Σα βγεις στο πηγαιμο για την Ιθακη,
να ευχεσαι ναναι μακρυς ο δρομος,
γεματος περιπετειες, γεματος γνωσεις.
Τους Λαιστρυγονας και τους Κυκλωπας,
τον θυμωμενο Ποσειδωνα μη φοβασαι,
τετοια στον δρομο σου ποτε σου δεν θα βρεις,
αν μεν'η σκεψις σου υψηλη, αν εκλεκτη
συγκινησις το πνευμα και το σωμα σου αγγιζει.
Τους Λαιστρυγονας και τους Κυκλωπας,
τον αγριο Ποσειδωνα δεν θα συναντησεις,
αν δεν τους κουβαλεις μες στην ψυχη σου,
αν η ψυχη σου δεν τους στηνει εμπρος σου.
Να ευχεσαι ναναι μακρυς ο δρομος.
Πολλα τα καλοκαιρινα πρωϊνα να ειναι
που με τι ευχαριστησι, με τι χαρα
θα μπαινεις σε λιμενας πρωτοειδωμενους
να σταματησεις σ'εμπορ@εια Φοινικικα,
και τες καλες πραγματειες ν'αποκτησεις,
σεντεφια και κοραλλια, κεχριμπαρια κ'εβενους,
και ηδονικα μυρωδικα καθε λογης,
οσο μπορεις πιο αφθονα ηδονικα μυρωδικα,
σε πολεις Αιγυπτιακες πολλες να πας,
να μαθεις και να μαθεις απ'τους σπουδασμενους.
Παντα στο νου σου ναχεις την Ιθακη.
Το φθασιμον εκει ειν'ο προορισμος σου.
Αλλα μη βιαζεις το ταξειδι διολου.
Καλλιτερα χρονια πολλα να διαρκεσει.
και γερος πια ν'αραξεις στο νησι,
πλουσιος με οσα κερδισες στο δρομο,
μη προσδοκωντας πλουτη να σε δωσει η Ιθακη.
Η Ιθακη σ'εδωσε τ'ωραιο ταξειδι.
Χωρις αυτην δεν θαβγαινες στον δρομο.
Αλλα δεν εχει να σε δωσει πια.
Κι αν πτωχικη την βρεις, η Ιθακη δεν σε γελασε.
Ετσι σοφος που εγινες, με τοση πειρα,
ηδη θα το καταλαβες οι Ιθακες τι σημαινουν.
(Σημειωση!
Τα ποιηματα που ακολουθουν ειναι βασισμενα στο εκαστοτε τελευταιο τυπωμα του
Ποιητη τηρωντας οσο ειναι δυνατον την τυπογραφικη διαταξη. Παντου ακολουθηθηκε
σχολαστικα η ορθογραφια του Ποιητη καθως και η πολυτυπια που παρουσιαζει απο
ποιημα σε ποιημα ή ορισμενες ανορθοδοξες μα επιμονες γραφες.)
[size=18]Η σατραπεια [/size]
Τι συμφορα, ενω εισαι καμωμενος
για τα ωραια και μεγαλα εργα
η αδικη αυτη σου η τυχη παντα
ενθαρρυνσι κ'επιτυχια να σε αρνειται.
Να σ'εμποδιζουν ευτελεις συνηθειες,
και μικροπρεπειες, κι αδιαφοριες.
Και τι φρικτη η μερα που ενδιδεις
(η μερα που αφεθηκες κ'ενδιδεις),
και φευγεις οδοιπορος για τα Σουσα,
και πιαινεις στον μοναρχην Αρταξερξη
που ευνοϊκα σε βαζει στην αυλη του,
και σε προσφερει σατραπειες και τετοια,
Και συ τα δεχεσαι με απελπισια
αυτα τα πραγματα που δεν τα θελεις.
Αλλα ζητει η ψυχη σου, γι'αλλα κλαιει.
Τον επαινο του Δημου και των Σοφιστων,
τα δυσκολα και τ'ανεκτιμητα Ευγε.
Την Αγορα, το Θεατρο, και τους Στεφανους.
Αυτα που θα στα δωσει ο Αρταξερξης
αυτα που θα τα βρεις στη Σατραπεια.
