Απόψε θέλω να μεθύσω
Απόψε θέλω να μεθύσω
Το πιο πικρό να πιω κρασί...
Τον κόσμο πίσω μου ν' αφήσω,
Που τον αφήσαμε μαζί...
Κρασί πικρό από σταφύλι,
κι απ' τη δική σου τη μιλιά...
Να 'χει της κόλασης τα χείλη,
Κι όλα σου να 'χει τα φιλιά...
Να 'χει παράξενο τραγούδι,
Να 'χει παράδεισο και γη...
Απ' το κορμί σου να 'χει χνούδι,
Και τη δική μου την οργή...
Ν' αφήνει μαύρο κατακάθι,
Ν' αφήνει πόνο και χολή...
Πικρό πολύ όσο τα λάθη,
κι όσο σ' αγάπησα πολύ...
Απόψε θέλω να μεθύσω,
και να μη σκέφτομαι γιατί...
Να κοιμηθώ και να ξυπνήσω,
και να 'ναι γύρω μου γιορτή...
Βρέχει
Βρέχει κι είμαι τα φώτα που κοιτάς
αφηρημένα, πίσω από το τζάμι
βάρος που στο λαιμό φοράς
όταν βουτάς, σε λογισμών ποτάμι
Βρέχει κι είμαι ο περαστικός
που βιαστικά από δίπλα σου περνάει
στον ώμο του να κλαίει ο ουρανός
και αυτός κλειστή ομπρέλα να κρατάει
Βρέχει και πέφτω γύρω σου παντού
μα δεν περνώ από τα ρούχα στην καρδιά σου
γίνομαι σύννεφο σε μια γωνιά ουρανού
να μην κρύβω τον ήλιο απ' τη ματιά σου
Βρέχει, σταγόνα γίνομαι μικρή
που αγγίζει απαλά το πρόσωπό σου
λίγο προτού παγιδευτεί, σε μια ρωγμή,
στην άκρη των χειλιών σου
Βρέχει και πέφτω γύρω σου παντού
μα δεν περνώ από τα ρούχα στην καρδιά σου
γίνομαι σύννεφο σε μια γωνιά ουρανού
να μην κρύβω τον ήλιο απ' τη ματιά σου
Δύση και Ανατολή
Τώρα τελευταία έχεις γευτεί πάρα πολλές
συμπράξεις ανατολίτικες, προσμίξεις ατμοσφαιρικές
είναι χιλιάδες συνδυαστικές επιλογές
ευχάριστα σε ξάφνιασε όμως γαρ και αμανές
ανατολικές καταβολές, αφυπνίσεις γονιδιακές
σου ξυπνάνε μνήμες κυτταρικές
από κρεπάλες βυζαντινές
και όλα αυτά σε κρόνο ρεκόρ τρία λεπτά
ταξιδεύεις νοητικά με εισιτήρια μουσικά
σε κλίματα τροπικά,
το κορμί σου βαφτίζεις σε νερά ζεστά
σε παν καϊκια κρητικά,
σου σπάνε τη μύτη μπαχαρικά...
Μακάρι να ταιριάζαν και οι άνθρωποι, μακάρι
όπως ταιριάζει το θυμάρι, το κάρυ το μπαχάρι
δεν πίστευες στ' αυτιά σου,
μα είν αλήθεια που να πάρει,
ακούς σ'ένα κομμάτι βέδες
ουπανισάδες και ντάρι ντάρι
οι fusion καταστάσεις δεν είναι πλέον πρωτότυπο
το θέμα είναι να μην αναπαράγεις το στερεότυπο
να είσαι πρότυπο,
είναι πρόκληση που δε σκουριάζει
δες τι ωραία το λαούτο σαν σάζι σου μοιάζει
το κλαρίνο στενάζει Ασία κι Αμερική
ένα τσιγάρο δρόμος Δύση κι Ανατολή
Μακάρι να ταιριάζαν και οι άνθρωποι, μακάρι
είναι οι δρόμοι μακρινοί, τα εμπόδια πολλά
τι κι αν η τύχη γύρισε παράξενα το ζάρι
ολόιδια ας μη γίνουνε τα διαφορετικά.
Στις αντιθέσεις είναι η γοητεία, σε κάθε είδους οντότητα
δες πόσο βαρετή θα ήταν χωρίς διαφορετικότητα
η πραγματικότητα,
ολόκληρη η ανθρωπότητα ένα μυστήριο χαρμάνι,
πάντα μυστήριες ταχύτητες ο δερβίσης θα πιάνει
μυστήρια στον πεντοζάλη θα χτυπά το στιβάνι
κι ένα ζεστό ρεύμα ανάτασης, από το σβέρκο θα σε πιάνει
είναι συναίσθημα βαρύτητας και συνάμα λυτρωτικό
να εκτιμώ και να μη φοβάμαι... κάθε τι διαφορετικό...
Εκατόφυλλα
Εκατόφυλλα στον Άδη
και μαχαίρι ακονισμένο
μ' έχεις βάλει στο σημάδι
κι όλο κλαις που δεν πεθαίνω
Μέλι στάχτη και φαρμάκι
με τ' αψέντι ανακατώνεις
με κερνάς κρυφά λιγάκι
μα ούτε έτσι με σκοτώνεις
Σε όσους πολέμους
κι αν με πας θα σε νικήσω,
αγάπησέ με
αν τόσο θες να ξεψυχήσω
Μέλι στάχτη και φαρμάκι
με τ' αψέντι ανακατώνεις
με κερνάς κρυφά λιγάκι
μα ούτε έτσι με σκοτώνεις
Σε όσους πολέμους
κι αν με πας θα σε νικήσω,
αγάπησέ με
αν τόσο θες να ξεψυχήσω
Έλα πάρε με
Έλα πάρε με
μες στο βυθό σου να βρεθώ
ν'αγαπηθώ να λυτρωθώ
Έλα πάρε με
στα γαλανά σου τα νερά
δώσε στα όνειρα φτερά.
Έλα πάρε με
σ' άλλα ταξίδια μακρινά
στου δειλινού τα μενεξιά
Έλα πάρε με
δώσε μου αίμα και μιλιά
σε χρυσαφένια ακρογιαλιά.
Έλα πάρε με
εκεί που το κορμί λυγάει
εκεί που το κορμί γελάει
Έλα πάρε με
και θεϊκός μου γίνε στίχος
που τον χορεύει ο ρυθμός
κι ο ψάλτης ήχος.
:knee: :knee:
Ένα γύρο το φεγγάρι
Ένα γύρο το φεγγάρι κι άλλον έναν η ζωή
στέκεσαι γυμνή μπροστά μου, κάνει ο χρόνος μια ρωγμή
κάνω την φωτιά μου χάδι και στου κρύβω την πληγή
που από τότε που θυμάμαι μου κλειδώνει το κορμί
Δύο γύρους το φεγγάρι το κορμί μου σε ζητά
απ' τα δάχτυλά μου βγαίνουνε μαχαίρια κοφτερά
μη φοβάσει είναι για μένα στη φωτιά μου θα καώ
δεν ζητάω δική μου να'σαι, θέλω μόνο να σε δω
Δέκα χρόνια δέκα αιώνες λύσεις ψάχνουν να μου βρουν
δε με ξέρεις, μα το ξέρεις πως τα χέρια δεν ξεχνούν
κάτι νύχτες ματωμένες που αδιάφορα περνάν
που τα σώματα διψάνε μα τα μάτια αλλού κοιτάν
Τρεις φορές θα σε ρωτήσω αν υπήρξε μια φορά
που ήσουν μόνη στο σκοτάδι κι ήμουνα παρηγοριά
τρεις φορές θα σε ρωτήσω πως το χρόνο σταματάς
όταν έρχεσαι τα βράδια και στα μάτια με κοιτάς
Εφτά ποτάμια
Εφτά ποτάμια σμίξαν και τρεις καημοί,
κι είπανε να μερώσουνε μια στιγμή.
Οι θάλασσες κοπάσαν κι οι στεναγμοί,
εννιά σπαθιά γυμνώσανε στη γραμμή.
Η άνοιξη η μαυλίστρα για να διαβεί,
κοιτάξτε, χωριανοί μου, τι θα συμβεί.
Τα πάθη σα σαρκώσουμε του Ραβί,
εκείνος ο μπροστάρης, κι εμείς στραβοί.
