Ειδήσεις:

1η δοκιμή με αναβάθμιση ...

Main Menu
Menu

Show posts

This section allows you to view all posts made by this member. Note that you can only see posts made in areas you currently have access to.

Show posts Menu

Μηνύματα - krinos

#1
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 06:16:34 ΜΜ
- Αλλά ας υποθέσουμε ότι λες αλήθεια τι ακριβώς κάνετε; Είπε ο Σαρίφ σχεδόν σοβαρά.
- Δεν θα σας κουράσω με επιστημονικές λεπτομέρειες, θα σας πω ότι προσπαθούμε να φωτογραφήσουμε τις εικόνες που εμφανίζονται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου του ανθρώπου και να βιντεοσκοπήσουμε τα όνειρα.
- Έλα ρε έλληνα, σιγά μην μου πεις ότι θα κάνετε τα όνειρα του ανθρώπου κινηματογραφική ταινία. Είπε ο Σαρίφ.
- Έτσι ακριβώς! Θα ξυπνάς το πρωί θα βάζεις την βιντεοκασέτα με τα όνειρα στο βίντεο και θα τα απολαμβάνεις.
- Ρε συ αυτά γίνονται μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας και εμείς οι ηθοποιοί που παίζουμε σε αυτά τα έργα, λέμε για τους συγγραφείς, « τι βλακείες κάθονται και γράφουν».
- Έχουμε προχωρήσει αρκετά κα μπορώ να σου δείξω φωτογραφίες με εικόνες από τον υποθάλαμο ενός ανθρώπου.
Η Χάιντρουν και ο Ομάρ άρχισαν να περιεργάζονται τον Μιχάλη. Και οι δύο έκανα την ίδια σκέψη, « μήπως είναι εξωγήινος;». Ο Ομάρ ψαχούλεψε το μουστάκι του και κοίταξε το μουστάκι του Μιχάλη, « μα τι σκέφτομαι ο μάπας, έχουν μουστάκια οι εξωγήινοι;», σκέφτηκε.
- Εγώ θέλω να μου  δείξεις φωτογραφίες. Είπε η Χάιντρουν που δεν είχε πιστέψει ούτε μια στιγμή αυτά που άκουγε.
- Όποτε θες. Είπε και συνέχισε, « θα σας πω και τι άλλο θα γίνει».
- Έχει και συνέχεια η τρέλα; Είπε στραβώνοντας τα χείλη του ο Ομάρ.
- Τώρα θα ακούσετε τα …. τρελά. Είπε γελώντας πονηρά ο Μιχάλης.
- Έλα πες τα. Είπε ανυπόμονα ο Ομάρ.
- Λοιπόν εμείς θα χρησιμοποιούμε ένα ηλεκτρονικό σκούφο, τον οποίο βάζει στο κεφάλι του εκείνος που θέλει να βιντεοσκοπηθούν τα όνειρα του. θα γράφουν δισκέτες με προκατασκευασμένα όνειρα. Θα μπορεί ο καθένας να πάει σε ένα σούπερ – μάρκετ και να αγοράσει μια δισκέτα με τα όνειρα που θέλει – όπως ακριβώς κάνουμε με τις βιντεοταινίες με τα έργα σας. Και το πιο σημαντικό ….. ο Σαρίφ τον διέκοψε:
- Έχει και πιο σημαντικό;
- Αν έχει λέει! Θα μπορεί ο καθένας να αγοράζει μια δισκέτα με γνώσεις και να μαθαίνει ότι θέλει και να γίνεται ότι θέλει.
- Δηλαδή τι να γίνει; Ρώτησε η Χάιντρουν που κρεμόταν τώρα από τα  χείλη του Μιχάλη.
- Καθηγητής, οικονομολόγος και ότι άλλο θέλει ακόμη και ηθοποιός.
- Μα πως; Ρώτησε ο Ομάρ.
- Μια δισκέτα θα περιέχει τις γνώσεις που αποκτά ο φοιτητής στο πανεπιστήμιο στα τέσσερα χρόνια των σπουδών του. Το βράδυ που θα πάει να κοιμηθεί θα την βάζει στον ηλεκτρονικό σκούφο και το πρωί θα ξυπνά επιστήμονας. Κι εγώ που σε θαυμάζω σαν ηθοποιός και τώρα που σε γνώρισα και σαν άνθρωπο, θα πάρω τις γνώσεις που παίρνετε στη δραματική σχολή για να γίνω …. ηθοποιός.
- Ρε συ, αν είναι αλήθεια αυτά που λες, καταλαβαίνεις ότι θα αλλάξει ο κόσμος; Ποιοι θέλουν να τον αλλάξουν; Είπε ο Σαρίφ.
- Δεν είναι έτσι τα πράγματα, ίσως χειρότερα.
- Δηλαδή; Ρώτησε τρομοκρατημένη η Χάιντρουν.
- Δεν θέλουν κάποιοι να αλλάξουν τον κόσμο, ίσως να θέλουν να τον ελέγξουν, να τον κατακτήσουν, να τον κατευθύνουν.
- Και ποιοι είναι αυτοί οι άτιμοι; Ρώτησε φουρκισμένος ο Σαρίφ.

- Αυτό δυστυχώς δεν το γνωρίζω. Ξέρω μόνο ότι γι’ αυτήν την έρευνα ξοδεύονται δισεκατομμύρια δολάρια.
- Το κεφάλαιο! Είπε με μια λάμψη μίσους στα μάτια ο Ομάρ.
- Μα σε ποιο κόσμο ζούμε; Είπε με παράπονο η Χάιντρουν που άρχισε να πιστεύει όσα έλεγε ο Μιχάλης.
- Αγγελικά πλασμένο! Είπε σαρκαστικά ο Σαρίφ.
- Κάτι ξέρετε εσείς οι ‘’ μεγάλοι ‘’. Τον πείραξε ο Μιχάλης.
- Άσε ρε το δούλεμα. Κι εσύ το παιχνίδι τους παίζεις.
Ο Μιχάλης έκανε πλονζόν για να μην μπει η μπάλα γκολ στα δίχτυα του:
- Και τι είμαι εγώ; Ένας τόσο – δα επιστήμονας. Για θυμήσου τον Αϊνστάιν, τον Ντυνάν και τους άλλους μεγάλους; Οι ανακαλύψεις τους έφεραν και καλά και κακά, έτσι δεν είναι;
- Εδώ έχεις δίκιο.
- Πάντως αν ακόμη νοιώθεις ότι είμαστε μακρινοί συγγενείς, τότε μόλις ετοιμαστεί η δισκέτα με την φιλοσοφία του Αριστοτέλη, που μου είπες νωρίτερα ότι σ’ αρέσει, εγώ θα σου την στείλω να γίνεις πραγματικά αρχαίος φιλόσοφος. Είπε σοβαρά ο Μιχάλης.
- Α! αυτό μάλιστα.
- Είδες που έχει θετικά πράγματα; Είπε ο Μιχάλης και γύρισε στην Χάιντρουν, « κι εσύ τι θα ήθελες να … γίνεις;», την πείραξε.
- Άσε αυτή είναι γινομένη. Είπε ο Σαρίφ, χαμογελώντας πονηρά.
- Τι έγινε; Ρώτησε ο Μιχάλης.
- Μα δεν βλέπεις ρε Μάικ, η Θεά της ομορφιάς! Η Αφροδίτη.
- Συμφωνώ απόλυτα. Είπε ο Μιχάλης το ίδιο πονηρά.
Η Χάιντρουν ένοιωσε σαν μάρμαρο που ο Μιχάλης και ο Ομάρ την πελεκούσαν για να την κάνουν άγαλμα της Αφροδίτης, και εκείνη την στιγμή της σμίλευαν τις μασχάλες και την έκαναν να ξεραθεί στα γέλια.
- Αυτό είναι το ευχαριστώ κυρία μου στην φιλοφρόνηση μας; Είπε ο Ομάρ δήθεν σοβαρά.
- Αφήστε το δούλεμα και οι δυο. Είπε γελώντας η Χάιντρουν.
- Μην ξεχνάς ότι ο Μιχάλης είναι απόγονος του Αριστοφάνη. Είπε με καμάρι ο Ομάρ.
- Ναι έχεις δίκιο. Αποκρίθηκε η Χάιντρουν.
- Δεν μου λες Ομάρ, θα το πάρεις το κορίτσι; Τον πείραξε ο Μιχάλης.
- Ποιο κορίτσι; Απόρησε εκείνος.
- Αυτό που είσαι τρελά ερωτευμένος. Είπε ο Μιχάλης με σοβαρό και αυστηρό ύφος.
- Τι λες ρε έλληνα, ποιο κορίτσι και πράσινα άλογα; Εγώ είμαι παντρεμένος άνθρωπος.
- Και το κορίτσι που είσαι τρελά ερωτευμένος δεν θα το πάρεις; Συνέχισε το πείραγμα, πάντα σοβαρός ο Μιχάλης.
- Μάικ! Είπε αυστηρά η Χάιντρουν.
Ο Ομάρ άρπαξε τον Μιχάλη από το σαγόνι και του είπε:
- Κόψε ρε κερατά την πλάκα γιατί θα σου δώσω μια μπουνιά σαν κι αυτές που δίνω στις ταινίες.
Την στιγμή που τον κρατούσε ο Σαρίφ από το σαγόνι, ο Μιχάλης τον κοίταξε και έστριψε την ματιά, ανασήκωσε τα φρύδια του δείχνοντας την Χάιντρουν. Ο Σαρίφ τον άφησε απότομα που κατάλαβε τι εννοούσε ο Μιχάλης και είπε γελώντας:
#2
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 05:41:47 ΜΜ
Και πράγματι τις έφτιαξε τέλειες. Η γοργόνα της θάλασσας έγινε γοργόνα του χιονιού, « αχ, και να ήμουνα ο Αλέξανδρος, εγώ είμαι ναυαγός, έρμαιο στα κύματα της ομορφιάς της. Αχ και να με ερωτευόταν η γοργόνα, να γινόταν η ουρά της δύο ωραία πόδια, να με φιλούσε γλυκά, να γίνονταν τα φιλιά της σχεδία, να με έβγαζε στην αμμουδιά και ας ήταν χιονισμένη, να με σιγονανουρίσει στην αγκαλιά της και να αποκοιμηθώ ακούγοντας τα τραγούδια του κύματος». Κι αποκοιμήθηκε.
Μόλις πλησίασε στο μπαρ του ξενοδοχείου Πλάζα, ο Μιχάλης γνώρισε αμέσως τον μελαχρινό άντρα που καθόταν δίπλα στην Χάιντρουν. Ήταν ο Ομάρ Σαρίφ.
- Καλησπέρα σας. Είπε ευγενικά ο Μιχάλης που ένοιωθε σφιγμένος αν και τον είχε καθησυχάσει η Χάιντρουν.
- Βρε καλώς τον ντροπαλό έλληνα. Είπε πρόσχαρα ο Ομάρ. « έλα κάθισε δίπλα μου».
Ο Μιχάλης προσπάθησε να σκάσει ένα χαμόγελο χωρίς να τα καταφέρει. Κάθισε δίπλα του σαν να κάθισε σε κάρβουνα.
- Τι θα σε κεράσουμε; Θέλεις καμιά ρακή;
Ο Μιχάλης έμεινε έκπληκτος που γνώριζε ο Ομάρ τη ρακή. Προσπάθησε να χαμογελάσει και βρήκε κουράγιο να πει:
- Δεν έχουν τέτοιο ποτό εδώ.
- Αν σου αρέσει υπάρχει.
- Που υπάρχει; Ρώτησε με έκπληξη και η έκφραση του προσώπου του έμοιαζε σαν του παπά που του είπαν ότι δεν υπάρχει Θεός.
- Εγώ την έχω.
- Και που βρέθηκε.
- Αυτό το μούτρο, ο Τέλης Σαβάλας μου την έκανε δώρο.
Ο Μιχάλης έμεινε εμβρόντητος, « μα πως είναι δυνατόν; Ο Σαββάλας δεν μιλά καλά – καλά ελληνικά και έχει ρακή;».
- Ευχαριστώ να μην σας την στερήσω, αν χρειαστώ όλο και κάποιος κρητικός θα έχει.
- Α! ωραία η Κνωσός. Είπε ο Ομάρ.
- Έχετε πάει; Ρώτησε αποσβολωμένος ο Μιχάλης.
- Και που δεν έχει πάει ο Ομάρ. Είπε ο Χάιντρουν.
- Σας αρέσει δηλαδή η Ελλάδα;
- Όπως και η πατρίδα μου, η Αίγυπτος.
- Αλήθεια κύριε Σαρίφ;
- Δεν μου λες, το κύριε τι το ήθελες, για να με στεναχωρήσεις;
Ο φιλικός και άνετος τρόπος που μιλούσε ο Ομάρ του έδωσε λίγο θάρρος.
- Εντάξει όπως θέλεις.
- Έτσι, μπράβο, στο κάτω – κάτω μπορεί να ήμαστε και μακρινοί συγγενείς εμείς οι δύο.
- Δεν είναι δυνατόν! Είπε χαμογελώντας ο Μιχάλης.
- Και γιατί να μην είναι; Αν εγώ είμαι απόγονος του Πτολεμαίου – που έτσι νοιώθω – τότε δεν ήμαστε μακρινοί συγγενείς;
- Ε πως δεν ήμαστε. Είπε περήφανα ο Μιχάλης.
- Βλέπεις λοιπόν ότι ήμαστε συγγενείς.
Ο Μιχάλης ένοιωθε τόση ζεστασιά με τον Ομάρ που άρχισε να τον βλέπει σαν μακρινό του ξάδερφο.
- Και ξέρεις πιο είναι το όνειρο μου; Να υποδυθώ σε μια ταινία τον Αριστοτέλη.
- Αλήθεια;
- Μ’ αρέσει να διαβάζω τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και το έχω πολύ μεράκι να υποδυθώ έναν από τους πολύ μεγάλους.
- Ομάρ γιατί δεν λες στο Μάικ εκείνο που σου αρέσει περισσότερο από τον Αριστοτέλη; Είπε η Χάιντρουν.
Ο Ομάρ στόλισε το πρόσωπο του με ένα φιλοσοφημένο χαμόγελο, σαν να υποδυόταν τον Αριστοτέλη και είπε:
- Είναι φανταστικό, πραγματικό και θα μείνει αθάνατο αυτό που είπε ότι, « ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν».
- Κι αν δεν είναι ζώον πολιτικόν, τότε τι είναι ο άνθρωπος Ομάρ; Ρώτησε πειραχτικά και με ένα πονηρό χαμόγελο η Χάιντρουν.
- Ε, τότε είναι σκέτο ζώο! Είπε ο Ομάρ τονίζοντας σαν ηθοποιός την λέξη ζώον.
Η Χάιντρουν έσκασε στα γέλια γιατί είχε ακούσει αρκετές φορές τον Ομάρ να επαναλαμβάνει την εκτίμηση του περί των απολίτικων ανθρώπων. Όταν σταμάτησαν να "καθαρίζουν αβγά" στην Χάιντρουν, εκείνη είπε :
- Ομάρ, ξέρεις τι δουλειά κάνει ο Μιχάλης;
- Που να ξέρω; Μάγος είμαι;  
- Για ρώτα τον.
- Μα καλά εσύ δεν ξέρεις που βγαίνεις τόσο καιρό μαζί του; Ρώτησε απορημένος ο Ομάρ. Είχε μια απορημένη έκφραση σαν να αναρωτιόταν: « μα τι διάολο, μόνο έρωτα έχουν αυτές στο μυαλό τους;».
- Όχι γιατί δεν μου έχει πει. Είπε η Χάιντρουν.
- Μάικ, πλάκα μου κάνει αυτή;
- Όχι, αλήθεια λέει. Είπε ο Μιχάλης νοιώθοντας ότι είχε εκθέσει την Χάιντρουν.
- Πράκτορας της ΣΙΑ είσαι και δεν της το λες;
- Κάθε άλλο μάλιστα.
