·Η Sadahzinia (Γιολάντα Τσιαμπόκαλου) γεννήθηκε τον προηγούμενο αιώνα (!) και βρίσκεται στην ομάδα παραγωγής της Freestyle Productions από το 1994. Είναι η πρώτη γυναίκα που ασχολήθηκε ενεργά με το hip-hop στην Ελλάδα. Σε αυτό το website θα βρείτε πολλά από τα πράγματα που έχει κάνει ως τώρα με την μουσική και τα βιβλία καθώς και τα μελλοντικά της projects. Τα αντικείμενα και τα χαρτάκια που υπάρχουν μέσα στο site είναι μικροαντικείμενα που υπάρχουν στα συρτάρια ή στο γραφείο όπου γράφει τους στίχους της κι έτσι αυτόματα γίνονται ένα "παράθυρο" στον μικρόκοσμό της...
·To “Sadahzinia” βγαίνει από το “Sad” = λυπημένος , “(j)ah = δημιουργία στα τζαμαϊκάνικα και “zinia”= η ζίνια, το λουλούδι. (Υπάρχει ένας μύθος στην Καραϊβική που λέει ότι η ζίνια, είναι ένα λυπημένο λουλoύδι μα όταν ακούσει μουσική, ανθίζει και η ζωή αλλάζει για πάντα. Η λέξη “Sadahzinia” είναι ένα λογοπαίγνιο αυτού του μύθου.)
·Από το 1994 εμφανίζεται μαζί με τους Active Member στις συναυλίες, αλλά και στο στουντιο στα πλήκτρα, τα κρουστά και το μικρόφωνο. Συχνά εμφανίζεται και μόνη της οπότε και παρουσιάζει τις προσωπικές της δισκογραφικές δουλειές. Τα πρώτα της τρία προσωπικά άλμπουμ κυκλοφόρησαν από την Warner.
·Όλα αυτά τα χρόνια έχει συνεργαστεί και με άλλους καλλιτέχνες εκτός των Active Member και των άλλων low bap γκρουπ. Είτε στη σκηνή είτε στο στούντιο έχει δουλέψει με τους Waldemar Bastos, Σωκράτη Μάλαμα, Μαρία Παπανικολάου, Killa Kela, Mixologists, Adam Fuest, Chris Hall, Oliver Wilson, Winston Irie και Dynamo Dresden, με τους Extremists, τον Rodney P και τον Skitz.
Από το 2004 αποτελεί - επίσημα πια - μέλος του γκρουπ Active Member.
·Από το 2000 ασχολήθηκε με τη σύνταξη άρθρων στα περιοδικά «Ονειρολόγιο» και «Πράξια».
·Έχει μια υγιή αποστροφή για τους «κανόνες» του τί πρέπει ή τί δεν πρέπει να κάνει κάποιος που ασχολείται με το hip hop. Για παράδειγμα, γράφει παραμύθια και τα παρουσίαζει με μια σειρά εκδηλώσεων σε διάφορους χώρους (βιβλιοπωλεία, σχολεία κλπ) όπου παρουσιάζει μια πρωτότυπη θεατρική παράσταση γραμμένη από την ίδια, με μεγάλη συμμετοχή των παιδιών. Λεπτομέρειες για τα βιβλία της θα βρείτε στο site.
·Το καλοκαίρι του 2003 παρουσιάστηκε στο Θέατρο Πέτρας – σε συνεργασία με τον Δήμο Πετρούπολης, ένα θεατρικό έργο γραμμένο από την ίδια]
8 ημέρες
Φτιάχνω τραγούδι όσα δε θέλω να ξεχάσω
κι άμα γουστάρεις όσα πω θα σε κεράσω
κάτι απ' αυτά που η μοναξιά μου 'φερε δώρο
να 'χω για πάντα υπό έναν όρο
να πω σ' όλους όσους φτάσαν στα όριά τους
να μη φοβούνται να χαρούν τη μοναξιά τους
κι αν τους πονάει δεν μπορώ να σταματήσω
ήτανε φίλε μου λοιπόν να μην αρχίσω
Ημέρα πρώτη, δεν έχω καταλάβει ακόμα
τα' χω χαμένα μου 'χει μουδιάσει το σώμα
κοιτάω τους τοίχους τα φώτα αναβοσβήνω
νομίζω δε θ' αντέξω, δε θα μείνω
για πολύ μες στης σιωπής το παράξενο παιχνίδι
λαθρεπιβάτης κι η ψυχή μου στο ταξίδι
Δεύτερη μέρα, χαίρομαι ήλιε μου σε βλέπω πάλι
μεγάλη ζάλη, χάιδεψέ με στο κεφάλι
Σα να κατάφερα κάτι πες μου έτσι δεν είναι
μη φύγεις γρήγορα απόψε αν θέλεις μείνε
μα να σου πάλι το σκοτάδι δε θ' ανάψω το φως
θα περιμένω να μου 'πει ότι έρχεται ο ουρανός
Σκοτάδι νίκησα όσες έστειλες φοβέρες
ήμουν εγώ για 8 ημέρες
Τρίτη μέρα, πονάω ακόμα πιο πολύ
το δωμάτιο που αγαπούσα τώρα γίνεται κελί
και δίπλα στα δεσμά μου κρατάω σφιχτά κοντά μου
όσα γλυτώσαν στο σκοτάδι όνειρά μου
και φεύγει ο φόβος και σε φλερτάρω μοναξιά μου
λες να ήρθε η σειρά μου
Την άλλη μέρα έτσι απλά υπάρχω
κι απλά με νιώθω κι αν τύχη θα 'χω
θα δω για πέμπτη φορά δίπλα μου μόνο μια σκιά
χωρίς ν' αλλάξουμε όσο υπάρχει η μέρα μιλιά
Ναι, κάπως έτσι συνάντησα την έκτη μέρα
και ξανακούω να μου σφυρίζεις πάλι απ' έξω αέρα
Δεν ξέρω όμως ακόμα μέχρι πού θα με πάει
νιώθω κάτι εδώ μέσα ακόμα πως με κοιτάει
Εφτά ημέρες ανάσα μου κι ακόμα το παλεύεις
δειλά υπάρχεις, μα δε ζηλεύεις
Κι έτσι που λες άντεξα κι άλλο
ήταν απλά ένα μονοπάτι που μου φάνταζε μεγάλο
Σκοτάδι νίκησα όσες έστειλες φοβέρες
Ήμουν εγώ για οκτώ ημέρες
Intro Πετρανάσα
Χίλια “καλώς σε βρήκα” φίλε, κι αυτή τη φορά,
τραγούδα και γέλα του νου σου σπορά.
Zωής ανάσα μυρίζει καπνό.
Λέξεις – αγρίμια κι ό,τι μπορούσα να βρω,
έφερα εδώ …
πότε νανούρισμα και μοιρολόι
ψυχή του ονείρου,
και πότε κύμα σε τρικυμία
σεισμός του απείρου,
πότε ισοβίτης στοχασμός
απ’ το σαράκι τρύπιος
και πότε ξαφνικός αέρας
της νύχτας ίσκιος
που με τρομάζει ίσα – ίσα
κι ύστερα γίνεται λύσσα,
που αστραποχύνεται,
πάνω σε βάσανα, πάνω σε πράγματα,
και σε παράλυτα θαύματα,
που είναι εκεί στης ρίζας το βάθεμα,
κι εγώ στο πέμπτο μάντεμα κιόλας,
κάτι θα βρω μαζί σου.
Πετρανάσα.
Κράμα ατόφιο και διάφανο.
Πετρανάσα.
Kάτι να σου πω
Ο κόσμος γλίστρησε απάνω μου απόψε και χάθηκε,
βαρύς, ασήκωτος, στενόχωρος κι αστείος.
Κάτι σα γέλιο μου φύγε και στο λαιμό μου στάθηκε
σα ξένο ψέμα που μπερδεύτηκε τελείως
μες στη φωνή μου κι η στιγμή μου ξεκούρδιστη
με τυραννάει και με κοιτά κατάματα
που την αφήνω για να σου γράψω ατραγούδιστη,
αλλά όμως σήμερα θα γράψω χίλια γράμματα.
Θέλω να γράψω κάτι άλλο απόψε,
το πιο θλιμμένο τραγούδι χαρισμένο σε σένα.
Τι κι αν θέλει να φύγει ο χρόνος, κόψε το χρόνο κόψε·
έχω μια λύπη δεμένη με μένα.
Μια λύπη που έρχεται σα σύννεφο κι αράζει ξαφνικά
σαν υφαντό από σκόνη να μου θυμίζει τάχα
τα θολωμένα που ’χω ακόμα στη ψυχή μου μερικά.
Δεν έχω άλλο να σου πω παρά μονάχα…
Τι χαρά που παίρνω,
όταν ακούω ένα τραγούδι δικό σου,
όταν ζω μέσα στ’ όνειρό σου κι όταν με κοιτάς.
Τι χαρά που παίρνω κι όταν γελάς.
Όταν γελάς σ’ ακούω, μα η χαρά μου
γίνεται λύπη κι αργοχάνεται σαν μια του ήλιου αχτίδα
που παίζει στο νερό και ξάφνου από μπροστά μου,
σβήνει το λιόγερμα στον ουρανό κουκίδα.
Όλα κουβάρι τυλιγμένα και κόμποι
κι ένα δάκρυ που δε θέλει να βγει.
Βγαίνει βλαστήμια κι αναρωτιούνται οι ανθρώποι,
τι αλήθεια θέλει η καρδιά μου να πει…
Τι χαρά που παίρνω,
βαριά και γέρνω στη γη ν’ ακουμπήσω·
και την πικραίνω ξανά, αν αφήσω να μη με κοιτάς.
Τι χαρά που παίρνω, όταν δε ξεχνάς.
Ούτε ξεχνάω, μα δε θυμάμαι κιόλας
της πεθυμιάς τη ρίζα πάνω στην ασκήμια
που φύτρωσε καταμεσής της άδειας μου κόλλας,
μου πρωτομίλησες και με είπες, Ζinia.
Κι όλα τα λόγια σου από τότε κάθε βράδυ
τα σημαδεύω ένα ένα μη χαθούν,
τα στεριώνω στα τυφλά μες στο σκοτάδι,
μη μου τα πάρει η λύπη μου κι οι κόμποι λυθούν.
Τι χαρά που παίρνω,
όταν ακούω ένα τραγούδι δικό σου,
γίνομαι αχτίδα κι εγώ απ’ το φως σου και με σκορπάς.
Τι χαρά που παίρνω, όταν απλά μ’ αγαπάς.
Αγκάθι
Κάθε φορά που για κάτι μετανιώνω ξανά
μένω εδώ και το ζω δεν κρύβομαι πουθενά
δικαιολογίες δεν ψάχνω πίσω στον χρόνο
κάνω κουράγιο και φιλιώνω με τον πόνο
Θα 'θελα λίγο να με ξεχάσεις ατυχία
να ζήσω λίγο κι απ' αυτό που λένε ησυχία
εκεί στου ονείρου μια απόμερη άκρη
έχω φυλάξει και χαρά κάτω απ' το δάκρυ
Θα 'θελα έστω μια φορά το κακό να φοβηθεί
να διαλέξει μοναχό του να χαθεί
να μη ζυγώσει κοντά κι όταν θα με κοιτάξει
να έχω πάνω μου κάτι που να το τρομάξει
έστω για μια φορά έστω για μια στιγμή
να στείλουν πόνο οι πνιγμένοι μου λυγμοί
να ξεσπάσω ζητάω για όσα έχω πάθει
απόψε Θεέ μου κάνε με να μοιάζω αγκάθι
Σε ζηλεύω αγκάθι κανείς δε σε ζυγώνει
Σε ζηλεύω αγκάθι κανείς δε σε πληγώνει
Σε ζηλεύω αγκάθι γιατί και να κοπείς
συνεχίζεις να ζεις
Ζηλεύω κάποιες στιγμές τη μοναξιά σου
ζηλεύω που όλοι μένουνε μακριά σου
ζηλεύω που ο ήλιος σε δείχνει χρυσαφένιο παντού
ζηλεύω από πάνω σου το χρώμα τ' ουρανού
τον αέρα δε φοβάσαι που σε παίρνει αφού όπου πας
ακόμα θα 'σαι αγκάθι, θα τρυπάς
Δε σε νοιάζει αν χαθείς λίγο πιο πέρα
δε σε νοιάζει αν είναι νύχτα ή αν είναι μέρα
κυλάει ο χρόνος αλλιώτικα για σένα
κι όσα αύριο δεις είναι από τώρα ξεγραμμένα
Έχεις ταλέντο αλήθεια να υπάρχεις
και χώρο δίπλα σου για όλα πάντα θα 'χεις
σε ζηλεύω γιατί κανείς δε σε ζυγώνει
σε ζηλεύω γιατί κανείς δε σε πληγώνει
γιατί ο φόβος κι όσα σέρνει σ' έχουν μάθει
σε ζηλεύω τόσο αγκάθι
Ασημένια άκρη
Ήταν άλλο ένα ψέμα
για ν' αντέξω τη φωτιά που γύρευε
μια βασίλισσα μ' ένα χάρτινο στέμα?
εμένα, όμως, ο νους μου αλήτευε
παρέα με λέξεις και στοιχειά δροσάτα,
με πλανέματα κι αλλόκοτο φεγγάρι,
με λιγόστιγμα ονείρατα φευγάτα,
μια ακόμα ανάσα μπρος στην ασημένια άκρη,
μια όμορφη τρέλα και του γλιτωμού το χάζι
με μια κουβέντα σταράτη, παστρική,
μια ανατριχίλα που μου απλώνει το μαράζι
σαν λεπίδα κοφτερή και φονική.
Μπροστά στην ασημένια άκρη, όταν γυρίζω,
γλυκογεμίζω πάλι τα όνειρα μου,
τη πεθυμιά μου με τ'αγκάθια μου ξορκίζω,
μ'ένα ροδόξυλο τη διώχνω από μπροστά μου
κι αυτή γίνεται δυο στάλες φυλακή
κι ένα ψεύτικο δάκρυ
και κρύβεται στου χρόνου το φλασκί
δίπλα στην ασημένια άκρη.
