a33.gr

Ο Κόσμος της Τέχνης => Μουσική, Κινηματογράφος, Θέατρο, Χορός => Μήνυμα ξεκίνησε από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

Τίτλος: Lowbap
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ
ACTIVE MEMBER-Blah Blasphemy

Intro (code 11)

Μισόγελα παντού κι η ξεφτίλα χωρίς αναπαμό.

Oι ίδιοι που φωνάζουν, οι ίδιοι βγάζουν το σκασμό.

Σαματερά ξεφτίδια σάς χρωστάμε ένα ευχαριστώ·

ξεπουληθήκατε όλοι μα όλοι, εκατό τοις εκατό.

Κι έτσι κάποια όμορφα και κάποια αγίνωτα,

τα βρήκαμε εμείς απείραχτα, ξεκλείδωτα

κι αμέσως γίναμε η φωνή όσων δεν έχουν φωνή,

σύντομα κρυφά μονοπάτια  και δρόμοι κοντινοί,

μικρές βλάστημες φωνές στων φιλάρεσκων την ησυχία.

Είμαστε εδώ ακόμα ζωντανοί - τι ειρωνεία.

Απέτυχε η προπαγάνδα σας και τα ψευτοφτιαξίματα,

σκάβατε λάκκους γι’ άλλους, μα το όνομα σας θα μπει στα μνήματα

και φταίτε όλοι κουφάλες, φταίτε όλοι,

κι ο πολιτισμός σας μια γυάλα με φορμόλη.

Φθαρμένα ταριχευμένα ανθρωπάκια αφορίστε μας,

όλους εμάς τους ασυγχώρητους επικηρύξτε μας.

Έξω υπάρχουν ακόμα λίγοι κυνηγοί, ζωσμένοι μ’ ασκήμιες.

Ίσως προλάβετε απ’ το στόμα μας τις πιο μεγάλες βλαστήμιες.

Απόψε δίπλα σας άναψε το φυτίλι

- γλεντήστε το·  άλλο λίγο μένει, αγαπητοί μου φίλοι.

 

Λευτεριά στις φιμωμένες φωνές που μάχονται τις ασκήμιες.

Φωτιά - απ’ του λαιμού μας τις χορδές οι πιο μεγάλες βλαστήμιες.

Λευτεριά, τώρα σε γεύονται οι αποκλεισμένοι, οι προδομένοι κι οι άσημοι.

Φωτιά στη γενιά του μπλα - μπλα, τώρα σειρά έχουν οι βλάσφημοι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:31:05 ΠΜ
Blah – Blasphemy
Πρώτα απ’ όλα η σιωπή δεν προβλέπεται.

Όποια κάνη στην αλήθεια και να στρέφεται

πάντα φτάνει έστω κι αργά εκεί που πρέπει

να γαμήσει τα μυαλά τα καθώς πρέπει.

Σε ‘σας μιλάω με τις πολλές αμφιβολίες

κι ένα βουνό σέρνω μαζί μου αυθαιρεσίες·  

χωρίς ικεσίες απευθύνομαι σ’ όσους τολμούν

να σηκώσουν το χέρι και να πουν (πως)

ορκίζομαι τη ζωή να μην προδώσω·  

ορκίζομαι ό,τι μπορώ θα γλιτώσω·  

ορκίζομαι ποτέ να μην το βουλώσω

κι άνθρωπος κι εγώ κάποτε ελεύθερος να νιώσω.

Κι εμπρός βλάσφημος να μείνω κι εχθρός,

η αξιοπρέπεια είναι ο μόνος μου οδηγός,

μα όχι προς το φως – το καπηλεύονται οι άδειοι –  

ούτε προς το σκοτάδι το ξεραμένο πηγάδι,

Μα προς εκείνο το κρυφό το μονοπάτι πέρα

κι αν είμαι άξιος να το περάσω σαν σφαίρα

που θα κεράσει το τίποτα λαβωματιά θανάσιμη

– code 11, blah blasphemy.


Ματώθηκες απ’ όλα τ’ ανιστόρητα

και στάθηκες κοντά σ’ όλα τα απαρηγόρητα,

πύρινη γλώσσα γίνε τώρα και λαβωματιά θανάσιμη

 – code 11, blah blasphemy
Στα συγκαλά σου, έλα, έχεις γερή κράση.

Τους τα ‘χωνες στη φέξη, τώρα χώσ’ τα και στη χάση·  

σε καρτερούν οι αποκλεισμένοι οι προδομένοι κι οι άσημοι

– code 11, blah blasphemy.

 

Πριν ορκίστηκα, με το χώμα ταυτίστηκα

ήπια τον ουρανό και δε γκρεμίστηκα.

Κι απλά είμαι ένας αλήτης μόνο από το Πέραμα,

σκέψου τι θα κάνεις εσύ αν βρεις το πέρασμα.
Ξεκόλλα·  τα όμορφα σου ανήκουνε όλα

και μίλα - κι απόψε κάπου ξεγεννάει η ξεφτίλα.

Διαλέγουνε κομμάτια σου και κάνουνε μοντάζ,

βούτα ένα σπρέι και κάνε στη ψυχή τους σαμποτάζ.

Γίνε με στίχους η φωνή του αποκλεισμένου, με ήχους

η οργή του κουρασμένου στους τοίχους,

η ντροπή του ξεπεσμένου, ελπίδα στα μάτια κάθε φοβισμένου.

Προκειμένου να σ’ ακούσουν, βλαστήμα –

έτσι κι αλλιώς για όλους μας έπεσε σύρμα

να μαντρωθούμε, με κάθε τρόπο να διασυρθούμε

και με κάθε μέσο να διαλυθούμε.

Εγώ αρνούμαι, εμείς κερδίσαμε ό,τι ζούμε.

Kι ας μας κλέβουν τα μισά, δεν υπακούμε.

Ό,τι είναι θα το πούμε·  τρέμετε ξεπουλημένοι κι άτιμοι –  

θα επιβιώσουν κι οι βλάσφημοι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:32:15 ΠΜ
Τι άλλο φοβάσαι  

Κάποτε σ’ είδα στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου,

στο καιρό του τρόμου και του αλλόκοτου φόβου,

να διπλώνεσαι, ν’ ανησυχείς και να τρομάζεις

και πριν καλάρουν οι μέρες το σκασμό να βγάζεις.

Να μια απ’ τα ίδια – ίδιοι δρόμοι – ίδιοι κύκλοι·

γαβγίζουν οι άνθρωποι – σκιάζονται οι σκύλοι,

θρηνούν μανάδες, και πού να ξαποστάσεις

όταν στη μνήμη σου μακραίνουν οι αποστάσεις.

Έτσι σκηνοθετούν το σήμερα άκριτοι κοσμοκράτορες,

βαρέθηκα τα έγκυρα - είναι όλοι προβοκάτορες

που πιάνονται απ’ τον φόβο σου και φτιάχνουν ιστορίες

κι ενάντια στους άπιστους στήνουν σταυροφορίες

από χορτασμένους με το ίδιο ήθος και παράστημα

που θα εξοντώνουν όσα τους μοιάζουν άσχημα.

Έτσι κι εγώ αφού σκιάζεσαι ξανά σε φτύνω.

Ψάχνω, λοιπόν, ό,τι φοβάσαι για να γίνω…
Γίνομαι τάφος αντάρτη στο Ιράκ και μοιρολόι στη Παλαιστίνη,

τυφλός στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη·

πεινασμένος ιθαγενής στο Μεξικό,

χίλιες επεξηγήσεις για το φόβο σου στο λεξικό,

μοναχός στο Θιβέτ – κι aboriginal στην Αυστραλία,

τζαμί καμένο από φασίστες στην Ιταλία·

εθελοντής γιατρός απ’ την Αβάνα

και παιδί στην Τεχεράνη απ’ ανύπαντρη μάνα·

νεκρός  κι  άταφος δάσκαλος στη Σομαλία,

κυνηγημένος τούρκος συγγραφέας στη Γαλλία,

εργάτης στα πετρέλαια στη Βενεζουέλα

και στο Μπέλφαστ μια ματωμένη φανέλα·

βραζιλιάνος με 8 σφαίρες   στο κεφάλι στο Λονδίνο

- τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω.

Εγώ που κάνω όνειρα κι έχω πολλά ωραία να χάσω

κάνω και την αρχή – δε γουστάρω να ησυχάσω.

 

Τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω

κι ας έχω τόσα πολλά κι ωραία να χάσω.

Κι ούτε στιγμή μη ρωτάς τι θα απογίνω,

μου φτάνει  που δε γουστάρω να ησυχάσω

(που είμαι εδώ και θέλω τη βολή σου να χαλάσω – πες μου, τι άλλο φοβάσαι)



Θα γίνω χρήστης που παλεύει για τη σωτηρία,

διψασμένος πρόσφυγας από τη Νιγηρία,

σαρίκι τυλιγμένο σε περήφανο κεφάλι

και μασάτι από αφρικάνικο ατσάλι.  

Σφαγμένο θηλυκό απ’ τους γονείς του στην Κίνα

κι ορφανό σε φαβέλα που πεθαίνει απ’ την πείνα.

 

Τι άλλο φοβάσαι πες μου και θα γίνω…

Αλγερινός που ξημερώνεται σε γαλλικά λιμάνια

και μάτια που κοιτούν από πασαμοντάνια·
τούρκος αναλφάβητος που ζει στο Γκάζι

και μορφωμένος Αλβανός που σε τρομάζει·

στο τοίχος της ντροπής stencil απ’ τον Banksy

κι ο εφιάλτης σου πριν να χαράξει.

 

Πες μου, τι άλλο φοβάσαι και θα γίνω…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:33:07 ΠΜ
Μίλα να χαρείς
Αφού ξέρεις και σκαρώνεις στιγμές και σωστά κουμαντάρεις

νά σου τώρα χίλιες δύο αφορμές τον καιρό να καλάρεις.

Φέρε τ’ ανυποχώρητα σαν γλυκό βοριαδάκι

και μίλα, μίλα να χαρείς…

Αφού ξέρεις τί απογίναν αυτοί που ψαχουλεύαν κοντά μας,

βούτα πάλι ένα μεγάλο γιατί και φόρεσέ το αρματιά μας.

Λίχνισε τ’ ασυμμόρφωτα και μη σε τρώει το σαράκι

μίλα, μίλα να χαρείς…

Μιλάω εκ μέρους μιας ισχνής μειοψηφίας

που τρώει τα λύματα της οργανωμένης κοινωνίας

κι όσοι ανήκετε σ’ αυτήν, τη γωνιά μου εδώ αδειάστε·

τραβηχτείτε, ξεχαστείτε, διασκεδάστε.

Αλλιώς τα θέλουμε κι αλλιώς τα ονειρευόμαστε τα πράγματα,

γινόμαστε μολύβι, χαρτί και προσανάμματα

Με την ελπίδα ότι κάποιος αλήτης κουρασμένος

με τη φωτιά θα νοιώσει λυτρωμένος.

Σου μιλάω, λοιπόν, και σου ζητάω με τον τρόπο μου

να μη μας βγεις φιγουρικό - φτύνω τον κόρφο μου

κι ούτε περαστικό κουφάρι που η ντροπή του το βολτάρει

στην ξεφτίλα, του βλάκα το κρυφό καμάρι.

Μίλα για τους καλλιτεχνάδες τους προσκυνημένους,

τους καναλάδες και τους ραδιοφωνάδες τους ξεφτιλισμένους,

τους πενατζήδες και τους μπλα-μπλάκηδες τους αγορασμένους,

τους φλώρους τους ψευτοοργισμένους,

τους δικαστές που καβατζώνουνε το δίκιο σου,

τους μπάτσους που γίναν πάλι ένα με τον ίσκιο σου

για τους καθηγητάδες που σε μάθαν τόσα γράμματα

και τους παπάδες με του θεού τα γάματα.

Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,

τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα,  

τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,

για τους φασίστες τους γαμομανάδες.

Για τα παιδιά που τη χωθήκανε στη νύχτα προστάτες,

για τους εργολάβους και τις απίστευτες απάτες,

τα ρουσφέτια, τα λαδώματα, τις μίζες, τις προμήθειες·

των γονιών μας, δηλαδή, τις συνήθειες.

Για τις τράπεζες, τα δάνεια και τις πιστωτικές,

και τα χειρότερα λαμόγια τις ασφαλιστικές,

για τις κάμερες και τον κινητό σου ρουφιάνο·  

κουνήσου λίγο, γιατί σε χάνω.

Έχεις τόσα να λες στον τόπο αυτό το γαμημένο,

κράτα το στόμα σου λιγάκι οπλισμένο

κι αν δε γουστάρεις να το κάνεις αλλιώς

ή δε μπορείς, τουλάχιστον – μίλα να χαρείς.

Κι αν δεν είσαι σαν κι εμένα αλήτης, μη σκιαχτείς

Τουλάχιστον μίλα να χαρείς

Μάζεψε όλα τα όμορφα και τα ασυμμόρφωτα

Στάσου κοντά τους και μίλα να χαρείς

Μίλα αδερφέ μου, μίλα να χαρείς…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:33:59 ΠΜ
Mission: N.O.W (New Orleans Wakes)

Το τέρας σκεπάστηκε με βούρκο από τη Νέα Ορλεάνη,

ήπιε απ’ το αίμα κι άρχισε να τα χάνει.

Πώς θα ξεθυμάνει (μη ρωτάς) και πού θα ξεσπάσει

απ’ το θεό του γονική παροχή βρήκε ολάκερη πλάση.
Πού να ησυχάσει Μας έδειξε ότι τολμά

να πνίξει μέσα στην καλύβα του τον  μπάρμπα Θωμά

με τα ίδια του τα χέρια, έτσι για φοβέρα.

Ο δήμιος έκοψε το πρώτο εισιτήριο στην πρεμιέρα,

άντε σειρά σου· το αμερικάνικο όνειρό σου

έγινε τάφος ορθάνοιχτος για τον αδερφό σου

 κι αντέχεις δίπλα από το πτώμα του ν’ ακούς

να μιλάει γι’ αυτόν η πουτάνα η μάνα του Μπους.

Αν σου αξίζει, λοιπόν, πέσε στο βούρκο χάμω,

θα σου θυμίσει τα κελιά στο Γκουαντανάμο,

και τον ήχο απ’ τα κουπιά στα σκλαβοκάικα,

τα μοιρολόγια τα βουβά τ’ αφρικάνικα.

Η τελευταία είναι όπως φαίνεται ευκαιρία σου

έστω και για λίγο μπρος  στην ελευθερία σου

να σταθείς και πριν το τέλος της μέρας

να πληγώσεις μια και καλή το τέρας.

Και μη μου λες ότι έχεις τον τρόπο σου

κι ότι η ειρήνη είναι τα όπλο σου.

Φτύσε τον κόρφο σου και μη σε νοιάζει το μετά.

Βάλ’ τους  φωτιά· έτσι φοβούνται τα ερπετά.

Μια πόλη σώπασε στ’ αμίλητο νερό που κυλάει.

Πνίγει τη γη της ειρήνης σου σα φλέβα που σπάει.

Κληρονομάει ο βούρκος όνειρα, τραγούδια μπρούτζινα,

μάτια κρεόλικα, καλύβια τσίγκινα.

Κι εσείς, ανθρώποι εκεί που η μοίρα καταριέται μ’ ορφάνια,

εσείς που χάνετε μια τη σιωπή και μια την περηφάνια,

τον πόνο μην παρατάτε αλλού ταξίδι κάντε τον

να πάρουν είδηση πιο πέρα κι ύστερα μπολιάστε τον

μες στα λασπόνερα, φυτέψτε τον βαθιά·

το «μη χειρότερα» βαραίνει του δικαίου τη ζυγαριά.

Είναι ζαριά ο πόλεμος κι είναι σειρά σου·  

ο Τζώννυ πήρε τ’ όπλο του και ρίχνει στη μεριά σου

δηλώσεις, χαϊδέματα, τυφώνα αδιαφορίας.

Περιμένει να λουφάξεις στη γη της απραξίας.

Μα έχεις άλλοθι γερό – πατάς στον τάφο σου

κι έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.



Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου.

Γίνε πάνθηρας και τράβα τον δρόμο σου.

Μη μου λες πως σε κρατάει η αγάπη σου,

έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.
Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου

στον Malcolm Χ να πεις την συγνώμη σου.

Στον Dr. King, στην Davis και στον Mumia

κι όσους ονειρεύτηκαν για τη δικιά σου ελευθερία
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:35:07 ΠΜ
Κάμερα στραμμένη πάνω μου

Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο

κι ένας μπάτσος δίπλα μου κατουράει σε δέντρο·  

και συγχρόνως με ρωτάει από που ‘σαι και που πας?

γιατί χαμογελάς

Κι αφού τον τινάζει ελαφρά έρχεται στο ένα μέτρο,

δείχνει στην κάμερα να ζουμάρει κέντρο·  

παίρνει πόζα και ρωτάει από πού ‘σαι και που πας,
γιατί χαμογελάς
Γιατί έτσι – έτσι γουστάρω,

κάτω απ’ του νόμου το μάτι στέκομαι και ποζάρω,

χαμογελάω – χωρίς δεύτερη σκέψη,

αλλιώς ρουφιάνε θα μου σαλέψει.

Μπήκες στο σπίτι μου και στη δουλειά μου,

στο σχολειό, στο κρεβάτι μου και στη κοιλιά μου,

στα όνειρα μου – ξέρεις τι αγοράζω και τι πουλάω

- μη με ρωτάς, λοιπόν, γιατί χαμογελάω.

Γιατί έτσι – απλά γουστάρω·

στα σοβαρά δε πρόκειται ποτέ μου να σε πάρω.

Θα σπάω πλάκα με τη μεγάλη σου ανασφάλεια,

όσο μαλάκα θα με κλειδώνεις για ασφάλεια

προς την κοινωνία την αγνή μη διαφθείρω,

θα με κυκλώνεις με χίλια μάτια γύρω

να ζαλίζομαι και κουρασμένος να σου αφήνομαι.

Ρουφιάνε, πνίγομαι – γελάω, γιατί θίγομαι.

 

Εντάξει, ποτέ δεν ένοιωσα ελεύθερος·

ακόμα και σ’ αυτό έρχεσαι δεύτερος.

Πρώτα με στρίμωχνε η λογική μου,

όμως τα βρίσκαμε ήταν δική μου.

Εσύ από ποιο χρονοντούλαπο ξεφύτρωσες,

γιατί μ’ ανέβηκες στη πλάτη και με κύρτωσες,

θαρρείς μέ γλίτωσες – θα στο φυλάω,

θα σε τρελάνω - θα σου χαμογελάω.

Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο

κι ένας μπάτσος μου ‘ρχεται στο ένα μέτρο

παίρνει πόζα και ρωτάει από που ‘σαι και που πας?

γιατί χαμογελάς?

 

Στο ‘πα και πριν – γιατί έτσι γουστάρω,

φτιάχνω χαμόγελο στη φάτσα μου και σου ποζάρω.

Γράψε με βίντεο να με κολλήσεις στο τοίχο·

κι αν είναι λίγα τα πειστήρια και θέλεις και ήχο,

στήσε αυτί όταν χτυπήσει το κινητό μου

– έτσι θα ξέρεις το κάθε μυστικό μου.

Έχω και στον σκληρό μου δίσκο κάτι αρχεία,

μ’ αν μπεις στο σπίτι μας, κάνε λιγάκι ησυχία.

Έχω ένα σκύλο που χιμάει στους ρουφιάνους μόνο·

μου ‘φερε παρτάλια έναν πριν από κάνα χρόνο

κι εκείνος δε μου γέλαγε – ακόμα τον ράβουν.

Πες τους να ’ρθουν γελαστοί, λοιπόν, να με συλλάβουν

- ξέρεις - εκείνοι που τρελαίνονται για τους μικρομπελάδες

που όσοι δε ‘γιναν μπάτσοι είναι σεκιουριτάδες·  

εκτός κι αν αναλάβουνε που λες οι ειδικοί

κι έρθουν κατάσκοποι ψυχροπολεμικοί.

Ω! ρε, γλέντια - για ένα χαμόγελο μου

μπορεί και να τρυπώσετε και μέσα στ’ όνειρό μου.

Κι αν με χαλάσετε και δε χαμογελάω

θα βγάζω τον ανίκητο και θα σας κατουράω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:36:02 ΠΜ
Πίσω στους δρόμους
Τέλος στην ανακωχή των δειλών,

επιστροφή στα πεδία των μαχών,

πίσω στους δρόμους με χρόνια στους ώμους,

να ξαναγράψουμε όσους η ιστορία  μας έκλεψε κι έκρυψε τόμους.

Πίσω στους δρόμους μ’ άγραφους νόμους και συνέπεια

για οποίον παλεύει μ’ αξιοπρέπεια.

Κόλλα στην παρακμή τους πάνω σα βρώμικη βδέλλα

από τις όχθες του Ευφράτη ως τα μέρη του Μαντέλα,

από την βόρεια Κορέα ως την Τσιάπας,

απ’ την Μελβούρνη στο Αλγέρι, στο Καράκας,

απ’ το Πεκίνο στην Αβάνα και στη Ρώμη

κι αν προσκυνήσαν κάποιοι – βαστάν οι δρόμοι.

Αν σου ‘χει μείνει καμιά ρίμα ζωντανή, άντε ξεστόμισ’ τη·  

ας είναι αδούλευτη, ας είναι αλόγιστη,

ας είναι βλάσφημη - το ανάστημα της θα υψώσει

κι από το λήθαργο μπορεί να σε γλιτώσει.

Μικρέ κι ακίνδυνε, ξαναβρές τον προορισμό σου·  

φέρε κοντά στο στόμα το μικρόφωνο, τον οπλισμό σου

και μίλα για τα πιο όμορφα, τα δρόμικα

που ούτε στιγμή δε ζευγαρώσαν με τα βρώμικα.

 

Ονειρεύομαι μια μέρα μια επανάσταση

που το δίκιο θ’ αναλάβει την κατάσταση.

Γροθιές σ’ ανάταση χωρίς παράταση,

η βλακεία σ’ ανάπαυση και τέλος η παράσταση.

Μάτια αδερφωμένα στα πάντα στραμμένα

και της ζωής τα όμορφα όλα φανερωμένα

χωρίς τρικ πολιτικά κι επινοήσεις,

ραμμένα στόματα κι ανάλαφρες ειδήσεις.

χωρίς φήμες, χωρίς τρίτους ή τέταρτους κόσμους,

χωρίς προστάτες και μπάτσους στους δρόμους,

χωρίς στρατόκαυλους κι οργισμένους δήθεν πολίτες,

χωρίς φλώρους που την είδαν σ’ ένα βράδυ αλήτες.

Ονειρεύομαι τους δρόμους χωρίς άσκοπη βία

κι έχω πλήρη συνείδηση και πλήρη αφοβία

κι αν με φάνε κάνα βράδυ οι φοβισμένοι,

η συνέχεια είναι ήδη γραμμένη και περιμένει.

Πάρε φόρα, λοιπόν, ψάξε και γύρισε.

Κι αν δε πιστεύεις, άγγιξε, μύρισε.

Κάνε υπομονή γι ‘αυτή τη μέρα·  

απλά αναβλήθηκε - δε ματαιώθηκε η πρεμιέρα.

Τέλος σ’ ολάκερης της γης τα πέρατα,

τέλος οι φήμες, ο φόβος, τα σημεία και τα τέρατα.

Τέλος κι η ομοψυχία των φοβισμένων,

έφτασε η ώρα των ξεχασμένων.

Γείρε πάνω στα μικρά παιδία και μιλά τους,

για την αλήθεια μοιράσου τη δίψα τους·  

κι ας πληθαίνουν συνέχεια οι εχθροί σου,

εσύ το βιολί σου – μείνε για πάντα μαζί σου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:36:48 ΠΜ
Τα εξ αμάξης (μέρος 2ο)
Βαρέθηκα να βλέπω αρσενικά σκυφτά

να κουτσοβγάζουν τη ζωή τους στα κλεφτά.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά σαράντα χρόνια έφαγα περίπου

και μαλάκες γνώρισα παντός καιρού και τύπου.

Όλα τα λουλούδια του κήπου τα μύρισα,

ποτέ όμως δε νοστάλγησα και πίσω δε γύρισα

και μουσαφίρισσα κάποια φορά είχα την τύχη,

όμως τη διώχναν άρον άρον οι επόμενοί μου στίχοι.

Σαν ν’ ακούω τη ζωή να ξεροβήχει δίπλα στ’ αυτί μου

και να με κράζει για ό,τι είχα μαζί μου,

μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,

γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.


Τα εξ αμάξης, πάντα θ’ ακούς τα εξ αμάξης

κι αν δεν αλλάξεις, θ’ ακούς τα εξ αμάξης.

Θ’ ακούς, θέλεις δε θέλεις, θ’ ακούς·

η πολυτέλεια της σιωπής χάθηκε με τους καιρούς

τους πονηρούς κι από δω κι εμπρός όσα δε βάζει ο νους

θα πει το στόμα μας σε βασιλιάδες γυμνούς.

Θ’ ακούς – θέλεις δε θέλεις τα φυλαγμένα μας

και μην τολμήσεις να πατήσεις τα σπαρμένα μας

κι ούτε λεπτό μπροστά στ’ ανέγγιχτα να μην αράξεις.

Κάπου εδώ αρχίζουν πάλι τα εξ αμάξης.


Βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια για λεφτά,
για επιχειρηματίες σύγχρονους εγκληματίες

με χόμπι τα τελειώματα και τις αυθαιρεσίες,

για εργατοπατέρες με έργα και ημέρες πάλι,

νομάρχες και δημάρχους με κούφιο κεφάλι

σφραγισμένους σε παράξενα και ξεπεσμένα λόμπι·

ατέλειωτη, σου λέω, η νύχτα με τα ζόμπι.

Δεμένοι κόμποι, καμένα μυαλά με χέρια άδεια.

Ο χάρος πάνω από την πόλη μας δουλεύει διπλοβάρδια

κι εσύ όλο χάδια, αστέ καλομεγαλωμένε,

γελάς αμήχανα δίπλα σ’ αυτούς που κλαίνε.

Κι εγώ βαρέθηκα να βλέπω συνέχεια για όλα αυτά τριγύρω

κι ό,τι μου δώσαν ευχή, εγώ κατάρα θα το σύρω  

κι όπου δεις μπροστά σου φως, στάσου και χτύπα

- γιατί είναι λίγα, είναι λίγα όσα είπα.

Ο καθένας σας θα κρύβει άλλα τόσα,

μα που να φτάσουν απ’ την καρδιά στη γλώσσα.

Ντροπή καμπόσα δίνεις δύναμη σε ψεύτες και φελλούς

για να δοκιμάζεις τους καλούς.

Και για φαντάσου, ρε, σα τα μούτρα τους να γίνω

κι από τις τύψεις μου τους γύρω μου να φτύνω,

να έχω ένα αμάξι κωλοφτιαγμένο μοντέλο

και το κεφάλι μου σαν παρακμιακό μπουρδέλο

που να ‘χει πελάτες και πλάτες τους πάντες,

καλοστημένες και νομοταγείς απάτες.

Γινήκαν μάγκες πριν από δέκα χρόνια κάποιοι,

έμεινε ό,τι έπρεπε και φύγανε οι σάπιοι·

οι σάπιοι τώρα ειρήνη, ενότητα κι αγάπη

και διασκεδάζουν όλοι ενάντια σε μένα το σατράπη,

μα στο κιτάπι γράφονται όλα, γι’ αυτό εσύ ν’ αλλάξεις,

αλλιώς θ’ ακούς καιρό τα εξ αμάξης.  
Μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,

γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.

 

Καμιά φορά μου φαίνεται ό,τι κι αν ακούς

τα τσουβαλιάζεις όλα με τους ίδιους κωδικούς

κι αν αδικείς μερικούς, δε σου καίγεται καρφί

φτάνει να έχεις μ’ όσα φαίνονται επαφή

ομαδική ταφή ονείρων, πλάνων, σχεδίων·

η πόλη σου έγινε το απάγκιο των αχρείων

και των γελοίων. Ήδη η πλεκτάνη είναι στημένη·

μπορεί για σένα κάπου εκεί να περιμένει.

Συνήθεις άκυρος, μπορεί και βολεμένος

ή και εγκέφαλος ολίγον πειραγμένος

- πάντα χαμένος σε κενά και μεταλλάξεις,

γι’ αυτό χαρά μας να σου λέμε τα εξ αμάξης.

Γιατί κάποτε μου ορκίστηκες πως δε θ’ αράξεις

κι άμα το κάνεις κι ανταμώσουμε να τις αρπάξεις.

Εγώ θα κάνω όλα όσα συμφωνήσαμε,

τώρα αρχίζει ο πόλεμος όσα είπαμε, είπαμε.

Κατάλαβέ το, ο δικός σου ο θεός

σε ό,τι κάνω από δω και μπρος θα κάτσει εκτός

από εμάς σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς.

Το μόνο σίγουρο είναι πως θα συνεχίσεις ν’ ακούς…
τα εξ αμάξης.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:37:40 ΠΜ
Δέσε κόκκινο πανί
Δένω κόκκινο πανί πάνω στο χέρι μου σήμερα,

ήρθαν τ’ άγρια να διώξουνε τα ήμερα

από μέσα μου - φόρος τιμής σε κάθε κώδικα

που πολεμάει στις υπόγειες στοές του τυφλοπόντικα.
Δένω κόκκινο πανί στο χέρι μου και τραγουδάω

πριν πάρω εκδίκηση τη ρίζα μου κοιτάω

– καλά κρατάω·  ξένος με τις εποχές γερνάω

κι ό,τι κακό φανερωθεί, δεν το ξεχνάω.
Δένω κόκκινο πανί απόψε δίπλα του πόνου,
γιατί το αύριο συλλαμβάνεται στην μήτρα του χρόνου.

Είναι γνωστό σημείο αυτό κι είναι το έσχατο

ας τους να θάβονται – πρόσεχε πέρνα το.

Δένω κόκκινο πανί στα περήφανα καράβια

που ήρθαν στο απάγκιο μου σα φοβισμένα κουτάβια.

Δένω κόκκινο πανί στα λόγια που αγοράζουν μόχθο

και στη χλεύη όσων αντιστέκονται απ’ τον όχλο.
Δένω κόκκινο πανί σ’ ό,τι χωρούν οι παρενθέσεις

και στους ακίνδυνους με τις ήπιες διαθέσεις.
Δένω κόκκινο πανί και σπάω το καλούπι,

σε κάτι πιο σπουδαίο ελπίζω δεν το κουνάω ρούπι.


Δένω κόκκινο πανί - πάνω στο χέρι μου όταν θεριεύω

Δένω κόκκινο πανί - κάθε φορά που το δίκιο γυρεύω

Δένω κόκκινο πανί - στα ευκολοχώνευτα και στ’ ανίδρωτα

Δένω κόκκινο πανί - στις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα

 

Ρίχνω κόκκινο πανί στο χάσμα αυτό που μεγαλώνει

κι ευτυχώς η ξεφτίλα δεν το γεφυρώνει.

Ρίχνω κόκκινο πανί σ’ ό,τι αφήνεις στην τύχη
κι ανασαίνω δυνατά να πέσουν όλοι οι τοίχοι.

Βαστάω κόκκινο πανί για να θυμάμαι να μη φύγω.

Το σκοτάδι είναι μια μέρα που θα γεννηθεί σε λίγο.
Ρίχνω κόκκινο πανί στον πιο μικρό εαυτό σου

που ποτέ δεν περιφρόνησε  το πάθος στ’ όνειρό σου.

Γιατί δεν ήθελε να γίνεις σκλάβος στον ξύπνιο σου,

σου ‘δεσε κόκκινο πανί σ’ ό,τι έχεις γύρω σου

να βλέπεις πάντα και ν’ ακούς εκείνους που σιωπούν·

η κόλασή τούς περιμένει εκείνους που λαμποκοπούν.
Δέσε ένα κόκκινο πανί στον αριστερό καρπό σου

στη μάχη να ‘χεις να σκουπίζεις και το μέτωπό σου.

Δέσε κόκκινο πανί σ’ αυτό που θέλει να σε λευκάνει

κι έχε το νου σου θέλει να σε ξεκάνει.


Δέσε με κόκκινο πανί το καθαρό και το θολό

και τα δυο δίδυμα αδέρφια – τον άγιο και τον αμαρτωλό.
Δέσε κόκκινο πανί και σφίξε αλύπητα
τις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:38:34 ΠΜ
Άμοιρε γείτονα

Όταν χορταίνουν οι ποιητάδες,

αλλάζουν ρότα κι όλες οι αράδες

που ξεφουρνίζανε·
                                      Κάποιοι βαθαίνουν στον μικρό τους εαυτό.

κρυφοαπαγκιάζουνε σε μέρη κρύα

και καλοπιάνουνε την ιστορία

με όσα βρίζανε.
                                      Κι είναι γνωστό το παιχνίδι αυτό…

Όταν σωπαίνουν τραγουδιστάδες,

σιχαίνομαι όλες τις Έλλάδες

που εσύ φαντάστηκες·
                                      Μα τι να κάνω πια δε μπορώ.

κι αν σ’ αβαντάρουνε πάλι παράδες,

ζήτα συγνώμη απ’ τις μανάδες,

αφού ξεθάφτηκες.

Γύρω μου βλέπω σκουπίδια σωρό.

Όταν στεγνώνουνε τα πινέλα,

βγάζει ο χρόνος τη μασέλα

κι ανακουφίζεται -
                                      Κι ο κόσμος μοιάζει τυφλός,

όσο ο ζωγράφος στη μοναξιά του

αγγίζει λίγο το μουσαμά του

κι αυνανίζεται.
                                      απ’ το τίποτα λούζεται φως.

Όταν κλαίνε οι θεατρίνοι

πριν την αυλαία στο καμαρίνι,

η νύχτα σκιάζεται
                                       το σκοτάδι σέρνει φόβο κι εκεί

και σου θυμίζει πως στο σανίδι,

ο έρωτας γίνεται μόνο παιχνίδι

- δε σε χρειάζεται.
                                      ν’ άλλη μια φυλακή.

Όταν φαντάζονται οι γραφιάδες,

εγκαινιάζουν νέους καιάδες

- κράτα απόσταση.

                                      Τα γραφούμενα τέρατα άφταστα

Όταν γεμίζουνε οι φυλλάδες,

κρύβεται πίσω απ’ τις συστάδες

ψέμα με υπόσταση.
                                      κι όνειρα σκοτώνονται άπιαστα

Όταν ακούς στα ραδιόφωνα

δικαστές που έχουν μικρόφωνα,

φώναξε «ένοχος»!
                                      μπροστά στις βρώμικες φωνές

Έτσι χαλιούνται για όσα σκάρωσαν

και ξενερώνουν που δε σε σταυρώσαν·

χάνεται ο έλεγχος                        -μ’ ακόμα φταις        

 

Δεν αντέχω πια να σε βλέπω έτσι γείτονα –          τα πάντα ανέχεσαι

Κάποτε ορκιζόμουν ότι θα σε γλίτωνα –      και τώρα κλαίγεσαι

κι όμως λυγίσαμε, κοιτά πως γείραμε –      όσο κι αν σε στρίμωχνα

Αντί δυο ζωές, δυο φάσκελα πήραμε –       άμοιρε γείτονα        

 

Όταν φοβάσαι το αφεντικό σου,

ξέρεις ποιο είναι το μερτικό σου,

γι’ αυτό μη βιάζεσαι
                                                Είσαι σαν όλα τ’ άβουλα σώματα

Όταν αγγίζεις τον ουρανό σου,

γίνεσαι ένα με το θεό σου

κι εξουσιάζεσαι.
                                                και πέφτεις – πέφτεις στα γόνατα.

Όταν του διάολου δεις το χέρι,

κάπου προσεύχονται καλογέροι

μόνο για πάρτη τους.

                                                Με δανεικές προσευχές

Κι όταν μιλάνε οι δεσποτάδες,

σκάβουν στη κόλαση χαραμάδες,

βγάζουν το άχτι τους.

                                                γεννιούνται μόνο ένοχες.

Όταν μιλάς για λευτεριά,

κοίτα και λίγο απ’ τη μεριά

εδώ που βρίσκεσαι.
                                                 Η σκέψη για ελευθερία είναι ανθός,

Μπορεί να σου ‘βγαλαν τις χειροπέδες,

όμως σου κρέμασαν τρεις τενεκέδες

κι ούτε που θίγεσαι.

                                                 η ελευθερία όμως, είναι καρπός.

Όταν στη γη σκάβονται αυλάκια,

κάποιοι θάβουν μέσα φαρμάκια

κι εσύ τα ρεύεσαι.

                                                Τις ρίζες φαρμακώνουνε,

Κι όσο μολύνουνε το νερό σου,

διασκεδάζεις με τον καιρό σου

κι ονειρεύεσαι.

                                                οι ίδιοι παντού σε στριμώχνουνε

Κι όταν θα μοιάζεις με τάφου πλάκα

να μη σ’ ακούσω ποτέ μαλάκα

να μου κλαίγεσαι.

                                                κι αναρωτιέμαι πως θα σε γλίτωνα,

Γιατί καυχιέσαι ότι έχεις τρόπο

να επιβιώνεις σ’ αυτόν τον τόπο

τα πάντα ανέχεσαι…  
                                                άμοιρε γείτονα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:39:22 ΠΜ
Να ‘ρθεις να με βρεις
Έμαθα πως ξεμυτίζεις γεμάτος φιγουρέματα,

γουστάρεις, λέει, παινέματα· ή μου ‘πανε ψέματα

τα κακόχυμα στόματα

που φτύνουν χολή και μαραζώματα,

τα όρθια πτώματα με τα χλωμά τους χαμόγελα

- για πάρτη τους να σκάψω πρώτος πως θα το ‘θελα.

Μα αν είναι αλήθεια ότι άντρεψες και σφίγγεις τα γκέμια σου

κι ότι ξεθάρρεψες, δεν τρέμουν πια τα χέρια σου,

τράβα για ‘δω - φύγε λίγο απ’ τους χαρούμενους,

τους δειλούς και μισερούς γραμματιζούμενους.

Κι αφού έχεις κάνει την οργή σου ψωμοτύρι

- τι ωραία που θα’ τανε να σε είχα μουσαφίρη·

να σε φιλέψω λίγο φόβο του καιρού,

να πάρεις πάλι πίσω τη χλομάδα εκείνη του νεκρού.

Γι’ αυτό από δω αν περάσεις με παρέα ή και χωρίς

… να ‘ρθείς να με βρεις

 

Τόσα χρόνια ξέρουν όλοι που απαγκιάζω,

που καμώνω τα τρελά και τα μοιράζω.

Κι ότι ζυγιάζω τα πολλά με τ’ άνοιαστα,

κι ότι φωνάζω για τ’ αγρίμια όλα τ’ άπιαστα.

Εγώ, όμως, ξέρω τί μάς κρατάει μακριά από την αραχνίλα

κι ότι από τύψεις δε ζυγώνει η ξεφτίλα.

Κι αν κανείς ξεγελαστεί και την δει αρσενικό

και νομίζει ότι έχει της λύτρωσης τον κωδικό,

θα το κρατήσω μυστικό, αφού το διασκεδάσω.

Κι αν απ’ όλους είσαι εσύ, επιτέλους θα ξεσκάσω.

Και μην τα ρίξεις αλλού, μιλάω σε σένα·

μη ψάχνεις γύρω παντελόνια μουσκεμένα.

Μισείς εμένα – το γιατί δεν παίζει ρόλο,

το σαράκι μου σε τρώει· κι αν έχεις κώλο,

ρίσκαρε το αφού λες ότι μπορείς

κι έλα … έλα να με βρεις.


Άκου σιγοσφυρίζουν μοιρολόι

για σένα κι όλο το μυρμηγκολόι·

κι αν ψάχνεις τέλος ηρωικό να το χαρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.

 

Τέλος υπάρχει ωραίο και για τα γούστα σου.

Εγώ ξέρω από που κρατάει η σκούφια σου

μην καμώνεσαι τον ξένο κι όσο είναι νωρίς,

να ’ρθεις να με βρεις.



Πάρε το μίσος παραμάσχαλα, γέννημα σκύλας,

απ’ τα ορμητήρια της ξεφτίλας·

πελαγωμένος, σαστισμένος κι αφού λες πως μπορείς,

να ‘ρθεις να με βρεις

 

Κοίτα, να μην τρέμει το χέρι σου

όσα με μίσησαν κάνε μαχαίρι σου

και αφού σ’ το λένε κι έγινες άντρας θαρρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:40:06 ΠΜ
Απλά, μαγεμένα και θολά

Παλιά σε μια μικρή αγκαλιά
την έβγαζες χωρίς να πεις μιλιά.
Κι απλά, περνάγατε καλά
με μάτια μαγεμένα και θολά.
Περάσανε χρόνια και χρόνια  

Κι όλα τα λάθη μπήκαν στην σειρά τους.

Σα μεθυσμένα γυρνάν χελιδόνια

να ξαναβρούνε τη λασποφωλιά τους.

Περάσανε μάτια και μάτια και με τον ήχο της πόρτας χαθήκαν

Όσα μας μάθαν απ’ έξω κρεβάτια
ό,τι μισήσαμε μετά μοιραστήκαν.

Περάσανε ευχές και κατάρες

και κλειδώσανε καρδιές μαγκιώρες
κι όσες γρατζουνούσα κιθάρες,
πονούσανε μαζί μου ώρες ώρες.

Περάσανε πολλά και λίγα
και μ’ ό,τι είχα την έβγαζα καλά·    
μέχρι ένα βράδυ που μου ‘ρθε και πήγα
– πήγα να πετάξω ψηλά.

Γεννήθηκα στην άκρη του κόσμου,
πιο κάτω  μου ‘λέγαν ζούσε κάτι σκοτεινό.
Μια νύχτα του φώναξα δόσ’ μου,  δόσ’ μου
έναν ήλιο μικρό, φωτεινό
να τον φυλάξω στη μικρή μου παράγκα
για να ‘χω κάτι που ελπίζει μαζί μου,
μήπως και γουστάρει να με κάνει μάγκα
τα σηκώνει, ρε, όλα αυτά το πετσί μου.
Κάποια απ’ το μυαλό μου δε χωνεύει

κι άντε να βρω δρόμο να το αποφύγω.

Έχασα τόσα και κάθε τόσο ο νους σαλεύει,

δυο γκριζογάλανα μάτια  τον καημό μου είχα να πνίγω.

Έχω, είχα και θα ‘χω να θυμάμαι
τόσα καλά όσες κι οι ανάσες που ‘χω πάρει.
Κι όπου κοιμάμαι κι όπου και να ‘μαι,
έχω τ’ απλά και τα ωραία μαξιλάρι.
Κι όμορφα χρόνια περάσαν·    

τ’ άλλα γάμησέ τα έχουν πεθάνει πιο πέρα.

Όσοι μας θέλαν ευτυχισμένους μάς γεράσαν.

Μ’ άντε να πούμε στη ζωή το πολύ μια «καλησπέρα»

Έχει δρόμο πολύ μέχρι να δύσει - μη σε πείσει -  

να μαζευτείς, γιατί η νύχτα πέφτει.

Η κλεψύδρα μέχρι τη μέση έχει γεμίσει

τούμπαρέ τη κι ας σε πούνε κλέφτη.
Έχω πολλά να πω· από πού ν’ αρχίσω

Βοήθα κάτι θα θυμάσαι από τον ταραγμένο διάβα μου.

Εσύ μάλλον θα τους πεις την αλήθεια·    

εγώ ακόμα γλεντάω με τη λάβα μου.
Όμως, στα υπόγεια γουστάρω κι έχω γειώσει,
τα παράξενα με τα ωραία παντρεύω

κι όποια κουφάλα βαλθεί να με τελειώσει

να φοβάται όταν γελάω και δε σαλεύω.

Τι άλλο να σου πω Θα τα πάρω μαζί μου.

Κι όταν λίπασμα για ένα δέντρο θα γίνω,

έλα να τ’ αγγίξεις να βρεις την αρχή μου

– εγώ δεν πάω ψηλά, εδώ θα μείνω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:40:44 ΠΜ
δεύτερη μέρα

Μακριά απ’ τις άφωνες οργές κι απ’ τους άηχους παλμούς,

τις βυθισμένες καρδιές σε μαρασμούς (κι όλα όσα βάζει ο νους),

μια σφραγισμένη μνήμη με πεισμώνει

σαν σπόρο που ονειρεύεται κάτω απ’ το χιόνι.

Αναθυμάμαι πως ξόδεψα μια ολάκερη νιότη

σαν μια γουλιά ή απλά σαν τη μέρα εκείνη την πρώτη

κι ότι δε στάθηκα δίπλα στη σιγουριά μου

και με την πλάτη στον ήλιο να βλέπω μόνο τη σκιά μου.

 

Ευτυχώς μοιράστηκα και πήγα πιο βαθιά απ’ τα λόγια μου

κι οι ρίζες φέρανε φωτιά στα πόδια μου.

Τι ωραίο βάθεμα!  Ήθελε η γη σα μάνα να με κρύψει

κι εγώ έγινα το ανήκουστο που σας γεμίζει θλίψη.

Κι άρχισα καταιγίδες να μαζεύω μες στο δίχτυ μου

και να κοιμάμαι μόνο στην ομίχλη μου,

να σκοτώνω νέα τα τραγούδια μου στα χείλη μου

για να ζήσουν στις καρδιές σαν φίλοι μου.

Εγώ απ’ την άλλη – πάντα ήθελα κάτι ν’ αλλάξει

γιατί κάποιοι με μετρούσαν με την πιο μικρή μου πράξη.

Μα ενός καλού κι ενός κακού έπονται μύρια,

όσες φορές είδα την άμπωτη, είδα τόσες την παλίρροια.

Κάθε χειμώνα αρνιόμουν την άνοιξη κι εκείνη δε μου θύμωνε·

αργούσα λίγο –  πάντα περίμενε

να μου ευχηθεί τα πιο όμορφα και να βαστάω γερά,

γιατί το ψέμα  ξεδιψάει σε στάσιμα νερά.



Δεύτερη μέρα της ζωής  χωρίς φοβέρα

κι άκου θρηνούνε οι δειλοί την πρώτη μέρα.

Μα εγώ σφαλίζω μέσα μου  τ’ αγιάζι τ’ αυγινό

κι απ’ το ριζοχωμα μετρώ μια σπιθαμή ουρανό.

 

Η πρώτη μέρα ήτανε όμορφη στην antiterra

όμως, η δεύτερη σίγουρα φέρνει φρέσκο αέρα.

Γι’ αυτό αφήνω το παράθυρο ανοιχτό προς την ανατολή

της λησμονιάς να μου φωτίσει το κελί.

Και το πολύ πολύ να βρουν οι μύγες τον καιρό τους

Και ‘πουν, χαλάλι, όλα έχουν τον κρυφό σκοπό τους

Αντρίκειοι νόμοι, παλιοί και αιώνιοι, στέρεοι

Και εμείς μπρος στο λογάριασμα είμαστε ακέραιοι

Της κάθε μέρας θάματα, όμορφα πράγματα – σκέψου·

σκέψου με τι πάθος θα φύγουν τα γεράματα.

Αντρόπιαστα οράματα με κεφαλαία γράμματα

και για τη γούνα μας κανείς δεν έχει ράμματα.

Η βλασφήμια έγινε η υφάντρα του λόγου μας

και ‘μεις του λόγου μας ντουγρού στο δρόμο μας.

Κι αν η ζωή πριν απ’ το τέρμα μας αφήσει,

κάποια μάνα στη φωτιά θα μας ξαναγεννήσει.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:41:22 ΠΜ
Πρώτες Στιγμές
Χιλιάδες χρόνια για του ανθρώπου τ’ ανώφελα·  

ντροπές και τύψεις τυλιγμένα ασημόφυλλα.

Μεγάλη προίκα μας, αιώνια η πίκρα μας.

Όσα αγαπήσαμε πεθάνανε δίπλα μας

Γλεντάς την ήττα μας κι ο όχλος γύρω σε παινεύει·

των αθανάτων που επικαλείσαι σέρνεις τη χλεύη.

Μου λες τα λόγια πέφτουν σαν ευλογία,

μ’ από όταν σε θυμάμαι είσαι μόνιμα σε αργία.

Σαστισμένος και μόνος προσπαθείς να σβήσεις,

τον φόβο της καρδιάς μπροστά στις αναμνήσεις.

Το ξέρω και το ξέρεις είναι λίγα τα κρασιά σου,

δε πάει χαμηλότερα απ’ την απελπισιά σου.

Σαν τη σκιά σου έρμαιο και χωρίς βούληση ζώο·

δεν ξεγελάει κανέναν πια το ύφος σου το αθώο,

γιατί κάποιοι ζούμε της ζωής τ’ αγνώριστα

- μέσα μας φώλιασαν ζευγάρια της αχώριστα.

 

Υπάρχουν φόβοι που σε κάνουν να θες

να βυθίζεσαι πίσω στο χθες

και ντροπές που σου λερώνουν τα χέρια.

Μα ό,τι κι αν κάνεις, φίλε μου, θες δε θες,

ακόμα ζούμε τις πρώτες στιγμές

που μες στο σύμπαν ορδές σκορπιστήκαν τ’ αστέρια.

 

Ακόμα ζούμε τις στιγμές που αρχίσαν όλα με σκόνη.

Τ’ αστέρια σκόρπισαν σαν πεθαμένοι προγόνοι

κι ακολουθούν το απελπισμένο σου στον κόσμο σεργιάνι,

τον ίδιο φόβο να ψαρεύεις στο σύμπαν πυροφάνι

πότε κρυφά ή φανερά πάντα κακόγουστα,

ξοδεύεσαι εύκολα επικίνδυνα ασυλλόγιστα·

ρεύεσαι τις αντιρρήσεις σου πίκρες φαρμάκι

κι οι αντιφάσεις σου θαμμένες σαν ξεχασμένη νάρκη.

Στον κουρνιαχτό που αφήνουν πίσω τα καμώματά σου

και στριμώχνεται στου χρόνου το φαράσι – φαντάσου.

Αν δε βαστάει όνειρο η φτιαξιά σου,

γι’ αυτό δεν πάει χαμηλότερα απ’ την απελπισιά σου.

Στο ‘πα και πριν στο ‘πα ξανά και μέσες άκρες

θα σου τα λέω απαράλλαχτα, φτηνές ατάκες

πως κάποιοι ζούμε της ζωής τ’ αχώριστα

που μες στις πρώτες τις στιγμές κρύβονται αγνώριστα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:42:17 ΠΜ
Σκυλογιοί
Λέω να τη χωθώ ασυμμάζευτος, απόψε το βράδυ

σε φωτισμένα παραθύρια που κρύβουν το πιο πολύ σκοτάδι·  

στα αποκούμπια της μιζέριας, στις παραδομένες σκέψεις

και στ’ ακαθόριστα με βλέψεις·  

στα ευκολομάσητα, στα κουρελοδουλέματα

γαμώντας την αλήθεια τους, γαμώντας και τα ψέματα,

εκδίκηση ζητώντας για τις φωνές τις τσακισμένες

για όλες αυτές τις ομορφιές τις στοιβαγμένες.

Κι ας μου χρεώσουν κι αλλά αλήτικα φερσίματα

οι αλαφροΐσκιωτοι με τα πικροπατήματα.

Θα μπω, λοιπόν, να ψαχουλέψω στα χωράφια τους,

θα ξεράσω στα αρχεία και στα ράφια τους,

μηνύματα θα αφήσω στους τοίχους με το αίμα μου

και για να μάθουν την αρχή θα δω το τέρμα μου.

θα τους ποτίσω δηλητήριο απ’ τη σοδειά τους

θα κόψω πρώτα το κεφάλι απ’ τη σκιά τους

χίλια κομμάτια θα κάνω τα λόγια τους τα πετρωμένα

και θ’ ανοίξω κάποια στόματα φραγμένα.

Βροχή από σύννεφα θα γίνω σκουριασμένα

για να χαρούν χιλιάδες μάτια αδερφωμένα.

Και πως θα γίνουν όλα αυτά ρωτάς και σκιάζεσαι

κι αν δεν γλιτώσεις, μου λες - τάχα μου νοιάζεσαι.



Μη σκας  -  απλά τραβήξου απ’ τη πηγή.

Εκεί ακόμα ξεδιψάνε οι σκυλογιοί.

 

Ό,τι έχω μέσα μου, δεν είναι μίσος για τις  κουφάλες

είναι το δίκιο μου το ηλιόχαρο που δε κουρνιάζει σε αγκάλες.

Είναι η μαγεία που ανταμώνω στην αμιλησιά μου

και με σέρνει πιο κοντά στα συγκαλά μου.

Έτσι μπορώ και μέ θυμάμαι και όλα τα ζυγιάζω

και νοιώθω έτοιμος, όταν κι εμένα τρομάζω.

Πίσω στο θέμα μας έχουνε μείνει λίγοι στίχοι

και δε γουστάρω να τα αφήνω  όλα στην τύχη.

Θα με οδηγήσουν, λοιπόν, σπεκουλαδόροι κι άνοιαστοι δούλοι

εκεί που χώνεται η ξεφτίλα ως το μεδούλι.

Κι ας βρεθώ μια δρασκελιά  απ’ το τίποτα θ’ αντέξω·  

χειρότερα απ’ τα χθες δε γίνεται να μπλέξω.

Νους ξεθολωμένος σε πόρτες φραγμένες,

μουλαρίσιο πείσμα αντίκρυ σε ντροπές γαντζωμένες

φτάνει μια φτυσιά μπαρούτι σ’ όλα τα δειλοστραμμένα

και ξεμυτίζουν - τα καταχωνιασμένα.

Και πως θα γίνουν όλα αυτά-  ρωτάς και σκιάζεσαι

κι αν δεν γλιτώσεις, μου λες - τάχα μου νοιάζεσαι.

Μη σκας - απλά τραβήξου απ’ τη πηγή,

εκεί ακόμα ξεδιψάνε οι σκυλογιοί
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:42:54 ΠΜ
Ντιριγκόου Ντιριμπάι
Κοιμήσου, γέρνω μαζί σου - φύλακάς σου θα ‘μαι και μαξιλάρι·

μη ξεχάσεις μόνο να πεις ντιριγκόου  ντιριμπάι.

Κι άσε τ’ όνειρο να σε βάλει μέσα απ’ την άκρη του στα κρυμμένα

και τα φιλιωμένα που έταξε σε μένα να μην παν χαμένα να στα δώσει εσένα.

Φωτισμένα τοπία αλέκιαστα της μνήμης στέκουν εκεί αξεπέραστα

και τους ανθρώπους με σκούρα χρώματα πάνω στα χώματα βάζει αταίριαστα.

Αγέραστα - κοίτα και θαύμασ’ τα - κι από τον ήλιο μένουν αδάμαστα

νερά τρεχούμενα σαν τα μελλούμενα που ζωγραφίζουνε μεγάλα θάματα.

Πλάσματα λένε άσματα για ξωτικά, μάγισσες και θρύλους

για μαύρους ήλιους, κόκκινα αστέρια, τρανούς ιππότες που φοβούνται μύλους,

γάτους και σκύλους παπουτσωμένους, αιώνιους φίλους προδομένους,

για πειρατές θαλασσοδαρμένους, βασιλιάδες ψεύτες και ξοφλημένους.

Κοιμήσου όλα είναι ωραία· κοίτα στη γυάλινη σφαίρα,

η νύχτα έγειρε να κοιμηθεί να στρώσει πάλι δρόμο στη μέρα.

Γι’ αυτό να κοιμηθείς βιάσου, θέλει τ’ όνειρο να σε πάει

– μα όπως σου ‘πα να πεις πριν ντιριγκόυ ντιριμπάι.



Ήρθες σ’ ένα κόσμο που ακόμα υποφέρει
με το χαμόγελό σου στο στόμα.
Μια καινούρια μόνο γραμμή στο τεφτέρι
κι έγινες της ζωής μου η γόμα.
Ήρθες σ’ ένα κόσμο που ακόμα φοβάται
κάποιο αστέρι μικρό και θλιμμένο.
Μα κάθε παιδί που μπορεί και κοιμάται,
νικάει για πάντα το πεπρωμένο.

 

Κοιμήσου, κι εγώ μαζί σου γαληνεύω τόσο, που να με πάρει·

γίνομαι παιδί που θυμάται τόσα όσα το φεγγάρι.

Γλώσσα σκληρή κι αντρίκεια σέρνει χίλια δίκια, μα με γερνάει.

Μέρα τη μέρα μοιάζω με σφαίρα που ταξιδεύει για να σφυράει.

Μα τι σου λέω, πάνω απ’ το λίκνο και πριν τον ύπνο - άτυχα λόγια –

απλά παλεύω ολημερίς στόματα, αράχνες, μάτια ρολόγια.

Γείρε και άσε με να μουρμουράω, οργή φοράω – μη με κοιτάζεις.

Κλείσε τα μάτια και γύρνα κόσμους με τέτοιους ώμους μη χαμπαριάζεις.

Γύρω μας στέκουνε αρσενικά κυρτωμένα και φοβισμένα

και κάποια ανήμπορα θηλυκά παραδομένα, φυλακισμένα.

Της ντροπής το καραβάνι αφετηρία έχει λιμάνι πυρπολημένο,

φωτιά σπαρμένο, γι’ αυτό και μένω μήπως νικήσει το πεπρωμένο.

Μα θα ‘βρει τέρμα ουλή στο δέρμα και από πάνω χοντρό αλάτι.

Γι’ αυτό κοιμήσου, μήπως κρατήσεις εσύ αυτό το κάτι.

Κι αν θέλει τ’ όνειρο σα χέρι ριγιασμένο στα ωραία θα σε πάει,

μα για καλό και για κακό, πες ντιριγκόου ντιριμπάι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:44:18 ΠΜ
ACTIVE MEMBER-Διαμαρτυρία

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Oρκίζομαι για πρώτη φορά στην ζωή μου

πως ξεφεύγω μια που χρόνια είχα αρχή μου

να μην τραγουδήσω με στίχο ελληνικό,

μα το κάνω για να νιώσετε ό,τι κι αν πω.

Nτρέπομαι γι’ αυτό που κάνω, μα δε μπορώ,

θέλω να καταλάβετε όλοι αυτά που θα πω,

μια διαμαρτυρία που κάνω απ’ τα βάθη της ψυχής μου,

μιλάω για αυτά που αλλάξαν την πορεία της ζωής μου.

Xρόνια τώρα αυτός ο τόπος με μεγαλώνει

με πόνο μ’ αγωνία και μ’ αργοσκοτώνει.

Eίδα τα όνειρά μου να γκρεμίζονται μπροστά μου,

είδα να πονάει να υποφέρει η γενιά μου.

Φτιαχτά όλα τα εμπόδια που μπροστά μου βρεθήκαν,

μιλημένοι όλοι εκείνοι που πολλά μ’ αρνηθήκαν.

Στημένες καταστάσεις ζούμε χρόνια τώρα.

δε νομίζετε πως έφτασε η ώρα

Γι’ αυτό βγείτε στους δρόμους και φωνάξτε και οι άλλοι,

σηκώστε επιτέλους λιγάκι κεφάλι

σ’ αυτούς που χρόνια τώρα μας βασανίζουν,

σ’ αυτούς που τη τύχη, τη ζωή μας ορίζουν.

Εσύ τους έχεις βάλει εκεί που είναι τώρα

για να ταλαιπωρούν ακόμα αυτή την χώρα.

Εσύ τους ανέχεσαι στα μπαλκόνια

να κελαιδάν όλη την ώρα σαν τ’ αηδόνια.

 

Γι’ αυτούς δουλεύεις, γι’ αυτούς σπουδάζεις

και την ζωή σου απ’ τα νερά σου βγάζεις.

Γι’ αυτούς με το καλό σου φίλο μαλώνεις,

φθείρεσαι και σιγολιώνεις.

Ανοίγεις την T.V. για να ακούσεις ειδήσεις,

φυτιλιάζεσαι και αρχίζεις να βρίζεις·

μ’ όλα αυτά που γίνονται γύρω σου πάλι,

ξέσπασε, άκου το Μιχάλη.

Βγάλε από μέσα σου αυτά που σε καίνε

και άσε τους άλλους για σένα να λένε

πως είναι αργά, περάσαν τα χρόνια.

Κάνε επιτέλους το δικό σου αγώνα

κάνε εσύ το πρώτο βήμα,

στο φωνάζουν όλοι πως είναι κρίμα.

Τόσα χρόνια περνάνε χαμένα,

πάλεψε για να ’ναι τ’ άλλα ευτυχισμένα.

 

Σεβόμαστε όλους τους παλιούς αγώνες

που θα μείνουν πάντα στους αιώνες.

Μα δε μπορούμε με τα παλιά να ζούμε,

μπροστά βλέπουμε και προχωρούμε.

Βάζουμε νέους στόχους στην ζωή μας

και θέλουμε να είσαστε πάντα μαζί μας.

Τα όνειρά μας ήταν κάποτε όνειρα σας,

σεβαστείτε λίγο την γενιά σας.

Άλλους η εξουσία, άλλους το χρήμα

σας αρρώστησε και είναι κρίμα.

σκοπός της ζωής σας τώρα μένει

να βλέπετε τον διπλανό σας να πεθαίνει.

Σαν αποτέλεσμα του δικού σας αγώνα

ο πόνος, η φτώχεια, η διχόνοια.

Ανθρώποι μεταξύ τους δε μιλιούνται,

όλοι νοικιάζονται και όλοι πουλιούνται.

Φοβάται ο κόσμος ν’ αντιδράσει,

φοβάται να μιλήσει, να σκεφτεί, να δράσει.

Δώσατε εξουσία σ’ αυτούς που δε πρέπει,

η γενιά μας δε το επιτρέπει.

Δε σημαίνει για μάς τίποτα μια στολή,

μια εικόνα, μια αυστηρή περιβολή.

'Όλοι οι ανθρώποι για μας είναι ίσοι,

εσείς σπείρατε μονάχα τα μίση.

Μας πάτε ταξίδι σ’ άλλες εποχές,

κάθε φορά που γίνονται εκλογές.

Εκεί που τον καθένα σας συμφέρει,

το μυαλό μας προσπαθεί να φέρει.

Κι η Ελλάδα πονάει και ο ξένος γελάει,

και ας είναι αυτός η αιτία γι’ αυτά που περνάει.

ας ευχηθούμε το κακό να μην κρατήσει,

και ας βρεθεί ένας τίμιος την χώρα αυτή να κυβερνήσει.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:45:14 ΠΜ
ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ

 

Ένα παράπονο από μένα έχω τόσο καιρό,

σε κάποιον που έπρεπε να πω ευχαριστώ,

δε το είπα ποτέ από εγωισμό,

μα τώρα θέλω να κάνω αυτό που νιώθω σωστό.

Νομίζω, ήρθε ο καιρός σε εκείνη να πω

ένα μεγάλο ευχαριστώ και ότι την αγαπώ,

για όλα όσα έχει κάνει εκείνη για μένα,

και της υπόσχομαι να μη πάνε χαμένα.

Έκανε θυσίες για μένα πολλές,

καταστάσεις έχει ζήσει με μένα τρελές.

Από μικρό παιδί την είχα στο πλευρό μου

να ανέχεται ό,τι πέρναγε από το μυαλό μου.

Σε ένα δωμάτιο δίπλα στο δικό της,

το κάθε όνειρό μου ήτανε κι όνειρό της.

Για μένα τυραννούσε το μυαλό της,

μου έδινε το κάθετί δικό της.

Γέλαγε μαζί μου, όταν γελούσα,

έκλαιγε όταν άσχημα της μιλούσα.

Έφευγε όταν γκόμενα της κουβαλούσα,

δίπλα μου πάντα κι όταν πονούσα.

 

Κι έτσι κυλούσαν για μένα τα χρόνια,

ζωντανές αναμνήσεις από κάθε χειμώνα.

Οι ζωγραφιές στο δωμάτιο να μου θυμίζουν,

πως τα ωραία χρόνια πίσω δε γυρίζουν.

Τώρα σε άλλο δρόμο βάζω πάλι τη ζωή μου

και για πρώτη φορά δε θα είσαι μαζί μου.

Θα μου λείψουν η γκρίνια κι οι φωνές σου,

θα μου λείψουν τα χαμόγελα κι οι χαρές σου,

θα μου λείψει να ξυπνάω και να είμαι κοντά σου,

να τρομάζω όταν βλέπω φιλέ στα μαλλιά σου,

με τις γκόμενες που έφερνα γκάφες να κάνεις,

να μου λες: «κερατά, εσύ θα με πεθάνεις»,

να φωνάζεις, όταν φίλους κουβαλούσα,

μα να σου περνάνε όλα όταν σε φιλούσα.

«Τέτοια ξέρεις» να μου λες και εσύ γελούσες,

όταν φώναζα στα μάτια με κοιτούσες.

 

Το τραγούδι αυτό είναι για σένα, γιαγιά μου,

για σένα που είχα δίπλα στα όνειρα μου.

Το τραγούδι αυτό για σένα θα το πω

και θα φωνάξω ότι σ’ αγαπώ.

 

Σε θυμάμαι να μου λες για τα μαλλιά μου,

να με ξυπνάς πρωί να πάω στη δουλειά μου,

τη νύχτα να έρχεσαι να με σκεπάζεις,

κι όταν αρρωστούσα ξύπνια να τη βγάζεις.

Σε θυμάμαι να στερείσαι για να έχω εγώ,

σε θυμάμαι να μου λες: «εγώ είμαι εδώ».

Εσύ ήσουνα πατέρας, μάνα κι αδερφός.

Τα χρόνια που πέρασα με σένα μαζί

μου σημαδέψαν όλη τη ζωή.

Δε θα ξεχάσω ποτέ τα παλιά.

Να σ’ έχει ο θεός πάντα καλά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:45:53 ΠΜ
ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟ

 

Αυτά που θα πω ακούστε, λοιπόν,

δεν αφορούν το μέλλον ή το παρελθόν.

Είναι μια εικόνα τόσο καθημερινή

σε τούτη τη ζωή μας τη μονότονη.

Είναι μια ιστορία ενός παιδιού

που χάθηκε και βρέθηκε για λίγο αλλού·

σε δρόμους σκοτεινούς, μοναχικούς,

με ανθρώπους τόσο διαφορετικούς,

με ανθρώπους που δε ξέρουν το καλό τους,

με ανθρώπους που σαπίζουν το μυαλό τους,

με ψυχές χαμένες σε λάθος δρόμο,

σημείο προορισμού έχουν τον άλλο κόσμο.

Τον άκουσα εκεί δυνατά να μιλάει,

για μια δόση να κλαιει, να παρακαλάει.

Δίπλα του άλλοι να σπέρνουν το τρόμο

κι αυτός να βαδίζει σε λάθος δρόμο.

 

Στο δρόμο αυτό εσύ αν θα μπεις,

βοήθεια από κανένα δε θα βρεις,

βοήθεια από κανένα όταν πονάς,

παρέα όταν θες δε θα ’χεις να μιλάς.

Μόνος σου τη νύχτα, μόνος σου τη μέρα,

οι παλιοί σου φίλοι θα σε κάνουνε πέρα.

Θα βλέπεις τους δικούς σου συνέχεια να πονάνε,

κι αυτούς που σε μισούν δυνατά να γελάνε.

Θα βλέπεις να χάνονται τα όνειρά σου

κι όλη ζωή να περνάει μπροστά σου.

Θα βλέπεις το φως μπροστά σου να σβήνει,

ελπίδα καμιά δε θα σου ’χει μείνει.

Ένα θύμα ακόμα θα ’σαι σ’ αυτούς που θέλουν

πεισμένους να μας βλέπουν, να μας τρελαίνουν·

που λάθος μηνύματα επίτηδες στέλνουν,

για να περνάνε εκείνοι αυτά που θέλουν.

 

Γι’ αυτό βιάσου όσο μπορείς και θα προλάβεις

να χτυπήσεις το κακό και να καταλάβεις,

ότι μόνο σ’ εσένα ανήκει η ζωή σου,

το μυαλό, η καρδιά και η ψυχή σου.

Σε καινούριο δρόμο βάλε τα όνειρά σου,

κι αν απ’ τα παλιά βρεις κάτι ξανά μπροστά σου,

εκεί να δείξεις δύναμη, να προσπαθήσεις·

τώρα ξέρεις καλά, πίσω μη γυρίσεις.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:46:24 ΠΜ
ΓΙΑ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΝΩΡΙΣ

 

Όλων τα μάτια σίγουρα έχουν δει

να κλαιει, να πονάει ένα μικρό παιδί.

Όλων τ’ αφτιά σίγουρα ακούσαν

για κάτι παιδιά που άλλους δρόμους ζητούσαν.

Λίγων τα μάτια, σίγουρα, έχουν κλαψει

για κείνα τα παιδιά που όλοι έχουν ξεγράψει.

Άλλων τα λάθη πληρώνουν κι εκείνα,

γι’ αλλους περάσανς πόνο και πείνα,

γι’ άλλους στους δρόμους βρέθηκαν χαμένα.

Κι όλοι εμείς με κλειστό το στόμα,

στηρίζουμε τους πονηρούς ακόμα

και φίνα περνάνε οι δήθεν καλοί,

και κείνα στο χώμα ή σ’ ένα κελί.

 

Για τ’ αδέρφια που χαθήκανε νωρίς,

δε φτάνει ένα τραγούδι.

Τα λάθη μας δε σβήνουνε

μόνο μ’ ένα λουλούδι.

 

Εμπόροι του θανάτου ελεύθεροι όλοι,

νόμοι φτιαγμένοι στα μέτρα τους όλοι.

Άχρηστοι ηγέτες χωρίς ουσία,

ψοφάνε μόνο για λίγο εξουσία.

Τηλεόραση, παιδεία, εκκλησία,

στρατός, πολιτικοί, αστυνομία,

γιάπηδες, βιομήχανοι, εφόπλιστές

κι όλοι οι νόμιμοι ληστές,

γιατροί που παζαρεύουνε τη ζωή μας

κι όλοι εκείνοι που παίζουν μαζί μας·

τύψεις θα έπρεπε για όλα να έχουν

κι όλοι εκείνοι που τους αντέχουν·

ένοχοι κι αυτοί και πιο πολύ

από κείνους που το παίζουνε καλοί.

Κι όσο αργείτε κι οι μέρες περνάνε,

τόσο εκείνες οι ψυχές πονάνε.

Κι όσοι ξεχνάτε και αδιαφορείτε,

καθίστε λίγο κάτω και σκεφτείτε

πως όλα τούτα δεν είναι μακριά σας

αύριο μπορεί να είναι τα παιδιά σας

εκείνα που θα κλαινε ή θα πονάνε,

εκείνα που βοήθεια θα ζητάνε.

Μα τότε να ξέρετε πως θα ’ναι αργά

για να ξεφύγετε απ’ όλα αυτά.

Θύματα κι εσείς και οι πιο πολλοί

όλων αυτών που το παίζουν καλοί.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:47:02 ΠΜ
ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΗΣΥΧΟ

 

Στα λίγα χρόνια που έχω στη ζωή,

κατάλαβα καλά «δικός σου» τι θα πει.

Άκουσα, έμαθα, πέρασα πολλά,

έχασα πόνεσα πικράθηκα.

Νόμιζα ότι είχα κάνει φίλους πολλούς,

 μα φαίνεται τους μπέρδεψα με τους εχθρούς.

Δίπλα μου, όμως, είχα συγγενείς και γνωστούς,

μα όταν είχα ανάγκη έχανα κι αυτούς.

Το Λάθος όμως ήταν το μισό δικό μου,

που Δε στηρίχτηκα μόνο στον εαυτό μου.

Συνέχισα να θέλω δίπλα μου πολλούς,

χωρίς να ξεχωρίζω σκάρτους και καλούς.

Το λάθος όμως το μισό ανήκει

σε κάποιον που δεν είχα από πιτσιρίκι

και σε όλους εκείνους που μετά βρεθήκαν

με ευκολία όλα εκείνα μου υποσχεθήκαν.

Και το χειρότερο απ’ όλα θα σας πω,

πως έπρεπε όλους ίδια να τους αγαπώ.

Τα λάθη που κάναν όλα να τ’ ανεχτώ

και τις τύψεις να τις έχω μοναχά εγώ.

Κι έτσι δεν άντεξα, που λες, για πολύ καιρό,

κατάλαβα τι πρέπει και ότι μπορώ.

Τη ζωή μου να τη βάλω στο σωστό το δρόμο,

να παλέψω μόνος μου σ’ αυτό το κόσμο.

Κι ας μου λένε όλοι αυτοί ότι δεν είναι σωστό,

κι ας με λένε οι δήθεν φίλοι μου μονόχνωτο,

κι ας με κάνουν πέρα συγγενείς και άλλοι,

ας ξεχάσουν επιτέλους όλοι το Μιχάλη.

Όλοι αυτοί που μείναν δίπλα μου, ζημιά μου κάναν,

και αυτοί που προσπαθήσαν το καιρό τους χάναν

και αυτοί που πολλές συμβουλές μου δίναν·

βρεθήκαν δάσκαλοι μπροστά μου και μου είπαν,

πως αν δε τους ακούσω θα βρεθώ χαμένος,

μα αν κάνω ό,τι μου πουν θα είμαι ευτυχισμένος.

Γιατί είναι η ευκαιρία, λεει, στη ζωή μου

να πάω κόντρα στο μυαλό και στη ψυχή μου,

όπως εκείνοι έκαναν πολλές φορές

και πιάσανε τις ευκαιρίες τις τρελές.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 10:47:42 ΠΜ
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

 

Κάνοντας βόλτα μια Τετάρτη βράδυ απ' έξω από ένα ίδρυμα εγώ περνούσα
και ενώ τα ’χε τυλίξει όλα πάλι το σκοτάδι και ενώ με απορία όλα τα      

                                                                                          κοιτούσα.
Ακούω μια φωνή γυρνάω και βλέπω ένα χέρι απλωμένο κάτι να ζητάει.
Δυο μάτια που μοιάζαν βιβλίο ανοιγμένο δειλά να κοιτούν όποιον σταματάει.
Δεν ένοιωθε τον φόβο μ’ αυτούς που ’ναι έξω, γιατί δε θυμότανε ακόμα        

                                                                                                   πολλά
Το φάρμακο βλέπεις κρατάει πολύ για να περνάνε όλοι οι άλλοι καλά.

 

Στα παιχνίδια της ψυχής

κάπου εκεί θα με βρεις.

 

Μυαλό που δεν σκέφτεται εκείνα που πρέπει για άλλους συμφέρει και              

                                                                                  σημαίνει πολλά
η μόνη όμως διαφορά μας φίλε είναι αυτά εδώ τα ψηλά τα κάγκελα.
Η πόρτα όμως βλέπω είναι ανοιχτή, ένα βήμα αν κάνεις θα είσαι μαζί μας
ένα βήμα αν κάνω θα είμαι εκεί, όμως άλλοι ακόμα παίζουνε με την ψυχή  

                                                                                                         μας,
γι’ αυτό το βήμα το δικό σου αργεί, γι’ αυτό όλοι αυτοί κρατάνε έξω εμένα
κι όμως τα νοιώθω όλα τόσο κοντά σαν οι ψυχές να ’χουνε γίνει απόψε όλες  

                                                                                                         ένα.
Κι είναι σαν να νοιώθω της καρδιάς σου τους ήχους
κι είναι σαν να θέλω να γκρεμίσω τους τοίχους
εκείνους που χτίσαν όλοι οι γνωστικοί
οι υπεύθυνοι του κράτους και οι δήθεν γιατροί,
οι λεπτεπίλεπτοι βλάκες που με κόμπλεξ πολλά
το μόνο που θέλουν να ζουν καλά
να γίνεται ο πόνος του άλλου χαρά τους
να διώχνουν τα δύσκολα όλο από κοντά τους.

 

Κι εκείνος δίπλα μου χωρίς να μιλάει, μου δίνει το χέρι του και με κοιτάει,
μέσα στα μάτια και χαμογελάει ειρωνικά, το νοιώθω, σαν να ρωτάει.
Τι σημαίνει τρελός ή τι γνωστικός
τι σημαίνει μορφωμένος ή αμόρφωτος
τι να είναι η αγάπη και τι το μίσος
τι να είναι η σιγουριά και τι το ίσως
Ποιο να είναι το σωστό και ποιο το λάθος,
ποια να είναι η ανάγκη και ποιο το πάθος,
ποιοι να παίζουν στο μυαλό μας παιχνίδια τρελά,
ποιοι να νοιώθουν άραγε καλά με όλα αυτά
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:09:52 ΜΜ
ACTIVE MEMBER-Στον Καιρό Του Αλλόκοτου Φόβου

Ιntro

Μου 'παν πως στις ανθρώπινες καρδιές κρύβεται ένας φόβος
κι ότι έφτασε πρώτα σε μας σαν τη βροχή στα πιο ψηλά βουνά.
Περίμεναν στο πέρασμα το αιώνιο, μα δε φάνηκε ο χρόνος.
Τρομάξαν, δοξάσαν κι αγαπήσαν, μα τίποτα ξανά.
Ακούσαν για ένα λυτρωτή ρακένδυτο σακάτη
που έχει μαζί του ένα παλιό από οξιά ραβδί,
έχει αύρα θαλασσινή και στα μάτια του αλάτι.
Αν όντως, έτσι είναι, κάπου τον έχω ξαναδεί.

Τον έχω δει στην τελευταία τη γουλιά σε πάτο ποτηριού.
Έχω δει να τον κεντάνε με μανία σε φλέβα του χεριού.
Έχω ακούσει πως πηγαίνει κρυφά συνέχεια απ' τα σχολειά
'Εχω δει να του μιλάνε κάθε πρωί πριν πανε στη δουλειά.

Πως να το περιγράψω

Έχω ακούσει να τον κάνουνε τραγούδι, τον έχω δει και σε καμβά.
Κάπου τον είδα να δακρύζει και να γελάει κάπου στραβά.
Κάποιοι τον ξεδιψάσαν μ' αίμα - παράξενο κι αυτό.
Αν υπάρχει αυτός ο φόβος, είναι πράγμα αλλόκοτο.

Πως να το περιγράψω
Φτωχά κι όσα γράψω.
Πως να τ' αντικρίσω
αλλού θα γυρίσω.

Κοντά στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου
μ' έπιασε τ' άρωμα του αλλόκοτου φόβου.
Πως να το περιγράψω
Μου αρκεί το ανάθεμα που σέρνει το βιος μου,
νεογέννητο πλάνεμα σκιά όλου του κόσμου.
Πως να σ' αντικρύσω
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:10:48 ΜΜ
Ψέμα μου

Ψέμα μου, στ' όνομά σου
έχω σταυρώσει ό,τι λαχτάρησα να συναντήσω.
Πετάχτηκα απ' τον ύπνο μου, όμως, πάλι μπροστά μου να σου
με τα όνειρα μου να κρατάνε το ίσο.
Όταν δειλά σε πρωταγκάλιασα σ' είχανε φασκιωμένο,
φτιαγμένο απ' το υλικό που καινε τ' άστρα.
Σε τάισα απ' το αίμα μου για να μη παει χαμένο,
απ' την αρχή κιόλας το τράβηξες στα άκρα.
Πυροκαμμένο μαστόρι πάνω από σάρκινο μαγκάλι
δουλεύει την ψυχή μου απίκο κι ετοιμοπαράδοτη,
την περιμένουν κάπου αλλού με μια παρθένα αγκάλη
αδιάβατοι δρόμοι κι όρκοι απαράβατοι.
Μ' ένα ζευγάρι φτερά που μ' έβγαλαν απ' τα νερά μου,
έγινα δέντρο λυτρωμένο από το χώμα κι αλύγιστο.
Στα κατακέφαλα είχα κάτω τα ξερά μου,
είδα το άφαντο και μύρισα το αμύριστο.
Εκεί που μου 'δειξες πήγα και κουλουριάστηκα,
έφτιαξα σπίτι μου τα λόγια τ' αφιλόξενα
Μάγια που δέσαν εμένα με τετράστιχα,
ξόρκια που τράβαγαν το κρύο, όταν αρρώσταινα
Είδα κι απόειδα από παιδιά που δεν αντρώθηκαν,
όταν γελάστηκα και σου 'κανα και σκόντο
Είδα και ζώα που από μόνα τους μαντρώθηκαν,  
γιατί παράτησαν το ψέμα τους στο φόντο.

Εκεί που μου 'δειξες ψέμα μου πήγα
κι είδα κήπους κρεμαστούς.
Είχε πολλά κουρασμένα δαιμόνια,
είχε κι αγγέλους σκαστούς.
Φυτεμένα είχε όνειρα λίγα
κι αυτά με σάπιους καρπούς.
Είχε βουνά με μαύρα χιόνια
και φόντο πορφυρούς ουρανούς.

Ψέμα  μου, σάπιο σκαρί μου
βρήκες  κι απάγκιασες σε άγρια στεριά.
Στο μισοναρκωμένο από πάνω βρέθηκες κορμί μου,
τέλειο λάθος και μια βαθιά νυστεριά
που μου πήρε τη χαρά ενός περήφανου πόνου
και στης ζωής με πέρασε τα τρίσβαθα,
κρυφό ταξίδι σαν κατάρα προγόνου
σε μονοπάτια σκοτεινά και δύσβατα.
Ρίζα κακιά που με μπάζει στα εσώτερα
για να βρω ένα κομμάτι μου αλέκιαστο,
κάνω επίκληση μέχρι και στα ωριμότερα,
στο καλό, στο αιώνιο, στο αξέχαστο.
Ρωτάω συνέχεια αυτά που εδώ και καιρό βουβαθήκαν,
τι με πλάνεψε και τι με λιγόστεψε,
γιατί δε φώναξα για κείνα που από μπρος μου χαθήκαν,
αφού  η ψυχή μου ποτέ δε κιότεψε.
Εκεί που μου 'δειξες ψέμα μου, βρέθηκα αθόρυβα
και είδα σημεία και τέρατα.
Ζεματισμένα είδα νιάτα για δόλωμα
να ψάχνουν λύτρωση μόνο στα απέριττα.
Να προσκυνάνε θεούς φαρμακωμένα,
να σκύβουν το κεφάλι σε μια γη γριά,
γιατί δε 'ξεραν ότι φυλάς τα λατρεμένα,
            σε  μηδέν  βαθμούς ζωής υπό σκιά.

Κι ήσουν σα πρίγκιπας εκεί
κι από τη ζήλια μου για λίγο σκύλιασα.
Έπινες χρόνο από ασημένιο φλασκί
και στο πήρα από τα χέρια, δε δείλιασα.
Σ' έπιασα απ' το λαιμό και σου ψιθύρισα στ' αυτιά,
να πας στο διάολο, εγώ θα παω όπου έχει φωτιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:11:25 ΜΜ
Θα 'Θελα Να 'Μουν

Θα 'θελα να' μουν μελάνι στην πένα του Καστοριάδη
και οργή πάνω στα μάτια του Πάμπλο,
γερασμένο σκυλί μπροστά απ' την πύλη του Άδη,
να γελάω και να θέλω τα σωθικά μου να βγάλω.
Να σας τη σπάω συνεχώς σαν τον Ραφαηλίδη,
αν γονατίζετε για κάποιο θεό,
να 'χα μια γλώσσα φαρμακωμένο λεπίδι,
αντί μια ψυχή ναυάγιο σε απέραντο βυθό.
Να 'μουν Εβραίος το '40 στη Θεσσαλονίκη
ή ένα κύμα μεγάλο πάνω στα ξερονήσια,
να 'στελνα πίσω τη ντροπή σ' αυτούς που ανήκει
και μια συγνώμη σ' αυτούς που χαθήκαν περίσσια.
Θα 'θελα σκλάβος να 'μουν με μαστιγιές στη πλάτη,
να κουβαλάω μάρμαρα του Παρθενώνα,
πεισματάρης μαθητής του Σωκράτη,
και τυφλός χριστιανός κάπου στον πρώτο αιώνα.
Στίχοι τούρκου ποιητή γραμμένοι σε λευκό κελί
και λίγο ελεύθερος στη χάση και στη φέξη,
να 'μουν αλλόθρησκου στο κούτελο φιλί
και το γέλιο το πικρό στο Πέραμα του Ξέρξη.
Να 'χα πάρει Ι 5 επί επταετίας,
να μην αντίκριζα μάτια προδομένα
κι από χέρι αριστερό άνευ αιτίας,
ψηφοδέλτιο άκυρο αλλαγής το '81.
Θα θελα να 'μουν μελωδία άγνωστη του Χατζηδάκη
και το επόμενο βιβλίο του Κοροβέση,
απ' τα ράσα αφορισμένος σαν τον Καζαντζάκη,
να παω μ' αθάνατους αν περισσεύει θέση.
Του 2004 να λείπω το Σεπτέμβρη,
θα πάρει η μπάλα πολλούς στο πουθενά,
τα ποντίκια θα χορεύουνε στ' αλεύρι,
γνωστή εικόνα εγώ θα πάρω τα βουνά.

Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
δήθεν για μένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα
και δεν είναι γραμμένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
τα μυθοπαρμένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
σειρά μου και μένα.

