a33.gr

Ο Κόσμος της Τέχνης => Ποίηση Λογοτεχνία => Μήνυμα ξεκίνησε από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 01:58:33 ΜΜ

Τίτλος: Ράινερ Μαρια Ρίλκε
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 01:58:33 ΜΜ
Ο Rilke ( René, Karl.Wilhelm, Johann,Maria) γεννήθηκε στην Πράγα στις 4 Δεκεμβρίου 1875 από μητέρα κοσμική κόρη Αυτοκρατορικού συμβούλου, κι από πατέρα στρατιωτικό που αργότερα εγκατέλειψε την καριέρα του, εξ αιτίας μιας αρρώστιας του λάρυγγος.
Ζευγάρι αταίριαστο τόσο στον χαρακτήρα αλλά και στην ηλικία οι σχέσεις του δεν δηλητηρίασαν μόνο τα παιδικά χρόνια του Ποιητή, μα ολόκληρη τη ζωή του.
Η φοίτηση του μικρού υπερευαίσθητου παιδιού και φιλάσθενου παιδιού στα διάφορα σχολεία υπήρξε άταχτη και τυραννική, για να κορυφωθεί η δυστυχία του στις τόσο διαφορετικές από την ιδιοσυγκρασία τον χαρακτήρα και την ευαισθησία του, στρατιωτικές σχολές, όπου έζησε από τα δέκα ως τα δεκαπέντε χρόνια του, μια περιπέτεια που οι βιογράφοι του ποιητή χαρακτήρισαν εγκληματική.
Οι ανώτερες σπουδές που ακολούθησε μετά ,σαν έφηβος στην Εμπορική Σχολή του Λίντς 1891-1892 τον κάνουν κάπως ευτυχέστερο, κι αρχίζει ν’ ασχολείται σοβαρά με την Λογοτεχνία.
Ενδιαφέρεται για τον Τριακονταετή πόλεμο και οι ήρωές του καθώς και τα μεγάλα πνεύματα της εποχής εκείνης περνούν μέσα από τις 81 σελίδες ενός χειρογράφου, που βρίσκεται στα αρχεία της Βαϊμάρης .
Στα 1893 αρραβωνιάζεται με την Vally Rhonfeld κι ο καρπός του πρώτου εκείνου έρωτα του είναι 130 επιστολές, εκτός από το πρωτόλειο βιβλίο του « Leben und Lieder » (Ζωή και τραγούδια) με τον υπότιτλο « Εικόνες και φύλλα ημερολογίου » το οποίο τυπώθηκε στα 1894 πληρωμένο από την Vally.
Γράφει στίχους, διηγήματα, θέατρο αλλά τα βιβίλα που σημειώνουν κυρίως την προϊστορία του Rilke είναι οι τρείς ποιητηκές συλλογές «Larenopfen» ( Προσφορά στους Λάρητες 1896 ) «Traumgekrönt» ( Στεφανωμένος απ’ όνειρο 1897) και «Advent » (Σαρακοστή 1898) που αποτελέσανε αργότερα τον τόμο των «Erste Gedichte» (Πρώτα ποιήματα) τα διηγήματα «Am Leben hin» ( Προς την ζωή 1898 )«Zwei Pragen Geschichten» ( Δύο Ιστορίες της Πράγας 1899 ) και «Die Lezten» ( Οι τελευταίοι 1902 ) που στα 1928 ενώθηκαν στον τόμο «Erzählungen und Skizzen aus der Frühzeit » ( Νεανικά διηγήματα και σκίτσα ) και το μικρό μονόπρακτο θεατρικό κομμάτι σε στίχους «Die weisse Fürstin » ( Η Λευκή Πριγκίπισσα 1898 ) .
Σ’ όλα τα έργα αυτά επιβιώνει η επίδραση της ατμόσφαιρας της Πράγας και των Σλαύων συγγραφέων της . Το αποφασιστικό γεγονός της ζωής του είναι η γνωριμία του με εκείνη την καταπληκτική γυναίκα την Lou Andreaw-Salomé , που ύστερα από ένα σημαντικό για την εξέλιξη του ταξίδι στην Ιταλία ,απ’ όπου της στέλνει υπό τύπον επιστολής το «Florenzer Tagebuch » ( Φλωρεντινό ημερολόγιο ,1898) , τον οδηγεί στην Ρωσία απ’ όπου ο ποιητής γυρίζει ριζικά αλλαγμένος.
Ο Ρίλκε που βρίσκοντας τον εαυτό του θ’ ανήκει πια στην ιστορία της μεγάλης Ποίησης .
Μέσα σε ένα χρόνο (1900) δημοσιεύει το πρώτο μέρος του «Stundenbuch » ( Ωρολόγιον) το « Mir zur Feier » ( Για να γιορτάσω τον εαυτό μου ), τις «Geschichten vom lieben Gott » ( Ιστορίες του καλού Θεού ), και μεταφράζει το « Τραγούδι του Ιγκόρ » από τον Φτωχόκοσμο του Dostojewskij ,τον Tschechow και τον Droschin , ενώ τον ίδιο χρόνο κάνει το δεύτερο ταξίδι στην Ρωσία όπου και γνωρίζεται με τον Leon Tolstoi, γράφει ρωσικούς στίχους .
Τον Μάιο του 1901 παντρεύεται την γλύπτρια Clara Westhoff, γράφει το δεύτερο μέρος του « Ωρολογίου» και στις 12 Δεκεμβρίου γεννιέται η κόρη του Ruth.
Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύει την μονογραφία του για το Βορπσβέντε και το «Buch der Bilder » (Το βιβλίο των Εικόνων »)που στην δεύτερη έκδοση του εμπλουτίζει με 37 καινούργια ποιήματα, κι αρχίζει ν’ ασχολείται με την μελέτη του πάνω στον Rodin.
Από το 1902 που πρωτογνωρίζεται με το Παρίσι και τον Rodin του οποίου και γίνεται γραμματέας ( Σεπτέμβριος 1905 με Μάιο 1906) ως τα 1910 ταξιδεύει πολύ κ’ έρχεται σ’ επαφή με τον μεσογειακό κόσμο, που αποτελεί τη μεγάλη του αποκάλυψη .
Στα 1903 δημοσιεύει το τρίτο βιβλίο του « Ωρολόγιον » και τον επόμενο χρόνο ολόκληρο το έργο καθώς και δύο μονογραφίες του για τον Ignacio Zuloaga και τον Δανό Jens Peter Jacobsen . Στα 1906 επεξεργάζεται και δημοσιεύει την « Μελωδία του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστοφόρου Ρίλκε, την οποία έγραψε μέσα σε μία νύχτα στα 1899.
Στα 1908 τυπώνονται τα «Neue Gedichte » ( Τα νέα ποιήματα ) κ’ οι μεταφράσεις των Σονέτων της Elis Barret- Browning κι ασχολείται με τις επιστολές της Πορτογαλίδας μοναχής Maria Alcoforado και της Bettina Brentano .
Το 1909 σημειώνεται από την γνωριμία του με την πριγκήπισσα von Thutn und Taxis που υπήρξε μία απο τις πιο πολύτιμες και σταθερές φιλίες του, κ’ εργάζεται πάνω στα « Aufzeichnungen des Malte Lautids Brigge » ( Τα τετράδια του Μάλτε Λάουριτζ Μπρίγκε ) που δημοσιεύονται στα 1910.
Στα 1912 γράφει την πρώτη από τις « Duineser Elegien » ( Ελεγείες του Ντουίνο ) και τον «Marienleben » ( Βίο της Θεοτόκου ) .Μέχρι το 1922 που τελειώνουν οι « Ελεγείες του Ντουίνο » και γραφονται τα «Sonette an Orpheus » (Σονέττα στον Ορφέα ) δεν δίνει τίποτα άλλο εκτός από τις μεταφράσεις των σονέττων του Michelangelo και της Louise Labé καθώς και μερικά ποιήματα σκόρπια που ύστερα από τον θάνατό του (29 Δεκεμβρίου 1926 στο Βαλ Μον της Ελβετίας ) συγκεντρώθηκαν στον τόμο των « Späte Gedichte » (Όψιμα ποιήματα ) .
Μια άλλη πολύτιμη προσφοράτου ποιητή είναι η εκτεταμένη και αποκαλυπτική αλληλογραφία του από την οποία ενώ ζούσε ακόμα κυκλοφόρησαν δύο μικρές σειρές « Briefe an einen jungen Dichter» ( Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή ) ,« Briefe an eine junge Frau » ( Γράμματα σε μία νέα γυναίκα ) .
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 02:00:43 ΜΜ
Αυτό είναι η νοσταλγία ]
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 02:01:18 ΜΜ
Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που τα παιδιά, ζεστά απ’ το τρέξιμο, κοιμούνται,
που κάθονται οι γονείς το βράδυ και τα τζάκια
λαμποκοπούνε και την κάμαρα φωτίζουν.
*
Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που καθαρά τα βραδινά σήμαντρα ηχούνε,
και αμήχανα, από τον αντίλαλο, κορίτσια,
κουρασμένα ακουμπούν στων πηγαδιών τα χείλια.
*
Κ’ έχω πιο αγαπημένο δέντρο μου, κάποια φιλύρα
κι όλα τα καλοκαίρια, που σιωπούν εντός της,
στα χείλια της κλαδιά σαλεύουνε πάλι και πάλι,
κι αγρυπνούν πάλι ανάμεσα μέρας κι ονείρου.
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 02:01:56 ΜΜ
Δεν έχει πια άλλες υποχρεώσεις ο Άγγελος μου
αφότου η μέρα μου η αυστηρή τον έχει διώξει.
Λαχταρώντας , το πρόσωπό του συχνά χαμηλώνει
πάνω απ την γή, κι αγαπητός δεν του είναι πια ο ουρανός.
*
Και θα ήθελε να φέρει πάλι ,
πάνωθε απ των δασών τις θροίζουσες κορφές,
στην πατρίδα των Χερουβίμ, την προσευχή μου.
*
Εκεί πέρα κουβάλησε το κλαψιμό μου το πρώτο-πρώτο,
και τον πρώτο στοχασμό μου,
κ’ οι μικροί πόνοι μου μεγάλωσαν εκεί
μες σε δάση που, πάνωθέ του, μουρμουρίζουν.
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 02:03:17 ΜΜ
Άνθρωποι μέσα στη νύχτα

Οι νύχτες , για τα πλήθη, δεν έγιναν, στοχάσου.
Η νύχτα σε χωρίζει από το γείτονά σου,
Γι αυτό , δεν πρέπει, εσύ, να τον ζητήσεις.
Κι αν νύχτα, ανάψεις φως στην κάμαρά σου,
Στο πρόσωπον ανθρώπους ν’ αντικρίσεις…
Ποιους ; πρέπει τον εαυτό σου να ρωτήσεις.