Και τι ζωη χωρις αυτα θα καμεις.
[size=18]Τελειωμενα [/size]
Μεσα στο φοβο και στες υποψιες,
με ταραγμενο νου και τρομαγμενα ματια,
λυωνουμε και σχεδιαζουμε το πως να καμουμε
για ν'αποφυγουμε τον βεβαιο
τον κινδυνο που ετσι φρικτα μας απειλει.
Κι ομως λανθανουμε, δεν ειν'αυτος στον δρομο.
Ψευτικα ησαν τα μηνυματα
(ή δεν τ'ακουσαμε, ή δεν τα νοιωσαμε καλα).
Αλλη καταστροφη, που δεν την φανταζομεθαν,
εξαφνικη, ραγδαια πεφτει επανω μας,
κι ανετοιμους -που πια καιρος- μας συνεπαιρνει.
[size=18]Απολειπειν ο Θεος Αντωνιον [/size]
Σαν εξαφνα, ωρα μεσανυχτ', ακουσθει
αορατος θιασος να περνα
με μουσικες εξαισιες, με φωνες-
την τυχη σου που ενδιδει πια, τα εργα σου
που απετυχαν, τα σχεδια της ζωης σου
που βγηκαν ολα πλανες, μη ανοφελετα θρηνησεις.
Σαν ετοιμος απο καιρο, σα θαρραλεος,
αποχαιρετα την, την Αλεξανδρεια που φευγει.
Προ παντων να μη γελασθεις, μην πεις πως ηταν
ενα ονειρο, πως απατηθηκεν η ακοη σου,
ματαιες ελπιδες τετοιες μην καταδεχθεις.
Σαν ετοιμος απο καιρο, σα θαρραλεος,
σαν που ταιριαζει σε που αξιωθηκες μια τετοια πολι,
πλησιασε σταθερα προς το παραθυρο,
κι ακουσε με συγκινησιν, αλλ'οχι
με των δειλων τα παρακαλια και παραπονα,
ως τελευταια απολαυσι τους ηχους,
τα εξαισια οργανα του μυστικου θιασου,
κι αποχαιρετα την, την Αλεξανδρεια που χανεις.
[size=18]Μονοτονια [/size]
Την μιαν μοτονονην ημερα αλλη
μονοτονη, απαραλλακτη ακολουθει. Θα γινουν
τα ιδια πραγματα, θα ξαναγινουν παλι-
η ομοιες στιγμες μας βρισκουνε και μας αφινουν.
Μηνας περνα και φερνει αλλον μηνα.
Αυτα που ερχονται κανεις ευκολα τα εικαζει.
Ειναι τα χθεσινα τα βαρετα εκεινα.
Και καταντα το αυριο πια σαν αυριο να μη μοιαζει.
[size=18]Οροφερνης [/size]
Αυτος που εις το τετραδραχμον επανω
μοιαζει σαν να χαμογελα το προσωπο του,
το εμορφο, λεπτο του προσωπο,
αυτος ειν'ο Οροφερνης Αριαραθου.
Παιδι τον εδιωξαν απ'την Καππαδοκια,
απ'το μεγαλο πατρικο παλατι,
και τον εστειλανε να μεγαλωσει
στην Ιωνια, και να ξεχασθει στους ξενους.
Α εξαισιες της Ιωνιας νυχτες
που αφοβα, κ'ελληνικα ολως διολου
εγνωρισε πληρη την ηδονη.
Μες στην καρδια του, παντοτε Ασιανος
αλλα στους τροπους του και στην λαλια του Ελλην,
με περουζεδες στολισμενος, ελληνοντυμενος
το σωμα του με μυρον ιασεμιου ευωδιασμενο,
κι απ'τους ωραιους της Ιωνιας νεους,
ο πιο ωραιος αυτος, ο πιο ιδανικος.
Κατοτι σαν οι Συροι στην Καππαδοκια
μπηκαν, και τον εκαμαν βασιλεα,
στην βασιλεια χυθηκεν επανω
για να χαρει με νεον τροπο καθε μερα,
για να μαζευει αρπαχτικα χρυσο κι ασημι,
και για να ευφραινεται, και να κομπαζει,
βλεποντας πλουτη στοιβαγμενα να γυαλιζουν.