Γεια σου χαρά σου Βενετιά
Γεια σου χαρά σου Βενετιά
πήρα τους δρόμους του νοτιά
και τραγουδώ στην κουπαστή
σ' όλο τον κόσμο ν' ακουστεί
Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω γαλάζια εκκλησιά
Τσιρίγο και Μονεμβασιά
Γεια σου χαρά σου Βενετιά
βγήκα σε θάλασσα πλατιά
κι απ' το κατάρτι το ψηλό
τον άνεμο παρακαλώ
Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω στην Κρήτη μια κορφή
που έχω μανούλα κι αδελφή
Για όσα χάνουμε
Χάνουμε τα πάντα και φταίμε όλοι μαζί
που σε λίγο καιρό θα ζητιανεύουμε ζωή
θα κλέβουμε χαρές ή θα γιορτάζουμε τη θλίψη
θα ζηλεύουμε ευτυχία κι όλα όσα έχουμε κρύψει
θα πνίγουμε έτσι εύκολα το δάκρυ
θα βιαζόμαστε να πούμε πως τη βρήκαμε την άκρη
θα ντυνόμαστε ακριβά θα 'χουμε ψηλό καθρέφτη
θα τα βλέπουμε αλλιώς θα τον έχουμε για ψεύτη
της ζωής μας ο σκοπός θα είναι ένα τιμόνι
θα φοβίζει η μοναξιά και θα σκοτώνει
θα σπουδάζουμε για 'κείνους θα πονάμε όμως για μας
θα φωνάζουμε ο φόβος να φανεί σαν τσαμπουκάς
θα γλύφουμε όσα φτύνουμε δε θα υπάρχει λάθος
αυτά που σιχαινόμαστε θα γίνουμε με πάθος
θα δουλεύουμε περιμένοντας μια αργία
για να 'χει η μιζέρια μας και μια δικαιολογία
Χάνουμε, τι κάνουμε
Ζωή σε χάνουμε, τρομάζουμε
Τα πάντα χάνουμε και δεν αλλάζουμε
Μόνο φωνάζουμε
Για όσα χάνουμε
Νέοι άνθρωποι που λες αγκαλιά με νέο αιώνα
και μη σε δω να κλαις τήρησε τον κανόνα
η εξέλιξη σε θέλει απ' τα πιο σκληρά παιδιά της
η καινούργια σου μητέρα έχει αίμα στην ποδιά της
θα σε πάρει αγκαλιά με τα χέρια λερωμένα
θα γελάει ενώ τρομάζεις με τα δόντια σου σφιγμένα
μα κάποιοι σκέφτονται για σένα
φτιάχνουν το αύριο ενώ μισούν τα περασμένα
ό,τι δε βρεις εσύ και τα παιδιά σου
θα 'χει πνιγεί απ' αυτά που 'χεις μπροστά σου
ό,τι δε νιώσεις μη βιαστείς πουθενά να το χρεώσεις
κοίτα στην πάρτη σου εξηγήσεις πια να δώσεις
φταις κι εσύ φταίω κι εγώ για ό,τι χάνουμε
και μη φοβάσαι κι οι δυο τρομάζουμε
άλλοι το βουλώνουμε και άλλοι το φωνάζουμε
άλλοι πονάμε κι άλλοι τρομάζουμε
Χάνουμε, τι κάνουμε
Ζωή σε χάνουμε, τρομάζουμε
Τα πάντα χάνουμε και δεν αλλάζουμε
Μόνο φωνάζουμε
Για όσα χάνουμε
Δε θέλω να γλιτώσω από τα όμορφα
Πως να σου πω για αυτές τις σκέψεις που σταθήκαν στο μυαλό μου,
θρονιαστήκαν και φωτίσανε για λίγο τ' όνειρό μου
κι οι στιγμές χορέψανε μπροστά μου σα σκιές·
άλλες ανήκαν εδώ κι άλλες χανόντουσαν στο χτες.
Σκορπισμένες όλες στης ζωής το βιβλίο
κι οι σελίδες οι θαμπές, τσακισμένες στα δύο
να μου θυμίζουν ότι κάπου στα παλιά τα μονοπάτια
είναι της μνήμης μου τα πιο όμορφα κομμάτια·
αγαπημένα σαν όργανα παλιά ξεκουρδισμένα,
μακριά από μένα, περασμένα ξεχασμένα,
ξεμακραίνουν λίγο- λίγο μ' ένα χρόνο σακάτη
κι έτσι φουντώνει του πόνου το γινάτι.
Ίσως μεγάλωσα και κάπως παραπάνω
και στην ανάγκη να πάψω και το κέφι μου να κάνω,
μα θα μικρύνω και θα σβήνω τη χαρά μου
κι αυτά τα ωραία που κυλήσανε μπροστά μου.
Γι' αυτό γυρίζω στα παλιά να ξεδιψάσω·
οι στιγμές μου μ' αφήνουνε παρέα να ξαποστάσω
και λιγώνουν τη ψυχή μου κάθε τόσο.
Από τα όμορφα δε θέλω να γλιτώσω.
Δε θέλω να γλιτώσω από τα όμορφα,
γιατί εκείνα την ασκήμια μου σκεπάζουν
κι όταν φοβάμαι τα πιο μεγάλα ψέμματα,
μακάρι πάντα να μου τάζουν.
Δε θέλω να γλιτώσω από τα όμορφα,
ούτε για λίγο σου λέω να τ' αποφύγω.
Τα φτιάχνω θύμηση και τα ντύνω όνειρα
και μες στη σκέψη μου τα πνίγω.
Είναι τα όμορφα με τ' άσχημα μπλεγμένα,
πάνω στης μοίρας τα παραμύθια κεντημένα,
ξαναμμένα με τραβάνε στο χορό τους το τρελό·
ψάχνω τα βήματα να βρω και χάνω το ρυθμό.
Μα όταν με πιάσουνε τα όμορφα απ' το χέρι
με ταξιδεύουνε στου ήλιου το κρυμμένο μου αστέρι
και μου ανοίγουν τη ψυχή να τραγουδήσω,
με τη βροχή του κόσμου να νυχτοπερπατήσω.
Όμως, δε ξέρω αν πρέπει να μείνω ή να φύγω,
αφού τα όμορφα κι αυτά κρατάνε λίγο
και μένει ο φόβος στη ζωή συνοδοιπόρος
σε κάθε ανάσα, κάθε σκέψη απαράβατος όρος.
Κι ενώ το ψέμα κι εγώ είμαστε πράματα χώρια
να με γλιτώσει θέλω, όταν φοβάμαι, από τα ζόρια.
Μικρό το κακό, αφού τουλάχιστον θα ζήσω,
τις κλεμμένες στιγμές για λίγο όνειρα θα ντύσω.
Ας λένε πως τα δύσκολά θεριεύουν τη ψυχή,
είναι ο πόνος όμως, στιχοπαιδεύτρα ευχή.
Μη με αφήσεις εδώ πέρα να στοιχειώσω,
από τα όμορφα δε θέλω να γλιτώσω.
Δε μένει εδώ κανείς πια
Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται,
όμως κάθε στάλα της βροχής του θυμάται και λυπάται,
αν το ταξίδι παει χαμένο και στεγνώσει το χώμα,
κάπου μια αλήθεια άδικα ίσως να πεθαίνει ακόμα.
(Tι μου θυμίζει άραγε) Πόσα από αυτά σέρνει το βιος μου
Πόσα ξέχασε ο φίλος πόσα καρπώθηκε ο εχθρός μου
Πόσα βρώμικα φαντάστηκε η ντροπή κι έσυρε γύρω μου
Πόσα λύγισαν και ’μειναν πίσω μου
Πόσα χρωστάνε οι ανύπαρκτοι στο όνειρό μου, πόσα
έχει να φτύσει η μισοκομμένη και φαρμακωμένη γλώσσα
Τόσα ώστε ν’ αδειάσει και να σιγοσβήσει
και ήσυχους στα όμορφα να μας αφήσει.
Έβαλα δρόμο μπροστά και μπούσουλα μου χάρτη πειρατικό,
αντίγραφο - χωρίς του θησαυρού σταυρό -
και ψάχνω έτσι συχνά στο απλό και στο αυτονόητο,
κι ας μοιάζει δύσκολο κι ακατανόητο.
Χωρίς να θέλω η σκέψη, κι όχι μονάχα η σκέψη,
αλλά κι η πιο μεγάλη ελπίδα, η θέλησή μου κι η βλέψη,
αν μείνει μέσα μου καιρό, μοιάζει μεθύσι που πείθει
για αληθινό· γίνεται μέσα μου κρυφό παραμύθι,
γραμμένο τ’ απομεσήμερο χειμώνα στα λυχνανάμματα,
με μαύρα κι άραχνα κουτσά κολυβογράμματα,
γι’ αυτό και μένει εκτός, ειν’ το αποσπόρι του απέιρου
μα είναι δικό μου δεμένο με σερπαντίνες ονείρου,
που μου καρφώθηκε ξέμπαρκο στη ψυχή και στα χέρια.
Το πήρα στο κατόπι, όχι από απλή περιέργεια,
μα απ’ τη φωτιά που είχε αγκαλιά να μου καίει τα μάτια,
κι απ’ όσα κόλλησε γύρω μου σκορπισμένα κομμάτια,
στου καθαρού ουρανού τα παλάτια αστραπές δε φοβάται,
και του κάκου ιδρώνει κάποιος αν ακόμα θυμάται.
Μα αν δε θυμάται πόσα από το βιος μου είχα αφήσει,
δε μένει εδώ πια κανείς – φίλος ή εχθρός να μέ εξηγήσει.
Πόσα ξέχασε ο φίλος πόσα ο εχθρός μου
πόσα λυγίσαν και μείνανε πίσω μου
Έβαλα μπούσουλα και δρόμο μπροστά, τ’ όνειρό μου.
Ψάχνω τ’ απλό, τ’ αυτονόητο, τ΄αληθινό μου.
Χωρίς να θέλω μέσα μου σκέψεις σωρό,
μένουν εκεί, μεστώνουν με τον καιρό.
Φίλος ή εχθρός αν είναι, κάτι θα ζητήσει,
δε μένει εδώ κανείς πια, να μέ εξηγήσει.
Εδώ γύρω
Δε βλέπω κανένα εδώ γύρω,
ούτε σκλάβο ούτε και βασιλιά
δεν άκουσα ποτέ μου κανένα
που ξέρει να βγάζει μιλιά.
Δε νιώθω, δε φτάνω και πιάνω
ματιές και χέρια κοντά.
Τι ψέμα να φέρνει το αίμα
γαλάζια και μισή αρχοντιά.
Ανυπόμονο παιδί
παίζεις ζάρια στην αυλή
και το χρόνο μου περνώ
μέσα απ' το παιχνίδι αυτό.
Η βουή και τα καμώματα
Άκου να δεις, πόσα ονόματα
λένε τα δέντρα μέσα στα φυλλώματα.
Κάποια σκορπάνε - ανεμομαζώματα,
άλλα γίνονται βούη κι αλλάζουνε χρώματα.
Κι ύστερα αρχίζω τα γνωστά καμώματα,
με το 'να χέρι στα βαθιά ριζώματα
και το μυαλό στου ονείρου τα ψηλώματα,
να βάλω τάξη στ' ανακατώματα.
Βρες ένα δρόμο, αλλά μη ξανοίγεσαι
και για όσα κάνεις, μάθε πως ευθύνεσαι.
Εύκολα η βλακεία μεταδίδεται
και το πιστό σκυλί πάντα προδίδεται.
ανοιξ'τα μάτια μες στη βρώμικη θολούρα,
η σκέψη σου κι η τέχνη μια καρικατούρα
Να το συνήθειο, να κι η ελληνικούρα
να το ρουσφέτι, να κι η αγιαστούρα.
Κι από τα τόσα σου γλεντοκοπήματα,
της μοναξιάς σου κράτα τα νυχτοπερπατήματα.
Κράτα μια στάση, είσαι στα τελειώματα·
μα δε γλυτώνεις απ' τη βουή και τα καμώματα.
Η γυάλινη κούκλα
Έχω ακόμα μια εικόνα στα μάτια μου μπροστά
τη βλέπω κι όταν τα 'χω κλειστά
δυο μάτια από μια γυάλινη κούκλα παλιά
με παράξενο ύφος και χρυσαφένια μαλλιά
ακουμπισμένη για χρόνια σ' ένα ράφι μικρό
μ' ένα χαμόγελο πικρό
ν' αλλάζει χρώμα στον ήλιο, να σκοτεινιάζει το βράδυ
δε μου 'χε πάρει κουβέντα, δεν είχε κλέψει ένα χάδι
μισούσα τη γαλήνη, τη σιωπή της,
τον χρόνο που δεν άφησε σημάδια στη μορφή της
ʼλλη φορά τη λυπόμουν, δεν ξέρω γιατί
κι άλλοτε ζήλευα το καθαρό της γυαλί
στη μοναξιά μου την κοιτούσα φοβισμένα
κι ένοιωθα ότι ξέρει τα πάντα για μένα
Για καιρό την είχα κρύψει και είχα μια άλλη μαζί μου
δώρο ενός που αγαπούσα στη γιορτή μου
Μα όταν τη βρήκα ξανά είχε μια πίκρα στα μάτια
και είχε σπάσει σε πολλά μικρά κομμάτια
Και ρωτάω να μου πεις γιατί είμαι ακόμα θλιμμένη
για μια γυάλινη κούκλα παλιά σπασμένη
Συγχώρα με ψυχή μου αν πρέπει πολύ
που δεν κόλλησα ποτέ τα κομμάτια απ' το γυαλί
ίσως φοβόμουν, ίσως ντρεπόμουν
ή πιο απλά μπορεί να σκεφτόμουν
ότι σπάσαν μαζί της στιγμές κι όνειρά μου
κι αντίκρυσα ξανά μπροστά μου
αυτά τα μάτια αγκαλιασμένα απ' τη ντροπή
ή τούτη τη φορά θα ήθελε κάτι να μου πει
Θα είχε το χαμόγελο εκείνο το πικρό της
και τα μαλλιά ριγμένα στο πλευρό της
ή παντού θα είχε σημάδια απ' τα κομμάτια τα σπασμένα
και θολά δύο μάτια δακρυσμένα
μα όπως και να' ναι φοβάμαι να το κάνω
τα κομμάτια απ' το γυαλί στα χέρια μου δεν πιάνω
τ' αφήνω εκεί όπως τα βρήκα ακριβώς
μακάρι να μπορούσα να κάνω αλλιώς
το μόνο που ζητάω κι ας τα 'χω χαμένα
είναι συγγνώμη κι από 'κείνη κι από μένα
Και ρωτάω να μου πεις γιατί η ψυχή μου επιμένει
λες απ' το ίδιο γυαλί να 'μαι κι εγώ φτιαγμένη
Η νύχτα που τρελάθηκαν οι «γλάστρες»
Σ’ ένα διάλειμμα σύντομο κάποιο ανήσυχο βράδυ
είπα να φάω μια μπουκιά, αφού μου ‘χε βγει το λάδι
κι απ’ την τηλεόραση έκλεβα καμιά ματιά
όπως οι πρωτόγονοι είχαν για παρέα τη φωτιά
κι έπεσα πάνω σ’ ένα talent show
με την άνεση και την ξενοιασιά του αθώου.
