Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 553
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 671
  • Total: 672
  • Leon

Ένα φεγγάρι στου Γκύζη

Ξεκίνησε από MARAKOS, Απριλίου 05, 2008, 06:02:29 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

MARAKOS

Σ εκείνο το ¨τυφλό¨ ημιυπόγειο στου Γκύζη ,σ ένα από τα τρία νοικιασμένα που στοιχίζονταν στην μεγάλη αυλή κάτω απ το χαγιάτι ,άρχισε να  διαμορφώνει τον χαρακτήρα του αλλά και να πλάθει με την φαντασία του  κόσμους ονειρικούς και παραδεισένιους.Παρέα του ξαπλωμένη σ ένα ξύλινο ράντζο η γιαγιά με ένα φασκιόλι συνεχώς στο κεφάλι να γκρινιάζει για τους πονοκεφάλους της,
καταπίνοντας χούφτες ¨αλγκόν¨¨ενώ ο κύρης του ψηλά στον αγέρα για να μαζέψει τα απαραίτητα ¨πτητικά¨.
Ητανε μια εποχή πολύ δύσκολη για την ζωή του οχτάχρονου, μακριά απ τον  μικρότερο του αδελφό του  αλλά και από τη μάνα τους.Ηταν μοιραίο η φαμίλια να χωριστεί για κάποιο διάστημα  στα δυό και έτσι έπρεπε να συμβιβαστεί με την κατάσταση και να στηριχθεί  στα δικά του ποδάρια .Στο σχολειό ήτανε πολύ άτακτος και διεκδικητικός σε ότι αφορούσε τις συμμαθήτριες του,ιδιαίτερα όταν ήτανε πασαλειμμένα τα χείλια τους με μαρμελάδες. Έτσι  από πολύ μικρός  ένοιωσε τίς πιο όμορφες γεύσεις του φιλιού,..από σταφύλι,κεράσι,βερύκοκο..΄.Ολες τους όμως  συμπαθουσαν τον τρελούτσικο και αεικίνητο  πιτσιρικά που τις υπερασπιζότανε ,τους γλυκομιλούσε αλλά και τις ερωτευότανε. Δεν του κουνιότανε κανένας στην τάξη ,ακόμα και σε μεγαλύτερες τάξεις και δεν ήτανε λίγες οι φορές που γύριζε στην γνώριμη του αυλή στραπατσαρισμένος αλλά με το κεφάλι ψηλά. Άλλωστε είχε κάνει το καθήκον του όπως πάντα  κι ας φάνταζε  σαν μαδημένος κόκορας έτοιμος για το ταψί.
Η  καημένη η γιαγιά ποτέ δεν τον ξυλοφόρτωνε ,μιας και δεν μπορούσε να τον προφτάσει γιατί γινότανε καπνός με τον ξύλινο πατίνι του σε σχήμα σταυρού, που στηριζόταν σε τέσσερα ρουλεμάν και που το οδηγούσε καθιστός με τα πόδια. Συνήθως αργοπορούσε να γυρίσει πίσω,μπλέκοντας και με άλλα αλάνια της ίδιας  συνομοταξίας ,ανταγωνιζόμενοι με τα πατίνια τους σ εκείνη την μεγάλη κατηφόρα  που κατάληγε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και που έγινε η αιτία με τη μεγάλη της κλιση  κάποια μέρα,να τραυματισθεί σοβαρά ένας απ την παρέα, όταν  αφρενάριστος  χώθηκε με ορμή κάτω από ένα  τζίπ που  βγήκε από κάποιο στενό.
Οταν άρχιζε να σουρουπώνει,γύριζε μαζί με το πατίνι του στο μικρό δωμάτιο και αφού έτρωγε με βουλιμία  το λιτό δείπνο που του είχε ετοιμάσει η γιαγιά,καθότανε γονατιστός στο πάτωμα κάτω απ τη μοναδική λάμπα που κρεμότανε απ το ταβάνι ,έχοντας για γραφείο του μια ξύλινη καρέκλα.