- Ε, τότε;
- Είμαι πράκτορας ονείρων! Είπε ατάραχος ο Μιχάλης, σαν ηθοποιός που υποδύεται την ψυχραιμία του βράχου.
- Τι έκανε λέει!!!!! Είπαν ταυτόχρονα ο Ομάρ και η Χάιντρουν.
- Όπως ακριβώς το ακούσατε. Είπε το ίδιο ατάραχος ο Μιχάλης.
- Κοίταξε έλληνα, εγώ είμαι αιγύπτιος, δεν είμαι κανένα ελβετάκι να τα χάφτω αυτά. Εκτός και κάνεις πλάκα σαν τον Σαβάλα.
- Καθόλου πλάκα δεν σας κάνω. Η έρευνα που κάνω είναι γύρω από τα όνειρα.
Ο Ομάρ έπιασε τον Μιχάλη από τον λαιμό και σφίγγοντας τον είπε χαμογελώντας:
- Θα σε πνίξω ρε, εμένα βρήκες να κάνεις πλάκα; Είπε και γύρισε στην Χάιντρουν!
« εσύ μωρή τον πιστεύεις;».
- Όχι βέβαια!
- Κατάλαβες τώρα γιατί δεν ήθελα να σου πω; Είπε ο Μιχάλης στην Χάινρουν.
- Είπαμε να κάνεις πιστευτά αστεία, αλλά ετούτο δεν καταπίνεται με τίποτα. Για αμερικανάκια μας πέρασες; Είπε η Χάιντρουν.
- Όχι, αλλά τα αμερικανάκια, όπως τα λες, με πιστεύουν γιατί λέω την αλήθεια και γιατί ξέρουν ότι η επιστημονική έρευνα στην Αμερική έχει προχωρήσει τόσο πολύ, που αν ακούσεις ότι μελετούν με τι είδους παραγάδια θα πιάνουν τα ψάρια στις θάλασσες του φεγγαριού να μην παραξενευτείς.
#3
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 05:37:10 ΜΜ
- Λοιπός θα μου πεις.
- Όχι.
- Μα γιατί; Είπε παραπονιάρικά.
- Πρώτον γιατί μπορεί να σου κοπεί η όρεξη για φαγητό και δεύτερον γιατί θα χρειαστεί να ξαναπώ τα ίδια και στον Ομάρ, όταν τον συναντήσω.
- Έλα τώρα, μην με σκας.
- Εσύ τι μου έκανες; Με έκανες σουβλάκι ελληνικό μέχρι να μου πεις.
- Εντάξει είμαστε πάτσι λοιπόν. Φαίνεται ότι κάνεις κάποια σοβαρή δουλειά. Είπε με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
- Μα δεν μου είπες για τα αγάλματα.
- Τι να σου πω;
- Τι γίνονται όταν τελειώσουν;
- Τα παίρνουν εκείνοι που τα παράγγειλαν.
- Σαν ποιοι δηλαδή;
- Αυτοί που διαθέτουν διακόσες χιλιάδες δολάρια.
- Πόσα;;;;; είπε έκπληκτος από το ποσό που την εποχή εκείνη αντιστοιχούσε με το αντίτιμο των αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων που πλήρωναν οι αρχαιοκάπηλοι στους φιλέλληνες στην Ελλάδα.
- Δεν είναι δα και τόσα πολλά. Είπε εκείνη, εννοώντας ότι δεν παίρνει πολλά για ένα άγαλμα.
- Ε, πως δεν είναι.
- Για όσους τα έχουν, δεν είναι πολλά.
Ο Μιχάλης θέλοντας να την πειράξει είπε:
- Κοντεύεις να ανοίξεις δική σου τράπεζα.
- Έλα τώρα υπερβάλεις.
- Εσύ κοντεύεις να παίρνεις και περισσότερα και από μένα.
< βγάζουν και οι έλληνες λεφτά του κερατά …. >! Σκέφτηκε.
- Τόσα πολλά παίρνεις;
- Ίσως μου φαίνονται πολλά εμένα.
- Δεν θέλω να γίνω αδιάκριτη…..
Ο Μιχάλης την διέκοψε:
- Ξέρω, κανένας δεν θέλει να πει σε άλλον πόσα παίρνει, λες και θα του τα πάρει ο άλλος από το την τσέπη.
- Εμείς στην Ελβετία δεν σκεφτόμαστε έτσι. Αν δεν σκέφτεσαι και εσύ έτσι, μου λες.
- Δεν έχω πρόβλημα, εκατό χιλιάδες.
- Δολάρια; Ρώτησε με έκπληξη.
- Εμ τι, ελβετικά φράγκα;
- Τι μου λες; Πάρα πολλά τον χρόνο!
- Γιατί τον χρόνο; Εσύ τα πληρώνεις; Αστειεύτηκε ο Μιχάλης.
- Πότε στα δύο χρόνια;
- Τον μήνα Χάιντρουν.
Η Χάιντρουν τα έχασε, ξεροκάταπιε, ψιλοκοκκίνησε, θυμήθηκε που του είπε ότι δουλεύει σε ρεστωράντ και κατάλαβε ότι είχε απέναντι της ένα ‘’ μεγάλο ‘’. Βγήκε για φαγητό με τον Μιχάλη γιατί της άρεσε το αστείο που της έκανε στο Μέϊσης και γιατί ήταν ομορφόπαιδο και Έλληνας. Κατάλαβε ότι άλλη θα έπρεπε να  είναι η στάση της απέναντι του, λιγότερο ειρωνική και υπεροπτική. Χρωμάτισε την φωνή της με πραγματικό θαυμασμό και είπε:
- Μπράβο Μάικ, να και ένας έλληνας που προοδεύει στην Αμερική!  
- Έχει πολλούς στην Αμερική αλλά ….  
- Τι αλλά;
- Αλλά δεν υπάρχει ένα WHO IS WHO με τους έλληνες επιστήμονες της Αμερικής ….
- Και γιατί; Ρώτησε διακόπτοντας τον η Χάιντρουν.
- Γιατί στην Ελλάδα οι κυβερνήτες βλέπουν τους ομογενείς σαν έμβασμα σε δολάρια για τις ανάγκες του εμπορικού ισοζυγίου και οι διπλωμάτες μας δεν έχουν χρόνο να ασχολούνται με τέτοιες ‘’ λεπτομέρειες ‘’, που τους χάνεις που τους βρίσκεις σε δεξιώσεις να κυνηγούν γκόμενες και σε καταστήματα αφορολόγητων. Άσε μην μου τους θυμίζεις τους κερατάδες.
- Ε, όχι και έτσι. Είπε έκπληκτη από αυτά που άκουσε και από το ύφος που τα έλεγε ο Μιχάλης.
- Δυστυχώς έτσι και χειρότερα.
- Έλα άστους αυτούς  να μην χαλάσει το κέφι μας.
- Στο διάολο να πάνε.
- Και ακόμη παραπέρα. Είπε για συμπαράσταση η Χάιντρουν.
- Έτοιμα τα φαγητά σας. Είπε πρόσχαρα η Άρτεμης που έφτασε εκείνη την στιγμή και σερβίρισε πρώτα την Χάιντρουν.
Εκείνη έφαγε τον μουσακά της με επιφωνήματα για την νοστιμιά του, ενώ ο Μιχάλης έτρωγε το φαγκρί του ονειρευόμενος παραγαδιές στην Κάσο. Σε όλη την διάρκεια του δείπνου συζητούσαν μόνο για ελληνικά και ελβετικά φαγητά, για ωραία χιονισμένα ελβετικά βουνά και σκι. Ο Μιχάλης έβλεπε ανώφελο να εντυπωσιάσει υπογράφοντας τον λογαριασμό και τον πλήρωσε με μετρητά.
Μέχρι την συνάντηση με τον Ομάρ Σαρίφ η Χάιντρουν τηλεφωνούσε κάθε βράδυ στον Μιχάλη. Το τηλεφώνημα κρατούσε πολλές φορές και  δύο ώρες. Ο Μιχάλης είχε γοητευτεί όχι μόνο από την ομορφιά της αλλά και από την καλλιέργεια, τον χιούμορ, την ευγένεια αλλά και το ενδιαφέρον της για εκείνον. Του έκανε εντύπωση πως σχολίασε το γεγονός ότι δεν τον βοήθησε με τις σπουδές ο πατέρας του:
- Θυμάσαι τι είπε ο Ισοκράτης Μάικ, « να μην βγάζεις την ψυχή σε αυτόν που θέλεις να βοηθήσεις».
« εμένα μου την έβγαλε»! σκέφτηκε ο Μιχάλης.
Παρόλο που δεν είχε ακούσει μέχρι τότε ‘’ Συρματικό ‘’ η Χάιντρουν, ο Μιχάλης ένοιωθε για αυτήν διαφορετικά. Δεν την έβλεπε σαν γκόμενα « λες να την ερωτεύτηκα;», άρχισε να σκέφτεται. Βγήκαν άλλες δύο φορές για φαγητό σε διαφορετικά μέρη, εκτός ‘’ έδρας ‘’ του Μιχάλη, σε ένα κινέζικο και ένα περίεργο Μεξικάνικο εστιατόριο. Και η Χάιντρουν, ήταν γοητευμένη και ενθουσιασμένη με τον Μιχάλη. Ο γοητευτικός έλληνας με τον αυθορμητισμό του, το χιούμορ του, την ευγένεια και τον υπέρμετρο ρομαντισμό του είχε αρχίσει να χαϊδεύει ερωτικά την καρδιά της. Στο τέλος αντί να χορέψει πρώτη η Χάιντρουν μπλουζ με ‘’ Συρματικό ‘’, χόρεψε ο Μιχάλης μπλουζ με ελβετική μουσική. Εκείνο το βράδυ ένοιωθε τόσο μικρός. Ένοιωθε δέος. Βουνό και θάλασσα. Έβλεπε την Χάιντρουν σαν την θεά της ομορφιάς που κατέβηκε από τα χιονισμένα βουνά της Ελβετίας. Πρώτη φορά έβλεπε χιονισμένα βουνά που οι πλαγιές τους ήταν γεμάτες πολύχρωμα λουλούδια. Δεν υπήρχαν άνθρωποι να κάνουν σκι. Μόνο τον θεό έβλεπε να μαζεύει λουλούδια και να χαμογελά, να μαδά ροδοπέταλα και να φτιάχνει το πρόσωπο της Χάιντρουν, « τι να γυρεύει εδώ ο Αρχιμήδης; Ρώτησε ο Θεός».
- Τον φώναξε να της φτιάξει τέλειες καμπύλες. Άκουσε τον Θεό να λέει.
#4
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 05:33:55 ΜΜ
Ο Μιχάλης έκανε να της δώσει την απάντηση που έδινε ο πατέρας του για τους ηθοποιούς όταν τον έπαιρνε στον κινηματογράφο μαζί με τον αδερφό του τον Νίκο στην Ελλάδα:
- Αυτές είναι πρόστυχες. Έλεγε ο πατέρας του.
- Και τι θέλεις να κάνουν να μην φιλιούνται με τους ηθοποιούς.
- Όχι.
- Και τότε πως θα γίνει το έργο;
- Να μην φιλιούνται. Ποιος ξέρει τι ξεφτιλισμένους άντρες έχουν αυτές οι πρόστυχες που δεν τους νοιάζει που φιλιούνται και τρίβονται οι γυναίκες τους.
Εκείνη την στιγμή θυμήθηκε τι του έλεγε ο πατέρας του όταν τις Κυριακές τον έπαιρνε με τον αδερφό του στον Άγιο Σπυρίδωνα και περνούσαν από την οδό Κολοκοτρώνη στην Τρούμπα:
- Εδώ παιδιά μου είναι οι οίκοι της αμαρτίας.
Ο Μιχάλης δεκαέξι χρονών τότε,μόλις τον είχε πάρει ένας φίλος του σε πουτάνα στην Κολοκοτρώνη και πάγωσε από τον φόβο του:
 "Παναγία μου μην ανοίξει τώρα το παράθυρο η κοπέλα και με φωνάξει μέσα"
- Τους θαυμάζω. Είπε ο Μιχάλης.
- Για ποιο λόγο;
- Γιατί δεν μπορώ να κάνω αυτά που κάνουν.
- Έλα τώρα δεν κάνουμε και τίποτα σπουδαίο. Είπε με μετριοφροσύνη η Χάιντρουν.
- Πως δεν κάνετε. Γνωρίζετε ωραίες παρέες και παίζετε ωραία έργα στο θέατρο αλλά δεν μου είπες, μήπως γυρίζετε καμία ταινία;
- Μπράβο το μάντεψες.
- Και ποια είναι η υπόθεση της;
- Ένα πλουσιοκόριτσο της Νέας Υόρκης, αυτό παίζω εγώ, ερωτεύεται παράφορα ένα μετανάστη από την Αίγυπτο, οι γονείς της δεν θέλουν φυσικά να ακούσουν κουβέντα, γιατί η Αιγύπτιος πουλά στο δρόμο χαντόγκς, εκείνη τους λέει ότι αν δεν τον πάρει θα πέσει από κανένα ουρανοξύστη.
- Και λοιπόν; Τι γίνεται μετά;
- Το έλα να δεις. Είπε γελώντας.
Ο Μιχάλης παραξενεύτηκε, σαν ζούσε εκείνη τη στιγμή το έργο.
- Και μετά τι έγινε;
- Ε, αν σου πω δεν θα πας να δεις την ταινία. Είπε χαμογελώντας πειραχτικά η Χάιντρουν.
- Α! θα την δω ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ.
- Τιμή μου.
- Για πες μου Χάιντρουν, ο πρωταγωνιστής ποιος είναι;
-  Ο Ομάρ Σαρίφ.
- Μπράβο! Έκανε ο Μιχάλης με θαυμασμό.
- Τον γνωρίζεις;
- Όχι, βέβαια προσωπικά, αλλά είναι από τους ηθοποιούς που θαυμάζω.
- Θα ήθελες να τον γνωρίσεις;
Ο Μιχάλης ένοιωσε δέος που θα γνώριζε ένα από τα ιερά τέρατα του κινηματογράφου. Τον θεωρούσε απρόσιτο στους κοινούς θνητούς. Δεν ξεχνούσε την ιστορία που του είχε διηγηθεί ένας κασιώτης εφοπλιστής, για το πώς κατάφερε να δει την Λίζ Τέηλορ.
- Μόνο ο Ωνάσης μπορεί να τα κάνει αυτά.
- Μα σοβαρά μιλάς; Μπορώ να δώ εγώ τον Ομάρ Σαρίφ;
- Και γιατί δεν μπορείς; Ρώτησε απορημένη.
-Να νόμιζα ότι μόνο οι μεγάλοι μπορούν να δούν τους μεγάλους ηθοποιούς.
- Τα παρά λες. Ξέρεις πόσο απλός άνθρωπος είναι;

- Εγώ είχα την εντύπωση ότι αυτοί είναι απρόσιτοι.
- Θα διαπιστώσεις το αντίθετο Μάικ. Λοιπόν θα σου πω μια μέρα να περάσεις από το Πλάζα το ξενοδοχείο που μένουμε να πιούμε ένα ποτό με τον Ομάρ.
- Θα χαρώ πολύ να τον γνωρίσω. Είπε με θαυμασμό ο Μιχάλης.
- Α, ώστε μόνο γι’ αυτό; Ρώτησε εκείνη πονηρά.
Ο Μιχάλης την κοίταξε, χαμογέλασε απολογητικά και αποκρίθηκε:
- Ε, όχι βέβαια …. Είπε με νόημα.
- Εσύ δεν μου είπες τι δουλειά κάνεις;
- Σειρά σου να το βρεις.  
- Χμ… έκανε η Χάιντρουν.
- Σε ρεστωράντ δουλεύεις.  
Ο Μιχάλης θα ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Έγινε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Σκέφτηκε, αλλά δεν το ξεστόμησε « της θειας σου, μόνο αυτό ξέρετε ότι κάνουν οι έλληνες;». Κατάλαβε όμως ότι δεν φταίει η κοπέλα « από κάπου το έμαθε» και αποκρίθηκε με έμφαση:
- Όχι βέβαια.