Είδα μια γλάστρα που αφού τραγούδησε,
έβγαζε λόγο στους κριτές για τα όνειρα που πούλησε
και κλαίγοντας μοιράστηκε μαζί τους ένα μυστικό
πως νοιώθει πόρνη σε δίκτυο πανεθνικό.
Έτρεξε μπροστά στο κοινό να τη βλέπουν όλοι
κι έβγαλε απ’ τη φούστα της ένα μικρό πιστόλι.
Στο κεφάλι το κόλλησε κι άλλαξε φάτσα,
έριξε μια και το σκατό πήγε στην κάλτσα.
Στην ίδια πίστα που γεννηθήκαν «άστρα»
το ’πε και το ’κάνε η άμοιρη γλάστρα.
Και κάπου εδώ θα ’πρεπε να σας πω ότι λυπήθηκα
κι απ’ την τρομάρα μου όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα,
μήπως κι απαλύνω το πόνο απ’ τις ψυχές σας
- μα μικροί μου μου μουέδες τη σκοτώσαν τα SMS σας.
Και να ’ταν μόνο τούτο το κακό…
μια αυτόχειρας λολίτα σ’ ευρυγώνιο φακό.
Υπήρχε και συνέχεια και που να πάει η μπουκιά μου κάτω,
σούργελα και μαϊντανοί μου γέμισαν το πιάτο.
Ζυγώνουν και μεσάνυχτα κι η ώρα μας βολεύει
κι όποιος νύχτα κάνει ζάπινγκ είναι που δεν τη παλεύει…
Γι’ αυτό μέχρι να χωνέψετε τ’ ορεκτικό,
θα κάνουμε ένα break υποχρεωτικό.
Συνέχεια επί της οθόνης μας λοιπόν,
με γρήγορες εναλλαγές των σκηνικών]
Θα ξορκίσω τα κρυφά
Δε λέω πως με πήρανε οι μέρες και τα χρόνια
ούτε πως βρήκα κιόλας το μυστικό το μεγάλο,
μα τώρα δα κάτω απ'της νύχτας τα σεντόνια
από ψηλά σαν να σε άκουσα, το δίχως άλλο,
να ομολογάς τους φόβους σου για το άγνωστο,
μα πριν καν φτάσεις να διαλέγεις τη φυγή,
γι' αυτό άκου κι ας μην είναι ευχάριστο
θα σου πω τι θα βρεις σαν θα κατέβεις στη γη.
Πως θα νιώσεις το χώμα στην αρχή μπουσουλώντας,
μα στου χρόνου σου το γιόμα θα το κάνεις μαξιλάρι.
Πως θα δώσεις ζωή στα όνειρά σου τριγυρνώντας,
για να τα 'χεις τη νύχτα μυστικό προσευχητάρι.
Ιστορίες του ανέμου θα σου πω και παραμύθια
για αστέρια που γίνανε πιστοί οδηγοί,
θα σου πω αν το θες και τη μόνη αλήθεια,
πως σκορπίζει ο ήλιος στα σπλάχνα τη γη.
Θα σου πω να προσέχεις κάτι ανθρώπους- ποντίκια,
ν' αποφεύγεις θα σου δείξω την ύπουλη οχιά.
Θα σου πω πως να βλέπεις τον πόνο αντρίκια,
για την τύχη που φέρνει κρεμάλας τριχιά.
Θα σου μάθω λοιπόν, ό,τι κρύψαν από μένα
κι όσα φοβόντουσαν εκείνοι ν' ανταμώσω,
θα ξορκίσω τα κρυφά και τ' αφημένα
κι ίσως παρέα σου για λίγο να γλιτώσω.
Θα βλέπω ονείρατα μικρά σημαδιακά,
θα σου κρατάω από το διάβα τους τη γλύκα,
μήπως και βρεις τα λαβωμένα ξωτικά
που η αγάπη μου σου άφησε για προίκα.
Δε θα σου μάθω ποτέ να σκύβεις κάτω το κεφάλι
- καλά να πάθεις και στις αναποδιές -
καιρός να μάθεις της ήττας τη ζάλη,
μα οι ζημιές είναι κέρδη και τα κέρδη ζημιές.
Θα σου πω κι άλλα τόσα, τώρα πια πήρες μπόι?
ξέρεις, φταίει ο θεός για τον πρώτο φονιά?
πως μετράει θα σου πω αυστηρά το ρολόι
και πως ο κίνδυνος παραφυλάει σε κάθε γωνιά.
Πως η σκέψη βουλιάζει μέσα σ' ονείρατα σκάρτα
και του ανθρώπου τη μοίρα τυραννάει ο νους.
Γι' αυτό σου λέω, μάζευτα όλα και κάφτα?
τι γυρεύεις καλέ μου στους μοντέρνους καιρούς
Θα σου πω και γι' αυτούς που γυρνούν τα γρανάζια
και για κείνους που φορέσανε μια σένια στολή.
Θα σου πω και για τ' άλλα, κοριτσίστικα νάζια,
γιατί κλαίει μια γυναίκα στο πρώτο φιλί.
Θα σου πω να προσέχεις καλά που πατάς,
γιατί η μνήμη χτυπά και νικάει τη λήθη,
γι' αυτό τα λόγια και τα βήματά σου πάντα να μετράς
κι απ' όσα ακούς, μόνο η καρδιά σου να σε πείθει.
Θα περιμένω ήλιε
Θα περιμένω ήλιε να φανείς, μετά απ' τη βροχή
Θα περιμένω φίλε - μην αργείς - αγκάλιασε τη γη
Έλα και φέρε χρώματα πολλά, πάρε μακριά το γκρίζο
κι αν θα μυρίσω αρώματα παλιά, το αύριο σου χαρίζω.
Στέκομαι ώρα εδώ, πάνω σ' απείραχτο κομμάτι
βρεμένο χώμα γύρω από στεγνό μονοπάτι
Βαριά η πλάτη απ' τις ψιχάλες και τα λάθη
Τι σπατάλη! μια ζωή μέχρι να μάθει!
Ρώτα τη γη που έχει λουφάξει στη συννεφιά,
στην αγκαλιά της κρυμμένα έχει αιώνια στοιχειά.
Όμως, στην άκρη αυτή που ξέχασε κι η γη κι η βροχή,
ώρα καλή στερνή μου θλίψη και πρώτη ευχή.
Πάρε ξωπίσω τούτο 'δω το στεγνό μονοπάτι
κι όταν θα βρεις στα ψηλά τ' ουρανού το δραγάτη,
πες του να 'ρθει θα περιμένω να βιαστεί
- θα είμαι εδώ - να φέρει χρώμα χρυσαφί,
να φέρει εικόνες αυγινές και πρωινή δροσιά
αν δε προφτάσει, θα φύγει η μέρα - μέρα φτωχιά.
Κρατάω μια ανάσα για το τέλος να μεθώ,
θα περιμένω φίλε, να φανείς πριν να χαθώ.
Θα περιμένω να φανείς όλης της γης ταξιδευτή
να φέρεις χώρες και βουνά πραματευτή,
να φέρεις λόγια φτερωτά κι όνειρα ψιθυριστά,
ήχους και αρώματα και χρώματα σωστά
Φέρε και κύματα απ' τις θάλασσες του κόσμου
κι άλλα καινούρια κι άπλωσέ τα όλα μπρος μου
κι απ' όσα φέρεις θα διαλέξω τα παλιά και καλά
και πιο πολύ σ' ευχαριστώ για τη φωτιά
Έλα που στέκομαι εδώ, βιάσου στο ίδιο μονοπάτι,
με βλέπει η γη σα ξεγραμμένο της πελάτη
Έλα και στάσου εκεί ψηλά και κάψε όπως θες
η μια σου άκρη στ' αύριο, η άλλη είναι στο χθες.
Και κάπου εκεί στη μέση, εγώ, θα περιμένω να φανείς,
κόντρα στο γκρίζο, μέσα στις στάλες τις βροχής.
Κέρνα κι εμένα μια γουλιά από το φως σου
ίσα να στάξει στη ψυχή κι ύστερα γεια σου.
Θα περιμένω φίλε
Στέκομαι ώρα εδώ, πάνω σ' απείραχτο κομμάτι·
βρεμένο χώμα γύρω από στεγνό μονοπάτι.
Βαριά η πλάτη απ' τις ψιχάλες και τα λάθη.
Τι σπατάλη! μια ζωή μέχρι να μάθει!
Ρώτα τη γη που έχει λουφάξει στη συννεφιά,
στην αγκαλιά της κρυμμένα έχει αιώνια στοιχειά.
Όμως, στην άκρη αυτή που ξέχασε κι η γη κι η βροχή,
ώρα καλή στερνή μου θλίψη και πρώτη ευχή.
Πάρε ξωπίσω τούτο 'δω το στεγνό μονοπάτι
κι όταν θα βρεις στα ψηλά τ' ουρανού το δραγάτη,
πες του να 'ρθει θα περιμένω να βιαστεί
α! θα είμαι εδώ α! να φέρει χρώμα χρυσαφί,
να φέρει εικόνες αυγινές και πρωινή δροσιά·
αν δε προφτάσει, θα φύγει η μέρα η μέρα φτωχιά.
Κρατάω μια ανάσα για το τέλος να μεθώ,
θα περιμένω φίλε, να φανείς πριν να χαθώ.
Θα περιμένω να φανείς όλης της γης ταξιδευτή
να φέρεις χώρες και βουνά πραματευτή,
να φέρεις λόγια φτερωτά κι όνειρα ψιθυριστά,
ήχους και αρώματα και χρώματα σωστά.
Φέρε και κύματα απ' τις θάλασσες του κόσμου
κι άλλα καινούρια κι άπλωσέ τα όλα μπρος μου
κι απ' όσα φέρεις θα διαλέξω τα παλιά και καλά
και πιο πολύ σ' ευχαριστώ για τη φωτιά.
Έλα που στέκομαι εδώ, βιάσου στο ίδιο μονοπάτι,
με βλέπει η γη σα ξεγραμμένο της πελάτη.
Έλα και στάσου εκεί ψηλά και κάψε όπως θες·
η μια σου άκρη στ' αύριο, η άλλα στο χθες.
Και κάπου εκεί στη μέση, εγώ, θα περιμένω να φανείς,
κόντρα στο γκρίζο, μέσα στις στάλες τις βροχής.
Κέρνα κι εμένα μια γουλιά από το φως σου·
ίσα να στάξει στη ψυχή κι ύστερα γεια σου.
Κατά λάθος προσευχή
Χρωστούσα χρόνια αυτό το τραγούδι σε σένα
και είναι καιρός, πολύς καιρός που στο γράφω
σα φύλλα από βιολέτες τα λόγια μαδημένα
αλυσίδες που τις σέρνω στο χαρτί και τις ράβω
ανάβω κεριά να σου ζεστάνω της σιωπής τη δροσιά
που από παλιά σου έχει κλείσει το στόμα
κι ακόμα αφήνεις στο μέτωπό μου φιλιά
κι ας έχει κάνει στο μαντήλι σου φωλιά το μαύρο χρώμα.
Ζωή, φέρνεις ζωή, είσαι η φύση κι η γη
σ' έχουν για μούσα οι ποιητές κι οι θεοί
είσαι στο τέλος πάντα μαζί, είσαι η αρχή
κι από μέσα σου φωνάζουνε κόρες και γιοι.
Σ' έχω δει να ζητάς μια στιγμή σιγουριάς
έστω δυο πράγματα να έχεις να διαλέξεις
δεν έχεις τίποτα από αυτά για όσα πονάς κι αγαπάς
ούτε λυγίζεις, ούτε χάνεσαι, ούτε πέφτεις.
Τι έχεις και σε ποιο κόσμο γυρνάς
σε μια στιγμή γεννιέσαι, μεγαλώνεις, γερνάς.
Μόνο στην άκρη των ματιών σου το δάκρυ θα δω,
μοιάζουμε λίγο, μα σίγουρα δεν είσαι από δω.
Κάπου γεννιούνται κορίτσια και μεγαλώνουν νωρίς
κι αν δε το πω, κι αν δε το πεις δε θα το μάθει κανείς
Κάπου φιλιώνουν γιαγιάδες με τη δροσιά της σιωπής
τα είδαν όλα πια και τι να τους πεις.
Κάπου ζούνε μανάδες με ραμμένο το στομα
Θαμμένες-ζωντανές από χρόνια
και κάπου αλλού πεθαίνουν νεράιδες ακόμα
Κάπου είδα γυναίκες με λυμμένα μαλλιά
να ψάχνουν τα παιδιά τους σε πλατείες
και να ρωτάν με τα μάτια χωρίς να βγάζουν μιλιά
ξόδεψε πάνω τους ο κόσμος αμαρτίες
Κάπου τις όμορφες τις κρύβουν με μαντήλες
να μη τους κλέψει μια ματιά ούτε ο ήλιος, το φως
και συ δεν άκουσες - δεν είδες
όλα μας τα παν και τα μάθαμε αλλιώς.
Κάπου τις είδα να περνάνε στη πρώτη γραμμή
μ'άσπρη ποδιά σαν αγγέλοι να γιάνουνε τη πληγή
είδα με πείσμα να ζητούν όσα η ζωή δεν έχει φέρει
με τα όνειρά τους να οδηγούν της ιστορίας το χέρι.
Μα ήτανε λίγες εκείνες και δε θα φτάσουν
να μαζέψουν τις μνήμες, να τις δικάσουν
είναι πιο λίγες κι οι λέξεις που έχω μαζέψει στο στόμα
κι από αγάπη τολμάω και γράφω ακόμα
Μάνα και κόρη και νεράιδα ξωτικιά
μαύρα μάτια, χέρια λευκά, ζεστή αγκαλιά
λες και σας έβρεξε ο ουρανός ολόδροση βροχή
πήγα τραγούδι να σας πω και βγήκε προσευχή.
