Ειδήσεις:

1η δοκιμή με αναβάθμιση ...

Main Menu
Menu

Show posts

This section allows you to view all posts made by this member. Note that you can only see posts made in areas you currently have access to.

Show posts Menu

Μηνύματα - anagennisis

#1
[quote user="minoraki" post="45578"]καφές[/quote] γυμναστικη :cry:
#2
Παιχνίδια λέξεων /
Απριλίου 19, 2006, 01:59:05 ΜΜ
Το απεραντο γαλαζιο.....
#3
Καλλιτεχνικός καφενές /
Απριλίου 19, 2006, 01:56:47 ΜΜ
Αθηνά ...Ευτυχως που δεν γεννηθηκα ομορφη!!! του Κωστα Καρακαση....

εξαιρετικο....Ανθρωπινο....

μια γυναικα συμβολο για την εποχη της.... μια αληθινη ιστορια....
#4
Παιχνίδια λέξεων /
Απριλίου 19, 2006, 01:52:23 ΜΜ
Τίποτα δεν εχει αξια ...τιποτα δικο σου ...εχω μαθει να κοιμαμαι πια με τον καημο σου...
#5
Ποίηση Λογοτεχνία /
Απριλίου 18, 2006, 09:36:23 ΜΜ
Αυτό είναι, για μένα, το πιο όμορφο και το πιο θλιβερό τοπίο του κόσμου. Είναι τα ίδιο με το τοπίο της προηγούμενης σελίδας, όμως το σχεδίασα ακόμη μια φορά για να σας το δείξω καλύτερα. Σ' αυτό εδώ το μέρος εμφανίστηκε ο μικρός πρίγκιπας, κι ύστερα χάθηκε. Κοιτάξτε όσο μπορείτε πιο προσεχτικά τούτο το τοπίο, έτσι ώστε να 'σαστε σίγουροι πως θα το αναγνωρίσετε αν κάποια μέρα ταξιδέψετε στην Αφρική, μέσα στην έρημο. Και αν τύχει να περάσετε από 'κει, πολύ παρακαλώ σας, μη βιαστείτε, περιμένετε λίγο, ακριβώς κάτω απ' τ' αστέρι! Αν τότε ένα παιδί έρθει κοντά σας, αν γελάει, αν έχει κατάξανθα χρυσά μαλλιά, αν δεν απαντάει όταν του κάνετε ερωτήσεις, θα μαντέψετε με σιγουριά ποιος είναι. Τότε φανείτε ευγενικοί! Μην μ' αφήσετε στην τόση μου θλίψη: γράψτε μου γρήγορα πως ξαναγύρισε ...
#6
Ποίηση Λογοτεχνία /
Απριλίου 18, 2006, 09:35:44 ΜΜ
Αν αγαπάς ένα λουλούδι που βρίσκεται σε κάποιο αστέρι, είναι γλυκό τη νύχτα να κοιτάζεις τον ουρανό. Όλα τ' αστέρια τότε είναι ανθισμένα.
- Σίγουρα ...
- Είναι όπως με το νερό. Ότι μου είχες δώσει να πιω
ήταν όπως μια μουσική, εξαιτίας του ήχου που έκανε το μαγκάνι και το σχοινί ... θυμάσαι ... ήταν πολύ ωραίο.
- Και βέβαια...
- Θα κοιτάζεις τη νύχτα τ' αστέρια. Το δικό μου είναι πολύ μικρό για να σου δείξω που βρίσκεται. Έτσι είναι καλύτερα. Το αστέρι μου θα είναι για σένα ένα από τ' αστέρια. Τότε, θα σ' αρέσει να κοιτάζεις όλα τα αστέρια... Όλα θα είναι φίλοι σου. Κι ύστερα, θα 'θελα να σου κάνω ένα δώρο ...
Γέλασε πάλι.
-Α! μικρό μου ανθρωπάκι, μικρό μου ανθρωπάκι, μου αρέσει να σ' ακούω να γελάς!
