυτό τον ουρανό
τον έχουν πουλημένο
Μέρες αδέσποτες σφυρίζουν στο μπαλκόνι μου
μέρες αδέσποτες σφηνώθηκαν στην πόλη μου
σημαδεύουνε το μέλλον πετυχαίνουν το παρόν
και με στρίμωξαν σ' ατέλειωτο κρυφτό
Μη με ρωτάς
Τα πολυβόλα σωπάσαν
Οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν
Ένας βοριάς παγωμένος
Σαρώνει την έρημη γη
Στρατιώτες έρχονται
Πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν
Κι εσύ ησυχάζεις
Το δάχτυλο βάζεις
Να δεις την πληγή
Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς,μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Στην πολιτεία βραδυάζει
Το χιόνι τις στέγες σκεπάζει
Ένα καμιόνι φορτώνει
Και κόβει στα δυό τη σιγή ...
Περιπολία στους δρόμους
Και κάποια φωνή που διατάζει
Κι εσύ ησυχάζεις
Το δάχτυλο βάζεις
Να δεις την πληγή ...
Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μια χαραμάδα πανικού
Κρατά τη σιωπή που μου χρεώθηκες
ό,τι σε τύφλωσε και σώθηκες
σαν πίστη ακριβή
κι άκου ό,τι αφουγκράστηκε το αίμα σου
ό,τι ξοδεύτηκε στο ψέμα σου
μέσα σε μια στιγμή
Ό,τι μας κλώτσησε στο φως
είναι αυτοσχέδιος μηχανισμός
όπως το γέλιο ενός παιδιού
μια χαραμάδα πανικού
Δώσ' μου τον ιδρώτα σου και τη στεριά
να βαφτιστώ σε μια δικιά σου θέλω μαχαιριά
κι ας μη μου το χρωστάς
Κι άκου ό,τι ορκίστηκε στην πλάνη σου
ό,τι ξοδεύτηκε για χάρη σου
και μη τα παρατάς
Ό,τι μας κλώτσησε.....
Πες μου, τα χείλια της καρδιά σου άνοιξε
τη μέρα μου έλα και δάγκωσε
και μη με λυπηθείς
Σπείρε στο χορτάρι σου το άπειρο
και πότισε το μια γουλιά νερό
όταν με θυμηθείς
Ό,τι μας κλώτσησε.....
Μικρή πατρίδα
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
τα χρόνια μου είχαν ρίζες ήταν δέντρα
που τα 'ντυσε με φύλλα η καρδιά
και τ' άφησε ν' ανθίζουν μες την πέτρα
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν δάση
οι φίλοι μου φεγγάρια ήταν νησιά
που δίψασε η καρδιά μου να τα ψάξει
Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ
η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας
μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή
η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει
σε όνειρα σ' αισθήματα υγρά
το μυστικό τον κόσμο ν' ανασάνει
Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ
η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας
μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή
η γη μου εσύ ανάσα μου κι αέρας
Μυστήριο τρένο
Το μυστήριο τραίνο που είμαστε
ζητάει επιβάτες
ζητάει τρέλα, φωτιά, χωρισμό
γλυκιές αυταπάτες.
Το μυστήριο τραίνο που είμαστε
πεινάει για πόνο
πεινάει για δάκρυα, ψέμματα, φως
απέραντο χρόνο.
Το μυστήριο τραίνο που είμαστε οι δυο μας
στο σκοτάδι σφυρίζει, μας πάει στο χαμό μας,
με το φρένο σπασμένο τις ράγες κλωτσάει
στης αγάπης το τούνελ βαθειά μας ρουφάει
Με το μαύρο καπνό του υψώνεται
να καίει το φεγγάρι
να καίει τ'άστρα, το φόβο το σώμα μας
το τραίνο σαλπάρει.
Το μυστήριο τρένο που πήραμε
μονάχο πηγαίνει
μονάχοι κι εμείς με χέρια σφιχτά
που η μοίρα τα δένει.
Να πέθαινα για κάτι δυνατό
Σε τι κόσμο ζούμε - σε τι κόσμο ζούμε.