Η πανέξυπνη ελβετίδα παρατήρησε την αποστροφή στο πρόσωπο του και κατάλαβε ότι τον προσέβαλε, « διάολε, δεν μπορεί να είναι μόνο πιατάδες οι έλληνες « και ρώτησε:
- Μήπως είσαι δάσκαλος;
Ο Μιχάλης χαμογέλασε ανακουφισμένος που δεν είπε ότι είναι ζητιάνος.
- Κοντά έπεσες.
- Καθηγητής τότε.
- Πιο κοντά έπεσες.
 - Στο γυμνάσιο;
- Όχι.
- Ε, τότε στο πανεπιστήμιο.
- Την έχω κάνει και αυτή την δουλειά, αλλά δεν είναι αυτή που κάνω στο πανεπιστήμιο.
- Τότε τι κάνεις;
- Αν σου πω θα νομίζεις ότι σε κοροϊδεύω.
- Δεν υπάρχει λόγος, θα σε πιστέψω.
- Δεν είναι εύκολο να πιστέψει κανείς τέτοια πράγματά.
- Εγώ δεν έχω πρόβλημα.
- Καλάααα. Έκανε και σιώπησε ο Μιχάλης.
#5
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 04:06:27 ΜΜ
- Σιγά μην σε πιστέψω. Κάποια περιμένεις εσύ, αλλά μου φαίνεσαι κακόκεφος. Είπε η Άρτεμης με ενδιαφέρον σαν να ήταν μάνα του.
- Φαίνεται επειδή δεν περιμένω καμιά είμαι κακόκεφος.
Η Άρτεμης έκανε μια γκριμάτσα συμπάθειας και απομακρύνθηκε από το τραπέζι του. « τι να του συμβαίνει άραγε;». Ο Μιχάλης κάπνιζε συνέχεια και κοιτούσε τα σκαλοπάτια της εισόδου από την τζαμαρία. Στις εφτά ακριβώς, λες και ήταν εγγλέζα, η Χάιντρουν ανέβαινε τα σκαλοπάτια της  εισόδου. Η καρδιά του Μιχάλη φτερούγισε από την χαρά του σαν πουλάκι. Σηκώθηκε αμέσως από το τραπέζι και σήκωσε χαρούμενος το χέρι του για να τον δει. Εκείνη τον είδε και πήγε στο τραπέζι του. ο Μιχάλης την χαιρέτησε σφίγγοντας της δυνατά το χέρι και με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη της είπε:
- Χαίρομαι που σε βλέπω Χάιντρουν. Τι κάνεις;
- Γεια σου Μάικ είμαι μια χαρά, εσύ;
- Κι εγώ το ίδιο. Είπε νοιώθοντας ελαφρά σφιγμένος.
Μόλις μπήκε στο ‘’ Απόλλων ‘’ η Χάιντρουν, οι πελάτες και το προσωπικό γύρισαν και την κοίταξαν έκθαμβοι, λες και έβλεπαν πρώτη φορά ωραία κοπέλα. Η Άρτεμης δεν άφησε από τα μάτια της την Χάιντρουν, και όταν εκείνη κάθισε απέναντι από τον Μιχάλη, χαμογέλασε ικανοποιημένη και σκέφτηκε, « είπα και εγώ, είναι δυνατόν να    μην περιμένει καμία όμορφη ο καζανόβας».
Μόλις κάθισε η Χάιντρουν, η Άρτεμης αγκυροβόλησε απέναντι από τον Μιχάλη και του χαμογέλασε πονηρά και με μια λάμψη θαυμασμού στα μάτια, που φάνηκε ανοίγοντας τα μάτια της. Είπε ελληνικά,    « ωραίο κελεπούρι» και συνέχισε στα αγγλικά:
- Καλησπέρα σας, μπορώ να σαν εξυπηρετήσω;
- Τι θα πάρεις Χάιντρουν;
- Ένα ουίσκι με σόδα.
- Και εγώ μια βότκα με χυμό πορτοκαλιού.
Η Χάιντρουν άρχισε να διαβάζει τον κατάλογο που έγραφε τα φαγητά στα αγγλικά και στα ελληνικά.
- Τι φαγητό είναι ο μουσακάς Μάικ;
Ο Μιχάλης της εξήγησε.
- Τι είναι το παστίτσιο;
Ο Μιχάλης της εξήγησε τι ήταν τα ελληνικά φαγητά και η φέτα μέχρι και το κυπριακό χαλούμι.
- Θα ήθελα να δοκιμάσω ένα μουζάκα.
- Α! ωραία, αλλά μουσακάς προφέρεται και όχι μουζάκα. Είπε ο Μιχάλης που σκέφτηκε ότι δεν μπαίνουν οι έλληνες στο κόπο να διορθώνουν τους ξένους όταν δεν προφέρουν σωστά τις ελληνικές λέξεις.
Αντίθετα πολλές φορές μιμούνται τους ξένους, « έχουμε ωραίες καλαμάρες!»,          « καλαμάρια ρε πατριώτη, καλαμάρια» , έλεγε σε ένα πατριώτη του ο Μιχάλης.
- Εσύ τι θα πάρεις;
- Εγώ λέω να πάρω ένα φαγκρί ψητό.  
- Αρέσουν πολύ τα ψάρια στους έλληνες βλέπω.
- Εμ, η Ελλάδα είναι ένα μεγάλο νησί, φυσικό δεν είναι;
- Πως, αλλά και η Αργεντινή έχει απέραντες ακρογιαλιές, αλλά οι κάτοικοι της προτιμούν το κρέας.
- Α, ώστε έτσι.
Εκείνη τη στιγμή η Άρτεμης έφερνε τα ποτά. Η Χάιντρουν τσούγκρισε το ποτήρι και είπε στα ελληνικά με ελβετική προφορά:
- Γειά σου.
Ο Μιχάλης ξαφνιάστηκε.
- Μιλάς ελληνικά;
- Όχι  πολλά, μερικές φράσεις.
- Πως έτσι;
- Κατ’ αρχήν έκανα αρχαία ελληνικά στο πανεπιστήμιο, αλλά δεν έβρισκα έλληνα να τα μιλά και σχεδόν τα ξέχασα. Τώρα μαθαίνω για τις ανάγκες της δουλειάς μου.
Ο Μιχάλης απόρησε:
- Μα τι δουλεία κάνεις και χρειάζεσαι τα ελληνικά;
- Για μάντεψε. Είπε χαμογελώντας εκείνη.
Το γεγονός ότι ήξερε η Χάιντρουν  μερικά ελληνικά ενθουσίασε τον Μιχάλη, όπως θα ενθουσίαζε κάθε έλληνα και έξυσε πιο βαθιά τον λάκκο του μυαλού του, μήπως βρει κανένα απίθανο επάγγελμα. Την κοίταξε ερευνητικά. Είχε σχεδόν εξαντλήσει όλα τα επαγγέλματα και η εκτυφλωτική της ομορφιά του έφερε στο μυαλό τις γυμνές κοπέλας που διαφημίζουν αυτοκίνητα και τις σχετικές αφίσες που έβλεπε στα συνεργεία  αυτοκινήτων και σε διάφορους ανδροκρατούμενους κυρίως χώρους.  
- Μήπως είσαι μανεκέν;
- Α! κοντά έπεσες.
- Μήπως διαφημίζεις αυτοκίνητα;
- Όχι.
Εξάντλησε πάλι όλα τα προϊόντα που διαφημίζουν οι όμορφες γυναίκες, αλλά τίποτα.
- Μα τι είσαι τέλος πάντων; Είπε ελαφρά εκνευρισμένος, διατηρώντας ένα χαμόγελο στα χείλη.
- Ποζάρω σε ένα καθηγητή, γλύπτη στο New York University και κάνει το σώμα μου αγάλματα.
Άγαλμα έμεινε ο Μιχάλης από την έκπληξη. Γούρλωσε τα μάτια με θαυμασμό και κοιτάζοντας την, σαν γλύπτης είπε:
- Τι μου λες;
- Αλήθεια σου λέω. Είπε με σοβαροφάνεια, που ο Μιχάλης την εξέλαβε για αστείο.
- Δεν λέω είσαι πάρα πολύ ωραία κοπέλα, αλλά να, πως σε ανακάλυψε ο καθηγητής στην Ελβετία;
- Εδώ με ανακάλυψε.
- Μα πως σε ανακάλυψε; Λογαριασμό σε ελβετική τράπεζα ήθελε να ανοίξει;
Η Χάιντρουν γέλασε με το χιούμορ του Μιχάλη και αποκρίθηκε:
- Από την δουλειά μου.
- Να τα πάλι, θα αρχίσουμε την κολοκυθιά.
- Λοιπόν θα σου πω, γιατί στο τέλος θα με βρίσεις ελληνικά και εγώ θα θυμώσω γιατί ξέρω τις βασικές βρισιές. Είμαι ηθοποιός του κινηματογράφου.
- Ηθοποιός!!! Είπε με θαυμασμό και άρχισε να νοιώθει τα πόδια του να τρέμουν.
- Ναι, ναι, απορείς;
- Ε, πρώτη φορά γνωρίζω ηθοποιό και μάλιστα ελβετίδα.
- Ποια η γνώμη σου για τους ηθοποιούς;
#6
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 04:05:24 ΜΜ
- Μπράβο! Και φαντάστηκε ότι θα τους είχαν  κάνει καμάκι καμιά χιλιάδα έλληνες. « τι να κάνει ο χιλιοστός πρώτος, ότι έκαναν και οι προηγούμενοι», συλλογίστηκε κακομοίρικα και ακολούθησε την ‘’ πεπατημένη ‘’.  
- Εμένα με λένε Μάικ. Εσένα;
- Εμένα Χάιντρουν Σούλζ και από δω η Μόνικα και η Ούρσουλα.
- Χαίρομαι που γνωρίζω ελβετίδες.
- Και εμείς το ίδιο. Είπε η Μόνικα.
- Και τι κάνεις στην Αμερική;
- Δουλεύω στο New York University. Είπε η Χάιντρουν.
- Και τι δουλεία κάνεις;
- Βρες το. Είπε χαμογελώντας πονηρά η Χάιντρουν.
Η Χάιντρουν φαινόταν γύρω στα εικοσιπέντε με εικοσιέξι.
- Καθηγήτρια;
- Όχι.
- Φοιτήτρια;
- Όχι.
Σε λίγο θα ξετρύπωνε όλες τις οχιές ο Μιχάλης.
- Γραμματέας;
- Όχι.
- Υπάλληλος;
- Όχι.
- Οχιά να σε κόψει και να σε θερίσει. Είπε ελληνικά και άρχισε να ξύνει ελαφρά το κεφάλι του για να … κατεβάσει νέο επάγγελμα.
Σκάλισε και το λάκκο της θύμησης αλλά δεν βάθαινε. Μέχρι και καθαρίστρια του ήρθε στο μυαλό αλλά δεν το είπε, « ε, όχι και καθαρίστρια από την Ελβετία, του κερατά». Ξαφνικά έλαμψαν τα μάτια του και είπε θριαμβευτικά:
- Οικονομολόγος και έχεις την ευθύνη να στέλνεις τις καταθέσεις του πανεπιστήμιου σε Ελβετική τράπεζα.
Οι τρεις ελβετίδες ξεράθηκαν στα γέλια από την απάντηση του Μιχάλη, που τον παρέσυραν και γελούσε μαζί τους.
- Λοιπόν θα το βρεις; Ρώτησε πειραχτικά η Χάιντρουν.
- Ε, δεν μπορώ να το βρω. Είπε γελώντας ο Μιχάλης, « αν θέλεις λες», είπε ικετευτικά.
- Άλλη φορά.
« Ωραία θα υπάρξει και άλλη φορά λοιπόν», σκέφτηκε εκείνος.
- Εγώ πάντως σπουδάζω γυμνάστρια. Είπε η Μόνικα.
- Και εγώ Μάνατζμεντ. Είπε η Ούρσουλα.
- Εσένα φαίνεται ότι ο πατέρας σου έχει καμία τράπεζα. Την πείραξε ο Μιχάλης
- Δεν έχει, αλλά είναι πρόεδρος σε μία.
Ο Μιχάλης θυμήθηκε κάτι έλληνες εργάτες που έχουν ξεχασμένες καταθέσεις στην Ελβετία και μελαγχόλησε στιγμιαία. Όση ώρα έμειναν στην μικρή καφετέρια, συζήτησαν για την Ελβετία, για την Ελλάδα και τους αρχαίους έλληνες. Ο Μιχάλης διαπίστωσε ότι οι ελβετίδες γνώριζαν περισσότερα από εκείνον για τους αρχαίους έλληνες.
« εμείς δεν μάθαμε τίποτα στο γυμνάσιο, μόνο παπαγαλίζαμε για τις εξετάσεις», σκεφτόταν και μελαγχολούσε.
Όταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν αντάλλαξαν τηλέφωνα και κανόνισαν αν τηλεφωνηθούν ο Μιχάλης με την Χάιντρουν.
- Να μου τηλεφωνήσεις την Πέμπτη μετά τις δωδεκάμισι το βράδυ. Του είπε η Χάιντρουν.
Ο Μιχάλης παραξενεύτηκε για το προχωρημένο της ώρας που ήθελε εκείνη να της τηλεφωνήσει, « τι να κάνει όλη την ημέρα; Που να γυρίζει αυτή η όμορφη σουσουράδα», σκεφτόταν ξύνοντας το κεφάλι του. Δεν είχε ξανασυναντήσει τόσο γοητευτική και έξυπνη γυναίκα στην ζωή του και μέχρι την Πέμπτη το βράδυ που θα της τηλεφωνούσε ξέχασε και της πρώην και τις νυν ..  μέλλουσες φιλενάδες. Ούτε  με την Λήδα βγήκε έξω μέχρι την Πέμπτη. Εκείνο το βράδυ, όταν της τηλεφωνούσε, η καρδιά του χτυπούσε σαν νεαρού που θα πάρει για πρώτη φορά τηλέφωνο να κλείσει ραντεβού.
- Γεια σου Χάιντρουν, εγώ είμαι ο Μάικ.
- Γεια σου Μάικ, νόμιζα ότι θα το ξεχνούσες.
- Όχι βέβαια. Είπε σαν τον τυφλό που τον ρώτησε ο Χριστός αν ήθελε να δει το φώς του.
- Τι έγινε βρήκες τι δουλειά κάνω; Ρώτησε εκείνη πειραχτικά.
- Μου φαίνεται ότι ούτε στην εγκυκλοπαίδεια υπάρχει το επάγγελμα σου, θα μου το πεις;
- Όταν συναντηθούμε.  
- Θα ήθελες να συναντηθούμε; Ρώτησε με αγωνία ο Μιχάλης.
- Μα και βέβαια, πότε θέλεις;
- Εγώ δεν έχω πρόβλημα χρόνου, όποτε θέλεις εσύ.
- Θέλεις να φάμε μαζί αύριο;
- Και βέβαια θέλω.
- Που θέλεις να πάμε;
- Όπου θέλεις εσύ Χάιντρουν.
- Θα ήθελα να φάω σε ένα ελληνικό ρεστοράντ.  
Ο Μιχάλης είδε αμέσως την Άρτεμη να χαμογελά πονηρά.
- Έχεις κάποιο υπόψη σου;
- Όχι, πάμε όπου θέλεις.
- Εντάξει, υπάρχει ένα ωραίο ελληνικό, το ‘’Απόλλων ‘’ στο Κουήνς, σε βολεύει;
Εκεί  ‘’ έπαιζε εντός έδρας ‘’, εκεί την έβρισκε.
- Κανένα πρόβλημα.