Οι άνθρωποι, φοβερά, απ’ το φως, είν’ αλλοιωμένοι,
Που το ιδρώνουνε τα πρόσωπά τους,
Κι αν νύχτα, τύχαινε να είναι μαζεμένοι,
Έναν κόσμο που θα παραπάταγε, να δεις θα μπορούσες,
Ο ένας στον άλλο πάνω ακουμπισμένοι.
Κίτρινο φως, πάνω στα μέτωπά τους,
όλες τις σκέψεις έδιωξε μακριά,
το κρασί τρέμει μες τα βλέμματα τους
και στα χέρια τους κρέμεται η βαριά χειρονομία,
που μ’ αυτήν εννοούνε, όταν συνομιλούν,
όταν συνομιλούν, ο ένας τον άλλο και σ’ αυτό επάνω,
ολοένα λεν]
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 02:04:05 ΜΜ
Μοναξιά

Η μοναξιά, είναι σαν μια βροχή.
Από την θάλασσα προς τα βράδια ανεβαίνει,
Από κάμπους που μακρινοί ‘ναι και χαμένοι
Πάει προς τον ουρανό, όπου κατοικεί πάντα.
Κι από τον ουρανό, στην πόλη σα βροχή πέφτει.
Μες στις αβέβαιες ώρες, προς το πρωί
Τα σοκάκια όλα γυρίζουν ,
Κι όταν τα σώματα, που δε βρήκανε τίποτα τίποτα ,
Χωρίζουν θλιμμένα κι απογοητευμένα κι ακόμη,
όταν οι άνθρωποι, που ο ένας τον άλλο μισούνε,
πρέπει, στο ίδιο κρεββάτι, κ’ οι δυό , να κοιμηθούνε ]
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 02:04:43 ΜΜ
ΑΠΟ ΤΟ ΩΡΟΛΟΓΙΟΝ

Γείτονα θεέ,
Αν, σε μακρυάν νυχτιάν, με χτύπους δυνατούς,
κάποτε- κάποτε ,σ’ έχω ταράξει,
ήταν γιατί σπάνια την ανάσα σου ακούγοντας, είχα τρομάξει,
και ξέρω]
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 02:06:26 ΜΜ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ

Βγάλε τα μάτια μου ]
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 02:07:25 ΜΜ
Ω ! εσύ , που δεν σου λέω πως τη νύχτα,
Κλαίοντας πλαγιάζω,
Που η ύπαρξή σου τρυφερά με κουράζει,
Νανούρισμα σα να ‘ταν,
Ώ εσύ, που δεν μου λες αν αγρυπνάς
Για χάρη μου πέ μου,
Πώς θα μπορούσαμε, εντός μας,
να κρατήσουμε αυτό το μεγαλείο
αν δεν το είχαμε διόλου χορτάσει ]
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Φεβρουαρίου 08, 2007, 02:16:28 ΜΜ
Οι Ελεγείες του Ντουίνο 1912-1922

Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα ;
κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του,
θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατότεροι ύπαρξη του
Γιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέψει .

Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Κι έτσι κρατιέμαι, τότε, και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου.
Αχ! Ποιόν μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα ;
Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν
πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη, καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι μας μένει στην πλαγιά , κι ο χτεσινός μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας αφήκε.

Ω! κι η νύχτα ακόμη , η νύχτα, όταν ο άνεμος πλημμυρισμένος από άπειρο, στο πρόσωπο μας δέρνει, η νύχτα, η λαχταρισμένη νύχτα, η ήρεμα απογοητευμένη που κοπιαστική θα ‘ναι στην ήρεμη καρδιά, σε ποιόν δε θα έμενε ;
Πιο αλαφριά να ‘ναι για τους ερωτευμένους ;
Αχ! Τη μοίρα τους κρύβουν ο ένας απ’ τον άλλον.
Δεν το έμαθες ΑΚΟΜΗ ; Το κενό να πετάξεις απ’ την αγκαλιά σου μέσα στους χώρους που ανασαίνουμε και τα πουλιά ίσως μ’ ένα παθητικότερο πέταγμα τον φαρδεμένο αέρα να αιστανθούνε .

Αλήθεια , οι ανοίξεις σε χρειαστήκανε ; Μερικά αστέρια σου έγνεψαν και συ ένιωσες το γνέψιμο τους . Ένα κύμα του παρελθόντος να υψωνόταν γύρω σου , ή όταν περνούσες πλάι στο ανοιχτό παράθυρο, κάποιο βιολί εγκαταλειπόταν στον εαυτό του;
Όλα αυτά προσταγή ‘ταν. Αλλά, εσύ, την προσταγήν αυτήν την υπερνίκησες ;

Δεν ήσουν πάντα απ’ την προσμονήν αφηρημένος, μια Αγαπημένη όλα σα να σου ανάγγελναν ]


ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Όμως, αλλοίμονο μου,
πουλιά, θανάσιμα σχεδόν, της ψυχής, σας επικαλούμαι,
κι ας ξέρω τι σημαίνεται.
Πού να ‘ναι του Τωβία οι μέρες, τότε που, από τους πιο απαστράπτοντες Αγγέλους,
Άγγελος, στην πόρτα του σπιτιού την απέριττη στάθηκε ντυμένος για ταξίδι και δεν ήταν τρομερός τώρα πια, (όπως, περίεργα, στον έφηβο έφηβος φανερωνόταν)·
Αν τώρα ο Αρχάγγελος, ο επικίνδυνος, πίσω από τ’ αστέρια πρόβαινε και μας σίμωνε με ένα βήμα μονάχα ]


Η ΤΡΙΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Την Αγαπημένη να υμνείς, βέβαια. Αλλά κι εκείνον, αλλοίμονο,
τον αθέατο ένοχο Θεό- ποταμό του αίματος.
Αυτόν που από μακρυά τον ξεχωρίζει εκείνη, τον καλό της, ο ίδιος αυτός τι ξέρει για τον κόσμο της Ηδονής, αυτός που από την μοναξιά του πριν τον μερώσει η νέα κοπέλα, συχνά κι αυτή ως να μην υπήρχε, αχ, μέσα από τι, τάχα, άγνωρο στάζοντας, το θείο κεφάλι ανύψωνε, καλώντας σε ταραχή άπειρη την νύχτα ;

Ω ο Ποσειδώνας του αίματος! Ω η φοβερή η τρίαινά του!
Ω του στήθους του ο σκοτεινός άνεμος, βγαλμένος από σπειροειδές όστρακο! Άκου πως αυλακώνεται η νύχτα και κοιλαίνει .
Ω άστρα, από σας δεν πηγάζει του εραστή η λαχτάρα για της αγαπημένης του την όψη; Το βλέμμα, που βυθίζεται στο αγνό της πρόσωπο από τα αγνά άστρα δεν το πήρε ;

Ούτε εσύ αλλοίμονο , μηδέ κι η μάνα του, δεν έχει τα τόξα των φρυδιών του τόσο, από την αναμονή, τεντώσει.
Ούτε για σένα , νέα κοπέλα, που τον νιώθεις, ναι, μήτε για σένα το χείλι του σε πιο καρπερήν έκφραση δεν καμπηλώθει .
Αληθινά , πιστεύεις, η εμφάνιση σου η ανάλαφρη πως θα τον είχε κλονίσει τόσο, εσύ, που σαν πρωινός άνεμος βαδίζεις ;

Φώναξέ τον … φώναξέ τον λοιπόν ! δεν τον καλείς από έναν κόσμο ολότελα σκοτεινό. Βέβαια και ΘΕΛΕΙ , ξεφεύγει , ξαλαφρωμένος, συνηθίζει μες στην κρυφή καρδιά σου κι από κει παίρνει κι αρχίζει τον εαυτό του.
Αλλά αρχίσανε, τάχα, τον εαυτό του ποτέ ;
Μάνα μικρό τον έκανες, εκείνη που τον άρχισε εσύ ‘σουν, καινούργιος σου ήταν, πάνω από τα καινούργια έγειρες μάτια τον φιλικό κόσμο, και μακρυά έδιωξες τον ξένο
Αχ, που ‘ ναι τ’ αλλοτινά χρόνια τότε, που απλά, για κείνον, το χάος που πάφλαζε έκφραζες με το ισχνό κορμί σου;

Πολλά του έκρυψες έτσι · το νυχτερινό δωμάτιο αθώο το έκαμες· απ’ την καρδιά σου, τη γιομάτη άσυλα, τον χώρο της νύχτας του ανακάτωσες με πιο ανθρώπινο χώρο
Όχι μέσα στο σκότος , όχι· μέσα στη παρουσία την τόσο κοντινή σου το φως της νύχτας έστησες, και πόσο φιλικόν εφάνει !
Δεν ήταν τρίξιμο που, εσύ, χαμογελώντας να μην εξηγήσεις σα να ‘ ξερες από καιρό, ΠΟΤΕ το πάτωμα έτσι θα φερνόταν.
Κι άκουγε αυτός κι ημέρωνε. Τόσα δυνήθη το τρυφερό αναθάρρεμά σου · πίσω απ’ το ερμάρι, τυλιγμένη με στον μανδύα της , η μοίρα του ορθωνόταν, και μες στης κουρτίνας τις πτυχές, κινώντας τις ανάλαφρα , το ανήσυχο μέλλον του περνούσε.
Κι ο ίδιος αυτός, ως πλάγιαζε, ανακουφισμένος, κάτω από τα νυσταγμένα βλέφαρα του αλαφρού σχήματός σου, γλυκά ανελυώντας στην γεύση του πρώτου ύπνου-,
φυλαγμένος ΦΑΙΝΟΝΤΑΝ… Μα, ΜΕΣΑ ΤΟΥ ]


ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Πότε χειμερινά θα ‘σαστε , ω δέντρα της ζωής ;
Δεν ομονοούμε . Ειδοποιημένοι δεν είμαστε σαν τα πουλιά που αποδημούν.
Ξεπερασμένοι κι αργοπορεμένα φορτωνόμαστε, ξάφνου, στους ανέμους και πέφτουμε ξανά σ’ απαθές έλος .
Την άνθηση, το μαρασμό, την ίδια γνωρίζουμε στιγμή. Και κάπου ακόμη διαβαίνουνε λιοντάρια και καμιάν, όσο είναι μεγαλόπρεπα, δεν ξέρουν αδυναμία.
Μα εμείς, ενώ μονάχα, σ’ Ένα προσηλωνόμαστε, ενός άλλου νιώθουμε κιόλας την αξία. Κι αυτό, που πιο πολύ κοντά μας, βρίσκεται, είναι η εχθρότητα.
Μη, τάχα, δε σκοντάβουν αδιάκοπα, ο ένας μες στον άλλον, οι Ερωτευμένοι, στα όρια του , ενώ ‘χαν ο ένας στον άλλο υποσχεθεί έναν χώρο μεγάλο, και κυνήγι, και πατρίδα ;
Τότε, για μιας στιγμής σχεδιάγραμμα, κουραστικά, ετοιμάζεται, ένα βάθος από αντίθεση, μόνο για να το δούμε ]


Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Μα, πε μου, ποιοι ΕΙΝΑΙ αυτοί οι περιπλανώμενοι , οι λίγο κιόλας, κι απ’ τους ίδιους εμάς πιο φευγαλέοι, που, απ’ τα παιδικά τους χρόνια, μια θέληση ανικανοποίητη σπρώχνοντάς τους, πάντοτε , τους κλώθει, - αλλά για ποιόν, για χάρη τίνος ;
Πού τους κλώθει, τους λυγίζει, τους λυγίζει , τους θηλιάζει, και τους τινάζει τους πετά και τους ξαναπιάνει · κ’ είναι ως να κατεβαίνουν από γυαλιστερό, σαν λαδωμένο, αγέρα, επάνω στον φθαρμένο ,από το αιώνιο αναπήδημά τους τάπητα, σε τούτο τον τάπητα τον χαμένο μες στο σύμπαν, τον απλωμένο ως μπλάστρι, σα να ’χε, στο μέρος εκείνο, του προαστίου ο ουρανός την γη πληγώσει.
Κ’ εκεί , μόλις-μόλις,
όρθιο ,εκεί, για να φανεί ]
Τίτλος:
Αποστολή από: Echoes στις Φεβρουαρίου 09, 2007, 10:28:19 ΠΜ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Ο θάνατος είναι μεγάλος.