Ήταν η ώρα της μελέτης και του γραψίματος, αλλά ιδιαίτερα των γραπτών τιμωριών απ τον δάσκαλο ¨δεν θα πετάω σαίτες στην τάξ稨εκατό φορές ¨΄δεν θα κάνω φασαρία στην αυλή¨¨άλλες εκατό φορές και πήγαινε λέγοντας.
Τα χέρια του κατακόκκινα από την βέργα  και  οι ορθοστασίες ατέλειωτες μέσα στην τάξη,μετά από κάθε σκανδαλιά.Οσο για τα αυτιά του από το πολύ τράβηγμα θύμιζαν τον.. Βούδα .Ομως όλα τα ξεπερνούσε όταν ο γιός του νοικοκύρη που καθότανε από πάνω τους ,έσπευδε στο περίπτερο για ν αγοράσει  τα ¨ κλασσικά εικονογραφημένᨨ.Τον ζήλευε που γύριζε καμαρωτός και  με  υπεροψία δείχνοντας του το έντυπο όνειρο του . Απο εκείνη την στιγμή και μετά  ο φίλος μας είχε τα μάτια του στραμμένα προς τον τενεκέ των σκουπιδιών.Εκει κατέληγαν μετά από σύντομο διάστημα τα διαβασμένα του νοικοκυρόπουλου,για να τ αρπάξει εκείνος  με τη σειρά του μέσα απ τα δυσώδη σκουπίδια  και ν αντιγράψει τις πολύχρωμες εικόνες τους,αλλά και για να δημιουργήσει δικές του  ,αφού  πρωτύτερα τα ξεκοκάλιζε με την ησυχία του.
Συγκινήθηκε,έκλαψε,θύμωσε, με τα δεινά του ¨¨Ολιβερ Τουιστ¨¨ ,αλλά και των ¨΄Αθλιων¨¨ονειρευόμενος μια Τιτίκα να τον συντροφεύει.Ήτανε δυνατόν να μην ταυτιστεί με τον επαναστάτη συνονόματο του? Όμως  ενθουσιάστηκε  και με τις παλικαριές του ¨¨Ρομπέν των δασών¨¨ ,του ¨¨Λάνσελοτ¨¨ και άλλων ηρώων της εικονογράφησης που τον προέτρεπαν να γίνει ακόμα πιο παρορμητικός και εξωστρεφής.Ακόμα πιο δυνατός και  μάχιμος.
¨Ταξίδεψε¨ στους ουρανούς,στη Σελήνη , στο κέντρο της Γής και στις αβύσσους της θάλασσας με τον Ιούλιο Βέρν, ονειροπολώντας για ένα μέλλον όπου η ανθρωπότητα θα κατοικούσε στ άστρα και οι  πόλεμοι θ ανήκανε στο παρελθόν.
Στην τάξη και την ώρα του μαθήματος κάτω απ το τετράδιο του υπήρχε πάντοτε κι ένα άλλο τετράδιο για.. σκιτσογραφίες.Μαθηματικά στον πίνακα…η καρικατούρα του δάσκαλου στο τετράδιο.
Οτι τον ενδιέφερε το ¨άρπαζε¨ απ τις παραδόσεις ,Ιστορία,Γεωγραφία,τεχνικά,αλλά και έκθεση που τον βοηθούσε να διατυπώνει τις σκέψεις του ,μαζί με τους εικονογραφημένους ήρωες του πάνω στο χαρτί.
Ενας πιτσιρικάς που στα δεκατέσσερα του άρχισε το νεμπούτο του στην σκιτσογραφία στο περιοδικό ¨¨το Πρώτ﨨 του Γιάννη Μαρή  και στα δεκαεφτά του φιλοτέχνησε  τρία τεύχη ενός  δικού  του εικονογραφημένου περιοδικού, που όμως ποτέ δεν εκδόθηκε .Ήτανε το περιοδικό ¨¨Τζεμινι¨,που ο ήρωας του ένας μικρός εξωγήινος συμπαραστεκότανε στους νέους μας ενάντια στα ναρκωτικά και στους ισχυρούς νονούς που καταδυναστεύουν τις ζωές μας.
Ένας ακόμα επαναστάτης χωρίς αιτία μήπως?Απεναντίας, ένας ονειροπόλος και με αιτία.. Μαράκος