Ο Μιχάλης της έδωσε ην διεύθυνση και οδηγίες πώς να πάει με το αυτοκίνητο στο     ‘’ Απόλλων ‘’. Αφού κουβέντιασαν για λίγο για το πώς πέρασαν τις προηγούμενες μέρες έκλεισαν το τηλέφωνο. Το ραντεβού το κανόνισαν για τις εφτά η ώρα της Παρασκευής. Ο Μιχάλης πήγε στο ‘’ Απόλλων ‘’ από τις έξι. Είχε μια αγωνία που δεν μπορούσε να την εξηγήσει, λες και δεν είχε βγει με τόσες γυναίκες. Κάποια στιγμή που τον είδε η Άρτεμη  σκεπτικό, τον ρώτησε πειραχτικά:
- Πως έτσι μόνος τέτοια μέρα; Που είναι η Λήδα.
Ο Μιχάλης έκανε τον μισοκακόμοιρο.
- Τι να γίνει μου έδωσαν όλες διαζύγιο.
#7
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 04:03:54 ΜΜ
Η Άρτεμης έφερε τον λογαριασμό. Ο Μιχάλης τον υπέγραψε και έγραψε πάνω στην υπογραφή, « θα το πληρώσουν οι μάγκες της παρέας, έχασαν το στοίχημα». Μόλις τελείωσε την φράση σήκωσε το ποτήρι του, γύρισε ελαφρά προς την παρέα και έκανε την κίνηση του ‘’ γεια σας μάγκες ‘’, χωρίς να πει τίποτε για να μην υποψιαστεί η Ρίτα πως ήταν το στοίχημα.
- Είμαστε έτοιμοι, πάμε.
- Που πάμε, Μάικ;
- Να ακούσουμε μουσική.
Εκείνη χαμογέλασε γλυκά και είπε με ερωτική λάμψη στα μάτια:
- Α! ωραία αλλά που;
- Έλα πάμε, εδώ απέναντι.
- Πάμε.
Σε λίγο χόρευαν νησιώτικο μπλουζ με Συρματικό. Ο Συρματικός και τα επαγγελματικά χάδια του Μιχάλη, που θα τα ζήλευε και ο καθηγητής σεξολογίας του πανεπιστήμιου Γέηλ,  έλυσαν την καρδιά και το σώμα της Ρίτας. Η ψυχή της έμεινε τσίτσιδη, εκστασιάστηκε λυκνιζόμενη με την μελωδία του σκοπού και παραδόθηκε το πνεύμα της στην αιωνιότητα της ευτυχίας. Την άλλη μέρα ο Μιχάλης έγραψε εις ανάμνηση.
" Καθόλου δεν κατάλαβα, τον πονηρό σκοπό της,
  γεωγραφία με έμαθε σωστή του σώματος της
                        ***
Την τύχη μου την έφερε, εγγλέζικο λαχείο,
 θα αλλάξω ειδικότητα, θα σκίσω το πτυχίο
                        ***
Θα αλλάξω ειδικότητα, θα γίνω σεξολόγος
να μην διδάσκω έρωτα, κι εγώ σαν … θεολόγος
                       ***
Έρωτα είσαι του Θεού, γλυκεία δημιουργία
και στο ναό σου, θα έρχομαι να κάνω λειτουργία"

Ένα μήνα πριν γυρίσει στην Ελλάδα, Αύγουστο μήνα, πήγε σε ένα θεόρατο κατάστημα, στρογγυλό σαν τον Λευκό Πύργο, αλλά εκατό φορές μεγαλύτερο, να τυπώσει στην πλάτη ενός λινού κοκκινωπού πουκάμισου τις λέξεις Κάσος και Αγία Μαρίνα. Έδωσε το πουκάμισο και του είπαν ότι σε μία ώρα θα ήταν έτοιμο. Προτίμησε να περιμένει στην μικρή καφετέρια του ορόφου πίνοντας ένα καφέ. Σκεφτόταν τους σαργούς που θα έπιανε με το ψαροτούφεκο κολυμπώντας στα νησιά Αρμάθια της Κάσου. Σαν να έβλεπε καθαρά τον βυθό και τις πέτρες και τρεις σαργούς που στάλιαζαν στην σκιά μιας πέτρας. Ξαφνικά είδε τρία μελανούρια να περνάνε την πόρτα της καφετέριας και άλλαξε καμάκι στο ψαροτούφεκο.Τρεις ψιλές ξανθιές και λυγερόκορμες κοπέλες πέρασαν το κατώφλι της καφετέριας. Ο Μιχάλης έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά τους και την κορμοστασιά τους. Σηκώθηκε αμέσως από το τραπέζι του και πήγε και στάθηκε ακριβώς πίσω από εκείνη που ξεχώριζε σε ομορφιά λίγο περισσότερο από τις άλλες δύο. Εκείνη την στιγμή η κοπέλα είχε πιάσει με το χέρι της, από την βιτρίνα με τα έτοιμα φαγητά, ένα πιάτο που είχε πάνω ένα πλατύ φύλο μαρουλιού και πάνω του ένα μεγάλο λουκάνικο. Την ώρα που τραβούσε το πιάτο έξω από την βιτρίνα, ο Μιχάλης έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε:
- Αυτό το λουκάνικο, δεν σου κάνει, ούτε στο μήκος, ούτε στο πλάτος! Και έκανε ένα βήμα πίσω γιατί υπολόγιζε ότι η κοπέλα θα γυρίσει και θα τον σκαμπιλίσει.
Πράγματι η κοπέλα γύρισε αργά τον κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη και είπε:
- Πολύ έξυπνο εκ μέρους σου.
Του Μιχάλη η καρδιά ξαναγύρισε στην θέση της από την ευχάριστη έκπληξη. Έμεινε όμως στην θέση του μερικά δευτερόλεπτα, όσα χρειαζόταν να απομακρυνθεί η κοπέλα και να καθίσει σε ένα τραπέζι μαζί με τις φίλες της. Ο Μιχάλης πήρε ένα άλλο φλιτζάνι καφέ και πήγε κατ’ ευθείαν στο τραπέζι τους και χωρίς να ζητήσει τη άδεια κάθισε δίπλα από εκείνη που είχε πριν πειράξει λέγοντας:
- Γεια σας κορίτσια.
Η προφορά της κοπέλας που  πείραξε δεν του φάνηκε αμερικάνικη και ρώτησε μόλις κάθισε.
- Από πού είστε κορίτσια;
- Βρες το. Του είπε η ‘’ πειραχθείσα ‘’ με ένα γλυκό αλλά πονηρό χαμόγελο.
Ξανθιές όπως ήταν έκαναν μπαμ από μακριά.  
- Από την Σουηδία.
- Όχι.
- Από την Φιλανδία.
- Όχι.
- Από την Νορβηγία.
- Όχι.
Σκέφτηκε ποια άλλη χώρα ‘’ παράγει ‘’ ξανθιές.
- Από την Γερμανία.
- Όχι. Είπε η "δικιά του" και άρχισε να το διασκεδάζει και να γελά μαζί με τις άλλες.
- Από την Γαλλία.  
- Όχι.
- Από την Γιουγκοσλαβία. Είπε που θυμήθηκε την ξανθή την Ματούλη  από το Σπλίτ της Κροατίας.
- Όχι.
- Οχιά να σας  κόψει. Είπε εκνευρισμένος στα ελληνικά ο Μιχάλης.
Η "δικιά" του δεν γνώριζε μεν ελληνικά, αλλά με τον τρόπο που τα είπε ο Μιχάλης κατάλαβε τον εκνευρισμό του και συνέχισε να τον προκαλεί.
- Τι θα γίνει θα βρεις από πού είμαστε; Ρώτησε. Χαμογελώντας ειρωνικά.
Από τούτη κι από την άλλη, είπε όλες τις χώρες της Ευρώπης, μέχρι και την Ελλάδα με τα νησιά της είπε από την απελπισία του. Παρέλειψε μόνο μία μικρή σε έκταση χώρα. Δεν πήγε το μυαλό του.
- Δεν την βρίσκω. Είπε απογοητευμένος.
Η δικιά του τον λυπήθηκε και είπε:
- Μα ήταν τόσο εύκολο. Από την Ελβετία.  
Το είπε με ένα τρόπο σαν να κρατούσε στα χέρια της ελβετική τράπεζα. Ο Μιχάλης έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και θαυμασμού:
-ΑΑΑ! Έκανε και ρώτησε:
- Κι εγώ από πού νομίζετε ότι είμαι;
Σαν να είχαν συγχρονιστεί οι ελβετίδες από μαέστρο και είπαν ταυτόχρονα:
- Καλά τώρα, εσύ είσαι έλληνας.
Ο Μιχάλης κεραυνοβολήθηκε και γούρλωσε από θαυμασμό τα μάτια του λέγοντας:
#8
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 04:02:10 ΜΜ
- Όχι, όχι. Είπε καθησυχαστικά. « μόνο μερικές λέξεις».
- Που τις έμαθες; Ρώτησε περίεργα εκείνος.
- Όταν είχα πάει στην Κρήτη διακοπές.
- Αλήθεια; Σου άρεσε η Κρήτη;
- Πάρα πολύ. Πήγα εκεί γιατί  στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο παππούς μου ήταν σαμποτέρ των συμμάχων και έκανε πολλές ανατινάξεις μαζί με τους κρητικούς της αντίστασης.
- Μπράβο. Έκανε με θαυμασμό ο Μιχάλης.
- Την επόμενη φορά θα πάω και στο δικό σου νησί.
- Α! υπέροχα θα προσπαθήσω να είμαι εκεί να σε ξεναγήσω και από τώρα είσαι προσκεκλημένη μου.  
- Ω! σε ευχαριστώ, πάντα είστε φιλόξενοι εσείς οι έλληνες.
- Θα το έχει η ράτσα μας φαίνεται. Γεια σου Ρίτα! Είπε στα ελληνικά.
- Γεια μας.
Μόλις έφερε στο στόμα στην πρώτη αχιβάδα η Ρίτα θυμήθηκε τα φαγητά και την σεξουαλικότητα. « μα πως είναι δυνατόν; Αδύνατον!», σκέφτηκε αλλά κόμπιασε να ρωτήσει τον Μιχάλη. Έφαγαν τα θαλασσινά, ήπιαν το ουίσκι τους και ο Μιχάλης έκανε νόημα στην Άρτεμη που ήταν απίκο να φέρει αμέσως τους αστακούς και μετά τα μπουκάλι με το κρασί. Την ώρα που πήγε να το ανοίξει ο Μιχάλης της λέει:
- Άλλαξε το και φέρε ένα κρητικό.
- Αυτό είναι το καλύτερο.
- Κάνε αυτό που σου λέω και μην ρωτάς πολλά. Είπε με προσποιητή αυστηρότητα ο Μιχάλης.
Σε λίγο άνοιξε ένα μπουκάλι κρητικό κρασί. Η Ρίτα δεν είχε ξαναφάει αστακό, ούτε στην Αμερική, αλλά ούτε στην Αγγλία. Δύο φορές που την είχε πάει ένας φίλος της, πλούσιας οικογένειας, σε ακριβό εστιατόριο εκείνος παράγγειλε το καλύτερο, χέλια γιαχνί. Οι άγγλοι ξετρελαίνονται με τα χέλια, όπως οι κινέζοι με τους …. σκύλους και οι ασιάτες με τα φίδια τα λιόκαυτα.
- Είναι ωραίος ο αστακός Μάικ; Ρώτησε περίεργα.
Ο Μιχάλης ξαφνιάστηκε. Νόμιζε ότι του αστειεύεται και ρώτησε:
- Δεν έχεις ξαναφάει;
- Όχι βέβαια!
Ο Μιχάλης παραξενεύτηκε γιατί δεν ήξερε  τι αγγλικές συνήθειες.
- Μα πως έτσι;
- Στην  Αγγλία δεν πολυπροτιμούν τον αστακό.
- Τι μου λες. Ρώτησε γεμάτος απορία.
- Κάθε λαός έχει τις δικές του συνήθειες.
- Σωστά έχεις δίκιο. Είπε και σκέφτηκε, « αν αρχίσουμε να λέμε για τις συνήθειες των διάφορων λαών, θα ξεράσουμε και τον αστακό … πριν τον φάμε».
- Για δοκίμασε λοιπόν.
- Α! ωραίος. Είπε με την πρώτη πιρουνιά.  
- Είδες που σου το έλεγα.
Η Ρίτα έτρωγε με επιφωνήματα θαυμασμού. Ο Μιχάλης γέμιζε τα ποτήρια του κρασιού και έλεγε συνέχεια στα ελληνικά:
- Γεια μας.
- Γεια σου Μάικ. Έλεγε εκείνη, δείχνοντας κεφισμένη.
Ο Μιχάλης μόλις άδειασε το μπουκάλι, έκανε νόημα στην Άρτεμη δείχνοντας της το άδειο μπουκάλι. Εκείνη αμέσως έφερε δεύτερο.
- Γεια σου κούκλα! Είπε στα ελληνικά ο Μιχάλης.
- Τι σημαίνει κούκλα; Μάικ.
Εκείνος της εξήγησε κοιτάζοντας την με την ερωτιάρικη ματιά του.
- Ω! σε ευχαριστώ. Είπε εκείνη κολακευμένη.
Είχε πια κεφίσει και δεν θα μπορούσε να νοιώσει κάποια ντροπή. Το αντίθετο μάλιστα. Τρώγοντας την τελευταία πιρουνιά του αστακού, που έκοβε σε μικρές μπουκιές, σαν να μην ήθελε να τελειώσει, άρχισε να νοιώθει την σεξουαλικότητα της να μεγαλώνει, καθώς πίστεψε ότι ο αστακός ήταν η αίτία. Και η τελευταία αμφιβολία είχε πάρει διαζύγιο από το μυαλό της.
- Γεια σου κουκλάρα!
- Τι;
Ο Μιχάλης της έδωσε την ερμηνεία της λέξης κοιτάζοντας την τόσο έντονα που εκείνη ένοιωθε την ματιά του να της χαϊδεύει ολόκληρο το κορμί και να το κάνει να σπαρταρά από πόθο. Χαμήλωσε ελαφρά τη ματιά της και έκανε μια ερώτησε στον Μιχάλη για να αλλάξει το θέμα και την έντονη ματιά του.
- Για πες μου για την μουσική που ανέφερες προηγουμένως;
Ο Μιχάλης ένιωσε το δοξάρι της λύρας του φίλου του, του Μηνά να παίζει Συρματικό στις χορδές της καρδίας του.
- Η μελωδία της μουσικής, από το αυτί φτάνει στην ψυχή, την ηρεμεί, την κάνει να νοιώθει ευφορία και ευτυχία. Η ψυχή τις στέλνει στην καρδιά και εκείνη στο σώμα. Το  σώμα λύνεται γλυκά σαν μηχάνημα. Γίνεται βίδες και ο σύντροφος της κοπέλας συναρμολογεί το μηχάνημα βάζοντας τις βίδες στην σωστή θέση, με τέλειο τρόπο χωρίς λάθος και έτσι η κοπέλα δεν έχει κανένα πρόβλημα και νοιώθει τον τέλειο έρωτα.
Στα αυτιά της Ρίτας ήρθαν όλες οι μελωδίες  των Μπίτλς και στην θύμηση τους, ο έρωτας που είχε κάνει ακούγοντας τους. Δεν θυμόταν να είχε επηρεαστεί από την μουσική.  
- Μα τόσο επηρεάζει η μουσική;
- Προπάντων η άγνωστη.
« πάει την παλάβωσε την κοπέλα ο άτιμος», λέει ο Τέλης, σκουντώντας τον Μανόλη στο τραπέζι της παρέας.  
Εκείνη προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε κάνει ποτέ έρωτα με άγνωστη μουσική. « ποτέ, όλο γνωστοί τραγουδιστές».
- Μα δεν ακούμε την μουσική και τα τραγούδια γνωστών και μεγάλων τραγουδιστών, σαν τους Μπίτλς; Δεν ακούμε ότι να είναι;
- Μπράβο, έχεις απόλυτο δίκιο. Γι’ αυτό και εμείς μελετήσαμε το θέμα της μουσικής και καταλήξαμε μετά από έρευνες στο συμπέρασμα με την άγνωστη μουσική.