Θα 'θελα να 'μουν μετανάστης στο μεταγωγών,
μπάτσος αυτόχειρας που τέλειωσε ωραία.
Μια φωνή δυνατή που αναφέρεται απών,
έλληνας λοχαγός που δεν πήγε στην Κορέα.
Μια στιγμή από το όνειρο του Ρήγα
και ντοκουμέντο μυστικό από τη Βάρκιζα,
ένα τραγούδι καμπίσιο από κολίγα
και το δάφνινο στεφάνι θα στο χάριζα.
Θα 'θελα να 'μουν ψωμί και κουκούτσι από ελιά
δίπλα σε άδειο από νερό χρυσό κανάτι
που θα καθόταν στο λαιμό του βασιλιά
στο γάμο του λαού με το παλάτι.
να 'μουν η πρωτη διαγραφη απο το ΠΑΚ,
χαμένη μπάλα του γκολφ ξεμωραμένου εθνάρχη,
να 'μουνα σάτιρα σ' ένα κοινό γεμάτο τρακ
και τραγουδιάρης που να μη σέρνεται όπου λάχει
Να 'μουν η αντοχή του Ρένου του Αποστολίδη,
μια ιστορία αφηγημένη απ' τον Κατράκη?
θα 'θελα να 'μουν σ' αλάνα αυτοσχέδιο παιχνίδι
κι ισόβια κάθειρξη απλά για ένα γκαζάκι.
Του Κώστα Βάρναλη να ήμουν η "Καμπάνα"
και το πινέλο του Θεόφιλου στο αίμα,
Θα θελα να 'μουν όσα δε σου 'παν, μάνα,
μήπως και δε με γένναγες μέσα στο ψέμα.

Αφού είμαι άτυχος και δεν ξαναγεννιέμαι,
έφτιαξα μόνος μου κάτι να καυχιέμαι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:12:06 ΜΜ
Επιστρέφει η σιωπή

Σκάσε κουφάλα ζωή και φαντάσου μια εικόνα,
με τα μάτια, λεει, κλειστά να σε περνάω από βελόνα
και μ' αυτή να κεντάω κάργα στιγμές στο πετσί μου,
όσα έχω πάνω μου, είναι πατρίδα και γη μου.
Μα την αφή μου και τον νου μου τον άχρονο,
μα τη φωνή μου και το αίμα μου το άφθονο,
εμένα πάντα από μακριά μόνο μου γνέφει,
δε με φοβίζει που η σιωπή με κραυγές επιστρέφει?
αλαλιασμένη και ψευτονοικοκυρεμένη,
παστρικιά πουτάνα, καλοπληρωμένη,
καλά φτιαγμένη, λιγωμένη απ' το αιώνιο πιόμα,
γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας κι ανταμώσω το γιόμα,
όμορφο τόσο που να θέλω να μου δώσω
όμορφο τέλος - μα δε γαμιέται, δε θα προδώσω.
Θα με φωνάζω συνέχεια ψεύτη
μέχρι να 'ρθεις, δειλέ μου επισκέπτη.
Και σαν κυλήσεις προς τα εδώ, φέρε μου λίγο αέρα
κι αν θέλεις, πες μου, έξω είναι νύχτα ή μέρα
Αν κάτσεις ώρα, φτιάξε μου λίγο το κέφι?
μα κάνε γρήγορα, γιατί η σιωπή επιστρέφει.

Επιστρέφει, είναι κοντά η σιωπή.
Στις αυλές των θαυμάτων η ντροπή βγάζει το άχτι,
μασάει τη ρίζα η ψυχή μου να κοπεί,
θα σκεπαστώ με τη δικιά μου τη στάχτη.
Επιστρέφει και καταπίνει φωτιές,
πίνει μεδούλι και μετράει τους σφυγμούς σου,
ξέρει καλά πως τρελάθηκες χθες,
είναι κοντά και ακούει τους λυγμούς σου.

Δυο λόγια μόνα κι απλά θέλουν πια κόπο διπλό
κι έχουν για αντίβαρο τον χρόνο τον ανύποπτο,
απαλά σε σκουντάνε  κι ένα οδηγό έχουν τυφλό
που σέρνει σκυλούς φιμωμένους χωρίς φίμωτρο.
Στη σιγαλιά ξαναζεσταίνουν τα παλιά, μα ούτε γουλιά,
ξεσαλωμένα, θολωμένα, δε κερνάνε κανένα,
κοκορεύονται για φως αληθινό στην αντηλιά,
κουλουριασμένα ζητιανεύουν με χέρια κομμένα.
Γλύφουν το δρόμο να γυαλίζει που η σιωπή ακολουθάει?
κάτι μέρες μετράει σε καιρό που τη βοηθάει.
Γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας και στα πάντα τη σπάσω,
κάτω απ' των στίχων τη σκιά να ξαποστάσω.
Κι όσο γυρεύεις το λόγο θα βρίσκεις φόβο,
κι αν μαγειρεύεις μια γέννα, ό,τι μας δένει, θα κόβω.
Θα ζω μ' αέρα, θα ταξιδεύω σα σφαίρα,
θα χτυπάω με το κενό και θα γιατρεύω μ' αιθέρα
κι εσύ δε θ' αντέχεις, μα θα τρέχεις στην ουσία
να βαφτίζεις το τυχαίο συνομωσία
κι εγώ θα βάζω το κεφάλι τη ρίζα να καταπιεί,
γιατί επιστρέφει κι είναι κοντά η σιωπή.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:12:40 ΜΜ
Πρεμιέρα

Eσυ, ελληναρά αρχαιολάγνε κι εσύ παρακρατικέ ακρίτα,
εσύ τεχνοκράτη πρώην επαναστάτη βομβιστή,
δειλέ εξουσιαστή.
Εσύ, ορθόδοξε μαρξιστή, νεοεθνικοκομμουνιστή
Εσύ φοβισμένε, εσύ
που με ψήνεις τόσα χρόνια να περάσουμε βέρα,
κάτσε και λιώσε εδώ πέρα.
Εγώ θα παω να δω την πρεμιέρα
κι ας πεθάνω την επόμενη μέρα.

Χωρίς βεβαρημένο παρελθόν και φρόνημα εθνικόν
με το μέρος κι όχι το βάρος των νεκρών,
χωρίς σάπια ιδεολογία και κατάνυξη αγία,
χωρίς στεφάνι σ' ανδριάντα και παρέλαση σε αργία.
Κρατάω τα μάτια ανοιχτά κι αν αυτό σε τρομάζει,
πες μου για αυτό τον κόσμο που όπως λες δεν αλλάζει.
Κάντο μου σήριαλ, διαφήμιση και ειδήσεις,
με το μεγάλο αδερφό σ' ένα μπουρδέλο να με κλείσεις.
Να με ποτίσεις με ψέμα απ' του σχολειού την έδρα,
να με χτυπήσεις στη σκηνή πισώπλατα με πέτρα.
Φοβισμένε πάρε το σταυρό σου και τράβα,
σ' όσους φωνάζουν, τάξε κόλαση και λαβα.
Φοράω μαύρα, πενθώ τα παιδιά σου και σένα,
έφτιαξα τάφο αλλού απ' τη ντροπή,  άσε με μένα.
Χρωστάω μόνο τη συγγνώμη μου σ' αυτούς που χαθήκαν
και σε ψυχές που πριν από λίγο γεννηθήκαν.
Καταλαγιάζω, μα πιο πολύ με τρομάζω,
με τη παράδοση σε βρώμικα νερά λιμνάζω.
Γι' αυτό φωνάζω, είναι σα θάνατος αργός
κι ο λαός είναι ηθικός αυτουργός.
Την ουρά σου μη τη βγάζεις κι εσύ απ' έξω,
μ' αυτό το δαίμονα έχω ζήσει καιρό πριν να διαλέξω
μια πανέμορφη τρέλα και ένα αύριο άλλο
με τα στοιχειά κι όλο το  σύμπαν να τα βάλω.
Νερό να πιούμε από την ίδια την πηγή,
να ξαπλώσουμε, να συνεννοηθούμε με τη γη.
Ελεύθερα ν' αφήσουμε όλα τα ζώα
και να δακρύσουμε μπροστά σε μάτια αθώα,
κι αν ο αλήτης σου φαίνεται πως έγινε μελό,
βάλ' το όπως θες μες στο μυαλό σου το θόλο, είναι απλό.
Λέω να μη χάσω τη μόνη με ουσία μέρα,
από νωρίς θα παω να δω την πρεμιέρα.

Εγώ θα παω να δω την πρεμιέρα
κι εσύ κάτσε και λιώσε εδώ πέρα.
Εγώ θα παω να δω την πρεμιέρα
κι ας πεθάνω την επόμενη μέρα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:13:20 ΜΜ
Θες δε θες

Τι κι αν θες τι κι αν δε θες το νερό μπήκε στ' αυλάκι πια,
αφού σκάψαμε βαθιά κόντρα στην ανεπροκοπιά
κι έπιασε τόπο ο κόπος, το θράσος και το ρίσκο,
αφού στον όγδοο δίσκο πάλι κοντά μου σε βρίσκω.
Να προσπαθείς να κλέψεις κάτι όλος αυτιά
σα πεταλούδα τη νυχτιά που τη τραβά η φωτιά,
μπας και δώσει στο χαμό της λίγο χρώμα ευτυχίας
με κλωστές  αποτυχίας και γνώση ιεραρχίας,
ύφανες πρώτα το κουκούλι σου πριν μεταμορφωθείς
από σκουλήκι της γης στο άκρον άωτον της μορφής.
Μα πάλι νύχτα θα χαθείς απ' όσα ζήλεψες.
Κράτα τη μιζέρια που με φίλεψες.
Κι αν είσαι η κόρη που λενε η ασημοστολισμένη
με τα χωράφια τα ζώα και τα φλουριά προικισμένη,
σ' έχει προλάβει η ζωή μ' έχει ξεπαρθενέψει
κι ας είναι σκύλα γυναίκα που τη καρδιά μου έχει κλέψει.
Τώρα τι θες, τι μου λες.
Πήρες χαμπάρι το low bap κι αναμασάς απειλές,
μαζί με τάματα σ' εφημερίδες και τηλεοράσεις,
δημόσιες σχέσεις που θες δε θες, θα τις ξεράσεις

Θες δε θες,
μπήκε στ αυλάκι το νερό και μουσκεύει το παρόν μας.
Θες δε θες,
κάθε εμπόδιο που βάζεις πάντα θα βγαίνει σε καλό μας.
Θες δε θες,
το χαμένο σου χρόνο θα τον κρατάμε όλο δικό μας.
Θες δε θες,
πατάει στα ποδιά του γερά πια τ' όνειρό μας.

Για δες που θες δε θες, έτσι είν' τα πράγματα.
Όλα όσα θες μισά, τ' αλλά ψιλά γράμματα.
Ξάφνιασμα πρώτο του δρόμου το ριζικό,
μια αρχή καλή από αφιλτράριστο υλικό.
Βινύλιο ατόφιο μ' εξώφυλλο στο χέρι φτιαγμένο,
μ' ανθρώπους με κοινό σκοπό στα μάτια χαραγμένο.
Βάφτισμα πυρός ντόπιο μαγάρισμα,
ξεσκαρτάρισμα σε όλους χάρισμα.

Κι αν είσαι ο τύπος εκείνος που τον τρομάζει το έργο,
όταν ζυγώσεις, θα νιώσεις πως αν δε φύγεις, δε φεύγω.
Εσύ που οι νόμοι σου σκεπάζονται απ' τη γνώμη σου
κι οι ώμοι οι γυρτοί σου δε βαστάνε τη συγνώμη σου.
Κανείς επάγγελμα τίμιο βρώμικη επιθυμία
που δε ξεθύμανε μικρή και γέρασε από ανία
χάρη στη ντρόγκα κι όλα τ' αλλά που έχεις για οδοιπορικά,
σ' αυτό το ηλίθιο ταξίδι πάνω σε λόγια γενικά,
και πάντα μεταφορικά για να μένουν στα χαρτιά.
Mα αυτό που βλέπεις στο καθρέφτη φαίνεται τόσο μακριά
κι όμως είναι κοντά, τόσο που ξύνει τη ψυχή σου
και ξεσκίζει τη μεταξωτή αντοχή σου.

Γράψε ό,τι θες, σκάψε όπου θες, θάψε ό,τι θες, πάψε να θες
κι ό,τι λες να 'σαι καλά για να το λες, κλείσε τα μάτια και δες.
Σκέψου ό,τι θες - μονάχα αυτά που θες
κι ό,τι δε θες, μη το μετράς? να το σκορπάς κουράγιο βρες.
Να συνεχίσεις να θες να κλαις για όσα θες να φταις,
το φαρμάκι πιες ζήσε ξανά μανά το χθες,
για να ξεχάσεις σήμερα πάλι έξω βγες.
τρύπωσε κάπου και τη μιζέρια σου δες.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:13:49 ΜΜ
Mείνε εκεί

Τι κανείς, ρε Όλα σε θέλουν κοντά τους
κι εσύ τρως απ' το περίσσεμμά τους.
Κυνηγάς το σκοτάδι σε απάτητες στοές
και σε αδύναμες φωτιές τραβάς και καις στιγμές.
Πήρες ξοπίσω της σιωπής τη λιτανεία και πας,
δειλιάζεις να ζεις και ν' αγαπάς.
Λιγοστεύεις τα πανέμορφα και τα μεγάλα,
κάνεις κουμάντο και διατάζεις με λάθος σινιάλα.
Στραβά αρμενίζεις σε στραβό γιαλό,
ρίχνεις άγκυρα εκεί, μα έχεις φουρτούνα στο μυαλό,
ακολουθάς αερικό κυνηγημένο, φοβισμένο,
ακούς τη μοίρα σου που σ' έχει μοσχαναθρεμμένο,
αυτή που σε βυζαίνει ακόμα και σ' αλλάζει τις πάνες
και σε κρατάει στις σφιχτές της δαγκάνες,
σε ντύνει ήλιο και σε βάζει σε καινούρια τροχιά,
σε χτενίζει και σε πλένει με φαρμάκι από οχιά,
σε λιγοστεύει μέσα σ' όλα τα λίγα.
Πετάς παντού τ' αγγίζεις όλα όπως κάνει μια μύγα,
μα το δικό σου φοβάται, δε στο δείχνει,
μόνο όσοι ξέρουν περπατάνε σε κρυμμένα ίχνη,
μα λιγοστεύουν κι αυτοί - εκεί η ζωή δεν ανασαίνει,
αλλά γεννάει κι ό,τι γερνάει το πεθαίνει.
Γι' αυτό όσα φεύγουν, μου λείπουν πιο λίγο
κι αν λιγόστεψα σειρά μου να φύγω.
Θα 'θελα να 'χα κουράγιο να δω αυτούς που γεννιούνται,
να κλάψω δίπλα σ' αυτούς που ξεχνιούνται,
να παω στα μέρη αυτά που δε πήγα.
εκτός κι αν μέσα μου είναι όλα πιο λίγα.

Λιγοστεύουν στη ζωή όλα
πουλάει τα πάντα για το αύριο το τώρα.
Λιγοστεύουν στο ονειρο όλα
και στη ψυχή μας το μπάλωμα φαίνεται.

Λιγοστεύουν στην αγάπη όλα,
γίναμε φυτά σαρκοβόρα,
λιγοστεύουν στο θάνατο όλα,
μείνε εκεί, αδερφέ μου αγέννητε.

Μείνε εκεί - εδώ ζει το λιγόψυχο,
δε μυρίζει τώρα πια ούτε τ' απόβροχο,
τα νιάτα ξεπουλάνε τη φρεσκάδα στοιβαγμένα,
γεννιούνται με κακό χρεωμένα.
Άκου με μένα, νιώθω ένα όμορφο ρίγος,
σ' ένα άσχημο κουφάρι ζω και δείχνω λίγος.
Δεν είμαι το άτρωτο ούτε έξυπνος περνιέμαι,
μα έχω κάτι περίσσιο να καυχιέμαι.
Κι ας μοιάζει στάλα σε πελώρια γυάλα,
και πλατύσκαλο σ' ατέλειωτη σκάλα,
απλά όλα τ' άλλα χάσαν το νόημα την ομορφιά τους,
χαίρομαι χρόνε που δε μ' έστησες κοντά τους.
Απλά η σκιά τους που και που με τυλίγει,
τίποτα μεγάλο δε με πνίγει.
Χρόνια τώρα ψυχή και γλώσσα ακονίζω
και το λίγο μονάχος μου τ' ορίζω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:14:22 ΜΜ
Γητεμένο παιδί

Για σένα ανέβαινε η ζωή δύο δύο τα σκαλιά
σα να γεννήθηκες σ' απόμακρη αετόφωλιά
από σπασμένο αυγό σε σύννεφα άχρωμα,
ξόρκια ουρανού για ενός φυγά το απομεγάλωμα,
για κρύα βράδια μίσος ακούρνιαχτο,
και για του ήλιου το φως ψέμα ασπούδαχτο,
μέρα τη μέρα πιο απόκοσμο και παρακατιανό
από αμούστακο παιδί, πολεμιστής με το στανιό.
Κρυμμένο ατσάλι σε ματωμένο αποφόρι
και στο σκοτάδι μια ορθάνοιχτη από φόβο κόρη,
φτηνό ενέχυρο για μια ανάσα ελεύθερη,
αφού κοντά σου η αγάπη έφτασε δεύτερη,
γυμνή κι απένταρη με βλέμμα σα γεράκι,
και κοντοστάθηκες λες κι ήσουν από τζάκι,
μα είσαι κηφήνας που δεν άγγιξε ποτέ του γύρη
και ξεχασμένος κεραυνός κρυμμένος μες στο λιοπύρι
που έχει σηκώσει ψηλά τη δικιά του παντιέρα,
χωρίς να ξέρει να διαβάζει τον αέρα
κι όσα πιο πέρα από το φως λαχταράει ένα παιδί
κι ας του λέγαν πως δε πρέπει να τα δει.

Καθώς κι εσύ - που σκλήρυνες πολύ νωρίς κι είσαι έτοιμος τα πάντα ν' αρνηθείς,
είσαι παιδί - γητεμένο απ' το νερό της βροχής και την κατάρα μιας αιώνιας φυγής
που καρτερεί - με το κεφάλι συνέχεια ψηλά, μήπως μπορέσει και μέσα απ' τη βροχή
κάτι να δει - να 'χει μαζί του, όταν βρεθεί, αγκαλιασμένο από τις φλόγες γητεμένο παιδί.

Άσε το πόνο από τα σπλάχνα σου παράμερα
κι αυτά που νιώθεις όλα ν' ακουστούν ωμά κι ολάκερα.
Πήγαινε βρες ζεστή βροχή και φτιάξε αντίδοτο
για να γιατρέψεις το μυαλό το όπλο το ανίκητο.
Πιάσε το χώμα και τη γη τρίξε συθέμελα,
τα δίποδα τ' ανέμελα και τα θεριά τα ακέφαλα
θα φοβηθούν, γι' αυτό μην αργοσαλεύεις,
με το δικό σου ρυθμό να σφυράς και να χορεύεις.
Μη ζηλεύεις, κύλα πάνω στης ψυχής σου τις ράγες,
μη γυρεύεις τραγούδια από σειρήνες χρονοφάγες,
στιγμές βρώμικες κι άγιες  να ζώσεις,
μα το μίσος αν κοιτάξεις, θα πετρώσεις.
Δε θα γλιτώσεις απ' τ' άσκοπο, το αλόγιστο,
ό,τι σου τρωει την καρδιά πιάστο και όρκιστο,
να παει στο διάολο, σε τόπο άλλο, πιο γνωστό,
με το παράδεισο και με τη κόλαση φτυστό,
σα τις τύψεις τ' ονειρο τους και τη προσευχή τους  
- κατάλαβε το - τι δουλειά έχεις μαζί τους
Είσαι παιδί με ρίζες στα σπλάχνα της γης,
γητεμένο απ' το νερό της βροχής.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:15:03 ΜΜ
Καλά Κρασιά

Καλά κρασιά, μόνοι και καλοί μου γειτόνοι.
Το κακό ζυμώνεται, παλιώνει
στου μυαλού μας το ξέχειλο μικρό βαρέλι
ρίξαν μαγιά δαιμόνια κι αγγέλοι.
Eίχανε τρύγο και μαζεύαν με γέλια
σάπια τσαμπιά από της μνήμης τ' αμπέλια
από γνωστή κόκκινη παλιά ποικιλία
που έχει στραγγίξει του μίσους η αιώνια αντλία.
Εδώ στα μέρη αυτά πολλών ήπιαμε λάθη,
από σκάρτα βαρέλια στυφό κατακάθι,
με το ζόρι βαρύ και γρήγορο μεθύσι
που έχουμε όλοι γλεντήσει και έχουμε όλοι πενθήσει.  
Κάθε τσαμπί που κρεμότανε κοντά στο χώμα
από τσιμπήματα φιδιών άλλαζε χρώμα
και πότιζε φαρμάκι ως της ρίζας την άκρη,
κάθε ρόγα από τσαμπί πικρό γινότανε δάκρυ
για να θυμίζει πως κάτω απ' το λιοπύρι
στης ιστορίας το μεγάλο βρώμικο πατητήρι
αν δεν πατήσεις με τα πόδια σου καλά,
άδικος κόπος, τα κρασιά θα βγουν θολά.
Γι' αυτό καλοί μου και μόνοι γειτόνοι,
όποιος το στόμα βουλώνει, μάλλον ποτέ δε γλιτώνει,
βρίσκει το φίδι τη σκιά του για δροσιά
και 'κει γεννάει - καλά κρασιά…

Γεννάει το φίδι αυγά ακόμα.
Γελάει που σε βρήκε λιώμα
κι έχει τη σκιά σου για δροσιά.
Γυρνάει, ξεθάβει το αίμα από το χώμα,
σου ράβει το μουδιασμένο στόμα
κι αν κλείσεις και τ' αυτιά, καλά κρασιά.

Πάνω λοιπόν στη ατέλειωτη έκστασή σου,
σε πιάνει, γείτονα, η αρχέγονη έπαρσή σου.
Σκάβεις το χώμα να βγάλεις λίγο αίμα,
μα το ήπιε η γη και σου 'φτυσε το ψέμα.
Ζήσε μ' αυτό, γείτονα μου, φωνακλά,
κι αφού δειλιάζεις, χειρίσου το αν μπορείς καλά.
Μείνε μόνος σου στης λήθης σου το δώμα,
στάξε φαρμάκι πάνω στο μουδιασμένο σου στόμα,
κλέβε τσαμπιά από του χρόνου το κοφίνι -
το φίδι κλείνει τα μάτια για σένα και σ' αφήνει
να κλαδεύεις τη ζωή σου με μανία
και να υπάρχεις μες στη δικιά σου τυραννία.
Υποχρέωση βγάλε για τα καμώματά του,
κάτσε και κλώσησε τ' αυγά του,
δώσε τιμή, δώσε κι αξία,
γίνε θεός μ' απόλυτη ανυπαρξία.
Άντε, 'γεια μας, γείτονα παλικαρά μας,
παλιά ντρεπόσουν και δεν έτρεμες μπροστά μας.
τώρα το φίδι σου κλέψε τη ζεστασιά
- τέλος κακό, καλά κρασιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:15:40 ΜΜ
Πρόταγμα

Βάλε πρόταγμα σε μαρμαρένιο αλώνι
ζωή και πνεύμα που απλώνει κι άγριο χορτάρι που φουντώνει.
Στη φόρα μια γνώμη, χωρίς συγνώμη,
αφού η πρεμιέρα ζυγώνει
σαν το μωρό πρωταρθρώνει και καρδαμώνει.
Πριν γυρέψεις παναγιά κοίτα την πόρνη
που την πιάσαν οι πόνοι για ανθρώπου γιο ματώνει.
Πέτα το στάρι και κράτα τη βρώμη, το τιμόνι παράτα
για μια ακόμη που δε ξέρεις που τελειώνει στράτα.
Κι ας βγάζουν όλοι οι δρόμοι στη Ρώμη,
είναι ανθρώπινοι οι νόμοι κακογερνάνε μόνοι
σαν τους τοίχους των κελιών όλου του κόσμου από χαρτόνι,
παλιά προστάγματα που γίνανε σκόνη.  

Αφήνω πίσω μου όλα όσα αγαπιούνται και μισούνται,
τη γαληνή και τ' αμόκ μου μόνα να μαλλιοτραβιούνται.
Βγάζω στήθος μπροστά κι ένα μονόγραμμα,
γίνομαι λόγος, μαχαίρι και προταγμα.
Σπρώχνω το χθες να ξεχαστούν οι μυριάδες εαυτοί μου
σαν το τρελό το ζωγράφο κόβω τ' άυτι μου.
Θέλω να βλέπω μπροστά παραταγμένη τη ψυχή μου
να μη νοιάζεται ποιοι σκάβουν και γιατί το κορμί μου.
Βροχή μου, ήλιε μου κι αντάρα μεγάλη μου
απ' τ' ασχημάτιστα όνειρα μου βγάζω μαύρο το χάλι μου
και τ' απλώνω μπροστά απ' ολους και όλα
με μια ευτυχία ένα βήμα πριν τη φόλα.

Ναι, μα τη τύχη μου, αν μοιάζω με άνθρωπο φταίνε οι στίχοι μου
που βαλαν πιο ψηλά απ' τον ουρανό πάλι το πήχη μου
και πήρα φόρα να περάσω, να γεράσω, να φτάσω
ευτυχισμένος, χωρίς να ξαποστάσω.
Μη ξεχάσω, μες τη τρέλα μου, ζωή να γυρέψω.
Στη ζούγκλα αυτή δεν ήρθα μ' άγρια θεριά να παλέψω,
μα να γητέψω τη φωτιά του μικρού μου μυαλού
και να πλανέψω το τίποτα να φύγει γι' αλλού,
να μείνει μόνο ο λόγος το αθάνατο αγκάθι
κοντά στο χρόνο καινούργιους μύθους να πλάθει,
μαζί με λάθη? κι ας πιω πρώτος το αίμα μου απόσταγμα
από το μόνο που τόλμησα προταγμα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:16:08 ΜΜ
Η πιο μεγάλη ανοησία

Αν δε γνωρίζεις τη φωνή και το όνομά μας,
είμαστε ο νόμος των θεών, είμαστε οι ψίθυροι στο σύμπαν,
το σαράκι της γης -μας ξέρεις- κι ο πόνος της μάνας,
είμαστε οι άνθρωποι, είμαστε αυτοί που όσα είπαν,
τώρα είναι, μαζί μας μείνε, φίλε μη φεύγεις
δε σ' αντέχουμε εχθρό μας, ούτε καν σα ξένο.
Το φόβο μας σ' αφήνουμε ν' αρμέγεις,
δε ξέρουμε τι είσαι, δε κάνεις τίποτα, γι' αυτό κι είσαι το παν - φρένο
στον κόσμο βάζεις, για μια στιγμή μονάχα
και γι' άλλα χίλια χρόνια πάλι αράζεις.
Εμείς ακάθεκτοι κι αδιάφοροι τάχα μου τάχα
κι εσύ μάλλον το διασκεδάζεις.
Με βρώμικα χέρια, κόψαμε κομμάτι απ' την αλήθεια,
τα στομωμένα μας μαχαίρια στην άκρη κάπου αφήσαμε
με μια παγωμένη γουλιά που καιει τα στήθια
κατεβάσαμε όλα όσα δε ζήσαμε.
Νιώσαμε δίψα για αίμα στην ερημιά του θανάτου
κι έφτιαξε εικόνες ο νους μας, για να παίξει μαζί μας.
Τις προσκύνησε, κι ο τελευταίος από μας, με τη σειρά του
καμπούριασε το ήδη στραβό σκαρί μας.
Μ' αναπηρία ευλογημένη και ιερή
γίναμε οι μάρτυρες σε μια μικρή συνομωσία
κρυφό κουσούρι και μιζέρια φανερή,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.

Νόμοι θεών και των θνητών το αλάθητο,
δρόμοι αλλονών κόντρα στο σύμπαν το απάτητο,
κόμη αστεριών, φως ασταμάτητο
σκαρώνουν οι ανθρώποι μικρή συνομωσία.
Σημάδια των καιρών με φόβο αλλόκοτο, αμάθητο,
σωρηδόν καταπίνουν πόνο αμάσητο,
στη διαπασών μίσος ακράτητο,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.

Για κάθε εχθρό που σκαρώσαμε, έναν όρκο προδώσαμε,
ένα θεό καταστρώσαμε, που σκοτώνει.
Για κάθε ωραία ιδέα, βρήκαμε πράξη ακραία,
με μια κατάρα πιο νέα, μείναμε μόνοι.
Βαφτίσαμε χώματα άγια, κι άλλα αφορίσαμε πάγια,
λύσαμε ξόρκια και μάγια, είμαστε οι άνθρωποι.
Λέξεις νεκρές και μεγάλες, μαρμαρωμένες αγκάλες,
κλώνοι σε γυάλες, οι ξεδιάντροποι.
Ήρθαμε, δέσαμε, πήγαμε, φύγαμε,
φίλε μου, ακούσαμε, μάθαμε , κι ό,τι κάναμε, το πάθαμε,
μαζέψαμε, και λυγίσαμε, γιατί βαρύναμε.
Είδαμε, τότε πιστέψαμε, ξεχάσαμε,
ματώσαμε -  βουτήξαμε, πατώσαμε,
σπείραμε, οργώσαμε, νικήσαμε, χάσαμε,
πήραμε, δώσαμε, αρπάξαμε, πλύναμε, λερώσαμε,
γεννήσαμε, σκοτώσαμε και φτάσαμε
να γίνουμε ό,τι είπαμε, του κόσμου η πιο μεγάλη μαλακία
-δικαιολογία για τη θεια αδικία
που χρεώσαμε θυσία στην ιστορία.
Σπουδαία εφεύρεση η μετάνοια και στην πρώτη ευκαιρία
με κώνειο, με σταυρό ή με μια σφαίρα
κεράσαμε ψυχές υποκρισία.
Κάθε θρησκεία γεννιέται για να πεθάνει μια μέρα
σαν μια μεγάλη του κόσμου ανοησία
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:17:25 ΜΜ
Στον καιρό του αλλόκοτου φόβου

Καινούριος δρόμος φτιαγμένος από ευχές κι αναθέματα,
χαμένοι θεοί στων μυρμηγκιών τα μαστορέματα,
ξερότοπος τ' όνειρο στο βασίλειο της νιότης
κι ο άνθρωπος δειλός οικοδεσπότης
καλωσορίζει το φόβο στου χρόνου πάνω το κουφάρι
κι αν αντέχεις να το δεις κάνε παζάρι
- τι έχεις να χάσεις Όλοι σε τέτοιους καιρούς
προβάρουν το κακό γύρω από λόφους νεκρούς.
Γίνε σπάνιο αγριοπούλι με ορθάνοιχτο ράμφος,
τραγούδα τη σιωπή σαν άσκαφτος τάφος,
ζήτα ένα ζεστό νοτιά στη καρδιά του χειμώνα
κι απ' όσα σε σκιάζουν το πιο μικρό κάνε κρυψώνα.
Αν είσαι εδώ κι εγώ είμαι εδώ και όλα λείπουν,
αν φύγεις, φεύγω κι αν με ζητάς, είμαι όπου ήσουν.
Γύρνα και δες, σου δείχνει τ' αύριο ότι είσαι χθες
κι ό,τι κι αν λες, είσαι ο φόβος που δε θες.

Τόσο αλλόκοτος  και ατάραχος ταξιδευτής,
γιος πρωτότοκος, καρτερικός και γητευτής
και ζηλωτής, που ό,τι ζητήσεις να γευτείς,
μονάχα θα τ' ονειρευτείς.

Τρέχεις στο χρόνο γυμνός, τα βρήκες πάλι σκούρα,
παραμιλάς παρελθόν σαν ήρωας μινιατούρα.
Κάποτε τύλιγες φωτιά και τη μοίρα,
τώρα δε βλέπεις καν λαβα απ' τη κορφή του κρατήρα.
Έχεις λιώσει ξανά και σε δουλεύουν στο αμόνι
να γίνεις πλέγμα σε απαγορευμένη ζώνη
ή μια ταμπέλα σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
που θα οδηγεί στο καιρό του αλλόκοτου φόβου.

Κοντά σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
μ' έπιασε το άρωμα του αλλόκοτου φόβου.
Πως να το περιγράψω
Φτωχά κι όσα γράψω.
Μου αρκεί το ανάθεμα που σέρνει το βιος μου,
νεογέννητο πλάνεμα, σκιά όλου του κόσμου.
Πως να σε αντικρίσω
Αλλού θα γυρίσω…

Στο κατάρτι του κόσμου σκαρφαλωμένη η αγωνία,
τυφλή κι ανίκανη να κάνει κουμάντο, δίνει προστάγματα.
Όλα της φύσης τα στοιχεία σε αρμονία
σ' αμαρτωλών ορμάνε πάνω τ' άγια τάγματα.
Χίλια χρόνια μπροστά βλέπει του φόβου το μάτι,
μακρύ το χέρι του που απλώνει στιγμές ν' αδράξει,
μια ανθρωποθάλασσα σκίζει από αίμα κι αλάτι
αρβάλα τα γενόμενα κι η πρώτη πράξη.
Οι πιο μεγάλοι των ανθρώπων ίσως τα 'βγαζαν πέρα,
από μικρούς, όμως, θεούς ζητάς ζωή να πάρεις πάνω σου,
συντηρείς μηχανές να ξεπλύνουν τη λέρα,
κόβεις το δρόμο του λόγου σου του πιο άμεσου.
Η πιο κρυφή σου ελπίδα αυτόχειρας μπροστά σου
κι αν θες να πας κι εσύ στο διάολο βιάσου.
Για λίγο στάσου στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου
κι ίσως βρεθούμε στον καιρό του αλλόκοτου φόβου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:18:00 ΜΜ
Τραγούδα και γέλα

Υπάρχει μέρος ν' ανασάνει η νιότη μας ζωή
Υπάρχει μέρος η ηθική τους να κρυφτεί
Υπάρχουν χρώματα να φαίνονται στο μαύρο
Κι αν ξέρεις πες μου που να τα βρω.
Τα 'χω χαμένα, στις τέσσερις γωνιές μοιρασμένα,
σ' αυτή τη γη ξεχασμένα με παρελθόν στοιβαγμένα
γερασμένα κι άλλα πεθαίνουν στη γέννα,
έχω και μέσα μου ένα, μαζί και σένα
όλα πνιγμένα στο αίμα και λυτρωμένα με ψέμα
με χίλιους κόμπους σε κουβάρι χρυσό τυλιγμένα,
δίχως μια στάλα πιωμένα μα μεθυσμένα,
γελούν και λένε τραγούδια σ' ένα σκοπό χρεωμένα.

Γι' αυτό σου λεω πάρε τα όμορφα κι έλα.
Για να τη σπάσεις στους καιρούς, τραγούδα και γέλα.
Κοίτα στα μάτια και μίλησε στους φοβισμένους,
κλείσε τ' αυτιά και φύγε από τους στοιχειωμένους
κι αν μυρίζει πάλι αίμα από πολλά της γης μέρη,
κάν' το τραγούδι και πες το κι όποιος ξέρει,
θα το 'χει ταίρι κι απάγκιο μυστικό,
όταν φορτώνει η ψυχή του από κακό.
Το ριζικό μας δειλιάζει, όταν του λεμε τραγούδια
και πριν πεθάνουμε, αν αφήσουμε στο τάφο μας λουλούδια.
Χαζά αγγελούδια δε βουλώνω το στόμα,
μαύρα δαιμόνια μου σας έκλεψα το χρώμα.
Γυμνοί βασιλιάδες, γυμνοί προφήτες
με τις πλάτες του θεού ξαναβαφτίζονται θύτες
κι εμείς οι αλήτες παντού σ' αυτή την πλάση
φτιάχνουμε ξόρκι που δεν ξέρουμε αν θα πιάσει.
Μα δε μας νοιάζει, πες το βλακεία και τρέλα,
έλα κι εσύ, προλαβαίνεις, τραγούδα και γέλα
για τους περήφανους που άδικα φεύγουν?
εγώ είμαι πάντα μ' αυτούς που πεθαίνουν.

Για την Παλαιστίνη - τραγούδα και γέλα
Για την κοιλάδα - τραγούδα και γέλα
Για τα Βαλκάνια - τραγούδα και γέλα
Και για την Κύπρο -  τραγούδα και γέλα
Για τη Γένοβα - τραγούδα και γέλα
Για το Σηάτλ - τραγούδα και γέλα
Για τ' άσπρα κελιά - τραγούδα και γέλα
Για τους νεκρούς - τραγούδα και γέλα
Για τον Μάρκος - τραγούδα και γέλα
Για τον Γκάντι - τραγούδα και γέλα
Για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ - τραγούδα και γέλα
Για τον Αλλιέντε - τραγούδα και γέλα
Για τον Τσε Γκεβάρα - τραγούδα και γέλα
Για τον εχθρό μας - τραγούδα και γέλα
Για το φονιά μας - τραγούδα και γέλα
Για τ' όνειρό μας - τραγούδα και γέλα


Τραγούδα στα παιδιά με τα σταυρωμένα χέρια,
τραγούδα στις μανάδες με τα μαύρα τσεμπέρια,
τραγούδα για όσους σκάβουν μ' ίδρώτα τη γη,
τραγούδα σ' όσους με γέλιο ξεπλένουν την οργή.
Τραγούδα τα όνειρα που δε προλάβαν να στεριώσουν
και τους ήρωες που πεθάναν πριν να προδώσουν,
για όσα αρνιέται να χωρέσει ανθρώπου ο νους
τους συρματοπλεγμένους ουρανούς.
Τραγούδα όλα τ' αδύνατα να γίνουν δυνατά,
τραγούδα γη νερό αέρα και φωτιά,
αντί για δάκρυα γέλα, το θάνατο ξεγέλα,
για μένα και για σένα τραγούδα και γέλα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:18:24 ΜΜ
Που με πας

Που με πας...
Είχα φωλιάσει στα καλά μου και στα σίγουρα
Μα από όσο νόμιζα κουραστικά πιο γρήγορα.
Και ξεγλίστρησα απ' της ψυχής μου τα τερτίπια
Έσπασα μια στιγμή και ολόκληρη την ήπια.
Με γεια μου είναι γυμνή η χαρά μου
η ζεστή άλλαξε γωνία με τη δροσιά μου
σκιά μου ήρθες και κόλλησες κοντά μου
παρέα με τα καμώματα μου.
Σειρά σου πάρε ένα φόβο και βιάσου.
στράγγιξε όλη την ελπίδα που 'χουν μέσα τα όνειρα σου
και ετοιμάσου, να πας
εκεί που το μυαλό νικάει και το κακό σκορπάς.
που με πας, που με πας από δω
εγώ κατάπια τα κλειδιά και πρόλαβα να κλειδωθώ.
μήπως σωθώ ξένη κακή μου και βρώμικη σκέψη
σε πoιο φευγιό να τάξω αγάπη αν σε κλέψει.
Σε πoιο φευγιό σε πoιο σημείο έχει κρυφό καρτέρι
το ξεγραμμένο που είχα ουρανοκατέβατο χέρι.
δειλιάζω το ένιωσες και με πονάς
χτικιό μου που με πας.
Που με πας
άσε με εδώ άλλο λίγο μπας και ανταμώσω το γιόμα.
Που με πας
διψάω πολύ, αλλά έχω κλείσει το στόμα.
Που με πας
μη μου χρεώσεις αγάπη ένα απρόθυμο σώμα.
Που με πας
συνήθισα εδώ έχει ένα αλλόκοτο χρώμα
Εχει ένα αλλόκοτο χρώμα και μια θολούρα
χαμένο αστέρι ολο φεγγαρομουρμούρα.
που ταξιδεύει στο δικό του το χαμένο χρόνο
παρέα με παίρνει για αυτό και δεν ισιώνω.
Και σκοτώνω, την ομορφιά σου ανεμελιά μου
και πνίγω στη σιωπή και τη μιλιά μου φωτιά μου.
όμως εσύ μη με λυπάσαι δε το αντέχω
κάψε με ολάκερο με αυτά τα λίγα που έχω.
για συντροφιά μου στα αρρωστημένα λογικά μου
υγρή σκιά μου και οινόπνευμα στα σωθικά μου.
με λίγο άρωμα ευτυχίας μπολιασμένο
είσαι χτικιό δειλό χαροκαμένο.
που με τραβάει σε ένα όνειρο κάλπικο ακόμα
γουλιά γουλιά σε ένα ανίκανο στόμα.
που όχι δε λεει με τα στεγνά του τα χείλη
μπουκάλι και ουρανίσκος είναι αχώριστοι φίλοι,
φίλοι καλοί
χρόνια παρέα και οι δυο στο ίδιο κελί.
εγώ όμως νόμιζα πως είμαι στην απέξω
που με πας χτικιό μου δε θα αντέξω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:18:46 ΜΜ
Βλακόστρωτο

Μάνο, σ' αυτό το τόπο το βλακόστρωτο
και που φωνάζω, τίποτα δε κάνω.
Μάνο, ζούμε με φόβο αλλόκοτο
γι' αυτό σου λεω, καλά περνάτε εκεί πάνω.
Μάνο, το μυαλό μου αυτοεξορίστηκε
μάλλον, νομίζω πως τα χάνω.
Μάνο, το καθεστώς μας ερεθίστηκε
και θέλει να 'ναι συνέχεια από πάνω.
Μάνο, πολιτισμός σε αποσύνθεση.
Φτάνει κι η Ολυμπιάδα - αυτό μας έλειπε από πάνω.
Μάνο, θα πουν πως σου 'κλεψα τη σύνθεση.
Εντάξει - αφού το ξέρουν, εγώ δε παίζω πιάνο.
Μάνο, θα ξεράσω στη πατρίδα μου
κάπου θα έφαγα τρελή αχ-Ελλάδα, Μάνο.
Μάνο, θα στήσω μόνος τη παγίδα μου
ψάχνω κουράγιο και θα τη κάνω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 15, 2007, 06:19:08 ΜΜ
Να μείνει κάτι

Kάνε όνειρό μου να μείνει κάτι…
Αctive Member, low bap
Ατόφιο hip hop, αθάνατο κράμα,
στιγμή - στιγμή μια ζωή, λέξη με λέξη, γράμμα με γράμμα
σκόρπια λόγια απ' τη φωτιά παρμένα,
απ' το '92 ως το 2001.
Μελωδίες και beat συνέχεια μεθυσμένα
βρήκα το νόημα, βρήκα και μένα.

Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι,
τόσο απλό σαν τ' άρωμα απ'τα γιασεμιά.
Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι,
σα μια γουλιά νερό στη λιγοθυμιά.
Μη μείνει κάτι απλά, όμως, για να μείνει κάτι,
και σταματήσει η ζωή μας η ξεκούρδιστη
κι αν μείνει κάτι να 'χει φύγει όλο το άχτι
σε μια στιγμή μας ατραγούδιστη.

Στριμωγμένα σ' οχτώ χρόνια με αρχή το βινύλιο
κάτω από ασημένιο συρματοπλεγμένο ήλιο,
σαράντα δίσκοι από σχήματα χωρίς προσχήματα,
ονειρολογιο, σελίδες, ραδιοκύματα,
πολλά τα live  με χιλιάδες αράδες το καθένα,
intro, στο δίκτυο intro 1,
low bap ντοκιμαντέρ κι ένα βιβλίο χρεωμένο στη φωτιά
- κάτι θα μείνει απ' όλα αυτά.

Να μείνει κάτι απ' όλα αυτά να μείνει κάτι
κι όχι απλά ένα μπλουζάκι να φοράς.
Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι,
να 'χεις μαζί σου σαν γερνάς.
Μη μείνει κάτι μόνο για να υπάρχει κάτι,
αγριεύομαι, δε σε παρακαλώ
κι αν το πιστέψω πως δε θα μείνει κάτι,
σου 'χω φυλάξει για το τέλος το καλό.
Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι…
Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι…
Τρέξε χρόνε τεμπέλη κι ακαμάτη.
Να μείνει κάτι, το χρωστάς, να μείνει κάτι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:28:26 ΜΜ
ACTIVE MEMBER-Blah Blasphemy

Intro (code 11)

Μισόγελα παντού κι η ξεφτίλα χωρίς αναπαμό.

Oι ίδιοι που φωνάζουν, οι ίδιοι βγάζουν το σκασμό.

Σαματερά ξεφτίδια σάς χρωστάμε ένα ευχαριστώ·

ξεπουληθήκατε όλοι μα όλοι, εκατό τοις εκατό.

Κι έτσι κάποια όμορφα και κάποια αγίνωτα,

τα βρήκαμε εμείς απείραχτα, ξεκλείδωτα

κι αμέσως γίναμε η φωνή όσων δεν έχουν φωνή,

σύντομα κρυφά μονοπάτια  και δρόμοι κοντινοί,

μικρές βλάστημες φωνές στων φιλάρεσκων την ησυχία.

Είμαστε εδώ ακόμα ζωντανοί - τι ειρωνεία.

Απέτυχε η προπαγάνδα σας και τα ψευτοφτιαξίματα,

σκάβατε λάκκους γι’ άλλους, μα το όνομα σας θα μπει στα μνήματα

και φταίτε όλοι κουφάλες, φταίτε όλοι,

κι ο πολιτισμός σας μια γυάλα με φορμόλη.

Φθαρμένα ταριχευμένα ανθρωπάκια αφορίστε μας,

όλους εμάς τους ασυγχώρητους επικηρύξτε μας.

Έξω υπάρχουν ακόμα λίγοι κυνηγοί, ζωσμένοι μ’ ασκήμιες.

Ίσως προλάβετε απ’ το στόμα μας τις πιο μεγάλες βλαστήμιες.

Απόψε δίπλα σας άναψε το φυτίλι

- γλεντήστε το·  άλλο λίγο μένει, αγαπητοί μου φίλοι.

 

Λευτεριά στις φιμωμένες φωνές που μάχονται τις ασκήμιες.

Φωτιά - απ’ του λαιμού μας τις χορδές οι πιο μεγάλες βλαστήμιες.

Λευτεριά, τώρα σε γεύονται οι αποκλεισμένοι, οι προδομένοι κι οι άσημοι.

Φωτιά στη γενιά του μπλα - μπλα, τώρα σειρά έχουν οι βλάσφημοι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:29:30 ΜΜ
Blah – Blasphemy
Πρώτα απ’ όλα η σιωπή δεν προβλέπεται.

Όποια κάνη στην αλήθεια και να στρέφεται

πάντα φτάνει έστω κι αργά εκεί που πρέπει

να γαμήσει τα μυαλά τα καθώς πρέπει.

Σε ‘σας μιλάω με τις πολλές αμφιβολίες

κι ένα βουνό σέρνω μαζί μου αυθαιρεσίες·  

χωρίς ικεσίες απευθύνομαι σ’ όσους τολμούν

να σηκώσουν το χέρι και να πουν (πως)

ορκίζομαι τη ζωή να μην προδώσω·  

ορκίζομαι ό,τι μπορώ θα γλιτώσω·  

ορκίζομαι ποτέ να μην το βουλώσω

κι άνθρωπος κι εγώ κάποτε ελεύθερος να νιώσω.

Κι εμπρός βλάσφημος να μείνω κι εχθρός,

η αξιοπρέπεια είναι ο μόνος μου οδηγός,

μα όχι προς το φως – το καπηλεύονται οι άδειοι –  

ούτε προς το σκοτάδι το ξεραμένο πηγάδι,

Μα προς εκείνο το κρυφό το μονοπάτι πέρα

κι αν είμαι άξιος να το περάσω σαν σφαίρα

που θα κεράσει το τίποτα λαβωματιά θανάσιμη

– code 11, blah blasphemy.


Ματώθηκες απ’ όλα τ’ ανιστόρητα

και στάθηκες κοντά σ’ όλα τα απαρηγόρητα,

πύρινη γλώσσα γίνε τώρα και λαβωματιά θανάσιμη

 – code 11, blah blasphemy
Στα συγκαλά σου, έλα, έχεις γερή κράση.

Τους τα ‘χωνες στη φέξη, τώρα χώσ’ τα και στη χάση·  

σε καρτερούν οι αποκλεισμένοι οι προδομένοι κι οι άσημοι

– code 11, blah blasphemy.

 

Πριν ορκίστηκα, με το χώμα ταυτίστηκα

ήπια τον ουρανό και δε γκρεμίστηκα.

Κι απλά είμαι ένας αλήτης μόνο από το Πέραμα,

σκέψου τι θα κάνεις εσύ αν βρεις το πέρασμα.
Ξεκόλλα·  τα όμορφα σου ανήκουνε όλα

και μίλα - κι απόψε κάπου ξεγεννάει η ξεφτίλα.

Διαλέγουνε κομμάτια σου και κάνουνε μοντάζ,

βούτα ένα σπρέι και κάνε στη ψυχή τους σαμποτάζ.

Γίνε με στίχους η φωνή του αποκλεισμένου, με ήχους

η οργή του κουρασμένου στους τοίχους,

η ντροπή του ξεπεσμένου, ελπίδα στα μάτια κάθε φοβισμένου.

Προκειμένου να σ’ ακούσουν, βλαστήμα –

έτσι κι αλλιώς για όλους μας έπεσε σύρμα

να μαντρωθούμε, με κάθε τρόπο να διασυρθούμε

και με κάθε μέσο να διαλυθούμε.

Εγώ αρνούμαι, εμείς κερδίσαμε ό,τι ζούμε.

Kι ας μας κλέβουν τα μισά, δεν υπακούμε.

Ό,τι είναι θα το πούμε·  τρέμετε ξεπουλημένοι κι άτιμοι –  

θα επιβιώσουν κι οι βλάσφημοι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:30:26 ΜΜ
Τι άλλο φοβάσαι  

Κάποτε σ’ είδα στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου,

στο καιρό του τρόμου και του αλλόκοτου φόβου,

να διπλώνεσαι, ν’ ανησυχείς και να τρομάζεις

και πριν καλάρουν οι μέρες το σκασμό να βγάζεις.

Να μια απ’ τα ίδια – ίδιοι δρόμοι – ίδιοι κύκλοι·

γαβγίζουν οι άνθρωποι – σκιάζονται οι σκύλοι,

θρηνούν μανάδες, και πού να ξαποστάσεις

όταν στη μνήμη σου μακραίνουν οι αποστάσεις.

Έτσι σκηνοθετούν το σήμερα άκριτοι κοσμοκράτορες,

βαρέθηκα τα έγκυρα - είναι όλοι προβοκάτορες

που πιάνονται απ’ τον φόβο σου και φτιάχνουν ιστορίες

κι ενάντια στους άπιστους στήνουν σταυροφορίες

από χορτασμένους με το ίδιο ήθος και παράστημα

που θα εξοντώνουν όσα τους μοιάζουν άσχημα.

Έτσι κι εγώ αφού σκιάζεσαι ξανά σε φτύνω.

Ψάχνω, λοιπόν, ό,τι φοβάσαι για να γίνω…
Γίνομαι τάφος αντάρτη στο Ιράκ και μοιρολόι στη Παλαιστίνη,

τυφλός στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη·

πεινασμένος ιθαγενής στο Μεξικό,

χίλιες επεξηγήσεις για το φόβο σου στο λεξικό,

μοναχός στο Θιβέτ – κι aboriginal στην Αυστραλία,

τζαμί καμένο από φασίστες στην Ιταλία·

εθελοντής γιατρός απ’ την Αβάνα

και παιδί στην Τεχεράνη απ’ ανύπαντρη μάνα·

νεκρός  κι  άταφος δάσκαλος στη Σομαλία,

κυνηγημένος τούρκος συγγραφέας στη Γαλλία,

εργάτης στα πετρέλαια στη Βενεζουέλα

και στο Μπέλφαστ μια ματωμένη φανέλα·

βραζιλιάνος με 8 σφαίρες   στο κεφάλι στο Λονδίνο

- τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω.

Εγώ που κάνω όνειρα κι έχω πολλά ωραία να χάσω

κάνω και την αρχή – δε γουστάρω να ησυχάσω.

 

Τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω

κι ας έχω τόσα πολλά κι ωραία να χάσω.

Κι ούτε στιγμή μη ρωτάς τι θα απογίνω,

μου φτάνει  που δε γουστάρω να ησυχάσω

(που είμαι εδώ και θέλω τη βολή σου να χαλάσω – πες μου, τι άλλο φοβάσαι)



Θα γίνω χρήστης που παλεύει για τη σωτηρία,

διψασμένος πρόσφυγας από τη Νιγηρία,

σαρίκι τυλιγμένο σε περήφανο κεφάλι

και μασάτι από αφρικάνικο ατσάλι.  

Σφαγμένο θηλυκό απ’ τους γονείς του στην Κίνα

κι ορφανό σε φαβέλα που πεθαίνει απ’ την πείνα.

 

Τι άλλο φοβάσαι πες μου και θα γίνω…

Αλγερινός που ξημερώνεται σε γαλλικά λιμάνια

και μάτια που κοιτούν από πασαμοντάνια·
τούρκος αναλφάβητος που ζει στο Γκάζι

και μορφωμένος Αλβανός που σε τρομάζει·

στο τοίχος της ντροπής stencil απ’ τον Banksy

κι ο εφιάλτης σου πριν να χαράξει.

 

Πες μου, τι άλλο φοβάσαι και θα γίνω…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:31:00 ΜΜ
Μίλα να χαρείς
Αφού ξέρεις και σκαρώνεις στιγμές και σωστά κουμαντάρεις

νά σου τώρα χίλιες δύο αφορμές τον καιρό να καλάρεις.

Φέρε τ’ ανυποχώρητα σαν γλυκό βοριαδάκι

και μίλα, μίλα να χαρείς…

Αφού ξέρεις τί απογίναν αυτοί που ψαχουλεύαν κοντά μας,

βούτα πάλι ένα μεγάλο γιατί και φόρεσέ το αρματιά μας.

Λίχνισε τ’ ασυμμόρφωτα και μη σε τρώει το σαράκι

μίλα, μίλα να χαρείς…

Μιλάω εκ μέρους μιας ισχνής μειοψηφίας

που τρώει τα λύματα της οργανωμένης κοινωνίας

κι όσοι ανήκετε σ’ αυτήν, τη γωνιά μου εδώ αδειάστε·

τραβηχτείτε, ξεχαστείτε, διασκεδάστε.

Αλλιώς τα θέλουμε κι αλλιώς τα ονειρευόμαστε τα πράγματα,

γινόμαστε μολύβι, χαρτί και προσανάμματα

Με την ελπίδα ότι κάποιος αλήτης κουρασμένος

με τη φωτιά θα νοιώσει λυτρωμένος.

Σου μιλάω, λοιπόν, και σου ζητάω με τον τρόπο μου

να μη μας βγεις φιγουρικό - φτύνω τον κόρφο μου

κι ούτε περαστικό κουφάρι που η ντροπή του το βολτάρει

στην ξεφτίλα, του βλάκα το κρυφό καμάρι.

Μίλα για τους καλλιτεχνάδες τους προσκυνημένους,

τους καναλάδες και τους ραδιοφωνάδες τους ξεφτιλισμένους,

τους πενατζήδες και τους μπλα-μπλάκηδες τους αγορασμένους,

τους φλώρους τους ψευτοοργισμένους,

τους δικαστές που καβατζώνουνε το δίκιο σου,

τους μπάτσους που γίναν πάλι ένα με τον ίσκιο σου

για τους καθηγητάδες που σε μάθαν τόσα γράμματα

και τους παπάδες με του θεού τα γάματα.

Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,

τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα,  

τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,

για τους φασίστες τους γαμομανάδες.

Για τα παιδιά που τη χωθήκανε στη νύχτα προστάτες,

για τους εργολάβους και τις απίστευτες απάτες,

τα ρουσφέτια, τα λαδώματα, τις μίζες, τις προμήθειες·

των γονιών μας, δηλαδή, τις συνήθειες.

Για τις τράπεζες, τα δάνεια και τις πιστωτικές,

και τα χειρότερα λαμόγια τις ασφαλιστικές,

για τις κάμερες και τον κινητό σου ρουφιάνο·  

κουνήσου λίγο, γιατί σε χάνω.

Έχεις τόσα να λες στον τόπο αυτό το γαμημένο,

κράτα το στόμα σου λιγάκι οπλισμένο

κι αν δε γουστάρεις να το κάνεις αλλιώς

ή δε μπορείς, τουλάχιστον – μίλα να χαρείς.

Κι αν δεν είσαι σαν κι εμένα αλήτης, μη σκιαχτείς

Τουλάχιστον μίλα να χαρείς

Μάζεψε όλα τα όμορφα και τα ασυμμόρφωτα

Στάσου κοντά τους και μίλα να χαρείς

Μίλα αδερφέ μου, μίλα να χαρείς…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:31:32 ΜΜ
Mission: N.O.W (New Orleans Wakes)

Το τέρας σκεπάστηκε με βούρκο από τη Νέα Ορλεάνη,

ήπιε απ’ το αίμα κι άρχισε να τα χάνει.

Πώς θα ξεθυμάνει (μη ρωτάς) και πού θα ξεσπάσει

απ’ το θεό του γονική παροχή βρήκε ολάκερη πλάση.
Πού να ησυχάσει Μας έδειξε ότι τολμά

να πνίξει μέσα στην καλύβα του τον  μπάρμπα Θωμά

με τα ίδια του τα χέρια, έτσι για φοβέρα.

Ο δήμιος έκοψε το πρώτο εισιτήριο στην πρεμιέρα,

άντε σειρά σου· το αμερικάνικο όνειρό σου

έγινε τάφος ορθάνοιχτος για τον αδερφό σου

 κι αντέχεις δίπλα από το πτώμα του ν’ ακούς

να μιλάει γι’ αυτόν η πουτάνα η μάνα του Μπους.

Αν σου αξίζει, λοιπόν, πέσε στο βούρκο χάμω,

θα σου θυμίσει τα κελιά στο Γκουαντανάμο,

και τον ήχο απ’ τα κουπιά στα σκλαβοκάικα,

τα μοιρολόγια τα βουβά τ’ αφρικάνικα.

Η τελευταία είναι όπως φαίνεται ευκαιρία σου

έστω και για λίγο μπρος  στην ελευθερία σου

να σταθείς και πριν το τέλος της μέρας

να πληγώσεις μια και καλή το τέρας.

Και μη μου λες ότι έχεις τον τρόπο σου

κι ότι η ειρήνη είναι τα όπλο σου.

Φτύσε τον κόρφο σου και μη σε νοιάζει το μετά.

Βάλ’ τους  φωτιά· έτσι φοβούνται τα ερπετά.

Μια πόλη σώπασε στ’ αμίλητο νερό που κυλάει.

Πνίγει τη γη της ειρήνης σου σα φλέβα που σπάει.

Κληρονομάει ο βούρκος όνειρα, τραγούδια μπρούτζινα,

μάτια κρεόλικα, καλύβια τσίγκινα.

Κι εσείς, ανθρώποι εκεί που η μοίρα καταριέται μ’ ορφάνια,

εσείς που χάνετε μια τη σιωπή και μια την περηφάνια,

τον πόνο μην παρατάτε αλλού ταξίδι κάντε τον

να πάρουν είδηση πιο πέρα κι ύστερα μπολιάστε τον

μες στα λασπόνερα, φυτέψτε τον βαθιά·

το «μη χειρότερα» βαραίνει του δικαίου τη ζυγαριά.

Είναι ζαριά ο πόλεμος κι είναι σειρά σου·  

ο Τζώννυ πήρε τ’ όπλο του και ρίχνει στη μεριά σου

δηλώσεις, χαϊδέματα, τυφώνα αδιαφορίας.

Περιμένει να λουφάξεις στη γη της απραξίας.

Μα έχεις άλλοθι γερό – πατάς στον τάφο σου

κι έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.



Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου.

Γίνε πάνθηρας και τράβα τον δρόμο σου.

Μη μου λες πως σε κρατάει η αγάπη σου,

έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.
Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου

στον Malcolm Χ να πεις την συγνώμη σου.

Στον Dr. King, στην Davis και στον Mumia

κι όσους ονειρεύτηκαν για τη δικιά σου ελευθερία.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:32:06 ΜΜ
Κάμερα στραμμένη πάνω μου

Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο

κι ένας μπάτσος δίπλα μου κατουράει σε δέντρο·  

και συγχρόνως με ρωτάει από που ‘σαι και που πας?

γιατί χαμογελάς

Κι αφού τον τινάζει ελαφρά έρχεται στο ένα μέτρο,

δείχνει στην κάμερα να ζουμάρει κέντρο·  

παίρνει πόζα και ρωτάει από πού ‘σαι και που πας,
γιατί χαμογελάς
Γιατί έτσι – έτσι γουστάρω,

κάτω απ’ του νόμου το μάτι στέκομαι και ποζάρω,

χαμογελάω – χωρίς δεύτερη σκέψη,

αλλιώς ρουφιάνε θα μου σαλέψει.

Μπήκες στο σπίτι μου και στη δουλειά μου,

στο σχολειό, στο κρεβάτι μου και στη κοιλιά μου,

στα όνειρα μου – ξέρεις τι αγοράζω και τι πουλάω

- μη με ρωτάς, λοιπόν, γιατί χαμογελάω.

Γιατί έτσι – απλά γουστάρω·

στα σοβαρά δε πρόκειται ποτέ μου να σε πάρω.

Θα σπάω πλάκα με τη μεγάλη σου ανασφάλεια,

όσο μαλάκα θα με κλειδώνεις για ασφάλεια

προς την κοινωνία την αγνή μη διαφθείρω,

θα με κυκλώνεις με χίλια μάτια γύρω

να ζαλίζομαι και κουρασμένος να σου αφήνομαι.

Ρουφιάνε, πνίγομαι – γελάω, γιατί θίγομαι.

 

Εντάξει, ποτέ δεν ένοιωσα ελεύθερος·

ακόμα και σ’ αυτό έρχεσαι δεύτερος.

Πρώτα με στρίμωχνε η λογική μου,

όμως τα βρίσκαμε ήταν δική μου.

Εσύ από ποιο χρονοντούλαπο ξεφύτρωσες,

γιατί μ’ ανέβηκες στη πλάτη και με κύρτωσες,

θαρρείς μέ γλίτωσες – θα στο φυλάω,

θα σε τρελάνω - θα σου χαμογελάω.

Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο

κι ένας μπάτσος μου ‘ρχεται στο ένα μέτρο

παίρνει πόζα και ρωτάει από που ‘σαι και που πας?

γιατί χαμογελάς?

 

Στο ‘πα και πριν – γιατί έτσι γουστάρω,

φτιάχνω χαμόγελο στη φάτσα μου και σου ποζάρω.

Γράψε με βίντεο να με κολλήσεις στο τοίχο·

κι αν είναι λίγα τα πειστήρια και θέλεις και ήχο,

στήσε αυτί όταν χτυπήσει το κινητό μου

– έτσι θα ξέρεις το κάθε μυστικό μου.

Έχω και στον σκληρό μου δίσκο κάτι αρχεία,

μ’ αν μπεις στο σπίτι μας, κάνε λιγάκι ησυχία.

Έχω ένα σκύλο που χιμάει στους ρουφιάνους μόνο·

μου ‘φερε παρτάλια έναν πριν από κάνα χρόνο

κι εκείνος δε μου γέλαγε – ακόμα τον ράβουν.

Πες τους να ’ρθουν γελαστοί, λοιπόν, να με συλλάβουν

- ξέρεις - εκείνοι που τρελαίνονται για τους μικρομπελάδες

που όσοι δε ‘γιναν μπάτσοι είναι σεκιουριτάδες·  

εκτός κι αν αναλάβουνε που λες οι ειδικοί

κι έρθουν κατάσκοποι ψυχροπολεμικοί.

Ω! ρε, γλέντια - για ένα χαμόγελο μου

μπορεί και να τρυπώσετε και μέσα στ’ όνειρό μου.

Κι αν με χαλάσετε και δε χαμογελάω

θα βγάζω τον ανίκητο και θα σας κατουράω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:32:35 ΜΜ
Πίσω στους δρόμους
Τέλος στην ανακωχή των δειλών,

επιστροφή στα πεδία των μαχών,

πίσω στους δρόμους με χρόνια στους ώμους,

να ξαναγράψουμε όσους η ιστορία  μας έκλεψε κι έκρυψε τόμους.

Πίσω στους δρόμους μ’ άγραφους νόμους και συνέπεια

για οποίον παλεύει μ’ αξιοπρέπεια.

Κόλλα στην παρακμή τους πάνω σα βρώμικη βδέλλα

από τις όχθες του Ευφράτη ως τα μέρη του Μαντέλα,

από την βόρεια Κορέα ως την Τσιάπας,

απ’ την Μελβούρνη στο Αλγέρι, στο Καράκας,

απ’ το Πεκίνο στην Αβάνα και στη Ρώμη

κι αν προσκυνήσαν κάποιοι – βαστάν οι δρόμοι.

Αν σου ‘χει μείνει καμιά ρίμα ζωντανή, άντε ξεστόμισ’ τη·  

ας είναι αδούλευτη, ας είναι αλόγιστη,

ας είναι βλάσφημη - το ανάστημα της θα υψώσει

κι από το λήθαργο μπορεί να σε γλιτώσει.

Μικρέ κι ακίνδυνε, ξαναβρές τον προορισμό σου·  

φέρε κοντά στο στόμα το μικρόφωνο, τον οπλισμό σου

και μίλα για τα πιο όμορφα, τα δρόμικα

που ούτε στιγμή δε ζευγαρώσαν με τα βρώμικα.

 

Ονειρεύομαι μια μέρα μια επανάσταση

που το δίκιο θ’ αναλάβει την κατάσταση.

Γροθιές σ’ ανάταση χωρίς παράταση,

η βλακεία σ’ ανάπαυση και τέλος η παράσταση.

Μάτια αδερφωμένα στα πάντα στραμμένα

και της ζωής τα όμορφα όλα φανερωμένα

χωρίς τρικ πολιτικά κι επινοήσεις,

ραμμένα στόματα κι ανάλαφρες ειδήσεις.

χωρίς φήμες, χωρίς τρίτους ή τέταρτους κόσμους,

χωρίς προστάτες και μπάτσους στους δρόμους,

χωρίς στρατόκαυλους κι οργισμένους δήθεν πολίτες,

χωρίς φλώρους που την είδαν σ’ ένα βράδυ αλήτες.

Ονειρεύομαι τους δρόμους χωρίς άσκοπη βία

κι έχω πλήρη συνείδηση και πλήρη αφοβία

κι αν με φάνε κάνα βράδυ οι φοβισμένοι,

η συνέχεια είναι ήδη γραμμένη και περιμένει.

Πάρε φόρα, λοιπόν, ψάξε και γύρισε.

Κι αν δε πιστεύεις, άγγιξε, μύρισε.

Κάνε υπομονή γι ‘αυτή τη μέρα·  

απλά αναβλήθηκε - δε ματαιώθηκε η πρεμιέρα.

Τέλος σ’ ολάκερης της γης τα πέρατα,

τέλος οι φήμες, ο φόβος, τα σημεία και τα τέρατα.

Τέλος κι η ομοψυχία των φοβισμένων,

έφτασε η ώρα των ξεχασμένων.

Γείρε πάνω στα μικρά παιδία και μιλά τους,

για την αλήθεια μοιράσου τη δίψα τους·  

κι ας πληθαίνουν συνέχεια οι εχθροί σου,

εσύ το βιολί σου – μείνε για πάντα μαζί σου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:33:03 ΜΜ
Τα εξ αμάξης (μέρος 2ο)
Βαρέθηκα να βλέπω αρσενικά σκυφτά

να κουτσοβγάζουν τη ζωή τους στα κλεφτά.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά σαράντα χρόνια έφαγα περίπου

και μαλάκες γνώρισα παντός καιρού και τύπου.

Όλα τα λουλούδια του κήπου τα μύρισα,

ποτέ όμως δε νοστάλγησα και πίσω δε γύρισα

και μουσαφίρισσα κάποια φορά είχα την τύχη,

όμως τη διώχναν άρον άρον οι επόμενοί μου στίχοι.

Σαν ν’ ακούω τη ζωή να ξεροβήχει δίπλα στ’ αυτί μου

και να με κράζει για ό,τι είχα μαζί μου,

μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,

γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.


Τα εξ αμάξης, πάντα θ’ ακούς τα εξ αμάξης

κι αν δεν αλλάξεις, θ’ ακούς τα εξ αμάξης.

Θ’ ακούς, θέλεις δε θέλεις, θ’ ακούς·

η πολυτέλεια της σιωπής χάθηκε με τους καιρούς

τους πονηρούς κι από δω κι εμπρός όσα δε βάζει ο νους

θα πει το στόμα μας σε βασιλιάδες γυμνούς.

Θ’ ακούς – θέλεις δε θέλεις τα φυλαγμένα μας

και μην τολμήσεις να πατήσεις τα σπαρμένα μας

κι ούτε λεπτό μπροστά στ’ ανέγγιχτα να μην αράξεις.

Κάπου εδώ αρχίζουν πάλι τα εξ αμάξης.


Βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια για λεφτά,
για επιχειρηματίες σύγχρονους εγκληματίες

με χόμπι τα τελειώματα και τις αυθαιρεσίες,

για εργατοπατέρες με έργα και ημέρες πάλι,

νομάρχες και δημάρχους με κούφιο κεφάλι

σφραγισμένους σε παράξενα και ξεπεσμένα λόμπι·

ατέλειωτη, σου λέω, η νύχτα με τα ζόμπι.

Δεμένοι κόμποι, καμένα μυαλά με χέρια άδεια.

Ο χάρος πάνω από την πόλη μας δουλεύει διπλοβάρδια

κι εσύ όλο χάδια, αστέ καλομεγαλωμένε,

γελάς αμήχανα δίπλα σ’ αυτούς που κλαίνε.

Κι εγώ βαρέθηκα να βλέπω συνέχεια για όλα αυτά τριγύρω

κι ό,τι μου δώσαν ευχή, εγώ κατάρα θα το σύρω  

κι όπου δεις μπροστά σου φως, στάσου και χτύπα

- γιατί είναι λίγα, είναι λίγα όσα είπα.

Ο καθένας σας θα κρύβει άλλα τόσα,

μα που να φτάσουν απ’ την καρδιά στη γλώσσα.

Ντροπή καμπόσα δίνεις δύναμη σε ψεύτες και φελλούς

για να δοκιμάζεις τους καλούς.

Και για φαντάσου, ρε, σα τα μούτρα τους να γίνω

κι από τις τύψεις μου τους γύρω μου να φτύνω,

να έχω ένα αμάξι κωλοφτιαγμένο μοντέλο

και το κεφάλι μου σαν παρακμιακό μπουρδέλο

που να ‘χει πελάτες και πλάτες τους πάντες,

καλοστημένες και νομοταγείς απάτες.

Γινήκαν μάγκες πριν από δέκα χρόνια κάποιοι,

έμεινε ό,τι έπρεπε και φύγανε οι σάπιοι·

οι σάπιοι τώρα ειρήνη, ενότητα κι αγάπη

και διασκεδάζουν όλοι ενάντια σε μένα το σατράπη,

μα στο κιτάπι γράφονται όλα, γι’ αυτό εσύ ν’ αλλάξεις,

αλλιώς θ’ ακούς καιρό τα εξ αμάξης.  
Μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,

γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.

 

Καμιά φορά μου φαίνεται ό,τι κι αν ακούς

τα τσουβαλιάζεις όλα με τους ίδιους κωδικούς

κι αν αδικείς μερικούς, δε σου καίγεται καρφί

φτάνει να έχεις μ’ όσα φαίνονται επαφή

ομαδική ταφή ονείρων, πλάνων, σχεδίων·

η πόλη σου έγινε το απάγκιο των αχρείων

και των γελοίων. Ήδη η πλεκτάνη είναι στημένη·

μπορεί για σένα κάπου εκεί να περιμένει.

Συνήθεις άκυρος, μπορεί και βολεμένος

ή και εγκέφαλος ολίγον πειραγμένος

- πάντα χαμένος σε κενά και μεταλλάξεις,

γι’ αυτό χαρά μας να σου λέμε τα εξ αμάξης.

Γιατί κάποτε μου ορκίστηκες πως δε θ’ αράξεις

κι άμα το κάνεις κι ανταμώσουμε να τις αρπάξεις.

Εγώ θα κάνω όλα όσα συμφωνήσαμε,

τώρα αρχίζει ο πόλεμος όσα είπαμε, είπαμε.

Κατάλαβέ το, ο δικός σου ο θεός

σε ό,τι κάνω από δω και μπρος θα κάτσει εκτός

από εμάς σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς.

Το μόνο σίγουρο είναι πως θα συνεχίσεις ν’ ακούς…
τα εξ αμάξης.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:33:41 ΜΜ
Δέσε κόκκινο πανί
Δένω κόκκινο πανί πάνω στο χέρι μου σήμερα,

ήρθαν τ’ άγρια να διώξουνε τα ήμερα

από μέσα μου - φόρος τιμής σε κάθε κώδικα

που πολεμάει στις υπόγειες στοές του τυφλοπόντικα.
Δένω κόκκινο πανί στο χέρι μου και τραγουδάω

πριν πάρω εκδίκηση τη ρίζα μου κοιτάω

– καλά κρατάω·  ξένος με τις εποχές γερνάω

κι ό,τι κακό φανερωθεί, δεν το ξεχνάω.
Δένω κόκκινο πανί απόψε δίπλα του πόνου,
γιατί το αύριο συλλαμβάνεται στην μήτρα του χρόνου.

Είναι γνωστό σημείο αυτό κι είναι το έσχατο

ας τους να θάβονται – πρόσεχε πέρνα το.

Δένω κόκκινο πανί στα περήφανα καράβια

που ήρθαν στο απάγκιο μου σα φοβισμένα κουτάβια.

Δένω κόκκινο πανί στα λόγια που αγοράζουν μόχθο

και στη χλεύη όσων αντιστέκονται απ’ τον όχλο.
Δένω κόκκινο πανί σ’ ό,τι χωρούν οι παρενθέσεις

και στους ακίνδυνους με τις ήπιες διαθέσεις.
Δένω κόκκινο πανί και σπάω το καλούπι,

σε κάτι πιο σπουδαίο ελπίζω δεν το κουνάω ρούπι.


Δένω κόκκινο πανί - πάνω στο χέρι μου όταν θεριεύω

Δένω κόκκινο πανί - κάθε φορά που το δίκιο γυρεύω

Δένω κόκκινο πανί - στα ευκολοχώνευτα και στ’ ανίδρωτα

Δένω κόκκινο πανί - στις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα

 

Ρίχνω κόκκινο πανί στο χάσμα αυτό που μεγαλώνει

κι ευτυχώς η ξεφτίλα δεν το γεφυρώνει.

Ρίχνω κόκκινο πανί σ’ ό,τι αφήνεις στην τύχη
κι ανασαίνω δυνατά να πέσουν όλοι οι τοίχοι.

Βαστάω κόκκινο πανί για να θυμάμαι να μη φύγω.

Το σκοτάδι είναι μια μέρα που θα γεννηθεί σε λίγο.
Ρίχνω κόκκινο πανί στον πιο μικρό εαυτό σου

που ποτέ δεν περιφρόνησε  το πάθος στ’ όνειρό σου.

Γιατί δεν ήθελε να γίνεις σκλάβος στον ξύπνιο σου,

σου ‘δεσε κόκκινο πανί σ’ ό,τι έχεις γύρω σου

να βλέπεις πάντα και ν’ ακούς εκείνους που σιωπούν·

η κόλασή τούς περιμένει εκείνους που λαμποκοπούν.
Δέσε ένα κόκκινο πανί στον αριστερό καρπό σου

στη μάχη να ‘χεις να σκουπίζεις και το μέτωπό σου.

Δέσε κόκκινο πανί σ’ αυτό που θέλει να σε λευκάνει

κι έχε το νου σου θέλει να σε ξεκάνει.


Δέσε με κόκκινο πανί το καθαρό και το θολό

και τα δυο δίδυμα αδέρφια – τον άγιο και τον αμαρτωλό.
Δέσε κόκκινο πανί και σφίξε αλύπητα
τις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:34:15 ΜΜ
Άμοιρε γείτονα

Όταν χορταίνουν οι ποιητάδες,

αλλάζουν ρότα κι όλες οι αράδες

που ξεφουρνίζανε·
                                      Κάποιοι βαθαίνουν στον μικρό τους εαυτό.

κρυφοαπαγκιάζουνε σε μέρη κρύα

και καλοπιάνουνε την ιστορία

με όσα βρίζανε.
                                      Κι είναι γνωστό το παιχνίδι αυτό…

Όταν σωπαίνουν τραγουδιστάδες,

σιχαίνομαι όλες τις Έλλάδες

που εσύ φαντάστηκες·
                                      Μα τι να κάνω πια δε μπορώ.

κι αν σ’ αβαντάρουνε πάλι παράδες,

ζήτα συγνώμη απ’ τις μανάδες,

αφού ξεθάφτηκες.

Γύρω μου βλέπω σκουπίδια σωρό.

Όταν στεγνώνουνε τα πινέλα,

βγάζει ο χρόνος τη μασέλα

κι ανακουφίζεται -
                                      Κι ο κόσμος μοιάζει τυφλός,

όσο ο ζωγράφος στη μοναξιά του

αγγίζει λίγο το μουσαμά του

κι αυνανίζεται.
                                      απ’ το τίποτα λούζεται φως.

Όταν κλαίνε οι θεατρίνοι

πριν την αυλαία στο καμαρίνι,

η νύχτα σκιάζεται
                                       το σκοτάδι σέρνει φόβο κι εκεί

και σου θυμίζει πως στο σανίδι,

ο έρωτας γίνεται μόνο παιχνίδι

- δε σε χρειάζεται.
                                      ν’ άλλη μια φυλακή.

Όταν φαντάζονται οι γραφιάδες,

εγκαινιάζουν νέους καιάδες

- κράτα απόσταση.

                                      Τα γραφούμενα τέρατα άφταστα

Όταν γεμίζουνε οι φυλλάδες,

κρύβεται πίσω απ’ τις συστάδες

ψέμα με υπόσταση.
                                      κι όνειρα σκοτώνονται άπιαστα

Όταν ακούς στα ραδιόφωνα

δικαστές που έχουν μικρόφωνα,

φώναξε «ένοχος»!
                                      μπροστά στις βρώμικες φωνές

Έτσι χαλιούνται για όσα σκάρωσαν

και ξενερώνουν που δε σε σταυρώσαν·

χάνεται ο έλεγχος                        -μ’ ακόμα φταις        

 

Δεν αντέχω πια να σε βλέπω έτσι γείτονα –          τα πάντα ανέχεσαι

Κάποτε ορκιζόμουν ότι θα σε γλίτωνα –      και τώρα κλαίγεσαι

κι όμως λυγίσαμε, κοιτά πως γείραμε –      όσο κι αν σε στρίμωχνα

Αντί δυο ζωές, δυο φάσκελα πήραμε –       άμοιρε γείτονα        

 

Όταν φοβάσαι το αφεντικό σου,

ξέρεις ποιο είναι το μερτικό σου,

γι’ αυτό μη βιάζεσαι
                                                Είσαι σαν όλα τ’ άβουλα σώματα

Όταν αγγίζεις τον ουρανό σου,

γίνεσαι ένα με το θεό σου

κι εξουσιάζεσαι.
                                                και πέφτεις – πέφτεις στα γόνατα.

Όταν του διάολου δεις το χέρι,

κάπου προσεύχονται καλογέροι

μόνο για πάρτη τους.

                                                Με δανεικές προσευχές

Κι όταν μιλάνε οι δεσποτάδες,

σκάβουν στη κόλαση χαραμάδες,

βγάζουν το άχτι τους.

                                                γεννιούνται μόνο ένοχες.

Όταν μιλάς για λευτεριά,

κοίτα και λίγο απ’ τη μεριά

εδώ που βρίσκεσαι.
                                                 Η σκέψη για ελευθερία είναι ανθός,

Μπορεί να σου ‘βγαλαν τις χειροπέδες,

όμως σου κρέμασαν τρεις τενεκέδες

κι ούτε που θίγεσαι.

                                                 η ελευθερία όμως, είναι καρπός.

Όταν στη γη σκάβονται αυλάκια,

κάποιοι θάβουν μέσα φαρμάκια

κι εσύ τα ρεύεσαι.

                                                Τις ρίζες φαρμακώνουνε,

Κι όσο μολύνουνε το νερό σου,

διασκεδάζεις με τον καιρό σου

κι ονειρεύεσαι.

                                                οι ίδιοι παντού σε στριμώχνουνε

Κι όταν θα μοιάζεις με τάφου πλάκα

να μη σ’ ακούσω ποτέ μαλάκα

να μου κλαίγεσαι.

                                                κι αναρωτιέμαι πως θα σε γλίτωνα,

Γιατί καυχιέσαι ότι έχεις τρόπο

να επιβιώνεις σ’ αυτόν τον τόπο

τα πάντα ανέχεσαι…  
                                                άμοιρε γείτονα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:34:45 ΜΜ
Να ‘ρθεις να με βρεις
Έμαθα πως ξεμυτίζεις γεμάτος φιγουρέματα,

γουστάρεις, λέει, παινέματα· ή μου ‘πανε ψέματα

τα κακόχυμα στόματα

που φτύνουν χολή και μαραζώματα,

τα όρθια πτώματα με τα χλωμά τους χαμόγελα

- για πάρτη τους να σκάψω πρώτος πως θα το ‘θελα.

Μα αν είναι αλήθεια ότι άντρεψες και σφίγγεις τα γκέμια σου

κι ότι ξεθάρρεψες, δεν τρέμουν πια τα χέρια σου,

τράβα για ‘δω - φύγε λίγο απ’ τους χαρούμενους,

τους δειλούς και μισερούς γραμματιζούμενους.

Κι αφού έχεις κάνει την οργή σου ψωμοτύρι

- τι ωραία που θα’ τανε να σε είχα μουσαφίρη·

να σε φιλέψω λίγο φόβο του καιρού,

να πάρεις πάλι πίσω τη χλομάδα εκείνη του νεκρού.

Γι’ αυτό από δω αν περάσεις με παρέα ή και χωρίς

… να ‘ρθείς να με βρεις

 

Τόσα χρόνια ξέρουν όλοι που απαγκιάζω,

που καμώνω τα τρελά και τα μοιράζω.

Κι ότι ζυγιάζω τα πολλά με τ’ άνοιαστα,

κι ότι φωνάζω για τ’ αγρίμια όλα τ’ άπιαστα.

Εγώ, όμως, ξέρω τί μάς κρατάει μακριά από την αραχνίλα

κι ότι από τύψεις δε ζυγώνει η ξεφτίλα.

Κι αν κανείς ξεγελαστεί και την δει αρσενικό

και νομίζει ότι έχει της λύτρωσης τον κωδικό,

θα το κρατήσω μυστικό, αφού το διασκεδάσω.

Κι αν απ’ όλους είσαι εσύ, επιτέλους θα ξεσκάσω.

Και μην τα ρίξεις αλλού, μιλάω σε σένα·

μη ψάχνεις γύρω παντελόνια μουσκεμένα.

Μισείς εμένα – το γιατί δεν παίζει ρόλο,

το σαράκι μου σε τρώει· κι αν έχεις κώλο,

ρίσκαρε το αφού λες ότι μπορείς

κι έλα … έλα να με βρεις.


Άκου σιγοσφυρίζουν μοιρολόι

για σένα κι όλο το μυρμηγκολόι·

κι αν ψάχνεις τέλος ηρωικό να το χαρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.

 

Τέλος υπάρχει ωραίο και για τα γούστα σου.

Εγώ ξέρω από που κρατάει η σκούφια σου

μην καμώνεσαι τον ξένο κι όσο είναι νωρίς,

να ’ρθεις να με βρεις.



Πάρε το μίσος παραμάσχαλα, γέννημα σκύλας,

απ’ τα ορμητήρια της ξεφτίλας·

πελαγωμένος, σαστισμένος κι αφού λες πως μπορείς,

να ‘ρθεις να με βρεις

 

Κοίτα, να μην τρέμει το χέρι σου

όσα με μίσησαν κάνε μαχαίρι σου

και αφού σ’ το λένε κι έγινες άντρας θαρρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:35:22 ΜΜ
Απλά, μαγεμένα και θολά

Παλιά σε μια μικρή αγκαλιά
την έβγαζες χωρίς να πεις μιλιά.
Κι απλά, περνάγατε καλά
με μάτια μαγεμένα και θολά.
Περάσανε χρόνια και χρόνια  

Κι όλα τα λάθη μπήκαν στην σειρά τους.

Σα μεθυσμένα γυρνάν χελιδόνια

να ξαναβρούνε τη λασποφωλιά τους.

Περάσανε μάτια και μάτια και με τον ήχο της πόρτας χαθήκαν

Όσα μας μάθαν απ’ έξω κρεβάτια
ό,τι μισήσαμε μετά μοιραστήκαν.

Περάσανε ευχές και κατάρες

και κλειδώσανε καρδιές μαγκιώρες
κι όσες γρατζουνούσα κιθάρες,
πονούσανε μαζί μου ώρες ώρες.

Περάσανε πολλά και λίγα
και μ’ ό,τι είχα την έβγαζα καλά·    
μέχρι ένα βράδυ που μου ‘ρθε και πήγα
– πήγα να πετάξω ψηλά.

Γεννήθηκα στην άκρη του κόσμου,
πιο κάτω  μου ‘λέγαν ζούσε κάτι σκοτεινό.
Μια νύχτα του φώναξα δόσ’ μου,  δόσ’ μου
έναν ήλιο μικρό, φωτεινό
να τον φυλάξω στη μικρή μου παράγκα
για να ‘χω κάτι που ελπίζει μαζί μου,
μήπως και γουστάρει να με κάνει μάγκα
τα σηκώνει, ρε, όλα αυτά το πετσί μου.
Κάποια απ’ το μυαλό μου δε χωνεύει

κι άντε να βρω δρόμο να το αποφύγω.

Έχασα τόσα και κάθε τόσο ο νους σαλεύει,

δυο γκριζογάλανα μάτια  τον καημό μου είχα να πνίγω.

