Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 636
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 654
  • Total: 654

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ 1821

Ξεκίνησε από kuria, Μάρτιος 25, 2011, 04:25:20 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

kuria

Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας) (1788-1825)

[albumimg align=left]12308[/albumimg]Δημοτικό τραγούδι

Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη,
τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:

- Πουλάκια μʼ κι αηδονάκια μου, που ʽρχεσθε στον αέρα,
μην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτη;

- Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,
και παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους.
τα μάζωξε, τα σύναξε τα ʽκαμε τρεις χιλιάδες.
Κάθονταν και τʼ αρμήνενε σαν μάνα σαν πατέρας:
- Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,
να κάμωμʼ έναν πόλεμο με τούς στραβαραπάδες
κι αν δεν σας ντύσω μάλαμα, Φλέσσα να μην με πούνε.

Και ο Κεφάλας τώλεγε, και ο Κεφάλας λέγει:
- Τού Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είνʼ φερμένη
- Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζης,
να μην τʼ ακούσʼ η Διοίκησις, λουφέδες δεν μας στείλη,
να μην τʼ ακούσουν τα ορδιά, μεντάτι δεν ελθούνε
να μην τʼ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσης.

Ακόμη λόγος έστεκε και συτυχιά κρατιέται,
κι η Αραπιά τους έζωσε μια κoσαργιά χιλιάδες.
- Άϊντε, παιδιά, να πιάσωμε στο Ερημομανιάκι.
Κι αρχίσανε τον πόλεμο απʼ την αυγή ως το βράδυ.
Μπραϊμης βάνει την φωνή, λέγει του παπά Φλέσσα.

- Έβγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τʼ ασκέρι.

- Δεν σε φοβούμʼ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δεν σε βάνω
κι εμέ μεντάτι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι
Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες.

Ο Φλέσσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιωτών του
- Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλληκάρια.
Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Μια μπαταριά του ρίξανε πικρή φαρμακωμένη.
εκεί που τα θέλω εκτοπίζουν τα πρέπει...

kuria

[albumimg]12309[/albumimg]

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (ο Γέρος του Μοριά) (1770-1843)


Ο ΘΟΔΩΡΑΚΗΣ ΚΑΘΕΤΑΙ

Άιντε, ο Θοδωράκης κά- Θόικο μου, κάθεται στης Ζάκυνθος το κάστρο
Βάζει το κιάλι, βάζει το κιάλι και τηράει
Άιντε, βάζει το κιάλι και- Θόικο μου, και τηράει και το Μοριά 'γναντεύει
Βλέπει τη θά- βλέπει τη θάλασσα πλατιά
Άιντε, βλέπει τη θάλασσα, Θόικο μ', νά 'ναι πλατιά και το Μοριά αλάργα
Βλέπει την Α- βλέπει την Αλωνίσταινα
Τον πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι
Του Λεωνίδα, του Λεωνί- του Λεωνίδα το σπαθί
Του Λεωνίδα, το σπαθί Κολοκοτρώνης το φορεί
εκεί που τα θέλω εκτοπίζουν τα πρέπει...

pixie

Του Κίτσου η Μάνα κάθουνταν



Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι,

 Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε:

''Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω,

για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,

πο’ ‘χουν οι κλέφτες συνοδό κι όλοι οι καπεταναίοι''.

Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν.

Χίλιοι τον παν’ από μπροστά και δύο χιλιάδες πίσω,

Και ολοξωπίσω πήγαινεν η δόλια η μανούλα τ'...

''Κίτσο μου, που είναι τα’ άρματα, που τα ‘χεις τα τσαπράζια,

τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;''

''Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,

μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις την λεβεντιά μου,

μόν' κλαις τα έρημα τ' άρματα, τα έρημα τα τσαπράζια;''


Το ιστορικό αυτό τραγούδι γράφτηκε για τον Κίτσο Μπότσαρη όταν πιάστηκε από τους Τούρκους. Η μάνα του Κίτσου βρίσκεται σε αδιέξοδο και μέσα στην αγωνία της μαλώνει και πετροβολάει το ποτάμι θεωρώντας το υπεύθυνο...

KostasD33

"Ο Κλέφτης"
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

[align=center]Μαύρʼ είνʼ η νύκτα στα βουνά,
στους βράχους πέφτει χιόνι.
Μες στʼ άγρια, στα σκοτεινά,
στες τραχιές πέτρες, στα στενά,
ο κλέφτης ξεσπαθώνει.