- Σοβαρά; Τι μουσική είναι αυτή;
- Θέλεις να ακούσεις;
- Βεβαίως. Είπε χωρίς να το καλοσκεφτεί.
Ο Μιχάλης έκανε αμέσως νόημα στην Άρτεμη να φέρει τον λογαριασμό και της είπε και πάλι:
- Γεια σου Αγγλία με τα ωραία σου κορίτσια και φαντάστηκε το μάθημα γεωγραφίας που θα έκανε πάνω στο σώμα εκείνης της γυναικάρας.
#9
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 03:57:11 ΜΜ
Σε μισό λεπτό η Άρτεμης στεκόταν απέναντι από τον Μιχάλη κοιτάζοντας τον με εκείνο το πονηρό χαμόγελο που μόνο εκείνος μπορούσε να ερμηνεύσει.
- Τι καλούς αστακούς  έχουμε σήμερα ωραία μου κυρία; Ρώτησε ο Μιχάλης ελληνικά χαμογελώντας πονηρά και κοιτάζοντας την ερωτιάρικα.
- Αν ήμουν πιο νέα δεν θα σου γλίτωνα. Αποκρίθηκε κουνώντας πάνω κάτω τα φρύδια της.
- Έχουμε ότι χρειάζεται ο αγαπητικός μας.
- Δύο ουίσκι με πάγο κι ένα μπουκάλι σόδα μήπως και το πίνει έτσι η κυρία, τις γνωστές πιατέλες με τα θαλασσινά κι φούνταρε στο τσουκάλι δύο καλούς αστακούς, αλλά θα τους σερβίρεις όταν θα σου κάνω νόημα μαζί με ένα καλό μπουκάλι ελληνικό κρασί και μια ντοματοσαλάτα χωρίς ψωμί.
- Ότι θέλει ο Σεΐχης.
Η Ρίτα που δεν καταλάβαινε ελληνικά, ρώτησε με ενδιαφέρον:
- Μα τι παράγγειλες;
- Φαγητό που έχει σχέση με την έρευνα.
- Μα τι λες τώρα; Τι σχέση έχει το φαγητό;
- Έχει και πολύ μάλιστα.
- Τι εννοείς;
- Είναι απλό. Κάποια φαγητά βοηθούν την σεξουαλικότητα. Δεν έχεις δει σε ντοκιμαντέρ ανθρωπολόγων ότι οι ουραγκοτάγκοι όταν ζευγαρώνουν ψάχνουν συνέχεια για καρύδες!
Τα κανόνια του Ναβαρόνε θα ξεκούφαιναν λιγότερο την Ρίτα από αυτά που άκουσε.
- Αδύνατον, αδύνατον. Είπε και προσπάθησε να φανταστεί τι φαγητό είχε παραγγείλει ο Μιχάλης.
- Δυνατόν!
- Μα πως είναι δυνατόν; Τότε οι άνθρωποι δεν θα είχαν σεξουαλικά προβλήματα;
- Αυτοί που ξέρουν δεν έχουν! Είπε και την κοίταξε παμπόνηρα στα μάτια σαν πειραιώτης μάγκας.
Η ματιά του Μιχάλη την αναρίγησε: « ετούτος ο έλληνας δεν θα έχει κανένα σεξουαλικό πρόβλημα. Θα τα έχει λύσει όλα», σκέφτηκε η Ρίτα και ρώτησε:
- Μα για πες μου τι φαγητό παράγγειλες;
- Ε, μην βιάζεσαι τώρα θα το φέρουν.
- Καλά, αλλά για δώσε μου να καταλάβω τι ακριβώς κάνεις με την ερευνητική ομάδα σου;
- Να, κοίταξε, οι γιατροί εξετάζουν μόνα αν τα ζευγάρια που τους επισκέπτονται έχουν προβλήματα στύσης του πέους, στην μήτρα στις σάλπιγγες, στο σπέρμα, αν έχουν άγχος, αν έχουν ψυχολογικά προβλήματα και να έχουν οικογενειακά προβλήματα και επαγγελματικά. Καταλαβαίνεις;
- Πως το καταλαβαίνω. Αλλά τότε εσείς τι κάνετε; Ρώτησε με ενδιαφέρον η Ρίτα.
- Αν τα ζευγάρια δεν έχουν κανένα από τα παραπάνω προβλήματα, τότε έρχεται η σειρά μας να μελετήσουμε την σεξουαλικότητα τους, τον έρωτα που κάνουν να εντοπίσουμε το πρόβλημα και να προτείνουμε λύσεις.
- Δεν καταλαβαίνω.
- Καταρχήν μελετάμε στην κουλτούρα του καθ’ ενός ξεχωριστά. Που μεγάλωσε, πως μεγάλωσε, σε τι οικογενειακό περιβάλλον, αν ήταν η μητέρα τους ή ο πατέρας τους αυταρχικός, βίαιος , καταπιεστικός, θρησκευόμενος, αν είχαν προγαμιαίες ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις, πόσο ολοκληρωμένες σχέσεις, αν είχαν ταμπού στον έρωτα, αν ήταν ειλικρινείς όταν έκαναν έρωτα.
Η Ρίτα που της φάνηκαν κάπως υπερβολικά όσα κατέβασε η κούτρα του Μιχάλη, τον πείραξε:
- Δηλαδή εσύ μπορείς να ξέρεις τι ευχαριστεί μια γυναίκα;
- Προσπαθώ και το βρίσκω!
- Δηλαδή τι κάνεις; Ρώτησε προσπαθώντας να στριμώξει τον Μιχάλη.
- Θα σου απαντήσω, αφού πρώτα σου πω μερικά σχετικά πράγματα.
- Για να ακούσω.
- Οι περισσότερες κοινωνίες είναι συντηρητικές και θρησκόληπτες. Υπάρχουν πολλά ταμπού, πάρα πολλά και κυρίως στον έρωτα. Στον έρωτα ο άντρας έχει σχεδόν πάντα τις πρωτοβουλίες. Προσπαθεί λοιπόν να ευχαριστήσει την γυναίκα, με τον τρόπο που ξέρει, ή με αυτόν που νομίζει. Η γυναικά όμως αντί να χαλαρώνει σφίγγεται, στο σώμα, στην καρδιά και στην ψυχή με αποτέλεσμα να κάνει έρωτα μηχανικά – εμείς το λέμε παθητικό έρωτα – να μην τον απολαμβάνει, να μην ικανοποιείται και το χειρότερο να προσποιείται ότι έφτασε σε οργασμό, για να ικανοποιήσει το εγώ του άντρα. Δεν πρέπει λοιπόν να προσπαθεί να επιβάλλει πράγματα ο άντρας στην γυναικά που δεν της αρέσουν. Για παράδειγμα, δεν πρέπει να επιμένει ο άντρας να φιλήσει το αιδοίον της γυναίκας, ούτε να της επιβάλει πεοθηλασμό αν δεν αρέσει στην ίδια. Ακόμη και τα χάδια είναι σημαντικός παράγοντας. Το να χαϊδεύει ένας άντρας μόνο το στήθος της γυναίκας γιατί έτσι νομίζει ότι την ερεθίζει, δεν επιτυγχάνει  αυτό που θέλει. Όμως οι περισσότερες γυναίκες, όταν τους χαϊδέψεις απαλά την πλάτη, το πρόσωπο, τα χέρια, τα πόδια, το λαιμό και τα χείλη αισθάνονται πιο όμορφα. Ακόμη και η μουσική παίζει μεγάλο ρόλο την ώρα που κάνουν έρωτα. Πρέπει να είναι απαλή, μελωδική και αν είναι δυνατόν άγνωστη.
« Ρε, ο Συρματικός», σκέφτηκε και μπήκε ο διάολος μέσα του. Την άλλη μέρα έγραψε εις ανάμνησιν …..
« Αν μ άκουγε ένας παπάς, θα νιωθε αηδία
  που έκανα συζήτηση, για πέη και αιδοία».
Ο Μανώλης που είχε γεννηθεί στην Αερική και καταλάβαινε την συζήτηση, γύρισε στον Κωστή και είπε:
- Τι λέει ρε ο άτιμος στην κοπέλα, θα την κουφάνει, θα την καραφλιάσει!
- Από αυτόν όλα να τα περιμένεις, δεν άκουσες τι είπε για μουσικές;  Σε λίγο θα της μιλά για λύρες, λαούτα και τσαμπούνες. Είπε ο Κωστής.
Όση ώρα άκουγε εντυπωσιασμένη τον Μιχάλη η Ρίτα, τον έβλεπε και σαν άντρα,     « ωραίος έλληνας, ο Άδωνης, καθηγητής του έρωτα», σκεφτόταν σαν ένοιωθε τα χάδια του Μιχάλη εκεί που της άρεσε. Έκανε να μιλήσει άλλη εκείνη την στιγμή ήρθε η Άρτεμης με τα θαλασσινά. Άφησε τις πιατέλες στο τραπέζι και έπε πονηρά του Μιχάλη:
- Καλή όρεξη.
- Κοπιάστε. Είπε ο Μιχάλης με νόημα που έκανε η Άρτεμη να κάνει ένα μορφασμό αποστροφής.
Μόλις άφησε την πιατέλα πήγε και έφερε  τα ουίσκι.
- Άντε γεια μας! Είπε ο Μιχάλης ελληνικά τσουγκρίζοντας το ποτήρι της Ρίτας.
- Γειά σου. Είπε στα ελληνικά εκείνη με την περίεργη προφορά που λένε οι ξένοι στην Ελλάδα το ‘’ γεια σου ‘’.
Ο Μιχάλης ξαφνιάστηκε.
- Μιλάς ελληνικά;
#10
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 03:56:02 ΜΜ
Ελλάδα και έλληνες, η πατρίδα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Αλλά αυτοί λένε          ‘’ ΜΑ ‘’.
- Και τι κάνεις στην Αμερική;
- Είμαι καθηγήτρια γεωγραφίας και κάνω μεταπτυχιακά εδώ.
Ο Μιχάλης γέλασε πονηρά και σκέφτηκε να ελέγξει τις γνώσεις της στην γεωγραφία. Ο διάολος είχε βιδώσει ένα αστείο στο μυαλό του.
- Τι μου λες! Αν με ρωτήσεις για ένα νησί της Αγγλίας μπορεί να σου πω ότι βρίσκεται στο βόρειο Πόλο!
- Εμένα μπορείς να με ρωτήσεις, πιστεύω ότι γνωρίζω καλή γεωγραφία.
- Και για την Ελλάδα.
- Άκου λέει! Είπε εκείνη σαν να την ρώτησε πόσο κάνει ένα και ένα.
- Το ελληνικό νησί Κάσος που βρίσκεται;
Εκείνη σκέφτηκε λίγο, έφερε τον χάρτη της Ελλάδας στο νου και είπε:
- Στα Δωδεκάνησα αλλά κοντά στην Κρήτη.
Ο Μιχάλης έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Όταν ρωτούσε έλληνες που είναι η Κάσος, ή του έλεγαν ότι δεν γνωρίζουν ή ότι βρίσκεται στο Θεσσαλικό κάμπο.
- Με εκπλήσσεις με τις γνώσεις σου!
- Ρώτησε και άλλο.
Ο διάολος συμμάχησε με τον δράκουλα.
- Η Κάρπαθος που βρίσκεται; Ξέρεις αυτή με τον δράκουλα.
Εκείνη χαμογέλασε σαν το Θεό που τα ξέρει όλα και αποκρίθηκε:
- Μα στην Ρουμανία, στα Καρπάθια!
Ο δράκουλας ‘’ έβαλε στα γυαλιά ‘’ στην εγγλέζα και στο μυαλό του Μιχάλη κύματα.
- Πρώτη φορά ακούω να έχουν θάλασσα τα βουνά!
- Μα τα Καρπάθια όρη δεν περιβρέχονται από θάλασσα;
- Μα η Κάρπαθος περιβρέχεται από θάλασσα!
- Αδύνατον! Λέει η εγγλέζα.
- Δυνατόν!
- Αδύνατον!
- Μα αφού εγώ έχω κάνει μπάνιο στο απέναντι νησί.
- Μα ποιο νησί; Ρώτησε εκείνη απορημένη.
- Την Κάσο φυσικά! Είπε θριαμβευτικά ο Μιχάλης.
- Με κοροϊδεύεις; Η Κάσος δεν είναι στην Ρουμανία.
- Σωστά.
- Είναι στην Ελλάδα. Άρα ….
- Τι άρα;
- Άρα και η Κάρπαθος δεν είναι στην Ρουμανία ….  Είπε ξύνοντας το μάγουλο της σαν να μην πίστευε αυτά που έλεγε.
- Ακριβώς!
Εκείνη σκέφτηκε λίγο και μετά με μια λάμψη στα μάτια είπε:
- Μαφία είστε εσείς οι έλληνες ….
- Γιατί; Είπε δήθεν απορημένος ο Μιχάλης.
- Γιατί με κοροϊδεύεις τόση ώρα. Είπε παραπονιάρικα.
- Με νίκησε η καθηγήτρια της γεωγραφίας.
- Με μπέρδεψες, κατάλαβες.
- Απολογούμαι …. Μα δεν μου είπες πως λένε την σωτήρα μου;
Εκείνη χαμογέλασε και αποκρίθηκε : « Ρίτα, Ρίτα Μπόουλς». Ο Μιχάλης γέλασε         πονηρά. Μπόουλς ηχεί στα αγγλικά ( στην αργώ) σαν τα καρύδια του άντρα και σαν τα μπόουλ που βάζουμε την σαλάτα, όταν τα λέμε στον πληθυντικό. Η Ρίτα κατάλαβε αμέσως γιατί γέλασε πονηρά ο Μιχάλης και είπε:
- Πονηρέ Οδυσσέα, πονηρέ έλληνα.
Τον Μιχάλη τον έπιασε απότομα νευρικό γέλιο. Το νευρικό του γέλιο παρέσυρε την Ρίτα που άθελα της κρατούσε ένα σταθερό και αχνό χαμόγελο στα χείλη.
- Με συγχωρείς Ρίτα, εμένα με λένε Μάικ. Είπε αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια για να μην τον πιάσουν τα γέλια.
- Εντάξει Μάικ, χάρηκα πολύ.
- Εγώ να δεις!
- Αλήθεια τι δουλειά κάνεις; Σε εστιατόριο δουλεύεις;
Του Μιχάλη του ήρθε αποπνιξία. Οι αμερικανοί και ιδιαίτερα οι μετανάστες, ξέρουν ότι αυτό και μόνο αυτό κάνουν οι έλληνες στην Αμερική και αυτό άκουγε συνέχεια ο Μιχάλης με αποτέλεσμα να μελαγχολεί αλλά και να αισιοδοξεί: « μια μέρα θα σπουδάζουν όλα τα ελληνόπουλα». Αποφάσισε να μην πει ολόκληρο ψέμα για το τι δουλειά κάνει, αλλά μισή αλήθεια στην Ρίτα, νοιώθοντας θιγμενος.
- Καθηγητής και επικεφαλής ερευνητικής ομάδας είμαι.
- Εδώ στην Αμερική;
- Μάλιστα.
- Και ποιο είναι το αντικείμενο της έρευνας;
- Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Είπε ανέκφραστος ο Μιχάλης.
Η Ρίτα γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη. Δεν είχε φανταστεί ότι οι έρευνες των αμερικανών θα έφταναν μέχρι εκεί.
- Τι έρευνα λέει;
Ο Μιχάλης έδωσε ακριβώς την ίδια απάντηση, ψυχρά σαν καθηγητής. Η Ρίτα τον κοίταξε ερευνητικά, προσπαθώντας να δει αν ο πανούργος έλληνας της λέει την αλήθεια. Η σοβαρή έκφραση του προσώπου του δεν της άφηνε περιθώρια να σκαφτεί ότι αστειεύεται. Όμως δεν μπορούσε να το πολυπιστέψει.