Κοιτάζω γύρω μου μέσα απ' τ' αμάξι,
σκυμμένα βλέμματα, σκυμμένα σώματα,
κοιτάζω τα παιδιά στα φανάρια,
κοιτάζω τους ξένους μας, φυλακισμένοι στους δρόμους
μ' ένα βιολί, ένα ακορντεόν
και μια φωτογραφία των γονιών τους
κρεμασμένη στο λαιμό σαν σταυρό.
Εφημερίδα ψυχή, μολυσμένες ειδήσεις,
η τιμή του πετρελαίου, η τιμή των μετοχών,
η τιμή της πατρίδας, η τιμή της ζωής μου.
Να πέθαινα για κάτι δυνατό,
όχι για δόξα, ούτε χρήμα.
Ούτε στην εθνική οδό
βράδυ Σαββάτου μετωπική με φορτηγό.
Να πέθαινα για κάτι δυνατό.
Έτσι που ζω σα να μη ζω,
είναι μεγάλο άδικο και κρίμα.
Σε τι κόσμο ζούμε - σε τι κόσμο ζούμε θεέ μου.
Κοιτάζω στις οθόνες τα κομένα κεφάλια.
Μιλούν για πολέμους, μιλούν για ιδέες,
μιλούν κι η φωνή τους βογγάει απ' το ψέμα.
Τα κτίρια τρέμουν, σωριάζονται άδεια.
Δεν έχουμε σπίτια, δεν έχουμε χέρια,
δεν έχουμε μάτια, παιδιά να γελάνε.
Έχουμε αίμα και σάρκα που καίει,
που κλαίει για το φόνο, το μάταιο ψέμα.
Σαν νάρκη στο χώμα θαμένη η αλήθεια,
στο χώμα που όλους θα κρύψει μια μέρα.
Συγνώμη, συγνώμη, να μη σας τρομάζω.
Ξυπνάτε, κοιμάστε, κοιτάτε με τρόμο
τον φίλο που φεύγει για ξένα λιμάνια,
την άδεια καρδιά σας που λέει "φοβάμαι".
Χτυπάει το τηλέφωνο, ουρλιάζει σαν σφαίρα.
Έχετε μήνυμα, μήνυμα πάλι.
Γράφει το μήνυμα]
Ο Άμλετ της σελήνης
Ξεγέλασες τους ουρανούς με ξόρκια μαύρη φλόγα
Πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν' ανατραπεί
Κι όλα τα λόγια των τρελών που ήταν δικά μας λόγια
Τα μάγευες με φάρμακα στην άσωτη σιωπή
Πενθούσες με τους έρωτες γυμνός και μεθυσμένος
Γιατί με τους αθάνατους είχες λογαριασμούς
Τις άριες μιας όπερας τραύλιζες νικημένος
Μιας επαρχίας μαθητής μπροστά σε δυο χρησμούς
Τι ζήλεψες τι τα'θελες τα ένδοξα Παρίσια
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές
Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια
Και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές
Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης
Έσβησες μ' ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής
Και μονολόγους άρχισες κι αινίγματα να λύνεις
Μιας τέχνης και μιας εποχής παλιάς και σκοτεινής
Ο γορίλας
Στην πλατεία μιας επαρχίας το πλήθος κοίταγε ενθουσιασμένο
ένα γορίλα που κάτι τσιγγάνοι τον είχαν φέρει φυλακισμένο
δίχως αισχύνη και σεβασμό οι γεροντοκόρες του χωριού
παίζαν αναίσθητα με το ζώο δε λέω πώς δε λέω πού
Προσοχή στο γορίλα
Ξαφνικά το μεγάλο κλουβί που έγκλειστη ζούσε η κακόμοιρη φύση
απότομα ανοίγει δεν ξέρω γιατί ίσως να το 'χαν άσχημα κλείσει
το τέρας βγαίνοντας έξω από εκεί σκέφτηκε σήμερα θα τ' αναλάβω
μιλούσε για την παρθενιά του που χρόνια τώρα τον είχε σκλάβο
Προσοχή στο γορίλα
Ο αφέντης ούρλιαξε προσοχή του γορίλα του 'χει σαλέψει
δεν έχει δει ποτέ του μαϊμού γι' αυτό μπορεί να τα μπερδέψει
απ' τους παρόντες τότε ο καθείς σπεύδει τα νότα του να προφυλάξει