Είμαστε δικοί του

κι όταν γελούμε.

Κι εκεί που θαρρούμε

πως η ζωή μας ζώνει

τολμά να κλάψει εντός μας.
Τίτλος:
Αποστολή από: fortune στις Φεβρουαρίου 09, 2007, 12:28:48 ΜΜ
Κάποτε, έπεσε στα χέρια μου το…. {Γράμματα σε ένα νέο ποιητή}.
Είναι πιστεύω αυτό το βιβλίο, σε μορφή   αλληλογραφίας ,ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσει κάποιος τον Ριλκε.
Εκεί δίνει συμβουλές στον Φραντς Καπους. Έναν νέο ,που ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του οικογενειακού  του περιβάλλοντος ,μπήκε σε στρατιωτική σχολή χωρίς ο ίδιος να το θέλει.

Ο Φραντς  έχει ποιητικό οίστρο και γράφει ποιήματα.
Ζητά από τον Ριλκε να του κάνει κριτική σε κάποια από αυτά.

Η απάντηση του Ριλκε είναι:...Tα έργα τέχνης έχουν μια απέραντη μοναξιά και ο χειρότερος τρόπος να τα προσεγγίσει κάποιος είναι με την κριτική...

Είναι δέκα τα γράμματα από το συγκεκριμένο βιβλίο και είναι όλα γραφήματα ,που διαπλάθουν χαρακτήρα. Είναι σε μέγεθος σαν βιβλιαράκι τσέπης και διαβάζεται εύκολα και γρήγορα.

Νομίζω ότι είναι ότι καλύτερο για να ξεκινήσει κάποιος με  Ριλκε.

Να πω και κάτι ακόμα για τον Ριλκε.

Όταν ήταν 5 χρόνων η μητέρα του τον έλεγε Σοφία και του φόραγε για ρούχο , φόρεμα για κοριτσάκι. Ήταν ,που είχε χάσει την μικρή και έβγαζε την θλίψη της και την ξεχασμένη της χαρά  μέσα από το νήπιο τότε,  Ριλκε. Στα 9 χρόνια οι γονείς του χώρισαν.

Φίλοι και φίλες,

Η τέχνη για να βλαστήσει θέλει μελαγχολία....Όσο περισσότερη από αυτή έχει κάποιος μέσα του ,τόσο πιο ψηλά θα φτάσουν τα λουλούδια που θα ανθίσουν μέσα από τους κάμπους  της ψυχής του.....Ποτίζονται βλέπετε οι κήποι αυτοί με νερό.....Και το νερό αυτό ,δεν είναι τίποτα άλλο ,παρά  τα δάκρυα της δυστυχίας του. Και το δάκρυ αυτό είναι το καλύτερο μπόλιασμα, φάρμακο , για τις ψυχές εκείνες ,που αναπλάθονται με τα δημιουργήματα τους και δίνουν στην ανθρωπότητα  
Ορόσημα που αφήνουν εποχές.....


fortune.
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Αυγούστου 09, 2007, 09:38:11 ΠΜ
ΕΛΕΓΕΙΑ

Στη Μαρίνα Τσβετάγιεβα-Έφρον


Αυτές οι απώλειες στο σύμπαν, Μαρίνα, τα αστέρια που γκρεμίζονται!
Δεν τις αυξάνουμε, όπου κι αν σπεύσουμε να προστεθούμε,
σε όποιο αστέρι! Στο σύνολο όλα ήταν πάντα ζυγισμένα.
Έτσι, όποιος πέφτει, δεν μειώνει τον ιερό αριθμό.
Κάθε πτώση παραίτησης πέφτει στην απαρχή και θεραπεύεται.
Μήπως είναι όλα ένα παιχνίδι, ανταλλαγή ίσου με ίσο,
μια μετατόπιση,
πουθενά ένα όνομα, και πουθενά σχεδόν ένα οικείο κέρδος;
Κύματα, Μαρίνα, εμείς ωκεανός! Βάθη, Μαρίνα, εμείς ουρανός.
Γη, Μαρίνα, εμείς γη, εμείς χίλιες φορές άνοιξη, σαν κορυδαλλοί,
που ένα αναπάντεχο τραγούδι τους εκτοξεύει πέρα απ' το ορατό.
Το αρχίζουμε σαν ύμνο, κι αμέσως γίνεται πιο ισχυρό από μας,
αίφνης το βάρος μας στρέφει εκεί κάτω το τραγούδι μας σε θρήνο.
Θρήνος; Και τί μ' αυτό; Γιατί όχι ένας καινούργιος ύμνος
στραμμένος προς τα κάτω;
Και οι κάτω θεοί θέλουν να τους υμνούμε, Μαρίνα.
Έτσι αθώοι είναι οι θεοί, περιμένουν επαίνους σαν τους μαθητές.
Ας τους υμνήσουμε, αγαπημένη, ας είμαστε απλόχεροι με τους επαίνους.
Δεν μας ανήκει τίποτα. Για λίγο τυλίγουμε το χέρι στους λαιμούς
άκοπων λουλουδιών. Το είδα στον Νείλο, στο Κομόμπο.
Έτσι, Μαρίνα, αρνούνται οι βασιλείς την προσφορά όταν θυσιάζουν.
όπως πηγαίνουν οι άγγελοι και σημαδεύουν τις πόρτες εκείνων
που πρέπει να σωθούν,
έτσι αγγίζουμε κι εμείς το ένα και το άλλο που θυμίζει ευαισθησία.
Αχ, πόσο απόμακροι είμαστε πια, πόσο συγκεχυμένοι, Μαρίνα,
ακόμα και με την πιο εγκάρδια πρόθεση.
Σηματοδότες, τίποτε άλλο.
Αυτή η σιωπηλή δουλειά, που όταν κάποιος από μας
δεν την αντέχει πια και αποφασίζει να αποδράσει,
εκδικείται και σκοτώνει. Γιατί πως έχει δύναμη θανάσιμη,
όλοι το είδαμε στην εσωστρέφεια, στην τρυφερότητά της
και στην παράξενη δύναμη, που από ζώντες
μας κάνει επιζώντες. Ανυπαρξία.

[...]
Εμείς που είμαστε μέρος της περιστροφής
έχουμε πληρωθεί σε ολότητα όπως ο δίσκος του φεγγαριού.
Ακόμα και στη χάση μας, ακόμα και τις εβδομάδες
της αστάθειας
κανείς δεν μας βοήθησε ποτέ να πληρωθούμε, εκτός από
τον μοναχικό μας δρόμο πάνω στην άυπνη γη.

(Γράφτηκε στις 8 Ιουνίου του 1926)


Το γράμμα με την Ελεγεία του Rainer M. Rilke στη Μarina Tsvetayeva
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Δεκεμβρίου 02, 2007, 04:26:17 ΜΜ
ΕΚΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Σημαντικό, ω συκιά, μου φαίνεται, από καιρό τώρα,
που ολόκληρη, σχεδόν, πετάς την άνθησή σου,
και στον καρπό, που έγκαιρα την απόφαση του πήρε,
αδόξαστο πυκνώνεις το αγνό μυστικό σου.
Σπρώχνει ο καμπύλος σου κορμός σα μίσχος αναβρυτηρίου
τον χυμό, πάνω, κάτωθε, κι αναπηδά ο χυμός μέσα απʼτον ύπνο,
σχεδόν ακόμη κοιμούμενος, στην ευτυχία της πιο γλυκειάς του πράξης.
Δες]



Η ΕΒΔΟΜΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Όχι αναζήτηση πια, αναζήτηση όχι, φωνή από εντός σου αναβρυσμένη,
η φύση της κραυγής σου ναʼναι• καθαρά φώναζες σαν το πουλί, άλλωστε,
όταν η ανερχόμενη εποχή το υψώνει, σχεδόν λησμονώντας
πως ένα ελάχιστο ζώον είναι κι όχι μοναχική καρδιά μόνο,
στην ευδία, στον φιλικόν ουρανό που τη ρίχνει. Όπως εκείνο, όχι
λιγώτερο, αναζητούσες βέβαια -, η ακόμα αόρατη φίλη
να σʼανακαλύψει, η σιωπηλή, που μια απάντηση, εντός της,
αργά ξυπνά και ζεσταίνεται στο άκουσμα πάνω, - η φίλη,
του τολμηρού σου αισθήματος το φλογερό ταίρι.
Ω! κʼ η άνοιξη θα εννοούσε, - δεν είναι, εκεί, τόπος,
που του Ευαγγελισμού την ηχώ να μη φέρνει. Πρώτα το μικρό εκείνο
θρόισμα που ρωτά και που, με ανερχόμενη γαλήνη,
περιβάλλοντας το, μια καθάρια, καταφατική μέρα, το σωπάζει.

Τα υψωτικά σκαλιά έπειτα, σκαλιά που στον ονειρεμένο προσκαλούνε
του μέλλοντος ναό -• το τρίλλισμα μετά, κρήνη
που στʼορμητικό ανάβρυσμα της προλαβαίνει κιόλας
την πτώση του νερού μες σʼυποσχετικό παιχνίδι...Και, μπρος της,
το θέρος. Όχι μόνο όλα τα πρωιά του θέρους -, όχι μόνο
όπως μεταμορφώνονται σε ημέρα και πριν απʼτην αρχή απαστράπτουν.
Όχι μόνον οι μέρες που τρυφερά τʼάνθη περιβάλλουν, και ψηλά,
γύρω απʼτα τελειωμένα δέντρα, δυνατές και παντοδύναμες είναι.
Όχι μόνον η ευλάβεια των ξεδιπλωμένων δυνάμεων αυτών,
όχι μόνον οι δρόμοι, όχι μόνο τα λειβάδια μες στο βράδι,
όχι μόνο η ανασαίνουσα ευδία μετά από καθυστερημένη καταιγίδα,
όχι μόνο ο ύπνος που πλησιάζει ή ένα προαίσθημα, το βράδι...
παρά οι νύχτες!! Παρά οι ψηλές, του θέρους,
νύχτες, παρά τʼαστέρια, της γης τʼαστέρια.
Ω! ναʼσαι νεκρός μια μέρα κι άπειρα να τα γνωρίζεις
όλα τʼαστέρια]


Η ΟΓΔΟΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Το πλάσμα, με τα μάτια του όλα, βλέπει
το Ανοιχτό. Τα δικά μας μάτια μόνο,
σα ναʼναι ανεστραμμένα, σάμπως ναʼναι
παγίδες, γύρωθε εντελώς βαλμένες
απʼτην ελεύθερη έξοδό του. Ότι είναι
απʼέξω, το γνωρίζουμε απʼτην όψη
μόνο του ζώου• γιατί, το παιδί, κιόλας,
το άγουρο, στρέφουμε, το πιέζουμε, ώστε
πίσω του να θωρεί τα Σχήματα, όχι
το Ανοιχτό, που βαθύ τόσο στην όψην
είναι του ζώου του λυτρωμένου από
τον Θάνατο. ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ μονάχα
βλέπουμε εμείς• το ζώο το λυτρωμένο
ξεπέρασε το τέλος του και μπρος του
έχει τον Θεό, κι όταν πηγαίνει, πάει
στην αιωνιότητα, όπως οι πηγές.
Εμείς ποτέ δεν έχουμε, ούτε μια
μέρα μονάχα, τον καθάριο χώρο
μπροστά μας, όπου τʼάνθη ανθίζουν, δίχως
τέλος. Πάντοτε κόσμος• και ποτές
ό,τι δεν είναι κι ό,τι δεν έχει όρια]


Η ΕΝΑΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Γιατί, λοιπόν, βολετό αφούʼναι, της ύπαρξης τη διάρκεια
να περάσουμε ως δάφνη, λίγο πιο σκοτεινή από τʼάλλα
πράσινα, με μικρά κύματα σε κάθε
άκρη του φύλλου (σα χαμόγελο ανέμου) -]


ΔΕΚΑΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Αίνους κʼύμνους χαράς προς τους συνενούντας Αγγέλους
να τραγουδούσα, κάποτε, στο τέρμα της τρομερής γνώσης.
Απʼτα σφυριά της καρδιάς με τον καθαρόν ήχο
κανένα τις αμφίβολες, τις χαλαρωμένες ή ραγισμένες
χορδές να μην αρνιόταν. Το μουσκεμένο μου, απʼτα δάκρυα,
πρόσωπο, περισσότερη να μουʼδινε λάμψη• τʼάφαντα δάκρυα
νʼανθίζανε. Ω πόσο θα μου ήσασταν αγαπητές, τότε, Νύχτες
του πένθους! Πως να μη γονατίσω, απαρηγόρητες αδελφές μου,
περισσότερο, για να σας υποδεχτώ. Πώς, μες στα ξέπλεγα μαλλιά σας
να μην εγκαταλειφτώ περισσότερο. Ω, εμείς, που ασωτεύουμε τους πόνους!
Πώς τους ακολουθούμε με το βλέμμα στη θλιβερή μέσα
διάρκεια, μη δεν τελειώσουν, ίσως. Αλλʼαυτοίʼναι, αλήθεια,
το αειθαλές μας φύλλωμα κʼη σκοτεινή μας κληματίδα,
ΜΙΑ από τις εποχές του μυστικού μας έτους -, κι όχι μόνο
εποχή -, είναι και θέση και συνοικισμός, στρατόπεδο, έδαφος και κατοικία.

Αλήθεια, αλλοίμονο, πόσο είναι ξένα τα σοκάκια της Πολιτείας του Πόνου,
όπου μέσα στην κίβδηλη, την πλασμένη από θόρυβο γαλήνη,
δυνατά, μέσα από το καλούπι του κενού ο χρυσωμένος
θόρυβος βγαλμένος, επαίρεται για το μνημείο το ραγισμένο.

Ω πώς, ένας ʽΑγγελος, δίχως νʼαφήσει ίχνη, της παρηγορίας θα τους ποδοπατούσε
το παζάρεμα, πουʼχει για σύνορό του την έτοιμη αγορασμένη τους εκκλησία]Ιππέα[/i], την Ράβδο, και, τον αστερισμό πλήρη,
Στέφανο Οπωρών, τον λένε. Μετά, πιο πέρα ακόμη, προς τον Πόλο:
Λίκνον, Οδός, η φλογερά Βίβλος, Θυρίς, Κούκλα.
Στον ουρανό, όμως, του Νότου, αγνόν ως ο μύχος
ευλογημένου χεριού, το καθαρά απαστράπτον Μ,
που, Μητέρας, σημαίνει...»

Αλλʼ ο νεκρός πρέπει να φύγει και, σιωπώντας, ο αρχαιότατος των Θρήνων
Θρήνος, ίσαμε το φαράγγι τον φέρνει της κοιλάδας
όπου μαρμαίρει μες στο σεληνόφως:

Η πηγή της χαράς. Με σεβασμό
την ονομάζει, λέγει: «Στους ανθρώπους
λογιάζεται πλωτό ποτάμι».

Στους πρόποδες του βουνού στέκουν.
Κʼεκεί τον αγκαλιάζει, θρηνώντας.

Μονάχος στα βουνά του αρχέτυπου πόνου σκαρφαλώνει.
Και μήδε μια φορά αντηχεί το βήμα του απʼτην άηχη μοίρα.

Μʼαν ένα σύμβολο οι ατέρμονα νεκροί ανασταίναν
για μας, θα έδειχναν, ίσως, τα χνουδωτά τσόφλια, που πάνω στη άδεια
φουντουκιά κρέμονται, ή θα εννοούσαν τη βροχή που πέφτει,
την άνοιξη, στης γης το σκοτεινό βασίλειο.

Κʼεμείς, που την ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ευτυχία
στοχαζόμαστε, θα δοκιμάζουμε τη συγκίνηση εκείνη
που μας συνταράσσει
σχεδόν, όταν κάτι ευχυχισμένο ΠΕΦΤΕΙ.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Δεκεμβρίου 02, 2007, 04:31:32 ΜΜ
Να'σαι καλά blue-roses...
Τίτλος:
Αποστολή από: Rakendytos στις Δεκεμβρίου 04, 2007, 02:18:23 ΠΜ
Παράθεση από: "fortune"Κάποτε, έπεσε στα χέρια μου το…. {Γράμματα σε ένα νέο ποιητή}.
Είναι πιστεύω αυτό το βιβλίο, σε μορφή   αλληλογραφίας ,ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσει κάποιος τον Ριλκε.
Εκεί δίνει συμβουλές στον Φραντς Καπους. Έναν νέο ,που ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του οικογενειακού  του περιβάλλοντος ,μπήκε σε στρατιωτική σχολή χωρίς ο ίδιος να το θέλει.

Ο Φραντς  έχει ποιητικό οίστρο και γράφει ποιήματα.
Ζητά από τον Ριλκε να του κάνει κριτική σε κάποια από αυτά.

Η απάντηση του Ριλκε είναι:...Tα έργα τέχνης έχουν μια απέραντη μοναξιά και ο χειρότερος τρόπος να τα προσεγγίσει κάποιος είναι με την κριτική...

Είναι δέκα τα γράμματα από το συγκεκριμένο βιβλίο και είναι όλα γραφήματα ,που διαπλάθουν χαρακτήρα. Είναι σε μέγεθος σαν βιβλιαράκι τσέπης και διαβάζεται εύκολα και γρήγορα.

Νομίζω ότι είναι ότι καλύτερο για να ξεκινήσει κάποιος με  Ριλκε.

Να πω και κάτι ακόμα για τον Ριλκε.

Όταν ήταν 5 χρόνων η μητέρα του τον έλεγε Σοφία και του φόραγε για ρούχο , φόρεμα για κοριτσάκι. Ήταν ,που είχε χάσει την μικρή και έβγαζε την θλίψη της και την ξεχασμένη της χαρά  μέσα από το νήπιο τότε,  Ριλκε. Στα 9 χρόνια οι γονείς του χώρισαν.

Φίλοι και φίλες,

Η τέχνη για να βλαστήσει θέλει μελαγχολία....Όσο περισσότερη από αυτή έχει κάποιος μέσα του ,τόσο πιο ψηλά θα φτάσουν τα λουλούδια που θα ανθίσουν μέσα από τους κάμπους  της ψυχής του.....Ποτίζονται βλέπετε οι κήποι αυτοί με νερό.....Και το νερό αυτό ,δεν είναι τίποτα άλλο ,παρά  τα δάκρυα της δυστυχίας του. Και το δάκρυ αυτό είναι το καλύτερο μπόλιασμα, φάρμακο , για τις ψυχές εκείνες ,που αναπλάθονται με τα δημιουργήματα τους και δίνουν στην ανθρωπότητα  
Ορόσημα που αφήνουν εποχές.....


fortune.


κλαπ κλαπ κλαπ.. :cheers:
Εκτος απο το σχολιο του αδελφου που συμφωνω απολυτα.. συνυπογραφω για το βιβλιο..ειναι εξαιρετικο για να προσεγγισεις τον ποιητη..
Τίτλος:
Αποστολή από: tristana στις Δεκεμβρίου 04, 2007, 11:38:42 ΠΜ
Και ένα ευχαριστώ στην Μπλου Ρόουζ που θύμισε -σε όσους τον είχαμε ξεχάσει- τον αισθαντικό Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Δεκεμβρίου 04, 2007, 05:12:40 ΜΜ
Ξεχνιέται της ποίησης η ενσάρκωση βρε tristana;  :)

Ο Θάνατος του Ποιητή

Πλάγιαζε. Κʼήτανε το ανασηκωμένο πρόσωπό του
χλωμό, κʼεκεί, στα μαξιλάρια τα σκληρά, παρατημένο,
αφʼότου ο κόσμος κι ότι είναι απʼαυτόν μάθος,
απʼτις αισθήσεις του αρπαγμένος,
στο αμέτοχο ξανάπεσε έτος.

Αυτοί, που έτσι τον είδανε να ζει, δεν ξέραν
πόσο πολύ ήταν Ένα μʼόλα τούτα,
γιατί όλʼαυτά: τα βάθη αυτά, αυτά τα λειβάδια,
και τούτο το νερό, ήτανε το πρόσωπό του.