- Δηλαδή γιατρός είσαι;
- Όχι καθηγητής σεξουαλικότητας.
Τα μάτια της Ρίτας έλαμψαν, « έλληνας και καθηγητής σεξουαλικότητας! Ο τέλειος εραστής!». Ο Μιχάλης το μετέφρασε αμέσως και θυμήθηκε το στοίχημα που είχε βάλει με τους μάγκες. « θα σας κοστίσει ο κούκος αηδόνι, κωλόπαιδα».
- Με συγχωρείς Ρίτα που δεν σε κέρασα τόση ώρα. Τι θα πάρεις; Είπε για να αλλάξει το θέμα και να προλειάνει το έδαφος.
- Ένα καφέ.
- Έλα τώρα με καφέ θα το γιορτάσουμε;
- Ε, με τι άλλο;
Ο Μιχάλης δεν απάντησε. Σήκωσε το χέρι του και μια σερβιτόρα ήρθε στο τραπέζι.
- Φώναξε μου την Άρτεμη.
#11
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 03:54:42 ΜΜ
- Από αυτόν όλα να τα περιμένετε. Εμένα τον έχει φοβηθεί το μάτι μου. Είπε ο Κωστής.
Ο Μιχάλης είχε εν τω μεταξύ βάλει σε λειτουργία το ‘’ ραντάρ ‘’, που είχε αντί δίσκου ένα καμάκι και παρακολουθούσε τις …. μπάνικες περαστικές. Οι μάγκες τον παρακολουθούσαν σαν πράκτορες της Σ.Ι.Α μην τους κάνει καμιά πουστιά. Κάποια στιγμή έπιασε το ραντάρ μια μελαχρινή κοπέλα, με κοντή φούστα, που τον πλησίαζε κουνάμενη και λυγάμενη.
- Μπορεί ρε αυτή; Είπε ειρωνικά ο Τέλης.
Ο Μανώλης χτύπησε αμέσως δυνατά στην τζαμαρία. Ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε τον Μανώλη που είχε σηκωθεί και κάτι του έλεγε. Διάβασε τα χείλη του:
- Αυτή ρε. Και είδε το χέρι του που έδειχνε προς το πεζοδρόμιο.
Όταν η λυγάμενη και κουνάμενη έφτασε σε απόσταση δύο μέτρων, ο Μιχάλης πήγε στην μέση του πεζοδρομίου υπολογίζοντας να έρθει εκείνη καταπάνω του. Εκείνη φτάνοντας κοντά του και πριν προλάβει να σκεφτεί από πού θα περάσει ‘’ δεξιά ή αριστερά ‘’ του Μιχάλη, είδε τον Μιχάλη να κρατά το στήθος του, να έχει το πρόσωπο του ένα μορφασμό πόνου και να έχει ανοίξει το στόμα του και να λέει με σβησμένη φωνή:
- Ωχ, ωχ η καρδιά μου! Βοήθεια.
Η κοπέλα ξαφνιάστηκε, πήγε αμέσως και τον έπιασε από τα χέρια, λίγο κάτω από τους ώμους και τον ρώτησε με αγωνία:
- Είσαι καλά;
- Όχι, λίγο νερό. Είπε με φωνή που σχεδόν έσβηνε.
Η κοπέλα κοίταξε έντρομη πίσω της.
- Πάμε γρήγορα. Είπε και κρατώντας τον από την μέση, τον οδήγησε προσεκτικά μέσα στο ‘’Απόλλων ‘’.
Οι μάγκες που παρακολουθούσαν την σκηνή του ‘’ φόνου ‘’ τρόμαξαν για λίγο, αλλά μετά γέλασαν όταν είπε ο Κωστής:
- Βρε τον άτιμο τι σκαρφίστηκε!
Μπαίνοντας στο ‘’ Απόλλων ‘’, του Μιχάλη του ‘’ πονούσε ‘’ λιγότερο η καρδιά του και περισσότερο η αξιοπρέπεια του.
- Ένα νερό, ένα νερό. Φώναξε η κοπέλα και οδήγησε τον Μιχάλη στο κοντινότερο τραπέζι που ήταν άδειο.
Ο Μιχάλης της έδειξε ένα άλλο κι εκείνη τον πήγε σε ένα τραπέζι δίπλα σε αυτό της παρέας. Ένα μπασμπόι – το παιδί λεωφορείο – έφερε αμέσως δύο ποτήρια νερό και τα άφησε στο τραπέζι.
- Αισθάνεσαι καλύτερα; Ρώτησε η κοπέλα.
- Ναι.
- Α! ωραία. Είπε η κοπέλα με ανακούφιση, « πιες νερό».
Ο Μιχάλης κοίταξε τα ποτήρια με το νερό και θυμήθηκε τι έλεγε ο ξάδερφος του ο Μιχάλης όταν πρωτοήρθε στην Αερική και δούλευε μπασμπόι.
- Δηλητήριο έχει βρε το νερό και δεν το πίνετε! Τι διάολο το κουβαλώ σαν νερουλάς;
Οι αμερικανοί πίνουν το νερό στα εστιατόρια, μια φορά στο εκατομμύριο.  Βλέποντας η κοπέλα ότι δεν πίνει νερό ο Μιχάλης του είπε προσταχτικά:
- Πιες νερό θα σου κάνει καλό.
- Δεν χρειάζεται. Είπε ο Μιχάλης ατάραχος.
- Πιες, πιες, θα σου κάνει καλό. Επανέλαβε εκείνη.
- Καλό μου κάνεις εσύ.
Η κοπέλα που δεν έπιασε το υπονοούμενο αποκρίθηκε νοιώθοντας σαν καλή σαμαρειτισά:
- Υποχρέωση μου. Και συνέχισε ρωτώντας « Νοιώθεις καλύτερα;».
- Υπέροχα.
- Μα τι έχει η καρδιά σου; Ρώτησε σαν καρδιολόγος που δεν μπορούσε να διαγνώσει το πρόβλημα της καρδιάς του Μιχάλη.
- Απολύτως τίποτα.
- Μα πως, εδώ παραλίγο να πέσεις κάτω αν δεν σε έπιανα.
- Απολύτως τίποτα.
- Μα τότε τι φταίει; Ρώτησε εκείνη απορημένη.
- Εσύ φταις.
Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη και άνοιξε το στόμα της μια πιθαμή:
- Μα πως φταίω εγώ για τον πόνο στην καρδιά σου; Ρώτησε εκείνη έκπληκτη και απορημένη.
- Να πώς.Να σου το πω μόλις βρέθηκες μπροστά μου θαμπώθηκα από την ομορφιά σου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά, κόντευε να σπάσει και αν δεν με έπιανες θα τα τεζάριζα.
Η κοπέλα κολακεύτηκε – οι αμερικανίδες δεν το θέλουν και πολύ – το χαμόγελο ξεμύτισε σαν μπουμπούκι λουλουδιού στο πρόσωπο της, χαμήλωσε την ματιά της και είπε με μετριοφροσύνη:
- Τα παρά λες!
- Όχι, λέω αυτό που ένιωσα, λέω την αλήθεια.
Ήταν τόσο απίθανος ο συγκλονισμός του Μιχάλη που η κοπέλα μάλλον δεν τον κατάπιε.
- Τα παρά λες, τα παρά λες.
- Δεν τα πάρα λέω και σε ευχαριστώ για την βοήθεια!
- Μα ποια βοήθεια, εσύ δεν έχεις τίποτα.
Οι αμερικανίδες είναι έξυπνες  δεν είναι κουτές, όμως δεν είναι καθόλου πονηρές.
- Ε! πως δεν είχα, εδώ κόντεψα να πάθω καρδιακή προσβολή!
- Έλα τώρα υπερβάλεις. Είπε η κοπέλα και πέρασε στην επίθεση.
- Αν είναι πράγματι έτσι, τότε να παθαίνεις καρδιακή προσβολή χίλιες φορές την ημέρα με τόσο όμορφες αμερικανίδες.
Οι μάγκες της παρέας μαγνητοφωνούσαν, στο μυαλό τους την καμακευτική συζήτηση.
- Έτσι που το είπες εσύ δεν θα πρέπει να είσαι αμερικανίδα.
- Όχι, είμαι αγγλίδα.
- Τι μου λες; Ρώτησε με ενδιαφέρον ο Μιχάλη, χωρίς να προσποιείται.
- Εσύ από πού είσαι; Από την προφορά σου- « την νησιώτικη» σκέφτηκε ο Μιχάλής – δεν πρέπει να είσαι αμερικάνος.
- Έλληνας είμαι.
- ΑΑΑ! Ωραία, στην αρχή νόμισα ότι είσαι αυστραλός.
Το θαυμαστικό  ‘’ ΑΑΑ ‘’ άγγιζε τον Μιχάλη που όσες φορές του το έλεγαν  προσπαθούσε να βρει το γιατί. Πολλά χρόνια αργότερα ο Μιχάλης σκεφτόταν και έλεγε στους φίλους του, όποτε θυμόταν εκείνο το θαυμαστικό ‘’ ΑΑΑ ‘’ – αν έλεγαν    ‘’ ΑΑΑ ‘’  και αυτοί που κυβερνούνε αυτούς που λένε ‘’ ΑΑΑ ‘’ όταν ακούσουν για την
#12
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 03:53:35 ΜΜ
Η Άρτεμης χαμογέλασε πονηρά  και έκανε μια κίνηση με το χέρι της. Έτσι του έκανε πολλές φορές όταν υπολόγιζε την συνέχεια του … έργου – που ο Μιχάλης την ερμήνευε, « θα έχουμε πάλι …. υπερωρίες με συρματικό».
- Λοιπόν Γιώργη και όλο εις υγείαν θα λες στο κορίτσι, αφού πρώτα την ρωτήσεις πως λένε εις υγείαν στα πορτογαλικά.
Ήρθαν τα στρείδια και το κρασί και άρχισε το ‘’ εις υγείαν ‘’, πότε στα πορτογαλικά πότε στα ελληνικά και πότε στα σπανιόλικα.
- Φέρε και άλλο κρασί! Διέταξε τώρα κεφάτος ο Γιώργης.
Μέχρι να φάνε τους αστακούς, είχαν πιει πέντε μπουκάλια κρασί. Το περισσότερο βέβαια το ήπιε ο Γιώργης με την Άννα. Δώστου ‘’ εις υγείαν ‘’ και δώστου φιλιά ο Γιώργης.
- Πάντα τέτοια ξάδερφε! Του έλεγε ο Μιχάλης.
Στην αρχή όταν φιλούσε την Άννα ο Γιώργης, εκείνη κοιτούσε τον Μιχάλη σαν να του ζητούσε άδεια, σαν να ένοιωθε ενοχές. Σιγά – σιγά το ελληνικό κρασί μέθυσε όλες της, τις αναστολές. Τώρα κοίταζε κάπου κάπου  τον Μιχάλη, σαν να του έλεγε την απόφαση της, « θα σου τα φορέσω απόψε». Όταν η Λήδα βεβαιώθηκε ότι η Άννα  δεν ήταν φιλενάδα του Μιχάλη, άρχισε να φιλά και εκείνη τον Μιχάλη, ο οποίος προσπαθούσε να είναι συγκρατημένος. Όταν πια δεν έβλεπαν ο ένας το άλλον – ο Γιώργης και η Άννα – ο Γιώργης ρώτησε τον Μιχάλη:
- Και τώρα τι γίνεται ξάδερφε;
- Θα σου δώσω το κλειδί του σπιτιού μου, αλλά σε μία ώρα θέλω να έχεις κατέβει έξω στο πεζοδρόμιο. Θα σε περιμένω εκεί με την δική μου.
Τα μάτια του Γιώργη έλαμψαν. Από τότε που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του, ήταν πάντα στεναχωρημένος και δεν είχε διάθεση, αλλά ούτε και ασχολιόταν με γκομενοδουλειές. Αραιά πήγαινε στους σαρανταδύο δρόμους και  του άρμεγε την κατσίκα καμία μαύρη για πέντε δολάρια.
- Φέρε μας τον λογαριασμό ξαδέρφισσα. Φώναξε ο Γιώργης.
Έβγαλε μια πορτοφόλα, κοντά τριάντα πόντους και πλήρωσε το λογαριασμό. Ο Μιχάλης σήκωσε το ποτήρι του και του ευχήθηκε: « πάντα τέτοια Γιώργη. Καλές βουτιές».
- Πάντα να με θυμάσαι, να γλείφω και εγώ κανένα κόκαλο, μονοφαγά.
- Όρεξη μόνο να έχεις και μην σε νοιάζει.
Έφυγε ο Γιώργης με την Άννα και πήγαν στο σπίτι του Μιχάλη. Όταν άνοιξε την έξω πόρτα ο Γιώργης, σήκωσε στα χέρια του την Άννα, όπως σηκώνει ο γαμπρός την νύφη πρώτη μέρα του γάμου και την ανέβασε στις σκάλες. Ο Μιχάλης που τους κοιτούσε από την τζαμαρία του ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ ένοιωσε χαρούμενος που θα περάσει όμορφα ο Γιώργης.
- Φεύγουν; Ρώτησε η Λήδα.
- Όχι.
- Και που πάνε;
- Στο σπίτι μου. Είπε πονηρά ο Μιχάλης.
- Και γιατί σε κοιτούσε αυτή; Ρώτησε ζηλιάρικα εκείνη.
Ο Μιχάλης θέλοντας να αστειευτεί αποκρίθηκε χαμογελώντας πονηρά.
- Γιατί είμαι ωραίο παιδί.
Η Λήδα του έδωσε μια δυνατή κλωτσιά.Ο Μιχάλης ένοιωσε ένα δυνατό πόνο στο καλάμι του αριστερού ποδιού, που του κόπηκε ο βήχας.  « τι το ήθελα ο βλάκας το αστείο; Γίνονται αστεία σε σπανιόλες;».
Σε μια ώρα και κάτι ο Γιώργης με την Άννα κατέβηκαν στο πεζοδρόμιο όπου τους περίμενε η άλλη βάρδια. Η Άννα έδειχνε ντροπαλή και είχε χαμηλωμένη την ματιά της σαν να τους είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω για απιστία. Ο Μιχάλης έδειξε κατανόηση και δεν της είπε τίποτε, ούτε την πείραξε με κάποιο υπονοούμενο.
- Πως πήγαν βρε οι παραγαδιές.; Ρώτησε πονηρά ο Μιχάλης.
- Ωραία ξάδερφε. Είπε μουδιασμένα.
- Καλή βρε; Τον ξαναρώτησε ο Μιχάλης.
- Καλή λέει, ηφαίστειο αλλά ….  είχε τα ρούχα της !!!
- Μα πως; Ρώτησε απορημένος ο Μιχάλης που ήξερε …. τις μέρες.
- Ναι, της ήρθαν στο δεύτερο.
- Παρθένα ήτανε Γιώργη!
- Σκάσε ρε που δεν ξέρω εγώ από παρθένες.
- Εμ, έτσι πες μου, της έβγαλες βρε κερατά τα …. σπάραχνα.
Την επομένη φορά που χρειάστηκε ο Γιώργης να τιμήσει τα ελληνικά… χρώματα μαζί με τον Μιχάλη, διάβασε την μαντινάδα που του είχε γράψει ο Μιχάλης.
«Σαν βασιλιάς αισθάνθηκε και φόραγε και στέμμα
την δεύτερη την βάφτιση, την έκανε με αίμα.»