- Ακριβώς αυτό θα 'ναι το δώρο μου... αυτό θα 'ναι όπως με το νερό ...
- Τι θέλεις να πεις;
- Οι άνθρωποι έχουν αστέρια που δεν είναι τα ίδια. Για κείνους που ταξιδεύουν, τ' αστέρια είναι οδηγοί. Για άλλους δεν είναι παρά μικρά φώτα. Για άλλους, τους σοφούς, είναι προβλήματα. Για τον μπίζνεσμαν μου, ήταν από χρυσάφι. Μα όλα τούτα τ' αστέρια σωπαίνουν. Εσύ, θα έχεις αστέρια που κανείς άλλος δεν τα έχει ...
- Τι θέλεις να πεις;
- Αφού εγώ θα 'μαι σ' ένα απ' αυτά, κι αφού θα γελάω σ' ένα απ' αυτά, τότε για σένα θα είναι σαν να γελούν όλα τ' αστέρια. Θα έχεις εσύ αστέρια που ξέρουν να γελάνε!
Και γέλασε πάλι.
- Κι όταν θα 'χεις παρηγορηθεί (πάντα παρηγορείται κανείς ), θα είσαι ευχαριστημένος που μ' έχεις γνωρίσει.
Θα είσαι πάντα φίλος μου. Πάντα θα θέλεις να γελάς με μένα. Και θ' ανοίγεις καμιά φορά το παράθυρο, έτσι, για την ευχαρίστηση... Και οι φίλοι σου θα σε κοιτάζουν κατάπληκτοι να γελάς, κοιτάζοντας τον ουρανό. Τότε, εσύ θα τους λες: «Ναι, τ' αστέρια με κάνουν πάντα να γελάω!» και θα σε περνάνε για τρελό. Σου σκάρωσα ένα πολύ πονηρό παιχνίδι ... Και γέλασε ξανά.
- Θα είναι σαν να σου έχω δώσει αντί γι' αστέρια, μικρά κουδουνάκια που ξέρουν να γελούν ...
Και γέλασε πάλι. Ύστερα σοβαρεύτηκε ξανά:
- Απόψε ... ξέρεις ... μην   έρθεις.
- Δεν θα σ' αφήσω καθόλου.
Όμως έδειχνε βυθισμένος σε σκέψεις .
- Θα μοιάζω σαν να έχω αρρωστήσει ... Θα μοιάζω σαν να 'μαι ετοιμοθάνατος. Κάπως έτσι θα είναι. Μην έρθεις να με δεις έτσι, δεν θ' αξίζει τον κόπο ...
#7
Παιχνίδια λέξεων /
Απριλίου 18, 2006, 09:20:40 ΜΜ
:D πανσεληνος
#8
Παιχνίδια λέξεων /
Απριλίου 18, 2006, 09:17:18 ΜΜ
Ήρθες εψες στον ύπνο μου και μου ψιθυρισες και απο τα ξένα μάνα μου δεν ξαναγυρισες....
#9
Σχέσεις /
Απριλίου 17, 2006, 08:45:51 ΜΜ
Σε θάλασσες απέραντου γαλάζιου σε φαντάζομαι
να πλέεις μέσα στα πελάγη του ακαθόριστου
κι όταν στην ακτή κοιτάζεις σα χαμένος
εγώ να σου κουνώ το χέρι  και σαν
άλλη σειρήνα να σε καλώ χωρίς φωνή
μόνο με βλέμμα λαμπερό όλο σιωπή
με βλέμμα που σε ψάχνει και σε βρίσκει
να προσπαθείς να τρέξεις χωρίς να ξέρεις πού.