Οσο για μεριμνα του τοπου, για διοικησι-
ουτ'ηξερε τι γενονταν τριγυρω του.
Οι Καππαδοκες γρηγορα τον βγαλαν
και στη Συρια ξεπεσε, μες στο παλατι
του Δημητριου να διασκεδαζει και να οκνευει.
Μια μερα ωστοσο την πολλην αργια του
συλλογισμοι ασυνειθιστοι διεκοψαν.
Θυμηθηκε που απ'την μητερα του Αντιοχιδα,
κι απ'την παληαν εκεινη Στρατονικη,
κι αυτος βαστουσε απ'τη κορωνα της Συριας,
και Σελευκιδης ητανε σχεδον.
Για λιγο βγηκε απ'την λαγνεια κι απ'την μεθη,
κι ανικανα, και μισοζαλισμενος
κατι εζητησε να ραδιουργησει,
κατι να καμει, κατι να σχεδιασει,
κι απετυχεν οικτρα κ'εξουδενοθη.
Το τελος του καπου θα γραφηκε κ'εχαθη,
ή ισως η ιστορια να το περασε,
και, με το δικιο της, τετοιο ασημαντο
πραγμα δεν καταδεχθηκε να το σημειωσει.
Αυτος που εις το τετραδραχμον επανω
μια χαρι αφηκε απ'τα ωραια του νειατα,
απ'την ποιητικη εμορφια του ενα φως,
μια μνημη αισθητικη αγοριου της Ιωνιας,
αυτος ειν'ο Οροφερνης Αριαραθου.
[size=18]Φιλελλην [/size]
Την χαραξι φροντισε τεχνικα να γινει.
Εκφρασις σοβαρη και μεγαλοπρεπης.
Το διαδημα καλλιτερα μαλλον στενο,
εκεινα τα φαρδια των Παρθων δεν με αρεσουν.
Η επιγραφη, ως συνηθες, ελληνικα,
οχ'υπερβολικη, οχι πομπωδης-
μην τα παρεξηγησει ο ανθυπατος
που ολο σκαλιζει και μηνα στην Ρωμη-
αλλ'ομως βεβαια τιμητικη.
Κατι πολυ εκλεκτο απ'το αλλο μερος,
κανενας δισκοβολος εφηβος ωραιος.
Προ παντων σε συστεινω να κυτταξεις
(Σιθ@ασπη, προς Θεου, να μη λησμονηθει)
μετα το Βασιλευς και το Σωτηρ,
να χαραχθει με γραμματα κομψα, Φιλελλην.
Και τωρα που με αρχιζεις ευφυολογιες,
τα "Που οι Ελληνες?# και "Που τα Ελληνικα
πισω απ'το Ζαγρο εδω, απο τα Φραατα περα#.
Τοσοι και τοσοι βαρβαροτεροι μας αλλοι
αφου το γραφουν, θα το γραψουμε κ'εμεις.
Και τελος μη ξεχνας που ενιοτε
μας ερχοντ'απο την Συρια σοφισται,
και στιχοπλοκοι, κι αλλοι ματαιοσπουδοι.
Ωστε ανελληνιστοι δεν ειμεθα, θαρρω.
ΝΤΑΝΙΕΛ ΧΑΛΠΕΡΝ
Ο ΝΕΟΣ ΞΕΝΟΣ (Με τον τροπο του Καβαφη)
Στην υγεια σου! σ' εσενα
στην αλλη μερια του τραπεζιου.
Τα ματια σου σε προδιδουν, σκοτεινα,
προσηλωμενα, χρωμα
που δεν βρισκεται εδω περα, η
το πως σπρωχνεις πισω τα πυκνα,
χτενισμενα σου μαλλια.
Ας μιλησουμε. Ο ουρανος πλημμυριζει
αστερισμους που βαστουν
το μελλον μας. Στην υγεια σου! -
τρεις - τεσσερις ολο φωνηεντα οι συλλαβες
του ονοματος σου, μια συντομη μουσικη
αφυπνιζεται τις ωρες πριν χαραξει,
ενας υμνος, παραπομπη και αναζητηση.
Αδιαφορησε για το αυθορμητο
γεμισμα οπως για τα σκιρτηματα στο τελος της ανοιξης,
πως το κοινωνικο ερεθιζει τον μονηρη βιο -
τι θα ελεγες αραγε!
Ας μιλησουμε. Τα ματια σου παιρνουν φωτια
απο την μονηρη τους οραση. Τα χερια σου
παιζουν τη μελωδια μιας μουσικης που δεν ειναι δικη μας.
Ξαναμιλησε μου για σενα.
Λησμονα κανεις τοσο ευκολα
οταν το μυαλο του ειναι ερμαιο πανω
σε δικο του ποταμι. Η οχθη κυλαει
τοσο γρηγορα. Καταλαβαινεις?
Ξενοι. Δεν ειναι καταπληκτικο
που βρεθηκαν εδω? Και παντοτε τοσο οικειοι.
ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ
Ανθολογια ξενων καβαφογενων ποιηματων
Όσο Μπορείς
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντας την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που να γίνει σαν μια ξένη φορτική.
Για νά ρθουν
ένα κερί αρκεί. Το φώς του πιο αμυδρό
αρμόζει πιο καλά, θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν οι Σκιές.
Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη άποψι
να μην έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, και με το λίγο φως-
μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ
για νάρθουν της Αγάπης, για νάρθουν οι Σκιέs.
Θερμοπύλες
Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
Περιμένοντας τους βαρβάρους
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι.
Είναι οι βάρβαροι να φτάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθονται οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι δυο μας ύπατοι και οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τις κόκκινες, τις κεντημένες τόγες¨
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους
και δακτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια¨
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα
και τάτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
..............................................
Γιατί κι οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδιες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κι η σύγχυσης.[ Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν].
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσενκι οι βάρβαροι δεν ήρθαν.
Και μερικοί έφτασαν απ' τα σύνορα
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους..
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν μια κάποια λύση.
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα...
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα -
είναι προ πολλών ετών -
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.
Λυρικήν την φαντασίαν
είχον, κι' αν απατηλήν,
μ' εχορήγει ευτυχίαν
όμως ζώσαν και θερμήν.
Σ' ό,τι έβλεπε το 'μάτι
πλούσιαν έδιδε θωρηά·
της αγάπης μου παλάτι
μοι εφαίνετο η φωληά.
Και το τσίτινο φουστάνι
εφορούσε το φθηνό,
σας ομνύω μοι εφάνη
κατ' αρχάς μεταξωτό.
Της εστόλιζαν τα χέρια
δυο βραχιόλια φτωχικά·
δι' εμένα τζοβαέρια
ήσανε αρχοντικά.
Στο κεφάλι μαζεμένα
άνθη εφόρει απ' το βουνό -
ποια ανθοδέσμη δι' εμένα
είχε τέτοιον στολισμό;
Ομαλούς τους περιπάτους
πάντα βρίσκαμε μαζύ,
και ή δεν είχε τότε βάττους,
ή τας έκρυπτεν η γη.
Δεν με πείθει νυν το πνεύμα
των ρητόρων και σοφών,
όσον εν εκείνης νεύμα,
κατ' εκείνον τον καιρόν.
Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα -
είναι προ πολλών ετών -
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Μετά σού το παν, νομιζω, προσηνές με μειδιά,
στον καθρέπτη τών ματιών σου την χαραν αντανακλά.
Στάσου, φως μου, και ακόμη δεν σε είπα τα μισά
απ'εκείνα που πιέζουν την ερώσαν μου καρδιά
και στα χείλη σου ορμούνε με μιλα μόνη σου ματιά.
Μη με ομιλής αν θέλεις, μη με πης γοητευτικά
λογια αγάπης και λατρείας. Φθάνει νά'σαι εδώ κοντά,
να σε λέγω πώς σε θέλω, να σ'αγγιζω, την δροσιά
του πρωιού που αναπνέεις ν'αναπνεω. κι αν και αυτά
υπερβολικά τα βρίσκεις, να σε βλέπω μοναχά!