marakos

Elizabeth

Ένα παιδί μετράει τα άστρα. Τα άστρα της ρουτίνας του.Τις τιμωρίες,τα πατίνια,τα κοριτσίστικα χείλη που έλαμπαν απ'τις μαρμελάδες...Τη γιαγιά...
Αυτή η γιαγιά που ήταν ήρωας.Αυτή η γιαγιά που περπάταγε με το κεφάλι ψηλά,που ήταν πάντα πρόθυμη να κουβεντιάσει,που μαγείρευε τα κρύα βράδια του χειμώνα,με περισσότερο μεράκι, για τον μικρό εγγονό.Η γιαγιά που είχε τον ρόλο μητέρας.Πόσο αξέχαστες θα μου μείνουν οι στιγμές με τη γιαγιά.Τις ώρες που το πατίνι σταματάει να κατηφορίζει και θέλει σπρώξιμο... τις ώρες που το μάτι σταματά να δακρύζει και θέλει δυνατό φως... τις ώρες που το χαμόγελο εξαφανίζεται και πέφτει σκοτάδι ατελείωτο. Αυτή η γιαγιά που στα δύσκολα έσπρωχνε το πατίνι,έβρεχε με ζεστό χαμομήλι τον κουρασμένο οφθαλμό,έφερνε το χαμόγελο στα χείλη του μικρού αγαπημένου της εγγονού.Αυτή ήταν η γιαγιά μου. Το παρελθόν μου και το μέλλον μου.
Μια μέρα ο πιο αυστηρός δάσκαλος ζήτησε να τη δει στο σχολείο μετά το μάθημα γιατί ο εγγονός είχε σκίσει έναν φιόγκο μιας συμμαθήτριας και η μικρή παραπονέθηκε.Η γιαγιά μόλις μπήκε στην αίθουσα,έλαμψαν τα δακρυσμένα μάτια της...κορυφώθηκε η αγωνία της και η τρομάρα της.Ύστερα μόλις άρχισε να φωνάζει ο δάσκαλος,η γιαγιά πάγωσε.
-''Ο εγγονός σας πάλι μας δημιούργησε πρόβλημα.Κάτι πρέπει να κάνετε επειγόντως!!!''
Η γιαγιά του απάντησε
-'' Εσείς πρέπει να κάνετε κάτι επειγόντως.Εγώ έχω τον καλύτερο εγγονό.Το καλύτερο παιδί.Το πιο καλοσυνάτο αγοράκι της περιοχής.Δικό σας το πρόβλημα,δικά σας και τα έξοδα.''
Και πριν κοπανήσει τη πόρτα να φύγει,του πέταξε πάνω στο γραφείο μερικές καραμέλες με γεύση μέντα. Ακόμα μυρίζω μέντα και μου ρχεται στο μυαλό η γιαγιά.Η γιαγιά που με τόσο κόπο με μεγάλωσε,μου έμαθε αρχές,μου έδειξε τι πάει να πει ζωή.
 Όταν γύρισα στη τάξη ο δάσκαλος με κρυφοκοίταζε με περίεργο βλέμμα..και όταν τον κοίταζα σα να απέφευγε να με κοιτάξει στα μάτια.
Εκείνη η ημέρα ήταν η τελευταία,που μου έκανε παρατήρηση.Η γιαγιά του είχε βάλει τα γυαλιά και είχε αποδειχθεί για άλλη μια φορά το μεγαλείο της.Βέβαια εγώ ποτέ δε σταμάτησα να ξεριζώνω τους φιόγκους των κοριτσιών αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

671 Επισκέπτες, 1 Χρήστης