Ειδήσεις:

1η δοκιμή με αναβάθμιση ...

Main Menu
Menu

Show posts

This section allows you to view all posts made by this member. Note that you can only see posts made in areas you currently have access to.

Show posts Menu

Μηνύματα - kosrodakinos

#1
Ιστορία Αρχαιολογία /
Ιουλίου 27, 2006, 12:19:19 ΠΜ
Να ξέρουμε πως η Δίκη της Νυρεμβέργης έγινε για τα μάτια της κοινής γνώμης, εφόσον έπρεπε κάποιοι να τιμωρηθούν.
Ο Τσώρτσιλ είχε την αρχική ιδέα πως οποιοδήποτε "μεγάλο" Γερμανικό κεφάλι αιχμαλώτιζαν κατά την περίοδο των εκκαθαρίσεων θα έπρεπε να περάσει από μια σύντομη δίκη και να εκτελεσθεί αμέσως. Σε αυτή την ιδέα αντιτάχθηκε ο Στάλιν για το λόγο πως έπρεπε να δώσουν στον κόσμο την εικόνα μιας δίκαιης δίκης.
Οσοι μεγάλοι έπρεπε να εκτελεσθούν, εκτελέσθηκαν (δίκαια). Εκείνος που περιέργως την γλύτωσε ήταν ο Σπεερ με εικοσαετή φυλάκιση.
Ενα άλλο "τιπ" της δίκης ήταν πως έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως μέσω ενός φιλμ που παρουσιάστηκε και είχε τραβηχτεί από τον αμερικανικό στρατό.
Μελανό σημείο της δίκης ήταν ο Γκαίρινγκ που όχι μόνο αυτοκτόνησε λίγα λεπτά πριν την εκτέλεσή του αλλά και το γεγονός πως εξέθεσε όλο το προσωπικό ασφαλείας των φυλακών αφήνωντας ένα γράμμα στο οποίο επεδείκνυε τις θέσεις που είχε κρύψει 3 κάψουλες κυανίου. Ο Γκάιρινγκ, σημειωτέον, είχε εξευτελισει ουκ ολίγες φορές τον Κεντρικό Κατήγορο Τζάκσον κατά την διάρκεια της δίκης.

Ο θάνατος δια απαγχονισμού θεωρείται εξευτελιστικός για έναν στρατιωτικό και γι αυτό επελέχθηκε αντί του τουφεκισμού.
#2
Ιστορία Αρχαιολογία /
Ιουλίου 27, 2006, 12:02:56 ΠΜ
Επίσης σε δίκες στην Πολωνία καταδικάστηκαν σε θάνατο δια απαγχονισμού οι παρακάτω:

Rudolf Hob (Hεss δεν ξέρω πως μπάινουν τα ουμλαου και η συντομογραφία του ss) Διοικητής του Αουσβιτw
Jurgen Stroop ο χασάπης της Βαρσοβίας
Arthur Greiser Γκαουλάιτερ της Βάρτεγκαου
Albert Forster Γκαουλάιτερ του Ντάντσιχ - Ανατολικής Πρωσίας.

Σε ισόβια δεσμά
Erich Koch Γκάουλάιτερ της Ανατολικής Πρωσίας.
#3
Ιστορία Αρχαιολογία /
Ιουλίου 26, 2006, 11:50:35 ΜΜ
Επίσης "μεγάλα" ονόματα για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κατάφεραν να ξεφύγουν για παράδειγμα:

Hinrich Lohse πρώην Επίτροπος του Ραιχ στη Βαλτική. Αφέθηκε ελεύθερος  το 1951 για λόγους υγείας αφού είχε εκτίσει 3 από τα 10 χρόνια φυλάκισης. Πέθανε στην γενέτειρά του το 1964