Το ‘’ Απόλλων ‘’  ήταν το στέκι μιας παρέας ελλήνων. Ο πατριώτης του Μιχάλη, ο Κωστής ο Διάκος, ήταν ο αρχηγός της. Τα παιδιά της παρέας δούλευαν σερβιτόροι και μάγειροι σε ελληνικά εστιατόρια. Σπούδαζαν κι εκείνοι αγαπητικοί, αλλά έμεναν μεταξετασταίοι. Κάτι η γλώσσα, κάτι τα δεκάωρα στα εστιατόρια, κάτι οι νυχτερινές ώρες που δούλευαν δεν τους έδιναν και πολλές δυνατότητες. Ζήλευαν αλλά και θαύμαζαν τον Μιχάλη, που έβγαινε με τόσες πολλές γυναίκες. Δεν γνώριζαν τα προβλήματα του Μιχάλη.Δεν ήξεραν ότι δεν μπορεί να δει το παιδί του. Δεν φαντάζονταν ότι κυνηγούσε γυναίκες προσπαθώντας να ξεχνά τα προβλήματα του. Ίσως με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να το συνειδητοποιεί, εκδικιόταν την Μαίρη στο πρόσωπο άλλων γυναικών. Ο Μιχάλης έριχνε και κανένα ‘’ κόκαλο ‘’ στην παρέα. Ιδιαίτερα σε ένα παιδί που δούλευε πιατάς και είχε μια Λίνκον Κοντινένταλ – το ακριβότερο αυτοκίνητο. Ο πατριώτης του Μιχάλη ο Κωστής του έλεγε:
- Πάρε τον βρε με καμιά γκόμενα γιατί θα γυρίσει …. παρθένός στην Ελλάδα.
Ο Μιχάλης είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ‘’ καμακευτικής ‘’ τέχνης, που όταν τον ρώτησε μια μέρα η παρέα:
- Πόσο χρόνο θέλεις να ρίξεις μία γυναίκα;
Εκείνος είπε αστειευόμενος:
- Ενάμιση λεπτό.
- Πάμε στοίχημα, ότι δεν μπορείς σε τόσο χρόνο;
- Ότι θέλουν οι μάγκες, ότι θέλουν.
- Ότι φας και ότι πιεις με αυτήν που θα φέρεις τώρα στο ‘’ Απόλλων ‘’.
- Και εγώ ότι φάει και ότι πιει η παρέα.
- Πήγαινε ρε. Είπε ο Κωστής, « αλλά όχι πουστιές μην μας φέρεις καμιά  παλιά».
- Όχι ρε, θα βγω έξω στο πεζοδρόμιο, να με βλέπετε κιόλας, και όταν περάσει καμία μπάνικη θα της κάνω καμάκι.
-  Εντάξει μεγάλε. Είπε ο Κωστής.
Ο Μιχάλης βγήκε από το ‘’ Απόλλων ‘’  και στάθηκε στο πεζοδρόμιο, ακριβώς κάτω από το σημείο που καθόταν η παρέα.
- Θα το χάσει το στοίχημα ο πατριώτης σου. Είπε ο Τέλης.
- Και εγώ έτσι νομίζω. Είπε ο Μανώλης.
#13
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 03:52:28 ΜΜ
- Γρήγορα Γιώργη κινδυνεύω!!!
Ο Γιώργης νόμισε ότι τον κυνηγούν τον Μιχάλη τίποτα μαύροι και του λέει:
- Μην φοβάσαι βρε, εδώ είμαι εγώ.
Ο Γιώργης ήταν κοντός αλλά νευρώδης και δυνατός σαν ταύρος. Δούλευε μαραγκός στους ουρανοξύστες. Μια μέρα ένας φίλος τους για να εξηγήσει πόσο δυνατός ήταν ο Γιώργης είπε:
- ο Γιώργης δεν καρφώνει τα καρφιά στα ξύλα με το σκεπάρνι, αλλά με την παλάμη του!
- Μην φοβάσαι Γιώργη δεν με κυνηγά κανένας, έχω κάτω στο αυτοκίνητο δύο γκόμενες και είπα στην μια, για να μην μου βγάλει τα μάτια ότι η άλλη είναι φιλενάδα σου. Έλα κάτω κάθισε δίπλα της και εγώ θα σου λέω στ ελληνικά τι θα κάνεις. Άννα την λένε την ‘’ δικιά ‘’ σου.
- Βρε αθεόφοβε, δύο μαζί;
- Σκάσε και προχώρα γιατί έχω κλείσει και τον δρόμο.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν την στιγμή που ένας έλληνας οδηγός επειδή τον είχε κλείσει το αυτοκίνητο του Μιχάλη, είχε βγάλει το κεφάλι έξω από το τζάμι και φώναζε στα ελληνικά: « που είναι μωρή σκρόφα ο οδηγός να τον σκίσω;». Ο Γιώργης κάθισε στο αυτοκίνητο κοντά στην Άννα αλλά όχι ακριβώς δίπλα της. Μόλις αντίκρισε την Άννα είπε με θαυμασμό στα ελληνικά: « παναγία μου, γυναικάρα».Εκλεκτικός ο Μιχάλης. Διάλεγε σαν ‘’ ηθοποιός ‘’ τις πρωταγωνίστριες του. Η Άννα φορούσε εκείνη την ημέρα και λόγω ζέστης, εξωτερικής και εσωτερικής ένα καυτό σορτς και από πάνω ένα στηθόδεσμο από μαγιό.
- Όλη δική σου Γιώργη.
Εκείνος κάρφωσε τα μάτια του στα μπούτια της και άρχισε να ξερογλείφεται σαν αγελάδα.
- Που πάμε; Ρώτησε περίεργα η Λήδα.
- Στο ‘’ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ για φαγητό. Είπε ο Μιχάλης και φαντάστηκε τι γκριμάτσες θα έκανε η Άρτεμης όταν τους έβλεπε.
- Λέγε ρε; Πρόσταξε ανυπόμονα ο Γιώργης.
- Πήγαινε πιο κοντά της και ψιθυριστά να της πεις πως είναι πάρα πολύ όμορφη και ότι σου αρέσει. Είπε ο Μιχάλης και άρχισε να τους παρακολουθεί από το καθρεφτάκι.
Ο Γιώργης, σαν καλός μαθητής έκανε ότι του είπε ο Μιχάλης και φαίνεται ότι η Άννα κολακεύτηκε πολύ, γιατί χαμογέλασε με ικανοποίηση.
- Και τώρα ρε; Ρώτησε πάλι ανυπόμονα ο Γιώργης.
- Ξαναπές τη το ρε.
- Πάλι τα ίδια;
- Πάλι ρε.
Ο Γιώργης ξαναψιθύρισε  τα ίδια και η Άννα ξαναχαμογέλασε τι ίδιο. Ο Μιχάλης που παρακολουθούσε από το καθρεφτάκι είπε:
- Καλά τα πας, πολύ καλά.
Ο Γιώργης πήρε θάρρος.
- Να την φιλήσω βρε;
- Θα σου πω πότε. Πες της τώρα ότι θέλεις να σου μάθει πορτογαλέζικα.  
- Τι λες ρε;
- Καθηγήτρια των πορτογαλικών είναι, κατάλαβες;
Η Άννα που από τα ελληνικά κατάλαβε την λέξη πορτογαλικά, ρώτησε τον Γιώργη.
- Μιλάς πορτογαλικά;
Ο Γιώργης έπιασε την ευκαιρία από τα μαλλιά και της τα … έβγαλε.
- Θέλω να με μάθεις. Είπε με λάμψη στα μάτια.
- Αλήθεια θέλεις;
- Ναι, ναι, πότε θα με μάθεις;
- Όποτε θέλεις. Είπε η Άννα που άρχισε να νοιώθει καλύτερα με τον κουστουμαρισμένο στην τρίχα Γιώργη.
- Πες βρε ευχαριστώ και φίλησε την στον μάγουλο. Είπε ο Μιχάλης που πρόλαβε την απάντηση του Γιώργη.
Είπε και εγένετο. Η Άννα γύρισε και κοίταξε γλυκά τον Γιώργη.
- Ρώτησε την βρε πως λένε στα πορτογαλικά  ‘’μ ‘ αρέσεις ‘’ και μετά πες τη ότι σου αρέσει στα πορτογαλικά.
Μαγνητόφωνο ο Γιώργης. Ρώτησε, άκουσε, της είπε πορτογαλικά μ’ αρέσεις και η Άννα του απάντησε και εκείνη πορτογαλικά ‘’ μ’ αρέσεις  Τζώρτζ ‘’. Ο Γιώργης ένοιωσε αμέσως κάτι να κινείτε στο σώβρακο.
- Πιάσε την από το σαγόνι και φίλησε την γλυκά.
Ο Γιώργης κοντοστάθηκε, του φάνηκε παράτολμο εγχείρημα.
- Θα θέλει ρε;
- Πες πάλι ότι σου αρέσει στα πορτογαλικά και μετά φίλησε την, όταν σου πει και εκείνη το ίδιο.
Ο Γιώργης εκτέλεσε την εντολή του Μιχάλη, την φίλησε χωρίς εκείνη να αντιδράσει, κάτι που έκανε τον Γιώργη να λύσει το σκύλο από την αλυσίδα. Απομάκρυνε για λίγο το κεφάλι του κα την ξαναφίλησε με πάθος. Ο Μιχάλης αναστενάζοντας από ανακούφίση, σκούντηξε την Λήδα, που ήταν ακόμη θυμωμένη και της  είπε στα ισπανικά:
- Κοίτα.
Εκείνη γύρισε το κεφάλι της τους είδε που φιλιόντουσαν, γύρισε και χαμογέλασε στον Μιχάλη, σαν να του έλεγε, « παραλίγο να σου βγάλω τα μάτια». Ο Γιώργης στο πίσω κάθισμα, δεν χρειαζόταν πια τις οδηγίες του Μιχάλη. Τώρα ο Γιώργης προσπαθούσε να καταλάβει, αν οι ροζιασμένες παλάμες του γαργαλιόνται από  το χνούδι που δεν είχαν τα μπούτια της Άννας. Έφτασαν στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ και κάθισαν στο γωνιακό τραπέζι της τραπεζαρίας. Ο Γιώργης χωρίς να πιει είχε έρθει στο τσακίρ κέφι.
- Όλα δικά μου ξάδερφε.
- Να φάμε θαλασσινά που είναι διεγερτικά.
- Ότι βοηθά την κατάσταση.
Ο Μιχάλης φώναξε την Άρτεμη. Εκείνη πλησιάζοντας έκανε μια χειρονομία που μόνο ο Μιχάλης καταλάβαινε.
- Κούκλα, φέρε μας ένα μπουκάλι κρασί ελληνικό, το καλύτερο.
- Να σου φέρω ένα, "Μπουτάρι", "Αγιορείτικο", "Κρητικό". Είπε όλα τα ελληνικά κρασιά.
- Έχεις κασιώτικο; Είπε για να την πειράξει.
- Εσύ θα με τρελάνεις.
- Φέρε μας ένα "Μπουτάρι" και βάλε πάνω το τσουκάλι να βράζουν τέσσερις μεγάλοι αστακοί και φέρε μας, μέχρι να ψηθούν οι αστακοί, δύο πιατέλες φρέσκα στρείδια και μπόλικα λεμόνια.
#14
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 03:51:24 ΜΜ
- Δεν γίνεται, έχω δουλειά.
- Όλο δουλεία έχεις, όλο δουλειά.
Η Τζούλη ήθελε να ακούσει τον ‘’ Συρματικό ‘’ και μια φορά βράδυ. Όλο απόγευμα τον άκουγε. Πάντα είχε ‘’ ερευνητική εργασία ‘’ στο ίδρυμα. Η Τζούλη είχε σφιχτεί πάνω του, σαν βδέλλα και τον παρακαλούσε, ενώ εκείνος είχε αρχίσει να τον κόβει κρύος ιδρώτας που έβλεπε ότι πλησιάζει επικίνδυνα η ώρα που θα εμφανιζόταν η Λήδα. Κάποια στιγμή βλέπει την Λήδα να πηγαίνει προς το σπίτι του και να χτυπά το κουδούνι. Τον έπιασε πανικός. Ήξερε τι τον περίμενε αν τον έβρισκε η Λήδα με άλλη. Το λιγότερο θα του έβγαζε τα μάτια. Μπορεί οι λατινοαμερικάνες να είναι θερμότερες και οι πιο ερωτιάρες γυναίκες αλλά είναι και οι πιο ζηλιάρες. Αν δεν άνοιγε η πόρτα του σπιτιού του η Λήδα πήγαινε και τον περίμενε πάντα στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’. Το ντοκτορά στην φιλοσοφία της … δικαιολογίας το είχε προ πολλού πάρει με άριστα ο Μιχάλης.Κατάφερε να απαγκιστρωθεί από την Τζούλη και λέγοντας της, με το ύφος του προέδρου της Αμερικής που ξέχασε να πατήσει το κόκκινο κουμπί και να εξαπολύσει τα πυρηνικά εναντίον των ρώσων:
- Πρέπει να πάω αμέσως στο αεροδρόμιο, πρέπει να υποδεχτώ τον πρόεδρο του ιδρύματος.
Σηκώθηκε και βγήκε αμέσως από το ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’. Η Λήδα ερχόταν ήδη προς το      ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’  και την πρόλαβε μόλις πέρασε το φανάρι από το απέναντι πεζοδρόμιο. Την έπιασε από το χέρι και την έσυρε προς το πεζοδρόμιο.
- Που πάμε ρώτησε απορημένη.
- Θα σου πω. Είπε αλαφιασμένος ο Μιχάλης.
Στο δρόμο σταμάτησαν και ο Μιχάλης είπε στην Λήδα πριν προλάβει να του κάνει     ‘’ ιερά εξέταση ‘’:
- Μόλις μπήκε κάποιος στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ που με πιέζει να του δανείσω χρήματα και θέλω να τον αποφύγω, κατάλαβες;
Ο τρόπος που το είπε δεν της άφηνε καμιά αμφιβολία. Ούτως η άλλως ο Μιχάλης είχε ‘’ γίνει ηθοποιός ‘’, εκτός από σκηνοθέτης, παραγωγός, μάνατζερ και δεν συμμαζεύεται η φαντασία του. Σε  δύο λεπτά βγήκε η Τζούλη από το εστιατόριο και απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μόλις έστριψε στον πρώτο δρόμο που είχε το αυτοκίνητο της, ο Μιχάλης μπήκε στο ‘’ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ και κάθισε στο ίδιο τραπέζι που καθόταν πέντε λεπτά πριν. Κάθισαν και ο Μιχάλης ρώτησε την Λήδα τι θα πάρει : « ένα καφέ και ένα τσιζκέικ με φράουλες». Ο Μιχάλης κοίταξε να δει την Άρτεμη η οποία εκείνη την στιγμή έβγαινε από την κουζίνα κρατώντας μια μεγάλη πιατέλα με φαγητά. Σήκωσε το χέρι του για να τον δει. Εκείνη βγαίνοντας από την κουζίνα, έστριψε αριστερά προς την πλευρά που καθόταν ο Μιχάλης.Βλέποντας τον να κάθεται με διαφορετική κοπέλα σε διάστημα πέντε λεπτών, γούρλωσε τα μάτια της και από την έκπληξη, της έπεσε η πιατέλα στο δάπεδο και έγινε κομμάτια. Κοίταξε τον Μιχάλη και του κούνησε απειλητικά το χέρι, εννοώντας   « αχ, βρε καζανόβα τι μου έκανες». Όταν κάποια στιγμή η Άρτεμης πέρασε από δίπλα του, του είπε ελληνικά: « θα σου βγάλει καμία τα μάτια, δεν την γλιτώνεις». Φαίνεται κάποτε ο Θεός θυμήθηκε την Άρτεμης και … φύλαξε τον κλέφτη αντί για τον νοικοκύρη.
Ένα απόγευμα καθόταν στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ με μια δασκάλα των πορτογαλικών από την Βραζιλία, την Άννα – ενώ εκείνος ‘’ έπαιζε ‘’ τον ….  δάσκαλο των ελληνικών. Μόνο … παπάς δεν είχε γίνει ο αθεόφοβος, αλλά αν έβρισκε κάποια καλόγρια και αυτό ήταν πιθανό …..