Και σαν σε βλέπω να ρχεσαι μες στη σιωπή μου
όλες τις  λέξεις που έκρυβα πάντα μες στη ψυχή μου
νιώθω πως θέλω να στις πω , να στις φωνάξω κιόλας
κι η θάλασσα από μπλε κόκκινο χρώμα βαθύ να πάρει
το χρώμα του πάθους , του έρωτα ανομολόγητου ή όχι
μη σε νοιάζει , μόνο να τον νιώσεις δεν είναι άπιαστος
είναι απλώς αέρινος , με σύννεφα λευκά ντυμένος
κι αντί για βέλη και φτερά δυο χείλη σου προσφέρει
ένα φιλί διστακτικό , δυο χέρια να σ αγγίζουν
τις ώρες που θα θες τη θάλασσα σου να αποχωριστείς
και στην ακτή με μια σειρήνα στιγμές να μοιραστείς ..
#10
Ποίηση Λογοτεχνία /
Απριλίου 17, 2006, 08:38:30 ΜΜ
Θυμάμαι νύχτα ήταν και τότε
ο αέρας κοιμόταν βαθιά
στα όνειρά του η αναπνοή σου
με την αυγή παράβγαινε
ποια θ΄ανασάνει πρώτη.
Εκεί σε συνάντησα κι εγώ
στο φώς της νύχτας
στη σιωπή του ανεμου
ένα βράδυ που το φεγγάρι
   χαμογελούσε στ΄αστέρια        
 
αφήνω... τη νύχτα να με παρασύρει στα δικά της ...
Αφήνω τα δικά μου παράμερα και παραδίνομαι...
Ανήμπορη εγώ, ανήμπορη κι η νύχτα να μ αντέξει..
Προσπαθεί να με χωρέσει στο άπειρό της..
Ψυχή χωρίς σύνορα , καρδιά χωρίς ρυθμό,
πού να με χωρέσει το άπειρο ...πώς ;
Τα δικά σου, Νύχτα , ψάχνω να μάθω..
τα δικά μου τα ξέρω , τα κατέχω,
άλλες γραμμές ορίζοντα να βρω..
Άλλους δρόμους και μονοπάτια
για τους προορισμούς μου.. Εκεί ψηλά...
Πάνω από μένα , δίπλα σε σένα ,
εκεί που ενώνεται το δικό σου άπειρο
με τον δικό μου μικρό ορίζοντα ψυχής
Νύχτα είσαι όμορφη , δε λέω...
Μα άντε σύρε να ξεκουραστείς στην αγκαλιά του φεγγαριού σου.
Πίσω από σκέψεις μελαγχολικές και ψυχές κουρασμένες που τριγύρναγαν στ αστερια σου αδιάκοπα ...
Μέρα λέγομαι εγώ, με ξέρεις , με συναντάς καθημερινά στο διάβα της επιστροφής σου...έχω κι εγώ να φέρω τα δικά μου.. Όλη νύχτα έπλεκα κουλουριασμένη σε μια γωνιά τούτο το σταχύ πρωινό που κρατώ στην αγκαλιά μου... Κι έχω δουλειά ακόμα να κάμω...Έχω και μεσημέρι και δείλι να τους φτιάξω.. Και σήμερα λέω να τους προσφέρω και δυο χαμόγελα , ελπιδοφόρες σκέψεις , ένα μάτσο έρωτα -κι όποιος πρόλαβε πήρε - .... έχω και μερικές αισθήσεις πρωτόγνωρες , γλυκά μυστικά νεράιδων και ήλιο να τους προσφέρω ...Ήλιο να ζεστάνει κάθε κουρασμένη ψυχή της νύχτας σου.. Έχω και καθάρια βροχή γι αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις ..Να τους ξεπλύνει τη θλίψη τους ..
Φύγε λοιπόν και μη σκιάζεσαι για τα υπάρχοντά σου ...Τ αφήνεις σε καλά χέρια ...Τα αφήνεις σε μια Καλή Μέρα!!!