Ήλιες μου, στρατολάτη, ταξιδευτή,
που μού 'δωσες τη χάρη του γητευτή,
ο άνθρωπος γυρεύει για να γευτεί,
απ' το ζεστό μου αίμα να γιατρευτεί.
Η μεγαλοβδομάδα, κόρη ξανθή,
μύρωσε το χωριό μας, και ροδανθεί,
που τρώει τον θεό του για να χαθεί,
κι ίσως με τον χαμό του ν' αναστηθεί.
Στης άνοιξης τον κόρφο, τον ζηλευτό,
μυριόχρωμο γιορντάνι, το σερπετό,
φάρμακο το φαρμάκι στον αετό,
για να πετάξει εκείνος ως είν' γραφτό.
Πέρνα περαματάρη τον ποταμό,
πάρε κι εμέ μαζί σου στον μισεμό,
κι εκεί στον καταρράχτη και στον γκρεμό,
θα μάθω του συμπάντου το λυτρωμό.
Θάλασσα γυαλί
Μέσα μου πέτρινα βουνά
γιατί δεν είσαι πουθενά
και γω μες στο σκοτάδι
θα ρίξω παραγάδι
χρυσό αγκίστρι να πιαστείς,
να τρυπηθείς, να πληγωθείς,
το αίμα σου να τρέξει,
τα χείλη μας να βρέξει.
Να 'ταν η θάλασσα γυαλί και το γυαλί καθρέφτης
να σ'έβλεπα πουλάκι μου, σε τι αγκάλες πέφτεις...
Πέρασαν έξι Κυριακές
μαύρες, θλιμμένες και κακές
και είσαι μακριά μου
βάστα γερά καρδιά μου
Οι μέρες μας προδώσανε
κι εμείς δεν ανταμώσαμε.
Ελα γλυκιά μου ελπίδα,
σου έστεισα παγίδα.
Να 'ταν η θάλασσα γυαλί και το γυαλί καθρέφτης
να σ'έβλεπα πουλάκι μου, σε τι αγκάλες πέφτεις
να σ'έβλεπα πουλάκι μου, σε τι αγκάλες πέφτεις...
Κοιμήσου φεγγαρένια μου
Κοιμήσου φεγγαρένια μου, στης θάλασσας το κύμα
κι αν σ'αγαπώ, χωρίς σκοπό δε στο'πα, κι είναι κρίμα
Κοιμήσου φεγγαρένια μου, και μες στα όνειρά σου
να'χεις τον ήλιο οδηγό και τ'άστρα συντροφιά σου
Διαμαντικά, χρυσαφικά στα πόδια σου κυρά μου
του κόσμου όλα τα καλά, τα ρίχνω μέσα στην ποδιά
Διαμαντικά, χρυσαφικά την Πούλια δαχτυλίδι
σου τάζω, για να μ'αγαπάς, να μ'έχεις για στολίδι...
Μωρό μου, σ'αποκοίμησα με χίλια καρδιοχτύπια
το ρόδο θρέφει η Ανοιξη, τον έρωτα η αγρύπνια
κι απά' στο μαξιλάρι σου έριξα την καρδιά μου
νανούρισμα οι ανάσες μου, δρόμος τα μυστικά μου
Νύχτα στο Αιγαίο
Η νύχτα απόψε Βακχική, τυλίγει το καράβι
έτσι καθώς λικνίζεται στα πέλαγα και πάει
αγκάλη γίνεται ο γυαλός, χέρια απλωμένα οι κάμποι
κι ένα τραγούδι απόκοσμο, ξεχύνεται απ' τα Χάη
Από τη Λέσβο εχύμηξαν κοπάδι ερωτοπούλια
φωλιάσαν στα κατάρτια του, και κελαϊδούν κρυμμένα
στ'άλμπουρα πάνω εξάδιπλο φιλί κατέβηκεν η Πούλια
και τ'άστρα μέσα στα νερά χορεύουν μεθυσμένα...
Η νύχτα απόψε δεν χωρά τον αναστεναγμό τους
από λαχτάρες μυστικές γεμάτο είναι τ' αγέρι
οι ναύτες σιγοτραγουδούν στην πλώρη τον καημό τους
και φλόγες γίναν οι ματιές του μαύρου τιμονιέρη
Οι πόνοι της Παναγιάς
Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.
Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ' άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.
Συ θα'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό
Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ'την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν
Παλιό τραγούδι
Παλιό τραγούδι κι άγιασε
απ' το πολύ το δάκρυ
στην πλάτη του φορτώθηκε
του κόσμου τον καημό
Κι αν το ρωτήσεις θα σου πει
πατρίδα πια δεν έχω
καμιά πατρίδα δεν χωρά
ολόκληρο ουρανό
Βαφτίστηκα στο άχτι σας
στην πίκρα, στο γινάτι σας
και πιο ψηλά ανεβαίνω
Είμαι το πρώτο γάλα σας
η μυρωδιά της μάνας σας
γι αυτό σας ανασταίνω
Παλιό τραγούδι κι άγιασε
απ' την πολύ αγάπη
έγινε ρούχο του φτωχού
του μόνου συντροφιά
Κι αν το ρωτήσεις θα σου πει
τα χρόνια μου δεν ξέρω
ποιος ξέρει πότε ράγισε
πρώτη φορά καρδιά
Βαφτίστηκα στο άχτι σας
στην πίκρα, στο γινάτι σας
και πιο ψηλά ανεβαίνω
Είμαι το πρώτο γάλα σας
η μυρωδιά της μάνας σας
γι αυτό σας ανασταίνω
Σαββάτο βράδυ
Σαββάτο βράδυ κι οι καημοί, σαν βγαίνουν για σεργιάνι
βρίσκουνε πάλι αφορμή, και βγάζουνε φιρμάνι
να μετρηθούνε θέλουνε με μίση και με πάθη
κι ολόγυρα τα σπέρνουνε, ο κόσμος να τα μάθει
Μεγάλοι και μικροί καημοί απλώνουν το σεντόνι
και σαν κακοί ηθοποιοί προβάλλουν στην οθόνη
θέλεις-δε θέλεις, θεατής γίνεσαι, που να πάρει,
κι αφού δεν είσαι νικητής τυλίγεσαι κουβάρι...
Έτσι από καπρίτσιο τους σου βγαίνουνε μπροστά σου
κι ανάβουν με το σπίρτο τους φωτιά στα σωθικά σου
Δε θέλουνε να τους ξεχνάς, αλλά να τους θυμάσαι
Σαββάτο βράδυ να γυρνάς και σαλεμένος να' σαι
Σαν τα ρολόγια
Σαν τα ρολόγια που σιωπούν σε πτώση αεροπλάνου
κι ένα γραμμάτιο παλιό που δεν θα εξοφληθεί
έτσι αισθάνονται κι αυτοί που την αγάπη χάνουν
όταν μιλούν στον έρωτα κι αυτός έχει χαθεί
Σαν τα ρολόγια που σιωπούν στων τραγουδιών τα λόγια
έτσι και η αγάπη μας ματώνει στη σιωπή
τι να σου κάνει ένα κερί και τί να κάνει η φλόγα
που είναι σαν σφαίρα αδέσποτη εκείνου που αστοχεί
Η κάθε μάχη του έρωτα δύο θύματα μετράει
και όποιος λέει πως κέρδισε θα είναι ο νικητής
η αγάπη θέλει θύματα σ' αυτό που πολεμάει
έτσι ο κομπάρσος γίνεται και πρωταγωνιστής
Σαν τα ρολόγια που σιωπούν στων τραγουδιών τα λόγια
έτσι και η αγάπη μας ματώνει στην σιωπή
τι να σου κάνει ένα κερί και τί να κάνει η φλόγα
που είναι σαν σφαίρα αδέσποτη εκείνου που αστοχεί...
Σε μια νύχτα
Μια τρικυμία βραδυνή την πήρε από μένα
κι έμεινα ένα σκαρί που'χει πανιά σκισμένα
Μόνος, γυμνός, να περπατώ σε κοφτερά λιθάρια
αχ, την αρχαία μου ζωή, την έπαιξαν στα ζάρια.