Wilhelm Koppe. Αρχηγός των SS στο Βάρτεγκάου άμεσα υπεύθυνος για το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χελμνο και το θάνατο 150,000 Εβραίων. Κατάφερε να γίνει με ψεύτικο όνομα διευθυντής μιας σοκολατοποιίας στο Βόννη πριν τον ανακαλύψουν το 1960 και τον παραπεμψουν σε δίκη με την κατηγορία των μαζικών δολοφονιών στην Πολωνία. Κρίθηκε ανήμπορος να περάσει από δίκη και πέθανε το 1975 στο σπίτι του.
#4
Ιστορία Αρχαιολογία /
Ιουλίου 26, 2006, 11:35:34 ΜΜ
12. Μάρτιν Μπόρμαν (ερήμην),αρχηγός της Καγγελλαρίας του Ράιχ και γραμματέας του Χίτλερ

ο Μάρτι Μπόρμαν κατάπιε δηλητήριο τις πρώτες πρωινές ώρες της 2ας Μαίου του 1945 2 μέρες μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ αφού έχασε κάθε ελπίδα διαφυγής.
Φυσικά δεν δικάστηκε ποτέ
#5
Ιστορία Αρχαιολογία /
Ιουλίου 26, 2006, 11:17:07 ΜΜ
Παράθεση από: "Nikos28"Τώρα όσο για τους gay... τόσοι διεκδίκησαν τον Μ. Αλέξανδρο. Ας τον διεκδικήσουν κι εκείνοι, τι να κάνουμε...

Ας μην προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε την ομοφυλοφιλία των αρχαίων με τα σημερινά χριστιανικά κριτήρια γιατί θα πέσουμε σε φαυλο και αστείο κύκλο
#6
Ιστορία Αρχαιολογία /
Ιουλίου 26, 2006, 11:13:09 ΜΜ
Παράθεση από: "Ελεονώρα"Δεν άφηνε πίσω του συντρίμμια.
.

Ας είμαστε λίγο προσεκτικοί στην Ιστορία. Η Τύρος ισοπεδώθηκε και σφαγιάστηκαν όλοι.
#7
Ποίηση Λογοτεχνία /
Ιουλίου 24, 2006, 02:02:27 ΠΜ
The Raven
By Edgar Allan Poe

Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
"'Tis some visitor," I muttered, "tapping at my chamber door-
Only this, and nothing more."

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;- vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow- sorrow for the lost Lenore-
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore-
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me- filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating,
"'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door-
Some late visitor entreating entrance at my chamber door;-
This it is, and nothing more."

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
"Sir," said I, "or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you"- here I opened wide the door;-
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortals ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, "Lenore!"
This I whispered, and an echo murmured back the word, "Lenore!"-
Merely this, and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
"Surely," said I, "surely that is something at my window lattice:
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore-
Let my heart be still a moment and this mystery explore;-
'Tis the wind and nothing more."

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed
he;But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door-
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door-
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore.
"Though thy crest be shorn and shaven, thou," I said, "art sure no craven,
Ghastly grim and ancient raven wandering from the Nightly shore-
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning- little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blest with seeing bird above his chamber door-
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as "Nevermore."

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered- not a feather then he fluttered-
Till I scarcely more than muttered, "other friends have flown before-
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before."
Then the bird said, "Nevermore."

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
"Doubtless," said I, "what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore-
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of 'Never- nevermore'."

But the Raven still beguiling all my fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and
door;
Then upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore-
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt and ominous bird of yore
Meant in croaking "Nevermore."

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamplight gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamplight gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then methought the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose footfalls tinkled on the tufted floor.
"Wretch," I cried, "thy God hath lent thee- by these angels he hath sent thee
Respite- respite and nepenthe, from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil!- prophet still, if bird or devil!-
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted-
On this home by horror haunted- tell me truly, I implore-
Is there- is there balm in Gilead?- tell me- tell me, I implore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil- prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us- by that God we both adore-
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore-
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore."
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Be that word our sign in parting, bird or fiend," I shrieked, upstarting-
"Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken!- quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamplight o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted- nevermore!