Κοιτάζεις τα μάτια μου ,Σου χαμογελούν
Τα χείλη μου σχηματίζουν Όμορφες εικόνες
Το βλέμμα σου γνώριμο, γνώριμα κενό
Τα χείλη σου μια λεπτή γραμμή, γνώριμα ασάλευτη
Απορείς , το βλέπω
Ναι, ακόμα μπορώ , κι απορώ
Μπορώ ακόμα να δημιουργώ το ωραίο
Και ταυτόχρονα να σε κοιτάζω κατάματα .
Ακόμα και μετά
Από όλα αυτά και άλλα τόσα
Το πινέλο μου δουλεύει θαυμάσια
"μάθε τέχνη κι άστη νε, κι αν πεινάσεις.. "
Εσύ όμως τι κοιτάζεις;
Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είδες
Έτσι κι αλλιώς ποτέ
Δεν εκτίμησες τη τέχνη της ψυχής μου
Εγώ σου χάριζα τα έργα μου
Κι εσύ τα κρεμαγες στο σαλόνι σου
Εγώ ζωγράφιζα για τη μαύρη ψυχή σου
Κι εσύ με κάρβουνο μουτζούρωνες το σύμπαν μου.
Κι έβαζα τόσα χρώματα-θυμάμαι-
Μέχρι και τον ουρανό έβαψα κόκκινο για χάρη σου
Τη θάλασσα ζωγράφισα μενεξεδί,
Τ΄ άστρα στο χρώμα της φωτιάς μου.
Κι εσύ ακόμα κοιτάζεις, δε χρειάζεται ,μη κουράζεσαι
Όσο το σαλόνι σου είναι γεμάτο από έργα ψυχής
το βλέμμα σου θα παραμένει άδειο,
Άδεια και τα βήματά σου στο κενό σου σε οδηγούν
#11
Ποίηση Λογοτεχνία /
Απριλίου 16, 2006, 10:38:53 ΜΜ
... Ευχαριστώ πολύ, βαθιά, κι εγώ... ο Μέλιος... ο άντρας... το παιδί... ο άνθρωπος... Ευχαριστώ, που μπορείς να διαβάζεις πιο βαθιά απ' όλους τους σοφούς... να γελάς πιο πλούσια απ' όλους τους ευτυχισμένους... Να κλαις πιο αληθινά απ' όλους τους λυπημένους. Και ν' αγαπάς, Μπίθρο... Ν' αγαπάς, όπως πρέπει ν' αγαπηθούν μια μέρα... όλοι οι άνθρωποι. Αμήν!
#12
Ποίηση Λογοτεχνία /
Απριλίου 16, 2006, 10:37:51 ΜΜ
Τώρα ο Μέλιος έμεινε ολομόναχος. Ολομόναχος, αυτός κι ο παλιός του φίλος, ο δρόμος. Ο κάμπος σώπαινε, για να τον αφουγκραστεί. Το βοονό συλλογιζόταν αντίκρυ του θολό. Κάτι σκοτωμένο πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Ένα πουλί πέρασε νευρικά πάνω απ' το κεφάλι του, χύνοντας στον αέρα δυο άρρωστες νότες. Το απόβραδο κόπηκε απ' τις τελευταίες σπαθιές του ήλιου.
Του φάνηκε πως κάπνιζε κάτι που καιγόταν μακριά... Τα όνειρα, σαν καίγονται, κάνουν βαριά μυρουδιά
Πήρε το δρόμο βιαστικά, πεισματικά, με δαγκαμένο στόμα. Τώρα είχε ανάγκη από πείσμα, για να πνίξει και να βουβάνει τα παράπονα του. Έφευγε... Κι έτρεχε ξοπίσω του η πόλη - μια αβάσταχτη ανάμνηση, που τον κυνηγούσε σαν λύκαινα. Έφευγε. Ώσπου μπήκε μες στη νύχτα, χάθηκε στην πίσσα της, σαν φτερό που πνίγεται μες στο μελάνι. Δεν άκουε πια τίποτα. Μόνο τα πόδια του του κρατούσαν συντροφιά...
Ώσπου -βαθιά στο μάκρος- ανέβηκαν μες στη νύχτα κάτι φωτιές. Σίγουρα κάποιοι ξεχέρσωναν απ' τα βάτα κάποιο χωράφι. Μα είχαν μιαν αγριάδα κείνες οι έρημες φωτιές, όπως φάνταζαν μες στον κάμπο, άδειον από φωνές και πατήματα. Μα όχι... Κάτι πατήματα ακούστηκαν κάπου εκεί κοντά. Ήταν αραιά και κάπως μπερδεμένα.
Φστ!.. Ει! ακούστηκε μια φωνή να τρυπάει τη νύχτα σαν σουβλιά.
Ο Μέλιος σταμάτησε. Ο άνθρωπος έβιασε το χαλασμένο του βήμα.
Ε...! ξανάκανε τώρα η φωνή, μια πιθαμή κοντά του. Πού γυροβολάς, βρε, μια χάψα άνθρωπος, μες στη νύχτα; Τοΰτη δω είναι η ώρα του δαιμόνου!
Ο Μέλιος δεν του μίλησε. Μύριζε δυνατό χωριάτικο ρακί. Ο άνθρωπος κουνήθηκε λίγο, για να 'ρθει κάτου απ' το φεγγάρι! Ήταν μακρύς και στεγνός σαν ακρωτήρι. Του Μελιού δεν του 'κανε κέφι για κουβέντες
-Τ' είναι κείνα κει; τον ρώτησε μόνο κι έδειξε τις φωτιές.
-Αυτά; Χμ... Σαν... πολύ για φωτιές μου φαίνουνται, γι' αυτό... λέω να 'ναι φωτιές...
-Και ποιοι τις ανάβουνε;
-Χμ... Του διαόλου τα μιλέτια. Γιούφτοι... Ατιμίες!...Ούλη τη μέρα κλέβουνε και τη νύχτα βρουκολακιάζουν. Μα εσένα δε σε κλέβουνε... Τράβα να ζεσταθείς. Τι να κλέψουνε από σένα; Δεν αξίζεις ούτε ένα χαρούπι.
-Καλά. Κράτα την ιδέα σου για τον εαυτό σου. Πάω.
-Ναι, ναι... τράβα... τράβα... γιατί, έτσι όπως πας, ως το πρωί θα 'σαι κόκαλο.
Ο Μέλιος δυνάμωσε το βήμα του για να φτάσει στις φωτιές. Κρύωνε. Μα οι φωτιές, ώσπου να φτάσει, κατάπεσαν και ξεψύχησαν. Μόνο μια ήταν ακόμη ζωντανή. Τη ζύγωσε μουδιασμένος. Ένας άνθρωπος, καρβουνιασμένος και άπλυτος, φούμερνε κάτω απ' το φεγγάρι και φυσούσε γλυκά τον καπνό του.
#13
Ποίηση Λογοτεχνία /
Απριλίου 16, 2006, 10:35:17 ΜΜ
. Κι άλλα πολλά θέλω να σου πω... Περπατά στο δρόμο σαν άτι! Μη σκύβεις. Κάτω είναι γιομάτο σκουπίδια και λέσια. Έχε έγνοια στα χέρια σου. Το βλογημένο το χέρι ο θεός το 'δωκε για να κάνουμε “τόκα” κι όχι για να το βρομίζουμε με κείνο και με τ' άλλο. Κι εν' άλλο πράμα, γιε μου. να προσέχεις. Το καπάκι του ματιού το 'χει ο άνθρωπος για να σκεπάζει το μάτι του σαν κοιμάται, όχι σαν είναι ξύπνιος! Κοίτα την ανθρωπότητα με ξέσκεπο μάτι... και θα σ' αγαπήσει. Γιατί εσύ, γιε... πιο πολύ απ' το καθετί, γεννήθηκες για την αγάπη. Τώρα φεύγα άξαφνα και μη γυρνάς πίσω να με δεις!
#14
Ποίηση Λογοτεχνία /
Απριλίου 16, 2006, 10:33:09 ΜΜ
Ο δρόμος, που σε πάει στους γκρεμούς και στ' ανάθεμα, ξεκινάει από παντού. Τώρα πια δρόμους και μοίρες και χαμούς, όλα...- τα διαλέξανε γι' αυτόν άλλοι. Γράμματα; Όχι, δεν ήταν πια βολετό να μάθει... Λοιπόν. Χτίσε τη ζωή σου με τούβλα, με βιβλία δε σ' αφήνουν. Πότισε τα χαρτιά σου με φαρμάκι, με μελάνι δεν μπορείς.
Ξύπνησε πρωί. είχε να κάνει πολλές ετοιμασίες, ν' αφήσει πολλά “έχε γεια”. Στην κατώγα η ψυχή του δέθηκε. Ήξερε... Κείνο το σφίξιμο του χεριού θα ήταν το τελευταίο. Κείνη η αγκαλιά, που θα τον έζωνε μέσα της, θα κρύωνε σε λίγο για πάντα...
Ο γέρος τον γνώρισε απ' τις πατημασιές του και σύρθηκε στην πιο σκοτεινή γωνιά της κατώγας. Δεν ήθελε να τον δει το παιδί έτσι ρημαγμένον. “Γιατί να του φορτώσω την ψυχούλα του και μ' άλλο κλάμα;... Μακρύ δρόμο έχει να κάνει...”
#15
Ποίηση Λογοτεχνία /
Απριλίου 16, 2006, 10:31:42 ΜΜ
Το παιδί πήγε ξεσκούφωτο να κλάψει έξω. Ήθελε να κλάψει δυνατά. Να τινάξει τα χέρια του μες στο σκοτάδι. Γιατί τα 'καναν όλα τόσο άσκημα, τόσο άδικα, τόσο πικρά; Έψαξε με τα χέρια και βρήκε τα χόρτα του ποταμού. Ύστερα κάθισε με τα γόνατα. Έσκυψε στον παλιό του φίλο και προσπάθησε ν' ακούσει το τραγούδι του... Ήταν θολό, βαθύ, ίδιο με την ερημιά, ίδιο με το θάνατο. Και τότε κατάλαβε ότι αυτή ήταν η μουσική των νεκρών. Μια μουσική που βγάζουν τη νύχτα οι καλαμιές... Είναι τα τραγούδια που λένε τη νύχτα οι μητέρες στ' άρρωστα μωρά... οι φωνές που βγάζουν, μες στον άξενο κόσμο, τα ολομόναχα παιδάκια...
Η φωνή του καθηγητή σώπασε βουρκωμένη. Τα κορίτσια κλαίνε. Κλαίνε και τ' αγόρια. Μόνο οι “Πέρσες” κλοτσάνε, γιατί δεν ξέρουνε να κλάψουνε. Η Αγράμπελη είναι ένα μικρό λουλούδι που τρέμει στ' αεράκι. Το μικρό της σώμα έπλεε μες σ' ένα ζεστό σύννεφο, χωρίς χέρια, χωρίς πόδια. Αγράμπελη... ένα όνειρο φορτωμένο άνοιξη. Ο Μέλιος ονειρεύεται ολόρθος. Ονειρεύεται κεράσια, τραγούδια με ψιλές φωνές, βάρκες, που αρμενίζουν μες στα χρυσάφια. Ξαφνικά ξεσπούνε παντού χειροκροτήματα. Ο καθηγητής κρεμνά τα χέρια. Το κουδούνι χτύπησε. Αδειάζει σιγά, τελετουργικά, η αίθουσα. Ο Φώλος βγαίνει κλεφτά και τρυπώνει στο Γυμνασιαρχείο. Ο Σκαμβουράς πάει ως την πόρτα, κλειδώνεται από μέσα, και ξαναγυρνά στην έδρα του. Θέλει να μείνει μόνος, ολομόναχος...