Στις φλόγες η εικόνα της να με τρυπά σα σφαίρα
που σε μια νύχτα χάθηκε, μάτωσε τον αγέρα
Αγάπης δάκρυα, όνειρα, που τα θυμάμαι ακόμα
ποτέ δε θα τα ξαναβρώ πάνω στο ίδιο σώμα
Στις χαραυγές ξεχνιέμαι
Μάσκα δεν έχω να γυρνώ
στο καρναβάλι ετούτο
μόνο μια απόχη να τρυγώ
της θάλασσας την πονηριά
και της σιωπής τον πλούτο
Βάρα καλή, βάρα γερή
μια τουφεκιά ζαχαρωτή
κι άσε να νιώσει η γαλαρία
του χαρτοπόλεμου τη βία
Σκουπίδι η σκέψη την πετώ
τη λογική απαρνιέμαι
μ' ένα σαράκι αρμένικο
για δρόμους που δε θέλησα
στις χαραυγές ξεχνιέμαι
Βάστα το νου, βάστα το νου
να μην γκρινιάξει του καιρού
που 'φτιαξε με τον πόνο κλίκα
και τσιγκουνεύεται στη γλύκα
Στους ουρανούς
Γελώ και πάλι θλίβομαι,
και πάντα δε μιλιέμαι
ήμουν ο ρόλος π' αγαπάς
και μέσα σου ξεχνιέμαι
Στους ουρανούς, στους ουρανούς
θα'ρθει ο καιρός που όλα θα τα πούμε
μη με ρωτάς πια, μη μ'ακούς...
Στους ουρανούς, στους ουρανούς
κι οχι σε κόσμους μακρινούς
που μάθαμε να ζούμε...
Κι αν έχασα τα λόγια μου
στου ρόλου σου τη ζάλη
υφαίνω τα ραγίσματα
και ξαναρχίζω πάλι
Σύννεφα του γιαλού
Τη θλίψη απ' τα μάτια μου να πάρεις
και να τη ρίξεις στου πελάγου το βυθό
κι αν τύχει μες σ'ανέμους να χαθώ
μη μ'αρνηθείς, μη μ'αποπάρεις
Το πιο ακριβό σου χάδι να μου δώσεις
κι αν η λαχτάρα σου κουρσέψει το κορμί
αιτία, πρόφαση να γίνει κι αφορμή
ποτέ μη μ'αρνηθείς, μη με προδώσεις
Σύννεφα του γυαλού θε ν'αρματώσω
θα'μαι στο πλάι σου και ας ματώσω
Σύννεφα του γυαλού θε ν'αρματώσω
θα'μαι στο πλάι σου και ας ματώσω
θα'μαι στο πλάι σου.....
Την πιο βαθιά ανάσα μου να νιώσεις
σαν άρωμα φερμένο απ'τη βροχή
κι αν γίνει τ΄όνειρο ταξίδι και ευχή
που αγάπησες πολύ, μη μετανιώσεις
Της λήθης το πηγάδι
Πρώτη εκτέλεση]
Της παπαρούνας τον ανθό
Να μην τον εμυρίσεις
Γιατί σε μένα μάτια μου
Μια μέρα θα γυρίσεις
Να μου γυρέψεις τη φωτιά
Και του τρελού το χάδι
Πάντα ζητούσες τα φιλιά
Που αφήνουνε σημάδι
Τα χάδια μου τα πέταξα
Στις λήθης το πηγάδι
Να μην τα βρουν οι αγκαλιές
που βγαίνουνε σεργιάνι
Με διαβατάρικα πουλιά
Έρωτες να μην πιάνεις
Γιατί είναι διαβατάρικα
Και γρήγορα τα χάνεις
Και σου κουρσεύουν τη λαλιά
Κι ανάσα πια δεν έχεις
Κι όλο γυρίζεις το πρωί
Αδύναμος γυρεύεις
Τα χάδια μου τα πέταξα
Στις λήθης το πηγάδι
Να μην τα βρουν οι αγκαλιές
που βγαίνουνε σεργιάνι
Τί συμβαίνει εδώ;
Αυτή τη νύχτα που κοιμήθηκαν τα ψέματα
και μαζευτήκαμε στο σπίτι του Νικόλα
κάποιος μας είπε μια απόφαση να πάρουμε
έχει χορτάσει η υπομονή με μοιρολόγια
Τί συμβαίνει εδώ; Τί συμβαίνει εδώ;