Ω, το πρόσωπό του όλη η έκταση τούτη ήταν,
που, τώρα ακόμη, πάει σʼαυτόν κι αυτόν γυρεύει·
κʼη μάσκα του, που τρομαγμένη σβήνει τώρα,
είναι απαλή κʼείναι ανοιγμένη, σαν οπώρας
καρδιά, που, στον άνεμο, σαπίζει.
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Δεκεμβρίου 05, 2007, 03:40:14 ΜΜ
ΩΡΑ ΣΟΒΑΡΗ

Όποιος, τώρα, κλαίει κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία καμιά κλαίει στον κόσμο,
κλαίει για μένα.
*
Όποιος, τώρα, γελά κάπου στην νύχτα,
Δίχως αιτία, γελά μέσα στην νύχτα,
Με περιπαίζει.
*
Όποιος τώρα, πορεύεται κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία πορεύεται μέσα στον κόσμο,
Έρχεται σε μένα.
*
όποιος, τώρα, πεθαίνει κάπου στον κόσμο,
δίχως αιτία πεθαίνει μες στον κόσμο,
με κοιτάζει.



Θεωρώ χρέος μου να θυμάμαι Μεγάλους ποιητές
σαν τον Ράινερ Μαρια Ρίλκε,που μας άφησαν μια
τεράστια κληρονομιά......
Τίτλος:
Αποστολή από: tristana στις Δεκεμβρίου 05, 2007, 06:46:40 ΜΜ
Για μένα δεν είναι χρέος, Μπλου Ρόουζες, αλλά απόλαυση και ανάταση ψυχής.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Δεκεμβρίου 06, 2007, 01:13:50 ΜΜ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Ω εσείς, οι απ'έξω, είμαι τυφλός, κι αυτό'ναι
μια αντίρρηση, μια αηδία και μια κατάρα,
κάτι καθημερνά βαρύ.
Βάζω το χέρι μου στο μπράτσο της γυναίκας,
στα γκρίζα γκρίζα της, το χέρι μου το γκρίζο,
και μέσα από το μεγαλόπρεπο άδειο με οδηγεί.

Συγκινείστε, παραμερίζετε και φαντάζεστε, ήχο
διάφορο, ότι αναδίνετε, απ'της πέτρας σε πέτρα,
αλλά απατάστε: εγώ μονάχα
ζω και πονώ και κλαίω.
Μια ατέλειωτη κραυγή είναι εντός μου,
και δεν ξέρω, η καρδιά μου
αν φωνάζει ή μήπως τ'άντερά μου.

Γνωρίζετε εσείς τα τραγούδια; Ολότελα σ'αυτόν
τον τόνο, δεν τα'χετε εσείς τραγουδήσει.
Στο ανοιγμένο σας σπίτι, κάθε πρωινό,
το φως το καινούργιο ζεστό φτάνει.
Και για το κάθε πρόσωπο έχετε αίσθηση άλλη
με πολλή προσοχή για να το ξεγελάτε.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 03, 2008, 12:55:18 ΜΜ
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ

Δεν έχω πατρικό σπίτι
κι ούτε έχω χάσει κανένα•
η μάνα μου, έξω, στον κόσμο,
μ'έχει γεννήσει.
Τώρα δα είμαι στον κόσμο, και πάω
όλο και πιο βαθιά μέσα στον κόσμο,
και την ευτυχία μου και τον πόνο μου έχω,
κ' έχω το κάθε τι μόνος.
Κάποιου είμαι, ωστόσο, ο κληρονόμος.
Άνθισεν η γενιά μου, με τρεις κλώνους,
σ'εφτά πύργους, στο δάσος,
και βαρέθηκα τα οικόσημά της
κ' ήμουν κιόλας πάρα πολύ γέρος• -
κι ό,τι μου άφησαν, κι ό,τι πήρα μόνος,
σε παλιάν εποχή, δίχως πατρίδα έχει μείνει.
Στα χέρια μου πρέπει,
στο στήθος μου πρέπει
να το κρατήσω, ως να πεθάνω.
Γιατί ό,τι αφήνω, κάπου,
μέσα στον κόσμο,
πέφτει,
σάμπως πάνω σε κύμα
να το'χα στήσει.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 03, 2008, 01:10:21 ΜΜ
ΕΠΙΚΕΦΑΛΙΔΑ

Καλά έκαμαν οι πλούσιοι να σωπάσουνε κ' οι ευτυχισμένοι,
κανείς δε θέλει να μάθει τι 'ναι αυτοί ακριβώς.
Μα πρέπει να δειχτούν οι αναγκεμένοι,
πρέπει να πουν: είμαι τυφλός,
ή: μου 'ρθεν η σκέψη αυτό να γίνω,
ή: δε νιώθω καλά πάνω στην γη,
ή: έχω ένα άρρωστο παιδί,
ή: μια που προσαρμόστηκα, θα μείνω...

Κ' ίσως-ίσως δεν είναι μήτε αυτό αρκετό.

Και, γιατί, εξ άλλου, όπως τα πράγματα, όλοι,
ο ένας τον άλλο προσπερνούν, πρέπει να τραγουδήσουν.

Κ' εδώ, καλό τραγούδι ακουεί κανείς ακόμη.

Οι άνθρωποι, φυσικά, παράξενοι είναι. Προτιμούν
ευνούχους, σε παιδικές χορωδίες να γροικούν.

Μα κι ο ίδιος ο Θεός έρχεται και τους ακούει, επί ώρες,
αν οι άλλοι, οι αναγκεμένοι, τον πολυενοχλούν.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 03, 2008, 01:23:59 ΜΜ
PONT DU CARROUSEL

Ο τυφλός άντρας, που στο γιοφύρι στέκει,
γκρίζος, όπως ορόσημο ανώνημης χώρας,
ίσως είναι το πράγμα, το ίδιο πάντα, απ' όπου
ξεκινά, από μακρυά, η αστρική ώρα
και το ήρεμο των αστερισμών κέντρο.
Γιατί όλα γύρω του γυρνούν και ρέουν και λάμπουν.

Είναι ο ακίνητος Δίκαιος, σε δρόμους
πολλούς, μπερδεμένους, στημένος•
η σκοτεινή είσοδος, που πλάι σ' ένα γένος
επιπόλαιο, οδηγεί στον κάτω κόσμο.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 03, 2008, 01:34:57 ΜΜ
ΚΥΡΙΑ ΣΕ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Ξαφνικά, τυλιγμένη στον άνεμο, βγήκε
φωτεινή, μες στο φως, σάμπως
ανάγλυφη, ενώ η κάμαρα, τώρα, ως λαξευμένη,
γιόμισε, πίσω της, την πόρτα

τη σκοτεινή, σα βάθος δακτυλιολίθου,
που πετά ανταύγειες το διάγραμμά του•
κι όχι, δεν είχε βραδιάσει, λες, πριν βγει έξω,
για ν' αφήσει, πάνω στα κάγκελλα, ακόμη

κάτι απ΄τον εαυτό της, το άγγιγμα μονάχα
των χεριών της, αλαφρότερη ακόμη για να γίνει
και, σαν σπρωγμένη απ' όλα, να πετάξει
απ' τις σειρές των σπιτιών, κατά τα ουράνια.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 13, 2008, 04:51:22 ΜΜ
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

Εκείνο το πρωινό, ύστερα απ'τη νύχτα, τρομαγμένη
που πέρασε, με κραυγές, ανησυχία και ταραχή, -
πάλι άνοιξε όλη η θάλασσα και βόγγησε.
Κι όταν το βογγητό σιγά και πάλιν έκλεισε
κι Αρχή απ'τον ουρανό και μέρα ωχρή
έπεσε στων βουβών ψαριών την άβυσσο -:
γέννησε η θάλασσα.

Από ήλιον πρώτο, ο αφρός των μαλλιών έλαμψε
του φαρδιού αιδοίου του κύματος, που σε μιαν άκρη του
στάθηκε η κόρη ταραγμένη, κάθυγρη, λευκή.
Πώς σαλεύει το νέο φύλλο το πράσινο,
που τανυέται κι αργά-αργά ξετυλίγεται,
το σώμα της μες στη δροσιά έτσι ξεδιπλώθηκε,
και στου πρωιού την αύρα την ανέγγιχτη.

Καθαρά, σα φεγγάρια, υψώθηκαν τα γόνατα
κι ανέδυσαν, στα σκέλια, κρόσια σύννεφων•
αδράχτια οι γάμπες ισχνούς ίσκιους έκλωσαν,
τα πόδια τεντώθηκαν και φωτίστηκαν
κ'οι αρμοί έζησαν, καθώς οι λάρυγγες
των μεθυσμένων.

Και το σώμα στης λεκάνης κειτόταν το κύπελλο,
σα νεός καρπός στη φούχτα ενός παιδιού.
Στου αφαλού της τη στενή κούπαν ήτανε
το σκοτάδι όλο της φωτεινής ζωής αυτής και, κάτωθε,
το μικρό κύμα υψωνόταν φωτεινό
κι από τη μέση πάνωθε έρεεν άπαυτα
και, κάπου-κάπου, γινόταν φλοίσβος ήρεμος.
Μ'ακόμη δίχως ίσκιους, τόσο διάφανο,
καθώς συστάδα από σημίδες απριλιάτικη,
κειτότανε το αιδοίο θερμό, κενό και λεύτερο.

Των ώμων ο ζυγός, τώρα πια, εστάθη ο ευκίνητος,
ισορροπώντας, στο ίσιο σώμα πάνωθε,
που, αναβρυτάρι, απ'τη λεκάνη μέσα, ανυψωνότανε
και στους μακρούς βραχίονες, ξαφνικά, έπεσε
και γρήγορα στον πλούσιο των μαλλιών της χείμαρρο.

Πέρασε, αργά πολύ, ύστερα, το πρόσωπο,
απ'το σκοτάδι, που το πύκνωμά του αραίωσε,
σε μια φωτεινήν αίγλην οριζόντια
και, πίσωθέ του, το πηγούνι έκλεισε απότομα.

Τώρα, που σαν αχτίδα απλώθη ο τράχηλος
κι ως μίσχος, που ο χυμός μέσα του υψώνεται,
σαν τους λαιμούς των κύκνων, που γυρεύουνε
τον όχτο, κ' οι βραχίωνες ετανύστηκαν.

Στον σκοτεινό όρθρο του κορμιού τούτου ήρθεν, ύστερα,
σαν αύρα του πρωιού, το πρώτο ανάσασμα.
Στο τρυφερώτατο κλωνάρι του φλεβόδεντρου,
ψίθυρος εσηκώθηκε και το αίμα βάλθηκε
μες στη βαθειά να βουίζει κοίτη του.
Κι ο άνεμος τούτος εδυνάμωσε: ρίχτηκε, τώρα,
ακράτητος στα στήθη τα ολοκαίνουργια,
τα φούσκωσε και μέσα τους εσφίχτηκε, -
έτσι, που, σαν πανιά ολοφούσκωτα, από τ'ανοιχτά,
την κόρη την ανάλαφρη προς το ακρογιάλι σπρώξανε.

Έτσι άραξεν η Θεά στη γη.

Πίσω απ'αυτήν,
που, γρήγορα, μέσα απ'την έφηβη ακτή, βάδιζε,
όλο το πρωί, ανυψώνονταν
τ'άνθη και τα καλάμια, θερμά, τρέμοντας,
σαν από αγκάλιασμα. Κ'εκείνη έφευγε κ'έτρεχε.

Μα, στου μεσημεριού την πιο βαρειά ώρα,
σηκώθηκε, μια φορά ακόμη, η θάλασσα και πέταξε,
στην ίδια μεριά εκείνη, ένα δελφίνι.
Νεκρό, ερυθρό, ανοιγμένο.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 13, 2008, 05:07:00 ΜΜ
Ω ΠΕΣ, ΠΟΙΗΤΗ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;...

Ω πες, Ποιητή, τι κάνεις; - Τραγουδώ.
Μα το άσκημο, το θανάσιμο, εδώ
πώς το δέχεσαι, πώς το υποφέρεις; - Τραγουδώ.
Μα το ανώνυμο, Ανώνυμε, αχ, αυτό,
πώς το φωνάζεις, όμως; - Τραγουδώ.
Μα πώς το δίκιο σου είναι αληθινό,
μ' όποια μορφή και μ' όποιο ρούχο; - Τραγουδώ.
Κ' η γαλήνη κ' η βία, τότε, πως
σε γνωρίζουν όπως τ'άστρο κ'η θύελλα; - Γιατί τραγουδώ.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 20, 2008, 04:20:21 ΜΜ
Ο ΘΕΩΜΕΝΟΣ

Στα δέντρα τις θύελλες κοιτάζω,
που σε χλιάζουσες μέρες μου χτυπάνε
στα τρομαγμένα παραθύρια,
κι ακούω τα μάκρη πράγματα να λένε,
που δίχως φίλο δεν τ'αντέχω
και δίχως αδερφή δεν τ'αγαπώ.

'Αξαφνα, μεταμορφωμένη, η θύελλα πάει,
μέσα απ'το δάσος πάει κι από τον χρόνο,
κι όλα είναι σάμπως δίχως ηλικία:
το τοπίο, σαν στίχος στο Ψαλτήρι,
είναι αυστηρό κ' είναι βαρύ κ' αιώνιο.

Σαν το μικρό, που παλεύουμε μαζί του,
ό,τι με μας παλεύει είναι μεγάλο•
αν αφηνόμασταν, όμοιοι των πραγμάτων,
έτσι από τη μεγάλη θύελλα να υποταχτούμε,-
ανώνυμοι θα γινόμασταν και μακρυνοί.

Νικούμε το μικρό, και το ίδιο
το αποτέλεσμα αυτό μικρούς μας κάνει.
Το αιώνιο και το μη κοινό
δε θέλει λυγισμένο από μας να'ναι.
Ο 'Αγγελος είναι αυτό, στους παλαιστές
της Παλιάς που εμφανίζεται Διαθήκης:
όταν του αντιπάλου του τα νεύρα
μεταλλικά τεντώνουν, στον αγώνα,
αισθάνεται, κάτω απ'τα δάχτυλά του
σάμπως χορδές μιας μελωδίας βαθειάς.

Όποιον ενίκησε ο Άγγελος αυτός,
που έτσι συχνά από τον αγώνα παραιτείται,
αυτός ανορθωμένος πάει και δίκαιος
και μέγας, απ'το χέρι εκείνο το σκληρό,
που τον έσφιγγε, πλαστουργό σα να'ταν.
Η νίκη δεν τον είχε προκαλέσει.
Το μεγάλωμά του είναι: ο νικημένος
βαθιά, να'ναι απ'τους πάντα πιο μεγάλους.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 21, 2008, 03:53:37 ΜΜ
ΤΑΝΑΓΡΑ

Λίγη ψημένη γης, καθώς
από μεγάλο ήλιο ψημένη.
Σα να'ταν η χειρονομία μιας κορασίδας,
που δε θα'χε αυτοστιγμής κιόλας τελειώσει•
δίχως ν'απλώνεται σε κάτι,
δίχως κανένα πράγμα να εννοεί,
από το αίσθημά της κινημένη,
τον εαυτό της μονάχα συγκινώντας,
σαν χέρι πάνω σε μια γούνα.

Υψώνουμε και στριφογυρνούμε
τα είδωλα, το'να μετά το άλλο.
Σχεδόν να εννοήσουμε μπορούμε
για ποιο λόγο αντιστέκονται στον χρόνο, -
μα πρέπει μόνο
πιο βαθειά και θαυμάσια να προσηλωθούμε
σ'εκείνο που ήταν
και να χαμογελάσουμε: λίγο, ίσως,
πιο φανερά, παρ' όσο
πριν ένα χρόνο.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 21, 2008, 04:06:51 ΜΜ
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ

Γνώρισε φόβους, που, κιόλας, η είσοδός τους
σαν θάνατος ήταν - και δεν τους αντέχεις.
Να τους διασχίζει, μάθαινε την καρδιά του,
σιγά-σιγά• σαν γιο τη γαλουχούσε.

Γνώρισε ακατανόμαστες ανάγκες,
ζοφερές και χωρίς, σαν ειρκτήν, όρθρο•
και παράδωσε υπάκουα την ψυχή του,
σαν ήρθε σε ώρα γάμου, να πλαγιάσει

με τον Κύριο κι αρραβωνιαστικό της•
κ' έμεινε μόνος σ' έναν τέτοιο τόπο,
που η μοναξιά του τα πάντα ξεπερνούσε,
κι ούτε ήθελε ποτέ ομιλία ν'ακούσει.

Μα γνώρισε και την ευτυχία, με τον καιρό, -
καθώς κείτεται ακέρια η δημιουργία,
μες στα ίδια του να κείτεται τα χέρια,
τρυφερότητα λίγη, για να νιώθει.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 21, 2008, 04:44:48 ΜΜ
ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Χωρίς να θέλουν, κοιτάζουνε πολλή ώρα
το παιγνίδι του• φορές-φορές, το στρογγυλό,
που πάει να γίνει, πρόσωπο, απ'το πλάι
φαίνεται ολόκληρο, σαφές, σαν γιομάτη ώρα,

που υψώνεται και χτυπά, στο τέλος.
Μα οι άλλοι, από την κούραση συννεφιασμένοι
κι από τη ζωή νωθροί, δε μετρούν τους χτύπους•
και δεν προσέχουν πώς φέρεται, καθόλου-,

πώς τα φορεί όλα, κ' έπειτα, ακόμη και τώρα,
όταν, μες στα μικρά του ρούχα, κουρασμένο,
σαν σ' αίθουσα αναμονής κάθεται κοντά τους
και τον καιρό του να περιμένει θέλει.

[img]http]
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 21, 2008, 04:58:40 ΜΜ
ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Ρόδον, ω αγνή αντίρρηση, ηδονή]http://germanhistorydocs.ghi-dc.org/images/10008897-r%20copy.jpg[/img]
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 22, 2008, 04:36:58 ΜΜ
[size=18]ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ[/size]

Ίσως πάω μέσα από βαριά βουνά,
μες σε φλέβες σκληρές, μόνος, σαν ένα
ορυχτό, και βαθιά τόσο, που να μη βλέπω κανένα
τέλος κι ορίζοντα κανέναν: όλα εγίναν κοντινά
κι όλα τα κοντινά έχουν πέτρες γίνει.

Μύστης στον πόνο δεν έχω ακόμα γίνει, -
τόσο μικρόν το μέγα αυτό σκότος με κάνει•
μα εσύ 'σαι αυτό: γίνου σκληρός, κ' έτσι βαθιά μπες:
που να μπορεί το χέρι σου όλο να με φτάνει
και να σε φτάνω, εγώ, μ' όλες μου τις κραυγές.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 22, 2008, 04:39:29 ΜΜ
Ω Κύριε, τον θάνατό του δώσε στον καθένα.
Τον θάνατο που βγαίνει από τη ζωή του, εκείνη
που τον χρειαζόταν, τον σκεφτόταν και τον αγαπούσε.

Γιατί 'μαστε ο φλοιός μονάχα και το φύλλο.
Ο μέγας θάνατος, που όλοι έχουμεν εντός μας,
είναι ο καρπός, που γυρνούν γύρω του όλα.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 22, 2008, 04:41:33 ΜΜ
Πρόσεξε τους και δες τι να τους μοιάζει:
κινούνται σαν στον άνεμο αφημένοι
κ' ηρεμούνε σαν κάτι που κρατά κανείς.
Στα μάτια τους το επίσημο σκοτείνιασμα είναι
φωτεινών λειβαδίσιων περασμάτων,
που η μπόρα πέφτει πάνω τους η θερινή.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 22, 2008, 04:44:45 ΜΜ
Είναι τόσο ήσυχοι• μοιάζουν στα πράγματα σχεδόν.
Κι όταν κανείς μες στο δωμάτιο τους καλέσει,
είναι σα φίλοι που έρχονται και πάλι πίσω,
και χάνονται απ'το ασήμαντο κάτω
και σαν ήρεμο σκεύος σκοτεινιάζουν.

Σα φύλακες πλάι σε κρυμμένους θησαυρούς,
που τους φυλάσσουν μα ουδέ καν τους είδαν, -
φερμένοι από τα βάθη σάμπως βάρκα,
και σαν ασπρόρουχα πάνω στην απλώστρα,
έτσι κι αυτοί απλωμένοι κι ανοιγμένοι.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 22, 2008, 04:47:32 ΜΜ
Το στόμα τους, προτομής στόμα μοιάζει,
που δεν ήχησε η φύσησε ή φίλησε ποτέ
κι ωστόσο από μια ζωήν έχει περάσει,
που, όλα, με τρόπο ομοιόμορφο, τα 'χει δεχτεί
και τώρα καμαρώνει, σα να τα 'μαθε όλα -
κι όμως μόνο είδωλο είναι και πέτρα και πράγμα...
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 22, 2008, 04:49:39 ΜΜ
Κ' η φωνή τους έρχεται από μακρυά
και πριν βγει ο ήλιος είχε ξεκινήσει
και σε μεγάλα δάση, πριν βδομάδες, ήταν
κ' έχει στον ύπνο της με τον Δανιήλ μιλήσει -
κ' είδε τη θάλασσα και για τη θάλασσα μιλεί.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 26, 2008, 04:48:51 ΜΜ
Ο ΚΥΚΝΟΣ

Ο μόχθος τούτος, μέσα απ' ότι δεν έγινε ακόμη,
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνεις,
μοιάζει με το άπλαστο βήμα του κύκνου.

Κι ο θάνατος, τούτο το ασύλληπτο ακόμη του εδάφους
εκείνου, που πάνω του στεκόμαστε καθημερινά,
στο φοβισμένο χαμήλωμά του μοιάζει-:

στα νερά πάνω, που τον δέχονται γαλήνια
και που, σάμπως μακάρια και σαν περασμένα,
κύμα το κύμα αποτραβιούνται, κάτωθέ του•
ενώ αυτός, άπειρα βέβαιος, άπειρα γαλήνιος,
πάντα πιο γνωστικός και πιο βασιλικός
και πιο ατάραχος, καταδέχεται να φεύγει.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 26, 2008, 04:58:58 ΜΜ
Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Την αναχώρηση αυτή, που δε μοιράζεται μαζί μας
τίποτα, δεν την ξέρουμε. Δεν είχαμε λόγο
να θαυμάζουμε, ν'αγαπούμε ή να μισούμε
τον θάνατο, δεν είχαμε παρά ένα στόμα μόνο

τραγικής μάσκας παράξενα παραμορφωμένο.
Γεμάτο ρόλους είναι ακόμη ο κόσμος,
που τους παίζουμε. Αν θέλουμε ν'αρέσουμε, παίζει
κι ο θάνατος, μ' όλο που δεν του αρέσει.

Μα, ως έφευγες, στη σκηνή τούτη, ξάφνου,
μι' αχτίδα πραγματικότητας τρύπωσε, απ'τη χαραμάδα
αυτήν απ' όπου έφευγες: αληθινό ηλιόφως,
πράσινο αληθινού πράσινου, αληθινό δάσος.

Παίζουμε συνεχώς. Απαγγέλλοντας και χειρονομώντας
και, πότε-πότε, ό,τι μάθαμε δύσκολα, με φόβο,
αναιρώντας• μα η τόσο μακρυνή σου
παρουσία, αφαρπασμένη από τον ρόλο μας, μπορεί

να μας ξαφνιάσει, κάποτε, σα γνώση, που, από κείνη
την πραγματικότητα, πάνω μας χαμηλώνει,
έτσι, που, μια στιγμή, παρασυρμένοι, τη ζωή μας
παίζουμε, χωρίς να' χουμε χειροκροτήματα στο νού μας.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Ιανουαρίου 28, 2008, 03:34:43 ΜΜ
Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ

Ε σεις, πλάι στη φωτιά! Το βλέμμα υψώστε!
Προς τα εδώ, σεις, που 'χετε σπουδάσει
τον άνοχθο ουρανό, Αστρομάντεις! Δείτε,
ένα καινούργιο, που ανατέλει τώρα,
είμαι άστρο. Όλη φλογίζεται η ύπαρξή μου
κι αστράφτει τόσο δυνατά, γιομάτη
από φως τόσο αθεώρατο, που δε μου φτάνει
πια το βαθύ στερέωμα. Ν' αφήστε
τη λάμψη μου στην ύπαρξή σας μέσα
να μπει: Ω τα σκοτεινά βλέμματα,
οι σκοτεινές καρδιές, νυχτερινές μοίρες,
που σας γιομίζουν! Ποιμένες, είμαι
τόσο μονάχο μέσα σας! Τον χώρο βρήκα
με μιας. Μην απορείτε: εγώ έχω ρίξει
τη σκιά του μέγα αρτόδεντρου. Το μέλλον,
ω να ξέρατε, άφοβοι, στα πρόσωπα σας,
τα γλαρά, επάνω, πόσο φέγγει τώρα!
Στο δυνατό φως τούτο, θα συμβούνε
πολλά. Σε σας το εμπιστεύομαι, μόνο
γιατί σωπαίνετε• ακόμη, γιατί αμέσως
πιστέψατε, σε σας μιλούν, εδώ, όλα:
μιλεί η φωτιά, μιλεί η βροχή, κι ο δρόμος
των πουλιών κι ο άνεμος, κι ό,τι εσείς είστε
πουθενά δε δεσπόζει μήδε αυξαίνει,
σιτεύοντας από ματαιότητα.
Δεν κρατάτε στου στήθους σας τον χώρο
ανάμεσα, τα πράγματα, μονάχα
για να τα τυραννείτε. Πώς, μέσ' σ' έναν
Άγγελον, η χαρά του κυλά ως ρυάκι,
όμοια το γήινο μέσα σας κινείται.
Κι αν, ξαφνικά, καιγόταν ένας βάτος,
θ'ακούγατε από μέσα σας τον Αιώνιο
να σας φωνάζει, κι αν στα ποίμνιά σας
Χερουβείμ ευδοκούσαν να σιμώσουν,
δε θ' απορούσατε, θα είχατε σκύψει
βαθιά, θα προσκυνούσατε, και τούτο
θα το λέγατε Γη.
                        Κι αλήθεια, αυτό 'ταν
Κάτι τι νέο θα πρέπει τώρα να είναι,
που γι' αυτό όλο αγωνίζεται η Οικουμένη.
Σαν τη δύσβατη λόχμη για μας είναι
το πώς ο Θεός στο στέρνο μιας παρθένου
νιώθει τον εαυτό του. Της θερμότητάς της
είμαι το φως, που σας οδηγεί τώρα.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Φεβρουαρίου 04, 2008, 02:01:21 ΜΜ
ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Την ψυχή μου πώς να τη συγκρατήσω,
που τη δική σου να μην ταράξει ψυχή;
Πώς να την κάμω σε κάτι τι άλλο να υψωθεί
πάνω από σένα; Θα 'θελα, με ό,τι πια εχάθη,
μες στο σκοτάδι να την ασφαλίσω,
σε μια γωνιά ήρεμη και ξένη, που να μη
δονείται, όταν σου κραδαίνονται τα βάθη.

Ό,τι σ' εσέ κ' εμένα την ταραχή φέρνει,
μαζί μας παίρνει, σαν μια δοξαριά,
που μια φωνήν αφήνει μοναχά,
από δυο χορδές. Σε ποιο όργανο είμαστε δεμένοι;
Και, ποιος παίχτης, ω τραγούδι γλυκό, μας κρατά;
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Φεβρουαρίου 04, 2008, 02:10:44 ΜΜ
ΘΥΣΙΑ

Ω πώς, αφότου σε γνώρισα, μέσα από κάθε
φλέβα, το σώμα μου, μυρίζοντας, ανθίζει•
κοίταξε, πιο λιγνός γίνομαι και πιο ορθός ολοένα
κ' εσύ καρτερείς μόνο -: λοιπόν, ποια 'σαι;

Κοίταξε: σα ν' απομακρύνομαι, νιώθω,
και, ως γέρικο δεντρί, φύλλο το φύλλο χάνω.
Σάμπως καθάριο αστέρι, το γέλιο σου μονάχα
στέκει πάνω από σε κ' ύστερ' από με πάνω.

Όλ' αυτά, που, από τα παιδικά μου χρόνια
δεν πήραν ακόμη όνομα, και σα νερό λάμπουν,
θέλω στον βωμό πάνω να σου τ' αφιερώσω,
που ανάφτηκε απ' τη φλόγα των μαλλιών σου
κι ανάλαφρα, από τα μικρά σου στήθη, εστεφανώθη.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Φεβρουαρίου 08, 2008, 03:05:33 ΜΜ
ΜΟΝΑΞΙΑ

Πλήρη χαδιών τα χέρια
και τρυγητής κανένας.
Να φωνάξουμε τάχα
τους Άγγελους; Αχ, μπρος τους
ο πλούτος μας φτώχεια είναι.
Η φωνή μας, που φεύγει,
δεν είναι πάρεξ ένας
γείτονας θορυβώδης
της αδιαφορίας.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Φεβρουαρίου 08, 2008, 03:08:37 ΜΜ
ΠΟΙΑΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ...

Ποιας αναμονής, ποιας
θλίψης είμαστε θύματα,
εμείς που γυρεύουμε ρίμες
για το παγκόσμιο το Ένα;

Το σφάλμα μας ακολουθούμε
πεισματάρηδες πάντα•
μα στ' ανθρώπινα σφάλματα
είναι ένα σφάλμα από μάλαμα
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Φεβρουαρίου 08, 2008, 03:11:16 ΜΜ
ΕΥΤΥΧΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ 'ΜΑΣΤΕ...

Ευτυχείς πρέπει να 'μαστε, τον Θεο για να βρούμε,
γιατί, εκείνοι που τον εφευρίσκουν από θλίψη,
προχωρούν πολύ γρήγορα και ζητούν πολύ λίγο
της φλογερής απουσίας του την οικειότητα.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Φεβρουαρίου 09, 2008, 04:12:17 ΜΜ
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Σε τέτοιες ώρες, πάμε προς τα κει
κ' επί χρόνια πηγαίνουμε, σε τέτοιες ώρες,
και, κάποτε, βρίσκεται κάποιος, που γροικά, -
κι όλες οι λέξεις έχουν νόημα, τότε.

Μετά, έρχεται η πολυκαρτέρευτη σιωπή,
από μεγάλα αστέρια, σαν τη φαρδειά νύχτα:
σάμπως δυο άνθρωποι στον ίδιο κήπο να φυτρώνουν
και, μες στον χρόνο, ο κήπος τούτος δεν υπάρχει.

Κι όταν κ' οι δυο χωρίζονται, πάνω σ' αυτό,
μένουν καθένας με την πρώτη λέξη μόνος,
θα χαμογελάσουν και μόλις θα γνωρίζει ο ένας τον άλλο,
μα κ' οι δυο θα 'χουν μεγαλώσει πιο πολύ...
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Φεβρουαρίου 11, 2008, 01:24:51 ΠΜ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ

Λοιπόν, μια στιγμή ακόμη.
Ας μου κόβουν, πάλι και πάλι, το σκοινί
μικρά κομμάτια.
Τόσο όμορφα, στερνά, είχα ετοιμαστεί,
που είχε κιόλας κάμποση μπει
αιωνιότητα μες στα σωθικά μου.

Το κουτάλι, μου το κρατάτε κοντά
το κουτάλι τη ζωή.
Όχι, θέλω και δε θέλω πια,
αφήσετέ με να ξεράσω τον εαυτό μου.

Το ξέρω, είναι αγαθή κ' είναι μεγάλη
η ζωή, κι ο κόσμος ξέχειλο τσουκάλι,
μα στο αίμα μου, τι τα θέτε, δεν πηγαίνει,
μόνο στην κεφαλή μου που ανεβαίνει.

Άλλους τους θρέφει, εμένα μ' αρρωσταίνει•
κι αυτό, κανείς, εννοείται, δεν το στέργει.
Τουλάχιστον, για χίλια χρόνια,
έχω ανάγκη να τη νηστέψω, τώρα.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 06, 2008, 03:54:14 ΜΜ
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

Για να μην πέσει, απ' το βαλμένο κατά μέρος
πρόσωπο, κανένας απ' τους μεγάλους της πόνους,
σιγά-σιγά, μέσα απ' τα δράματα, σηκώνει
την όμορφη, πλην μαραμένη πια, ανθοδέσμη
των χαρακτηριστικών της, τη δεμένη
μόλις, μα και σχεδόν λυμένη κιόλας•
μα, κάποτε, καθώς πολυάνθεμο, κυλά και πέφτει
ένα χαμόγελο χαμένο, κουρασμένο.

Και περπατά ήρεμη, και κουρασμένη
περνά, με τα όμορφα τυφλά της χέρια,
που ξέρουν πως ποτέ δε θα το βρίσκαν,

και λέει επινοημένα πράματα, που εντός τους,
τρικλίζει μια οποιαδήποτε, θελημένη, μοίρα,
και της ψυχής της την αίσθηση της δίνει,
σε κάτι τι ασυνήθιστο για να ξεσπάσει:
σαν την κραυγή μιας πέτρας -

κι αφήνει, μ' υψωμένο πηγούνι, όλα τούτα
τα λόγια, ένα προς ένα και πάλι να κυλήσουν
δίχως κανένα μένοντας• γιατί, μήτε ένα, απ' όλα,
με την οδυνηρή δεν είναι μετρημένο
πραγματικότητα, που είναι όλο κι όλο ό,τι έχει,

το έχει της, και που, καθώς ποτήρι δίχως πόδια,
ψηλά, πάνω απ' τη φήμη της να κρατά πρέπει,
κ'έξω από το κατώφλι των βραδιών της.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 06, 2008, 04:06:23 ΜΜ
Ο ΚΟΙΜΩΜΕΝΟΣ

Να κοιμηθώ ακόμη αφήσετέ με... είναι η υποσχεμένη,
στον κοιμώμενο, ανακωχή, σε μακρές μάχες•
στην καρδιά μου, τη σελήνη ανατέλλουσα παραφυλάσσω,
δε θα' χω πια, σε λίγο, τόσο σκοτάδι στην καρδιά μου.

Ω θάνατε πρόσκαιρε, γλυκύτητα που μας τελειώνει,
μέτρο των κορυφών μου, δικαιότατο βάθος,
αθωότητα των χυμών κι αβεβαιότητα όλου του αίματός μου,
σε σένα, στη ρίζα του, ακόμη κι ο φόβος μου φόβος δεν είναι.

Ύπνε, γλυκύτατε Κύριε, να μην ονειρεύομαι κάνε,
τα δάκρυα και το γέλιο μου ανακάτεψε εντός μου•
διαχυμένο άφησέ με, έτσι που η εσώτερη Εύα
να μη βγει στην εχθρική φλόγα της απ' το πλευρό μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 06, 2008, 04:25:46 ΜΜ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ω εσύ, που δε σου λέω, πως, τη νύχτα,
κλαίοντας, πλαγιάζω,
που η ύπαρξή σου τρυφερά με κουράζει,
νανούρισμα σα να 'ταν,
ω εσύ, που δε μου λες, αν αγρυπνάς
για χάρη μου: πες μου,
πώς θα μπορούσαμε
να κρατήσουμε μέσα μας
αυτό το μεγαλείο,
αν δεν το 'χαμε διόλου χορτάσει;

Θυμήσου τους εραστές, πόσο
γρήγορα, τις εκμυστηρεύσεις μόλις αρχίσουν,
λεν ψέματα κιόλας.

Μόνον με κάνεις. Μονάχα εσέ μπορώ ν' αλλάξω.
Μια στιγμή εσύ 'σαι, το θρόισμα, ύστερα, είναι πάλι
ή κάποιο άρωμα, που εξατμίστηκε όλο.
Άχ, μες στην αγκαλιά μου όλες τις έχω χάσει•
μόνον εσύ, πάλι και πάλι θα γεννιέσαι:
γιατί ποτέ μου δε σ' αγκάλιασα, σε κρατώ τόσο.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 08, 2008, 03:54:59 ΜΜ
Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ

Ι

Το χέρι μου έχει ακόμη μια μονάχα
χειρονομία, και μ' αυτήν αποδιώχνει•
στις παλιές πέτρες πάνω
στάζει υγρασία απ' τους βράχους.

Το πλατάγιασμα αυτό γροικώ μονάχα
κ' η καρδιά μου το βήμα της ταιριάζει
με της στάλας το βήμα
και χάνεται μαζί της.

Πιο γρήγορα να έσταζε, αλήθεια,
ένα ζώο να ερχόταν πάλι, αλήθεια.
Οπουδήποτε φωτεινότερα ήταν -.
Μα τι ξέρουμε εμείς!

ΙΙ

Σκέψου πως ό,τι ουρανός κι άνεμος είναι τώρα,
ό,τι αέρας στο στόμα σου και στο μάτι σου λάμψη,
θα γινότανε πέτρα ως στη μικρή γωνιάν εκείνην
όπου η καρδιά σου και τα χέρια σου είναι.

Κι ό,τι τώρα μέσα σου λέγεται: αύριο,
μετά κι αργότερα και του χρόνου και πιο πέρα, -
μέσα σου πληγή θα γινόταν και γιομάτη πύο
κι όλο θα πυορρούσε και δε θα γιατρευόταν ποτέ πια.

Κι ό,τι μνήμη ήταν θ' αστοχούσε, και το στόμα
το αγαπημένο, που ποτέ δεν γελούσε, θα θωρούσες
να 'ναι κοντά σου, αφρίζοντας από τα γέλια.

Κι ό,τι ήταν Θεός, θα 'ταν ο δεσμοφύλακάς σου μόνο,
που μοχθηρά θα στούπωνε και τη στερνή τρύπα
με το βρώμικο μάτι του. Κι όμως, θα ζούσες.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 24, 2008, 03:30:06 ΜΜ
ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Όσο δεν τρόμαξαν ποτέ, είναι τρομαγμένοι•
άταχτα, τρυπημένοι συχνά, και διαλυμένοι,
γέρνουν στη λάσπη την ανασκαμμένη
του χωραφιού τους• πώς απ' τα σάβανά τους

να βγουν, που αγαπητά τους έχουν γίνει;
Αλλ' Άγγελοι έρχονται, να στάξουνε λάδι
μέσα στις ξεραμένες τους αρθρώσεις
κ' υπό μάλης να βάλουν στον καθένα

ό,τι μες στην αλλοτινή της ζωής του τύρβη,
έτυχε να μην έχει βεβηλώσει,
γιατί εκεί μένει ακόμη λίγη ζέστα,

ώστε το χέρι του Κυρίου να μην κρυώσει,
όταν, από τη μια κι από την άλλη αράδα,
θα το πιάνει, το βάρος του για να ζυγίσει.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 24, 2008, 03:38:06 ΜΜ
ΕΥΑ

Στέκεται απλή, στο ανέβασμα το μέγα
του Καθεδρικού, πλάι στο εικονισμένο
του παραθυριού ρόδο, με το μήλο,
στην αμαρτωλή στάση: ένοχη-αθώα

μια για πάντα σ' ό,τι έρχεται, που το γέννησε όταν
της αιωνιότητας άφησε τον κύκλο,
προτιμώντας, με τον εαυτό της να χαράξει
δρόμο στη γη, ως χρονιά καινούργια.

Αχ, ευχαρίστως θα έμενε σε κείνο
τον τόπο, λίγο ακόμη, να προσέξει
των ζώων τη λογική και την ομόνοια.

Μα όταν, τον άντρα, έτσι αποφασισμένο
βρήκε, πήγε μαζί του, διψασμένη
για θάνατο, τον Θεό πριν καν γνωρίσει.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 27, 2008, 06:36:51 ΜΜ
All human beings are occurences, but they happen to no one.
   The song of the statue, written on Saturday, the 18th of November, at night:


WHO is there who so loves me, that he
will forfeit his own dear life?
If someone will drown for me in the ocean,
I will be brought back from stone
to life, to life redeemed.

I long so for blood's rushing:
stone is so still.
I dream of life. Life is real.
Has no one the heart
that I wish for in this beauty?

And if once I do find myself in life,
given everything most golden,-
.........
then I shall weep
alone, weep for my stone.
What good will my blood be, when it ripens like wine?
It cannot scream back out of the ocean
that One who loved me most.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 27, 2008, 06:41:38 ΜΜ
I see two eyes like two children
straying through a forest.
They say: What gnaws at us is the wind, the wind,
and I, I reply: Yes, I know.
I know of a girl who weeps; her lover-
it's been two years-went away,
but she says so sweetly: It's the wind, the wind,-
And I, I reply: Yes, I know.

So often I'll wake up in my room
thinking a voice spoke to me.
Yours, but the night murmurs: the wind,-
and I weep in my bed: Yes, I know.
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 27, 2008, 06:47:07 ΜΜ
24 February, an evening walk in calm, soft, darkening air, Dahlem Street.

WHOEVER you are: In the evening step out
of your room, where you know everything;
yours is the last house before the far-off:
whoever you are.
With your eyes, which in their tiredness
barely free themselves from the worn-out threshold,
you very slowly lift one black tree
and place it against the sky: slender, alone.
And you have made the world; and it is huge
and like a word that goes on ripening in silence.
And as your will seizes on its meaning,
tenderly your eyes let it go...
Τίτλος:
Αποστολή από: Nobody στις Μάρτιος 27, 2008, 07:06:08 ΜΜ
This has long seemed to me a kind of death:
this losing of youth's visage;
onto soft, slender cheeks the mask of man
clamps down-harsh, bearded, red.

How do they bear this losing of their youth?
Suddenly one is just another cog-
no longer young and no longer wondrous
and yet alone.

No longer is one brotherly with trees,
leaning at one's window, one no loger shines out;
grown men, armed with any sort of pretext,
crowd around the quiet garden bench
where once they happily ignored the youth.

They gauge him by their common measures-
he, who was once for them some odd foreigner;
they put their stupid hat upon his hair,
which for years has been blowing in all breezes.
And he has a hundred images and prayers
that suddenly are withered, without effect.
He must cease bowing in the wind,
and not show anyone
that in his heart all violins
are his sisters.
What has drawn him on
in darkness-
all that's unconscious-
must cease to be.
No longer may the evening
find him alone:
only among like-minded ones.
Yet of those many:
Who muses on things the same as he?
Who stands bowed over God?
Who keeps silent?
Who with all his gestures indicates the sea?
Who dreams of girls as if
of evening hours?
And where
might that one be found
who fled form the garish feast of men?
The sheen of dancing girls
is what they love;
to use their wit and come out winners,
to seize with all their senses,
is what they crave.
Among them, what should they do
with his dream-endowed
bright serenity,
how should he talk with them
when from each one
he's severed by a hundred wonders.
How should he laugh along
over a sly reply...
and after many a cup
wake up with them to morning,
to that daily, thousand-faceted event
that moves him so differently?
No matter how blunt their actions,
he'll stay on among them:
a youth, conducted into manhood.
He'll go about, as they, in current fashions,
in a city suit, with polished shoes,
but in the forests, in a light loden mantle
he'll walk the old trails barefoot.

Manhood, in the form it nears us,
manhood of the weighty daily deed-
this manhood is a disguising
of longings and laces:
a nasty affair.

A growing-similar to everyone,
so that those whose gaze
is on the crowd won't pick us out,
and a concealing of ourselves-
from which we'll feel such rue
in the bride's silent, inquiring eyes.

No, let me quietly go on being
what I perhaps still am,
so that my solitary days may bear me
toward manhood differently.

I still have my first growth of beard,
my tender strength trembles
along my arms' shaft,
barely broken out in bloom.

I don't know what I will become,
nor what I was to be,
I can only replicate the earth's
deep gestures.
I have storm and stillness,
clarity and dusk;
my will is absorbed in growing
and young...