ACTIVE MEMBER
Οι Active Member δημιουργήθηκαν τον Ιουνιο του 1992, από τον Β.D.Foxmoor. Στη σημερινή του μορφή το γκρουπ αποτελείται από τον Β.D.Foxmoor, και την Sadahzinia.
· H διαδρομή
Μέσα στο 1992, ο B.D. Foxmoor, δημιούργησε τη Freestyle Productions,
μια ομάδα παραγωγής, μέσω της οποίας κυκλοφόρησε ανεξάρτητα τον
πρώτο ελληνικό hip-hop δίσκο, τη «Διαμαρτυρία». Ο B.D. Foxmoor ηχογράφησε αυτόν το δίσκο το 1993, χωρίς να έχει ιδιαίτερα τεχνικά μέσα και χωρίς
καθόλου ακαδημαïκές μουσικές γνώσεις.
Στη συνέχεια συγκέντρωσε και οργάνωσε έναν πυρήνα ανθρώπων , τους Radicals, για να στηρίξουν την όλη προσπάθεια. Άλλωστε, εκείνη την εποχή
το hip-hop με ελληνικό στίχο ήταν κάτι που δε χώραγε ή δεν ταίριαζε στα μουσικά πράγματα της Ελλάδας. Από τότε, όμως, η Freestyle Productions
έχει κυκλοφορήσει δεκάδες δίσκους, είτε σαν ανεξάρτητη εταιρία είτε σε συνεργασία με άλλες πολυεθνικές εταιρίες. Πράγματι, στις αρχές του 1995 οι Active Member τράβηξαν το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών και υπέγραψαν συμβόλαιο με την πολυεθνική Warner (για πρώτη φορά
ελληνικό hip-hop γκρουπ υπέγραφε συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρεία στην Ελλάδα.) Μέσα σε λίγους μήνες κυκλοφόρησε η τρίτη δισκογραφική δουλειά
των Active Member «Το Μεγάλο Κόλπο», που τους έκανε ευρύτερα γνωστούς.
Έκτοτε οι Active Member τόλμησαν την υπέρβαση να βαφτίσουν το hip-hop που εκπροσωπούσαν και να το πουν Low Bap, προσδιορίζοντάς ότι σημαίνει την άμεση σχέση που έχει ο λόγος με τη ζωή.
Η Freestyle Productions και κατ’ επέκταση ο B.D.Foxmoor και οι Active Member έχουν συμμετάσχει στην κυκλοφορία 75 δισκογραφικών δουλειών και projects από το 1993. Mόλις κυκλοφόρησε ο 11ος στη σειρά προσωπικός τους δίσκος τους, με τίτλο «Fiera». Έχουν εμφανιστεί ζωντανά περισσότερες από 400 φορές στην Ελλάδα, καθώς και στην Αγγλία, στην Ουαλία και στη Γερμανία.
· Άλλες δραστηριότητες
1. Η καθιέρωση του ετήσιου Low Bap Festival από το 1997 που έχει κέντρο τη Δ. Αττική και επεκτείνεται
στην επαρχία με ειδικές συναυλίες. Το φεστιβάλ, εκτός από τα live βοηθάει στην επικοινωνία του κοινού
με τους Active Member και τα άλλα σχήματα του Low Bap καθώς και στην ενημέρωσή του για την ιστορία
του hip-hop, έτσι ώστε να αφομοιώνονται οι κώδικες και να αποβάλλονται τα στερεότυπα. Έχουν
ήδη πραγματοποιηθεί 7 επίσημα Low Bap Festival, καθώς και πολλά άλλα μικρότερης εμβέλειας στην επαρχία.
2. Τον Αύγουστο του 1998 οι Active Member ξεκίνησαν στον “Rock FM” την εκπομπή «Ονειρολόγιο»
που άφησε το στίγμα της στον κόσμο του ραδιοφώνου με 73 συνεχόμενες εκπομπές. Από τον Απρίλιο του
2002 η εκπομπή συνεχίστηκε στον “Εν Λευκώ FM” με την εκπομπή – σελίδα 74· ώσπου διακόπηκε οριστικά
λόγω ιδεολογικών προβλημάτων με το σταθμό και παρ’ όλη την τεράστια ακροαματικότητα, ύστερα από
6μήνες.
3. Από τις 17 Νοεμβρίου 2003, το «Ονειρολόγιο» εκπέμπει ξανά με τεράστια επιτυχία από τη συχνότητα
του ΣΚΑΙ 100,3FM, και μέσω internet την εκπομπή ακούνε και συμμετέχουνε από όλο τον κόσμο.
4. Οι Active Member είχαν ήδη μια στοιχειώδη «προϋπηρεσία» από το 1993 έως το 1995 με ένα Fanzine,
το “Radicalistic”, και έτσι, μεταξύ άλλων ξεκίνησαν την κυκλοφορία του έντυπου «Ονειρολόγιο». Μέσα
στις σελίδες του «Ονειρολογίου» έβρισκαν χώρο το Low Bap και οι σκέψεις δημοσιογράφων και άλλων
ανθρώπων. Το περιοδικό διανεμόταν δωρεάν μέσω δισκοπωλείων και βιβλιοπωλείων και από την έδρα
της Freestyle Productions, στο Πέραμα. Ήδη συζητιούνται πολλά πράγματα για νέες εκδόσεις.
5. Το «Χρέωσέ τα στη Φωτιά» είναι ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2000 από τις εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα. Περιέχει όλους τους στίχους του B.D.Foxmoor (ως το 2000) καθώς και ανέκδοτες
φωτογραφίες. Ήδη το βιβλίο έχει κάνει τέσσερις εκδόσεις.
6. Στις 5 Φλεβάρη του 2001, άνοιξαν στο Πέραμα το πρώτο hip hop δισκάδικο στην Ελλάδα,
το "Intro".
7. Oι Active Member έχουν ετοιμάσει το soundtrack μιας ταινίας μεγάλου μήκους με τον τίτλο "Bar",
καθώς και τη μουσική για μια μικρής διάρκειας ταινία με το τίτλο «Το τσιμέντο δε λυπάται». Επίσης,
έχουν αναλάβει την μουσική επένδυση της βραβευμένης στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ταινίας
«Πες στη Μορφίνη ακόμα τη ψάχνω». Μέσα στο 2004 θα ετοιμάσουν το 2ο Low Bap ντοκυμαντέρ
καθώς και μια τριλογία ντοκυμαντερ που αναφέρεται στους ανθρώπους που ασχολούνται με τη
μουσική και τη γραφή.
8. Το Δεκέμβριο 2002 άνοιξαν στο Πέραμα ένα βιβλιοπωλείο με το όνομα «Χρονορωγμή».
9. Ο B.D.Foxmoor έχει κάνει παραγωγή σε περισσότερα από 600 tracks από το 1993 και μετά,
και στα περισσότερα από αυτά έχει επιπλέον συμμετάσχει στους στίχους και στην ερμηνεία.
10. Πριν 4 χρόνια προσχώρησε επίσημα πια στο σχήμα των Active Member, η Sadahzinia
Η Sadahzinia, από το 1994 εμφανίζεται μαζί με τους Active Member στις συναυλίες, αλλά και στο στουντιο στα πλήκτρα, τα κρουστά και το μικρόφωνο. Τα πρώτα της τρία προσωπικά άλμπουμ κυκλοφόρησαν από την Warner.Το 2003 μαζί με τον B.D.Foxmoor ιδρύουν την 8ctagon, ένα ανεξάρτητο label που
αναλαμβάνει παραγωγές συναυλιών, οπτικού υλικού και κυρίως δισκογραφία. Η 8ctagon συνεργάζεται
ήδη με καλλιτέχνες από το εξωτερικό. Στην εταιρεία της, λοιπόν, η Sadahzinia, κυκλοφορησε τον
Σεπτέμβριο του 2003 τον τέταρτο προσωπικό της δίσκο «Η Βουή και τα Καμώματα» καθώς και πολύ πρόσφατα, ένα καινούριο album το πέμπτο στη σειρά με τίτλο "Πετρανάσα". Η ίδια, έχει μια υγιή αποστροφή για τους «κανόνες» του τί πρέπει ή τί δεν πρέπει να κάνει κάποιος που ασχολείται με το hip hop. Για παράδειγμα από το Νοέμβριο του 2001 που κυκλοφόρησε το παραμύθι «Η όμορφη Βασιλική» από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχει συνεχίσει με την έκδοση κι άλλων πολλών παραμυθιών και μεταφράσεων. Μάλιστα προκείμένου για τις παρουσίασεις των βιβλίων της οργανώνει κάθε φορά μια σειρά εκδηλώσεων σε διάφορους χώρους (βιβλιοπωλεία, σχολεία κλπ) όπου παρουσιάζει μια πρωτότυπη θεατρική παράσταση γραμμένη από την ίδια, με μεγάλη συμμετοχή των παιδιών. Το καλοκαίρι του 2003 παρουσιάστηκε στο Θέατρο Πέτρας – σε συνεργασία με τον Δήμο Πετρούπολης, ένα θεατρικό έργο γραμμένο από την ίδια]
20' μονάχα
20’’ μονάχα και γίνατε όλοι σας μικροί
σαν κόκκοι σκόνης, χαμένοι και ζαλισμένοι απ’ το φως.
Τώρα το στόμα σας έχει γεύση παράξενη, πικρή
και ο μόνος όρθιος τριγύρω σας έμεινε ο τρελός.
20΄΄ μονάχα και η χαζή χαρά στο διάολο
σας βλέπω αμήχανος τούτη τη φορά που κλαίνε τα παιδιά σας.
Νοικοκυραίοι, γειτόνοι ό,τι έχω μέσα μου θα βγάλω
να σας το δώσω ο φτωχός, αφού θαφτήκαν τα όνειρά σας.
20’’ μονάχα κι όλου του φόβου οι κρατήρες
φτύνουν όλα τ’ απρόσμενα που φέρνουν ρίγος.
20’’ μονάχα κι η γη επιστρέφει όσα πήρες
- τρανή απόδειξη ότι είσαι λίγος.
20’’ μονάχα κι οι αγάπες οι σπαταλημένες
νεκρανασταίνονται και ζητάν να εκδικηθούνε.
Θύμησες ανήμερες και καταδιωγμένες
δεν ξέρουν πως γεννήθηκες για να σε λυπηθούνε.
20’’ μονάχα άβολη άπνοια στον ύπνο του δικαίου
που κάνει τα ονείρατα να σιωπούν κοκαλωμένα
μπρος στον λυτρωτικό ερχομό του αναγκαίου
για όλους εμάς που τα ‘χουμε χαμένα.
20’’ μονάχα και το άσκοπο ζαλίζεται
κι όταν συνέρχεσαι, δείχνεις απτόητος,
φωνάζεις σ’ όλους η ζωή πως συνεχίζεται,
το ίδιο ψεύτης, το ίδιο ανόητος.
33 μέρες διακοπές
Φωτιά και δηλητήριο κάψαν τις Κέδρων τις ακτές,
οι πρώην βασανισμένοι ανάψανε φώτα να υποδεχτούνε το χτες
και εμείς οι αρνητές στα μπάνια του λαού εξαργυρώνουμε κουπόνια
και οι φίλοι μου οι αγωνιστές δυο δάκρυα για το απεχθές
μέχρι ν’ αλλάξουν σεντόνια.
Άθικτες χαμούρες με λαδωμένες μούρες
χαζεύουν στο γυαλί κορμιά σε λάκκους,
κάθε λογής θεούσες ζητάν ειρήνη από ψηλά,
μα τώρα οι Αϊ Γιώργηδες εκτρέφουνε δράκους
κι οι αμίμητοι της δύσης σκαρφίζονται λύσεις,
καλοκαιράκι είναι, μωρέ, τι θέλω τώρα τι ζητάω
Κάνω στην άκρη πριν με βρίσεις,
σου ζητώ συγνώμη, αλλά πέθανε το μέλλον μας και το ξενυχτάω.
Νοιώθω χιλιάδες μυρμήγκια στα ζαβά μου μελίγγια
από κραυγές να φτιάχνουνε λόφους
και μπρος στα μάτια μου να ξεχειλίζουν λερά καθίκια
σε σμιλεμένους και λαξευμένους τόπους.
Νοιώθω έναν κόμπο στο στέρνο κι ένα βάρος στη ράχη
και στο λαιμό μαχαίρι από τρεμάμενο χέρι
και σε ζηλεύω για λίγο, καλέ μου διακοπίτη
που ξεδιψάς με βρώμικο μπουγαδονέρι.
Είναι φρικτό να πονάς σε νοικιασμένη ξαπλώστρα,
εσύ που αγωνίστηκες για τα δίκια,
σε προσβάλλει γι’ αυτό δε μιλάς που τ’ αμερικανάκια
βάζουν άλλους να μαζέψουν τα νοίκια.
Κι αν γυρίσεις πετώντας βγάλε τα υγρά σου
πάρε μόνο τη ντροπή σου στις χειραποσκευές
κι όταν θα φτάσεις ρωτώντας θα βρεις τη σκιά σου
ήταν στον Λίβανο τριαντατρείς μέρες διακοπές.
Blah Blasphemy – Κώδικας 12
Πάνω απ’ όλα η σιωπή δεν αντέχεται.
Όση αλήθεια και να τρως δε χωνεύεται,
πάντα φτάνει πιο νωρίς εκεί που πρέπει
κι ο φόβος την τυλίγει σα χαρτί στην πίσω τσέπη.
Σε σας μιλάω που ξερνάτε ανθρωπίλα,
τη μουγγαμάρα σας ή του μπλα μπλα την ξεφτίλα
κι απευθύνομαι ξανά σ’ αυτούς που ακούν (αν ακούν)
να σηκώσουν το βλέμμα και δουν (φως)
στο μισοσκόταδο που αφήνει χαραμάδα οργής·
να πολεμάς ρε – άμα δεν ήμουν σαφής –
να πολεμάς και να μιλάς, αφού έτσι θα σ’ αρέσει,
να τραγουδάς κι ας μην υπάρχει αυτί για να σ’ αντέξει,
να γελάς – πικρά πολύ τα γέλια –
να ονειρεύεσαι πάντα να σ’ έχουν έννοια,
να φτύνεις, να ξερνάς, (να κερνάς) τ’ αχώνευτα,
κράτα τ’ απλά, τ’ αληθινά και τ’ αυτονόητα·
μίλα ν’ ακούω όταν θα μπω στο μονοπάτι πέρα
κι άμα θα βρω τον τρόπο, θα βγω παραπέρα
για να κεράσω το τίποτα λαβωματιά θανάσιμη·
κώδικας δώδεκα Blah blasphemy.
Ματώθηκες απ’ όλα τ’ ανιστόρητα
και στάθηκες κοντά σ’ όλα τα απαρηγόρητα,
πύρινη γλώσσα γίνε τώρα και λαβωματιά θανάσιμη
– κώδικας δώδεκα, blah blasphemy
Στα συγκαλά σου, έλα, έχεις γερή κράση.
Τους τα ‘χωνες στη φέξη, τώρα χώσ’ τα και στη χάση·
σε καρτερούν οι αποκλεισμένοι οι προδομένοι κι οι άσημοι
– κώδικας δώδεκα, blah blasphemy.
Δεν ταυτίστηκα, μόνο στα όμορφα ανοίχτηκα·
βρήκα τ’ απίθανο, το ζω κι έτσι ορκίστηκα
μετά πως κάθε ανάσα που μετρά η φωνή μου,
δε θα προδώσω ούτε την εκδίκησή μου.
Άμα λασκάρει η συνείδησή τους, τρίζει,
πάντα το ψέμα τους παραφουσκώνει και τραυλίζει
σα μεθυσμένος και ευνούχος σωσίας,
παράλυτος πολίτης - πράμα της μπουρζουαζίας
που το παίζει και προφήτης κάπου κάπου,
αναιμικιώρης, ξεπεσμένος, μη μου άπτου
που με σπασμένα γαλλικά και κοκκινίσματα
’μολογά του τίποτα αισχρά παντρολογήματα·
μα εγώ επιμένω να γράφω λόγια με ρίμα,
κράτα δυο ψίχουλα μόνο από ένα βλάσφημο ποίημα
και μπρος ξεκίνα για να σ’ ακούσουν ξεκίνα,
έτσι κι αλλιώς για όλους μας έπεσε σύρμα.
Μα όσο κοντεύουν (να φτάσουν), άλλο τόσο μακραίνουν
με τυφλοσούρτη ούτε τα μισά δε μας κλέβουν
κι ό,τι είναι τώρα θα το πούμε χύμα, αρμάδα μάχιμη,
να επιβιώσουμε, λέμε, κι εμείς οι βλάσφημοι.
Blah – Blasphemy
Πρώτα απ’ όλα η σιωπή δεν προβλέπεται.
Όποια κάνη στην αλήθεια και να στρέφεται
πάντα φτάνει έστω κι αργά εκεί που πρέπει
να γαμήσει τα μυαλά τα καθώς πρέπει.
Σε ‘σας μιλάω με τις πολλές αμφιβολίες
κι ένα βουνό σέρνω μαζί μου αυθαιρεσίες·
χωρίς ικεσίες απευθύνομαι σ’ όσους τολμούν
να σηκώσουν το χέρι και να πουν (πως)
ορκίζομαι τη ζωή να μην προδώσω·
ορκίζομαι ό,τι μπορώ θα γλιτώσω· ορκίζομαι ποτέ να μην το βουλώσω
κι άνθρωπος κι εγώ κάποτε ελεύθερος να νιώσω.
Κι εμπρός βλάσφημος να μείνω κι εχθρός,
η αξιοπρέπεια είναι ο μόνος μου οδηγός,
μα όχι προς το φως – το καπηλεύονται οι άδειοι –
ούτε προς το σκοτάδι το ξεραμένο πηγάδι,
Μα προς εκείνο το κρυφό το μονοπάτι πέρα
κι αν είμαι άξιος να το περάσω σαν σφαίρα
που θα κεράσει το τίποτα λαβωματιά θανάσιμη
– code 11, blah blasphemy.
Ματώθηκες απ’ όλα τ’ ανιστόρητα
και στάθηκες κοντά σ’ όλα τα απαρηγόρητα,
πύρινη γλώσσα γίνε τώρα και λαβωματιά θανάσιμη
– code 11, blah blasphemy
Στα συγκαλά σου, έλα, έχεις γερή κράση.
Τους τα ‘χωνες στη φέξη, τώρα χώσ’ τα και στη χάση·
σε καρτερούν οι αποκλεισμένοι οι προδομένοι κι οι άσημοι
– code 11, blah blasphemy.
Πριν ορκίστηκα, με το χώμα ταυτίστηκα
ήπια τον ουρανό και δε γκρεμίστηκα.
Κι απλά είμαι ένας αλήτης μόνο από το Πέραμα,
σκέψου τι θα κάνεις εσύ αν βρεις το πέρασμα.Ξεκόλλα· τα όμορφα σου ανήκουνε όλα
και μίλα - κι απόψε κάπου ξεγεννάει η ξεφτίλα.
Διαλέγουνε κομμάτια σου και κάνουνε μοντάζ,
βούτα ένα σπρέι και κάνε στη ψυχή τους σαμποτάζ.
Γίνε με στίχους η φωνή του αποκλεισμένου, με ήχους
η οργή του κουρασμένου στους τοίχους,
η ντροπή του ξεπεσμένου, ελπίδα στα μάτια κάθε φοβισμένου.
Προκειμένου να σ’ ακούσουν, βλαστήμα –
έτσι κι αλλιώς για όλους μας έπεσε σύρμα
να μαντρωθούμε, με κάθε τρόπο να διασυρθούμε
και με κάθε μέσο να διαλυθούμε.
Εγώ αρνούμαι, εμείς κερδίσαμε ό,τι ζούμε.
Kι ας μας κλέβουν τα μισά, δεν υπακούμε.
Ό,τι είναι θα το πούμε· τρέμετε ξεπουλημένοι κι άτιμοι –
θα επιβιώσουν κι οι βλάσφημοι.
Fiera
Κοίτα πιο πέρα - εκεί μπορεί να τη δεις.
Εκεί πέρα, αν πιστεύεις θα τη βρείς
Σαν αέρα· νοιώσε κι εσύ τη Fiera.
Από την άκρη του ονείρου, κάπου στου ήλιου τη δύση,
στην αγκαλιά της ομίχλης η νύχτα είχε γεννήσει
το πιο παράξενο κι όμορφο πλάσμα,
μάλλον της φύσης το όγδοο θαύμα.
Fiera - δίνει δροσιά στον αέρα,
κάνει τα φίδια να κυλιούνται πιο πέρα.
Σε ξεχάσαν παντού οι φοβισμένοι ανθρώποι
και μαραζώνουν ολάκεροι τόποι.
Υπάρχουν τρόποι - υπάρχει αλήθεια,
υπάρχουν δρόμοι στα παραμύθια.
Τώρα είναι άδεια η γυάλινη σφαίρα,
κοίτα έξω υπάρχει η Fiera.
Αρχίζει η μέρα τη βλέπω να κρύβεται στο φως,
την ψάχνει ο αέρας πιο πέρα· γυρνάει μονάχος και τυφλός.
Ακούω γέλια κι αμέσως μου ψιθυρίζει στ' αυτιά
"καλημέρα..."
Έχει τα χέρια απλωτα κι ένα ζευγάρι φτερά,
στέκεται όρθια ή χορεύει στης βροχής τα νερά
που καθρεφτίζουν μυστικά και καμώματα
των ανθρώπων τα πικρά και μονοκόμματα.
Μέσα απ' τη λάσπη βρίσκει πάλι ένα κρυφό μονοπάτι
και με κοιτάζει από μένα σα να περίμενε κάτι.
Τέτοιο γινάτι μ' έχει μαζί παρασύρει
σαν "αγαπω" που ποτέ του δε χαλάει χατήρι.
Έχει λυτά τα μαλλιά της, στα μικρά δάχτυλά της
σκαρώνει χάρτινα καράβια - σαλπάρουν τα όνειρά της,
κοχύλια στ' αυτιά της και χίλια χρόνια μπροστά
ακούει να γίνονται τ' αδύνατα απ 'το τώρα, δυνατά.
Κρατάει τα δάκρυα στα μάτια κλειδωμένα
κι η περηφάνεια της κοκκίνησε μελάνι στην πένα·
σ' άσπρο χαρτί δε το χωράει τ' όνομα της,
Fiera
Game over
Είμαι και εγώ ένα παιδί σαν τα αλλά, θέλω να παίξω,
μα ποτέ μου δεν το θέλησα εκεί έξω να τρέξω.
Κρυφτό, κυνηγητό, μου φαντάζανε μπανάλ
Σ' ένα χωριό ήταν κι μαμά μου που δεν ήτανε νορμάλ
μα ο πατέρας που ήταν ηλεκτρονικός
σ' όλους έλεγε διαρκώς πόσο σπίρτο είναι ο μικρός
Δεν έπαιζα με μπάλες, playmobil και στρατιωτάκια,
χάζευα τους αριθμούς από τα κομπιουτερακιά
μες τις ώρες . Φτου! Ο μπαμπάς τον κανακάρη.
Δώρο χριστουγεννιάτικο το πρώτο μου atari.
Μόλις ψήλωσα λιγάκι χάρις στο σοκολατούχο,
λιώνανε στα χέρια μου τα pacman και τα ufo.
Στα hi-score έβλεπα πάντα τα αρχικά μου,
έσπαγα όλα τα ρεκόρ έτσι κι αλλιώς κι αυτά δικά μου.
Spectrum, Amstrad, Αmiga και PCια
κάθε χρόνια τα αντάλλαζα πριν βγουν στα μαγαζιά,
το joystick στο χέρι χειμώνα - καλοκαίρι
μια πιστά όλη η ζωή μου που όμως είχα καταφέρει
να τη βγάλω μέχρι εδώ μόνο μ' ένα κανονάκι
κι ένιωθα σα το μπαλάκι σ' ένα κόσμο φλιπεράκι.
Η πιο δύσκολη πιστά είναι εκείνη της ζωής,
γιατί δεύτερη, άμα χάσεις, ευκαιρία δεν θα βρεις.
Εδώ δεν έχει κανονάκια ούτε κι άπειρο χρόνο
γι' αυτό και θα τη βγάλω με τη τρελά μου μόνο.
Στη πιο δύσκολη πιστά οι πόντοι δεν μετράνε
δεν έχει πάντα δράση και τα κόλπα δεν περνάνε.
Πρόσεχε το game over μια φορά μόνο θα δεις
στη πιο δύσκολη τη πίστα της ζωής
Στη πιο δύσκολη τη πίστα της ζωής δεν ξέρεις τί θα δεις
και τι θα βρεις, όταν θα μπεις, δεν θα μπορείς
να βγεις. Έτσι κι εγώ με το καιρό
μεγάλωσα και γνώρισα τον κόσμο τον σκληρό.
Σ' όλη τη γειτονία οι παλιοκουτσομπόλες
μίλαγαν και με δείχναν οι καριόλες.
Η περίπτερου με πείραζε, μια κότα με σαμπό,
"το παιδάκι το τρελό νομίζω ότι έγινε ρομπότ".
Στην αυλή του σχολείου δεν με παίζανε οι άλλοι,
με φώναζαν «πιου πιου» ή τετράγωνο κεφάλι.
Στη πρώτη μου αγάπη που τη λέγανε Μαρία
είπα το "σ' αγαπώ" κι αυτή το είπε στη κύρια.
«κυρία δασκάλα, πέστε του βλάκα του μπλιμπλίκι,
συνεχεία μου κολλάει, με πιάνει φρίκη».
Στο λύκειο τα ίδια κι ας είχα τόσο μπόι
κάτω από το θρανίο ξετίναζα το game boy.
Τώρα θα παω στρατό κι ας χρωστάω της Μιχαλούς
μακάρι να με βάλουνε να ρίχνω στους κακούς
αν είναι να έρθει το game over ας έρθει ηρωικά,
αφού ζω εικονικά ας χαθώ πραγματικά.
IB+ / Untitled
Κάνεις καλά, αδερφέ μου, που βάζεις σε σειρά τη σκέψη σου.
Φτιάξε τα όχι σου απέναντι απ' τα πρέπει σου.
Κράτα τη θετική σου ενέργεια για το αύριο,
έτσι κι αλλιώς, στα μέρη σου μοιάζει το μέλλον μακάβριο.
Και μη βαρυγκωμάς απ' τα τριάντα σου,
ενώ το άγχος σου φτιάχνει τον ανδριάντα σου,
αφού γουστάρεις να το πας σεμνά - άντε πάνε το.
Μα εγώ μετράω τη σιωπή σα νόσο επάρατο
Τριανταοχτώ είναι τα δικά μου, πιες στην υγειά μου
κι ακόμα η τρέλα γυροβολά τα λογικά μου
ίδια όπως τότε το '83 ή το '93
που με το τίποτα σκάρωνα τη «Διαμαρτυρία».
Κι η τιμωρία, συνεχίζω να ξοδεύομαι.
Βρήκα πολλούς να τους τα πω και το παινεύομαι
κι όσο θεριεύομαι, τόσο γουστάρω
κι αν μου χρωστάει η ζωή θα της τα πάρω.
Intro (code 11)
Μισόγελα παντού κι η ξεφτίλα χωρίς αναπαμό.
Oι ίδιοι που φωνάζουν, οι ίδιοι βγάζουν το σκασμό.
Σαματερά ξεφτίδια σάς χρωστάμε ένα ευχαριστώ·
ξεπουληθήκατε όλοι μα όλοι, εκατό τοις εκατό.
Κι έτσι κάποια όμορφα και κάποια αγίνωτα,
τα βρήκαμε εμείς απείραχτα, ξεκλείδωτα
κι αμέσως γίναμε η φωνή όσων δεν έχουν φωνή,
σύντομα κρυφά μονοπάτια και δρόμοι κοντινοί,
μικρές βλάστημες φωνές στων φιλάρεσκων την ησυχία.
Είμαστε εδώ ακόμα ζωντανοί - τι ειρωνεία.
Απέτυχε η προπαγάνδα σας και τα ψευτοφτιαξίματα,
σκάβατε λάκκους γι’ άλλους, μα το όνομα σας θα μπει στα μνήματα
και φταίτε όλοι κουφάλες, φταίτε όλοι,
κι ο πολιτισμός σας μια γυάλα με φορμόλη.
Φθαρμένα ταριχευμένα ανθρωπάκια αφορίστε μας,
όλους εμάς τους ασυγχώρητους επικηρύξτε μας.
Έξω υπάρχουν ακόμα λίγοι κυνηγοί, ζωσμένοι μ’ ασκήμιες.
Ίσως προλάβετε απ’ το στόμα μας τις πιο μεγάλες βλαστήμιες.
Απόψε δίπλα σας άναψε το φυτίλι
- γλεντήστε το· άλλο λίγο μένει, αγαπητοί μου φίλοι.
Λευτεριά στις φιμωμένες φωνές που μάχονται τις ασκήμιες.
Φωτιά - απ’ του λαιμού μας τις χορδές οι πιο μεγάλες βλαστήμιες.
Λευτεριά, τώρα σε γεύονται οι αποκλεισμένοι, οι προδομένοι κι οι άσημοι.
Φωτιά στη γενιά του μπλα - μπλα, τώρα σειρά έχουν οι βλάσφημοι.
Intro Blah Blasphemy 2
Σ’ αφήσαμε έναν χρόνο να μαζέψεις, να μοιραστείς
το απάνθισμα της ορφανής μας σκέψης.
Άλλοτε έστεκες βουβός, μη τυχόν ρεζιλευτείς
ή σκεφτόσουν να φύγεις μ’ ό,τι κλέψεις.
Άλλοτε έμοιαζες τυφλός ξενομερίτης
ή σα να ’χει πάψει πια να κατοικεί εδώ το παρελθόν σου
κι άλλοτε απ’ τη βουή κυκλωμένος ερημίτης,
μα ό,τι και να ’ταν απλά μοιάζει με το σύρσιμό σου.
Να ’τανε όμορφο άραγε ή τζάμπα να παράπεσε
ή ξαμολήθηκε μακριά μια και καλή απ’ τις χαρές·
διάλεξε μια και κράτησε.
Θ’ ανταμώσουμε στα σώψυχα ξανά χίλιες φορές.
Γιατί πριν απ’ το φως περνάς απ’ της σκοτιάς το μονοπάτι
μα όταν γευτείς απ’ το όνειρο, δε σε τσεπώνει ο χρόνος
ούτε κι ο χάρος που φορά τομάρια στην πλάτη
δε σε ξεγελάει, γιατί είναι πάντα μόνος.
Λοιπόν, ετούτη τη φορά μη χαζεύεις την πομπή,
μπερδέψου εκεί ξοπίσω μ’ ήλιους αναρίθμητους.
Κάψε ό,τι φοράς, αν πάνω σου σκουπίστηκε η ντροπή
κι απ’ την καρδιά σου χαμογέλα στους αλύγιστους.
Μη ζηλεύεις τους πλούσιους και τους φημισμένους,
έχουμε μόνο μια μέρα φτώχειας διαφορά.
Λυπήσου τους και πες αν θέλεις στους καημένους
πως με δάνεια από το μέλλον δεν ξεχρεώνεις τα παλιά.
Μη ρωτάς για τ’ αύριο, κάνε του κεφαλιού σου·
κάθε βολεμένος και δειλός άλαλος σέρνεται.
Σταμάτα να μεθάς με λέξεις, και το νου σου,
κοιτάει ο ρουφιάνος απ’ τη γρίλια τη μισάνοιχτη και χαίρεται.
Εγώ θα μείνω βλάσφημος, παλιά συνήθειά μου,
των στίχων μου τη μάνα να κοιτώ που ’χει γεράσει
και με βρίζει μπρος στην αμάθειά μου·
μα εσύ κράτα λίγο αγάπη όλο και κάποιος θα περάσει.
Mission]
Το τέρας σκεπάστηκε με βούρκο από τη Νέα Ορλεάνη,
ήπιε απ’ το αίμα κι άρχισε να τα χάνει.
Πώς θα ξεθυμάνει (μη ρωτάς) και πού θα ξεσπάσει
απ’ το θεό του γονική παροχή βρήκε ολάκερη πλάση.Πού να ησυχάσει Μας έδειξε ότι τολμά
να πνίξει μέσα στην καλύβα του τον μπάρμπα Θωμά
με τα ίδια του τα χέρια, έτσι για φοβέρα.
Ο δήμιος έκοψε το πρώτο εισιτήριο στην πρεμιέρα,
άντε σειρά σου· το αμερικάνικο όνειρό σου
έγινε τάφος ορθάνοιχτος για τον αδερφό σου
κι αντέχεις δίπλα από το πτώμα του ν’ ακούς
να μιλάει γι’ αυτόν η πουτάνα η μάνα του Μπους.
Αν σου αξίζει, λοιπόν, πέσε στο βούρκο χάμω,θα σου θυμίσει τα κελιά στο Γκουαντανάμο,
και τον ήχο απ’ τα κουπιά στα σκλαβοκάικα,
τα μοιρολόγια τα βουβά τ’ αφρικάνικα.
Η τελευταία είναι όπως φαίνεται ευκαιρία σου
έστω και για λίγο μπρος στην ελευθερία σου
να σταθείς και πριν το τέλος της μέρας
να πληγώσεις μια και καλή το τέρας.
Και μη μου λες ότι έχεις τον τρόπο σου
κι ότι η ειρήνη είναι τα όπλο σου.
Φτύσε τον κόρφο σου και μη σε νοιάζει το μετά.
Βάλ’ τους φωτιά· έτσι φοβούνται τα ερπετά.
Μια πόλη σώπασε στ’ αμίλητο νερό που κυλάει.
Πνίγει τη γη της ειρήνης σου σα φλέβα που σπάει.
Κληρονομάει ο βούρκος όνειρα, τραγούδια μπρούτζινα,
μάτια κρεόλικα, καλύβια τσίγκινα.
Κι εσείς, ανθρώποι εκεί που η μοίρα καταριέται μ’ ορφάνια,
εσείς που χάνετε μια τη σιωπή και μια την περηφάνια,
τον πόνο μην παρατάτε αλλού ταξίδι κάντε τον
να πάρουν είδηση πιο πέρα κι ύστερα μπολιάστε τον
μες στα λασπόνερα, φυτέψτε τον βαθιά·
το «μη χειρότερα» βαραίνει του δικαίου τη ζυγαριά.
Είναι ζαριά ο πόλεμος κι είναι σειρά σου·
ο Τζώννυ πήρε τ’ όπλο του και ρίχνει στη μεριά σου
δηλώσεις, χαϊδέματα, τυφώνα αδιαφορίας.
Περιμένει να λουφάξεις στη γη της απραξίας.
Μα έχεις άλλοθι γερό – πατάς στον τάφο σου
κι έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.
Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου.
Γίνε πάνθηρας και τράβα τον δρόμο σου.
Μη μου λες πως σε κρατάει η αγάπη σου,
έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.
Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου
στον Malcolm Χ να πεις την συγνώμη σου.
Στον Dr. King, στην Davis και στον Mumia
κι όσους ονειρεύτηκαν για τη δικιά σου ελευθερία.
Poema
Όταν γεννιέται ένα τραγούδι κάτι πάντα ν’ αλλάζει,
κάποιο μάγεμα να ρίχνεται ν’ αρπάζει
τ’ άσπρο χαρτί και τη φωνή σου,
τέντωσ’ τα αυτιά, και την καρδιά σου άκου, κι ανοίξου
στ’ απλόχωρο, κράτα απ’ το σύμπαν το στενόχωρο
μόνο το δρόμο, ν’ αγγίζεις χώμα πρόσφορο.
Ψάξε να βρεις τη σκέψη σου κι ύστερα ζήσε,
την κάθε λέξη ακάλεστη κι αν είναι ρίξε
σα σφαίρα μες στη νύχτα·
γράφε κι ας στέγνωσε η πένα απ’ τη νύστα.
Μην περιμένεις τη μούσα σου κι απόψε να ’ρθει
γράψε μονάχος κι εκείνη αν έρθει να βρει
ποίημα αφτιασίδωτο, σιγοτραγουδημένο,
θαύμα μικρό, δικό σου, κομμένο και ραμμένο
όχι να γίνει άλλο ένα τραγούδι αγάπης,
αλλά μουρμούρα, μουγκρητό του ονείρου κι εφιάλτης.
Poema θα πει μεγάλη φυγή,
σκοπός, τέρμα, γνώση, φαντασία, οργή.
Θα πει τραγούδι κι ονείρου ξόδεμα,
θα πει παιχνίδι μες στις λέξεις, το χρυσό κομπόδεμα,
στίχοι με νόημα ή μεθυσμένοι που ξεπηδούν από πληγή ματωμένη.
Δεν είναι απλά μια γνώμη, σκέψου και πάψε να ρωτάς
- κάλλιο λιθάρι λένε παρά τα λόγια στην τύχη να πετάς.
Είν’ το αποκούμπι μου, στην περηφάνια σφήνα
κι ένα ψέμα περίσσιο με την αλήθεια σουρντίνα,
είν’ το παράξενο, αν θυμάσαι, αηδόνι
που μου σφυρίζει τις λέξεις κι ο στίχος τελειώνει.
Γι’ αυτό όταν πια ό,τι γράφεις σ’ αφήνει,
ακούς μια πόρτα ν’ ανοίγει να κλείνει
κάποιος μπήκε ή έφυγε κι άκρη για να βρεις,
διάβασε το και θα καταλάβεις.
Άκου Μάνα
Γεννήθηκα στο ραντεβού της νύχτας με τη μέρα
μια ζεστή Αυγουστιάτικη Δευτέρα
τα όνειρα ήταν λίγα, τα λόγια ήταν πολλά
και όλοι νιώθανε καλά.
Που το είδος θα κρατήσει και το γλέντι θα αρχίσει
τσάμπα της μάνας μου το δάκρυ είχε κυλήσει
η αγωνία της, ο πόνος, η λαχτάρα
μαζί με τις ευχές και μια κατάρα.
Που άκουσε το άστρο μου και κρύφτηκε στο φως
και από τότε είμαι τόσο μοναχός
και τα γέλια δε κρατάνε, κι οι υποσχέσεις δε μετράνε
και αυτοί που σ' αγαπάνε βλέπεις εύκολα ξεχνάνε.
Και φοβούνται να σταθούν κοντά στο χρόνο
κι από αγάπη δε μοιράζονται τον πόνο
βλέπεις το άστρο το δικό τους φωτίζει εκεί ψηλά
και έτσι όλα πάνε καλά.
ʼκου μάνα, για όλους έχει ο θεός
Κι ίσως το δικό μου άστρο να?ναι κάπου εκεί στο φως
ʼκου μάνα για όλους έχει ο θεός.
Και μας χωράει ο ουρανός.
Γι' αυτό και 'γω γυρνάω στο φως και τραγουδάω
έπαψα τις μέρες που περνάν πια να μετράω
μαζεύω τα κομμάτια μου και δεν ελπίζω
σε 'κείνα που με θέλουν πάντα, πίσω να γυρίζω.
Σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου
μόνο το όνειρό μου κι όσο αντέξει η καρδιά μου
θα είμαι εδώ και καλά να το θυμάστε
και αφού δε σέβεστε, θα με φοβάστε.
Γιατί εγώ ζώ μόνο ό,τι αγαπώ
φυλάω το ψέμα μου σε σας μόνο να πω
σ' όλους εσάς με το άστρο εκεί ψηλά
που δήθεν νιώθετε καλά.
Γιατι όλα γύρω σας αλλάζουν
ενώ οι μέρες που περνάνε σας τρομάζουν
μα εγώ μακριά πετάω τώρα τις ευχές
δε θα ξαναζήσω ποτέ μου εγώ το χθές.
Γιατί μάνα τα βρήκα όλα μπροστά μου
ο πόνος μου ζωή και διάλειμμα η χαρά μου
πάντα μάζευα ότι έμενε απ?τη στάχτη
μα η τύχη μ' έχει άχτι.
Άκου μάνα, για όλους έχει ο θεός
Κι ίσως το δικό μου άστρο να 'ναι κάπου εκεί στο φως.
Άκου μάνα για όλους έχει ο θεός.
Και μας χωράει ο ουρανός.
Αλήτης στη χώρα των θαυμάτων
Πήρα κουράγιο και πριν προλάβω να ησυχάσω
ήπια ρουτίνα να μικρύνω να περάσω
σε ένα κόσμο καινούριο ξένο
που είναι όλα εδώ τόσο μικρά μα εγώ επιμένω.
Να 'χω τη νύχτα ένα βήμα από τη μέρα
να φωνάζω στο φεγγάρι καλημέρα
να ταξιδεύω σε καινούρια μονοπάτια
εκεί που χάνεται ο χρόνος απ' τα μάτια.
Ωωω χω! Και τι ωραία!
Γίνομαι πιόνι σε μια μαγική σκακιέρα
για να κερδίσω πρέπει να φαω τον βασιλιά
μα είμαι μόνος δεν ακούγεται μιλιά.
Και πριν το τέλος σαλτάρω πάλι
για να κερδίσω θέλει στέμμα στο κεφάλι
που να το βρω εγώ εδώ την κοπανάω
κι αρχίζω λεει να τρέχω να πηδάω.
Παίρνω από πίσω το λαγό χωρίς να νοιάζομαι εγώ
αν μπορέσω να γλιτώσω ή αν θα πνιγώ
εκεί που χώνεται βαθιά μέσα στο χώμα για να μπει
πάω και εγώ κρυφά από πίσω μη με δει.
Κι όταν τινάχτηκα και βγήκα από το χώμα
έμεινα ώρα μ' ανοιχτό και κρεμασμένο ρε το στόμα
όσα έβλεπα ήταν μικρά μα εγώ μεγάλος
και πολύ το ευχαριστιόμουνα που ένοιωθα ένας άλλος.
Δυνατός πολύ για πρώτη μου φορά
μέχρι που σκέφτηκα γιατί και μου κόπηκε η χαρά
ένοιωσα κυνηγός εν ελέω θηραμάτων
ένας αλήτης στη χώρα των θαυμάτων.
Είμαι αλήτης στη χώρα των θαυμάτων
ορατό αποτέλεσμα αοράτων
είμαι αλήτης στη χώρα των θαυμάτων
βλέπω αλήθεια εν μέσω οραμάτων.
Ω, κι έπεσα κάτω
κι είδα απέναντι ένα χαμογελαστό χοντρούλη γάτο
να μου κουνάει την ουρά να μου στέλνει και φιλιά
να μου μιλάει με την δικιά μου τη μιλιά.
Να μου γελάει, να με κοιτάει φιλικά
μα τα μάτια του εμένα μου έμοιαζαν διαβολικά
τότε φοβήθηκες παρέα μου όνειρό μου
πήρε τη φάτσα απ' το παλιό το αφεντικό μου.