οι γεροντοκόρες απέδειξαν πως άλλο οι ιδέες και άλλο η πράξη
Ο όχλος ομοθυμαδόν ξεχύνεται έντρομος στο δρόμο
μα ένας ψύχραιμος δικαστής και μια γιαγιά δεν είχαν λόγο
και αφού οι υπόλοιποι την είχανε κάνει το θηρίο πάτησε γκάζι
τη γριούλα και το δικαστή με τέσσερις πήδους του αρπάζει
Προσοχή στο γορίλα
Αχ αναστέναξε η γιαγιά να πάρει εμένα είναι απίθανο μάλλον
θα 'ταν τελείως παράξενο και δε θα το ευχόμουν εκτός των άλλων
να με μπερδέψει με μια μαϊμού είπε ο δικαστής ενοχλημένος
είναι αδύνατο εντελώς στο τέλος βγήκε γελασμένος
Απαξιώντας λοιπόν τη γιαγιά το δικαστή σφίγγει με πάθος
και προς τους θάμνους τον τραβά ενώ αυτός του φώναζε κάνεις λάθος
τι ακριβώς συνέβη εκεί πίσω αδυνατώ να αναφέρω εκτενώς
μα με είχε το θέαμα συνεπάρει τι σφρίγος τι ένταση τι ρυθμός
Προσοχή στο γορίλα
Θα πω μονάχα πως το κορύφωμα που 'χε το αλλόκοτο τούτο δράμα
στρίγγλιζε κλαίγοντας ο δικαστής στα διαλείμματα φώναζε μάνα
φώναζε μάνα σαν το φουκαρά που χθες καταδίκασε για ληστεία
και για κοινό παραδειγματισμό τον αποκεφάλισε στην πλατεία
Προσοχή στο γορίλα
Ο πόνος νίκησε πάλι
Όταν με σκέφτεσαι το νιώθω
όταν σου λείπω μου μιλάς
στην αγκαλιά σου με ζητάς
όμως μακριά μου θες να μένεις
Ξέρεις τι θέλω, τι αγαπάω
τα χρώματα, τις μουσικές
τον πυρετό μου εσύ τον καις
κι όμως μακριά μου επιμένεις
Κι όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
εσύ θα σκύψεις το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
πριν φύγεις για άλλη μια φορά
θα πεις ο πόνος νίκησε πάλι
Μισή ζωή μισή χαρά
δεν την μπορώ δεν την αντέχω
καλύτερα να μην σε έχω
παρά μαζί και χωριστά
Ντροπή δεν είναι να φοβάσαι
ντροπή δεν είναι να πονάς
όμως μ' αυτόν που αγαπάς
είναι ευλογία να ξυπνάς
είναι ευτυχία να κοιμάσαι
Μα όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
εσύ θα σκύψεις το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
πριν φύγεις για άλλη μια φορά
θα πεις ο πόνος νίκησε πάλι
Όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
μην σκύψεις άλλο το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
έστω για μόνο μια φορά
μην πεις ο πόνος νίκησε πάλι
Οι γάτες
Με συνειρμούς διαβολεμένους
Ψάχνω τους λόγους που με σπρώξαν στα ταξίδια μου
Λόγοι που πάντα μου διαφεύγουν
Μαζεύω τους αφηρημένους
Σαν γάτες έρχονται και τρων απ' τα σκουπίδια μου
Τρων τα καλύτερα και φεύγουν
Κάθονται γύρω μου να ζήσουν
Και περιμένουνε ν' αρχίσω να ονειρεύομαι
Νιώθω τα φίδια να γλιστράνε
Οι μαύρες σκέψεις θα με πνίξουν
Θα με σταυρώσουνε πριν φύγουν, δε γιατρεύομαι
Οι γάτες πάντα θα πεινάνε
Ο διάολος κάθεται και βλέπει
Να μου γελάει σαν παλιόφιλος ο θάνατος
Να μου θυμίζει κάτι πλάκες
Βάζει το χέρι του στην τσέπη
Και τι ψυχή έχει μια ψυχή, θα γίνω αθάνατος
Ο διάολος ψάχνει για μαλάκες
Ονόματα
Ονόματα πάνω στις μέρες τις νύχτες
και στα χρόνια μου
πετρώματα γίναν οι μνήμες
παγώνουν τα σεντόνια μου.
Και γίνομαι παιδάκι με μαγικό ραβδάκι
που κάνει θαύματα.
Μικραίνω της νύχτας μου της δούλης
προφέρω τάματα.
Η λύτρωση στοιχηματίζει
στου νου το ανεξήγητο
ματαίωση που τρικυμίζει
στης ήβης το ατρύγητο.
Κι αθροίζομαι με σένα-στο ίσον μένει ένα
χωρίς αντίκρυσμα-
στο κλάμα μου το πρώτο,απ’της καρδιάς το νότο,
της μοίρας λίκνισμα.
Παράδεισος
Μοιάζει η αγάπη
με ένα κοχύλι μικρό
που η ψυχή στην άμμο τυχαία έχει βρει
και να το εξηγήσει διαρκώς
προσπαθεί
Έτσι σήμερα τα λόγια σου
απ' τον Παράδεισο να 'ρχονται μοιάζουν
στην ασπρόμαυρη ζωή μου
για λίγο τα χρώματα αλλάζουν
Ξέρω πως αύριο θα 'χεις χαθεί
μα μίλα μου
ακόμα κι αν αύριο ξεχάσεις
όσα πιστεύεις κι όσα έχεις πει
Γιατί σήμερα τα λόγια σου
απ' τον Παράδεισο να 'ρχονται μοιάζουν
στην ασπρόμαυρη ζωή μου
για λίγο τα χρώματα αλλάζουν
Φεύγει κι έρχεται ο έρωτας
κι εμείς πιο σφιχτά
γατζωνόμαστε
απ' το ένα στο άλλο κορμί
για να κρατηθούμε σ' αυτή τη φυγή
Γι αυτό σήμερα τα λόγια σου
απ' τον Παράδεισο να 'ρχονται μοιάζουν
στην ασπρόμαυρη ζωή μου
για λίγο τα χρώματα αλλάζουν
Περικοπές ενός απόκρυφου Ευαγγελίου
Κανείς δεν είναι της γης το αλάτι
κι όμως όλοι μας μες στη ζωή
κρύβουμε αυτό το ανεκτίμητο κάτι
που είναι το αλάτι της για μια στιγμή
Δεν είναι ένοχοι όλοι οι δολοφόνοι
Ούτε αθώοι όλοι οι δικαστές
Μα θάταν όμορφο καθώς ξημερώνει
κι οι δύο τους να ανήκαν στο χθές
Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα
Όλα πάνω στην άμμο χτίζονται
Μα εγώ θα χτίζω πάνω στην άμμο
Σαν να ήταν η άμμος πέτρα
Μη την λατρέψεις τυφλά την αλήθεια
γιατί ο καθένας μας την έχει αρνηθεί
μέσα σε μια μέρα μονάχα
χίλιες φορές για να σωθεί
Κι αν θα σε βάλει σε πειρασμό το κορμί σου
συγχώρεσέ το κι άκου τι λέει
τι κρύβει το σώμα, τι κρύβει η ψυχή σου
αυτό μπορεί να μην το μάθεις ποτέ
Τίποτα..
Ούτε η εκδίκηση ούτε η συγνώμη
βρήκανε μέσα μου κάποια γωνιά
Η λησμονιά είναι η μόνη συγνώμη
και η μόνη εκδίκηση η λησμονιά
Ρίξε τα μαργαριτάρια στ αγρίμια
Δως την καρδιά σου εκεί στα σκυλιά
Οσοι αγαπάνε τη ζωή ξοδεύονται
Δίνονται, δίνονται κι είναι αυτό που μετράει
Τίποτα..
Ευτυχισμένοι, τέλος, όσοι αγαπάνε
κι όσοι αγαπιόνται δεμένοι σφιχτά
ευτυχισμένοι κι όλοι όσοι μπόρεσαν
να ξεπεράσουνε αυτά τα δεσμά
Τίποτα..
Πίσω πόρτα
Η πίσω πόρτα τού μυαλού μου έχει ανοίξει
και περνάω το κατώφλι της ξανά
Δε με νοιάζει τι θα δω, δε φοβάμαι πια να πω
αυτό που προσπαθώ τόσο καιρό
Κυλάει ο κόσμος κι όλο μού φεύγει
μα εγώ αντέχω, εγώ μπορώ
στιγμές και όνειρα μαζί αν είναι
το χθες και το αύριο είναι παρόν
Η πίσω πόρτα τής ζωής μου έχει ανοίξει
περνάω το κατώφλι της ξανά
Δε με νοιάζει τι θα δω, δε με νοιάζει πια να πω
αυτό που προσπαθώ τόσο καιρό
Κυλάει ο κόσμος κι όλο μού φεύγει
μα εγώ αντέχω, εγώ μπορώ
στιγμές και όνειρα μαζί αν είναι
το χθες και το αύριο είναι παρόν
Στιγμές και όνειρα μαζί αν είναι
το χθες και το αύριο είναι παρόν
Ποια θάλασσα
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δείνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σα γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σα νερό
ʼστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ' ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα 'ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ' η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
Ο ποταμός που κύλησε σαν έσπασε η καρδιά
Πόσες φορές
Πόσες φορές δεν έφτασα εκεί
που είχα πει πως θα βρω σιγουριά να χαθώ,
κάτι που όλοι μας λέμε λιμάνι
μα δεν είδα καράβι ποτέ
που αυτό να του φτάνει.
Με τα χέρια ανοιχτά
κυνηγάω διαρκώς τη χαρά
κι όταν έρθει η στιγμή
την αφήνω να φύγει ξανά
για να μην βαρεθεί.
Πόσες φορές,δεν πρόδωσα κι εγώ,
φεύγοντας απο εκεί που μου'χανε όλα δοθεί
κι έτσι πλήγωσα αντί να σαπίσω
και λυτρώθηκα και νοσταλγώ
πάλι εκεί να γυρίσω
Με τα χέρια ανοιχτά
κυνηγάω διαρκώς τη χαρά
κι όταν έρθει η στιγμη
την αφήνω να φύγει ξανά
για να μην βαρεθεί.
Μέσα στη δίψα είναι όλο το νερό
ξέρω είναι σκληρό μα όλα αυτά που ποθώ
έχω μάθει να τα κυνηγάω
γι' αυτό αφήνω ελεύθερο πάντα
αυτό που αγαπάω.
Πρώτη ώρα
Σαν λουλούδι η ανάσα μου ξυπόλητη αρχή
σ' ένα αρχαίο χορό έχει στη ρίζα μόνο νερό
Μέσα στη γλάστρα μου απλώνω κλαδιά
λες θ' αγγίξω του θεού τα μαλλιά
αν κάποιος ξοδέψει για μένα λίγο καιρό
Τι με ξεδιψάει, ρωτάω... κι ανθίζω
ν' αφουγκραστώ μια ξένη δροσιά να με ποτίσει
με μια γουλιά το χωρισμό μήπως γεμίσει
Κάθε πρωί όταν ξυπνάω με σπασμένα σχοινιά
μόνο οι χαρακιές στο στόμα του πηγαδιού
δείχνουν πως ήπια νερό
Στα χνώτα του πρωινού βαφτισμένος
λέω πως ο καθένας μας γεννιέται ποιητής
ζει σαν κλέφτης και πεθαίνει διψασμένος
Δεν θέλω ειδήσεις, όχι άλλα σκουπίδια
μόνο τη δύναμη του ανθρώπου που κάθε μέρα
σα να ευλογεί απ' την αρχή τα πάθη τα ίδια
Σ' ευχαριστώ ζωή μου διψασμένη κι ακριβή
που μ' έμαθες... πως μόνο ο εαυτός μου δεν μου αρκεί
Πριν με σπαράξει η δουλειά στο μαξιλάρι μου ψάχνω
του αστεριού μου το φως μια προσευχή να κρατηθώ ζωντανός
Στα χνώτα του πρωινού βαφτισμένος
λέω πως ο καθένας μας γεννιέται ποιητής
ζει σαν κλέφτης και πεθαίνει διψασμένος
Τι με ξεδιψάει, ρωτάω... κι ανθίζω
ν' αφουγκραστώ μια ξένη δροσιά να με ποτίσει
με μια γουλιά το χωρισμό μήπως γεμίσει
Σ' ευχαριστώ ζωή μου διψασμένη κι ακριβή
που μ' έμαθες... πως μόνο ο εαυτός μου δεν μου αρκεί
Σπηλιά από πανί
Γεννήθηκα σε μια σπηλιά από πανί, σε μια σκηνή,
που άλλοτε έπαιζε Μακμπέθ, άλλοτε Γκόλφω, Γενοβέφα ή Δον Ζουάν με το σπαθί
κι άλλοτε πάλι τη ζωγράφιζε η βροχή
κι άλλοτε πάλι τη ζωγράφιζε η βροχή
Γεννήθηκα σε μια σπηλιά από πανί, σε μια σκηνή
Στα ψέμματα θα σκοτωθώ μου είπε ο πατέρας
κι η μητέρα μου βαφόταν γελαστή
είδα ζωή να παριστάνει τη ζωή
είδα ζωή να παριστάνει τη ζωή.