Στο δεξί χέρι το γυμνό
βαστά αστροπελέκι.
Παλάτι έχει το βουνό
και σκέπασμα τον ουρανό,
κʼ ελπίδα το τουφέκι.

Φεύγουν οι τύραννοι χλωμοί
το μαύρο του μαχαίρι.
Μʼ ιδρώτα βρέχει το ψωμί,
ξέρει να ζήσει με τιμή,
και να πεθάνει ξέρει.

Τον κόσμo ο δόλος διοικεί
κι η άδικη ειμαρμένη.
Τα πλούτη έχουν οι κακοί,
κι εδώ στους βράχους κατοικεί
η αρετή κρυμμένη.

Μεγάλοι έμποροι πωλούν
τα έθνη σαν κοπάδια.
Την γην προδίδουν και γελούν.
Εδώ όμως άρματα λαλούν
στ' απάτητα λαγκάδια.

-Πήγαινε, φίλα την ποδιά
που δούλοι προσκυνούνε.
-Εδώ στα πράσινα κλαδιά,
μόν' το σπαθί τους τα παιδιά
και τον Σταυρόν φιλούνε.

Μητέρα, κλαίς! Αναχωρώ.
Να μ' ευχηθείς γυρεύω.
Ένα παιδί σου σε στερώ,
όμως να ζήσω δεν μπορώ
αν ζω για να δουλεύω.

Μην κλαίτε, μάτια γαλανά,
φωστήρες που αρέσω.
Το δάκρυόν σας με πλανά.
Ελεύθερος ζω στα βουνά,
κιʼ ελεύθερος θα πέσω.

Βαριά, βαριά βοϊζ' η γη,
ένα τουφέκι πέφτει.
Παντού τρομάρα και σφαγή.
εδώ φυγή, εκεί πληγή.
εσκότωσαν τον κλέφτη.

Σύντροφοι, άσκεποι, πεζοί
τον φέρνουν λυπημένοι
Και τραγουδούν όλοι μαζί:
«Ελεύθερος ο κλέφτης ζει
κιʼ ελεύθερος πεθαίνει».[/align]



[spoiler]
[align=center]Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής[/align]

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Δεκεμβρίου του 1809, αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Βουκουρέστι, στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου, που ήταν συγγενής του, στην Στεφανούπολη (το σημερινό Μπρασόβ της Ρουμανίας) και την Οδησσό της Ρωσίας, όπου φοίτησε στο Λύκειο και τελικά στο Μόναχο από το 1825, όπου φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή της Βαυαρίας.

[img align=left]http://www.a33.gr/files/images/3/rhankaves.jpg[/img]  Στην Ελλάδα (Ναύπλιο) εγκαταστάθηκε από το 1829, ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού, αλλά γρήγορα παραιτήθηκε, καθώς θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί, αφού, όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, το κράτος, στην προσπάθεια να προσελκύσει ξένους αξιωματικούς στον Ελληνικό Στρατό, έδινε σ' αυτούς δύο βαθμούς ανώτερους από αυτούς που είχαν στην πατρίδα τους. Μετά την παραίτησή του από τον στρατό σταδιοδρόμησε σε διοικητικές και κυβερνητικές θέσεις. Κατά τα έτη 1831-1841 υπηρέτησε ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, (επεξεργάστηκε σχέδιο για την οργάνωση της Μέσης Εκπαίδευσης και του Πανεπιστημίου) και 1841-1844 στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπου επεξεργάστηκε σχέδιο για την καταπολέμηση της ληστείας, ενός από τα σοβαρότερα προβλήματα που απασχολούσαν το νεοσύστατο κράτος. Το 1844, όταν εφαρμόστηκε ο νόμος που απαγόρευε την υπηρέτηση ετεροχθόνων στο δημόσιο, απολύθηκε και διορίστηκε καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Στην πνευματική ζωή της χώρας άρχισε να συμμετέχει ενεργά αμέσως μετά την άφιξή του στην Ελλάδα. Το ποίημά του Δήμος και Ελένη, που μαζί με τον Οδοιπόρο του Π. Σούτσου είναι το πρώτο έργο του αθηναϊκού ρομαντισμού, δημοσιεύτηκε το 1831 και ακολούθησε μεγάλος αριθμός λογοτεχνικών αλλά και επιστημονικών έργων. Το 1847 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Ευτέρπη μαζί με τον φίλο και συμμαθητή του Γρηγόριο Καμπούρογλου. Από το 1849 αποχώρησε από την Ευτέρπη και συμμετείχε στην έκδοση του περιοδικού Πανδώρα, μαζί με τους Νικόλαο Δραγούμη και Κων/νο Παπαρρηγόπουλο. Σε αυτά τα περιοδικά δημοσίευσε και αρκετά από τα διηγήματά του, καθώς και το μυθιστόρημα Ο Αυθέντης του Μορέως και τη νουβέλα Ο Συμβολαιογράφος. Από το 1851 συμμετείχε στην κριτική επιτροπή των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε μάλιστα επισημάνει τους κινδύνους από τις ακρότητες του ρομαντισμού, παρ' όλο που το 1837 ο πρόλογός του στο δραματικό έργο του Φροσύνη αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το μανιφέστο του ρομαντισμού στην Ελλάδα.

Το 1856-1859 διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών και το 1867 παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, για να αφοσιωθεί στο διπλωματικό του έργο. Υπηρέτησε ως πρεσβευτής της Ελλάδας στις ΗΠΑ (ο πρώτος Έλληνας πρεσβευτής εκεί), στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι και στο Βερολίνο μέχρι το 1887, όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Οι απόψεις του για την ενίσχυση των ελληνικών προϊόντων, αποτέλεσαν την αιτία δημιουργίας ενός κινήματος της νεολαίας με ηγέτη τον γιο του και αποκορύφωμα τα Σκιαδικά.

Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου του 1892.[/spoiler]

kuria

Η μάχη στο Βαλτέτσι 1821

Βαλτέτσι μου περήφανο και χιλιοδοξασμένο
πού είναι οι λεβέντες σου που όλο τους περιμένω
ναρθούνε να χορέψουνε στης Παναγιάς τη χάρη
στου Βαλτετσίου τον πλάτανο να ρήξουν το λιθάρι
ν' αναδειχτούνε στο σπαθί και στο καλό σημάδι
ν'αναδειχτούν και στο χορό ποιός είναι παληκάρι.
Εδώ που μαζευτήκανε όλοι οι καπεταναίοι
της Μάνης ο Πετρόμπεης και Κολοκοτρωναίοι
κι' όλοι λεβέντες του Μοριά που ήτανε γενναίοι.
Κολοκοτρώνης φώναξε ψηλά απ'το Ρεζενίκο
γειά σου Κολοκοτρώνη μου πώς να σαλησμονίκω
κράτα ρε Μήτρο Πέτροβα του κούκου το ταμπούρι
σας φέρνουμε ζεστό ψωμί κρασί να πιείτε ούλοι.
Σας φέρνω και αρνιά ψητά βαρώντας το νταούλι
ετάξανε στην Παναγιά στην Παναγιά Παρθένα
από τα παλικάρια τους μη σκοτωθεί κανένα.
Τότε στη μάχη ρίχτηκαν μες το Βαλτέτσι ούλοι
και πήρανε τη λευτεριά για να μη ζούνε δούλοι
μας χάρισαν τη λευτεριά και μεις δεν ζούμε δούλοι
έφτασε κι' ο Νικηταράς με το σπαθί στο χέρι
πέντε πιστόλες κράταγε κι αστρακτερό μαχαίρι
στην ρεματιά του Βαλτετσιού τους έκανε καρτέρι
γεια σου μωρέ Νικηταρά άλλον δεν είχες ταίρι
είχες στα πόδια σου φτερά κι όλη τουρκιά το ξέρει
έτσι παιδιά μου τέλειωσε η μάχη στο Βαλτέτσι
τους Τούρκους τους εκλείσανε σαν κότες στο κοτέτσι
τους κλείσαν στην Τριπολιτσά προτού ο ήλιος πέσει.
Εσείς που δοξαστήκατε στις δώδεκα του Μάη
εμείς θα σας γιορτάζουμε αιώνια κάθε Μάη
στεφάνια θα σας φέρνουμε με λούλουδα του Μάη
δάφνες, σγουρό βασιλικό πανθήζουνε το Μάη.
εκεί που τα θέλω εκτοπίζουν τα πρέπει...

 
654 Επισκέπτες, 0 Χρήστες