Έχω, είχα και θα ‘χω να θυμάμαι
τόσα καλά όσες κι οι ανάσες που ‘χω πάρει.
Κι όπου κοιμάμαι κι όπου και να ‘μαι,
έχω τ’ απλά και τα ωραία μαξιλάρι.
Κι όμορφα χρόνια περάσαν·    

τ’ άλλα γάμησέ τα έχουν πεθάνει πιο πέρα.

Όσοι μας θέλαν ευτυχισμένους μάς γεράσαν.

Μ’ άντε να πούμε στη ζωή το πολύ μια «καλησπέρα»

Έχει δρόμο πολύ μέχρι να δύσει - μη σε πείσει -  

να μαζευτείς, γιατί η νύχτα πέφτει.

Η κλεψύδρα μέχρι τη μέση έχει γεμίσει

τούμπαρέ τη κι ας σε πούνε κλέφτη.
Έχω πολλά να πω· από πού ν’ αρχίσω

Βοήθα κάτι θα θυμάσαι από τον ταραγμένο διάβα μου.

Εσύ μάλλον θα τους πεις την αλήθεια·    

εγώ ακόμα γλεντάω με τη λάβα μου.
Όμως, στα υπόγεια γουστάρω κι έχω γειώσει,
τα παράξενα με τα ωραία παντρεύω

κι όποια κουφάλα βαλθεί να με τελειώσει

να φοβάται όταν γελάω και δε σαλεύω.

Τι άλλο να σου πω Θα τα πάρω μαζί μου.

Κι όταν λίπασμα για ένα δέντρο θα γίνω,

έλα να τ’ αγγίξεις να βρεις την αρχή μου

– εγώ δεν πάω ψηλά, εδώ θα μείνω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:36:22 ΜΜ
δεύτερη μέρα

Μακριά απ’ τις άφωνες οργές κι απ’ τους άηχους παλμούς,

τις βυθισμένες καρδιές σε μαρασμούς (κι όλα όσα βάζει ο νους),

μια σφραγισμένη μνήμη με πεισμώνει

σαν σπόρο που ονειρεύεται κάτω απ’ το χιόνι.

Αναθυμάμαι πως ξόδεψα μια ολάκερη νιότη

σαν μια γουλιά ή απλά σαν τη μέρα εκείνη την πρώτη

κι ότι δε στάθηκα δίπλα στη σιγουριά μου

και με την πλάτη στον ήλιο να βλέπω μόνο τη σκιά μου.

 

Ευτυχώς μοιράστηκα και πήγα πιο βαθιά απ’ τα λόγια μου

κι οι ρίζες φέρανε φωτιά στα πόδια μου.

Τι ωραίο βάθεμα!  Ήθελε η γη σα μάνα να με κρύψει

κι εγώ έγινα το ανήκουστο που σας γεμίζει θλίψη.

Κι άρχισα καταιγίδες να μαζεύω μες στο δίχτυ μου

και να κοιμάμαι μόνο στην ομίχλη μου,

να σκοτώνω νέα τα τραγούδια μου στα χείλη μου

για να ζήσουν στις καρδιές σαν φίλοι μου.

Εγώ απ’ την άλλη – πάντα ήθελα κάτι ν’ αλλάξει

γιατί κάποιοι με μετρούσαν με την πιο μικρή μου πράξη.

Μα ενός καλού κι ενός κακού έπονται μύρια,

όσες φορές είδα την άμπωτη, είδα τόσες την παλίρροια.

Κάθε χειμώνα αρνιόμουν την άνοιξη κι εκείνη δε μου θύμωνε·

αργούσα λίγο –  πάντα περίμενε

να μου ευχηθεί τα πιο όμορφα και να βαστάω γερά,

γιατί το ψέμα  ξεδιψάει σε στάσιμα νερά.



Δεύτερη μέρα της ζωής  χωρίς φοβέρα

κι άκου θρηνούνε οι δειλοί την πρώτη μέρα.

Μα εγώ σφαλίζω μέσα μου  τ’ αγιάζι τ’ αυγινό

κι απ’ το ριζοχωμα μετρώ μια σπιθαμή ουρανό.

 

Η πρώτη μέρα ήτανε όμορφη στην antiterra

όμως, η δεύτερη σίγουρα φέρνει φρέσκο αέρα.

Γι’ αυτό αφήνω το παράθυρο ανοιχτό προς την ανατολή

της λησμονιάς να μου φωτίσει το κελί.

Και το πολύ πολύ να βρουν οι μύγες τον καιρό τους

Και ‘πουν, χαλάλι, όλα έχουν τον κρυφό σκοπό τους

Αντρίκειοι νόμοι, παλιοί και αιώνιοι, στέρεοι

Και εμείς μπρος στο λογάριασμα είμαστε ακέραιοι

Της κάθε μέρας θάματα, όμορφα πράγματα – σκέψου·

σκέψου με τι πάθος θα φύγουν τα γεράματα.

Αντρόπιαστα οράματα με κεφαλαία γράμματα

και για τη γούνα μας κανείς δεν έχει ράμματα.

Η βλασφήμια έγινε η υφάντρα του λόγου μας

και ‘μεις του λόγου μας ντουγρού στο δρόμο μας.

Κι αν η ζωή πριν απ’ το τέρμα μας αφήσει,

κάποια μάνα στη φωτιά θα μας ξαναγεννήσει.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:36:48 ΜΜ
Πρώτες Στιγμές
Χιλιάδες χρόνια για του ανθρώπου τ’ ανώφελα·  

ντροπές και τύψεις τυλιγμένα ασημόφυλλα.

Μεγάλη προίκα μας, αιώνια η πίκρα μας.

Όσα αγαπήσαμε πεθάνανε δίπλα μας

Γλεντάς την ήττα μας κι ο όχλος γύρω σε παινεύει·

των αθανάτων που επικαλείσαι σέρνεις τη χλεύη.

Μου λες τα λόγια πέφτουν σαν ευλογία,

μ’ από όταν σε θυμάμαι είσαι μόνιμα σε αργία.

Σαστισμένος και μόνος προσπαθείς να σβήσεις,

τον φόβο της καρδιάς μπροστά στις αναμνήσεις.

Το ξέρω και το ξέρεις είναι λίγα τα κρασιά σου,

δε πάει χαμηλότερα απ’ την απελπισιά σου.

Σαν τη σκιά σου έρμαιο και χωρίς βούληση ζώο·

δεν ξεγελάει κανέναν πια το ύφος σου το αθώο,

γιατί κάποιοι ζούμε της ζωής τ’ αγνώριστα

- μέσα μας φώλιασαν ζευγάρια της αχώριστα.

 

Υπάρχουν φόβοι που σε κάνουν να θες

να βυθίζεσαι πίσω στο χθες

και ντροπές που σου λερώνουν τα χέρια.

Μα ό,τι κι αν κάνεις, φίλε μου, θες δε θες,

ακόμα ζούμε τις πρώτες στιγμές

που μες στο σύμπαν ορδές σκορπιστήκαν τ’ αστέρια.

 

Ακόμα ζούμε τις στιγμές που αρχίσαν όλα με σκόνη.

Τ’ αστέρια σκόρπισαν σαν πεθαμένοι προγόνοι

κι ακολουθούν το απελπισμένο σου στον κόσμο σεργιάνι,

τον ίδιο φόβο να ψαρεύεις στο σύμπαν πυροφάνι

πότε κρυφά ή φανερά πάντα κακόγουστα,

ξοδεύεσαι εύκολα επικίνδυνα ασυλλόγιστα·

ρεύεσαι τις αντιρρήσεις σου πίκρες φαρμάκι

κι οι αντιφάσεις σου θαμμένες σαν ξεχασμένη νάρκη.

Στον κουρνιαχτό που αφήνουν πίσω τα καμώματά σου

και στριμώχνεται στου χρόνου το φαράσι – φαντάσου.

Αν δε βαστάει όνειρο η φτιαξιά σου,

γι’ αυτό δεν πάει χαμηλότερα απ’ την απελπισιά σου.

Στο ‘πα και πριν στο ‘πα ξανά και μέσες άκρες

θα σου τα λέω απαράλλαχτα, φτηνές ατάκες

πως κάποιοι ζούμε της ζωής τ’ αχώριστα

που μες στις πρώτες τις στιγμές κρύβονται αγνώριστα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:37:18 ΜΜ
Σκυλογιοί
Λέω να τη χωθώ ασυμμάζευτος, απόψε το βράδυ

σε φωτισμένα παραθύρια που κρύβουν το πιο πολύ σκοτάδι·  

στα αποκούμπια της μιζέριας, στις παραδομένες σκέψεις

και στ’ ακαθόριστα με βλέψεις·  

στα ευκολομάσητα, στα κουρελοδουλέματα

γαμώντας την αλήθεια τους, γαμώντας και τα ψέματα,

εκδίκηση ζητώντας για τις φωνές τις τσακισμένες

για όλες αυτές τις ομορφιές τις στοιβαγμένες.

Κι ας μου χρεώσουν κι αλλά αλήτικα φερσίματα

οι αλαφροΐσκιωτοι με τα πικροπατήματα.

Θα μπω, λοιπόν, να ψαχουλέψω στα χωράφια τους,

θα ξεράσω στα αρχεία και στα ράφια τους,

μηνύματα θα αφήσω στους τοίχους με το αίμα μου

και για να μάθουν την αρχή θα δω το τέρμα μου.

θα τους ποτίσω δηλητήριο απ’ τη σοδειά τους

θα κόψω πρώτα το κεφάλι απ’ τη σκιά τους

χίλια κομμάτια θα κάνω τα λόγια τους τα πετρωμένα

και θ’ ανοίξω κάποια στόματα φραγμένα.

Βροχή από σύννεφα θα γίνω σκουριασμένα

για να χαρούν χιλιάδες μάτια αδερφωμένα.

Και πως θα γίνουν όλα αυτά ρωτάς και σκιάζεσαι

κι αν δεν γλιτώσεις, μου λες - τάχα μου νοιάζεσαι.



Μη σκας  -  απλά τραβήξου απ’ τη πηγή.

Εκεί ακόμα ξεδιψάνε οι σκυλογιοί.

 

Ό,τι έχω μέσα μου, δεν είναι μίσος για τις  κουφάλες

είναι το δίκιο μου το ηλιόχαρο που δε κουρνιάζει σε αγκάλες.

Είναι η μαγεία που ανταμώνω στην αμιλησιά μου

και με σέρνει πιο κοντά στα συγκαλά μου.

Έτσι μπορώ και μέ θυμάμαι και όλα τα ζυγιάζω

και νοιώθω έτοιμος, όταν κι εμένα τρομάζω.

Πίσω στο θέμα μας έχουνε μείνει λίγοι στίχοι

και δε γουστάρω να τα αφήνω  όλα στην τύχη.

Θα με οδηγήσουν, λοιπόν, σπεκουλαδόροι κι άνοιαστοι δούλοι

εκεί που χώνεται η ξεφτίλα ως το μεδούλι.

Κι ας βρεθώ μια δρασκελιά  απ’ το τίποτα θ’ αντέξω·  

χειρότερα απ’ τα χθες δε γίνεται να μπλέξω.

Νους ξεθολωμένος σε πόρτες φραγμένες,

μουλαρίσιο πείσμα αντίκρυ σε ντροπές γαντζωμένες

φτάνει μια φτυσιά μπαρούτι σ’ όλα τα δειλοστραμμένα

και ξεμυτίζουν - τα καταχωνιασμένα.

Και πως θα γίνουν όλα αυτά-  ρωτάς και σκιάζεσαι

κι αν δεν γλιτώσεις, μου λες - τάχα μου νοιάζεσαι.

Μη σκας - απλά τραβήξου απ’ τη πηγή,

εκεί ακόμα ξεδιψάνε οι σκυλογιοί
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:37:45 ΜΜ
Ντιριγκόου Ντιριμπάι
Κοιμήσου, γέρνω μαζί σου - φύλακάς σου θα ‘μαι και μαξιλάρι·

μη ξεχάσεις μόνο να πεις ντιριγκόου  ντιριμπάι.

Κι άσε τ’ όνειρο να σε βάλει μέσα απ’ την άκρη του στα κρυμμένα

και τα φιλιωμένα που έταξε σε μένα να μην παν χαμένα να στα δώσει εσένα.

Φωτισμένα τοπία αλέκιαστα της μνήμης στέκουν εκεί αξεπέραστα

και τους ανθρώπους με σκούρα χρώματα πάνω στα χώματα βάζει αταίριαστα.

Αγέραστα - κοίτα και θαύμασ’ τα - κι από τον ήλιο μένουν αδάμαστα

νερά τρεχούμενα σαν τα μελλούμενα που ζωγραφίζουνε μεγάλα θάματα.

Πλάσματα λένε άσματα για ξωτικά, μάγισσες και θρύλους

για μαύρους ήλιους, κόκκινα αστέρια, τρανούς ιππότες που φοβούνται μύλους,

γάτους και σκύλους παπουτσωμένους, αιώνιους φίλους προδομένους,

για πειρατές θαλασσοδαρμένους, βασιλιάδες ψεύτες και ξοφλημένους.

Κοιμήσου όλα είναι ωραία· κοίτα στη γυάλινη σφαίρα,

η νύχτα έγειρε να κοιμηθεί να στρώσει πάλι δρόμο στη μέρα.

Γι’ αυτό να κοιμηθείς βιάσου, θέλει τ’ όνειρο να σε πάει

– μα όπως σου ‘πα να πεις πριν ντιριγκόυ ντιριμπάι.



Ήρθες σ’ ένα κόσμο που ακόμα υποφέρει
με το χαμόγελό σου στο στόμα.
Μια καινούρια μόνο γραμμή στο τεφτέρι
κι έγινες της ζωής μου η γόμα.
Ήρθες σ’ ένα κόσμο που ακόμα φοβάται
κάποιο αστέρι μικρό και θλιμμένο.
Μα κάθε παιδί που μπορεί και κοιμάται,
νικάει για πάντα το πεπρωμένο.

 

Κοιμήσου, κι εγώ μαζί σου γαληνεύω τόσο, που να με πάρει·

γίνομαι παιδί που θυμάται τόσα όσα το φεγγάρι.

Γλώσσα σκληρή κι αντρίκεια σέρνει χίλια δίκια, μα με γερνάει.

Μέρα τη μέρα μοιάζω με σφαίρα που ταξιδεύει για να σφυράει.

Μα τι σου λέω, πάνω απ’ το λίκνο και πριν τον ύπνο - άτυχα λόγια –

απλά παλεύω ολημερίς στόματα, αράχνες, μάτια ρολόγια.

Γείρε και άσε με να μουρμουράω, οργή φοράω – μη με κοιτάζεις.

Κλείσε τα μάτια και γύρνα κόσμους με τέτοιους ώμους μη χαμπαριάζεις.

Γύρω μας στέκουνε αρσενικά κυρτωμένα και φοβισμένα

και κάποια ανήμπορα θηλυκά παραδομένα, φυλακισμένα.

Της ντροπής το καραβάνι αφετηρία έχει λιμάνι πυρπολημένο,

φωτιά σπαρμένο, γι’ αυτό και μένω μήπως νικήσει το πεπρωμένο.

Μα θα ‘βρει τέρμα ουλή στο δέρμα και από πάνω χοντρό αλάτι.

Γι’ αυτό κοιμήσου, μήπως κρατήσεις εσύ αυτό το κάτι.

Κι αν θέλει τ’ όνειρο σα χέρι ριγιασμένο στα ωραία θα σε πάει,

μα για καλό και για κακό, πες ντιριγκόου ντιριμπάι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:40:19 ΜΜ
ACTIVE MEMBER-Μέρες Παράξενες Θαυμάσιες Μέρες


ΜΗΔΕΝ
Αυτές οι μέρες οι παράξενες είναι, σου λέω, οι πιο θαυμάσιες μέρες
Δεν παίζει ρόλο αν το διάλεξες, είναι του χρόνου και της ζωής μας οι βέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες που τρομάζουν και σατανάδες και αγγέλους
γι' αυτό σου λέω είναι θαυμάσιες, είναι μια ωραία ψευδαίσθηση του τέλους.
Είναι το άγχος μας και τ' όνειρο μας, είναι κι η ανάγκη μας για σωτηρία.
είναι γιορτή, είναι εξουσία κι η προσδοκία για μεγάλη τιμωρία
είναι το μάταιο και η ευκαιρία, ένα κεράκι της μετάνοιας ακόμα
είναι χαρά και φασαρία, είναι το πιο όμορφο στα μάτια μας χρώμα
είναι το χρήμα , το τσάμπα κρίμα, είν' το ρουσφέτι στους θεούς γι' αθανασία
είναι μαγκιά, είναι κλανιά, είναι τέχνη, είναι και ευαισθησία
είναι ηδονή, είναι παγίδα σε μιας πουτάνας απάνω το στρώμα
είναι ένας έρωτας χιλιετηρίδα που μιλάει μονάχα με το σώμα
είναι και φόβος, είναι και αίμα, είναι μια σφαίρα που στο σύμπαν γυρνάει
είναι αλήθεια, είναι και ψέμα, είν' το μηδέν που ποτέ δε γερνάει.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, είναι θαυμάσιες μέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, ρε, σου λεω, είναι θαυμάσιες μέρες.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:40:44 ΜΜ
ΔΕ ΘΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ
Να σου λοιπόν σ' αυτές τις μέρες τις παράξενες
μ' άλλον αέρα απ' αυτόν που πριν ανάσαινες
πιο καθαρό, πιο φρέσκο, με μια ωραία μυρωδιά
καλή τύχη και με 'γεια σου η καινούρια σοδειά.
Άφησες πίσω και τα λόγια σου τα ζαλισμένα
τώρα δείχνουν όλα όμορφα και νοικοκυρεμένα
έφυγε το άγχος και καταλάγιασε η οργή
μοιάζετε τώρα όλοι σπουδαίοι ταχυδακτυλουργοί.
Το ίδιο μενού, μπα! Εγώ το βλέπω χλωμό
τώρα έμαθες το θήραμα δε τρώγεται ωμό
θέλει καλή γαρνιτούρα, θέλει και μπόλικη σάλτσα
θέλει ποδάρια λαγού και του διαβόλου την κάλτσα.
Θέλει η πένα χαρτί και η μάπα θέλει γυαλί
για την αλήθεια και το ψέμα είναι φθηνό το μαλλί
κι αφού κινείσαι στην πιάτσα, τα μυστικά τα γνωρίζεις
χωρίς να πάρεις δανεικά, λόγια πίσω γυρίζεις.
Μα δε βαριέσαι αφού ζούμε κάτω από την ίδια σκέπη,
συνέχισε να ψάχνεις κι εσύ εκεί που πρέπει
εγώ θα κρύβομαι μες στις θαυμάσιες μέρες
κι εκεί δε θα με βρεις ούτε με σφαίρες.
 
Δε θα με βρεις ποτέ και γουστάρω,
γιατί με ψάχνεις κι εσύ εκεί που πρέπει. Δε θα μ' αγγίξεις πριν να σου πάρω
όσα για σένα η ψυχή μου επιτρέπει. Δε θα με μάθεις ποτέ, δε θ' αφήσω
θα ζω ένα ψέμα και μια αλήθεια περίσσια.
Δε θα νικήσεις κι αν δε νικήσω
το παιχνίδι αυτό θα λήξει στα ίσια.

Και μη φοβάσαι αν η ζωή σου μοιάζει άδικη
εδώ και χρόνια είμαστε όλοι συγκατάδικοι
σ' ένα ασπρογάλαζο που δε τα βρίσκει με το γκρίζο
κι αφού δε με ορίζω μη χαλιέσαι αν σε βρίζω. Έτσι κι αλλιώς φοράς τα σάβανα από γεννησιμιού σου
κληρονομιά ίσως τ' αφήσεις και του γιου σου
παρέα με λίγα φράγκα και αρκετούς γνωστούς
κι ότι είχες γράψει τόσα χρόνια για μας τους θνητούς.
ι' αυτό σου λέω, τι είναι ρε Γιατί φωνάζεις
Γιατί ψάχνεις ένα ζόρικο τέλος
Εδώ είμαι εγώ και εσύ αλλού κοιτάζεις
όπως πάντα σε λάθος μέρος. ι' αυτό είμαι σίγουρος, δε θα μ' αγγίξεις πριν σου πάρω
όλα εκείνα που η ψυχή μου ζητάει για να νετάρω
οι άλλοι φαίνεται σε πήρανε πολύ στα σοβαρά
σε βρίζαν και σου δίνανε μεγάλη χαρά.
Εγώ για πάρτη σου δεν ήρθα για καλό, μα τι να κάνω
παίξε τώρα, σειρά σου εγώ ξέρω να χάνω
αν έχεις τ' από κάτω σου ακόμα ρίσκαρέ το
στη χειρότερη να φύγουμε κι οι δυο μας πακέτο.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:41:09 ΜΜ
ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Σ' έχω δει στα πιο παράξενα και όμορφα μέρη
όπου κρατούσα μικρόφωνο βρισκόσουν εκεί
με ένα τσιγάρο ή μ' ένα ποτήρι στο χέρι
κάπου στο βάθος μακριά από τη σκηνή
σ' είδα χειμώνα σ' ένα χώρο ζεστό μικρό
και καλοκαίρι σε φευγάτο νησί
σ' είδα σε γήπεδο σε κάποιο μακρινό χωριό
και στην Αθήνα σε μεγάλο μαγαζί.
Σ' είδα κι αλλού με κόσμο πολύ στριμωγμένο
και σε μέρος που ήμασταν εμείς κι εμείς
σ' είδα να γελάς και άλλοτε θυμωμένο
και γούσταρα λόγω τιμής
σ' έχω ακούσει δυνατά να τραγουδάς και να φωνάζεις
να τα κάνεις τριγύρω σου κομμάτια
σ' έχω πιάσει για ώρα προσεκτικά να κοιτάζεις
τα 'χουμε πει τόσες φορές με τα μάτια.
Σ' είδα να μου χτυπάς την πλάτη και να φεύγεις
να δακρύζεις και το κεφάλι να σκύβεις
σ' έψαχνα κάπου στο φως, αλλά κι εσύ τ' αποφεύγεις
στην αρχή μου φαινόταν πως κι εσύ κάτι κρύβεις
με την πάρτη σου που λες είχαν πολλοί τρελαθεί
σ' είχαν περάσει για χαμένο ή ασφαλίτη
τώρα ξέρω το Low Bap όπου βρεθεί
έχει ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Ρε, δε με νοιάζει από που 'ρθες σου λέω
κι εμείς εδώ είμαστε περαστικοί
στον ουρανό ν' ανέβω και να τα λέω
πάω στοίχημα πως θα 'σαι και εκεί
Ρε, δε με νοιάζει ποιος σ' έστειλε, τι θες
ούτε αν είσαι από άλλο πλανήτη,
εδώ χρωστάμε λύπες και χαρές
σ' ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Δε σ' έχω πιάσει πάνω απ' άλλους να θέλεις ν' ακουστείς,
όμως μαντεύω πως καλά με τα λόγια θα τα πας
δεν αγριεύεις χωρίς λόγο κι αν πιαστείς
τότε κουλάρεις ξανά και στο τοίχο ακουμπάς
υποψιάζομαι περίπου ποιο τραγούδι γουστάρεις
και νιώθω πως ακούς πάντα τ' "Ονειρολόγιο",
ωραία, ακόμα ένας τρελός ταξιδιάρης
που είν' η ζωή του ένα Low Bap δρομολόγιο.
Υπάρχουν φίλοι που δεν έχουν δώσει δραχμή,
ενώ εσύ πληρώνεις μάλλον εισιτήριο
υπάρχουνε κι αυτοί που δεν είχανε τιμή,
ποιο θα τους διάλεγες, για πες μου, εσύ μαρτύριο
υπάρχουν κι άλλοι όχι και τόσο κουρασμένοι
θυμίζουν μαθητές μέσα στην τάξη
μπροστά που κάθονται οι καλά οι διαβασμένοι
και πίσω αυτοί που είναι αλλού μα και οι εντάξει
Μου 'παν στα δύσκολα πως ρώταγες για μένα
τότε γέλασα πολύ κι η ψυχή μου το χάρηκε
τους είπα να σε βρουν, όμως τα ίχνη σβησμένα
κάποιος τους είπε πως ο αλήτης χάθηκε
εγώ όμως ξέρω την επόμενη φορά
όταν θα ψάξω από πάνω απ' τη σκηνή
σε μια γωνιά, στη τελευταία τη σειρά
πάω στοίχημα ξανά πως θα 'σαι εκεί.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:41:34 ΜΜ
ΠΕΣ ΜΟΥ
Κάνε τον κόπο επιτέλους να σκεφτείς πριν βγάλεις άχνα
βάλε το μικρό μυαλό σου τη ντροπή να πάρει σβάρνα
και πες μου χωρίς να μου χρεώσεις την αλήθεια σαν χατίρι
γιατί το παίζεις ζωντανός σ' ένα κόσμο κοιμητήρι.
Γιατί τ' όνειρο με ιδρώτα κάνεις τράμπα
και πληρώνεις ακριβά ότι οι άλλοι παίρνουν τζάμπα
τη μοναξιά σου γιατί βγάζεις στο σφυρί
κι απαντάς για ότι γουστάρεις μ' ένα ηλίθιο "μπορεί".
Πες μου γιατί βολεύτηκες σε μια όψη φουκαρά
και ικετεύεις να σε λυπηθεί η φθορά
και τα πολλά κρυφά σου πάθη φοβάσαι μη τα μάθει
η τέλεια αγάπη ακάλεστη όταν θα 'αρθεί.
Γιατί μετάνιωσες για τις κρυφές ευχές σου
και πήρες σοβαρά τις ενοχές σου
Γιατί δεν άντεχες καθόλου τις μικρές τις στιγμές
και χαράζεις στην παλάμη σου μεγάλες γραμμές
Δε θα χορτάσεις ποτέ από της μύγας το ξύγκι
δε θα φωνάξεις ποτέ όσο η θηλιά σου θα σφίγγει
θ' αγκαλιαστείς παντοτινά με μια ζωή αυταπάτη
γι' αυτό ρε πες μου, αφού σε ρώτησα κάτι.
Πες μου γιατί φοβάσαι το χώμα, αφού εκεί κάτω θα γύρεις
Πες μου γιατί γεννιέσαι ακόμα, αφού είσαι απλά μουσαφίρης
Πες μου γιατί είναι άδεια η αγκαλιά σου, ήταν ο όρκος φτηνός
Πες μου γιατί παγώνει η καρδιά σου, αφού σε γεμίζουνε με φως
Βάλε το χέρι αν αντέχεις στη καρδιά
κι αν δε θυμάσαι είναι κάπου στη ζερβή μας μεριά
και πες μου γιατί σε σκιάζει το τέρμα
η ζωή είναι μπρος φευγιό και πίσω γέρμα.
Κι αν καείς στη φωτιά κουβαλάς με καμάρι
όσα δε φύγουν αγκαλιά με το σάπιο μας κουφάρι
τα όνειρά σου κοίτα να 'χουν πάντα απαρτία
κι η πεθυμιά σου δασκαλεμένη αμαρτία.
Ήταν και θα 'ναι σου λέω κακά τα ψέματα
δε θα γλιτώσεις με συγνώμες, χαρές και κανακέματα
μια θέση έχεις και 'συ στο συρφετό
κι αλλάζεις χέρια σα χαρτονόμισμα πλαστό.
Και πες μου (γιατί φωνάζατε όλοι
θα πάνε τσάμπα οι ρόλοι)
εκεί που γίνεται η ζωή διπλό μαρτύριο
ένα έργο φτηνό με ακριβό εισιτήριο.
Παρηγοριά σου, αυτό που υπάρχει κοντά σου
κι ακόμα σέρνεται πίσω απ' τα βήματα σου
και χαρά σου που χαλάω τις στιγμές μου
για να σε μάθω καλά γι' αυτό, ρε, πες μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:42:04 ΜΜ
ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ
Φαγώθηκε η σκέψη το μυαλό μου να λυγίσει
αχούρι χρόνων βάλθηκε τώρα να συγυρίσει
πολλά ήτανε για πέταμα κι άλλα τα 'χα ξεχάσει
κι άλλα πάνω στη φούρια μου μπροστά είχα αραδιάσει
Ταξίδι πολυτάραχο σε μέρος κακορίζικο
δε πρόλαβα να νιώσω κάτι αφύσικο
και σκόνταψα ξανά πάνω στα χούγια σου
ζαβό απάντημα το ζήταγε η καρδούλα σου
Ξερακιανές εποχές μ' άδεια χέρια επισκέψεις
όμως για ζήτημα τιμής βρίσκομαι εδώ να το πιστέψεις
"τιμή" κάτσε καλά! Άγνωστη λέξη ξενική
από μια δρόμικη γλώσσα που ξεχάσαν μερικοί - μερικοί
εγώ ήρθα όμως για ένα παλιό μου καπρίτσιο
να 'δω που βρίσκεσαι, που είσαι το 'χω βίτσιο
Μήπως κρύβεσαι στου δάσκαλου τη βέργα
Μήπως βλογάς με πετραχήλια, ημέρες και έργα
Ή μήπως ψάχνεις πάλι ταίρι για τις χειροπέδες
ένα χέρι ξεπλυμένο από παλιούς λεκέδες
Μήπως πίσω από τα γράμματα είσαι τα κεφαλαία
χειροκροτάς, παίζεις κι ανοίγεις την αυλαία
Μήπως είσαι ο περίφημος αγώνας με ζιβάγκο
ή προλετάριος με πολιτικό λουμπάγκο
Είσαι τα "μάλιστα" , τα "Υes", και τα "όλα εντάξει"
(σε ποια γωνιά του ουρανού έχεις αράξει).
Που είσαι τώρα που σε ζητάνε οι καιροί
για το ζήλο και τη περίσσια σου γνώση
που είσαι τώρα που η εποχή συγχωρεί
και η περηφάνια παντού έχει ενδώσει
Που είσαι τώρα Σ' αυτές τις μέρες χρωστάς
κοίτα να βρεις κάτι απ' όσα έχεις τάξει
(και τώρα που 'σαι) από τα σίγουρα κοιτάς
(σε ποια γωνιά του ουρανού έχεις αράξει) ,
Έβαλα παραμάσχαλα αναμνήσεις και κιτάπια
άλλα τα πήρα γούσταρα και τσάμπα πήρα κάποια
άλλα με σπρώξανε ψηλά κι άλλα στη μιζέρια
παρέα με τα όμορφα έπαθα και χουνέρια
Γι' αυτό ρωτάω να σε βρω στο πουθενά τριγύρω
χαμένο κέρδος μπορεί να 'σαι σε μεγάλο τζίρο
Μπορεί να 'σαι μια φούσκα κι ακριβή μετοχή
ή μιας πουτάνας η κρυφή χτεσινή ενοχή
Μπορεί να 'σαι μια μυτιά δίπλα σε πλούσιο ρουθούνι
ή γκόμενα στην πασαρέλα με ψηλό τακούνι
Μπορεί να 'σαι το εθνόσημο ενός καραβανά
μπορεί και να 'σαι αντάρτης που πήρε τα βουνά
ή ένας γελοίος κόλακας σε βασιλιά επίγειο
που τη γυρτή καμπούρα του νομίζει καταφύγιο
Που να 'σαι αυτές τις μέρες τις παρεξηγημένες
που οι κατάρες μοιάζουνε διαβολοσκορπισμένες
Μήπως σε φυλάνε απρόθυμοι και ξέστρατοι αγγέλοι
και σου βγάζουν το καλό με το τσιγκέλι
Πότε δε πήρες το ρόλο που σου είχανε τάξει
(Σε ποια γωνία του ουρανού έχεις αράξει)
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:42:26 ΜΜ
ΔΕ ΣΟΥ ΦΤΑΝΕΙ ΡΕ
Θα 'πρεπε ν' αρχίσω με μια επίκληση στη μούσα μου
που σκίζεται για πάρτη μου κι ανέχεται τα γούστα μου
Μα δεν αξίζει το κόπο άσ' την εκεί που θρονιάστηκε,
περνάει καλά και ξεχάστηκε
Έτσι κι αλλιώς θα πάρω σβάρνα κάτι κι επιμένω
να 'μαι μόνος μου κόντρα στο πεπρωμένο
για να το δω να τραβάει τα μαλλιοκέφαλά του.
Που είμαι δίπλα του ενώ τρωει τα λυσσακά του.
Κάνω αρχή με διαπλοκή και μπόλικο συμφέρον
για να 'μαι επίκαιρος λιγάκι και στο άμεσο μέλλον
με βιβλία, μουσική, τύπο και πολιτισμό
με φιλανθρωπίες, έργα και εξευρωπαϊσμό
με επιχειρήσεις, κανάλια, σταθμούς και μετοχές
κοίτα ρε γρήγορα που αλλάζουν οι εποχές!
Κι εσύ, μεγάλε, μπορείς να καμαρώνεις
πήρες τα πάνω σου για τα καλά παντού σαρώνεις
αγοράζεις, δε σου φτάνει πουλάς, δε σου φτάνει
έχεις, νικάς, γκρεμίζεις δε σου φτάνει
Σου είπε αυτή η χώρα "ήμαρτον αφέντη"
και τότε άρχισε για όλους μας το γλέντι.

Δε σου φτάνει, ρε, η εξουσία που έχεις, ούτε το χώμα αυτό που πατάς
Δε σου φτάνει, ρε, κι αν αγοράσεις το χρόνο και σταματήσεις να γερνάς
Δε σου φτάνει ρε όλος ο πλούτος της γης κι ούτε το σύμπαν για πλάκα
Δε σου φτάνει ρε Όμως εγώ έχω κάτι που δε πουλιέται μαλάκα

Θα 'πρεπε να σου φτάνει που καταμεσής του ονείρου
ασχολείται με 'σένα ένας ποιητής εκ του προχείρου
καθώς σε συνοδεύουν βαρυσήμαντες δηλώσεις
σε φουαγιέ, μέγαρα και δεξιώσεις
Αφού για σένα μιλάνε στης γης τα πέρατα
για σένα γίνονται σημεία και τέρατα
Δε σου φτάνει μια καρέκλα ούτε καν ο καναπές
δε σου φτάνει από τον Όλυμπο να ρίχνεις αστραπές
είσαι η πλάτη τρανών και συνάμα ηλιθίων
είσαι ένα απόστημα παλιό γεμάτο πύων
Είσαι ο άρχοντας σε τούτη τη φραγκόπολη
είσαι το ζάρι το τριμμένο στη μονόπολη
Έχεις το ύφος παρθένας και ταπεινή είσαι σαν αγία
λουγκράτη συμφωνία για μοντέρνα σφαγεία
μπροστά απ' την "κόψη του σπαθιού την τρομερή"
στέκεσαι σα κόρη ψηλή και λυγερή
είσαι τρακτέρ σε κουρασμένο χωράφι
που όπου σκάψεις σπέρνει και θερίζει το σινάφι
Θέλεις να γίνεις του μυαλού μας χωνευτήρι
βολέψου απλά μ' ένα αϊ σιχτήρι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:42:58 ΜΜ
ΜΑ ΔΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΑ ΚΑΛΑ
Μη με παρεξηγήσεις που άργησα κάτι τρεχάματα είχα
το ριζικό μου βλέπεις ν' αποφύγω παρά τρίχα
ήθελα λίγο, τόσο λίγο, πάλι, μα απ' το ξερό μου
να ξεφύγω δε μπορώ, δεν ειν' το τυχερό μου
Τώρα που αλλάζουν οι εποχές χωρίς βροχές,
μοιάζουν να λάμπουν οι ανοχές και να ξεφτίζουν οι αντοχές
Απ' ότι λένε οι ειδικοί απ' τα εργαστήρια-γραφεία
ούτε κι ο χρόνος δε γλιτώνει απ' τα ψηφία
Μπορεί γι' αυτό να 'χω πεισμώσει και να κοιτάω κατάματα
απ' τα μεσάνυχτα ως τ' άγρια χαράματα
κάθε δικό μου, κάθε τρελό μου, κάθε όνειρο μου
κι ας μου το δείχνουν οι αριθμοί πως τον καιρό μου
τον χάνω τζάμπα αντί να τον κρατάω καβάτζα
και τότε πάντα κάτι ξεμένει στη μπάντα
Γιατί μυαλό μου μουλιάζεις, γιατί ψυχή μου αποκοιμιέσαι
Γυρεύεις συντροφιά, χαρά βρώμικη να ξεχνιέσαι
κι έτσι γελιέσαι μες στων πολλών το συναπάντημα
στους καλοκουρδισμένους δίνεις πάτημα
να βάλουν χέρι στα σκουριασμένα σου γρανάζια
αφού τσεκάρουν τα μπαγκάζια και μετά σου χώσουν γκάζια.

Μα δε λογάριασα καλά κι άφησα πίσω τόσα λόγια
τώρα που αλλάζουνε δειλά όλου του κόσμου τα ρολόγια
Μα δε λογάριασα καλά ούτε το ύψος τ' ουρανού
πήγα και πέταξα ψηλά, χωρίς τις πλάτες του Θεού

Από παλιά όλοι μας τρέχουμε τον ήλιο να προφτάσουμε
μαρκάρουμε τον ουρανό να μη τα χάσουμε
βαφτίζουμε ώρες και λεπτά κάθε στιγμή που περνάει
λες κι η ζωή όλους το ίδιο μας γερνάει
Γυαλισμένα θέλουμε τα πολυκαιρισμένα,
με μαστοριά έχουμε καλά φυλακισμένα
όσα κυλάνε σαν την άμμο σε κλεψύδρα ραγισμένη,
αφού τα χέρια που τη σκάλισαν την έχουν ξεχασμένη
και κάθε κόκκος μας θυμίζει τη φορά
που διαβήκαμε τον δρόμο μ' οδηγό τη συμφορά
κόντρα στη σιγουριά και στη βιασύνη
αυτές σου δείχνουν καλοσύνη, μη γυρνάς εμπιστοσύνη
Κι αν σηκώνω κεφάλι κι αν πουλάω και μούρη
γελιέμαι στην αρχή πως έπιασα κελεπούρι
μα δε λογάριασα καλά πάλι κι άφησα λόγια
και καταριέται η ψυχή μου όλου του κόσμου τα ρολόγια
να παγώσουνε για λίγο. αλλά πού!
Είναι φτιαγμένα από θνητούς που 'χαν τις πλάτες του Θεού
Γι' αυτό και γω για να συνέλθει της τα χώνω καλά
πάντα στις ώρες τις μικρές έχω να πω πολλά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:43:32 ΜΜ
ΚΑΠΟΥ ΕΔΩ
Κάπου εδώ τα πρώτα λόγια μας χάθηκαν στον αέρα,
και σιγοντάρουν την ψυχή μας ακόμα
κι η μεγάλη μας αγάπη πήρε όρκους εδώ πέρα
του φεγγαριού χαζεύοντας το ψεύτικο γιόμα
Κάπου εδώ είχαμε θάψει ένα μεγάλο θησαυρό
και για σημάδι είχαμε βάλει εμάς τους ίδιους
όμως δε σκέφτηκα ποτέ να πάω να ψάξω να τον βρω
γιατί νόμιζα ότι είχα βρει, από τότε χίλιους
Κάπου εδώ είχαμε μαζέψει όλοι τα όνειρα μας
και τα κλείσαμε μέσα σε μια άσπρη μπάλα
τη κλωτσήσαμε να φύγει λίγο από κοντά μας
κι αυτή χάθηκε για πάντα η κουφάλα
Κάπου εδώ όλοι γνωριστήκαμε και σμίξαμε απ' το ξύλο
και χωρίσαμε μετά από ανία
Κάπου εδώ χάσαμε άδικα όλοι από ένα φίλο
τότε που ήτανε ο θάνατος μανία
Κάπου εδώ που οι έρωτες χέρια αλλάζαν
κι άνοιγε η γη απ' τη ντροπή για να μας καταπιεί
τότε δίναμε κουράγιο σ' εκείνους που τρομάζαν
όμως η τύχη εμάς μας άφησε ταπί

Κάπου εδω που συναντιούνται οι συγνώμες κι η αγάπη ντρέπεται τόσο
Κάπου εδω θα δω τι μου 'χει απομείνει δε ξέρω αν έχω να πληρώσω
Κάπου εδω πήρα χαμπάρι επιτέλους ότι η ζωή δεν είναι τόσο φτηνή
Κάπου εδω τη μαλακία που με δέρνει θα τη καθίσω στο σκαμνί

Κάπου εδώ πήρα κι έχασα τα πάντα
κι όσα φοβόμουν ν' αποκτήσω τα μοιράστηκα
εδώ ανοίχτηκα και άκουσα ένα δυνατό αγάντα
από το χτες κι εδώ ρε φίλε τα χρειάστηκα
κάπου εδώ τα πρώτα σκάρωσα και είπα στιχάκια
και δε πίστευα όσα φύλαγε μετά το ριζικό μου
Εγώ δεν άντεχα τα όμορφα τραγουδάκια
κι είπα να βρω το λαβωμένο ξωτικό μου
Μάλλον εδώ κάποτε θα σε ανταμώσω
κι ίσως να πιούμε από το ίδιο το ποτήρι
κι αν δε φτάσουν όσα θα 'χω εδώ για να πληρώσω
θα τη βγάλουμε κι οι δυο μας ξεροσφύρι
Συνηθισμένα τα βουνά μπορεί και χωρίς χιόνια
εκτός αν έμαθε η ψυχούλα μας το κρίμα
κι αν χρωστάμε πουθενά τίποτα χρόνια
ας ξεχρεώσουμε μ' αυτό που μοιάζει ποίημα
Κι αν κάπου εδώ πληρώνονται όλα έτσι όντως
εγώ θ' αφήσω ένα υπόλοιπο να υπάρχει
μπορεί κανείς απ' τα παλιά παρεμπιπτόντως
να διαλέξει το ίδιο τέλος εδώ να 'χει.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:43:57 ΜΜ
ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ ΠΑΡΑΞΕΝΕ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ
Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή
για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή
και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου
που έτσι κι αλλιώς σε συνερίζεται το κέφι σου.
Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό
σ' ένα αιώνια ποτισμένο απ' το κρασί καπηλειό,
μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου
που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ' όνειρό μου.
Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου
που 'ναι σα να συνέβη χθες και ορκίσου
αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς
πουθενά να μη τη πεις.
Καλώς ήρθες, ξένε στο τόπο μου
άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις
συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου,
μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής.
Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες
κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις,
όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ' τις σκιές
σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις.
Γεια σου και σένα, έλειπα χρόνια ήμουνα κάπου μακριά
με φέραν πίσω δυνατές φωνές
και κάποιες τύψεις που μου είπαν πως εδώ κοντά
έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει δυο χιλιάδες φορές.
Ω, να τα μας, καλά είπα όταν σε είδα
πως σίγουρα παράξενα θα πρέπει να μιλάς
από άλλο κόσμο έχεις απάνω σου σφραγίδα
αυτά τα αγκάθια στο κεφάλι και τα ρούχα που φοράς.
Κάποτε κάποιοι μου το φόρεσαν για στέμμα
και με χλευάζανε μεγάλο βασιλιά
ακόμα τρέχει από τότε φρέσκο αίμα
σ' αυτά που ανέβηκαν του χρόνου τα σκαλιά.
ι' αυτό με βλέπεις μέσα στις σκιές
σαν να φοβάμαι και να θέλω να γλιτώσω
μια προσευχή σ' ένα περβόλι με ελιές
δε με αφήσανε ποτέ να την τελειώσω.
Κι όμως μυρίζεις ουρανό και χώματα
κι αυτή την όμορφη δροσιά της σιωπής
Είναι που μ' έφεραν εδώ αλλόκοτα μαλώματα
άκου, λοιπόν, τι θα τους πεις:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ' όνομα μου
πες αναβάλλεται η γιορτή
πάω να ξαπλώσω στα καρφιά μου.
Πες τους ο χρόνος πως τρελάθηκε
δε κάνει στάση Γολγοθά
πες ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά
Μπερδεμένα μου τα λες, αλλά γουστάρω
πρέπει να σπούδασες τη τέχνη του μυαλού
ή σαν κι μένα όταν με πιάνει και σαλτάρω
και πίνω εδώ, με πιάνει αλλού.
Γι' αυτό και εγώ ήρθα εδώ και σε διάλεξα πιωμένο
για να μπορέσεις την αλήθεια να τους πεις
κάτω από το φως το μέτωπο έχεις ιδρωμένο,
μα το προσέχεις καθαρό, δε θα ντραπείς.
Οι άλλοι παίξανε μαζί μου στους αιώνες
αυτοκράτορα με χρίσανε, με κάναν στρατηγό,
τα απλά μου λόγια τα σκορπίσαν σαν κανόνες
και δεν ήξερα τίποτα εγώ.
Που με βρήκες εδώ κάτω τι με θες
Το μυαλό μου δε σαλεύει από κούνια
σα να γεννήθηκα μου φαίνεται χτες
ενώ έξω υπάρχουν έξυπνοι μιλιούνια.
Αυτούς τους είδα, τους άκουσα, τους νιώθει το πετσί μου
προτιμώ τα καρφιά που με κρατάνε στο σταυρό
αυτοί πουλήσαν ακριβά τη γέννησή μου,
αυτοί φυλάνε το σκοτάδι θησαυρό.
Πες στους εχθρούς μου ότι είχαν λόγο καλό
και θα τους σέβομαι γιατί πιο τίμια σταθήκαν
όταν με σκοτώναν, κοιτούσαν ουρανό
κι έτσι πρόλαβαν από εκεί συγχωρεθήκαν.
Ωραίος, παράξενε φίλε μου, απόψε
για την ανημποριά μου βρήκες σκοπό
πάρε μια κούπα πάρε ψωμί και κόψε
να τελειώσω το κρασί μου και θα πάω να τους πω:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ' όνομα σου
θα πω αναβάλλεται η γιορτή
πας να ξαπλώσεις στα καρφιά σου.
Θα πω ο χρόνος πως τρελάθηκε
δε κάνει στάση Γολγοθά
θα πω ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:44:24 ΜΜ
ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ
Καλέ μου φίλε πες μου αν ξέρεις τι δουλειά έχω 'δώ
νιώθω πεζός σε μια αργία μες στην εθνική οδό
δεν είμαι τόσο τρελός δεν έχω τα υπαρξιακά μου
είν' τα κρυμμένα τόσα χρόνια τα δικά μου.
Πες μου πως βρέθηκα σε μονοπάτια τόσο μεγάλα
και γιατί μοιάζω με την μύγα μες στο γάλα
μου τάζαν άλλα όταν ξεκίναγα κι αλλιώς τα βρήκα
ό,τι χειρότερο μπορούσανε μ' αφήσανε για προίκα.
Μεταλλάχθηκα για το κοινό καλό σαν τις ντομάτες
κυφήνιασα τώρα ενώ κι εγώ ήμουν στους εργάτες
έχω ταυτότητα, εκλογικό και διαβατήριο
ατόφιο ατσάλι απ' ευθείας για χυτήριο.
Κάνω δήλωση τίμια, έχω και τα ένσημά μου
είμαι χρόνια στην ουρά, όμως δεν ήρθε η σειρά μου
πήγα μικρός στο στρατό καλό παιδί φευγάτο
και με έβαλε η πατρίδα μου κι ορκίστηκα στο ΝΑΤΟ.
Μου πρότειναν διακοπή της παρουσίας μου
για να ησυχάσουν θ' αναλάβει ένας σωσίας μου
με το στόμα κλειδωμένο, το μυαλό μαζεμένο
ευτυχισμένο ή αλλιώς ευνουχισμένο.
Με θέλουν με πίστη σε ρασάτους χρυσοφορεμένους
και παλιά δεκανίκια ενός παράλυτου γένους
ρε, τι δουλειά έχω εδώ μ' αυτούς, τι γυρεύω
Πείτε μπροστά στον οδηγό να σταματήσει να κατέβω.
Στο δρομολόγιο αυτό δε διάλεξα ν' ανέβω
βαρέθηκα σκουπίδια να μαζεύω
τι δουλειά έχω εγώ μ' αυτά τι γυρεύω
σταματήστε κάπου εδώ να κατέβω.
Μέσα στις μέρες τις παράξενες μεγάλωσα και φώλιασα
γεννήθηκα τυχαία και τυχαία με σκότωσα
βιάστηκε ο Θεός με τα άσχημα να με κεράσει
δεν είχα περπατήσει και σχεδόν είχα γεράσει.
Τώρα είμαι φάντασμα σε τούτες τις μέρες
κλέβω ενέργεια και κρύβομαι μες στις φοβέρες
του μυαλού σου του μικρού, του αρρωστημένου
που είναι κομμάτι ενός κόσμου στοιχειωμένου.
Κι εμένα, ρε, σα να μου φαίνεται πως όλα τα 'δα
αλλά γουστάρω σ' αυτή τη σύγχρονη Ελλάδα
έχει πλάκα που βγάζω την ψυχή μου στο σφυρί
και θέλω απλά να δω αν θα την βγάλω καθαρή.
Εμένα άλλο με τρωει, άλλο μου φταιει
δε μπορώ να καταλάβω πολλά και τι να λεει
19 Νοέμβρη για χάρη του μαλάκα
έφαγα δακρυγόνο ενώ είχα πάει για πλάκα.
Καθένας το βιολί του και την τρέλα του
με τα παράξενα και τα ωραία του
ό,τι μάζευα καιρό στη φωτιά θα τα ρίξω
μη σταματάτε, άμα βιαζόσαστε, εγώ θα πηδήξω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:44:48 ΜΜ
ΕΛΕΙΠΕ ΜΙΑ ΣΕΛΙΔΑ
Απ' το βιβλίο της ζωής έλειπε μια σελίδα,
μα έκανα πως τη διάβασα έκανα πως την είδα
Τι είχα να χάσω, διάλεξα όνειρο που θα ξεχάσω
μα εσένα ψέμα μου θα σε χορτάσω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:45:11 ΜΜ
ΓΕΡΝΑΣ
Ποτέ δε μου 'πες την αυγή που γεννιόμουν αν τραγούδαγες
ούτε με ρώτησες ποτέ αν τίποτα άκουσα
Μου είπαν άλλοι για όλα εκείνα που 'λεγες
εγώ βγήκα ζωντανός απλά υπάκουσα
Άραγε χόρευες μια νύχτα πριν με τις ευχές
ή είχες μεθύσει που σε τύλιξε η κατάρα
ήσουν λιοντάρι ή σε τρομάζανε οι σκιές
ήσουν γιορτή ή ένα μινόρε στη κιθάρα
Δε μου ζήτησες ένα τραγούδι να διαλέξω
να μου το πεις να 'χω ν' ακούω όπου πάω
κι έφτιαξα μόνος μου ένα και δε λέω να ξεμπλέξω
κι από τότε ό,τι γουστάρω παντού το σκορπάω
Κι όμως κρυφάκουγα μήπως και ακούσω καθαρά
όταν οι άλλοι φώναζαν δίπλα στη ψυχή σου
κράταγα μια στιγμή κάθε φορά
για να θυμάμαι το παράξενο σκαρί σου
Κι ήταν ωραία ήθελα έτσι πάντα να περνάς
νοιώθω πως φταιω κάθε φορά που με κοιτάς
Γιατί δε σου είπα ποτέ ότι γερνάς
κι ότι μου φτάνει μόνο να σ' ακούω να τραγουδάς.
Φυσάει πάνω μας ο χρόνος, ε, και τι έγινε
αν έχουμε άλλη μια ανάσα κρυμμένη
μπορεί να είναι το τραγούδι που απέμεινε
και ποιος ξέρει πόσο καιρό μας περιμένει
Για σκέψου να το βρισιά τότε θα μπορούσα
να συρθώ πάνω από των άλλων τη κατηγόρια
θα έφτανε μόνο να μιλούσα και να τραγουδούσα
ενώ έφτυσα αίμα στα κρυφά τράβηξα ζόρια
Δε σ' απαρνήθηκε ποτέ ούτε ένα κύτταρό μου
κι ας ήξερα όλα εκείνα που θα βρω μπροστά μου
έπαψα να ονειρεύομαι κι ασχολείται το μυαλό μου
μ' ένα επίμονο τέλος και τη βαριά σπορά μου
Και τότε σκιάχτηκα μια, συγχώρεσέ με
απ' τη βοή που όταν σέρνεται η ντροπή σκορπάει
μη με λυπάσαι στιγμή φτύσ' τό μακριά και λύτρωσέ με
πες στη φωτιά να με πάρει κι όπου θέλει ας με πάει
Γιατί μόνος πίνεις χρόνε κι εσύ κερνάς
κι αφού γρήγορα γουστάρεις να περνάς
βρήκα κουράγιο και μου 'πα, γερνάς μαλάκα, γερνάς
κοίτα τουλάχιστον να τραγουδάς

Σκιάχτηκα μια ντράπηκες δυο
όλα καλά κι είμαστε εδώ
κι όσο γερνάς λέω να σου τραγουδώ
Έφυγες μια και μια εγώ
γύρισες πια άφησα γιο.
Κι όσο γερνάω
μακάρι να μου τραγουδάς.
'Έκλαψε μια χάρηκε δυο
βρήκε ζημιά ψάχνει ουρανό
κι όσο γερνάει
φτάνει να μας τραγουδάει.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:45:37 ΜΜ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΓΕΙΑ
Δίπλα στη πρώτη μας ανάσα η αρχή είναι χαραγμένη
βαθιά δείχνει το δρόμο κι επιμένει
να πάμε όλοι προς τα κει δεν είναι απλά συμβουλή
είναι η πρώτη απ' τη ζωή που συναντάμε προσταγή
και απαιτεί υποταγή και εμπιστοσύνη τυφλή
για να σου βάλει το πόδι πάνω στο πρώτο σκαλί.
Να σου λοιπόν κι ο πρώτος φόβος με το πάτημα
κι η πρώτη σκέψη για το τέλος είν' αμάρτημα
Καλώς ήρθες στο ταξίδι αυτό το γνώριμο
κάθε σκαλοπάτι εδώ σε θέλει πιο ώριμο.
Ν' αγαπάς μια για πάντα και το ίδιο να μισείς
να γελάς δυνατά πριν προλάβεις να χαρείς
να ονειρεύεσαι το μακρινό το μέλλον σου
είναι λιγοψυχιά να σκέφτεσαι το τέλος σου.
Μονάχα εδώ η αρχή μοιάζει με σπάνια ευκαιρία
και η ζωή με μια γλυκιά ιστορία.
Όμως το τέλος είναι αυτό που σε μαθαίνει ν' αγαπάς
σου αφήνει μνήμη δε σου δείχνει που να πας.
Στο τέλος ερωτεύεσαι, χάνεις, νικάς,
μετανιώνεις, σκέφτεσαι, ζητάς, διψάς,
μαθαίνεις, αποφεύγεις, ζηλεύεις, πονάς,
ντρέπεσαι, γιατρεύεσαι, πεθαίνεις γυρνάς.
Έχεις κουράγιο και ψάχνεις στη μικρή σου ιστορία
να βρεις κρυμμένη εκεί όλη τη μαγεία.

Είναι παράξενη η ζωή και γλυκιά ιστορία
είναι ένα δώρο ή μια βαριά τιμωρία
είν' η αρχή της μια καλή ευκαιρία,
όμως το τέλος είν' η μαγεία.
 
Όλα τα ωραία κι αυτά κάποτε τελειώνουν
μπαίνουν στην μνήμη μας κι εκεί για πάντα στοιχειώνουν
Και να σου πάλι ο φόβος όλος δικός σου
μια νέα αρχή μπερδεύει το δήθεν ριζικό σου
και νιώθεις πως σ' αδίκησε η ζωή τόσο πολύ
που πρέπει ν' αρχίσεις ξανά απ' το πρώτο σκαλί
Δεν είναι έτσι αυτό σίγουρα αλλού σε βγάζει
Φύγε μακριά αν το τέλος ακόμα σε τρομάζει.
Μπες στο ψέμα, αλλά κι αυτό κάποτε θα τελειώσει
κρύψου μες στο όνειρο για μια στιγμή να σε γλιτώσει
κι αν σε φέρει σε σημείο γι' αυτό να ικετεύεις
πού θα το βρεις και πού θα πας να το γυρεύεις
εσύ που το 'κανες κι αυτό συνώνυμο του πόνου
και το βάφτισες κατάρα του χρόνου.
Πως θα ζητήσεις ξανά να σου φέρει ηδονή
πάνω στου έρωτα τη γλυκιά αναμονή.
Είδες λοιπόν κρύβει σπάνιο και τρανό μεγαλείο
είναι κι αυτό ένα βασικό της ζωής εργαλείο. Δούλεψέ το καλά μη τ' αρνηθείς, μη τ' αποφεύγεις
δε βαρέθηκες σαν έρχεται να φεύγεις
φτιάξ' τό αγάπη, πάρ' τό σα νίκη
σα μια που κέρδισες ακόμα κρίσιμη δίκη
γράψτο παράξενα κι ωραία σαν ιστορία
που έχει στο τέλος πάντα μαγεία
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:45:59 ΜΜ
ΘΑ ΤΟ ΧΑΡΩ
Όταν θα πάψει να μας δίνει η ζωή σημασία
και μας κεράσει σιωπή.
Όταν θα μείνουν μονάχα τα παλιά μεγαλεία
με μια καινούρια ντροπή. Όπου και να 'σαι θα 'ρθω τότε να σε βρω.
Κι αν με θυμάσαι θα το χαρώ.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:46:22 ΜΜ
ΤΩΡΑ ΕΙΣΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΙ ΕΣΥ
Σήμερα είναι πλούσια η νύχτα φύλακα
έχω περίσσεμα μια ανάσα, μ' ακούς
Μπορεί καιρό γι' απόψε να τη φύλαγα
σε τσιμεντένιους και γαλάζιους ουρανούς
είναι ζεστή ακόμα θα της χαρίσω λευτεριά
έλα κοντά να τη νοιώοουμε παρέα
να την ακούσεις απ' την άλλη τη μεριά
αν βγει απ' τα σίδερα θα σου τραγουδήσει ωραία.
Για μένα χτίσαν τούτο το κελί
δε φέρνω θάνατο ούτε και αίμα
για 'σένα φτιάξανε τη πόρτα σιδερένια και ψηλή
μ' ένα παράθυρο μικρό και για τους δυο μας ψέμα.
Εγώ μίλαγα παντού κι αντιστεκόμουν
εσύ δε μίλαγες πολύ, δεν είχες δει.
Εγώ πέθανα τη μέρα που γεννιόμουν
εσύ τους βόλευε να 'σαι καλό παιδί.
Εγώ για χάρη του θεού, έμεινα μακριά του
εσύ για χάρη του σπιτιού σταυροκοπιόσουν.
Εγώ δε πίστεψα ποτέ τα δάκρυα του
εσύ στο καλό και στο δίκιο ορκιζόσουν.
Δεν πρόλαβα ούτε ν' αγαπήσω, να πληγώσω
εσύ αφού φόρεσες στολή, καλός γαμπρός
εγώ δε πρόλαβα που λες και vα σκοτώσω
εσύ σίγουρα θα 'σαι πιο τυχερός.
Γι' αυτό αν βγει το φως μη βιαστείς να με γυρέψεις
ίσως στον ίσκιο σου να μπω και να σε μπλέξω.
Εδώ είμαι ελεύθερος σου λέω να με πιστέψεις
τις αλυσίδες μου τις άφησα εκεί έξω.
Εδώ είμαι ελεύθερος σου λέω.
δεν έχω τίποτα που να μου ανήκει
κι αν με ζηλεύεις βάλε το χέρι σου στη θήκη
και...
τώρα είσαι ελεύθερος κι εσύ.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:46:45 ΜΜ
ΟΠΩΣ ΤΩΡΑ
Γουστάρω που και που λόγια αδέσποτα να βρίσκω
μα ξενερώνω όταν για πάρτη σου το σάλιο μου χαλάω
στη τύχη μου γουστάρω να τη σπάω μ' ένα ρίσκο
όμως, χαλιέμαι όταν καψούρικα στη μοίρα μου κολλάω. Γουστάρω αποτυπώματα ν' αφήνω σ' ένα δίσκο
όμως σιχαίνομαι που αφήνουν την ψυχή μου να πουλάω
Γουστάρω που και που λόγια αδέσποτα να βρίσκω
μα δε μ' αρέσει όταν με πιάνω χωρίς λόγο να μιλάω.
Όπως τώρα…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 12:47:12 ΜΜ
ΜΕΡΕΣ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ, ΘΑΥΜΑΣΙΕΣ ΜΕΡΕΣ
Σταμάτα να καυχιέσαι πως όλα τα είδες
είναι μεγάλη η διαδρομή
το μέτωπο σου δειλιάζει να χαράξει ρυτίδες
σε μια μικρούλα έχεις φωλιάσει ρωγμή
αυτού του κόσμου που ονειρεύεται ακόμα
να γίνει ένα αιώνιο, απέραντο μνήμα
στάσου και φτύσε στου χρόνου το γιόμα
ό,τι σκεφτείς εδώ είναι όλα χύμα.
Δέσου καλά στο κατάρτι και άσ' τις σειρήνες
να σε φωνάζουν, να σου τάζουν πολλά
άσε τα χρόνια, άσε τους μήνες
να σε γεράσουν όπως ξέρουν καλά
άσε τις μέρες αυτές να σε γεμίσουν φωτιά
έχουνε μνήμη καλή και μας χρεώνουν
μας στέλνουν πίσω της μετάνοιας τα χαρτιά
μας αγαπούν και μας τελειώνουν.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
θα μείνω εδώ δεν έχω που να κρυφτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
δε προλαβαίνω ούτε καν να σκεφτώ.
Γι' αυτό σου λέω είναι βαριά τιμωρία
να θέλει η νιότη σου να τρέξει μπροστά.
Πείσε την πρώτα ότι δε κάνει αγγαρεία
κι ύστερα τράβα απ' αυτήν χωριστά.
Τρέχα και βρες τις μεγάλες φοβέρες
έχουν κουρνιάσει μες στις ψυχές
και τραγουδούν τις παράξενες μέρες
δίπλα στις τύψεις και οι ενοχές
γίνανε λόγια απλά κι αυτές με φαντασία
γι' αυτό περίεργα απόψε, δε στο 'πα
δεν ικετεύουνε πια γι' αθανασία
με προσευχές και παράξενα κόλπα.
Μη ξεχνάς και μη κερνάς αδικία
τώρα πια ανθρώπους και στιγμές
κράτα στην πάρτη σου τη πιο μεγάλη κακία
είναι θαυμάσιες οι μέρες αυτές.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
ψάχνω κουράγιο μήπως και ονειρευτώ
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
καλή ευκαιρία μήπως και μαγευτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
έτσι μπράβο να σ' ακούω να μιλάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Τι ωραίο να κλαις και να γελάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να ονειρεύεσαι, να μη ξεχνάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να μη φοβάσαι και να γερνάς.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:42:25 ΜΜ
ACTIVE MEMBER-Για τ' Αδέρφια που Χαθήκανε Νωρίς


ΓΙΑ Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΝΩΡΙΣ

Οι πιο πολλοί δεν θα θυμάστε αυτά που τότε είχα πεί
και με αναγκάζετε ξανά να σας χαλάσω τη γιορτή
το βόλεμά σας και την ατέλειωτη χαρά
κι ό,τι είχα αφήσει απ' την προηγούμενη φορά.
Τα ίδια μάτια με την τόση αδιαφορία
καλά στημένη και η αλώβητη ιστορία
βλέπεις τώρα είναι μπανάλ η ωμή ολιγαρχία
κυβερνάει η γκλαμουριά και η σινιέ αληταρχία.
Η ευκολία τα λεφτά πανίσχυρο το τέρας
μα για τα αδέρφια μου δε φτάνει ο αέρας
τους μοιάζει η φτώχια φυλακή και ζητούν την ευκαιρία
να ξεφύγουν από αυτή την τιμωρία.
Και πάν’ εκεί, φυτώριο, καλό, εντατικό,
σε ένα κολλέγιο που λες ιδιωτικό
λαμπρό το μέλλον γιάπης με φράγκα
κι αν την χωθείς και σε στοά σε κάνουν μάγκα.
Τη λέν παιδεία, τι κοροιδία
λαπαδιασμένα τα όνειρά τους τι αηδία
αυτά τα αδέρφια χάνονται εδώ στο δυο χιλιάδες
και φταίτε εσείς ρε πατεράδες και μανάδες.

 

Για τα αδέρφια που χαθήκανε νωρίς
δεν φτάνει μόνο της λύπης το τραγούδι
τα λάθη σας να ξέρεις πως δεν σβήνουνε
μοναχά με ένα δάκρυ ή ένα λουλούδι.
Γι' αυτά αδέρφια που χαθήκανε νωρίς
κοιτάω τον ουρανό και σιγοτραγουδάω
και αφού νοιώθω την καρδιά μου να πονάει
δεν ξεχνάω και εκδίκηση ζητάω.

 

Αλλού γιορτάζουνε αλλιώς γι' αυτό και εγώ στάνταρ τρελός
σκάω ακάλεστος και έχει ο Θεός.
Παιχνίδια εδώ πολιτικά κι ας έχει έδρανα αδειανά
είν' η πορεία σταθερή στο πουθενά.
Γιουροκουρέλια από εδώ, το μισοφέγγαρο από εκεί
και πάνω απ' όλα η μαμά Αμερική
νοιώθω καλά που είμαι απ' την χώρα σου Σωκράτη
κι ας έχω τσίμπλα στο ένα μάτι.
Μα δε βαριέσαι πόσα αδέρφια να χαθούνε
οι υπόλοιποι ίσως να μπορούνε να πηδιούνται απ' το PC τους
και να αλλάζουν τη ζωή τους
με κοκτέλα χημικών, παραγωγή τους.
Με λίγο clubbing πρασινοκόκκινα μαλλιά
πίσω κουφάλες θα μας βάλουν τα γυαλιά
αυτοί τα πάνε πιο καλά στους αριθμούς
θα μας κερδίσουν στους μαρμάρινους σταυρούς.

 

Κι είναι τα αδέρφια μου πιστοί σαν καταναλωτές
φανατικοί των show τηλεθεατές
άλλοι ντιλέρια μπορεί και δικηγόροι
το ίδιο μου κάνει κι ας αλλάζουνε οι χώροι.

Άλλοι μπράβοι και μες την νύχτα καθώς πρέπει
αφού η φτώχια η πουτάνα το επιτρέπει
άλλοι φορέσανε στολή για εκείνους ντρέπομαι πολύ
άλλοι τελειώσαν όποια να 'τανε σχολή.
Άλλοι γιατροί και επιχηρηματίες
άλλοι στον τόκο τα λεφτά και εγκληματίες
μα δεν τ' αντέχω ρε παιδιά εγώ σας έζησα αλλιώς
γι' αυτό σας λέω ότι δεν είμαι τυχερός.
Έμεινα εδώ να τραγουδάω και σας ρωτάω
τελικά από ποιους εκδίκηση ζητάω
από εκείνους που ξέρουμε ότι φταινε
ή από εκείνους που τριγύρω πάλι κλαινε.

 

Οι πιο πολλοί δε θα θυμάστε αυτά που τότε είχα πει

και μ’ αναγκάζετε ξανά να σας χαλάσω τη γιορτή,

να πάρω σβάρνα τη χαρά κι ίσως ετούτη τη φορά

να φτύσω λόγια, ν' ακουστούν πιο καθαρά,

να σας χαρίσω και το φόβο κέρασμά σας

κι απ’ τα λόγια που μπερδεύω, όσα μείνουν, χάρισμα σας·

κι αν φωνάζω σαν τρελός, το γουστάρω έτσι κι αλλιώς,

να μπερδεύω όσα νιώθω κι όσα σκέφτομαι εντελώς.

Για τ’ αδέρφια· για ποια αδέρφια Για τα λίγα που έχουν μείνει.

Ποιος θα το κρίνει

Κι αν είμαι μόνος με την εκδίκηση παρέα,

εγώ το κάνω για να νιώσω λίγο ωραία.

Μα κι έτσι να ’ναι και να μην έφυγε κανείς,

εγώ λυπάμαι που δεν έφυγα μονάχος μου νωρίς.

Κι αφού νιώθω την καρδιά μου να πονάει,

δε ξεχνάω και εκδίκηση ζητάω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:42:59 ΜΜ
ΕΦΙΑΛΤΗΣ

 

Ξύπνησα κι ουρλιάζοντας βγήκα στη βροχή
χωρίς να ξέρω που πάω κι αυτό είναι μόνο η αρχή
από έναν εφιάλτη που τα τελευταία βράδια
μοιάζει με φως δυνατό μέσ' τα σκοτάδια.

Τέσσερις τοίχοι λεει και εγώ πεσμένος κάπου εκεί
παρά τον πόνο όμως δε μοιάζει αυτό με φυλακή
γλυκές σειρήνες και οι θόρυβοι γνωστοί
λίγο ψύχρα και οι τοίχοι να ’ ναι υγροί.

Σφιχτά δεμένος και αίμα να χάνω
και σε μια οθόνη αναμμένη από πάνω
να μου περνάνε ό,τι σιχαίνομαι μπροστά μου
ν’ ακούω γέλια απάντηση στα δάκρυά μου. Κι οι σκιές ασπροντυμένες λεει κι αυτές
να ’ ναι τριγύρω μου με ονόματα απ’ το χθες
κι όχι να μου λένε δεν είμαστε οι τύψεις
είμαστε όλα αυτά που προσπαθείς καιρό να κρύψεις.
Και να γελάνε δυνατά μέσα στ’  αφτιά μου
βαμμένες με το αίμα μου να στέκονται μπροστά μου
κι εγώ να θέλω να λυθώ και να πετάξω
και δυνατά να ουρλιάξω.

Κι ύστερα αρχίζουνε να καίνε τα δεσμά μου
και στην οθόνη να περνάνε τα χαμένα όνειρά μου
κι είναι πολλά αυτά που βλέπω μέσα εκεί
και σαν υπότιτλοι περνάνε όλα τα λόγια που ’χα πει.
Και λίγο λίγο με ζυγώνει προς το τώρα
όχι δεν θέλω να ξέρω δεν ήρθε ακόμα η ώρα
το μέλλον με φοβίζει, δε θέλω να το δω
χτυπάω να σπάσω τα δεσμά μου να φύγω να λυθώ.
Όμως, τότε οι φωνές γίνονται λεει πιο δυνατές
και τριγύρω μου χορεύουν και γελάνε οι σκιές
το δωμάτιο μικραίνει και οι τοίχοι σιγοκλείνουν
κι οι ρωγμές φωτιά παντού να φτύνουν.

Χρώματα πολλά τριγύρω μου ν’ αλλάζουν
παλιές μορφές να με τρομάζουν
ν’ ακούω κλάματα λεει κάτω από τη γη
να θέλει λεει η ψυχή από το σώμα μου να βγει.

Να φύγει απ’  τη φωτιά και αγκαλιά λεει με το φως
να ταξιδέψει όπου διαλέξει ο θεός
όμως αργεί λες και κάποιος τη κρατά
και τότε ουρλιάζω δυνατά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:43:57 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: Μύθοι του Βάλτου:

INTRO

Ε, γεια χαρά,
κι αν θυμάμαι καλά, αυτή είναι η πέμπτη φορά
που σε πιάνω εκεί κρυφά να μ’ ακούς
έχοντας μέσ’ την ψυχή σου ακόμα στίχους παλιούς
κι αν τ’ αντέξεις ξανά
θα ’ναι καλά αφού ο χρόνος περνά
αργά για μας τους δυο
γι’ αυτό κάνουμε χωριό.
Λοιπόν, αυτό το LP
για να τ’ ακούσεις καλά σκέψου όσα είχα πει
κι ύστερα πες μου
αν έχουν κλείσει οι πληγές μου
απ’ τη δόξα και το χρήμα
και θα σου φτιάξω ένα ποίημα
για κάποιους μάγκες ψημένους άντρες
που κελαηδάνε ωραία σαν γαλιάντρες
που τους ρίχνουν ακόμα στο κλουβί τροφή
μα είναι μεγάλη η στροφή
κι αν δεν την πάνε ανοιχτά
και με τα μάτια απ’ το φόβο κλειστά
θα ’ναι μεγάλη η κατηφόρα
αφού έχουν πάρει φόρα
παρ’ όλα αυτά τον δίσκο αυτόν τον έφτιαξα για σένα
κι όλα όσα έχω μαζεμένα
θα ’ρθει η ώρα κι όπως γίνεται πάντα
ο τελευταίος λέει τα κακά μαντάτα
γι’ αυτό σου λέω είμαστε οι δυο μας
κι αφού το διάλεξες είν’ το φευγιό μας
βαλ’ το πιο δυνατά λιγάκι να παίζει
κι αν ο χρόνος σε πιέζει
τραβήξου αλλού κι ύστερα πάλι
όταν κουμάντο θα σου κάνει το πάνω το κεφάλι
άκου το όλο μη πάνε τσάμπα τα λεφτά
είναι καμιά εβδομηνταριά λεπτά
κι αν θα γουστάρεις τα ξαναλέμε
κι αν δε σ’ αρέσει εμείς δε φταίμε
εμείς σε πήραμε όπως πάντα σοβαρά
αυτή είναι η πέμπτη μας φορά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:44:36 ΜΜ
ΚΑΝΕ ΜΟΥ ΤΗ ΧΑΡΗ

Όταν ανοίγεις την καρδιά σου κράτα ρε και λίγο αβάντα
όλα τον κόπο δεν αξίζουν το ίδιο πάντα
μην ξεγελίεσαι και σε παίρνουν χαμπάρι με την πρώτη
μπορεί η τύχη να σου χρωστάει έναν προδότη.
Ή ακόμα ένα φίδι με την γλώσσα ποτισμένη
με φαρμάκι που αντέχει στον καιρό δεν ξεθυμαίνει
μην το χαϊδεύεις λοιπόν κι όταν άκακο σου μοιάζει
κάνε το πρώτος να τρομάζει
Τι έχεις να χάσεις το καλό ή το κακό
έτσι κι αλλιώς θα σε δαγκώσει όταν σε βρεί βολικό
θα τυλιχτεί απ’το λαιμό σου
θ’αλλάξει δέρμα να ξαλαφρώσει απ’τον καημό σου
Σ’αυτά τα μέρη από παλιά μας ζώνουν τα φίδια
δε βρήκα ούτε ένα ρε να κουβαλάει πάνω του αρχίδια
δε βρήκα ούτε ένα να τελειώνει μοναχό του
πάντα κάποιος θα υπήρχε που γελούσε στο χαμό του
Σύνδρομο της κατοχής ή μετάλλαξη εποχής
που οι ρουφιάνοι τώρα είναι άνευ ενοχής
έχουν κώδικα κοινό ίδιο λάκο για φωλιά
κι από κει που δαγκωνόντουσαν ν' αλλάζουν φιλιά
Ζευγαρώνουν με καμάρι και φωνάζουν δυνατά
είναι κάτι που γνωρίζουν καλά τα ερπετά
δεν τα ξέρω εγω αυτά και πάρτε το χαμπάρι
όποιος προδόσει μια φορά θα μου χρωστάει και μια χάρη

Όσα σου έταξα λοιπόν να τα θυμάσαι καλά
κι όταν θα σέρνεσαι όπως λέει κι η κατάρα χαμηλά
να ’χεις το νου σου άμα ταιριάξει το φαρμάκι θα σου βγάλω
και να το πιείς με το ζόρι θα σε βάλω
Θα θέλει το κορμί σου την ψυχή σου ν’ αδειάσει
κι ένα θάνατο αργό να σου ταιριάζει
θα θέλει την ντροπή σου λάφυρο για τη ζωή σου
κι όταν θέλουν οι τύψεις θα ξεδιψάνε στην πληγή σου
Γι’ αυτό σου λέω κράτα το μάτι ανοιχτό όταν κοιμάσαι
μια νύχτα σαν κι αυτή θα ’ρθω που θα φοβάσαι
να σου τυλίξω το λαιμό με λίγη λάσπη απ’ το βάλτο
μας περισσεύει το κακό εκεί κάτω
Μας περισσεύουν κι οι μύθοι αλλά απ’ αυτό δε σου χαρίζω
σου ’χα φτιάξει ένα ψέμα τώρα πίσω δε γυρίζω
θα μείνω εδώ κι όσο καιρό και να μου πάρει,
θα περιμένω γι’ αυτό κάνε μου τη χάρη.

Γιατί όπως λέει κι ο σοφός
όταν του ήλιου βγεί το φώς
το φίδι άσε μονάχο να συρθεί
μη το βοηθάς να σηκωθεί.

Τι ωραία η προδοσία σου ’χει φτιάξει ευλυγισία
για να σου δίνουν οι χαμένοι σημασία
σου ζωγράφισε κι ένα χαμόγελο στο στόμα
σού ’φτιαξε μάσκα αφού κατούρησε στο χώμα
Σ’ άλλαξε τη μιλιά κι έδωσε στα πουλία
για να μιλάνε όσο πετάνε την παλιά
να λένε όποιος την είδε σε μια νύχτα παλικάρι
ότι είμαι εδώ και μου χρωστάει και μια χάρη.

Κάνε μου τη χάρη, όσα σου έταξα να τα θυμάσαι.
Κάνε μου τη χάρη με το ένα μάτι ανοιχτό να κοιμάσαι.
Κάνε μου τη χάρη να μιλάς δυνατά όταν φοβάσαι.
Κάνε μου τη χάρη, για να σ’ ακούω απ’ οπου και να’σαι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:45:14 ΜΜ
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ

Υπάρχουν νύχτες που τ’ αστέρια φωλιάζουν στο σκοτάδι
και δεν ζητάν απ’ το φεγγάρι ούτε ένα χάδι
ούτε φως· φοβούνται τη λάσπη που ’χει κάτω
σ’ αυτό που o χρόνος και οι Θεοί φτιάξανε βάλτο.
Για να’ χει ο θάνατος παραμύθι που να πείθει
ότι χαθήκανε στο βούρκο όλοι οι μύθοι
και θα μείνουνε για πάντα εκεί θαμμένοι
με τη ζωή μονάχη να τους περιμένει.
Μια τέτοια νύχτα που αλήθεια κερνούσε το φεγγάρι
πήρε ξανά η αλεπού το θάνατο χαμπάρι
άναψε φωτιά σε λάθος μέρος κι όσοι πήγαν
κανείς δεν έμαθε ποτέ και πότε φύγαν.
Κάποιος είπε ότι έχουν γίνει ερπετά και ζούν ακόμα
με ό,τι σάπιο περισσέυει για να τρώνε από το χώμα
κάποιος άλλος τά’χει δει λέει να πετάνε
να κλέβουν απ’ τον ήλιο και στη νύχτα να γυρνάνε.
Εγώ τα είδα να τα πίνουν με το θάνατο παρέα
κι εκεί που όλα ήταν ωραία
απ’την χαρά τους ξεγυμνώθηκαν τότε μπροστά του
κι εκείνος είδε τα σημάδια όμως του βάλτου.

Είδε που λες κάθε παλιό του σημάδι
κι ένοιωσε ωραία που είχε απλώσει τόσο το σκοτάδι
στις ψυχές τους κι είχε σβήσει όσα παλιότερα είχαν νιώσει
μα αν τρέξουν αίμα οι πληγές ποιός θα γλιτώσει.
Μήπως εκείνος που σερνότανε ή εκείνος που πετούσε
κι από ψηλά μας κοιτούσε
ή εκέινος που’ χε βάλει την ουρά του μες τα σκέλια
κι έκανε το θάνατο να σκάσει από τα γέλια.
Δεν ξέρω φίλε η ιστορία καν πως θα τελειώσει
κι αν κανένας απ’ αυτούς θα ΄χει γλιτώσει
μέχρι τον μύθο να τελειώσω πολλά θα κλέψω απ’τη χαρά του
κι αν τσαντιστεί ξανά η αφεντιά του.
Θα φτιάξω κι άλλο πιο καλό και πιο μεγάλο
και σεριάνι μες την νύχτα πάλι θα το βγάλω
στα πιο απίθανα του ουρανού λιμέρια
να ξεβρακώσει από το φως όλα τ’ αστέρια.
Κι αν ξαναβάλει την στολή του θεριστή
πάλι μαλάκας το ξέρω θα πιαστεί
όταν κόψει όλα τα στάχια δεν θα ’χει τίποτα από κάτω
γιατί οι σπόροι γίναν μύθοι μες στο βάλτο.

 

Όταν ήμουνα αντίκρυ θανάτου

του ’χα πει να μην τα θέλει όλα δικά του
αν δεν θέλει να χαθεί η ομορφιά του

για πάντα μέσα στους μύθους του βάλτου,
μα εκείνος τα’θελε όλα δικά του

για να χαρεί μοναχά η αφεντιά του,
γι’αυτο του κλέβω λίγο απ’τη χαρά του

με ένα μύθο καινούριο του βάλτου.

 

Με τα ερπετά αγκαλιά στου φεγγαριού την κουπαστή
και με την γκέι τη στολή του θεριστή
στήνει παιχνίδια ο θάνατος στο βάλτο
γι’αυτό σας χώσαμε ένα μύθο μας φευγάτο
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:45:49 ΜΜ
Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ

Από που ’ρθες, ρε, μεγάλε και παράξενα μιλάς
όλα μου μοιάζουν ωραία, εσύ γιατί μου το χαλάς
όλοι χωράμε παντού γιατί περίεργα κοιτάς
έφαγες πόρτα απ’ τη ζωή μας και γελάς.
Σε κοιτάζω τόση ώρα κι όλο κάτι μου θυμίζεις
δε μπορεί απ’το πουθενά μοναχός σου να γυρίζεις
άραξε ρε στη βολή σου
έλα δίπλα ξάπλα και κοιμήσου.
Γιατί τώρα οι ανάσες μας τρομάζουν σαν κραυγές
και οι τύψεις στήνουν γλέντι θες δε θες
τώρα μας πνίγει η συνήθεια βοηθάει κι η ευκολία
είναι όλα τόσο ωραία μοιάζει εύκολη η λεία.
Στην εποχή αυτή που ζούμε των μετρίων
βασιλιάδες οι τρελοί των ηλιθίων
τώρα διαλέγουμε απ’ το ψέμα ένα ψέμα μα όλα ίδια
πιο μεγάλο τώρα ψέμα ανακυκλώσιμα σκουπίδια.
Τα μισόλογα άρκουν άκουσέ με κάτι ξέρω
έχω πεί τόσα πολλά κι έτσι πια δεν υποφέρω
θα στα φτιάξω ένα τραγούδι και την άκρη θα την βρείς
πίσω απο τη μελωδία τη γνωστή της παρακμής.

 

Γίναν οι πρόσφυγες τουρίστες και οι ευέλικτοι αρτίστες
πρώτο τραπέζι και η μιζέρια μας στις πίστες
η υπομονή τον πρίγκηπά της περιμένει,
η σιωπή τώρα φωνάζει σαν πεθαίνει.
Ο μικρός ξέρει καλά όταν τρέχει που πηγαίνει
ο μεγάλος δεν θυμάται προσπαθεί, μα δε μαθαίνει
ο θεός ψάχνει τον τρόπο μια συγνώμη να μας πεί
έχει πρόβλημα ο δέκτης η επαφή έχει κοπεί.
Τα παράσιτα πολλά μα θα στήσω μια κεραία
στην ταράτσα έτσι για μούρη για να φαίνεται ωραία
έχω σπάσει στο PC μου κωδικό για την τιμή μου
κι έχω σβήσει απ’τα αρχεία την ντροπή μου.
Η χαρά βγήκε στην πιάτσα και η τιμή είναι προσιτή
μορφωμένος νταβατζής και τσατσά η αρετή
τσαμπουκά πουλάει το μέλλον για να διώξει το παρόν
η ψυχή μας προϊόν συνταγή απ’το παρελθόν.
Βρυξέλες Πομπηία Βερσαλλίες και Σιών
οίκοι ανοχής και μόδας χαίρουν φιλανθρωπίων
μια φτηνή δικαιολογία για την κάθε μας στιγμή
μια ωραία μελωδία από σένα παρακμή.

 

Είναι θέμα ζωής (τώρα πιά)

και ανάγκη εποχής(όχι για μένα)
η ευκολία για μια λύση της στιγμής (η ευκολία που μας δέρνει της στιγμής)
κι αν την άκρη δε βρείς (ρε άντε γειά)

λίγο πρίν να χαθείς (θα γίνουμε ένα)
χάρισμά σου η μελωδία της παρακμής.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:46:11 ΜΜ
ΚΟΣΜΟΓΩΝΙΑ

Τραβήξου πιο πέρα μούσα μου και δωσ’ μου
λίγο έμπνευση να γράψω δυο λόγια για την γωνιά του κόσμου
που διαλέξαμε να φτιάξουμε το όνειρό μας
με λίγο χώμα και νερό απ’ τον ουρανό μας.
Με την φωτιά που ’καιγε τώρα καιρό τα σωθηκά μας
τρατάρουμε και τον φονιά μας
η φυγή μας στολίστηκε με μελωδίες και λέξεις
και γουστάρουμε πολύ ψυχή μου κοίτα ν’αντέξεις.
Σκίσαμε λίγο τα μανίκια απ’την παλιά την φορεσιά
τώρα χωρίς δεκανίκια και μακριά απ' τη μοιρασιά
θα κοιτάμε χωρίς ποτέ να γελάμε
κάποτε όλα ήταν μαζί δεν το ξεχνάμε.
Κάποιοι διαλέξανε αυτά τα ρούχα τους να ’ναι καλά
ντυθήκανε ανάλογα και φύγαν για ψηλά
άλλοι αράξανε στη λερωμένη τους φωλιά
τώρα οι προδότες ειν’ της μόδας να στέλνουνε φιλιά.
Κάποιοι θα ντύσουνε την φτήνια μας χλιδή
και που’σαι ακόμα τα πιο καλά δεν τα’χεις δει
τώρα που τελειώνουνε τα χρόνια του 9
εδώ στου κόσμου τη μικρή μας τη γωνιά.

 

Εδώ στου κόσμου τη γωνιά

έφτιαξα όνειρο φονιά,
πέταξα τη φορεσιά,

δε χωράω στη μοιρασιά.

 

Σ’αυτήν εδώ λοιπόν τη μικρή κοσμογωνιά
φτιάξαμε όνειρο μικρό φονιά
που μπορεί και να σκοτώσει πρώτα εμάς
ούτε να φοβάσαι μα ούτε και να γελάς.
Όλοι οι άλλο οι παγκόσμιοι ανάγκη δεν έχουν
αν βγεί στην πιάτσα η μόδα πίσω της τρέχουν
να της ψωνίσουν νυφικό να της τάξουνε γάμο
και ν’  αφήσουν την ψυχή τους στα πόδια της χάμω.
Όμως εμάς η φωτιά κι η προσφυγιά μας
είναι γκόμενες πιστές στην αγκαλιά μας
που ποτέ τους δεν θα φύγουν μέσα απ’την ψυχή μας
κι αν θα χαθούμε νωρίς θα’ρθουν μαζί μας.
Φτάνει που ζήσαμε παρέα χωρίς ζωή κανείς να κλέψει
κι ούτε απλώσαμε χέρι σε ό,τι είχαμε ζηλέψει
φτιάξαμε μόνοι στη λάσπη το όνειρό μας
το ίδιο μισούμε μετά το λυτρωμό μας.
Το ίδιο ψέμα φτύνουμε απ’ το στόμα
κι αν φοβάστε δεν είναι αργά ακόμα
ο ήλιος θα σας φέρει τα πιο κακά μαντάτα
σε τούτη τη γωνιά θα’μαστε πρόσφυγες για πάντα.
Κι άντε να δώ κουράγιο που θα βρείτε
στους αφέντες σαν ξανά υποκλιθείτε
για να κρεμάσουν το όνειρό μας όμως δεν φτάνουν τα σκοινιά
μέχρι εδώ στου κόσμου τη γωνιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:46:41 ΜΜ
ΦΑΡΣΑ

Τριάντα χρόνια και κάθε ψέμα μια ανάσα
μέχρι να πάρω επιτέλους χαμπάρι τη φάρσα
που μου’χες στήσει γλυκιά ζωή καλή μου
θα’πρεπε να’σουν λίγο πιο ευγενική μαζί μου.
Μα εσύ ήσουν σκύλα δεν είχες χιούμορ καθόλου
γι’αυτό κυλήσαμε και οι δυο κατα διαόλου
τι να μου πούνε οι κλεμένες στιγμές που έριχνες μπροστά μου
εγώ έχω φτύσει από νωρίς μέσα στα μούτρα τη χαρά μου.
Και ψάχνω γαλήνη μονάχα στο ουρλιαχτό μου
κι ένα καινούριο φόβο για παρέα στο όνειρό μου
τώρα που είμαι πως βρέθηκα να τραγουδώ
γιατί κρατάω λεφτά τι δουλειά έχω εδω.
Ποιοί είναι όλοι αυτοί τριγύρω μου με κάτι πάλι μου μοιάζουν
είναι μικροί που λέν πολλά και με τρομάζουν
ποιός μου μάζεψε όλα αυτά και στην ψυχή μου τα’χει κρύψει
και δεν ξέρω τι έχω χάσει και τι θα μου λείψει.
Γιατί μου έκλεψες ό,τι είχα πάρει από το δρόμο
γιατί τρελαίνομαι και βρίζω όλο τον κόσμο
γιατί τιμώρησες τα χέρια μου να βγάζουν όσα έχω στην ψυχή μου
τραβήξου δε σε θέλω άλλο μαζί μου.

 

Μα θά ’ναι τότε αλήθεια το κρίμα στο λαιμό μου
και μαζί σου θα γιορτάσω το χαμό μου
θα πάνε τσάμπα οι φορές που έκανα δώρο την καρδιά μου
το αντριλίκι το βαρύ που είχα για χρόνια φορεσιά μου.
Τα λόγια τα μεγάλα μου κι αυτά πάνε χαμένα
και θα ζήσω όλα εκείνα που δε γούσταρα για μένα
θα ψάχνω γιατί σιχαίνομαι το φως της μέρας
γιατί ακόμα δε μου μοιάζω για πατέρας.
Γιατί επιμένω μια αγάπη να ζητάω πιο φτηνή
γιατί τα μάτια μου θα κλείνω στη σκηνή
και θα φοβάμαι να αντικρύσω ένα λευκό χαρτί
μα γιατί τα σκέφτομαι όλα αυτά ακόμα γιατί.
Αφού τώρα ξεγυμνώθηκες τελείως μπροστά μου
κι είσαι χορτάτη από στιγμές και όνειρά μου
πήρες και λάθη ήπιες παρέα μου τα πάθη
ήθελα λίγο ουρανό και μ’ έκανες αγκάθι.


Σ’ευχαριστώ τον πόνο έμαθα κοντά σου
χωρίς να θες γέμισε αίμα η αγκαλιά σου
την πατήσαμε κι οι δυο τι ωραία φάρσα
τώρα σειρά μου να σου κλέψω μια ανάσα.

 

Ζωή μου βγήκες φάρσα, την πάτησα και ‘γω
την πιο ζεστή μου ανάσα στην έκανα φευγιό.
Ψέμα σου κάνω πάσα γλέντησε το χαμό μου
κι αν θα κρατήσει η φάρσα το κρίμα στο λαιμό μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:47:10 ΜΜ
ΑΣ’ ΤΟΥΣ ΕΚΕΙ

Ήλιε μοιράστηκες μαζί μου ό,τι καλό μου είχε τύχει
φίλε κουράστηκες μαζί μου όταν μας πνίγαν οι στίχοι.
Τώρα που ’σαι Σε ποιά γωνιά του ουρανού έχεις αράξει.
Άκου με λίγο, τα πάντα η νύχτα μου’χει τάξει
για να σε βρώ και στο βάλτο να σε φέρω
μα εγώ κάνω ρε ξανά πως δεν σε ξέρω
γιατί όσα έχω νοιώσει στο σκοτάδι κι απ’ όσα είδα
μου μυρίζει ξανά σαν μια του θανατά παγίδα.
Γι' αυτό σου λέω άραξε εκεί στα λιμέρια σου τα φωτεινά
σαπίσαν όλα πια στο βάλτο και εδώ είναι πάντα σκοτεινά
τώρα χορεύουν τα ερπετά με το θάνατο παρέα
ασ' τους εκεί, ασ' τους εκεί περνάν ωραία.
Άσε κι εμάς εδώ να τελειώσουμε μαζί τους
όρκο σου δίνω όμως την τελευταία ν’ ακούσω πνοή τους
ξέχνα το βάλτο φτιάξε άλλο παραμύθι
άσε να το παλέψουμε μονάχοι κι όσο κρατήσουν οι μύθοι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:47:34 ΜΜ
ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΑ

Όσο περνάνε τα χρόνια σε κυνηγάνε στιγμές
μήπως και τους πείς μαζί σου αν έχεις όσα θες
αν νοιώθεις άνετα ή αν είσαι ευτυχισμένος
αν είσαι αλλιώς μην δείξεις φοβισμένος.
Θα γίνει ο χρόνος λόγια και παντού θα τ’ακούς
σαν παλιά μοιρολόγια σε καινούριους καιρούς
και με το ψέμα αγκαλιά θα μοιάζουνε παντοτινά
και η θλίψη θα φορέσει γιορτινά.
Γι’ αυτό σου λέω μην σε βαραίνει άλλο το χθές
με ένα ψέμα σου καλό κέντησε όλες τις πληγές
για να αποφύγεις όλα όσα μάζεψα εγώ
χωρίς να ξέρω γιατί και κοντεύω να πνιγώ.
Απ’ οτι θέλω κι απ’ ό,τι θέλουν από μένα
τελευταία φορά που τα’χω χαμένα
θα κάνω ό,τι έκανα παλιά χωρίς να ξέρω γιατί
με τους ήχους κι απλά θα γράφω στο χαρτί.
Γι’αυτά που πήρα χωρίς να ξέρω αν τα θέλω
γι’ αυτά που έδωσα και τώρα πίσω δεν τα θέλω
κι όσα νόμιζα ότι μου κάτσανε καλά
σας τα χαρίζω δε θέλω τίποτα πιά.

 

Λες να θέλω να σκεπάσω όσα έχω φτύσει
αφού μια ανάσα μπορεί να με γκρεμίσει
και να βγάλει απ’ την ψυχή μου τα κρυμένα
που έχω πληρώσει δυο φορές δεν είναι κλεμένα.
Λες να θέλω μια αγκαλιά που να μυρίζει όπως παλιά
και μια μούσα με κατάξανθα μαλλιά
να μου ακουμπάει το φαρμάκι στις πληγές μου με την γλώσσα
όχι δε θέλω, έμαθα τόσα.
Λες να θέλω να μετρήσω το χαμένο μου ιδρώτα
και να τον φτιάξω χαρά και φως όπως και πρώτα
να τον αφήσω να κυλάει με το αίμα
αν θα με αγγίξεις δε θα ’ναι ψέμα.
Λες να θέλω να μοιραστώ την μοναξιά μου
με κάποιον που ζητάει κάτι από μένα στη σκηνή μπροστά μου
και να του αφήσω δυο λόγια από ένα μύθο του βάλτου
για να τα κάνει με το ζόρι δικά του.
Όχι δεν θέλω να μπεί στη λάσπη κι έτσι να με δεί
η ζωή γιατί δε με γουστάρει από παιδί
αφού δεν ήξερα τι ήθελα αλήθεια από παλιά
γι’ αυτό και δε μου φτάνει η τελευταία της γουλιά.

 

Μήπως θέλεις το όνειρό σου ντυμένο καλά (δε θέλω τίποτα πιά)
το χαμένο σου ιδρώτα μήπως θέλεις σε φράγκα πολλά(δε θέλω τίποτα πιά)
μήπως θέλεις μια κλεμένη παλιά αγκαλιά(δε θέλω τίποτα πιά)
ή μήπως θές απ’τη ζωή την τελευταία γουλιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:48:10 ΜΜ
ΝΥΧΤΩΣΕ ΑΠΟΨΕ ΝΩΡΙΣ

Έφτασε η μέρα ήλιε δε μου έκανες τη χάρη να μη βγείς
έσβησες άστρα και φεγγάρι με το χρώμα της αυγής
πήρες της νύχτας το σκοτάδι μου το ’φερες για δώρο
τώρα είναι όλο δικό μου η ψυχή μου έκανε χώρο.
Τι άλλο να πάρω για εκεί που πάω
ξαφνικά ρε ότι βλέπω το γουστάρω το αγαπάω
χτυπάει περίεργα η καρδιά μου φοβάται πιο πολύ
λες να την ντύσουνε κι εκείνη με στολή.
Λες την μαγκιά μου να την πάρω να τρομάξουν
ή εξω από την πύλη όταν θα φτάσω να με ψάξουν
λες να ζητήσω από την τύχη μου για μια φορά συγνώμη
ίσως αυτή να μη με ξέχασε ακόμη.
Να πάρω όλες τις ευχές ή θα ’ναι κρίμα
που θα ’χω βάλει το θεό και γω για βύσμα
να πάρω δρόμο και 'γω με τη σειρά μου
κοίτα ειρωνία χθές ήπια όλα τα λεφτά μου.
Είπα στην γκόμενα αντίο σε μια πουτάνα τον καημό μου
για να ξεφύγω από τον βρώμικο εαυτό μου
όμως δεν γλίτωσα από τίποτα γιατί
την ίδια ώρα γράφει ακόμα πάνω στο χαρτί.
Το ίδιο μέρος και την ίδια γαμημένη μέρα
κι όταν θα φτάσω ψυχή μου κάνε πέρα
κρύψου όπου βρείς κι όπου μπορείς
νύχτωσε απόψε νωρίς.

 

Πήρα μια απόφαση ψυχή μου έξω απ’την πύλη
να σε χωρίσω αλλά να μείνουμε δυο φίλοι
και μπήκα μέσα κάθησα πίσω στη σειρά
είδα πολλούς που το’ χαν πάρει σοβαρά.
Τότε μ’ανοίξανε την τσάντα και σε βρήκανε μαγκιά μου
μαζευτήκαν και σ’ αδειάσανε μπροστά μου
πρώτη φορά σε είδα πεσμένη κάπου εκεί
και δε μ’ αφήσαν να σε ντύσω στα χακί.
Μου δώσαν όμως πατρίδα και γράψαν στο χρεωστικό
πως αν ντρέπεσαι γι’ αυτό κράτησέ το μυστικό
κουμάντο εδώ κάνει η σημαία κανένα σχόλιο
έχει αρχίσει και με πιάνει το εμβόλιο.
Λες να γεμίσω περηφάνεια ανοχή και αντοχή
και τα όνειρά μου να βαράνε προσοχή
μα δεν πρέπει να με νοιάζει αφού μου δώσανε κρεβάτι
είμαι εντάξει έχω δικό μου κάτι.
Απ’ ότι ακούω θα μας πάνε πιο μετά και για φαϊ
ότι και να ’χει θα γουστάρω έχω να φάω απ’ το πρωί
θα μας βάλουν στη σειρά μετά απ’ το δείπνο
και θα μας πάνε για τον πρώτο μας τον ύπνο.
Μας το’ πε ένας λοχίας που παράξενα μιλούσε
έτσι δεν είναι ρε μεγάλε εσύ από που ’σαι
απ’όπου και νά ’ρθες κοίτα να το χαρείς
νύχτωσε απόψε νωρίς.

 

Νύχτωσε απόψε νωρίς

ψυχή μου κρύψου όπου βρείς
νύχτωσε απόψε νωρίς

και ξέρεις που θα με βρείς
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:48:36 ΜΜ
ΕΓΩ ΦΤΑΙΩ

Ένα σημάδι απ’ τη φωτιά έχω στον ώμο χαραγμένο
έναν ήλιο μικρό με φλόγες τυλιγμένο
ένα κρυφό μονοπάτι που βγάζει στην ψυχή μου
σ’ ένα κρυμένο αλήτη που σέρνω μαζί μου.
Έκανα αμάν για το βάλω ν’ αράξει
του έταξα τόσα που έχει ξεχάσει για να αλλάξει
του τα ’πα αλλιώς μήπως και με γλιτώσει
ψέμα πολύ για όσα δεν πρόλαβε να νοιώσει.
Κι εσύ ήρθες τώρα να μου θυμίσεις ότι υπάρχει
ότι θα κάνει τα δικά του αμα λάχει
μα δε φαντάζεσαι ούτε και ξέρεις ρε τι κάνεις
και πάντα μετά τρέχεις και δε φτάνεις.
Άστο λοιπόν έχεις μαγκιά συνθετική
και δεν ταιριάζει να κυλήσεις κάπου εκεί
γιατί αν βρεθείτε τετ-α-τετ θα εκτεθείς
έχεις πει τόσα πολλά που θα θέλεις να χαθείς.
Κι άλλο μου λάθος όταν το στόμα άνοιγες τέντα
έπρεπε να στον γνωρίσω απ’ τη πρώτη σου κουβέντα
μα έτσι που πας θα την βρείς την ευκαιρία
όταν του κλείσεις ραντεβού θα κάνεις πάλι την κυρία.
Τα λόγια θα μασάς στο φάτσα κάρτα
κι αυτός θα σου μιλάει παντελονάτα
μα δε βαριέσαι τις μαλακίες πληρώνω και σας λέω
συγνώμη που υπάρχετε και οι δυο σας εγώ φταίω.

 

Θα συνεχίζω να στραγγίζω όσα λέω σε μια ματιά
και να θέλω ό,τι αναπνέω να μυρίζει φωτιά
για να θυμάμαι ότι φταίω θ’αγγίζω το σημάδι
θα κερνάω την ζωή μου μια ανάσα στο σκοτάδι.
Κι αν βρώ κουράγιο θα ξεκόψω απ’ τον αλήτη
θα τον βγάλω απ’ την ψυχή μου θα του φτιάξω άλλο σπίτι
στο μυαλό μου κι έτσι θα γουστάρουν όλοι
απ’ άλλο έναν καριόλη θα μοιράζονται οι ρόλοι.
Θα στείλω την μαγκιά μου διακοπές
και θα πείσω την καρδιά μου να χτυπάει όπως θες
να μου δανείσεις πρέπει λίγα λόγια μασημένα
πως να προδόσω να μου δείξεις ρε κι εμένα.
Πρέπει να μου πείς ότι δε φταίω μόνο εγώ
και πρέπει να με σώσεις απ’τις τύψεις μην πνιγώ
Για σκέψου αν δεν μπορέσω να ξεκόψω τελικά
να τρελάθώ παρέα του έτσι στα ξαφνικά
να μοιραστούμε την εκδίκηση γουλιά γουλιά
να θυμηθώ με τον αλήτη τα παλιά.
Να πάνε τσάμπα όλα ρε
κι ας είχα πεί πως ποτέ
δε θα με δεί η φωτιά τα όνειρά μου να καίω
και να φωνάζω πως για όλα εγώ φταίω.

 

Εγώ φταίω που ο αέρας που αναπνέω βρωμάει φωτιά
εγώ φταίω στραγγίζω όσα λέω σε μια ματία
εγώ φταίω που έμαθα να πετάω χωρίς φτερά
εγώ φταίω για πάρτη μου κρατάω μια ανάσα τη φορά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:49:02 ΜΜ
ΘΑ ’ΧΩ ΦΥΓΕΙ ΜΑΚΡΙΑ

Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν
πες μου ρε φίλε τότε γιατι οι στιγμές μου με πνίγουν
δεν άπλωσα το χέρι σ’ όσα μ’είχαν προδώσει
ούτε ζήτησα απ’ το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας
χαρίζαμε ελπίδα ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι’ αλλού όσο τραγουδάνε
κι εσύ ψυχή μου με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω
για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω.
Για ποιόν λαό για ποιόν θεό για ποιούς αγώνες
για ποιά αδέλφια ποιούς χειμώνες ποιές εικόνες
τι να τα κάνω όλα αυτά που φτύσαν πάνω στ’ονειρό μου
αυτά που αποτελειώσανε το λαβωμένο ξωτικό μου.
Κι όσα με ξενερώναν στο μεθύσι μου πάνω
σας τα κερνάω ξεθυμάνανε τι να τα κάνω
Καρδιά μου άλλαξες χρώμα μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ για μένα μόνο
να τελειώνω δε θέλω από κανένα γιατρειά
θέλω να φύγω μακρυά.

 

Βρήκα νερό στο κρασί μου γι’ αυτό δεν πίνω γουλιά
είναι κρυφή η πληγή μου γι’ αυτό δεν βγάζω μιλιά
βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια γι’ αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πρίν μου γίνει συνήθεια θα ’χω φύγει μακριά.

 

Και πάω στοίχημα από κει δεν θ’ ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές
δεν θα γιορτάζει ο φόβος με τη λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο λιγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω μόνο εγώ για μένα
θα κάνω πλάκα στο αιώνια σοβαρό μου
θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω τη σιωπή για ν’ ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος.
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα
θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ’ ουρανού εκεί πάνω
τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω.
Θα πάρω όμως μαζί μου μια ανάσα φυλακτό
να μη μ’ αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πρίν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και ευτυχώς δεν ξεχνάω με τον καιρό
λέω πριν φύγω την πιο κρυφή πληγή μου
να τηνε γειάνω να μην την σέρνω έτσι μαζί μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:49:26 ΜΜ
ΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ

Τώρα που φεύγεις αιώνα μοιάζεις πολύ με το φευγιό μου
θα σε κάνω δυο λόγια να σε χαρίσω στο γιό μου
θα το κάνω παραμύθι να μοιάζει
για να το πάρει καλά μπορεί και να τον νοιάζει.
Θα σου φερθώ ευγενικά όσο μπορώ φυσικά
ψάχνω τον τρόπο πως να του το πω κανονικά
πως όταν φώναζε ο θεός δεν τον πήραμε χαμπάρι
εμείς είχαμε το νου μας πως θα πάμε στο φεγγάρι.
Γιατί ζηλεύουν τα πουλιά και δεν μας κάνουν χαρά
που έχουμε τώρα σιδερένια μεγάλα φτερά
γιατί τα πόδια μας στη γη σπάνια πατάνε
και τα χέρια μας τιμόνι συνέχεια κρατάνε.
Πως να του πω ότι η μουσική έβγαινε από ένα χωνί
κι ότι ο πρώτος σινεμάς ήταν πανί
κι ότι μας φτιάξαν ένα μικρό ονειροκούτι
για να γλιτώσουνε μια και καλή όλοι τούτοι.
Πως να του πω για προσφυγιά για Πόλη και για Σμύρνη
και για εμφύλιους και τέτοια κάγκελο θα μείνει
πως να πω ευγενικά για πολέμους σε παιδάκι
κι ότι ο πιο τρανός μαλάκας είχε ένα μικρό μουστάκι.
Πως στην χώρα με τα χιόνια έγινε αφέντης ο λαός
για να γίνει το όνειρο καημός
την αλήθεια αν του πω θα του το βγάλω από τη μύτη
αυτός νομίζει ότι ο Zoro είναι φίλος του Σημίτη.

 

Μας σιχαθήκαν οι θεοί

και μας δέσαν την ψυχή με τα χέρια
τώρα φοβούνται οι θνητοί

που δεν θα γίνουν αστέρια
φτιάξαν του αιώνα στολή

την πιο μεγάλη μας μιζέρια
κι αν με φοβάσαι ζωή

λύσε μου μόνο τα χέρια.

 

Πρέπει να βρώ στην ψυχή μου να ασχολείται μ’ άλλο θέμα
για να μπορέσω να του φτιάξω ωραίο ψέμα
ήρθε η ώρα να του πω για τη φύση και τα ζώα
όχι για ‘μάς, για τ’ άλλα που είναι αθώα.
Γιατί δεν μας μιλάνε και δεν πονάνε οι μηχανές
τι είναι τελικά το άγχος και το στρες
πως να του πω ότι ανήκει στην Ευρώπη
και δε μιλάν την ίδια γλώσσα όλοι οι ανθρώποι.
Άντε πες του ότι ο κόσμος τώρα μπήκε σε κουτάκι
άντε πες του ότι η Dolly δεν είναι προβατάκι
κι ότι δεν είναι Power Ranger οι μπάτσοι
αυτό θα το ρισκάρω και στραβά ρε να του κάτσει.
Άντε πες του για μπάσκετ αφού δε πρόλαβε τον Γκάλη
θα νομίζει τώρα η μπάλα ότι είναι πιο μεγάλη
άντε πες του ότι υπάρχουνε παιδιά που ζούν στο κρύο
κι ο μπαμπάς του Mickey Mouse διατηρείται σε ψυγείο.
Άντε πες του για το σπίτι το λευκό
που σκορπάει το κακό όσο γαμεί το αφεντικό
άντε δείξτου το δικό μας που είναι τίγκα περιστέρια
κι ότι εκεί μέσα βρώμικα έχουν όλοι χέρια.
Λάθος παραμύθι μοιάζει με τιμωρία
τα ψέματα θ’αφήσω να του πει η ιστορία
ντρέπομαι για πρώτη φορά μπροστά στο γιό μου
τη βλέπω να του λέω μοναχά για το φευγιό μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:49:50 ΜΜ
Ο ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ

Κάτω στον τόπο της φυγής άμα τύχει και περάσεις
μπορεί να δείς πολλά που να θες να τα ξεχάσεις
αν συναντήσεις έναν τύπο που αλλιώτικος σου μοιάζει
μίλα του μπορεί λίγο ζωή να σε κεράσει.
Έχει στα χέρια το δικό του τ’αμάξι
τρελό για μας γι’ αυτόν εντάξει
κάνει τράκα μπαταρίες κάν’ του λίγο αγάπη τράκα
μην τον λυπηθείς γιατί θα σε πάρει για μαλάκα.
Κι αν είσαι χρόνια σκυφτός και θες να φτάσεις ψηλά
αυτός περήφανος του φτάνουν τα ψιλά
κι αν μιλήσεις για τιμόνι μπροστά του όλο εφφέ
πρόσεχε άνετα οδηγάει και κρατάει κι ένα καφέ.
Έχει οργώσει τις πλατείες του ανήκουν όλοι οι δρόμοι
κι αν θα σ’ ενοχλήσει ωραίος θα πεί και μια συγνώμη
δεν κορνάρει και μπροστά σου δεν θ’ αράξει
και ποτέ δε βάζει ο Γιάννης γκόμενες στ’ αμάξι.
Εκεί βάζει την ψυχή του η ψυχή μας δεν χωράει
τηνε βλέπει που πηγαίνει και από πίσω προχωράει
δεν πληρώνει εφορία τέλη κυκλοφορίας
δεν ξέρει απ’ αυτά ο άρχων της αδιαφορίας.
Πάρ’ του μια καλημέρα να σου πάει καλά η μέρα
κι αν σου βρώμησαν τα χνώτα και ζητάς αέρα
κανόνισε από τώρα που θα πας την Κυριακή
μπορεί να μην γυρίσεις αλλά αυτός θα ’ναι εκεί.

 

Όταν κάτι παράξενο με πιάνει
δεν 'ναι τυχαίο που συναντάω πάντα τον Γιάννη
κι απ’ της ζωής μου τα ψηλά με ξελαφρώνει
δώσ’ του θεέ μου να κρατάει για πάντα το τιμόνι.

 

Γιατί είναι τίμιος και βασίζεται σε σένα
φοβάσαι τη ζωή του και ψάχνεις τα κλεμένα
ζητάει ό,τι του λείπει και λύπηση δε θέλει
- ψυχή πιο κυριλέ και σώμα σε κουρέλι.
Αυτός τσέπη δεν έχει στο χέρι ό,τι έχει
ζητάς ό,τι δεν έχει και τσέπη που ν’ αντέχει
για reality show ωραίο θα ήτανε θέμα
θα τρέχαν οι φιλάνθρωποι να του χαρίσουν ψέμα.
Θα ’βρισκε δουλειά λεφτά και μια ευκαιρία
φτάνει να συμμάζευε την τόση αδιαφορία
μην εκτεθούν οι ανθρώποι εδώ είναι τώρα Ευρώπη
για να χαθεί το αλλιώτικο υπάρχουν τώρα τρόποι.
Μα εσείς μωρέ γειτόνοι τώρα που θα ’στε μόνοι
θα χάσετε για πάντα της ζωής σας το τιμόνι
μαζί κι οι αρχοντάδες κι όλοι οι χαρτογιακάδες
θα χάσουνε το νοήμα να βγάζουνε παράδες.
Και τότε η αδιαφορία σα δίκαιη τιμωρία
θα πάρει μία θέση κι αυτή στην ιστορία
μαζί με την «Ηρώων» και την «Ελευθερίας»
θα φτιάξετε του Γιάννη μια πλατεία «Αδιαφορίας»
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:50:15 ΜΜ
ΘΥΜΑΜΑΙ

Κοιμάμαι, μα δεν κοιμάμαι καλά
γιατί όταν πάω χαμηλά
σε στέλνω τόσο ψηλά
που δε με βλέπεις αλλά…
Θυμάμαι, εγώ θυμάμαι πολλά
γι’ αυτό δε νοιώθω καλά
και μη μιλάς για τα παλιά,
γιατί σε ξέρω καλά.

Δεν θέλουμε άνισο παιχνίδι γιατί
έτσι απλά νοιώθουμε πιο δυνατοί
εγώ είχα τα κλειδιά απ’ αυτό το μαγαζί
τώρα σας τα πετάω μαζευτείτε όλοι μαζί.
Και κάντε τα κουμάντα σας κι ότι είναι ας φανεί
απ’ αυτή τη μεγάλη τη hip hop τη σκηνή
που όπως λέτε δε βοήθησα ποτέ κανέναν
τραβιέμαι απ’ έξω πάω πιο κεί πρίν σιχαθώ κι εμένα.
Και χάρισμά σας η δόξα και τα φράγκα
μα γελιέσαι αν νομίζεις πως σε κάνουν τούτα μάγκα.
Μάγκα σε κάνουν όσα ζείς κι όχι όσα λες
μάγκας είσαι όταν σέβεσαι λίγο και το χθές.
Μα τί σου λέω εσύ είσαι αλλού τώρα είσαι εντάξει
τη μαλακία που σε δέρνει ίσως έβαλες σε τάξη
κι όσες θα κάνεις από δω και πέρα
θα ’ναι μεγαλύτερες ρε μέρα με τη μέρα.
Έτσι είναι η μόδα να ’χεις εξέλιξη πρίν νοιώσεις
να ’σαι έτοιμος πάντα να πουλήσεις να προδώσεις
και ό,τι ζητάει η εποχή να δώσεις
ίσως να ’σαι ο τυχερός εσύ και να γλυτώσεις.
Εμείς εδώ low bap αγκαλιά με τη φωτιά
χαρισμά σας τα λεφτά χαρισμά σας κι η πρωτιά
για όποιον αντέχει η μαγκιά φαίνεται με μια ματιά
και πρόσεχε τι λες δεν παίζουνε μ’ αυτά.
Γιατί θυμάμαι, θυμάμαι πολλά
γι’ αυτό δε νοιώθω καλά
γιατί σε ξέρω καλά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:50:43 ΜΜ
ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ

Φοβάμαι, μήπως δειλιάσω ψυχή μου
και κρύψω την αλήθεια πιο κάτω απ’ τη φωνή μου
πιο χαμηλά κι απ’ την ανάσα που αφήνω εγώ χαλάλι
ζωγραφιστή στο προσκεφάλι.
Φοβάμαι, ρε, αλήθεια μονάχα μια στιγμή
που θα με στείλει ν’ αγκαλιάσω το σκοτάδι την ντροπή
φοβάμαι την στιγμή που θ’ αντέχω στα μάτια να τους δω
φοβάμαι που είμαι ακόμα ρε εδώ.
Φοβάμαι μήπως δειλιάσω ψυχή μου
και λυπηθώ να σου χαρίσω την ρημάδα τη ζωή μου
φοβάμαι μην ποζάρω για ένα πλάνο κοντινό
κι εκείνη τη φορά που το μικρόφωνο κλειστό θα βρω.
Φοβάμαι που έχω αρχίσει να ξυπνάω μετά τον ήλιο
φοβάμαι δεν θυμάμαι τον πιο καλό μου φίλο
φοβάμαι χωρίς λόγο να φοβάμαι γιατί
η μοναξιά μου έχει γίνει ξένη κι αυτή.
Φοβάμαι μήπως μάθω με τα φώτα να ζω
φοβάμαι μήπως φτιάξω ένα τραγούδι χαζό
φοβάμαι το κασέ και την τιμή μου να βρώ
και μ’ αρνηθώ, με σιχαθώ.
Μη σου κολλήσω φοβάμαι την κάνη στο κεφάλι
και προλάβεις και τραβήξεις την σκανδάλη
φοβάμαι φοβισμένο να σε δω
φοβάμαι μήπως και σε λυπηθώ.

Φοβάμαι αν είσαι ακόμα μαζί μου
μήπως δειλιάσω ψυχή μου

 

Φοβάμαι μήπως δειλιάσω ψυχή μου
και κρύψω την αλήθεια πιο κάτω απ’ την φωνή μου
φοβάμαι αν είσαι ακόμα μαζί μου
μήπως δειλιάσω ψυχή μου.

 

Δε φοβάμαι όμως ρε όσο υπάρχει βυνίλιο
δε φοβάμαι όταν βρέχει στο μεγάλο προσήλιο
δε φοβάμαι όταν πνίγει η ομίχλη τ’ αστέρια
θα 'χει κι αύριο πολλά είναι τόση η μιζέρια.
Δε φοβάμαι το λάθος μου εγώ να πληρώσω
δε φοβάμαι το ξέρω, δε μπορώ να γλιτώσω
δε φοβάμαι Σωτήρη θα την βρείς την αλήθεια
δε φοβάμαι το φόβο που είναι μόνο συνήθεια.
Δε φοβάμαι το χρήμα, αλλά αυτό με φοβάται
ούτε κι αν την ξεχάσω γιατί αυτή με θυμάται
δε φοβάμαι τα χέρια μου αντέχουν ακόμα
ζωγραφίζω στιγμές με το χρόνο για χρώμα.
Δε φοβάμαι τα ξύδια μόνο τ’ άλλα φοβάμαι
δε φοβάμαι τη νύχτα γιατί μέρα κοίμαμαι
δε φοβάμαι ψυχή μου να χαθεί το τομάρι
δε φοβάμαι ν’ αφήσω κάτι απ’ όσα έχω πάρει.
Δε φοβάμαι κανένα παρά μόνο εμένα
όταν τά ’χω χαμένα και κολλάει η πένα
δε φοβάμαι να δώ αν είσαι ακόμα μαζί μου
ή πρίν αρχίσω είχες δειλιάσει ψυχή μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 05:51:17 ΜΜ
ΜΗ ΝΟΙΑΣΤΕΙ ΚΑΝΕΙΣ

Ρε, αλήθεια λέω μη νοιαστεί κανείς
αν πρέπει νωρίς να τραβηχτούμε εμείς
θα το κάνουμε μονάχοι πιο πέρα
για να ανασάνει ξανά η ψυχή μας αέρα.
Με μια Διαμαρτυρία αρχίσαμε κάποτε εμείς
τώρα κομάτι κι εμείς της παρακμής
η ψυχή μας δεν ξέρω αν έπιασε τόπο
ούτε αν άξιζε ρε φίλε τον κόπο.
Πού ’ναι το hip hop που ονειρευόμουνα παλιά
τότε που είχαμε βουτήξει τη ζωή απ ’τα μαλλιά
και τη βάζαμε μπροστά μας να ραπάρει
τώρα φωνάξαμε τον διάολο να μας πάρει.
Μετά βρεθήκαμε μ’άλλους στην Ώρα Των Σκιών μαζί
τίγκα λοιπόν το μαγαζί
και μη ρωτάς που είναι τώρα όλοι αυτοί
είναι σκόρπιοι μπροστά σου και ψάξ’το γιατί.
Ύστερα μπήκαμε στο Μεγάλο το Κόλπο
κι εκεί ψυχή σα να βρήκες τον τρόπο
να πείς όσα φοβούνται οι άλλοι
και μ’ έσπρωξες να βάλω στη φωτιά το κεφάλι.
Τότε βαφτήσαμε Low Bap τ’ όνειρό μας
χωρίς να ξέρουμε αν είναι για καλό μας
και τρελαθήκανε όλοι τότε οι μοδάτοι
στο παραμύθι που αλλάξαμε κάτι.
Για να ’χει το τέλος αυτό που του αξίζει
και να μπορεί τη ζωή να στραγγίζει
και να κρατήσει όσο γουστάρουμε εμείς
κι αν χαθεί μπράβο της παρακμής.

Ρε μη νοιαστεί κανείς
αν θα χαθούμε εμείς
μαγκιά τους μπράβο της παρακμής.
Μη λυπηθεί κανείς
στον κόσμο μας εμείς
κι εσύ μαλάκα βιάστηκες να χαρείς.
 

Φτάσαμε τότε αισίως κάπου στο '96
και καναδυό είχαν ακόμα αντέξει
κι ήρθαν μαζί μου στον Τόπο Της Φυγής
να βρούμε τα σημάδια μιας παλιάς πληγής.
Να δούν από κοντά την αλεπού όταν μπαίνει στο βάλτο
να κοιτάει τον ουρανό από κάτω
να πετάει φωτιά με τα χέρια
όταν οι άλλοι έχουν γίνει ήδη αστέρια.
Σε μια παράσταση μεγάλη σιωπής
με λόγια και μουσικές περιωπής
πιθηκάκια διαλέξανε τον πρώτο τους ρόλο
κι οι αφεντάδες ετοιμάζουν hip hop στόλο.
Να κυριεύσουν πόλεις και χωριά
για να μαζέψουν πολλά φλουριά
βρήκανε στύλ και μόδα καινούρια
ας τους ψυχή μου να κάνουν γιούρια.
Εσύ μείνε κοντά μου και κοίτα
να τρώνε οι άλλοι μονάχοι την πίτα
και στάσου όσο αντέχεις αντίκρυ θανάτου
με τους Μύθους εκείνους του Βάλτου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:35:09 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: Fiera ::

Λίγο να σκεφτείς

Λίγο να σκεφτείς, κι αμέσως γίνεσαι του πόνου γητευτής·
λίγο να σκεφτείς, θα ξεθαρρέψεις τ' αλυτά θα ονειρευτείς·
λίγο να σκεφτείς, κι ανοίγεις δρόμους στα μνημονικά της γης·
λίγο να σκεφτείς τα περισσέμματα, δε θα γευτείς, θα ερωτευθείς.
Λίγο να σκεφτείς κι αρχίζει το αίμα σου βράζει, αλλάζει,
ο κόσμος γύρω σου θεριεύει, φωνάζει, χαράζει
το πιο μεγάλο σου χρόνια μαράζι αδειάζει,
σ'αλλάζει τόσο που σε ξαφνιάζει.
Βάστα από δω και πέρα, βάστα καλά και πάμε
στα πιο περήφανα περνάμε, όρθιοι γερνάμε.
Για την ντροπή όσων μας ζύγωσανε, θα τραγουδάμε,
θα ξεδιψάμε με μέρες κι όλα τα χρόνια θα φάμε
και θα κεντάμε όρκους στ' ονειροσάλι σου νύχτα μαγεύτρα,
ακριβοπλήρωτη πουτάνα και ψεύτρα·
για να δεχτείς τη συντροφιά μας αθώα κυρά μας,
έτσι πληρώνουμε τ' αγέννητα τα φονικά μας.
Και να σκεφτείς, αν το αντέχεις και μπορείς να το σκεφτείς,
άλλοι φωλιάσανε στα μέρη που φοβόσουν να κρυφτείς.
Αν το δεχτείς, μισά μοιράσματα θα 'χεις να παινευτείς
απ' της ντροπής κι άλλα μισά απ' της σιωπής.
Λίγο να σκεφτείς, και μπρος σου γονατίζουν οι πόνοι
κι όσοι αρνιούνται το βιος τους, μοιάζουν μ' αίμα στο χιόνι·
το μυρίζεις τη νύχτα, το διαβάζεις τη μέρα·
είναι σα γυάλινη σφαίρα, μου το 'χει πει η Fiera.

Πάει καιρός
Πάει καιρός που μπολιάστηκε του δέντρου η ρίζα
κι οι αλητάμπουρες τριγύρω μου γινήκαν κυρίζα,
ωριμάσανε, σαπίσανε και πέσανε,
άλλοι παντρεύτηκαν και πήγανε και δέσανε·
ντροπή φορέσανε και βρήκανε πολλές δικαιολογίες,
κάποιοι ανταμώνουνε μονάχα τις αργίες
σα παναγίες που κεντάν τα σάβανά τους,
φτύσαν το δρόμο που είχαν χρόνια μες στα σωθικά τους.
Στα πρακτικά τους γράφεται μόνο ό,τι δε σαλεύει
κι αν έμεινε κανείς τρελλός εδώ να το παλεύει
να γυρεύει παλιές εικόνες κι αρώματα
και τα θαμμένα όνειρά μας στα χώματα.
Τρελοκαμώματα για όσους ράψαν μπαλώματα
στα τρύπια βράδια τους που ζούνε στα παπλώματα.
Όσοι δε το βγαλαν δεν είχαν τσίπα,
ενώ το είδανε το φίδι να κοιμάται στην τρύπα.
Πάει καιρός που όλα τα βλέπαμε καλά γενικά
και πιστεύαμε πως όλοι είναι καλά αρσενικά.
Τώρα γινήκαμε από αδέρφια γειτόνοι και ξένοι,
Ανταμώνουμε, όταν κάποιος πεθαίνει.
Πάει καιρός και τώρα εδώ στη γη του κανενός
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως·
ωραία ζωή και δυο μέτρα ουρανός,
όλα είναι ίδια ακόμα και στη λάσπη και στο φως.

Πάει καιρός  όμως θυμάμαι, ευτυχώς,  
μυρωδιές εικόνες και νοιώθω τυχερός.
Πάει καιρός πολύς καιρός
που επιβίωνες, αν ήσουν αλήτης σοφός.
Πάει καιρός τώρα γεμίσαμε φως,
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως.
Πάει καιρός για να τη βγάλεις γερός,
αδελφέ μου, αποφάσισες να ζήσεις κουφός.

Στου κουφού, λοιπόν, χτυπάω κι απόψε την πόρτα
κι εκείνος ντροπιασμένος χαμηλώνει τα φώτα.
Επιμένω και ξαπλώνω στο πλατύσκαλο,
τραγουδάω και κρατάω ονειροπίστολο·
να του ρίξω δυο καλά να 'ρθεί στα ίσια του
ή καναν εφιάλτη να παλεύει με τη λύσσα του.
Ανοίξτε, ρε, ανοίξτε μελλοθάνατοι!
Ποιος να μου το 'λεγε ότι θα στέκονταν ασάλευτοι,
βολεμένοι, εύκαιροι και δανεισμένοι,
πιασμένοι από μια φούστα ή μια καρέκλα σπασμένη.
Και σαν πρώτα αντρειωμένοι, τώρα σκυμμένοι,
καλοδιατήρητοι και γυμνασμένοι.
Τριανταέξι άτοκες δόσεις,
κοίτα πριν φύγεις, φίλε μου να ξεχρεώσεις.
Υποχρεώσεις - βγάλ' τα παπούτσια, μη λερώσεις -
όσα δεν έκανες, εδώ θα τα πληρώσεις.
Πάει καιρός από τα νιάτα σου τ' ανέμελα,
τώρα σε σκάβουν τα προβλήματα συθέμελα.
Γλυκειά σου νιότη - πίσω προδότη -  
θα κλειδώσω τη πόρτα, αφού την κάνατε πρώτοι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:35:40 ΜΜ
Αύριο

Σε βλέπω να τρέμεις και να χλωμιάζεις,
δαρμένες συλλαβές αδέξια γύρω ν' αραδειάζεις,
λίγο-λίγο ν' αδειάζεις από τα λόγια τα επιχρυσωμένα
ανάμεσα σε πυρά διασταυρωμένα.
Ξεφτισμένα ονείρατα, κουφάρια στυλωμένα,
μακρυά από μένα της σιωπής τα περιμαζεμένα.
Από τα σωριασμένα ακούω στο μισοσκόταδο
τραγούδι ανοιχτόκαρδο, γεράκι στο λιόκλαδο
που αναπολεί τα πρώτερα τ' αλύγιστα,
τα λόγια τα μονάκριβα, τ' αμεταχείριστα.
Τα όμορφα, είναι αθάνατα τα όμορφα
κι οι ασχήμιες στηριγμένες με σαπιόκαρφα.
Μιλάς γι' αυτές, μου τις σερβίρεις γι' αύριο·
με τη βλακεία εξημερώνεις κάθε άγριο
πουδραρισμένες φάτσες, αγάμητες κυράτσες,
καλλιτεχνάδες, διανοούμενους λινάτσες,
φουρκισμένα, μισοκαυλωμένα νιάτα,
φουσκωμένα κορμάκια, μικρά ανάλαφρα πιάτα.
Θάματα, μου λες για θάματα
σαν κηδεμόνας ναρκωμένος απ' τα αγιάσματα.
Κυνηγός και δεσμοφύλακας μου τάζεσαι,
με κλειδώνεις, με κομματιάζεις, με μοιράζεσαι.
Μα ένα σου λέω και κράτα το -  
συνομήλικος είναι ο φόβος με το θάνατο.

Αύριο - ό,τι κι αν πεις για το αύριο
πάλι θα 'ναι σα ποιήμα με λόγια αφηρημένα.
Αύριο - περιγραφή σε ναυάγιο
με τον καπετάνιο να 'χει τα χέρια σταυρωμένα.
Αύριο - όποιον και να 'χεις δίπλα σου άγιο,
δε σου βγάζει απ' το κεφάλι ιδέα θαυματουργή.
Αύριο - ανηφορίζω και θα ζήσω το αύριο
σα να τραβάω μια γάζα απ' την πληγή.

Μ' ανέκδοτα ξενέρωτα μας ζάλισες τον έρωτα,
το αύριο παρέλυσε σε βράδυα αξημέρωτα.
Σου τέλειωσαν τα θέματα, τα όνειρά σου ψέμματα
και τα μυαλά στα σύννεφα ακατέβατα.
Δε ξέρω αν βλέπεις και πως αντέχεις
ν' αναμασάς το ίδιο σενάριο, στα ίδια να επιστρέφεις,
ξανά πάλι σα τη μέρα της μαρμότας
το κουμπί να ψάχνεις της ξεκούμπωτης σου ρόμπας.
Και τα πράγματα, τα ίδια πράγματα
μαντεύεις χωρίς ρίσκο και βουλωμένα γράμματα.
Μ' αν δε κοιτάς όπου πατάς, θα πέφτεις στη παγίδα,
την ίδια με το θάνατο απλώνετε αρίδα.
Φτιάχνεις τ' αύριο όπως το χθες και το μεθαύριο,
κατάπιες και τον πυρετό, παγώνεις τον υδράργυρο,
αράδα πας και δε ρωτάς - μη με ρωτάς -
στήσε αυτί, στα νιάτα σου χρωστάς
πολλά, αλλά της πέτσας σου σηκώνεται η τρίχα
και πετάς από τα όμορφα τη ψίχα·
ενώ εγώ με όσο νου μου φτάνει για να στέκω,
αρχάριο και μαγικό το αύριο θα βλέπω.

Αύριο - και μας τελειώσαν τα θάματα.
Κλειστά περάσματα, τσάμπα τ' αγιάσματα
κι εσύ βρωμονιόβγαλτε κοιτάς κατάματα
τ' ασάλευτα και τ' αχάλαστα
που ο φόβος τα κρατάει μακρυα - μην αγγίζεις -
προς τα πίσω μοναχά στα τυφλά να βαδίζεις,
μακρυά από μένα ονείρατα ξεφτισμένα·
μακρυα από μένα δανεικά ονείρατα ξεφτισμένα
Αύριο...
Θα ζήσω τ' αύριο σαν να τραβάω μια γάζα απ' τη πληγή.

Τέσσερα λεπτά τοξικού θηλασμού

Πες μου, χρόνια πολλά, γιατί είναι χρόνια πολλά.
Ας γουστάρεις σα τρελός κι ας μη νιώθεις καλά
ή κι εσύ που τη βγάζεις μόνο με τα ψαχουλέματα
και στο μυαλό σου φυσάνε μόνο κρύα ρεύματα.
Κακά τα ψέμματα κι αν την αλήθεια αντέχεις
βγες και πες ό,τι σε είδα πρώτο να τρέχεις
ή σ' έχω ακούσει πολλές φορές να λειώνεις στη συγνώμη,
εκτός αν έχεις απ' τη μνήμη σου αντίθετη γνώμη.
Πες μου, χρόνια πολλά κι εσύ άδειο κουφάρι,
χρωστάς κι εσύ σ' αυτόν που άκουσες πρώτο να ραπάρει.
Μ' εξιτάρει που τόσα χρόνια κρυφακούς
κι ας έχει παλίρροια ο καϋμένος σου νους.
Μπαινοβγαίνει η αγάπη, μπαινοβγαίνει το μίσος
ή έχει σφηνώσει στο μυαλό σου ένας μύθος.
Ίσως· και στέκεις γατζωμένος ή απλά αποκομμένος,
ένας έφηβος πάντα αφηρημένος·
ή είσαι απλά σα σπιρτόξυλο στα χέρια ενός βλάκα
που θα σ' ανάψει για πλάκα - άκου μια ατάκα...
Πες μου, χρόνια πολλά, κανείς δε τα στερείται·
μοναχά όποιος τα όμορφα κρύβει κι αρνείται
να το βουλώνει έστω κι απρόθυμα μπροστά στα σπουδαία,
κάθε όνειρο μονάκριβο κι απρόσμενη ιδέα.
Γι' αυτό με όλη αυτή τη μπόχα και τα πάντα θολά
βλέπω άλλα τόσα μπροστά μας, πες μου χρόνια πολλά.

Κάθε βρώμικο και βλακομουδιασμένο στόμα
με μισεί που αντέχω και ραπάρω ακόμα
κι όσοι πήραν λίγο γεύση και κλέψανε χρώμα
για το low bap είναι ξένοι ακόμα.

Πάνω που φανταζόσουν ποιητικό οργασμό
έχεις τέσσερα λεπτά για τοξικό θηλασμό,
για να μη βγεις και τελείως απ' το πρόγραμμα,
πιες μονοκοπανιά αυτό το μπολιασμένο ακρόαμα.
Πιες, πιες, θες δε θες, πιες.
γλύψε το αίμα απ' τις δικές σου πληγές.
Με τα βρώμικα σου χνότα, λυράτη κότα,
πες μου, χρόνια πολλά, όπως και πρώτα.
Αν ξέχασες, ρώτα, τα θυμούνται αυτοί που πρέπει,
αυτοί που στέκονται στην πυροκάμωτη σκέπη
απ' την αρχή και θα το πάνε όσο πάει,
έστω κι ένας να ' χει μείνει ν' αγαπάει.
Έστω κι ένας· σε τρομάζει αυτή η φράση.
Ήθελες κρέας πολύ μες στη δικιά σου βράση.
Σ' έχει σπρώξει η ζωή, σ' έχει ξεχάσει.
Με του low bap τη σκούπα στου hip hop το φαράσι.

Κι όσοι πατάνε και γλεντάνε στου hip hop το πτώμα
το ίδιο θα φάνε σκουληκιασμένο χώμα.
Εικοσιπέντε χρόνια μέσα στου Hip Hop το δώμα,
δε μ' έπιασε ποτέ τόσο μεγάλη βρώμα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:36:10 ΜΜ
Κάψτε Αλλιώς Σκάψτε

Κωδική ονομασία "Αρχή του Τέλους",
με δηλητήριο ποτισμένους αγγέλους,
σκορπισμένους - ναι - κι ο νόμος της σιωπής
ενάντια στη φύση και στους δαίμονες της γης.
Γενετικά μεταλλαγμένα, παράσιτα, πειράματα,
ορμόνες, διοξίνες, φυροφάρμακα,
λιπάσματα, μυριάδες δικαιολογίες και ψέμματα,
βρώμικα χέρια και δύστροπα πνεύματα.
Βιάζεται ο θάνατος, τώρα μετράει σε στρέμματα,
μας φτιάχνει τέλος σε τέσσερα γεύματα
κι αν θες ν' αρχίσεις υπάρχουν σπόροι μιας χρήσης,
πατέντα ο δρόμος της εύκολης λύσης.
Μπολιάσανε λόφους και το νερό τώρα στο διάβα του,
στέλνει παντού τη διάφανη κι άρρωστη λάβα του.
Φώναξε, κάψε βγες από τη φωλιά,
δεν είναι ηλίθιε ο Τζακ κι η Φασολιά.
Είναι η γαμημένη Monsanto κι η Sygenta
που κατοχυρώνουν πρώτοι της ζωής την πατέντα.
Γι'αυτό αν φυτεύεις δηλητήρια στα σπλάχνα της γης,
όταν έρθει ο καιρός, μαζί τους θα καείς.

Κάψτε τα μολυσμένα χωράφια της Monsanto και της Sygenta.
Κάψτε τα βρώμικα τα συνάφια και κάθε μεταλλαγμένη πατέντα.
Αλλοιώς σκάψτε, συνένοχοι, σκάψτε και θαφτείτε στα εντόσθια της γης
και ψάξτε να βρείτε σκουλήκια, ψάξτε, για να πάρετε ένα μάθημα ηθικής.
.
Δουλοπρεπείς πολιτικοί, ανήθικοι, μεταλλαγμένοι
σιγοντάρουν και υπογράφουνε οι γερασμένοι.
Πυροβολούν στο σκοτάδι κι εσένα ο νους σου πάει αλλού,
πάντα θα λες "αυτοί που ξέρουν, είναι ανθρώποι του καλού".
Ενώ αυτοί ήδη τρέφονται με υπολλείματα ανθρώπου
και ονειρεύονται την ύπαρξη ενός καινούριου τόπου
με τετράγωνα δέντρα κι ανοιχτόχρωμα ψάρια στα ποτάμια
και με ζώα που γεννιούνται σα σαλάμια·
με σόγια, βαμβάκι και σιτάρι που κανείς δε θερίζει,
μ' άφθονο γάλα, ψωμί και το χρυσό πλούσιο ρύζι,
ντομάτες με γονίδια σολωμού για το κρύο
κοτόπουλα φτηνά με πόδια εικοσιδύο.
Δικαιολογία πρώτη, θα σταματήσει η πείνα
φτάνει να κλέψουμε το αυγό από τη χήνα
μ' οποιοδήποτε κόστος κι ανταλλάγματα
στους φτωχούς και αστοιχείωτους θα μοιάζουν πάντα θαύματα.
Γι' αυτό φωνάξτε εσείς οι χορτασμένοι,
οι λίαν προσεχώς μεταλλαγμένοι.
Κάψτε τα προϊόντα τους πάνω στα ράφια
κι όλα της Monsanto τα μολυσμένα χωράφια.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:36:37 ΜΜ
Θα Περάσει Κι Αυτή Η Νυχτιά

Κυρίες και κύριοι, συντρόφια κι αλητήριοι
υποδεχτείτε ξανά ακάλεστο μουσαφίρη.
Για μαζευτείτε να το φτιάξουμε ωραία και φέτος
στο ολυμπιακό παγκόσμιο σωτήριο έτος.
Πάμε, χαμογελάμε, τραγουδάμε,
χαλάλι όλο το ξύλο πάλι που θα φάμε·
δε θα λυγίσουμε, τα πιο επικίνδυνα
θα ξεστομίσουμε και θ' απειλήσουμε·
θα κατουρήσουμε πάλι τα νέα στέμματα,
όσα κεφάλια κι αν γεμίσετε με αίματα.
Τέρμα τα ψέμματα, τέρμα τα λόγια.
Ετούτη τη φορά θα πληρώσουν όλα τα λαμόγια  
Κι όσοι αγορασμένοι τους σιγοντάρουνε,
το μερτικό τους θα φροντίσουμε να πάρουνε.
Γι' αυτό ελάτε όλοι φοβισμένοι και φορτώστε μας,
αγοράστε μας, ναρκώστε μας, σκοτώστε μας,
μεταλλάξτε μας, κοιμήστε μας, δανείστε μας,
βρωμίστε μας και ξεφτιλήστε μας.
Έρχονται κι άλλοι που δεν ακούν τα παρακάλια σας·
είδαν και ζήσανε τα χάλια σας.

Πάρε μια ανάσα ν' ανηφορίσεις - θα περάσει κι αυτή η νυχτιά.
Το σκοτάδι από 'δω να ξορκίσεις - τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.
Κοίτα ν'αντέξεις της καρδιάς τα παλέματα - γιατί γινήκαμε μεγάλη αγκαλιά.
έφτασε η ώρα τέρμα τα ψέμματα - τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.

Τώρα ανταμώνουμε κι αποστομώνουμε,
όσους παρέδωσαν τα όπλα, βαλαντώνουμε
στο θαύμα, το πυροκάμωτο μας κράμα
κι άμα εδώ ξεβολευτήκανε νωρίς, σιγά το πράγμα.
Εσύ, όμως, μάθε τη φωτιά, μη σε τρομάζει.
Η παρακμή μόνο τα πτώματα κατασπαράζει
και τσάμπα σάβανα και φέρετρα μοιράζει.
Τώρα χωρίς σκοπό κάθε ηλίθιος αγιάζει.
Τώρα ανταμώνουνε όλα μας τα αναθέματα,
σκορπάνε ευχές και κανακέματα,
μα η γενιά μας για τα καλά - παρά τα χάλια της -  
θα βάλει στη φωτιά το κεφάλι της.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά,
γιατί γινήκαμε μεγάλη αγκαλιά,
για όποιον σκέφτηκε έκανε, έμαθε, κι έπαθε - μη σταματάς να ζητάς.
Τώρα τους σκιάζουν οι δρόμοι σαν χθες,
τα τραγούδια, οι ψυχές, οι φωνές.
Να'χεις το νου σου τα φίδια ζούνε κι ακέφαλα, πρόσεχε που πατάς.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:37:00 ΜΜ
Στον Τελευταίο Πηγαιμό

Στον τελευταίο πηγαιμό
λέω να βάλω στο λαιμό
θηλιά ξυράφια.
Σαν έρθω φάτσα στον γκρεμό
να μη προκάμω για να δω
αίμα χωράφια.
Ν' ανοίξω χέρια ουρανό
και ν' αγκαλιάσω το χαμό
με τα φτερά μου.
Κι αυτό το λίγο αν θα πετω,
θα 'θελα μόνο να κοιτώ
αριστερά μου.
Καμιά φορά βαριέσαι τόσο να μιλάς,
σου φτάνει μόνο να κοιτάς
και περιμένεις.
Και αν όλα εκείνα που αγαπάς
σ' έχουν προδώσει, δε μιλάς·
μαζί το σέρνεις.
Σ' αυτή την άβολη σιωπή
η σκέψη γίνεται καρφί
που σε σταυρώνει.
Και αν κλάψεις, γύρε προς τη  γη
με τη ντροπή σου κι αν βραχεί,
δεν σου θυμώνει.
Μ' αν γίνεις άνεμος ζεστός
και σαν άνθρωπος φτυστός
θα ξεθαρρέψεις.  
Στον τελευταίο πηγαιμό
πίασε το χθες απ' το λαιμό
για να το ζέψεις.
Ζάχο, Αλέκο και Μιχάλη,
Ελένη, Νικόλα κι Αλέξη,
Στάθη, Περικλή και κυρ-Μανώλη,
Στέργιο, Στέλιο και κυρ-Νίκο
Όπου και να 'στε,
μην κουβαλάτε το χαμό,
και να θυμάστε,
στο τελευταίο πηγαιμό
μπροστά στον ίδιο το γκρεμό
άλλος λίγο, άλλος πολύ,
αν δε σκιαχτείτε όλοι μαζί,
εκεί παρέα θα 'στε.
Κι εγώ, θ'ανοίγω χέρια ουρανό
και στους τρελούς θα τραγουδώ
πως η καρδιά μου
χτυπούσε εκεί στ' αριστερά μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:37:31 ΜΜ
Άσμα Υποταγής

Άλλο ένα άσμα υποταγής - κοίτα αλώβητος να βγείς,
σε θέλουν κι άλλο.
Άλλο ένα άσμα καταγής - σέρνεις μαζί σου ό,τι μπορείς
και πας στο διάολο.
Άλλο ένα αστέρι επί γης σε μια μαρκίζα της ντροπής
στο μαγαζί τους.
Κοιτάξου λίγο αιμορραγείς, αργοτελειώνεις κι όσο αργείς,
θα πας μαζί τους.

Σ' αυτό εδώ το μαγαζί που το βαφτίσαν γενικά "Μουσική",
που όλα χωράνε να γίνουν και η ετικέτα μόνο αρκεί
- χαλκομανία κολλάει στης δόξας το κουφάρι
κι η κουλτούρα κρατάει το φανάρι·
γριά κοκότα με του πολιτισμού τα χνότα,
μυξοκλαίς - θες πιο δυνατά πάνω σου φώτα,
σα και πρώτα ένα ταλέντο φουσκωμένη σιλικόνη
σαββατόβραδο μονοπωλεί τη γιγαντοοθόνη.
Αναλώνεται η φορμόλη κι όλοι οι σουλατσαδόροι
πάνε στα τυφλά όπου υπάρχουν αγορές λαχειοφόροι·  
λιγούρικα ποντάρουν τα όνειρά τους φέτες.
Σε λίγο σίγουρα σαπίζουνε κι οι πέτρες!
Πες μου ποιοι φταίνε για τους τόσους φραμπαλάδες
Έτσι απλά παρασυρθήκαν σε φωσφοριζέ ζαλάδες.
Στήνουν μ' άσμα υποταγής γλέντι τρικούβερτο ντουμάνι
και ρουφάν με το καλάμι των διασήμων το καζάνι.

Δε ξέρω αν φταίνε τελικά τα κλαμπάκια κι οι πίστες,
ούτε κι αυτοί που φτιάχνουν τις μουσικές σκουπιδολίστες
ούτε οι μανατζεράδες ούτε και τα κανάλια·
φταίνε οι καλλιτεχνάδες και τα μαύρα τους χάλια.
Οι άλλοι κάνουν τη δουλειά τους με την ηθική τους,
οι άλλοι φταίνε που έχουν κάτω όμως συνέχεια το βρακί τους.
Η εποχή τους είναι κι από δύσκολοι λεκέδες,
γίναν γεμάτοι μ' άποψη σκουπιδοτενεκέδες
κι εσύ πλερώνεις κι όπου πάς λερώνεις,
βρωμάς και ζέχνεις, μα το κρυφοκαμαρώνεις.
Μα ούτε εσύ φταις που έχει βαλτώσει το μυαλό σου
μάλλον φταίνε όσοι τραγουδάνε για λογαριασμό σου.
Οι στιχουργοί, οι ηθοποιοί κι οι σκηνοθέτες,
οι ζωγράφοι, οι συγγραφείς και οι συνθέτες
που σα μεταλλαγμένοι, ήσυχοι κι αδιάφοροι κλώνοι
πρέπει να πετύχουν όλοι τους καλά και σώνει
μιας κι η οθόνη είναι πανέμορφη μαγεύτρα
κι ας κάνει σκόνη την πιο ακλόνητη πέτρα.
Μα τι μ' ακούς, μείνε στην ίδια συνταγή
φτιάξε άλλο ένα άσμα της ντροπής μ' υποταγή.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:38:03 ΜΜ
Μην Πετάξεις Πετσέτα

Όταν γεννήθηκες, μπήκαν όλα σε μια σειρά
στο ταραγμένο μέχρι τότε κεφάλι μου.
Ένοιωσα άνθρωπος, μα και σαν μάγος στην πυρά
και μονορούφι η ζωή έγινε ζάλη μου
κι είπα το χαλί μου απ' τα όνειρα να ξεταιριάξω,
είπα ν' αλλάξω ωραίο, σπουδαίο κι απρόσμενο,
ένα ταξίδι στην ψυχούλα μου να τάξω.
Και στο μυαλό μου το περιπλανώμενο
μ' αρχής γενόμενο της μοναξιάς τη γαλήνη
και την αλήτικη ηδονή του ξεβολέματος
άναψα πρώτος φωτιά, χωρίς να ξέρω τι θα γίνει.
Εκεί ανάμεσα γκρεμού και ρέματος
κι ανθρώπου θέλοντος καλοξεκίνησα
στ' ανθισμένα καλλιτεχνικά παρτέρια.
Έκανα ό,τι ήθελα, έβρισα και μίλησα,
έσπρωξα το στήθος μου πρώτος στα μαχαίρια.
Ύστερα αντάμωσα χιλιάδες πράγματα,
αλλά ωραία κι άλλα για φτύσιμο·
γραφτήκαν τίτλοι με μεγάλα γράμματα,
κάναν το γάμο με την παρακμή επίσημο.
Γι' αυτό όσα ακούσεις, φτιάξε την ιστορία σου
και αν σε κερνάνε πίκρα ή χαρά,
γράφτους, αγόρι μου, στ' αρχίδια σου·
μόνο το ένστικτό σου να παίρνεις σοβαρά.

Να μη χαρίζεσαι κι όπου κι αν πας,
να χαμογελάς μπροστά στις κουφάλες.
Τις μικρές στιγμές ν' αγαπάς
και μακρυα απ' τις μεγάλες αγκάλες.
Έναν όρκο μονάχα δος μου
βρες τα καλά και γερά κράτησέ τα
κι αν με στριμώξουν στη γωνιά αυτή του κόσμου
ό,τι κι αν γίνει "μην πετάξεις πετσέτα".

Όλα αυτά θα μπορούσα να στα πω ιδιαιτέρως
με πολλές αγάπες και λουλούδια.
Ασ' τα αυτά για όταν θα γίνω γέρος.
Τώρα τραγούδια κάνω, θα σ' τα λέω με τραγούδια.
Εξάλλου, το τρελοκομείο αυτό που σου 'τυχε πατέρας,
κάθε φορά που αναπνέει, παρεξηγείται,
αγαπιέται σα θεός και μισιέται σαν τέρας.
Σιγά, λοιπόν, ο τρελός μην εξηγείται.
Εσύ κράτα τα όλα όπως είναι απλά
κι αν θες να μάθεις το hip hop, να κοιτάς μέσα στα μάτια.
Να θυμάσαι ότι η αρχή είναι χαμηλά
και η ξεφτίλα είναι εικοσιτέσσερα καράτια.
Αν θες να ζήσεις Low Bap, γίνε μαντέμι
και δεν υπάρχει παράδειγμα κανένα.
Γίνε το σφυρί και το καλέμι,
σκάψε στα δύσκολα μακρυά απ' τα φθαρμένα.
Να φωνάζεις σαν κάνουν ησυχία
κι όταν τους βλέπεις να πετάν, πέσε κατάχαμα.
Η ζωή δεν είναι πόλεμος - ούτε μονομαχία·
είναι στα πάντα το πιο μεγάλο ανάθεμα.
Όμως, βάλ' τα κάτω, ίσως κι εγώ βρωμάω χθες.
Την είδα σήμερα πατέρας, συμβουλεύω και κρίνω,
μα όλα αυτά που σου λέω πάρτα όπως θες,
μπορεί και να 'ναι όσα δε μπόρεσα να γίνω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:38:28 ΜΜ
Μια Ιστορία Απ' Της Φωτιάς Τα Μέρη

Κάτσε εκεί στη γωνιά και μιλιά μη βγάζεις.
Μια ιστορία θα σου πω, μήπως και πάψεις να γκρινιάζεις.
Μήπως φύγει η ειρωνία που ζωγράφιζες στα μούτρα σου
και νοιώσεις άνθρωπος κι ανοίξει η κούτρα σου.
Ρε, κάτσε κάτω σου λέω· κάτσε και βούλωσέ το.
Αφού τελειώσω, πάρτο όπου πας και ξέχασε το,
πούλησέ το, αγνόησε το, μοίρασέ το.
Εγώ έζησα το μέσα, εσύ ζήσε το πακέτο.
Αρχίζω· βαθιά ανάσα, μη σκοντάψω στις λέξεις·
βάζω τον ήρωα εγώ, την εποχή εσύ θα διαλέξεις.
Κάπου σε μια καλύβα στης φωτιάς τα μέρη,
ζούσε ένας γέροντας που κουβαλούσε ένα άσπρο πανέρι.
Μέσα είχε βάλει και πουλούσε ευχές
που 'χαν ξεμείνει στους ανθρώπους απ' τα χθες.
Έτσι γυρνούσε ολημερίς σε χωριά και σοκάκια
φορτωμένος την παράξενη πραμάτεια.
Εκεί τον είδε, λοιπόν, ένας κουφός και του έγνεψε,
έψαχνε ελπίδα, λες κι η τύχη του στέρεψε.
Πήρε δυο ευχές απ' το πανέρι, τις άνοιξε κι έλαμψε,
έκανε πίσω, κρύφτηκε κι έκλαψε.
Λίγο πιο κάτω τον άκουσε μια κοπέλα τυφλή
καθισμένη σ' ένα βράχο παρέα μ' ένα σκυλί.
Τον παρακάλεσε να βγάλει δυο ευχές ν' αγοράσει
κι αν είναι εύκολο σιγά να της διαβάσει.
Έτσι κι έγινε, άκουγε κι έσφιγγε το στόμα της·
σαν να ζαλίστηκε και έχασε το χρώμα της.
Είπε στο γέροντα που διάβαζε να πάψει,
σφιγγόταν τόσο για να μη κλαψει.
Λίγο πιο πέρα τον φώναξε ένας έμπορος
γελαστός, καλοστεκούμενος και εύπορος.
Εβγαλε ένα πουγκί και πήρε το μισό πανέρι,
πρέπει να διάβαζε ευχές όλο το μεσημέρι.
Γιατί τον βρήκανε  τ' απόγευμα λιπόθυμο στην άκρη
και η κόρη του έλεγε πως δε του 'μεινε δάκρυ.
Έτσι ο γέροντας βάζοντας κάτω το κεφάλι,
ένοιωσε άσκημα πρώτη φορά ντροπή μεγάλη.
Έδωσε πίσω τα λεφτά και μάζεψε όλα τα χαρτιά,
τα 'βαλε μες στο πανέρι κι αφού άναψε φωτιά,
δε μπορούσε να ξεχάσει όλες τούτες τις στιγμές
- λες και πληρώσαν για να πάρουν τις παλιές τους ευχές.
Έκανε τα πίσω μπρος κι ο ασπροντυμένος ουρανός
του τραγουδούσε πόσο ήταν τυχερός
που είχε στα μάτια του όλα όσα πέρασε
που τα κατάφερε και γέρασε.

Κι αν γελώ, είναι που ξέρω το δρόμο μου και πάω.
Κι αν ρωτώ, είναι για 'κείνα που ήξερα και ξέχασα.
και αν θα βρω όλα όσα νοιάζομαι κι όσα αγαπάω
θα μπορώ να λέω σ' όλους, τα κατάφερα, γέρασα
κι όμορφα πέρασα.
Κι αν γελώ... κι αν ρωτώ...
κι αν θα βρω...θα μπορώ...
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:38:52 ΜΜ
Ρίζα Κακιά

Φοράς το χώμα ρίζα, γριά μαμή κακογεννήτρα
κάθε άκρη σου απ' τις τόσες τρισκατάρατη φυτρα.
Έχεις μολύβι και ξύστρα, μια ανεπρόκοπη σίτα
που κοσκινίζει φήμες, τρίχες κατσαρές και dolce vita.
Άκου μιλιά - πικρομιλιά,
λόγια μεγάλα - λόγια παχιά.
Είσαι του ψέμματος η ατέλεια, είσαι του πνεύματος ιέρεια,
μαραζώνεις ή φουντώνεις, πνεύμα ακάθαρτο και χέρια.
Νταλαβέρια για όσα βίδωσες στον ουρανό αστέρια
- γλυκανάλατη και κούφια λεπτομέρεια.
Άλλη μια μερα, άλλο ενα ψέμα·
με λίγο κλάμα, καινούριο μισθοσυντήρητο θέμα.
Σε κάθε τάφο ανοιχτό ψάχνεις ιδέα σκουληκιασμένη,
ρίζα η γη που σε ταϊζει άλλο τόσο παχαίνει.
Γεννοβολάς, μας γέμισες παντού μούλους και μούλες
για τον κώλο της μαϊμούς οι πρώτες λεξούλες.
Πρώτη κρυάδα, και μυαλό σαν αμοιβάδα,
χλωρή σα κλήμα, ζωηρή παραφυάδα·
βγάζεις φύλλα, νύχια, όπλα, καινούρια φτερά,
γρια πανούκλα - ρίζα κακιά

Ρίζα κακιά μου ανοίγεις λάκκο κι ας το 'ξερα
με μαντάτα βολικά κι ανυπόφορα,
τρέφεις τ' ασήμαντα, μεγάλα και πρόχειρα
ρίζα, το στόμα μου ν' ανοίξω τι το 'θελα.

Ρίζα κακιά μου ανοίγεις λάκκο κι ας το 'ξερα,
κεφάτο μαντάτο με πόζα, τράτο και ξόβεργα
να ελέγχεις μόνο τα "πάρε - δώσε", "πέρα - δώθε"·
κολλητηλίκια κάνεις με μιζέρια από τότε.
Πότε -πότε, όμως, αν έχεις ακουστά, κάνουν οι λίγοι τη ζημιά·
σου ξεριζώνω γραμμή τα δόντια σου τα παστρικά,
για να μη ψάχνεις στα κρυφά με φήμες και κουτσομπολιά
να μας δαγκώσεις προκαταβολικά.

Άλλοτε πνίγεσαι μες στον αφρό του σάλιου σου,
εξάλλου δε βαστάς παραπανίσιο βάρος πάνω σου.
Ή παίρνεις κι άλλο μπόι κόντρα στα θύματά σου·
με σόι τέτοιο ισιώνεις και τα στραβογόνατά σου.
Τέτοιες πλάτες κάνεις, ξάπλες στη μιζέρια·
γλωσσοφαγιά και κολλεγιά μουτζουρωμένα τεφτέρια,
σοφοί ξερόλες με καρφιά κίτρινα, ροζ και γκρίζα,
την αλήθεια μου θα φτάσω σα βροχή στη ριζα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:39:17 ΜΜ
Ο Βλάκας Με Τα Χίλια Πρόσωπα

Είναι γραφτό ν' ανταμώνεις στ' ανηφόρισμα
τα μουχλιαμένα και τα δειλότροπα·
μ' αν κοιτάξεις πίσω απ' της ψυχής το χώρισμα,
ο ίδιος βλάκας είναι με τα χίλια πρόσωπα.
Είναι γραφτό και θα σου μοιάζουνε μυριάδες
που κοντοστέκουνε για λίγο στα πυρότοπα
σαν κλαδεμένες, άρρωστες παραφυάδες,
μ' απλά είναι ο ίδιος βλάκας με τα χίλια πρόσωπα.

Ο ίδιος βλάκας είναι χρόνια τώρα κι έρχεται ακάλεστος·
πότε σαν πολεμιστής πότε σαν άρρωστος.
Ή θα ορκίζεται ή θα ξερνάει ψέμματα
ή θα μοιράζεται παράταιρα συμπλέγματα.
Άλλοτε με υπομονή, προστατεύει το κουφάρι του,
άλλοτε όπου να 'ναι χαρίζει τσάμπα το τομάρι του
ή κάθεται για να φορτώνει στιγμές στην πλάτη
ή επειδή το φτωχικό μας του 'μοιαζε παλάτι.
Αντάμωσα πολλά καλομεγάλωτα παιδάκια
και ταριχευμένα, πικροκάμωτα  ανθρωπάκια,
έτοιμους, ταλαντούχους μ' άπειρες δικαιολογίες,
φθαρμένους και κακόπιστους μ' αμφιβολίες,
ξενιστές και της ψυχής τους προδότες,
ελαφροϊσκιωτους, πανούργους και μεγάλες κότες,
τεμπέληδες, πολλούς τεμπέληδες,
κουτσομπολιά, σάλια, διχόνοιες κι έριδες.
Μα τώρα εδώ στα ωραία και στα καλύτερα,
μακρυα απ' το τέλος μια ώρα αρχύτερα,
καταλήγω μεταξύ σοβαρού και πλάκας
πως ήταν ένας, αλλά με χίλια πρόσωπα βλάκας.

Αν πέσει πάνω σου ξανά χαλαρά και νυσταλέα
βλάκας με digital περικεφαλαία,
μη δώσεις βάση στην κρυφόπνιχτη μιλιά του,
μην ελαφρώσεις απ' τα βάσανα τη ραχοκοκαλιά του.
Άφησέ τον μες στη μούχλα μόνο του να ψαχουλεύει,
έχει μάθει στα σκουπίδια τύχη να γυρεύει,
να λερώνει με σιγανοψιθυρίσματα
σαν τα σιχαμένα ποντικογρυλλίσματα..
Ψάχνει γυρίσματα, εκλιπαρεί για χάρη.
Τα πάντα μέσα του κάθε στιγμή τουμπάρει.
Αρκετά, σου λέω, πολύ μας καθυστέρησε.  
Δε ξέρω τίποτα απ' τα όμορφα αν μας στέρησε,
μα όπως έσπειρε, θέρισε· κανείς πια δε πληρώνει
καλοντυμένη, αχρείαστη, βαλαντωμένη πόρνη.
Τέρμα ο οίκτος και τα σαβουροσκορπίσματα
κι η αναμονή για τη ζωή που 'χει γυρίσματα.
Κρατάω λίγα για να βγάλω το ανηφόρισμα,
κερνάω τύψεις, το λάθος πόρισμα,
γελάω πια μ' όλα εκείνα τα ανισσόροπα
που άκουσα από το βλάκα με τα χίλια πρόσωπα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:39:43 ΜΜ
Fiera

Κοίτα πιο πέρα - εκεί μπορεί να τη δεις.
Εκεί πέρα, αν πιστεύεις θα τη βρείς
Σαν αέρα· νοιώσε κι εσύ τη Fiera.

Από την άκρη του ονείρου, κάπου στου ήλιου τη δύση,
στην αγκαλιά της ομίχλης η νύχτα είχε γεννήσει
το πιο παράξενο κι όμορφο πλάσμα,
μάλλον της φύσης το όγδοο θαύμα.
Fiera - δίνει δροσιά στον αέρα,
κάνει τα φίδια να κυλιούνται πιο πέρα.
Σε ξεχάσαν παντού οι φοβισμένοι ανθρώποι
και μαραζώνουν ολάκεροι τόποι.
Υπάρχουν τρόποι - υπάρχει αλήθεια,
υπάρχουν δρόμοι στα παραμύθια.
Τώρα είναι άδεια η γυάλινη σφαίρα,
κοίτα έξω υπάρχει η Fiera.

Αρχίζει η μέρα τη βλέπω να κρύβεται στο φως,
την ψάχνει ο αέρας πιο πέρα· γυρνάει μονάχος και τυφλός.
Ακούω γέλια κι αμέσως μου ψιθυρίζει στ' αυτιά
"καλημέρα..."
Έχει τα χέρια απλωτα κι ένα ζευγάρι φτερά,
στέκεται όρθια ή χορεύει στης βροχής τα νερά
που καθρεφτίζουν μυστικά και καμώματα
των ανθρώπων τα πικρά και μονοκόμματα.
Μέσα απ' τη λάσπη βρίσκει πάλι ένα κρυφό μονοπάτι
και με κοιτάζει από μένα σα να περίμενε κάτι.
Τέτοιο γινάτι μ' έχει μαζί παρασύρει
σαν "αγαπω" που ποτέ του δε χαλάει χατήρι.
Έχει λυτά τα μαλλιά της, στα μικρά δάχτυλά της
σκαρώνει χάρτινα καράβια - σαλπάρουν τα όνειρά της,
κοχύλια στ' αυτιά της και χίλια χρόνια μπροστά
ακούει να γίνονται τ' αδύνατα απ 'το τώρα, δυνατά.
Κρατάει τα δάκρυα στα μάτια κλειδωμένα
κι η περηφάνεια της κοκκίνησε μελάνι στην πένα·
σ' άσπρο χαρτί δε το χωράει τ' όνομα της,
Fiera…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:40:13 ΜΜ
Τα Πάντα Για Ένα Τίποτα

Ψάξε στο τίποτα να βρεις, όλα τ' ανώφελα της γης
κράτα μαζί σου
Κι όταν το κόσμο καταπιείς και πάλι τίποτα δε δεις
στη χώνεψή σου
Θα 'σαι ένας ήρωας διαφανής που ούτε ξέρεις, δε μπορείς
και πας στον πάτο και παρακάτω.

Περνάν τα χρόνια, σκάβεις μια τρύπα στο νερό,
την ίδια τρύπα, μα ούτε της μύγας το φτερό
δε το χωράει - θαρρώ - φτύνω το κόρφο μου και απορώ.
Μετράω το κρίμα σου και δεν έχει μετρημό.
Ακούω το φόβο σου, το χρυσοπληρωμένο ρόλο σου,
τον απαράβατο ρυθμό τον ψυχοφθόρο σου
και μες στο τίποτα και πάλι κοίτα τα ,ψάξε καχύποπτα
μήπως και βρεις τα μυστικά τ' ακλείδωτα.
Και δε φαντάζεσαι πως ξημεροβραδιάζεσαι
στη ματαιότητα που πολλαπλασιάζεσαι.
Αυτοθαυμάζεσαι, στην ταραχή σου βιάζεσαι
να 'ναι δικός σου ο κόσμος· αιφνιδιάζεσαι,
δε φτάνει μια ζωή για να χορτάσεις μια στιγμή.
Τα θέλεις όλα, στ' άπειρο ποντάρεις, γραμμή,
μα είναι άκυρο κι εσύ βαριά κι ασήκωτα
χάφτεις τα πάντα για ένα τίποτα.

Θα 'χεις το λόγο σου να μένεις μόνος σου εσύ κι ο κόσμος σου.
Αντίστροφά μετράς κατά βούληση το χρόνο σου
κι ασύδοτα στ' απωθυμένα σου τάζεις αντίδοτα,
τρία οικόπεδα και δύο αυτοκίνητα
Φοράς χρυσόμαλλο, δικέφαλο δέρας,
κυριακάτικη ψυχή με μούτρα τσαγκαροδευτέρας
και χάνεσαι στα φούμαρα, βολεύεσαι στα χρόνια
- καρικατούρα χωρία λόγια για τα αιώνια.
Κι απ' το τίποτα βγάζεις πατέντα·
να ξερες πόσο θυμίζει άλλη μια τσίχλα με μέντα!
κάτω απ' τη σόλα σε κραταει σαν κόλλα,
σα τη βλακεία που αναμφίβολα, κεραυνοβόλα
σ' ερωτεύεται, μένει μαζί σου, τρέφεται σα βδέλλα,
φοράει φύκια αντί μεταξωτή κορδέλα.
Μα εσύ καθόλου και ποτέ σου δε ντροπιάζεσαι
και το τίποτα άλλο λίγο περιεργάζεσαι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:40:45 ΜΜ
No Man's Land (8ctagon Bonus Track)

It's been a long time we shouldn't have left you
Riddim Killa, lowbap that's the best crew
I know I' m guilty of the sins that the flesh do
But I give thanks cos I recognise I 'm blessed too
Like god blessed my gang
And knowing I'm the son of my mother is knowing I'm a proud man
Have to make moves set up a plan
Me I own my destiny, but I know no man can own the land
or own the air these days we know fear
as we consolidate but don't wanna share
I want ya listen me clear
In these times when life is cheap
With the masses of the people asleep
What you saw you reap
Rodney P in the mud with dirty hands
Me and Foxmoor link up and work the land
So overstand the lesson and the styles we brang
This is no man's land cos it's everybody's land

  (There's always been a path in noman's land)
Το μονοπάτι αυτό που χάραξε ο καιρός
με βγάζει πάντα στη γη του κανενός
(It took me all around from where I stand)
But, you know we 're never far from home
We're universal and always in the zone ya know
(There's always been a path in noman's land)
Στάσου ψηλά, πάρε κουράγιο, κοίτα μπρος
βρες τα ωραία στη γη του κανενός
(It took me all around from where I stand)
As we move amongst the moon and stars
We give thanks for this planet of ours.
We stay blessed.

Πάει καιρός πολύ καιρός στη γη του κανενός,
που τα είδα όλα μες στη λάσπη και το φως.
Είδα τ' απίθανα τα πιο όμορφα, όμως, τα 'κανα χάρτη·
μ' οδηγήσαν στης ζωής το πονηρό το μονοπάτι.
Κανένα άχτι, ούτε με νοιάξαν οι φευγάτοι
που φωλιάσανε παρέα στης μιζέριας το παλάτι.
Εκεί είναι - νάτοι - τους χαμογέλασε ο ουρανός
κι ενώ κοιτάνε ψηλά, πατάν στη γη του κανενός.
Εμπρός, επιβάλλεται να βλέπω εμπρός
κι ο κακός μου εαυτός είναι ο μόνος εχθρός.
Σ' αυτή τη γη με τα όνειρά τα χιλιοπρόδωμένα,
γιατί ζητάς ξανά από μένα όσα έχεις χρόνια χαμένα.
Κάνε πιο πέρα, κομμένα τα πολλά - πολλά·
αν θέλεις, κράτα την ουσία, τα λίγα και καλά.
Πάτα καλά στο χώμα, κάνε τον ήλιο σώμα κι όρμα,
αυτό τον κόσμο δε τον κέρδισε κανείς ακόμα,
γι' αυτό όλοι όσοι ξέρουν, κοίτα τριγύρω μας παλεύουν,
γιατρεύουν, αντέχουν, μαζεύουν όνειρα, δε ζητιανεύουν.
Δεν υπάρχει αφεντικό· στάσου ψηλά και κοίτα μπρος,
στη γη του κανενός.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:41:13 ΜΜ
Κόκκινη  Ζώνη (8ctagon Bonus Track)

Στάσου παράμερα, φτιάξου πατήθηκες,
απ'όσα αρνήθηκες, σφυροκοπήθηκες.
Όρθιε βλακόλιθε, σακί με μπάζα,
σε ψυχοκέντησαν καλά με μυθομάζα.
Ανυποψίαστε, σταμάτα να μετράς τη ζωή με καράτια.
Κοίτα αν τολμάς απ' ευθείας μες στου δράκου τα μάτια.
Άκου και μάθε από τη ζοφερή σιωπή του,
παιδί του να γινόσουν, ξεχωριστό παιδί του.
Να καταλάβαινες πως εδώ μας πετάξαν,
μας απολύμαναν πολιτικά και μας τάξαν
παραδεισένια ησυχία, κολασμένη αφθονία,
τραπέζια πλούσια, παιχνίδια, βιβλία, θρανία,
ζωή· τολμήσαν και μας τάξαν οι δειλοί ζωή,
σα μια ατέλειωτη του ονειροχρόνου γιορτή.
Κι ούτε ρωτάς γιατί - (κι ουτε ρωτας γιατι)
ακυρωμένη συνείδηση - καμένο χαρτί -
Όσο κι αν το εύχεσαι, δε θα σε προσπεράσω,
στα μάτια σου ξανά τα ολόξενα θα συνταιριάσω.
Μη νοιαστείς και θυμηθείς τα κοντινά γεννήματα μας
Μη θαρρέψεις και πεις τα ονόματά μας.
Δε σου κακιώνω, σε μένα πιο πολύ θυμώνω
που τόσα χρόνια μυριάδες λέξεις μπροστά μας απλώνω
από τα σώψυχα μου μέσα· μα κανείς δε γλυτώνει,
απ'αυτούς που γεννηθήκαμε στη κόκκινη ζώνη.
Στέκομαι και κοιτάω αποκομένος.
Το χρυσωπό όνειρο τους τελειώνει.
Φλέγομαι κι εσύ φοβισμένος
παρακαλάς να μη μείνουμε μόνοι.
Σε δέχομαι, μα εσύ κυρτωμένος,
τόσο λιγόλογος που δε βλέπω σκόνη,
παραμερίζεις και ξεχνάς ο καϋμένος
πως γεννηθήκαμε στην κόκκινη ζώνη

Φώναξέ τα δυνατά - όσα μου τύχανε τα 'ξερα·
σε χωράφια είχα σπείρει κατάξερα
μύθους, που πιάστηκες για ν'αντρώσεις,
στίχους, δίπλα στις μαζικές νευρώσεις,
εκρήξεις μια ατέλειωτη σειρά από εκπλήξεις·
δειλέ, στο ενδιάμεσο θα καταλήξεις
κυρτωμένος κι ούτε ματιά στις κορφές·
τα τότε όνειρά σου, τώρα αποστροφές.
Τι θες από 'μας,  μικρέ καλοσυνάτε
Με τους ομοίους σου μείνε να το γλεντάτε,
όταν μυριάδες αλήτες που σου μοιάζουνε μόνοι,
παλεύουν και για σένα στην κόκκινη ζώνη.

Κόκκινη -  κόκκινη ζώνη
Πυρωμένο ατσάλι στ' αμόνι.
Κόκκινη -  κόκκινη ζώνη,
οι περήφανοι πεθαίνουνε μόνοι.

Στο πηγαινέλα του λόγου, στου υλισμού τη σιωπή
κρυφό μου κι ανάρμοστο, γίνε κραυγή.
Οι ντροπιασμένοι που αγνοούν σε υποβαθμίζουν,
αυτοί που δέχονται μονάχα όσα αγγίζουν,
πανηγυρίζουν, ενώ ραγίζεις την αστική  λογική τους.
Αναιμικά κι αφωνικά δένονται στην ηθική τους.
Ρε, μη λογιάζεσαι για κουρασμένος
και μη σωριάζεσαι σα προδωμένος.
Πάντα ο εχθρός μας κάνει τη δουλειά του·
τράβα πιο 'κει και μέτρα όλα τα σφάλματά του.
Γίνε σκιά του, γίνε καθρέφτης θολός
και  ασ' τον να πιστέψει πως είσαι νεκρός.
Είναι τυφλός, κορδωμένος μ' αλαζονεία·
μη τον μαγέψεις, φτύσε  μονάχα ειρωνεία.
Ούρλιαξε μέσα στ' αυτί του, δε με νοιάζει αν γλυτώσω.
Αρνούμαι να με προδώσω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:41:39 ΜΜ
Μικρά Σινιάλα

Σήκω πάνω, μη ντρέπεσαι,
μη γίνεις ένα με τον εχθρό σου.
Σήκω σου λέω, να φαίνεσαι,
σκούπισε λίγο το μέτωπο σου.
Πάτα στα πόδια σου, μπορείς δε μπορείς.
Πάψε να βλέπεις το αύριο κρεμάλα.
Πρόσεξε λίγο κι απέναντι θα δεις
μεγάλα χέρια μικρά όμως σινιάλα.
Σήκω, σου λέω, να κάνω χάζι.
θυμήσου λίγο απ' την περήφανη θωριά σου
κι απ' της μικρής φυλακής το περβάζι,
πάψε να παίζεις με τη σκια σου.
Σήκω αδερφέ μου απ' το σκοτάδι·
έστω κι έτσι με τα μάτια πρησμένα.
Κλέψε νερό απ' το δικό τους πηγάδι
κι αν ανταμώσουμε δος μου κι εμένα.
Τράβα, σου λέω, είμαστε μόνοι,
δεν περισσέψαν για μας προφητείες,
μα το παλεύουμε κι ας φάμε σκόνη
στο φευγιό απ' τις βουβές πολιτείες.
Τράβα μακρυά απ ' αυτούς κι όπου να 'ναι,
αρνήσου τα εύκολα και δος του απ' τη σκάλα,
κι αν σε φωνάζουνε κι αν σε κοιτάνε,
μη λογαριάσεις τα μικρά τους σινιάλα.
Σήκω πάνω, μη ντρέπεσαι.
Σήκω, σου λέω, να φαίνεσαι.
Σήκω πάνω, μην αφήνεις στιγμή να ξεθαρρεύει και να χαίρεται καμιά τους κουφάλα.
Κόψε με τα δόντια δυνατά, τράβα, κόψε το σκοινί και βάλε φωτιά στην κρεμάλα.
Kι άλλα, βρώμικα χέρια μεγάλα που πάντα πλέκουνε της λύπης στεφάνια
και τα βάφουν μ' αίμα για τα μικρά τους σινιάλα, τέρμα - περηφάνια.
Fiera - κι όμως ήρθε η μέρα που έβαλες τέρμα
στα χίλια χρόνια περιπλάνηση σε γη κι αέρα
κι ευτυχώς είμασταν εδώ πέρα.
Fiera...κι όμως ήρθε η μέρα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:42:41 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: 02/12/02 ::

Φυσάει Κόντρα
 

Φυσάει κόντρα σε ολάκερη γη,

τ’ αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,

δεν αντέχω της βολής τη σιγή.

Και δω’ απ’ τον τόπο που έζησα τη φυγή,

ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,

τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.

 

Γυρνάω στον κόσμο, πουθενά δε βλέπω ξένο όπου μένω.

Γυρνάω πίσω και από όποιον συναντήσω, μαθαίνω.

Δίνω, παίρνω, ανασαίνω από τα χρώματα, πληθαίνω,

από τ’ αρώματα μαγεύομαι και ταξιδεύω.

Γυρεύω για όλους μας το ίδιο όμορφο στέγαστρο,

φτιάχνω φωτιά για όποιον θέλει κόσμο αταίριαστο.

Για τα μάτια ενός παιδιού που ψάχνει γη, γκρεμίζω ουρανούς,

λυτρώνω μάνες και γιους.

Κάνω τη γλώσσα μου την πορφυρένια, ατόφιο μολύβι·

και τη ψυχή μου ένα απέραντο από στίχους καλύβι.

Ρίχνω το κάστρο σας, φτύνω του άστρου σας την κόχη.

Γίνομαι αύρα αλμυρή και στερνοβρόχι.

Πάρε τα όχι και ξεκούρνιασε από αυτή τη γωνία

που στο κουφάρι σου πετάξαν τα κλεμμένα μ’αφθονία,

άρνησή μου στομωμένη (πυρωμένη), λύσου καημένη,

γίνε κλωστή στην ανέμη τυλιγμένη

να σου δώσω μια, να γυρίζεις για πάντα και πάντα

να σου φυσάω πρίμα, κράτα μου αγάντα

μέχρι να βρούνε απάγκιο όσοι ζουν σε φυγή.

Καινούρια αρχή και σε καλό να τους βγει.

 

Σε καλό θα μου βγει κι ας τρίξουν οι σκαρμοί μου.

Έχω μαζί μου, σ’ αυτό το σάλεμα που κάνεις ψυχή μου,

την αυταπάρνησή μου, το μαγικό ραβδί μου,

κάνω τ’ αδύνατα να ξεπερνάνε τη φωνή μου.

Τιμή μου, λίγα μου βήματα σκίζουν τη λάσπη.

Πάρε τα χνάρια μου αντί για χάρτη
και στα μπαγκάζια σου μη στριμώξεις ντροπή,

ούτε σιωπή.

Υστερόγραφο: δε πιστεύω στη τύχη.

Όταν τα ψέμματα πεθαίνουν, γεννιούνται ωραίοι στίχοι

και γλυκαίνουν το μίσος στους ιχνανθρώπους

ή τους πετάνε για πάντα μες στους πανέρημους τόπους.

Λογια κρυμμένα μου, θρυμματισμένα μου

κάνατε απόσβεση σε όσα είχα μέσα μου.

Σύξυλη η μπέσα μου μπροστά στη βρώμικη ιστορία,

μύθος απέθαντος και ωμή αλληγορία.

Περιγελάστε με, δειλοί, ξεχάστε με,

πλέξτε με φυτίλι και ανάψτε με·

μέσα στην πλάνη σας ένα όνειρο ατόφιο θα εκραγεί

-         ζωής κραυγή και σε καλό να μου βγει.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:43:12 ΜΜ
Με το Ζερβό
 

Γεννήθηκα και πήγα σχολείο πάνω στη Χούντα

με δασκάλους και παπάδες δοχεία συγκοινωνούντα,

ψυχές σαβανωμένες, θεόρατες σκιές

στου έθνους του αθάνατου τις μυρμηγκοφωλιές.

Μαζική παραγωγή, κρέατα ντόπια στο τσιγκέλι,

όμως, μας φύλαγαν εξόριστοι αγγέλοι.

Ρόζοι στα παιδικά μας χέρια απ’ του δασκάλου το ξύλο

που έβγαζε μίσος στον εχθρό και περηφάνια στο φίλο.

Η γραφή με το ζερβό άνοιγε τραύματα,

‘ξομολογήσεις σε δοσίλογους παπάδες και θυμιάματα.

Τα προσκοπάκια με τα μπλε σωβρακάκια

γινήκαν μπάτσοι που ξεσπούσαν σε προσφυγικά σπιτάκια.

Είναι όλα ίδια, παππού, κι ας αλλάξαν όψη·

ντροπή μεγάλη στου σπαθιού την τρομερή την κόψη

που όσο κι αν κόψει κεφάλια, γλώσσες και χέρια

ποτέ του δε θα φτάσει να κόψει από τ’ αστέρια.

Είναι όλα εδώ, παππού, τον ίδιο κύκλο κάνουν,

πλανιούνται οικτρά πως ποτέ δε θα πεθάνουν.

Σκέψη κοινόχρηστη, θαμμένη σε τόπο επώνυμο

κι έτσι το χώμα που έχεις μπει, δεν είναι γόνιμο.

 

Κάνε με σου ‘χα πει μεγάλη μπόρα

να τους πνίξω όλους μέσα στη δικιά τους σαπίλα.

Σου’ πα να με κάνεις δράκο

να σας φυλάω απ’ τους φασίστες, μονάχα εγώ.

Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι

να φοράω με της «Αυγής» τα φύλλα.

Παππού, μάθε με, σου ‘λεγα για να τους τη σπάω,

να γράφω με το ζερβό.

 

Είναι όλα ίδια, μαστρο Μίκη, ίδια γελάνε οι φοβισμένοι.

Ίδιος ο λήθαργος, ίδιοι κι οι πλανεμένοι.

Ίδια κι εύκολα το τίποτα ακόμα αλλάζει χρώματα.

Ο χρόνος ράβει μ’ ίδια λόγια τα στριφώματα.

Στα χώματα για λίπασμα οι πρώτοι νεκροί,

ζωντανοί οι πονηροί, βαλσαμωμένοι καιροί.

Ίδια ακούνε οι γειτόνοι τη φωνή σου.

Θα ξέχναγα ό,τι σκάρωσα για ένα κρασί μαζί σου.

Στο ίδιο μέρος που ξερνάν, πάνε και στέκονται,

δεν αντιστέκονται, τα πάντα δέχονται, τα ίδια φίδια έρπονται.

Αφορισμένοι οι άτακτοι κι οι πρόσφυγες

από τους άπληστους, νευρωτικούς αυτόχθονες.

Ίδια όπως τ’ άφησες παππού, σφιχτά και αποπνικτικά,

ίδιο συμπεθεριό, ίδια ελαφρυντικά.

Μάτια στραμμένα σ’ αποκλίνοντες κυκλώνες,

σάπιοι αιώνες με μπουντέλια αρχαίες κολώνες.

Τρελοί χειμώνες, κι αυτή εδώ η πιο παράξενη ράτσα

κάνει την ίδια ειρωνική και βαριά γκριμάτσα

- δήθεν καπάτσα - τη βλέπω, και την είδες από παιδί·

ψάχνω ό,τι έψαχνες μια πορφυρένια γη.

 

Κάνε με σου ‘χα πει μεγάλη μπόρα....

Σου ‘πα να με κάνεις δράκο...

Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι

να φοράω με της «Αυγής» τα φύλλα.

Παππού, μάθε με, σου ‘λεγα να τους τη σπάω,

μάθε με να γράφω με το ζερβό.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:43:40 ΜΜ
Κυνήγι Μαγισσών
 

Βγήκες κυνήγι γι’ άλλη μια φορά

μες στην ομίχλη μάγισσες να μαζέψεις.

Το παρελθόν σου έφτιαξες πυρά

κι απ’ τη ζωή βάλθηκες να ξεπεζέψεις.

Πριν σκοτεινιάσει απόψε ο ουρανός,

τα κρίματα σου μάζεψέ τα και ρίχτα.

Όσο θα καίγονται, θα δίνουνε φως

στην πιο μεγάλη νύχτα.

 

Κάναν το γύρο του κόσμου σε λίγες ώρες τα μαντάτα,

γίνανε όλα ένα μεγάλο χωριό, μια αιμάτινη στράτα

που την έστρωσες για να πατήσει το παράλογο,

αφού πρώτα δολοφόνησες το διάλογο.

Στο πρόσταγμα σου άναψε φωτιά πεινασμένη,

καλοθρεμμένη με ψέμα και στο σκοτάδι απλωμένη

με χίλιες εστίες, ένα πύρινο δύχτι,

που την ύστατη την ώρα θα ψαρέψει τον πλανήτη

να ταϊσει μεγάλα, μακροπρόθεσμα πλάνα,

τα κροκοδείλια δάκρυά σου για τους πύργους, τ’ αεροπλάνα,

και των όπλων την ειρήνη· απόψε πνίχτα, στην πιο μεγάλη νύχτα.

Μπλέξαν οι ρίζες σάπια και καλόκαρδα

και οι νέοι εξεταστές μαζέψαν χαμόκλαδα.

Έφτασε η ώρα σου, τώρα, πενήντα χρόνια καρτέρι,

μεταμοντέρνος μεσσίας στο κόκκαλο το μαχαίρι.

Η πολιτική σου στυγνό κυνήγι μαγισσών,

αφού αλλού ψάχνουν τα μάτια σου άφεση αμαρτιών,

κι αλλού τα χέρια σου πράττουν κατά διαόλου

ξορκιστής η προπαγάνδα του διπλού σου ρόλου.

Τα επόμενα θύματα σου μπορεί και να ’ναι τα παιδιά σου.

Δε παίρνει χαμπάρι η πεφωτισμένη αφεντιά σου.

Τα ιδανικά που υπερασπίζεσαι τα ξέκανες ήδη

και βάζεις δόλωμα φίδι πιο μεγάλο για να βγάλει το φίδι

από τρύπα που οδηγεί στα λαγούμια

που ‘χεις σκάψει από παλιά κάτω από κορφοβούνια

και κρυστάλλινης πηγής παγωμένου τρόμου

που εξομοιώνεις με το φάντασμα πιο δίκαιου κόσμου.

Και βιάζεσαι, γιατί ξέρεις πως απόψε ο ουρανός,

θα σκοτεινιάσει και θα μοιάζει μαγικός,

κι αν θέλεις φως, τα κρίματά σου στη φωτιά που άναψες ρίχτα,

στη πιο μεγάλη νύχτα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:44:33 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: Πέρασμα Στ' Ακρόνειρο ::

Ποιος Είσαι Εσύ

Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί
τα λογια μου χαλί και πάνω τους βαδίζω.
Όσα μου τύχαν, μου γλυκάναν πολύ
αυτό που χρόνια δε μπορούσα να ορίζω.
Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί
σε μια βρώμικη και κακοφτιαγμένη σκάλα.
Λέξη με λέξη, πρωί με πρωί,
πάω γυρεύοντας για να ανταμώσω και άλλα.
Με κούραση, με αίμα, με φωτιά και χολή
το μικρόκοσμο που όλοι αποφεύγουν, έχω φτιάξει.
Άλλοι το λένε ζωή, σ' άλλους μοιάζει κελί,
εγώ απλά στο σύμπαν το έχω τάξει.
Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί
με μια αγκαλιά αγκάθια κομμένα.
Ερχόμουν κι ευχόμουν αν περίσσεψε φιλί
από κάποιο Ιούδα μακριά από μένα.
Ρίμα με ρίμα, νότα με νότα,
δε περίμενα να νιώσεις τα πάντα  σε δυο αράδες.
Ωραίο μου κρίμα ταίριασα χνώτα.
κι από όλα τ' άφαντα βγήκαν οι ασχημάδες.
Ρήγμα με ρήγμα ψάχνω στ' αχάλαστα
κι όλα τ' αδιάβαστα στέκονται απείραχτα.
Φτύσε στα ωραία κι ύστερα κάλεσ' τα.
Μάθε, όμως, πρώτα· κι ύστερα δίδαχτα.
Ποιος είσαι εσύ
Ποιος είσαι εσύ που γελάς δυνατά
μέσα απ' του φόβου τους τις χαραμάδες
Ποιος είσαι εσύ που σε διαλέξαν τα σωστά
να πνίξεις όσους απόμειναν βραχνάδες
Ποιος είσαι εσύ, ψευτόπλαστε, που λόγια σπαταλάς
Κάποιος μου 'πε πως βρίσκεσαι χρόνια στη δούλεψή τους
και πως σ' αφήνουν στα κρυφά λιγάκι να τσιμπάς
ψίχουλα και τρίμματα που μένουν στο ταψί τους.
Ποιος είσαι που κρύβεις τα μελλούμενα
και για το τίποτα σκαρώνεις νέους ορισμούς,
που ηδονίζεσαι σαν πέφτουν τα στεκούμενα
που λειώνεις το σίδερο και φτιάχνεις χαλασμούς
Ποιος είσαι, άβουλε, του βόθρου μίλημα
που κρατιέσαι από όπου βρεις στα σκαρφαλώματα
μετρώντας το άπειρο κλέβεις στο ζύγισμα
και εξαφανίζεσαι στα φανερώματα
Όποιος και να 'σαι, ψάξε για σένα τα δισκοπότηρα
σε στράτες αιμόστρωτες και ευκολοανέβατες.
Μα πριν το τέλειωμα θα 'ρθουν χειρότερα,
γι' αυτό έχω κάπου στιγμές μου αλέκιαστες.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:45:00 ΜΜ
Ο Μεγάλος Ύπνος

Κοιμήσου, σου παρείγγειλαν θάνατο ανώδυνο στο σπίτι
και ένα μεγάλο για το φόβο μαγνήτη.
Για χάρη σου αγάλλονται οι ουρανοί
και σου ράβουν οι δαίμονες μαύρο πανί
για το σύντομο ταξίδι σου στα πλανεμένα μέρη
πήρες πάσο με τη σιωπή βουλοκέρι.
Mικρό μου αστέρι, σα μουτζούρα στης ζωής το τεφτέρι φαντάζεις,
κοιμάσαι όρθιος κι αδειάζεις.
Aλαφιάζεις κι όλα ξέχειλα τα θες,
δε χορταίνεις να γκρεμίζεις και να καις.
Aπλά εσύ θες κι οι πονηροί πάντα σου βρίσκουν τον τρόπο·  
απλά εσύ φταις που δεν κάνεις ποτέ σου τον κόπο
να βρεις τα ωραία στου ονείρου το στρίφωμα,  
να νιώσεις άνθρωπος αβάσταχτο λίγωμα.
Κι όλα όσα μέσα σου παρέμειναν ασύγκριτα
να γίνουνε άτρωτα, να μείνουν ανίκητα
σα λόγια αμίλητα που κρύβουν τον κόσμο ολάκερο
μες σ' ένα σύννεφο θολό κι ένα πεφτάστερο,
σ' ένα τραγούδι γραμμένο από κάποιου δέντρου τις ρίζες
σε φορεσιές χειμωνιάτικες γκρίζες.
Μα συ λες και δεν είδες,  μα συ λες και δεν είδες  
τη σκοτεινιά που έχουν κρύψει στην αλήθεια από κάτω·
γι' αυτό, έλα, ύπνε το άμοιρο πάρτο.

Έλα ύπνε, πάρτο,
στα σκουπίδια μέσα βάλτο...

Έλα ύπνε, από νωρίς και γλυκοκοίμησέ το
κι απ' το ποδάρι με τη νύχτα πιάστο, κόλλησε το.
Μισή σιωπή δική σου, η άλλη μισή δική του·
στη πλάτη φόρτωσε, μη βλέπει τη ντροπή του.
Στη γη του μη σκοντάφτει στιγμή, κι επειδή
έχει το βήμα βαρύ και ένα καινούριο πανωφόρι φαρδύ
για την καμπούρα, και στα μάτια έχει τσιμπλιάσει η θολούρα
αργοσαλεύει, χαζεύει σα πλαστική σημαδούρα.
Πότε βουλιάζει κι αγκιστρώνει στον πάτο στα σκούρα
ή πελαγώνει σε μια ελάχιστη σκοτούρα.
Πότε ανοίγει πανιά για το μεγάλο ταξίδι,
πότε σφραγίζει σαν πεισματάρικο στρείδι.
Κοιμάται ακόμα σα φίδι τον ίδιο ύπνο
μες στου δικαίου το σπίτι και σ' ένα νιόφερτο λίκνο.
Ύπνε του ράβεις τα μάτια με μολυβένιες κλωστές·
του βάζω τόσες φωνές, μα 'κείνο χίλιες αλλάζει μεριές
σα βελόνα  χαλασμένη σε πυξίδα,
σα σακάτης με μουδιασμένη αρίδα.
Σε φαγωμένη σανίδα απάνω βάλτο
και στα σκουπίδια, ύπνε, θάψτο.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:45:42 ΜΜ
Μπόλι

Ύπαρχουν νύχτες που τ' αστέρια φωλιάζουν στο σκοτάδι ακόμα.
Υπάρχουν δαίμονες με τη ψυχή στο στόμα.
Υπάρχουν τρόποι χιλιάδες ν' αγιάσεις αν το θες
κάπου δίπλα σε σκουλήκια και αιώνιους ξενιστές.
Υπάρχει χθες· το ζήσαμε και το θυμόμαστε όλοι.
Τις ευχές και τις κατάρες, τις φτιάξαμε μπόλι.
Υπάρχουν μύθοι του βάλτου που ταξιδέψανε μακριά κι ανταμώσαν
μ' άλλες φωτιές και φόβους φιλιώσαν.
Δε κακιώσαν, στιγμή δε προδώσαν, ματώσαν,
όσων είπαν και ακούσαν, το βάρος σηκώσαν.
Παντού απλώσαν αυτό που σου φταίει και σε τρώει,
λόγο αρθρώσαν και πετάξανε μπόι.
Γίνανε κόκκινη αρμάδα κόντρα στον εφησυχασμό σου.
Βούλωσέ το και κατάπιε το σκασμό σου.
Στον καιρό σου σωριάζονται οι φόβοι
κι αδειάζουν οι τόποι και τραγούδια σαν αυτά θεωρούνται τσάμπα κόποι.
Νέοι ανθρώποι από τα αλλότινα του ανθρώπου σκιαγμένοι,
πλανεμένοι, σε ναι και όχι μοιρασμένοι,
κουρασμένοι στον ίδιο κύκλο βαδίζουν,
δεν ελπίζουν, δοξάζουν και βρίζουν,
δεν αγγίζουν, προστάζουν, ό,τι ζουν το αγοράζουν,
όσα είπαν τ' αλλάζουν, τρομάζουν.
Όσοι προδόθηκαν, δόθηκαν ψυχή και σώμα
και μέσα τους το πιο όμορφο υπάρχει ακόμα.

Τι κι αν γεννήθηκαν σκουλήκια από τα πιο όμορφα λόγια,
μείνανε άλλα που φτιάχνουνε λέξεις μετάξι.
Τι κι αν γέμισαν φυλλάδες τα φανφάρικα σόγια,
κάποιοι τρελοί γράφουν για μας κι είναι εντάξει.
Τι κι αν ποτίσανε με μίσος τη ψυχή τους οι βλάκες·
χωρίς τα χέρια μας να θάψουνε φίδια στο χώμα,
η φωτιά υπάρχει ακόμα.

Τι κι αν σπάσαμε τον κώδικα και βρήκαμε το μήνυμα
πολλοί τ' ακούσαν, λίγοι καταλάβαν.
Τι κι αν δειλιάσαν οι μισοί μπροστά στο τίμημα,
υπήρξαν άλλοι που τα ωραία μεταλάβαν.
Γι' αυτούς υπάρχω και για όσους θα έρθουν.
Φτιάχνω οκτάγωνο με πορφυρένιο χρώμα,
γιατί η φωτιά με καίει ακόμα.

Σου 'χω μια όμορφη λύση: τράβα και πέθανε πιο πέρα,
με βρώμικο αέρα και με τον άγιο που θέλει φοβέρα.
Φτιάξτε αμόλυντα μέρη για να κουρνιάσετε γέροι
να μη σας φτάνει του αλήτη το χέρι.
Κι αν δε σ' ακούγεται ωραίο, εμένα ωραίο μου κάνει.
καθένας πλέκει τις στιγμές του στεφάνι.
Άλλος το βάζει όλο χαρά στο κεφάλι του πάνω
κι άλλος τ' αφήνει στο τάφο του πάνω.
Τα χάνω! Ξανακυλάω στα ίδια·
το χέρι βάζω και σε ψάχνω στα σκουπίδια.
Είσαι σε πλήρη αποσύνθεση, βρωμάς σαν ψοφίμι,
εσύ που ήθελες τον κόσμο φτιαγμένο από ασήμι,
βολέψου τώρα στη βρωμιά και στη σαπίλα.
Κάνε φωνή τη πιο μεγάλη σου ξεφτίλα.
Δε σε λυτρώνω, καημένε, απ' την κατάντια σου.
Κάθε πρωί στον καθρέφτη θα βλέπεις τα μάτια σου,
το πιο μεγάλο κενό, έναν κόσμο φτηνό.
Σε κάθε βήμα σου θα συναντάς βουνό·
κι ενώ, σιγά-σιγά θα τελειώνεις,
με ό,τι έφτυνες για χρόνια, θα φιλιώνεις.
Ήταν, λοιπόν, το τελευταίο για σένα φιρμάνι.
Μονάχος γύρισες στα μάτια σου την κάννη.
Και θα σου γίνει κάθε ψέμα σκοτωμένο αίμα στο στόμα
απ' τη φωτιά που υπάρχει ακόμα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:46:35 ΜΜ
Πάμε (Γκουαντανάμο)

Πάμε παρέα, αδερφέ μου, μη κάνεις κράτη.  
Το έχω άχτι να περάσω απ' τον συρμάτινο φράκτη
και τον ήλιο να θαμπώσω για λίγο,
να μη μας πάρουν χαμπάρι όσο θ' ανοίγω και θα πνίγω
στης γης τα ρήγματα, τα πιο όμορφα κρίματα,
ζωής θελήματα, της φτώχειας γεννήματα,
μονάκριβα ποιήματα και δίπλα στα θύματα
η παρέα μου ίχνη αφήνει, και πατήματα
Πάμε...

Υο! Noi non vogliamo Bush, il figlio di papa.
Non vogliamo questa guerra che e contro l'umanita.
Noi prenderemo il sole, il sole e la liberta,
sulla spiaggia di Guantanamo il vento ci portera.

Τρομάξτε τους ήδη φοβισμένους δεσμώτες
με λόγια και νότες κι οι ατσάλινες πόρτες
ραγίζουν κι οι ταπεινοί τα ουράνια αγγίζουν,
δυο πύρινα μάτια και πύργους γκρεμίζουν.
Πάμε...

A Guantanamo in gabbia c' e anche gente innocente,
gente presa a caso che non c' entra niente.
Dove sono i processi? Le prove? I diritti?
Noi non stiamo zitti, non stiamo zitti.

Falso, falso, falso, falso grande capo,
sei un capo solo col fucile puntato.
Non ti rispetta piu nessuno ormai nel mondo.
Guantanamo e la guerra non nascondono il tramonto.
Noi non vogliamo Bush e faraoni predatori,
petrolieri ricoperti di rubini e ori.
Noi non vogliamo Bush che coltiva il terrore -
ultima spiaggia e speranza per restare al potere.
Schiacciati in fondo al mondo come sardine
eppure ancora vedi che l'umanita combatte e vive.
Questo canto vola, oltre oceani e colline
dove un nuovo mondo sorge e per voi c' e scritto: "Fine".

Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.

Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά

How can we free the prisoners of war,
from indefinite detention down in Cuba?
I feel sorry for the innocent ones who suffer,
so we dedicate this one to all world leader.
If you live in a glass house, don't throw stones.
What gives you the right to invade people's homes?
Terrorism is something that we can't condone,
but there is more than one reason why the towers came down.

Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά

Vamos hacer lo imposible
por una vez mas como empieza saga
con un tripulacion puro, la roja armada
que viene de los cinquo orizontes del mundo.
Curaga rodeada de agua
y encima las barreras enredar istorias
nosostros con alas de barro y las palabras amos
libertaremos el fuego en Guantanamo.
 
Je repense aux images des prisons de Guantanamo
Des hommes dans des cages, traites comme des animaux
En detention … loin de Geneve et ses conventions
Certains sont innocents de toutes ces accusations

Faire subir aux autres ce qu'on n'aime pas subir
C'est comme ca qu'ils poussent les terroristes a agir
Je dis Attention !!! Car je sens monter la tension
Ces provocations auront de graves repercussions

Nos dirigeants passent leur temps a semer le vent
Quand vient la tempete, les tours tombent en miettes
Et qui ramassent les pots casses? C'est malheureusement
Nous … toujours nous … encore nous … les innocents

Πάμε, φώναξε σ' όλους πως πάμε,
μιλάμε, αγαπάμε, νοιώθουμε και τα δεσμά τους σπάμε.
Ανταμώνουμε και σ' άλλη γλώσσα μιλάμε,
στου ονείρου την άκρη περνάμε.

Noi non vogliamo Bush, il figlio di papa.
Non vogliamo questa guerra che e contro l'umanita.
Noi prenderemo il sole, il sole e la liberta,
sulla spiaggia di Guantanamo il vento ci portera.
Non stiamo zitti...
Noi non vogliamo Bush...
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά.
Vamos como pajaros del fuego
en Guantanamo,
libertaramos el fuego
Des oiseaux … volent vers les terres
De Guantanamo … l'ile de l'enfer
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά.
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:47:11 ΜΜ
Πέρασμα στ' Ακρόνειρο

Βρήκα ένα  πέρασμα στ' ακρόνειρο εκτός σεναρίου
και συμμαζεύτηκα εντός ορίου.
Πήρα τα μυστικά μου, έλυσα τα σιωπηλά μου
κι ήρθαν κοντά μου όσα μ' αφήνανε καιρό στη μοναξιά μου
να στοιχειώνω, ν' αντρώνω κι ονείρατα να πυρώνω,
να μεγαλώνω κατάρες και ευχές να πληρώνω.
Κι έτσι, χάθηκε για πάντα η βλακεία από γύρω μας,
τα σκουπίδια βγάλαμε έξω από το σπίτι μας.
Ξεβρώμισαν όλα, πήραν ανάσα μεγάλη.
Οι καθαρές φωνές υψώσαν κεφάλι.
Γίναν βροχή από λεβεντιά, αλήθεια κι αγάπη
πάνω στην ξεραμένη και σκισμένη, απάτητη λάσπη.
Μέχρι τώρα το lowbap έκανε ιχνογραφία
σε μια καρικατούρα ελληνική δισκογραφία,
γελοιογραφία εσχάτου είδους κι απομίμηση  
 - κάλλιο αργά, το πήραμε είδηση.
Τώρα βουτάμε τα πινέλα στο δικό μας χρώμα
κι απ' τα μεσούρανα με τη μπουκιά στο στόμα.
Εμείς οι άτακτοι και χιλιοκολλημένοι
στων αρωμάτων μας τον ήχο μένουμε ταμένοι, οι καημένοι.
Γράψτε κι άλλα, πέστε κι άλλα, δείξτε κι άλλα·  
απ' το πυρόσταμο που βγαίνει, δε μας λείπει στάλα.
Σας έχει κάψει το μυαλό η τρελοπαρέα από το Πέραμα
που στην άκρη του ονείρου βρήκε πέρασμα.

Βρήκαμε πέρασμα εκτός σεναρίου
και καταλάγιασε για λίγο ο θυμός μας
και ξαναφτύσαμε στα μούτρα αυτού του κόσμου του αστείου
φωτιά μέσα απ' τα σωθικά και το μικρόφωνό μας.
Βρήκαμε πέρασμα σ' ένα τόπο που δε ξέρετε,
εκεί που κρύβονται τα πιο τρελά σαλέματα.
Ψέματα αφήσαμε στον λήθαργο να χαίρεται
που έχει γλυτώσει απ' τα δικά μας τα μπερδέματα.

Μπήκα σε πέρασμα απρόοπτο εκτός σεναρίου,
σκισμένη, χάρτινη μια πόρτα σε σελίδα βιβλίου.
Κι ενώ υπνωτίστηκα στο λίκνο της πληθώρας του απείρου,
ισορρόπησα μονάχη στην άκρη του ονείρου.
Και είδα τότε μπροστά μου όσα ήταν πάντα μπροστά μου,
όσα απέφευγα ή έφευγα πριν χάσω τα μυαλά μου.
Να που τώρα, την πιο κατάλληλη ώρα,
μέσα απ' του μύθου τη χώρα κι από του ύπνου τη φόρα
"προχώρα" μου 'πε μια παρέα από την τρέλα πιο ωραία,
"πάμε, για πράγματα σπουδαία κι ακραία",
σα μια κιθάρα σπανιόλα που πάει κόντρα σ' όλα
και τη ψυχή μου σιγοντάρει· επιτέλους, ξεκόλλα
απ' τη μιζέρια σου, τη μικροσκοπική φωνή σου.
Φτιάξε το κόσμο σου ανοιχτόκαρδο και πέσε, κοιμήσου,
θυμήσου τον ίδιο δρόμο περπατήσαμε,
αλλά στο τέλος από άλλη άκρη βγήκαμε, κοίτα με,
γεννιέμαι πάλι κι αφήνομαι, ντύνομαι
τα λόγια μου και τη ζωή μου, δίνομαι
στη μουσική και μ' όσα έχω κλείνομαι κι αμύνομαι,
για όλα και για τίποτα ευθύνομαι.
Θα γίνομαι στάχτη, θα 'μαι λουλούδι κι αγκάθι.
Μέσα στ' ακρόνειρο θα βρίσκω να σου φέρνω χρυσάφι,
για να το θάβεις πιο βαθιά στο πουθενά,
μα θα στο φτιάχνω τραγούδι ξανά και ξανά.
 
Βρήκα ένα πέρασμα εκτός σεναρίου
κι έγραψα λόγια καινούρια να το γιορτάσω.
Ζήτησα απ' το όνειρο ν' αντέξει ως τη δύση του ηλίου
κι όταν νυχτώσει στο Πέραμα θ' αράξω.
Φτιάξαμε πέρασμα στενό κι απόμακρο
που κάνει κύκλους στο μυαλό μας πριν να φτάσει,  
να ξαποστάσει για λίγο εδώ στ' ακρόνειρο
απ' της φωτιάς τη φέξη ως τη χάση.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:47:39 ΜΜ
Ένα Jam για το Μάγο

Ψάξε να βρεις μικρή φωτιά μέσα στ' απέραντο σκοτάδι
Ψάξε, τάξε τα σμύρνα κι ο χρυσός δεν αρκούν, το αίμα σου στάξε.
Στάξε πάνω στις πέτρες, στα δέντρα, στη βροχή· γι' αρχή
πες ένα ξόρκι για του δάσους την ψυχή.
Καλή εποχή, ζεστή βροχή, φεγγάρι μου κουρασμένο,
μισαναμένο, στα σωθικά της νύχτας περιμένω.
Mόνο σκιάζομαι λίγο κι ανασαίνω κάτω απο φύλλα βρεγμένα.
Λογικά μου χαμένα, φυλάξτε δρόμο στα κρυμμένα
κι εμένα κάπου στα λυκοπερπατημένα κι άγνωστα μέρη
που όποιος ξέρει, προσέχει πάντα τι θα φέρει.  
Όσα φέρει, κι όσα μπορεί κι όσα αντέχει το πετσί του,
μαζί του, τ' αγρίμια κορμί του, τα πουλιά όρασή του.
Γι' αυτό κράτα, ρε· βλέπω στο βάθος μια φλόγα μεγάλη.
εγώ είμαι εντάξει, αντέχω ως του βουνού το κεφάλι.
Μη πάει χαλάλι το τραγούδι που του φτιάξαμε·
θα το πάμε στο μάγο όπως του τάξαμε.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:48:09 ΜΜ
Βγάλε την  Πρίζα

Αναρρώνουν, αφού γεννήσαν οι λεχώνες  
συνωμότικούς, τηλεοπτικούς, μοντέρνους κανόνες.
Δημοκρατία εκπαραθυρώνεσαι με καμάρι,
θάβεσαι μόνη σου - μ' αυτό που έσπασες φτυάρι.
Γελοία ανθρωπάκια, μιζέρια κεράστε με·
υπνωτισμένο βγάλτε με στο γυαλί και δικάστε με.
Αξιότιμοι κύριοι, κορίοι και νενέκοι
φέρτε μαλλί στην παρακμή που το μέλλον μας πλέκει
και μας εμπλέκει, μας φτιάχνει επικεφαλίδα,
μας βλέπει σαν απόστημα και σαν παρανυχίδα.
Δασκάλοι μη ξεχάσετε, δικηγόροι μη δειλιάσετε
μικρές φωνές μη σωπάσετε.
Μη μονιάσετε οι τρελοί με τους απ'έξω που χάνονται
στο τίποτα και δεν αισθάνονται.
Μη πεθάνετε· τέρμα πια τα χατήρια.
Μη δίνετε άλλο αίμα στα τηλεοπτικά βαμπίρια.
Βγάλτε τη πρίζα ρε, βγείτε έξω και ζήστε,
μαζέψτε όμορφα, βρείτε κουράγιο και μιλήστε
και μυρίστε, είναι ψεύτικος για άλλη μια φορά ο καπνός.
Η φωτιά ζει σε περάσματα κρυφά, ευτυχώς.
Δεν είναι οπερέτα και μπουλούκι σαλταδόρων,
λουμπεναριό σε παράδοση άνευ όρων,
ούτε απροκάλυπτη συχνοπαραθυροφιλία
ούτε πνιγμένοι Νεοέλληνες απ' την τρομολαγνεία.
Γλυκειά δημοκρατία, μην εκδικείσαι.
Βρώμικος, μη γίνεις, καφενές· μην αρνείσαι
τη πιο βαθιά σου και αιώνια ρίζα.
Κινήσου πρώτη και βγάλε την πρίζα.

Βγάλε την πρίζα - ρίξε ασβέστη στη ρίζα.
Κάψε της ψυχής σου το μπάτσο.
Βγάλε τη πρίζα - να σκοτεινιάσει η μαρκίζα.
Λύτρωσε τον παλιάτσο.
Βγάλε την πρίζα, μας βγάλαν νόμιμη βίζα
για του φόβου τη γιάφκα.
Βγάλε την πρίζα - μια τελευταία ευκαιρία
πριν μας τελειώσουν μαλάκα.

Television in the mornin', afternoon, and evening,
winter, summer, autumn and spring.
Twelve months in the year they do the same thing,
they let the television control the life, their living.
I think some people are scared to face reality,
so they spend all their life in front the TV.
For a man like me, it's so sad to see,
so me come to free the world with musical energy.
Turn off your TV and pull the plug out of the socket.
These are serious times, peopl' you better watch it.
There's pollution in the air and it's destroying the planet.
So, what can we do right now to try and stop it.

Κλεμμένη μας συνείδηση έγινες είδηση,
βολικό έγινες θέμα για συζήτηση.
Πλέκεις για λίγο την ίδια με τους φασίστες τριχιά,
κρεμάς πριν δικάσεις, πριν ακούσεις μιλιά.
Μη σπάσεις, μικρή αιρετική μου σανίδα,
θα πέσω πάνω στη φανταστική τους πυραμίδα.
Κι ό,τι κι αν είδα, κι ό,τι κι αν ένιωσα
χωρίς να μιλήσω, θα 'ναι σα να το παρέδωσα.
Ποτέ δεν ενέδωσα στην αστική τους ανία,
ούτε για μια στιγμή δε σκιάχτηκα απ' την τρομολαγνεία
που σκορπούσαν παντού επαγγελματίες κινδυνολόγοι.
Ακόμα αντέχω· ψάξε υπάρχουν χίλιοι λόγοι.
Βγάλε την πρίζα και σύρσου χάμω
απ' τους συρμάτινους φράκτες του Γκουαντανάμο.
Βγάλε την πρίζα του φωτεινού τους ουρανού,
μίλα με τους Ζαπατίστας με σήματα καπνού.
Βγάλε την πρίζα, το κακό έχει ρίζα.
Βγάλε την πρίζα να σκοτεινιάσει η μαρκίζα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:48:44 ΜΜ
Νιόβγαλτο Ψέμα

Σε ποιον να μιλήσω, που να πάω να τα πω
Σε ποιου ανέμου την άκρη να  σκαρφαλώσω, να φύγω
Τι υπάρχει να μισήσω και τι μένει ν' αγαπώ
Ό,τι αγκαλιάζω δυνατά, μου φαίνεται πως το πνίγω,
κι ανοίγω, κι ανοίγω χωρίς τη θέλησή μου.
Καταπίνω αντί να φτύνω φαρμάκι και αίμα.
Να βρισκα λίγο την πιο καθάρια στιγμή μου,
να με τραβήξει απ'τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα.
Βαρυγκομιά μου, τράβα και χάσου μακριά μου·
κοσμογωνιά μου, τι μου απέμεινε και τι είναι νεκρό
Μικρή θωριά μου, έτρεχες πάντα και στεκόσουν μπροστά μου,
μου έκανες νόημα να 'ρθω στα σκοτεινά να σε βρω.
Κι ήμουνα εκεί κάθε στιγμή - μίλα κελί μου· με τη πνοή μου
στα ψηλά ντουβάρια μέρες σου χάραζα.
Η γη μου κι η θάλασσα γίναν φωνή μου,
σημάδια στα περάσματα ποτέ δεν άλλαζα.
Βλαστημούσα την ίδια στιγμή που αγαπούσα,
και γελούσα, χιλιοκάλεστη μούσα απ' όλα απούσα.
Περίμενα, σκεφτόμουν, δε μιλούσα,
μα σε μικρούς έταξες πανάκριβα λούσα
και μασήσαν, με τους πολλούς δυστηχήσαν·
είναι μ' αυτές τις δυνατές φωνές εκεί έξω,
που σιγήσαν απ' τη λάβα του φόβου λιγήσαν.
Μα εγώ μου έταξα πως θα 'μαι εδώ και θ' αντέξω.
Κάλλιο να μπλέξω, να χάσω όσα έχω,
απ' το κελί μου να ζηλεύω ελεύθερα πουλιά·
δε προβλέπεται, αδερφέ μου, εγώ ν' απέχω,
θα ξεδιψάσω μ' όποιον μείνει για τη στερνή γουλιά.
Μιλιά, δε θέλω μιλιά από κανέναν.
Μ' έχει κόψει η σιωπή απόψε στα δύο,
ένα κομμάτι μου πήγε κι εκείνο στα χαμένα,
κοιτούσα αλλού, ντρεπόμουνα να ακούσω αντίο.
Σε ποιον να μιλήσω που να πάω να τα πω
Σε ποιου ανέμου την άκρη να  σκαρφαλώσω να φύγω
Τι υπάρχει να μισήσω και τι μένει ν' αγαπώ
Ό,τι αγκαλιάζω δυνατά, μου φαίνεται πως το πνίγω,
κι ανοίγω, κι ανοίγω χωρίς τη θέλησή μου.
Καταπίνω, αντί να φτύνω φαρμάκι και αίμα.
Να 'βρισκα λίγο την πιο καθάρια στιγμή μου,
να με τραβήξει απ'τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα.
Τη μοναξιά μού τη θυμίσαν οι πολλοί
κι ότι είμαι μικρός, εκείνοι που δε ξέρω.
Τη τρέλα μου τη σιγοντάραν οι τρελοί
κι ο χρόνος μια πίκρα για όσα δε καταφέρω.
Και τώρα σε ποιον να μιλήσω, σε ποιον να τα πω
Ποιος αντέχει να πεθάνει γι' αυτά που πιστεύει
Ποιος είδε τα χνάρια μου σ' αυτή την ατραπό
Ποιος είδε τ' όνειρό μας το παλιό να κυριεύει
Ποιος ήρθε να με δει στη φυλακή μου,  
να με τραβήξει απ' τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα
Ποιος ήταν εκεί στη μια κι ανέγγιχτη στιγμή μου
Μεγάλο θέμα, μεγάλο θέμα...
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:49:09 ΜΜ
Όταν Βρέχει να τ' Ακούς

Φίλε μου, θρονιάστηκες πλάι στο δέντρο τους τ' αρίζωτο
με λόγια καλοπλασμένα.
Κέρδισες, κατάφερες το απίστευτο,
έσβησες χρόνια πυροθρεμμένα.
Καλό ταξίδι στα όνειρά σου τ' αφύτευτα
και στης ψυχής σου τα χιλιοζήλευτα.
Χίλιες κρυψώνες να 'χεις να ξεχνάς.
Μη λιγώνεσαι, θα γίνεις ό,τι θες, μην αγχώνεσαι.
Είδες τ' ασύγκριτα σε καιρούς φοβισμένους.
Μόνο την αλήθεια να καρπώνεσαι,
γεννήθηκες να 'σαι στους κερδισμένους.
Εκείνους με τ' ανάλαφρα  χνάρια
που λοιδορούν τα σφαχτάρια.
Χίλιες αγάπες να' χεις να ξεχνάς.
Φίλε μου, πάνω στο χαμό δε σου 'πα χαιρετίσματα
απ' το δέντρο μου το λατρεμένο,
από το μάγο και απ' της βροχής τα ξεχειλίσματα
στο φράγμα, το ξωτικό το λαβωμένο.
Τους είδα μες στα ονειροπαλέματα,
τους είπα ψέμματα για σένα, τα ίδια ψέμματα,
αλλά εσύ χίλιες αλήθειες να λες για να ξεχνάς.
Φίλε μου, εγώ ακόμα τραγούδια φτιάχνω,
τραγούδια λέω κι επειδή γουστάρεις τη βροχή...
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, φτιάχνει τα χρώματα.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, φέρνει κι αρώματα.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, γυρίζει θύμισες.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, και κοίτα γύρω σου.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, γύρε στο μύθο σου.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, και χαμογέλα μου.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς...
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:49:35 ΜΜ
Κυνήγι Μαγισσών

Βγήκες κυνήγι γι' άλλη μια φορά
μες στην ομίχλη μάγισσες να μαζέψεις.
Το παρελθόν σου έφτιαξες πυρά
κι απ' τη ζωή βάλθηκες να ξεπεζέψεις.
Πριν σκοτεινιάσει απόψε ο ουρανός,
τα κρίματα σου μάζεψέ τα και ρίχτα.
Όσο θα καίγονται, θα δίνουνε φως
στην πιο μεγάλη νύχτα.

Κάναν το γύρο του κόσμου σε λίγες ώρες τα μαντάτα,
γίνανε όλα ένα μεγάλο χωριό, μια αιμάτινη στράτα
που την έστρωσες για να πατήσει το παράλογο,
αφού πρώτα δολοφόνησες το διάλογο.
Στο πρόσταγμα σου άναψε φωτιά πεινασμένη,
καλοθρεμμένη με ψέμα και στο σκοτάδι απλωμένη
με χίλιες εστίες, ένα πύρινο δύχτι,
που την ύστατη την ώρα θα ψαρέψει τον πλανήτη
να ταϊσει μεγάλα, μακροπρόθεσμα πλάνα,
τα κροκοδείλια δάκρυά σου για τους πύργους, τ' αεροπλάνα,
και των όπλων την ειρήνη· απόψε πνίχτα, στην πιο μεγάλη νύχτα.
Μπλέξαν οι ρίζες σάπια και καλόκαρδα
και οι νέοι εξεταστές μαζέψαν χαμόκλαδα.
Έφτασε η ώρα σου, τώρα, πενήντα χρόνια καρτέρι,
μεταμοντέρνος μεσσίας στο κόκκαλο το μαχαίρι.
Η πολιτική σου στυγνό κυνήγι μαγισσών,
αφού αλλού ψάχνουν τα μάτια σου άφεση αμαρτιών,
κι αλλού τα χέρια σου πράττουν κατά διαόλου
ξορκιστής η προπαγάνδα του διπλού σου ρόλου.
Τα επόμενα θύματα σου μπορεί και να 'ναι τα παιδιά σου.
Δε παίρνει χαμπάρι η πεφωτισμένη αφεντιά σου.
Τα ιδανικά που υπερασπίζεσαι τα ξέκανες ήδη
και βάζεις δόλωμα φίδι πιο μεγάλο για να βγάλει το φίδι
από τρύπα που οδηγεί στα λαγούμια
που 'χεις σκάψει από παλιά κάτω από κορφοβούνια
και κρυστάλλινης πηγής παγωμένου τρόμου
που εξομοιώνεις με το φάντασμα πιο δίκαιου κόσμου.
Και βιάζεσαι, γιατί ξέρεις πως απόψε ο ουρανός,
θα σκοτεινιάσει και θα μοιάζει μαγικός,
κι αν θέλεις φως, τα κρίματά σου στη φωτιά που άναψες ρίχτα,
στη πιο μεγάλη νύχτα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:50:17 ΜΜ
Εμείς κι οι Άλλοι

Το νου σας όσοι διαλέξατε δρόμο δικό σας,
εμείς μοιράσαμε ήδη το μερτικό σας
επικρατούσας τάξης η μεγάλη ιδέα
στεφανώθηκε το χάρο και τα αισθήματα αμοιβαία.
Τα μάτια δεκατέσσαρα, κρατάμε πισινή
όσοι τρυπώσαμε στη μάζα παρακατιανοί,
χέρια μεγάλα, μικρά μυαλά συνδεθήκαμε,
στα σύνορα της σκέψης αυτοαπαγορευτήκαμε,
αμπαρωθήκαμε κι αφήνουμε έξω τον καθένα
που δε φέρει κανένα απ' όλα τα καθιερωμένα,
τα κοινά τα χαρακτηριστικά, βιαστικά - βιαστικά
γίναμε ένα καταναγκαστικά.
Και βγάλαμε χρησμό από μαντείο αυθεντία
πως είναι η ράτσα η πρωταρχική αιτία.
Είδωλα χρυσά προσκυνήσαμε στα όπλα
και ξαναγράψαμε καθάρια τα πιο βρώμικα κόλπα.

Βουνά και κάστρα από βιβλία χρυσοντυμένα
κι άλλοι για μια τους λέξη μόνο φτύνουν αίμα.
Τελετές και προσκυνήματα εμείς κάτω από τ' άρματα
κι άλλοι κατάρες για ψωμί, νερό και φάρμακα.
Στα ράφια για μας το δίκιο με δόσεις
κι άλλοι δικάζονται σε ζωντανές μεταδόσεις.
Εμείς ξορκίζουμε τύψεις με παρακάλια
κι άλλοι φορτώνονται τα λάθη μας τσουβάλια.

Για όσους μιλάνε δυνατά για πράγματα που 'ναι καλύτερο ν' αλλάξουν,
φυλάμε κακό μπας και την ψάξουν
και βρουν την άκρη· αν δε τη βρουν, κάποιοι τρελοί θα τη φτιάξουν
ή θα το κόψουν το νήμα ή θα το σκάψουν
το κορμί τους για όσους θυμούνται τ' αλλότρια,
τα μακρινά και παράταιρα και γυμνώνουν τα εσώτερα.
Για όσους νοιώθουν πως έχουν έρθει από αλλού
πως ταξιδέψαν και κλέψαν τη μυρωδιά κάτι παλιού,
θαμένοι ξανά πριν από κάμποσα χρόνια  
τους λέμε σκιές κι ας αλωνίζουμε στ'αλώνια
τα μαρμαρένια με πικροδάφνες και ζαχαρένια,
παραφουσκώνουμε κεφάλια αχυρένια.
Δε βαριέσαι, πάντα υπάρχει μια γωνιά δικαιολογίας
να στοιβαχτούν απωλεσθέντα ιστορίας.
Για να πατσίσουμε δυο αλήθειες σε βιβλίο σχολικό,
στον πάγο κρύβουμε καλά το γλυκό.

Στην ίδια μοίρα όσοι αφήνουν πίσω τους σημάδια,
γι' αυτούς τους άπιστους φροντίζουμε μ' αγκάθινα χάδια
για μια αφίσα, για μια χωρίς άστεγους πόλη
φτιάχνουμε πρόσωπα ίδια με πούδρα και βιτριόλι.
Για τους αμάχους που με θράσος δε μπαίνουν στον κύκλο,
θα βρούμε θέση μπροστινή σε κάποιο τσίρκο
παρακρατικό, με τέντα ανθρωπισμού ορθολογική,
τη πορφυρή μας τη χλαίνη απλά τη βάψαμε χακί.
Για όσους δειλούς έτσι τους λέμε αντιρρησίες
που σπείραν αμφιβολίες σε χωράφια αυθαιρεσίες,
βαριά είναι η ποινή για να μας βγάλει μαλάκες,
αφού πετάνε βλαστάρια ό,τι σκεπάζουν βλάκες.
Γι' αυτούς που τράβηξαν καινούριο, πρωτοδιάβατο δρόμο,
το καλοκαίρι θα περάσουμε το νόμο·
άλλοθι ξεδιάντροπο, μια νεογέννητη χίμαιρα
στις δημοσιές και τα καταμεσήμερα.


Ανθρώπινη Συμφωνία
Ξεμείναμε πάλι μόνοι στα γνώριμα και τα ξένα,
παρέα με δέντρα στοιχειωμένα και λιθάρια ριζωμένα
σ' ένα στούντιο στη μέση μιας μεγάλης κοιλάδας,
μακριά από το κλουβί της αλλοπαρμένης Ελλάδας·
χωρίς sampler και κουτιά να στρώνουν μουσικό χαλί,
χωρίς μπάσο και beat και των οργάνων τη βολή.
Πολυφωνία - κακοφωνία σε μια παράξενη αρμονία
που βγάζει μόνο του ένα στόμα ανθρώπινη συμφωνία,
χάρη στον Adam, τον ξωτικόφιλο ηχολήπτη,
βρίσκουνε χώρο εδώ τα scratch χωρίς πικάπ και μίκτη.
Δύο λογάκια μόνο φτάνουν να δέσουν κομμάτι,
μια μούσα κλείνει το μάτι σ' ένα συνθέτη ακαμάτη.
Low bap γινάτι πάνω στ' ακρόνειρου το πέρασμα.
Στο ίδιο ταξίδι, Twinpeaks και Πέραμα.
Freestyle κέρασμα σ' όσους πήραν τους δρόμους
για να φιλιώσουν τους πιο παράξενους κόσμους.


Στερνό
Βρήκα ένα πέρασμα στο ακρόνειρο εκτός σεναριού
και καταλάγιασε για λίγο ο θυμός μου
κι έγινα άρνηση δισύλλαβη εκτός ορίου,
άλλαξε ο προορισμός μου, πνίγηκε ο αντίλαλος μου.
Βρήκα ένα πέρασμα στου κόσμου μου τ' ακρόνειρο
κι έφτυσαν όλη τη σκουριά τα φυλλοκάρδια μου,
πρόλαβα κι έκλεψα ζερβή ματιά πριν τ' όνειρο
κι είπα να ζήσω, τώρα πια, και με την άδεια μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:51:20 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: Το Μεγάλο Κόλπο ::

ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ

Κοιτάω ξανά τριγύρω και όλα μοιάζουν ξένα
και να τα αγγίξω δε μπορώ είναι καλά κρυμμένα
κοιτάω τα σύννεφα και σκέφτομαι ταξίδια
μα χωρίς φως όλα τα γκρίζα στη ψυχή μου είναι ίδια.
Γι’  αυτό τα μάτια χαμηλώνω προς τη γη
και σε καλό μου πάλι να μου βγει
γιατί κι αυτό το χώμα τώρα που πατάω
δε φταιω εγώ δε μ’  έμαθαν να τ’  αγαπάω.
Μονάχα σύμβολα τριγύρω και εικόνες
μασόνοι στο σκοτάδι να στήνουνε κανόνες
μια έμμονη ιδέα και μια φοβία
μήπως ποτίσει το μυαλό μου με στημένη βία.
Λόγια πολλά και δεν αντέχω πια
που είναι η πατρίδα μου εκείνη η γλυκιά
που έχει στη πέτρα χαραγμένο λεει το φως
λες να την ξέχασε για πάντα ο θεός.
Και νιώθω πρόσφυγας εδώ που έχω γεννηθεί
σα τους προγόνους μου εδώ έχω στηθεί
για να ξεπλύνω τύψεις και υποσχέσεις να εκπληρώσω
πόσο ακόμα θα πληρώσω.

 

Έχω σημάδια προσφυγιάς και το γλυκό φιλί γιαγιάς στο μέτωπό μου.
Έχω τον πόνο αδελφό και ένα όνειρο κρυφό για φυλακτό μου.
Κάτω απ’  τον ήλιο χωρίς φως για μένα γκρίζος ο ουρανός

κι όμως υπάρχω.
Παίρνω κουράγιο τραγουδώ, για όλα αυτά που αγαπώ

χωρίς να τα’ χω.

 

Όλα κρατάν καλά κι ο πόνος μεγαλώνει
κι ο φόβος το όνειρό μου συνέχεια πληγώνει
κάνοντας ακόμα πιο βαριά τη μοναξιά μου
στον τόπο αυτό που δανεική είναι κι η χαρά μου.
Στο τόπο αυτό που τα δάκρυα μοιάζουν δώρα
και σκεπασμένη μένει η αλήθεια από το τώρα
ακούω πολλούς να νοιάζονται για μένα
μα όλα τα λόγια πάντα μένουνε θαμμένα.
Γιατί οι σκιές είναι τριγύρω μου πολλές
να βασανίζουν το μυαλό μου με το χθες
γνωστές εικόνες παλιές ελπίδες
μητέρα η πατρίδα κι ας μην την είδες.
Κι ας μη σ’ αγκάλιασε ποτέ κοντά της έλα
κλείσε τα μάτια στα χτυπήματα και γέλα
είναι ιερός μας λένε πάντα ο σκοπός
και για να νοιώσουμε το φως.
Πρέπει να κάνουμε συνέχεια υπομονή
για ένα μέλλον λεει καλό που θα φανεί,
μα τους βαρέθηκα όλους που να’  ναι ο θεός,
λες να’ ναι πρόσφυγας κι αυτός.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:51:47 ΜΜ
ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Ξύπνησα κι ουρλιάζοντας βγήκα στη βροχή
χωρίς να ξέρω που πάω κι αυτό είναι μόνο η αρχή
από έναν εφιάλτη που τα τελευταία βράδια
μοιάζει με φως δυνατό μέσ' τα σκοτάδια.

Τέσσερις τοίχοι λεει και εγώ πεσμένος κάπου εκεί
παρά τον πόνο όμως δε μοιάζει αυτό με φυλακή
γλυκές σειρήνες και οι θόρυβοι γνωστοί
λίγο ψύχρα και οι τοίχοι να ’ ναι υγροί.

Σφιχτά δεμένος και αίμα να χάνω
και σε μια οθόνη αναμμένη από πάνω
να μου περνάνε ό,τι σιχαίνομαι μπροστά μου
ν’ ακούω γέλια απάντηση στα δάκρυά μου. Κι οι σκιές ασπροντυμένες λεει κι αυτές
να ’ ναι τριγύρω μου με ονόματα απ’ το χθες
κι όχι να μου λένε δεν είμαστε οι τύψεις
είμαστε όλα αυτά που προσπαθείς καιρό να κρύψεις.
Και να γελάνε δυνατά μέσα στ’  αφτιά μου
βαμμένες με το αίμα μου να στέκονται μπροστά μου
κι εγώ να θέλω να λυθώ και να πετάξω
και δυνατά να ουρλιάξω.

Κι ύστερα αρχίζουνε να καίνε τα δεσμά μου
και στην οθόνη να περνάνε τα χαμένα όνειρά μου
κι είναι πολλά αυτά που βλέπω μέσα εκεί
και σαν υπότιτλοι περνάνε όλα τα λόγια που ’χα πει.
Και λίγο λίγο με ζυγώνει προς το τώρα
όχι δεν θέλω να ξέρω δεν ήρθε ακόμα η ώρα
το μέλλον με φοβίζει, δε θέλω να το δω
χτυπάω να σπάσω τα δεσμά μου να φύγω να λυθώ.
Όμως, τότε οι φωνές γίνονται λεει πιο δυνατές
και τριγύρω μου χορεύουν και γελάνε οι σκιές
το δωμάτιο μικραίνει και οι τοίχοι σιγοκλείνουν
κι οι ρωγμές φωτιά παντού να φτύνουν.

Χρώματα πολλά τριγύρω μου ν’ αλλάζουν
παλιές μορφές να με τρομάζουν
ν’ ακούω κλάματα λεει κάτω από τη γη
να θέλει λεει η ψυχή από το σώμα μου να βγει.

Να φύγει απ’  τη φωτιά και αγκαλιά λεει με το φως
να ταξιδέψει όπου διαλέξει ο θεός
όμως αργεί λες και κάποιος τη κρατά
και τότε ουρλιάζω δυνατά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:52:10 ΜΜ
ΑΚΟΥ ΜΑΝΑ

Γεννήθηκα στο ραντεβού της νύχτας με τη μέρα
μια ζεστή Αυγουστιάτικη Δευτέρα
τα όνειρα ήταν λίγα, τα λόγια ήταν πολλά
και όλοι νοιώθανε καλά

που το είδος θα κρατήσει και το γλέντι θα αρχίσει
τσάμπα της μάνας μου το δάκρυ είχε κυλήσει
η αγωνία της, ο πόνος, η λαχτάρα
μαζί με τις ευχές και μια κατάρα.

που άκουσε το άστρο μου και κρύφτηκε στο φως
και από τότε είμαι τόσο μοναχός
Και τα γέλια δε κρατάνε, κι οι υποσχέσεις δε μετράνε
και αυτοί που σ’ αγαπάνε βλέπεις εύκολα ξεχνάνε.
Και φοβούνται να σταθούν κοντά στο χρόνο
κι από αγάπη δε μοιράζονται τον πόνο
βλέπεις το άστρο το δικό τους φωτίζει εκεί ψηλά
και έτσι όλα πάνε καλά.

 

Άκου μάνα, για όλους έχει ο θεός
Κι ίσως το δικό μου άστρο να ’ ναι κάπου εκεί στο φως.
Άκου μάνα για όλους έχει ο θεός.
Και μας χωράει ο ουρανός.

 

Γι’ αυτό και ’γω γυρνάω στο φως και τραγουδάω
έπαψα τις μέρες που περνάν πια να μετράω
μαζεύω τα κομμάτια μου και δεν ελπίζω
σε ’κείνα που με θέλουν πάντα πίσω να γυρίζω.
Σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου
μόνο το όνειρό μου κι όσο αντέξει η καρδιά μου
θα είμαι εδώ και καλά να το θυμάστε
και αφού δε σέβεστε, θα με φοβάστε.

Γιατί εγώ ζω μόνο ό,τι αγαπώ
φυλάω το ψέμα μου σε σας μόνο να πω
σ’ όλους εσάς με το άστρο εκεί ψηλά
που δήθεν νιώθετε καλά.
Γιατί όλα γύρω σας αλλάζουν
ενώ οι μέρες που περνάνε σας τρομάζουν
μα εγώ μακριά πετάω τώρα τις ευχές
δε θα ξαναζήσω ποτέ μου εγώ το χθες.

Γιατί μάνα τα βρήκα όλα μπροστά μου
ο πόνος μου ζωή και διάλειμμα η χαρά μου
πάντα μάζευα ότι έμενε απ’ τη στάχτη,
μα η τύχη μ’ έχει άχτι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:52:39 ΜΜ
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΛΠΟ

Ακούω πολλά να λένε τριγύρω μου τον τελευταίο καιρό
κι αλήθεια άλλο δεν μπορώ
αυτούς τους ειδικούς που μιλάνε για όλα αυτά που εμείς
παλέψαμε να βγάλουμε απ’ το βούρκο της σιωπής.

Και οι αναλύσεις να γίνονται με το σωρό
και όλοι οι δήθεν των media να κρατάνε το χορό
σ’ έναν ρυθμό ακίνδυνο να τους βολεύει
αφού η αλήθεια πάνω τους δε περισσεύει.
Και η γλώσσα η μίζερη εκείνη στα γραπτά
να εξυπηρετεί όσους γράφουν για όλα αυτά
που αλλάζουν κώδικα συνέχεια στο σωστό
και σε κρατάν φυλακισμένο στο γνωστό.
με ένα φόβο φτιαγμένο σαν προσωπικό
γιατί σε θέλουν βίαιο και σπασμωδικό
να μη τολμάς της σκέψης σου τα πρότυπα να φτύσεις
κι αφού γεννάει υποκρισία ο νους σου να τη ζήσεις.
Να φοβάσαι ασήμαντος να μείνεις
να θέλεις δύναμη τα πάντα εσύ να κρίνεις
μια θέση με υπόληψη και να στο αναγνωρίζουν
εκείνοι που στη δύσκολη τη πλάτη σου γυρίζουν.
Μα όλα αυτά είναι πνιγμένα στη βρωμιά
λύση δε βλέπω εγώ καμιά
γι’ αυτούς που η πένα και η οθόνη είναι όπλο
που ζωντανό κρατάνε ακόμα το μεγάλο κόλπο.

 

Άκουσα κάποτε ανθρώπους με αγωνία να μιλάνε
σε καθέναν από μας σα να παρακαλάνε
γι’ αυτή τη μαύρη εποχή του ψεύτικου ουρανού
της κρυφής επιθυμίας και του βιασμού του νου.
Μα η αλήθεια βλέπεις είναι μόνο για ν’ ακούς
δύσκολα περνάει σε αμείλικτους καιρούς
και όλοι αυτοί τείνουν να γίνουν γραφικοί
γιατί κακόμοιρε λαέ εσύ άραξες εκεί
που τονώνουν τη χαμένη τη μαγκιά σου
περνώντας συνεχώς εικόνες ψεύτικες από μπροστά σου
σαν όλα εκείνα που θα ήθελες κρυφά να δεις
σαν όλα εκείνα που να ζήσεις δε μπορείς.
Που επιμελώς το περιτύλιγμα φαντάζει
αυτό είναι ρε που με τρομάζει
και νιώθω τη ζωή μας σαν κουπόνι
που όποιος μαζέψει πιο πολλά τα εξαργυρώνει.
Με όνειρα ζωής και μια θέση μες το κόλπο
μα μη μου δείξετε το τρόπο.
Θέλω να μείνω μακριά και να κοιτάω ψηλά στο φως
για μένα όλα αυτά είναι εχθρός.
Πνιγμένος από λάσπη και βρωμιά
λύση δεν ψάχνω εγώ καμιά
αφού υπάρχουνε σωτήρες πολλοί σ’ αυτό το τόπο
που ζωντανό κρατάνε ακόμα το μεγάλο κόλπο.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:53:17 ΜΜ
LOW BAP MADNIFESTAH

Wake up! Jah is here, come now rise and shine.

This is the Easter you can get, fear the man, that mic is mine.

We are here as a united foundation.

To praise the dawn of righteousness with this madnifestation

of socialistic flavour, our inspiration

education through creation should be rocking the whole nation

mad edutainment versus minimalistic evil lobbies

crazy ha! crazy ha! crazy, so beware and noe

watch you all the birth of the son of the boom bap

the light will come and the unholy rain will soon stop

we come with jah, better bop you, umicah the man, jaming on, a teacher

low bap the B.P.M., low transmition of an original picture

the anti-cultural propaganda is now being reduced

by a sophisticated squad which it can never be seduced

psycho-society beware as I manifest

against to what I detest:an offense!

This is the Low Bap Big Mad Man’s Manifesto,

and the path which a few can ever find leading to the Low Bap shelter.

1995 a low bap madnifestah

A manifesto is born, is going to get you

big daddy F on the voyage of the 9

Ah! What you are coming in my mind?

Blind - men, blind women I’ m giving you the light
the spark is now a flame and it glows into the night

fight for your right to sight and you might

the bop went through my soul and came out through the hand right

for you and don’ t ask me why

cause my answer - yeam! - d’ be a lie

unless you want to hear to what I’ ve got to say

Bap! Cause a lie don’ t pay

and I feel good for fucking up your time

and I don’ t give a fuck commiting this crime

you say that I’ m a madman, want to lock me in a cell

but I create my own jail, for you is like hell!

Low bap madnifestah, manifesto of a madman

makes the pussy muthafuckaz run and hide from someone

someone, but who’ s that one messed your brains up last year so fear,

 the low bap foundation couse it’ s near

creation of a style which is different from the usual

but it’ s got that kind of flavour from the soul that’ s really mutual

low, lost in the dream with a mic in the hand

but not a blunt in the other we don’ t need that shit I said

radicalistic lyrics from the heart that ‘ll make you wonder

low do we find the flow so yo get ready fot the second round-uh!

The ultimate challenge to your ears and your thoughts

in a poetic kind of way so sucker mc’ s get notes

plus originality in attitude anh there you have it

to another level I promise we will take it

a new way of seing things a radical creation

so watch out muthafuckaz the low bap foundation
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:53:42 ΜΜ
ΣΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥΣ ΧΑΜΕΝΟΣ

Στα λάθη τους χαμένος κι η σκέψη τρέχει
τον πόνο η ψυχή μου ευτυχώς ακόμα αντέχει
τα μάτια μου μπροστά σ’ αυτά ποτέ δε κλείνω
τα όνειρά μου πάνω σας δε τα αφήνω.
Για τις αρχές μου χρόνια εγώ συνέχεια παλεύω
αυτά που μου ανήκουνε ποτέ δε ζητιανεύω
και όλα αυτά που σκέφτομαι χωρίς φόβο τα λεω
και για όλα αυτά που με πονούν μονάχος κλαιω.
Και για όλους τους ηλίθιους που ανέχτηκα κοντά μου
καιρός είναι να μάθουνε πως ήρθε η σειρά μου
τους φτύνω τούτη τη στιγμή κι ας πάν’ στο διάολο
κι αν το’ χουν για παιχνίδι τους ας βρούνε άλλο.
Για μένα τούτα είναι η ζωή είναι ένα πάθος
και αλήθεια να το ξέρετε γι’ αυτά δε κάνω λάθος
στο όνειρο για πάντα εγώ είμαι ταμένος
freestyle για σένα είμαι φτιαγμένος.

 

Στα λάθη τους χαμένος και ακόμα τραγουδώ.
Στα λάθη τους χαμένος και είμαι πάλι εδώ.
Στα λάθη τους χαμένος και η σκέψη τρέχει.
Τον πόνο η ψυχή μου ευτυχώς ακόμα αντέχει.

 

Και λεω, Θεέ μου, ευτυχώς που δεν άκουγα κανένα
και λεω ευχαριστώ που δε νοιάστηκαν για μένα
για σκέψου να γινόμουνα γιατρός ή δικηγόρος
ή πόσο θα χαιρόντουσαν αν είχα γίνει φλώρος.

Την εμπριμέ γραβάτα μου και του μπαμπά τ’ αμάξι
η μια γυναίκα πλούσια γι’ αυτούς θα ’τανε εντάξει
και το κεφάλι αν έπρεπε πολλές φορές να σκύβω
σε κάθε βλάκα αφεντικό και το θυμό να κρύβω.
Βλέπεις το παιδί μου πρέπει να μεγαλώσω
και τα σωστά εφόδια σ’ αυτό πρέπει να δώσω
και να του πω στις δύσκολες πάντα παρακαλάμε
και όταν μιλάει ο δάσκαλος ποτέ να μη μιλάμε.
Πως για να πάει κι αυτό μπροστά πρέπει ρουφιάνος να’ ναι
να βλέπει και να χαίρεται τους άλλους που πονάνε
όχι αυτή τη χάρη εγώ δε σας τη κάνω
αυτά που είναι να πω, θα πω και ας πεθάνω.

Στα λάθη τους χαμένος και ακόμα τραγουδώ.
.

Και μη νομίζετε όλοι εσείς πως είμαι αφελής
αυτά που εγώ άντεξα δε πέρασε κανείς
από αυτούς που πάντα έχουνε χεσμένη τη φωλιά τους
από αυτούς που θέλουνε τα πάντα δικά τους
που μες τη νύχτα όλο μαγκιά και όλα τα σπάνε
τσογλάνια με ανασφάλεια και όλοι εκεί που πάνε
γεμάτα φλωρομάγαζα με κυριλέ λεμέδες
τα νταλαβέρια γίνονται κρυμμένα με γαρδένιες.
Και όλες αυτές οι γκόμενες που ’ναι μασκαρεμένες
με κόκα ταξιδεύουνε όλες οι τελειωμένες
και εκείνες οι παλιαδερφές που κρατάνε θέσεις
αν θες να πας και εσύ μπροστά πρέπει να τους την πέσεις.
Με τούτη τη κατάσταση άγνωστος θέλω να μείνω
και όλα τα αποβράσματα ξανά εγώ τα φτύνω
κι ας κάτσουνε τα νούμερα όλα ήσυχα στα αυγά τους
κι αν όχι θα με βρουν πάλι μπροστά τους.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:54:12 ΜΜ
ΤΙ ΕΙΡΩΝΕΙΑ

Τα χρόνια σου κλεισμένα σε φακέλους
δε πρόλαβες να μοιραστείς όσα ήθελες μ’ αγγέλους
στα 75 σου μια αρρώστια κι οι αναμνήσεις
σ’ έκαναν γέροντα σ’ ένα όνειρο να ζήσεις.
Μα ας πάρουμε τα πράγματα όλα τώρα απ’ την αρχή
πάμε να ζήσουμε σε μια άλλη εποχή
εκεί που στα 25 σου φιλόδοξος και νέος
απ’ τη ζωή δανείστηκες βαρύ το χρέος.
Σκυμμένο σε χαρτιά είχες πάντα το κεφάλι
για να πλουτίζουνε οι άλλοι
ήσουν κι εσύ απ’ τους καλούς τους λογιστές
φίλος με τους αριθμούς κι οι πράξεις σου σωστές.
Απ’ αυτούς που το χέρι δεν απλώνουν
απ’ αυτούς που τα λάθη διορθώνουν
που ενώ τριγύρω τους οι δαίμονες χορεύουν
αυτοί εκεί μονάχα τίμια δουλεύουν.
Κι η εντολή να’ ναι το στόμα τους κλειστό
σε’ κείνους μοιάζει ευχαριστώ
κι η υποχρέωση όσο πάει και μεγαλώνει
ενώ κρυφά ένας πειρασμός συνέχεια μέσα τους φουντώνει.
Όπως σε σένα που έμεναν όλα μόνο μια σκέψη
και πες μου αν υπήρχε ένας που να είχε πιστέψει
ότι δεν άπλωνες το χέρι σε λεφτά ξένα
κι ότι δεν είxες κρύψει για μετά όλα τα κλεμμένα.
Καχύποπτοι όλοι με σένα ακόμα κι οι ληστές
και αλήθεια φταις
γιατί η ζωή πάντα τους τίμιους πονάει
ενώ τους κλέφτες με τύχη τους κερνάει.

 

Τι ειρωνεία…

 

Κι έτσι μετά από τόσα χρόνια, τόσο πόνο
και αφού το όνειρο κι αυτό σ’ άφησε πάλι τώρα μόνο
με μια αρρώστια που τα πάντα σου ’χει πάρει
κι άρχισε ο χάρος τη ζωή σου να φλερτάρει.
Κάνοντας έτσι να γυρίζουν στο μυαλό σου
όλα αυτά που απέφευγες για το καλό σου
κι ό,τι είχες πει θαμμένα τώρα στη ντροπή
να σου βαραίνουν τη ψυχή.
Εσύ που ήσουνα γεμάτος ηθική
που οι τριγύρω σου, σου φαίνονταν κακοί
τώρα τι θες που για όλα αυτά έχεις ενοχές
γιατί σταμάτησες να λες
πως ο Θεός για όποιον κλέβει είναι μικρός
κι ο κλέφτης φεύγει μοναχός
ενώ ο τίμιος που ’χει μάθει να πονάει
έχει ένα άγγελο μαζί να τον φιλάει.
Μα η ειρωνεία η μεγάλη είναι που θες
το τέλος σου να είναι και αξιοπρεπές
και για να πληρώσεις μονάχος σου τη κηδεία
απλώνεις χέρι για να κλέψεις. Τι ειρωνεία
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:54:54 ΜΜ
UMICAH

«At last, the light shares it’ s warmith to our faces through the clouds of darkness. The evolution in our minds is an utopical fact, a conscious submission of pure and rightous existence through emotional creativity. The birth of the sons of freestyle took place sometime ago, and now that the seed in grown, the children if the microphone, the believers of the dream are forming the unformable clan of umicah.» X-Ray.
My word is bond for my own kind.

Utopic microphonic state of mind.

Check, check it-e-checkit, check it!

Here comes me a jam umicah the man to wreck it

word ‘em up cause I make it understandable

thet me don’ t fake it Ha!

We are in command Utopic state of mind

with mic in my hand

to the society, saying we are making us all free Rap has a new source,

what a flavour the new force power,

in this dark of an hour.

The land of the muses refuses and looses

still accuses our intelligent fusions

Hip hop culture sets fire in your brains

Coming in as a sign from me the master to maintain.

We have a situation, yes sir, growing around us

nobody can control it, but the values that found us

the laws that we saw, breeding now men

Bobopapa om boy we ‘ve got some talent

give me the microphone and give me the quicker radical mind

and the result of umicah which now has been defined

utopic mind condition above hate or after hearing

utopic microphonic art of healing

Whatever you call it, you ‘re having a problem to share it, to comprehend it

you ‘ve never been able to live in the dream and now you ‘re trying to trend it

so fuck your clan, we ‘re more than just a band

God damned, we ‘re the children of another land

Though we struggle for the light in this evil fricken moor

triple eight to the date on behalf of the proud and poor

I’ m spreading now the seed legal or no indeed

holy is the need to grow strong umicah breed.

Low bap with mad flow

Grow foundation manifesto

Glow light of future, bring to us the new jah

bringing in to you the true umicah from the nature

urban natives social declaration

nature revelation pure inspiration variation

of words against swords

from the lords swinging it to the crazy psychedelica chords

never triping never quiting always close to fire

coming with the freestyle kicking it with the sire

anti-massive productions voice ain’ t passive no fractions

elevation above law no conservative actions

message quickly ejects we are earing respect

choose the light and stay real when we come to correct

radical script from a see through point of view

umicah is rising from the east and now gave it the clue to you.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:55:19 ΜΜ
ΤΑ ΕΞ ΑΜΑΞΗΣ

Βαρέθηκα να ακούω συνέχεια για λεφτά
κι αυτούς που σκίζονται γι’ αυτά
για επιχειρηματίες πρώην εγκληματίες
με χόμπι τα λαδώματα και τις τοκογλυφίες,
τους εργατοπατέρες με έργα και ημέρες
νομάρχες και δημάρχους, και όλες αυτές τις λέρες
τους σιωνιστές και καθένα λόμπι
τους πολιτικούς τα ξεχασμένα ζόμπι.
Τη βρώμικη ψυχή τους τη δειλία τους το ψέμα
το αδικοχυμένο από αθώους μόνο αίμα
ένστολα ανθρωπάκια να ξεσκίζουν σάρκες
βλέπεις όλοι οι φλώροι με γαλόνια γίναν μάγκες.
Και τα παίρνουν από ’δω τα παίρνουν από κει
οι λειτουργοί οι κρατικοί
και φοβούνται να μιλήσουν και ν’ απαντήσουν
και έτσι εύκολα ξεχνάνε και κοιτάν να το γλεντήσουν.
Και το φίδι κάποιος άλλος θα το βγάλει από τη τρύπα
κι είναι λίγα, κι είναι λίγα όσα είπα
που ο καθένας σας θα ξέρει άλλα τόσα
μα απ’ την καρδιά πρέπει να φτάσουνε στη γλώσσα.
Και ίσως τότε κάθε περήφανος φτωχός
θα καταλάβει ότι για πάντα ο θεός
θα δίνει χρήμα σε κλέφτες και φελλούς
για να δοκιμάζει τους καλούς.

Και για φαντάσου μια μέρα πλούσιος να γίνω
και από τις τύψεις μου τους γύρω μου να φτύνω
να έχω ένα αμάξι το πιο ακριβό μοντέλο
και για επιχείρηση ένα κυριλέ μπουρδέλο.
Που να ’χει πελάτες μεγάλους δικαστές
δημόσια πρόσωπα και άξιους βουλευτές
και αν έρθει η ώρα μια χάρη να ζητήσω
να πω παιδιά τώρα σειρά μου να πηδήσω.
Γιατί στα νταλαβέρια αυτά τα σκοτεινά
η εξουσία λεει χρειάζεται συχνά
εκείνα που έχει πάρει να πληρώσει
τυφλή δικαιοσύνη να αποδώσει.
Κι όπως πάντα να βγει αθώος ο δικός τους
προς Θεού μην εκτεθεί ο άνθρωπός τους
και τότε πρέπει ένα θύμα τη θέση του να πάρει
πριν να τους πάρουν οι υπόλοιποι χαμπάρι.
Και τότε ήδη η πλεκτάνη είναι στημένη
μπορεί για σένα κάπου εκεί να περιμένει
συνήθης ύποπτος μπορεί και τρομοκράτης
ή και εγκέφαλος ανύπαρκτης απάτης.
Κι αν είσαι φτωχός, μόνος και νέος
πας και καπάκι λεει προφυλακιστέος
και αν με τον καιρό έξω δεν σε ξεχάσουν
αν είσαι ζωντανός μπορεί να σε δικάσουν.
Γι’ αυτό βαρέθηκα να ακούω μαλακίες
δεν θα μου γίνουνε συνήθεια οι αδικίες
θα είμαι εδώ να τραγουδάω να ξεσπάω
το παραμύθι το δικό σας δε θα φαω.
Γιατί μεγάλωσα περήφανος φτωχός
και κατάλαβα πως πάντα ο Θεός
την εξουσία δίνει σε ψεύτες και τρελούς
για να δοκιμάζει τους καλούς.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:55:45 ΜΜ
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΡΑ

Η μεγαλύτερη κατάρα είναι λένε
όταν κρύβεται στα μάτια αυτών που φταινε
η ντροπή και μια λύτρωσης συγνώμη
που κανένας δε την άκουσε ποτέ ακόμη.
Γιατί είναι βλέπεις η άμυνα που όλοι έχουν διαλέξει
νιώθοντας έτσι πως απ’ όλα έχουν ξεμπλέξει
το στόμα τους ανοίγουνε κι εκείνα που ξερνάνε
όσοι πονάνε δεν τα ξεχνάνε.
Κι έτσι τα κόμπλεξ καθενός που ζει μες στα σκατά
σου ξαναφέρνουνε μπροστά σου πάλι όλα αυτά
που με προσπάθεια στη ψυχή σου είχες κλειδώσει
και ίσως κάποιοι απ’ αυτούς που λες να ’χουν γλιτώσει.
Τη βρώμικη και άχρηστη για όλους μας ζωή τους
κι αυτά που σέρνουνε μαζί τους
μα είναι νωρίς κάνε λιγάκι υπομονή
αυτά τα μάτια θα δακρύσουν και θα φτύσουν τη ντροπή.

Γιατί όπως λεει κι ο σοφός
όταν του ήλιου βγει το φως
το φίδι άσε μονάχο να συρθεί
μη το βοηθάς να σηκωθεί.

 

Είδα μάτια πολλά από ομίχλη σκεπασμένα
κι άκουσα λόγια που όλα τους πήγαν χαμένα
φτηνές δικαιολογίες, πολλές αηδίες
για την περίσταση φτιαγμένες μόνο ιστορίες.
Καραγκιόζηδες πολλούς μούρη να πουλάνε
μα να μαζεύονται μπροστά μου όταν μιλάνε
και το γλεντάω με τους ηλίθιους γελάω
μονάχα το κεφάλι μου κουνώ και δε μιλάω.
Γιατί τα λόγια τα πολλά είναι περιττά
κι όσοι πονάτε απ’ αυτά
είσαστε αλλού και η κατάρα δε σας πιάνει
και μη ρωτάτε η κατάντια τους που φτάνει.
Αφού η ντροπή βουλιάζει τις ψυχές
και τις σκεπάζει με χιλιάδες ενοχές
και στην εκδίκηση ποτέ μην υποκύψεις
άσε τους άλλους να πνίγονται απ’ τις τύψεις.

Γιατί όπως λεει κι ο σοφός
όταν του ήλιου βγει το φως
το φίδι άσε μονάχο να συρθεί
μη το βοηθάς να σηκωθεί.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:56:14 ΜΜ
ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ

Χάθηκε η ψυχή σου στο τέλος των ευχών
και ξαναζούμε στην ώρα των σκιών.

Γύρω από μένα πάλι αυτά που είχα ξεχάσει,
αυτά που το μυαλό μου τώρα χρόνια είχε ησυχάσει
και να τα αποφύγω πάλι κουράγιο θέλει
η απόσταση μικρή δε ξανανιώθω σα κουρέλι.
Και μη μου λες κόψε τις συμβουλές
εσύ καλέ μου φίλε που το καλό μου μόνο θες
εσένα που έβλεπα στα χέρια μου να κλαις
όταν τριγύρω σου χόρευαν μονάχα οι σκιές.
Τώρα τι θες με σηκωμένο το κεφάλι
εσύ που ζεις γι’ αυτό που φτύνουνε οι άλλοι
εκείνο το κομμάτι της ζωής που περισσεύει
σε σένα ταιριάζει και σε όποιον ζητιανεύει.
Αυτή τη λίγη χαρά μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
μια δόση αλήθειας στα λόγια ενός ψεύτη
και είναι αργά κοίτα δίπλα τη σκιά
παραμονεύει να σου κλέψει τη χαρά.

Με μια κουβέντα ή με ένα νόημα απ’ τα μάτια
κι αυτό που θες το ’χασες τώρα έγινε κομμάτια
μα εσύ εκεί ξανά να το παλεύεις
να σου χτυπούν τα χέρια και να χορεύεις.
Όλοι εκείνοι που διάλεξες να ’ναι πάλι κοντά σου
να σε νιώσουνε θες και ν’ ακούσουν τα όνειρά σου
μα πρέπει ηλίθιε να μάθεις ότι φταις
που υπάρχουν τριγύρω μας ακόμα οι σκιές.

 

Χάθηκε η ψυχή σου στο τέλος των ευχών
και ξαναζούμε στην ώρα των σκιών.

 

Χαμένη υπόθεση μου λες πως είναι το όνειρό μου
πως θα μου βγει ξινό που κάνω το δικό μου
που ζω, φωνάζω, πονάω και αγαπάω
που στέκομαι απέναντι κι αν θέλω πάω.
Ταξίδι μακρινό με τη ψυχή μου οδηγό
έτσι όπως έμαθα να κάνω μόνο εγώ
και από εκεί ψηλά να σε βλέπω καθαρά
και να ’σαι ακίνδυνη για μένα εσύ σκιά.
Γιατί έχει φως και λάμπει τόσο ο ουρανός
ο μεγαλύτερος για σένανε εχθρός
αφού αιώνες τώρα μια κατάρα κουβαλάς
μες στο σκοτάδι να ’σαι μόνη να πονάς.
Και αφού έτσι θες μείνε πάντα στο σκοτάδι
να σέρνεσαι ύπουλα και να εκδικείσαι κάθε βράδυ
αυτούς που κάνουν ένα βήμα για να σωθούν
αυτούς που κατάφεραν πάλι να ονειρευτούν.
Καινούρια αρχή και μια ζωή στο φως
έτσι όπως έφτιαξε για όλους ο Θεός
μα οι σκιές μένουν ακόμα ζωντανές
και δε μιλάς λες κι είναι αυτό που θες.
Μα βρες κουράγιο και πρέπει να ξεχάσεις
γύρνα σελίδα το τέλος να διαβάσεις
το παραμύθι αυτό με τις σκιές
πρέπει να τελειώσει χωρίς πια τις ευχές.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 17, 2007, 09:56:43 ΜΜ
ΣΑΝ ΔΑΚΡΥΑ

-      Απ’ τις σταγόνες της βροχής που χτυπάνε
πάνω στο τζάμι και σαν δάκρυα κυλάνε
σαν μια που χρόνια κρατάω μέσα μου εικόνα
ερωτευμένη είμαι ακόμα με ένα γκρίζο χειμώνα.
Κι η σκέψη μου σε σένα πάλι τώρα τρέχει
κι η καρδιά μου άλλο μόνη να’ ναι δεν αντέχει
και μια θλιμμένη μελωδία απ’ της βροχής τους ήχους
να μου θυμίζει ξανά παλιούς σου στίχους.

-       Κάθε σταγόνα ένα χαμένο όνειρό μου
κι όλα τα σύννεφα ξανά στο μυαλό μου
κι ενώ μιλάω στο Θεό μια ευχή μόνο κάνω
να κλαιει ο ουρανός για μένα σαν πεθάνω.

-      Και έκλαιγε μαζί σου τότε ο ουρανός
γιατί είχε ακούσει βλέπεις της ευχή σου ο θεός
και σαν δάκρυα γεμάτα από πόνο
το ταξίδι της βροχής μοιάζει μέσα στο χρόνο.
Κι ενώ τα πάντα σκεπάζει εγώ πονάω
δε σκέφτομαι τίποτα απλώς τραγουδάω
ψάχνω για σένα κάπου εκεί στη βροχή
και αναρωτιέμαι γιατί αυτή η ευχή.



Και αλήθεια σ’ άκουσε ο Θεός
και έκλαψε ο ουρανός
και αναρωτιέμαι στη βροχή,
γιατί αυτή η ευχή.

 

-      Και όλη η ζωή σου έμοιαζε με τη βροχή
και κάθε όνειρο χαμένο ζούσε μέσα στην ευχή
γι’ αυτό τα δάκρυα κυλάνε του ουρανού
κι είναι σα να ακούω τη φωνή σου από παντού.
Και σφίγγω τα μάτια μου να μη δακρύσω
κοιτάω ψηλά και δε θέλω να μιλήσω
σ’ όλους εκείνους που στα μάτια με κοιτάνε
σιωπηλοί κι ανήμποροι, δήθεν πονάνε
που δεν μπορούν να σε νοιώσουν στη βροχή·
δεν τους αφήνει για άλλη μια φορά η ντροπή,
μα εγώ το ακούω το τραγούδι σου στα σύννεφα ψηλά
κι αλήθεια νιώθω πιο καλά.

Όταν ξέρω ότι για μένα τραγουδάς
και θα ’ναι σίγουρα σα να με φιλάς
κάθε φορά που θα κλαιει ο ουρανός
θα θυμάται την ευχή σου ο θεός.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:28:47 ΠΜ
ACTIVE MEMBER
:: Από τον Τόπο της Φυγής ::

INTRO

 

Και πάλι εδώ για τέταρτη φορά.
μήπως βγάλουμε στο φως όσα έμειναν κρυφά.
μήπως και πείσουμε ότι όλα τα προηγούμενα δεν ήταν μια σύμπτωση μόνο.
είχαν μέσα τους αυτά που επιμελώς αποφεύγετε, τη μοναξιά σας και τον δικό μας πόνο.
Ναι, και μια ακατεύναστη οργή.
να σας θυμίζει ότι αργεί
η στιγμή που θα χαθούμε από τα μάτια σας μπροστά,
γι' αυτό κρατήστε τα κλειστά
σ' όλα εκείνα που σας στολίζουν τη ντροπή,
και αγκαλιάστε το σκοτάδι, την σιωπή.
Και εμείς εδώ (ναι) χαμένοι στο όνειρό μας.
να περνάει το δικό μας.
Και πάλι εδώ για τέταρτη φορά
Ναι για τέταρτη φορά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:29:25 ΠΜ
ΠΙΣΩ ΔΕ ΓΥΡΝΑΩ

Κρύος ιδρώτας κυλάει ξανά στο μέτωπό μου

κι εσύ, χαμόγελό μου
με ομορφαίνεις ξανά εκεί πάνω στον καθρέφτη,

με βγάζεις ψεύτη
Προσπαθώ να σου ξεφύγω κι είναι λάθος

μα νοιώθω πιο μονάχος
και πάω εκεί μπορεί για το καλό μου,

από κοντά χαμόγελό μου.

 

Μην αφήνεις τα μάτια σου από μένα και άνοιξε το φως
απ' την ανάσα σου ώρα στέκομαι θαμπός
σκούπισέ με ρε βλάκα ο καθρέφτης σου μιλάει
κοιτάχτε ένα μαλάκα σα χαμένος με κοιτάει.
Εγώ φταιω ρε που τόσα χρόνια σε ομορφαίνω
και να στολίζω τη μιζέρια σου επιμένω
για να μη δείχνεις λυπημένος ο καημένος
να μοιάζεις σώνει και καλά ευτυχισμένος.
Και εσύ να ψάχνεις τώρα αν κάνεις το σωστό
και να φοβάσαι ρε αυτό είναι το ευχαριστώ
για κάθε φορά που σ' έστηνα καλά μπροστά μου
μήπως και πάρεις λεει κάτι απ' τη χαρά μου.
Ή για εκείνες τις φορές που άνοιγες ρε την καρδιά σου
και μου άφηνες όλα τα μυστικά σου
για να σου φτιάξω μια εικόνα λεει πιο ψεύτικη ακόμα
με εκείνο το χαμόγελο στο στόμα.
Που σου χάρισε ό,τι πήρες, που σου έφτιαξε καριέρα
που σε ετοίμαζε καλά για αυτή τη μέρα
μα αφού έχεις πάψει σε εμένα να κοιτάζεις
μπορεί το τέλος σου ρε βλάκα να γιορτάζεις.

 

Πες μου χρόνια πολλά σήμερα θλίψη μου γιορτάζω
το πικρό μου το χαμόγελο καθρέφτη τώρα αλλάζω
σκύλα ζωή σε έμαθα πια γι' αυτό γουστάρω που γερνάω
και πίσω δεν γυρνάω.

 

Λοιπόν καθρέφτη δε πα' να δείχνεις ό,τι θες
πάνω σου αφήνω εγώ το χθες κι όλες εκείνες τις στιγμές
που έκλεβα από άλλους για να χτίζω το όνειρό μου
τέρμα λοιπόν χαμόγελό μου.
Πάρε μαζί και τις σπουδές, και των γονιών τις συμβουλές
και την καριέρα που μου τάζαν αν τη θες
πάρε διπλώματα πολλά πάρε και χρόνια υπομονής
πάρε το κύρος που θα είχα να χαρείς.
Αυτή τη μέρα αν μ’ ακούς, λοιπόν, γιορτάζω
και την εικόνα που μου έφτιαχνες αλλάζω
δε κοιτάω δε ζητάω ό,τι πίσω έχω αφήσει εκεί
μοιάζει με βρώμικο ξεκλείδωτο κελί.
που δεν έσπρωξα την πόρτα τόσα χρόνια για να βγω
φοβόμουν ν’ αντικρίσω το χαμένο μου καιρό
τώρα έχω μάθει, θα κάνω λάθη
θα σου χαρίσω τα σωστά και όσα είχα πάθη
Κι από όσα ακούσανε τα αυτιά μου κι όσα θάφτηκαν στο χρόνο
την τελευταία εικόνα εγώ κρατάω μόνο
περίσσια τώρα η αντοχή μπορώ και την κερνάω
Και πίσω δε γυρνάω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:29:48 ΠΜ
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΙΩΠΗΣ

Ανοίγει η αυλαία και ένα φως σ' ακολουθεί όπου κι αν πας
σηκώνεις το κεφάλι προς τα εδώ δειλά κοιτάς
μαριονέτα σε χέρια που και εκείνα τρέμουν από ντροπή
και είναι χαμένο το κοινό παντού σιωπή
Το στόμα σου κρεμάει θέλει λίγο να μιλήσει κι αυτό
μπερδεύεται και αρχίζει με ένα ευχαριστώ
λάθος μεγάλο, μα δε σ' ακούσαν ευτυχώς
ψάχνεις να πεις κάτι καλό όσο ακόμα είναι καιρός
Μα τα χέρια σε τραβάνε απ' τα σχοινιά για να χορέψεις
κοιτάς χαζά μα είναι αρχή θα το χωνέψεις
πως δε γουστάρει ο θιασάρχης να μιλάς
κανονικά πρέπει να είσαι ασορτί στα σκηνικά
Να δίνεις γέλιο και εισιτήρια πολλά
να μη σε νοιάζει αν τα λες όλα καλά
έτσι κι αλλιώς δε θα σ' ακούσουνε ποτέ ό,τι κι αν πείς
δίνεις παράσταση σιωπής.

 

Τελικά θα συνηθίσεις και εσύ με το καλό
θα σου ποτίζουνε τα φώτα και η σκηνή ρε το μυαλό
θα σου παίζει η ορχήστρα μουσική
και θα τη δεις και εσύ μεγάλος πρωταγωνιστής
Δίπλα σε κούκλες από κούτσουρο παλιό
θα καμαρώνεις πιο πολύ που είσαι φτιαγμένη από φελλό
και θα ξεχνάς ό,τι σου λεν τα αφεντικά να μη μιλάς
θα ' σαι καλά φτιασιδωμένος φραμπαλάς.

Μετράν μονάχα τα εφφέ στη σκηνή όταν βρεθείς
και μη σε νοιάζει πια καθόλου τι θα πεις
λίγο καιρό έχεις ακόμα πριν καείς και γλέντησέ το
ρίξε ότι σου έμεινε καλό και πάτησέ το
Ξέχνα και εμάς που μπορούμε και μιλάμε
οι πιο πολλοί και οι πιο καλοί τα παρατάμε
γιατί δεν παίξαμε ποτέ λόγο τιμής
σε παράσταση σιωπής.

Μάθε να χορεύεις κρεμασμένος σε σκοινιά
γιατί εκεί όταν θα παλιώσεις θα σε ρίξουν στη φωτιά
μάθε να λες το ευχαριστώ, κατάπιε το σκασμό
δεν έχεις στο παιχνίδι το δικό τους σεβασμό.
Μονάχα φράγκα και όλα τα άλλα περιττά
έτσι κι αλλιώς ανάγκη λίγοι έχουνε λεει για όλα αυτά
και όχι από σένα δεν έχεις τίποτα να πεις
δίνεις παράσταση σιωπής.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:30:16 ΠΜ
ΑΠ' ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ

Πέσανε στα χέρια μου παλιές φωτογραφίες
πολλές γνωστές εικόνες και μεγάλες ιστορίες
μαζεμένες σε ένα album τόσο σφιχτά δεμένο
γεμάτο σκόνη και παλιό κιτρινισμένο.

Που στην αρχή φοβήθηκα να ανοίξω να τις δω
μια απ’ τις φορές που φοβάμαι μη χαθώ

στο παρελθόν που έχει έντονο ακόμα το άρωμά του
και με τραβάει να συρθώ συχνά κοντά του.
Που λες πήρα κουράγιο και το άνοιξα λοιπόν
αρχίζοντας ταξίδι μες τον κύκλο των στιγμών
που υπάρχει μέσα μας και παλεύουν με το χρόνο
και το όνειρό μας που κυλάει πάντα μόνο.
Σκέφτηκα για λίγο όμως μήπως είναι νωρίς
αν πρέπει να γυρίσω εκεί στον τόπο της φυγής
έστω για λίγο μπορεί και να' ναι αρκετό
να ψάξω και να πάρω ότι δεν έχω τώρα εδώ.
Κι ίσως που ξέρεις της ζωής μου το μεγάλο το θεριό
μπορεί και να μ' αφήσει να αντέξω το φευγιό
να πνίξω το εγώ μου πριν γεννήσει ό,τι είχα κάνει
να σβήσω το παρόν μου και το αύριο να πιάνει
λίγο χώμα που μου άρεσε να αγγίζω
να γιορτάζω τη στιγμή και μαζί της να γυρίζω
γιατί ένα Πέραμα είναι όλη η ζωή μου
και ό,τι έζησα εκεί τα κουβαλάω πάντα μαζί μου.

 

Φυλαχτό μια χούφτα χώμα πήρα μ’ άρωμα γης
και πολλά απ' όσα είπα τα έχω ζήσει εγώ νωρίς
φυλαχτό μια χούφτα χώμα πήρα μ’ άρωμα γης
για να θυμάμαι όσα είπα από τον τόπο της φυγής.

Φυλαχτό μια χούφτα χώμα πήρα μ’ άρωμα γης
κι ακόμα τραγουδάω για όλα αυτά που θα δεις
φυλαχτό μια χούφτα χώμα πήρα μ’ άρωμα γης
και πάω μακριά από τον τόπο της φυγής.

Και έτσι που λες για χρόνια πρόσφυγας στο φως
ζήλεψα λίγο από τη λάσπη την παλιά μου ο τρελός
πέρασα στο χθες και δεν με νοιάζει φίλε αν θες
έναν χοντρό να τραγουδάει πάντα μέσα στις χαρές.
Το μικρόφωνο βουτάω και εκείνα που θα πω
είναι όλα εκείνα που αγαπούσα και αγαπώ
μπορεί να ακούγεται χαζό να μοιάζει παιδικό
αλλά σου λέω καλύτερα έτσι μη με δεις ποτέ κακό.
Ρώτα και όσους με έχουν δει

και όσους έχουν πληγωθεί,
θα πουν αυτός δεν ήταν έτσι, έχει αλλάξει έχει χαθεί
μα εγώ εδώ στα υπόγεια με μια απέραντη ησυχία
να' χα δίπλα και το γιο μου πιο μεγάλη η ευτυχία.
Αφού δέχτηκα ότι φταιω μόνο εγώ
μπορώ να το βουλώσω στο θυμό μου να πνιγώ
να κάνω υπομονή και να κοιτάω τ’ άλμπουμ μόνο
να γεμίζω με στιγμές που έχω κερδίσει από το χρόνο.

Να πάρει εκείνος κάτι πίσω δεν μπορεί
μόνο από το αύριο μπορεί κι αν το χαρεί
ίδια θα χαίρομαι και εγώ κι όσο θα αντέχω θα μπορώ
να ’μαι ελεύθερος κι απ' έξω απ' τη σωρό.
Των ονείρων που θαφτήκαν των στιγμών που βολευτήκαν
κι απ' τις κατάρες που πάνω μου βρεθήκαν
πως αν πάψω να ακούω το κλάμα λεει της γης
τότε θα είμαι μακριά από τον τόπο της φυγής.

 

 

Φυλαχτό μια χούφτα χώμα μ’ άρωμα γης
πήρα μαζί μου και έχω πάντα από τον τόπο της φυγής
είπα στον ήλιο το τελευταίο μου τραγούδι
κι αυτός έσκισε το χώμα για να βγει ένα λουλούδι.

Πολλά απ' όσα είπα τα έζησα νωρίς
τραβήχτηκα εδώ και εκεί τώρα που να με βρεις
μπορεί χαμένος σε μια κούπα με κρασί
να ήπια όλη τη ρημάδα που μου απόμεινε ζωή.

Ποτέ δεν είναι αργά μα δεν είναι και νωρίς
το όνειρο καλά αν ψάξεις φίλε για να βρεις
φτάνει να τραγουδάς για εκείνα που θα δεις
κάπου εκεί μακριά από τον τόπο της φυγής.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:30:47 ΠΜ
ΧΩΡΙΣ ΔΙΧΤΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Μικρό σκατοανθρωπάκι που συνέχεια μιλάς
πάνω σε ένα σκοινί τεντωμένο περπατάς
κοιτάζεις στο κενό από θέση εξουσίας
μα δεν έχει κάτω δίχτυ ασφαλείας.

 

Υπάρχουνε στιγμές που σε φέρνουν σε απόγνωση
που σου θυμίζουν την παλιά σου απομόνωση
εκείνα όλα τα χρόνια που δεν έπαιρνες χαμπάρι
χωρίς να ψάξεις το γιατί και που να πάρει.
Δε θέλω να γυρίσω σε όλα εκείνα πάλι πίσω
γιατί εγώ άργησα πολύ για να με πείσω
ότι πρέπει τελικά να συνυπάρχω με τους άλλους
σ' ένα στημένο σύνολο άπειρου κάλους.
Που οι νομοθέτες ευσυνείδητα για εμάς δουλεύουν
κι αυτοί οι εκλεκτοί που κυβερνούν ποτέ δε κλέβουν
και με μια δικαιοσύνη που λες τόσο τυφλή
να μου έχει χτίσει από τώρα ένα κελί.
Με διακόσμηση τεκμήρια και φόρους
να συνηθίζω στην ιδέα μιας αντίστασης με όρους
και την εύνοια μιας δήθεν κοινωνίας
ξαναβουτάω στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Δε ζητώ την εύνοια μιας δήθεν κοινωνίας.
Βουτάω στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Και νοιώθω ελεύθερος ακόμα χάριν της ιστορίας.
Βουτάω στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

 

Περνάει ο καιρός και για να δούμε λοιπόν...

 

Τέσσερα χρόνια θέλει ακόμα ο αιώνας για να αλλάξει
και όλοι εκείνοι οι δειλοί νοιώθουνε πάλι τώρα εντάξει
γιατί νίκησαν τη φτώχεια και τα όνειρά της
γιατί κλέψαν τη ζωή και τη χαρά της.
Και καμαρώνουν όλοι οι υποτελείς απ' τα γραφεία
κάνοντας πλάνα για νέα εκτροφεία
όπου όλοι οι πολίτες που δεν θα πληρούν τους όρους
θα μαζεύονται εκεί να μαθαίνουνε τους νόμους.
Από γνώστες, ειδικούς και θηριοδαμαστές
ή από βασανισμένους που έγιναν εκτελεστές
γιατί ξέχασαν πάλι και βολεύτηκαν καλά
γνωστό το είδος και τα δρώμενα πολλά.
Όσων τυλίξαν με εξουσία τον πόνο από το χθες.
Ε, απ' αυτούς εγώ δε θέλω συμβουλές
και νοιώθω ελεύθερος χάριν της ιστορίας
βουτώντας στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

 

Σας τα' λεγα εγώ…

 

Μα απ' αστυνόμευση δεν παίρνει χαμπάρι η ψυχή μου
και ένα κελί δεν φτάνει να κρατήσει την οργή μου
αφού τα λόγια φεύγουν ταξιδεύουν στον αέρα
ώσπου να βρούνε καταφύγιο πιο πέρα.
Και τότε δυναμώνουν οι φωνές
γίνονται πιο ενοχλητικές
και χαλάνε τη βολή σας, σας τρομάζουν
ξυπνάνε τύψεις και είναι σαν να σας δικάζουν.
Και εδώ τώρα να δω πόσο μετράει η εξουσία
η εντολή του νόμου κι η τόση αναισθησία
εδώ δεν έχει περιφρούρησης σκυλιά
να σου βγάλουν το κεφάλι απ' τη θηλιά.
Εδώ είσαι μόνο με εκείνους που πονάνε
σε τραβάνε από το χέρι και σε πάνε
για να νοιώσεις το κενό από θέση εξουσίας
βουτώντας τώρα εσύ χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

 

Μικρό σκατοανθρωπάκι αφού άκουσες κι αυτά
θα σε σπρώξω δυνατά.
Και θα είναι ωραία να σε βλέπω να πέφτεις στο κενό.)
Και είναι σειρά μου να γελώ!
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:31:26 ΠΜ
ΓΙΑ Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΝΩΡΙΣ

Οι πιο πολλοί δεν θα θυμάστε αυτά που τότε είχα πεί
και με αναγκάζετε ξανά να σας χαλάσω τη γιορτή
το βόλεμά σας και την ατέλειωτη χαρά
κι ό,τι είχα αφήσει απ' την προηγούμενη φορά.
Τα ίδια μάτια με την τόση αδιαφορία
καλά στημένη και η αλώβητη ιστορία
βλέπεις τώρα είναι μπανάλ η ωμή ολιγαρχία
κυβερνάει η γκλαμουριά και η σινιέ αληταρχία.
Η ευκολία τα λεφτά πανίσχυρο το τέρας
μα για τα αδέρφια μου δε φτάνει ο αέρας
τους μοιάζει η φτώχια φυλακή και ζητούν την ευκαιρία
να ξεφύγουν από αυτή την τιμωρία.
Και πάν’ εκεί, φυτώριο, καλό, εντατικό,
σε ένα κολλέγιο που λες ιδιωτικό
λαμπρό το μέλλον γιάπης με φράγκα
κι αν την χωθείς και σε στοά σε κάνουν μάγκα.
Τη λέν παιδεία, τι κοροιδία
λαπαδιασμένα τα όνειρά τους τι αηδία
αυτά τα αδέρφια χάνονται εδώ στο δυο χιλιάδες
και φταίτε εσείς ρε πατεράδες και μανάδες.

 

Για τα αδέρφια που χαθήκανε νωρίς
δεν φτάνει μόνο της λύπης το τραγούδι
τα λάθη σας να ξέρεις πως δεν σβήνουνε
μοναχά με ένα δάκρυ ή ένα λουλούδι.
Γι' αυτά αδέρφια που χαθήκανε νωρίς
κοιτάω τον ουρανό και σιγοτραγουδάω
και αφού νοιώθω την καρδιά μου να πονάει
δεν ξεχνάω και εκδίκηση ζητάω.

 

Αλλού γιορτάζουνε αλλιώς γι' αυτό και εγώ στάνταρ τρελός
σκάω ακάλεστος και έχει ο Θεός.
Παιχνίδια εδώ πολιτικά κι ας έχει έδρανα αδειανά
είν' η πορεία σταθερή στο πουθενά.
Γιουροκουρέλια από εδώ το μισοφέγγαρο από εκεί
και πάνω απ' όλα η μαμά Αμερική
νοιώθω καλά που είμαι απ' την χώρα σου Σωκράτη
κι ας έχω τσίμπλα στο ένα μάτι.
Μα δε βαριέσαι πόσα αδέρφια να χαθούνε
οι υπόλοιποι ίσως να μπορούνε να πηδιούνται απ' το PC τους
και να αλλάζουν τη ζωή τους
με κοκτέλα χημικών, παραγωγή τους.
Με λίγο clubbing πρασινοκόκκινα μαλλιά
πίσω κουφάλες θα μας βάλουν τα γυαλιά
αυτοί τα πάνε πιο καλά στους αριθμούς
θα μας κερδίσουν στους μαρμάρινους σταυρούς.

 

Κι είναι τα αδέρφια μου πιστοί σαν καταναλωτές
φανατικοί των show τηλεθεατές
άλλοι ντιλέρια μπορεί και δικηγόροι
το ίδιο μου κάνει κι ας αλλάζουνε οι χώροι.

Άλλοι μπράβοι και μες την νύχτα καθώς πρέπει
αφού η φτώχια η πουτάνα το επιτρέπει
άλλοι φορέσανε στολή για εκείνους ντρέπομαι πολύ
άλλοι τελειώσαν όποια να 'τανε σχολή.
Άλλοι γιατροί και επιχηρηματίες
άλλοι στον τόκο τα λεφτά και εγκληματίες
μα δεν τ' αντέχω ρε παιδιά εγώ σας έζησα αλλιώς
γι' αυτό σας λέω ότι δεν είμαι τυχερός.
Έμεινα εδώ να τραγουδάω και σας ρωτάω
τελικά από ποιους εκδίκηση ζητάω
από εκείνους που ξέρουμε ότι φταινε
ή από εκείνους που τριγύρω πάλι κλαινε.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:31:54 ΠΜ
ΛΑΣΠΗ ΚΑΙ ΦΩΣ

Πολλά χρόνια βουτηγμένα μες τη λάσπη φίλε
και για πρώτη μου φορά σε βλέπω απέναντι ήλιε
να μου γελάς το φως σου πάνω μου να κυλάς
μα να μην είσαι όπως μου λέγαν, να γερνάς.
Και εγώ στο φως να νοιώθω ακόμα ρε πιο μοναχός
να φτύνω ψέμα για να χτίσω ο τρελός
εκείνο το αύριο που σέρνει λάθη από το τώρα
και να γλιτώσω και καλά δεν βλέπω εγώ την ώρα.

Και δεν μπορεί να μου είναι όλα σκοτεινά
μα συνεχίζω να μη βλέπω εγώ ξανά.
Που είναι η χαρά Που είναι η γιορτή
γιατί μου λέγατε γι’ αυτά Γιατί
Και εγώ σας πίστεψα ανθρωπάκια από το φως
και τίναξα την λάσπη από πάνω μου ο φτωχός
και τώρα τι, τι μου δίνει ο ήλιος πες μου
βλέπεις καλό κοίτα το χτες μου.

 

Όλα είναι ίδια και στη λάσπη και στο φως
φτιαγμένος καλά από το μάστορα ο πηλός
να πλάθεται απλά να αγκαλιάζει τη φωτιά
όμως να φτάνει για να λιώσει μια ματιά.

 

Και εδώ έχει φως τόσο πολύ που με τυφλώνει
η καθαρότητα του νου σας με παγώνει
γι' αυτό και σκύβω να πιάσω λίγο χώμα
δεν μου ταιριάζει είναι ανοιχτό πολύ το χρώμα.
σε όσα λέτε, για αυτά που κλαιτε
για τη βρωμιά σας στο λευκό ακόμα φταιτε
είναι γνωστός ο τρόπος που αγκαλιάζετε το φως
αυτόκλητος κριτής ο καθένας σας Θεός.
Και έτσι η ματιά σας όπου πέφτει χαμηλά
στέλνει φωτιά αντί για αγάπης αγκαλιά
και μην ξεχνάς ό,τι τώρα είναι ψηλά μπορεί και να χαθεί,
να γκρεμιστεί, να γίνει γη.
Και ίσως και λάσπη από εκείνη που μισείς
χωρίς το φως που κατασκεύασες να ζεις
και τώρα τι, τι σου δίνει ο ήλιος πες μου
είναι καλά που ζεις στο χθες μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:32:30 ΠΜ
ΛΑΒΩΜΕΝΟ ΞΩΤΙΚΟ

Δάκρυα που κυλήσανε για σένα γίνανε τραγούδια
λόγια που είχα ακούσει θυμωμένα ,ναι τα ακούω και εδώ.
νύχτες που απ’ τα ξίδια, στήναμε χορό με τα αγγελούδια
έψαχνα στα σύννεφα τα μάτια σου κάπου να βρω.

Έπαιρνα από πίσω το αίμα που 'τρεχε απ' τις πληγές σου
μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
σου άπλωνα το χέρι να έρθεις λαβωμένο ξωτικό.


Και εγώ θυμάμαι παντού να σε ψάχνω ξωτικό
να δω αλήθεια αν είσαι όπως μου λέγανε κακό
να αντικρίσω τα μάτια σου, το μαγικό σου βλέμμα
που είχα ακούσει όποιος σε δει θα ποτίσει λεει ψέμα.
Και θα πνίγει τα όνειρά του στη χαρά σου
θα πουλάει απ' τη ζωή φτάνει να σέρνεται κοντά σου
κι αν ναι θα τον φοβίζει η μοναξιά
και ο χρόνος θα περνάει αργά και συνέχεια θα πονάει.
Μα ποτέ δε μ' ένοιαξαν τα λόγια ξωτικό
κρατούσα μέσα μου για χρόνια ένα θαμμένο μυστικό
και μπορεί όταν θα σε δω αν ταιριάξει να σου πω
για ποιο λόγο εγώ ψάχνω τόσα χρόνια να σε βρω.
Και ακολουθώ το αίμα που τρέχει απ' τις πληγές σου
χωρίς ποτέ να ζητιανεύω λίγο απ' τις χαρές σου
χωρίς να θέλω να χαρώ κάτι κλεμμένο
ίσως μπορεί εγώ να ξέρω γιατί τρέχεις λαβωμένο.
Και σκεπάζω τις σταγόνες απ' το αίμα σου καλά
αν σε βρούνε πληγωμένο για' μένα θα' ναι αργά
ποτέ δε θα μπορέσω εγώ τα μάτια σου να δω
και θα χαθώ χωρίς να ξέρω αν αγαπώ

.

Έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
– σ' έχει προδώσει το αίμα που κυλάει ξωτικό.
Μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
– και εγώ σ' ακούω παντού, μη φοβάσαι είμαι εδώ.

 

Το μυστικό μας λοιπόν το κρατάω καλά κρυμμένο
συνέχισε να τρέχεις να γυρνάς κυνηγημένο
και εγώ θα 'μαι εκεί πίσω από σένα μια βαριά αναπνοή
να μας σκεπάζει σαν ομίχλη και μπορεί
όποιος ψάχνει να σε βρει και δεν ξέρει γιατί
τα σημάδια που αφήνεις δεν θα δει, θα χαθεί
μα εγώ σε ακούω καλά, φοβισμένο μου μοιάζεις
για πρώτη φορά ξωτικό δε με τρομάζεις.
Και είμαι εδώ το χέρι μου σου απλώνω
παίρνω κουράγιο και μπορώ και μετανιώνω
για όλα εκείνα που είχα πει στα βαριά δήθεν τραγούδια
που δεν μοιράστηκα κρασί με τα αγγελούδια.
Τώρα μπορώ να σου πω όταν θα σε δω
πως μες τα μάτια σου εγώ ψάχνω καιρό
λίγη απ' τη φωτιά, λίγο από το παραμύθι
και λίγο αγάπη να με σώσει από τη λήθη
Γι' αυτό θάψε όλες τις ψεύτικες χαρές σου
έχω σκεπάσει όλο το αίμα απ' τις πληγές σου
βάλε όλα τα άστρα του ουρανού για νυφικό
και έλα μαζί μου λαβωμένο ξωτικό.

 

Έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
– μοιάζει η νύχτα να κερνάει με χαρά το κακό.
Μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
–είσαι κοντά μου το νιώθω λαβωμένο ξωτικό.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:33:09 ΠΜ
ΣΤΟ ΜΕΘΥΣΙ ΜΟΥ

Κάθε φορά στο μεθύσι μου απάνω
βρίσκω τα λόγια ενώ τον χρόνο τον χάνω
και ζητάω απ' τη ζωή και της λέω:

Δώσε μου πίσω το φως, τον αέρα, τον ήλιο
τον χαμένο καιρό μου, τον καλό μου τον φίλο
του πατέρα τις κουβέντες, και την αγκαλιά του γιου μου
την πρώτη μου ανάσα, την γαλήνη του νου μου.
Της μάνας το γέλιο, της γιαγιάς το φιλί
τη μπάλα του μπάσκετ που μου λείπει πολύ
το παλιό μου το ράδιο, το μουσαμά να χορέψω
την παλιά μου κουζίνα και ίσως να μαγειρέψω.
Μια στιγμή απ' το σχολείο, το παλιό μου θρανίο
μια κοπάνα καλή και μια βόλτα στο κρύο
το παλιό μου δωμάτιο, το σπασμένο κρεβάτι
τις ζωγραφιές στον τοίχο, τον καμένο μου χάρτη.
Την πρώτη κασέτα, τον πρώτο μου δίσκο
το πρώτο ξενύχτι, την πρώτη μου disco
το αρμόνιο το παλιό και τα μαύρα γυαλιά μου
το πρώτο ραντεβού και την πρώτη φορά μου.



Στο μεθύσι μου απάνω λοιπόν θ' αρχίσω
να ζητάω απ' τη ζωή ό,τι μου χρωστάει να φέρει πίσω
τότε που οι στιγμές κατεβαίνουν σαν γουλιά
και κολλάνε στο λαιμό μου σαν ατσάλινη θηλιά.

Στο μεθύσι μου απάνω λοιπόν θ' αρχίσω
να ζητάω απ' τη ζωή ότι μου χρωστάει να φέρει πίσω
βρίσκω τα λόγια και ρωτάω
πως έχασα το χρόνο και ζητάω:

 

Την μικρή την αυλή, την παλιά την παράγκα
γιοματάρι το κρασί του παππού μου του μάγκα
του Στελάρα τραγούδια, και ένα γλέντι παλιό
τα πρώτα μου ξύδια, ένα μεθύσι καλό.
Το μαύρο καπέλο, την πρώτη μου βάρδια
την πρώτη σκοπιά μου, την πρώτη μου άδεια
στο Ρόδον το live που εκεί ήταν όλοι
τη γκαρσονιέρα να χαζεύω την πόλη.
Το πρώτο τραγούδι που είχα τότε ραπάρει
το ξημέρωμα εκείνο στις 5 Φλεβάρη
κι αν δεν μπορείς όλα αυτά δώσε μου κάτι
διάλεξε απ' όλη τη ζωή μου ένα κομμάτι
Γιατί όσα είπα και όσα έκανα παλιά
στο λαιμό μου είναι τώρα σαν συρμάτινη θηλιά
γεμάτο με αίμα μαζί και ψέμα
μα άστα να πάνε αλλάζω θέμα.

 

Στο μεθύσι μου απάνω

τα λόγια βρίσκω, το χρόνο χάνω
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:33:35 ΠΜ
ΒΙΑ (ΣΤΟ ΣΤΗΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΔΕΙΛΩΝ)

Νοιώθω την ένταση τριγύρω κακό σημάδι
σαν άρωμα πολέμου απλωμένο στο σκοτάδι
τα πάντα είναι ανήσυχα διάχυτος ο φόβος
βαριά ατμόσφαιρα και επώδυνος ο χρόνος.
Γίνεται αρχή ακούω παντού δηλώσεις
να σε καλούν το χρέος λεει να πληρώσεις
και εσύ καλό παιδί υπακούς στον αρχηγό
βουτάς στο όχλο και βούρ για το κενό.
Με θιγμένο εγωισμό και συνείδηση νεκρή
μα δε σκέφτηκες ρε βλάκα ότι μπορεί
να ’κονομάν με τη μαγκιά σου ή τα χαμένα όνειρά σου
κρατώντας εθισμένη τη γενιά σου
σε ένα παιχνίδι και καλά περιθωριακό
ποντάροντας για πάντα στης ζωής το μυστικό
και στη δίψα εκείνη που έχει κάθε παιδί
παλεύοντας στο βούρκο την αλήθεια για να δει.
Να ξεχωρίσει, να παίξει, να νικήσει
κι αφού γυρίσει το παιχνίδι να ζητήσει
λίγη εξουσία και για χάρη όλων αυτών
να μπει για τα καλά στο παιχνίδι των δειλών.

 

Μη μασάς με τη στημένη βία όλων αυτών
μη μπεις ποτέ στο παιχνίδι των δειλών
μην αφήνεις την ζωή σου στα χέρια των πολλών
φτύσε το στημένο το παιχνίδι των δειλών.

 

Φοράν στη βία μάσκα ριζοσπαστική
της δώσαν και όνομα σαν φόρμα αστική
και την ρίχνουν να χορεύει εδώ και εκεί
κι η γιορτή καλά κρατεί.
Κι όλοι εκείνοι οι εκλεκτοί εκ του ασφαλούς
να συλλέγουν για στημένους οπαδούς
ψυχές βασανισμένες με ενοχές
που αναζητούν την ελπίδα σε παλιότερες ευχές.

Και τέλειο σαν θύμα με συναίσθημα αρκετό
για να γίνει ένα σύγχρονο ερπετό
μεταλλαγμένο με ανθρώπινη μορφή
και έτσι ζυγώνουν οι μεγάλοι την κορφή.
Σέρνοντας θύματα μαζί τους
κι ανοίγει πιο πολύ η όρεξή τους
να ποντάρουν στη βία εν ονόματι τρελών
στο στημένο το παιχνίδι των δειλών.

Μη μασάς με τη στημένη βία όλων αυτών
μη μπεις ποτέ στο παιχνίδι των δειλών
μην αφήνεις την ζωή σου στα χέρια των πολλών
φτύσε το στημένο το παιχνίδι των δειλών.

Σταμάτα ρε το παιχνίδι είναι στημένο
γι' αυτό είμαι εδώ και συνεχίζω να επιμένω
πως δε σου αξίζουν όλα αυτά και είναι κρίμα
να νοιώθεις άνετα ενώ είσαι το θύμα.
Μάθε ρε να φτύνεις ότι σου χαλάει τη γεύση
και όπως πάντα πίσω υπάρχει μια θέση
που γράφει το όνομα σου με γράμματα δικά σου
και έχει κλειδωμένο ότι άφησες απ' τα όνειρά σου.
Μα πρέπει να το πας απ' την αρχή
τα πράγματα είναι δύσκολα εδώ θέλει αντοχή
εδώ δεν έχεις την βοήθεια κανενός
μα σαν κοιτάς ψηλά υπάρχει ο ουρανός
Και αλήθεια είναι αυτό που μας ενώνει
κάθε φορά που μας πληγώνει

η μοναξιά που γίνεται όπλο όλων αυτών
στο στημένο το παιχνίδι των δειλών.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:33:56 ΠΜ
ΚΟΙΝΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Δυο μάτια που κλαινε, τον καημό μιας ψυχής
παιδιά κατώτερου θεού, μιας χαμένης γης
συνηθισμένα στον πόνο και στην ξένη φροντίδα
με μια τάση φυγής και κρυμμένη μια ελπίδα.
Ξεχασμένα απ' αυτούς που τα φέραν στον κόσμο
και ένα σύστημα σάπιο που τα αφήνει στο δρόμο
κι οι δήθεν που λένε λειτουργοί του καλού
κι αυτοί που τσεπώνουν στο όνομα του Θεού.
Είναι κρυμμένοι όλοι οι ανεύθυνοι πάλι
κι ως τον λαιμό βουτηγμένοι όλοι μέσα στην κραιπάλη
κάνουν τον πόνο του άλλου χαρά τους
και ενώ όλα γέρνουν όπως πάντα προς την πλευρά τους.
Σε μια εξουσία ανήθικη και αρρωστημένη
διαχειριστές τρελοί και διεφθαρμένοι
σαν παραμύθι που δεν κρατάει πολύ
μέχρι έναν τάφο ένα μικρό κελί.

 

Και ενώ όλοι ξέρουν την αλήθεια και πάλι
σταματούν και γυρνούν αλλού το κεφάλι
σε κάθε φυλακή και κάθε ίδρυμα πόνου
χαμένοι όλοι αυτοί στο ταξίδι του χρόνου.
Ενώ αυτά μέσα σε τοίχους κλεισμένα
και σ' όλα αυτά που πονούν μαθημένα
όλοι το ξέρουν σαν κοινό μυστικό
πως το δήθεν σύστημα το σωφρονιστικό
είναι καλό σχολειό και όλοι όσοι μαθαίνουν
ποτέ δεν ξεφεύγουνε μ' αυτά αργοπεθαίνουν
και έτσι όλοι οι άλλοι στην ησυχία τους πάλι
φτιαγμένοι για τη ζωή τη μεγάλη.
Φιλανθρωπίες και ένα ψεύτικο δάκρυ
χαμένα κορμιά που πάντα βρίσκουν την άκρη
να ξεγλιστράν και να κερδίζουν την κοινή τη γνώμη
κι όλοι σ' αυτό το κράτος να κοιμούνται ακόμη.

 

Για όλους εσάς που στηθήκατε απέναντι
τα χρόνια εκεί μέσα είναι μόνο έναντι
και είναι σα να χρωστάνε ζωή και λευτεριά
σε εκείνους που δεν ξέρουν και ζούνε μια χαρά.
Λες και πρέπει να πληρώνουν το λάθος μιας φοράς
και σε έναν κώδικα χαμένα να 'ναι συμπεριφοράς
φτιαγμένο από εκείνους τους μεγάλους τους αγνούς
στολισμένα από ηθική που δε τη χωράει ο νους.

Και έτσι λεει ανοίγουν δρόμο για τη νέα τους ζωή
και είναι έτοιμα ύστερα όλα για το αύριο που θα 'ρθει
μα η επανένταξη πονάει και στοιχίζει πιο πολύ
και απ' το ξύλο που έχουν φαει και από το υγρό κελί.
Κι ύστερα άντε να ακούσουν τις τόσες συμβουλές
κι ύστερα άντε να πιστέψουν ό,τι πια και να τους λες
χαμένες συνειδήσεις πιο μεγάλο το κακό
σκυμμένα τα κεφάλια κοινό το μυστικό.

Κι όλοι το ξέρουν σαν κοινό μυστικό.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:34:17 ΠΜ
ΕΙΝΑΙ ΘΥΣΙΑ

 

Κάπου και εσύ θα' χεις ακούσει ιστορίες
ή από εδώ και εκεί τις μαρτυρίες
για εργάτες που χαθήκανε στο Πέραμα στη ζώνη
για ένα μεροκάματο που το όνειρο σκοτώνει.
Για ζωές κρεμασμένες πάνω σε σκαλωσιές
να δουλεύουν μουρμουρίζοντας το χθες
να ζητάνε απ' το Θεό, να βγούνε λεει με το καλό
απ' τα σκοτεινά αμπάρια για να δουν τον ουρανό.
Μα αλήθεια είναι θυσία σε βρώμικο βωμό
γι' αυτό φωνάζω δυνατά ρε και γαμώ
τους εργατοπατέρες, τα στημένα σωματεία
και κάθε γαμημένη εταιρία.
Που τα' χει κάνει πλακάκια μ' αυτές τις αδερφές
που έχουν γαλόνια στις άσπρες τις στολές
κι αυτό το κράτος που είναι αδύναμο να βάλει
κάποιες βάσεις σωστές και να επιβάλει.
Όλα τα μέτρα εκεί που παίζονται ζωές
μα θα μου πεις ρε βλάκα τι είναι αυτά που λες
αυτοί θέλουν καλά στημένη την απάτη
δεν έχει κέρδος να προσέχεις τον εργάτη.
Πρέπει να καιει η λαμαρίνα να πονάει το ματσακόνι
και γρήγορα η δουλειά ρε να τελειώνει
γι' αυτό φωνάζω ψηλά στον ουρανό
πως όλα αυτά είναι θυσία σε βρώμικο βωμό.

 

"Γι' αυτό μ' αυτά τα λίγα λόγια βγάζω τον θυμό μου. Για όλα αυτά που γίνονται κάτω απ' τον γκρίζο ουρανό εκεί στο Πέραμα. Και δεν ξεχνάω ρε όσους πέθαναν άδικα. Και δεν με νοιάζει εσείς τι λέτε. Και πως τους δικαιολογείτε όλους αυτούς τους μαλάκες που φταινε. Εγώ δεν ξεχνάω και πονάω μαζί μ' αυτούς που ακόμα ελπίζουν. Γιατί όλα αυτά είναι θυσία σε βρώμικο βωμό."
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:34:42 ΠΜ
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΝΝΙΑ

Μίλησαν προφήτες για τα χρόνια αυτά που ζούμε
γράφτηκαν βιβλία για όσα τώρα εμείς ακούμε
έμμονες ιδέες και ελπίδες χαμένες
να κυριεύουν τις γενιές τις ξεχασμένες.
Μάζες λαού να γυρίζουν σαν τις πόρνες
μηνύματα απ' αυτούς που δεν πρέπει σε οθόνες
επιβολή της τάξης που δε χωράει ο νους
πίσω από ασπίδες, δακρυγόνα και καπνούς.
Στρατάρχες γενναίους χέρια βαμμένα με αίμα
τόσες ψυχές χαμένες μονάχα για ένα ψέμα
νέες χολέρες στα εργαστήρια φτιαγμένες
νέες μορφές πολιτικά μεταλλαγμένες.
Παχιά τα λόγια, γνωστές οι τακτικές
μασόνοι ταγμένοι σε νέες δυναμικές
κι αυτοί που δε μασάνε να' ναι συνέχεια μόνοι
καλή η μοναξιά μα το άδικο σκοτώνει.

Αυτούς που συνηθίσαν να κοιτάν στον ουρανό
αυτούς που ονειρεύονται ακόμα ένα Θεό
φτιαγμένο για προστάτη σε τούτη τη γενιά
να στέκεται απέναντι στα χρόνια του εννιά.

 

Να ξέρεις ότι σ’ έχει τόσο ανάγκη αυτή η γενιά.
Θεέ μου, στα χρόνια του εννιά.


Μας μάθαν πως το τέλος όπου να' ναι φτάνει
κι αυτό κρατάει καλά, αφού το κόλπο πιάνει
και όλοι αυτοί οι πονηροί την ευκαιρία δεν χάνουν
ανθρώπους εκπαιδεύουνε να ξέρουν να πεθάνουν.

 Και σαν κοράκια έτοιμοι εξομολογητές
της ψυχής μας όλοι στημένοι εξαγνιστές
να βρίσκουν πάντα έδαφος πάνω στους προδομένους
δουλεύοντας πιστά για τους μαλάκες κάθε γένους.
Μα ανήκει σε εμάς η σωτηρία της ψυχής μας
και εκείνο το ταξίδι στην επόμενη ζωή μας
όταν θα γονατίσουμε στο Θεό μπροστά
θα κρίνει μόνο εκείνος τα λάθη ή τα σωστά.
Και για πρώτη μας φορά αλήθεια ίσως να πούμε
και όσοι νοιώθουν τώρα αγνοί να δω που θα κρυφτούνε
εκεί που το όνειρο παλεύει με την ύλη
σε μια φωτεινή και αδιάβατη ίσως πύλη.
Εκεί στο ραντεβού με το δημιουργό
κι αν πρέπει του ζητάω μια χάρη μόνο εγώ
να δώσει μια ευκαιρία στα χαμένα τα κορμιά
να συγχωρεθούν για τα χρόνια του εννιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:35:05 ΠΜ
Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ

Μια φορά και έναν καιρό ένας φίλος παλιός
που έτυχε να' ναι αλεπού λεει κι αυτός
θυμάμαι είχε πει μια ιστορία που' χε ακούσει παλιά
για έναν βάλτο που 'χε πάρει το φεγγάρι αγκαλιά.
Και μια αλεπού που έμενε εκεί
κλεισμένη χρόνια κι όλα αυτά σιωπηλή φυλακή
να παλεύει παντού λίγο χώμα να βρει
για να φυτέψει ένα σπόρο από στάχυ στη γη.
Ένα σπόρο από τους λίγους που' χε πάρει μαζί
μήπως και δώσει λεει στο βούρκο ζωή
και έσκαβε τόσο βαθιά φοβόταν λεει πως το χώμα
δεν είχε ακούσει τις ευχές της ακόμα.
Ή πως ήθελε λίγο απ' το όνειρό της να κλέψει
και κράταγε μέσα του ό,τι είχε φυτέψει
χωρίς βλαστάρι να βλέπει, να παίρνει καρπούς
και μοιάζαν ψεύτικα όλα της αλεπούς.
Μα έσκαβε ακόμα πιο βαθιά και που να δεις
όταν απάντησε η γη κι ο ήλιος της αυγής
για τον τελευταίο σπόρο που είχε βάλει απ' το όνειρό της
τότε κοίταξε ψηλά και ακούν ακόμα το ουρλιαχτό της.

Πήρε λοιπόν τους καρπούς και ενώ δεν είχε να φαει
τους έβαλε όλους στο χώμα και άρχισε να γελάει
και άρχισε λεει να βλέπει από τις στοίβες βουνά
είδε φεγγάρι και ήλιο να κυνηγιούνται ξανά.
Έτσι ξεχνούσε την πείνα, την κομμένη ουρά της
τα βρώμικα χόρτα που υπήρχαν κοντά της
βούταγε μέσα στη λάσπη έμοιαζε θάλασσα τώρα
είχε τριγύρω τα στάχυα, χρυσαφίζαν σαν δώρα.
Και κάθε φορά που η γη γεννούσε
τα μάτια σήκωνε ψηλά στον ουρανό κοιτούσε
κι άφηνε το ουρλιαχτό της να φοβίζει τα πουλιά
που όταν νοιώθανε ζωή πέταγαν τόσο χαμηλά.
Μα φύλαγε τους σπόρους πιο πολύ κι απ' την ζωή της
το μοναδικό όνειρό της που ταξίδευε μαζί της
διάλεξε εκεί στον βάλτο να τ' αφήσει
και έσκυψε στη γη να της μιλήσει.
«Θες δε θες θα βγούνε κι άλλα
πιο καλά και πιο μεγάλα
σκάβω βαθιά και σ' αφήνω φυλαχτό
ένα ακόμα ουρλιαχτό».

 

Αντίκρυ λεει θανάτου η αλεπού του βάλτου
το τελευταίο ουρλιαχτό της στη γη το 'θαψε εμπρός της
και φώναξε στο στάχυ τύχη καλή ρε να 'χει
να τ' αγκαλιάζει η γη και ο ήλιος σαν θα βγει.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:35:31 ΠΜ
ΣΙΓΟΥΡΙΑ

Κακό πράγμα η σιγουριά τελικά άκου που σου λέω
εγώ που πληρώνω ακόμα για όλα εκείνα που δε φταιω
δεν άραξα ποτέ να βολευτώ σε όσα είχα κοντά μου
δε μοιράστηκα ποτέ τα όνειρά μου.
Με εκείνους και καλά τους βολεμένους
εγώ έψαχνα το δάκρυ κάπου αλλού, στους πληγωμένους
απ' όλα εκείνα που μουλιάζουν το μυαλό μας
που γεμίζουν ένα ψέμα με χαρά για το εγώ μας.

Στάθηκα απέναντι από εκείνα που μου ’τάζαν
που μου χαλάγαν τη ζωή και με τρομάζαν
γιατί είναι τόσο ψυχρό και βέβαιο το πάθος
που δε σηκώνει λάθος.
Και με απόγνωση βαθιά κοιτάω να μην καταντήσω
να πληρώνω λύτρα για να πάρω τη ζωή μου πίσω
Βάζω στοίχημα λοιπόν όλα τα όνειρά μου
και τρέχω πάλι μακριά απ' τη σιγουριά μου.

 

Και έτσι στο έργο που κυλάει σήκωσε λίγο τη ματιά σου
είναι ο ρόλος σου μικρός βάλε λόγια ρε δικά σου
ζήσε περήφανη ζωή και άσε το δράμα
Διώξε το φόβο μακριά δεν έχει όρια το θαύμα.
Πες ότι θέλεις να πετάξεις κι ας μεγάλωσες στο χώμα
πάρε μαύρο και λευκό, φτιάξε ένα δικό σου χρώμα
κάνε φίλους που δεν έχουν λησμονήσει
εκείνο το παιδί που δεν έχει ακόμα αρχίσει
να μετράει τις αναμνήσεις και τη λύπη του να φτύνει
να ζητάει απ' τη στιγμή μεγαλείο και να κρίνει
ό,τι του δίνει μια εικόνα τυλιγμένη μ' ένα ψέμα
ένα τίποτα που αρκεί για να γίνει πρώτο θέμα.
Μα εκεί χαμένος στην ασφάλεια της λήθης
να φωνάζει η ψυχή του «Ρε, ηλίθιε, δεν με πείθεις!»

Θέλω μια άνοιξη από δάκρυα, πίστεψέ το, είναι η σειρά σου
σ' αγαπάει η ζωή φύγε ρε απ' τη σιγουριά σου.

 

Τη σιγουριά που μου έδινες Θεέ μου δεν πήρα ποτέ μου
είχα παρέα τον πόνο στα ταξίδια μου εγώ
τριγύρω μου όλα γνωστά σαν το αύριο, το χθες μου
να μου κλείνουν το στόμα μα δεν λέω να πνιγώ.

 

Καθένας από εμάς πρέπει να έχει για πατρίδα το μέρος που ζούνε οι αξίες και οι αρχές του. Και τότε η αλήθεια και το φως θα μας λυτρώσουν απ' τις σκιές.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 10:35:57 ΠΜ
OUTRO

Τελικά καταφέραμε να βρούμε το Λαβωμένο Ξωτικό. Φωνάζοντας δυνατά Από Τον Τόπο Της Φυγής. Χωρίς να χρησιμοποιήσουμε Βία. Δραπετεύοντας από τη Σιγουριά μας. Γιατί εδώ Στα Χρόνια Του Εννιά είναι Κοινό Μυστικό. Πως ο καθένας από εμάς ακροβατεί Χωρίς Δίχτυ Ασφαλείας. Ή συμμετέχει σε Παράσταση Σιωπής. Ακούω λοιπόν το ουρλιαχτό της Αλεπούς Του Βάλτου. Και νοιώθω σαν να κυνηγάω το φάντασμα μέσα σε Λάσπη Και Φως. Ενώ Πίσω Δε Γυρνάω. Παραμένω συγχρόνως χαμένος στο όνειρο. Και κάνω κατάθεση ψυχής για τέταρτη φορά. Υπενθυμίζοντας σ' όλους ότι το να κάνεις μουσική στην Ελλάδα είναι Θυσία Σε Βρώμικο Βωμό.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:23:23 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: Στην Ώρα των Σκιών ::

ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ

 

Γύρω από μένα πάλι αυτά που είχα ξεχάσει,
αυτά που το μυαλό μου τώρα χρόνια είχε ησυχάσει
και να τα αποφύγω πάλι κουράγιο θέλει
η απόσταση μικρή δε ξανανιώθω σα κουρέλι.
Και μη μου λες, κόψε τις συμβουλές
εσύ καλέ μου φίλε που το καλό μου μόνο θες
εσένα που έβλεπα στα χέρια μου να κλαις
όταν τριγύρω σου χόρευαν μονάχα οι σκιές.

Τώρα τι θες με σηκωμένο το κεφάλι
εσύ που ζεις γι’ αυτό που φτύνουνε οι άλλοι
εκείνο το κομμάτι της ζωής που περισσεύει
σε σένα ταιριάζει και σε όποιον ζητιανεύει.

Αυτή τη λίγη χαρά μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
μια δόση αλήθειας στα λόγια ενός ψεύτη
και είναι αργά, κοίτα δίπλα τη σκιά
παραμονεύει να σου κλέψει τη χαρά.

Με μια κουβέντα ή με ένα νόημα απ’ τα μάτια
κι αυτό που θες το ’χασες τώρα έγινε κομμάτια
μα εσύ εκεί ξανά να το παλεύεις
να σου χτυπούν τα χέρια και να χορεύεις.

Όλοι εκείνοι που διάλεξες να ’ναι πάλι κοντά σου
να σε νιώσουνε θες και ν’ ακούσουν τα όνειρά σου.
Μα πρέπει ηλίθιε να μάθεις ότι φταις
που υπάρχουν τριγύρω μας ακόμα οι σκιές.

 

Χάθηκε η ψυχή σου στο τέλος των ευχών
και ξαναζούμε στην ώρα των σκιών.

 

Χαμένη υπόθεση μου λες πως είναι το όνειρό μου,
πως θα μου βγει ξινό που κάνω το δικό μου
που ζω, φωνάζω, πονάω και αγαπάω
που στέκομαι απέναντι κι αν θέλω πάω.

Ταξίδι μακρινό με τη ψυχή μου οδηγό,
έτσι όπως έμαθα να κάνω μόνο εγώ
και από εκεί ψηλά να σε βλέπω καθαρά
και να ’σαι ακίνδυνη για μένα εσύ σκιά.

Γιατί έχει φως και λάμπει τόσο ο ουρανός,
ο μεγαλύτερος για σένανε εχθρός,
αφού αιώνες τώρα μια κατάρα κουβαλάς
μες στο σκοτάδι να ’σαι μόνη να πονάς.
Και αφού έτσι θες, μείνε πάντα στο σκοτάδι
να σέρνεσαι ύπουλα και να εκδικείσαι κάθε βράδυ
αυτούς που κάνουν ένα βήμα για να σωθούν,
αυτούς που κατάφεραν πάλι να ονειρευτούν.
Καινούρια αρχή και μια ζωή στο φως,
έτσι όπως έφτιαξε για όλους ο Θεός.
Μα οι σκιές μένουν ακόμα ζωντανές
και δε μιλάς λες κι είναι αυτό που θες.
Μα βρες κουράγιο και πρέπει να ξεχάσεις,
γύρνα σελίδα το τέλος να διαβάσεις,
το παραμύθι αυτό με τις σκιές.
πρέπει να τελειώσει χωρίς πια τις ευχές.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:23:58 ΜΜ
Ό,ΤΙ ΣΟΥ ΠΑΕΙ

Μπορεί να είναι άδικο που μιλάω για σένα
εσύ έχεις όμως πάνω σου τα μάτια όλα στραμμένα.
Είσαι ένα φαινόμενο που λες κοινωνικό,
έχεις γίνει μόδα, μα και κάτι μαζικό.

Γι’ αυτό σου χαλαλίζω τα λίγα αυτά λεπτά,
για ένα ψιλοκράξιμο, εσύ ξέρεις απ’ αυτά.
Γι’ αυτό σου αφιερώνω αυτούς τους λίγους στίχους,
κι αυτούς που δε γουστάρεις τους δικούς μου μόνο ήχους.

Θέλοντας να θίξω τη μιζέρια της ψυχής σου,
σου τραγουδάω και σου λέω άντε γαμήσου,
μ’ όλα τα αποβράσματα που ζούνε σαν κι εσένα
και όλα εκείνα που είχες χρόνια ειπωμένα.
Εσύ η πιπίλα ενήλικων μωρών,
εσύ ο αρχηγός όλων των εκλεκτών
που η δήθεν μαγκιά σου πάντα μέσα σε σελίδες
είναι φτιαγμένη για όλα αυτά που εσύ δεν είδες.
Για τις φαντασιώσεις σου τις σεξουαλικές
και όλες τις αρχές σου τις μηδενιστικές,
Σα γνήσιος λεμές που την πουστιά μόνο αγαπάει,
βρήκες επιτέλους εδώ ό,τι σου πάει.

 

Σε φτιάξαν όλοι αυτοί στα πρότυπα ενός βλάκα.
Έναν βλάχο-γιάπη με εξέλιξη μαλάκα.
Στημένος παντογνώστης που στο χέρι έχει πένα
με σκοπό να γίνει είδωλο για όλα τα χαμένα

που θέλουν στο χαρτί ό,τι και στο κρεβάτι·
μία μπάσταρδη γλώσσα και έναν έρωτα απάτη,
όπως τα πουκάμισα που ’ναι κολλαρισμένα
τα μαλλιά τους που χρόνια τώρα είναι κολλημένα.
Σ’ εκείνα τα κρανία με τα κενά αέρος
και τα κόμπλεξ για το πέος,
εσύ έχεις το φάρμακο, βάρα τους τη δόση
ένα καλό εξώφυλλο μπορεί να τα σηκώσει.
Και να σου στα ύψη πάνε πάλι οι πωλήσεις,
χωρίς να πρέπει εσύ ποτέ να μιλήσεις
και έχεις και παράπονο και νοιώθεις αδικίες,
εσύ ο πιο καλός συλλέκτης πια στις μαλακίες.
Σα γνήσιος λεμές που την πουστιά μόνο αγαπάει,
βρήκες επιτέλους εδώ ό,τι σου πάει.
Τη συμβουλή μου άκου, εγώ θέλω να σωθείς
κι όσο είναι καιρός, πήγαινε αλλού να γαμηθείς.

Σα γνήσιος λεμές που την πουστιά μόνο αγαπάει
βρήκες επιτέλους εδώ ό,τι σου πάει.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:24:28 ΜΜ
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΝΝΙΑ

Μίλησαν προφήτες για τα χρόνια αυτά που ζούμε,
γράφτηκαν βιβλία για όσα τώρα εμείς ακούμε.
Έμμονες ιδέες και ελπίδες χαμένες,
να κυριεύουν τις γενιές τις ξεχασμένες.

Μάζες λαού να γυρίζουν σαν τις πόρνες,
μηνύματα απ’ αυτούς που δε πρέπει σε οθόνες,
επιβολή της τάξης που δε χωράει ο νους
πίσω από ασπίδες, δακρυγόνα και καπνούς.
Στρατάρχες γενναίους, χέρια βαμμένα με αίμα,
τόσες ψυχές χαμένες μονάχα για ένα ψέμα,
νέες χολέρες στα εργαστήρια φτιαγμένες,
νέες μορφές πολιτικά μεταλλαγμένες.

Παχιά τα λόγια, γνωστές οι τακτικές,
μασόνοι ταγμένοι σε νέες δυναμικές
κι αυτοί που δε μασάνε να ’ναι συνέχεια μόνοι.
Καλή η μοναξιά, μα το άδικο σκοτώνει,
αυτούς που συνηθίσαν να κοιτάν στον ουρανό,
αυτούς που ονειρεύονται ακόμα ένα Θεό
φτιαγμένο για προστάτη σε τούτη τη γενιά
να στέκεται απέναντι στα χρόνια του εννιά.

 

Να ξέρεις ότι σ’ έχει τόσο ανάγκη αυτή η γενιά.
Θεέ μου στα χρόνια του εννιά.

 

Μας μάθαν πως το τέλος όπου να ’ναι φτάνει
κι αυτό κρατάει καλά, αφού το κόλπο πιάνει.
Και όλοι αυτοί οι πονηροί την ευκαιρία δεν χάνουν,
ανθρώπους εκπαιδεύουνε να ξέρουν να πεθάνουν.

Και σαν κοράκια έτοιμοι εξομολογητές
της ψυχής μας όλοι στημένοι εξαγνιστές,
να βρίσκουν πάντα έδαφος πάνω στους προδομένους,
δουλεύοντας πιστά για τους μαλάκες κάθε γένους.
Μα ανήκει σε εμάς η σωτηρία της ψυχής μας,
και εκείνο το ταξίδι στην επόμενη ζωή μας,
όταν θα γονατίσουμε στο Θεό μπροστά
θα κρίνει μόνο εκείνος τα λάθη ή τα σωστά.
Και για πρώτη μας φορά αλήθεια ίσως να πούμε
και όσοι νοιώθουν τώρα αγνοί να δω που θα κρυφτούνε.
Εκεί που το όνειρο παλεύει με την ύλη,
σε μια φωτεινή και αδιάβατη, ίσως, πύλη.
Εκεί στο ραντεβού με το δημιουργό
κι αν πρέπει του ζητάω μια χάρη μόνο εγώ,
να δώσει μια ευκαιρία στα χαμένα τα κορμιά,
να συγχωρεθούν για τα χρόνια του εννιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:25:19 ΜΜ
ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

 

Χρόνια τώρα χαμένος στ’ όνειρο μένω

κι όλοι με βλέπουν σαν ν’ αργοπεθαίνω.

Μα εγώ ψηλά κρατάω ακόμη το κεφάλι

και δε με νοιάζει ό,τι κι αν λένε για μένα οι άλλοι.

Είναι όμορφο το όνειρο μοιάζει παιχνίδι

Ή μ’ ένα δίχως γυρισμό μοιάζει ταξίδι,

από τα μέρη εκείνα του μυαλού τα θεία

που ζευγαρώνει αιώνια μια μελωδία

μ’ όλα αυτά που βγαίνουν μέσα απ’ την καρδιά μας,

αυτά τα λίγα που απομείναν δικά μας,

τη λίγη αγάπη και τη λίγη συμπόνια,

το τραγούδι εκείνο που κρατάει χρόνια

κι αυτό το βλέμμα εκεί ψηλά στον ουρανό

που συναντά το χαμένο μας Θεό,

δίνει γαλήνη μέσα στην ψυχή μας

και στέλνει δώρο στ’ όνειρο τη ζωή μας.

 

Χαμένος στ’ όνειρο, γιατί έτσι γουστάρω εγώ.

Χαμένος στ’ όνειρο, γιατί έτσι έμαθα να ζω

 

Κι έτσι όλοι εσείς σ’ άσπρο φόντο, μια αντίθεση

και γύρω όλοι οι εφιάλτες ψάχνουν λύτρωση

και μες στο όνειρο να βρουν μια αδυναμία·

μ’ αλήθεια, σας το λέω, δεν υπάρχει καμία.

Κι όλοι εσείς της στιγμής, οι τόσο τυχεροί

Που τρέμετε συνέχεια αν θα σας βρει το πρωί

εκεί που πάντα φτύνετε αίμα,

εκεί που σας πληρώνουν με ψέμα,

εκεί που για καρέκλα σκοτώνουν,

εκεί που τα όνειρα όλα τελειώνουν,

Κι ό,τι αξίζει σε σάς να το βρείτε,

κι ότι κι αν γίνει, αλήθεια μην πείτε.

Έτσι κι αλλιώς τα συνηθίσατε όλα αυτά,

αυτά που σάς ταιριάζουν μια ζωή στα σκατά.

Κι εμείς οι άλλοι, λέει, οι καημένοι,

είμαστε αλλού, κάπου στ’ όνειρο χαμένοι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:25:57 ΜΜ
ΤΑ ΕΞ ΑΜΑΞΗΣ

 

Βαρέθηκα να ακούω συνέχεια για λεφτά
κι αυτούς που σκίζονται γι’ αυτά,
για επιχειρηματίες, πρώην εγκληματίες,
με χόμπι τα λαδώματα και τις τοκογλυφίες,
τους εργατοπατέρες με έργα και ημέρες,
νομάρχες και δημάρχους, και όλες αυτές τις λέρες,
τους σιωνιστές και καθένα λόμπι,
τους πολιτικούς, τα ξεχασμένα ζόμπι,
τη βρώμικη ψυχή τους, τη δειλία τους, το ψέμα
το αδικοχυμένο από αθώους μόνο αίμα,
ένστολα ανθρωπάκια να ξεσκίζουν σάρκες·
βλέπεις όλοι οι φλώροι με γαλόνια, γίναν μάγκες.

Και τα παίρνουν από δω, τα παίρνουν από κει
οι λειτουργοί, οι κρατικοί
και φοβούνται να μιλήσουν, δε ρισκάρουν ν’ απαντήσουν
και έτσι εύκολα ξεχνάνε και κοιτάν να το γλεντήσουν.

Και το φίδι κάποιος άλλος θα το βγάλει από τη τρύπα·
κι είναι λίγα, κι είναι λίγα όσα είπα,
που ο καθένας σας θα ξέρει άλλα τόσα,
μα απ’ την καρδιά πρέπει να φτάσουνε στη γλώσσα.
Και ίσως, τότε κάθε περήφανος φτωχός
θα καταλάβει ότι για πάντα ο θεός
θα δίνει χρήμα σε κλέφτες και φελλούς
για να δοκιμάσει τους καλούς.

 

Και για φαντάσου μια μέρα πλούσιος να γίνω
και από τις τύψεις μου τους γύρω μου να φτύνω,
να έχω ένα αμάξι το πιο ακριβό μοντέλο
και για επιχείρηση ένα κυριλέ μπουρδέλο

που να ’χει πελάτες μεγάλους δικαστές,
δημόσια πρόσωπα και άξιους βουλευτές
και αν έρθει η ώρα μια χάρη να ζητήσω
να πω παιδιά τώρα σειρά μου να πηδήσω.
γιατί στα νταλαβέρια αυτά τα σκοτεινά
η εξουσία, λεει, χρειάζεται συχνά,
εκείνα που έχει πάρει να πληρώσει,
τυφλή δικαιοσύνη να αποδώσει.
Κι όπως πάντα να βγει αθώος ο δικός τους
προς Θεού, μην εκτεθεί άνθρωπός τους.
Και τότε πρέπει ένα θύμα τη θέση του να πάρει
πριν να τους πάρουν οι υπόλοιποι χαμπάρι.
Και τότε ήδη η πλεκτάνη είναι στημένη,
μπορεί για σένα κάπου εκεί να περιμένει
συνήθης ύποπτος, μπορεί και τρομοκράτης
ή και εγκέφαλος ανύπαρκτης απάτης.
Κι αν είσαι φτωχός, μόνος και νέος,
πας και καπάκι, λεει, προφυλακιστέος.
Και αν με τον καιρό έξω δεν σε ξεχάσουν,
αν είσαι ζωντανός μπορεί να σε δικάσουν.
Γι’ αυτό βαρέθηκα να ακούω μαλακίες,
δεν θα μου γίνουν συνήθεια οι αδικίες,
θα είμαι εδώ να τραγουδάω να ξεσπάω,
το παραμύθι το δικό σας δε θα φαω..
Γιατί μεγάλωσα περήφανος φτωχός.
και κατάλαβα πως πάντα ο Θεός,
την εξουσία δίνει σε ψεύτες και τρελούς,
για να δοκιμάσει τους καλούς.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:29:06 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: Χρέωσέ τα στη φωτιά / Χρέωσέ τα κι αυτά στη φωτιά ::

ΧΡΕΩΣΕ ΤΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ
Το τελευταίο καιρό ακούω συχνά και τρομάζω
να λένε όλοι εδώ τριγύρω μου ότι ωριμάζω
κι ότι φιλιώνω μ’ όλα αυτά που κι αυτοί αγαπάνε,
μ’ όλα αυτά τα κοντινά και τα πικρά που συναντάνε
και μιλάνε , γερνάνε, πάνω σ’ αυτά που περπατάνε, πετάνε
κι όλο ξεχνάνε, από το τίποτα ζητάνε,
και πάνε στα σίγουρα, όπως θέλει η εποχή,
εγώ όμως, πλάι μου σέρνω πορφυρένια ευχή.
Πάντα να στέκομαι μπροστά απ’ τη σκιά μου
κι απ’ τη φωτιά να ξεπηδάνε τα όνειρα τα μικρά μουּ
κοντά μου τα φέρνει ο χρόνος ψημένα
και ταμένα να ’ναι, με τη ζωή ερωτευμένα.
Σ’ αυτό το κόσμο με τα χιλιαδυό μπαλώματα
όπου ανόιγουν οι ψυχές, κλέινουνε στόματα
και δε χορταίνει η αλήθεια ούτε παίρνει μυρωδιά,
στα κρυφά γεννάει το ψέμα και ούτε τσιμουδιά.
Γι’ αυτό η ευχή μου ανασαίνει στου καιρού τα γυρίσματα
και δε μπορεί τα διαβολοσκορπίσματα,
έχει περίσσεμα ονείρατα πολλά
και χρέωσέ τα στη φωτιά.

Να και μια ευχή που χαράμι δε πήγε
κι αν δε γουστάρεις μάζεψέ τα και φύγε.
Αν περισσέψαν όνειρά μου σκιά μου,
χρέωσέ τα στη φωτιά δεν είναι δικά μου.

Είναι μια ευχή που έχει ρίζα σαν κι αυτή της πεθυμιάς,
γι’ αυτό δε βιάζομαι καθόλου να τη ζήσω μονομιάςּ
γι’ αυτό και δε της κάνω το τελευταίο σινιάλο,
το φυλάω για όταν θα πέσω σε κανάλι μεγάλο
ή για σπουδαία χαρά και πρωτοτόκια,
εκεί που λιώνουν στη φωτιά και τ’ ατσάλινα ξόρκιαּ
για εκεί μαζεύω στάλα- στάλα στης ζωής την καράφα
τις στιγμές μου, τη πιο μεγάλη μου γκάφα,
το χειρότερο στο διάβα μου βραχνά
που δε κόβεται γιατί ανταμώνω όλους αυτούς συχνά
που μου λένε ότι ωριμάζω και να συνεχίσωּ
μ’ άλλα λόγια, μπρος γκρεμός, γκρεμός και πίσω.
Ονειρεύομαι, λοιπόν, με τη ψυχή στο στόμα
κι ίσως κάνουν πως δε καταλάβανε ακόμα,
όσοι έχουν πάρε- δώσε στα κρυφά με τη σκιά τους,
θα συναντήσουνε στο φως τα σχέδια τους.
Γεια χαρά τους – εγώ κυλάω σε πύρινη φλέβα
κι αν δε φοβάσαι τις φλόγες, έχει χώρο, ανέβα.
Στα όνειρα που περισσεύουν, ρίξε μια ματιά
και χρέωσέ τα στη φωτιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:29:26 ΜΜ
Χρέωσέ τα κι αυτά στη φωτιά
Τον τελευταίο καιρό δεν ακούω και τρομάζω
να λένε όσοι φύγαν από ’δω πως το κουράζω
κι ότι πεισμώνω μ’ αυτά που κι αυτοί αγαπούσαν
μ’ όλα αυτά τα μακρινά και τα παλιά που συναντούσαν,
και μιλούσαν, γερνούσαν πάνω σ’ αυτά που περπατούσαν πετούσαν
κι όλο ξεχνούσαν από το τίποτα ζητούσαν
να παν στα σίγουρα όπως θέλει η εποχή,
εγώ όμως πλάι μου σέρνω πυρωμένη ευχή
πάντα να στέκομαι μπροστά απ’ τη μιλιά μου
και στη φωτιά να γεννιούνται τα όνειρά τα μικρά μου·
κοντά μου τα γέρνει ο χρόνος θλιμμένα
και χωμένα να μένουν με τη γη αδελφωμένα.
Σ’ αυτόν τον κόσμο με τα χίλια δυο ονόματα
όπου ανάβουν οι φωτιές, σβήνουνε χρώματα
και δεν αντέχει η αλήθεια ούτε παίρνει μυρωδιά
να γιατρέψει το ψέμα σα λαβωμένη καρδιά
γι’ αυτό η ευχή μου πυρώνει στου καιρού τα φερσίματα
και ξεταιριάζει απ’ τα διαβολοσκορπίσματα
έχει περίσσεμα  μου χρέωσε μου κι αυτά
τα ονείρατα όπως και τ’ άλλα στη φωτιά.

Να άλλη μια ευχή που χαράμι δεν πήγε
κι αφού γουστάρεις μάζεψέ τα και μείνε
μάς περισσέψαν τα όνειρά μου σκιά μου
χρέωσέ τα κι αυτά δεν είναι δικά μου.

Άλλη μια ευχή που έχει μια ρίζα σαν κι αυτή της πεθυμιάς,
γι’ αυτό δε σκιάζομαι καθόλου να τη ζήσω μονομιάς,
γι’ αυτό και δεν την χάνω σα μικρό σινιάλο,
την μαζεύω για όταν πάω σε ταξίδι μεγάλο
ή για την πρώτη χαρά, τα πρωτοτόκια
εκεί γητεύουν τ’ αγρίμια και τα ζώνουν με ξόρκια.
εκεί μετράω κάθε στάλα στης ζωής την καράφα
τις αρχές μου, την πιο μεγάλη μου γκάφα,
τον παλιότερο στο διάβα μου βραχνά
που δεν κόβεται γιατί ανταμώνω όλους αυτούς συχνά
που μου λένε το κουράζω και μη συνεχίσω,
τζάμπα χρόνια, μπρος Hip Hop, Hip Hop και πίσω.
Καίγομαι, λοιπόν, έχω φωτιά στο σώμα
κι όσοι κάνουν πως δεν καταλάβανε ακόμα,
είναι που έχουν πάρε δώσε στα κρυφά με τη σκιά τους,
μήπως και ζωντανέψουν στο φως τα σχέδιά τους.
Γεια χαρά τους, εγώ κυλάω σε πύρινη φλέβα
κι αν δε φοβάσαι τις φλόγες, βρες το χώρο σου, ανέβα
στα όνειρα που περισσέψαν ρίξε μια ματιά
και χρέωσέ τα κι αυτά στη φωτιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:30:55 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: Blah Blasphemy 2_vinyl ::

Blah Blasphemy – Κώδικας 12
Πάνω απ’ όλα η σιωπή δεν αντέχεται.

Όση αλήθεια και να τρως δε χωνεύεται,

πάντα φτάνει πιο νωρίς εκεί που πρέπει

κι ο φόβος την τυλίγει σα χαρτί στην πίσω τσέπη.

Σε σας μιλάω που ξερνάτε ανθρωπίλα,

τη μουγγαμάρα σας ή του μπλα μπλα την ξεφτίλα

κι απευθύνομαι ξανά σ’ αυτούς που ακούν (αν ακούν)

να σηκώσουν το βλέμμα και δουν (φως)

στο μισοσκόταδο που αφήνει χαραμάδα οργής·

να πολεμάς ρε – άμα δεν ήμουν σαφής –  

να πολεμάς και να μιλάς, αφού έτσι θα σ’ αρέσει,

να τραγουδάς κι ας μην υπάρχει αυτί για να σ’ αντέξει,

να γελάς – πικρά πολύ τα γέλια –

να ονειρεύεσαι πάντα να σ’ έχουν έννοια,

να φτύνεις, να ξερνάς, (να κερνάς)  τ’ αχώνευτα,

κράτα τ’ απλά, τ’ αληθινά και τ’ αυτονόητα·  

μίλα ν’ ακούω όταν θα μπω στο μονοπάτι πέρα

κι άμα θα βρω τον τρόπο, θα βγω παραπέρα

για να κεράσω το τίποτα λαβωματιά θανάσιμη·

κώδικας δώδεκα Blah blasphemy.

Ματώθηκες απ’ όλα τ’ ανιστόρητα

και στάθηκες κοντά σ’ όλα τα απαρηγόρητα,

πύρινη γλώσσα γίνε τώρα και λαβωματιά θανάσιμη

 – κώδικας δώδεκα, blah blasphemy
Στα συγκαλά σου, έλα, έχεις γερή κράση.

Τους τα ‘χωνες στη φέξη, τώρα χώσ’ τα και στη χάση·  

σε καρτερούν οι αποκλεισμένοι οι προδομένοι κι οι άσημοι

– κώδικας δώδεκα, blah blasphemy.

 

Δεν ταυτίστηκα, μόνο στα όμορφα ανοίχτηκα·

βρήκα τ’ απίθανο, το ζω κι έτσι ορκίστηκα
μετά πως κάθε ανάσα που μετρά η φωνή μου,

δε θα προδώσω ούτε την εκδίκησή μου.

Άμα λασκάρει η συνείδησή τους, τρίζει,

πάντα το ψέμα τους παραφουσκώνει και τραυλίζει

σα μεθυσμένος και ευνούχος σωσίας,

παράλυτος πολίτης - πράμα της μπουρζουαζίας

που το παίζει και προφήτης κάπου κάπου,

αναιμικιώρης, ξεπεσμένος, μη μου άπτου

που με σπασμένα γαλλικά και κοκκινίσματα

’μολογά του τίποτα αισχρά παντρολογήματα·

μα εγώ επιμένω να γράφω λόγια με ρίμα,

κράτα δυο ψίχουλα μόνο από ένα βλάσφημο ποίημα

και μπρος ξεκίνα για να σ’ ακούσουν ξεκίνα,

έτσι κι αλλιώς για όλους  μας έπεσε σύρμα.

Μα όσο κοντεύουν (να φτάσουν), άλλο τόσο μακραίνουν

με τυφλοσούρτη ούτε τα μισά δε μας κλέβουν

κι ό,τι είναι τώρα θα το πούμε χύμα, αρμάδα μάχιμη,

να επιβιώσουμε, λέμε, κι εμείς οι βλάσφημοι
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:31:31 ΜΜ
Η μπόχα των κάλπηδων

Οι καλλιτεχνάδες τώρα πια πιασμένοι όλοι αλά μπρατσέτα

σπάνε τα γαμησιάτικα και τα παχιά πακέτα

με χορηγούς, μανατζεραίους και γραφεία

μια ξεπεσμένη και χωρίς κώδικα μαφία.

Τροβαδούροι, έντεχνοι, σκυλάδες,

χιπχόπερς κι οι μεγάλοι μας ροκάδες,

τώρα πια με ίδια αισθητική κι αξία,

πολιτιστική εθνική κοινοπραξία.



Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου

και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.

Όχι, δε ξέπεσε απόψε ο τραγουδιάρης σου -  
απλά το φόντο είναι άσπρο και φάνηκε καλύτερα·

έτσι ήταν πάντα, κι εσύ καυχιέσαι πως για χάρη σου

στερείται από τα όμορφα για όσους έρθουν ύστερα.  

Και χαραμίζεις τα πενιχρά σου εφόδια σκέψης,

για να διπλάρεις ξέλυτος τη θλιβερή του ζήση,

μα απ’ του υπονόμου την άχνα τί να κλέψεις

Άντε μια καβάτζα, τρεις μυτιές, κι ένα βρώμικο γαμήσι.

Λοιπόν, μακελεμένε ήρωα του τραγουδιού μου

μια στάλα κατράμι έριξες σ’ ένα βαρέλι μέλι

να μαγαρίσεις τα όνειρα του αγέννητου αδερφού μου,

γι’ αυτό με κόφτουν όσα λες κι ό,τι θα πεις με μέλλει.  

Ντόρος να γίνεται οι μεγαλόστομοι δουλειά να έχουν,

χρειάζεται συνένοχους το ψέμα τους·

οι πυροβάτες όμως στα χαμοτόπια εδώ αντέχουν

να σβήνουν πάλι στη φωτιά το καμένο πέλμα τους.

Τρέχα από πίσω τους, λοιπόν, χειροκρότα σφύρα

η δήθεν λευτεριά τους μυρίζει κλεισούρα

σαν σύντομη ανάδυση από βαθύ κρατήρα

τώρα έχει κόντρα άνεμο, βγάλτη και κατούρα.

Και στην υγειά σου κι όλο να χαριεντίζεσαι

σαν ανήμπορος κλακαδόρος στη γιορτή τους

και σαν κουφάρι στον ήλιο να ξασπρίζεσαι

κι ό,τι σκαρφίζεσαι τροφή τους.

Ψάξε στ’ αποκαϊδια, μα μη σε πάρει μάτι·

οι ηλίθιοι υπερασπίζουν τα λάθη τους με σθένος

και σαν τους μένουν τα ριμαγμένα αμανάτι

γέρνουν προς τα δω· συγνώμη, απόψε νιώθω ξένος.

Δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας, δεν είμαι δημοπράτης

να πουλάω στην καλύτερη τιμή αυτό που δε μου ανήκει.

Είμαι αρνητής πυρόγλωσσος κι άφραχτος αντάρτης,

να λευτερώσω θέλω από τη μέγγενη μια νίκη.

Όσο εκείνοι που αγαπάς κερώνουν την ψυχή σου

και ράβουν σιγή στη φορεσιά τη roja,

πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου

και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.

Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου

και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:32:01 ΜΜ
Μη με κοιτάζεις στα μάτια
Βοή του ονείρου κι ανάπαυλα απ’ τον εφιάλτη,
έλα και στάλαξε μου στο μυαλό τ’ όμορφο κάτι
σαν αφημένη ευχή στον άνεμο μια νύχτα ξάστερη,

σαν σκαρί που γυαλώνει σε θλίψη άταιρη.
Νιώθω σαν έρμος καπετάνιος που ψάχνει με τα κιάλια
ενός γέρικου φανού τα μικρά σινιάλα.
Διαβολεμένη στιγμή σαν βυθισμένη σημαδούρα,
μα είμαι όλος βιάση γι’ αυτή την περπατούρα.
Γραπώνομαι απ’ τις λέξεις κι έχω ρυμούλκα το χαρτί,
στρογγυλοκάθομαι κατάχαμα δίπλα σ’ ένα γιατί

κι αρχίζω να μετράω χίλια τραγούδια ακονισμένα

που ήρθαν να κόψουν όλα τα μυγιασμένα.
Για σένα και για μένα νίκες ισχνές,
η ίδια μουντάδα κι ανεξαργύρωτο το χθες,
μα ο ίδιος θα ‘μουν όπου κι αν πήγαινα·

ένας ανίκανος να τραγουδάω τ’ ακίνδυνα·

ένας κόκκινος ήλιος που πριν τινάξω τα πέταλα,

θα μεριάσω να πεθάνω μ’ ό,τι έσφαλα,
μα μέχρι τότε θερισμένε να δειλιάζεις

και μες στα μάτια, μη με κοιτάζεις.


Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να σκύβεις όπως παλιά όταν περνούσα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να γλύφεις εκεί που πριν κατουρούσα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να λιώνεις και προς το τέλος προχώρα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, εκτός αν έφτασε η ώρα.

Αν φτάσει η ώρα κι απ’ το ψέμα ξεπεζέψεις

και ρημαγμένος βαλθείς να με γυρέψεις,

δε θα ‘μαι εκεί που σαπίζεις στα μισοσκότεινα,

θα ‘μαι στα όμορφα που κάποτε σου πρότεινα

ή εκεί που σπάνε της μνήμης τα κύματα

και μουσκεύουν τους καιρούς τα άμοιαστα κρίματα.

Απαίδευτε να σκιάζεσαι γιατί όσο κι αν πλανήθηκες,

ίσα που λύθηκες, στο ζήτησαν και γδύθηκες

οι ξώμαχοι, οι βουβοί κι οι χαλκεμένοι      

με τα κυρτά κεφάλια οι καλοκουρδισμένοι

σε σύραν λίγο στην κορφή μ’ αγάπες έτοιμες

σαν κάμπια την αυγή σύγκορμος έτρεμες,

και να που έγινες σαν στα όνειρά σου πεταλούδα·

δε θα κρατήσει πολύ σου ‘παν τραγούδα.

Μέθα απ’ τη γύρη της ντροπής κι όσο γιορτάζεις,

μέσα στα μάτια μη με κοιτάζεις.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:32:24 ΜΜ
Για το μέρωμα της μνήμης
Βαρύς χειμώνας σε πλάτες γυρτές,

απέραντη σιγή ξανά σαν χτες …
Κοπάσαν οι καιροί, δεν ακούω τη φωνή σας,

όσοι είναι νικητές είναι και ηττημένοι.

Το Low bap τραγουδάει τη σιγή σας

και παίρνουν εκδίκηση οι ξεγραμμένοι.

Είστε όλοι ανίκανοι λίγο να φτερακήσετε

για να ξεφύγετε απ’ της λάσπης την έλξη,

σας απαντάω εγώ πριν με ρωτήσετε

για τα ατιμώρητα μόνο φωτιά ούτε μια λέξη.

Και να, επιτέλους φτάσαν οι βροντές,

να πνίξουν χαρές πλαστές.

Τί με κοιτάτε ρε ηλίθιοι δειλομακρεμένοι

Σας φασκιώσαμε με φόβο πριν τη φευγάλα

και μ’ ό,τι πιο βρώμικο στεφανωμένοι

σύρατε μια ολόκληρη εποχή στην κρεμάλα.

Λιώσατε τις τύψεις και το μέλλον αρτύσατε,

φέρατε το τίποτα εδώ να γεράσει,

μα για το μέρωμα της μνήμης μας και για όσα βρωμίσατε

απ’ τα χέρια μας θα πάει όποιος ξεχειμωνιάσει.

Έτσι απλά για το μέρωμα της μνήμης μας και μόνο…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:32:49 ΜΜ
Στο τίποτα

Και να, αυτή η μαυρίλα που με ντύνει,  

απόψε μήνυμα αισιόδοξο αφήνει·

ότι αφού γυάλισες πάτο πιο κάτω δεν έχει

- να μη σ’ αγχώνει και το αύριο και σε τρέχει.

Grande finale λίγο πριν πέσει στο έργο αυλαία,

υποκλίσου στραβάδι με τη χεσμένη σκελέα,

τέλος με κεφαλαία, και της ντροπής το άγημα

σου αποδίδει τιμές για της ζωής το τράβηγμα

αναγνωρίζοντάς σου με περηφάνια και στόμφο

ότι ήσουν στον προθάλαμο για τον κακό σου ψόφο.

Είδες πολλά και πέρασες, ήσουνα νιος και γέρασες,

ό,τι ήξερες το ξέρασες, όλους τους ξεπέρασες.

Τί τυχερή που είναι η γενιά σου - γλίτωσε τ’ αγγάρεμα,

ν’ αφήσει κάτι για μετά κι είναι στο κωλοβάρεμα,

στο κωλοδώσιμο και στο κωλοφτιάξιμο

και κατέληξε στο τίποτα μέρος προσβάσιμο.




Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
μείνε μ’ αυτό της ντροπής το παράσημο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
είσαι στο τίποτα μέρος προσβάσιμο.

Ο δρόμος που σε πάει στους γκρεμούς και στ’ ανάθεμα
ξεκινάει από παντού και το δικό σου πάθημα

με γεια σου, κι άντε γεια σου τώρα.

Εκεί στο τίποτα κατέληξες με φόρα

ασυγκράτητη· γι’ αυτή την πρώτη σου κρυάδα

λες πως φταίει η μαργαρίτα σου η αμάδητη η ρημάδα,

κι αφού έτσι λες μπορεί και έτσι να ’ναι.
Ρίχτο στην τύχη κι από δω κι άλλοι πάνε.
Ο χρόνος έσπειρε στον δρόμο που ανέβαινες σαράκι,

εσύ κατάπινες τις αντιρρήσεις σου φαρμάκι
κι εγώ απ’ την άλλη σε κοιτάζω και με τρώει

που με αφέλεια μετράς τη σκιά σου για μπόι.

Κι έτσι σιγά σιγά με το καιρό ή και πιο γρήγορα

βρήκες κατήφορο και πήγες βουρ στα σίγουρα.

Μηδενικό σου φορέσαν παράσημο

κι αφού πατώνεις μέρος προσβάσιμο.

Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
μείνε μ’ αυτό της ντροπής το παράσημο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
είσαι στο τίποτα μέρος προσβάσιμο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·

μην περιμένεις το φώτο φίνις.
Έχεις χάσει, καημένε, και πάει…

Έψαχνες στο τίποτα να βρεις
κι όλα τ’ ανώφελα της γης είχες μαζί σου.
Ήθελες τον κόσμο να καταπιείς,

χωρίς τίποτα να δεις στη χώνεψή σου.
Έγινες ήρωας διαφανής
που κατάφερες να βρεις χαρά στον πάτο.
Μέχρι εδώ, καημένε, ήταν· δε πάει πιο κάτω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:34:42 ΜΜ
Παράξενη Βόλτα
Ήταν μια μέρα απ’ αυτές  που μια στο τόσο

η ζωή με βάζει τις αμαρτίες μου να πληρώσω

και να πάω για μια δουλειά στο κέντρο της Αθήνας

και κάπου εκεί ανάμεσα καφέ και γκρίνιας

άρχισα από παντού γύρω να μαζεύω εικόνες  
χωρίς ροή, σκηνοθεσία και κανόνες (όπως:)
υστερικοί μαλάκες οδηγοί στην Πειραιώς

και σα να πήρα την Ψυτάλλεια μαζί μου είν’ ο ουρανός·

μπάτσοι σε πούλμαν στην Ομόνοια καρτέρι

να την πέφτουν σε πιτσιρίκες μέρα μεσημέρι·
να ψωνίζεται τραβέλι ξημερωμένο στο κέντρο
κάτω από ταμπέλα «πίτσα με το μέτρο»·

πωλητής σε δισκάδικο πιο πάνω απ’ την πλατεία
με μπλούζα «τη μουσική σκοτώνει η πελατεία»
και σε μια αφίσα ότι «η ζωή είναι παιχνίδι» από τη ΝΕΤ
το γαμημένο μου της ΕΡΤ ·
φασίστες και μπάχαλοι - άλλη πικρή ιστορία -  
μαζεμένοι για την ίδια προς το γήπεδο πορεία·
πιο κάτω στο υπουργείο εργασίας και χαράς
μεταλλεργάτες απ’ το Πέραμα, καλός τσαμπουκάς·
και σε μια τράπεζα απέναντι από λύκειο υπό κατάληψη
ουρά οι καθηγητές για ανάληψη
και στο ταμείο ζωντανό είδα το φονιά του Τεμπονέρα
– εδώ μου χάλασε η μέρα.

Εκεί στο κέντρο μια παράξενη βόλτα
γεμάτη εικόνες κι αντιφάσεις.
Χάνεις το μέτρο, γίνεσαι πάλι όπως πρώτα
ή το βουλώνεις ή θες να ξεσπάσεις.
Και λακίζω αφού δεν ήξερα ας ρώταγα
Θα μπορούσα να κάτσω στ’ αυγά μου
Σας τη χαρίζω σ’ αυτή τη τρέλα δε χώραγα
φεύγω και τώρα σειρά μου…

Πήρα ένα ταξί δίπλα απ’ την γιάφκα στη Δαμάρεως
κι έφτασα στο κέντρο μέσω Πεδίου Άρεως.
Στο Σύνταγμα είχε γλέντι χωρίς βεγγαλικά,
μοιράζαν στους δασκάλους (τα ΜΑΤ) κλωτσές και χημικά·
σκυλοπόπ σουξεδάκια από ενός γραφείου τα ηχεία
αριστερού υποψηφίου για τη δημαρχεία·
ξέπλυμα ψήφου μπλε, κόκκινοι και πράσινοι κόκκοι
δημοκρατία σε Grand Cherokee.
Δίπλα ένα βαν καμένο, από κανάλι,
έγινε στάχτη από μολότοφ σε κοκακόλας μπουκάλι·
στο Ζάππειο εν ώρα δεξιώσεως ρουτίνας
ξεκινούσε κάποιος άνεργος απεργία πείνας.
Κι εγώ για να γλιτώσω τα δρώμενα του σπαραγμού,
βρέθηκα άθελά μου στο χείλος της Ερμού
όπου δυο μοντέλες ανορεξικές σαν τη κατάρα
μαλλιοτραβιούνται για ένα μπολερό από το Zara.  
Εδώ ο κόσμος καίγεται - το υπόλοιπο δε λέγεται -  

θέλει τον κολαούζο του το χωριό, μου φαίνεται.

Και πριν μας βγάλεις τ’ όνομα βγάλε μας το μάτι
είναι εξίσου με τ’ άλλα σοβαρό το κομμάτι.

 

Εκεί στο κέντρο μια παράξενη βόλτα
γεμάτη εικόνες κι αντιφάσεις.
Χάνεις το μέτρο, γίνεσαι πάλι όπως πρώτα·
ή το βουλώνεις ή θες να ξεσπάσεις.
Και λακίζω, αφού δεν ήξερα ας ρώταγα.
Θα μπορούσα να κάτσω στ’ αυγά μου.
Σας τη χαρίζω, σ’ αυτήν τη τρέλα δε χώραγα
φεύγω, κι ας είναι εδώ η γειτονιά μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:35:05 ΜΜ
Σε ποιο κόσμο γυρνάω

Είναι κάποιες φορές που σε οδηγεί το μολύβι

στο γεμάτο από στίχους του μυαλού σου καλύβι

κι άθελά σου γραπώνεσαι απ’ τις θύμησες

να βρεις κάπου το δίκιο για όσα μίλησες,
με το ρίγος το παλιό να σε σφιχταγκαλιάζει

σα τις άυπνες νύχτες που η σιωπή σε δικάζει,

με τα ίδια κόκκινα μάτια και το στόμα στεγνό,

με το ίδιο πείσμα και το ίδιο τσαγανό,

το ίδιο ατημέλητα, απλά και βιαστικά,

το ίδιο βλάσφημα και το ίδιο ειρωνικά

κι από τότε που τα λες σ’ αυτό το μαραφέτι

άλλοι σε λένε ποιητή, παραμυθά ή ψεύτη

μες στο πρόγραμμα είναι όλα αυτά, δε γλίτωσαν άλλοι κι άλλοι·

η ιστορία έτσι κι αλλιώς γράφεται για να προσβάλλει

τ’ απέραντα, τα σπουδαία και τ’ ασίγαστα,

μα εσύ νοιάσου γι’ αυτά, μάθε και μοίραστα.

Εγώ έχω τόσα στο μυαλό μου για να φρεσκάρω

στ’ όμορφο μέρος αυτό που πάλι σουλατσάρω.

Nα ‘ρχόταν δίπλα μου ένα χαρτί να μέριαζε

μ’ ένα ρεφρέν παλιό που θα μου ταίριαζε·
κι αυτό που βρήκα είναι από αυτά που αγαπάς,
πάμε παρέα να σε ρωτάω και ν’ απαντάς …
Πες μου ποιο κόσμο, (βρήκα ένα κόσμο)
πες μου ποια αγάπη  (μια μεγάλη αγάπη)
πες μου ποιο φόβο, ποια ντροπή (στα κρυφά τραγουδάω)
ποιον εφιάλτη (γυρεύω να ‘ρθει)
ποια όμορφη νύχτα (μια σαν κι αυτή)
ποια λόγια, ποια άχρηστη ευχή (πάνω μου πάλι μαζεύω)



Ποιον εφιάλτη ικετεύω να ‘ρθει κουρασμένος,
με ποια πανέμορφη νύχτα είμαι για πάντα δεμένος,
σε ποια κρύβομαι άχρηστη ευχή, έτσι για γούρι,
ποια λόγια πάλι μαζεύω στης ψυχής μου το αχούρι
ποιον ξένο φόβο πάλι με τόση αγάπη παντρεύω
με ποια ντροπή ξεχασμένη στα κρυφά θεριεύω

Μ’ απ’ όσα έγραψα τα πιο σπουδαία θύμισέ μου·
σε ποιον πανέμορφο κόσμο γυρνάω, απάντησέ μου…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:35:34 ΜΜ
Λάθος παράδειγμα
Πώς να ζωγραφίσεις ένα χαμόγελο
με δυο δάκρυα παρέα στον καθρέφτη

αν χολοσκάς για της νίκης το ανώφελο
κι αν πάλι τ’ αύριο σε δικάσει σα ψεύτη



Πως ν’ απλώσεις στο σκοτάδι το χέρι σου
για να σώσεις ένα φως που τρεμοσβήνει

αν στις χούφτες σου μέσα κρατάς τ’ αστέρι σου
φυλακισμένο, κι απαιτείς κι ευγνωμοσύνη

Πως ν’ αγγίξεις στη βροχή το πρόσωπό σου
και να γείρεις προς τα πίσω λίγο το κεφάλι
αν δε γνωρίζεις προς τα πού είναι ο ουρανός σου
και κουλουριάζεσαι να φύγει η ζάλη

Πώς να σταθείς φάτσα στον άνεμο κι ακίνητος
να του διηγηθείς κάτι απ’ τη μοναξιά σου
Αν δεν έχεις καινούρια μυστικά μείνε αμίλητος,
ξέρει τα πάντα για την αφεντιά σου.

Πώς να κρατήσεις απ’ τη θάλασσα αλμύρα
και να μάθεις να καλώνεις τον καιρό σου
αν ζητάς σα κολασμένος απ’ τη μοίρα
χωρίς ανάσα να σε πάει στον βυθό σου



Πώς να νιώσεις κάποιους στίχους και νοήματα
και ν’ απαιτήσεις χώρο μακριά απ’ τα δαμασμένα
αν δε φιλιώνεις μ’ απαρνημένους και με θύματα
κι έχεις παράδειγμα εμένα

Πώς ν’ αντέξεις ταξίδι ολάκερο αν σε τρομάζει το μικρό αυτό λιμάνι
Πώς να περιγράψεις το άπειρο αν το σήμερα μόνο σου φτάνει
Πώς να κυνηγήσεις χίμαιρες αν δε γνωρίζεις τ’ αφανισμένα
Και πώς να φιλιώσεις με σκέψεις ανήμερες αν έχεις παράδειγμα εμένα

 

Πώς ν’ ανταμώσεις επιτέλους με του ονείρου σου
τον πιο συχνό κι αγαπημένο επισκέπτη
αν πάντα άδικα χρεώνεις του ίσκιου σου
ό,τι κακό μπροστά στο διάβα σου πέφτει



Πώς να μερώσει η μνήμη σου η δόλια
και να σφαλίσει στα βάθια σου όλα τ’ άσχημα,

αν της χαράς πιάνουνε μέσα σου τα μπόλια
και με ξένα καρφιτσώνεσαι παράσημα



Πώς να σ’ ακούσουν όταν μιλάς δήθεν με οργή
και με κατηγόριες τα δίκια κυνηγάς

Αν δεν άγγιξες ποτέ σου νοτισμένη γη
παραμένεις αγέννητος φυγάς.



Πώς ν’ αντέξεις το πρώτο κλάμα ενός παιδιού
κι ενός λεβέντη γέροντα τη στερνή ματιά
αν για το τέλος βιάζεσαι αυτού του τραγουδιού
κι αν με τη στάχτη του σκεπάζεις τη φωτιά



Πώς  να το πας ξεχωριστά αν τα κρυμμένα δε βρεις νοήματα

Πώς να τα κάνεις όλα αυτά αν έχεις τα λάθος παραδείγματα
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:36:01 ΜΜ
Πρεσβευτές καλής θελήσεως
Γαμημένο στρες δε με νικάς, θα βρω τρόπο ν’ αρχίσω
την περπατούρα μέσα μου και να παραμερίσω
τις φροντίδες και την αραχνένια εικόνα τους,
κάτι θα μου ’μείνε άθικτο να φτύσω μπρος στα πόδια τους.
Χωρίς σεβασμό στις λέξεις που αρματώνω

θα αρχίσω τις βλαστήμιες σε κείνους που χρεώνω

ξέπλυμα ψυχής, πειράματα, ζωής νοθεία,

μού φταίνε όλα απόψε και τα γήινα και τα θεία·

γιατί κάποια αδέρφια μου απ’ άλλη μάνα και πατέρα

παλεύουν να ζήσουν κάπου έστω μια όμορφη μέρα

κι αυτοί που το χάρο πατρονάρουν  είναι οι φωστήρες,

πουλάνε ελπίδα, γι’ αυτό γαμώ όλους τους σωτήρες·

κάθε χολιγουντιανή υστερική πουτάνα

που τραβάει στην Αφρική για να το παίξει μάνα,

κάθε γαμημένη φαρμακοβιομηχανία

που στέλνει όσα εκπίπτουν μόνο απ’ τη φορολογία,

κάθε λινάτσα καλλιτέχνη που τραγουδά θλιμμένος

για τον τρίτο κόσμο κι είναι συγκλονισμένος,

κάθε τηλεοπτική δήθεν φιλανθρωπία

- εγώ είμαι από άλλη πιο απόμακρη ουτοπία -

κάθε μεταλλαγμένο σπόρο που βάζετε στη γη

με τη δικαιολογία ότι δεν αρκεί η τροφή,

κάθε λόμπι σας βιοτεχνολογικό,

κάθε βοήθεια απ’ τον πανάγαθο θεό,

κάθε οργανισμό και κάθε ιεραποστολή,

κάθε ειρηνοποιό μπάσταρδο με στολή,

όλους τους περαστικούς δημοσιογράφους

που ξεθάβουν την αλήθεια ανοίγοντας τάφους.

Τους γαμώ όλους σήμερα, μα που θα πάει θα ησυχάσω,

το ίδιο μαλάκας είμαι κι εγώ και θα ξεχάσω,

θα γυρίσω στα όμορφα, τα ποιήματά μου,

εκεί που καλώνει το μυαλό και η καρδιά μου

να νιώσουν άνετοι κι όσοι δεν με θέλουν βλάσφημο,

τί ασχολούμαι με του κόσμου κάθε άσχημο.

Υπάρχουν άλλοι επαγγελματίες εκ πεποιθήσεως,

οι πρεσβευτές καλής θελήσεως.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:36:37 ΜΜ
Σκιεράτσα

Κοίτα πίσω απ’ την ομίχλη ένα νιόβγαλτο φως,
σα του βοριά τη γρήγορη μοιάζει περπατησιά,
έρχεται προς το μέρος σου και γίνηκες χλωμός
κι έχεις στο στόμα της ντροπής την αγευσιά.
Που ’ναι της γλώσσας σου τώρα τα περισσέματα
Ο φόβος μάλλον πιρουνιάζει τη ραχοκοκαλιά σου
με ρεύματα αστρόφερτα απ’ τα  ονειροπαντρέματα
κι άντε βρες τα ψέματα που θα σταθούν μεριά σου.
Αυτό που ξεμυτίζει με φιδωτούς ελιγμούς
μοιάζει μ’ αταίριαστο καλό σε διαβόλου κάλτσα
ή κακορίζικο σκαρί με κέρινους αρμούς·

μα στάσου, φάνηκε καλά - είναι μια σκιεράτσα.

Κι αν είναι ό,τι φαντάζομαι ή μάλλον ό,τι ελπίζω

σ’ αυτούς δε βλέπω να περνάν τα υποτακτικά σου.

Άρχισε να τραγουδάς το «μάνα εγώ λακίζω»

ή πάρε το ισκάρι σου και στα καθήκοντά σου.

Μόλις θα ρίξουν άγκυρα, αρχίζει κι η ρομάντζα,

θα σου ξηγήσουν τ’ όνειρο με λόγια φεγγαρίσια

γι’ αυτό όταν πιάσουνε γιαλό, έμπα στη βαρκάντζα

και τράβα κατά πέλαγος προς το σκοτάδι ίσια.

Τους ξέρω αυτούς, τους συντροφεύει, λένε, η λευτεριά
κι είναι ντυμένοι με της νυχτιάς το χρώμα,
έρχονται όταν η φωτιά τους καλεί απ’ τη στεριά

και φεύγουν πάλι πριν να λιαστεί το χώμα.
Λένε πως αν τα μάτια τους είναι κοκκινισμένα
ψάχνουνε τα προδοτικά σε λάκκους και γκρεμίσματα,
μα αν είν’ τα μάτια τους υγρά και μερωμένα,
φέρνουνε όλου τ’ ουρανού τ’ αντιφεγγίσματα.
Κρύβονται σε βαλτόνερα και σε βουνά σκαμμένα,
δεν είναι απλοί θαλασσινοί μα ούτε βουνίσια ράτσα,
για σκέψου ωραία που θα ‘τανε να παίρνανε και μένα
στη μόνη που απέμεινε του ονείρου σκιεράτσα.

 

Πίσω απ’ την ομίχλη κι από βουνά σκαμμένα
αδέρφια μου και φίλοι πάρτε με και μένα.
Θέλω να κουρσεύω με της φωτιάς τη ράτσα
όλα όσα γυρεύω με μια σκιεράτσα.



Υπάρχουν κι άλλες ιστορίες σαν το κύμα ανταριασμένες

που μιλάν για κάποιον καπετάνιο μαγεμένο

που γράφει μ’ αίμα στα πανιά ρίμες χαραμισμένες

και της στεριάς τον έχουν οι σοφοί επικηρυγμένο.

Κάποιοι λένε ότι κρατάει από του κέδρου τα μέρη

κι ότι από έβενο φτιάχνει λαβές για τα μασάτια,

το θάνατο πως έχει κεντημένο στο ένα χέρι

και στ’ άλλο έναν μάγο με πύρινα μάτια.

Και για μια αρχόντισσα λένε που για μαλλιά έχει ρίζες

από λουλούδια της φωτιάς, και χέρια κοχυλένια

που τραγουδάει στα σύννεφα και φτιάχνει μέρες γκρίζες

για ένα σκιάχτρο στη στεριά με χέρια αχυρένια.
Φτιάχνει, λένε, από τη θάλασσα νερό να πιουν δροσάτο

κι άμα θελήσει προχωράει του ήλιου το ρολόι,

γνωρίζει απ’ έξω το βυθό κι όταν κοιτάζει κάτω

κάθε δελφίνι γίνεται με το σκαρί ένα μπόι.

Υπάρχουν κι άλλοι που σέρνουν μύθους χίλιους,

μα όλοι μοιάζουνε σαν απ’ την ίδια μάνα,

κεντάν στα μπράτσα τους φωτιές με κόχες κι ήλιους

και ούτε που νοιάζονται για του χάρου τη δαγκάνα.

Κι αν πεθάνει κανείς, γεννιούνται αμέσως τρεις,

γι’ αυτό πολυλογά με την κατσούφα φάτσα,

αν τη γλιτώσεις από δω κάπου πιο πέρα θα τη βρεις

τη μοίρα σου δεμένη πλώρα στη σκιεράτσα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:37:02 ΜΜ
Το αμίλητο νερό
Ήπια τ’ αμίλητο νερό
να ξεδιψάσω να χαρώ
κι άμα μπορώ να μη σας πω
για όσα γραμμένα στο βυθό βρήκα …
βρήκα και μπερδεμένα φύκια, μια πνιγμένη αλήθεια
και μια νεράιδα αθάνατη που ολάκερη την ήπια.
Κοίτα, δεν είναι απλό το θέμα ούτε είναι παραμύθι·
θα τα πάρει το ποτάμι άμα θα μείνουν στίχοι.
Τύχη δεν έχει μεγάλη το θέμα, αφού έχει μπει στ’ αυλάκι,
παλιά ήταν σύννεφο, βροχή, τώρα νερό νεράκι
που ανηφορίζει το χώμα σ’ όποιου πληρώνει το στόμα
- ένα πετρέλαιο για τη δίψα δίχως χρώμα.
Μας το χουν κάνει γαργάρα γουλιά και μόκο
αν ξεπεράσεις τα λίτρα, ζητάνε τόκο στον τόκο,
με μετρήσεις για τα λάθη της φύσης σε ποσοστά

φιλανθρωπούν, προειδοποιούν και φλυαρούν σχετικά
πως το νερό μας τελειώνει κι έτσι το μέλλον ματώνει.

Μόνο αν πληρώνεις κάτι, λέει, το εκτιμάς· πάει και σώνει!
Γι’ αυτό, εμπόροι και τεχνοκράτες έχουν λύση:
αίμα από τη βρύση θα κυλήσει.

 


Ήπια τ’ αμίλητο νερό
μια εσύ και μια εγώ (ήπια κι εγώ…)
χόρεψα της βροχής χορό (και στον καιρό…)
και τα φορτώνω στον καιρό (όλα τα φορτώνω)

Κερνάν τ’ αμίλητο νερό
που δε μπορώ να μη το πιω,
θα ‘ναι της δίψας μου γραφτό
αν σε μια κουταλιά πνιγώ (τίποτα δε σώνω)

 

Κερνάν τ’ αμίλητο νερό σε μπάνικο μπουκάλι
εμφιαλωμένο το μέλλον μας χωρά σε φιάλη
κι είναι κομπίνα μεγάλη, ας μη το λέμε ανοιχτά,
ψιλά τα γράμματα, μα κάνει καλό στα νεφρά.
Είν’ το φετίχ του αθλητή και κάθε καταναλωτή,
για αδυνάτισμα fitness και με τη μόδα ασορτί,
προλαμβάνει ρυτίδες, τσεκαρισμένο.

Κάτι θα ξέρουν κι οι παπάδες το πουλάν αγιασμένο.
Στο μεταξύ, το κάθε τι ώσπου να μπει στο ράφι
πρέπει απ’ τ’ αμίλητο νερό τόνοι να πάνε στράφι.
Για κάθε αμάξι, κάθε μικροτσίπ, κάθε μπλουζάκι,
χρειάστηκε όλο το νερό απ’ το Ζαγόρι ως το Λουτράκι.
Παραπέρα, στου τρίτου κόσμου τ’ άδειο σκουτέλι
εκεί που ζουν και της δικιάς μας δίψας οι αγγέλοι,
επικαλούνται μόνιμα την ξηρασία·
λεηλασία, των πλουσίων ευαισθησία.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:38:05 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: Βαθύσκιωτα ::

Βαθύσκιωτα

Μες στα βαθύσκιωτα εκεί…

Όταν σιμώνουν προς τα εδώ
οι σαλταδόροι της στιγμής,
ψάχνω και βρίσκω το κακό που κουβαλάω στα βάθια μου.

Κι αν είναι βήμα σφαλερό
που θα ’μαι ο ταπεινωτής,
έχω δυο κέρματα βαριά ν’ ακουμπήσετε στα μάτια μου.

Όταν σιμώνουν προς τα εδώ
τα ξέφτια τα σκοταδερά,

στ’ όνομα των προδομένων ζεματάω το μαχαίρι μου.

Ακροπατώντας τραγουδώ
για τα λερά θανατερά
μαντατοφόρος γίνομαι εγώ και το αγριοκαίρι μου

για σένανε στα βαθύσκιωτα εκεί.

Πού τρέχεις, τραγουδάς
Όπου χαρά κι ο μαλάκας πρώτος.
Tα παίρνεις και το γλεντάς.
Πίνεις και γελάς,
σαν ένας τζούφιος κι ακίνδυνος κρότος
γύρω απ’ τ’ αυτιά μου περνάς.

Σκάβεις τους αρμούς
χασκογελάνε μαζί σου οι νεκροί σου
- τι παγερή φυλακή…
Μα στης ξεφτίλας τους σπασμούς
σε νταντεύει καλά η σιωπή σου
μες στα βαθύσκιωτα εκεί.

Όταν σιμώνεις προς τα δω
από την άφεγγη σου στράτα
λαχανισμένα τα ρολόγια σε τρέχουν στα ξέβαθα

να ρίξεις λάσπη αντί νερό

στα κινούμενα σου νιάτα,
γνωστέ κι ανήμπορε
σ’ έφτυσαν κι έμαθα

για σένανε στα βαθύσκιωτα εκεί.
Πού τρέχεις, τραγουδάς
Όπου χαρά κι ο μαλάκας πρώτος.
Tα παίρνεις και το γλεντάς.
Πίνεις και γελάς,
σαν ένας τζούφιος κι ακίνδυνος κρότος
γύρω απ’ τ’ αυτιά μου περνάς.

Σκάβεις τους αρμούς
χασκογελάνε μαζί σου οι νεκροί σου
- τι παγερή φυλακή…
Μα στης ξεφτίλας τους σπασμούς
σε νταντεύει καλά η σιωπή σου
μες στα βαθύσκιωτα εκεί.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:38:27 ΜΜ
Να λες και κάνα «όχι»
Αν σε πιλατεύει έρημε κι απόψε η ντροπή
και ψηλαφίζει το πρόσωπό σου η βουβαμάρα,
αν η σύνδεση με το μυαλό σου έχει κοπεί
κι αν ό,τι άκουσες το ‘κανες γαργάρα,
αν γονατίζεις απ’ του αύριο το βάρος
κι ούτε στιγμή δε σηκώνεις ανάστημα,
αν σαν παροπλισμένος στέκεσαι φάρος
κι είσαι σημάδι μόνο για τα βλάσφημα.
Σαν το λιοντάρι αν περνάς φλεγόμενα στεφάνια
και τρομάζεις με του ξυραφιού την κόχη,
αν δε σε καρτερεί κανείς στα μακρινά λιμάνια,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».

Αν βαρέθηκες τους υπαινιγμούς,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
αν φοβάσαι τους απότομους γκρεμούς,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
Αν η γιορτή είναι δικιά τους επινόηση,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
αν δε σου φτάνει απλά η συγχώρεση,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».

Αν δεν αντέχεις τη φήμη να περιφρονείς
κι όσοι θυμούνται εύχεσαι για να πεθάνουν,
αν απ’ το τέλος της ουράς περιμένεις να φανείς,
σε περιπαίζουν όσοι έμαθαν να χάνουν.
Αν δε ξετρυπώνεις ούτε ένα χαμόγελο
σε χωράφι με χιλιάδες ηλιοτρόπια
κι αν ότι είσαι ζωντανός σου μοιάζει ανώφελο,
γιατί ρουφάς την ατυχία απ’ τα ωροσκόπια
Αν αρματώνεσαι με ψέμα από το χθες
και ρίχνεις άσκοπα ενώ κινούνται οι στόχοι
κι αν μαλάκα σ’ έκανε το προφανές,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι»
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:38:51 ΜΜ
Ξέρεις γιατί

Μας αδειάσαν οι δειλoί τη γωνιά - ξέρεις γιατί.
Ψέμα με βαφτίζεις φονιά - ξέρεις γιατί.
Κάποιοι στέκονται μακριά απ’ τη φωτιά και ξέρεις γιατί.
Γι’ αυτό σου λέω, τώρα πια είναι όλα όμορφα.

Κάνε ένα διάλειμμα απ’ τα όμορφα
να κάνεις μια μελέτη μια απογραφή.
Έτσι για πλάκα να δεις τι απογίναν όσοι φύγανε.
Περίλαβέ τους πατόκορφα,
μη μπερδευτείς που αλλάξαν μορφή,
ψάξε θα τους βρεις σ’ εκείνα που βρίζανε.
Άλλοι στην κόκα κι άλλοι στην πρέζα,
άλλοι στο Mad ringtones και κλιπάκια,
άλλοι μέσα στα σκυλάδικα - στο γέλιο να κλάνεις.
Άλλοι trendy γαμπροί όλο λέζα,
άλλοι ζευγαρώνουν με τα πουστράκια.
Ψάξε για πλάκα αν και τίποτα δε χάνεις.

 

Μας αδειάσαν οι δειλoί τη γωνιά - ξέρεις γιατί.
Ψέμα με βαφτίζεις φονιά - ξέρεις γιατί.
Κάποιοι στέκονται μακριά απ’ τη φωτιά και ξέρεις γιατί.
Γι’ αυτό σου λέω, τώρα πια είναι όλα όμορφα

Μη το κρατήσεις πολύ,  θ’ αρρωστήσεις
κι έχουμε τόσο ωραία να σκαρώσουμε·  

αυτοί ζούνε μακριά απ’ το Low Bap τα όνειρά τους.
Ποτέ ξανά γι’ αυτούς μη ρωτήσεις,
κάναμε αμάν για να γλιτώσουμε.
Ας κάτσουν φρόνιμα εκεί να κλωσάνε τα αυγά τους.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:39:49 ΜΜ
Στον καιρό του αλλόκοτου φόβου (Fresh mix)

Καινούριος δρόμος΄, φτιαγμένος από ευχές κι αναθέματα,
χαμένοι θεοί στων μυρμηγκιών τα μαστορέματα,
ξερότοπος τ' όνειρο στο βασίλειο της νιότης
κι ο άνθρωπος δειλός οικοδεσπότης,
καλωσορίζει το φόβο στου χρόνου πάνω το κουφάρι,
κι αν αντέχεις να το δεις κάνε παζάρι
- τι έχεις να χάσεις Όλοι σε τέτοιους καιρούς
προβάρουν το κακό γύρω από λόφους νεκρούς.
Γίνε σπάνιο αγριοπούλι με ορθάνοιχτο ράμφος,
τραγούδα τη σιωπή σαν άσκαφτος τάφος,
ζήτα ένα ζεστό νοτιά στη καρδιά του χειμώνα
κι απ' όσα σε σκιάζουν το πιο μικρό κάνε κρυψώνα.
Αν είσαι εδώ κι εγώ είμαι εδώ και όλα λείπουν,
αν φύγεις φεύγω κι αν με ζητάς είμαι όπου ήσουν.
Γύρνα και δες, σου δείχνει τ' αύριο ότι είσαι χθες
κι ό,τι κι αν λες, είσαι ο φόβος που δε θες.

Κοντά σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
μ' έπιασε το άρωμα του αλλόκοτου φόβου.
Πως να το περιγράψω
Φτωχά κι όσα γράψω.
Μου αρκεί το ανάθεμα που σέρνει το βιος μου,
νεογέννητο πλάνεμα, σκιά όλου του κόσμου.
Πως να τ’ αντικρίσω
Αλλού θα γυρίσω…

Τρέχεις στο χρόνο γυμνός, τα βρήκες πάλι σκούρα,
παραμιλάς παρελθόν σαν ήρωας μινιατούρα.
Κάποτε τύλιγες φωτιά και τη μοίρα,
τώρα δε βλέπεις καν λάβα απ' τη κορφή του κρατήρα.
Έχεις λιώσει ξανά και σε δουλεύουν στο αμόνι,
να γίνεις πλέγμα σε απαγορευμένη ζώνη
ή μια ταμπέλα σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
που θα οδηγεί στον καιρό του αλλόκοτου φόβου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:40:09 ΜΜ
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
δεν υπήρξαν ποτέ αποθέματα μίσους.

Υπάρχουν πλεγμένα εγκώμια και αφηγήσεις υμνητικές
για αυτό που ελπίζαμε ότι δε θα πεθάνει ποτέ
και για αυτό που ελπίζαμε ότι θα ’ρθει.

Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
δεν υπήρξαν ποτέ εξατμισμένες αγάπες
ούτε ακρωτηριασμένες στιγμές.
Υπήρχε αγάπη, σεβασμός και βλασφήμιες για τ’ αθέατα.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί ποτέ δεν καραδοκούν τα όρνια
κι είναι γεμάτα από μικρά κομμάτια μαγείας
που ξεφύγαν απ’ το δρεπάνι του χάρου.
Εκεί ποτέ δε θέλησε κανείς να μας πλύνει τα πόδια μιλώντας για τα έσχατα.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
όλοι στέκουν μακριά απ’ αυτούς που μιλάνε απλά για να μην είναι μόνοι.
Εκεί και του δειλού η σιγή κάνει τόσο θόρυβο.
Εκεί και οι εχθροί είναι ισάξιοι.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί το χώμα είναι αυλακωμένο από κραυγές οργής
και αιμάτινους όρκους,
από χαλασμούς κι ονειροπολήματα.
Εκεί ακόμα σου προμηνύουν οι ζωσμένοι πως γυμνός από αξιοπρέπεια
να μην έρθεις.
Εκεί οι κλειδαριές δε κλειδώθηκαν ποτέ για τους νυχτοπάτες.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί οι άλαλοι σέρνονται δίπλα σου σα χαμένοι.
Εκεί είμαστε όλοι φιλοξενούμενοι χωρίς οικοδεσπότες.
Εκεί, αν δεις άντρα να περπατάει με τα χέρια στην πλάτη
είναι που ανάγκη πια τις αγκαλιές δεν έχει
και αν κάποιος μιλάει στον άνεμο παύει να ‘χει μυστικά.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί, λέω να ξαναγυρίσω
τώρα που πυκνώσανε στα γένια μου οι άσπρες τρίχες.
Εκεί έχω μνήμες.
Εκεί έχω αγάπη.
Εκεί έχω όσα αγωνίστηκα να βρεις κι εσύ.
Αν κρυφτείς κάποτε κι εσύ εκεί, θα βρω κι εσένα.
Θα σ’ έχω πρωτοβρεί εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:40:32 ΜΜ
Ετυμηγορία
Σ’ αυτού του κόσμου τα χαλάσματα, λόγια φαντάσματα
βαφτίζουν κακό όσους νομίζουνε μιάσματα.
Πλάνες και θαύματα, νιάτα, γεράματα,
προδότες και ήρωες, στάχτες κι ανάματα
ντροπής άρματα, στα χέρια οι πένες, χαρισμένες
στο μηδέν και στη λάσπη βουτηγμένες,
φτύνουν για να κλείσουν χαραμάδες και ρήγματα,
μήπως γεμίσει ο βόθρος κρίματα, λύματα·  κοίτατα,
της εξουσίας παραπατήματα – γουστάρω …
Αν σκεφτώ, τώρα εκδίκηση θα πάρω.
Κουφάλες, να ζήσουμε ήρθε η σειρά μας.
Έκανε κύκλο η ντροπή και ξεψυχάει μπροστά μας.
Χαρά μας το νεκροφίλημα δικό μας να ’ναι,
κι οι ψυχές μας πουλιά πάνω απ’ το λάκκο πετάνε,
κοιτάνε, δε σκιάζονται και τραγουδάνε, κι ας πεινάνε,
από το πτώμα σου ντροπή δε θα φάνε.

Αν ξεμακραίνεις απ’ το κύκλο της ντροπής,
τότε φαίνεσαι σ’ όλους πολύ κουρασμένος.
Αν ξεμαθαίνεις το παράξενο τραγούδι της ζωής,
τότε στ’ αλήθεια είσαι πολύ γελασμένος.
Αν το παράπονο φοράς στο λαιμό σου θηλιά,
δε θα βρεις ποτέ το μάστορά σου.
Αν το βουλώνεις και δε βγάζεις μιλιά,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.

Χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου,
αν το βουλώνεις.
Αν το βουλώσεις ξανά, φτάνει στ’ αλήθεια, μαλάκα, η σειρά σου.
Αν ξεμακραίνεις, τους κακοφαίνεται.
Αν ξεμακραίνεις, κρατάς και κάτι απ’ τη καρδιά σου.
Αν δεν αντέξεις και πνίξεις τη μιλιά σου,
 χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.

Βρήκα την άκρη η ντροπή να μη μπορεί ν’ αντέξει πλάι μου στιγμή
κι απ’ τα σκουλήκια της κανένα να μη βρει ρωγμή
στ’ όνειρό μου, το καλύτερο σημείο στο διάβα μου
που τις ρίμες φτιάχνει λάβα μου
κι αύρα μου, ασπίδα μου, και ριζικό μου.
Απ’ το περίσσεμα το λίγο θα σας δώσω το δικό μου
κουράγιο για τον τρόμο, κι έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας,
με της ψυχής τα λιγοστά υπάρχοντά μας.
Χαρά μας, το τέρας της ντροπής πεθαίνει,
σπαρταράει εδώ κι εκεί, βαριανασαίνει.
Δεν επιμένει, το παιχνίδι κάπου εδώ τέλειωσε.
Το ατσάλι έπεσε μόνο του μες στη φωτιά μας κι έλιωσε,
μας ένωσε, μας θύμησε, απ’ τη βολή να βγούμε,
αξιοπρέπεια μας έδωσε να πούμε
πως το τέρας κρίθηκε ένοχο για κλοπή,
καταδικάστηκε την ίδια του να καταπιεί ντροπή.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:40:52 ΜΜ
Κατοικάρης στο Τώρα
Μίσεψε η χαρά μπρος στου ονείρου τα αποκαμωμένα,
τίποτα πια δε συχωριέται σε κανένα.
Μας λυπούνται  όλων των καιρών οι εξόριστοι
που μπρος στα λιόβροχα πια στέκουμε αγνώριστοι
σα βουλωμένες με μολύβι μνήμες,
σα ξώμαχες που ξεζευγιάζουν ρίμες.
Τώρα που οι σοφοί μωράθηκαν, κλάψε για σένα.
Σφαλίσαν το αύριο σε κελιά δειπλοκαγκελωμένα.
Τα διαβατάρικα πουλιά ψάχνουν αραξοβόλια,
στη μοιρασιά πάλι σε τρώνε τα καρακόλια
και καθρεφτίζεσαι, χωρατεύεις και γδύνεσαι
ξαμολιέσαι κι αφήνεσαι, λησμονείς και γίνεσαι
κατοικάρης στο τώρα.

Γλώσσες ξυραφωτές θα χαρακώσουν τη ράχη σου,
οι παραπανίσιοι θα χαζεύουν τη μάχη σου
 κι απ’ της γριάς ζωής το χωνευτήρι
νεκρόθωροι θα σε καλούν στο κοιμητήρι
ταπεινωμένο, σαν από σκόνη καμωμένο,
σαβανωμένο, μ’ ένα βιος νοικιασμένο.
Μαχαίρωμα βαθύ όταν τα λόγια δε βλασταίνουν,
σάρκινα φονικά όταν τα ωραία δε βαθαίνουν,
διάβα σα γιάτρεμα θανατερής πληγής,
πρόχειρα μανταρισμένα χρόνια κοντολογίς.
Κι αν τη γλιτώσεις άχρονο κι άσκοπο ό,τι γίνεις,
πριν να μερώσεις μέσα στον ζόφο θα μείνεις
κατοικάρης στο τώρα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:41:11 ΜΜ
Ψέμα  μου
Εκεί που μου 'δειξες, ψέμα μου, πήγα
κι είδα κήπους κρεμαστούς.
Είχε πολλά κουρασμένα δαιμόνια,
είχε κι αγγέλους σκαστούς.
Φυτεμένα είχε όνειρα λίγα,
κι αυτά με σάπιους καρπούς.
Είχε βουνά με μαύρα χιόνια
και φόντο πορφυρούς ουρανούς
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:41:30 ΜΜ
Χρονορωγμή (A.C.A.F mix)

Ήρθε το σούρουπο και μου ’φερε παλιές μυρωδιές
και ξαναχάθηκα σε μια απ’ του χρόνου μου τις ρωγμές,
έγινα χθες, έγινα φωτιά και σκιές,
έγινα μπόρα και νερό στις νεραϊδοπηγές,
έγινα γυάλινη κούκλα και θλιμμένο λουλούδι
κι είμαι σαν δάκρυα στο πρώτο τραγούδι,
ανοιξιάτικο χνούδι σ’ έναν απέραντο κήπο,
έγινα μάνα που ακούει απ’ την κοιλιά τον πρώτο χτύπο
κι ας λείπω από κοντά σου όνειρό μου,
έχω μια ζωγραφιά για κόσμο ολάκερο δικό μου·  
πνιγμένο κακό μου
σ’ έφτιαξα γλάστρα για το βασιλικό μου
να σας ποτίζει αγκαλιασμένα η βροχή μου,
φωλιά να φτιάξει η ομορφιά στην αυλή μου.
Στη γη μου να ’χουν τα πάντα φωνή,
να είναι ο ήλιος καμπάνα και το φεγγάρι σκοινί,
να κάνουν ταίρι όσα μισώ με όσα νομίζω σωστά
και να φάνε απ’ το ίδιο πιάτο όσα ήταν πριν χωριστά
και όσοι σκοτώναν ο ένας τον άλλο
να ’χουν ταξίδι μπερδεμένο, δρόμο ατέλειωτο, μεγάλο.
Πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί,
βάζω το βιος μου σ’ ένα μουσικό κουτί.
Τρέχω και πάω να κρυφτώ στη παλιά φυλλωσιά
μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά.

Κόψε μου λίγο απ’ την αυλή γιασεμί,
και μια αγκαλιά απ’ τη παλιά φυλλωσιά,
στου χρόνου μου πέτα τα τη ρωγμή
μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά.
Τρίψε στο χέρι μου λίγο βασιλικό,
δος μου νερό απ’ τις νεραϊδοπηγές,
να πάει κάτω όλο μου το κακό,
μη βασανίσει άλλες τόσες γενιές.

Έλα και πες δυο παραμύθια παλιά,
εκείνα που ’λεγες τα βράδια σταλιά με σταλιά
κι όλο κοιμόμουν πριν να μάθω το τέλος,
πριν το στόχο βρει του πρίγκιπα το βέλος.
Έλα να ψάξουμε στου χρόνου τη γεμάτη σοφίτα,
κλείσε τα μάτια και μια ευχή ακόμα ζήτα,
πάνω στο δέντρο κλαδί με κλαδί
όπως χτυπάει η πένα πάντα στο ρυθμό τη χορδή.
Γιασεμί, ώσπου να ’ρθει η βροχή,
να ’ναι αξημέρωτη η νύχτα που έχει παντού απλωθεί,
μαζί με τ’ άρωμα τη μυρωδιά σου,
να ’ ναι αβασίλευτη κι η μέρα ήλιε μου στη ποδιά σου.
Για λίγο στάσου, παράξενο αηδόνι
που μου σφυρίζεις τις λέξεις και ο στίχος τελειώνει
και σώνει πια για καλά όσα έχει κάψει η φωτιά
κι όσα απ’ το κλάδεμα ξεθάρρεψαν και βγήκαν κλαδιά.
Μικρή ροδιά και μυγδαλιά,
βρεγμένο χώμα, χειμώνα σε μια ρίζα από ελιά,
σκυμμένη ράχη, γέρικη πλάτη για συντροφιά,
πέφτει στη μάχη απόψε ακόμα άλλη μια αθώα γενιά.
Κι εμένα μ’ έπιασε η νύχτα στης νεράιδας το φτερό,
μέσα απ’ τα χέρια μου κυλάει της πηγής το νερό
- ψιθυριστά μυστικά και κλειδωμένα,
μου πέρνουν κάτω το κακό μέσα στη στέρνα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:41:49 ΜΜ
Πρόσεχε που πατάς

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά
γιατί γινήκαμε μεγάλη αγκαλιά,
για όποιον σκέφτηκε, έκανε, έμαθε κι έπαθε
μη σταματάς να ζητάς.
Τώρα τους σκιάζουν οι δρόμοι σαν χτες,
τα τραγούδια, οι ψυχές, οι φωνές,
να ‘χεις το νους σου, τα φίδια ζούνε κι ακέφαλα,
πρόσεχε που πατάς.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.

Να ‘χεις το νου σου τα φίδια ζούνε κι ακέφαλα,
πρόσεχε που πατάς.

Πρόσεχε που πατάς.
Μη σταματάς να ζητάς.
Παντού τη φωτιά.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά
γιατί γινήκαμε μεγάλη αγκαλιά,
για όποιον σκέφτηκε, έκανε, έμαθε κι έπαθε,
μη σταματάς να ζητάς.
Τώρα τους σκιάζουν οι δρόμοι σαν χτες,
τα τραγούδια, οι ψυχές, οι φωνές
να ‘χεις το νου σου τα φίδια ζούνε κι ακέφαλα,
πρόσεχε που πατάς.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.
Πρόσεχε που πατάς.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.
Μη σταματάς να ζητάς.
Πρόσεχε που πατάς.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:42:26 ΜΜ
33 μέρες διακοπές
Φωτιά και δηλητήριο κάψαν τις Κέδρων τις ακτές,

οι πρώην βασανισμένοι ανάψανε φώτα να υποδεχτούνε το χτες
και εμείς οι αρνητές στα μπάνια του λαού εξαργυρώνουμε κουπόνια
και οι φίλοι μου οι αγωνιστές δυο δάκρυα για το απεχθές
μέχρι ν’ αλλάξουν σεντόνια.
Άθικτες χαμούρες με λαδωμένες μούρες
χαζεύουν στο γυαλί κορμιά σε λάκκους,
κάθε λογής θεούσες ζητάν ειρήνη από ψηλά,
μα τώρα οι Αϊ Γιώργηδες εκτρέφουνε δράκους
κι οι αμίμητοι της δύσης σκαρφίζονται λύσεις,
καλοκαιράκι είναι, μωρέ, τι θέλω τώρα τι ζητάω

Κάνω στην άκρη πριν με βρίσεις,
σου ζητώ συγνώμη, αλλά πέθανε το μέλλον μας και το ξενυχτάω.

Νοιώθω χιλιάδες μυρμήγκια στα ζαβά μου μελίγγια
από κραυγές να φτιάχνουνε λόφους
και μπρος στα μάτια μου να ξεχειλίζουν λερά καθίκια
σε σμιλεμένους και λαξευμένους τόπους.
Νοιώθω έναν κόμπο στο στέρνο κι ένα βάρος στη ράχη
και στο λαιμό μαχαίρι από τρεμάμενο χέρι
και σε ζηλεύω για λίγο, καλέ μου διακοπίτη
που ξεδιψάς με βρώμικο μπουγαδονέρι.
Είναι φρικτό να πονάς σε νοικιασμένη ξαπλώστρα,
εσύ που αγωνίστηκες για τα δίκια,
σε προσβάλλει γι’ αυτό δε μιλάς που τ’ αμερικανάκια
βάζουν άλλους να μαζέψουν τα νοίκια.
Κι αν γυρίσεις πετώντας βγάλε τα υγρά σου
πάρε μόνο τη ντροπή σου στις χειραποσκευές
κι όταν θα φτάσεις ρωτώντας θα βρεις τη σκιά σου
ήταν στον Λίβανο τριαντατρείς μέρες διακοπές.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:42:57 ΜΜ
Ηλιόλουστη μέρα (Cut version)
Ονειροπλάνο μου στοχαστικό μου,
σα γκρίζα και βραχνή κουκουβάγια,
ήρθες και πάγωσες το θυμητικό μου,
με ξόρκια και πρόχειρα μάγια.
Για λίγο μπερδεύτηκα, αλυσοδέθηκα,
την ήττα μου για λίγο παραδέχθηκα
κι αφού τ’ ανέχτηκα, κι αφού την πάτησα,
πλουτοχαΐρεψα και φτωχοπερπάτησα
μαζί σου, αμίσητη ψεύτρα,
ντροπιασμένη της ψυχής παραδουλεύτρα·  
μου ’φερες πάλι μπροστά μου το δίλημμα
για φωνές δυνατές ή σφιχτομίλημα.
Ονειροπλάνο μου, φύγε μακριά μου,
διπλοχτυπάει η ντερβίσικη καρδιά μου
κι όλο μου κλείνει να δω, δε μ’ αφήνει
απ’ του μυαλού μου το θολό φινιστρίνι.
Kαι τι θα γίνει Και τι θα γίνεις
Από το αίμα μου, πάλι, σταγόνα δε πίνεις.
Και γεια σου, ψευτόνειρό μου,
θα φάω μόνος μου το μερτικό μου.
Βολή μου, κάνε πιο πέρα,
σε ξορκίζω να πεθάνεις σαν ηλιόλουστη μέρα.

Κρυφό μου ξόρκι, πιάσε τόπο εδώ,
παρ’ τη βολή μου, σκόρπισέ τη στον αέρα·  

γοργό μου πέρασμα απ’ την άκρη σου εγώ,
θα τη βλέπω να πεθαίνει μια ηλιόλουστη μέρα.
Βολή μου, κάνε πιο πέρα,
Σε ξορκίζω να πεθάνεις σαν ηλιόλουστη μέρα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:43:52 ΜΜ
ACTIVE MEMBER
:: Άπνοια ::

Λησμονητήριο

Τόσα χρόνια σεργιανάμε στα όμορφα με το ίδιο εισιτήριο
και κανείς βαλτός δε μας ρώτησε ούτε και ζήτησε να τ’ ακυρώσει.
Τόσα χρόνια μόνο κομπιασμένες κατηγόριες ξεθάβονται από το λησμονητήριο
κι η ντροπή βουλιάζει τον απόηχο μες στο ψέμα να μεστώσει
τόσα χρόνια αφοσιωμένα και στη φωτιά καλά κατεργασμένα,
φήμες ανεπίγραφες και ανεξόφλητα δάνεια
υπόγεια διαδρομή, επίγεια τα επίορκα και σκεβρωμένα
σκόρπιοι αντίλαλοι που πνίγονται στην άπνοια.

 

Κοίτα εκεί ψηλά τα χαμοπούλια
κάνουν κύκλους συνέχεια πάνω απ’ τα υπολείμματα
φύλλο δεν κουνιέται φίλος δε μιλιέται.
Κοίτα εκεί ψηλά, ξέμεινε μόνη της η Πούλια
να ικετεύει το αχάριστο σκοτάδι για δυο του Αυγερινού φεγγίσματα
φως γεννιέται – εχθρός αρνιέται.
Κοίτα εκεί στο βάθος, γίναν βουνά οι αναμνήσεις
κι εσύ ένας ξένος για όσα λευτέρωσες άθικτα μυστικά
στιγμές απαρνημένες – ρωγμές δειλοσκαμένες.
Κοίτα μπροστά σου οι απόντες σέρνονταν εκεί που πας να περπατήσεις
ατέλειωτη ξεφτίλα με χίλια αποσιωπητικά
σιωπές προσταγμένες, ζωές προταγμένες.
Κοίτα πίσω σου λάμψεις από κανονιές που δεν άκουσες
και νοιώσε τις μνήμες που σβήνουν πίσω απ’ τις φωταψίες
βουβή κοσμωδία – βουβή κωμωδία.
Κοίτα μέσα σου στα ανομολόγητα, αν δε παράκουσες
πένητες άρχοντες που σε γεμίζουν υποψίες
ζεις κοροϊδία και παίζεις τραγωδία.
Αν τα δες όλα και νοιώθεις ένα βήμα απ’ τον γκρεμό,
σύρε και πέσε μόνος σου χωρίς σταματημό. ·  

Γιατί είναι νύχτα σπάνια – νύχτα μ’ άπνοια.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:44:13 ΜΜ
Ίσως μετά να κρυφακούω
Ακόμα ακούω το τρίξιμο της κούνιας στην αυλή
και τον ήχο απ’ την παλιά τη ραπτομηχανή
τον πάγο να λιώνει στο παλιό ψυγείο
και τη μοναξιά μου στο σχολείο
Ακόμα ακούω από τα ξύλινα στρατιωτάκια τη σιωπή
τα ελλενίτ να χορεύουν απ’ τον αέρα στη σκεπή
Ακόμα ακούω απ’ το πικ – άπ το τρίξιμο του ιμάντα
κι εκείνη τη βροχή που της μιλούσα πάντα.
Ακόμα ακούω κάθε πρωί την Μίκαινα δίπλα να ζυμώνει
την πρώτη ανάσα στο πρόσωπό μου να ζυγώνει.
Ακόμα ακούω εκείνες τις καληνύχτες που ζητούσα επίμονα
και τον Βάνια ίσως τον μόνο, όπως τότε, γείτονα.
Ακόμα ακούω τις μαρμίτες να γδέρνουν τα μαντέμια,
τις συμβουλές από τους μπάτσους για να μου σφίξουνε τα γκέμια,
τον όρκο στο στρατό που δείλιασα και σήκωσα το χέρι,
ακόμα ακούω φωνές παιδιών στην Φαναρακίου το μεσημέρι.
Ακόμα ακούω το γιο μου να ραπάρει το «Άκου, μάνα»
το κρυφτοντένεκο και τα γυαλένια έξω απ’ το φούρνο στην αλάνα
Ακόμα ακούω όταν χορεύαμε του μουσαμά τον ήχο,
τα σπρέι ν’ αδειάζουν βιαστικά πάνω στον τοίχο.
Ακόμα ακούω το Fight the Power σιγά – σιγά να μπαίνει
ακόμα ακούω τον Πυροβάτη από το Horizon να βγαίνει
ακόμα ακούω τη γκάιντα απ’ του Twinpeaks  το ρυάκι
και τη φωτιά να καίει σε ουαλέζικο τζάκι
Ακόμα ακούω τον Adam και την Adele να μας μοιράζουν κάρτες
κι από το Duisburg να τραγουδάν οι μετανάστες.
Ακόμα ακούω το κύμα απ’ τη βεράντα στη Σουβάλα
ακόμα ακούω στο τσιμέντο και στο ταμπλό τη μπάλα,
ακόμα ακούω να μου λένε «να ‘ναι καλά και να σας ζήσει»

Ακόμα ακούω να με φωνάζει στην ταράτσα του ήλιου η δύση
Ακόμα ακούω το χειροκρότημα απ’ το Ρόδον κείνο τον Μάη
και την δροσιά μου να μου απαντάει πως μ’ αγαπάει
Ακόμα ακούω απ’ το τηλέφωνο το γάβγισμα της Ίρμας

Ακόμα ακούω απ’ το Κάνε κάτι την οργή της τελευταίας ρίμας.
Ακόμα ακούω κάθε στίχο που ‘χω γράψει
κι όποιον έκανα στο διάβα μου να κλάψει.
Ακόμα ακούω το μοτεράκι να σκάβει το πετσί μου
Ακόμα ακούω καθαρά όταν σωπαίνω τη φωνή μου.
Ακόμα ακούω σαράντα χρόνια η ίδια ιστορία
κι αν είναι φάρσα η τιμωρία

Όλα αυτά θα τ’ ακούω μέχρι να σβήσει κάθε ψέμα που ‘χω μέσα μου
μέχρι να σβήσει η φωτιά μου κι η μπέσα μου
και μετά ίσως να κρυφακούω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:44:32 ΜΜ
Μέριασε  



Μέριασε, μαλάκα, κρύβεις το φως.
Αν μου το πάρεις κι αυτό, τι θ’ απογίνω
Της κράτησης μου είναι όρος ρητός
τουλάχιστον να βλέπω, όσο θα μείνω.
Μέριασε, σου λέω, ορέχτηκα ουρανό
και μη φοβάσαι, έχεις τα χέρια μου δεμένα,
καμένο το μυαλό μου κι αδειανό
και τα χείλια μου σφιχτά ραμμένα.
Μέριασε, φοβισμένε· με παράτησε ο θυμός
μετά της μνήμης μου τον έσχατο μονόλογο.
Ζήτησα ακρόαση, όμως μου αρνήθηκε ο θεός
για τα δεινά μου, είπε πως με θεωρεί υπόλογο.
Μέριασε πιο κει και μη κορδώνεσαι·
κάποτε έπλενα τα χέρια μου στο ίδιο απόπλυμα
που σε ξεδιψάει απόψε, και μην καμώνεσαι
μικρός θεός· μέριασε φρόνιμα
και μη νοιάζεσαι.
Εγώ διάλεξα χειμώνα,
- ξέρω τι κάνω - είναι ο κατάλληλος καιρός
μαζί να πάρω για τελευταία εικόνα
έναν μπάτσο που μέριασε να φανεί ουρανός.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:44:57 ΜΜ
Άνοιξε, να φέρνει αέρα

Στάσου στα πόδια σου, ίσιωσ’ τα γόνατά σου,
τράβα πιο κει να δεις, κάτι ακούω στην πόρτα.
Πήγαινε κι άνοιξε, θα ‘ναι η μοναξιά σου
πάντα αχρείαστη γι’ αυτό χτυπάει πρώτα.
Σήκω ν’ ανοίξεις, βγάλ’ το κεφάλι να δεις
κάτι είναι σίγουρα εκεί έξω, σε φωνάζει.
Κάποιος φίλος σε γυρεύει στο κατώφλι να βγεις
είχες τα φώτα σβηστά γι’ αυτό δειλιάζει.
Άνοιξ’ την πόρτα, μπορεί και να ‘ναι μέρα
και στην αυλή σου να ’χει φυτρώσει κάτι,
ένα λουλούδι, ένα δέντρο ή μια πέτρα
να ’χει φυτρώσει μία πόλη μαγική στο σκαλοπάτι.

 

Μπορεί ο φόβος ν’ ακουμπάει στην πόρτα
και να μην κάνει αντάρα μη σε τρομάξει.
Δε τόνε φώναξε κανείς, μ’ ακούω τα χνώτα
μέσα στις χούφτες του έχουν κουρνιάσει.
Πήγαινε κι άνοιξε κι αν έξω βρέχει
γέλα σαν δάκρυα θα σταματήσει

Κι αν δεις μονάχα, σκοτάδι πως έχει
σκέψου πιο χέρι σου ‘χει χτυπήσει.
Μπορεί να πέφτω έξω και να παράκουσα
Κάποιος να χτύπησε, να ’φυγε σφαίρα.
Μα όπως και να χει, ό,τι κι αν άκουσα
άνοιξε κι άσε να φέρνει αέρα…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:45:19 ΜΜ
Κι όμως ξημέρωσε

Στα μέρη εκεί μακριά κάποιοι γιορτάζουν τέτοιες μέρες κάθε χρόνο
με μύθους ζώνονται κι έστω για λίγο όλοι αγαπιούνται καλά και σώνει.
Εδώ δε φτάνει τίποτα απ’ αυτά το μέρος αυτό ακουστά το έχουνε μόνο.
Κι ευτυχώς γιατί έτσι δεν πληγώνονται που κάποιος είναι ευτυχισμένος απλά  

                                                                                        που ξημερώνει.

Ξημέρωσε μακριά απ’ τα μέρη της γιορτής
κι όμως ξημέρωσε
τράβα εκεί για να τους πεις
πως κι εδώ ξημέρωσε
με το ίδιο αγιάζι της αυγής
η νύχτα μέριασε
και το τραγούδι της βροχής
ακούω κι ας πέρασε
η νύχτα της μεγάλης σας γιορτής
κι όμως ξημέρωσε.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:45:40 ΜΜ
Πίσω απ’ τη βαριά κουρτίνα

Βρωμάει κι απόψε η πόλη χνώτα,
δύσπνοια και μπουχτισμένη ελπίδα.
Ρώτα λοιπόν αφού το θες, ξεκόλλα, ρώτα
αν έμαθα που παν ή αν είδα.

Μυρμηγκολόι που ξεμυτίζει πρωί
απ’ το ρολόι κρεμιέται μια ακτίνα
και χίλιους γύρους να φέρει μπορεί
με μια ανάσα σταμάτα – ξεκίνα.

Σβάρνα πάνε χαρές και πόνους
και τα ποδάρια τους παραπατάν στο γκρίζο.
Φύλλο δε κούνησε κι απόψε φύλλο,
γι’ αυτό είν’ ασήκωτα όσα αργά συνηθίζω

κι εγώ
παραμονεύω απ’ τη βαριά κουρτίνα,
βλέπω περνάνε, μιλάνε – κενό
που πάνε μια νύχτα είδα…

Πάνε στο όνειρο και πάλι πίσω
στο διάολο και του γυρεύουν τρέλα,
δε θα με δούνε το φως αν σβήσω,
αλλιώς αμήχανα σκάνε στα γέλια.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:45:59 ΜΜ
Κοίτα η πόλη

Κοίτα η πόλη έχει πρόσοψη φρεσκοβαμμένη,
λαμπιόνια στολίζουνε τη μούχλα.

Τώρα δεν είναι τσαπατσούλα η καημένη,
είναι απλά, άλλη μια τσούλα.

Οι σκυθρωποί είναι τώρα αποκλεισμένοι
κι οι γελαστοί, δήθεν, μάς τιμάνε.
Οι πονεμένοι είναι κάπου πεταμένοι,
μισοθαμμένοι και δε μιλάνε.
Μπάτσοι καλόδεχτοι, σφυρηλατημένοι
σκαρφαλώσανε εκεί ψηλά στο σβέρκο μας.
Μιλιούνια εργολάβοι παραφουσκωμένοι
χύσαν μπετό στο alter ego μας.
Φωνές, κροταλίσματα, μαχαιρώματα.
Ένα τίποτα σε σημαδεύει στην καρωτίδα.
Σκύψε να φιλήσεις τα ίδια χώματα·
ο ίδιος τάφος είναι αιώνια παγίδα.
Κοίτα η πόλη έχει πρόσοψη φρεσκοβαμμένη,
λαμπιονια στολίζουνε τη μούχλα.
Τώρα δεν είναι τσαπατσούλα η καημένη,
είναι απλά, άλλη μια τσούλα.

Κοίτα η πόλη…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 01:46:23 ΜΜ
Δεν ήταν η μέρα σου



-          Θα μπορούσα πιο απλά να κάνω πως δε σ’ ήξερα
μα δεν είναι καημένε η μέρα σου σήμερα.



-          Ώρες – ώρες με πιάνει κάτι και γυρνάνε όλα μέσα μου όπως απόψε πάλι
γνώριμη ζάλη, πύρινη αγκάλη απ’ τα κομμένα πόδια μου ως το κεφάλι

Άραγε να ’ρθες δίπλα μου πάλι πικροβγαλμένο κακό δαιμόνι
με φόβο με στοιχειώνεις και σέρνονται μαζί σου όλοι οι πόνοι
τραβήξου πέρα μάλλον δε στα ’πανε έγινα ατόφιο κομμάτι μάλαμα
ζω κι αναπνέω όπως γουστάρω και δεν περιμένω κανένα κάλεσμα
τρέχα και βρες γύρω τα ψοφίμια ίσως για μένα ακόμα είναι νωρίς
δε σε ξέρω δε σε φοβάμαι κι ούτε με νοιάζει τι μπορείς

 

-          Θα μπορούσα να ’μουν σύντομη βροχή που τυλίγει χώματα,
μια παλιά ανάσα σου μ’ όλες τις θύμησες και τ’ αρώματα,
θα μπορούσα να ’μουν το αγιάζι κείνο πριν το ξημέρωμα
της πρώτης σου αγάπης το ρίγος και το ερωτοφανέρωμα
θα μπορούσα να ’μουν το καλό μονάχα, σ’ όλο το διάβα σου
ή να γινόμουν φως γύρω απ’ το κορμί σου κι ατέλειωτη αύρα σου,
θα μπορούσα να ’μουν όσα ευχόντουσαν για πάρτη σου,
μα δε τ’ άξιζες κι έτσι έγινα τα λάθη σου.



-          Εγώ όμως έμαθα από τα λάθη μου και νιώθω όμορφα, νιώθω άτρωτος
θέλω να ζήσω τα υπόλοιπα και πολλά μου χρόνια αγνός και άβγαλτος
θα βγω και θ’ αγαπήσω ό,τι μου κρύψανε κι ό,τι λιγώνει την καρδούλα μου
λέω να ζήσω τη χαρά, τη βολή μου έτσι απλά, τη ζωούλα μου.
Γι’ αυτό από μπρος μου σήκω και χάσου δεν αντέχω πια κάτω απ’ τη σκιά σου.
Αν με χρεώθηκες απ’ το σκοτάδι μ’ άδεια χέρια γύρνα πίσω βιάσου
θα πλημμυρίσω με καλό και με φως όλα τα περασμένα μου
και δε μπορεί κάπου θα μου δώσει και μένα η τύχη τα φυλαγμένα μου.



-          Θα μπορούσα να γινόμουν το κουράγιο που ονειρεύεσαι
να σε κάνω τόσο αγνό και άτρωτο όσο παινεύεσαι
θα μπορούσα να σου αφήσω σε γαλήνη τα μελλούμενα
να σου σβήσω όλα σου τα πριν, τα χρωστούμενα
ή ακόμα μερικές ευκαιρίες να σου ’δινα
για ένα μέλλον φωτεινό και στρωμένο βελούδινα
θα μπορούσα πιο απλά να κάνω πως δε σ’ ήξερα

μα  δεν ήταν καημένε η μέρα σου σήμερα.
θα μπορούσα να ’μουν σύντομη βροχή που τυλίγει χώματα

Μια παλιά ανάσα σου μ’ όλες τις θύμησες και τ’ αρώματα
θα μπορούσα να γινόμουν το κουράγιο που ονειρεύεσαι
Να σε κάνω τόσο αγνό και άτρωτο όσο παινεύεσαι
Θα μπορούσα πιο απλά να κάνω πως δεν σ’ ήξερα
μα δεν ήταν καημένε η μέρα σου σήμερα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:23:42 ΜΜ
AΝΤΙΤΕRRA
:: Location Sonorolla ::

Location: Sonorolla (στίχοι Antiterra + B.D.Foxmoor), 8ctagon 2005

“Είμαστε πάνω από την Antiterra, το στίγμα μας είναι 12-12-05, ζητώ άδεια προσέγγισης για να αποβιβαστεί το πλήρωμα  στο location: Sonorolla”

Έφτασε λοιπόν η μέρα

που κάποιοι ακούσαν το κλάμα από τη γη,

κι ανταμώσαν’ στην Antiterra,

της φωτιάς τέσσερις γιοι.

 

Έφτασε απ‘ το βορρά ο Radim:

 

Στην απόμερη αυτή γωνιά του ουρανού

να φέρω ειρήνη πριν την μάχη του επόμενου δειλινού,

κι έχω κατά νου

ενός μάγου τα λόγια και τη σιωπή του βουνού,

κάποιες αλέρωτες σκέψεις που δεν τολμούσες ν’ αντέξεις,

κάποιους καημούς και κάποιες προβλέψεις.

 

Έφτασε απ΄ την ανατολή ο Totem:

 

Σκιάχτρο για θεούς, παρέα για ανθρώπους,

στους απείραχτους κι απέραντους τόπους,

με δύο πύρινα μάτια και στα χέρια σημάδια

ψάχνω να βρω δέκα βάλτινα πετράδια που στα σκοτάδια

τα σκόρπισε ο μάγος όλα

και ξεκινάω κι εγώ απ’ το σημείο Sonorolla.

 

Έφτασε από το νότο ο OnAxis:

 

Νοτιάς μ’ έσυρε κι έχω τη θέρμη του,

πάνω στο μέτωπο, λες κι είναι το χέρι του.

Λες κι είναι η ανάσα του μου ανοίγει τ’ αυτί μου,

σε δυο του μάγου φράσεις που ήρθαν μαζί μου:

Ότι στο πέρασμα των αιώνιων κόμβων

θ’ αλλάξουν όλα τη νύχτα των φόβων.

 

Έφτασε από τη δύση ο Brak:

 

Έβγαλα μάσκα και τώρα βλέπεις ότι θες,

φυλάω τα νώτα μου όπως κι εχθές.

Ήρθα απ’ τις χώρες του τίποτα, μεγάλη ιστορία,

που καιρό θα την ακούς όλο απορία.

Κι απ’ το σημείο αυτό και τούτη τη μέρα

είμαι μια αλήθεια που ίσως χαθεί στην Antiterra.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:24:17 ΜΜ
Η μάχη του επόμενου δειλινού

 

Τέλος η πρόβα πολέμου.

Τώρα πια ντυθήκαμε με τη βουή του ανέμου, αδερφέ μου.

Βαφτήκαμε στα χρώματα της κολασμένης γης

κι εγώ πολεμιστής πρώτης γραμμής, στο κάλεσμα της οργής,

συντροφιά με του μάγου τα λόγια.

Μικρό φορτίο γι’ αυτά τα βαρύπατα πόδια,

φυλαχτό ένα μάτι που θα βρίσκει το ψέμα

κι ένα θηκάρι που λυσσά να καταπιεί κι άλλο αίμα.

Τέρμα και βάρυνε το βήμα μας,

αυτή η θωριά σκιάζει ακόμη και το μνήμα μας.

Κι όλου του κόσμου το κακό, αλήθεια, δε φτάνει

να σταματήσει ένα τομάρι έτοιμο να πεθάνει.

 

Κι εκεί που νόμιζα πως με στοιχειώνει ο χρόνος

πρόσεξα ότι δεν ήμουν μόνος.

 

Ήμουν κι εγώ στο τελευταίο νυχτέρι, που λες, της πρώτης φοράς

που σμίξανε ανατολή, δύση, νότος, βορράς.

Εκεί που ο θάνατος στήνει καρτέρι

από καιρό ξέρει καλά και τριγυρνά σ’ αυτά τα μέρη.

Μαχαίρι κόβει την ένταση, που υπάρχει

τόσο έντονη κι επίπονη πριν απ’ την μάχη.

Θαρρείς με κάθε ανάσα κατεβάζεις δηλητήριο

και κάθε σου βήμα μοιάζει μαρτύριο.

Ατμόσφαιρα βαριά, μα εγώ δε σκιάχτηκα απ’ την πάρτη της,  

γιατί είμαι εδώ και χρόνια το πιο βαρύ κομμάτι της.

Όλα αυτά βλέπω δε μ’ αφήνουνε λάσκα

και για τη μάχη λοιπόν ξαναβάζω τη μάσκα.

 

Νιώθω φιγούρες σκοτεινές να ‘χουνε γίνει σκιά μου

κι απ’ το βοριά ακούω βήματα στα αυτιά μου.

 

Τώρα στο πέρασμα μας γυαλίζει η ματιά μας

και στη θωριά μας η φωτιά ζωντανεύει τα όνειρα μας.

Κι η ζωή είναι δικιά μας κι αν είσαι ακόμη μαζί μας,

είναι που δε δειλιάσαμε ποτέ, το λέει η ψυχή μας.

Θεριεύει η φωνή μας κι έχει συνέπεια,

κανείς δε βρέθηκε εδώ έτσι απλά κι αναίτια.

Μ’ ένα μεγάλο σεβασμό και μια τυφλή εμπιστοσύνη

που σε κανέναν δε δίνει δικαίωμα να μας κρίνει

κι ότι έχει γίνει με τίποτα πια δε σβήνει,

από μια μνήμη, που ζωντανή έχει μείνει

κι αφήνει πίσω της σημάδια όπως η βροχή στο χώμα

από τις μάχες που δώσαμε παλιά σώμα με σώμα.

 

Γιατί κάποιοι θυμούνται αυτά που οι άλλοι ακούνε,

κάποιοι δειλιάζουνε και κάποιοι ζούνε.

Πάντα σε πόλεμο κι εγώ αφύσικο φαινόμενο,

των άλλων το απροσδόκητο μου μοιάζει επόμενο.

Κανένας δε μπορεί να καταλάβει τη χαρά μου,

γιατί αν πνίγονται οι μαλάκες, εγώ είμαι στα νερά μου.

Κι ας έχω παρέα, στη κόντρα είμαι μόνος,

κακιά συνήθεια να φεύγω πάντα πρώτος.

Χωρίς καμιά προφύλαξη, με κάθε επιφύλαξη,

έχω ζήσει μια ζωή σ’ ‘αυτό που οι άλλοι λένε σύρραξη.

Μα επιτέλους βρήκα αντίπαλο.

Όσους έχω δει μέχρι στιγμής εδώ κι εκεί κάναν αντίλαλο.

Κι ευτυχώς η αναμονή τελειώνει,

ζούμε τη μέρα της μάχης και σουρουπώνει.

 

Που τραβάς, που και τι έχεις κατά νου

Ξεκινάει η μάχη του επόμενου δειλινού.

Θα βάψω πορφυρένιο το χρώμα του ουρανού,

να σου λοιπόν τι έχω κατά νου

Που κοιτάς, που Και πάλι χάνεσαι αλλού,

πάρε στα σοβαρά όλα τα σημάδια του καιρού.

Πήρα τα χνάρια ενός δρόμου κοντινού

και μη φοβάσαι δε χάνομαι αλλού.

Ξεκίνησε η μάχη του επόμενου δειλινού.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:24:43 ΜΜ
Τι να διηγηθούμε

 

Αχ και να ‘ξερες πως, μα και να ‘ξερες πόσες,

βρωμίζουν άδικα τριγύρω μας γλώσσες,

με ιστορίες βγαλμένες από πηγάδια στερεμένα

κι από κορμιά δειλοφορτωμένα,

κλειδωμένα με του μυαλού τους το σύρτη,

φωνές πιο μικρές κι απ’ τη σκιά ενός δήθεν προφήτη.

Πυκνή ομίχλη μεθάνιο –πώς να τη ζηλέψω

Έχω μια αλήθεια που με ψάχνει –θα τη γυρέψω.

Αν νιώσω απόμακρος έστω για λίγο, λεν κάποιοι μύθοι,

θα δω τ’ αθέατα γύρω απ’ τη λήθη.

Και θα αλαφρύνω, πιστός αν μείνω –θα με θρέψει.

Θα με μαζέψει η υπομονή σαν άστεγη σκέψη

κι αν όχι κι έτσι, βρε δε βαριέσαι.

Κι άμα βρεθούμε παρέα, μη καταριέσαι,

ευκαιρία θα βρούμε για να τα πούμε

κι άντε να δω οι δυο μας τι θα μοιραστούμε.

 

Που θα κρυφτούμε και πώς θα ονειρευτούμε

 

Τι να διηγηθούμε

-για να κρατήσει και μια μέρα.

Και που να βρεθούμε

-εσύ εδώ, εμείς στην Antiterra.

Τι να μοιραστούμε

-και να ‘ναι πιο βαρύ απ’ τον αέρα.

Απ’ όσα έτυχε να δεις.

Τι να ονειρευτούμε

-και να το θυμάσαι το πρωί.

Και που να κρυφτούμε

-και κανείς να μη μας βρει.

Τζάμπα θα χαθούμε

-σε μια πανέμορφη γη.

Για όσα διάλεξες να πεις

 

Μα όχι κι έτσι, αλήθεια είναι φτηνό

μέσα από άδικα λόγια να βρούμε τζάμπα το χαμό.

Με τον καιρό ίσως να μάθουμε τον τρόπο

να σπέρνουμε τα όμορφα σ’ άσχημο τόπο,

να βγάζουμε ελπίδες, από του φόβου παγίδες,

με μπόρες και καταιγίδες και πες ποτέ σου αν είδες

τη φωτιά να μη καίει μια φορά τη σοδειά της

ή τη γη να μη θάβει τα παιδιά της.

Εγώ ξέρω ότι θα βρω μια κρυμμένη αλήθεια

και θα επιμείνω μέχρι να μου γίνει συνήθεια.

Κι ας επιλέξατε πολλοί να ζείτε στη λήθη,

εγώ θα δώσω τέλος σ’ αυτό το παραμύθι.

Ρε και να ‘ξερα τι Μα και να ‘ξερα αιτίες

για όσες ακούω γύρω μου δικαιολογίες,

τουλάχιστον εδώ μυαλά και στόματα είναι ξεκλείδωτα

κι απ’ αράδες άλλο τίποτα..

 

Τι να μοιραστούμε και που να βρεθούμε

 

Τι να διηγηθούμε

-για να κρατήσει και μια μέρα.

Και που να βρεθούμε

-εσύ εδώ, εμείς στην Antiterra.

Τι να μοιραστούμε

-και να ‘ναι πιο βαρύ απ’ τον αέρα.

Απ’ όσα έτυχε να δεις.

Τι να ονειρευτούμε

-και να το θυμάσαι το πρωί.

Και που να κρυφτούμε

-και κανείς να μη μας βρει.

Τζάμπα θα χαθούμε

-σε μια πανέμορφη γη.

Για όσα διάλεξες να πεις.

 

Τι να διηγηθούμε, πες μου τι να πρωτοπούμε

Χιλιάδες πράγματα που κάνουν τη ζωή μας σπουδαία τα ζούμε.

Κι ας μη σωθούμε, θα εκραγούμε από ευτυχία

κι έτσι θα ζείτε στην απόλυτη ησυχία.

Τι να μοιραστούμε Μ’ αυτούς που κάνουν πως δε βλέπουν

τριγύρω πάλι κι έχουν σκυμμένο κεφάλι,

απλά ζούμε ήδη τη δεύτερη μέρα,

μέσα απ’ τα μάτια τους, στην Antiterra.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:25:10 ΜΜ
Bannedlude

 

Με ακούτε έτσι που είμαι μες την ταραχή Είναι γιατί στον ύπνο μου έβλεπα όλα εκείνα τα υλικά, τα υποτιθέμενα αγαθά. Που από τα μέρη του τίποτα με κυνηγάνε σαν κακιά εξάρτηση. Ε, λοιπόν, ξύπνησα αγχωμένος, αλλά με ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπο μου. Επειδή μες στο κεφάλι μου κουδουνίζει μία φράση απ’ το πρωί, η απάντηση σε όλα μου τα προβλήματα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:25:29 ΜΜ
Braklude

 

Σήμερα ξύπνησα με του ήλιου το φως,

πρώτη φορά τον ένιωθα να είναι τόσο καυτός.

Κι είναι περίεργα, δεν ξέρω τι μας περιμένει,

έχω ακούσει πολλά πως ετούτη η νύχτα φέρνει.

Περίεργες σκέψεις στο μυαλό μου γυρνάνε,

εικόνες με στοιχειώνουν που με κάνουν να φοβάμαι.

Όμως τίποτα απ’ αυτά, ξερώ, δεν είναι αληθινό,

της φαντασίας μου είναι όλα ένα έργο φτιαχτό.

Σε λίγο όμως ημερολόγιο θα σε κλείσω,

δεν έχω πολύ χρόνο ακόμα για να συνεχίσω.

Η κλεψύδρα σήμερα, γρήγορα αδειάζει,

δε ξέρω γιατί και τι είναι αυτό που με τρομάζει.

Έλα όμως που όπου να ‘ναι ζυγώνει η ώρα

κι αρματώνομαι στεγνός για να περάσω απ’ τη μπόρα,

με το κουράγιο εκείνο, που τους φόβους τους διώχνει

κι στο γκρεμό ότι δειλιάζει με οργή το σπρώχνει,

διώχνει και μένα από την τώρα βολή μου.

Αυτή τη νύχτα λέω να σε πάρω μαζί μου,

να ‘σαι παρών σε ότι πω και ότι γράψω,

γιατί ίσως αύριο, δεν είμαι δω για να τα γράψω.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:25:54 ΜΜ
Ανταπόκριση απ’ τα μέρη του τίποτα

 

«Συνηθισμένο μου ημερολόγιο, μετά από πολύ καιρό στην Antiterra, ζήτησα να μάθω τι συμβαίνει στα μέρη του τίποτα. Και σήμερα 19-11-05, ‘φτάσαν στα χέρια μου φυλλάδες κι αυτές γεμάτες με πολλά και τίποτα»

 

Και είδα με τεράστια γράμματα, πρώτη σελίδα:

«Ένα μύριο χρεωμένοι επικεφαλίδα», είδα

από κάτω με μικρά, «Νοικοκυριά», λέξη διευκρίνιση

και δίπλα «Εορτοδάνειο», διαφήμιση.

Κι αράδες, πολλές αράδες για διατροφικές παγίδες

και συμβουλές να καίω πιο πολλές θερμίδες.

Ρεπόρτερ που λέει πως «Μας ελέγχει η CIA»,

μετά το: «Η καράφλα τέρμα μέσω DNA».

Και στην επόμενη σελίδα πάλι είδα

κατηγορίες για μια άλλη επικερίδα.

Μεγάλη κόντρα, τηλεδίκες οφθαλμός αντί οδόντα.

Με δώρο DVD δυο καρτούν και μια τσόντα

Εγώ απ’ τη βιασύνη μου προσπέρασα τ’ αθλητικά

και σύρθηκα πιο κάτω, απλά παθητικά,

σε ένα ολοσέλιδο με τίτλο «Πεθαίνει η γη»,

επειδή κακοφορμίζει η ανθρώπινη πληγή.

Το ίδιο θέμα στη μία ήταν αλήθειας παρακέντηση,

στην άλλη ψέμα προφανές, άλλη προσέγγιση.

Στην τρίτη μάλλον το περάσαν στα ψιλά τα γράμματα

κι εγώ ο μαλάκας ψάχνω να βγάλω συμπεράσματα

 

Ανταπόκριση απ’ τα μέρη που μεγάλωσα,

κι ανάθεμα την ώρα που τη ζήτησα.

Τα είδα όλα σε μια ώρα, πάλι σκάλωσα,

έφυγα απ’ το στόχο μου και γύρισα.

Σε τίτλους, ατάκες, συμπεράσματα,

εικόνες, σφαγές, βασανιστήρια,

σε ήρωες, σωτήρες και μιάσματα,

της ανθρώπινης εξέλιξης μυστήρια

 

Σελίδα 13- καμία σύμπτωση:

«Πολίτες φοβισμένοι σε συσπείρωση».

Μετά από τέσσερις σελίδες του υπουργού η δήλωση

κι ένα μονόστηλο report από διαδήλωση,

να λέει «τραμπούκος, κάθαρμα, αλήτης, ταραξίας»,

επίθετα παντού, σαν τίτλοι ευγενείας.

Παρακάτω, στη μέση, είχα να πλένουν τα μυαλά μου

όλα τα ένθετα που πέφταν μάτσο μπροστά μου,

να μάθω ξένες γλώσσες, να πάω διακοπές

ν’ αγοράσω κουβέρτες υποαλλεργικές.

Καινούριο αμάξι να πάρω κι ένα ακόμη κινητό,

με δόσεις, κάρτες κι ανοιχτό λογαριασμό.

Συνέχεια είχε να δεις τον «Καιρό της Κυριακής»,

δέκα και κάτι σελίδες κοινωνικής κριτικής,

μία γραφίδα λεξιπλάστη «Τηλεφασισμός»

και μέσω επιστολών τσαμπουκάς για ένα «Μεγάλος σεισμός».

Ρουτίνα δοσμένοι σε ατάκες αράδες,

συγυρισμένους, μπενατζήδες και μπλαμπλάδες,

δεν τα δες, στα ‘παμε· κι αν προκαλούν ενόχληση

είναι απ’ τα μέρη μας απλά…

 

Μια ανταπόκριση απ’ τη σιωπή και τα βολέματα .

Κι ανάθεμα την ώρα που μας έφτασε,

μας γύρισε στου φόβου τα μαζέματα

και τη χολή κατάμουτρα μας έφτυσε

με θάνατο, πολέμους και σφαγές,

πολιτικά σκετσάκια και απόγνωση,

φτώχεια, ξεριζωμούς και υπεκφυγές,

αιώνιο λάθος, χωρίς διόρθωση.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:26:22 ΜΜ
Βάλτινα πετράδια

 

-Να ‘μαστε , τώρα που πάμε

-Ξέρω γω Ένας είναι ο δρόμος, δεν τον τραβάμε

-Ωραία και ψάχνουμε, έτσι Αλλά που

-Λέω να κοιτάμε παντού.

-Συμφωνώ. Στα πιο άκυρα και στα πιο απλά.

-Στα πιο παράξενα και στα πιο λογικά.

-Πάμε σιγά-σιγά Θα ‘χει νυχτώσει στο βάλτο.

-Άραγε, τι να υπάρχει εκεί κάτω

 

Υπάρχουν όνειρα που σε τραβοπαλλάνε μαζί τους για χίλια βράδια

κι εσύ μοιράζεσαι από φόβο, μ’ όποιον λάχει, δωμάτια άδεια.

Κάποτε σιγοψιθύριζες κρυφά για τα μεγάλα σκοτάδια,

μα ούτε που είδες, ούτε και άγγιξες ποτέ, τα βάλτινα πετράδια.

 

Μία τέτοια νύχτα, σαν κι αυτή που ζούμε τώρα,

είπα να ψάξω να σας φέρω όλα αυτά τα δώρα

που οι πιο πολλοί επιλέξατε να σβήσετε απ’ τη μνήμη σας

γιατί δε βλέπατε πιο πέρα από τη μύτη σας.

Μπήκα στο βάλτο, δε χαμπαριάζω εκεί κάτω,

ζητώντας πράματα και θάματα από τόπο σκάρτο.

Μπήκα να ψάξω στο σκοτάδι που πολλούς τους φοβίζει,

αρκετά για να μη δουν κάτι που ακόμα γυαλίζει,

στη ρίζα ενός περήφανου δέντρου που μοιάζει τέρας

και τρομάζει όποιον δε κρύβεται στο φως της μέρας.

Κανείς δεν έψαξε ποτέ κάτω από σάπιο πτώμα

κι είναι καλή δικαιολογία μια έντονη βρώμα.

Εκεί που εγώ ψάχνω να βρω, κάποιοι κοιτούσαν ουρανό

και σκιαχτήκαν όπως πάντα από κάτι απλό,

από τα όρνια που χρόνια ψάχνουν τροφή,

σα πεινασμένα δαιμόνια για σκάρτη ψυχή.

Μα ‘γω δεν τα λογάριασα και βρήκα νερό πιο κάτω,

σ’ ένα σημείο του βάλτου καθαρό.

Πήγα να πιω κι είδα το πρόσωπο μου να καθρεφτίζει

αλλά το θόλωσα γιατί είδα κάτι να γυαλίζει.

 

«Στο θολό νερό, κρύβονται όλα όσα μπορώ

και στο θολό καιρό είδα το αύριο καθαρό».

 

Είδα, που λες, πολλά του βάλτου σημάδια

και συνέχισα να ψάχνω τα κρυμμένα πετράδια.

Σα να ‘μαι σ’ άγνωστο τόπο που τίποτα δε μου θυμίζει

και του έδειξα όλο το σεβασμό που τ’ αξίζει.

Βρήκα λάσπη παντού και ψάξε-ψάξε τη συνήθισα,

μου έδειξε, εκεί τα χέρια μέσα βύθισα.

Τράβηξα έξω κάτι για μένα σπουδαίο

κι άφησα πάνω τη λάσπη που το καμώνει ωραίο,

μα την αλήθεια, υπάρχει ομορφιά παντού

και στο βούρκο, όπως στο γαλάζιο τ’ ουρανού

κι ας επιλέγουν μερικοί να μην τη δούνε,

η ζωή είναι πάντα δω, αντίθετα μ’ όσους τη ζούνε.

Κι ας της κόβει το νήμα μια λεπίδα,

δεν είναι λίγοι αυτοί που πέφτουν συνεχώς στη παγίδα

να εξαργυρώνουν θάρρος για ένα τέλος ανώδυνο,

για μένα δειλία για σένα κάτι ανθρώπινο.

Εγώ έψαξα και βρήκα τα κρυμμένα μπροστά μου

και θα τα ‘χω για πάντα όλα κοντά μου,

γιατί συνέχισα εκεί που τα χρειάστηκες

και τώρα σέρνω μαζί μου όσα ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:26:42 ΜΜ
Αναφορά επιστροφής

 

12-12-05 ήταν το στίγμα μας

στην Antiterra και με το πρώτο βήμα μας,

μας βρήκε η νύχτα στο βάλτο να ξεθάβουμε πετράδια

και να σιγοτραγουδάμε στα μεγάλα σκοτάδια .

Το άλλο φεγγάρι στων φόβων τη νύχτα μας βρήκε,

μπήκε στη μάχη η λεπίδα ένα δείλι και βγήκε

ακονισμένη να στοιχειώσει όλα τα ύποπτα,

που ‘φτάσαν πέρα από τα μέρη αυτά του τίποτα .

Κι όσα δεν είπαμε γι’ αυτό το δρομολόγιο

τα στριμώξαμε μόνοι σ’ ένα φύλλο απ’ το ημερολόγιο.

Μας ορθώσαν σ’ όποιο λύγισμα του μάγου τα λόγια

και πολεμήσαμε πλάι σ’ όσους δεν τους βαστάν πια τα πόδια .

Εκεί λαβώνουν ακόμη και τα ουρλιαχτά,

δικάζουν τα άσκημα τα 4 στοιχεία.

Πυρώνουν οι ανάσες εκεί, κάτοικοι της γης

υπάρχει ζωή στην Antiterra, αναφορά επιστροφής
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:27:06 ΜΜ
Δεν ήταν η μέρα σου (Demon loop)

 

Ώρες-ώρες με πιάνει κάτι και γυρνάνε όλα μέσα μου, όπως απόψε πάλι,

γνώριμη ζάλη, πύρινη αγκάλη απ’ τα κομμένα πόδια μου ως το κεφάλι.

Άραγε, να ‘ρθες δίπλα μου πάλι Πικροβγαλμένο κακό δαιμόνι

που με φόβο με στοιχειώνεις και σέρνονται μαζί σου όλοι οι πόνοι,

τραβήξου πέρα, μάλλον δε στα ‘πανε, έγινα ατόφιο κομμάτι μάλαμα .

Ζω κι αναπνέω όπως γουστάρω και δε περιμένω κανένα κάλεσμα .

Τρέχα και βρες γύρω τα ψοφίμια, ίσως για μένα ακόμη είναι νωρίς,

δε σε ξέρω, δε σε φοβάμαι κι ούτε με νοιάζει τι μπορείς

 

Θα μπορούσα να ‘μουν σύντομη βροχή που τυλίγει χώματα,

μια παλιά ανάσα σου μ’ όλες τις θύμισες και τ’ αρώματα.

Θα μπορούσα να ‘μουν το αγιάζι εκείνο πριν το ξημέρωμα,

της πρώτης σου αγάπης το ρίγος και το ερωτοφανέρωμα.

Θα μπορούσα να 'μουν το καλό μονάχα σ’ όλο το διάβα σου

ή να γινόμουν φως γύρω απ’ το κορμί σου κι ατέλειωτη αύρα σου.

Θα μπορούσα να ‘μουν όσα ευχόντουσαν για πάρτη σου,

μα δεν τ’ άξιζες, κι έτσι έγινα τα λάθη σου.

 

Εγώ όμως έμαθα από τα λάθη μου και νιώθω όμορφα, νιώθω άτρωτος.

Λέω να ζήσω τα υπόλοιπα και πολλά μου χρόνια αγνός και άβγαλτος.

Θα βγω και θ’ αγαπήσω ότι μου κρύψανε κι ότι λιγώνει την καρδούλα μου,

λέω να ζήσω τη χαρά, τη βολή μου, έτσι απλά, τη ζωούλα μου,

γι' αυτό από μπρος μου σήκω και χάσου, δεν αντέχω πια κάτω απ’ τη σκιά σου.

Αν με χρεώθηκες απ’ το σκοτάδι, μ’ άδεια χέρια γύρνα πίσω, βιάσου,

θα πλημμυρίσω με καλό και κακό όλα τα περασμένα μου

και δε μπορεί, κάπου θα μου δώσει και μένα η τύχη τα φυλαγμένα μου.

 

Θα μπορούσα να ‘μουν το κουράγιο που ονειρεύεσαι,

να σε κάνω τόσο αγνό και άτρωτο όσο παινεύεσαι .

Θα μπορούσα να σου αφήσω σε γαλήνη τα μελλούμενα,

να σου σβήσω όλα σου τα πριν τα χρωστούμενα

ή ακόμα μερικές ευκαιρίες να σου ‘δινα

για ένα μέλλον φωτεινό και στρωμένο βελούδινα.

Θα μπορούσα πιο απλά, να κάνω πως δε σ’ ήξερα,

μα δεν ήταν καημένε η μέρα σου σήμερα .
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:28:04 ΜΜ
B.D.FOXMOOR
:: Wasted in Hiphopoly ::

Σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου

Εσύ παλεύεις για τα όνειρά σου,
σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου.
Είσαι lowbap και είναι μαγκιά σου,
σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου.  

Μη κοιτάς ποιος βρίσκεται δίπλα σου απόψε
ούτε το μέρος που ανταμώσαμε τι είναι.
Χίλια κομμάτια την μιζέρια σου κόψε
κι αν το λέει η ψυχούλα σου μείνε.
Μείνε πλάι σ’ αυτά που δειλούς ξεμπροστιάζουν
κι αν σε τρομάξουν λιγάκι, μαζέψου.  
Ή τράβα εκεί που οι ξεπεσμένοι γιορτάζουν,  
μα εγώ προτείνω, άντεξε, σκέψου.
Δε σου πάσαρα ποτέ λύσεις κι ευκολίες,
μα εσύ στραβά με πήρες ή μ’ αγαπάς.
Την διάφορα την έκανες στις δυσκολίες
κι ακόμα αντέχεις καλά το πας.
Χρεώνεις τ’ άδικα, έχεις συνέπεια  
στους δήθεν χαρίζεις εφιάλτες.
Είσαι lowbap μ’ αξιοπρέπεια,
χωρίς καθόλου hip hop αυταπάτες.
Άκου με εμένα τους έχω όλους μαζί,
είσαι hip hop ωραίο κι ατόφιο
κι άσε τους τρύπιους να δουλεύουνε ψιλό γαζί τον κάθε ψόφιο.
Είναι σα να κρατάει χρόνια νοτιάς
κι έχει φέρει τα σκατά πάνω - πάνω
κι αν δε σιχαίνεσαι και θέλεις να φας
εγώ προτιμώ να πεθάνω.
Μα όσο αντέχω, θέλω να σκέφτεσαι
κι όσο αντέχεις, για πάρτη σου θα ‘μαι
στη σκηνή κι όσο το χαίρεσαι
θα ‘σαι ανάσα μου, θα ‘σαι θυμάμαι.
Ψηλά το κεφάλι, σφίξ’ τη γροθιά σου.
Σκυφτοί είναι μόνο οι ντροπιασμένοι,
θα φωνάξω low bap στην υγειά σου
να δεις πως σκιάζονται οι ξεπεσμένοι.    

Εσύ παλεύεις για τα όνειρά σου,
σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου.
Είσαι lowbap και είναι μαγκιά σου,
σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:28:33 ΜΜ
Πέραμα – Brixton

Ξοδεύτηκα σ’ αυτή τη Hiphopoly,
όμως βαστάει η ψυχή μου η καλόβολη
τώρα που βίζιτες κάνει το hip hop σ’ όλο τον κόσμο,
σέρνω μέσα μου και βλέπω ατέλειωτο δρόμο.
Εικοσιπέντε χρόνια στον ώμο - μεγάλο πέρασμα.
Kόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα
πάρε στίχους χιλιάδες και δώσε κέρασμα φωτιά
και περηφάνια ωραίο ταίριασμα.
Κοίτα εκεί έξω σμίγουν οι σκουληκαντέρες,
σηκώνουν νέο αδελφοhiphopπαντιέρες.
Ξαπλώνουν όλοι οι ληγμένοι πάνω στο ίδιο κρεβάτι.
ρε, φτύστους όλους για την ψυχή του Πυροβάτη.
Φτύστους όλους τους ξεπεσμένους,
η ομοψυχία είναι για τους φοβισμένους.
Είναι για εκείνους που άδειασε απ’ τα ωραία η ψυχή τους
είναι για εκείνους που έχουν κλέψει τη φωνή τους.
Είναι για εκείνους που κλέψαν απ’ τον κόσμο αγάπη,
είναι για εκείνους που χρυσώνουν το χάπι.
Είναι για εκείνους που με λένε τώρα κάθαρμα, σατράπη
ενώ κρυβόντουσαν χρόνια πίσω από την δικιά μου πλάτη.
Τώρα φευγάτοι, άνετοι, ψαγμένοι,
όμως η εκδίκηση μπορεί να περιμένει.
Άστο σ’ εμένα μόνο είναι ταμένοι,
εσύ κράτα τη γροθιά σου υψωμένη.

Από το Πέραμα στο Brixton φτιάχνω δρόμο,
τώρα που βίζιτες κάνει το hip hop σ’ όλο τον κόσμο.
(All units to Brixton) παρ’ το πάλι απ’ την αρχή
I’m a lowbap (nightmare to America’s dream)
Από το Πέραμα στο Brixton oι ταμένοι
κρατάνε ακόμα την γροθιά τους υψωμένη
(All units to Brixton) πύρινες ρύμες βροχή,
I’m a lowbap (nightmare to America’s dream)

Σιχάθηκα αυτή τη Hiphopoly,
είμαι το ζάρι το τριμμένο στη μονόπολη,
της μουσικής βιομηχανίας εικασίες,
ξεπουτανιάσματα κι αγοραπωλησίες
απρόσωπα χωσίματα, δήθεν μηνύματα
και καλά κρατάνε στάση πάλι όλα τα βλήματα
σάπια γεννήματα από δειλογκαστρώματα
φήμες κωλόγριες από νεκροστόματα
πουτάνας παινέματα, κερατάδες,
κριτές αυτόκλητοι σε μοντέρνους καιάδες,
και σεις τριγύρω τους οι κλακαδόροι της ξεφτίλας
ζητωκραυγάζετε για το ζευγάρωμα της σκύλας
της ζωής τους με το θάνατο
hip hop σκληρό, ωμό, ηλιόλουστο κι ανάστατο
σαν πορνοταινία  με παρτούζες trendy βρωμόπουστες,
hip hop χαβούζες.
Σκάσε ρε μάσκα, έχει κι όμορφα
πράγματα αντρίκεια παράξενα ιδιόμορφα
που εμείς τα ζούμε και μην κοιτάτε προς εμάς
γονατίστε δε φτιάχτηκε ο ουρανός για εσάς.

Από γη ελευθερίας, Hiphop πολυτελείας
άνευ αξιοπρέπειας και πλήρες μαλακίας
σάουντρακ ταινίας όχι πια Wildstyle
αλλά αγνό, ξανθό, παρθένο,  από μπρος freestyle.
Δεν ήταν πάντα έτσι παλιά υπήρχαν μάγκες
που δεν τους ξεχωρίσαν απ’ τους βλάκες,
βρετανοί, αφρικανοί, τζαμαϊκάνοι, μεξικάνοι
και σας πείσανε μαλάκες ότι ήταν αμερικάνοι
μάθατε να λέτε τη μετάλλαξη, εξέλιξη
κι αν τους αντιγράψετε καμία έκπληξη,
ένεση σας κάνανε γιο και σκύλα σόι
και κορδόνι δεκαπέντε πόντους πάνω απ’ το homeboy.
Πεινάγατε για g- string - κάτι μου φταίει
που φορτώνετε μικρόφωνα με γκέι delay
για μένα δεν είναι Mc όποιος δεν ξέρει να λέει:
‘What did you say?’ ‘Fuck U.S.A.’
Ψάχνω σε Αγγλία, Νότιο Αμερική, Παλαιστίνη,
Νέα Ζηλανδία κι Αφρική,
ατόφιο Hip hop όχι στιλάτο και digital,
 γαμόντας αμερικλανιές, ντόπιες κι original.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:29:02 ΜΜ
Struggle, Pain, Survival
… B.D.Foxmoor και Sabac έτσι δένει το ατσάλι…

Κανείς δεν τα ‘βαλε, παλιόφιλε, με σένα κι όποιον σκέφτεται στα μέρη σου.
Εσύ κάνεις ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου.
Στρώσε δρόμο κόντρα στο ψεύτικο τους τρόμο,
ξέρεις και ξέρω τον άγραφο του δρόμου νόμο
Πυρακτωμένα λόγια καίνε βρώμικες συστάδες,
αν χρειαστεί να πέσουνε και κλωτσοπατινάδες.
Το hip hop θα ‘πρεπε να ‘τανε καυτό κατράμι
κι όχι πουστράκια παντού που καβαλάνε το καλάμι.
Σφαίρα στη θαλάμη, εγώ έχω τ’ όνειρό μου,
το low bap είναι ο δρόμος και το αντίβαρό μου.
Ας ελπίσουμε παρέα στη λευτεριά μας
κι ό,τι θα σκιάζει για καιρό τους μαλάκες η θωριά μας.
Και στη φωτιά μας να δένει πάντα ατσάλι
να επιβιώνουμε απ’ την ξεφτίλα τη μεγάλη
και στα ανταμώματα μας καινούρια βάλσαμα
για όσους σκιαχτήκαν και πνίγονται στο ανάθεμα.
Πες το επανάσταση, το λέω φωτιά, το λεν μαγκιά,
όπως και να ‘χει τράνταγμα είναι σαν κοντακιά.
Κι ας λένε, απλά, πως τη μηλιά κουνάνε τα καθίκια
για να φύγουνε απ’ τα μήλα τα σκουλήκια.

Ό,τι κι αν γίνει, θα ‘μαστε εδώ και χρέωσέ μας,
κρεμάσου απ’ την ντροπή ή σκότωσέ μας.
Μα όσα ξοδεύουμε χαλάλι στη Hiphopoly
μέχρι να γείρουνε στο χώμα οι πικρόχολοι.
κι από το Πέραμα στο Brooklyn στο Λονδίνο
σκορπάω τα λόγια μου κι ό,τι απογίνω.
Θα το χρωστάω σε κάποιο μύθο του βάλτου
κι ό,τι δεν δείλιασα ποτέ αντίκρυ θανάτου.

… B.D.Foxmoor και Sabac έτσι δένει το ατσάλι…
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:29:27 ΜΜ
Put yourself in my place

…Me I rest – Don’t sleep
Don’t creep ‘cause I’m awake
trying to find like minds in this world of snakes…

Είναι όλα εύκολα για σας εκεί  ξανά και ξανά
ενώ εδώ σμίγουνε στ’ αλήθεια βουνά με βουνά
Σ’ αυτό τον κόσμο τον ακλάδευτο,
είμαι η ρίζα από ένα δέντρο ασάλευτο
Όλο ζωή μα κι όλο θάνατο.
Αυτό κράτα το, είναι η τελευταία φορά.
Προλαβαίνεις να χαθείς ή να σε βρει συμφορά.
Δε μετανιώνω καθόλου για το τσάμπα του κόπου.
Κόβω τα λόγια, όμως, θα σε δικάζω επιτόπου.
Κάθε που ξεμυτίζεις γύρω και ξεγελιέσαι
Θα είμαι εκεί στα σκοτεινά, θα βρω το χρόνο δε βαριέσαι.
Θ’ αφήνω τα όμορφα για λίγο και θα σου έρχομαι
Ενώ οι βλάκες θα νομίζουν πως σε ανέχομαι
Μιας και θα γράφω για πράγματα πιο σοβαρά από σένα
Θα το ξέρουμε δυο μας πως τα μισά θα λέει η πένα.
Τ’ άλλα στο αντάμωμα το ωραίο που χρόνια περιμένω.
Τρίβω τα χέρια μου καμιά φορά, κι ανασαίνω
Τέλος ο χώρος πια για σας απ’ τα τραγούδια μου.
Άρρωστο λίπασμα μακριά απ’ τα λουλούδια μου.
Πάρτε μικρόφωνα και παίξτε σαν καλά παιδάκια
τέρμα λοιπόν οι στίχοι μου για σας πουστράκια.
Καθίστε εκεί, περνάτε ωραία, είστε η κατάρα της σκιάς
μονιασμένοι οι ξεπεσμένοι και μακριά από μας.
Καθίστε εκεί περνάτε ωραία, εγώ ζω τη φταίξη μου.
Ποτέ δεν είχατε ψυχή να ‘ρθείτε λίγο στη θέση μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:29:55 ΜΜ
Ξεπεσμός

Ποτέ δε γειτονέψαμε, χώρια παλέψαμε.
Τα ίδια δε γυρέψαμε, λίγοι αντέξαμε.
Δεν έπαψα να καίγομαι - πόσο το χαίρομαι.
Είμαι low bap και φαίνομαι, δεν υποφέρομαι.

Δρόμε μου αμίλητε, τοπίο μου αγέραστο,
όνειρο απείραχτο, πιοτό μου ακέραστο,
αταίριαστό εγώ μου, μεγάλε ανήφορε,
λεπίδα στομωμένη, τσαμπουκά μου ασύμφορε
σταμάτα το πέταγμα, δεν είσαι γεράκι.
Γύρισε μέσα μου εσύ, δεν κρατάς από τζάκι.
Ξέρεις τον τρόπο, ξέρεις, κι εσύ μοναξιά μου
στεγνώνεις πάνω μου μοναδική αλλαξιά μου,
ταμπουρωμένη στου ήλιου τα ξεχύματα,
μετράς τις μέρες αργά, μετράς τα βήματα.
Στ’ ονειροδιάβα μου φυλάς τα νότα και το νου μου
και το ψέμα του εχθρού μου κάνεις θήκη του σπαθιού μου.
Κι όσοι ψυχομαχούν, δε βρίσκουν να διαλέγουν
κι όσοι έφτασαν παινεύοντας, κατηγορώντας φεύγουν
σα γυμνοσάλιαγκες στη λάσπη κι εγώ χαίρομαι,
δεν υποφέρομαι - είμαι low bap και φαίνομαι.

Ποτέ δε γειτονέψαμε, χώρια παλέψαμε – από τους χορτασμένους.
Τα ίδια δε γυρέψαμε, λίγοι αντέξαμε – καημό στους πικραμένους.
Δεν έπαψα να καίγομαι, πόσο το χαίρομαι – μακριά απ’ τους ξεπεσμένους.
Είμαι low bap και φαίνομαι, δεν υποφέρομαι.

Καλομελέτα, καίγεται, βαράει η ντροπή κανόνι,
ντυμένη στα βελούδα της και μ’ ύφος που θαμπώνει.
Αμαχητί παρέδωσε όλα τα φισεκλίκια
κι απ’ τον εξώστη κλαψουρίζουνε φτυσμένα πιτσιρίκια.
Πιο κάτω οι μωρόπιστοι τρέμουν μπουζουριασμένοι.
Ψάχνουν τα λόγια οι αρχηγοί με τη βλακεία ζωσμένοι.
Μα το δέντρο ό,τι κι αν γίνει στη ρίζα του υπακούει
και ‘γω που πάντα είμαι εδώ - τι άσχημο χούι!
Για την αφόρητη σιωπή ξέρεις τι φταίει,
Ρε, συ ούτε ένα αρσενικό - χιλιάδες νοματαίοι.
Ρε όλοι φιμωμένοι, δεμένοι και σκισμένοι
και ξεσπούν απάνω τους οι πολυκαιρισμένοι.

Μη σκιάζεσαι, ποτέ δε γειτονέψαμε,
μη ντρέπεσαι ποτέ, τα ίδια δε γυρέψαμε.
Πέρασες ξυστά κι απ’ την αλήθεια κι απ’ το ψέμα
κι απ’ την αρχή καμάρωνες προτού να δεις το τέρμα.
Ξεφούρνιζες βλαστήμιες σε κλεμμένα ταψιά
και πάντα έτρωγες κρυφά απ’ αλλουνού τη χαψιά.
Πέντε λεπτά ανάταση, βουή και λίγος σάλος.
Ο μέρμηγκας στην τρύπα του είναι άρχοντας μεγάλος.
Ρε, πόσο σε ζηλεύουνε όλοι οι ξεπαστρεμένοι.
Μπαίνουν στεγνοί στα πράγματα και βγαίνουν μουσκεμένοι.
Ψελλίζουν και τρεκλίζουνε για τη ζωή τη σκρόφα
που νοιάζεται για κείνους που είναι από άλλη στόφα.
Και που ‘σαι, αυτό το λυσσασμένο στόμα
όσα έλεγε για σένα εχθές, θα λέει για χρόνια ακόμα,
περαμιώτικα, έτσι, χωρίς ίχνος σεβασμού
για  όσους χαρίστηκαν του ξεπεσμού.  

Καλοδέχεται η ζωή τους χορτασμένους
που ροκανίζουν ένα σάπιο διαβολόξυλο
κι η μουγκαμάρα τραβάει τους ξεπεσμένους
στο λάκκο της, γιατί αγριεύουν το παλιόσκυλο
που φυλάει το τεφτέρι με τα αχάλαστα
και ετοιμάζει την κοσμογυρισιά τους,
μα θα γυρίσει για τα ψευτοαδάμαστα –  
δεν αντέχει την ατιμωρησιά τους.


Ένας λιγότερος
Τράβα το δρόμο σου, παίξε το ρόλο σου
κι αφού ρισκάρεις τα όμορφα φτύσε τον κόρφο σου.
Κράτα το φόβο από τις νύχτες σου τις άυπνες για γούρι,
κρυφοκαμάρωνε που σου ‘τυχε το κελεπούρι.
Κι αφού έτσι τα μετράς, έτσι θα ‘ρθούν μπροστά σου
λειψά κι αταίριαστα όλα κοντά σου - περαστικά σου.
Αφού νοιάζεσαι πιότερο, ήδη ζεις το χειρότερο,
έχεις βρει της ζωής τον σκοπό ήδη τον απώτερο.
Λίγο μυστήριο του βλάκα το ελιξίριο
κι είναι σαν χαμστεράκι μες στη γυάλα στο εργαστήριο
που καλοτρέφεται, το ξεγελάνε και βολεύεται,
φτιάχνει τον κόσμο μια σταλιά και παύει να ονειρεύεται.
Σκάσε και ζήσε το, μοιάζει με ανεμοπύρωμα
που αν είσαι τυχερός, πεθαίνεις σύντομα.
Αν όχι γάμα τα, ούτε θα μάθεις το γιατί.
Ένας βλάκας λιγότερος – ζήτω η ζωή.

Είχες αντίβαρο πολλούς που σε νοιαζόντουσαν,
παρά τα χάλια σου τα δύσκολα μαζί σου μοιραζόντουσαν.
Κι είχες μισήσει κι εμένα που σου τα ‘χωνα.
τώρα σε δέσανε οι τύψεις σου γερά πισθάγκωνα.
Κι ούτε τη θηλιά δε φτάνεις μοναχός να περάσεις.
Δυστυχώς για όλους και για σένα θα γεράσεις
κι όσα περάσεις ούτε κουράγιο να τα πεις
κι όσα ξεράσεις, αν προλάβεις - ριπές ντροπής.
Γλέντια τρικούβερτα, φωνές δυνατές, μελάτα νιάτα,
κουτοπονηρέματα, ψευτιές, κακά μαντάτα,
δε λέει τίποτα που με το ζόρι εδώ είσαι ακόμα,
κάποιος σου βαλε από τον τάφο σου στη τσέπη χώμα.
Α ρε, και να ‘ξερες, γιατί, μαλάκα αν ξέρεις,
και το κακό που σου ‘λαχε τριγύρω μας το φέρεις,
θ’ αλλάξω τίτλο στο έργο αυτό το γαμημένο απ’ την αρχή.
Ένας προδότης λιγότερος – ζήτω η ζωή.

Μα αν όλα αυτά τα κάνεις κατά λάθος
παρασυρμένος απ’ του έρωτα το πάθος,
όταν ξελαμπικάρεις τρέχα και ζήτα τις συγνώμες σου
από τ’ αδέρφια σου που λούστηκαν τις βρώμες σου.
Κι αν σ’ αγαπάνε κι αντέχουν φτύστε τ’ αναποδιασμένα,
ίσως πιστεύετε το «περασμένα ξεχασμένα».
Τότε, ίσως πείτε αγκαλιά με μια φωνή,
ένας μαλάκας λιγότερος – ζήτω η ζωή.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:30:20 ΜΜ
Μεγάλα Μαύρα Ράσα

Θου κύριε το στόματί μου…
Ήρθα μόνος μου δεν ήρθε το καλό μαζί μου
τριαντοχτώ περίπου χρόνια αξομολόγητος
βαπτισμένος με το ζόρι κι ασυγχώρητος
Από παιδί με πιάνανε στην εκκλησία στα πράσα
που φωτιά ήθελα να βάλω στου παπά τα ράσα.
Είχαμε σχέδιο για το παγκάρι του προφήτη Ηλία
να το σπάσουμε έξω απ’ το σχολειό να πάρουμε βιβλία.
Όμως, μας έπιασε η κουφάλα η παπαδιά
που έκλεβε πρόσφορα κρυφά μες στην ποδιά
και το κρυφόκανε με τον δεξιό τον ψάλτη
που εκείνος τα ‘χε και με τον καντηλανάφτη.
Εντάξει,  εγώ ήμουνα απ’ άλλη ενορία,
στην εκκλησία μας δρούσε άλλη συμμορία
παιδεραστίας και υπέρ ανεγέρσεως του ναού
νταβατζιλίκι σ’ άλλο ένα σπίτι του θεού.
Τις μυροφόρες θυμάμαι πίσω απ ‘τα στασίδια
να προσεύχονται να βρέξει ο ουρανός (αρ..ια)
Μ’ αυτά και μ’ άλλα με πήρανε τα χρόνια
μέχρι που είδα παπά στο γάμο μου ρε σαν τα χιόνια
κι ευτυχώς που μου έδωσε τις ευλογίες του
χαλάλι τα λεφτά με τις υγείες του.
Κι αφού δεν έκανα ποτέ αίτηση αθανασίας
γουστάρω δήμευση περιουσίας της εκκλησίας.

Μη κρατάτε κακία όμως στο Θεό,
το μαγαζί έχει τρεχάματα είναι πολυεθνικό,
πού να γνωρίζει κι αυτός όλους τους συνεργάτες του
κι αυτός κοιτάει να διώξει το βάρος απ’ τις πλάτες του.
Άλλοι λαμόγια κι άλλοι στην προσευχή ως το βράδυ.
Άλλοι professionals ή στου Μεσαίωνα το σκοτάδι.
Καλά όλα αυτά, αλλά για τα μοναστήρια τους
αλλιώς θ’ ακούνε μια ζωή τα ασιχτήρια τους.
Δεν είναι ο λαός το παιδί για τα θελήματα
έχει τα ζόρια του μύρια προβλήματα
αν μας κυκλώσουν κι οι σκιές με τα μεγάλα μαύρα ράσα
άντε βγάλε από τα μάτια μας τα γράσα.
Και ας τελειώνουμε επιτέλους με τα τάματα
στο κεφάλι μας κρυμμένα όλα τα θαύματα
με τους σάπιους ούτε στιγμή απ’ τη ζωή μας
που μια την έχουμε να ‘ναι δική μας
όσο για το θέμα μου ας το διευθετήσουνε
έτσι για φόρο τιμής ας μ’ αφορίσουνε
κι όταν ψοφήσω μη με διαβάσουνε
οι φίλοι μου οι αριστεροί απ’ τη ζήλια τους να σκάσουνε.

Ω, μεγάλα μαύρα ράσα
Χρυσοί σταυροί και πετραχήλια
Ω, στα μάτια μας τα γράσα
και οι προσευχές στα χείλια.
Ω, μεγάλα μαύρα ράσα σας πληρώνουμε όλοι φέσι
Τον Ιούδα τον μπαγάσα τη δουλειά άφησε στη μέση.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:30:45 ΜΜ
Αν ονειρεύεσαι
 
Αν ονειρεύεσαι του κόσμου τη χαρά όλη για πάρτη σου.
Aν ονειρεύεσαι μια αγάπη τη φορά, βγάζεις το μάτι σου.
Αν ονειρεύεσαι μέρη κρυφά να ξεχνιέσαι και να χάνεσαι.
Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά, αδελφέ μου, μαλάκας πιάνεσαι.
Αν όμως ζεις τις στιγμές και τις στραγγίζεις λιγάκι ακόμη,
τότε η ευτυχία, η ζωή κι ο θάνατος, κοντινοί είναι δρόμοι
για να τους πας περήφανος σιγά - σιγά και περπατώντας.
Και να μη φας τον καιρό σου αδελφέ μου ψευτογελώντας

Βάλε το γέλιο, λοιπόν, πάνω απ’ το ψέμα
σαν μια βελόνα οχτάρα που κεντάει μελάνι στο δέρμα
αυτό που διάλεξες κόντρα στο ριζικό σου
και απ’ την ασχήμια τους κράτα λίγη ομορφιά για μερτικό σου.
Πύρινο βιος σου δυο λέξεις, ζωής ριξιά,
αφού δε ζήλεψες σαν άλλους λουσάτη αλλαξιά
κι αφού δεν χώθηκες σε βρώμικους ψυχοκρυψώνες
έχεις δέσει καλά το ατσάλι με χειμώνες
Τι ονειρεύεσαι, λοιπόν, σαν τους ευχαριστημένους
αυτούς τους άφησε η ξεφτίλα φασκιωμένους
να μουρμουράνε για την πάρτη μας και μόνο,
όταν αγγίξουν οι λεπροί τη φωτιά δεν νοιώθουν πόνο.
Και τον χρόνο τον κουμαντάρουνε αναλόγως
τον ζυμώνουνε χωρίς μαγιά, που λέει ο λόγος,
για να’ χει τη φρεσκάδα του κόντρα στα πολυκαιρισμένα,
στα πανιασμένα και τα ξεχαρβαλωμένα.
Γι’ αυτό σου λέω, τί ζηλεύεις, τί ονειρεύεσαι
Τα ‘χεις μπροστά σου, ζήσε, τί παιδεύεσαι
Αν περιπαίζεις τ’ απλά, είναι σαν να χάνεσαι
αν τα θέλεις όλα, μαλάκας πιάνεσαι.

Κοίτα εκεί έξω, οι δήθεν ασυμβίβαστοι
τάζουν στον διάολο για να μείνουν αρυτίδιαστοι.
Κι όσοι τους βλέπουν στέκουνε συνεπαρμένοι,
άντε ξεχώρισε ποιοι να ‘ναι πιο καημένοι.
Μια γη καμένη από αγάπες και χαρές
απ’ τις φωτεινές ρεκλάμες κάτω λιώνουν ουρές
κι όσα δεν έφτανε η αλεπού τώρα τα φτάνει,
καλά τηνε δασκάλεψε όλο αυτό το ανθρωπομάνι.
Εσύ κοίτα να στραγγίζεις τη ζωή λιγάκι ακόμη.
Η ζωή κι ο θάνατος κοντινοί είναι δρόμοι
κράτα τα όμορφα και σιγοπερπατώντας
και να μη φας τον καιρό ψευτογελώντας

Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά – αν ονειρεύεσαι -        του κόσμου τη χαρά όλη για πάρτη σου
Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά – αν ονειρεύεσαι  -       μια αγάπη τη φορά, βγάζεις το μάτι σου
Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά – αν ονειρεύεσαι  -       μέρη κρυφά να ξεχνιέσαι και να χάνεσαι
Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά – αν ονειρεύεσαι  -       γι’ αυτά μαλάκας πιάνεσαι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:31:09 ΜΜ
ΑΣΤΕΓΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Θυμήθηκα ξανά κάποιον που μου ’χε πει
αν συνηθίσεις την σιωπή σειρά μετά έχει η ντροπή
κι αναρωτιέμαι ξανά πέρα πως θα τα βγάλω
νοιώθω μικρή φωνή σε ταξίδι μεγάλο
που με φλερτάρει η κιθάρα και τα ’χω κάνει μαντάρα
κι όσο μοιάζει απλό τόσο μου μοιάζει κατάρα
αν είναι όσα πω να ταξιδεύουν για πάντα
πρέπει να μοιάζουν τραγούδι, μια άστεγη μπαλάντα.
Στο δικό μας σπιτικό ίδια η χάση με τη φέξη
γυμνή η ψυχή μου έτσι γουστάρω κι όσο αντέξει
φρεσκοξεπλυμένη αγάπη μου ’χει στήσει καρτέρι
δεν φοβάμαι μα λυπάμαι δεν της δίνω το χέρι.
Προτιμώ να γυρίζω στο φεγγάρι και να λέω ευχαριστώ
σε ένα μπουκάλι με αλκοόλ σαράντα τoις εκατό
στην μοναξιά μου να φτιάχνω παραμύθια με κόσμο
να ρίχνω ψίχουλα μη χάσω το δρόμο.
Στην άστεγη μπαλάντα μας κανέναν δεν τρομάζει η φυγή
στα πέτρινά τους χρόνια εμείς μαζεύαμε βροχή
κανέναν πούστη ακόμα δεν κάναμε δώρο στο χώμα
γι’ αυτό με κυνηγάει ένα βρόμικο στόμα.
Σ’ αυτήν εδώ την μπαλάντα οι ανάσες γίνονται ευχές
και μαχαιριές οι ματιές
κι αν δε σου μοιάζει hip hop σαν τα συνηθισμένα,
δεν με νοιάζει εδώ η κιθάρα ρε βαράει για μένα.

Η άστεγη μπαλάντα μας απόψε βρήκε σπίτι
τα κατάφερε καλά έστω και με την τρίτη
Ήρθε να με φιλιώσει κι εγώ τ’ ανέχτηκα
ήρθε να μου θυμίσει πόσο πολύ ξοδεύτηκα
σε τούτη την Hiphopoly που ρίχνει ψέμα βροχή
στους δειλούς μόνο ταιριάζει η φυγή
κι όσο ωραία ήταν η φέξη έτσι θα ‘ναι κι η χάση
με τούτη τη μπαλάντα που μαζί μας θα γεράσει.


Βαράει κι ο χρόνος παρέα, αλλά ποιος τον παίρνει σοβαρά
στο φευγιό μας δεν τον βάζουμε ποτέ σε σειρά
ένα μικρόφωνο δε φτάνει ούτε η κιθάρα περισσεύει
απόψε τα άλλα η ψυχή μας μάλλον δεν τα αποφεύγει.
Κι εσύ μαλάκα που βιάστηκες να χαρείς
μου έδωσες τόσο κουράγιο απ’ το Low Bap να το βρεις
να’ σαι καλά κι έτσι να βιάζεσαι πάντα
κι εγώ θα σου στέλνω πάντα τα άσχημα μαντάτα.
Την προηγούμενη φορά είπαμε να μην νοιαστεί κανείς
αλλά νοιαστήκαν αρκετοί κόντρα της παρακμής
γι’ αυτό για πάρτη τους τα λέμε όλα απόψε
κι αν θες να αφήσεις κακό λιγάκι, κόψε.
Η άστεγη μπαλάντα μας φοβάται πια τους τοίχους
ξέφυγε απ’ τους ήχους, φίλιωσε με τους στίχους
συνήθισε στο κρύο, βαρέθηκε τα αντίο
έφτιαξε το ρεφρέν της και μοιράστηκε στα δύο.

Η άστεγη μπαλάντα μας απόψε βρήκε σπίτι
τα κατάφερε καλά έστω και με την τρίτη
Ήρθε να με φιλιώσει κι εγώ τ’ ανέχτηκα
ήρθε να μου θυμίσει πόσο πολύ ξοδεύτηκα
σε τούτη τη Hiphopoly που ρίχνει ψέμα βροχή
στους δειλούς μόνο ταιριάζει η φυγή
κι όσο ωραία ήταν η φέξη έτσι θα ‘ναι κι η χάση
με τούτη τη μπαλάντα που μαζί μας θα γεράσει.


Μας άφησε πολλά, ενώ είχε τάξει λίγα
μας έδειξε πατρίδα μα έκανα πως δεν είδα
έφυγε σαν γουλιά μα μου ’χει αφήσει τ’ άρωμά της
χάθηκε μακριά μα ακούω ακόμα την καρδιά της.
Εγώ της είχα πει αν θέλει να μείνει στην ψυχή μου
για πάντα μα εκείνη γέλασε μαζί μου
μου ’πε ευχαριστώ κι ένα όχι ευγενικά
και πως ποτέ από φτωχούς δεν παίρνει δανεικά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:31:32 ΜΜ
“Golden Triangle” – Skitz
Y’ know when you walk in a dance, right? -  and the Beat Line pushes the air out of your lings, the low end causes goose bumps and makes the hair on the back of your neck stand up. That’s the feeling I’m talking about. That’s what I’ m trying to explain. It’s all about the fat controller, the soundman, aka the deejay he runs tings he brings the vibes. As practised by many, mastered by few and this is personal view as seen through my eyes. Call it the Daddy Skitz experience. You know what, let me take you back… For me it was always about revolutionary music … punk rock, to roots reggae to rap. Jamaica, New York, London. Call it the Golden Triangle. From Kool Herc to Coxone  Dodd to the Wildbunch underneath Templeheads station! That was wicked. The sound system reigned supreme. The vibe was electric, the bass was heavy and the dance was charged. You know what, King Tubby used to set up tweeters in the trees, he used to frick people out, Flash was cutting two copies of Disco 12’’s, and “Wildstyle” inspired a generation of the UK to take up the hip hop arts. I was one of the many. I got hooked. Inspired by the Zulu Nation and Dusty Reggae 45s. Pause button mixtapes, Early Milo, Mike Alliens Capital rap show, freestyle 85’, it was all about Blacked out Breaks, Dub plates and sweet smelling acetates. A house of Ganza mist, low ceilinged blues party vibes, condensation, dripping, thumping button end, y’ know warehouse tings, - family function, Soul II Soul, Jah Shaka to the Death mix throwdown, Kool Dj Red Alert to Billy Business, it’s a feeling hard to express but wicked to experience. How can I put it….it’s like, you know what, this Dj is fuckin’ heavy y’ know…Corin, I’m staying, … I’ don’t care, go home, and get a nightbus, from the Full Cycle crew down to Jazzy Jeff to Manassem the Level, to the Tunnel Opium Gardens to Rawganics, down to Kung Fu, students, ghetto celebs, the whole of Hackney is in here tonight and y’ know what, the Dj’s tight, it feels right.  We don’t need no water, bring me another JD and coke bruv. We on fire tonight. It’ s all about now. Fuck work in the morning. Bullwackies, Clappers, Jammys, Boogie Down Productions, the Demon Boyz, thru to Kardinal, Sizzla, Dirty Boy Skeme, Luda, Dynamite Mc and Sway d’ Safo! I love this shit. Lowlife to Lowbap. Words can’t express it – you have to feel it deep inside, you can juggle crab, flair, all that shit, but trust me, if you ‘re not getting them goose bumps when the baseline thumps you’re missing something, you ain’t seeing what I’m seeing, you ain’t standing where I’m standing… Sling Teng to the Salsa Riddim, Nasir Jones to Council Estate of Mind, lighters, airhorns, hands in the Air. When I say Dj  u say … Heavy… Yes!
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:31:51 ΜΜ
Στη Ρότα της Φωτιάς


Ναι, να χεις το νου σου να μετράς συνέχεια τα σημάδια του ουρανού σου
Ναι, να χεις το νου σου να μην πνιγείς ποτέ μες στους λυγμούς σου
Ναι, να χεις το νου σου να στρώσεις μοναχός σου το δρόμο του χαμού σου
Ναι, να χεις το νου σου, βάλε σημάδι ένα αστέρι του ουρανού σου.

Από τα μέρη σας αδέρφια τα υγρά και σκοτεινά,
φτάνουν στα μέρη μας λόγια δυο φορές πιο φωτεινά
από τον ήλιο τον αιώνιο της χαράς δυνάστη
που αγκαλιάζει τα κουφάρια μας στο κλείνον άστυ.
Mα κάπου εδώ στα δυτικά σ’ ένα μικρό λιμάνι
απαγκιάζει η αρμάδα μας μετά από κάθε σεργιάνι
λίγο να γιάνει και σαν γλυκάνουν οι καιροί θα ξεμπουκάρει
φάτσα στ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Ρότα γνωστή απ’ τη Μεσόγειο στη Σκοτία
τίγκα τ’ αμπάρια μας από ατσάλι και φωτιά
για τη μεγάλη νύχτα και τον αβέβαιο σκοπό μας
ακολουθώντας τα σημάδια από τον ξάστερο ουρανό μας
μ’ όλο το βιος μας και τα συμπράγκαλά μας
μήπως και το αύριο δεν πάει με τα νερά μας.
Μα θ’ ανταμώσουμε κι ας είναι τα πανιά βαριά
γιατί η φωνή μας κάνει τον κόσμο μια οργιά.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:32:07 ΜΜ
IB+ / Untitled

….Κάνεις καλά, αδερφέ μου, που βάζεις σε σειρά τη σκέψη σου.
Φτιάξε τα όχι σου απέναντι απ’ τα πρέπει σου.
Κράτα τη θετική σου ενέργεια για το αύριο,
έτσι κι αλλιώς, στα μέρη σου μοιάζει το μέλλον μακάβριο.
Και μη βαρυγκωμάς απ’ τα τριάντα σου,
ενώ το άγχος σου φτιάχνει τον ανδριάντα σου,
αφού γουστάρεις να το πας σεμνά - άντε πάνε το.
Μα εγώ μετράω τη σιωπή σα νόσο επάρατο
Τριανταοχτώ είναι τα δικά μου, πιες στην υγειά μου
κι ακόμα η τρέλα γυροβολά τα λογικά μου
ίδια όπως τότε το ’83 ή το ’93
που με το τίποτα σκάρωνα τη «Διαμαρτυρία».
Κι η τιμωρία, συνεχίζω να ξοδεύομαι.
Βρήκα πολλούς να τους τα πω και το παινεύομαι
κι όσο θεριεύομαι, τόσο γουστάρω
κι αν μου χρωστάει η ζωή θα της τα πάρω….
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:32:31 ΜΜ
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΙΩΠΗΣ
Ανοίγει η αυλαία και ένα φως σ' ακολουθεί όπου κι αν πας
σηκώνεις το κεφάλι προς τα εδώ δειλά κοιτάς
μαριονέτα σε χέρια που και εκείνα τρέμουν από ντροπή
και είναι χαμένο το κοινό παντού σιωπή
Το στόμα σου κρεμάει θέλει λίγο να μιλήσει κι αυτό
μπερδεύεται και αρχίζει με ένα ευχαριστώ
λάθος μεγάλο, μα δε σ' ακούσαν ευτυχώς
ψάχνεις να πεις κάτι καλό όσο ακόμα είναι καιρός
Μα τα χέρια σε τραβάνε απ' τα σχοινιά για να χορέψεις
κοιτάς χαζά μα είναι αρχή θα το χωνέψεις
πως δε γουστάρει ο θιασάρχης να μιλάς
κανονικά πρέπει να είσαι ασορτί στα σκηνικά
Να δίνεις γέλιο και εισιτήρια πολλά
να μη σε νοιάζει αν τα λες όλα καλά
έτσι κι αλλιώς δε θα σ' ακούσουνε ποτέ ό,τι κι αν πείς
δίνεις παράσταση σιωπής.

Τελικά θα συνηθίσεις και εσύ με το καλό
θα σου ποτίζουνε τα φώτα και η σκηνή ρε το μυαλό
θα σου παίζει η ορχήστρα μουσική
και θα τη δεις και εσύ μεγάλος πρωταγωνιστής
Δίπλα σε κούκλες από κούτσουρο παλιό
θα καμαρώνεις πιο πολύ που είσαι φτιαγμένη από φελλό
και θα ξεχνάς ό,τι σου λεν τα αφεντικά να μη μιλάς
θα ' σαι καλά φτιασιδωμένος φραμπαλάς.
Μετράν μονάχα τα εφφέ στη σκηνή όταν βρεθείς
και μη σε νοιάζει πια καθόλου τι θα πεις
λίγο καιρό έχεις ακόμα πριν καείς και γλέντησέ το
ρίξε ότι σου έμεινε καλό και πάτησέ το
Ξέχνα και εμάς που μπορούμε και μιλάμε
οι πιο πολλοί και οι πιο καλοί τα παρατάμε
γιατί δεν παίξαμε ποτέ λόγο τιμής
σε παράσταση σιωπής.
Μάθε να χορεύεις κρεμασμένος σε σκοινιά
γιατί εκεί όταν θα παλιώσεις θα σε ρίξουν στη φωτιά
μάθε να λες το ευχαριστώ, κατάπιε το σκασμό
δεν έχεις στο παιχνίδι το δικό τους σεβασμό.
Μονάχα φράγκα και όλα τα άλλα περιττά
έτσι κι αλλιώς ανάγκη λίγοι έχουνε λεει για όλα αυτά
και όχι από σένα δεν έχεις τίποτα να πεις
δίνεις παράσταση σιωπής.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:32:54 ΜΜ
Είναι όλα όμορφα πια (Part 2)

Είναι όλα όμορφα πια και μπορούν
όσοι αγαπούν το Lowbap στη φωτιά του να καίγονται.
Είναι όλα όμορφα πια, έφτασε η μέρα.
Είναι όλα όμορφα πια κι όσοι βρουν
την ουσία, απλά θα το ζουν, θα το χαίρονται
κι αν δε γουστάρεις, ρε, τράβα γαμήσου πιο πέρα.

Μακάρι να μπορούσα να σας ανεβάσω πάνω στη σκηνή,
να σας μπολιάσω απ’ την δικιά μου υπομονή.
Ένα εικοσάστιχο πώς να περιγράψει ό,τι έχει αλλάξει
να πειράξει τη βολή, αν έχει μέσα σας λουφάξει.
Εντάξει – αν με ακούτε μάλλον ξέρετε,
ποιος είναι Low bap, ποιος χαίρεται, ποιος ντρέπεται,
ποιος κλαίγεται και ποιος ακόμα πολεμάει,
ποιος ραπάρει στο μικρόφωνο όλα αυτά που περνάει.
Να γιατί μου μοιάζουν όλα όμορφα,
γιατί όλοι τραγουδάμε ρεφρέν που κάποιος έγραψε ανορθόγραφα,
γιατί το «απ’ την Κρήτη στον Έβρο» δεν είναι πια απλή ατάκα
και δεν γράφω για τον κάθε μαλάκα.
Γιατί μας νοιάζουνε τα λόγια, όχι η μούρη του Brak,  
γιατί το εξώφυλλο ακολουθούν οι στίχοι του Sabac,
γιατί ο Rodney νοιώθει το Low Bap δικό του
και τώρα πια ραπάρει για την πίστη στον εαυτό του.
Γιατί κάναμε το Πέραμα - Λονδίνο, δύο βήματα,
χωρίς μανατζερέους, μεσάζοντες και χρήματα,
γιατί για όλα όσα έκανα δεν τα μετανιώνω
κι αφού είμαι πάλι εδώ, απλά διαπιστώνω πως…

…Είναι όλα όμορφα πια και μπορούν
όσοι αγαπούν το Lowbap στη φωτιά του να καίγονται.
Είναι όλα όμορφα πια, έφτασε η μέρα.
Είναι όλα όμορφα πια κι όσοι βρουν
την ουσία, απλά θα το ζουν θα το χαίρονται
κι αν δε γουστάρεις, ρε, τράβα γαμήσου πιο πέρα.

Είναι όλα όμορφα, όμορφα, όμορφα πια
για όσους βάζουν το κεφάλι ακόμα μες στη φωτιά,
για όλους εμάς που η Fiera πήρε αγκαλιά κι από κανένα τελειωμένο δε σηκώνω μιλιά,
και στα πουστράκια φιλιά, τα καινούρια τα παλιά
ή τα πρώην τα δικά μας όλα μια αγκαλιά.
Μακριά από μας, μακριά από μας
κοίτα τ’ απόνερα και βούλωσέ το πια, μη μιλάς
κι αν δεν ντρέπεσαι για τη Low bap καταγωγή σου,
ντρεπόμαστε όλοι εμείς για όσα περάσαμε μαζί σου.
Βρε, αϊ γαμήσου, εσύ και οι τώρα κολλητοί σου.
Στο κούτελο σημάδι θα ‘χεις πάντα τη ντροπή σου,
δειλό αγόρι και το μελάνι στο κεντήσαν με το ζόρι,
τώρα σε σπρώχνουνε στην πιάτσα οι εμπόροι.
Τα πουστροκάναλα όλα για πάρτη σου,
κρυφοί καημοί ξεβγαλμένοι απ’ το κουφάρι σου,
για ν’ αποδείξεις και να λέει όλη ετούτη η φάρα
ποτέ δεν ήταν Active Μember η πουστάρα
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:33:54 ΜΜ
Απέναντί μου

Καλώς σε βρήκα, πάλι όπλο μου ασημένιο!
Ίδιο μου μοιάζεις και ακόμα έχεις χρεωμένο
ό,τι κι αν πω πατάω στα λόγια τους για να τους τα γυρίσω
να τα ακούσουν όλοι όσοι από νωρίς ‘κάναν πίσω.
Έχω ν’ αρχίσω πολλά, ξέρω το δρόμο μου
δεν είμαι εδώ για να περνάω απλά το χρόνο μου.
Μέσα στη μπόρα έχω αφήσει όσα δε θέλω και δε δέχομαι,
αυτή τη φορά μόνος δεν έρχομαι
Στέκομαι εδώ μικρός μπελάς κι ανάξιος για σένα,
μ’ όσα σου μοιάζουν ψέμα φτιαγμένο από μένα.
Έδωσα τόπο στην οργή σου χάρισα γλυκιά πνοή,
σέρνω μαζί μου μια κατάρα και μια ευχή.
Έχω να νιώσω καιρό σα στοιχειό ποταμίσιο,
αιρετικός κομπλεξικός μ’ έναν αέρα βουνίσιο
κάνω δικά μου όσα δε βλέπεις μικροπράγματα,
βάζω φωτιά σ’ όσα μου δίνεις ανταλλάγματα.
Ακόμα στήνω οδοφράγματα αδιάκριτα κι ανάκατα
στη ρότα όλων εκείνων που δεν κοίταξαν κατάματα
τα πάντα που ζούμε απολαμβάνουνε το τίποτα.
Απέναντί μου έχω αινίγματα
δίπλα μου έχω τα πάντα και το lowbap για πυξίδα
μ’ όσους το ζούνε εδώ δένω τα χέρια αλυσίδα
όσοι κάνανε τα πάντα για να μη με δουν μπροστά τους
θα φροντίσω να έρθει η σειρά τους.
Εγώ θα ρίξω μαύρη πέτρα σ’ όσους πρωτάκουσα
θα δώσω τόπο στην οργή και μια φορά θα μιλήσω κι ας άργησα
θ’ ανοίξω χώρο στο μυαλό μου
θα κλέψω χρόνο για το καλό μου.
Δεν προσκυνάω θεό ούτε και δαίμονα,
δε θα σηκώσω σημαία παρά μονάχα κεφάλι, έντονα,
δε θα χαρίσω ούτε θα πάρω ζωή
κρυφά κι ανέντιμα τα καλά ποτέ δε βρήκα έτοιμα.
Ούτε μ’ ένοιαξε ν’ ακολουθήσω χνάρια
όπου οι άλλοι ορθώνουνε τοίχους εγώ γκρεμίζω ντουβάρια.
Ατσάλι 440, ακόνισέ το,
όσο εύκολα άκουγες τους άλλους να σου λένε για τσιμέντο.
Για μαζέψου έχω έναν κόσμο εκεί έξω
που δεν μπορώ να τονε μάθω ή να τον αντέξω
τράβα γίνε ένα κομμάτι τους συμβιβασμένο,
απέναντί μου όνειρό κατεστραμμένο.
 Ναι, γιατί μου ήπιε το νερό
και τώρα έστησα χορό σ’ ένα τοπίο ξερό
γιορτάζω κάθε μου μέρα σα να ‘ναι αργία
και διεκδικώ τη θέση μου συνέχεια στην ιστορία.
Λύσε μου μόνο αυτή την ίδια που έχω χρόνια απορία
για ένα τίποτα που κάνει φασαρία.
Δε με σκιάζουνε δαιμόνια, διαβόλοι και θηρία
μόνο αυτοί που φακελώνουνε ζωή σαν αγγαρεία.
Εγώ γουστάρω να με χώνουνε σε λίστες οι φλώροι
και να κοιμάμαι αν με ξυπνάνε με το ζόρι.
Δίνω τροφή σ’ όσους ακούσανε, περάσανε και τρέξανε,
σταθήκανε για λίγο και τα μαζέψανε,
ο επιμένων νικά κι επιμένω στα ωραία
δε με νοιάζει αν είμαι μόνος ή αν έχω παρέα
στο Πέρασμα, απ’ το Πέραμα κομμάτι απ’ τη ζωή μου
δε με σκιάζει ό,τι κι αν είναι απέναντι μου.

Απέναντί μου,
ψυχή μικρή μου,
μαζί μου
να τους θυμάσαι φωνή μου.
Απέναντί μου, ψυχή μικρή μου,
στέκονται όλα όσα το αίμα μου νερώνουν•
βαλτώνουν σε μεταξένιο βάλτο
κι εγώ τραβιέμαι πιο κάτω
Μαζί μου να τους θυμάσαι φωνή μου
όσοι σε φτύσαν σε καιρούς φοβισμένους,
-τους καημένους- έχουνε χάσει τα ίδια με μένα• όλα χαμένα.
Πετσί μου, είσαι το μόνο βιβλίο
που ψέματα δε λέει και καίει
Παιδί μου, βρες κουράγιο και ζήσε
άνοιξ’ το κόρφο σου διάπλατα και φτύσε.
Που είσαι βαριά σπορά μου
Μη ζηλέψεις γιορτή και χαρά μου,
κοντά μου σκιά μου,
γριά ζαλισμένη,
θα πεθάνεις αν θα μείνεις σκυμμένη
φωτιά μου, πέρασμά μου…
φωτιά μου, πέρασμά μου…
φωτιά μου, πέρασμά μου…
φωτιά μου, πέρασμά μου…
φωτιά μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:34:39 ΜΜ
Μη με ρωτάτε

Μη με ρωτάτε ρε, παραμερίστε κι απολαύστε τα όμορφα,
τ’ απλά, τα πηγαία, τα πιστά, τα ομοιόμορφα κι ιδιόμορφα
λόγια και χρώματα, ζωής αρώματα
που θηλυκώσανε στο δρόμο, και τα χώματα
αυλακώσανε, φεγγάρια κι ήλιοι μας κακιώσανε
σκιές προδώσανε, ψυχές αχόρταγες μπουκώσανε
και το βουλώσανε γλώσσες μυρμηγκιασμένες,
χαρακωμένες, άρρωστές κι απ’ το φαρμάκι ποτισμένες.
Νιώστε αλλιώς θα ‘στε πάντα φοβισμένοι,
άλλοι στο τίποτα ελεύθεροι, εμείς στα πάντα εγκλωβισμένοι
πυρωμένοι, δρόμικοι, χιλιοψαγμένοι,
ετοιμοπόλεμοι σαν πρώτη ανάσα αφημένη,
ταξιδεμένοι – ναι – καλοταξιδεμένοι
αυτό που αρνήθηκαν πολλοί δειλοί, αυτό μας μένει
και μας πηγαίνει πρίμα ρίμα τη ρίμα
αν σώθηκαν έτσι όλοι αυτοί μακάρι να ‘μαι θύμα.
Θα το γουστάρω, θα φτιάξω μόνος τη ζημιά μου
κανόνας πρώτος στην αλήτικη κληρονομιά μου.
Όσο κι αν καίει,  να το κρατάω το λεπίδι
γι’ αυτό μη με ρωτάτε αν φτάνουμε, έτσι, μακραίνει το ταξίδι.

Μη με ρωτάτε ρε, μη με ρωτάτε ρε
μονάχα νιώστε αλλιώς, θα ‘στε πάντα φοβισμένοι.
Μη με ρωτάτε ρε, μη με ρωτάτε ρε
άλλοι στο τίποτα ελεύθεροι, εμείς στα πάντα εγκλωβισμένοι
Μη με ρωτάτε ρε , μη με ρωτάτε ρε
 αν θα πρέπει να πατήσω κι εγώ στο σάπιο τους σανίδι
μη με ρωτάτε ρε  – μη με ρωτάτε ρε
μη με ρωτάτε ρε αν φτάνουμε, έτσι μακραίνει το ταξίδι.

Μη με ρωτάς, δε βαρέθηκες να χάνεις τη μαγεία,
η φαντασία σου κηρύχτηκε σε μόνιμη αργία
η απροθυμία ακατοίκητο κεφάλι όλο ερωτήσεις
που σώνει και καλά θέλει τις απαντήσεις
τι θα κερδίσεις πάντα θα ξέρεις λιγότερα από κάποιους
και πάντα θα ‘σαι ένα βήμα από τους σάπιους
κι όσοι το ζούνε πάντα ψεύτη θα σε βγάζουνε
και πριν το αγγίξεις, χίλιες φορές θα τα μοιράζουνε.
Νιώσε και ζήσε, στην περιέργεια βάλε τελεία,
πριν σε βουλιάξει στα σκατά η αμφιβολία.
Μη με ρωτάς σου λέω,  μη με ρωτάς
αλήθεια ή ψέμα αν θα σου πω, σα χαζός θα με κοιτάς.
Δε πήρες μάθημα απ’ τους βλάκες και τα ξεφωνητά τους
που με χολή βρήκαν την ταυτότητά τους.
Αυτή είναι η χαρά τους, πουτάνα κι αδιόρθωτη
που δεν πλαγιάζουν μαζί της οι ασυμμόρφωτοι,
γι’ αυτό κάθε θαυμαστικό και κάθε ερωτηματικό
γίνεται στα όμορφα θανατικό.
Λοιπόν, τραβήξου από το σάπιο τους σανίδι,
και μη ρωτάς αν φτάνουμε, έτσι, μακραίνει το ταξίδι.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:35:06 ΜΜ
Μη νοιαστεί κανείς (part 2)

Ρε, αλήθεια λέω, μη νοιαστεί κανείς
μετά από τόσα και δεν τραβηχτήκαμε εμείς
για να το κάνουμε μονάχοι πιο πέρα,
αφού εδώ ανάσαινε η ψυχή μας αέρα.
Κάπου στους μύθους του βάλτου είχαμε μείνει εμείς,
τότε που νοιώθαμε κομμάτι κι εμείς της παρακμής.
Η ψυχή μας, τώρα ξέρω, ότι έπιασε τόπο
κι ό,τι άξιζε ρε φίλε τον κόπο.
Εδώ είναι το low bap που ονειρευόμουνα παλιά
κι ευτυχώς βουτάει τη ζωή απ’ τα μαλλιά
και τη βάζει μπροστά μας να ραπάρει
- άλλοι φωνάξανε τον διάολο να τους πάρει.
Ύστερα – μέρες παράξενες μέρες θαυμάσιες μέρες
«Καλώς ήρθες» στον τόπο μου και στις φοβέρες
«Κάπου εδώ», «Φύλακας άγγελος», «Δε θα με βρεις»,
«Μηδέν», «Που είσαι», «Πες μου», «Τώρα είστε ελεύθεροι και εσείς».
Μετά στο Πέρασμα του αιώνιου κόμβου,
«Στον καιρό του αλλόκοτου φόβου»
σε κρυφές κοιλάδες και τρελά περάσματα,
τσάμπα οι στίχοι μου και τα μοιράσματα.
«Που με πας», «μείνε εκεί», «ψέμα μου», «βλακόστρωτο»,
«Θα ‘θελα να ‘μουν» «παιδί γητεμένο» ακλόνητο
«επιστρέφει η σιωπή», «καλά κρασιά» ξανά
κάποιοι όμως το ‘δαν να ‘ρχεται σαν τα ψηλά βουνά.
Έτσι θα χει το τέλος αυτό που του αξίζει
κι όσο μπορεί τη ζωή θα στραγγίζει
και θα κρατήσει όσο γουστάρουμε εμείς,
δε θα χαθεί, έτσι σε πείσμα της παρακμής.

Ρε μη νοιαστεί κανείς, αν θα χαθούμε εμείς,
μαγκιά τους μπράβο της παρακμής
Μη λυπηθεί κανείς, στον κόσμο μας εμείς
Κι εσύ μαλάκα βιάστηκες να χαρείς

Φτάσαμε τότε αισίως κάπου στο 2002
και στο πλευρό μου σταθήκαν άλλοι δύο.
Η Sadahzinia που για τα καλά το ζούσε απ’ την αρχή
κι ο Dj Booker στα πλατό, νέα εποχή.
Πέρασμα καλό στην άκρη του ονείρου μας
και πήραν πούλο «οι αχθοφόροι των ονείρων μας»
μπερδέψαν κόσμο πολύ και βλάκες σύρανε
κρυφολουστήκανε όμως μ’ όλα αυτά που φτύνανε
κοίτα πως γίνανε βρε γάμησέ τους
ή αν είσαι ίδιος τους απόλαυσέ τους
σε μια καινούρια παράσταση σιωπής
με λόγια και μουσικές περιωπής.
Ύστερα κι αφού πήραμε φρέσκο αέρα
ήρθε και μας αντάμωσε η «Fiera»,
«αύριο», «πάει καιρός» και «άσμα υποταγής»
«μια ιστορία απ’ της φωτιάς τα μέρη» βρήκες καταγής.
Κι όμως έμεινες κοντά μας - να ‘σαι καλά
ήρθαν και πρόσωπα καινούρια πολλά
κι είναι όλα όμορφα πια,
σπουδαία και μεγάλα
κι από τις έντεκα του Οκτώβρη, πάμε γι’ άλλα.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:35:43 ΜΜ
no man’s land

It’s been a long time we shouldn’t have left you
Riddim Killa, lowbap that’s the best crews
I know I’ m guilty of the sins that the flesh do
But I give thanks ‘cause I recognize I ‘m blessed too
Like god blessed my gang
And knowing I’m the son of my mother is knowing I’m a proud man
Have to make moves set up a plan
Me I own my destiny, but I know no man can own the land
or own the air these days we know fear
as we consolidate but don’t wanna share
I want ya listen me clear
In these time’s when life is cheap
With the masses of the people asleep
What you saw you reap
Rodney P in the mud with dirty hands
Me and Foxmoor link up and work the land
So over stand the lesson and the styles we brang
This is no man’s land, ‘cause it’s everybody’s land

  (There’s always been a path in no man’s land)
Το μονοπάτι αυτό που χάραξε ο καιρός
με βγάζει πάντα στη γη του κανενός
(It took me all around from where I stand)
But, you know we’re never far from home
We’re universal and always in the zone ya know
(There’s always been a path in no man’s land)
Στάσου ψηλά, πάρα κουράγιο, κοίτα μπρος
δες τα ωραία στη γη του κανενός
(It took me all around from where I stand)
As we move amongst the moon and stars
We give thanks for this planet of ours.
We stay blessed.

Πάει καιρός πολύ καιρός στη γη του κανενός,
που τα είδα όλα μες στη λάσπη και στο φως.
Είδα τ’ απίθανα τα πιο όμορφα, όμως, τα ‘κανα χάρτη•
μ’ οδήγησαν στης ζωής το πονηρό το μονοπάτι.
Κανένα άχτι, ούτε με νοιάξαν οι φευγάτοι
που φωλιάσανε παρέα στης μιζέριας το παλάτι.
Εκεί είναι – νάτοι – τους χαμογέλασε ο ουρανός
κι ενώ κοιτάνε ψηλά, πατάν στη γη του κανενός.
Εμπρός, επιβάλλεται να βλέπω εμπρός
κι ο κακός μου εαυτός είναι ο μόνος μου εχθρός.
Σ’ αυτή τη γη με τα όνειρά τα χιλιοπρόδωμένα,
γιατί ζητάς ξανά από μένα όσα έχεις χρόνια χαμένα.
Κάνε πιο πέρα, κομμένα τα πολλά – πολλά•
αν θέλεις, κράτα την ουσία, τα λίγα και καλά.
Πάτα καλά στο χώμα, κάνε τον ήλιο σώμα κι όρμα,
αυτό τον κόσμο δε τον κέρδισε κανείς ακόμα,
γι’ αυτό όλοι όσοι ξέρουν, κοίτα τριγύρω μας παλεύουν,
γιατρεύουν, αντέχουν, μαζεύουν όνειρα, δε ζητιανεύουν.
Δεν υπάρχει αφεντικό• στάσου ψηλά και κοίτα μπρος,
στη γη του κανενός.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:36:02 ΜΜ
ΘΑ ’ΧΩ ΦΥΓΕΙ ΜΑΚΡΙΑ
Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν
πες μου ρε φίλε τότε γιατί οι στιγμές μου με πνίγουν
δεν άπλωσα το χέρι σ’ όσα μ’ είχαν προδώσει
ούτε ζήτησα απ’ το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας
χαρίζαμε ελπίδα ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι’ αλλού όσο τραγουδάνε
κι εσύ ψυχή μου με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω
για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω.
Για ποιόν λαό για ποιόν θεό για ποιους αγώνες
για ποια αδέλφια ποιους χειμώνες ποιες εικόνες
τι να τα κάνω όλα αυτά που φτύσαν πάνω στ’ όνειρό μου
αυτά που αποτελειώσανε το λαβωμένο ξωτικό μου.
Κι όσα με ξενερώναν στο μεθύσι μου πάνω
σας τα κερνάω ξεθυμάνανε τι να τα κάνω
Καρδιά μου άλλαξες χρώμα μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ για μένα μόνο.
Να τελειώνω, δε θέλω από κανέναν γιατρειά,
θέλω να φύγω μακριά.

Βρήκα νερό στο κρασί μου γι’ αυτό δεν πίνω γουλιά
είναι κρυφή η πληγή μου γι’ αυτό δεν βγάζω μιλιά
βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια γι’ αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πριν μου γίνει συνήθεια, θα ’χω φύγει μακριά.

Και πάω στοίχημα από κει δεν θ’ ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές
δεν θα γιορτάζει ο φόβος με τη λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο λυγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω μόνο εγώ για μένα
θα κάνω πλάκα στο αιώνια σοβαρό μου
θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω τη σιωπή για ν’ ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος.
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα
θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ’ ουρανού εκεί πάνω
τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω.
Θα πάρω όμως μαζί μου μια ανάσα φυλακτό
να μη μ’ αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πριν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και ευτυχώς δεν ξεχνάω με τον καιρό
λέω πριν φύγω την πιο κρυφή πληγή μου
να τηνε ‘γειάνω να μην την σέρνω έτσι μαζί μου.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:36:20 ΜΜ
Ετυμηγορία

Σ’ αυτού το κόσμου τα χαλάσματα
λόγια φαντάσματα βαφτίζουν κακό όσους νομίζουνε μιάσματα
πλάνες και θαύματα νιάτα γεράματα
προδότες και ήρωες στάχτες κι ανάμματα
ντροπής άρματα στα χέρια οι πένες,
χαρισμένες στο μηδέν και στη λάσπη βουτηγμένες
φτύνουν για να κλείσουν χαραμάδες και ρήγματα
μήπως γεμίσει ο βόθρος κρίματα, λήμματα, κοίτα τα
της εξουσίας παραπατήματα γουστάρω
αν  σκεφτώ τώρα εκδίκηση θα πάρω
κουφάλες να ζήσουμε ήρθε η σειρά μας
έκανε κύκλο η ντροπή και ξεψυχάει μπροστά μας
χαρά μας το νεκροφίλημα δικό μας να ‘ναι
κι οι ψυχές μας πουλιά πάνω απ’ το λάκκο πετάνε
κοιτάνε δε σκιάζονται και τραγουδάνε κι ας πεινάνε
από το πτώμα σου ντροπή δε θα φάνε.

Αν ξεμακραίνεις από τον κύκλο της ντροπής, τότε φαίνεσαι σ’ όλους πολύ κουρασμένος αν ξεμαθαίνεις το παράξενο τραγούδι της ζωής τότε στ’ αλήθεια είσαι πολύ γελασμένος αν το παράπονο φοράς στο λαιμό σου θηλιά δε θα βρεις ποτέ το μάστορά σου
Αν το βουλώνεις και δε βγάζεις μιλιά χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.

Χάνεις τα λίγα – χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου
Αν το βουλώνεις – αν το βουλώσεις φτάνει στ’ αλήθεια μαλάκα η σειρά σου
Αν ξεμακραίνεις τους κακοφαίνεται αν ξεμακραίνεις κρατάς και κάτι απ’ την καρδιά σου αν δεν αντέξεις  και πνίξεις τη μιλιά σου χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.

Βρήκα την άκρη η ντροπή να μην μπορεί ν’ αντέξει πλάι μου στιγμή
κι απ’ τα σκουλήκια της κανένα να μη βρει ρωγμή
στ’ όνειρό μου το καλύτερο σημείο στο διάβα μου
 που τις ρύμες φτιάχνει λάβα μου
 κι αύρα μου ασπίδα μου και ριζικό μου
απ’ το περίσσεμα το λίγο θα σας δώσω το δικό μου
κουράγιο για το δρόμο κι έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας
με της ψυχής τα λιγοστά υπάρχοντά μας,
χαρά μας το τέρας της ντροπής πεθαίνει
σπαρταράει εδώ κι εκεί βαριανασαίνει
δεν επιμένει το παιχνίδι κάπου εδώ τέλειωσε
το ατσάλι έπεσε μόνο του μες στη φωτιά μας κι έλιωσε
μας ένωσε μας θύμισε απ’ τη βολή να βγούμε
αξιοπρέπεια μας έδωσε να πούμε
πως το τέρας κρίθηκε ένοχο για κλοπή
καταδικάστηκε την ίδια του να καταπιεί ντροπή.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:36:39 ΜΜ
ΚΑΚΙΑ ΣΤΙΓΜΗ (Part 2)

Μες την ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει.
Μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα την μεγάλη.

Μα έλα που το ’δα κι ας ήταν όλοι εκεί πέρα
αυτοί που μπέρδευαν στο σούρουπο, τη νύχτα με την μέρα,
αυτοί που ζητιανεύαν φυλακτό φεγγάρι κι ήλιο
που ψεύτικες κουβέντες μοιραστήκανε με φίλο.
Πήραν των ομματιών τους κι έδεσαν την μοναξιά τους
κάτω απ’ τα πόδια τους να σέρνεται μπροστά τους
για να τη βλέπουν στο μικρό τους το ταξίδι
να σπαρταράει με την ντροπή τους μπροστά τους σαν το φίδι.
Ώσπου πήραν μια βραδιά το πονηρό το μονοπάτι
αφού δεν ξέραν τίποτα κι απλά ζητούσαν κάτι
να τους τρομάζει στην φωτιά να μην ταιριάζει
κι όταν πεθαίνει δυνατά να τους φωνάζει
πως βολεύτηκε κι αυτό με την ξεφτίλα κοντά τους
έτσι κι αλλιώς μαζί πήραν την γκαντεμιά τους.
Κι ό,τι κι αν γίνει, κανέναν δεν σώζεις τύχη
τον κανακάρη σου τώρα γαμάνε οι στίχοι.
 
Θα την πετάξω στο χώμα να νοιώσει την γη,
θα της φορέσω αγκάθια πάνω στην πληγή,
θα της τυλίξω με φλόγες όλο το κορμί,
για να ’μαι μόνος ξανά στην κακιά την στιγμή.

Μα δε βαριέσαι τώρα χτίζουν στην άμμο παλάτια
κι άλλοι τραβάνε στου lowbap τα δύσκολα τα μονοπάτια.
Άλλοι τους φτιάχναν ζωή, τώρα την παίρνουν με δόσεις
κι αν γίνεις σαν κι αυτούς, άντε να ξεχρεώσεις.
Αυτοί όμως που είχαν πει πολλά, τους πνίγουν οι στίχοι,
ψευτοτσαμπουκαλεύονται λιγάκι με την τύχη.
Κοιτάνε από τη μία κι είναι τίγκα στα φώτα,
φαντάζει ωραία, μα όταν τους παίρνουν τα χνώτα
μοιάζει με τη μυρωδιά μιας πόρνης κυριλέ.
Κι οι φωνές τους, θυμίζουνε παιδιά σε χαβαλέ.
Κοίταξαν από δω κι ευτυχώς που δεν τους είδα,
έχουν στο κούτελο, μου ‘παν, του προδότη τη σφραγίδα
κι εκεί στο σκοτάδι χώνονται για το καλό τους.
Ήμουν σίγουρος πως ήτανε γραφτό τους
να μείνουν μόνοι χωρίς μνήμη και τιμή,
να περιμένουν την κακιά τη στιγμή.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:37:02 ΜΜ
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΛΠΟ
Ακούω πολλά να λένε τριγύρω μου τον τελευταίο καιρό
κι αλήθεια άλλο δεν μπορώ
αυτούς τους ειδικούς που μιλάνε για όλα αυτά που εμείς
παλέψαμε να βγάλουμε απ’ το βούρκο της σιωπής.
Και οι αναλύσεις να γίνονται με το σωρό
και όλοι οι δήθεν των media να κρατάνε το χορό
σ’ έναν ρυθμό ακίνδυνο να τους βολεύει
αφού η αλήθεια πάνω τους δε περισσεύει.
Και η γλώσσα η μίζερη εκείνη στα γραπτά
να εξυπηρετεί όσους γράφουν για όλα αυτά
που αλλάζουν κώδικα συνέχεια στο σωστό
και σε κρατάν φυλακισμένο στο γνωστό.
με ένα φόβο φτιαγμένο σαν προσωπικό
γιατί σε θέλουν βίαιο και σπασμωδικό
να μη τολμάς της σκέψης σου τα πρότυπα να φτύσεις
κι αφού γεννάει υποκρισία ο νους σου να τη ζήσεις.
Να φοβάσαι ασήμαντος να μείνεις
να θέλεις δύναμη τα πάντα εσύ να κρίνεις
μια θέση με υπόληψη και να στο αναγνωρίζουν
εκείνοι που στη δύσκολη τη πλάτη σου γυρίζουν.
Μα όλα αυτά είναι πνιγμένα στη βρωμιά
λύση δε βλέπω εγώ καμιά
γι’ αυτούς που η πένα και η οθόνη είναι όπλο
που ζωντανό κρατάνε ακόμα το μεγάλο κόλπο.
 
Άκουσα κάποτε ανθρώπους με αγωνία να μιλάνε
σε καθέναν από μας σα να παρακαλάνε
γι’ αυτή τη μαύρη εποχή του ψεύτικου ουρανού
της κρυφής επιθυμίας και του βιασμού του νου.
Μα η αλήθεια βλέπεις είναι μόνο για ν’ ακούς
δύσκολα περνάει σε αμείλικτους καιρούς
και όλοι αυτοί τείνουν να γίνουν γραφικοί
γιατί κακόμοιρε λαέ εσύ άραξες εκεί
που τονώνουν τη χαμένη τη μαγκιά σου
περνώντας συνεχώς εικόνες ψεύτικες από μπροστά σου
σαν όλα εκείνα που θα ήθελες κρυφά να δεις
σαν όλα εκείνα που να ζήσεις δε μπορείς.
Που επιμελώς το περιτύλιγμα φαντάζει
αυτό είναι ρε που με τρομάζει
και νιώθω τη ζωή μας σαν κουπόνι
που όποιος μαζέψει πιο πολλά τα εξαργυρώνει.
Με όνειρα ζωής και μια θέση μες το κόλπο
μα μη μου δείξετε το τρόπο.
Θέλω να μείνω μακριά και να κοιτάω ψηλά στο φως
για μένα όλα αυτά ακόμα είναι εχθρός.
Πνιγμένος από λάσπη και βρωμιά
λύση δεν ψάχνω εγώ καμιά
αφού υπάρχουνε σωτήρες πολλοί σ’ αυτό το τόπο
που ζωντανό κρατάνε ακόμα το μεγάλο κόλπο.
Τίτλος:
Αποστολή από: vasilis στις Αυγούστου 18, 2007, 07:37:21 ΜΜ
Τότε και τώρα  (Sampleterra mix)

Σε θυμάμαι να τραγουδάς για όσους σκέφτονται,
να γράφεις για όσους αντιστέκονται,
να παίζεις μουσικές κι εμβατήρια,
να φτύνεις αίμα στα κρατητήρια
να φωνάζεις κι από τ’ άδικο να πνίγεσαι,
να πεθαίνεις, ν’ αντέχεις ν’ αγωνίζεσαι,
να ονειρεύεσαι, να ονειρεύεσαι.
Και τώρα να σιωπάς, να πουλάς και να δίνεσαι,
να σαπίζεις, να ξερνάς και ν’ αφήνεσαι,
να κυβερνάς, να χτυπάς, να υποκλίνεσαι,
να κονομάς, να ευλογάς και ν’ αμύνεσαι,
να γράφεις απλώς, να περνάει ο καιρός,
να δικάζεις σα να ‘σαι θεός,
να σιωπάς, να πουλάς και να δίνεσαι,
να σαπίζεις, να ξερνάς και ν’ αφήνεσαι.    
Ρε, τσάμπα πήγανε όλα τραγούδια κι αίμα
ποτίσαν ψέμα
όλα λυγίσανε, κι όλα σαπίσανε,
σ’ όσα αγαπήσανε πάνω τους φτύσανε.
Τσάμπα πήγανε όλα και παραδόθηκαν και μαντρώθηκαν
ήπιανε όλη την εξουσία φάγαν καλά και στυλώθηκαν.
Τώρα βρωμάει σαπίλα και συ - τι ξεφτίλα -
ράβεις όλα τα στόματα, πατάς απάνω στα ίδια μύρια πτώματα
που εσύ πρώτος θρηνούσες, το δίκιο ζητούσες,
στα μάτια τον εχθρό κοιτούσες και του τραγουδούσες.
Πάνε όσα είδες όμορφα. Τώρα κατάλαβες τυχαία πως βρέθηκες,
στο χρόνο δέθηκες, τα πάντα ανέχτηκες,
το βούλωσες δέχτηκες, πάνε όσα ονειρεύτηκες,
αν τα ονειρεύτηκες
τώρα τα ‘χασες όλα αφού…
με την ντροπή μια νύχτα πέρασες,
κι ως το πρωί κοίτα πως γέρασες.
Μες στη σιωπή κοίτα πως κόλλησες
κι αν κάτι πεις, θα πεις πως ξόφλησες.
 
Ναι, ρε τα είδα όλα, πασόκους, φασίστες,
σκυμμένους αρτίστες, μπάτσους, καριερίστες.
Ναι, ρε τα είδα όλα, κι ο κύκλος γυρίζει,
ψοφίμι μυρίζει κι αυτό που σου αξίζει
το ζεις, το αγοράζεις, το τρως, το ψηφίζεις,
το ακούς, το ικετεύεις, το πονάς και το βρίζεις,  
το αγκαλιάζεις, το φτύνεις, στο παιδί σου το αφήνεις,
το γλεντάς, το δικάζεις, στο κελί σου το κλείνεις.
Ναι, ρε τα είδα όλα, και όλα μακριά μου.
Βγαίνω στους δρόμους και σκιάχτους μιλιά μου
η ζωή, η χαρά μου, η φωτιά, στην καρδιά μου ξαναγίναν δικά μου.
Ενώ εσύ, όπου κι αν πας
όλα τα έχασες και ν’ αγαπάς
για πάντα ξέχασες.
Φως στα παλιά, τα περασμένα σου,
σκοτάδι αγκαλιά τα γερασμένα σου.
Με τη ντροπή μια νύχτα πέρασες
και ως το πρωί κοίτα πως γέρασες.
Μες στη σιωπή κοίτα πως κόλλησες
κι αν κάτι πεις, θα πεις πως ξόφλησες.