κάποιος μας μίλησε σαν άγνωστος θεός
Τί συμβαίνει εδώ; Τί συμβαίνει εδώ;
ήταν μονάχα ένας άνθρωπος απλός
Αυτή τη νύχτα που ξυπνήσαμε τα όνειρα
με μόνη ελπίδα μια φτηνή παρανομία
κάποιος φώναξε "επιτέλους συμφωνήσαμε"
μήπως θυμώσουμε ξανά την ιστορία
Τη μέρα που χαθήκανε τα ίχνη του
σπάγανε τζάμια απ' τη βροχή και το χαλάζι
δε βρήκαν σήματα ειρήνης μες στο σπίτι του
ούτε μια αόρατη απειλή να τους τρομάζει
Το όνειρο του πολεμιστή
Στου δράκου την καμπούρα
πάνω στης ράχης το φτερό
στ' άγρια τα κάστρα πολεμάω
κι έτσι τους χρόνους μου μετρώ
Φτιάχνω φαρέτρα μαύρη
απ' της νύχτας τα μαλλιά
πάνω στης γης τ' αλάτι γράφω
και τραγουδώ με τα σκυλιά
Την κούπα μου γεμίζω,
κερνάω το φίδι για να βγει
όρθιος στον ήλιο να γρικάω,
στον ουρανό του αετού η κραυγή
Του πρωινού
Του πρωινού το ξέσπασμα απ' τη σιωπή της νύχτας
κρύβει κλεμμένες αγκαλιές τυραννισμένους ύπνους
χώνονται οι κατεργάρηδες στον κόρφο της κυράς τους
μέσα στη ζάλη δε θα ιδούν πως ξένο ιδρώτα φέρνουν
Ξυπνά και όσους γεράσανε και θέλουν να προλάβουν
το βράδυ δε χορταίνουνε και η μέρα δεν τους φτάνει
Φωτίζει τα κορόιδα που' χουν το μαξιλάρι
παρηγοριά να ζήσουνε ζωή ονειρεμένη
Παίζει και το μωρό παιδί στης μάνας του το στήθος
που η φύση το ορμήνευσε να θρέφεται να ζει...
Τραγουδώ βαθιά μου
Τόση καλοσύνη γύρω μου κι εντός
από του παντός, είναι καλοσύνη
Βάρκα με προσμένει
μ' ανοιχτό πανί
και οι εφτά ουρανοί
πάνω μου ανοιγμένοι
τραγουδώ βαθιά μου
σε ψιλή κλωστή
έχει κρεμαστεί
κι η στερνή χαρά μου
Μόνο στο πλευρό μου σύντροφο πιστό
απ' τον κόσμο αυτόν, πήρα τ' όνειρό μου
Τόση καλοσύνη γύρω μου κι εντός
από του παντός, τη μεγαλοσύνη
Τριανταφυλλάκι
Μαχαίρι με χρυσή λαβή και κοφτερή λεπίδα
ότι ποτέ δεν είχα δει σε σένανε το είδα
βρήκα τ' αθάνατο νερό και τώρα δεν το χάνω
και απ' τα χειλάκια σου θα πιω ποτέ να μην πεθάνω
για σένα λέω
Ψηλά στου Ολύμπου την κορφή δε λιώσανε τα χιόνια
για τη γλυκιά σου τη μορφή μου τραγουδούν τ' αηδόνια
τριανταφυλλάκι ζηλευτό που κρύβεις το αγκάθι
αχ όποιος δεν σε μύρισε έχει πολλά να μάθει
για σένα λέω
Ζωή μου τέλος μου κι αρχή κανένας δεν το ξέρει
πρόλαβα κι έκανα ευχή σαν έπεφτε τ' αστέρι
πες το κι εσύ πως μ' αγαπάς και κόμπο θα το δέσω
και στη φωτιά για χάρη σου ματάκια μου θα πέσω
για σένα λέω
Φύλλα ψυχής ορθάνοιχτα
Πρωί στο Μέγα Σπήλαιο πρωτάκουσα τ’ αηδόνι
κι έτρεχε γάργαρο νερό στης Ζαχλορούς το ρέμα
κι είδα στο δρόμο του Θεού πως σβήνουνε οι πόνοι
κι αυτής της μίζερης ζωής ξανά το μέγα ψέμα.