Η ώρα ήταν εφτά παρά είκοσι και ο Μιχάλης είχε αρχίσει να σκέφτεται την Λήδα που θα ερχόταν στις εφτά. Γύρισε κάποια στιγμή το κεφάλι του στον δρόμο του σπιτιού του και πάγωσε το αίμα του. Η Λήδα ανέβαινε το πρώτο σκαλοπάτι της εισόδου του    ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’.  « θα μου βγάλει τα μάτια». , « έχετε γεια βρυσούλες», « δεύτε τελευταίον ασπασμόν», « αποθανέτω η ψυχή μου μετά των μαύρων», « τετέλεσται».Πρόλαβε όμως να σκεφτεί τους αρχαίους του προγόνους.  « ανδρών γαμίκων πάση γη τάφος». Κοίταξε με απελπισία προς τον ουρανό, λες και ήθελε να παραπονεθεί του Θεού, αντί για τα μάτια του Θεού, είδε τα μάτια της Λήδας να τον αγριοκοιτάζουν και τα χέρια της κυρτά σαν του γερακιού, έτοιμα να του βγάλουν τα μάτια.
- Ποια είναι αυτή; Ρώτησε αγριεμένη  και δείχνοντας με το δάκτυλο της επιτιμητικά την Άννα.
« τώρα θα ξεμαλλιαστούν», σκέφτηκε ο Μιχάλης.
Τέτοιες στιγμές απείρου κάλους βλέπει συχνά κανείς στην λατινική Αμερική. Η ταχύτητα της σκέψης του έσπασε την ταχύτητα του φωτός.
- Είναι φιλενάδα του ξάδερφου μου, του Τζώρτζ.
- Δεν με γελάς, εμένα.
Η Άννα είχε τρομοκρατηθεί και δεν έβγαζε άχνα. Κατάλαβε ότι ο Μιχάλης βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση και δεν ήθελε να εξαγριώσει την Λήδα.
- Κάθισε και μην νευριάζεις. Είπε κάπως ψύχραιμα ο Μιχάλης.
Η Λήδα έριξε μια ερευνητική ματιά στην Άννα, σαν να ήθελε να διαπιστώσει αν έλεγε την αλήθεια. Την είδε αμίλητη και ατάραχη και κάθισε δίπλα του χωρίς να τον πιστέψει. Του έριξε μια τσιμπιά στο μπούτι, που ακόμα υπάρχουν τα σημάδια. Ο Μιχάλης έκανε ένα μορφασμό πόνου και συγκράτησε μια κραυγή. Η Λήδα έριξε μια  ματιά στο στόμα της Άννας, λες και ήθελε να δει τα σημάδια από τα φιλιά του Μιχάλη στα χείλη της. Η Άννα δεν μπορούσε να αντέξει εκείνη την ματιά που τρυπούσε ταύρο σε αρένα και κάρφωσε την ματιά της στο τραπέζι. Για μια στιγμή κοίταξε τον Μιχάλη. Η απειλητική ματιά του κατάλαβε τι ήθελε να της πει, « πρόσεξε κακομοίρα μου μην πεις τίποτα γιατί θα σε γδάρω ….».Αφού η Λήδα δεν είδε τα σημάδια στα χείλη της  Άννας, από τα φιλιά του Μιχάλη, τον ρώτησε το ίδιο άγρια όπως και πριν:
- Ώστε αυτή είναι η φιλενάδα του φίλου σου;
Ο Μιχάλης πάτησε το πόδι της Άννας δυνατά και απάντησε:
- Ναι σου είπα. Προσπαθώντας να δείχνει πειστικός.
- Και που είναι ο φίλος σου;
Η μυθιστοριμακή φαντασία του Μιχάλη του έφερε την απάντηση στο στόμα.
- Κανονίσαμε να τον πάρουμε από το σπίτι του.
- Και που είναι το σπίτι του; Ρώτησε αμέσως, σαν να ήθελε να προλάβει την φαντασία του να βρεί και άλλη δικαιολογία.
- Στην Αστόρια.
- Δεν σε πιστεύω. Είπε και ήταν έτοιμη να ρωτήσει την Άννα για να βεβαιωθεί.
- Πάμε αμέσως, μας περιμένει.
Η Λήδα έδειξε να ηρεμεί κάπως. Η Άννα παρέμενε αμίλητη. Πίστεψε ότι, « τούτη θα είναι το μόνιμο κορίτσι του», δεν διακινδύνεψε να χάσει τον ‘’ Συρματικό ‘’. Έφυγαν από το εστιατόριο, μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς την Αστόρια. Η Άννα κάθισε στο πίσω κάθισμα. Η Λήδα καθόταν ακόμη σε ανάμενα κάρβουνα. « ο Αη Γιώργης από τις Χαδιές να βάλει το χέρι του, να είναι ο Γιώργης στο σπίτι», σκεφτόταν συνέχεια στη διαδρομή ο Μιχάλης. Τον μακρινό του ξάδερφο τον Γιώργη τον Παπαδάκη είχε σκεφτεί εκείνη την στιγμή στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’. Το σπίτι του Γιώργη ήταν σε ένα στενό μονόδρομο, που τον στένευαν ακόμη περισσότερο τα παρκαρισμένα δεξιά και αριστερά του αυτοκίνητα. Μόλις και χωρούσε να περάσει, με προσοχή, αυτοκίνητο, λες και ήταν δρόμος της Κυψέλης. Ο Μιχάλης σταμάτησε το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά στο κτίριο που ήταν το διαμέρισμα του Γιώργη, κλείνοντας την κυκλοφορία. Βγήκε από το αυτοκίνητο και ανέβηκε σαρανταπέντε – σαρανταπέντε τα σκαλιά. Χτύπησε το κουδούνι και σαν να περίμενε πίσω από την πόρτα ο Γιώργης, την άνοιξε αμέσως. Αυτή την φορά ήταν η σειρά του κλέφτη να τον φυλάξει ο Θεός. Ξαφνιάστηκε μόλις είδε τον Μιχάλη και πριν προλάβει να πει:  « πως ήταν αυτό το καλό;», ο Μιχάλης τον τράβηξε σαν ψοφίμι έξω από το σπίτι λέγοντας:
#15
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 03, 2004, 03:50:28 ΜΜ
Η Λήδα ήταν τρισευτυχισμένη σαν να της είπαν ότι η ταινία που πρωταγωνιστεί παιζόταν ταυτόχρονα σε όλους τους κινηματογράφους του κόσμου. Διάβαζε τις κριτικές του έργου, έβλεπε να τρέχουν ξωπίσω της οι δημοσιογράφοι με τα ματσούκια να της αποσπάσουν έστω και δύο λόγια. Ο Μιχάλης διάβαζε τις σκέψεις της στα μάτια της που έλαμπαν από ευτυχία. Άρχισε να έχει τύψεις. Έβλεπε τώρα τον εαυτό του σαν το καμάκι που μπαίνει εύκολα στο κρέας, αλλά βγαίνει πολύ δύσκολα γιατί το εμποδίζουν τα αγκρίφια του, « τι έκανα ο ηλίθιος κι είναι τόσο γλυκό κορίτσι». Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο πότο που είχε μείνει στο ποτήρι και παράγγειλε αμέσως και άλλο. Έμεινε σιωπηλός μέχρι που ήρθε το άλλο ποτό. Ήπιε με μια γουλιά πάνω από το μισό. Το ποτό άρχισε να  τον κεφίζει. Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο ποτό και άναψε ένα νέο τσιγάρο – το πούρο το είχε σβήσει στο τραπέζι που έτρωγαν.Κοίταξε την Λήδα που τον χάιδευε με την ματιά της και κρεμόταν από τα χείλη του. Τώρα πίστευε αυτό που της είχε πει προηγούμενος, ότι έχει περισσότερα προσόντα από την Ρακέλ Γουέλτς. Τα προσόντα της άρχισαν να του χαϊδεύουν το κορμί. Ο έρωτας του ψιθύρισε: « ε ρε Μιχάλη, τι το βλέπεις το κορίτσι; Κάδρο θα το κάνεις; Έμπαινε ρε δικέ μου». Και πήρε την απόφαση ο δικός του, « και γαία πυρή μειχθήτω», « βενσερέμος», σκέφτηκε και είπε στην Λήδα:
- Όπως σου είπα έχεις όλα τα προσόντα, κάποια στιγμή πρέπει να σου τραβήξω μερικά δοκιμαστικά, για να δω ποιος από τους δεύτερους ρόλους σου ταιριάζει στην καινούργια μου ταινία.
Τα χείλη της Λήδας, από την χαρά της φτερούγισαν, κάθισαν στο μάγουλο του Μιχάλη και τον φίλησαν. Δεν έβγαλε άχνα. Τον κοιτούσε συνέχεια σαν να ήταν ο Χριστός στη ‘’ Δευτέρα Παρουσία Του ‘’. Ο  Μιχάλης άκουσε τον έρωτα να του ξαναψιθυρίζει, « τι θα γίνει ρε δικέ μου, ακόμα θα σαλιαρίζεις με το κορίτσι;».
- Λοιπόν δεν μου είπες, είσαι ευχαριστημένη;
- Μόνο ευχαριστημένη; Πολύ ευτυχισμένη.
Ο Μιχάλης υπάκουε πια τυφλά στις επιθυμίες του έρωτα.
- Θα ήθελες να πίναμε ένα ελληνικό καφέ στο σπίτι μου;
- Πάμε. Είπε και πετάχτηκε όρθια, σαν στρατιώτης που υπακούει σε διαταγή στρατηγού. Εκείνη την στιγμή και στο Ταμ – Τουμ για μαϊμούδες να της έλεγε εκείνη θα πήγαινε τρέχοντας. Ο Μιχάλης υπέγραψε τον λογαριασμό και έφυγαν για το σπίτι του. Την οδήγησε σε ένα καναπέ στη μικρή σαλοκρεβατοκάμαρα. Εκείνη χώθηκε στον καναπέ και ο Μιχάλης όρθιος χαζεύοντας την που είχε γείρει πίσω το κεφάλι της, « σε τι ταινία θα παίζει άραγε;», συλλογίστηκε.
- Πόση ζάχαρη θέλεις στον καφέ σου; Την ρώτησε.
- Εγώ θα ήθελα ένα ελληνικό ποτό.
- Τι θέλεις ούζο ή μπράντυ;
Το ούζο προφανώς θα ήταν άγνωστο και είπε αμέσως:
- Μπράντυ θέλω. Και τον κοίταξε προκλητικά.
Ο Μιχάλης γύρισε με δύο ποτήρια μπράντυ, της έδωσε το ένα και κάθισε δίπλα της.
- Γεια σου Μάικ.
- Γεια σου Λήδα.
- Α! θαυμάσιο ποτό Μάικ.
Και το σαλέπι θαυμάσιο θα το έβρισκε αρκεί να ήταν ελληνικό. Ήπιε μια δεύτερη γουλιά και είπε, « ελληνική μουσική δεν έχεις;». Ο Μιχάλης χωρίς να απαντήσει πλησίασε το μαγνητόφωνο, έβαλε μια κασέτα, πάτησε το κουμπί και γύρισε και κάθισε δίπλα της. Η μελωδία του ‘’ Συρματικού ‘’ πλημμύρισε το δωμάτιο. Οι δοξαριές του φίλου του, του Μηνά του Παπαμηνά, ανέβασαν το κέφι του Μιχάλη στα επουράνια. Άρχισε να σφυρίζει το σκοπό. Αυτή την μελωδία άκουγε ο Θεός και κέφιζε. Ούτε Μπετόβεν, ούτε Βάγκνερ , ούτε ο Στράους, ούτε ο Τσαϊκόφσκι.
Η Λήδα τον κοίταξε κάπως περίεργα για ένα λεπτό, με πάθος που σιγοτραγουδούσε τον ‘’ Συρματικό ‘’. Δεν είχε ξανακούσει τέτοια μελωδία.
- Ελληνική μουσική είναι αυτή;
- Νησιώτικη.
- Σαν μπλουζ είναι.
Ο πανούργος Οδυσσέας του σφήνωσε μια ιδέα στο μυαλό.
- Νησιώτικο μπλουζ. Τι λες  χορεύομε;
Πριν τελειώσει την τελευταία λέξη, εκείνη τινάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ, τον τράβηξε και τον σήκωσε όρθιο. Σφίχτηκε πάνω του και τον φίλησε με πάθος. Η κολομβιανή φλόγα τον έκανε ηφαίστειο, « και γαία πυρή μειχθήτω». Η εβραιοπούλα, η Λίντα, φάνταζε μπροστά στην Λήδα σαν μαθήτρια εβραϊκού κατηχητικού. Ο Μιχάλης διαπίστωσε με ευχαρίστηση πως διεξάγουν οι λατίνες τον τρωικό πόλεμο στο κρεβάτι. Την άλλη μέρα που έφυγε η Λήδα, ‘’ εις ανάμνησην ‘’ εκείνης της λατινοαμερικάνικης βραδιάς έγραψε:  
   Συρματικέ την έφερες, μέσα στην αγκαλιά μου,
   κάηκε κολομβιανά η έρημη καρδιά μου
                   ***
 αυτή ήτανε ηφαίστειο, ο έρωτας της λάβα
 και μόνο τέτοιες να βρεθούν, στου πόθου μου το διάβα
                   ***
τον τρωικό πόλεμο είδα χωρίς ψεγάδι
 και από την γλύκα έφτασα στα πρόθυρα του Άδη».
                   ***  
Κάθε μέρα που περνούσε, ο Μιχάλης αφιέρωνε όλο και περισσότερο χρόνο για καμάκι, λες και τον είχε πιάσει αμόκ. Θηλυκιά κατσαρίδα δεν του γλίτωνε. Ήταν τέλη Μάιου και σε τρεις μήνες θα γύριζε στην Ελλάδα. Δεν πήγαινε, παρά σπάνια στο γραφείο. Έπρεπε να κάνει όλα τα απαραίτητα ψώνια και να τακτοποιήσει τις προσωπικές του υποθέσεις.
Είχε ‘’ φοβηθεί το μάτι ‘’ του Πητ και της Άρτεμης.
- Μάγια τους κάνεις; Πότε τις προλαβαίνεις βρε Καζανόβα τόσες πολλές; Τον ρωτούσε η Άρτεμης με θαυμασμό, λες και τον ζήλευε.
Εκείνη του είχε βγάλει το παρατσούκλι Καζανόβας. Για να προλαβαίνει, περισσότερες κοπέλες είχε ωράριο. Μέχρι το μεσημέρι έβγαινε με την μια. Πήγαινε για μπάνιο, για ψώνια ή βόλτα μαζί της, μέχρι το μεσημέρι. Γύρω στην μία την πήγαινε σπίτι του, έκανε έρωτα, μετά πήγαιναν απέναντι στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ για φαγητό, από όπου έφευγε η κοπέλα. Γύρω στις δυόμισι, ερχόταν η δεύτερη φιλενάδα του, κατευθείαν σπίτι του, έμενε μέχρι τις έξι, μετά πήγαιναν για καφέ στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ και στις έξι και μισή έφευγε  κοπέλα. Στις εφτά πήγαινε η Λήδα την οποία είχε διατηρήσει ως μόνιμη βραδινή φιλενάδα του, « όποιος πηδά πολλά παλούκια στο τέλος θα καθίσει πάνω σε ένα». Έτσι και ο Μιχάλης δεν μπορούσε να είναι η εξαίρεση του κανόνα. Ένα απόγευμα καθόταν με την Τζούλη, μια αγγλίδα φοιτήτρια που σπούδαζε εγκληματολογία και ήθελε να γίνει αστυνομικός όταν θα γύριζε στο Μπρίστολ στην Αγγλία. Του έκανε εντύπωση το επίθετο της, Μπέικον και την πείραζε
- Πόσο θα σε ήθελα το πρωί με αυγά …..
Η ώρα πλησίαζε εφτά και η Τζούλη δεν είχε φύγει ακόμη. Ο Μιχάλης από την τζαμαρία του ‘’ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ παρακολουθούσε το δρόμο του σπιτιού του. η Τζούλη είχε πιει αρκετά και είχε μισομεθύσει.
- Απόψε θέλω να κοιμηθώ μαζί σου. Του έλεγε χαδιάρικα και παραπονιάρικα, και εκείνος απαντούσε: