a33.gr

Ο Κόσμος της Τέχνης => Μουσική, Κινηματογράφος, Θέατρο, Χορός => Μήνυμα ξεκίνησε από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:27:09 ΠΜ

Τίτλος: ΨΑΡΑΝΤΩΝΗΣ.......
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:27:09 ΠΜ
Για δες πως με κατάντησες        
 
Στον ψεύτη κόσμο όσο να ζω καλέ μου
θα σου παραπονούμαι
Γιατί ποτέ σου δεν ρωτάς καλέ μου
που βρίσκομαι και πού μαι

Για δες πως με κατάντησες καλέ μου
σαν το ερημοκκλήσι
που δεν επέρασε παπάς καλέ μου
ποτέ να λειτουργήσει
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:27:47 ΠΜ
Εγώ τσι νύχτες πορπατώ   ( Ήπειρος )        
 

Εγώ τσι νύχτες πορπατώ
και τσι αυγές κοιμούμαι
και έχω τα άστρα συντροφιά
και το φεγγάρι φίλο
και τα πουλιά μου κελαηδούν
και τα πουλιά μου λένε]
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:28:21 ΠΜ
Εκατό δυο αρχοντόπουλα   ( Κρήτη )        
 
Εκατό δυο αρχοντόπουλα μια λυγερή αγαπούσαν
ενιούς-ενιούς τ' άλλου ετάσετο η βεργολυγερή
μια νύχτα μια ημέρα τα εκατό και δυο
μα εκείνα παρακούσασι και ήρθαν ούλα αντάμα τα αρχοντόπουλα
και ήρθαν ούλα αντάμα τα εκατό και δυο.
Γεμίζουν οι στάβλοι άλογα τα παραθύρια σέλες των εκατό και δυο.
Των εκατό σκαμιά έδωκε και των ι-δυο καθέκλες η βεργολυγερή.

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:28:57 ΠΜ
Αγρίμια κι αγριμάκια          
 
- Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού'ναι οι τόποι σας,
πού'ναι τα χειμαδιά σας;

- Γκρεμνά'ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:29:43 ΠΜ
Εκειά που σμίγουν οι καιροί   ( Κρήτη )        
 
Μα εκειά που σμίγουν οι καιροί
κι εκειά που συναντούνται
τρέμει ο ουρανός και σειέται η γη
σειέται ο απάνω κόσμος.

Τρέμουν του Άδη τα σκαλιά
του Άδη τα κερκέλια,
τον Διγενή τρομάζουνε.

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:35:29 ΠΜ
Εξόρισέ με η μοίρα μου   ( Κρήτη )        
 
Εξόρισέ με η μοίρα μου σε δάση δασωμένα
κάτω στη μαύρη θάλασσα στο μαύρο καλαμιώνα,
εκειά που δυα είναι τα θεριά
κι είναι τ' αρκούδια μαλλιαρά
τα φίδια φωλεμένα.

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:36:06 ΠΜ
Ζηλεύω του σταυραετού   ( Κρήτη )        
 
Ζηλεύω του σταυραετού
απου πετά στα νέφη
και παίζει με τσι αστραπές
και με τ' αστροπελέκια.
Στο βράχο χτίζει τη φωλιά
στο χιόνι ζευγαρώνει.

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:36:42 ΠΜ
Η τίγρη        
 
Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π' όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.

Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.

όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.

Καμιά φορά απ' το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.
 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:37:38 ΠΜ
Ήθελα και να κάτεχα ( Όμορφα στόλισ' ο Θεός τον κόσμο )  
( Κρήτη )        

 
Ήθελα και να κάτεχα την εμορφή του κόσμου,
το πώς επλάθη ο ουρανός πώς θεμελιώθη ο κόσμος,
ο ήλιος στην ανατολή στη δύση το φεγγάρι και τ' άστρα εις τον ουρανό.

Όμορφα στόλισεν ο Θιός τον κόσμο τον απάνω
κι έκαμε κάμπους πράσινους και όρη χιονισμένα
και τα δεντρά με τα πουλιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:38:05 ΠΜ
Ο κυρ Βοριάς   ( Κρήτη )        
 
Ο κυρ-Βοριάς, βοήθα Παναγιά,
ο κυρ-Βοριάς εμήνυσε των καραβιώ μαντάτο
-Σταθείτε στσοι λιμιώνες σας, Χριστός και Παναγιά
και να φυσήξω θέλω.
Φράγκος τ' απηλοήθηκε μέσα απ' το πορτέλο
-Δε σε φοβούμαι κυρ-Βοριά, μωρέ Βοριά
δε σε φοβούμαι, γειά σας μωρέ παιδιά
δε σε φοβούμαι μωρέ Βοριά φυσήξεις δε φυσήξεις,
γιατ’ έχω αντένες μπρούτζινες, βοήθα Παναγιά,
σκαμνιά μαλαματένια
και δε φοβούμαι το Βοριά μωρέ το Βοριά
και δε φοβούμαι το Βοριά, Χριστός και Παναγιά
χιονίσει δεν χιονίσει
γιατ’ έχω αντένες μπρούτζινες κι ατσάλινα κατάρτια
και καπετάνιο Σφακιανό, μωρέ Κρητικό!

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:38:42 ΠΜ
Ο πραματευτής   ( Κρήτη )        
 
Πραματευτής κατέβαινε από ένα βουνί απάνω
λαλεί μουλάρια δώδεκα μουλίτσες δεκαπέντε
σε μια μουλίτσα ταπεινή μόσχο 'χε φορτωμένο.

Κι από τον μόσχο τον πολύ κι από την μυρωδιά του
ο νιός εποκοιμήθηκε εις την μουλίτσα απάνω,
μουλίτσες παραστράτησαν σ' άγρια μονοπάτια.

Χαρά σε τούτα τα βουνά που κλέφτες δεν υπάρχουν
ο νιος δεν το 'χε να το πει. Άλλοι του ξεφορτώναν
κι άλλος βαρά με το σπαθί κι άλλος με το μαχαίρι
και τ' αδερφάκι τον βαρά με κοφτερή φαλτσέτα.

-Μα αφήστε μωρέ παιδιά κι εμένα τον καημένο,
έχω κι εγώ έναν αδερφό στους κλέφτες καπετάνιο.
-Για πε μας βρε πραματευτή σουσούμια του σπιτιού σας.

-Μηλιά έχω μες στην πόρτα μας και κλήμα στην αυλή μας.
Και τότες τ' αδερφάκι του έσυρε το μαχαίρι
και το βαρά στο στήθος του.

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:39:38 ΠΜ
Ο φυλακισμένος   ( Κρήτη )        
 
Φυλακισμένος βρίσκομαι και βαροδικασμένος
μα η σκέψη γίνεται πουλί και φεύγει απού το κάστρο
και τριγυρίζει λεύθερη σε όρη και λαγκάδια.
Γρικά κουδούνια στις κορφές κι αηδόνια στσι μπαξέδες,
θωρεί και κείνη π' αγαπά.
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:40:27 ΠΜ
Πότε θα κάνει ξαστεριά          
 
Πότε θα κάμει ξαστεριά,
πότε θα φλεβαρίσει,

να πάρω το ντουφέκι μου,
την έμορφη πατρόνα,

να κατεβώ στον Ομαλό,
στη στράτα των Μουσούρων,

να κάμω μάνες δίχως γιους,
γυναίκες δίχως άντρες,

να κάμω και μωρά παιδιά,
να κλαιν' δίχως μανάδες,

να κλαιν' τη νύχτα για νερό,
και το πρωί για γάλα,

και τ' αποξημερώματα
για τη γλυκιά πατρίδα.

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:40:59 ΠΜ
Σε ψηλό βουνό          
 
Σε ψηλό βουνό,
σε ριζιμιό χαράκι,
κάθεται έν' αϊτός.

Βρεμένος, χιονισμένος
ο καημένος και παρακαλεί.
Και παρακαλεί
τον ήλιο ν' ανατείλει.

Ήλιε ανάτειλε-ήλιε ανάτειλε.

Ήλιε λάμψε και δώσε
για να λιώσουνε
χιόνια από τα φτερά μου
και τα κρούσταλλα
από τ' ακράνυχά μου.

Ήλιε ανάτειλε-ήλιε ανάτειλε.

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:41:32 ΠΜ
Το αναρώτημα για την κόρη   ( Κρήτη )        
 
Άστρι μου κι αστρίτσι μου
κι αυγερινέ κι ασπερινέ
και χρυσοπράσινε μ' αϊτέ
ήρθε το ξημέρωμα
το καλό ξημέρωμα
κι ηύρε μ’ επά στη γειτονιά,
και στην ερωδιά.
Λέσι μ’ οι γειτόνισσες
οι κερα κοκόνισσες
«Ίντα γυρεύεις μωρέ επά στη γειτονιά,
στη γειτονιά, στην ερωδιά;»
«Εγώ μια κόρη αγαπώ
κι ήρθα να ιδώ
κι αν τηνέ δω να τση το πω
τση κόρης πως την αγαπώ».
«Για πέ μας τα σουσούμιαν τση,
μπορέτως την κατέχουμε
μπας και την αμπατήσουμε».

 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:42:40 ΠΜ
Το δρακοδόντι        
 
Στου πόθου τα σκεπάσματα, νύχτα μ' αστραποβρόντι
έταξα στην αγάπη μου του Δράκοντα τ' αδόντι

Και η καρδιά μου ελύσσαξε να δει και να γνωρίσει
πού 'ναι του Δράκου η φωλιά και του Θεριού η βρύση

Ένας τρελός μου φώναξε, σ' έρημο μονοπάτι
πως τη δρακογενιά θα βρω στου ʼδη το παλάτι

Κι ο δρόμος ο τρισκότεινος είναι καλά κρυμμένος
τον ξέρει ο γέρος του βουνού, ο χαροξεχασμένος

Παίρνω τση μάνας μου ευχή, κι απ' την ακλή μου δάκρυ
και φεύγω να 'βρω το θεριό στων σκοταδιών την άκρη

Έφτασα εκεί που δε μπορεί ανθρώπου νους να φτάξει
να βρω τον γέρο του βουνού, για να του πάρω πράξη

Έλα μού λέει μια φωνή κι έτρεξα προς το μέρος
να δω αν είν' ανθρώπινος στην όψη του ο γέρος

Ο αντίλαλος μ' οδήγησε σ' ενός γκρεμού τη σκίζα
κι εκεί πηγή ήταν της φωνής ενός φυτού η ρίζα

Είσαι άνθρωπος του φώναξα ή μια φωνή που τρέμει
ή όνειρο μικρού παιδιού, που το 'ψησεν η θέρμη

Κι αντί ν' ακούσω τη φωνή απάντηση να λέει
νοιώθω τη γεύση του φυτού, στη γλώσσα μου να πλέει

Και πριν να πω του γέροντα, την αρμηνειά σου δως μου
βρέθηκα σ' ερημόσπιτο στο ξέτελος του κόσμου

Μπαίνω σε άδειες κάμαρες, ποιας μάγισσας χατίρι
του κόσμου αλλάζει πρόσωπο σε κάθε παραθύρι

Ανοίγω πόρτες και γυρνώ στο σπίτι της ερήμου
Σε κάποια κοντοστάθηκα, σα να 'ταν η δική μου

Και με μιαν άλλην αίσθηση, αιώνες κοιμισμένη
ένοιωσα πως στην κάμαρη κάποιος με περιμένει

Μπήκα και κάπου κάθισα, κατάκοπος του δρόμου
και κοίταξα και ήτανε το νεκροκρέβατό μου

Κι ανάδια, θρόνος ξύλινος, στο χρώμα του χωμάτου
κι αριστερά και πιο ψηλά, ο ήλιος του θανάτου

Κι από τον ήλιο κρέμονταν γυάλινη φυσαλίδα
που μέσα μ' όψη νεκρική τον εαυτό μου είδα

Και τ' άδειου θρόνου συντροφιά, απ' τη μεριά την άλλη
μορφή που μού 'μοιασε πολύ με λιόπαρδου κεφάλι

Ψαχούλεψα ως μου φάνηκε το άνυδρό μου σώμα
σκληρό σα λέπι το 'νοιωσα και φθινοπώρου χώμα

Γύρισα το κεφάλι μου προς το παράθυρό μου
και γέμισαν τα μάτια μου με τη μορφή του τρόμου

Στην απεναντινή κορφή, του Δράκοντα η ράχη
και η βραχομουσούδα του ρουμπίνια μάτια να 'χει

Κι απά στο κωλοράδι του, σπυρί το ερημοκλήσι
κούφια ελπίδα, της οργής την ώρα να ξορκίσει

Ποτάμιζαν τα λέπια του χωριά, ελιές κι αμπέλια
κι ακούγονταν μόνο πουλιά και των παιδιών τα γέλια

Κι ο κόσμος εκυμάτιζε με την αναπνοή του
σα να 'τανε μωρού παιδιού ο ύπνος, η ζωή του

Και τ' όνειρο σαν το νερό απ' του μυαλού τις βρύσες
ξέφευγε και σχημάτιζε τον κόσμο στις αισθήσεις

Μύριες αρίθμητες γενιές, ισόχρονες του κόσμου
και μύρια αγέννητα παιδιά περάσαν από μπρος μου

Κι είδα τον άνθρωπο γυμνό, σε δέντρο σα μαϊμούδι
κι ύστερα ν' αντρειεύεται πάνω στης γης το φλούδι

Να γδέρνει και να πολεμά τα χώματα τα χέρσα
μέχρι στου δράκου την κοιλιά να καταλήξει μέσα

Να δώσει πίσω του θεριού το χρωστικό που πρέπει
να φτιάξει για τη σάρκα του ένα καινούργιο λέπι

Κι ένοιωσα πως δεν ημπορώ τση μοίρας να μακρύνω
και δρακολέπι μιαν αυγή είναι γραφτό να γίνω

Κλαίγοντας θάφτω στης καρδιάς τη ματωμένη βρύση
προγόνους, φίλους και παιδιά, κι ότι έχω αγαπήσει

Δώσε μου Γέρο απόκριση και την ψυχή μου σώσε
είναι το έχει σου η ζωή, ή μήπως πάρε-δώσε

Τότε σκοτάδι απλώθηκε και γίνηκε η πλάση
μαύρο φαρί, κατάμαυρο, έτοιμο ν' αφηνιάσει

Κι απ' τα κατάβαθα τση γης ο δράκοντας σαλεύει
και με σαΐτες πύρινες την πέτσα του τοξεύει

Ανοίγει η γης κι οι ποταμοί τις όσχθες αψηφούνε
φουσκώνουνε οι θάλασσες και τα βουνά χτυπούνε

Χώρες, χωριά γκρεμίζονται, κουνιούνται τα θεμέλια
από το κλάμα των παιδιών και των τρελών τα γέλια

Ο ουρανός λυσσομανά, πετά αστροπελέκια
που τρων ανθρώπων χτίσματα και καταλούν τα πρέκια

Στον ουρανό πηδούν φωτιές, τα δάση λαμπαδιάζουν
και οι φωνές των αγριμιών τον άνεμο σπαράζουν

Τα κορφοβούνια σκίζουνται, πέφτουνε στα πελάγη
και τα χαράκια κουτουλούν σαν αγκρισμένοι τράγοι

Κι η γης κουβάρι γίνηκε και αστραποβολίδα
και μες στο σύμπαν χάνονταν σα φωτεινή κουκίδα

Μ' άλλες κουκίδες φωτεινές σαν τα φλογάτα άτια
λες κι έσπασε Θεού καρδιά σε χίλια δυο κομμάτια

Κι όπως εξεμακραίνανε των αστεριών τα πλήθη
έμεινα μόνος και ψυχρός στου απέραντου τη λήθη

Και με του Δράκου τη φωνή και του Θεού τα στήθια
εμάζωξα τη δύναμη κι εφώναξα βοήθεια

Έλα ακούω τη φωνή, να με προστάζει πάλι
και βγήκα από το όνειρο κι από την παραζάλη

Ο κόσμος ξετινάχτηκε κι ήρθε στα σύγκαλά του
κι ο ήχος ο απόκοσμος με τράβηξε κοντά του

Και βλέπω κύκλους γερακιών, τι να 'ναι το ψοφίμι
Θεέ μου μην είναι της καρδιάς τ' ανήμερο τ' αγρίμι

Κοιτάζω γύρω, ερημιά, πια δεν ακούγεται άχνα
και κάτω η δρακοπροβιά και του Θεού τα σπλάχνα

Τότε μού κράζει η φωνή το μυστικό θα μάθει
μόνο αυτός που πάτησε της κόλασης τα βάθη

Όφις, Θεός και ʼνθρωπος πολύ σε τούτο μοιάζουν
και μια του κύκλου εποχή πουκάμισο αλλάζουν

Σ' αυτό τον κόσμο γίνεσαι ότι έχεις αγαπήσει
και παίρνεις προίκα σου στερνή αυτά που 'χεις χαρίσει

Γιατρό με λένε και σκληρό, σοφό ή μπαγαπόντη
μα άκουσε, συ είσ' ο Θεός κι εσύ το Δρακοδόντι

Και η φωνή σα σύννεφο στον ουρανό εχάθη
ή την εκάλεσε η γη στα άπατά της βάθη

Γδέρνω το δέρμα μου με μιας και βγάζω την καρδιά μου
και την πετώ όσο γίνεται πολύ πιο μακριά μου

Φορώ του Δράκου την προβιά και το Θεό εντός μου
χάρισμα στην αγάπη μου θα 'ναι ο Εαυτός μου

Στου πόθου τα σκεπάσματα, νύχτα μ' αστραποβρόντι
έταξα στην αγάπη μου του Δράκοντα τ' αδόντι


 
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:43:42 ΠΜ
Το όνειρο   ( Κρήτη )        
 
Χριστέ και να ξεδίλιενε το όνειρο που είδ' απόψε.
Τον μπέλο μ' είδα κυνηγό, τον άντρα μου είδ' αγρίμι.
Χριστέ και να το σκότωνε ο κυνηγός τ' αγρίμι
να φάω απού τη σάρκα του να δροσιστεί η καρδιά μου
να πάρ' απού το αίμαν του να βάψω τα μαλλιά μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: blue-roses στις Ιουλίου 19, 2007, 10:44:13 ΠΜ
Τον ξένο με τον μαύρο του   ( Κρήτη )        
 
Ξένο εκαβαλίκεψε να πάει στην καλή του
πιάνε τον μέρες βροχερές και νύχτες με τα χιόνια
δεν είχε με τα ποιό μιλεί με ποιό να ροζανάρει
και εμίλιε με το μαύρο του και ροζονάριζέ του.

Μαύρε μου γοργογόνατε και ανεμοκυκλοπόδη
πολλές φορές με γλίτωσες κι από βαρές φουρτούνες
κι αν με γλιτώσεις μαύρε μου από τούτη την φουρτούνα
τα τέσσερά σου πέταλα χρυσά θα σου τα βάλω,
τα δαχτυλίδια τση ξανθής μπρόκες θα σου περάσω