Τότε σαλτάρω να τον πνίξω ρε το γάτο
κι όπως τον βούτηξα γλιστράω και φτάνω μόνος μου στον πάτο
Ω, κι έχει σκοτάδι παντού
και το χώμα που πατάω έχει το χρώμα του ουρανού.
Και φοβάμαι να μην πέσω και τ' αγγίζω με τα χέρια
και αρχίσαν το τραγούδι όλα τα αστέρια
κοιτάω ψηλά και βλέπω γη
τότε με σπρώχνει για να βγει λεει η αυγή.
Κυνηγημένη από ένα κόκκινο φεγγάρι
και στο βάθος ένα τεράστιο μανιτάρι
να μεγαλώνει, να αφήνει σκόνη
και την ψυχή μου το κακό σαν να πλακώνει.
Τότε ένα χέρι με παίρνει πάνω
και εγώ φοβήθηκα μήπως και ήρθε η ώρα να πεθάνω
κι είπα να κλάψω, μα δε γαμιέται
έχουμε άλλο ένα κουπλέ και όποιος βαριέται
να βρει το άσπρο στον κύκλο των χρωμάτων,
ας γίνει αλήτης στη χώρα των θαυμάτων.
Ορατών τε πάντων και αοράτων
είμαι αποτέλεσμα δικών σας πειραμάτων
κυνηγημένος από βαλέδες και ρηγάδες
από βασίλισσες που δέρνουν βασιλιάδες.
Μα το κεφάλι μου στο δήμιο δε χαρίζω
μπαίνω ξανά μες τον καθρέφτη και γυρίζω
στον κόσμο τον δικό μου των άψυχων πραγμάτων
κουράστηκα, ο αλήτης, στη χώρα των θαυμάτων.
Άλλη μία παραξήγηση
Είναι η μοίρα όπως λενε μια παράξενη κυρά
για το φόβο και το πάθος μας πεινάει
Χωράει η αγκάλη της τη θάλασσα και την πυρά
κι όποιον την μελετάει όπου θέλει τόνε παει
όταν διψάει πίνει τ' αμίλητο νερό
γι' αυτό και 'γω γύρισα πλάτη σ' ό,τι λέγαν όλοι τύχη
ορκίστηκα για πάντα στο κακό μου ριζαριό
και ξέμεινα μ' αυτά που κουβαλάνε οι στίχοι
Όσοι έβαλα εκτός τόπου και χρόνου σε σειρά
κι όσοι απ' άλλο χέρι γράφτηκαν πιο σταθερό
χωρίς να δώσω σε κανένα ούτε σε μένα τη χαρά
να κατεβάσω τα μούτρα να μη βλέπω ουρανό
κι ας κρατάω από φύτεμα γυρτό σα κυπαρίσσι
στον γκρεμό παρέα με τον κακό του τον καιρό
ό,τι φυτρώνει πάντα κάτι το βοηθάει να ανθήσει
κι η φωτιά παίρνει μαζί της το χλωρό με το ξερό
όπως τα λόγια αυτά τ' απλά που βάφτισες και ποίηση
και τους ήχους που σα σύνθεση τους κρίνεις
δεν είναι άλλο από μια τέλεια παρεξήγηση,
εκτός κι αν φταιει αυτό που ήθελες πάντα να γίνεις
Κι όμως, δεν έτρεξες ποτέ να το προλάβεις
και να που τώρα γερνάς με τρόπο όχι δικό σου
τον καημό σου φουκαρά δε θες να καταλάβεις
το καλό σου το έσκασε και σκας απ'το κακό σου
Σ' αυτό το σημείο που ανταμώνουν τόσοι δρόμοι
και οι μνήμες να χορέψουν πιάνονται απ'το χέρι
αν βρεις κάτι καινούριο για να πεις ακόμη
μη το σφραγίσεις μ' αυθεντίας βουλοκέρι
κράτα για πάρτη σου το χάρτη σου να βρεις το θησαυρό
κι αυτή την τέχνη που μου λες τόσο ψηλά πως μένει.
Εγώ διαμάντια στα σκουπίδια μη τρομάξεις αν βρω·
ψάξε ό,τι λάμπει φω μπιζού να σου πηγαίνει.
Όσοι μες στ' όνειρο πάλιο ονειρο γυρεύουν
ούτε ρωτάνε ούτε χρωστάνε μιαν εξήγηση
όσοι το δρόμο που τραβάνε τον διαλέγουν
τους κουνάει το μαντήλι μια τέλεια παρεξήγηση.
Απ' το κακό μου ριζαριό,
βράζω βοτάνι στο καιρό,
να τον γητέψω να χαρώ.
Είναι από φύτεμα γυρτό,
που λαχταράει να δει ουρανό,
σα κυπαρίσσι στο γκρεμό.
Τσαμπουκάς κι απλότητα, άλλη μια παρεξήγηση
κι αφού δε δίνω εξήγηση ποιο να 'ναι απ' τα δυο.
Το είπανε ξενόφερτο γεμάτο οργή κι εκδίκηση,
κάποιοι το είπαν ποίηση εγώ το λεω φευγιό
Λαϊκό κι ανθρώπινο, μεγάλη παρεξήγηση,
ξεχωριστή κι η μύηση ποιο κρύβει τη φωτιά.
Παράδοση κι αντίσταση, έντεχνη παρεξήγηση
το προϊόν σ' εκποίηση για μάτια και για αυτιά.
Άμοιρε γείτονα
Όταν χορταίνουν οι ποιητάδες,
αλλάζουν ρότα κι όλες οι αράδες
που ξεφουρνίζανε·
Κάποιοι βαθαίνουν στον μικρό τους εαυτό.
κρυφοαπαγκιάζουνε σε μέρη κρύα
και καλοπιάνουνε την ιστορίαμε όσα βρίζανε.
Κι είναι γνωστό το παιχνίδι αυτό…
Όταν σωπαίνουν τραγουδιστάδες,
σιχαίνομαι όλες τις Έλλάδες
που εσύ φαντάστηκες·
Μα τι να κάνω πια δε μπορώ.
κι αν σ’ αβαντάρουνε πάλι παράδες,
ζήτα συγνώμη απ’ τις μανάδες,
αφού ξεθάφτηκες.
Γύρω μου βλέπω σκουπίδια σωρό.
Όταν στεγνώνουνε τα πινέλα,
βγάζει ο χρόνος τη μασέλα
κι ανακουφίζεται -
Κι ο κόσμος μοιάζει τυφλός,
όσο ο ζωγράφος στη μοναξιά του
αγγίζει λίγο το μουσαμά του
κι αυνανίζεται.
απ’ το τίποτα λούζεται φως.
Όταν κλαίνε οι θεατρίνοι
πριν την αυλαία στο καμαρίνι,
η νύχτα σκιάζεται
το σκοτάδι σέρνει φόβο κι εκεί
και σου θυμίζει πως στο σανίδι,
ο έρωτας γίνεται μόνο παιχνίδι
- δε σε χρειάζεται.
ν’ άλλη μια φυλακή.
Όταν φαντάζονται οι γραφιάδες,
εγκαινιάζουν νέους καιάδες
- κράτα απόσταση.
Τα γραφούμενα τέρατα άφταστα
Όταν γεμίζουνε οι φυλλάδες,
κρύβεται πίσω απ’ τις συστάδες
ψέμα με υπόσταση.
κι όνειρα σκοτώνονται άπιαστα
Όταν ακούς στα ραδιόφωνα
δικαστές που έχουν μικρόφωνα,
φώναξε «ένοχος»!
μπροστά στις βρώμικες φωνές
Έτσι χαλιούνται για όσα σκάρωσαν
και ξενερώνουν που δε σε σταυρώσαν·
χάνεται ο έλεγχος -μ’ ακόμα φταις
Δεν αντέχω πια να σε βλέπω έτσι γείτονα – τα πάντα ανέχεσαι
Κάποτε ορκιζόμουν ότι θα σε γλίτωνα – και τώρα κλαίγεσαι
κι όμως λυγίσαμε, κοιτά πως γείραμε – όσο κι αν σε στρίμωχνα
Αντί δυο ζωές, δυο φάσκελα πήραμε – άμοιρε γείτονα
Όταν φοβάσαι το αφεντικό σου,
ξέρεις ποιο είναι το μερτικό σου,
γι’ αυτό μη βιάζεσαι
Είσαι σαν όλα τ’ άβουλα σώματα
Όταν αγγίζεις τον ουρανό σου,
γίνεσαι ένα με το θεό σου
κι εξουσιάζεσαι.
και πέφτεις – πέφτεις στα γόνατα.
Όταν του διάολου δεις το χέρι,
κάπου προσεύχονται καλογέροι
μόνο για πάρτη τους.
Με δανεικές προσευχές
Κι όταν μιλάνε οι δεσποτάδες,
σκάβουν στη κόλαση χαραμάδες,
βγάζουν το άχτι τους.
γεννιούνται μόνο ένοχες.
Όταν μιλάς για λευτεριά,
κοίτα και λίγο απ’ τη μεριά
εδώ που βρίσκεσαι.
Η σκέψη για ελευθερία είναι ανθός,
Μπορεί να σου ‘βγαλαν τις χειροπέδες,
όμως σου κρέμασαν τρεις τενεκέδες
κι ούτε που θίγεσαι.
η ελευθερία όμως, είναι καρπός.
Όταν στη γη σκάβονται αυλάκια,
κάποιοι θάβουν μέσα φαρμάκια
κι εσύ τα ρεύεσαι.
Τις ρίζες φαρμακώνουνε,
Κι όσο μολύνουνε το νερό σου,
διασκεδάζεις με τον καιρό σου
κι ονειρεύεσαι.
οι ίδιοι παντού σε στριμώχνουνε
Κι όταν θα μοιάζεις με τάφου πλάκα
να μη σ’ ακούσω ποτέ μαλάκα
να μου κλαίγεσαι.
κι αναρωτιέμαι πως θα σε γλίτωνα,
Γιατί καυχιέσαι ότι έχεις τρόπο
να επιβιώνεις σ’ αυτόν τον τόπο
τα πάντα ανέχεσαι…
άμοιρε γείτονa
Άνοιξε, να φέρνει αέρα
Στάσου στα πόδια σου, ίσιωσ’ τα γόνατά σου,
τράβα πιο κει να δεις, κάτι ακούω στην πόρτα.
Πήγαινε κι άνοιξε, θα ‘ναι η μοναξιά σου
πάντα αχρείαστη γι’ αυτό χτυπάει πρώτα.
Σήκω ν’ ανοίξεις, βγάλ’ το κεφάλι να δεις
κάτι είναι σίγουρα εκεί έξω, σε φωνάζει.
Κάποιος φίλος σε γυρεύει στο κατώφλι να βγεις
είχες τα φώτα σβηστά γι’ αυτό δειλιάζει.
Άνοιξ’ την πόρτα, μπορεί και να ‘ναι μέρα
και στην αυλή σου να ’χει φυτρώσει κάτι,
ένα λουλούδι, ένα δέντρο ή μια πέτρα
να ’χει φυτρώσει μία πόλη μαγική στο σκαλοπάτι.
Μπορεί ο φόβος ν’ ακουμπάει στην πόρτα
και να μην κάνει αντάρα μη σε τρομάξει.
Δε τόνε φώναξε κανείς, μ’ ακούω τα χνώτα
μέσα στις χούφτες του έχουν κουρνιάσει.
Πήγαινε κι άνοιξε κι αν έξω βρέχει
γέλα σαν δάκρυα θα σταματήσει
Κι αν δεις μονάχα, σκοτάδι πως έχει
σκέψου πιο χέρι σου ‘χει χτυπήσει.
Μπορεί να πέφτω έξω και να παράκουσα
Κάποιος να χτύπησε, να ’φυγε σφαίρα.
Μα όπως και να χει, ό,τι κι αν άκουσα
άνοιξε κι άσε να φέρνει αέρα…
Απ' τον τόπο της φυγής
Πέσανε στα χέρια μου παλιές φωτογραφίες
πολλές γνωστές εικόνες και μεγάλες ιστορίες
μαζεμένες σε ένα album τόσο σφιχτά δεμένο
γεμάτο σκόνη και παλιό κιτρινισμένο.
Που στην αρχή φοβήθηκα να ανοίξω να τις δω
μια απ' τις φορές που φοβάμαι μη χαθώ
στο παρελθόν που έχει έντονο ακόμα το άρωμά του
και με τραβάει να συρθώ συχνά κοντά του.
Που λες πήρα κουράγιο και το άνοιξα λοιπόν
αρχίζοντας ταξίδι μες τον κύκλο των στιγμών
που υπάρχει μέσα μας και παλεύουν με το χρόνο
και το όνειρό μας που κυλάει πάντα μόνο.
Σκέφτηκα για λίγο όμως μήπως είναι νωρίς
αν πρέπει να γυρίσω εκεί στον τόπο της φυγής
έστω για λίγο μπορεί και να' ναι αρκετό
να ψάξω και να πάρω ότι δεν έχω τώρα εδώ.
Κι ίσως που ξέρεις της ζωής μου το μεγάλο το θεριό
μπορεί και να μ' αφήσει να αντέξω το φευγιό
να πνίξω το εγώ μου πριν γεννήσει ό,τι είχα κάνει
να σβήσω το παρόν μου και το αύριο να πιάνει
λίγο χώμα που μου άρεσε να αγγίζω
να γιορτάζω τη στιγμή και μαζί της να γυρίζω
γιατί ένα Πέραμα είναι όλη η ζωή μου
και ό,τι έζησα εκεί τα κουβαλάω πάντα μαζί μου.
Φυλαχτό μια χούφτα χώμα πήρα μ' άρωμα γης
και πολλά απ' όσα είπα τα έχω ζήσει εγώ νωρίς
φυλαχτό μια χούφτα χώμα πήρα μ' άρωμα γης
για να θυμάμαι όσα είπα από τον τόπο της φυγής.
Φυλαχτό μια χούφτα χώμα πήρα μ' άρωμα γης
κι ακόμα τραγουδάω για όλα αυτά που θα δεις
φυλαχτό μια χούφτα χώμα πήρα μ' άρωμα γης
και πάω μακριά από τον τόπο της φυγής.
Και έτσι που λες για χρόνια πρόσφυγας στο φως
ζήλεψα λίγο από τη λάσπη την παλιά μου ο τρελός
πέρασα στο χθες και δεν με νοιάζει φίλε αν θες
έναν χοντρό να τραγουδάει πάντα μέσα στις χαρές.
Το μικρόφωνο βουτάω και εκείνα που θα πω
είναι όλα εκείνα που αγαπούσα και αγαπώ
μπορεί να ακούγεται χαζό να μοιάζει παιδικό
αλλά σου λέω καλύτερα έτσι μη με δεις ποτέ κακό.
Ρώτα και όσους με έχουν δει
και όσους έχουν πληγωθεί,
θα πουν αυτός δεν ήταν έτσι, έχει αλλάξει έχει χαθεί
μα εγώ εδώ στα υπόγεια με μια απέραντη ησυχία
να' χα δίπλα και το γιο μου πιο μεγάλη η ευτυχία.
Αφού δέχτηκα ότι φταιω μόνο εγώ
μπορώ να το βουλώσω στο θυμό μου να πνιγώ
να κάνω υπομονή και να κοιτάω τ' άλμπουμ μόνο
να γεμίζω με στιγμές που έχω κερδίσει από το χρόνο.
Να πάρει εκείνος κάτι πίσω δεν μπορεί
μόνο από το αύριο μπορεί κι αν το χαρεί
ίδια θα χαίρομαι και εγώ κι όσο θα αντέχω θα μπορώ
να 'μαι ελεύθερος κι απ' έξω απ' τη σωρό.
Των ονείρων που θαφτήκαν των στιγμών που βολευτήκαν
κι απ' τις κατάρες που πάνω μου βρεθήκαν
πως αν πάψω να ακούω το κλάμα λεει της γης
τότε θα είμαι μακριά από τον τόπο της φυγής.
Φυλαχτό μια χούφτα χώμα μ' άρωμα γης
πήρα μαζί μου και έχω πάντα από τον τόπο της φυγής
είπα στον ήλιο το τελευταίο μου τραγούδι
κι αυτός έσκισε το χώμα για να βγει ένα λουλούδι.
Πολλά απ' όσα είπα τα έζησα νωρίς
τραβήχτηκα εδώ και εκεί τώρα που να με βρεις
μπορεί χαμένος σε μια κούπα με κρασί
να ήπια όλη τη ρημάδα που μου απόμεινε ζωή.
Ποτέ δεν είναι αργά μα δεν είναι και νωρίς
το όνειρο καλά αν ψάξεις φίλε για να βρεις
φτάνει να τραγουδάς για εκείνα που θα δεις
κάπου εκεί μακριά από τον τόπο της φυγής.
Απέναντί μου
Καλώς σε βρήκα, πάλι όπλο μου ασημένιο!
Ίδιο μου μοιάζεις και ακόμα έχεις χρεωμένο
ό,τι κι αν πω πατάω στα λόγια τους για να τους τα γυρίσω
να τα ακούσουν όλοι όσοι από νωρίς κάναν πίσω.
Έχω ν' αρχίσω πολλά, ξέρω το δρόμο μου
δεν είμαι εδώ για να περνάω απλά το χρόνο μου.
Μέσα στη μπόρα έχω αφήσει όσα δε θέλω και δε δέχομαι,
αυτή τη φορά μόνος δεν έρχομαι
Στέκομαι εδώ μικρός μπελάς κι ανάξιος για σένα,
μ' όσα σου μοιάζουν ψέμα φτιαγμένο από μένα.
Έδωσα τόπο στην οργή σου χάρισα γλυκιά πνοή,
σέρνω μαζί μου μια κατάρα και μια ευχή.
Έχω να νιώσω καιρό σα στοιχειό ποταμίσιο,
αιρετικός κομπλεξικός μ' έναν αέρα βουνίσιο
κάνω δικά μου όσα δε βλέπεις μικροπράγματα,
βάζω φωτιά σ' όσα μου δίνεις ανταλλάγματα.
Ακόμα στήνω οδοφράγματα αδιάκριτα κι ανάκατα
στη ρότα όλων εκείνων που δεν κοίταξαν κατάματα
τα πάντα που ζούμε απολαμβάνουνε το τίποτα.
Απέναντί μου έχω αινίγματα
δίπλα μου έχω τα πάντα και το lowbap για πυξίδα
μ' όσους το ζούνε εδώ δένω τα χέρια αλυσίδα
όσοι κάνανε τα πάντα για να μη με δουν μπροστά τους
θα φροντίσω να έρθει η σειρά τους.
Εγώ θα ρίξω μαύρη πέτρα σ' όσους πρωτάκουσα
θα δώσω τόπο στην οργή και μια φορά θα μιλήσω κι ας άργησα
θ' ανοίξω χώρο στο μυαλό μου
θα κλέψω χρόνο για το καλό μου.
Δεν προσκυνάω θεό ούτε και δαίμονα,
δε θα σηκώσω σημαία παρά μονάχα κεφάλι, έντονα,
δε θα χαρίσω ούτε θα πάρω ζωή
κρυφά κι ανέντιμα τα καλά ποτέ δε βρήκα έτοιμα.
Ούτε μ' ένοιαξε ν' ακολουθήσω χνάρια
όπου οι άλλοι ορθώνουνε τοίχους εγώ γκρεμίζω ντουβάρια.
Ατσάλι 440, ακόνισέ το,
όσο εύκολα άκουγες τους άλλους να σου λένε για τσιμέντο.
Για μαζέψου έχω έναν κόσμο εκεί έξω
που δεν μπορώ να τονε μάθω ή να τον αντέξω
τράβα γίνε ένα κομμάτι τους συμβιβασμένο,
απέναντί μου όνειρό κατεστραμμένο.
Ναι, γιατί μου ήπιε το νερό
και τώρα έστησα χορό σ' ένα τοπίο ξερό
γιορτάζω κάθε μου μέρα σα να 'ναι αργία
και διεκδικώ τη θέση μου συνέχεια στην ιστορία.
Λύσε μου μόνο αυτή την ίδια που έχω χρόνια απορία
για ένα τίποτα που κάνει φασαρία.
Δε με σκιάζουνε δαιμόνια, διαβόλοι και θηρία
μόνο αυτοί που φακελώνουνε ζωή σαν αγγαρεία.
Εγώ γουστάρω να με χώνουνε σε λίστες οι φλώροι
και να κοιμάμαι αν με ξυπνάνε με το ζόρι.
Δίνω τροφή σ' όσους ακούσανε, περάσανε και τρέξανε,
σταθήκανε για λίγο και τα μαζέψανε,
ο επιμένων νικά κι επιμένω στα ωραία
δε με νοιάζει αν είμαι μόνος ή αν έχω παρέα
στο Πέρασμα, απ' το Πέραμα κομμάτι απ' τη ζωή μου
δε με σκιάζει ό,τι κι αν είναι απέναντι μου.
Απέναντί μου,
ψυχή μικρή μου,
μαζί μου
να τους θυμάσαι φωνή μου.
Απέναντί μου, ψυχή μικρή μου,
στέκονται όλα όσα το αίμα μου νερώνουν
βαλτώνουν σε μεταξένιο βάλτο
κι εγώ τραβιέμαι πιο κάτω
Μαζί μου να τους θυμάσαι φωνή μου
όσοι σε φτύσαν σε καιρούς φοβισμένους,
-τους καημένους- έχουνε χάσει τα ίδια με μένα όλα χαμένα.
Πετσί μου, είσαι το μόνο βιβλίο
που ψέματα δε λέει και καίει
Παιδί μου, βρες κουράγιο και ζήσε
άνοιξ' το κόρφο σου διάπλατα και φτύσε.
Που είσαι βαριά σπορά μου
Μη ζηλέψεις γιορτή και χαρά μου,
κοντά μου σκιά μου,
γριά ζαλισμένη,
θα πεθάνεις αν θα μείνεις σκυμμένη
φωτιά μου, πέρασμά μου
φωτιά μου, πέρασμά μου
φωτιά μου, πέρασμά μου
φωτιά μου, πέρασμά μου
φωτιά μου.
Απλά, μαγεμένα και θολά
Παλιά σε μια μικρή αγκαλιά
την έβγαζες χωρίς να πεις μιλιά.
Κι απλά, περνάγατε καλά
με μάτια μαγεμένα και θολά.
Περάσανε χρόνια και χρόνια
Κι όλα τα λάθη μπήκαν στην σειρά τους.
Σα μεθυσμένα γυρνάν χελιδόνια
να ξαναβρούνε τη λασποφωλιά τους.
Περάσανε μάτια και μάτια και με τον ήχο της πόρτας χαθήκαν
Όσα μας μάθαν απ’ έξω κρεβάτια
ό,τι μισήσαμε μετά μοιραστήκαν.
Περάσανε ευχές και κατάρες
και κλειδώσανε καρδιές μαγκιώρες
κι όσες γρατζουνούσα κιθάρες,
πονούσανε μαζί μου ώρες ώρες.
Περάσανε πολλά και λίγα
και μ’ ό,τι είχα την έβγαζα καλά· μέχρι ένα βράδυ που μου ‘ρθε και πήγα
– πήγα να πετάξω ψηλά.
Γεννήθηκα στην άκρη του κόσμου,
πιο κάτω μου ‘λέγαν ζούσε κάτι σκοτεινό.
Μια νύχτα του φώναξα δόσ’ μου, δόσ’ μου
έναν ήλιο μικρό, φωτεινό
να τον φυλάξω στη μικρή μου παράγκα
για να ‘χω κάτι που ελπίζει μαζί μου,
μήπως και γουστάρει να με κάνει μάγκα
τα σηκώνει, ρε, όλα αυτά το πετσί μου.
Κάποια απ’ το μυαλό μου δε χωνεύει
κι άντε να βρω δρόμο να το αποφύγω.
Έχασα τόσα και κάθε τόσο ο νους σαλεύει,
δυο γκριζογάλανα μάτια τον καημό μου είχα να πνίγω.
Έχω, είχα και θα ‘χω να θυμάμαι
τόσα καλά όσες κι οι ανάσες που ‘χω πάρει.
Κι όπου κοιμάμαι κι όπου και να ‘μαι,
έχω τ’ απλά και τα ωραία μαξιλάρι.
Κι όμορφα χρόνια περάσαν·
τ’ άλλα γάμησέ τα έχουν πεθάνει πιο πέρα.
Όσοι μας θέλαν ευτυχισμένους μάς γεράσαν.
Μ’ άντε να πούμε στη ζωή το πολύ μια «καλησπέρα»
Έχει δρόμο πολύ μέχρι να δύσει - μη σε πείσει -
να μαζευτείς, γιατί η νύχτα πέφτει.
Η κλεψύδρα μέχρι τη μέση έχει γεμίσει
τούμπαρέ τη κι ας σε πούνε κλέφτη.
Έχω πολλά να πω· από πού ν’ αρχίσω
Βοήθα κάτι θα θυμάσαι από τον ταραγμένο διάβα μου.
Εσύ μάλλον θα τους πεις την αλήθεια·
εγώ ακόμα γλεντάω με τη λάβα μου.
Όμως, στα υπόγεια γουστάρω κι έχω γειώσει,
τα παράξενα με τα ωραία παντρεύω
κι όποια κουφάλα βαλθεί να με τελειώσει
να φοβάται όταν γελάω και δε σαλεύω.
Τι άλλο να σου πω Θα τα πάρω μαζί μου.
Κι όταν λίπασμα για ένα δέντρο θα γίνω,
έλα να τ’ αγγίξεις να βρεις την αρχή μου
– εγώ δεν πάω ψηλά, εδώ θα μείνω.
Απομεινάρια
Στραβοπατάει ο καιρός - ξεχασιάρης σοφός
μια λάθος κίνηση και δίνει αλλού τα γιατρικά του χάδια
μ' άδεια χέρια μ' αφήνει κι εγώ ο ξυπόλητός του εχθρός
χορεύω πάνω σε στάχτες κι απομεινάρια.
Με γέλια ανάρια θα ζητιανέψω τις μνήμες
θα τις φορέσω απ' την καλή κι απ' την ανάποδη
και σαν χορτάσω από αυτές θα τους σκαρώσω δυο ρίμες
κι ό,τι απομείνει σα στιγμή μου ανάκατη
κράτατη χρόνε, πες μου πως να ξεμπλέξω
από όσα μέσα μου έχω και γύρω μου αντέχω
κι όσα στις πλάτες μου δικά τους άφησαν να διαλέξω
με ό,τι έχει μείνει θα αλλάξω τους κανόνες να παίξω.
Στάχτη - πατάω στη στάχτη
πάρτε τα όλα - πρέπει να ξαναρχίσω, να χτίσω
από το τίποτα να βγάλω και να μείνει κάτι,
το μονοπάτι μ' ένα ποτάμι θα γεμίσω.
Με κουρέλια θα κεντήσω δυο αστέρια στον ουρανό
θα καρφιτσώσω μιαν ευχή για κάθε μέρα
κι αν δε φτάσει ούτε αυτό τότε θα βρω κηπουρό
ζωή και χρώμα να φυτέψει στα καμμένα.
Θα γίνω ο πιο μικρός καρπός από κριθάρι
το πιο ελάχιστο κι απλό του κόσμου πράγμα
μες στο γουδι θα λιώσω το τελευταίο απομεινάρι
κι ίσως σ' αυτό να χρωστάμε τα πάντα.
Απομεινάρια παντού - από το τίποτα χτίζω τα πάντα στο νου
Απομεινάρια παντού - στα σκουπίδια σας βρίσκω το φως του ουρανού
Απομεινάρια παντού - λύνω τα μάγια ενός καιρού σιωπηλού
Απομεινάρια παντού - κι ηλιοραπάρω μέχρι να φύγω γι' αλλού
Παραφυλάει ο καιρός - ύπουλος, σιωπηλός,
κάνει αμάν να μου λύσει τα μάγια, σαν όλα τ' αρπάγια
που σέρνει στον ιστό του ο πονηρός
της ζωής και για μένα μαζεμένα έφερε αποφάγια.
Με δάφνες και βάγια σε κουρασμένο γαιδούρι
θα με ανεβάσει, λέει, ψηλά σε δοξασμένη ανηφόρα
και σαν θα φτάσουμε εκεί, θα με σταυρώσει για γούρι·
εκτός αν του χαρίσω το αύριο για το τώρα - μεγάλη ώρα·
πες μου πως να ξεμπλέξω.
Να του μπερδέψω με αλήθεια τα χνάρια
Παζάρια δε κάνει· θα με πετάξει, μάλλον, έξω
ας γίνει έτσι, έχω φίλους καλούς στ' απομεινάρια.
Ρέλικα - μάτια τεμπέλικα,
πάρτε μου τ' όνειρο, πρέπει να ξυπνήσω, να ζήσω
απ' το μηδέν τα νιάτα ως τα γέρικα
θέλω να δω, γι' αυτό τον κόρφο μου θα φτύσω,
θα τραγουδήσω για να μπορέσω να συνεχίσω,
θα μου χαρίσω λουλούδια και δάση
κι αν φτάσει πρώτος, τότε πάλι εδώ θα γυρίσω,
θα γονατίσω και θα γίνω με το χώμα ένα και θα με χάσει.
Θα γίνω αστρόσκονη, του σύμπαντος σκουπίδι,
θα μαγαρίσω τα πιο όμορφα φεγγάρια
κι αφού θα χάσω μια για πάντα το σανίδι,
θα ηλιοραπάρω με τα δρομοαπομεινάρια.
Άσ' τους εκεί
Ήλιε μοιράστηκες μαζί μου ό,τι καλό μου είχε τύχει
φίλε κουράστηκες μαζί μου όταν μας πνίγαν οι στίχοι.
Τώρα που 'σαι Σε ποιά γωνιά του ουρανού έχεις αράξει.
άκου με λίγο, τα πάντα η νύχτα μου'χει τάξει
για να σε βρώ και στο βάλτο να σε φέρω
μα εγώ κάνω ρε ξανά πως δεν σε ξέρω
γιατί όσα έχω νοιώσει στο σκοτάδι κι απ' όσα είδα
μου μυρίζει ξανά σαν μια του θανατά παγίδα.
Γι' αυτό σου λέω άραξε εκεί στα λιμέρια σου τα φωτεινά
σαπίσαν όλα πια στο βάλτο και εδώ είναι πάντα σκοτεινά
τώρα χορεύουν τα ερπετά με το θάνατο παρέα
ασ' τους εκεί, ασ' τους εκεί περνάν ωραία.
άσε κι εμάς εδώ να τελειώσουμε μαζί τους
όρκο σου δίνω όμως την τελευταία ν' ακούσω πνοή τους
ξέχνα το βάλτο φτιάξε άλλο παραμύθι
άσε να το παλέψουμε μονάχοι κι όσο κρατήσουν οι μύθοι.
Άστεγη μπαλάντα
Η άστεγη μπαλάντα μας απόψε βρήκε σπίτι
τα κατάφερε καλά εστω και με τη τρίτη
και όσο ωραία ήταν η φέξη ετσι θα ναι και η χάση
με τούτη τη μπαλάντα που μαζί μας θα γεράσει
Θυμήθηκα ξανά κάποιον που μου 'χε πεί
αν συνηθίσεις την σιωπή σειρά μετά έχει η ντροπή
κι αναρωτιέμαι ξανά πέρα πως θα τα βγάλω
νοιώθω μικρή φωνή σε ταξίδι μεγάλο
που με φλερτάρει η κιθάρα και τα 'χω κάνει μαντάρα
κι όσο μοιάζει απλό τόσο μου μοιάζει κατάρα
αν είναι όσα πω να ταξιδεύουν για πάντα
πρέπει να μοιάζουν τραγούδι, μια άστεγη μπαλάντα.
Στο δικό μας σπιτικό ίδια η χάση με τη φέξη
γυμνή η ψυχή μου έτσι γουστάρω κι όσο αντέξει
φρεσκοξεπλημένη αγάπη μου 'χει στήσει καρτέρι
δεν φοβάμαι μα λυπάμαι δεν της δίνω το χέρι.
Προτιμώ να γυρίζω στο φεγγάρι και να λέω ευχαριστώ
σε ένα μπουκάλι με αλκοόλ σαράντα τοις εκατό
στην μοναξιά μου να φτιάχνω παραμύθια με κόσμο
να ρίχνω ψύχουλα μη χάσω το δρόμο.
Στην άστεγη μπαλάντα μας κανέναν δεν τρομάζει η φυγή
στα πέτρινά τους χρόνια εμείς μαζεύαμε βροχή
κανέναν πούστη ακόμα δεν κάναμε δώρο στο χώμα
γι' αυτό με κυνηγάει ένα βρόμικο στόμα.
Σ'αυτήν εδώ την μπαλάντα οι ανάσες γίνονται ευχές
και μαχαιριές οι ματιές
κι αν δε σου μοιάζει χιπ χοπ σαν τα συνηθισμένα
δεν με νοιάζει εδώ η κιθάρα ρε βαράει για μένα.
Η άστεγη μπαλάντα μας απόψε βρήκε σπίτι
τα κατάφερε καλά εστω και με τη τρίτη
ήρθε να με φιλιώσει και εγω τα ανέχτηκα
ήρθε να μου θυμίσει ποσο πολύ ξοδεύτηκα
σε τούτη τη hiphόπολη που ρίχνει ψέμα βροχή
στους δειλούς μόνο ταιριάζει η φυγή
και όσο ωραία ήταν η φέξη ετσι θα ναι και η χάση
με τούτη τη μπαλάντα που μαζί μας θα γεράσει
Βαράει κι ο χρόνος παρέα, αλλα ποιός τον παίρνει σοβαρά
στο φευγιό μας δεν τον βάζουμε ποτέ σε σειρά
ένα μικρόφωνο δεν φτάνει ούτε η κιθάρα περισσεύει
απόψε τα άλλα η ψυχή μας μάλλον δεν τα αποφεύγει.
Κι εσύ μαλάκα που βιάστηκες να χαρείς
μου έδωσες τόσο κουράγιο απ' το Low Bap να το βρείς
να 'σαι καλά κι έτσι να βιάζεσαι πάντα
κι εγώ θα σου στέλνω πάντα τα άσχημα μαντάτα.
Την προηγούμενη φορά είπαμε να μην νοιαστεί κανείς
αλλά νοιαστήκαν αρκετοί κόντρα της παρακμής
γι' αυτό για πάρτη τους τα λέμε όλα απόψε
κι αν θες να αφήσεις κακό λιγάκι, κόψε.
Η άστεγη μπαλάντα μας φοβάται πια τους τοίχους
ξέφυγε απ'τους ήχους, φίλιωσε με τους στίχους
συνήθισε στο κρύο, βαρέθηκε τα αντίο
έφτιαξε το ρεφρέν της και μοιράστηκε στα δύο.
Η άστεγη μπαλάντα μας απόψε βρήκε σπίτι
τα κατάφερε καλά εστω και με τη τρίτη
ήρθε να με φιλιώσει και εγω τα ανέχτηκα
ήρθε να μου θυμίσει ποσο πολύ ξοδεύτηκα
σε τούτη τη hiphόπολη που ρίχνει ψέμα βροχή
στους δειλούς μόνο ταιριάζει η φυγή
και όσο ωραία ήταν η φέξη ετσι θα ναι και η χάση
με τούτη τη μπαλάντα που μαζί μας θα γεράσει
Μας άφησε πολλά, ενώ είχε τάξει λίγα
μας έδειξε πατρίδα μα έκανα πως δεν είδα
έφυγε σαν γουλιά μα μου 'χει αφήσει τ' άρωμά της
χάθηκε μακριά μα ακούω ακόμα την καρδιά της.
Εγώ της είχα πεί αν θέλει να μείνει στην ψυχή μου
για πάντα μα εκείνη γέλασε μαζί μου
μου 'πε ευχαριστώ κι ένα όχι ευγενικά
και πως ποτέ από φτωχούς δεν παίρνει δανεικά.
Η άστεγη μπαλάντα μας απόψε βρήκε σπίτι
τα κατάφερε καλά εστω και με τη τρίτη
ήρθε να με φιλιώσει και εγω τα ανέχτηκα
ήρθε να μου θυμίσει ποσο πολύ ξοδεύτηκα
σε τούτη τη hiphόπολη που ρίχνει ψέμα βροχή
στους δειλούς μόνο ταιριάζει η φυγή
και όσο ωραία ήταν η φέξη ετσι θα ναι και η χάση
με τούτη τη μπαλάντα που μαζί μας θα γεράσει
Αφιερωμένο
Το τραγουδάκι αυτό είναι αφιερωμένο σε σένα που λες πολλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και σε σένα που κανείς οτιδήποτε για ν' ανέβεις ψηλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Ακόμα και σε σένα που σέρνεσαι σα σαύρα χαμηλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Είναι και για σένα το φλώρο που φοβάσαι τη φωτιά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Είναι και για σένα που σε έκανε η δικιά σου κέρατα
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και για σένα πατέρα συγνώμη που δεν έφερνα στο σπίτι μας λεφτά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα δασκάλα που μου έμαθες γράμματα πολλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα λοχία που σε θυμάμαι να φωνάζεις δυνατά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και για σένα κυρ αστυνόμε τέρμα οι μπόμπες πολλά φίλια κι ας τα παλιά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα υπουργέ μας που τα λες όλα καλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα Ευρώπη που μας πετάς παντού πολλά λεφτά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα πρώην βασιλιά που ζεις εκεί στη ξενιτιά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και για σένα «Κινεζάκι» με τη γερμανική λαλιά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και για τ' αφεντικό μου που με έδιωξε από τη δουλεία
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Φωνάξτε όλοι πολύ και για μένα που αρχίδια ζάλισα πολλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Αφιερωμένο
Το τραγουδάκι αυτό είναι αφιερωμένο σε σένα που λες πολλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και σε σένα που κανείς οτιδήποτε για ν' ανέβεις ψηλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Ακόμα και σε σένα που σέρνεσαι σα σαύρα χαμηλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Είναι και για σένα το φλώρο που φοβάσαι τη φωτιά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Είναι και για σένα που σε έκανε η δικιά σου κέρατα
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και για σένα πατέρα συγνώμη που δεν έφερνα στο σπίτι μας λεφτά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα δασκάλα που μου έμαθες γράμματα πολλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα λοχία που σε θυμάμαι να φωνάζεις δυνατά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και για σένα κυρ αστυνόμε τέρμα οι μπόμπες πολλά φίλια κι ας τα παλιά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα υπουργέ μας που τα λες όλα καλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα Ευρώπη που μας πετάς παντού πολλά λεφτά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Για σένα πρώην βασιλιά που ζεις εκεί στη ξενιτιά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και για σένα «Κινεζάκι» με τη γερμανική λαλιά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Και για τ' αφεντικό μου που με έδιωξε από τη δουλεία
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Φωνάξτε όλοι πολύ και για μένα που αρχίδια ζάλισα πολλά
- άντε και γαμήσου εγώ περνάω καλά.
Βαθύσκιωτα
Μες στα βαθύσκιωτα εκεί…
Όταν σιμώνουν προς τα εδώ
οι σαλταδόροι της στιγμής,
ψάχνω και βρίσκω το κακό που κουβαλάω στα βάθια μου.
Κι αν είναι βήμα σφαλερό
που θα ’μαι ο ταπεινωτής,
έχω δυο κέρματα βαριά ν’ ακουμπήσετε στα μάτια μου.
Όταν σιμώνουν προς τα εδώ
τα ξέφτια τα σκοταδερά,
στ’ όνομα των προδομένων ζεματάω το μαχαίρι μου.
Ακροπατώντας τραγουδώ
για τα λερά θανατερά
μαντατοφόρος γίνομαι εγώ και το αγριοκαίρι μου
για σένανε στα βαθύσκιωτα εκεί.
Πού τρέχεις, τραγουδάς
Όπου χαρά κι ο μαλάκας πρώτος.
Tα παίρνεις και το γλεντάς.
Πίνεις και γελάς,
σαν ένας τζούφιος κι ακίνδυνος κρότος
γύρω απ’ τ’ αυτιά μου περνάς.
Σκάβεις τους αρμούς
χασκογελάνε μαζί σου οι νεκροί σου
- τι παγερή φυλακή…
Μα στης ξεφτίλας τους σπασμούς
σε νταντεύει καλά η σιωπή σου
μες στα βαθύσκιωτα εκεί.
Όταν σιμώνεις προς τα δω
από την άφεγγη σου στράτα
λαχανισμένα τα ρολόγια σε τρέχουν στα ξέβαθα
να ρίξεις λάσπη αντί νερό
στα κινούμενα σου νιάτα,
γνωστέ κι ανήμπορε
σ’ έφτυσαν κι έμαθα
για σένανε στα βαθύσκιωτα εκεί.
Πού τρέχεις, τραγουδάς
Όπου χαρά κι ο μαλάκας πρώτος.
Tα παίρνεις και το γλεντάς.
Πίνεις και γελάς,
σαν ένας τζούφιος κι ακίνδυνος κρότος
γύρω απ’ τ’ αυτιά μου περνάς.
Σκάβεις τους αρμούς
χασκογελάνε μαζί σου οι νεκροί σου
- τι παγερή φυλακή…
Μα στης ξεφτίλας τους σπασμούς
σε νταντεύει καλά η σιωπή σου
μες στα βαθύσκιωτα εκεί.
Βγάλε την πρίζα
Αναρρώνουν, αφού γεννήσαν οι λεχώνες
συνωμότικούς, τηλεοπτικούς, μοντέρνους κανόνες.
Δημοκρατία εκπαραθυρώνεσαι με καμάρι,
θάβεσαι μόνη σου - μ' αυτό που έσπασες φτυάρι.
Γελοία ανθρωπάκια, μιζέρια κεράστε με·
υπνωτισμένο βγάλτε με στο γυαλί και δικάστε με.
Αξιότιμοι κύριοι, κορίοι και νενέκοι
φέρτε μαλλί στην παρακμή που το μέλλον μας πλέκει
και μας εμπλέκει, μας φτιάχνει επικεφαλίδα,
μας βλέπει σαν απόστημα και σαν παρανυχίδα.
Δασκάλοι μη ξεχάσετε, δικηγόροι μη δειλιάσετε
μικρές φωνές μη σωπάσετε.
Μη μονιάσετε οι τρελοί με τους απ'έξω που χάνονται
στο τίποτα και δεν αισθάνονται.
Μη πεθάνετε· τέρμα πια τα χατήρια.
Μη δίνετε άλλο αίμα στα τηλεοπτικά βαμπίρια.
Βγάλτε τη πρίζα ρε, βγείτε έξω και ζήστε,
μαζέψτε όμορφα, βρείτε κουράγιο και μιλήστε
και μυρίστε, είναι ψεύτικος για άλλη μια φορά ο καπνός.
Η φωτιά ζει σε περάσματα κρυφά, ευτυχώς.
Δεν είναι οπερέτα και μπουλούκι σαλταδόρων,
λουμπεναριό σε παράδοση άνευ όρων,
ούτε απροκάλυπτη συχνοπαραθυροφιλία
ούτε πνιγμένοι Νεοέλληνες απ' την τρομολαγνεία.
Γλυκειά δημοκρατία, μην εκδικείσαι.
Βρώμικος, μη γίνεις, καφενές· μην αρνείσαι
τη πιο βαθιά σου και αιώνια ρίζα.
Κινήσου πρώτη και βγάλε την πρίζα.
Βγάλε την πρίζα - ρίξε ασβέστη στη ρίζα.
Κάψε της ψυχής σου το μπάτσο.
Βγάλε τη πρίζα - να σκοτεινιάσει η μαρκίζα.
Λύτρωσε τον παλιάτσο.
Βγάλε την πρίζα, μας βγάλαν νόμιμη βίζα
για του φόβου τη γιάφκα.
Βγάλε την πρίζα - μια τελευταία ευκαιρία
πριν μας τελειώσουν μαλάκα.
Television in the mornin', afternoon, and evening,
winter, summer, autumn and spring.
Twelve months in the year they do the same thing,
they let the television control the life, their living.
I think some people are scared to face reality,
so they spend all their life in front the TV.
For a man like me, it's so sad to see,
so me come to free the world with musical energy.
Turn off your TV and pull the plug out of the socket.
These are serious times, peopl' you better watch it.
There's pollution in the air and it's destroying the planet.
So, what can we do right now to try and stop it.
Κλεμμένη μας συνείδηση έγινες είδηση,
βολικό έγινες θέμα για συζήτηση.
Πλέκεις για λίγο την ίδια με τους φασίστες τριχιά,
κρεμάς πριν δικάσεις, πριν ακούσεις μιλιά.
Μη σπάσεις, μικρή αιρετική μου σανίδα,
θα πέσω πάνω στη φανταστική τους πυραμίδα.
Κι ό,τι κι αν είδα, κι ό,τι κι αν ένιωσα
χωρίς να μιλήσω, θα 'ναι σα να το παρέδωσα.
Ποτέ δεν ενέδωσα στην αστική τους ανία,
ούτε για μια στιγμή δε σκιάχτηκα απ' την τρομολαγνεία
που σκορπούσαν παντού επαγγελματίες κινδυνολόγοι.
Ακόμα αντέχω· ψάξε υπάρχουν χίλιοι λόγοι.
Βγάλε την πρίζα και σύρσου χάμω
απ' τους συρμάτινους φράκτες του Γκουαντανάμο.
Βγάλε την πρίζα του φωτεινού τους ουρανού,
μίλα με τους Ζαπατίστας με σήματα καπνού.
Βγάλε την πρίζα, το κακό έχει ρίζα.
Βγάλε την πρίζα να σκοτεινιάσει η μαρκίζα.
Βία
Νοιώθω την ένταση τριγύρω κακό σημάδι
σαν άρωμα πολέμου απλωμένο στο σκοτάδι
τα πάντα είναι ανήσυχα διάχυτος ο φόβος
βαριά ατμόσφαιρα και επώδυνος ο χρόνος.
Γίνεται αρχή ακούω παντού δηλώσεις
να σε καλούν το χρέος λεει να πληρώσεις
και εσύ καλό παιδί υπακούς στον αρχηγό
βουτάς στο όχλο και βούρ για το κενό.
Με θιγμένο εγωισμό και συνείδηση νεκρή
μα δε σκέφτηκες ρε βλάκα ότι μπορεί
να κονομάν με τη μαγκιά σου ή τα χαμένα όνειρά σου
κρατώντας εθισμένη τη γενιά σου
σε ένα παιχνίδι και καλά περιθωριακό
ποντάροντας για πάντα στης ζωής το μυστικό
και στη δίψα εκείνη που έχει κάθε παιδί
παλεύοντας στο βούρκο την αλήθεια για να δει.
Να ξεχωρίσει, να παίξει, να νικήσει
κι αφού γυρίσει το παιχνίδι να ζητήσει
λίγη εξουσία και για χάρη όλων αυτών
να μπει για τα καλά στο παιχνίδι των δειλών.
Μη μασάς με τη στημένη βία όλων αυτών
μη μπεις ποτέ στο παιχνίδι των δειλών
μην αφήνεις την ζωή σου στα χέρια των πολλών
φτύσε το στημένο το παιχνίδι των δειλών.
Φοράν στη βία μάσκα ριζοσπαστική
της δώσαν και όνομα σαν φόρμα αστική
και την ρίχνουν να χορεύει εδώ και εκεί
κι η γιορτή καλά κρατεί.
Κι όλοι εκείνοι οι εκλεκτοί εκ του ασφαλούς
να συλλέγουν για στημένους οπαδούς
ψυχές βασανισμένες με ενοχές
που αναζητούν την ελπίδα σε παλιότερες ευχές.
Και τέλειο σαν θύμα με συναίσθημα αρκετό
για να γίνει ένα σύγχρονο ερπετό
μεταλλαγμένο με ανθρώπινη μορφή
και έτσι ζυγώνουν οι μεγάλοι την κορφή.
Σέρνοντας θύματα μαζί τους
κι ανοίγει πιο πολύ η όρεξή τους
να ποντάρουν στη βία εν ονόματι τρελών
στο στημένο το παιχνίδι των δειλών.
Μη μασάς με τη στημένη βία όλων αυτών
μη μπεις ποτέ στο παιχνίδι των δειλών
μην αφήνεις την ζωή σου στα χέρια των πολλών
φτύσε το στημένο το παιχνίδι των δειλών.
Σταμάτα ρε το παιχνίδι είναι στημένο
γι' αυτό είμαι εδώ και συνεχίζω να επιμένω
πως δε σου αξίζουν όλα αυτά και είναι κρίμα
να νοιώθεις άνετα ενώ είσαι το θύμα.
Μάθε ρε να φτύνεις ότι σου χαλάει τη γεύση
και όπως πάντα πίσω υπάρχει μια θέση
που γράφει το όνομα σου με γράμματα δικά σου
και έχει κλειδωμένο ότι άφησες απ' τα όνειρά σου.
Μα πρέπει να το πας απ' την αρχή
τα πράγματα είναι δύσκολα εδώ θέλει αντοχή
εδώ δεν έχεις την βοήθεια κανενός
μα σαν κοιτάς ψηλά υπάρχει ο ουρανός
Και αλήθεια είναι αυτό που μας ενώνει
κάθε φορά που μας πληγώνει
η μοναξιά που γίνεται όπλο όλων αυτών
στο στημένο το παιχνίδι των δειλών.
Βλακόστρωτο
Μάνο, σ' αυτό το τόπο το βλακόστρωτο
και που φωνάζω, τίποτα δε κάνω.
Μάνο, ζούμε με φόβο αλλόκοτο
γι' αυτό σου λεω, καλά περνάτε εκεί πάνω.
Μάνο, το μυαλό μου αυτοεξορίστηκε
μάλλον, νομίζω πως τα χάνω.
Μάνο, το καθεστώς μας ερεθίστηκε
και θέλει να 'ναι συνέχεια από πάνω.
Μάνο, πολιτισμός σε αποσύνθεση.
Φτάνει κι η Ολυμπιάδα - αυτό μας έλειπε από πάνω.
Μάνο, θα πουν πως σου 'κλεψα τη σύνθεση.
Εντάξει - αφού το ξέρουν, εγώ δε παίζω πιάνο.
Μάνο, θα ξεράσω στη πατρίδα μου
κάπου θα έφαγα τρελή αχ-Ελλάδα, Μάνο.
Μάνο, θα στήσω μόνος τη παγίδα μου
ψάχνω κουράγιο και θα τη κάνω.
Γι' αυτούς που αντιστέκονται
Τι θα μπορούσα να σου πω που να μη ξέρεις σα νερό
Στα κόκκινα θα φλυαρώ, το πέταγμα σου βουερό.
Στους δρόμους φέρνεις της ζωής τ' αγουροξύπνημα,
γοργοσαλεύεις , γυρεύεις, γίνεσαι μήνυμα και κίνημα,
βαραίνεις τ' άδειο χώμα και τον κούφιο ουρανό,
βλέπεις και βλέπεσαι και σπάζεις το κεφάλι το στενό.
Μιλάς με ποιημα. Κάποιοι σου πάνε κόντρα ή πρίμα
με μια ανισόρροπη κι αδέξια παντομίμα
για να ταιριάξουν τσίμα τσίμα όπου τους πάει το κύμα·
κρίμα - το σάλιο σου κράτα, όταν θ'ανέβεις στο βήμα.
Ίσως να φτάνει αυτό και η σιωπή σου,
το βουητό στα δέντρα και το ουρλιαχτό της γης σου.
Είσαι ασυγχώρητος που ζεις και αντιστέκεσαι,
συνωμοτείς με τα πουλιά, στον ήλιο φάτσα στέκεσαι.
Κάθεσαι διπλοπόδι στα μνήματα - ανθός·
και είσαι στη στράτα την καλόστρωτη, ο γκρεμός
ή το ανηφόρι που μεταξωτό το στρώνει το σκουλήκι
μ' έργο μεγάλο και μικρό, με βράχο με χαλίκι.
Από παντού τώρα ξεσπάς το μαγικό σου ξόρκι
και με συνέπεια στα ναι σου και στα όχι.
Είναι ασυγχώρητοι όλοι αυτοί που αντιστέκονται
από εκείνους που τα πάντα ακόμα δέχονται.
Είναι ασυγχώρητοι όλοι αυτοί που αντιστέκονται,
μα εγώ ζω μ' αυτούς που αντιστέκονται.
Τα λόγια σου τσεκούρι κι αγωνία,
συλλαβιστά συνθήματα σε ξαφνική πορεία.
Πότε κρασί θαυματουργό ο αντίλογος σου
πότε ωμό τον αμολάει ο θυμός σου
ορθάνοιχτο φασκέλωμα στα μάτια των ανθρώπων,
λογής κοπής ηλίθιων, τζουτζέδων και πιερρότων.
ʼλλοτε γίνεται η φωνή, πολεμική καμπάνα
σε ξυπνάει την αυγή, σεμνή γλωσσοκοπάνα.
Ιδρώνεις κι όρθιος στέκεσαι σε πυρωμένη στράτα·
σα πειρατής το θησαυρό, το αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος αν είσαι, ίδιους μ' εσένα χτίσε
κι όσους κρατούν κακά στοιχειά, το μάγεμά του λύσε.
Είσαι λιοντάρι, φτύσε την αγορά των μυθων, ζήσε.
Απ' τη καρδιά το αφιόνι γιάτρεψε, τα δάκρυα σβήσε.
Κι εγώ θα στείλω ευχή στ' ανέμου τ' αυτί
να είσαι καλά, να μη στερέψουν τα γιατί,
να μη σ' αγγίξουνε του εχθρού, του γείτονα τα βόλια,
μη σου λείψει το χαρτί, λιμάνια αραξοβόλια
και να 'χεις συντροφιά καλή στο μοναχό ταξίδι
τον όρκο σου, τον στόχο σου, το μέλι και το ξίδι.
Για τη γιαγιά
Ένα παράπονο από μένα έχω τόσο καιρό,
σε κάποιον που έπρεπε να πω ευχαριστώ,
δε το είπα ποτέ από εγωισμό,
μα τώρα θέλω να κάνω αυτό που νιώθω σωστό.
Νομίζω, ήρθε ο καιρός σε εκείνη να πω
ένα μεγάλο ευχαριστώ και ότι την αγαπώ,
για όλα όσα έχει κάνει εκείνη για μένα,
και της υπόσχομαι να μη πάνε χαμένα.
Έκανε θυσίες για μένα πολλές,
καταστάσεις έχει ζήσει με μένα τρελές.
Από μικρό παιδί την είχα στο πλευρό μου
να ανέχεται ό,τι πέρναγε από το μυαλό μου.
Σε ένα δωμάτιο δίπλα στο δικό της,
το κάθε όνειρό μου ήτανε κι όνειρό της.
Για μένα τυραννούσε το μυαλό της,
μου έδινε το κάθετί δικό της.
Γέλαγε μαζί μου, όταν γελούσα,
έκλαιγε όταν άσχημα της μιλούσα.
Έφευγε όταν γκόμενα της κουβαλούσα,
δίπλα μου πάντα κι όταν πονούσα.
Κι έτσι κυλούσαν για μένα τα χρόνια,
ζωντανές αναμνήσεις από κάθε χειμώνα.
Οι ζωγραφιές στο δωμάτιο να μου θυμίζουν,
πως τα ωραία χρόνια πίσω δε γυρίζουν.
Τώρα σε άλλο δρόμο βάζω πάλι τη ζωή μου
και για πρώτη φορά δε θα είσαι μαζί μου.
Θα μου λείψουν η γκρίνια κι οι φωνές σου,
θα μου λείψουν τα χαμόγελα κι οι χαρές σου,
θα μου λείψει να ξυπνάω και να είμαι κοντά σου,
να τρομάζω όταν βλέπω φιλέ στα μαλλιά σου,
με τις γκόμενες που έφερνα γκάφες να κάνεις,
να μου λες]
Για τη φωτιά μη μου θυμώνεις
Low Bap όταν μιλάω να με κοιτάζεις
μέσα στα μάτια καλά και μη τρομάζεις
Καλόμαθες, πέντε χρόνια τώρα σ' αγκαλιάζω
(μες στο δροσάνεμο που αναγαλιάζω)
Θυμάμαι, η γέννα ήτανε βαριά, έπεσε μαχαίρι
όρκος με αίμα χαραγμένος στο χέρι
η κολυμπήθρα είχε φωτιά και νονός ο ουρανός μας
(τότε βαπτίσαμε Low Bap το τ' ονειρό μας)
κι άρχισε ο φόβος να σκεπάζει την ουσία
πριν δεις τη χαρά, ένοιωσες την προδοσία
Γι' αυτό σε έφτιαξα μύθο, δε σε γούσταρα φονιά
(εδώ στου κόσμου τη μικρή μας τη γωνιά)
Τα πρώτα λόγια σαν τον αγέρα απλώσαν
κι οι σιωπηλοί απ' την αρχή σου θυμώσαν,
γιατί τους μοιάζαν όλα απ' έξω φερμένα
(τα 'χω πληρώσει δυο φορές δεν είναι κλεμμενα)
ανοιχτά τα χαρτιά κι όλοι ψάχναν πως κλέβεις
άλλοι λέγαν στο ανακάτεμα πως τα μπερδεύεις
δεν ήταν τύχη, απλά ήταν θέμα γραμμής
(γιατί δε παίξαμε ποτέ λόγω τιμής)
έλειπε ο αντίπαλος στο μεγάλο κόλπο
ήσουνα μόνος στου φευγιού μου τον τόπο
κι άκουγες ψέμα και αλήθεια για σένα να ρωτάνε
(όλα τελειώνουνε κι όλα περνάνε)
Υπάρχουν μάγκες που όσα λέγαν κρατήσαν
κι άλλοι πολλοί που νύχτα λακίσαν
δεν άντεξαν και πνιγήκαν εκεί κάτω
(σ' αυτό που ο χρόνος κι οι θεοί φτιάξανε βάλτο)
Υπήρχαν κι άλλοι που φύγαν και μιλάνε με δέος,
υπήρχαν κι άλλοι πολλοί που αφήσανε χρέος
γι' αυτό και πρόσεχα τη κάθε σου ανάσα
(μέχρι να πάρω επιτέλους χαμπάρι τη φάρσα)
που μου 'χες στήσει γλυκιά ζωή καλή μου
τη φωτιά να κουβαλάω πάντα μαζί μου
Ευχή μου να 'χω μεγάλα ταξίδια
(μα χωρίς φως όλα τα γκρίζα στην ψυχή μου είναι ίδια)
Μη μου θυμώνεις φωτιά, μη μου θυμώνεις
εγώ σου πέταγα στιγμές για να φουντώνεις
εγώ σε κράτησα μακριά απ' τη γιορτή
(να γίνουν άτρωτοι οι τρωτοί)
Εγώ σε έφτιαξα κι αστέρι απ' τη φυλή του ουρανού
να το 'χεις πάντα όπου και να 'σαι κατα νου
Εγώ σου χάρισα την πιο κατάλληλη στιγμή
(μια ωραία μελωδία απο σένα παρακμή)
για να χαρεί μονάχα όποιος αντέξει
ανάμεσα στη χάση και στη φέξη
να δει τ' αγκάθια ψηλά και τον ήλιο από κάτω
(γιατί οι σπόροι γίναν μύθοι μες το βάλτο)
Μη μου θυμώνεις μάτια μου,
δε μοιάζεις με τα ξένα
γιατί εγώ έδωσα ψυχή
σ' όσα είχα δανεισμένα
Μη μου θυμώνεις μάτια μου
κι ας πάνε όλα χαμένα
που πέταξα τα νιάτα μου
μες στη φωτιά για σένα
Μη μου θυμώνεις μάτια μου
αν θα 'ρθουν και μαλάκες
μπέρδεψα χθές τα χνάρια μου
και θα φανούν οι μάγκες.
Για το μέρωμα της μνήμης
Βαρύς χειμώνας σε πλάτες γυρτές,
απέραντη σιγή ξανά σαν χτες …
Κοπάσαν οι καιροί, δεν ακούω τη φωνή σας,
όσοι είναι νικητές είναι και ηττημένοι.
Το Low bap τραγουδάει τη σιγή σας
και παίρνουν εκδίκηση οι ξεγραμμένοι.
Είστε όλοι ανίκανοι λίγο να φτερακήσετε
για να ξεφύγετε απ’ της λάσπης την έλξη,
σας απαντάω εγώ πριν με ρωτήσετε
για τα ατιμώρητα μόνο φωτιά ούτε μια λέξη.
Και να, επιτέλους φτάσαν οι βροντές,
να πνίξουν χαρές πλαστές.
Τί με κοιτάτε ρε ηλίθιοι δειλομακρεμένοι
Σας φασκιώσαμε με φόβο πριν τη φευγάλα
και μ’ ό,τι πιο βρώμικο στεφανωμένοι
σύρατε μια ολόκληρη εποχή στην κρεμάλα.
Λιώσατε τις τύψεις και το μέλλον αρτύσατε,
φέρατε το τίποτα εδώ να γεράσει,
μα για το μέρωμα της μνήμης μας και για όσα βρωμίσατε
απ’ τα χέρια μας θα πάει όποιος ξεχειμωνιάσει.
Έτσι απλά για το μέρωμα της μνήμης μας και μόνο…
Δανεικές προσευχές
Στις δανεικές τις προσευχές
δε πιάνουν τόπο οι ευχές
ένα σου γίνονται οι φωνές
και συνηθίζεις με το χθες
τις δανεικές τις προσευχές
μάθε να μη λες.
Στις δανεικές τις προσευχές
πονάς για άλλων τις πληγές
κι αν οι ανάσες οι παλιές
τώρα σου ακούγονται κραυγές
στις δικές σου προσευχές
ζήτα ότι θες.
Στις δανεικές τις προσευχές
κουμάντο κάνουν οι ενοχές
και στων αγγέλων τις γιορτές
οι κλεμμένες οι στιγμές
πάντα θα μοιάζουν με ευχές
ψέμα όπως θες. Στις δανεικές τις προσευχές
πρέπει για όλα εσύ να φταις
κάποιοι σου λέγαν πως σ' αυτές
ξεπλένονται οι ψυχές
με τις δικές τους προσευχές
γέρασες και κλαις.
Δε θα με βρεις
Να σου λοιπόν σ' αυτές τις μέρες τις παράξενες
μ' άλλον αέρα απ' αυτόν που πριν ανάσαινες
πιο καθαρό, πιο φρέσκο, με μια ωραία μυρωδιά
καλή τύχη και με 'γεια σου η καινούρια σοδειά.
αφησες πίσω και τα λόγια σου τα ζαλισμένα
τώρα δείχνουν όλα όμορφα και νοικοκυρεμένα
έφυγε το άγχος και καταλάγιασε η οργή
μοιάζετε τώρα όλοι σπουδαίοι ταχυδακτυλουργοί.
Το ίδιο μενού, μπα! Εγώ το βλέπω χλωμό
τώρα έμαθες το θήραμα δε τρώγεται ωμό
θέλει καλή γαρνιτούρα, θέλει και μπόλικη σάλτσα
θέλει ποδάρια λαγού και του διαβόλου την κάλτσα.
Θέλει η πένα χαρτί και η μάπα θέλει γυαλί
για την αλήθεια και το ψέμα είναι φθηνό το μαλλί
κι αφού κινείσαι στην πιάτσα, τα μυστικά τα γνωρίζεις
χωρίς να πάρεις δανεικά, λόγια πίσω γυρίζεις.
Μα δε βαριέσαι αφού ζούμε κάτω από την ίδια σκέπη,
συνέχισε να ψάχνεις κι εσύ εκεί που πρέπει
εγώ θα κρύβομαι μες στις θαυμάσιες μέρες
κι εκεί δε θα με βρεις ούτε με σφαίρες.
Δε θα με βρεις ποτέ και γουστάρω,
γιατί με ψάχνεις κι εσύ εκεί που πρέπει. Δε θα μ' αγγίξεις πριν να σου πάρω
όσα για σένα η ψυχή μου επιτρέπει. Δε θα με μάθεις ποτέ, δε θ' αφήσω
θα ζω ένα ψέμα και μια αλήθεια περίσσια.
Δε θα νικήσεις κι αν δε νικήσω
το παιχνίδι αυτό θα λήξει στα ίσια.
Και μη φοβάσαι αν η ζωή σου μοιάζει άδικη
εδώ και χρόνια είμαστε όλοι συγκατάδικοι
σ' ένα ασπρογάλαζο που δε τα βρίσκει με το γκρίζο
κι αφού δε με ορίζω μη χαλιέσαι αν σε βρίζω. Έτσι κι αλλιώς φοράς τα σάβανα από γεννησιμιού σου
κληρονομιά ίσως τ' αφήσεις και του γιου σου
παρέα με λίγα φράγκα και αρκετούς γνωστούς
κι ότι είχες γράψει τόσα χρόνια για μας τους θνητούς.
ι' αυτό σου λέω, τι είναι ρε Γιατί φωνάζεις
Γιατί ψάχνεις ένα ζόρικο τέλος
Εδώ είμαι εγώ και εσύ αλλού κοιτάζεις
όπως πάντα σε λάθος μέρος. ι' αυτό είμαι σίγουρος, δε θα μ' αγγίξεις πριν σου πάρω
όλα εκείνα που η ψυχή μου ζητάει για να νετάρω
οι άλλοι φαίνεται σε πήρανε πολύ στα σοβαρά
σε βρίζαν και σου δίνανε μεγάλη χαρά.
Εγώ για πάρτη σου δεν ήρθα για καλό, μα τι να κάνω
παίξε τώρα, σειρά σου εγώ ξέρω να χάνω
αν έχεις τ' από κάτω σου ακόμα ρίσκαρέ το
στη χειρότερη να φύγουμε κι οι δυο μας πακέτο.
Δε θα ξεχάσω
Σε δυο γέρικα μάτια το καημό πάνω διαβάζω
κι όλα αυτά που βλέπω πάνω τους με κάνουν να τρομάζω.
Βλέπω τόσο πόνο ή μήπως είναι τύψεις
Ή ένα θαμμένο μυστικό που ορκίστηκες να κρύψεις
Πες μου σε παρακαλώ, συμπέρασμα δε βγάζω,
ν' ακούσω αλήθεια θέλω εγώ, ιστορία δε διαβάζω.
Τα ψέματα σιχάθηκα ν' ακούω μ' αγωνία
τα λίγα χρόνια που έκατσα απάνω στα θρανία.
Μου μάθανε πως ήρωες η χώρα ήταν γεμάτη,
πως όλοι ήταν καλοί και δεν υπήρχαν σκάρτοι,
κι αυτοί μετά τον πόλεμο εδώ που βασιλέψαν
όλοι τους ήταν καλοί, ποτέ τους δε μας κλέψαν,
και πως για την Ελλάδα μας όλοι κουραστήκαν.
Κι εγώ αναρωτιόμουνα οι προδότες που χαθήκαν
και το λαό ποιος έστελνε μες στα νησιά εξορία
και τα παιδιά ποιος έδερνε σε κάθε τους πορεία,
τα τανκς ποιος τα κατέβαζε και σκόρπιζε τον τρόμο,
την Κύπρο ποιος την πούλησε και σκότωσε τον κόσμο,
ποιος να 'ναι ο υπεύθυνος του μεγάλου χρέους
και ποιος ένα μας έκανε με βλάκες Ευρωπαίους.
Και τότε σ' είδα δίπλα μου άλλο να μην αντέχεις,
με δάκρυα μου μίλησες γι' αυτά που μέσα σου έχεις.
Δυο λέξεις, μου 'πες, θα σου πω για να ησυχάσω]
Δε σου φτάνει ρε
Θα 'πρεπε ν' αρχίσω με μια επίκληση στη μούσα μου
που σκίζεται για πάρτη μου κι ανέχεται τα γούστα μου
Μα δεν αξίζει το κόπο άσ' την εκεί που θρονιάστηκε,
περνάει καλά και ξεχάστηκε
Έτσι κι αλλιώς θα πάρω σβάρνα κάτι κι επιμένω
να 'μαι μόνος μου κόντρα στο πεπρωμένο
για να το δω να τραβάει τα μαλλιοκέφαλά του.
Που είμαι δίπλα του ενώ τρωει τα λυσσακά του.
Κάνω αρχή με διαπλοκή και μπόλικο συμφέρον
για να 'μαι επίκαιρος λιγάκι και στο άμεσο μέλλον
με βιβλία, μουσική, τύπο και πολιτισμό
με φιλανθρωπίες, έργα και εξευρωπαϊσμό
με επιχειρήσεις, κανάλια, σταθμούς και μετοχές
κοίτα ρε γρήγορα που αλλάζουν οι εποχές!
Κι εσύ, μεγάλε, μπορείς να καμαρώνεις
πήρες τα πάνω σου για τα καλά παντού σαρώνεις
αγοράζεις, δε σου φτάνει πουλάς, δε σου φτάνει
έχεις, νικάς, γκρεμίζεις δε σου φτάνει
Σου είπε αυτή η χώρα "ήμαρτον αφέντη"
και τότε άρχισε για όλους μας το γλέντι.
Δε σου φτάνει, ρε, η εξουσία που έχεις, ούτε το χώμα αυτό που πατάς
Δε σου φτάνει, ρε, κι αν αγοράσεις το χρόνο και σταματήσεις να γερνάς
Δε σου φτάνει ρε όλος ο πλούτος της γης κι ούτε το σύμπαν για πλάκα
Δε σου φτάνει ρε Όμως εγώ έχω κάτι που δε πουλιέται μαλάκα
Θα 'πρεπε να σου φτάνει που καταμεσής του ονείρου
ασχολείται με 'σένα ένας ποιητής εκ του προχείρου
καθώς σε συνοδεύουν βαρυσήμαντες δηλώσεις
σε φουαγιέ, μέγαρα και δεξιώσεις
Αφού για σένα μιλάνε στης γης τα πέρατα
για σένα γίνονται σημεία και τέρατα
Δε σου φτάνει μια καρέκλα ούτε καν ο καναπές
δε σου φτάνει από τον Όλυμπο να ρίχνεις αστραπές
είσαι η πλάτη τρανών και συνάμα ηλιθίων
είσαι ένα απόστημα παλιό γεμάτο πύων
Είσαι ο άρχοντας σε τούτη τη φραγκόπολη
είσαι το ζάρι το τριμμένο στη μονόπολη
Έχεις το ύφος παρθένας και ταπεινή είσαι σαν αγία
λουγκράτη συμφωνία για μοντέρνα σφαγεία
μπροστά απ' την "κόψη του σπαθιού την τρομερή"
στέκεσαι σα κόρη ψηλή και λυγερή
είσαι τρακτέρ σε κουρασμένο χωράφι
που όπου σκάψεις σπέρνει και θερίζει το σινάφι
Θέλεις να γίνεις του μυαλού μας χωνευτήρι
βολέψου απλά μ' ένα αϊ σιχτήρι.
Δεν ήταν η μέρα σου
- Θα μπορούσα πιο απλά να κάνω πως δε σ’ ήξερα
μα δεν είναι καημένε η μέρα σου σήμερα.
- Ώρες – ώρες με πιάνει κάτι και γυρνάνε όλα μέσα μου όπως απόψε πάλι
γνώριμη ζάλη, πύρινη αγκάλη απ’ τα κομμένα πόδια μου ως το κεφάλι
Άραγε να ’ρθες δίπλα μου πάλι πικροβγαλμένο κακό δαιμόνι
με φόβο με στοιχειώνεις και σέρνονται μαζί σου όλοι οι πόνοι
τραβήξου πέρα μάλλον δε στα ’πανε έγινα ατόφιο κομμάτι μάλαμα
ζω κι αναπνέω όπως γουστάρω και δεν περιμένω κανένα κάλεσμα
τρέχα και βρες γύρω τα ψοφίμια ίσως για μένα ακόμα είναι νωρίς
δε σε ξέρω δε σε φοβάμαι κι ούτε με νοιάζει τι μπορείς
- Θα μπορούσα να ’μουν σύντομη βροχή που τυλίγει χώματα,
μια παλιά ανάσα σου μ’ όλες τις θύμησες και τ’ αρώματα,
θα μπορούσα να ’μουν το αγιάζι κείνο πριν το ξημέρωμα
της πρώτης σου αγάπης το ρίγος και το ερωτοφανέρωμα
θα μπορούσα να ’μουν το καλό μονάχα, σ’ όλο το διάβα σου
ή να γινόμουν φως γύρω απ’ το κορμί σου κι ατέλειωτη αύρα σου,
θα μπορούσα να ’μουν όσα ευχόντουσαν για πάρτη σου,
μα δε τ’ άξιζες κι έτσι έγινα τα λάθη σου.
- Εγώ όμως έμαθα από τα λάθη μου και νιώθω όμορφα, νιώθω άτρωτος
θέλω να ζήσω τα υπόλοιπα και πολλά μου χρόνια αγνός και άβγαλτος
θα βγω και θ’ αγαπήσω ό,τι μου κρύψανε κι ό,τι λιγώνει την καρδούλα μου
λέω να ζήσω τη χαρά, τη βολή μου έτσι απλά, τη ζωούλα μου.
Γι’ αυτό από μπρος μου σήκω και χάσου δεν αντέχω πια κάτω απ’ τη σκιά σου.
Αν με χρεώθηκες απ’ το σκοτάδι μ’ άδεια χέρια γύρνα πίσω βιάσου
θα πλημμυρίσω με καλό και με φως όλα τα περασμένα μου
και δε μπορεί κάπου θα μου δώσει και μένα η τύχη τα φυλαγμένα μου.
- Θα μπορούσα να γινόμουν το κουράγιο που ονειρεύεσαι
να σε κάνω τόσο αγνό και άτρωτο όσο παινεύεσαι
θα μπορούσα να σου αφήσω σε γαλήνη τα μελλούμενα
να σου σβήσω όλα σου τα πριν, τα χρωστούμενα
ή ακόμα μερικές ευκαιρίες να σου ’δινα
για ένα μέλλον φωτεινό και στρωμένο βελούδινα
θα μπορούσα πιο απλά να κάνω πως δε σ’ ήξερα
μα δεν ήταν καημένε η μέρα σου σήμερα.
θα μπορούσα να ’μουν σύντομη βροχή που τυλίγει χώματα
Μια παλιά ανάσα σου μ’ όλες τις θύμησες και τ’ αρώματα
θα μπορούσα να γινόμουν το κουράγιο που ονειρεύεσαι
Να σε κάνω τόσο αγνό και άτρωτο όσο παινεύεσαι
Θα μπορούσα πιο απλά να κάνω πως δεν σ’ ήξερα
μα δεν ήταν καημένε η μέρα σου σήμερα.
Δέσε κόκκινο πανί
Δένω κόκκινο πανί πάνω στο χέρι μου σήμερα,
ήρθαν τ’ άγρια να διώξουνε τα ήμερα
από μέσα μου - φόρος τιμής σε κάθε κώδικα
που πολεμάει στις υπόγειες στοές του τυφλοπόντικα.
Δένω κόκκινο πανί στο χέρι μου και τραγουδάω
πριν πάρω εκδίκηση τη ρίζα μου κοιτάω
– καλά κρατάω· ξένος με τις εποχές γερνάω
κι ό,τι κακό φανερωθεί, δεν το ξεχνάω.
Δένω κόκκινο πανί απόψε δίπλα του πόνου,
γιατί το αύριο συλλαμβάνεται στην μήτρα του χρόνου.
Είναι γνωστό σημείο αυτό κι είναι το έσχατο
ας τους να θάβονται – πρόσεχε πέρνα το.
Δένω κόκκινο πανί στα περήφανα καράβια
που ήρθαν στο απάγκιο μου σα φοβισμένα κουτάβια.
Δένω κόκκινο πανί στα λόγια που αγοράζουν μόχθο
και στη χλεύη όσων αντιστέκονται απ’ τον όχλο.
Δένω κόκκινο πανί σ’ ό,τι χωρούν οι παρενθέσεις
και στους ακίνδυνους με τις ήπιες διαθέσεις.
Δένω κόκκινο πανί και σπάω το καλούπι,
σε κάτι πιο σπουδαίο ελπίζω δεν το κουνάω ρούπι.
Δένω κόκκινο πανί - πάνω στο χέρι μου όταν θεριεύω
Δένω κόκκινο πανί - κάθε φορά που το δίκιο γυρεύω
Δένω κόκκινο πανί - στα ευκολοχώνευτα και στ’ ανίδρωτα
Δένω κόκκινο πανί - στις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα
Ρίχνω κόκκινο πανί στο χάσμα αυτό που μεγαλώνει
κι ευτυχώς η ξεφτίλα δεν το γεφυρώνει.
Ρίχνω κόκκινο πανί σ’ ό,τι αφήνεις στην τύχη
κι ανασαίνω δυνατά να πέσουν όλοι οι τοίχοι.
Βαστάω κόκκινο πανί για να θυμάμαι να μη φύγω.
Το σκοτάδι είναι μια μέρα που θα γεννηθεί σε λίγο.
Ρίχνω κόκκινο πανί στον πιο μικρό εαυτό σου
που ποτέ δεν περιφρόνησε το πάθος στ’ όνειρό σου.
Γιατί δεν ήθελε να γίνεις σκλάβος στον ξύπνιο σου,
σου ‘δεσε κόκκινο πανί σ’ ό,τι έχεις γύρω σου
να βλέπεις πάντα και ν’ ακούς εκείνους που σιωπούν·
η κόλασή τούς περιμένει εκείνους που λαμποκοπούν.
Δέσε ένα κόκκινο πανί στον αριστερό καρπό σου
στη μάχη να ‘χεις να σκουπίζεις και το μέτωπό σου.
Δέσε κόκκινο πανί σ’ αυτό που θέλει να σε λευκάνει
κι έχε το νου σου θέλει να σε ξεκάνει.
Δέσε με κόκκινο πανί το καθαρό και το θολό
και τα δυο δίδυμα αδέρφια – τον άγιο και τον αμαρτωλό.
Δέσε κόκκινο πανί και σφίξε αλύπητα
τις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα.
Δεύτερη μέρα
Μακριά απ’ τις άφωνες οργές κι απ’ τους άηχους παλμούς,
τις βυθισμένες καρδιές σε μαρασμούς (κι όλα όσα βάζει ο νους),
μια σφραγισμένη μνήμη με πεισμώνει
σαν σπόρο που ονειρεύεται κάτω απ’ το χιόνι.
Αναθυμάμαι πως ξόδεψα μια ολάκερη νιότη
σαν μια γουλιά ή απλά σαν τη μέρα εκείνη την πρώτη
κι ότι δε στάθηκα δίπλα στη σιγουριά μου
και με την πλάτη στον ήλιο να βλέπω μόνο τη σκιά μου.
Ευτυχώς μοιράστηκα και πήγα πιο βαθιά απ’ τα λόγια μου
κι οι ρίζες φέρανε φωτιά στα πόδια μου.
Τι ωραίο βάθεμα! Ήθελε η γη σα μάνα να με κρύψει
κι εγώ έγινα το ανήκουστο που σας γεμίζει θλίψη.
Κι άρχισα καταιγίδες να μαζεύω μες στο δίχτυ μου
και να κοιμάμαι μόνο στην ομίχλη μου,
να σκοτώνω νέα τα τραγούδια μου στα χείλη μου
για να ζήσουν στις καρδιές σαν φίλοι μου.
Εγώ απ’ την άλλη – πάντα ήθελα κάτι ν’ αλλάξει
γιατί κάποιοι με μετρούσαν με την πιο μικρή μου πράξη.
Μα ενός καλού κι ενός κακού έπονται μύρια,
όσες φορές είδα την άμπωτη, είδα τόσες την παλίρροια.
Κάθε χειμώνα αρνιόμουν την άνοιξη κι εκείνη δε μου θύμωνε·
αργούσα λίγο – πάντα περίμενε
να μου ευχηθεί τα πιο όμορφα και να βαστάω γερά,
γιατί το ψέμα ξεδιψάει σε στάσιμα νερά.
Δεύτερη μέρα της ζωής χωρίς φοβέρα
κι άκου θρηνούνε οι δειλοί την πρώτη μέρα.
Μα εγώ σφαλίζω μέσα μου τ’ αγιάζι τ’ αυγινό
κι απ’ το ριζοχωμα μετρώ μια σπιθαμή ουρανό.
Η πρώτη μέρα ήτανε όμορφη στην antiterra
όμως, η δεύτερη σίγουρα φέρνει φρέσκο αέρα.
Γι’ αυτό αφήνω το παράθυρο ανοιχτό προς την ανατολή
της λησμονιάς να μου φωτίσει το κελί.
Και το πολύ πολύ να βρουν οι μύγες τον καιρό τους
Και ‘πουν, χαλάλι, όλα έχουν τον κρυφό σκοπό τους
Αντρίκειοι νόμοι, παλιοί και αιώνιοι, στέρεοι
Και εμείς μπρος στο λογάριασμα είμαστε ακέραιοι
Της κάθε μέρας θάματα, όμορφα πράγματα – σκέψου·
σκέψου με τι πάθος θα φύγουν τα γεράματα.
Αντρόπιαστα οράματα με κεφαλαία γράμματα
και για τη γούνα μας κανείς δεν έχει ράμματα.
Η βλασφήμια έγινε η υφάντρα του λόγου μας
και ‘μεις του λόγου μας ντουγρού στο δρόμο μας.
Κι αν η ζωή πριν απ’ το τέρμα μας αφήσει,
κάποια μάνα στη φωτιά θα μας ξαναγεννήσει.
Διαμαρτυρία
Oρκίζομαι για πρώτη φορά στην ζωή μου
πως ξεφεύγω μια που χρόνια είχα αρχή μου
να μην τραγουδήσω με στίχο ελληνικό,
μα το κάνω για να νιώσετε ό,τι κι αν πω.
Nτρέπομαι γι' αυτό που κάνω, μα δε μπορώ,
θέλω να καταλάβετε όλοι αυτά που θα πω,
μια διαμαρτυρία που κάνω απ' τα βάθη της ψυχής μου,
μιλάω για αυτά που αλλάξαν την πορεία της ζωής μου.
Xρόνια τώρα αυτός ο τόπος με μεγαλώνει
με πόνο μ' αγωνία και μ' αργοσκοτώνει.
Eίδα τα όνειρά μου να γκρεμίζονται μπροστά μου,
είδα να πονάει να υποφέρει η γενιά μου.
Φτιαχτά όλα τα εμπόδια που μπροστά μου βρεθήκαν,
μιλημένοι όλοι εκείνοι που πολλά μ' αρνηθήκαν.
Στημένες καταστάσεις ζούμε χρόνια τώρα.
δε νομίζετε πως έφτασε η ώρα
Γι' αυτό βγείτε στους δρόμους και φωνάξτε και οι άλλοι,
σηκώστε επιτέλους λιγάκι κεφάλι
σ' αυτούς που χρόνια τώρα μας βασανίζουν,
σ' αυτούς που τη τύχη, τη ζωή μας ορίζουν.
Εσύ τους έχεις βάλει εκεί που είναι τώρα
για να ταλαιπωρούν ακόμα αυτή την χώρα.
Εσύ τους ανέχεσαι στα μπαλκόνια
να κελαιδάν όλη την ώρα σαν τ' αηδόνια.
Γι' αυτούς δουλεύεις, γι' αυτούς σπουδάζεις
και την ζωή σου απ' τα νερά σου βγάζεις.
Γι' αυτούς με το καλό σου φίλο μαλώνεις,
φθείρεσαι και σιγολιώνεις.
Ανοίγεις την T.V. για να ακούσεις ειδήσεις,
φυτιλιάζεσαι και αρχίζεις να βρίζεις·
μ' όλα αυτά που γίνονται γύρω σου πάλι,
ξέσπασε, άκου το Μιχάλη.
Βγάλε από μέσα σου αυτά που σε καίνε
και άσε τους άλλους για σένα να λένε
πως είναι αργά, περάσαν τα χρόνια.
Κάνε επιτέλους το δικό σου αγώνα
κάνε εσύ το πρώτο βήμα,
στο φωνάζουν όλοι πως είναι κρίμα.
Τόσα χρόνια περνάνε χαμένα,
πάλεψε για να 'ναι τ' άλλα ευτυχισμένα.
Σεβόμαστε όλους τους παλιούς αγώνες
που θα μείνουν πάντα στους αιώνες.
Μα δε μπορούμε με τα παλιά ναζούμε,
μπροστά βλέπουμε και προχωρούμε.
Βάζουμε νέους στόχους στην ζωή μας
και θέλουμε να είσαστε πάντα μαζί μας.
Τα όνειρά μας ήταν κάποτε όνειρα σας,
σεβαστείτε λίγο την γενιά σας.
ʼλλους η εξουσία, άλλους το χρήμα
σας αρρώστησε και είναι κρίμα.
σκοπός της ζωής σας τώρα μένει
να βλέπετε τον διπλανό σας να πεθαίνει.
Σαν αποτέλεσμα του δικού σας αγώνα
ο πόνος, η φτώχεια, η διχόνοια.
Ανθρώποι μεταξύ τους δε μιλιούνται,
όλοι νοικιάζονται και όλοι πουλιούνται.
Φοβάται ο κόσμος ν' αντιδράσει,
φοβάται να μιλήσει, να σκεφτεί, να δράσει.
Δώσατε εξουσία σ' αυτούς που δε πρέπει,
η γενιά μας δε το επιτρέπει.
Δε σημαίνει για μάς τίποτα μια στολή,
μια εικόνα, μια αυστηρή περιβολή.
'Όλοι οι ανθρώποι για μας είναι ίσοι,
εσείς σπείρατε μονάχα τα μίση.
Μας πάτε ταξίδι σ' άλλες εποχές,
κάθε φορά που γίνονται εκλογές.
Εκεί που τον καθένα σας συμφέρει,
το μυαλό μας προσπαθεί να φέρει.
Κι η Ελλάδα πονάει και ο ξένος γελάει,
και ας είναι αυτός η αιτία γι' αυτά που περνάει.
ας ευχηθούμε το κακό να μην κρατήσει,
και ας βρεθεί ένας τίμιος την χώρα αυτή να κυβερνήσει.
Δυτικά απ' το ποτάμι
Ναι, και δε με νοιάζει να 'ρθείς
μικρέ πολιτικάντη να πας να γαμηθείς
εδώ δεν χωράν μυστικά
γυμνή είσαι αλήθεια αν θα φτάσεις δυτικά.
Κι αν δεν μπορείς λόγω ντροπής
τότε όπως πάντα στο δρόμο θα χαθείς
και εγώ θα φτιάξω άλλη
ντυμένη με το μαύρο μου το χάλι.
Να περιμένει στημένη στο ποτάμι
για λίγο αγάπη ζεστασιά κι ας πάει χαράμι
κι αν δεν τη βρει ως την αυγή
ρε θα ζητήσω από τον ήλιο να μη βγει.
Έτσι απλά με τσαμπουκά ξαναμανά
θα την βγάλουμε κι εμείς στα σκοτεινά
με ένα κερί με τα όνειρά μας ιστορίες και κρασί
κι ας τραβιέσαι αλλού εσύ.
Λοιπόν, αυτή τη φορά θα μ' ακούσεις καλά
κι αν χρειαστεί θα πέσω τόσο χαμηλά
θα σ' αγκαλιάζει η φωνή μου θα σου μιλήσει η ψυχή μου
κι όσα φέρνω εγώ μαζί μου.
Πες ένα ψέμα μήπως σ' ακούσει ο Θεός,
ρίξε και εδώ μια ματιά, μήπως κοιτάξει κι αυτός
είναι αδειανό το ποτάμι που μας χωρίζει καιρό
κι όταν γεμίζει είναι μόνο για κακό.
Κι εσύ φοβάσαι να ‘ρθεις διαλέγεις να δεις
όλα εκείνα που σ' αφήνουν να χαθείς
σ' ένα παράδεισο που θες στα αγγελούδια σκιές
και δε μου φτάνει, δε μου φτάνει που λες.
Καλές κουβέντες για μας και δήθεν νοιάζεσαι πάλι
με τα μάτια κλειστά και χαμηλά το κεφάλι
φύγε από δω ρε, φύγε από δω
έχω διαλέξει μονάχος μου τον τρόπο να σωθώ.
Δε ζητιανεύω χαρά, δε ζηλεύω γιορτές
έχω μια θλίψη να μου τραγουδάει το χτες
φτύνω τα ψεύτικα λόγια δεν σας ακούω ποτέ
μόνος γονάτισα για λίγο, δε με ρίξατε ρε.
Κι αν φοβηθώ και σηκωθώ
τότε μ' αξίζει στη βρωμιά σας να χαθώ
μα αν σηκωθώ, όταν γουστάρω
θα ποντάρω τη ζωή και θα ρεφάρω.
Δυτικά απ' το ποτάμι μια ζωή παλικάρι
μεγάλη η μαγκιά και το καμάρι
Δυτικά απ΄ το ποτάμι πάρτε το όλοι χαμπάρι
πουλημένο στην ψυχή είναι το τομάρι.
Εγώ δεν κοίταγα μικρός απ' την άλλη την μεριά
γιατί είχα ακούσει πως υπάρχουνε θεριά
και πως μαζί με το ποτάμι σκιζόταν ο ουρανός
και ζούσε εκεί άλλος Θεός.
Μα εγώ ερωτεύτηκα που λες μια κουρελιασμένη αλήθεια
μα δε μάσησα από αυτές που σου γίνονται συνήθεια
κι ήρθα εδώ και ήπια λίγο απ' το κρασί
κι ας μη με θέλατε μαζί.
Ένοιωσα και την αγωνία άκουσα και τα όνειρά σας
έχω μιξάρει την καρδιά μου στη δικιά σας
και κυλάμε όλοι μαζί και το ποτάμι όταν φουσκώνει
γίνεται ένα με τη γη και μας ενώνει.
Και μόνο εμάς συναντά στην πορεία του ο ήλιος
μπορεί ο πιο καλός μας φίλος
που εσείς τον βλέπετε από πάνω μας να βγαίνει
ενώ εμείς δυτικά απ' το ποτάμι να πεθαίνει.
Εγώ φταίω
Ένα σημάδι απ'τη φωτιά έχω στον ώμο χαραγμένο
έναν ήλιο μικρό με φλόγες τυλιγμένο
ένα κρυφό μονοπάτι που βγάζει στην ψυχή μου
σ'ένα κρυμένο αλήτη που σέρνω μαζί μου.
Έκανα αμάν για το βάλω ν'αράξει
του έταξα τόσα που έχει ξεχάσει για να αλλάξει
του τα'πα αλλιώς μήπως και με γλιτώσει
ψέμα πολύ για όσα δεν πρόλαβε να νοιώσει.
Κι εσύ ήρθες τώρα να μου θυμίσεις ότι υπάρχει
ότι θα κάνει τα δικά του αμα λάχει
μα δε φαντάζεσαι ούτε και ξέρεις ρε τι κάνεις
και πάντα μετά τρέχεις και δε φτάνεις.
ʼστο λοιπόν έχεις μαγκιά συνθετική
και δεν ταιριάζει να κυλήσεις κάπου εκεί
γιατί αν βρεθείτε τετ-α-τετ θα εκτεθείς
έχεις πει τόσα πολλά που θα θέλεις να χαθείς.
Κι άλλο μου λάθος όταν το στόμα άνοιγες τέντα
έπρεπε να στον γνωρίσω απ'τη πρώτη σου κουβέντα
μα έτσι που πας θα την βρείς την ευκαιρία
όταν του κλείσεις ραντεβού θα κάνεις πάλι την κυρία.
Τα λόγια θα μασάς στο φάτσα κάρτα
κι αυτός θα σου μιλάει παντελονάτα
μα δε βαριέσαι τις μαλακίες πληρώνω και σας λέω
συγνώμη που υπάρχετε και οι δυο σας εγώ φταίω.
Εγώ φταίω που ο αέρας που αναπνέω βρωμάει φωτιά
εγώ φταίω στραγγίζω όσα λέω σε μια ματία
εγώ φταίω που έμαθα να πετάω χωρίς φτερά
εγώ φταίω για πάρτη μου κρατάω μια ανάσα τη φορά.
Θα συνεχίζω να στραγγίζω όσα λέω σε μια ματιά
και να θέλω ότι αναπνέω να μυρίζει φωτιά
για να θυμάμαι ότι φταίω θ'αγγίζω το σημάδι
θα κερνάω την ζωή μου μια ανάσα στο σκοτάδι.
Κι αν βρώ κουράγιο θα ξεκόψω απ'τον αλήτη
θα τον βγάλω απ'την ψυχή μου θα του φτιάξω άλλο σπίτι
στο μυαλό μου κι έτσι θα γουστάρουν όλοι
θα πάρω έναν καριόλη θα μοιράζονται οι ρόλοι.
Θα στείλω την μαγκιά μου διακοπές
και θα πείσω την καρδιά μου να χτυπάει όπως θες
να μου δανείσεις πρέπει λίγα λόγια μασημένα
πως να προδόσω να μου δείξεις ρε κι εμένα.
Πρέπει να μου πείς ότι δε φταίω μόνο εγώ
δε φταίω μόνο εγώ δε φταίω μόνο εγώ
και πρέπει να με σώσεις απ'τις τύψεις μην πνιγώ
απ'τις τύψεις μην πνιγώ απ'τις τύψεις μην πνιγώ.
Για σκέψου αν δεν μπορέσω να ξεκόψω τελικά
να τρελάθώ παρέα του έτσι στα ξαφνικά
να μοιραστούμε την εκδίκηση γουλιά γουλιά
να θυμηθώ με τον αλήτη τα παλιά.
Να πάνε τσάμπα όλα ρε
κι ας είχα πεί πως ποτέ
δε θα με δεί η φωτιά τα όνειρά μου να καίω
και να φωνάζω πως για όλα εγώ φταίω.
Είμαι πάλι εδώ
Ξεθωριασμένες εικόνες τώρα μέσα στο μυαλό μου,
όλα εκείνα που ακούω τώρα δήθεν για καλό μου
και όλους εκείνους με τις τόσες συμβουλές,
τα εύκολα τους λόγια τις αιτίες για να κλαις.
Τους βλέπω τώρα πια να τα 'χουνε χαμένα,
τα λόγια τους μπερδεύουνε όταν πρόκειται για μένα.
Λες να είναι που βαρέθηκαν ή άλλο δε τους παίρνει,
ή να 'ναι που το άδικο κανείς δε καταφέρνει,
εκείνα που αντέχουνε στο χρόνο να γκρεμίσει
και ήσυχο κανένα ποτέ να μην αφήσει
Ή να 'ναι που τελειώσανε τα λόγια τα σοφά τους
ή ξεφύγαν επιτέλους απ' τα κόμπλεξ τα πολλά τους
Ή για πρώτη τους φορά όλοι οι καημένοι
να σκύβουν το κεφάλι και να φεύγουν ηττημένοι
Και αν δεν αντέχουνε, όσα εγώ ξανά θα πω,
ας την κοπανήσουν τώρα, γιατί είμαι πάλι εδώ.
Και είμαι πάλι εδώ,
για όλα όσα πιστεύω κι όλ' αυτά που αγαπώ.
Και πάλι εδώ, στα μέρη τα γνωστά μου,
με όλα εκείνα που έχω πάντα μέσα στην καρδιά μου,
σ' αυτή τη πόλη με το γκρίζο ουρανό,
μ' ανθρώπους που πονάνε μα δοξάζουν το θεό.
Θυμάμαι τα παιδιά που έπαιζαν και τραγουδούσαν·
χαμένα τα όνειρά τους κι όμως γελούσαν.
Σα παραμύθια τα παιχνίδια της αλάνας
και κρυφά πίσω απ' τη πόρτα τα δάκρυα της μάνας.
Και του πατέρα τη φωνή που δεν ακούσαν,
τη λύπη κάναν γλέντι και ποτέ δε σταματούσαν.
Γεμάτοι με ζωή ήταν τότε, μα δε ξέραν
πως τα πράγματα γι' αυτούς άλλοι αλλιώς πάλι τα φέραν.
Κι οι πρώτες οι αγάπες που, λεει, δε λησμονιούνται
και οι φίλοι οι καλοί που τώρα δε μιλιούνται,
αλλάζουν το τοπίο πάλι μπροστά μου
και αυτά που έχω ζήσει σαν να φεύγουνε μακριά μου.
Και λέω «γιατί Κανείς μας δε τ' αξίζει»
και ψάχνω για να βρω κάτι να μου θυμίζει,
τις τότε εποχές και όλα τα ωραία,
τις παλιές τις γκόμενες και την παρέα,
την τόση περηφάνια μας και όχι μόνο.
Μα τώρα όλα μοιάζουνε σα πέραμα στο χρόνο.
Μα ξέρω πιο πολύ πως απ' όλους φταιω εγώ
κι έτσι νιώθω την ανάγκη να 'μαι πάλι τώρα εδώ.
Γι' αυτά τα λίγα που εδώ πίσω έχω αφήσει,
που δε κατάφερε ο χρόνος ποτέ να γκρεμίσει,
για τις πρώτες μου ελπίδες και τα πρώτα όνειρά μου,
την τρελή κι όλο πάθος γενιά μου,
γι' αυτούς με τη κακιά κουβέντα στο στόμα,
που με μισούνε χωρίς λόγο ακόμα,
για όλα αυτά κι αυτούς είμαι εδώ,
στο τόπο που μεγάλωσα και πάντα αγαπώ.
Είναι θυσία
Κάπου και εσύ θα' χεις ακούσει ιστορίες
ή από εδώ και εκεί τις μαρτυρίες
για εργάτες που χαθήκανε στο Πέραμα στη ζώνη
για ένα μεροκάματο που το όνειρο σκοτώνει.
Για ζωές κρεμασμένες πάνω σε σκαλωσιές
να δουλεύουν μουρμουρίζοντας το χθες
να ζητάνε απ' το Θεό, να βγούνε λεει με το καλό
απ' τα σκοτεινά αμπάρια για να δουν τον ουρανό.
Μα αλήθεια είναι θυσία σε βρώμικο βωμό
γι' αυτό φωνάζω δυνατά ρε και γαμώ
τους εργατοπατέρες, τα στημένα σωματεία
και κάθε γαμημένη εταιρία.
Που τα' χει κάνει πλακάκια μ' αυτές τις αδερφές
που έχουν γαλόνια στις άσπρες τις στολές
κι αυτό το κράτος που είναι αδύναμο να βάλει
κάποιες βάσεις σωστές και να επιβάλει.
Όλα τα μέτρα εκεί που παίζονται ζωές
μα θα μου πεις ρε βλάκα τι είναι αυτά που λες
αυτοί θέλουν καλά στημένη την απάτη
δεν έχει κέρδος να προσέχεις τον εργάτη.
Πρέπει να καιει η λαμαρίνα να πονάει το ματσακόνι
και γρήγορα η δουλειά ρε να τελειώνει
γι' αυτό φωνάζω ψηλά στον ουρανό
πως όλα αυτά είναι θυσία σε βρώμικο βωμό.
"Γι' αυτό μ' αυτά τα λίγα λόγια βγάζω τον θυμό μου.
Για όλα αυτά που γίνονται κάτω απ' τον γκρίζο ουρανό εκεί στο Πέραμα.
Και δεν ξεχνάω ρε όσους πέθαναν άδικα.
Και δεν με νοιάζει εσείς τι λέτε.
Και πως τους δικαιολογείτε όλους αυτούς τους μαλάκες που φταινε.
Εγώ δεν ξεχνάω και πονάω μαζί μ' αυτούς που ακόμα ελπίζουν.
Γιατί όλα αυτά είναι θυσία σε βρώμικο βωμό."
Είναι όλα όμορφα πια
Είναι όλα όμορφα πια και μπορούν
όσοι αγαπούν το Lowbap στη φωτιά του να καίγονται.
Είναι όλα όμορφα πια, έφτασε η μέρα.
Είναι όλα όμορφα πια κι όσοι βρουν
την ουσία, απλά θα το ζουν, θα το χαίρονται
κι αν δε γουστάρεις, ρε, τράβα γαμήσου πιο πέρα.
Μακάρι να μπορούσα να σας ανεβάσω πάνω στη σκηνή,
να σας μπολιάσω απ' την δικιά μου υπομονή.
Ένα εικοσάστιχο πώς να περιγράψει ό,τι έχει αλλάξει
να πειράξει τη βολή, αν έχει μέσα σας λουφάξει.
Εντάξει αν με ακούτε μάλλον ξέρετε,
ποιος είναι Low bap, ποιος χαίρεται, ποιος ντρέπεται,
ποιος κλαίγεται και ποιος ακόμα πολεμάει,
ποιος ραπάρει στο μικρόφωνο όλα αυτά που περνάει.
Να γιατί μου μοιάζουν όλα όμορφα,
γιατί όλοι τραγουδάμε ρεφρέν που κάποιος έγραψε ανορθόγραφα,
γιατί το «απ' την Κρήτη στον Έβρο» δεν είναι πια απλή ατάκα
και δεν γράφω για τον κάθε μαλάκα.
Γιατί μας νοιάζουνε τα λόγια, όχι η μούρη του Brak,
γιατί το εξώφυλλο ακολουθούν οι στίχοι του Sabac,
γιατί ο Rodney νοιώθει το Low Bap δικό του
και τώρα πια ραπάρει για την πίστη στον εαυτό του.
Γιατί κάναμε το Πέραμα - Λονδίνο, δύο βήματα,
χωρίς μανατζερέους, μεσάζοντες και χρήματα,
γιατί για όλα όσα έκανα δεν τα μετανιώνω
κι αφού είμαι πάλι εδώ, απλά διαπιστώνω πως
Είναι όλα όμορφα πια και μπορούν
όσοι αγαπούν το Lowbap στη φωτιά του να καίγονται.
Είναι όλα όμορφα πια, έφτασε η μέρα.
Είναι όλα όμορφα πια κι όσοι βρουν
την ουσία, απλά θα το ζουν θα το χαίρονται
κι αν δε γουστάρεις, ρε, τράβα γαμήσου πιο πέρα.
Είναι όλα όμορφα, όμορφα, όμορφα πια
για όσους βάζουν το κεφάλι ακόμα μες στη φωτιά,
για όλους εμάς που η Fiera πήρε αγκαλιά κι από κανένα τελειωμένο δε σηκώνω μιλιά,
και στα πουστράκια φιλιά, τα καινούρια τα παλιά
ή τα πρώην τα δικά μας όλα μια αγκαλιά.
Μακριά από μας, μακριά από μας
κοίτα τ' απόνερα και βούλωσέ το πια, μη μιλάς
κι αν δεν ντρέπεσαι για τη Low bap καταγωγή σου,
ντρεπόμαστε όλοι εμείς για όσα περάσαμε μαζί σου.
Βρε, αϊ γαμήσου, εσύ και οι τώρα κολλητοί σου.
Στο κούτελο σημάδι θα 'χεις πάντα τη ντροπή σου,
δειλό αγόρι και το μελάνι στο κεντήσαν με το ζόρι,
τώρα σε σπρώχνουνε στην πιάτσα οι εμπόροι.
Τα πουστροκάναλα όλα για πάρτη σου,
κρυφοί καημοί ξεβγαλμένοι απ' το κουφάρι σου,
για ν' αποδείξεις και να λέει όλη ετούτη η φάρα
ποτέ δεν ήταν Active Μember η πουστάρα.
Εκεί που μ' είχα πρωτοβρεί
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
δεν υπήρξαν ποτέ αποθέματα μίσους.
Υπάρχουν πλεγμένα εγκώμια και αφηγήσεις υμνητικές
για αυτό που ελπίζαμε ότι δε θα πεθάνει ποτέ
και για αυτό που ελπίζαμε ότι θα ’ρθει.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
δεν υπήρξαν ποτέ εξατμισμένες αγάπες
ούτε ακρωτηριασμένες στιγμές.
Υπήρχε αγάπη, σεβασμός και βλασφήμιες για τ’ αθέατα.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί ποτέ δεν καραδοκούν τα όρνια
κι είναι γεμάτα από μικρά κομμάτια μαγείας
που ξεφύγαν απ’ το δρεπάνι του χάρου.
Εκεί ποτέ δε θέλησε κανείς να μας πλύνει τα πόδια μιλώντας για τα έσχατα.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
όλοι στέκουν μακριά απ’ αυτούς που μιλάνε απλά για να μην είναι μόνοι.
Εκεί και του δειλού η σιγή κάνει τόσο θόρυβο.
Εκεί και οι εχθροί είναι ισάξιοι.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί το χώμα είναι αυλακωμένο από κραυγές οργής
και αιμάτινους όρκους,
από χαλασμούς κι ονειροπολήματα.
Εκεί ακόμα σου προμηνύουν οι ζωσμένοι πως γυμνός από αξιοπρέπεια
να μην έρθεις.
Εκεί οι κλειδαριές δε κλειδώθηκαν ποτέ για τους νυχτοπάτες.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί οι άλαλοι σέρνονται δίπλα σου σα χαμένοι.
Εκεί είμαστε όλοι φιλοξενούμενοι χωρίς οικοδεσπότες.
Εκεί, αν δεις άντρα να περπατάει με τα χέρια στην πλάτη
είναι που ανάγκη πια τις αγκαλιές δεν έχει
και αν κάποιος μιλάει στον άνεμο παύει να ‘χει μυστικά.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί, λέω να ξαναγυρίσω
τώρα που πυκνώσανε στα γένια μου οι άσπρες τρίχες.
Εκεί έχω μνήμες.
Εκεί έχω αγάπη.
Εκεί έχω όσα αγωνίστηκα να βρεις κι εσύ.
Αν κρυφτείς κάποτε κι εσύ εκεί, θα βρω κι εσένα.
Θα σ’ έχω πρωτοβρεί εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί.
Εμείς κι οι άλλοι
Το νου σας όσοι διαλέξατε δρόμο δικό σας,
εμείς μοιράσαμε ήδη το μερτικό σας
επικρατούσας τάξης η μεγάλη ιδέα
στεφανώθηκε το χάρο και τα αισθήματα αμοιβαία.
Τα μάτια δεκατέσσαρα, κρατάμε πισινή
όσοι τρυπώσαμε στη μάζα παρακατιανοί,
χέρια μεγάλα, μικρά μυαλά συνδεθήκαμε,
στα σύνορα της σκέψης αυτοαπαγορευτήκαμε,
αμπαρωθήκαμε κι αφήνουμε έξω τον καθένα
που δε φέρει κανένα απ' όλα τα καθιερωμένα,
τα κοινά τα χαρακτηριστικά, βιαστικά - βιαστικά
γίναμε ένα καταναγκαστικά.
Και βγάλαμε χρησμό από μαντείο αυθεντία
πως είναι η ράτσα η πρωταρχική αιτία.
Είδωλα χρυσά προσκυνήσαμε στα όπλα
και ξαναγράψαμε καθάρια τα πιο βρώμικα κόλπα.
Βουνά και κάστρα από βιβλία χρυσοντυμένα
κι άλλοι για μια τους λέξη μόνο φτύνουν αίμα.
Τελετές και προσκυνήματα εμείς κάτω από τ' άρματα
κι άλλοι κατάρες για ψωμί, νερό και φάρμακα.
Στα ράφια για μας το δίκιο με δόσεις
κι άλλοι δικάζονται σε ζωντανές μεταδόσεις.
Εμείς ξορκίζουμε τύψεις με παρακάλια
κι άλλοι φορτώνονται τα λάθη μας τσουβάλια.
Για όσους μιλάνε δυνατά για πράγματα που 'ναι καλύτερο ν' αλλάξουν,
φυλάμε κακό μπας και την ψάξουν
και βρουν την άκρη· αν δε τη βρουν, κάποιοι τρελοί θα τη φτιάξουν
ή θα το κόψουν το νήμα ή θα το σκάψουν
το κορμί τους για όσους θυμούνται τ' αλλότρια,
τα μακρινά και παράταιρα και γυμνώνουν τα εσώτερα.
Για όσους νοιώθουν πως έχουν έρθει από αλλού
πως ταξιδέψαν και κλέψαν τη μυρωδιά κάτι παλιού,
θαμένοι ξανά πριν από κάμποσα χρόνια
τους λέμε σκιές κι ας αλωνίζουμε στ'αλώνια
τα μαρμαρένια με πικροδάφνες και ζαχαρένια,
παραφουσκώνουμε κεφάλια αχυρένια.
Δε βαριέσαι, πάντα υπάρχει μια γωνιά δικαιολογίας
να στοιβαχτούν απωλεσθέντα ιστορίας.
Για να πατσίσουμε δυο αλήθειες σε βιβλίο σχολικό,
στον πάγο κρύβουμε καλά το γλυκό.
Στην ίδια μοίρα όσοι αφήνουν πίσω τους σημάδια,
γι' αυτούς τους άπιστους φροντίζουμε μ' αγκάθινα χάδια
για μια αφίσα, για μια χωρίς άστεγους πόλη
φτιάχνουμε πρόσωπα ίδια με πούδρα και βιτριόλι.
Για τους αμάχους που με θράσος δε μπαίνουν στον κύκλο,
θα βρούμε θέση μπροστινή σε κάποιο τσίρκο
παρακρατικό, με τέντα ανθρωπισμού ορθολογική,
τη πορφυρή μας τη χλαίνη απλά τη βάψαμε χακί.
Για όσους δειλούς έτσι τους λέμε αντιρρησίες
που σπείραν αμφιβολίες σε χωράφια αυθαιρεσίες,
βαριά είναι η ποινή για να μας βγάλει μαλάκες,
αφού πετάνε βλαστάρια ό,τι σκεπάζουν βλάκες.
Γι' αυτούς που τράβηξαν καινούριο, πρωτοδιάβατο δρόμο,
το καλοκαίρι θα περάσουμε το νόμο·
άλλοθι ξεδιάντροπο, μια νεογέννητη χίμαιρα
στις δημοσιές και τα καταμεσήμερα.
Ανθρώπινη Συμφωνία
Ξεμείναμε πάλι μόνοι στα γνώριμα και τα ξένα,
παρέα με δέντρα στοιχειωμένα και λιθάρια ριζωμένα
σ' ένα στούντιο στη μέση μιας μεγάλης κοιλάδας,
μακριά από το κλουβί της αλλοπαρμένης Ελλάδας·
χωρίς sampler και κουτιά να στρώνουν μουσικό χαλί,
χωρίς μπάσο και beat και των οργάνων τη βολή.
Πολυφωνία - κακοφωνία σε μια παράξενη αρμονία
που βγάζει μόνο του ένα στόμα ανθρώπινη συμφωνία,
χάρη στον Adam, τον ξωτικόφιλο ηχολήπτη,
βρίσκουνε χώρο εδώ τα scratch χωρίς πικάπ και μίκτη.
Δύο λογάκια μόνο φτάνουν να δέσουν κομμάτι,
μια μούσα κλείνει το μάτι σ' ένα συνθέτη ακαμάτη.
Low bap γινάτι πάνω στ' ακρόνειρου το πέρασμα.
Στο ίδιο ταξίδι, Twinpeaks και Πέραμα.
Freestyle κέρασμα σ' όσους πήραν τους δρόμους
για να φιλιώσουν τους πιο παράξενους κόσμους.
Ένα Jam για το Μάγο
Ψάξε να βρεις μικρή φωτιά μέσα στ' απέραντο σκοτάδι
Ψάξε, τάξε τα σμύρνα κι ο χρυσός δεν αρκούν, το αίμα σου στάξε.
Στάξε πάνω στις πέτρες, στα δέντρα, στη βροχή· γι' αρχή
πες ένα ξόρκι για του δάσους την ψυχή.
Καλή εποχή, ζεστή βροχή, φεγγάρι μου κουρασμένο,
μισαναμένο, στα σωθικά της νύχτας περιμένω.
Mόνο σκιάζομαι λίγο κι ανασαίνω κάτω απο φύλλα βρεγμένα.
Λογικά μου χαμένα, φυλάξτε δρόμο στα κρυμμένα
κι εμένα κάπου στα λυκοπερπατημένα κι άγνωστα μέρη
που όποιος ξέρει, προσέχει πάντα τι θα φέρει.
Όσα φέρει, κι όσα μπορεί κι όσα αντέχει το πετσί του,
μαζί του, τ' αγρίμια κορμί του, τα πουλιά όρασή του.
Γι' αυτό κράτα, ρε· βλέπω στο βάθος μια φλόγα μεγάλη.
εγώ είμαι εντάξει, αντέχω ως του βουνού το κεφάλι.
Μη πάει χαλάλι το τραγούδι που του φτιάξαμε·
θα το πάμε στο μάγο όπως του τάξαμε.
Επιστρέφει η σιωπή
Σκάσε κουφάλα ζωή και φαντάσου μια εικόνα,
με τα μάτια, λεει, κλειστά να σε περνάω από βελόνα
και μ' αυτή να κεντάω κάργα στιγμές στο πετσί μου,
όσα έχω πάνω μου, είναι πατρίδα και γη μου.
Μα την αφή μου και τον νου μου τον άχρονο,
μα τη φωνή μου και το αίμα μου το άφθονο,
εμένα πάντα από μακριά μόνο μου γνέφει,
δε με φοβίζει που η σιωπή με κραυγές επιστρέφει?
αλαλιασμένη και ψευτονοικοκυρεμένη,
παστρικιά πουτάνα, καλοπληρωμένη,
καλά φτιαγμένη, λιγωμένη απ' το αιώνιο πιόμα,
γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας κι ανταμώσω το γιόμα,
όμορφο τόσο που να θέλω να μου δώσω
όμορφο τέλος - μα δε γαμιέται, δε θα προδώσω.
Θα με φωνάζω συνέχεια ψεύτη
μέχρι να 'ρθεις, δειλέ μου επισκέπτη.
Και σαν κυλήσεις προς τα εδώ, φέρε μου λίγο αέρα
κι αν θέλεις, πες μου, έξω είναι νύχτα ή μέρα
Αν κάτσεις ώρα, φτιάξε μου λίγο το κέφι?
μα κάνε γρήγορα, γιατί η σιωπή επιστρέφει.
Επιστρέφει, είναι κοντά η σιωπή.
Στις αυλές των θαυμάτων η ντροπή βγάζει το άχτι,
μασάει τη ρίζα η ψυχή μου να κοπεί,
θα σκεπαστώ με τη δικιά μου τη στάχτη.
Επιστρέφει και καταπίνει φωτιές,
πίνει μεδούλι και μετράει τους σφυγμούς σου,
ξέρει καλά πως τρελάθηκες χθες,
είναι κοντά και ακούει τους λυγμούς σου.
Δυο λόγια μόνα κι απλά θέλουν πια κόπο διπλό
κι έχουν για αντίβαρο τον χρόνο τον ανύποπτο,
απαλά σε σκουντάνε κι ένα οδηγό έχουν τυφλό
που σέρνει σκυλούς φιμωμένους χωρίς φίμωτρο.
Στη σιγαλιά ξαναζεσταίνουν τα παλιά, μα ούτε γουλιά,
ξεσαλωμένα, θολωμένα, δε κερνάνε κανένα,
κοκορεύονται για φως αληθινό στην αντηλιά,
κουλουριασμένα ζητιανεύουν με χέρια κομμένα.
Γλύφουν το δρόμο να γυαλίζει που η σιωπή ακολουθάει?
κάτι μέρες μετράει σε καιρό που τη βοηθάει.
Γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας και στα πάντα τη σπάσω,
κάτω απ' των στίχων τη σκιά να ξαποστάσω.
Κι όσο γυρεύεις το λόγο θα βρίσκεις φόβο,
κι αν μαγειρεύεις μια γέννα, ό,τι μας δένει, θα κόβω.
Θα ζω μ' αέρα, θα ταξιδεύω σα σφαίρα,
θα χτυπάω με το κενό και θα γιατρεύω μ' αιθέρα
κι εσύ δε θ' αντέχεις, μα θα τρέχεις στην ουσία
να βαφτίζεις το τυχαίο συνομωσία
κι εγώ θα βάζω το κεφάλι τη ρίζα να καταπιεί,
γιατί επιστρέφει κι είναι κοντά η σιωπή.
Ετυμηγορία
Σ' αυτού του κόσμου τα χαλάσματα, λόγια φαντάσματα
βαφτίζουν κακό όσους νομίζουνε μιάσματα.
Πλάνες και θαύματα, νιατα, γεράματα
προδότες και ήρωες, στάχτες κι ανάματα
ντροπής άρματα στα χέρια οι πένες χαρισμένες
στο μηδέν και στη λάσπη βουτηγμένες
φτύνουν για να κλείσουν χαραμάδες και ρήγματα
μήπως γεμίσει ο βόθρος κρίματα, λήμματα κοίτατα
της εξουσίας παραπατήματα γουστάρω
αν σκεφτώ τώρα εκδίκηση θα πάρω
κουφάλες να ζήσουμε ήρθε η σειρά μας
έκανε κύκλο η ντροπή και ξεψυχάει μπροστά μας
χαρά μας το νεκροφίλημα δικό μας να 'ναι
κι οι ψυχές μας πουλιά πάνω απ' το λάκκο πετάνε
κοιτάνε, δε σκιάζονται και τραγουδάνε κι ας πεινάνε,
από το πτώμα σου ντροπή δε θα φάνε.
Αν ξεμακραίνεις απ' το κύκλο της ντροπής,
τότε φαίνεσαι σ' όλους πολύ κουρασμένος.
Αν ξεμαθαίνεις το παράξενο τραγούδι της ζωής,
τότε, στ' αλήθεια, είσαι πολύ γελασμένος.
Αν το παράπονο φοράς στο λαιμό σου θηλειά,
δε θα βρεις ποτέ το μάστορά σου.
Αν το βουλώνεις και δε βγάζεις μιλιά,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.
Χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου,
αν το βουλώνεις.
Αν το βουλώσεις ξανά, φτάνει στ' αλήθεια μαλάκα η σειρά σου.
Αν ξεμακραίνεις, τους κακοφαίνεται
Αν ξεμακραίνεις, κρατάς και κάτι απ' τη καρδιά σου.
Αν δεν αντέξεις και πνίξεις τη μιλιά σου,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.
Βρήκα την άκρη η ντροπή να μη μπορεί ν' αντέξει πλάι μου στιγμή
κι απ' τα σκουλήκια της κανένα να μη βρει ρωγμή
στ' όνειρό μου, το καλύτερο σημείο στο διάβα μου
που τις ρίμες φτιάχνει λάβα μου
κι αύρα μου, ασπίδα μου, και ριζικό μου.
Απ' το περίσσεμα το λίγο θα σας δώσω το δικό μου
κουράγιο για το τρόμο, κι έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας,
με της ψυχής τα λιγοστά υπάρχοντά μας.
Χαρά μας, το τέρας της ντροπής πεθαίνει,
σπαρταράει εδώ κι εκεί, βαριανασαίνει.
Δεν επιμένει, το παιχνίδι κάπου εδώ τέλειωσε.
Το ατσάλι έπεσε μόνο του μες στη φωτιά μας κι έλιωσε,
μας ένωσε, μας θύμησε, απ' τη βολή να βγούμε
αξιοπρέπεια μας έδωσε να πούμε
πως το τέρας κρίθηκε ένοχο για κλοπή,
καταδικάστηκε την ίδια του να καταπιεί ντροπή.
Ευρωπέος
Χτυπάει η καρδιά σου, ρε, Ευρώπη στων κηφήνων τις κυψέλες
μαζεμένα είν' τα παιδιά σου στις πανέμορφες Βρυξέλες
κι η απόφαση έχει βγει, το ταμείο γίνεται ένα
ένα και τα όνειρά μας και γραμμένα από ίδια πένα.
Τα μηνύματα για μένα είναι όλο αισιοδοξία
θα 'μαι ίδιος με τα γκάλοπ και με ίδια ευαισθησία
θα 'χω πρότυπο μοντέλο την Ιταλική φινέτσα
και θα αλείβω υδατική στη ρωμαίικη μου πέτσα.
Για να μη με κάψει ο ήλιος όσο θα 'μαι στην αρένα
μ' ένα ταύρο ναρκωμένο θα χορεύω macarena
που τα κέρατά του θα 'ναι σαν του πρίγκιπα μεγάλα
σαν και αυτά που είχε φορέσει ρε στον Κάρολο η κουφάλα.
που δε σεβάστηκε το σόι το αίμα το βασιλικό
και τους έκανε το κάστρο σαν ρημάδι σπιτικό
θα οδηγάω δεξιά κι ας γουστάρω αριστερά
θα 'χω πίσω Άγιο Βασίλη να μιλάει λαπωνικά.
Και δίπλα ένα χλωμό Σουηδό συνοδηγό
που στην Ίο είχε αγαπήσει κάποτε έναν Ολλανδό
και τ' αμάξι δε σας είπα θα 'ναι η νέα Mercedes
στη γραμμή της κλασική, θα 'χει κάτι από SS.
Δεν το φτιάξαν κατα τύχη γι' αυτό ρίξανε το τοίχος
δεν το φτιάξαν κατά τύχη- όχι αυτός είναι ο ίδιος στίχος !
Για τη χώρα μας δεν είπα που δε συμπαθούν οι ΗΠΑ
και για τους πολιτικούς μας που το ρίξανε στην
Αντί να ανάψουν κάνα πούρο απ' τη χώρα του Φιντέλ
μας πετάξαν στη Βαβέλ αγκαλιά μ' ένα cartel
των πλουσίων ομολόγων και των αδελφών χωρών μας
πάει, ρε, μάνα το χωριό μας.
Τώρα γέμισα με δέος και στα αλήθεια είμαι ωραίος
που κατάφερα και εγώ να 'μαι ένας Ευρωπέος.
Κάνε τα σάλια σου ρε Έλληνα σιρόπι
για να γλείφεις τα λιγούρια στην Ευρώπη,
κάνε το αίμα σου χαλί να περπατήσουν
κι ίσως ποιος ξέρει φιλοδώρημα ν' αφήσουν.
Τώρα γέμισα με δέος και στα αλήθεια είμαι ωραίος
που κατάφερα και εγώ να 'μαι ένας Ευρωπέος.
Εφιάλτης
Ξύπνησα κι ουρλιάζοντας βγήκα στη βροχή
χωρίς να ξέρω που πάω κι αυτό είναι μόνο η αρχή
από έναν εφιάλτη που τα τελευταία βράδια
μοιάζει με φως δυνατό μέσ' τα σκοτάδια.
Τέσσερις τοίχοι λεει και εγώ πεσμένος κάπου εκεί
παρά τον πόνο όμως δε μοιάζει αυτό με φυλακή
γλυκές σειρήνες και οι θόρυβοι γνωστοί
λίγο ψύχρα και οι τοίχοι να 'ναι υγροί.
Σφιχτά δεμένος και αίμα να χάνω
και σε μια οθόνη αναμμένη από πάνω
να μου περνάνε ό,τι σιχαίνομαι μπροστά μου
ν' ακούω γέλια απάντηση στα δάκρυά μου.
Κι οι σκιές ασπροντυμένες λεει κι αυτές
να 'ναι τριγύρω μου με ονόματα απ' το χθες
κι όχι να μου λένε δεν είμαστε οι τύψεις
είμαστε όλα αυτά που προσπαθείς καιρό να κρύψεις.
Και να γελάνε δυνατά μέσα στ' αφτιά μου
βαμμένες με το αίμα μου να στέκονται μπροστά μου
κι εγώ να θέλω να λυθώ και να πετάξω
και δυνατά να ουρλιάξω.
Κι ύστερα αρχίζουνε να καίνε τα δεσμά μου
και στην οθόνη να περνάνε τα χαμένα όνειρά μου
κι είναι πολλά αυτά που βλέπω μέσα εκεί
και σαν υπότιτλοι περνάνε όλα τα λόγια που 'χα πει.
Και λίγο λίγο με ζυγώνει προς το τώρα
όχι δεν θέλω να ξέρω δεν ήρθε ακόμα η ώρα
το μέλλον με φοβίζει, δε θέλω να το δω
χτυπάω να σπάσω τα δεσμά μου να φύγω να λυθώ.
Όμως, τότε οι φωνές γίνονται λεει πιο δυνατές
και τριγύρω μου χορεύουν και γελάνε οι σκιές
το δωμάτιο μικραίνει και οι τοίχοι σιγοκλείνουν
κι οι ρωγμές φωτιά παντού να φτύνουν.
Χρώματα πολλά τριγύρω μου ν' αλλάζουν
παλιές μορφές να με τρομάζουν
ν' ακούω κλάματα λεει κάτω από τη γη
να θέλει λεει η ψυχή από το σώμα μου να βγει.
Να φύγει απ' τη φωτιά και αγκαλιά λεει με το φως
να ταξιδέψει όπου διαλέξει ο θεός
όμως αργεί λες και κάποιος τη κρατά
και τότε ουρλιάζω δυνατά.
Η αλεπού του βάλτου
Μια φορά και έναν καιρό
ένας φίλος παλιός
που έτυχε να'ναι αλεπού
λέει κι αυτός
θυμάμαι είχε
πεί μια ιστορία
που'χε ακούσει παλιά
για έναν βάλτο
που'χε πάρει
το φεγγάρι αγκαλιά.
Και μια αλεπού που έμενε εκεί
κλεισμένη χρόνια
κι όλα αυτά σιωπηλή φυλακή
να παλεύει παντού
λίγο χώμα να βρεί
για να φυτέψει
ένα σπόρο από στάχυ στη γη.
Ένα σπόρο
από τους λίγους
που'χε πάρει μαζί
μήπως και δώσει
λέει στο βούρκο ζωή
και έσκαβε τόσο βαθιά
φοβόταν λέει πως το χώμα
δεν είχε ακούσει τις ευχές της ακόμα.
Ή πως ήθελε
λίγο απ'το όνειρό της να κλέψει
και κράταγε μέσα του
ότι είχε φυτέψει
χωρίς βλαστάρι να βλέπει,
να παίρνει καρπούς
και μοιάζαν ψεύτικα
όλα της αλεπούς.
Μα έσκαβε ακόμα πιο βαθειά
και που να δείς
όταν απάντησε η γη
κι ο ήλιος της αυγής
για τον τελευταίο σπόρο
που είχε βάλει απ'το όνειρό της
τότε κοίταξε ψηλά
και ακούν ακόμα το ουρλιαχτό της.
Πήρε λοιπόν τους καρπούς
και ενώ δεν είχε να φάει
τους έβαλε όλους στο χώμα
και άρχισε να γελάει
και άρχισε λέει
να βλέπει από τις στίβες βουνά
είδε φεγγάρι και ήλιο
να κυνηγιούνται ξανά.
Έτσι ξεχνούσε την πείνα,
την κομμένη ουρά της
τα βρώμικα χόρτα
που υπήρχαν κοντά της
βούταγε μέσα στη λάσπη
έμοιαζε θάλασσα τώρα
είχε τριγύρω τα στάχια,
χρυσαφίζαν σαν δώρα.
Και κάθε φορά
που η γη γεννούσε
τα μάτια
σήκωνε ψηλά στον ουρανό
κοιτούσε
κι άφηνε το ουρλιαχτό της
να φοβίζει τα πουλιά
που όταν νοιώθανε ζωή
πέταγαν τόσο χαμηλά.
Μα φύλαγε τους σπόρους
πιο πολύ κι απ'την ζωή της
το μοναδικό όνειρό της
που ταξίδευε μαζί της
διάλεξε εκεί
στον βάλτο να τ'αφήσει
και έσκυψε στη γη
να της μιλήσει
Θες δε θες θα βγούνε κι άλλα
πιο καλά και πιο μεγάλα
σκάβω βαθιά και σ'αφήνω φυλαχτό
ένα ακόμα ουρλιαχτό.
Αντίκρυ
λέει θανάτου η αλεπού του βάλτου
το τελευταίο ουρλιαχτό της
στη γη το 'θαψε εμπρός της
και φώναξε στο στάχυ
τύχη καλή ρε νά'χει
να τ'αγκαλιάζει
η γη και ο ήλιος αν θα βγεί.
Ή θα χαθώ ή θα σωθώ
Ρίχνω τα ζάρια στο τραπέζι, κάθε φορά που πιάνω
μικρόφωνο στα χέρια μου , νικάω και χάνω·
πέφτω σηκώνομαι λυγίζω κι ορθώνομαι
ήσυχος κοιμάμαι, μα στο ξύπνιο μου αγχώνομαι.
Ιδρώνω, όταν τα χώνω βλέπω οράματα,
κυνηγάω τον εαυτό μου σε hip hop παροράματα
με λέξεις κι ήχους κράματα λιωμένα πυρωμένα
μ' αντοχές και ελαστικότητα καλά δουλεμένα
στη φωτιά παίρνω κι άλλους στο λαιμό μου
χάνω τον καιρό μου, μα γεμίζω το κενό μου
κερδίζω στα λόγια κι άλλα λόγια φευγάτα
καλή ώρα και η δεύτερη η Kramahoperrata
ʼλλο ένα μονοπάτι κόντρα σε μεγάλους δρόμους
λεωφόρους και εθνικές που σε πανε σ' άλλους κόσμους
μεγάλους και μικρούς, πάντα διαφορετικούς
κοσμοπολίτικους ανάκατα με πιο κλειστούς.
Όσα είχα κι όσα βρήκα μοιράζω, δανείζω,
μα τα θέλω πίσω, όσο ζω, ελπίζω, δε δακρίζω,
αγκομαχώ, παλεύω, γυρεύω, αντέχω,
απέχω απ' όσα ζουν άλλοι για μένα και τους τρέχω
ακόμα για άλλη μια φορά με πρόβα τα θεριά
με λύκους καλούς φίλους ξεκινάμε τη σπορά.
Θα γίνουμε η βορά τους όσα πανε κι όσα 'ρθουνε
δε το ξέρω αν θα χαθούμε ή θα σωθούμε
Στης χαράς την κορυφή έχασα γεύση και αφή
ό,τι ακουμπάω γίνεται πέτρα κι όσα είπα χίλια μέτρα.
Από οράματα και θάματα κράμα θα φτιάξω,
θα πετάξω χαμηλά και θα βουλιάξω.
Στη γαλήνη του κενού, στ' ανοιχτά νερά του νου,
πνίγομαι και κολυμπώ κι απορώ που ακόμη ζω ,
δε θα το μάθει, όμως κανείς ό,τι κι αν βρω,
δε με νοιάζει αν θα χαθώ ή θα σωθώ.
Όποιον κι ό,τι συνηθίζω το βρίζω, το τρομάζω·
όσα αγγίζω τ' αλλάζω, τ' αγκαλιάζω και τους τάζω
όνειρα άπιαστα, το πιο κακό μου ελάττωμα
της μουσικής το πάντρεμα θα σπάσει το κεράτωμα
Παράνομα χώνομαι απ' όσα ζω, απομακρύνομαι
ευθύνομαι για λόγια μου, απ' τον άλλον δεν κρίνομαι.
Με φτύνουν τα μεγάλα, δε μου δίνουν χαρά
πατώ στα ποδιά μου γέρα κι ας μη πατάω ξηρά.
Ή θα χαθώ ή θα σωθώ κι άμα ρισκάρω να χωθώ
απ' τη φωτιά κι από όσα καιει κάποτε ίσως πληρωθώ
Δεν το ξέρω, δε με νοιάζει, όσα αξίζω θα ζήσω
ό,τι φέρω θα μου μοιάζει κι όπου βρω θα τ' αφήσω
στον πρώτο βράχο που βαρέθηκε το κύμα
άλλο ένα θύμα στο λαιμό μου όλο το κρίμα
λεω πολλά και λίγα ξέρω, σε υποσχέσεις δε μένω
πολυπαιγμένο χαρτί, σημαδεμένο, καμένο.
Μα επιμένω στα δικά μας περάσματα
όλου του κόσμου τα περάματα γράμματα και θάματα
τρελού θεού τα πράματα γουστάρω να ζω
ωσότου να παραδοθώ ή θα χαθώ ή θα σωθώ.
Η μεγαλύτερη κατάρα
Η μεγαλύτερη κατάρα είναι λένε
όταν κρύβεται στα μάτια αυτών που φταινε
η ντροπή και μια λύτρωσης συγνώμη
που κανένας δε την άκουσε ποτέ ακόμη.
Γιατί είναι βλέπεις η άμυνα που όλοι έχουν διαλέξει
νιώθοντας έτσι πως απ' όλα έχουν ξεμπλέξει
το στόμα τους ανοίγουνε κι εκείνα που ξερνάνε
όσοι πονάνε δεν τα ξεχνάνε.
Κι έτσι τα κόμπλεξ καθενός που ζει μες στα σκατά
σου ξαναφέρνουνε μπροστά σου πάλι όλα αυτά
που με προσπάθεια στη ψυχή σου είχες κλειδώσει
και ίσως κάποιοι απ' αυτούς που λες να 'χουν γλιτώσει.
Τη βρώμικη και άχρηστη για όλους μας ζωή τους
κι αυτά που σέρνουνε μαζί τους
μα είναι νωρίς κάνε λιγάκι υπομονή
αυτά τα μάτια θα δακρύσουν και θα φτύσουν τη ντροπή.
Γιατί όπως λεει κι ο σοφός
όταν του ήλιου βγει το φως
το φίδι άσε μονάχο να συρθεί
μη το βοηθάς να σηκωθεί.
Είδα μάτια πολλά από ομίχλη σκεπασμένα
κι άκουσα λόγια που όλα τους πήγαν χαμένα
φτηνές δικαιολογίες, πολλές αηδίες
για την περίσταση φτιαγμένες μόνο ιστορίες.
Καραγκιόζηδες πολλούς μούρη να πουλάνε
μα να μαζεύονται μπροστά μου όταν μιλάνε
και το γλεντάω με τους ηλίθιους γελάω
μονάχα το κεφάλι μου κουνώ και δε μιλάω.
Γιατί τα λόγια τα πολλά είναι περιττά
κι όσοι πονάτε απ' αυτά
είσαστε αλλού και η κατάρα δε σας πιάνει
και μη ρωτάτε η κατάντια τους που φτάνει.
Αφού η ντροπή βουλιάζει τις ψυχές
και τις σκεπάζει με χιλιάδες ενοχές
και στην εκδίκηση ποτέ μην υποκύψεις
άσε τους άλλους να πνίγονται απ' τις τύψεις.
Γιατί όπως λεει κι ο σοφός
όταν του ήλιου βγει το φως
το φίδι άσε μονάχο να συρθεί
μη το βοηθάς να σηκωθεί.
Η μοναξιά του Δον Κιχώτη
Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος
στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη
κι αυτός στ' άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος
περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη".
Λαμποκοπάει το μάτι του ρουμπίνι.
Το γένι του απλωτό ζερβόδεξά του
με το 'να χέρι χαιρετά, με τ' άλλο ξύνει
το χάρτινο καπέλο φορεμένο στα μαλλιά του.
Με βια ανεβαίνει ως τη ψηλή κορφή του λόφου
κι όλο κοιτάει με φαντασία τον κόσμο γύρω.
"Πάμε", φωνάζει ξάφνου στο βοηθό του,
"πάμε, του ιππότη τράβηξα τον κλήρο".
Τι να 'ναι το πιο δύσκολο σε τούτη εδώ τη πλάση
Αυτό ζητάει η καρδιά του ν'αλαφρώσει.
Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση
Που ν' αρχινήσει και τι να πρωτοσώσει
Τ'άγρια πουλιά να φέρει πίσω που έχουν μείνει
δίχως φωλιές μέσα στα ολόδικά τους δάση...
Κράτα τη φλόγα, παλληκάρι και θα γίνει·
της χήρας γης η ελπίδα εσύ κι η βιάση.
Φυσάει ο άνεμος, σκορπάει όλη τη νιότη
(σκορπάει τ' όμορφο ψέμα που έχει τυλίξει το κορμί του και το πνεύμα)
κι η περηφάνια ονομαστή μένει του Ιππότη,
(ξεσπάει με το κοντάρι να λύσει τα λουριά του νου του φοβιτσιάρη)
Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη
(που 'χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα τη κρυφή τη Δουλτσινέα)
και κλαίει βουβά τη μοναξιά του Δον Κιχώτη.
(και κλαίει ξανά για το μεγάλο τον ιππότη)
Φυσάει ο άνεμος τη γέρικη του κούτρα
και η ξελογιάστρα του χαρά γελάει τον πόνο.
Ας τον επήραν οι σοφοί από τα μούτρα,
αυτός θυμάται ό,τι αγάπησε και μόνο.
"Το άγνωστο θα 'μαι εγώ" στο σύντροφό του λέει,
"και τα γνωστά, ψέμματα σ' εμένα τον τρελό.
Δε φταίει η φαντασία μου, η φρόνηση τα φταίει
που το μυαλό στις μέρες μας στεριώνουν με φελό"
Αυτά είπε κι όρμηξε μ' άρματα κουρέλια - ευλογία·
με το άμυαλο, σπασμένο του κοντάρι.
Και το λοιπόν, τη δεύτερη αρχινάει δημιουργία,
μα μπλέχτηκαν τα γκέμια στο ποδάρι.
Κρυφογελάει σκυφτός στου αλόγου του τη σέλα
με τη ζωή την πλανερή και τρυπιοχέρα.
Μοναχά απ' της μοναξιάς το πήγαιν' έλα
τα μάτια ό,τι ποθούν θα δουν μια μέρα.
Πείσμα το πείσμα Δον Κιχώτη και φοβέρα
κι αν σε γελούν οι ανθρώποι κι όλα τα άστρα,
ολημερίς χτυπιέσαι μ' ίσκιους στον αέρα
και παίρνεις ανεμόμυλους για κάστρα.
Η μπαλάντα του Twinpeaks
Ξέρω ένα όμορφο μέρος, μια πανέμορφη κοιλάδα
Πάνω απ' τη θάλασσα παρά κάτι χίλια μέτρα
πάνω στο χώμα, δέντρο, πάνω στη πέτρα, πέτρα·
βροχή μ' αέρα - ωραία μέρα -
βουβή ομίχλη πέρα ως πέρα.
Γνωστό μου αδιάβατο μικρό μονοπάτι
που καταλήγει στο πιο όμορφο φράγμα
του γερακιού δε το πιάνει το μάτι
είναι το μόνο που αντίκρυσα θαύμα,
είναι ιερό κομμάτι της γης
που σταματάει ευχές και κατάρες.
Τι να σου πω, αν δε το δεις
Άκου το μόνο με δύο κιθάρες.
Έχω ένα φίλο εκεί που 'ναι μάγος της φωτιάς,
γητευτής είναι του ανέμου και της νύχτας αδερφός,
έχει για σπίτι τα σωθικά μιας βελανιδιάς,
γερνάει τόσο όμορφα, τόσο απλά σαν το φως.
Ζει μ' ένα γκρίζο γεράκι και μια ασημένια αλεπού
μου λεγε ότι φτιάχνει το τάφο του, όμως δε ρώτησα που.
Έχω ένα φίλο εκεί που 'ναι της νύχτας αδερφός
Έχω ένα φίλο εκεί που 'ναι μάγος της φωτιάς.
Έχω ένα φίλο εκεί, έχω ένα φίλο καλό.
Έχω ένα φίλο εκεί που 'ναι γητευτής είναι του ανέμου
Μου φτάνει που ανταμώνουμε σ' αυτή τη κοιλάδα,
βρήκα κι εγώ μιαν οξιά ένα σπίτι να φτιάξω
και από εκείνο το μέρος που το λένε Ελλάδα,
θα πάρω το κουφάρι μου και θα 'ρθω ν' αράξω.
Η μπόχα των κάλπηδων
Οι καλλιτεχνάδες τώρα πια πιασμένοι όλοι αλά μπρατσέτα
σπάνε τα γαμησιάτικα και τα παχιά πακέτα
με χορηγούς, μανατζεραίους και γραφεία
μια ξεπεσμένη και χωρίς κώδικα μαφία.
Τροβαδούροι, έντεχνοι, σκυλάδες,
χιπχόπερς κι οι μεγάλοι μας ροκάδες,
τώρα πια με ίδια αισθητική κι αξία,
πολιτιστική εθνική κοινοπραξία.
Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου
και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
Όχι, δε ξέπεσε απόψε ο τραγουδιάρης σου -
απλά το φόντο είναι άσπρο και φάνηκε καλύτερα·
έτσι ήταν πάντα, κι εσύ καυχιέσαι πως για χάρη σου
στερείται από τα όμορφα για όσους έρθουν ύστερα.
Και χαραμίζεις τα πενιχρά σου εφόδια σκέψης,
για να διπλάρεις ξέλυτος τη θλιβερή του ζήση,
μα απ’ του υπονόμου την άχνα τί να κλέψεις
Άντε μια καβάτζα, τρεις μυτιές, κι ένα βρώμικο γαμήσι.
Λοιπόν, μακελεμένε ήρωα του τραγουδιού μου
μια στάλα κατράμι έριξες σ’ ένα βαρέλι μέλι
να μαγαρίσεις τα όνειρα του αγέννητου αδερφού μου,
γι’ αυτό με κόφτουν όσα λες κι ό,τι θα πεις με μέλλει.
Ντόρος να γίνεται οι μεγαλόστομοι δουλειά να έχουν,
χρειάζεται συνένοχους το ψέμα τους·
οι πυροβάτες όμως στα χαμοτόπια εδώ αντέχουν
να σβήνουν πάλι στη φωτιά το καμένο πέλμα τους.
Τρέχα από πίσω τους, λοιπόν, χειροκρότα σφύρα
η δήθεν λευτεριά τους μυρίζει κλεισούρα
σαν σύντομη ανάδυση από βαθύ κρατήρα
τώρα έχει κόντρα άνεμο, βγάλτη και κατούρα.
Και στην υγειά σου κι όλο να χαριεντίζεσαι
σαν ανήμπορος κλακαδόρος στη γιορτή τους
και σαν κουφάρι στον ήλιο να ξασπρίζεσαι
κι ό,τι σκαρφίζεσαι τροφή τους.
Ψάξε στ’ αποκαϊδια, μα μη σε πάρει μάτι·
οι ηλίθιοι υπερασπίζουν τα λάθη τους με σθένος
και σαν τους μένουν τα ριμαγμένα αμανάτι
γέρνουν προς τα δω· συγνώμη, απόψε νιώθω ξένος.
Δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας, δεν είμαι δημοπράτης
να πουλάω στην καλύτερη τιμή αυτό που δε μου ανήκει.
Είμαι αρνητής πυρόγλωσσος κι άφραχτος αντάρτης,
να λευτερώσω θέλω από τη μέγγενη μια νίκη.
Όσο εκείνοι που αγαπάς κερώνουν την ψυχή σου
και ράβουν σιγή στη φορεσιά τη roja,
πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου
και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου
και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
Η πιο μεγάλη ανοησία
Αν δε γνωρίζεις τη φωνή και το όνομά μας,
είμαστε ο νόμος των θεών, είμαστε οι ψίθυροι στο σύμπαν,
το σαράκι της γης -μας ξέρεις- κι ο πόνος της μάνας,
είμαστε οι άνθρωποι, είμαστε αυτοί που όσα είπαν,
τώρα είναι, μαζί μας μείνε, φίλε μη φεύγεις
δε σ' αντέχουμε εχθρό μας, ούτε καν σα ξένο.
Το φόβο μας σ' αφήνουμε ν' αρμέγεις,
δε ξέρουμε τι είσαι, δε κάνεις τίποτα, γι' αυτό κι είσαι το παν - φρένο
στον κόσμο βάζεις, για μια στιγμή μονάχα
και γι' άλλα χίλια χρόνια πάλι αράζεις.
Εμείς ακάθεκτοι κι αδιάφοροι τάχα μου τάχα
κι εσύ μάλλον το διασκεδάζεις.
Με βρώμικα χέρια, κόψαμε κομμάτι απ' την αλήθεια,
τα στομωμένα μας μαχαίρια στην άκρη κάπου αφήσαμε
με μια παγωμένη γουλιά που καιει τα στήθια
κατεβάσαμε όλα όσα δε ζήσαμε.
Νιώσαμε δίψα για αίμα στην ερημιά του θανάτου
κι έφτιαξε εικόνες ο νους μας, για να παίξει μαζί μας.
Τις προσκύνησε, κι ο τελευταίος από μας, με τη σειρά του
καμπούριασε το ήδη στραβό σκαρί μας.
Μ' αναπηρία ευλογημένη και ιερή
γίναμε οι μάρτυρες σε μια μικρή συνομωσία
κρυφό κουσούρι και μιζέρια φανερή,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.
Νόμοι θεών και των θνητών το αλάθητο,
δρόμοι αλλονών κόντρα στο σύμπαν το απάτητο,
κόμη αστεριών, φως ασταμάτητο
σκαρώνουν οι ανθρώποι μικρή συνομωσία.
Σημάδια των καιρών με φόβο αλλόκοτο, αμάθητο,
σωρηδόν καταπίνουν πόνο αμάσητο,
στη διαπασών μίσος ακράτητο,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.
Για κάθε εχθρό που σκαρώσαμε, έναν όρκο προδώσαμε,
ένα θεό καταστρώσαμε, που σκοτώνει.
Για κάθε ωραία ιδέα, βρήκαμε πράξη ακραία,
με μια κατάρα πιο νέα, μείναμε μόνοι.
Βαφτίσαμε χώματα άγια, κι άλλα αφορίσαμε πάγια,
λύσαμε ξόρκια και μάγια, είμαστε οι άνθρωποι.
Λέξεις νεκρές και μεγάλες, μαρμαρωμένες αγκάλες,
κλώνοι σε γυάλες, οι ξεδιάντροποι.
Ήρθαμε, δέσαμε, πήγαμε, φύγαμε,
φίλε μου, ακούσαμε, μάθαμε , κι ό,τι κάναμε, το πάθαμε,
μαζέψαμε, και λυγίσαμε, γιατί βαρύναμε.
Είδαμε, τότε πιστέψαμε, ξεχάσαμε,
ματώσαμε - βουτήξαμε, πατώσαμε,
σπείραμε, οργώσαμε, νικήσαμε, χάσαμε,
πήραμε, δώσαμε, αρπάξαμε, πλύναμε, λερώσαμε,
γεννήσαμε, σκοτώσαμε και φτάσαμε
να γίνουμε ό,τι είπαμε, του κόσμου η πιο μεγάλη μαλακία
-δικαιολογία για τη θεια αδικία
που χρεώσαμε θυσία στην ιστορία.
Σπουδαία εφεύρεση η μετάνοια και στην πρώτη ευκαιρία
με κώνειο, με σταυρό ή με μια σφαίρα
κεράσαμε ψυχές υποκρισία.
Κάθε θρησκεία γεννιέται για να πεθάνει μια μέρα
σαν μια μεγάλη του κόσμου ανοησία
Ηλιόλουστη μέρα (cut version)
Ονειροπλάνο μου στοχαστικό μου,
σα γκρίζα και βραχνή κουκουβάγια,
ήρθες και πάγωσες το θυμητικό μου,
με ξόρκια και πρόχειρα μάγια.
Για λίγο μπερδεύτηκα, αλυσοδέθηκα,
την ήττα μου για λίγο παραδέχθηκα
κι αφού τ’ ανέχτηκα, κι αφού την πάτησα,
πλουτοχαΐρεψα και φτωχοπερπάτησα
μαζί σου, αμίσητη ψεύτρα,
ντροπιασμένη της ψυχής παραδουλεύτρα·
μου ’φερες πάλι μπροστά μου το δίλημμα
για φωνές δυνατές ή σφιχτομίλημα.
Ονειροπλάνο μου, φύγε μακριά μου,
διπλοχτυπάει η ντερβίσικη καρδιά μου
κι όλο μου κλείνει να δω, δε μ’ αφήνει
απ’ του μυαλού μου το θολό φινιστρίνι.
Kαι τι θα γίνει Και τι θα γίνεις
Από το αίμα μου, πάλι, σταγόνα δε πίνεις.
Και γεια σου, ψευτόνειρό μου,
θα φάω μόνος μου το μερτικό μου.
Βολή μου, κάνε πιο πέρα,
σε ξορκίζω να πεθάνεις σαν ηλιόλουστη μέρα.
Κρυφό μου ξόρκι, πιάσε τόπο εδώ,
παρ’ τη βολή μου, σκόρπισέ τη στον αέρα·
γοργό μου πέρασμα απ’ την άκρη σου εγώ,
θα τη βλέπω να πεθαίνει μια ηλιόλουστη μέρα.
Βολή μου, κάνε πιο πέρα,
Σε ξορκίζω να πεθάνεις σαν ηλιόλουστη μέρα.
Θα 'θελα να 'μουν
Θα 'θελα να' μουν μελάνι στην πένα του Καστοριάδη
και οργή πάνω στα μάτια του Πάμπλο,
γερασμένο σκυλί μπροστά απ' την πύλη του Άδη,
να γελάω και να θέλω τα σωθικά μου να βγάλω.
Να σας τη σπάω συνεχώς σαν τον Ραφαηλίδη,
αν γονατίζετε για κάποιο θεό,
να 'χα μια γλώσσα φαρμακωμένο λεπίδι,
αντί μια ψυχή ναυάγιο σε απέραντο βυθό.
Να 'μουν Εβραίος το '40 στη Θεσσαλονίκη
ή ένα κύμα μεγάλο πάνω στα ξερονήσια,
να 'στελνα πίσω τη ντροπή σ' αυτούς που ανήκει
και μια συγνώμη σ' αυτούς που χαθήκαν περίσσια.
Θα 'θελα σκλάβος να 'μουν με μαστιγιές στη πλάτη,
να κουβαλάω μάρμαρα του Παρθενώνα,
πεισματάρης μαθητής του Σωκράτη,
και τυφλός χριστιανός κάπου στον πρώτο αιώνα.
Στίχοι τούρκου ποιητή γραμμένοι σε λευκό κελί
και λίγο ελεύθερος στη χάση και στη φέξη,
να 'μουν αλλόθρησκου στο κούτελο φιλί
και το γέλιο το πικρό στο Πέραμα του Ξέρξη.
Να 'χα πάρει Ι 5 επί επταετίας,
να μην αντίκριζα μάτια προδομένα
κι από χέρι αριστερό άνευ αιτίας,
ψηφοδέλτιο άκυρο αλλαγής το '81.
Θα θελα να 'μουν μελωδία άγνωστη του Χατζηδάκη
και το επόμενο βιβλίο του Κοροβέση,
απ' τα ράσα αφορισμένος σαν τον Καζαντζάκη,
να παω μ' αθάνατους αν περισσεύει θέση.
Του 2004 να λείπω το Σεπτέμβρη,
θα πάρει η μπάλα πολλούς στο πουθενά,
τα ποντίκια θα χορεύουνε στ' αλεύρι,
γνωστή εικόνα εγώ θα πάρω τα βουνά.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
δήθεν για μένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα
και δεν είναι γραμμένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
τα μυθοπαρμένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
σειρά μου και μένα.
Θα 'θελα να 'μουν μετανάστης στο μεταγωγών,
μπάτσος αυτόχειρας που τέλειωσε ωραία.
Μια φωνή δυνατή που αναφέρεται απών,
έλληνας λοχαγός που δεν πήγε στην Κορέα.
Μια στιγμή από το όνειρο του Ρήγα
και ντοκουμέντο μυστικό από τη Βάρκιζα,
ένα τραγούδι καμπίσιο από κολίγα
και το δάφνινο στεφάνι θα στο χάριζα.
Θα 'θελα να 'μουν ψωμί και κουκούτσι από ελιά
δίπλα σε άδειο από νερό χρυσό κανάτι
που θα καθόταν στο λαιμό του βασιλιά
στο γάμο του λαού με το παλάτι.
να 'μουν η πρωτη διαγραφη απο το ΠΑΚ,
χαμένη μπάλα του γκολφ ξεμωραμένου εθνάρχη,
να 'μουνα σάτιρα σ' ένα κοινό γεμάτο τρακ
και τραγουδιάρης που να μη σέρνεται όπου λάχει
Να 'μουν η αντοχή του Ρένου του Αποστολίδη,
μια ιστορία αφηγημένη απ' τον Κατράκη?
θα 'θελα να 'μουν σ' αλάνα αυτοσχέδιο παιχνίδι
κι ισόβια κάθειρξη απλά για ένα γκαζάκι.
Του Κώστα Βάρναλη να ήμουν η "Καμπάνα"
και το πινέλο του Θεόφιλου στο αίμα,
Θα θελα να 'μουν όσα δε σου 'παν, μάνα,
μήπως και δε με γένναγες μέσα στο ψέμα.
Αφού είμαι άτυχος και δεν ξαναγεννιέμαι,
έφτιαξα μόνος μου κάτι να καυχιέμαι.
Θα έχω φύγει μακριά
Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν
πες μου ρε φίλε τότε γιατί στιγμές μου με πνίγουν
δεν άπλωσα το χέρι σ'όσα μ'είχαν προδώσει
ούτε ζήτησα απ'το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας
χαρίζαμε ελπίδα ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι'αλλού όσο τραγουδάνε
κι εσύ ψυχή μου με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω
για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω.
Για ποιόν λαό για ποιόν θεό για ποιούς αγώνες
για ποιά αδέλφια ποιούς χειμώνες ποιές εικόνες
τι να τα κάνω όλα αυτά που φτύσαν πάνω στ'ονειρό μου
αυτά που αποτελειώσανε το λαβωμένο ξωτικό μου.
Κι όσα με ξενερώνουν στο μεθύσι μου πάνω
σαν τα κερνάω ξεθυμάνανε τι να τα κάνω
καρδιά μου άλλαξες χρώμα μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ για μένα μόνο
να τελειώνω δε θέλω από κανένα γιατρειά
θέλω να φύγω μακρυά.
Βρήκα νερό στο κρασί μου γι'αυτό δεν πίνω γουλιά
είναι κρυφή η πληγή μου γι'αυτό δεν βγάζω μιλιά
βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια γι'αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πρίν μου γίνει συνήθεια θα'χω φύγει μακριά.
Και πάω στοίχημα από κει δεν θ'ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές
δεν θα γιορτάζει ο φόβος με την λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο ελιγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω μόνο εγώ για μένα
θα κάνω πλάκα στο αιώνιο σοβαρό μου
θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω τη σιωπή για ν'ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος.
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα
θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ'ουρανού εκεί πάνω
τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω.
Θα πάρω όμως μαζί μου μια ανάσα φυλακτό
να μη μ'αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πρίν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και ευτυχώς δεν ξεχνάω με τον καιρό
λέω πριν φύγω την πιο κρυφή πληγή μου
τα τηνε γειάνω να μην την σέρνω έτσι μαζί μου.
Θα περιμένω
Θα περιμένω, ήλιε
να φανείς, μετά απ' τη βροχή.
Θα περιμένω, φίλε,
μην αργείς,
αγκάλιασε τη γη.
Έλα και φέρε χρώματα πολλά,
πάρε μακρυά το γκρίζο
κι αν θα μυρίσω αρώματα παλιά,
το αύριο σου χαρίζω
Θα σε δικάσει
Ήθελα άλλα να πω, έψαχνα άλλο θέμα
όμως η άνοιξη στο σπίτι μας μύρισε αίμα
τα λουλούδια τώρα γέρνουν να ακουμπήσουν τη γη
και τα πουλιά δεν κελαηδάνε, φτύνουν οργή.
Κάποιοι προλάβαν τον Ιούδα πρίν προδώσει
κάποιοι διαλέξανε τον Βαραβά για να γλυτώσει
κάποιοι σφίξαν πιο πολύ το αγκάθινο στεφάνι
και σταυρώσανε το δίκιο με διπλά καρφιά να πιάνει.
Ω, γλυκύ μου έαρ, μπαρουτιασμένο
πλένεις τα πόδια του αφέντη σου καημένο
είναι στερνή φορά σου, κάντο καλά
κρύψε τα δάκρυα μη σε δούνε και κοίτα ψηλά.
Αν σε δούνε να κλαίς μεγαλώνει η χαρά τους
κι αν φανούν οι πληγές καμαρώνει η στρατιά τους
γι' αυτό τραγούδα δυνατά και γέλα
τραγούδα και γέλα.
Κι όσο για σένα μεγάλε στρατηλάτη
που ζωγραφίζεις με καμάρι τον καινούριο σου χάρτη
η αιώνια κατάρα δεν σε έχει ξεχάσει
θα 'ρθει ξανά, θα σε δικάσει.
Θα σε δικάσει - θα σε δικάσει η φωτιά.
Θα σε δικάσει - κάθε σταγόνα απ' το αίμα.
Θα σε δικάσει - θα σε δικάσει η προσφυγιά.
Θα σε δικάσει - και θα σου μοιάζει με ψέμα.
Έξω μεγάλωσε η νύχτα και το φεγγάρι φοβάται
θεριεύει η φωτιά και τίποτα δεν λυπάται
βλαστημάει ο ουρανός με βροχή και χαλάζι
τρέμει συνέχεια η γη, μα τίποτα δεν αλλάζει.
Πέφτουν γεφύρια παρέα με τα στοιχειά τους,
οι τύψεις ξαναβρίσκουν τη χαμένη λαλιά τους
κλείνει τα μάτια ο Θεός γυρνάει αλλού και αφήνει
το καλό και το κακό να σε βιάζουν ειρήνη.
Δε βρίσκουν λόγια οι σπουδασμένοι ούτε ψαλμό οι δεσποτάδες
Δεν πιάνουν πένα οι ποιητές δε νοιάζονται οι μαθητάδες.
Αν ο Θεόφιλος ζούσε με τα άγια του χέρια
θα ζωγράφιζε με αίμα δεκαπέντε αστέρια
στο λαιμό ενός θεριού φερμένου από τη δύση
με όπλα πολλά δεμένο να διψάει να νικήσει.
Μα εσύ ρε γείτονα τραγούδα και γέλα
κάνε τον θάνατο να μοιάζει με την πιο όμορφη τρέλα
σπάσε τα νεύρα στους δειλούς και μη σωπάσεις
όπου κι αν πας να τους δικάσεις.
Θα σε δικάσει - μια ματιά φοβισμένη.
Θα σε δικάσει - του χρόνου η μεγάλη πληγή.
Θα σε δικάσει - μια ψυχή κολασμένη.
Θα σε δικάσει - όταν θα πάψει να κλαίει και η γη.
Θα σε δικάσουν της σημαίας τα μικρά σου τ' αστέρια.
Θα σε δικάσουν δύο που θα τρέμουνε χέρια
Θες δε θες
Τι κι αν θες τι κι αν δε θες το νερό μπήκε στ' αυλάκι πια,
αφού σκάψαμε βαθιά κόντρα στην ανεπροκοπιά
κι έπιασε τόπο ο κόπος, το θράσος και το ρίσκο,
αφού στον όγδοο δίσκο πάλι κοντά μου σε βρίσκω.
Να προσπαθείς να κλέψεις κάτι όλος αυτιά
σα πεταλούδα τη νυχτιά που τη τραβά η φωτιά,
μπας και δώσει στο χαμό της λίγο χρώμα ευτυχίας
με κλωστές αποτυχίας και γνώση ιεραρχίας,
ύφανες πρώτα το κουκούλι σου πριν μεταμορφωθείς
από σκουλήκι της γης στο άκρον άωτον της μορφής.
Μα πάλι νύχτα θα χαθείς απ' όσα ζήλεψες.
Κράτα τη μιζέρια που με φίλεψες.
Κι αν είσαι η κόρη που λενε η ασημοστολισμένη
με τα χωράφια τα ζώα και τα φλουριά προικισμένη,
σ' έχει προλάβει η ζωή μ' έχει ξεπαρθενέψει
κι ας είναι σκύλα γυναίκα που τη καρδιά μου έχει κλέψει.
Τώρα τι θες, τι μου λες.
Πήρες χαμπάρι το low bap κι αναμασάς απειλές,
μαζί με τάματα σ' εφημερίδες και τηλεοράσεις,
δημόσιες σχέσεις που θες δε θες, θα τις ξεράσεις
Θες δε θες,
μπήκε στ αυλάκι το νερό και μουσκεύει το παρόν μας.
Θες δε θες,
κάθε εμπόδιο που βάζεις πάντα θα βγαίνει σε καλό μας.
Θες δε θες,
το χαμένο σου χρόνο θα τον κρατάμε όλο δικό μας.
Θες δε θες,
πατάει στα ποδιά του γερά πια τ' όνειρό μας.
Για δες που θες δε θες, έτσι είν' τα πράγματα.
Όλα όσα θες μισά, τ' αλλά ψιλά γράμματα.
Ξάφνιασμα πρώτο του δρόμου το ριζικό,
μια αρχή καλή από αφιλτράριστο υλικό.
Βινύλιο ατόφιο μ' εξώφυλλο στο χέρι φτιαγμένο,
μ' ανθρώπους με κοινό σκοπό στα μάτια χαραγμένο.
Βάφτισμα πυρός ντόπιο μαγάρισμα,
ξεσκαρτάρισμα σε όλους χάρισμα.
Κι αν είσαι ο τύπος εκείνος που τον τρομάζει το έργο,
όταν ζυγώσεις, θα νιώσεις πως αν δε φύγεις, δε φεύγω.
Εσύ που οι νόμοι σου σκεπάζονται απ' τη γνώμη σου
κι οι ώμοι οι γυρτοί σου δε βαστάνε τη συγνώμη σου.
Κανείς επάγγελμα τίμιο βρώμικη επιθυμία
που δε ξεθύμανε μικρή και γέρασε από ανία
χάρη στη ντρόγκα κι όλα τ' αλλά που έχεις για οδοιπορικά,
σ' αυτό το ηλίθιο ταξίδι πάνω σε λόγια γενικά,
και πάντα μεταφορικά για να μένουν στα χαρτιά.
Mα αυτό που βλέπεις στο καθρέφτη φαίνεται τόσο μακριά
κι όμως είναι κοντά, τόσο που ξύνει τη ψυχή σου
και ξεσκίζει τη μεταξωτή αντοχή σου.
Γράψε ό,τι θες, σκάψε όπου θες, θάψε ό,τι θες, πάψε να θες
κι ό,τι λες να 'σαι καλά για να το λες, κλείσε τα μάτια και δες.
Σκέψου ό,τι θες - μονάχα αυτά που θες
κι ό,τι δε θες, μη το μετράς? να το σκορπάς κουράγιο βρες.
Να συνεχίσεις να θες να κλαις για όσα θες να φταις,
το φαρμάκι πιες ζήσε ξανά μανά το χθες,
για να ξεχάσεις σήμερα πάλι έξω βγες.
τρύπωσε κάπου και τη μιζέρια σου δες.
Ίσως μετά να κρυφακούω
Ακόμα ακούω το τρίξιμο της κούνιας στην αυλή
και τον ήχο απ’ την παλιά τη ραπτομηχανή
τον πάγο να λιώνει στο παλιό ψυγείο
και τη μοναξιά μου στο σχολείο
Ακόμα ακούω από τα ξύλινα στρατιωτάκια τη σιωπή
τα ελλενίτ να χορεύουν απ’ τον αέρα στη σκεπή
Ακόμα ακούω απ’ το πικ – άπ το τρίξιμο του ιμάντα
κι εκείνη τη βροχή που της μιλούσα πάντα.
Ακόμα ακούω κάθε πρωί την Μίκαινα δίπλα να ζυμώνει
την πρώτη ανάσα στο πρόσωπό μου να ζυγώνει.
Ακόμα ακούω εκείνες τις καληνύχτες που ζητούσα επίμονα
και τον Βάνια ίσως τον μόνο, όπως τότε, γείτονα.
Ακόμα ακούω τις μαρμίτες να γδέρνουν τα μαντέμια,
τις συμβουλές από τους μπάτσους για να μου σφίξουνε τα γκέμια,
τον όρκο στο στρατό που δείλιασα και σήκωσα το χέρι,
ακόμα ακούω φωνές παιδιών στην Φαναρακίου το μεσημέρι.
Ακόμα ακούω το γιο μου να ραπάρει το «Άκου, μάνα»
το κρυφτοντένεκο και τα γυαλένια έξω απ’ το φούρνο στην αλάνα
Ακόμα ακούω όταν χορεύαμε του μουσαμά τον ήχο,
τα σπρέι ν’ αδειάζουν βιαστικά πάνω στον τοίχο.
Ακόμα ακούω το Fight the Power σιγά – σιγά να μπαίνει
ακόμα ακούω τον Πυροβάτη από το Horizon να βγαίνει
ακόμα ακούω τη γκάιντα απ’ του Twinpeaks το ρυάκι
και τη φωτιά να καίει σε ουαλέζικο τζάκι
Ακόμα ακούω τον Adam και την Adele να μας μοιράζουν κάρτες
κι από το Duisburg να τραγουδάν οι μετανάστες.
Ακόμα ακούω το κύμα απ’ τη βεράντα στη Σουβάλα
ακόμα ακούω στο τσιμέντο και στο ταμπλό τη μπάλα,
ακόμα ακούω να μου λένε «να ‘ναι καλά και να σας ζήσει»
Ακόμα ακούω να με φωνάζει στην ταράτσα του ήλιου η δύση
Ακόμα ακούω το χειροκρότημα απ’ το Ρόδον κείνο τον Μάη
και την δροσιά μου να μου απαντάει πως μ’ αγαπάει
Ακόμα ακούω απ’ το τηλέφωνο το γάβγισμα της Ίρμας
Ακόμα ακούω απ’ το Κάνε κάτι την οργή της τελευταίας ρίμας.
Ακόμα ακούω κάθε στίχο που ‘χω γράψει
κι όποιον έκανα στο διάβα μου να κλάψει.
Ακόμα ακούω το μοτεράκι να σκάβει το πετσί μου
Ακόμα ακούω καθαρά όταν σωπαίνω τη φωνή μου.
Ακόμα ακούω σαράντα χρόνια η ίδια ιστορία
κι αν είναι φάρσα η τιμωρία
Όλα αυτά θα τ’ ακούω μέχρι να σβήσει κάθε ψέμα που ‘χω μέσα μου
μέχρι να σβήσει η φωτιά μου κι η μπέσα μου
και μετά ίσως να κρυφακούω.
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή
Κάθε χρόνο θυμάμαι τέτοια εποχή,
την καρδιά μου να πνίγει μια ενοχή.
Σα να με τιμωρά ο χρόνος και γοργά κυλάει
και στα Χριστούγεννα για μένα πάλι σταματάει.
Ήρθε η ώρα, βλέπεις για άλλη μια φορά
στον εαυτό μου ξανά να δώσω αναφορά,
για όλα αυτά που πρόλαβα ή ξέχασα να κάνω,
αν το σκοπό που 'χα βάλει άρχισα να φτάνω.
Και τότε η σύγκριση αρχίζει να με τρομάζει,
ξανά το ίδιο δράμα μπροστά μου φαντάζει.
Μια χρονιά όλο μίσος, πολέμους και αίμα,
μια χρονιά που η ζωή μοιάζει με ψέμα,
μια χρονιά που κατάφερε να μας γεράσει,
μια χρονιά που όλοι εύχονται να περάσει,
μια χρονιά που δυνάμωσε όσα τώρα πιστεύω,
κι έπαψα τον εαυτό μου να κοροϊδεύω.
Έπαψα, που λες, να πιστεύω σ' αυτά
που τόσα χρόνια μέσα μου είχα ζωντανά.
Σε παλιές ιστορίες που γι' αγάπη μιλούσαν
και που πολλές γενιές ζωντανές κρατούσαν.
Τώρα τα μηνύματα έχουν άλλο σκοπό,
τραβάνε όλα το δρόμο τον εμπορικό.
Τώρα ο κόσμος μιλάει για δώρα και παιχνίδια,
στο δέντρο τους κρεμάνε λεφτά για στολίδια.
Ένα δώρο ακριβό σβήνει το κάθε τους λάθος,
ο τζόγος έχει γίνει το μόνο τους πάθος.
Γιορτές γι' αυτούς που αγαπούν το ξενύχτι,
γι' αυτούς που ζουν συνέχεια μες στο δίχτυ.
Την άλλη πλευρά κανένας δε κοιτάει,
για τους ανθρώπους αυτούς κανένας δε μιλάει.
Σ' αυτούς που η αγάπη μόνο έχει απομείνει,
που χρόνια ξεχασμένοι απ' το θεό έχουν μείνει,
σ' αυτούς νομίζω, Χριστέ μου, κάτι πως χρωστάς,
τις ελπίδες, τα όνειρά τους μη τα ξεχνάς.
Στη γέννησή σου ελπίζουν για κάτι καλό
κι αν σου έχει ξεφύγει, άκου τι θα πω·
μια εικόνα στο μυαλό μου μένει καρφωμένη,
για μια φαμίλια τόσο ταλαιπωρημένη.
Σ' ένα σπίτι μικρό, νύχτα Χριστουγέννων,
στολισμένο ένα δωμάτιο με φτερά αγγέλων.
Στο φτωχικό τραπέζι κεριά αναμμένα
και του μικρού παιδιού τα μάτια δακρυσμένα.
Όλοι μαζί τραγουδάνε την Αγια Νύχτα,
μα συ Χριστέ τους ξέχασες κι αυτή τη νύχτα.
Γι' αυτό τα Χριστούγεννα μόνος περνάω,
παρέα με το γιο μου και δε τραγουδάω.
Κι εύχομαι για όλους να 'ναι ευτυχισμένα,
να πάψω να βλέπω μάτια δακρυσμένα.
Κακιά στιγμή
Μες την ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει.
Μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα την μεγάλη.
Μα έλα που το 'δα κι ας ήταν όλοι εκεί πέρα
αυτοί που μπέρδευαν στο σούρουπο, τη νύχτα με την μέρα,
αυτοί που ζητιανεύαν φυλακτό φεγγάρι κι ήλιο
που ψεύτικες κουβέντες μοιραστήκανε με φίλο.
Πήραν των ομματιών τους κι έδεσαν την μοναξιά τους
κάτω απ' τα πόδια τους να σέρνεται μπροστά τους
για να τη βλέπουν στο μικρό τους το ταξίδι
να σπαρταράει με την ντροπή τους μπροστά τους σαν το φίδι.
Ώσπου πήραν μια βραδιά το πονηρό το μονοπάτι
αφού δεν ξέραν τίποτα κι απλά ζητούσαν κάτι
να τους τρομάζει στην φωτιά να μην ταιριάζει
κι όταν πεθαίνει δυνατά να τους φωνάζει
πως βολεύτηκε κι αυτό με την ξεφτίλα κοντά τους
έτσι κι αλλιώς μαζί πήραν την γκαντεμιά τους.
Κι ό,τι κι αν γίνει, κανέναν δεν σώζεις τύχη
τον κανακάρη σου τώρα γαμάνε οι στίχοι.
Θα την πετάξω στο χώμα να νοιώσει την γη,
θα της φορέσω αγκάθια πάνω στην πληγή,
θα της τυλίξω με φλόγες όλο το κορμί,
για να 'μαι μόνος ξανά στην κακιά την στιγμή.
Μα δε βαριέσαι τώρα χτίζουν στην άμμο παλάτια
κι άλλοι τραβάνε στου lowbap τα δύσκολα τα μονοπάτια.
άλλοι τους φτιάχναν ζωή, τώρα την παίρνουν με δόσεις
κι αν γίνεις σαν κι αυτούς, άντε να ξεχρεώσεις.
Αυτοί όμως που είχαν πει πολλά, τους πνίγουν οι στίχοι,
ψευτοτσαμπουκαλεύονται λιγάκι με την τύχη.
Κοιτάνε από τη μία κι είναι τίγκα στα φώτα,
φαντάζει ωραία, μα όταν τους παίρνουν τα χνώτα
μοιάζει με τη μυρωδιά μιας πόρνης κυριλέ.
Κι οι φωνές τους, θυμίζουνε παιδιά σε χαβαλέ.
Κοίταξαν από δω κι ευτυχώς που δεν τους είδα,
έχουν στο κούτελο, μου 'παν, του προδότη τη σφραγίδα
κι εκεί στο σκοτάδι χώνονται για το καλό τους.
Ήμουν σίγουρος πως ήτανε γραφτό τους
να μείνουν μόνοι χωρίς μνήμη και τιμή,
να περιμένουν την κακιά τη στιγμή.
Αφιερωμένο στην τελευταία
νύχτα που πέρασα με τον
Θανάση μου!
Καλά κρασιά
Καλά κρασιά, μόνοι και καλοί μου γειτόνοι.
Το κακό ζυμώνεται, παλιώνει
στου μυαλού μας το ξέχειλο μικρό βαρέλι
ρίξαν μαγιά δαιμόνια κι αγγέλοι.
Eίχανε τρύγο και μαζεύαν με γέλια
σάπια τσαμπιά από της μνήμης τ' αμπέλια
από γνωστή κόκκινη παλιά ποικιλία
που έχει στραγγίξει του μίσους η αιώνια αντλία.
Εδώ στα μέρη αυτά πολλών ήπιαμε λάθη,
από σκάρτα βαρέλια στυφό κατακάθι,
με το ζόρι βαρύ και γρήγορο μεθύσι
που έχουμε όλοι γλεντήσει και έχουμε όλοι πενθήσει.
Κάθε τσαμπί που κρεμότανε κοντά στο χώμα
από τσιμπήματα φιδιών άλλαζε χρώμα
και πότιζε φαρμάκι ως της ρίζας την άκρη,
κάθε ρόγα από τσαμπί πικρό γινότανε δάκρυ
για να θυμίζει πως κάτω απ' το λιοπύρι
στης ιστορίας το μεγάλο βρώμικο πατητήρι
αν δεν πατήσεις με τα πόδια σου καλά,
άδικος κόπος, τα κρασιά θα βγουν θολά.
Γι' αυτό καλοί μου και μόνοι γειτόνοι,
όποιος το στόμα βουλώνει, μάλλον ποτέ δε γλιτώνει,
βρίσκει το φίδι τη σκιά του για δροσιά
και 'κει γεννάει - καλά κρασιά!
Γεννάει το φίδι αυγά ακόμα.
Γελάει που σε βρήκε λιώμα
κι έχει τη σκιά σου για δροσιά.
Γυρνάει, ξεθάβει το αίμα από το χώμα,
σου ράβει το μουδιασμένο στόμα
κι αν κλείσεις και τ' αυτιά, καλά κρασιά.
Πάνω λοιπόν στη ατέλειωτη έκστασή σου,
σε πιάνει, γείτονα, η αρχέγονη έπαρσή σου.
Σκάβεις το χώμα να βγάλεις λίγο αίμα,
μα το ήπιε η γη και σου 'φτυσε το ψέμα.
Ζήσε μ' αυτό, γείτονα μου, φωνακλά,
κι αφού δειλιάζεις, χειρίσου το αν μπορείς καλά.
Μείνε μόνος σου στης λήθης σου το δώμα,
στάξε φαρμάκι πάνω στο μουδιασμένο σου στόμα,
κλέβε τσαμπιά από του χρόνου το κοφίνι -
το φίδι κλείνει τα μάτια για σένα και σ' αφήνει
να κλαδεύεις τη ζωή σου με μανία
και να υπάρχεις μες στη δικιά σου τυραννία.
Υποχρέωση βγάλε για τα καμώματά του,
κάτσε και κλώσησε τ' αυγά του,
δώσε τιμή, δώσε κι αξία,
γίνε θεός μ' απόλυτη ανυπαρξία.
Αντε, 'γεια μας, γείτονα παλικαρά μας,
παλιά ντρεπόσουν και δεν έτρεμες μπροστά μας.
τώρα το φίδι σου κλέψε τη ζεστασιά
- τέλος κακό, καλά κρασιά.
Καλέ μου φίλε άντε γαμήσου
Κάνανε λάθος και σε ρίξανε στη κούνια μαζί μου,
δεν κρατήθηκες κι άπλωσες χέρι στο φαΐ μου
σε βούτηξα απ' το σβέρκο και στο αφτί σου είπα "κοιμήσου"
ή απ' τη κούνια μου καλέ μου φίλε άντε γαμήσου
Πρώτη μέρα στο σχολείο κι ίδιο θρανίο
μ' ένα κοντό που είχε τεράστιο κρανίο
ένα παιδί που μου κλέβε τα πάντα από τη κασετίνα,
μα που έβγαλε δίπλα μου μονάχα ένα μήνα.
Α, ξέχασα, καλέ μου φίλε, άντε γαμήσου
τώρα που σε είδα ξαναθυμήσου
Στη πρώτη γυμνάσιου ψαρωμένοι και οι δυο
στη προσευχή είχες ψηλώσει κι εγώ παιδί παχύ,
ζήλευα που είχες πάντα τσόντες μαζί σου
καλέ μου φίλε που καμάρωνες για το κορμί σου.
ʼντε γαμήσου, έτσι όπως παει μοιάζει με το αφιερωμένο
σκατά τραγούδι, χαρτί καμένο,
όμως θα το τσουλήσω, θα παω παρακάτω
τότε που φόρεσα αλεξίπτωτο σε γάτο,
καλέ μου φίλε, για να σε εντυπωσιάσω
ή όπως εκείνη τη φορά που τα κλειδιά μου είπα να χάσω
και θυμήσου άντε γαμήσου
καλέ μου φίλε άντε γαμήσου.
Καλέ μου φίλε που πήγες πρώτος στα μπουρδέλα
με τρεις χιλιάδες έπνιξες πρώτος την κουνέλα,
σε είδα έφηβο με μια μουνίτσα ωραία,
με τρία τσουλούφια στον καθρέφτη του κουρέα,
σε είδα με βέσπα, παλιό τεμπέλη και κοπρίλε
και σου 'πα άντε γαμήσου πάλι καλέ μου φίλε
φίλε καλέ, λυκόφιλέ μου
ήρθα στο γάμο σου, στα κυριλέ μου.
Σου έφερα δώρο ακριβό, έτσι να σκάσεις
σου ψιθύρισα στο αυτί άντε γαμήσου να ησυχάσεις.
Καλέ μου φίλε, πολύ καλέ μου,
βρεφικέ, νηπιακέ, και παιδικέ μου
εφηβικέ, καρδιακέ, μοναδικέ μου
θα σου χρωστάω που μοιραστήκαμε παρέα τις χαρές μου
κι όχι τις λύπες - τι είπες - άντε γαμήσου
δεν πιστεύω να μου πες αϊ γαμήσου
όχι αϊ γαμήσου, άντε γαμήσου φίλε καλέ μου
που έτρεχες πίσω από τις πορδές μου.
Αρχίδια ρίμα, δικό σου κρίμα
κι επειδή ήσουν πάντα ένα βλήμα,
σου 'φερα απόψε ένα κουτί μ' όλα τα άντε και γαμήσου
κι αν έχεις πρόβλημα, συγνώμη, άντε γαμήσου.
Να το ρεφρέν, άργησε λίγο,
μα έτσι κάνω τη καρδιά μου όταν ανοίγω
και θυμάμαι τον πιο καλό μου φίλο
που μοιραστήκαμε μαζί δέκα νταλίκες ξύλο.
Να και το υπόλοιπο ρεφρέν και κάτι ακόμα
εμάς τους δυο θα μας χωρίσει μόνο το χώμα,
γιατί η φιλία μεγάλο πράγμα ήταν μαζί σου
καλέ μου φίλε... άντε γαμήσου.
Καληνύχτα μαλάκα
Καληνύχτα,
άλλη μια μέρα χαλάλι
πέφτει δίπλα
στο γυρτό σου κεφάλι
τα μάτια σου βαριά
περιμένουν τ'όνειρό σου
τάχαμου,τάχαμου
το δρόμο για το λυτρωμό σου
ξεφορτώσου
ο,τι νομίζεις κακό
όσο κοιμάσαι η ρουτίνα
παύει να 'ναι ριζικό
κι οι φόβοι σου
εκεί δείχνουν μονιασμένοι
με τη λαχτάρα σου,τη στοιχειωμένη
σφίξε καλά το φως
το φυλαχτό σου
είναι περίσσεμα
απ'το πιο καλό ονειρό σου
είναι το ξέπλυμα
εκείνου απ'τις τύψεις
είναι ο,τι έχασες
κι ο,τι θα κρύψεις
Καληνύχτα μαλάκα..........η ζωή έχει πλάκα
Καληνύχτα μαλάκα...........η ζωή έχει πλάκα
Καληνύχτα μαλάκα.....
ενός φίλου η ατάκα
μιας και ξέμεινα απόψε
του την έκανα τράκα
Η ζωή έχει πλάκα......
έτσι είναι Σωκράτη
σε τρώει όλη τη μέρα
τη νύχτα θέλει κρεβάτι
σε γεννάει,σε γερνάει
σου χαρίζει στιγμές
σε ξεχνάει,σε ξερνάει
σε γεμίζει ρωγμές
Γέλα ρε ,δεν βαριέσαι
όλα είναι συνήθειο
μην δακρύσεις,γιατί...
θα σε πάρουν για ηλίθιο
Καληνύχτα μαλάκα.....
μοναχά να θυμάσαι
αύριο πρωί
το ίδιο μαλάκας πως θα 'σαι
καληνύχτα μαλάκα....η ζωή έχει πλάκα
καληνύχτα μαλάκα.....η ζωή έχει πλάκα
Καλώς ήρθες παράξενε στον τόπο μου
Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή
για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή
και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου
που έτσι κι αλλιώς σε συνερίζεται το κέφι σου.
Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό
σ' ένα αιώνια ποτισμένο απ? το κρασί καπηλειό,
μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου
που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ? όνειρό μου.
Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου
που 'ναι σα να συνέβη χθες και ορκίσου
αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς
πουθενά να μη τη πεις.
Καλώς ήρθες, ξένε στο τόπο μου
άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις
συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου,
μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής.
Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες
κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις,
όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ? τις σκιές
σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις.
Γεια σου και σένα, έλειπα χρόνια ήμουνα κάπου μακριά
με φέραν πίσω δυνατές φωνές
και κάποιες τύψεις που μου είπαν πως εδώ κοντά
έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει δυο χιλιάδες φορές.
Ω, να τα μας, καλά είπα όταν σε είδα
πως σίγουρα παράξενα θα πρέπει να μιλάς
από άλλο κόσμο έχεις απάνω σου σφραγίδα
αυτά τα αγκάθια στο κεφάλι και τα ρούχα που φοράς.
Κάποτε κάποιοι μου το φόρεσαν για στέμμα
και με χλευάζανε μεγάλο βασιλιά
ακόμα τρέχει από τότε φρέσκο αίμα
σ' αυτά που ανέβηκαν του χρόνου τα σκαλιά.
ι? αυτό με βλέπεις μέσα στις σκιές
σαν να φοβάμαι και να θέλω να γλιτώσω
μια προσευχή σ? ένα περβόλι με ελιές
δε με αφήσανε ποτέ να την τελειώσω.
Κι όμως μυρίζεις ουρανό και χώματα
κι αυτή την όμορφη δροσιά της σιωπής
Είναι που μ' έφεραν εδώ αλλόκοτα μαλώματα
άκου, λοιπόν, τι θα τους πεις]
Κάμερα στραμμένη πάνω μου
Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο
κι ένας μπάτσος δίπλα μου κατουράει σε δέντρο·
και συγχρόνως με ρωτάει από που ‘σαι και που πας?
γιατί χαμογελάς
Κι αφού τον τινάζει ελαφρά έρχεται στο ένα μέτρο,
δείχνει στην κάμερα να ζουμάρει κέντρο·
παίρνει πόζα και ρωτάει από πού ‘σαι και που πας,
γιατί χαμογελάς
Γιατί έτσι – έτσι γουστάρω,
κάτω απ’ του νόμου το μάτι στέκομαι και ποζάρω,
χαμογελάω – χωρίς δεύτερη σκέψη,
αλλιώς ρουφιάνε θα μου σαλέψει.
Μπήκες στο σπίτι μου και στη δουλειά μου,
στο σχολειό, στο κρεβάτι μου και στη κοιλιά μου,
στα όνειρα μου – ξέρεις τι αγοράζω και τι πουλάω
- μη με ρωτάς, λοιπόν, γιατί χαμογελάω.
Γιατί έτσι – απλά γουστάρω·
στα σοβαρά δε πρόκειται ποτέ μου να σε πάρω.
Θα σπάω πλάκα με τη μεγάλη σου ανασφάλεια,
όσο μαλάκα θα με κλειδώνεις για ασφάλεια
προς την κοινωνία την αγνή μη διαφθείρω,
θα με κυκλώνεις με χίλια μάτια γύρω
να ζαλίζομαι και κουρασμένος να σου αφήνομαι.
Ρουφιάνε, πνίγομαι – γελάω, γιατί θίγομαι.
Εντάξει, ποτέ δεν ένοιωσα ελεύθερος·
ακόμα και σ’ αυτό έρχεσαι δεύτερος.
Πρώτα με στρίμωχνε η λογική μου,
όμως τα βρίσκαμε ήταν δική μου.
Εσύ από ποιο χρονοντούλαπο ξεφύτρωσες,
γιατί μ’ ανέβηκες στη πλάτη και με κύρτωσες,
θαρρείς μέ γλίτωσες – θα στο φυλάω,
θα σε τρελάνω - θα σου χαμογελάω.
Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο
κι ένας μπάτσος μου ‘ρχεται στο ένα μέτρο
παίρνει πόζα και ρωτάει από που ‘σαι και που πας?
γιατί χαμογελάς?
Στο ‘πα και πριν – γιατί έτσι γουστάρω,
φτιάχνω χαμόγελο στη φάτσα μου και σου ποζάρω.
Γράψε με βίντεο να με κολλήσεις στο τοίχο·
κι αν είναι λίγα τα πειστήρια και θέλεις και ήχο,
στήσε αυτί όταν χτυπήσει το κινητό μου
– έτσι θα ξέρεις το κάθε μυστικό μου.
Έχω και στον σκληρό μου δίσκο κάτι αρχεία,
μ’ αν μπεις στο σπίτι μας, κάνε λιγάκι ησυχία.
Έχω ένα σκύλο που χιμάει στους ρουφιάνους μόνο·
μου ‘φερε παρτάλια έναν πριν από κάνα χρόνο
κι εκείνος δε μου γέλαγε – ακόμα τον ράβουν.
Πες τους να ’ρθουν γελαστοί, λοιπόν, να με συλλάβουν
- ξέρεις - εκείνοι που τρελαίνονται για τους μικρομπελάδες
που όσοι δε ‘γιναν μπάτσοι είναι σεκιουριτάδες·
εκτός κι αν αναλάβουνε που λες οι ειδικοί
κι έρθουν κατάσκοποι ψυχροπολεμικοί.
Ω! ρε, γλέντια - για ένα χαμόγελο μου
μπορεί και να τρυπώσετε και μέσα στ’ όνειρό μου.
Κι αν με χαλάσετε και δε χαμογελάω
θα βγάζω τον ανίκητο και θα σας κατουράω.
Κάνε κάτι
Κάθε φορά βαρέθηκα να μου χτυπάς την πλάτη
και να μου ζητάς να ‘μαι γερός και να τα χώνω,
σα να μου λες ότι τραβάμε ξέχωρο μονοπάτι
κι ό,τι ξεφουρνίζω μόνος το πληρώνω.
Θα σου φρεσκάρω τη μνήμη, συνταξιδιώτη κι αδερφέ μου,
τα ίδια λεκιασμένα λόγια πετούσαν κάποιοι κατά γράμμα.
Δεν παίζει ρόλο αν δε τους πίστεψα ποτέ μου
οι κακοτοπιές μόνο στους δειλούς αφήνουν τραύμα.
Μην ψελλίζεις λοιπόν τα λόγια αυτά τα μασημένα
σαν και αυτούς που θριαμβεύουν στη σκιά της ντροπής,
γίνε φωτιά και λύτρωσέ μας απ’ τα ρημαγμένα,
γίνε όμορφο τραγούδι μας κι άντε να το πεις.
Να τους λυπάσαι που περάσαν από δω και μοιάζουν άνετοι.
Άπαξ και προδώσουν ύστερα μηχανεύονται
γεμάτοι αληθοφάνεια σύγχρονοι κι ενάρετοι.
Δεν πετάνε, απλά φτεροκοπάνε και παινεύονται.
Επικύρωση απ’ τη μάζα μη γυρεύεις,
μείνε παρείσακτος να λογοδοτείς σε σένα.
Η ζωή είναι όμορφη κι απλή, μην το παιδεύεις.
Κάνε κάτι, και σταμάτα να ζητάς πάλι από μένα.
Μη μου χτυπάς απλά την πλάτη, κάνε κάτι.
Σ’ αυτό τον τόπο βασιλεύουνε τα λόγια.
Αν με κοιτάς τόσο μακριά απ’ το μονοπάτι,
μοιάζω με νάνο κρεμασμένο σε ρολόγια.
Μη μου χτυπάς απλά την πλάτη, κάνε κάτι.
Απ’ το μικρό περίσσεμά μου χρόνια τόσα
πετάω μπρος σου το καλύτερο κομμάτι·
πόσα θέλεις από μένα ακόμα, πόσα
Σαφή ορισμό το όνειρό μας δεν έχει
ούτε θαμπά νοήματα κανείς μη σκαρφιστεί.
Απλά έχει πύρινο βιος όποιος δε σκιάζεται κι αντέχει
κι όποιος γουστάρει τα όμορφα να μοιραστεί.
Γι’ αυτό μην κοντοστέκεσαι στα βουβά και στοιβαγμένα,
θα βυθιστείς στη λάσπη από τα σάλια τους.
Μέσα σου να περισώσεις όλα τα καλοβαλμένα.
Κοίτα τους καλά, έχουν τα χάλια τους.
Ολότελα μονάχοι σέρνονται και σκοτισμένοι
λοξοκοιτάζουν και υποδείξεις περιμένουν που να πάνε.
Άντρες μοντέρνοι κι απ’ τη βουή κατειλημμένοι
πίνουν, μεθάνε, τους φτύνουνε, γλεντάνε.
Μέχρι λοιπόν τη σκέψη σου καλά να κουλαντρίσεις
φύγε από τα ξέθωρα και τα ποδοπατήματα
κι όταν καλμάρουν οι καιροί έβγα να ζητήσεις
τα ρέστα σου απ’ τα νεκρά παραληρήματα.
Και να θυμάσαι, οι ξεπεσμένοι πριν ήταν καλόγνωμοι
κι ότι «αλεπού του βάλτου» είναι το παρανόμι μου,
στη σκοτεινή πλαγιά ακόμα είμαι, τη γνώριμη,
κι αν είχα εφτά ζωές, για τους προδότες δεν θ’ άλλαζε η γνώμη μου.
Κάνε μου τη χάρη
Όταν ανοίγεις την καρδιά σου κράτα ρε και λίγο αβάντα
όλα τον κόπο δεν αξίζουν το ίδιο πάντα
μην ξεγελίεσαι και σε παίρνουν χαμπάρι με την πρώτη
μπορεί η τύχη να σου χρωστάει έναν προδότη.
Ή ακόμα ένα φίδι με την γλώσσα ποτισμένη
με φαρμάκι που αντέχει στον καιρό δεν ξεθυμαίνει
μην το χαϊδεύεις λοιπόν κι όταν άκακο σου μοιάζει
κάνε το πρώτος να τρομάζει
Τι έχεις να χάσεις το καλό ή το κακό
έτσι κι αλλιώς θα σε δαγκώσει όταν σε βρεί βολικό
θα τυλιχτεί απ'το λαιμό σου
θ'αλλάξει δέρμα να ξαλαφρώσει απ'τον καημό σου
Σ'αυτά τα μέρη από παλιά μας ζώνουν τα φίδια
δε βρήκα ούτε ένα ρε να κουβαλάει πάνω του αρχίδια
δε βρήκα ούτε ένα να τελειώνει μοναχό του
πάντα κάποιος θα υπήρχε που γελούσε στο χαμό του
Σύνδρομο της κατοχής ή μετάλλαξη εποχής
που οι ρουφιάνοι τώρα είναι άνευ ενοχής
έχουν κώδικα κοινό ίδιο λάκο για φωλιά
κι από κει που δαγκωνόντουσαν ν' αλλάζουν φιλιά
Ζευγαρώνουν με καμάρι και φωνάζουν δυνατά
είναι κάτι που γνωρίζουν καλά τα ερπετά
δεν τα ξέρω εγω αυτά και πάρτε το χαμπάρι
όποιος προδόσει μια φορά θα μου χρωστάει και μια χάρη
Όσα σου έταξα λοιπόν να τα θυμάσαι καλά
κι όταν θα σέρνεσαι όπως λέει κι η κατάρα χαμηλά
να 'χεις το νου σου άμα ταιριάξει το φαρμάκι θα σου βγάλω
και να το πιείς με το ζόρι θα σε βάλω
Θα θέλει το κορμί σου την ψυχή σου ν' αδειάσει
κι ένα θάνατο αργό να σου ταιριάζει
θα θέλει την ντροπή σου λάφυρο για τη ζωή σου
κι όταν θέλουν οι τύψεις θα ξεδιψάνε στην πληγή σου
Γι' αυτό σου λέω κράτα το μάτι ανοιχτό όταν κοιμάσαι
μια νύχτα σαν κι αυτή θα 'ρθω που θα φοβάσαι
να σου τυλίξω το λαιμό με λίγη λάσπη απ' το βάλτο
μας περισσεύει το κακό εκεί κάτω
Μας περισσεύουν κι οι μύθοι αλλά απ' αυτό δε σου χαρίζω
σου 'χα φτιάξει ένα ψέμα τώρα πίσω δε γυρίζω
θα μείνω εδώ κι όσο καιρό και να μου πάρει,
θα περιμένω γι' αυτό κάνε μου τη χάρη.
Γιατί όπως λέει κι ο σοφός
όταν του ήλιου βγεί το φώς
το φίδι άσε μονάχο να συρθεί
μη το βοηθάς να σηκωθεί.
Τι ωραία η προδοσία σου 'χει φτιάξει ευλυγισία
για να σου δίνουν οι χαμένοι σημασία
σου ζωγράφισε κι ένα χαμόγελο στο στόμα
σού 'φτιαξε μάσκα αφού κατούρησε στο χώμα
Σ' άλλαξε τη μιλιά κι έδωσε στα πουλία
για να μιλάνε όσο πετάνε την παλιά
να λένε όποιος την είδε σε μια νύχτα παλικάρι
ότι είμαι εδώ και μου χρωστάει και μια χάρη.
Κάνε μου τη χάρη, όσα σου έταξα να τα θυμάσαι.
Κάνε μου τη χάρη με το ένα μάτι ανοιχτό να κοιμάσαι.
Κάνε μου τη χάρη να μιλάς δυνατά όταν φοβάσαι.
Κάνε μου τη χάρη, για να σ' ακούω απ' οπου και να'σαι.
Κάπου εδώ
Κάπου εδώ τα πρώτα λόγια μας χάθηκαν στον αέρα,
και σιγοντάρουν την ψυχή μας ακόμα
κι η μεγάλη μας αγάπη πήρε όρκους εδώ πέρα
του φεγγαριού χαζεύοντας το ψεύτικο γιόμα
Κάπου εδώ είχαμε θάψει ένα μεγάλο θησαυρό
και για σημάδι είχαμε βάλει εμάς τους ίδιους
όμως δε σκέφτηκα ποτέ να πάω να ψάξω να τον βρω
γιατί νόμιζα ότι είχα βρει, από τότε χίλιους
Κάπου εδώ είχαμε μαζέψει όλοι τα όνειρα μας
και τα κλείσαμε μέσα σε μια άσπρη μπάλα
τη κλωτσήσαμε να φύγει λίγο από κοντά μας
κι αυτή χάθηκε για πάντα η κουφάλα
Κάπου εδώ όλοι γνωριστήκαμε και σμίξαμε απ' το ξύλο
και χωρίσαμε μετά από ανία
Κάπου εδώ χάσαμε άδικα όλοι από ένα φίλο
τότε που ήτανε ο θάνατος μανία
Κάπου εδώ που οι έρωτες χέρια αλλάζαν
κι άνοιγε η γη απ' τη ντροπή για να μας καταπιεί
τότε δίναμε κουράγιο σ' εκείνους που τρομάζαν
όμως η τύχη εμάς μας άφησε ταπί
Κάπου εδω που συναντιούνται οι συγνώμες κι η αγάπη ντρέπεται τόσο
Κάπου εδω θα δω τι μου 'χει απομείνει δε ξέρω αν έχω να πληρώσω
Κάπου εδω πήρα χαμπάρι επιτέλους ότι η ζωή δεν είναι τόσο φτηνή
Κάπου εδω τη μαλακία που με δέρνει θα τη καθίσω στο σκαμνί
Κάπου εδώ πήρα κι έχασα τα πάντα
κι όσα φοβόμουν ν' αποκτήσω τα μοιράστηκα
εδώ ανοίχτηκα και άκουσα ένα δυνατό αγάντα
από το χτες κι εδώ ρε φίλε τα χρειάστηκα
κάπου εδώ τα πρώτα σκάρωσα και είπα στιχάκια
και δε πίστευα όσα φύλαγε μετά το ριζικό μου
Εγώ δεν άντεχα τα όμορφα τραγουδάκια
κι είπα να βρω το λαβωμένο ξωτικό μου
Μάλλον εδώ κάποτε θα σε ανταμώσω
κι ίσως να πιούμε από το ίδιο το ποτήρι
κι αν δε φτάσουν όσα θα 'χω εδώ για να πληρώσω
θα τη βγάλουμε κι οι δυο μας ξεροσφύρι
Συνηθισμένα τα βουνά μπορεί και χωρίς χιόνια
εκτός αν έμαθε η ψυχούλα μας το κρίμα
κι αν χρωστάμε πουθενά τίποτα χρόνια
ας ξεχρεώσουμε μ' αυτό που μοιάζει ποίημα
Κι αν κάπου εδώ πληρώνονται όλα έτσι όντως
εγώ θ' αφήσω ένα υπόλοιπο να υπάρχει
μπορεί κανείς απ' τα παλιά παρεμπιπτόντως
να διαλέξει το ίδιο τέλος εδώ να 'χει.
Κατάθεση ψυχής
"Να μείνουμε λίγο στο Hip Hop,
στο Hip Hop που παίζουν οι Active Member
και ξεκίνησαν να το παίζουν σε μια χρονική περίοδο,
θα έλεγα, όταν διεθνώς τα πράγματα
πήγαιναν κάπου αλλού.
Εκεί ξαφνικά οι Active Member
σφίγγουν τη γροθιά τους και λένε εμείς Hip Hop."
- Είναι κατάθεση ψυχής έξω από ρεύματα εποχής
ξεπερνώντας κάθε όριο αντοχής
κι αυτό που βγαίνει είναι τόσο αληθινό που ενοχλεί
και τους φοβίζει όλους πολύ.
Γιατί ξεθάβει στο φως ανασφάλειες πολλές
και ξεσκεπάζει τόσες κρυμμένες ενοχές
μ' ένα μπάσο και ένα beat που ανοίγει την ψυχή
κι άλλους τρέπει σε φυγή.
Είναι Hip Hop απλά κι αυτό διάλεξα να ζω
και σου ανοίγω της καρδιά μου για να πω
πως όλα αυτά, ρε φίλε, με κρατάνε ζωντανό
και μου δίνουνε κουράγιο να κοιτάω τον ουρανό.
Ρώτα λοιπόν, μα όμως να ξέρεις εξ' αρχής
πως όλα αυτά που θα σου πω είναι κατάθεση ψυχής.
"Πολλοί πιστεύουν ότι το Hip Hop
δεν είναι πηγαία μουσική έκφραση
αφού βασίζεται πολύ στα samplers
και η σύνθεση παίζει δευτερεύοντα ρόλο.
Εσύ τί έχεις να τους απαντήσεις"
-Βαρέθηκα ρε φίλε τα 'χω πει πολλές φορές
για τον τρόπο που δουλεύουμε νότες και φωνές
ή και δείγματα πολλά μουσικών που αγαπάμε
αφού μας δίνουν το συναίσθημα εκείνο που ζητάμε.
Και μην ξεχνάς τα πικάπ είναι η βάση
κι ό,τι βγαίνει απ' αυτά έχει περάσει
σαν ένα κώδικα ζωής φτιαγμένος από ήχους
και μια κατάθεση ψυχής μέσα απ' τους στίχους.
Και η μουσική μας θεωρία μηδενική,
μα δε βαριέσαι υπάρχουν τόσοι μουσικοί
να στήσουν μπάντες, χορωδίες συμφωνικές
να τους ακούνε και κυρίες κοσμικές.
Οι Active Member κάνουν rap να το χωνέψεις
κι αυτά που λέμε είν' η ζωή να το πιστέψεις
και δε γουστάρουμε τους δήθεν ειδικούς
εγώ πιστεύω ότι φτάνει να σ' αρέσει ό,τι ακούς.
"Είχα διαβάσει σε μια συνέντευξή σας ότι λέτε πολλά γιατί πρέπει να τα πείτε"
Ναι, ρε φίλε αυτά που λέμε είναι πολλά
κι αν είσαι μάγκας κράτα λίγα απ' τα καλά
εκείνα τα κομμάτια που ταιριάζουν στην καρδιά σου
και μη τα θες όλα δικά σου.
Εμείς βγάζουμε στο φως ό,τι μας πρόσφερε ο θεός
και τα σκορπάμε όπως τ' άστρα ο ουρανός
άλλα μεγάλα φωτεινά, άλλα μικρά και σκοτεινά
κι άλλα στην ίδια τη σειρά παντοτινά.
Όπως ο πόνος, η αγάπη κι ο θυμός
κι αυτό που βγαίνει απ' την καρδιά μας σαν ρυθμός
να παλεύει με τις λέξεις να αλλάζει να επιμένει
και να αφήνει ένα συναίσθημα που μένει.
Κι άσε τα λόγια να σκορπάνε, μη τα θάβεις
κυνήγα ελπίδα μπορεί κάτι να προλάβεις
γράψε ό,τι ακούς αυτό μας φτάνει
τους κανόνες στο παιχνίδι όποιος αλλάζει πάντα χάνει.
"Μιχάλη, θα ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση
που πιθανόν να έχεις σιχαθεί να την ακούς.
Hip Hop και Ελληνική πραγματικότητα
μία έκφραση των μαύρων Αμερικανών και το Πέραμα"
Έλα στο Πέραμα να δεις το χρώμα τ' ουρανού
ν' αλλάζει από τα σύννεφα καπνού
σταμάτα εκεί και ρώτα όπου θες
θ' ακούς τα πάντα να παλεύουν με το χτες.
Κι αυτοί που φταίνε ξέχασαν εύκολα κι εμάς
ναι, αλήθεια λέω, ρε, μη γελάς
εδώ τα δάκρυα τρέχουν στο σκοτάδι
φαίνεται ήσυχο το βράδυ.
Υπάρχουν άντρες που 'ναι δώδεκα χρονών
για τα καλά στο παιχνίδι των σκιών
ανασφάλεια, φιλότιμο, αγωνία
και μια αγάπη που σου γίνεται μανία.
Ψάχνοντας λύτρωση μ' αποθέματα ψυχής
που ένας πρόσφυγας μαζεύει από τον τόπο της φυγής.
"Ανοιχτό μικρόφωνο, κακά πράγματα για όποιον ή ό,τι δεν γουστάρεις"
άσε ρε φίλε τις κακίες έλα να πιούμε ένα κρασί
αφού άμα αρχίσουμε τα σάλια θα μας πάρει το πρωί
έχει τελειώσει κι η κασέτα στο ρημάδι
και δε φαίνονται οι σκιές μες το σκοτάδι.
Αφού το ξέρεις πιο καλά κι εσύ από μένα
πως τα καλά για πάντα μένουνε θαμμένα
άντε τελευταία γουλιά και καληνύχτα
ήταν όμορφη ρε μάγκα μου η νύχτα.
Κατοικάρης στο Τώρα
Μίσεψε η χαρά μπρος στου ονείρου τα αποκαμωμένα,
τίποτα πια δε συχωριέται σε κανένα.
Μας λυπούνται όλων των καιρών οι εξόριστοι
που μπρος στα λιόβροχα πια στέκουμε αγνώριστοι
σα βουλωμένες με μολύβι μνήμες,
σα ξώμαχες που ξεζευγιάζουν ρίμες.
Τώρα που οι σοφοί μωράθηκαν, κλάψε για σένα.
Σφαλίσαν το αύριο σε κελιά δειπλοκαγκελωμένα.
Τα διαβατάρικα πουλιά ψάχνουν αραξοβόλια,
στη μοιρασιά πάλι σε τρώνε τα καρακόλια
και καθρεφτίζεσαι, χωρατεύεις και γδύνεσαι
ξαμολιέσαι κι αφήνεσαι, λησμονείς και γίνεσαι
κατοικάρης στο τώρα.
Γλώσσες ξυραφωτές θα χαρακώσουν τη ράχη σου,
οι παραπανίσιοι θα χαζεύουν τη μάχη σου
κι απ’ της γριάς ζωής το χωνευτήρι
νεκρόθωροι θα σε καλούν στο κοιμητήρι
ταπεινωμένο, σαν από σκόνη καμωμένο,
σαβανωμένο, μ’ ένα βιος νοικιασμένο.
Μαχαίρωμα βαθύ όταν τα λόγια δε βλασταίνουν,
σάρκινα φονικά όταν τα ωραία δε βαθαίνουν,
διάβα σα γιάτρεμα θανατερής πληγής,
πρόχειρα μανταρισμένα χρόνια κοντολογίς.
Κι αν τη γλιτώσεις άχρονο κι άσκοπο ό,τι γίνεις,
πριν να μερώσεις μέσα στον ζόφο θα μείνεις
κατοικάρης στο τώρα.
Κι όμως ξημέρωσε
Στα μέρη εκεί μακριά κάποιοι γιορτάζουν τέτοιες μέρες κάθε χρόνο
με μύθους ζώνονται κι έστω για λίγο όλοι αγαπιούνται καλά και σώνει.
Εδώ δε φτάνει τίποτα απ’ αυτά το μέρος αυτό ακουστά το έχουνε μόνο.
Κι ευτυχώς γιατί έτσι δεν πληγώνονται που κάποιος είναι ευτυχισμένος απλά
που ξημερώνει.
Ξημέρωσε μακριά απ’ τα μέρη της γιορτής
κι όμως ξημέρωσε
τράβα εκεί για να τους πεις
πως κι εδώ ξημέρωσε
με το ίδιο αγιάζι της αυγής
η νύχτα μέριασε
και το τραγούδι της βροχής
ακούω κι ας πέρασε
η νύχτα της μεγάλης σας γιορτής
κι όμως ξημέρωσε.
Κοινό μυστικό
Δυο μάτια που κλαινε, τον καημό μιας ψυχής
παιδιά κατώτερου θεού, μιας χαμένης γης
συνηθισμένα στον πόνο και στην ξένη φροντίδα
με μια τάση φυγής και κρυμμένη μια ελπίδα.
Ξεχασμένα απ' αυτούς που τα φέραν στον κόσμο
και ένα σύστημα σάπιο που τα αφήνει στο δρόμο
κι οι δήθεν που λένε λειτουργοί του καλού
κι αυτοί που τσεπώνουν στο όνομα του Θεού.
Είναι κρυμμένοι όλοι οι ανεύθυνοι πάλι
κι ως τον λαιμό βουτηγμένοι όλοι μέσα στην κραιπάλη
κάνουν τον πόνο του άλλου χαρά τους
και ενώ όλα γέρνουν όπως πάντα προς την πλευρά τους.
Σε μια εξουσία ανήθικη και αρρωστημένη
διαχειριστές τρελοί και διεφθαρμένοι
σαν παραμύθι που δεν κρατάει πολύ
μέχρι έναν τάφο ένα μικρό κελί.
Και ενώ όλοι ξέρουν την αλήθεια και πάλι
σταματούν και γυρνούν αλλού το κεφάλι
σε κάθε φυλακή και κάθε ίδρυμα πόνου
χαμένοι όλοι αυτοί στο ταξίδι του χρόνου.
Ενώ αυτά μέσα σε τοίχους κλεισμένα
και σ' όλα αυτά που πονούν μαθημένα
όλοι το ξέρουν σαν κοινό μυστικό
πως το δήθεν σύστημα το σωφρονιστικό
είναι καλό σχολειό και όλοι όσοι μαθαίνουν
ποτέ δεν ξεφεύγουνε μ' αυτά αργοπεθαίνουν
και έτσι όλοι οι άλλοι στην ησυχία τους πάλι
φτιαγμένοι για τη ζωή τη μεγάλη.
Φιλανθρωπίες και ένα ψεύτικο δάκρυ
χαμένα κορμιά που πάντα βρίσκουν την άκρη
να ξεγλιστράν και να κερδίζουν την κοινή τη γνώμη
κι όλοι σ' αυτό το κράτος να κοιμούνται ακόμη.
Για όλους εσάς που στηθήκατε απέναντι
τα χρόνια εκεί μέσα είναι μόνο έναντι
και είναι σα να χρωστάνε ζωή και λευτεριά
σε εκείνους που δεν ξέρουν και ζούνε μια χαρά.
Λες και πρέπει να πληρώνουν το λάθος μιας φοράς
και σε έναν κώδικα χαμένα να 'ναι συμπεριφοράς
φτιαγμένο από εκείνους τους μεγάλους τους αγνούς
στολισμένα από ηθική που δε τη χωράει ο νους.
Και έτσι λεει ανοίγουν δρόμο για τη νέα τους ζωή
και είναι έτοιμα ύστερα όλα για το αύριο που θα 'ρθει
μα η επανένταξη πονάει και στοιχίζει πιο πολύ
και απ' το ξύλο που έχουν φαει και από το υγρό κελί.
Κι ύστερα άντε να ακούσουν τις τόσες συμβουλές
κι ύστερα άντε να πιστέψουν ό,τι πια και να τους λες
χαμένες συνειδήσεις πιο μεγάλο το κακό
σκυμμένα τα κεφάλια κοινό το μυστικό.
Κι όλοι το ξέρουν σαν κοινό μυστικό.
Κοίτα η πόλη
Κοίτα η πόλη έχει πρόσοψη φρεσκοβαμμένη,
λαμπιόνια στολίζουνε τη μούχλα.
Τώρα δεν είναι τσαπατσούλα η καημένη,
είναι απλά, άλλη μια τσούλα.
Οι σκυθρωποί είναι τώρα αποκλεισμένοι
κι οι γελαστοί, δήθεν, μάς τιμάνε.
Οι πονεμένοι είναι κάπου πεταμένοι,
μισοθαμμένοι και δε μιλάνε.
Μπάτσοι καλόδεχτοι, σφυρηλατημένοι
σκαρφαλώσανε εκεί ψηλά στο σβέρκο μας.
Μιλιούνια εργολάβοι παραφουσκωμένοι
χύσαν μπετό στο alter ego μας.
Φωνές, κροταλίσματα, μαχαιρώματα.
Ένα τίποτα σε σημαδεύει στην καρωτίδα.
Σκύψε να φιλήσεις τα ίδια χώματα·
ο ίδιος τάφος είναι αιώνια παγίδα.
Κοίτα η πόλη έχει πρόσοψη φρεσκοβαμμένη,
λαμπιονια στολίζουνε τη μούχλα.
Τώρα δεν είναι τσαπατσούλα η καημένη,
είναι απλά, άλλη μια τσούλα.
Κοίτα η πόλη…
Κόκκινη ζώνη
Στάσου παράμερα, φτιάξου πατήθηκες,
απ'όσα αρνήθηκες, σφυροκοπήθηκες.
Όρθιε βλακόλιθε, σακί με μπάζα,
σε ψυχοκέντησαν καλά με μυθομάζα.
Ανυποψίαστε, σταμάτα να μετράς τη ζωή με καράτια.
Κοίτα αν τολμάς απ' ευθείας μες στου δράκου τα μάτια.
άκου και μάθε από τη ζοφερή σιωπή του,
παιδί του να γινόσουν, ξεχωριστό παιδί του.
Να καταλάβαινες πως εδώ μας πετάξαν,
μας απολύμαναν πολιτικά και μας τάξαν
παραδεισένια ησυχία, κολασμένη αφθονία,
τραπέζια πλούσια, παιχνίδια, βιβλία, θρανία,
ζωή· τολμήσαν και μας τάξαν οι δειλοί ζωή,
σα μια ατέλειωτη του ονειροχρόνου γιορτή.
Κι ούτε ρωτάς γιατί - (κι ουτε ρωτας γιατι)
ακυρωμένη συνείδηση - καμένο χαρτί -
Όσο κι αν το εύχεσαι, δε θα σε προσπεράσω,
στα μάτια σου ξανά τα ολόξενα θα συνταιριάσω.
Μη νοιαστείς και θυμηθείς τα κοντινά γεννήματα μας
Μη θαρρέψεις και πεις τα ονόματά μας.
Δε σου κακιώνω, σε μένα πιο πολύ θυμώνω
που τόσα χρόνια μυριάδες λέξεις μπροστά μας απλώνω
από τα σώψυχα μου μέσα· μα κανείς δε γλυτώνει,
απ'αυτούς που γεννηθήκαμε στη κόκκινη ζώνη.
Στέκομαι και κοιτάω αποκομένος.
Το χρυσωπό όνειρο τους τελειώνει.
Φλέγομαι κι εσύ φοβισμένος
παρακαλάς να μη μείνουμε μόνοι.
Σε δέχομαι, μα εσύ κυρτωμένος,
τόσο λιγόλογος που δε βλέπω σκόνη,
παραμερίζεις και ξεχνάς ο καϋμένος
πως γεννηθήκαμε στην κόκκινη ζώνη
Φώναξέ τα δυνατά - όσα μου τύχανε τα 'ξερα·
σε χωράφια είχα σπείρει κατάξερα
μύθους, που πιάστηκες για ν'αντρώσεις,
στίχους, δίπλα στις μαζικές νευρώσεις,
εκρήξεις μια ατέλειωτη σειρά από εκπλήξεις·
δειλέ, στο ενδιάμεσο θα καταλήξεις
κυρτωμένος κι ούτε ματιά στις κορφές·
τα τότε όνειρά σου, τώρα αποστροφές.
Τι θες από 'μας, μικρέ καλοσυνάτε
Με τους ομοίους σου μείνε να το γλεντάτε,
όταν μυριάδες αλήτες που σου μοιάζουνε μόνοι,
παλεύουν και για σένα στην κόκκινη ζώνη.
Κόκκινη - κόκκινη ζώνη
Πυρωμένο ατσάλι στ' αμόνι.
Κόκκινη - κόκκινη ζώνη,
οι περήφανοι πεθαίνουνε μόνοι.
Στο πηγαινέλα του λόγου, στου υλισμού τη σιωπή
κρυφό μου κι ανάρμοστο, γίνε κραυγή.
Οι ντροπιασμένοι που αγνοούν σε υποβαθμίζουν,
αυτοί που δέχονται μονάχα όσα αγγίζουν,
πανηγυρίζουν, ενώ ραγίζεις την αστική λογική τους.
Αναιμικά κι αφωνικά δένονται στην ηθική τους.
Ρε, μη λογιάζεσαι για κουρασμένος
και μη σωριάζεσαι σα προδομένος.
Πάντα ο εχθρός μας κάνει τη δουλειά του·
τράβα πιο 'κει και μέτρα όλα τα σφάλματά του.
Γίνε σκιά του, γίνε καθρέφτης θολός
και ασ' τον να πιστέψει πως είσαι νεκρός.
Είναι τυφλός, κορδωμένος μ' αλαζονεία·
μη τον μαγέψεις, φτύσε μονάχα ειρωνεία.
Ούρλιαξε μέσα στ' αυτί του, δε με νοιάζει αν γλυτώσω.
Αρνούμαι να με προδώσω.
Κοσμογωνιά
Τραβήξου πιο πέρα μούσα μου και δωσ' μου
λίγο έμπνευση να γράψω δυο λόγια για την γωνιά του κόσμου
που διαλέξαμε να φτιάξουμε το όνειρό μας
με λίγο χώμα και νερό απ' τον ουρανό μας.
Με την φωτιά που 'καιγε τώρα καιρό τα σωθηκά μας
τρατάρουμε και τον φονιά μας
η φυγή μας στολίστηκε με μελωδίες και λέξεις
και γουστάρουμε πολύ ψυχή μου κοίτα ν'αντέξεις.
Σκίσαμε λίγο τα μανίκια απ'την παλιά την φορεσιά
τώρα χωρίς δεκανίκια και μακριά απ' τη μοιρασιά
θα κοιτάμε χωρίς ποτέ να γελάμε
κάποτε όλα ήταν μαζί δεν το ξεχνάμε.
Κάποιοι διαλέξανε αυτά τα ρούχα τους να 'ναι καλά
ντυθήκανε ανάλογα και φύγαν για ψηλά
άλλοι αράξανε στη λερωμένη τους φωλιά
τώρα οι προδότες είν' της μόδας να στέλνουνε φιλιά.
Κάποιοι θα ντύσουνε την φτήνια μας χλιδή
και που'σαι ακόμα τα πιο καλά δεν τα'χεις δει
τώρα που τελειώνουνε τα χρόνια του 9
εδώ στου κόσμου τη μικρή μας τη γωνιά.
Εδώ στου κόσμου τη γωνιά
έφτιαξα όνειρο φονιά,
πέταξα τη φορεσιά,
δε χωράω στη μοιρασιά.
Σ'αυτήν εδώ λοιπόν τη μικρή κοσμογωνιά
φτιάξαμε όνειρο μικρό φονιά
που μπορεί και να σκοτώσει πρώτα εμάς
ούτε να φοβάσαι μα ούτε και να γελάς.
Όλοι οι άλλο οι παγκόσμιοι ανάγκη δεν έχουν
αν βγεί στην πιάτσα η μόδα πίσω της τρέχουν
να της ψωνίσουν νυφικό να της τάξουνε γάμο
και ν' αφήσουν την ψυχή τους στα πόδια της χάμω.
Όμως εμάς η φωτιά κι η προσφυγιά μας
είναι γκόμενες πιστές στην αγκαλιά μας
που ποτέ τους δεν θα φύγουν μέσα απ'την ψυχή μας
κι αν θα χαθούμε νωρίς θα'ρθουν μαζί μας.
Φτάνει που ζήσαμε παρέα χωρίς ζωή κανείς να κλέψει
κι ούτε απλώσαμε χέρι σε ό,τι είχαμε ζηλέψει
φτιάξαμε μόνοι στη λάσπη το όνειρό μας
το ίδιο μισούμε μετά το λυτρωμό μας.
Το ίδιο ψέμα φτύνουμε απ' το στόμα
κι αν φοβάστε δεν είναι αργά ακόμα
ο ήλιος θα σας φέρει τα πιο κακά μαντάτα
σε τούτη τη γωνιά θα'μαστε πρόσφυγες για πάντα.
Κι άντε να δώ κουράγιο που θα βρείτε
στους αφέντες σαν ξανά υποκλιθείτε
για να κρεμάσουν το όνειρό μας όμως δεν φτάνουν τα σκοινιά
μέχρι εδώ στου κόσμου τη γωνιά.
Κυνήγι μαγισσών
Βγήκες κυνήγι γι' άλλη μια φορά
μες στην ομίχλη μάγισσες να μαζέψεις.
Το παρελθόν σου έφτιαξες πυρά
κι απ' τη ζωή βάλθηκες να ξεπεζέψεις.
Πριν σκοτεινιάσει απόψε ο ουρανός,
τα κρίματα σου μάζεψέ τα και ρίχτα.
Όσο θα καίγονται, θα δίνουνε φως
στην πιο μεγάλη νύχτα.
Κάναν το γύρο του κόσμου σε λίγες ώρες τα μαντάτα,
γίνανε όλα ένα μεγάλο χωριό, μια αιμάτινη στράτα
που την έστρωσες για να πατήσει το παράλογο,
αφού πρώτα δολοφόνησες το διάλογο.
Στο πρόσταγμα σου άναψε φωτιά πεινασμένη,
καλοθρεμμένη με ψέμα και στο σκοτάδι απλωμένη
με χίλιες εστίες, ένα πύρινο δύχτι,
που την ύστατη την ώρα θα ψαρέψει τον πλανήτη
να ταϊσει μεγάλα, μακροπρόθεσμα πλάνα,
τα κροκοδείλια δάκρυά σου για τους πύργους, τ' αεροπλάνα,
και των όπλων την ειρήνη· απόψε πνίχτα, στην πιο μεγάλη νύχτα.
Μπλέξαν οι ρίζες σάπια και καλόκαρδα
και οι νέοι εξεταστές μαζέψαν χαμόκλαδα.
Έφτασε η ώρα σου, τώρα, πενήντα χρόνια καρτέρι,
μεταμοντέρνος μεσσίας στο κόκκαλο το μαχαίρι.
Η πολιτική σου στυγνό κυνήγι μαγισσών,
αφού αλλού ψάχνουν τα μάτια σου άφεση αμαρτιών,
κι αλλού τα χέρια σου πράττουν κατά διαόλου
ξορκιστής η προπαγάνδα του διπλού σου ρόλου.
Τα επόμενα θύματα σου μπορεί και να 'ναι τα παιδιά σου.
Δε παίρνει χαμπάρι η πεφωτισμένη αφεντιά σου.
Τα ιδανικά που υπερασπίζεσαι τα ξέκανες ήδη
και βάζεις δόλωμα φίδι πιο μεγάλο για να βγάλει το φίδι
από τρύπα που οδηγεί στα λαγούμια
που 'χεις σκάψει από παλιά κάτω από κορφοβούνια
και κρυστάλλινης πηγής παγωμένου τρόμου
που εξομοιώνεις με το φάντασμα πιο δίκαιου κόσμου.
Και βιάζεσαι, γιατί ξέρεις πως απόψε ο ουρανός,
θα σκοτεινιάσει και θα μοιάζει μαγικός,
κι αν θέλεις φως, τα κρίματά σου στη φωτιά που άναψες ρίχτα,
στη πιο μεγάλη νύχτα.
Λαβωμένο ξωτικό
Δάκρυα που κυλήσανε για σένα γίνανε τραγούδια
λόγια που είχα ακούσει θυμωμένα ,ναι τα ακούω και εδώ.
νύχτες που απ' τα ξίδια, στήναμε χορό με τα αγγελούδια
έψαχνα στα σύννεφα τα μάτια σου κάπου να βρω.
Έπαιρνα από πίσω το αίμα που 'τρεχε απ' τις πληγές σου
μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
σου άπλωνα το χέρι να έρθεις λαβωμένο ξωτικό.
Και εγώ θυμάμαι παντού να σε ψάχνω ξωτικό
να δω αλήθεια αν είσαι όπως μου λέγανε κακό
να αντικρίσω τα μάτια σου, το μαγικό σου βλέμμα
που είχα ακούσει όποιος σε δει θα ποτίσει λεει ψέμα.
Και θα πνίγει τα όνειρά του στη χαρά σου
θα πουλάει απ' τη ζωή φτάνει να σέρνεται κοντά σου
κι αν ναι θα τον φοβίζει η μοναξιά
και ο χρόνος θα περνάει αργά και συνέχεια θα πονάει.
Μα ποτέ δε μ' ένοιαξαν τα λόγια ξωτικό
κρατούσα μέσα μου για χρόνια ένα θαμμένο μυστικό
και μπορεί όταν θα σε δω αν ταιριάξει να σου πω
για ποιο λόγο εγώ ψάχνω τόσα χρόνια να σε βρω.
Και ακολουθώ το αίμα που τρέχει απ' τις πληγές σου
χωρίς ποτέ να ζητιανεύω λίγο απ' τις χαρές σου
χωρίς να θέλω να χαρώ κάτι κλεμμένο
ίσως μπορεί εγώ να ξέρω γιατί τρέχεις λαβωμένο.
Και σκεπάζω τις σταγόνες απ' το αίμα σου καλά
αν σε βρούνε πληγωμένο για' μένα θα' ναι αργά
ποτέ δε θα μπορέσω εγώ τα μάτια σου να δω
και θα χαθώ χωρίς να ξέρω αν αγαπώ
Έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
σ' έχει προδώσει το αίμα που κυλάει ξωτικό.
Μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
και εγώ σ' ακούω παντού, μη φοβάσαι είμαι εδώ.
Το μυστικό μας λοιπόν το κρατάω καλά κρυμμένο
συνέχισε να τρέχεις να γυρνάς κυνηγημένο
και εγώ θα 'μαι εκεί πίσω από σένα μια βαριά αναπνοή
να μας σκεπάζει σαν ομίχλη και μπορεί
όποιος ψάχνει να σε βρει και δεν ξέρει γιατί
τα σημάδια που αφήνεις δεν θα δει, θα χαθεί
μα εγώ σε ακούω καλά, φοβισμένο μου μοιάζεις
για πρώτη φορά ξωτικό δε με τρομάζεις.
Και είμαι εδώ το χέρι μου σου απλώνω
παίρνω κουράγιο και μπορώ και μετανιώνω
για όλα εκείνα που είχα πει στα βαριά δήθεν τραγούδια
που δεν μοιράστηκα κρασί με τα αγγελούδια.
Τώρα μπορώ να σου πω όταν θα σε δω
πως μες τα μάτια σου εγώ ψάχνω καιρό
λίγη απ' τη φωτιά, λίγο από το παραμύθι
και λίγο αγάπη να με σώσει από τη λήθη
Γι' αυτό θάψε όλες τις ψεύτικες χαρές σου
έχω σκεπάσει όλο το αίμα απ' τις πληγές σου
βάλε όλα τα άστρα του ουρανού για νυφικό
και έλα μαζί μου λαβωμένο ξωτικό.
Έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
μοιάζει η νύχτα να κερνάει με χαρά το κακό.
Μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
είσαι κοντά μου το νιώθω λαβωμένο ξωτικό.
Στον Rak...
Λάθος παράδειγμα
Πώς να ζωγραφίσεις ένα χαμόγελο
με δυο δάκρυα παρέα στον καθρέφτη
αν χολοσκάς για της νίκης το ανώφελο
κι αν πάλι τ’ αύριο σε δικάσει σα ψεύτη
Πως ν’ απλώσεις στο σκοτάδι το χέρι σου
για να σώσεις ένα φως που τρεμοσβήνει
αν στις χούφτες σου μέσα κρατάς τ’ αστέρι σου
φυλακισμένο, κι απαιτείς κι ευγνωμοσύνη
Πως ν’ αγγίξεις στη βροχή το πρόσωπό σου
και να γείρεις προς τα πίσω λίγο το κεφάλι
αν δε γνωρίζεις προς τα πού είναι ο ουρανός σου
και κουλουριάζεσαι να φύγει η ζάλη
Πώς να σταθείς φάτσα στον άνεμο κι ακίνητος
να του διηγηθείς κάτι απ’ τη μοναξιά σου
Αν δεν έχεις καινούρια μυστικά μείνε αμίλητος,
ξέρει τα πάντα για την αφεντιά σου.
Πώς να κρατήσεις απ’ τη θάλασσα αλμύρα
και να μάθεις να καλώνεις τον καιρό σου
αν ζητάς σα κολασμένος απ’ τη μοίρα
χωρίς ανάσα να σε πάει στον βυθό σου
Πώς να νιώσεις κάποιους στίχους και νοήματα
και ν’ απαιτήσεις χώρο μακριά απ’ τα δαμασμένα
αν δε φιλιώνεις μ’ απαρνημένους και με θύματα
κι έχεις παράδειγμα εμένα
Πώς ν’ αντέξεις ταξίδι ολάκερο αν σε τρομάζει το μικρό αυτό λιμάνι
Πώς να περιγράψεις το άπειρο αν το σήμερα μόνο σου φτάνει
Πώς να κυνηγήσεις χίμαιρες αν δε γνωρίζεις τ’ αφανισμένα
Και πώς να φιλιώσεις με σκέψεις ανήμερες αν έχεις παράδειγμα εμένα
Πώς ν’ ανταμώσεις επιτέλους με του ονείρου σου
τον πιο συχνό κι αγαπημένο επισκέπτη
αν πάντα άδικα χρεώνεις του ίσκιου σου
ό,τι κακό μπροστά στο διάβα σου πέφτει
Πώς να μερώσει η μνήμη σου η δόλια
και να σφαλίσει στα βάθια σου όλα τ’ άσχημα,
αν της χαράς πιάνουνε μέσα σου τα μπόλια
και με ξένα καρφιτσώνεσαι παράσημα
Πώς να σ’ ακούσουν όταν μιλάς δήθεν με οργή
και με κατηγόριες τα δίκια κυνηγάς
Αν δεν άγγιξες ποτέ σου νοτισμένη γη
παραμένεις αγέννητος φυγάς.
Πώς ν’ αντέξεις το πρώτο κλάμα ενός παιδιού
κι ενός λεβέντη γέροντα τη στερνή ματιά
αν για το τέλος βιάζεσαι αυτού του τραγουδιού
κι αν με τη στάχτη του σκεπάζεις τη φωτιά
Πώς να το πας ξεχωριστά αν τα κρυμμένα δε βρεις νοήματα
Πώς να τα κάνεις όλα αυτά αν έχεις τα λάθος παραδείγματα
Λάσπη και φως
Πολλά χρόνια βουτηγμένα μες τη λάσπη φίλε
και για πρώτη μου φορά σε βλέπω απέναντι ήλιε
να μου γελάς το φως σου πάνω μου να κυλάς
μα να μην είσαι όπως μου λέγαν, να γερνάς.
Και εγώ στο φως να νοιώθω ακόμα ρε πιο μοναχός
να φτύνω ψέμα για να χτίσω ο τρελός
εκείνο το αύριο που σέρνει λάθη από το τώρα
και να γλιτώσω και καλά δεν βλέπω εγώ την ώρα.
Και δεν μπορεί να μου είναι όλα σκοτεινά
μα συνεχίζω να μη βλέπω εγώ ξανά.
Που είναι η χαρά Που είναι η γιορτή
γιατί μου λέγατε γι' αυτά Γιατί
Και εγώ σας πίστεψα ανθρωπάκια από το φως
και τίναξα την λάσπη από πάνω μου ο φτωχός
και τώρα τι, τι μου δίνει ο ήλιος πες μου
βλέπεις καλό κοίτα το χτες μου.
Όλα είναι ίδια και στη λάσπη και στο φως
φτιαγμένος καλά από το μάστορα ο πηλός
να πλάθεται απλά να αγκαλιάζει τη φωτιά
όμως να φτάνει για να λιώσει μια ματιά.
Και εδώ έχει φως τόσο πολύ που με τυφλώνει
η καθαρότητα του νου σας με παγώνει
γι' αυτό και σκύβω να πιάσω λίγο χώμα
δεν μου ταιριάζει είναι ανοιχτό πολύ το χρώμα.
σε όσα λέτε, για αυτά που κλαιτε
για τη βρωμιά σας στο λευκό ακόμα φταιτε
είναι γνωστός ο τρόπος που αγκαλιάζετε το φως
αυτόκλητος κριτής ο καθένας σας Θεός.
Και έτσι η ματιά σας όπου πέφτει χαμηλά
στέλνει φωτιά αντί για αγάπης αγκαλιά
και μην ξεχνάς ό,τι τώρα είναι ψηλά μπορεί και να χαθεί,
να γκρεμιστεί, να γίνει γη.
Και ίσως και λάσπη από εκείνη που μισείς
χωρίς το φως που κατασκεύασες να ζεις
και τώρα τι, τι σου δίνει ο ήλιος πες μου
είναι καλά που ζεις στο χθες μου.
Λησμονητήριο
Τόσα χρόνια σεργιανάμε στα όμορφα με το ίδιο εισιτήριο
και κανείς βαλτός δε μας ρώτησε ούτε και ζήτησε να τ’ ακυρώσει.
Τόσα χρόνια μόνο κομπιασμένες κατηγόριες ξεθάβονται από το λησμονητήριο
κι η ντροπή βουλιάζει τον απόηχο μες στο ψέμα να μεστώσει
τόσα χρόνια αφοσιωμένα και στη φωτιά καλά κατεργασμένα,
φήμες ανεπίγραφες και ανεξόφλητα δάνεια
υπόγεια διαδρομή, επίγεια τα επίορκα και σκεβρωμένα
σκόρπιοι αντίλαλοι που πνίγονται στην άπνοια.
Κοίτα εκεί ψηλά τα χαμοπούλια
κάνουν κύκλους συνέχεια πάνω απ’ τα υπολείμματα
φύλλο δεν κουνιέται φίλος δε μιλιέται.
Κοίτα εκεί ψηλά, ξέμεινε μόνη της η Πούλια
να ικετεύει το αχάριστο σκοτάδι για δυο του Αυγερινού φεγγίσματα
φως γεννιέται – εχθρός αρνιέται.
Κοίτα εκεί στο βάθος, γίναν βουνά οι αναμνήσεις
κι εσύ ένας ξένος για όσα λευτέρωσες άθικτα μυστικά
στιγμές απαρνημένες – ρωγμές δειλοσκαμένες.
Κοίτα μπροστά σου οι απόντες σέρνονταν εκεί που πας να περπατήσεις
ατέλειωτη ξεφτίλα με χίλια αποσιωπητικά
σιωπές προσταγμένες, ζωές προταγμένες.
Κοίτα πίσω σου λάμψεις από κανονιές που δεν άκουσες
και νοιώσε τις μνήμες που σβήνουν πίσω απ’ τις φωταψίες
βουβή κοσμωδία – βουβή κωμωδία.
Κοίτα μέσα σου στα ανομολόγητα, αν δε παράκουσες
πένητες άρχοντες που σε γεμίζουν υποψίες
ζεις κοροϊδία και παίζεις τραγωδία.
Αν τα δες όλα και νοιώθεις ένα βήμα απ’ τον γκρεμό,
σύρε και πέσε μόνος σου χωρίς σταματημό. ·
Γιατί είναι νύχτα σπάνια – νύχτα μ’ άπνοια.
Λίγα λόγια
Τη μοναξιά σου τη θυμίζουν οι πολλοί
κι ότι είσαι μικρός, εκείνοι που δεν ξέρεις
τη τρέλα που πουλάς, σου τη γυρίζουν οι τρελοί
και ο χρόνος μια πίκρα για όσα δε καταφέρεις.
Όσα έχεις πει, πάνω σε μάτια θα τα δείς
κι όσα μασάς, κρυφά θα τα προφέρεις.
Ό,τι κι αν φτύσεις, μπροστά σου θα το βρείς
κι ό,τι έχεις κλέψει, κάποτε πίσω θα το φέρεις.
Ό,τι αγαπάς, θα σε κάνει να μισείς
κι ό,τι φοβάσαι, δειλά θα σε θεριεύει.
Ό,τι σκορπάς, θα μοιάζει απόσταγμα ζωής
κι ό,τι ζητάς , πρώτο θα σε κυριεύει.
Όταν μιλάς, δε θα σου δίνουν προσοχή
και θα νομίζεις ότι είν' αργά για να τους πείσεις
κι όσο γερνάς, δε θα τους περισσεύει ευχή
στ' αρχίδια σου ρε, κοίτα απλά να ζήσεις.
Λίγο να σκεφτείς
Λίγο να σκεφτείς, κι αμέσως γίνεσαι του πόνου γητευτής·
λίγο να σκεφτείς, θα ξεθαρρέψεις τ' αλυτά θα ονειρευτείς·
λίγο να σκεφτείς, κι ανοίγεις δρόμους στα μνημονικά της γης·
λίγο να σκεφτείς τα περισσέμματα, δε θα γευτείς, θα ερωτευθείς.
Λίγο να σκεφτείς κι αρχίζει το αίμα σου βράζει, αλλάζει,
ο κόσμος γύρω σου θεριεύει, φωνάζει, χαράζει
το πιο μεγάλο σου χρόνια μαράζι αδειάζει,
σ'αλλάζει τόσο που σε ξαφνιάζει.
Βάστα από δω και πέρα, βάστα καλά και πάμε
στα πιο περήφανα περνάμε, όρθιοι γερνάμε.
Για την ντροπή όσων μας ζύγωσανε, θα τραγουδάμε,
θα ξεδιψάμε με μέρες κι όλα τα χρόνια θα φάμε
και θα κεντάμε όρκους στ' ονειροσάλι σου νύχτα μαγεύτρα,
ακριβοπλήρωτη πουτάνα και ψεύτρα·
για να δεχτείς τη συντροφιά μας αθώα κυρά μας,
έτσι πληρώνουμε τ' αγέννητα τα φονικά μας.
Και να σκεφτείς, αν το αντέχεις και μπορείς να το σκεφτείς,
άλλοι φωλιάσανε στα μέρη που φοβόσουν να κρυφτείς.
Αν το δεχτείς, μισά μοιράσματα θα 'χεις να παινευτείς
απ' της ντροπής κι άλλα μισά απ' της σιωπής.
Λίγο να σκεφτείς, και μπρος σου γονατίζουν οι πόνοι
κι όσοι αρνιούνται το βιος τους, μοιάζουν μ' αίμα στο χιόνι·
το μυρίζεις τη νύχτα, το διαβάζεις τη μέρα·
είναι σα γυάλινη σφαίρα, μου το 'χει πει η Fiera.
Πάει καιρός
Πάει καιρός που μπολιάστηκε του δέντρου η ρίζα
κι οι αλητάμπουρες τριγύρω μου γινήκαν κυρίζα,
ωριμάσανε, σαπίσανε και πέσανε,
άλλοι παντρεύτηκαν και πήγανε και δέσανε·
ντροπή φορέσανε και βρήκανε πολλές δικαιολογίες,
κάποιοι ανταμώνουνε μονάχα τις αργίες
σα παναγίες που κεντάν τα σάβανά τους,
φτύσαν το δρόμο που είχαν χρόνια μες στα σωθικά τους.
Στα πρακτικά τους γράφεται μόνο ό,τι δε σαλεύει
κι αν έμεινε κανείς τρελλός εδώ να το παλεύει
να γυρεύει παλιές εικόνες κι αρώματα
και τα θαμμένα όνειρά μας στα χώματα.
Τρελοκαμώματα για όσους ράψαν μπαλώματα
στα τρύπια βράδια τους που ζούνε στα παπλώματα.
Όσοι δε το βγαλαν δεν είχαν τσίπα,
ενώ το είδανε το φίδι να κοιμάται στην τρύπα.
Πάει καιρός που όλα τα βλέπαμε καλά γενικά
και πιστεύαμε πως όλοι είναι καλά αρσενικά.
Τώρα γινήκαμε από αδέρφια γειτόνοι και ξένοι,
Ανταμώνουμε, όταν κάποιος πεθαίνει.
Πάει καιρός και τώρα εδώ στη γη του κανενός
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως·
ωραία ζωή και δυο μέτρα ουρανός,
όλα είναι ίδια ακόμα και στη λάσπη και στο φως.
Πάει καιρός όμως θυμάμαι, ευτυχώς,
μυρωδιές εικόνες και νοιώθω τυχερός.
Πάει καιρός πολύς καιρός
που επιβίωνες, αν ήσουν αλήτης σοφός.
Πάει καιρός τώρα γεμίσαμε φως,
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως.
Πάει καιρός για να τη βγάλεις γερός,
αδελφέ μου, αποφάσισες να ζήσεις κουφός.
Στου κουφού, λοιπόν, χτυπάω κι απόψε την πόρτα
κι εκείνος ντροπιασμένος χαμηλώνει τα φώτα.
Επιμένω και ξαπλώνω στο πλατύσκαλο,
τραγουδάω και κρατάω ονειροπίστολο·
να του ρίξω δυο καλά να 'ρθεί στα ίσια του
ή καναν εφιάλτη να παλεύει με τη λύσσα του.
Ανοίξτε, ρε, ανοίξτε μελλοθάνατοι!
Ποιος να μου το 'λεγε ότι θα στέκονταν ασάλευτοι,
βολεμένοι, εύκαιροι και δανεισμένοι,
πιασμένοι από μια φούστα ή μια καρέκλα σπασμένη.
Και σαν πρώτα αντρειωμένοι, τώρα σκυμμένοι,
καλοδιατήρητοι και γυμνασμένοι.
Τριανταέξι άτοκες δόσεις,
κοίτα πριν φύγεις, φίλε μου να ξεχρεώσεις.
Υποχρεώσεις - βγάλ' τα παπούτσια, μη λερώσεις -
όσα δεν έκανες, εδώ θα τα πληρώσεις.
Πάει καιρός από τα νιάτα σου τ' ανέμελα,
τώρα σε σκάβουν τα προβλήματα συθέμελα.
Γλυκειά σου νιότη - πίσω προδότη -
θα κλειδώσω τη πόρτα, αφού την κάνατε πρώτοι.
Μα δε λογάριασα καλά
Μη με παρεξηγήσεις που άργησα κάτι τρεχάματα είχα
το ριζικό μου βλέπεις ν' αποφύγω παρά τρίχα
ήθελα λίγο, τόσο λίγο, πάλι, μα απ' το ξερό μου
να ξεφύγω δε μπορώ, δεν ειν' το τυχερό μου
Τώρα που αλλάζουν οι εποχές χωρίς βροχές,
μοιάζουν να λάμπουν οι ανοχές και να ξεφτίζουν οι αντοχές
Απ' ότι λένε οι ειδικοί απ' τα εργαστήρια-γραφεία
ούτε κι ο χρόνος δε γλιτώνει απ' τα ψηφία
Μπορεί γι' αυτό να 'χω πεισμώσει και να κοιτάω κατάματα
απ? τα μεσάνυχτα ως τ' άγρια χαράματα
κάθε δικό μου, κάθε τρελό μου, κάθε όνειρο μου
κι ας μου το δείχνουν οι αριθμοί πως τον καιρό μου
τον χάνω τζάμπα αντί να τον κρατάω καβάτζα
και τότε πάντα κάτι ξεμένει στη μπάντα
Γιατί μυαλό μου μουλιάζεις, γιατί ψυχή μου αποκοιμιέσαι;
Γυρεύεις συντροφιά, χαρά βρώμικη να ξεχνιέσαι
κι έτσι γελιέσαι μες στων πολλών το συναπάντημα
στους καλοκουρδισμένους δίνεις πάτημα
να βάλουν χέρι στα σκουριασμένα σου γρανάζια
αφού τσεκάρουν τα μπαγκάζια και μετά σου χώσουν γκάζια.
Μα δε λογάριασα καλά κι άφησα πίσω τόσα λόγια
τώρα που αλλάζουνε δειλά όλου του κόσμου τα ρολόγια
Μα δε λογάριασα καλά ούτε το ύψος τ' ουρανού
πήγα και πέταξα ψηλά, χωρίς τις πλάτες του Θεού
Από παλιά όλοι μας τρέχουμε τον ήλιο να προφτάσουμε
μαρκάρουμε τον ουρανό να μη τα χάσουμε
βαφτίζουμε ώρες και λεπτά κάθε στιγμή που περνάει
λες κι η ζωή όλους το ίδιο μας γερνάει
Γυαλισμένα θέλουμε τα πολυκαιρισμένα,
με μαστοριά έχουμε καλά φυλακισμένα
όσα κυλάνε σαν την άμμο σε κλεψύδρα ραγισμένη,
αφού τα χέρια που τη σκάλισαν την έχουν ξεχασμένη
και κάθε κόκκος μας θυμίζει τη φορά
που διαβήκαμε τον δρόμο μ' οδηγό τη συμφορά
κόντρα στη σιγουριά και στη βιασύνη
αυτές σου δείχνουν καλοσύνη, μη γυρνάς εμπιστοσύνη
Κι αν σηκώνω κεφάλι κι αν πουλάω και μούρη
γελιέμαι στην αρχή πως έπιασα κελεπούρι
μα δε λογάριασα καλά πάλι κι άφησα λόγια
και καταριέται η ψυχή μου όλου του κόσμου τα ρολόγια
να παγώσουνε για λίγο. αλλά πού!
Είναι φτιαγμένα από θνητούς που 'χαν τις πλάτες του Θεού
Γι' αυτό και γω για να συνέλθει της τα χώνω καλά
πάντα στις ώρες τις μικρές έχω να πω πολλά.
Μάσκα
Ξυπνάω με φωνές γιατί άρχισες χωρίς εμένα καρναβάλι
τι στολή να βάλω τι να φορέσαν άραγε όλοι οι άλλοι
λες να 'χουν χρώματα πολλά και φινετσάτα και τεράστια καπέλα
θέλω να ‘μαι μοναδικός και αντί για μάσκα να φορέσω εσένα τρέλα.
Γιορτή γιατί Γιατί γιορτή να γίνουν άτρωτοι οι τρωτοί
Τρελές χαρές, βουβές φωνές βγάλε τη μάσκα σου και δες.
Μοιάζεις κακός πωπω μια μάσκα που τη βρήκες πες και εμένα
όσα φοράω κλεμμένα είναι και σκισμένα
πες μια κουβέντα να σ' ακούσω τρόμαξέ με
μέσα στα μάτια να με σκιάξεις κοίταξέ με.
Μα δε μπορείς κακό να γίνεις αλήθεια δε μπορείς
Για κοίτα εκείνον με τ' αγγέλου τα φτερά που όλο γελάει
κρύβει τα μάτια του και μοιάζει μια χαρά ενώ πονάει
και αν του φωνάξεις να γυρίσει να κοιτάξει
δε θα γουστάρει το παράδεισο, θ' αλλάξει.
Ένα καπέλο θα φορέσει γεμάτο με φτερά
και θ' αρχίσει να χορεύει με τους άλλους στην πυρά
κι αυτός που καίνε πόσο μου μοιάζει
και μονάχα που το σκέφτομαι αλήθεια με τρομάζει.
Βρες μου μια μάσκα να φορέσω ότι να 'ναι να σωθώ
και μια στολή να μοιάζω σαύρα να συρθώ
ή καμιά φούστα καμιά τσάντα καμιά κάλτσα
να μοιάζω πόρνη που ξεχύθηκε στην πιάτσα.
Κάνε ότι να 'ναι να ξεφύγω απ' τη φωτιά άσε με λάσκα
έκανα λάθος που δε φόρεσα μια μάσκα.
Στο καρναβάλι ρε που πας
χωρίς μάσκα και στολή ρε να φοράς.
Κι αφού το διάλεξες, να πας
θα 'σαι μόνος μες στους μόνους θα πονάς.
Γι' αυτό λοιπόν φοράω την πρώτη μάσκα εκείνη που θα βρω
το πήρα απόφαση πως πρέπει να χωθώ μες στον χορό
κι αν τους φοβίσω και εγώ με τη σειρά μου
τότε θα 'ναι ταιριαστή επάνω μου η φορεσιά μου.
Κι αν τους κάνω να γελάσουν και ξεσκάσουν
μπορεί τη φάτσα μου για πάντα να ξεχάσουν
και να θυμούνται αυτή τη μάσκα τη γελοία που φοράω
και θα μπορέσω με τους άλλους άνετα να περπατάω.
Δε θα φοβάμαι και δε θα ντρέπομαι για μένα
θα 'ναι τριγύρω μου τα πάντα ευτυχισμένα
δε θα ζηλεύω αυτά που φόραγαν οι άλλοι
θα συνηθίσω εδώ κοντά σου καρναβάλι.
Τέλος καλό όλα καλά
η μάσκα ταίριαξε καλά.
Μεγάλα μαύρα ράσα
Θου κύριε το στόματί μου!
Ήρθα μόνος μου δεν ήρθε το καλό μαζί μου
τριαντοχτώ περίπου χρόνια αξομολόγητος
βαπτισμένος με το ζόρι κι ασυγχώρητος
Από παιδί με πιάνανε στην εκκλησία στα πράσα
που φωτιά ήθελα να βάλω στου παπά τα ράσα.
Είχαμε σχέδιο για το παγκάρι του προφήτη Ηλία
να το σπάσουμε έξω απ' το σχολειό να πάρουμε βιβλία.
Όμως, μας έπιασε η κουφάλα η παπαδιά
που έκλεβε πρόσφορα κρυφά μες στην ποδιά
και το κρυφόκανε με τον δεξιό τον ψάλτη
που εκείνος τα 'χε και με τον καντηλανάφτη.
Εντάξει, εγώ ήμουνα απ' άλλη ενορία,
στην εκκλησία μας δρούσε άλλη συμμορία
παιδεραστίας και υπέρ ανεγέρσεως του ναού
νταβατζιλίκι σ' άλλο ένα σπίτι του θεού.
Τις μυροφόρες θυμάμαι πίσω απ'τα στασίδια
να προσεύχονται να βρέξει ο ουρανός (αρ..ια)
Μ' αυτά και μ' άλλα με πήρανε τα χρόνια
μέχρι που είδα παπά στο γάμο μου ρε σαν τα χιόνια
κι ευτυχώς που μου έδωσε τις ευλογίες του
χαλάλι τα λεφτά με τις υγείες του.
Κι αφού δεν έκανα ποτέ αίτηση αθανασίας
γουστάρω δήμευση περιουσίας της εκκλησίας.
Μη κρατάτε κακία όμως στο Θεό,
το μαγαζί έχει τρεχάματα είναι πολυεθνικό,
πού να γνωρίζει κι αυτός όλους τους συνεργάτες του
κι αυτός κοιτάει να διώξει το βάρος απ' τις πλάτες του.
Αλλοι λαμόγια κι άλλοι στην προσευχή ως το βράδυ.
Αλλοι professionals ή στου Μεσαίωνα το σκοτάδι.
Καλά όλα αυτά, αλλά για τα μοναστήρια τους
αλλιώς θ' ακούνε μια ζωή τα ασιχτήρια τους.
Δεν είναι ο λαός το παιδί για τα θελήματα
έχει τα ζόρια του μύρια προβλήματα
αν μας κυκλώσουν κι οι σκιές με τα μεγάλα μαύρα ράσα
άντε βγάλε από τα μάτια μας τα γράσα.
Και ας τελειώνουμε επιτέλους με τα τάματα
στο κεφάλι μας κρυμμένα όλα τα θαύματα
με τους σάπιους ούτε στιγμή απ' τη ζωή μας
που μια την έχουμε να 'ναι δική μας
όσο για το θέμα μου ας το διευθετήσουνε
έτσι για φόρο τιμής ας μ' αφορίσουνε
κι όταν ψοφήσω μη με διαβάσουνε
οι φίλοι μου οι αριστεροί απ' τη ζήλια τους να σκάσουνε.
Ω, μεγάλα μαύρα ράσα
Χρυσοί σταυροί και πετραχήλια
Ω, στα μάτια μας τα γράσα
και οι προσευχές στα χείλια.
Ω, μεγάλα μαύρα ράσα σας πληρώνουμε όλοι φέσι
Τον Ιούδα τον μπαγάσα τη δουλειά άφησε στη μέση.
Μείνε εκεί
Τι κανείς, ρε Όλα σε θέλουν κοντά τους
κι εσύ τρως απ' το περίσσεμμά τους.
Κυνηγάς το σκοτάδι σε απάτητες στοές
και σε αδύναμες φωτιές τραβάς και καις στιγμές.
Πήρες ξοπίσω της σιωπής τη λιτανεία και πας,
δειλιάζεις να ζεις και ν' αγαπάς.
Λιγοστεύεις τα πανέμορφα και τα μεγάλα,
κάνεις κουμάντο και διατάζεις με λάθος σινιάλα.
Στραβά αρμενίζεις σε στραβό γιαλό,
ρίχνεις άγκυρα εκεί, μα έχεις φουρτούνα στο μυαλό,
ακολουθάς αερικό κυνηγημένο, φοβισμένο,
ακούς τη μοίρα σου που σ' έχει μοσχαναθρεμμένο,
αυτή που σε βυζαίνει ακόμα και σ' αλλάζει τις πάνες
και σε κρατάει στις σφιχτές της δαγκάνες,
σε ντύνει ήλιο και σε βάζει σε καινούρια τροχιά,
σε χτενίζει και σε πλένει με φαρμάκι από οχιά,
σε λιγοστεύει μέσα σ' όλα τα λίγα.
Πετάς παντού τ' αγγίζεις όλα όπως κάνει μια μύγα,
μα το δικό σου φοβάται, δε στο δείχνει,
μόνο όσοι ξέρουν περπατάνε σε κρυμμένα ίχνη,
μα λιγοστεύουν κι αυτοί - εκεί η ζωή δεν ανασαίνει,
αλλά γεννάει κι ό,τι γερνάει το πεθαίνει.
Γι' αυτό όσα φεύγουν, μου λείπουν πιο λίγο
κι αν λιγόστεψα σειρά μου να φύγω.
Θα 'θελα να 'χα κουράγιο να δω αυτούς που γεννιούνται,
να κλάψω δίπλα σ' αυτούς που ξεχνιούνται,
να παω στα μέρη αυτά που δε πήγα.
εκτός κι αν μέσα μου είναι όλα πιο λίγα.
Λιγοστεύουν στη ζωή όλα
πουλάει τα πάντα για το αύριο το τώρα.
Λιγοστεύουν στο ονειρο όλα
και στη ψυχή μας το μπάλωμα φαίνεται.
Λιγοστεύουν στην αγάπη όλα,
γίναμε φυτά σαρκοβόρα,
λιγοστεύουν στο θάνατο όλα,
μείνε εκεί, αδερφέ μου αγέννητε.
Μείνε εκεί - εδώ ζει το λιγόψυχο,
δε μυρίζει τώρα πια ούτε τ' απόβροχο,
τα νιάτα ξεπουλάνε τη φρεσκάδα στοιβαγμένα,
γεννιούνται με κακό χρεωμένα.
ʼκου με μένα, νιώθω ένα όμορφο ρίγος,
σ' ένα άσχημο κουφάρι ζω και δείχνω λίγος.
Δεν είμαι το άτρωτο ούτε έξυπνος περνιέμαι,
μα έχω κάτι περίσσιο να καυχιέμαι.
Κι ας μοιάζει στάλα σε πελώρια γυάλα,
και πλατύσκαλο σ' ατέλειωτη σκάλα,
απλά όλα τ' άλλα χάσαν το νόημα την ομορφιά τους,
χαίρομαι χρόνε που δε μ' έστησες κοντά τους.
Απλά η σκιά τους που και που με τυλίγει,
τίποτα μεγάλο δε με πνίγει.
Χρόνια τώρα ψυχή και γλώσσα ακονίζω
και το λίγο μονάχος μου τ' ορίζω.
Μελωδία της παρακμής
Από που 'ρθες, ρε, μεγάλε και παράξενα μιλάς
όλα μου μοιάζουν ωραία, εσύ γιατί μου το χαλάς
όλοι χωράμε παντού γιατί περίεργα κοιτάς
έφαγες πόρτα απ' τη ζωή μας και γελάς.
Σε κοιτάζω τόση ώρα κι όλο κάτι μου θυμίζεις
δε μπορεί απ'το πουθενά μοναχός σου να γυρίζεις
άραξε ρε στη βολή σου
έλα δίπλα ξάπλα και κοιμήσου.
Γιατί τώρα οι ανάσες μας τρομάζουν σαν κραυγές
και οι τύψεις στήνουν γλέντι θες δε θες
τώρα μας πνίγει η συνήθεια βοηθάει κι η ευκολία
είναι όλα τόσο ωραία μοιάζει εύκολη η λεία.
Στην εποχή αυτή που ζούμε των μετρίων
βασιλιάδες οι τρελοί των ηλιθίων
τώρα διαλέγουμε απ' το ψέμα ένα ψέμα μα όλα ίδια
πιο μεγάλο τώρα ψέμα ανακυκλώσιμα σκουπίδια.
Τα μισόλογα άρκουν άκουσέ με κάτι ξέρω
έχω πεί τόσα πολλά κι έτσι πια δεν υποφέρω
θα στα φτιάξω ένα τραγούδι και την άκρη θα την βρείς
πίσω απο τη μελωδία τη γνωστή της παρακμής.
Γίναν οι πρόσφυγες τουρίστες και οι ευέλικτοι αρτίστες
πρώτο τραπέζι και η μιζέρια μας στις πίστες
η υπομονή τον πρίγκηπά της περιμένει,
η σιωπή τώρα φωνάζει σαν πεθαίνει.
Ο μικρός ξέρει καλά όταν τρέχει που πηγαίνει
ο μεγάλος δεν θυμάται προσπαθεί, μα δε μαθαίνει
ο θεός ψάχνει τον τρόπο μια συγνώμη να μας πεί
έχει πρόβλημα ο δέκτης η επαφή έχει κοπεί.
Τα παράσιτα πολλά μα θα στήσω μια κεραία
στην ταράτσα έτσι για μούρη για να φαίνεται ωραία
έχω σπάσει στο PC μου κωδικό για την τιμή μου
κι έχω σβήσει απ'τα αρχεία την ντροπή μου.
Η χαρά βγήκε στην πιάτσα και η τιμή είναι προσιτή
μορφωμένος νταβατζής και τσατσά η αρετή
τσαμπουκά πουλάει το μέλλον για να διώξει το παρόν
η ψυχή μας προϊόν συνταγή απ'το παρελθόν.
Βρυξέλες Πομπηία Βερσαλλίες και Σιών
οίκοι ανοχής και μόδας χαίρουν φιλανθρωπίων
μια φτηνή δικαιολογία για την κάθε μας στιγμή
μια ωραία μελωδία από σένα παρακμή.
Είναι θέμα ζωής (τώρα πιά)
και ανάγκη εποχής(όχι για μένα)
η ευκολία για μια λύση της στιγμής (η ευκολία που μας δέρνει της στιγμής)
κι αν την άκρη δε βρείς (ρε άντε γειά)
λίγο πρίν να χαθείς (θα γίνουμε ένα)
χάρισμά σου η μελωδία της παρακμής.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
Σταμάτα να καυχιέσαι πως όλα τα είδες
είναι μεγάλη η διαδρομή
το μέτωπο σου δειλιάζει να χαράξει ρυτίδες
σε μια μικρούλα έχεις φωλιάσει ρωγμή
αυτού του κόσμου που ονειρεύεται ακόμα
να γίνει ένα αιώνιο, απέραντο μνήμα
στάσου και φτύσε στου χρόνου το γιόμα
ό,τι σκεφτείς εδώ είναι όλα χύμα.
Δέσου καλά στο κατάρτι και άσ' τις σειρήνες
να σε φωνάζουν, να σου τάζουν πολλά
άσε τα χρόνια, άσε τους μήνες
να σε γεράσουν όπως ξέρουν καλά
άσε τις μέρες αυτές να σε γεμίσουν φωτιά
έχουνε μνήμη καλή και μας χρεώνουν
μας στέλνουν πίσω της μετάνοιας τα χαρτιά
μας αγαπούν και μας τελειώνουν.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
θα μείνω εδώ δεν έχω που να κρυφτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
δε προλαβαίνω ούτε καν να σκεφτώ.
Γι' αυτό σου λέω είναι βαριά τιμωρία
να θέλει η νιότη σου να τρέξει μπροστά.
Πείσε την πρώτα ότι δε κάνει αγγαρεία
κι ύστερα τράβα απ' αυτήν χωριστά.
Τρέχα και βρες τις μεγάλες φοβέρες
έχουν κουρνιάσει μες στις ψυχές
και τραγουδούν τις παράξενες μέρες
δίπλα στις τύψεις και οι ενοχές
γίνανε λόγια απλά κι αυτές με φαντασία
γι' αυτό περίεργα απόψε, δε στο 'πα
δεν ικετεύουνε πια γι' αθανασία
με προσευχές και παράξενα κόλπα.
Μη ξεχνάς και μη κερνάς αδικία
τώρα πια ανθρώπους και στιγμές
κράτα στην πάρτη σου τη πιο μεγάλη κακία
είναι θαυμάσιες οι μέρες αυτές.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
ψάχνω κουράγιο μήπως και ονειρευτώ
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
καλή ευκαιρία μήπως και μαγευτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
έτσι μπράβο να σ' ακούω να μιλάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Τι ωραίο να κλαις και να γελάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να ονειρεύεσαι, να μη ξεχνάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να μη φοβάσαι και να γερνάς.
Μέριασε
Μέριασε, μαλάκα, κρύβεις το φως.
Αν μου το πάρεις κι αυτό, τι θ’ απογίνω
Της κράτησης μου είναι όρος ρητός
τουλάχιστον να βλέπω, όσο θα μείνω.
Μέριασε, σου λέω, ορέχτηκα ουρανό
και μη φοβάσαι, έχεις τα χέρια μου δεμένα,
καμένο το μυαλό μου κι αδειανό
και τα χείλια μου σφιχτά ραμμένα.
Μέριασε, φοβισμένε· με παράτησε ο θυμός
μετά της μνήμης μου τον έσχατο μονόλογο.
Ζήτησα ακρόαση, όμως μου αρνήθηκε ο θεός
για τα δεινά μου, είπε πως με θεωρεί υπόλογο.
Μέριασε πιο κει και μη κορδώνεσαι·
κάποτε έπλενα τα χέρια μου στο ίδιο απόπλυμα
που σε ξεδιψάει απόψε, και μην καμώνεσαι
μικρός θεός· μέριασε φρόνιμα
και μη νοιάζεσαι.
Εγώ διάλεξα χειμώνα,
- ξέρω τι κάνω - είναι ο κατάλληλος καιρός
μαζί να πάρω για τελευταία εικόνα
έναν μπάτσο που μέριασε να φανεί ουρανός.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια
Βοή του ονείρου κι ανάπαυλα απ’ τον εφιάλτη,
έλα και στάλαξε μου στο μυαλό τ’ όμορφο κάτι
σαν αφημένη ευχή στον άνεμο μια νύχτα ξάστερη,
σαν σκαρί που γυαλώνει σε θλίψη άταιρη.
Νιώθω σαν έρμος καπετάνιος που ψάχνει με τα κιάλια
ενός γέρικου φανού τα μικρά σινιάλα.
Διαβολεμένη στιγμή σαν βυθισμένη σημαδούρα,
μα είμαι όλος βιάση γι’ αυτή την περπατούρα.
Γραπώνομαι απ’ τις λέξεις κι έχω ρυμούλκα το χαρτί,
στρογγυλοκάθομαι κατάχαμα δίπλα σ’ ένα γιατί
κι αρχίζω να μετράω χίλια τραγούδια ακονισμένα
που ήρθαν να κόψουν όλα τα μυγιασμένα.
Για σένα και για μένα νίκες ισχνές,
η ίδια μουντάδα κι ανεξαργύρωτο το χθες,
μα ο ίδιος θα ‘μουν όπου κι αν πήγαινα·
ένας ανίκανος να τραγουδάω τ’ ακίνδυνα·
ένας κόκκινος ήλιος που πριν τινάξω τα πέταλα,
θα μεριάσω να πεθάνω μ’ ό,τι έσφαλα,
μα μέχρι τότε θερισμένε να δειλιάζεις
και μες στα μάτια, μη με κοιτάζεις.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να σκύβεις όπως παλιά όταν περνούσα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να γλύφεις εκεί που πριν κατουρούσα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να λιώνεις και προς το τέλος προχώρα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, εκτός αν έφτασε η ώρα.
Αν φτάσει η ώρα κι απ’ το ψέμα ξεπεζέψεις
και ρημαγμένος βαλθείς να με γυρέψεις,
δε θα ‘μαι εκεί που σαπίζεις στα μισοσκότεινα,
θα ‘μαι στα όμορφα που κάποτε σου πρότεινα
ή εκεί που σπάνε της μνήμης τα κύματα
και μουσκεύουν τους καιρούς τα άμοιαστα κρίματα.
Απαίδευτε να σκιάζεσαι γιατί όσο κι αν πλανήθηκες,
ίσα που λύθηκες, στο ζήτησαν και γδύθηκες
οι ξώμαχοι, οι βουβοί κι οι χαλκεμένοι
με τα κυρτά κεφάλια οι καλοκουρδισμένοι
σε σύραν λίγο στην κορφή μ’ αγάπες έτοιμες
σαν κάμπια την αυγή σύγκορμος έτρεμες,
και να που έγινες σαν στα όνειρά σου πεταλούδα·
δε θα κρατήσει πολύ σου ‘παν τραγούδα.
Μέθα απ’ τη γύρη της ντροπής κι όσο γιορτάζεις,
μέσα στα μάτια μη με κοιτάζεις.
Μη με ρωτάτε
Μη με ρωτάτε ρε, παραμερίστε κι απολαύστε τα όμορφα,
τ' απλά, τα πηγαία, τα πιστά, τα ομοιόμορφα κι ιδιόμορφα
λόγια και χρώματα, ζωής αρώματα
που θηλυκώσανε στο δρόμο, και τα χώματα
αυλακώσανε, φεγγάρια κι ήλιοι μας κακιώσανε
σκιές προδώσανε, ψυχές αχόρταγες μπουκώσανε
και το βουλώσανε γλώσσες μυρμηγκιασμένες,
χαρακωμένες, άρρωστές κι απ' το φαρμάκι ποτισμένες.
Νιώστε αλλιώς θα στε πάντα φοβισμένοι,
άλλοι στο τίποτα ελεύθεροι, εμείς στα πάντα εγκλωβισμένοι
πυρωμένοι, δρόμικοι, χιλιοψαγμένοι,
ετοιμοπόλεμοι σαν πρώτη ανάσα αφημένη,
ταξιδεμένοι ναι καλοταξιδεμένοι
αυτό που αρνήθηκαν πολλοί δειλοί, αυτό μας μένει
και μας πηγαίνει πρίμα ρίμα τη ρίμα
αν σώθηκαν έτσι όλοι αυτοί μακάρι να 'μαι θύμα.
Θα το γουστάρω, θα φτιάξω μόνος τη ζημιά μου
κανόνας πρώτος στην αλήτικη κληρονομιά μου.
Όσο κι αν καίει, να το κρατάω το λεπίδι
γι' αυτό μη με ρωτάτε αν φτάνουμε, έτσι, μακραίνει το ταξίδι.
Μη με ρωτάτε ρε, μη με ρωτάτε ρε
μονάχα νιώστε αλλιώς, θα στε πάντα φοβισμένοι.
Μη με ρωτάτε ρε, μη με ρωτάτε ρε
άλλοι στο τίποτα ελεύθεροι, εμείς στα πάντα εγκλωβισμένοι
Μη με ρωτάτε ρε , μη με ρωτάτε ρε
αν θα πρέπει να πατήσω κι εγώ στο σάπιο τους σανίδι
μη με ρωτάτε ρε μη με ρωτάτε ρε
μη με ρωτάτε ρε αν φτάνουμε, έτσι μακραίνει το ταξίδι.
Μη με ρωτάς, δε βαρέθηκες να χάνεις τη μαγεία,
η φαντασία σου κηρύχτηκε σε μόνιμη αργία
η απροθυμία ακατοίκητο κεφάλι όλο ερωτήσεις
που σώνει και καλά θέλει τις απαντήσεις
τι θα κερδίσεις πάντα θα ξέρεις λιγότερα από κάποιους
και πάντα θα 'σαι ένα βήμα από τους σάπιους
κι όσοι το ζούνε πάντα ψεύτη θα σε βγάζουνε
και πριν το αγγίξεις, χίλιες φορές θα τα μοιράζουνε.
Νιώσε και ζήσε, στην περιέργεια βάλε τελεία,
πριν σε βουλιάξει στα σκατά η αμφιβολία.
Μη με ρωτάς σου λέω, μη με ρωτάς
αλήθεια ή ψέμα αν θα σου πω, σα χαζός θα με κοιτάς.
Δε πήρες μάθημα απ' τους βλάκες και τα ξεφωνητά τους
που με χολή βρήκαν την ταυτότητά τους.
Αυτή είναι η χαρά τους, πουτάνα κι αδιόρθωτη
που δεν πλαγιάζουν μαζί της οι ασυμμόρφωτοι,
γι' αυτό κάθε θαυμαστικό και κάθε ερωτηματικό
γίνεται στα όμορφα θανατικό.
Λοιπόν, τραβήξου από το σάπιο τους σανίδι,
και μη ρωτάς αν φτάνουμε, έτσι, μακραίνει το ταξίδι.
Μη νοιαστεί κανείς
Ρε, αλήθεια λέω, μη νοιαστεί κανείς
μετά από τόσα και δεν τραβηχτήκαμε εμείς
για να το κάνουμε μονάχοι πιο πέρα,
αφού εδώ ανάσαινε η ψυχή μας αέρα.
Κάπου στους μύθους του βάλτου είχαμε μείνει εμείς,
τότε που νοιώθαμε κομμάτι κι εμείς της παρακμής.
Η ψυχή μας, τώρα ξέρω, ότι έπιασε τόπο
κι ό,τι άξιζε ρε φίλε τον κόπο.
Εδώ είναι το low bap που ονειρευόμουνα παλιά
κι ευτυχώς βουτάει τη ζωή απ' τα μαλλιά
και τη βάζει μπροστά μας να ραπάρει
- άλλοι φωνάξανε τον διάολο να τους πάρει.
Ύστερα μέρες παράξενες μέρες θαυμάσιες μέρες
«Καλώς ήρθες» στον τόπο μου και στις φοβέρες
«Κάπου εδώ», «Φύλακας άγγελος», «Δε θα με βρεις»,
«Μηδέν», «Που είσαι», «Πες μου», «Τώρα είστε ελεύθεροι και εσείς».
Μετά στο Πέρασμα του αιώνιου κόμβου,
«Στον καιρό του αλλόκοτου φόβου»
σε κρυφές κοιλάδες και τρελά περάσματα,
τσάμπα οι στίχοι μου και τα μοιράσματα.
«Που με πας», «μείνε εκεί», «ψέμα μου», «βλακόστρωτο»,
«Θα θελα να 'μουν» «παιδί γητεμένο» ακλόνητο
«επιστρέφει η σιωπή», «καλά κρασιά» ξανά
κάποιοι όμως το δαν να 'ρχεται σαν τα ψηλά βουνά.
Έτσι θα χει το τέλος αυτό που του αξίζει
κι όσο μπορεί τη ζωή θα στραγγίζει
και θα κρατήσει όσο γουστάρουμε εμείς,
δε θα χαθεί, έτσι σε πείσμα της παρακμής.
Ρε μη νοιαστεί κανείς, αν θα χαθούμε εμείς,
μαγκιά τους μπράβο της παρακμής
Μη λυπηθεί κανείς, στον κόσμο μας εμείς
Κι εσύ μαλάκα βιάστηκες να χαρείς
Φτάσαμε τότε αισίως κάπου στο 2002
και στο πλευρό μου σταθήκαν άλλοι δύο.
Η Sadahzinia που για τα καλά το ζούσε απ' την αρχή
κι ο Dj Booker στα πλατό, νέα εποχή.
Πέρασμα καλό στην άκρη του ονείρου μας
και πήραν πούλο «οι αχθοφόροι των ονείρων μας»
μπερδέψαν κόσμο πολύ και βλάκες σύρανε
κρυφολουστήκανε όμως μ' όλα αυτά που φτύνανε
κοίτα πως γίνανε βρε γάμησέ τους
ή αν είσαι ίδιος τους απόλαυσέ τους
σε μια καινούρια παράσταση σιωπής
με λόγια και μουσικές περιωπής.
Ύστερα κι αφού πήραμε φρέσκο αέρα
ήρθε και μας αντάμωσε η «Fiera»,
«αύριο», «πάει καιρός» και «άσμα υποταγής»
«μια ιστορία απ' της φωτιάς τα μέρη» βρήκες καταγής.
Κι όμως έμεινες κοντά μας - να 'σαι καλά
ήρθαν και πρόσωπα καινούρια πολλά
κι είναι όλα όμορφα πια,
σπουδαία και μεγάλα
κι από τις έντεκα του Οκτώβρη, πάμε γι' άλλα.
Μηδέν
Αυτές οι μέρες οι παράξενες είναι, σου λέω, οι πιο θαυμάσιες μέρες
Δεν παίζει ρόλο αν το διάλεξες, είναι του χρόνου και της ζωής μας οι βέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες που τρομάζουν και σατανάδες και αγγέλους
γι' αυτό σου λέω είναι θαυμάσιες, είναι μια ωραία ψευδαίσθηση του τέλους.
Είναι το άγχος μας και τ' όνειρο μας, είναι κι η ανάγκη μας για σωτηρία.
είναι γιορτή, είναι εξουσία κι η προσδοκία για μεγάλη τιμωρία
είναι το μάταιο και η ευκαιρία, ένα κεράκι της μετάνοιας ακόμα
είναι χαρά και φασαρία, είναι το πιο όμορφο στα μάτια μας χρώμα
είναι το χρήμα , το τσάμπα κρίμα, είν' το ρουσφέτι στους θεούς γι' αθανασία
είναι μαγκιά, είναι κλανιά, είναι τέχνη, είναι και ευαισθησία
είναι ηδονή, είναι παγίδα σε μιας πουτάνας απάνω το στρώμα
είναι ένας έρωτας χιλιετηρίδα που μιλάει μονάχα με το σώμα
είναι και φόβος, είναι και αίμα, είναι μια σφαίρα που στο σύμπαν γυρνάει
είναι αλήθεια, είναι και ψέμα, είν' το μηδέν που ποτέ δε γερνάει.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, είναι θαυμάσιες μέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, ρε, σου λεω, είναι θαυμάσιες μέρες.
Μην πετάξεις πετσέτα
Όταν γεννήθηκες, μπήκαν όλα σε μια σειρά
στο ταραγμένο μέχρι τότε κεφάλι μου.
Ένοιωσα άνθρωπος, μα και σαν μάγος στην πυρά
και μονορούφι η ζωή έγινε ζάλη μου
κι είπα το χαλί μου απ' τα όνειρα να ξεταιριάξω,
είπα ν' αλλάξω ωραίο, σπουδαίο κι απρόσμενο,
ένα ταξίδι στην ψυχούλα μου να τάξω.
Και στο μυαλό μου το περιπλανώμενο
μ' αρχής γενόμενο της μοναξιάς τη γαλήνη
και την αλήτικη ηδονή του ξεβολέματος
άναψα πρώτος φωτιά, χωρίς να ξέρω τι θα γίνει.
Εκεί ανάμεσα γκρεμού και ρέματος
κι ανθρώπου θέλοντος καλοξεκίνησα
στ' ανθισμένα καλλιτεχνικά παρτέρια.
Έκανα ό,τι ήθελα, έβρισα και μίλησα,
έσπρωξα το στήθος μου πρώτος στα μαχαίρια.
Ύστερα αντάμωσα χιλιάδες πράγματα,
αλλά ωραία κι άλλα για φτύσιμο·
γραφτήκαν τίτλοι με μεγάλα γράμματα,
κάναν το γάμο με την παρακμή επίσημο.
Γι' αυτό όσα ακούσεις, φτιάξε την ιστορία σου
και αν σε κερνάνε πίκρα ή χαρά,
γράφτους, αγόρι μου, στ' αρχίδια σου·
μόνο το ένστικτό σου να παίρνεις σοβαρά.
Να μη χαρίζεσαι κι όπου κι αν πας,
να χαμογελάς μπροστά στις κουφάλες.
Τις μικρές στιγμές ν' αγαπάς
και μακρυα απ' τις μεγάλες αγκάλες.
Έναν όρκο μονάχα δος μου
βρες τα καλά και γερά κράτησέ τα
κι αν με στριμώξουν στη γωνιά αυτή του κόσμου
ό,τι κι αν γίνει "μην πετάξεις πετσέτα".
Όλα αυτά θα μπορούσα να στα πω ιδιαιτέρως
με πολλές αγάπες και λουλούδια.
Ασ' τα αυτά για όταν θα γίνω γέρος.
Τώρα τραγούδια κάνω, θα σ' τα λέω με τραγούδια.
Εξάλλου, το τρελοκομείο αυτό που σου 'τυχε πατέρας,
κάθε φορά που αναπνέει, παρεξηγείται,
αγαπιέται σα θεός και μισιέται σαν τέρας.
Σιγά, λοιπόν, ο τρελός μην εξηγείται.
Εσύ κράτα τα όλα όπως είναι απλά
κι αν θες να μάθεις το hip hop, να κοιτάς μέσα στα μάτια.
Να θυμάσαι ότι η αρχή είναι χαμηλά
και η ξεφτίλα είναι εικοσιτέσσερα καράτια.
Αν θες να ζήσεις Low Bap, γίνε μαντέμι
και δεν υπάρχει παράδειγμα κανένα.
Γίνε το σφυρί και το καλέμι,
σκάψε στα δύσκολα μακρυά απ' τα φθαρμένα.
Να φωνάζεις σαν κάνουν ησυχία
κι όταν τους βλέπεις να πετάν, πέσε κατάχαμα.
Η ζωή δεν είναι πόλεμος - ούτε μονομαχία·
είναι στα πάντα το πιο μεγάλο ανάθεμα.
Όμως, βάλ' τα κάτω, ίσως κι εγώ βρωμάω χθες.
Την είδα σήμερα πατέρας, συμβουλεύω και κρίνω,
μα όλα αυτά που σου λέω πάρτα όπως θες,
μπορεί και να 'ναι όσα δε μπόρεσα να γίνω.
Μια απορία
Ψυχή μου, λύσε μου μόνο μια απορία!
Σε ψηφίσαν, λέει ψυχή μου, μιας φυλλάδας οι αναγνώστες
και σε βάλαν υποψήφιο μ' άδερφές και με κιλότες
με τα ξερατά μιας τέχνης που 'χει λούγκρα υποβολέα
σε ταιριάξανε οι γνώστες και γελάγαμε παρέα,
όταν το μικρό hip hop μας έγινε για λίγο αστέρι
το γλεντάγαν οι μπινέδες που τα είχαν καταφέρει.
Δε βαριέσαι, η καινούρια εποχή όλα τα σηκώνει,
τώρα σκεπάζουν τα σκατά με διπλό σατέν σεντόνι
για να ξαπλώνουν τα ερμαφρόδιτα και να γουστάρουν
στο φυσικό τους περιβάλλον τη μιζέρια να σνιφάρουν.
Κι ύστερα, μπρούμυτα να στήνονται απ' την καλή μεριά τους
σε μια δόξα φο μπιζού που ασελγεί στα όνειρά τους.
Μα κρατήσου για μετά, αυτή είναι άλλη ιστορία,
λύσε μου μόνο αν μπορείς ψυχή μου απλά μια απορία.
Σ' ετοιμόρροπο μνημείο πως χωρέσαν τόσα βλαμμένα
ήταν όλα ευτυχισμένα κι όσα ήταν καθισμένα
κι όσα στεκόντουσαν δειλά μπροστά απ' το κουτί τους
αγωνιούσανε κι αυτά πες μου άραγε μαζί τους.
Όρθιοι όλοι, ρε, η ώρα έφτασε της στέψης,
λίγο ποπ-κορν είναι ό,τι πρέπει στο διάλειμμα της σκέψης.
Ρε, κάνε μου τη χάρη
όσα σου έταξα να τα θυμάσαι
με το ένα μάτι ανοιχτό να κοιμάσαι
να μιλάς δυνατά όταν φοβάσαι
για να σ' ακούω απ'όπου και να 'σαι
όσα σου έταξα λοιπόν να τα θυμάσαι καλά
κι όταν θα σέρνεσαι όπως λέει κι η κατάρα χαμηλά
να 'χεις το νου σου άμα ταιριάξει το φαρμάκι θα σου βγάλω
και να το πιείς με το ζόρι θα σε βάλω.
Μια ιστορία απ' της φωτιάς τα μέρη
Κάτσε εκεί στη γωνιά και μιλιά μη βγάζεις.
Μια ιστορία θα σου πω, μήπως και πάψεις να γκρινιάζεις.
Μήπως φύγει η ειρωνία που ζωγράφιζες στα μούτρα σου
και νοιώσεις άνθρωπος κι ανοίξει η κούτρα σου.
Ρε, κάτσε κάτω σου λέω· κάτσε και βούλωσέ το.
Αφού τελειώσω, πάρτο όπου πας και ξέχασε το,
πούλησέ το, αγνόησε το, μοίρασέ το.
Εγώ έζησα το μέσα, εσύ ζήσε το πακέτο.
Αρχίζω· βαθιά ανάσα, μη σκοντάψω στις λέξεις·
βάζω τον ήρωα εγώ, την εποχή εσύ θα διαλέξεις.
Κάπου σε μια καλύβα στης φωτιάς τα μέρη,
ζούσε ένας γέροντας που κουβαλούσε ένα άσπρο πανέρι.
Μέσα είχε βάλει και πουλούσε ευχές
που 'χαν ξεμείνει στους ανθρώπους απ' τα χθες.
Έτσι γυρνούσε ολημερίς σε χωριά και σοκάκια
φορτωμένος την παράξενη πραμάτεια.
Εκεί τον είδε, λοιπόν, ένας κουφός και του έγνεψε,
έψαχνε ελπίδα, λες κι η τύχη του στέρεψε.
Πήρε δυο ευχές απ' το πανέρι, τις άνοιξε κι έλαμψε,
έκανε πίσω, κρύφτηκε κι έκλαψε.
Λίγο πιο κάτω τον άκουσε μια κοπέλα τυφλή
καθισμένη σ' ένα βράχο παρέα μ' ένα σκυλί.
Τον παρακάλεσε να βγάλει δυο ευχές ν' αγοράσει
κι αν είναι εύκολο σιγά να της διαβάσει.
Έτσι κι έγινε, άκουγε κι έσφιγγε το στόμα της·
σαν να ζαλίστηκε και έχασε το χρώμα της.
Είπε στο γέροντα που διάβαζε να πάψει,
σφιγγόταν τόσο για να μη κλαψει.
Λίγο πιο πέρα τον φώναξε ένας έμπορος
γελαστός, καλοστεκούμενος και εύπορος.
Εβγαλε ένα πουγκί και πήρε το μισό πανέρι,
πρέπει να διάβαζε ευχές όλο το μεσημέρι.
Γιατί τον βρήκανε τ' απόγευμα λιπόθυμο στην άκρη
και η κόρη του έλεγε πως δε του 'μεινε δάκρυ.
Έτσι ο γέροντας βάζοντας κάτω το κεφάλι,
ένοιωσε άσκημα πρώτη φορά ντροπή μεγάλη.
Έδωσε πίσω τα λεφτά και μάζεψε όλα τα χαρτιά,
τα 'βαλε μες στο πανέρι κι αφού άναψε φωτιά,
δε μπορούσε να ξεχάσει όλες τούτες τις στιγμές
- λες και πληρώσαν για να πάρουν τις παλιές τους ευχές.
Έκανε τα πίσω μπρος κι ο ασπροντυμένος ουρανός
του τραγουδούσε πόσο ήταν τυχερός
που είχε στα μάτια του όλα όσα πέρασε
που τα κατάφερε και γέρασε.
Κι αν γελώ, είναι που ξέρω το δρόμο μου και πάω.
Κι αν ρωτώ, είναι για 'κείνα που ήξερα και ξέχασα.
και αν θα βρω όλα όσα νοιάζομαι κι όσα αγαπάω
θα μπορώ να λέω σ' όλους, τα κατάφερα, γέρασα
κι όμορφα πέρασα.
Κι αν γελώ... κι αν ρωτώ...
κι αν θα βρω...θα μπορώ...
Μια χαρά
Μια χαρά απ' το χάραμα, το ξύπνημά σου μάγεμα.
Ζαλάδα πρωινή θολώνει τα όνειρα τ' απάνεμα
και τ' άνετα, τα βολικά, τα λίγα και χορτάτα,
κακόστρωτα απ' του κουρνιαχτού το θησαυρό γεμάτα.
Μια χαρά ξεκίνησες και μια χαρά το πας,
μιλάς, γερνάς, περνάς καλά, τα θέλεις όλα, παντού χωράς·
αλλά με μουγκρητά τ' άμαθα χείλη σου γέλα μου, γέλα,
μοναχογιέ της γης, φαγά με τη βαριά μασέλα.
Έλα, ντύσου αφέντης, ντύσου γιορτή.
Κόψε τις ρίζες σου και βάλτες για κορφή.
Δέστες και μ' ουρανό - τι πράγμα οξύμωρο,
να φτάσεις ως εκεί και να μη πιάσεις σύνορο.
Επίμονο το πάθος από λάθος αν γίνεις και πατέρας·
τις λέξεις σου ξεσπάς στο όνομα της βέρας.
Κι εσύ κερνάς ζωή, ανάσα μητρική, δικιά σου·
ίδια ζωή απαράλλαχτη κοψιά σου.
Μια σου και μια μου εμένα, το βήμα μου μπερδεύεται,
ο νούς βολεύεται - η καρδιά πως να βολεύεται
Αντρεύεται το πείσμα μου κι όσο κι αν θέλεις μίλα μου.
Ευχή μου, η χαρά σου· το ψέμα σου, η αλήθεια μου.
Μια χαρά να περνάς κι όπου βρεις, να κρατιέσαι, να σέρνεσαι.
Μια χαρά να γερνάς, ν' αλαφρώνεις, να ξενοιάζεις, ν' ανέχεσαι.
Μια χαρά να ξεχνάς, να ξεριζώνεις, να χορταίνεις, να πνίγεσαι.
Μια χαρά να γελάς, να ξορκίζεσαι.
Θέλω τα δύσκολα, ψάχνω να πω τ' ανείπωτα.
Φέρνω δροσιά απ' το δάκρυ μου, το βλέφαρο βαρύ, μα επιμένω.
Μένω στα ίδια μου, αυτά τα λίγα μου.
Κάργα τ' αμπάρια μου με θαύμα. Θλίψη οδήγα μου
τη σκέψη, κι έτσι όπως ξέρει άστη να ορίζεται
κι από το ξέσπασμα το μέγα ν' αφορίζεται.
Ποτέ δε τα κατάλαβα του τίποτα τα μύρια
ξεφωνητά των άμυαλων, της μάζας πανηγύρια.
Μα εσύ μη δίνεις βάση, πολύ καλά περνάς.
Δε βρίσκω λόγο να σου πω να μη γελάς.
Αν έχεις βάσανα, τα βάσανα τελείως τα ξεχνάς.
Αν είσαι ίσκιος, γιγαντώνεσαι, κολλάς
Κι εγώ γελώ, μα έχω το γέλιο μου ακριβό.
Δεν ήρθα εδώ να χαρώ και το καιρό μου να περνώ.
Μη με ρωτάς· σου δίνω απλόχερα τα ρέστα μου,
τα σκέτα μου τραγούδια και ξίδι κέρνα μου.
...Και τα Καμώματα
Άκου η βουή πως ταιριάζει τις λέξεις.
Άκου η ζωή - ποια ζωή θα διαλέξεις.
Κρυφή φωνή κλαίει στης καρδιάς σου μια κόχη,
σα το μονότονο, σιγανό πρωτοβρόχι.
Μα η βουή κι η πράξη σε ξυπναει και σε σηκώνει.
Άκου η σιωπή σ' έχει μουσκέψει απ 'τη κορφή,
η ενοχή σού κλεψε μάτια και φωνή.
Μα η βουή στ' αθάνατο νερό του μύθου αράζει
και χίλια χρόνια πιο μετά βαριά σα μέλι στάζει
και σε δικάζει - άκου καλά πως σε δικάζει.
Άκου η βουή και τα καμώματα,
πράξεις μεγάλες και μικρές, ουράνια σώματα
κι αστράμματα, μάγια, θάματα άγια, σ'αγγίζουν,
σε ταξιδεύουν ασύχαστα τριγύρω και σ' αφήνουν.
Άκου η βουή, πότε αέρας πότε σφάζει
και τα καμώματα για πάντα σου αλλάζει.
Άκου η βουή....
Μικρά σινιάλα
Σήκω πάνω, μη ντρέπεσαι,
μη γίνεις ένα με τον εχθρό σου.
Σήκω σου λέω, να φαίνεσαι,
σκούπισε λίγο το μέτωπο σου.
Πάτα στα πόδια σου, μπορείς δε μπορείς.
Πάψε να βλέπεις το αύριο κρεμάλα.
Πρόσεξε λίγο κι απέναντι θα δεις
μεγάλα χέρια μικρά όμως σινιάλα.
Σήκω, σου λέω, να κάνω χάζι.
θυμήσου λίγο απ' την περήφανη θωριά σου
κι απ' της μικρής φυλακής το περβάζι,
πάψε να παίζεις με τη σκια σου.
Σήκω αδερφέ μου απ' το σκοτάδι·
έστω κι έτσι με τα μάτια πρησμένα.
Κλέψε νερό απ' το δικό τους πηγάδι
κι αν ανταμώσουμε δος μου κι εμένα.
Τράβα, σου λέω, είμαστε μόνοι,
δεν περισσέψαν για μας προφητείες,
μα το παλεύουμε κι ας φάμε σκόνη
στο φευγιό απ' τις βουβές πολιτείες.
Τράβα μακρυά απ ' αυτούς κι όπου να 'ναι,
αρνήσου τα εύκολα και δος του απ' τη σκάλα,
κι αν σε φωνάζουνε κι αν σε κοιτάνε,
μη λογαριάσεις τα μικρά τους σινιάλα.
Σήκω πάνω, μη ντρέπεσαι.
Σήκω, σου λέω, να φαίνεσαι.
Σήκω πάνω, μην αφήνεις στιγμή να ξεθαρρεύει και να χαίρεται καμιά τους κουφάλα.
Κόψε με τα δόντια δυνατά, τράβα, κόψε το σκοινί και βάλε φωτιά στην κρεμάλα.
Kι άλλα, βρώμικα χέρια μεγάλα που πάντα πλέκουνε της λύπης στεφάνια
και τα βάφουν μ' αίμα για τα μικρά τους σινιάλα, τέρμα - περηφάνια.
Fiera - κι όμως ήρθε η μέρα που έβαλες τέρμα
στα χίλια χρόνια περιπλάνηση σε γη κι αέρα
κι ευτυχώς είμασταν εδώ πέρα.
Fiera...κι όμως ήρθε η μέρα.
Μικρές φωνές
Πίσω από κάθε όνειρο και κάθε σφάλμα
πίσω από κάθε έγκλημα και κάθε θαύμα
υπήρχε και θα υπάρχει μια μικρή φωνή
άλλοτε βρώμικη, άλλοτε ήρεμη και αχνή
άλλοτε γίνεται μούσα, άλλοτε μοιάζει άφορμη
άλλοτε μένει ζωγραφιά και άλλοτε έχει κορμί
άλλοτε πίνει το χρόνο τζάμπα του ονειρευτή
κι άλλοτε λίγο δόξα τον αφήνει να γευτεί
να μαγευτεί πρίν καν σκεφτεί μακρύ ταξίδι
να λαχταράει φτερά ανοιχτά, ενώ είναι φίδι
γιατί, όπως λένε, η ελπίδα πάντα μισούσε το χώμα
ντυνότανε πουλί και άλλαζε χρώμα.
Εις τους αιώνες των αιώνων υπεράνω κανόνων
ο φόβος έψαχνε φωλιά σε καρδιές ηγεμόνων
και δυνατών για να κλέβουνε παρέα τις στιγμές
που αφήνουν πίσω τους οι μικρές οι φωνές.
Μικρές φωνές σε ταξίδι μεγάλο
εκεί η ζωή σου ζητάει να χαθείς
κι αν θέλει η μοίρα θα σε στείλει στο διάολο
ούτε γεννιέσαι ούτε διαλέγεις να 'ρθείς.
Τα μεγάλα, λοιπόν, και τα σπουδαία
σχεδόν πάντα ήταν ενός μικρού και άγνωστου ιδέα
που με δόξα δεν τον κέρασε ποτέ η ιστορία
κι ίσως τον έλιωσε η πίκρα κάπου χωρίς φασαρία.
Μπορεί και ο ίδιος να 'σβησε την δίψα των γόνων
με το αίμα , το κρασί των αιώνων
μπορεί να σου 'βαλε στο χέρι δουλεμένο μαχαίρι
για να σκοτώσεις πιο λαμπερό από σένα αστέρι.
Ποιός ξέρει ίσως να μην μάθουμε ποτέ
Φτηνό αστείο σε πλούσια γιορτή
ή με χρυσά γράμματα η ιστορία σε φθηνό χαρτί
καλό το τέλος και η αρχή καλή
κακό το διάβα και αρκετή η χολή.
Το ίδιο μου κάνει έχω ταξίδι να βγάλω
θα σου αφήσω ένα μικρό κι αν θέλεις καν' το μεγάλο
μπορεί να φταίει ένας μικρός για την μεγάλη ασκήμια
απ' το μικρό μου μυαλό βγαίνει μεγάλη βλασφήμια.
Πως και ο Θεός ο μεγάλος που τα πάντα κινεί
ίσως να φτιάχτηκε από ανθρώπινη μικρή φωνή.
Μίλα να χαρείς
Αφού ξέρεις και σκαρώνεις στιγμές και σωστά κουμαντάρεις
νά σου τώρα χίλιες δύο αφορμές τον καιρό να καλάρεις.
Φέρε τ’ ανυποχώρητα σαν γλυκό βοριαδάκι
και μίλα, μίλα να χαρείς…
Αφού ξέρεις τί απογίναν αυτοί που ψαχουλεύαν κοντά μας,
βούτα πάλι ένα μεγάλο γιατί και φόρεσέ το αρματιά μας.
Λίχνισε τ’ ασυμμόρφωτα και μη σε τρώει το σαράκι
μίλα, μίλα να χαρείς…
Μιλάω εκ μέρους μιας ισχνής μειοψηφίας
που τρώει τα λύματα της οργανωμένης κοινωνίας
κι όσοι ανήκετε σ’ αυτήν, τη γωνιά μου εδώ αδειάστε·
τραβηχτείτε, ξεχαστείτε, διασκεδάστε.
Αλλιώς τα θέλουμε κι αλλιώς τα ονειρευόμαστε τα πράγματα,
γινόμαστε μολύβι, χαρτί και προσανάμματα
Με την ελπίδα ότι κάποιος αλήτης κουρασμένος
με τη φωτιά θα νοιώσει λυτρωμένος.
Σου μιλάω, λοιπόν, και σου ζητάω με τον τρόπο μου
να μη μας βγεις φιγουρικό - φτύνω τον κόρφο μου
κι ούτε περαστικό κουφάρι που η ντροπή του το βολτάρει
στην ξεφτίλα, του βλάκα το κρυφό καμάρι.
Μίλα για τους καλλιτεχνάδες τους προσκυνημένους,
τους καναλάδες και τους ραδιοφωνάδες τους ξεφτιλισμένους,
τους πενατζήδες και τους μπλα-μπλάκηδες τους αγορασμένους,
τους φλώρους τους ψευτοοργισμένους,
τους δικαστές που καβατζώνουνε το δίκιο σου,
τους μπάτσους που γίναν πάλι ένα με τον ίσκιο σου
για τους καθηγητάδες που σε μάθαν τόσα γράμματα
και τους παπάδες με του θεού τα γάματα.
Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,
τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα,
τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,
για τους φασίστες τους γαμομανάδες.
Για τα παιδιά που τη χωθήκανε στη νύχτα προστάτες,
για τους εργολάβους και τις απίστευτες απάτες,
τα ρουσφέτια, τα λαδώματα, τις μίζες, τις προμήθειες·
των γονιών μας, δηλαδή, τις συνήθειες.
Για τις τράπεζες, τα δάνεια και τις πιστωτικές,
και τα χειρότερα λαμόγια τις ασφαλιστικές,
για τις κάμερες και τον κινητό σου ρουφιάνο·
κουνήσου λίγο, γιατί σε χάνω.
Έχεις τόσα να λες στον τόπο αυτό το γαμημένο,
κράτα το στόμα σου λιγάκι οπλισμένο
κι αν δε γουστάρεις να το κάνεις αλλιώς
ή δε μπορείς, τουλάχιστον – μίλα να χαρείς.
Κι αν δεν είσαι σαν κι εμένα αλήτης, μη σκιαχτείς
Τουλάχιστον μίλα να χαρείς
Μάζεψε όλα τα όμορφα και τα ασυμμόρφωτα
Στάσου κοντά τους και μίλα να χαρείς
Μίλα αδερφέ μου, μίλα να χαρείς…
Μπόλι
Ύπαρχουν νύχτες που τ' αστέρια φωλιάζουν στο σκοτάδι ακόμα.
Υπάρχουν δαίμονες με τη ψυχή στο στόμα.
Υπάρχουν τρόποι χιλιάδες ν' αγιάσεις αν το θες
κάπου δίπλα σε σκουλήκια και αιώνιους ξενιστές.
Υπάρχει χθες· το ζήσαμε και το θυμόμαστε όλοι.
Τις ευχές και τις κατάρες, τις φτιάξαμε μπόλι.
Υπάρχουν μύθοι του βάλτου που ταξιδέψανε μακριά κι ανταμώσαν
μ' άλλες φωτιές και φόβους φιλιώσαν.
Δε κακιώσαν, στιγμή δε προδώσαν, ματώσαν,
όσων είπαν και ακούσαν, το βάρος σηκώσαν.
Παντού απλώσαν αυτό που σου φταίει και σε τρώει,
λόγο αρθρώσαν και πετάξανε μπόι.
Γίνανε κόκκινη αρμάδα κόντρα στον εφησυχασμό σου.
Βούλωσέ το και κατάπιε το σκασμό σου.
Στον καιρό σου σωριάζονται οι φόβοι
κι αδειάζουν οι τόποι και τραγούδια σαν αυτά θεωρούνται τσάμπα κόποι.
Νέοι ανθρώποι από τα αλλότινα του ανθρώπου σκιαγμένοι,
πλανεμένοι, σε ναι και όχι μοιρασμένοι,
κουρασμένοι στον ίδιο κύκλο βαδίζουν,
δεν ελπίζουν, δοξάζουν και βρίζουν,
δεν αγγίζουν, προστάζουν, ό,τι ζουν το αγοράζουν,
όσα είπαν τ' αλλάζουν, τρομάζουν.
Όσοι προδόθηκαν, δόθηκαν ψυχή και σώμα
και μέσα τους το πιο όμορφο υπάρχει ακόμα.
Τι κι αν γεννήθηκαν σκουλήκια από τα πιο όμορφα λόγια,
μείνανε άλλα που φτιάχνουνε λέξεις μετάξι.
Τι κι αν γέμισαν φυλλάδες τα φανφάρικα σόγια,
κάποιοι τρελοί γράφουν για μας κι είναι εντάξει.
Τι κι αν ποτίσανε με μίσος τη ψυχή τους οι βλάκες·
χωρίς τα χέρια μας να θάψουνε φίδια στο χώμα,
η φωτιά υπάρχει ακόμα.
Τι κι αν σπάσαμε τον κώδικα και βρήκαμε το μήνυμα
πολλοί τ' ακούσαν, λίγοι καταλάβαν.
Τι κι αν δειλιάσαν οι μισοί μπροστά στο τίμημα,
υπήρξαν άλλοι που τα ωραία μεταλάβαν.
Γι' αυτούς υπάρχω και για όσους θα έρθουν.
Φτιάχνω οκτάγωνο με πορφυρένιο χρώμα,
γιατί η φωτιά με καίει ακόμα.
Σου 'χω μια όμορφη λύση]