Κανείς τον άνεμο δε βλέπει
όμως εκείνος ξεριζώνει δέντρα από το χώμα
και φυσάει πανιά που σπρώχνουν τα καράβια μεσοπέλαγα.
Κανείς δεν είδε την ψυχή
κι όμως αυτή τον άνθρωπο διατάζει να γελάει και να κλαίει,
να σωπαίνει, μάσκες να φοράει
να παίζει θέατρο του κόσμου την αδιάβατη παγίδα.
Μπουλούκι ιερό, μπουλούκι ξεχασμένο
ζωή μου παιδική, κουρέλι ευλογημένο
στον κόρφο μου κρυμμένο, μη βραχεί.
Μπουλούκι ιερό, μπουλούκι τρελλαμένο
ζωή μου παιδική σαν κάστανο ανοιγμένο
στα κάρβουνα ριγμένο, να καεί.
Γεννήθηκα μ'ένα κρυμμένο μυστικό, ένα γκρεμό
μέσα του πέφτω και ρωτώ
σε ποιον καθρέφτη ραγισμένο,
σε ποιο ρόλο να κρυφτώ
που είχα πατέρα και μητέρα ηθοποιό,
που έχω πατέρα και μητέρα ηθοποιό...
Τα κορίτσια απ' την επαρχία
Με μισοάδεια λεωφορεία έρχονται
τα κορίτσια απ' την επαρχία
Νοικιάζουν γκαρσονιέρες, δυαράκια
και κρεμάνε στους τοίχους
αφίσες και καδράκια
τα κορίτσια απ' την επαρχία
Μες στης Αθήνας τους καθρέφτες κρύβονται
τυλιγμένες με μια προσδοκία
Νοικιάζουν στα ωράρια τη ζωή τους
και μπερδεύουν τραγούδια
με τη προσευχή τους
τα κορίτσια απ' την επαρχία
Κανείς δεν θα πονέσει τη φυγή τους
θα καλύψουν κι εκείνα τη διαδρομή τους
τα κορίτσια απ' την επαρχία
Μα όταν τα βράδια μία-μία
οι κλειδαριές κλείνουν με κρότο
βάφονται και στολίζονται
Και χορεύουν μόνεςτσιφτετέλι
τι θα πει ο κόσμος δεν τις μέλει
Και ξυπνούν οι αναμνήσεις τους
ζωντανεύει εκεί και το χωριό τους
σε ένα υπόγειο ζωντανεύει το χωριό τους
Και τρέμουν, τρέμουν
οι πολυκατοικίες σας
οι πολυκατοικίες μας
Τα μεγάλα τα κυνήγια
Αν με ρωτάς για τη ζωή
Δεν έχω νέα
Ό,τι κατάφερα να δω
Πίσω απ' το τζάμι
Απ'τις αγάπες μου έζησα
Την τελευταία
Κι έκανα φίλο μου καλό
Ένα μακρύ ποτάμι
Τις μνήμες μου έδειχνε
Μου μάθαινε το χρόνο
Κι από των βάλτων τα νερά
Πώς να ξεφεύγω
Ο μόνος τρόπος το μυαλό μου
Να γλιτώνω
Μια να έρχομαι, να έρχομαι
Και δυο να φεύγω
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
Και της καρδιάς την πεινασμένη τη φωτιά
Όλες οι μοίρες μου μού λέγανε τα ίδια
Κι όλες οι μνήμες μου κοιτούσαν στο βοριά
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Φεύγαν τα χρόνια
Μα μου αφήναν το θυμό τους
Μα ο ουρανός ήτανε πάντα
Γαλανός
Πόσα απογεύματα με πήραν
Στο λαιμό τους
Πως βγήκα απ'όλα, σκέψου,
Απ' όλα ζωντανός
Τώρα γυρίζω για να κάνω
Αυτό που πρέπει
Και μ' όσες πέτρες μου αφήσαν
Οι βροχές
Θα φτιάξω σπίτι μόνο Θάλασσα
Να βλέπει
Και στα παράθυρα του μόνο ξύλα