Κι άλλη φορά χαράματα με πιάσανε τα κλάματα
στο άκουσμα της μέρας
κι ήρθε το φως και φίλησε το δάκρυ μου που κύλησε
και χάιδεψε ο αέρας.
Είδα στο γιόμα να πετάει ο αετός των Μετεώρων
απ’ τα ψηλά πιο αψηλά για του Θεού τα μέρη
κι ήπια του Μύστη το νερό – πηγές των θείων δώρων
απ’ του Χριστού τον ομφαλό, της Παναγιάς το χέρι.
Κι άλλη φορά μεσάνυχτα – φύλλα ψυχής ορθάνοιχτα –
στη λάμψη των κειμένων
κοινώνησα το είναι Σου – δίνε μου νέκταρ, δίνε μου –
στο φως των Φωτισμένων.
Χαμηλοί χαρταετοί
Αφού μιλάς για τις γενιές και θες να τις ορίσεις
άκου τη γνώμη μιας φωνής, που ίσως τη γνωρίσεις
Τους πιο πολλούς, τους πιο καλούς
νόμιζες πως τους είδες να τελειώνουν
και φεύγεις γι' άλλους ουρανούς.
Για μένα είσαι απ' αυτούς,
τους χαμηλούς χαρταετούς,
που με μια μπόρα λιώνουν...
Μ' αγάπη στο' πα και παλιά, τί πας να αναλάβεις
το εφήμερο καλλιεργείς, το εφήμερο θα λάβεις
Χαραυγή
Πάντα θλιμμένη, πάντα θλιμμένη χαραυγή
Αμάν χαραυγή,
Πάντα θλιμμένη χαραυγή για μένα ξημερώνει
Aντες αμάν για μένα ξημερώνει
Γιατί την ώρα, γιατί την ώρα που ξυπνώ
Αμάν που ξυπνώ,
Γιατί την ώρα που ξυπνώ, κάθε χαρά τελειώνει
Aντες αμάν κάθε χαρά τελειώνει
Πάντα με το παρά, πάντα με το παράπονο
Αμάν παράπονο,
Πάντα με το παράπονο, τ' αχείλι μου ανοίγει
Παράπονο τ' αχείλι μου ανοίγει
Γιατί είναι, γιατί είναι η πίκρα μου πολλή,
Αμάν πολλή,
Γιατί είναι η πίκρα μου πολλή
και η χαρά μου λίγη
Πάντα με το παράπονο τ' αχείλι μου ανοίγει
Χειμωνανθός
Φθινόπωρο στον έρωτα απόψε ανατέλλει
αρισμαρί και μέλι μύρισαν τα βουνά
κι εγώ κοιτάζω σιωπηλός το χώμα το βρεγμένο
σα κάρβουνο αναμμένο η ομορφιά πονά
Φιλί γυρεύω του ουρανού κι αυτός μου δίνει στάχτη
μα απ΄ της καρδιάς τ΄ αδράχτι σαν θέλω να κοπείς
σαλεύουν τα πορτόφυλλα κι η κλειδωνιά γυρίζει
αέρας μου σφυρίζει αν έρθεις μην αργείς
Γδύσου κι από τα μάτια μου πάρε νερό και πλύσου
ο χωρισμός θυμήσου είναι χειμωνανθός
τη λύπη την κατοίκησα σε νύχτα και σε μέρα
σ΄ αφήνω στον αέρα για να σε βρώ στο φως
Η αγάπη φόβους και όνειρα δειπνά προτού ραγίσει
στου πόνου το ξωκλήσι αγιάζει η ερημιά
κι εγώ μια θλίψη που ζητώ για να με σημαδέψει
το φως πριν βασιλέψει θα σ' αρνηθώ ξανά
Γδύσου κι από τα μάτια μου πάρε νερό και πλύσου
ο χωρισμός θυμήσου είναι χειμωνανθός
τη λύπη την κατοίκησα σε νύχτα και σε μέρα
σ΄ αφήνω στον αέρα για να σε βρώ στο φως