επος καρδίας
(ο τιτλος του παραπανω ποιηματος)
ΛΗΘΗ
Κλειστά εντός ανθολομείου
υπό τα υελώματα τ'ανθη ξεχνούν
πως είν΄η λάμψις του ηλίου
και πως φυσούν αι αυρ'αι δροσεραί όταν περνούν...
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Kεριά
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Καβάφης
Hγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ' οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
Oυκ έγνως
Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες -
ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Aνέγνων, έγνων,
κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε
με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ' εμάς
τους Χριστιανούς. «Aνέγνως, αλλ' ουκ έγνως· ει γαρ έγνως,
ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως.
Πρέσβεις απ' την Aλεξάνδρεια
Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα στους Δελφούς
σαν τούτα που εστάλθηκαν από τους δυο τους αδελφούς,
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Aφού τα πήραν
όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
όλην των θα χρειασθούν το πώς με οξύνοιαν να συνταχθεί,
ποιος απ' τους δυό, ποιος από τέτοιους δυο να δυσαρεστηθεί.
Και συνεδριάζουνε την νύχτα μυστικά
και συζητούν των Λαγιδών τα οικογενειακά.
Aλλά ιδού οι πρέσβεις επανήθαν. Χαιρετούν.
Στην Aλεξάνδρεια επιστρέφουν, λεν. Και δεν ζητούν
χρησμό κανένα. Κ' οι ιερείς τ' ακούνε με χαρά
(εννοείται, που κρατούν τα δώρα τα λαμπρά),
αλλ' είναι και στο έπακρον απορημένοι,
μη νοιώθοντας τι η εξαφνική αδιαφορία αυτή σημαίνει.
Γιατί αγνοούν που χθες στους πρέσβεις ήλθαν νέα βαρυά.
Στην Pώμη δόθηκε ο χρησμός· έγιν' εκεί η μοιρασιά.
Zωγραφισμένα
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ' αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ' επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ' απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. -
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ' την δούλεψή της.
Tρώες
Είν' η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ' επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.-
Είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ' αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ' έξω στεκόμεθα ν' αγωνισθούμε.
Aλλ' όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ' τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ' αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ' η Εκάβη κλαίνε.
Che fece .... il gran rifiuto
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι - το σωστό - εις όλην την ζωή του
Tα Παράθυρα
Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα.- Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.-
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξερει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
Τελειωμένα
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν' αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν' αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ' ακούσαμε ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους - που πια καιρός- μας συνεπαίρνει.
[size=18]Mια νύχτα[/size]
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω
ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
[size=18]Φωνές[/size]
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
[size=18]Eπέστρεφε [/size]
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
ΦΥΓΗ
Ι
Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου
Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ' όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου
ΙΙ
Είμαι ο Φαίδων* ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους
ΙΙΙ
Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι, εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη κ επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κ' ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή
ΙV
Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση.Πού ν αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με του κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δύο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Πού πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ' αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου
*Φαίδων: Ο Πλατωνικός διάλογος περί ψυχής
Φυγή
Αμίλητη, κυνηγημένη
φτάνει σ' ερειπωμένο τοίχο·
στηρίζεται και περιμένει
ένα κελάηδημα, ένα στίχο.
Γύρω το δάσος με τις μπόρες
φεύγει σαν πλοίο στην τρικυμία.
Κ' ήτανε ημέρες ανθοφόρες --
επέρασαν -κ' ήτανε μία...
Τώρα την άβυσσο ρωτάει
πώς βρέθηκε άξαφνα δωπέρα,
ενώ στα μάτια της κρατάει
φως όλη, εκείνη την ημέρα
Ψυχή, λησμόνει τα όνειρά σου.
Ήρθες, πουλί στην καταιγίδα,
κ' εχάρισες όλου του δάσους
την τελευταία μας ελπίδα
Δεν εδεσμευθηκα.Tελειως αφεθηκα κ'επηγα.
Στις απολαυσεις,που μισο πραγματικες,μισο γυρναμενες μες το μυαλο μου ησαν, επηγα μες τη φωτισμενη νυχτα.
Κ'ηπια απο δυνατα κρασια,καθως που πινουν οι ανδρειοι της ηδονης.