Από κουπαστές
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
Και της καρδιάς την πεινασμένη τη φωτιά
Όλες οι μοίρες μου μου λέγανε τα ίδια
Κι όλα τα σπίτια μου κοιτούσαν στο βοριά
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Τα πιο σπουδαία πράγματα
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
στα πάρτι, στα ξενύχτια μας
στα ζαχαροπλαστεία
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
στα γέλια διπλωθήκαμε
μετά ερωτευθήκαμε
και γράψαμε ιστορία
Τώρα τρέχω και δε φτάνω
πες μου τι να κάνω
που σε αγαπώ
Τώρα τρέχω και δεν φτάνω
φεύγεις και σε χάμω
και θα τρελαθώ
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
και βρήκαμε στα τραύματα
την αισιοδοξία
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
μπορεί να μεγαλώσαμε
μα τα φιλιά που δώσαμε
δεν χάνουν την αξία
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
και μέσα απ' τα τραγούδια μας
δυνάμωσε η φιλία
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
κι αν κάποτε χωρίσουμε
εμείς θα τραγουδήσουμε
να βγούμε ισοπαλία
Τα χρόνια που μου έπιαναν τον κώλο
Τα χρόνια που μου έπιαναν τον κώλο
Τα είδα από μπροστά μου να περνούν
Εσύ να δένεις το σκυλί του κόσμου
Και ο μάυρος θίασος τη ζωή σου να ζητά
Φυγάς θεόθεν και αλήτης
Είμαι εδώ και ο χορός καλά κρατεί
Οι άλλοι χτυπάν τα χέρια τους στην κάσα
Καμιά φωνή από μέσα μου δεν ηχεί
Κι είναι εδώ αγαπημένε όλοι
Πουτάνες, λόγιοι, ιστορικοί
Οι ντόκτωρ Μάρκετινγκ μ' ένα κοράκι
Τον τροβαδούρο της κακιάς στιγμής
Κι ενώ εκείνοι μπαίνουνε στο χώμα
Και θάβουν ο ένας τον άλλον στα ρηχά
Εσύ γελάς, τα νέα μου δείχνεις χρόνια
Τον κώλο μου που θέλουνε ξανά
Το δώρο
Έτσι όπως τρυγάω τα στερνά σταφύλια
τους ψίθυρους μαζεύω για δώρο σου ακριβό
σου στέλνω ένα τραγούδι χώμα απ' την καρδιά μου
μ' ό,τι δεν ξερίζωσε η θλίψη μου ως εδώ
ποτίζω ένα τραγούδι στάχτη απ' το φιλί μου
που ο καυτός αέρας μου άφησε στα χείλια
Τη λίμνη θα διπλώσω σε πλεκτό καλάθι
για να σε τυλίξει η κρούστα της η πορφυρή
χρυσό απ' το μεσημέρι λάβα από το αγέρι
που ήπιε η ανηφόρα πάνω στην κορφή
τον κέδρο που σωπαίνει το μοβ που υποφέρει
μόνο του κι απόλυτο στην άγονη κορφή
Φεγγάρι μου κι αγρίμι πάρε της ελιάς το ασήμι
σκύβει η χαρά μου σαν την προσπερνάς
μα ουρλιάζει μέσ' στα σκίνα "τη δίψα μου προσκύνα"
κι αστράφτει η περηφάνια μου σαν τη σπαταλάς
στη στόλισα μ' αγκάθια και λάσπη απ' το κορμί μου
πες μου αν αντέχεις το δώρο που κρατάς...