Λυχνάρι
M' έβαλε η τρέλα μου να γράψω με το ζόρι
όσα ο νους δε χώνεψε κι όσα η καρδιά ξερνά
και για όσα κύκλους κάνουνε κι όλο κρατάν τη πλώρη,
για όλα τα δάκρυα της γης και τ' αναφιλητά
που σε λυχνάρι κρύφτηκαν μ' ασήμι και χρυσάφι
λυχνάρι εφτάφωτο, παλιό, κρυμμένο μυστικό
κι ας το γυρεύανε θεοί, αρχόντοι και ζωγράφοι
κι ανάμεσα το ψάχνανε σε γη και ουρανό.
Πήραν στα χέρια τους σταυρούς, δρεπάνια και σφυριά
οι ιππότες της κρεμάλας να κάνουνε εκστρατεία.
Φτάσαν σε πόλεις και χωριά κι έχουν μπροστάρη το φονιά
που ξύνει το μολύβι του να γράψει ιστορία
όπως βολεύει τη μηχανή για να φυτεύει
μνήμη μικρή και θολερή κι αφηρημένη
αφού και τ' άλογο με λογική τα λόγια του μπερδεύει
κι η μοίρα που δε μίλαγε, την έχουν μιλημένη.
Μα το λυχνάρι είναι μακριά από καιρούς και τόπους
κι όσα για το αύριο φυλάει είν' πεθυμιές βουβές
σε κάθε νύχτας προσευχές από θεούς κι ανθρώπους
που βάστηξαν τ' αβάσταχτα απ' όλες τις μεριές.
Κι εγώ ρωτώ το φύσημα του ανέμου
μήπως πριν απ' το φονιά προλάβω και σε βρω.
Μα αν είσαι νους, θυμήσου με· στόμα είσαι Μίλησέ μου!
Κι αν είσαι μέσα στην καρδιά, άκου με να σου πω.
Λυχνάρι μου κρυμμένο, βουβή μου πεθυμιά
φέρε όλα τα δάκρυα και πνίξε το φονιά
και γίνε το χαλί μου σε ουράνιους χορούς
να πάμε τραγούδια σε κόσμους απόσκερους.
Λυχνάρι μου, σε γύρεψα στις θάλασσες, στις χώρες
και διάβαζα για σένα για μια και χίλιες νύχτες,
πέταξα σ' ουρανούς και κούρδισα τις ώρες
μήπως σε βρώ μια ώρα αρχύτερα απ' τους θύτες.
Έψαχνα να σε δω στις αγορές και στα παζάρια
πίσω από υφάσματα, μπακίρια και μαλάματα,
μα του έμπορα με γέλαγαν τα πλανερά τροπάρια,
λόγια παχιά - είν' ακριβά τα θάματα!
Μα αρκεί που θα τα φανταστώ και γίνονται αλήθεια
μ' ένα λυχνάρι μαγικό να ανεβώ, μου φτάνει,
στα σύννεφα να περπατώ - τι λατρευτή συνήθεια!
Κι οι δυο μας να ψαρεύουμε τα δάκρυα πυροφάνι
να πνίξουν Δύση, Ανατολή, Βορρά και Νότο
και πρώτο-πρώτο το φονιά που έχει στόμα και μιλιά
και αυτά που κάνει όπου περνά στοιχειώνουν κάθε τόπο·
μα εσύ είσαι απλό σα "γεια χαρά",
μ' άκουσες που σου τραγουδώ και ήρθες σαν ανάσα
τώρα που στήνονται γιορτές για σένα και για τις ευχές
που κουβαλάς μαζί σου και σβήνεις τ' άστρα
πνοή χαλάστρα, γκρεμίζεις κάστρα, πνίγεις φωνές
σκίζεις τους χάρτες που χώρισαν πελάγη από στεριές
και χτίσαν τείχη ανάμεσα σ' ευχή και τύχη.
Φτιάχνεις αντίδοτο , καμώνεις μια αλυσίδα από καρδιές
γίνεσαι χαλί, πάνω σου ο κόσμος να πατήσει.
Μαγιάτικο
Φέρνω, πλούσια δώρα σου φέρνω - σειρά μου - παίρνω
ανάσα του Μαγιού και το κεφάλι πισωγέρνω
στον ήλιο και τα μαλλιά μου έχουν θυμώσει που τα σέρνω
και κάθε χρόνο επιμένω στεφάνι λουλουδιασμένο,
πλεγμένο να τους φοράω.
Παραπατάω, γλεντάω, τραγούδια τραγουδάω.
Πάω με στολίδια και παιχνίδια απ' το καιρό,
στριφτά του αέρα δαχτυλίδια παίρνω φόρα και φυσώ.
Για μαύρη μπόρα δεν είναι ώρα,
έχει η άνοιξη χορό δυο μήνες τώρα.
Έφτιαξα νάμα από νερό, να ξεδιψάσω να χαρώ,
για να σε βρω, κι ας μη μπορώ, κίνησα γη και ουρανό·
να ρθω απ' το χάραμα. Πράγματα, αστράμματα
είδα στο δρόμο, χίλια τόσα μικροθαύματα.
Κατάματα με κοίταγε μελίσσι, γελούσε κι όλη η φύση
η λύση με κρασί, φιλί, μεθύσι.
Φοβόμουνα τ' αμίλητα της παγωνιάς μελλούμενα,
το Μάη μοιάζουν γνώριμα, παντότινά λαλούμενα
στο φως με λάφυρα, με της βροχής τ' αρπάγια
να σπείρει τη φωτιά με ξόρκια και μάγια.
Πλέξε ζωή ένα μαγιάτικο στεφάνι και δος μου
να το βάλω στο λαιμό του μπαγιάτικου αυτού κόσμου,
να σκεπάσω τη ντροπή και το αίμα με βάγια·
ξύπνα την άνοιξη με μάγια.
Γιόμισέ μου τη σελήνη, κάνε τ' άστρα ασκέρι,
στείλε μου λίγο αλμύρα να ποτίσω καλοκαίρι
σα μαχαίρι στη φωτιά τη λεχώνα,
να πυρώσω για να βγάλω το χειμώνα.
Δέντρο, έχει φυτρώσει ένα δέντρο στης γης το κέντρο
κι ανεβαίνουν απ' της ρίζας το νεύρο
ψίθυροι αλλόκοτοι, στίχοι αλλιώτικοι,
άνοιξη νιόφερτη, μοίρα μου κόκκινη.
Ξύπνα να πεις τα όνειρά σου.
Ξύπνα και κράτα κοντά σου
τα πιο όμορφα, τα μακρινά, με πείσμα και με δόλωμα,
το θόλωμα απ' τα αρώματα, της νιότης σου το φόρτωμα.
Απότομα σε ξύπνησα, το ξέρω·
να δεις που το στεφάνι μου δυο βόλτες θα το φέρω
στο κεφάλι, στημόνι ο νους, κι υφάδι του κόσμου η παραζάλη.
Ίσως μ'αγκάθια εγώ να πρέπει και πάλι
να το πλέξω, να ισορροπήσω εκεί έξω
ή με τρόπο να μαγέψω, τα μπαγιάτικα ν' αντέξω,
να σκεπάσω τη ντροπή και το αίμα με βάγια,
να γεμίσω στιγμές τη ψυχή τους την άδεια,
να δέσω μάγια απ' τη ζωή στη γη και δες!
Οι ευχές θα γίνουν μυρωδιές, κυριακάτικες φωνές
που γλυκαίνουν το λαιμό και τη καρδιά σου με γέλια
και μαγιάτικα στήνουν νυχτέρια.
Μαγικός αυλός
Χάλασες τον ύπνο μου με τις φωνές ντελάλη,
μα ξημερώνει μια γιορτή μεγάλη.
Χαλάλι, θα ντύσω τη μοναξιά μου
με της ντροπής την πράσινη τη φορεσιά μου.
Στα μαλλιά μου θα βάλω έναν ήλιο όπως όλοι,
κάθε φορά που γιορτάζει η πόλη,
σ' ανάμνηση ενός παλιού βασιλιά
θα κοιτάω γλυκά και δε θα βγάζω μιλιά.
Θα χαθώ στα σοκάκια, μη με πάρουν χαμπάρι
- ευτυχώς, έχει μεγάλο παζάρι.
Πρέπει να βρω να πάρω κάτι για την ψυχή μου,
αφού ντρεπόμουν και δεν την πήρα μαζί μου,
γιατί φοβάται τους στρατιώτες κι ανθρώπους μερικούς,
δε γνωρίζει πως πρέπει να μιλάει σ' αυλικούς.
Μην εκτεθώ σαν την προηγούμενη φορά και πάλι
που είχα έρθει στη γιορτή μ' ένα κόκκινο σάλι.
Θα 'χουν σκεπάσει οι σημαίες τον ουρανό
και στην πλατεία θα 'χουν βάλει ένα καλάθι γαλανό
και τον πράσινο μάγο σ' ένα σημείο ψηλό
να παίζει δυνατά με τον μαγικό αυλό.
Ποτισμένο χίλια λάθη
ένα φίδι στο καλάθι,
σφύρα του να βγει να μάθει
με τον μαγικό σου αυλό.
Κι αν κοντά σου θέλει να 'ρθει
που μυρίστηκε τα πάθη,
χάρισέ του ένα αγκάθι
να ψάχνει ουρανό
Όμως, φοβάμαι η γιορτή μη γίνει παρωδία,
ο μάγος παίζει αλλιώς μια παλιά μελωδία
κι έχει τρελάνει το φίδι που παράξενα σαλεύει,
δε χορεύει όπως παλιά, κάτι γυρεύει.
Ό,τι βλέπει, μοιάζει ίδιο, μ' αλλιώτικα μυρίζει?
σα να ψάχνει ουρανό κι όχι εκείνον που σφυρίζει.
Θα θυμώσει τον καινούργιο, τον πράσινο μάγο
που 'ναι φτιαγμένος από βρώμικο πάγο.
Θ' αλλάξουν χρώμα οι αυλικοί όπως το χώμα,
όταν κρατάει το νερό πάνω του ακόμα
και σαν αρχίσουν στη γιορτή μας τα λάθη,
θα μείνει μόνο στην πλατεία το καλάθι
με το φίδι να χορεύει ακόμα μοναχό του,
χωρίς ν' ακούει μουσική από τον αυλό του?
κι ευτυχώς ψυχή μου που δεν ήρθες μαζί μου,
τσάμπα ντύθηκα κι εγώ με τη ντροπή μου.
Μείναμε μόνοι με το φίδι τρελαμένο στο καλάθι,
τόσες φορές κι εγώ τα ίδια έχω πάθει.
Λέω να βάλω μια φωτιά για το καλό
και να κάψω τον μαγικό αυλό
Μην κλαις
Μη κλαις σιγοτραγούδα πρώτα,
μπροστά σ' αυτή τη βαριά, κλειδωμένη πόρτα.
Έχει χορτάσει από δάκρυα το πλατύ της πεζούλι,
έχει πιει αγάπες, στιγμές και μεδούλι.
Μικρούλι, μη χτυπας, δε θα σου ανοίξει ποτέ πια κανείς,
τι κι αν μπορείς, πάντα είναι αργά και νωρίς
να τους πεις τα μυστικά σου και τα δικά σου·
πάρε πινέλα, χρώματα, ζωγράφισέ τα φτερά σου
και πέτα πάνω από κάμπους μέσα σε κήπο κρυφό
σα περιστέρι ραμμένο στο ρούχο σα φυλαχτό,
φτιάξε στεφάνι στα μαλλιά κόκκινη ζίνια,
πίσω απ'τη πόρτα όλου του κόσμου να ξορκίσεις την ασκήμια.
Φτάσε εκεί που δε μπορείς ούτε στα όνειρά σου,
απ' τον αέρα πιάσου, τάξε τα δάκρυά σου
να μη βαρύνουνε ποτέ το πέταγμά σου
και χίλια γέλια σου σκόρπα στο πέρασμά σου
να φτάσουν σ' εκείνους που ταξιδεύουνε κοντά με σένα
κι εμένα - μια άκρη ασημένια για στέμμα
να 'χεις για ήλιο και φεγγάρι και παρέα.
Μη κλαις, πρώτη φορά και τελευταία.
Μη κλαις, αυτή η πόρτα δεν ανοίγει, αν τραγουδάς τα όνειρά σου.
Μη κλαις, πάντα ήμασταν λίγοι, άνοιξε τα φτερα σου.
Μη κλαις, πέτα σ' απέραντους κάμπους σαν να 'ναι η πρώτη φορά.
Μη κλαις, κι αν ανταμώσεις κάποιους, βάφτισέ τους ξανά..
Μη κλαις, μικρό μου, έχεις απάνω σου τους ήχους
και δες που έχεις τις λέξεις όλες και τους στίχους
για να φτιάξεις τραγούδι σα μπερδεμένο γλωσσοδέτη
στους πολλούς κι εσύ μονάχη μείνε, σκέτη.
Εδώ τριγύρω, έτσι κι αλλιώς, πάντα ήμασταν λίγοι
κι η φωνή μας ξανεμίζεται, μα πίσω καταλήγει
πάλι σ' έμας, γι' αυτό μη κλαις, βαφτισέ μας ξανά,
καινούρια ονόματα, καινούρια λόγια απλά
δώσε· άπλωσ' τα χέρια - ένα γεφύρι από φτερά -
πέρνα κι απέναντι, για λίγο πάτα στεριά.
Κι αν τελικά τη πόρτα ανοίξεις μ' όσα λες,
μη δουν μονάχα στα μάτια σου πως κλαις.
Ειν' η ζωή σα πριγκιπέσσα σε παλιό παραμύθι
που σας το λένε οι ηλίθιοι κουκί και ρεβύθι.
Γίνανε μύθοι οι ευτελείς, μη σας πείθει κανείς,
είσαι παιδί, έχεις γεννηθεί τα πιο όμορφά να χαρείς
από νωρίς σ' ανήκει ό,τι βρεις.
Γίνε τραγούδι πανέμορφο της γης.
Θα δεις ό,τι καλό μοιραστείς, καλό ταξίδι κάνει,
πάντα είναι δίπλα σου το δρόμο δε χάνει.
Ασ' τους να βιάζονται τόσο, αυτοί δε ξέρουνε πότε
ανατέλλει ο ήλιος και που πάει να χαθεί
ας τους να πνίγονται όλους σε πανάρχαιους ρόλους
και ο θεός τους για πάρτη τους έχει αγχωθεί,
γι'αυτό εσύ σιγά-σιγά
το πρώτο βήμα που θα κάνεις μπροστά κι αργά
είναι η αρχή για ένα ταξίδι σε κόσμο ολάνοιχτο,
κράτα το βλέμμα σου μπροστά κι ασάλευτο.
Κι όταν μυρίσεις γιασεμιά και μενεξέδες
θα 'ναι τα νιάτα σου δρομάκι σε μπαξέδες
κι έτσι το δάκρυ σου το καταχωνιασμένο
θ' ανήκει πια στο κόσμο αυτό τον κουρασμένο.
Ναι
Ναι κοιτάω ψηλά στον ουρανό
απλώνω το χέρι μου και παίρνω από κει
ένα σύννεφο γκρίζο με λίγο γαλανό
για να φτιάξω τη δικιά μου φυλακή
πλάθω τα όνειρα που μαζί θα πάρω
με λίγο χώμα που πιάνω από τη γη
κρατάω δροσιά κι αέρα για να τρατάρω
τον πόνο και τον φόβο με φυγή
μα δεν μπορώ είναι τα μάτια μου θολά
δε βλέπω καθόλου μέσα κει
Ναι κι αυτά που μίσησα πολλά
μέσα στη δικιά μου φυλακή
Ναι ψυχή μου απλώθηκες πολύ
και πήρες αγκαλιά όσα σου έμοιαζαν καλά
ήπιες χαρά την έφτυσες χολή
τρόμαξες για λίγο και φέρθηκες δειλά
ζηλέψαμε κι οι δυο τις στάλες της βροχής
πέσαμε χαμηλά - κυλήσαμε παντού
στην καταιγίδα διάλεξες μονάχη να κρυφτείς
φόρεσες τα γκρίζα να μοιάζεις τ' ουρανού
μα δεν μπορώ ακόμα όλα είναι θολά
νοιώθω ότι πεθαίνουμε κι οι δυο μας μέσα κει
Ναι κι όσα μισήσαμε ξανά
ζούνε στη δικιά μας φυλακή
Ξεδιαλύνει το τοπίο
Τώρα που τ' όνειρο απέκτησε καρδιά
και στη ψυχή μας απάνω μπουσουλάει,
πάει από μόνο του δίπλα στη φωτιά,
την αγκαλιάζει και παράξενα μιλάει.
Ζητά απ'τη σκύλα τη ζωή να το βυζάξει,
να το ποτίσει και με ζέστη και με κρύο,
μέχρι όρθιο να σταθεί και να φωνάξει,
επιτέλους, ξεδιαλύνει το τοπίο.
Ξέχνα τους
Τα ξέρω όλα απ' έξω κι ανακατωτά.
Δε νυχτώθηκα στο δάσος τελικά.
Θυμάται ο νους, θυμάται και το σώμα,
σα τον ήλιο που επιστρέφει κάθε τόσο στο γιόμα.
Δρόμο παίρνω και δρόμο αφήνω - τι δίλημμα.
Βρίσκω σημάδια στον αέρα στα πάντα.
Ακούω τ' όνειρό τους και της σκιάς το κρυφομίλημα·
μόνο οι φωνές τους σα νεκρική μπαλάντα
ξεμείνανε, στο χώμα φτύσανε ν' αγιάσουν όσα γίνανε,
στον ώμο στίγμα πήρανε και φύγανε.
Περάσαν σύνορα και των στοιχειών τις τρικυμίες,
τη μοναξιά των άγριων πουλιών κι απουσίες
μετράω, νυχοπατάω στον ύπνο τους τον πράο,
πουλάω τρέλα κι οργή τεμπέλα κρατάω
για πάρτη μου, δε 'μολογάω τ' άχτι μου,
γι' ασπίδα έχω τ' αγκάθι μου - μη στα πολυλογάω.
Ξεχνάω - δε πιάνει αλλιώς η ευχή κι αγάπη.
Κρατάω μια ανάσα, σπάω τη μνήμη σα κανάτι
και βρίσκω μέσα μια στιγμή, την τώρινη,
γεμάτη πίκρα, γεμάτη γλύκα και ζωή.
Ξέχνα τους φτύνουν εκεί που τρώγανε.
Ξέχνα τους αυτούς κι όσα καμώσανε.
Ξέχνα τους ο ήλιος κάνει τη γύρα του.
Ξέχνα τους όπου δειλός κι η μοίρα του.
Δεν είναι ανάγκη να μου πείτε ξαφνικά
πως φύγαν κι άλλοι, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Ούτε και θέλω να ρωτάς, τη σκέψη σου να σπαταλάς,
μ' αχάριστες αλήθειες να μιλάς·
να χρίζεις ημίθεους μ' αλλόκοτους ψίθυρους
κι εγώ να πρέπει να κρατάω τόνους ήπιους
στο λόγο μου - κι ο πόνος μου
Αν μιζεριάσει, θα μασήσει απ' το χρόνο μου.
ʼστους μονάχα να γυρνούν σα τα φαντάσματα
μες στα τραγούδια που και που του στίχου προσανάμματα.
Δε τα μπορώ τα δράματα, όταν σκαρώνω πράγματα
- νερωμένα δάκρυα. Τζιβαέρια και μαλάματα
σου γράφω· κι όταν τα ζω, όλα τ' αλλιώτικα ξεχνώ.
Κι ακόμα σ' ευχαριστώ για όσα δεν άκουσα εδώ.
Δεν είναι τίποτα καινούριο ούτε και παντοτινό,
γι' αυτό ξέχνα τους στο ανέξοδο κενό.
Ξέχνα τους, κρυφοχαιρέτα τους,
σ' ακούνε και σε βλέπουν, σιγοτραγούδησέ τους·
και συ, βουή, το μήνυμα ταξιδεψέ τους....
"Αυτό που ήξερες, μάθε πως δεν είσαι,
με τ' όνομά σου κανείς δε σε φωνάζει.
Τίνος το πρόσωπο φοράς Κοίτα πως είσαι.
Μες στον καθρέφτη κάποιος σε κοιτάζει.
Δεν είσαι αυτός που θα σου πω, σ' έχω ξεχάσει.
Δεν ήσουν άλλοτε εδώ, λάθος θυμάσαι.
Ήδη ο χρόνος που ζητάς έχει περάσει·
σ' έχω ξεχάσει, μα εσύ ακόμα φοβάσαι."
Ο κόσμος σαν γαμπρός
Από καιρούς κι από πολλούς σοφούς, που ακόμα λένε τώρα,
είχε ακουστεί πως έρχεται τάδε ημέρα κι ώρα
κάτι από πέρα και μακριά, κάτι τρανό κι ωραίο·
μάλλον θα εννοούσανε τον κόσμο μας το νέο.
Και κλαίω - απ' τη χαρά μου κλαίω.
Αν ζήσω τούτη τη στιγμή, όσα τραγούδια λέω
να γίνουν κόκκινο χαλί στο κόσμο τούτο που θα 'ρθεί,
η πανικόβλητη εποχή τη γλώσσα της να καταπιεί
κι η γη που γέρασε πολύ κι ώρα της είν' να πέσει.
Σώπα θα φέρει ο κόσμος νέα γη πεσκέσι,
που θα 'χει όλα τα προικιά καινούρια του κουτιού,
μα ο νοικοκύρης θα βαρά τη πόρτα του κουφού.
Δε πέφτει λόγος κανενός που ο κόσμος ντύθηκε γαμπρός
να 'ρθεί να σπείρει κι από πίσω κι από μπρος,
να αλωνίσει, να λιχνίσει σύμπαντα να κατακτήσει,
από τη Δύση να μας βγεί σ'Ανατολή να πάει να δύσει.
Κι η βρύση με τα δάκρυα παρακαλώ να κλείσει.
Σε λίγο θα κεράσουνε όνειρα, ψέμα, μίση.
Επίσημη η γουλιά, μα στο λαιμό μου 'χει καθήσει·
ο αρραβώνας έγινε, μα η νύφη έχει μεθύσει.
Ο καινούριος γαμπρός, όμορφος κόσμος, παστρικός,
γλίστρυσε στο λάκκο που του άνοιγε ο παλιός.
Βάλαν φωνή οι πεθεροί και λόγια παπαρδέλα.
Σπόρος - σαπίλα και καρπός προλάβαν, γίναν ένα·
στάχτη η φωτιά, σκουλήκι το μετάξι.
Κλείσε μάτια και μυαλό, ο κόσμος δε θα υπάρξει.
Του χτίσανε χιλίοχρονο μαρμάρινο κιβούρι,
σημαία να τον κάνουνε για να τους φέρνει γούρι
στο αχούρι του νου τους· καλούπι τους πλούτους
στριφώσαν στο μπατζάκι του παλιού παντελονιού τους
κι αρνούνται να σβήσουν, όπως να 'ναι θα ζήσουν,
τη καρδιά τους λιγάκι δε μπορούν να κουνήσουν.
Μα η φλυαρία χωρία ουσία φτάνει ως εδώ.
Είναι ένας κόσμος εκεί έξω, και γι' αυτόν τραγούδώ.
Δεν είναι ο επόμενος ούτε παλιός, και όλο γυρίζει,
χρόνια τ' ατέλειωτο ανηφόρι ανηφορίζει.
Όμορφα
Τι όμορφα λες τι όμορφα κάνεις τι όμορφα πας να με ξεκάνεις,
πιάνεις τα πόστα όλα κι όμορφα σκάβεις
το λάκκο μου και για κοστούμι μέτρα πάρε μου,
ράφτο μου στενό και τα μανίκια χιαστί στην πλάτη πιάστε μου,
σαν τον τρελό της γειτονιάς να μοιάζω,
αλλά από μέσα μου να τα μαζεύω όλα και να βράζω
για ώρα, και όσα όμορφα μου έταζες για δώρα
κουλουβάχατα τα σπρώχνω με φόρα στο γκρεμό.
Ενώ εγώ θα πάω απ’ τ’ απέναντι το ρέμα
που είναι πιο όμορφα και το ‘χει ο ήλιος γέρμα,
ο ‘χουνε τα πουλιά φωλιά και τα λουλούδια ρίζα
και τα κουρέλια που ραπάρουνε ακόμα το ’χουν βίζα,
και μπαινοβγαίνουνε στα μέρη που δε σου μοιάζουν όμορφα,
αλλά βαριά, ιδιόμορφα,
μα εμείς τα ξέρουμε τα ζούμε,
κι απ’ όσα όμορφα λες, τίποτα δεν ακούμε.
Τι όμορφα κλείνεις το στόμα σου κι όλο μιζεριάζεις.
Αλήθεια, τι όμορφες αρλούμπες μου αραδιάζεις
και μοιάζεις μ’ ανεμοδούρα, αφού δε ξες τι θες.
Τι όμορφα που μιξογελάς και χασκοκλαίς
και πεταρίζεις στα κρυφά εδώ κι εκεί σα μέλισσα
στα πεταχτά σαν κουτσομπόλα γειτόνισσα χασομέρισσα,
γλωσσού – ή όμορφο λουλουδικό χωρίς το μίσχο
κι όνειρο που απόμεινε σαν πρόκα σ’ άδειο τοίχο.
Βήχω και ξεροβήχω, σου χαλώ τον ύπνο,
και θαρρείς πως απλά σου ’κατσε βαρύ το δείπνο.
Μα όταν κάποτε ξυπνάς, σκορπάς εσύ κι άλλοι στα πάντα
σαν τα ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα.
Παρακάλα, όμως, καημένε να πάθουν κάτι οι μούσες
οι δικές σου, οι φλύαρες και χαμηλοβλεπούσες
κι ύστερα τρέχα μακριά κι από τα δήθεν όμορφά σου
που μες στη σούρα και τη νύστα σου βρεθήκανε μπροστά σου.
Ό,τι διαλέξεις να ζεις, κράτα το έστω πιστά.
Στάσου μακριά από μένα και προσεκτικά,
γιατί εμείς ό – μορ – φα
θα την περνάμε εδώ που αράξαμε και θα γερνάμε όμορφα.
Όμορφα, εμείς περάσαμε.
Όμορφα, εδώ που αράξαμε.
Όμορφα, και θα γεράσουμε.
Όμορφα, εμείς περάσαμε κι αράξαμε
και θα γερνάμε όμορφα
Όπως θες
Ράβε, κόβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει·
φάε, πιες και πλήρωνε του ρολογιού σου οι χτύποι
δε σώνονται, χρεώνονται, μη σκας και μην αγχώνεσαι.
Να βρεις την άκρη στη ζωή, η μέση σου θα πόνεσε.
Χώρεσε - τι δε χώρεσε - φόρεσε, έξω το 'ριξε,
φόβος ήτανε, πέρασε, τα καλοβόλεψε
κουτσά στραβά κι ανάποδα, αγχωτικά κι αδιάκοπα
έδεσες κόμπο άσκοπα, ασήμαντα κι ανάθεμα.
Μάθημα πρώτο, το αφόρητο χνότο
ράβεις με χοντρη κλωστή και χιαστί τσιρότο.
Τρέφεις μ'αίμα και κόπο τσιμπούρι στον κόρφο,
στ' απόνερα πνίγεις το κρυφόνειρο το νόθο.
Και νιώθω τη ντροπή σου, το τρακ στη φωνή σου.
Με το ένα, με το δύο, με το τρία δική σου
η σκηνή και το έργο, αρχή, μέση και τέλος,
στο άψε σβήσε ζήσε, γέρνα και τέλος.
Αν τις σκιες ζηλεύεις που είναι δέκα οριές,
στάσου μακριά από μένα και πήγαινε όπου θες.
Αν τις ανάσες κλέβεις κι αλλού βάζεις φωτιές,
μείνε με τα κλεμμένα και πέθανε όπως θες.
Συγχώρα και τη γνώμη μου, άκου καλά και σώνει μου,
θα κάψει η φλόγα τα φτερά της ομορφιάς παγόνι μου,
αν τη σκια ζηλεύεις που έχει οχτώ ζωές
και φτάνει στο κεφάλι μου ίσαμε δέκα οριές.
Αχνίζει η στάχτη, το πικρό μου το στόμα,
τόσα χρόνια σου πήρε, δε μ' έχεις μάθει ακόμα.
Απ' το 'να στ' άλλο λημέρι με το σταυρό σου στο χέρι,
αθώο περιστέρι· ποιος στ' αλήθεια να ξέρει
Τρέμεις μη παραπέσει λάθος πράξη και λέξη
και δε σπέρνεις ποτέ σου μήπως τάχα δε βρέξει.
Ζηλεύεις το φως που ποτέ δε ρωτάει,
αυθαίρετα σ' αγγίζει και τον ίσκιο σου μετράει.
Θέλεις πάση θυσία κάτι μεγάλο να γίνεις.
Κλέβεις ανάσες και σε βάζο τις κλείνεις.
Συμπεθεριάζεις με τη μοίρα, τρώς και κουφέτα,
το μυαλό σου το ρηχό βυθομετράω με φουρκέτα.
Τα όνειρά σου υφαίνει μια αράχνη πρωτάρα,
τα κλεμένα σου βάζεις σα μυρμήγκι στη μπάντα.
Όλο λόγια - λόγια λες, κι όλο τίποτα δε λες.
Στάσου μακριά από μένα, πήγαινε όπου θες, όπως θες.
Πάει κι αυτό
Έφτασες κιόλας, πάει κι αυτό το ταξίδι?
πάρε μια ανάσα, σε λίγο κι άλλο αρχίζει.
Και είναι αυτό που θα φέρει και τ' άλλα
και είν' αυτό που θα είναι όλα τ' άλλα?
αυτό που μοιάζει αιτία και πλήρωση,
φτάσιμο, φυγή ή προσποίηση?
αυτό που θα σε βγάλει απ' το δρόμο σου
ή θα σε κλείσει για πάντα στον κόσμο σου.
Μα πριν χαράξεις στο χάρτη το πέρασμα,
βάλε σημάδι, πέρνα απ'της άκρης το Πέραμα,
πιάσε το χώμα και το μαύρο το σύννεφο,
κράτα σφιχτά στη παλάμη το σίδερο
και ψάξε πίσω σου και μέσα σου και πέρα,
είν' η ψυχή σου που διψάει για αέρα.
Κλείδωσε τα χέρια σου απάνω κι ένα δάκρυ,
όποια κι αν είναι αυτή η ασημένια άκρη.
Πάντα κάτι θα υπάρχει
Πάντα θα υπάρχει μια νυχτιά
που θα σ' έχει δει να κλαις
Πάντα θα υπάρχει μια ματιά
να σου θυμίζει ότι φταις
Πάντα θα υπάρχει η σιωπή
μετά απ' του πόνου τις κραυγές
Πάντα θα υπάρχει η ντροπή
και στις ζεστές τις αγκαλιές
Πάντα κάτι θα υπάρχει
για να υπάρχεις κι εσύ κι εγώ
Πάντα κάτι θα υπάρχει
Πέρασμα
Βαριά μου τύχανε και θρέφτηκα μ' άρρωστο μπόλι,
έφαγα κλάδεμα στης άνοιξης την πρώτη σκόλη,
έγυρα βάρυνα κατάρες και ευχές σωρό
σα μυρμηγκιά γητεμένη μ' αίμα από νεφρό.
Τα όνειρα τέλειωναν πριν τα παραμίλητά μου
και ό,τι σκότωνα, μεγάλωνε κοντά μου.
Τα όμορφα που είπα απλά τα φαντάστηκα
κι αυτά που είδα δυστυχώς τα μοιράστηκα.
Ψέμα που ζήλεψε να ζήσει στην αλήθεια πλάι.
Αυτή να αισθάνεται και εκείνο μόνο να μιλάει,
για όλα τ' ανύπαρκτα, τα πλουσιογερασμένα·
άστα είναι αθάνατα, μα άσε και μένα.
Άσε με μένα, να μ' αρνηθώ.
Άσε με μένα κι ίσως μπορεί να γεννηθώ.
Βαριά μου τύχανε, έφταιξες ψεύτη,
βαριά μου τύχανε σε χρόνο κλέφτη.
Πετρανάσα
Πετρανάσα μέσα από ρίζες και βάσανα
πρωτοταξίδεψες και ’γω μαζί σου ανάσανα
στίχους και ήχους ποτάμια και γητέματα,
κι άρχισες να μου τραγουδάς, αλλά στα ψέματα,
όπως αρέσει σε παιδιά να λένε τις αλήθειες τους,
μου έφτιαξες κόμπους μυστικά και μου ‘πες λύσε τους,
με μια ανάσα ή και πιο γρήγορα είπες,
πριν την αυγή ρώτα τη γη έτσι στ’ αυτί μου είπες.
Γιατί όταν τα χώματα μουγκρίζουν τα νερά σωπαίνουνε,
σε φοβερίζουν το ίδιο, σε τραβούν σε σέρνουνε,
στα τρίσβαθα υπόγεια, στις χρονορωγμές
που ανοίγουνε σε χίλια ανθρώπινα χρόνια λίγες δικές σου στιγμές,
Πετρανάσα, σώμα αόρατο,
απάνω το ένα στ’ άλλο σωρό βουβό κι αμπόρετο
θαύμα, σεισμός με πάταγο,
και στεναγμού χάδι πανάλαφρο κι αβάσταγο.
Πετρανάσα – απ’ τις ρωγμές και τα βάσανα,
έφερες μνήμες κι εγώ μαζί σου ανάσανα,
έγινες ρίμες, ευχές κι ανάθεμα,
στου ουρανού και της γης το πάντρεμα.
Πετρανάσα, κράμα ατόφιο και διάφανο,
ανάσα μ’ άρωμα πεύκο και λάβδανο,
θαμμένο βάλσαμο σε σπρώχνουν φλόγες κλέφτρες
να βγεις στο φως να ξεκουνάς τις πέτρες
απ’ τα θεμέλια να ξυπνάς με χωματένια γέλια,
των δέντρων τις σκιές στου ποταμού τα ρέλια,
τα νερά που σέρνονται σα φίδια,
τα βράχια που αρπαχτήκανε απ’ του γκρεμού τα φρύδια·
κάθε τόσο από ψηλά τους ξεγλιστράν χαλίκια
που αναστατώνουν πέφτοντας και του βυθού τα φύκια.
Και του ανέμου ο γιος ο ζέφυρος, σου δόθηκε καπάρο,
κάθε φορά που ακούγεσαι να τρίζει η γη σαν κάρο.
Πετρανάσα, ξάγρυπνη ανάσα και θυμητικό μου
μετράς χτυπήματα, στοιχειώνεις το ρυθμό μου,
ψιθυρίζεις μυστικά, στίχους και ανάθεμα,
ξαναχώνεσαι στης ρίζας το βάθεμα.
Χίλια ανθρώπινα χρόνια ή δέκα αιώνες κουρέλια.
Ήλιος σ’ απάτητα χιόνια και στοιχειωμένα θεμέλια.
Άκου τα γέλια τα πνιχτά, τα χωματένια,
ψάχνουν εσένα σε κράματα μαλαματένια
Κι εσύ σωριάζεις του φόβου μας τ’ αφόρετα,
καλοταιριάζεις τα κουρασμένα με τ’ αμπόρετα
Πετρανάσα, σώμα αόρατο,
μυστικό μέσα μου εξόριστο.
Πριν να χαθώ
Βαρέθηκα πια δε θα σε ξαναρωτήσω
δικαιολογίες φτηνές δε θα σ' αφήσω
να μου δώσεις κι ούτε ευκαιρία να με πληγώσεις
Μπορεί να ήρθε η στιγμή να τα πληρώσεις
Αλήθεια λέω αποφάσισα να φύγω να χαθώ
κι ας πάω στο διάολο μπορεί να λυτρωθώ
μακριά από σένα κι όπου θέλει η ζωή μου ας με πάει
γιατί ούτε 'κείνη ρε δε μ' αγαπάει
Μα δε με νοιάζει για μένα απόψε έξω βρέχει
για την ψυχή μου που άλλο ψέμα δεν αντέχει
Κι όπως σε βρήκα έτσι σ' αφήνω το ίδιο βλάκα
μ' αυτή τη φορά δεν κάνω πλάκα
Όταν ξυπνήσεις θα σου λείπει πια το θύμα
χωρίς σκλάβο ο αφέντης πω-πω κρίμα
Τι θ' απογίνει πού θα ξεσπάσει τι θα βρίζει
τώρα στον κόσμο του μονάχος θα γυρίζει
Δε μου βγαίνει ούτε ένα δάκρυ
πάλι λίγο πριν χαθώ
Γι' αυτό κράτα μια μου ανάσα
να την έχεις φυλαχτό
Κι έχεις ανάγκη αυτό το φυλαχτό από μένα
να σου θυμίζει όσα πήγανε χαμένα
να σου μυρίζει η μοναξιά όπου και να 'σαι
ν' ακούς λυγμούς στο μαξιλάρι όταν κοιμάσαι
να σε φυλάει απ' τον κακό σου εαυτό
ναι, το πιο καλό είναι αυτό
να σε κάνει να λυπάσαι για όσα νόμιζες ωραία
να χορεύουνε οι τύψεις με τις σκέψεις σου παρέα
Μου φτάνει να θυμάσαι όσα είχες πει
το τελευταίο δώρο από μένα η ντροπή
και μια σταγόνα μες στα χέρια σου απ' τη βροχή
μπορεί να 'ναι κατάρα μπορεί και να 'ναι ευχή
Εσύ θα διαλέξεις μονάχος σου θα κρίνεις
αν θα καταπιείς το δηλητήριο που φτύνεις
Κι αν σου ταιριάζει να θέλει αφέντη η εποχή
κάτσε και άκου τη βροχή
Θα σου κλείσω μες στα χέρια
μια σταγόνα απ' τη βροχή
Φύλαξέ τη μπορεί να 'ναι
μια κατάρα και μια ευχή
Πρωινό στη Βαγδάτη
O ήλιος ψήλωσε πάλι με τεμπελιά και ραχάτι,
μα πιο νωρίς ξυπνάει πάντα για πρωινό στη Βαγδάτη
η Γκουλσομά, δεκάξι στα δεκαεφτά παιδί,
γυναίκα κι αδερφή, κορίτσι, μ’ ένα μαγικό ραβδί
που βρίσκει τρόπο κάθε πρωί ξυπνά γελώντας,
κάνει ντους σ’ ένα λουτρό με αίμα τραγουδώντας.
Τρώει νιφάδες δημητριακών κρυμμένη στη σκάλα
και θραύσματα από βόμβα βουτηγμένα στο γάλα.
Σε γκρίζο σπίτι χτισμένο με τσιμεντόλιθους
και δέκα τρύπες απ’ της ηθικής – Αμερικής – ογκόλιθους
που ’πέσαν στη σκεπή και ’ριξαν φως,
κι έτσι την Γκουλσομά προσέχει τώρα πιο καλά ο θεός,
γιατί τη βλέπει και μετρά κάθε πρωί τις προσευχές της,
όπως σήμερα που έκανε δυο με τον καφέ της,
και μια βλαστήμησε φορά, όπως σ’ τα λέω και στα γράφω,
κι ύστερα έφυγε να πάει στης αδερφής της τον τάφο.
Πάει και τη βλέπει το πρωί κάθε μέρα σχεδόν,
γυρνώντας παίρνει εφημερίδα Ιρακινή σε ευρωπαϊκή βερσιόν,
έπειτα κρύβεται ξανά κάτω απ’ τη σκάλα,
και διαβάζει για τα πλάνα της Ε.Ο.Κ τα μεγάλα,
για τις τοξίνες στο γάλα, τον καιρό στο Λονδίνο,
για της ειρήνης τις κουβέντες στο Δουβλίνο,
για ενός πρωθυπουργού το ροζ παρελθόν,
για τον γαλάζιο πρίγκιπα Τσαρλς και της Καμίλας το κραγιόν,
για την πολιτική και τι θα φορεθεί το καλοκαίρι,
συνταγή – γαλλική – “τι να φάει το μεσημέρι”.
Αλλά δε διάβασε γιατί η “Αλεπού της ερήμου”
σκοτώνει πια εν λευκώ με σφραγίδα επισήμου.
Κι ούτε κατάλαβε γιατί κανείς στη γερασμένη Ευρώπη,
δε γράφει λέξη για της αδερφής της τη νιότη.
Όσο κι αν διάβασε, δε βρήκε πουθενά κάτι,
για όσα συμβαίνουν αλήθεια τα πρωινά στη Βαγδάτη.
Η Γκουλσομά έχει αυτιά φτιαγμένα ειδικά
να πιάνει ήχους στον αέρα και εγκαίρως να ξυπνά,
να αποφεύγει δεξόζερβα τις σφαίρες,
για πρωινή γυμναστική όλες τις μέρες.
Είναι πολύ προσεκτική σε κάθε βήμα,
μην πάει για ψώνια και τη βρει στο κεφάλι κάνα βλήμα.
Έχουν γεράσει σε μια νύχτα τα χέρια της,
πάνε δυο χρόνια τώρα που δε βλέπει τον πατέρα της.
Θα ‘θελε να ‘τανε μαζί του στα βουνά κρυμμένη,
κι όχι στη σκάλα με το μπολ του πρωινού να περιμένει.
Θα ‘θελε έστω μια φορά να πάει στην Ευρώπη,
να δει και μόνη της πως ζούνε οι ευγενείς ανθρώποι,
Θα ‘θελε τ’ αύριο να μη μυρίζει ξινισμένο γάλα,
να μη πέφτουνε βόμβες σα της βροχής την ψιχάλα.
Μα πιο πολύ, αύριο θέλει της καρδιάς της οι χτύποι
να ’ναι ακόμα εκεί, κι ό,τι άλλο λείπει ας λείπει.
Σάββατο και Κυριακή
Δευτέρα – τσαγκαροδευτέρα
Τρίτη - μου το βγάλαν απ’ τη μύτη
Τετάρτη - τ’ αφεντικό μ’ έχει στο μάτι
Πέμπτη και Παρασκευή - θα μου καεί η συσκευή
όμως τώρα δώσε …
Σάββατο και Κυριακή, στη χώρα του μαλάκα γουστάρουμε όλοι.
Σάββατο και Κυριακή γεμίζουν οι κερκίδες γιορτή και σκόλη.
Σάββατο και Κυριακή, τα trendy μας τα νιάτα τα μαστουρωμένα. Σάββατο και Κυριακή, αγωνίζονται για του ραγιά τα κεκτημένα.
Viva – Revolution!
Είναι η μέρα που κουρεύουμε λιγάκι το γκαζόν
και στη διαπασών γυρνάνε οι κάγκουρες στους δρόμους
ν’ αντισταθούν στους άδικους τους νόμους.
Ήρθε η μέρα που ξεσκάμε με το αζημίωτο,
φροντίζουμε το νόημα να μείνει αναλλοίωτο.
Σε πολύχρωμα χωριά με σινεμάδες,
προβληματίζονται ζευγάρια, πιτσιρίκια και μανάδες,
για το μέλλον κι έχουν μότο “όταν ξεδίνεις,
κάνε κατάληψη σε λούνα παρκ αδρεναλίνης,
κάντο με μέθοδο κι αργά, μη το πας φιρί φιρί,
- σαν κουραστείς πιες κι ένα ούζο στου Ψυρρή”.
Ή κάνε αντίσταση μεσ’ τα λαδάδικα,
“stop the war” απ’ τα χοροπηδάδικα.
Αδέρφια μας, εργάτες ενωθείτε!
μεσ’ τα σκυλάδικα καλά ταμπουρωθείτε
κι ίσως κάποια Κυριακή συννεφιασμένη
να ψηφίσουμε αλλαγή όλοι οι αδικημένοι,
να φωνάξουμε “Mπάτσοι, γουρούνια, έξω από τη Μύκονο”
- Σκάστο ρε συ, τώρα έχει ημίχρονο.
Σαββατοκύριακο στη χώρα που εξάγει μπάζα.
Πολιτισμός - tabula rasa.
Χωρίς προσχήματα στου Παλαμά τη γενέτειρα
ναυτάκια από το Ρούσβελτ πηδούν κρυφά στη Κέρκυρα,
και χουλιγκάνια πωρωμένα, προεδροταϊσμένα,
μετά απ’ τα ντου κλαίνε μπαταρισμένα.
Δουλοπάροικοι άντε ξετινάξτε τις κάρτες σας,
τα κρίματά μας πάρτε όλοι στις πλάτες σας.
Αγιάστε μας με λιβάνια σα σκηνώματα,
μήπως σώσετε τα αμαρτωλά μας σώματα,
σα κι εκείνους που πεθάνανε γι’ αυτή τη χώρα τη ρημάδα,
για ν’ αρμέγουν τα παιδιά σας την Κλάρα τη γελάδα,
Ή να λιώνουν στα internet café.
Τι ωραία που στολίζουνε το κυριακάτικο μπουφέ!
Κόλακες διπλοτάκουνοι απ’ τις φιδοφωλιές
σου πουλάν μ’ άτοκες δόσεις αγκαλιές.
Κι εσύ άλλο που δε θες τα πας αμάσητα,
και από τις ονειρώξεις σου μαζεύεις τα παράσιτα,
φαντασιώνεσαι την δημοκρατία νοσοκόμα
που το θερμόμετρο σου βάζει γλυκά στο στόμα.
Μικρέ μου γείτονα, καλοζωισμένε,
η Δευτέρα είναι ο εφιάλτης σου καημένε,
γι’ αυτό απόψε οι δευτεράτζες σου λένε τις ειδήσεις,
να μοιάζει happy end κι όμορφα να ξυπνήσεις.
Σαν δάκρυα
- Απ' τις σταγόνες της βροχής που χτυπάνε
πάνω στο τζάμι και σαν δάκρυα κυλάνε
σαν μια που χρόνια κρατάω μέσα μου εικόνα
ερωτευμένη είμαι ακόμα με ένα γκρίζο χειμώνα.
Κι η σκέψη μου σε σένα πάλι τώρα τρέχει
κι η καρδιά μου άλλο μόνη να 'ναι δεν αντέχει
και μια θλιμμένη μελωδία απ' της βροχής τους ήχους
να μου θυμίζει ξανά παλιούς σου στίχους.
- Κάθε σταγόνα ένα χαμένο όνειρό μου
κι όλα τα σύννεφα ξανά στο μυαλό μου
κι ενώ μιλάω στο Θεό μια ευχή μόνο κάνω
να κλαιει ο ουρανός για μένα σαν πεθάνω.
- Και έκλαιγε μαζί σου τότε ο ουρανός
γιατί είχε ακούσει βλέπεις της ευχή σου ο θεός
και σαν δάκρυα γεμάτα από πόνο
το ταξίδι της βροχής μοιάζει μέσα στο χρόνο.
Κι ενώ τα πάντα σκεπάζει εγώ πονάω
δε σκέφτομαι τίποτα απλώς τραγουδάω
ψάχνω για σένα κάπου εκεί στη βροχή
και αναρωτιέμαι γιατί αυτή η ευχή.
Και αλήθεια σ' άκουσε ο Θεός
και έκλαψε ο ουρανός
και αναρωτιέμαι στη βροχή,
γιατί αυτή η ευχή.
- Και όλη η ζωή σου έμοιαζε με τη βροχή
και κάθε όνειρο χαμένο ζούσε μέσα στην ευχή
γι' αυτό τα δάκρυα κυλάνε του ουρανού
κι είναι σα να ακούω τη φωνή σου από παντού.
Και σφίγγω τα μάτια μου να μη δακρύσω
κοιτάω ψηλά και δε θέλω να μιλήσω
σ' όλους εκείνους που στα μάτια με κοιτάνε
σιωπηλοί κι ανήμποροι, δήθεν πονάνε
που δεν μπορούν να σε νοιώσουν στη βροχή
δεν τους αφήνει για άλλη μια φορά η ντροπή,
μα εγώ το ακούω το τραγούδι σου στα σύννεφα ψηλά
κι αλήθεια νιώθω πιο καλά.
Όταν ξέρω ότι για μένα τραγουδάς
και θα 'ναι σίγουρα σα να με φιλάς
κάθε φορά που θα κλαιει ο ουρανός
θα θυμάται την ευχή σου ο θεός.
Και αλήθεια σ' άκουσε ο Θεός
και έκλαψε ο ουρανός
και αναρωτιέμαι στη βροχή,
γιατί αυτή η ευχή.
Σε ποιο κόσμο γυρνάς
Είναι ο κόσμος μου μεγάλος κι ελάχιστος
χωράει μυριάδες, μα εγώ δεν μπορώ
κι είν' της φωτιάς μου ο όρκος- σου λέω- εκείνος ο αλάθευτος
που με ξεβγάζει απ' τον υπόλοιπο σωρό.
Φοβάμαι, όμως, που μόνο και πάλι τώρα μ' αφήνει
και γι' αυτό ψάχνω γνωστή, ζεστή συντροφιά
μακάρι να 'ρθει κι ας φέρει και παράταιρη οδύνη,
μαύρο όνειρο φόντο πίσω απ' ωραία νυχτιά.
Λοιπόν, τα λόγια μου τα πριν και τα επόμενα,
θα τα φτιάξω- μια φορά στο λέω ακόμα- ζωή,
μα θα κρυφτώ, μήπως γλιτώσω ξανά απ' τα γραφόμενα
που μου τα κέρασε η μοίρα ευχή.
Σε ποιο παράξενο κόσμο γυρνάς,
σε ποιο στοιχειό αντίκρυ θεριεύεις,
για ποια ντροπή στα κρυφά τραγουδάς,
ποιο φόβο πάλι με αγάπη παντρεύεις.
Τα λόγια εκείνα που με φέρανε στο δρόμο σου,
τα φυλάω στην πιο κρυφή του μυαλού μου γωνιά.
Μην ξεμακραίνεις, μου 'χες δώσει το λόγο σου
κι αν θυμάσαι είναι το ψέμα κακοσημαδιά.
Όπως κάποιοι που λένε τόσο απλή τη ζωή
και σπαταλάνε γι' αυτήν τα πιο τρελά όνειρά τους,
τη σκορπάω εγώ στης φωτιάς τη φυλή
και χαλάλι αν χαθώ και σε αδιάβατους βάλτους.
Πες μου ποιο κόσμο (-βρήκα ένα κόσμο-).
Πες μου ποια αγάπη (-μια μεγάλη αγάπη-).
Πες μου ποιο φόβο, ποια ντροπή (-στα κρυφά τραγουδάω-).
Ποιον εφιάλτη (-γυρεύω να 'ρθει-).
Ποια όμορφη νύχτα (-μια σαν κι αυτή-).
Ποια λόγια, ποια άχρηστη ευχή (-πάνω μου πάλι μαζεύω-).
Ποιον εφιάλτη ικετεύεις να 'ρθει
και ποια πανέμορφη νύχτα ζηλεύεις·
σε ποια κρύβεσαι άχρηστη ευχή,
ποια λόγια πάνω σου πάλι μαζεύεις.
Σε ποιο παράξενο κόσμο πάλι μονάχη γυρνάς,
σε ποιο στοιχειό της ζωής πάλι αντίκρυ θεριεύεις,
για ποια ντροπή ξεχασμένη στα κρυφά τραγουδάς,
ποιο ξένο φόβο πάλι με τόση αγάπη παντρεύεις.
Ποιον κουρασμένο εφιάλτη ικετεύεις να 'ρθει,
σε ποια πανέμορφη νύχτα χρωστάς και πάλι ζηλεύεις,
σε ποια κρύβεσαι χιλιοειπωμένη κι άχρηστη ευχή,
ποια άδικα λόγια πάνω σου πάλι μαζεύεις.
Σπασμένος κώδικας
Αφήνω λέξεις - τις κάνεις στίχους
μαζεύω εικόνες - τις κάνεις ήχους
βγάζω θυμό - χαμογελάς
και λίγο ζήλεια - μα δε μιλάς
σου λέω το λάθος μου - μου λες πως φταις
μεγάλο πάθος σου να σέρνεις μαζί σου και το χθες
σου λέω είμαι εδώ - μου λες εντάξει
μα στο φευγιό σου έχεις χαθεί κι έχεις αράξει
τ' αλλάζω όλα μα εσύ τα ξέρεις
πριν τα σκεφτώ θα τα προφέρεις
Κάνω όνειρό μου όσα έχεις χάσει
έχω κομμάτια απ' όσα έχεις σπάσει
έχω ελπίδες κι εσύ αναμνήσεις
θέλεις ζωή - θέλω να ζήσεις
το μυστικό σου όμως δεν ήτανε καλά κρυμμένο
έψαξα και βρήκα έναν κώδικα σπασμένο
Ρίχνω μια ιδέα - φτιάχνεις μια αρχή
σου δίνω ήρωες - μου δίνεις τη σωστή εποχή
σου δίνω στόχους - ξέρεις τους τρόπους
νομίζω ότι έχω το κλειδί εσύ όμως ξέρεις τους ανθρώπους
μιλάω λίγο - γράφεις αργά
βιάζομαι τόσο μα εσύ το πας σιγά
σε κοιτάζω στα μάτια, εσύ κοιτάς το κρασί
περιμένω μια λέξη, μ' αλλού εσύ
είμαι κοντά σου - μου μοιάζεις μόνη
κι όταν σ' αγγίζω ζηλεύουν οι χρόνοι
ψάχνω γιατί όταν ξεχνιέσαι και θυμώνεις
βλέπεις κακό παντού μου το χρεώνεις
Δε θέλω συγγνώμη. Τα μάτια μη σφίγγεις
σε σκέπτομαι ακόμα κι όταν θέλεις να φύγεις
Μου λείπεις μα σου μιλάω και επιμένω
στον ίδιο κώδικα εκείνο τον σπασμένο
Στο χορό με τις τύψεις
Περίμενα καιρό γι' αυτό το βράδυ
πήρες κουράγιο είπες θ' αντέξεις το σκοτάδι
άνοιξες το τζάμι κι άφησες τον αέρα
να σου παγώσει το κορμί πέρα για πέρα
ναι μη φοβάσαι τώρα δε σ' ακούει κανείς
μπορείς από το ψέμα σου να βγεις
και ν' ανοίξεις άμα αντέχεις την καρδιά σου
μπορεί να βρεις και δυο λόγια εκεί δικά σου
μπορεί ποιος ξέρει αυτά που θ' αντικρύσεις
να θες κι εσύ να τα γνωρίσεις
να τα θες να τ' αγγίξεις να τα νοιώσεις
να τα σκεφτείς να θες να τα γλυτώσεις
μπορεί όμως πιο πολύ να σε φοβίσουν
να σου γυρίσουν τα παλιά να σου θυμίσουν
κι αν γίνει έτσι και θες να τα καλύψεις
σ' αφήνω να βρεις την άκρη με τις τύψεις
Τα μυστικά σου μην κρύψεις
στον χορό με τις τύψεις
μη φοβάσαι μπορείς από το ψέμα να βγεις
μη φοβάσαι τώρα δε σ' ακούει κανείς
Φτύσε λοιπόν ότι σου είναι βάρος
θέλει περίσσια ρε μαγκιά θέλει και θάρρος
ζήτα κι αν πρέπει την πολυπόθητη συγγνώμη
που σε πονάει τόσο καιρό το ξέρω ακόμη
χαμογέλα κανείς σου λέω δε σε βλέπει
τώρα μπορείς γιατί η ψυχή σου στο επιτρέπει
κι αν θες αγάπησε τα όχι και ζήσε
και μη ρωτάς γιατί εντάξει είσαι
φτάνει χορεύοντας στα ματιά να κοιτάς
να μη τρομάξεις
κράτα το βήμα σταθερό και μην αλλάξεις
αυτή τη νύχτα θα χορέψεις χωριστά με καθεμια
μη δώσεις σημασία καμία
σ' ότι σου πούνε στο αυτί ψυθιριστά
κράτα τα μάτια σου συνέχεια ανοιχτά
και φλέρταρέ τες ξεγέλασέ τες
κι αν τις χωρέσει η αγκαλιά σου κοίμησέ τες
κούρνιασε πάνω στη σιωπή κι αποκοιμήσου κι εσύ
και θα σ' αφήσει η ντροπή μια γλύκα σαν από κρασί
κι αν έχεις καταφέρει το ψέμα να μην κρύψεις
θα' χεις χορέψει στ' αλήθεια με τις τύψεις
Στου Γιάννη Αγιάννη την πόλη
Είχα ένα όνειρο να πάω κι εγώ όπως όλοι
στων ποιητών και των ρομαντικών την όμορφη πόλη·
στο ξακουστό Παρίσι το χιλιοτραγουδισμένο
που κάθε ερωτευμένος το ‘χει κρυφό απωθημένο.
Κάθε μεγαλωμένος με τα γαλλικά του και τα πιάνα,
ονειρεύεται μια βόλτα αγκαζέ στο Σηκουάνα.
Να, ρε μάνα, τα κατάφερε και η αφεντιά μου,
μόνο που είχα το μονόχνοτο τον άντρα μου κοντά μου.
Με κρεμασμένα μούτρα, γιατί έπρεπε κι αυτό να το ζήσει·
ίσως το πρώτο μου και τελευταίο ταγκό στο Παρίσι.
Απ’ την αρχή ήτανε κάπως, ήμουνα λίγο εκτός
για όσα θα ’βλεπα στην Πόλη του Φωτός.
Είδα χαρούμενους τουρίστες στα Ηλύσια πεδία
παντού σημαίες γαλλικές – τι κοροϊδία!
Είδα γνωστούς αριστερούς με κρασί και πατέ,
είδα να με κοιτάν δυο μάτια από μια μπούρκα στο σιτέ,
είδα έναν κλόουν σε τσίρκο που έμοιαζε του Σαρκοζί
και μια αφίσα του Λεπέν με χοιρινά μαζί,
είδα ένα stencil στου Γιάννη Αγιάννη την πόλη
«δημοκρατία μ’ εκπτώσεις ελάτε να ψωνίσετε όλοι».
Τώρα οι Άθλιοι στου Γιάννη Αγιάννη την πόλη
σε τσιμεντένια μπουντρούμια στριμωγμένοι είναι όλοι·
γομωμένο φυτίλι από στουπί σε μπουκάλι
γίνεται κάθε περήφανος που σηκώνει κεφάλι.
Μια ανάσα δρόμο από την Πόλη του Φωτός
μνήμες σέρνονται να θαφτούνε εκτός.
Πίσω απ’ την όμορφη παριζιάνικη εικόνα
είδα έναν σκοτεινό κι ατέλειωτο χειμώνα.
Κάτω απ’ του Άιφελ τον πύργο μίλησα αγγλικά για λίγο
και κάποιοι μου προτείνανε καλύτερα να φύγω.
Ποιος να μου το ’λεγε, πως απ’ την πρώτη κομμούνα
θα ξεπέφταν να φροντίζουν μια πατρίδα γουρούνα
Είδα την Εσμεράλντα σε σκαμπό ρουστίκ
τον Κουασιμόδο ντυμένο από λουσάτη μπουτίκ,
είδα κι ένα όνειρο λίγο πριν τα χαράματα]
Το σύνθημα
Άκου! Το σύνθημα – άκου – δόθηκε τώρα·
την πιο κατάλληλη στιγμή σωστή κι αβανταδόρα,
ποντάρισια καλή στη ζωή που έχει άλλο σύστημα
και τσαλακώνεται χάρη στο περιτύλιγμα
μπροστά στα μάτια μας· στα σκαλοπάτια μας
παρακαλάει γι’ άλλη μια βουτιά παρά τα χάλια μας.
Μια ευκαιρία ζητάει να την φοράει στα μαλλιά,
μυαλό ακάθαρτο και χέρια δεμένα με τριχιά.
Οχιά διμούτσουνη η θεωρία – άκου το σύνθημα!
Στην πράξη ξεσκεπάζεται η ουσία και το μήνυμα,
το κρυφομίλημα απ’ το όνειρο μας· σώπα!
Σώπα κι άκου, κι αν δε πιστεύεις ρώτα.
Ξεσπάν φωτιές σε χίλιες δυο γωνιές απλά κι απανωτά.
Η αξιοπρέπεια στο κόκκινο – αν έχεις ακουστά –
μπορεί στ’ αδύνατα, τα ονείρατα τ’ απειροαδικημένα,
να ξεμπροστιάζει λόγια παχιά και χιλιομπαλωμένα.
Άκου στο σύνθημα και μάθε – η αξιοπρέπεια στο κόκκινο· επιτέλους άκου!
Άκου το σύνθημα και μάθε – ψάξε, ταξίδεψε, ρώτα, τραγούδησε και άκου…
Άκου το σύνθημα και μάθε – χωράει όλη η γη στη χούφτα σου· κάνε αρχή και άκου.
Άκου το σύνθημα και μάθε – ξεσπάν φωτιές, κράτα γερά αδερφέ μου κι άκου…
Λοιπόν, άνθρωπε, καλέ μου άνθρωπε, άκου και μάθε
Ψάξε ταξιδεύοντας, ρωτώντας, τραγουδώντας πάθε.
Κάνε αρχή μετά το σύνθημα μονάχος κι ανεπίσημα
και ψηλαφώντας μπες στο παρασύνθημα.
Μας περιμένουν κι άλλοι, παραφουσκωμένοι ζάλη,
σ’ ονειροπλάνο μπασταρδεμένο μ’ ατσάλι.
Κόβουνε τα σκοινιά κι ας μπάζει η γαλέρα,
παραγεμώνουν τα πανιά μ’ αέρα και ξημερώνει η μέρα.
Fiera! ήρθες τη δεύτερη μέρα της ζωής – ζωής κραυγή·
μια δρασκελιά κι όλη η γη …
χωράει στη χούφτα σου, στριμώχνεται - θα σπάσει!
γι’ αυτό το σύνθημα άκου πριν για πάντα να σωπάσει.
Φτάνει η σιωπή
Μπάσο ο βοριάς φάλτσο ο νοτιάς φυσάει·
πως να σταθούν σε μια μεριά μονάχα οι λέξεις
Κι όλα της γης τ’ αρίζωτα, τα διάφανα ονείρατα σκορπάει,
πως θες να τα βροχομαγέψεις
Πώς, με συννεφένιους ουρανούς και με κεφάτες μπόρες,
μαργαριτάρια στάλαμα και ένα κάρο μάλαμα
θες να κερδίσεις μήνες, μέρες κι ώρες,
και μια στιγμή το χάραμα με ό,τι αγαπάς αντάλλαγμα
Πώς περιμένεις να χωρά ο ήλιος το φεγγάρι,
κι όλα τ’ αστέρια τάματα σα φυλαχτά στον ώμο
Πως να ’ταν τρόπος τα όμορφα να γίνουν κεχριμπάρι,
να τελειώναν τ’ άσχημα σ’ ένα τσιγάρο δρόμο
Φτάνει η σιωπή που όλα τα αλλάζει, φτάνεις κι εσύ
που στέκεσαι ήσυχα εκεί και δίχως καλοπιάσματα,
που μου ’λεγες αν νοιώθεις μόνο, δε φτάνει - χαρά μισή -
φτάνει να ξέρεις, όμως, και είναι σα χίλια θαύματα.
Φτάνει η σιωπή να μου απαντά,
όταν τριγύρω τα πάντα φωνάζουν,
σα τον ήλιο που τη βροχή συναντά,
και σιωπηλά τις ώρες μοιράζουν.
Φτάνει η σιωπή, για όσο θα στέκεσαι εκεί,
φτάνει αυτή και τίποτα άλλο.
Γίνεται λέξεις, στο στόμα φιλί,
κι είναι παρέα καλή σε ταξίδι μεγάλο.
Φτάνει η σιωπή που μου απαντά
πως στην αγάπη δεν καλοχωρά χαρά ούτε λύπη,
κι όσα κι αν τάξεις ψέματα με ουρά, όλη τη γη με τα βουνά,
της Κυριακής είναι χαρά και της Δευτέρας λύπη,
αλλάζει αβέρτα σα Μάρτη μήνα ψεύτη
που μία κλαίει και μια γελάει,
μονολογεί μπροστά σ’ έναν γεμάτο δακτυλιές καθρέφτη -
μια ρυτίδα που δεν ήταν χτες εκεί απαντάει]
Χίλια μπουκάλια καταγής
Χίλια μπουκάλια από κρασί μέτρησα απόψε καταγής,
τα ρέστα από τα χρόνια μου μαζί σου ολημερίς
κι ολοζωής - μα τί τα θες -
τα ξαναλές, λες και δε γίνανε και χθες.
Μόνο που απόψε ήταν σαν να 'σουνα εκεί και συ
μες στο ποτήρι - ίσως να φταίει το κρασί -
μα είχες εκείνη τη παλιά, τη ξελογιάστρα ματιά,
σγουρά μαλλιά, κορμοστασιά και μια πλανεύτρα αγκαλιά
και μου 'λεγες πως όλα θα 'ναι εντάξει,
θα μ' έχεις, λέει, μη βρέξει και μη στάξει.
Και μου 'στηνες ονόματα παγίδα να με πιάσεις
και τα γνωστά σου ψέμματα κόντευες να χιλιάσεις.
Λόγια για λόγια κι άλλα λόγια, μια κρυφή ελπίδα
ράγισε και μ' άφησε στο μέτωπο ρυτίδα.
Ανάθεμα, δε μ' άφησες καρδιά για ν' αγαπώ.
Τι άλλο να κάνω μια σε φτύνω, μια γελώ
Κι έπειτα πιάνω αριστερά, ψηλά στο στέρνο, τη καρδιά μου
τη ξεκάρφωσες, την έριξες με τα μπουκάλια γεια μου!
Πίνω ξανά μισή γουλιά απ' το ποτήρι,
κάνω κράτει περιμένω διψασμένο μουσαφίρη.
Χίλια μπουκάλια καταγής κι απόψε θάνατε αν 'ρθεις,
θα σε κεράσω με τ' αγιάζι της αυγής.
Χίλια μπουκάλια καταγής κι αφού μας έγινες μπεκρής,
ούτε σταγόνα δε θα βρεις, θα τρελαθείς.
Να τρελαθείς, να μου χαθείς απόψε θάνατε άμα 'ρθεις
ήπιες, ξεδίψασες καλά απ' το ποτήρι της ζωής
και στο ξεφάντωμα σου απάνω το ξεδιάντροπο
ξελόγιασες και το δικό μου άνθρωπο.
Μαζί λοιπόν, μετά τα συμφωνήσατε
κι δυο μες στο μεθύσι μου τα λόγια σας μασήσατε
ο ένας μου άφησε στον ώμο ένα χάδι
και ο άλλος μου είπε για της μοίρας το υφάδι.
Δεν πολυνοιάστηκα, μάλλον κουράστηκα,
πήγα να φύγω, μα ξανακάθισα.
Έτσι κι αλλιώς, του ριζικού μου μαντευόμενα
κι ίσως πριν έρθει η αυγή αναμενόμενα.
Γι' αυτό θα ρίξω τα μπουκάλια καταγής
μια ώρα αρχύτερα εαυτέ μου, μήπως και σοβαρευτείς
και καταφέρεις να σιγοντάρεις την αγρύπνια,
παρόλο που ήπια ως το πρωί να μείνω ξύπνια.
Μιας και η μέρα που θα 'ρθει θα 'ναι η λήθη του θανάτου,
θα ξεχαστεί και του καλού μου η αφεντιά του.
Πίνω λοιπόν, στερνή γουλιά και σπάω κάτω το ποτήρι.
ασπρο πάτο! Aπόψε κάνω το δικό μου χατίρι.
Χρονορωγμή
Ήρθε το σούρουπο και μου ΄φερε παλιές μυρωδιές
και ξαναχάθηκα σε μια απ' του χρόνου μου τις ρωγμές
έγινα χθες, έγινα φωτιά και σκιές,
έγινα μπόρα και νερό στις νεραϊδοπηγές,
έγινα γυάλινη κούκλα και θλιμμένο λουλούδι
κι είμαι σαν δάκρυα στο πρώτο τραγούδι,
ανοιξιάτικο χνούδι σ' έναν απέραντο κήπο,
έγινα μάνα που ακούει απ' την κοιλιά τον πρώτο χτύπο
κι ας λείπω από κοντά σου όνειρό μου,
έχω μια ζωγραφιά για κόσμο ολάκερο δικό μου
πνιγμένο κακό μου,
σ' έφτιαξα γλάστρα για το βασιλικό μου
να σας ποτίζει αγκαλιασμένα η βροχή μου,
φωλιά να φτιάξει η ομορφιά στην αυλή μου
Στη γη μου να 'χουν τα πάντα φωνή,
να είναι ο ήλιος καμπάνα και το φεγγάρι σκοινί,
να κάνουν ταίρι όσα μισώ με όσα νομίζω σωστά
και να φάνε απ' το ίδιο πιάτο όσα ήταν πριν χωριστά
και όσοι σκοτώναν ο ένας τον άλλο
να 'χουν ταξίδι μπερδεμένο, δρόμο ατέλειωτο, μεγάλο.
Πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί,
βάζω το βιος μου σ' ένα μουσικό κουτί
Τρέχω και πάω να κρυφτώ στη παλιά φυλλωσιά
μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά.
Κόψε μου λίγο απ' την αυλή γιασεμί,
και μια αγκαλιά απ' τη παλιά φυλλωσιά
στου χρόνου μου πέτα τα τη ρωγμή
μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά
Τρίψε στο χέρι μου λίγο βασιλικό
δος μου νερό απ' τις νεραϊδοπηγές,
να πάει κάτω όλο μου το κακό,
μη βασανίσει άλλες τόσες γενιές.
Έλα και πες δυο παραμύθια παλιά
εκείνα που λεγες τα βράδια σταλιά με σταλιά
κι όλο κοιμόμουν πριν να μάθω το τέλος,
πριν το στόχο βρει του πρίγκηπα το βέλος.
Έλα να ψάξουμε στου χρόνου τη γεμάτη σοφίτα,
κλείσε τα μάτια και μια ευχή ακόμα ζήτα,
πάνω στο δέντρο κλαδί με κλαδί
όπως χτυπάει η πένα πάντα στο ρυθμό τη χορδή.
Γιασεμί, ώσπου να 'ρθει η βροχή
να 'ναι αξημέρωτη η νύχτα που έχει παντού απλωθεί,
μαζί με τ' άρωμα τη μυρωδιά σου,
να ' ναι αβασίλευτη κι η μέρα ήλιε μου στη ποδιά σου.
Για λίγο στάσου, παράξενο αηδόνι
που μου σφυρίζεις τις λέξεις και ο στίχος τελειώνει
και σώνει πια για καλά όσα έχει κάψει η φωτιά
κι όσα απ' το κλάδεμα ξεθάρρεψαν και βγήκαν κλαδιά.
Μικρή ροδιά και μυγδαλιά,
βρεγμένο χώμα, χειμώνα σε μια ρίζα από ελιά,
σκυμένη ράχη, γέρικη πλάτη για συντροφιά·
πέφτει στη μάχη απόψε ακόμα άλλη μια αθώα γενιά.
Κι εμένα μ' έπιασε η νύχτα στης νεράιδας το φτερό,
μέσα απ' τα χέρια μου κυλάει της πηγής το νερό
ψιθυριστά μυστικά και κλειδωμένα,
μου πέρνουν κάτω το κακό μέσα στη στέρνα.