Το μπαλκόνι του Αρχάγγελου
Η βελόνα του πεύκου το χέρι μου τρύπησε
Μια σταγόνα βροχής με τη γεύση του ιδρώτα
Είν' η θάλασσα μωβ και χαλίκια τα κύματα
Τα νερά τρέχουν πράσινο μες το γαλάζιο
Τα νησιά είν' ακόμα ταγμένα στη θέση τους
Εκκλησιές ανεμίζουν στη δύση του ήλιου
Τα ηφαίστεια στέκουν βουβά κι αφουγκράζονται
Των αρχαίων ναών τις πεσμένες κολόνες
Τρεχαντήρι ο αέρας χαράζει τα σύννεφα
Και στο άβυσσο μαύρο που η νύχτα υψώνει
Ένα φως κουρελάκι μου φέγγει
Κι εγώ
Ταξιδεύω κι αντέχω και ξέρω καλά
Ποια γλώσσα μιλάω, ποια γλώσσα παλιά
Ποιον ήλιο πιστεύω και ποιαν αγκαλιά
Τα χωριά με τ' αρχαία λαμπρά τους ονόματα
Ξαγρυπνούν και καπνίζουν και λένε τραγούδια
Τα κορμιά των σταριών στο βαριά ταλαντεύονται
Στην οθόνη του σύμπαντος άσβηστοι φάροι
Οι μεγάλοι γκρεμοί, τα πουλιά και τα θαύματα
Στων παιδιών την παλάμη αντηχούνε κι ανθίζουν
Και χιλιάδες αστέρια τ' αμέτρητα ποιήματα
Μαύρη άμμος οι λέξεις και μαύρα φεγγάρια
Ιστορούν την απόχη του χρόνου του άσπλαχνου
Και στις πόλεις που αγόρια φιλούν τα κορίτσια τους
Ένας σκύλος το χώμα μυρίζει
Κι εγώ
Ταξιδεύω κι αντέχω και ξέρω καλά
Ποια γλώσσα μιλάω, ποιαν άγια λαλιά
Ποιον ήλιο πιστεύω και ποιαν αγκαλιά
Ο Αρχάγγελος βγαίνει ξανά στο μπαλκόνι του
Όλα έχουν συμβεί κι όμως λάμπουν καινούρια
Χορεύω
Κάτω στο βυθό μες στης πολιτείας την τσιμεντένια ψυχή
από τις επιλογές του,βλέπω τον καθένα μας
να προσπαθεί να σωθεί..τσίρκο αναμμένο
ειναι ο τόπος κι εμεις σχινοβάτες
σ'άυτό το κλουβι.
Και χορεύω,χορεύω,χορεύω
και την μοίρα μου μες στου χορού τις στροφές
ξεγελάω και την παρασέρνω.
Καθημερινά άλλοι αποφασίζουν για μένα σ'αυτόν τον κλοιό
σκλυβω στην εφημερίδα κι είναι σαν να σκύβω
ανέμελος σ'έναν γκρεμό
μέσα στην αρένα το θέαμα κι ο θεατής ειμαστε εμείς.
Και χορεύω,χορεύω,χορεύω
και την μοίρα μου μες στου χορού τις στροφές
ξεγελάω και την παρασέρνω.
Και χορεύω,χορεύω,χορεύω και άναρχος
μες στου χορού τις στροφές τη μοιρα μου
εγώ κοροιδεύω.
Χορεύω και με δικαιώνω
και την μοίρα μου που μου την έχει στημένη
στο γλέντι μου απάνω σκοτώνω.
Ωροσκόπιο
Μέρες βροχής κι ένας αέρας δυνατός
σε παρασέρνει σε αδέσποτο σεργιάνι.
Σκηνές φιλμάρεις με μια κάμερα νυχτός
ξέμπαρκα μάτια και φευγάτα στο λιμάνι.
Στην πολιτεία οι τοίχοι μάρτυρες βουβοί
φορούν συνθήματα παλιά ξεθωριασμένα.
Ξέρω θα φύγεις πριν χαράξει η αυγή
κι εγώ θα μείνω δίχως άλλοθι κανένα.
Μην πεις ποτέ ποτέ πως όλα ήτανε μια πλάνη
περιπλανήθηκα μαζί σου και μου φτάνει.
Βάλε σημάδια μες στη νύχτα μη χαθείς
είναι πιο εύκολο να κλαις παρά να ζεις.
Έλεγες – αύριο θα ‘ναι ο κόσμος φωτεινός,
έλεγα – είναι με το μέρος μας ο χρόνος.
Δεν ειν’ ο χρόνος με το μέρος κανενός,
τις συμπληγάδες του περνά καθένας μόνος.