Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 472
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 462
  • Total: 463
  • Leon

Μαρία Πολυδούρη

Ξεκίνησε από Bijoux, Αυγούστου 17, 2005, 10:22:46 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Bijoux

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής. Για τη μητέρα της ξέρουμε ότι ήταν καλή και τρυφερή μάνα και πως η Μαρία δεν μπόρεσε να θεραπευθεί ποτέ από τις τυψεις που την παίδευαν, γιατί είχε αφήσει άρρωστη τη μητέρα της, η οποία και πέθανε κατά την απουσία της Μαρίας. Οι βασανιστικές τύψεις γίνηκαν η αφορμή να γράψει η Μαρία το ποίημα το αφιερωμένο στην τρυφερή πονεμένη μάνα:

«... Δεν σ’ ένοιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη».


Σαν πεθάνω

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.

Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
- φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

Bijoux

Όνειρο

Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι’ όπως τάσφιγγα πονούσα.

Να περάσης καρτερούσα
στο βορηά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο

στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρι.

Μέσ’ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνη
κ’ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στάχα φέρει μόνη.

Καλαμάτα 1920

Bijoux

ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΛΗ ΝΑ Σ'ΑΓΑΠΩ

Είμαι τρελλή να σ'αγαπώ αφού πια έχεις πεθάνει,
να λυώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μούδωκες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.

Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω, ό,τι μου λείπει.
Να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό
κι έτσι να δέρνομαι μ΄αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι
στα μάτια σου την τρέλλα να ρουφώ.

Τι θ'απογίνω αγαπημένε, πού θα σε ζητήσω;
ʼλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου,σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω.
Με τόνειρό σου, οι πίκρες μου γλυκές.

Πού νάσαι;Τι ναπόμεινε από σε να το ζητήσω;
Πού νάναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ώ, δε μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι΄αυτό να ζήσω
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.

λήλα

Σεμνότης


[size=12]Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς δεν θέλω να τη νοιώση.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι’ αυτό να τη πληγώση.

Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο
χωρίς καμμιά σκιά στην όψη.
Καμμιά ηδονή δεν επεθύμησε
να το φιλήση, να το κόψη.

Έχω ένα ρόδο που ζυγιάζεται
πάνω στην ίδια του τη φλόγα
κ’ είναι σα νάγινε ολοκαύτωμα
και να σιωπούσε και να ευλόγα.

Μια μαργαρίτα πούνε αμφίβολη
μ’ όλο το ναι που λέει η καρδιά της.
Μόνον αφήνει να λικνίζεται
παθητικά την ομορφιά της.

Κι’ άλλα λουλούδια πούνε σύμβολα
κι’ άλλα μονάχα που μεθούνε,
μα τόσο είνε όλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικά μόνον ανθούνε.

Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς ποτέ δε θα τη νοιώση.
Κι’ αν την πληγώση θάναι ανίδεος
κι’ ούτε γι’ αυτό θα μετανοιώση.[/size]

Bijoux

Δε θα το πουν...

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως άνθισε
παρά τα λυπημένα μου τραγούδια.
Σαν πεταλούδες οι χαρές με σίμωναν
γιατί ήμουν δροσερή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως μέστωσε
παρά τα πικραμένα μου τραγούδια.
Οι έρωτες, αηδόνια μου τραγούδαγαν
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, πως γιγαντώθη ο πόνος μου
παρά τα σπαραγμένα μου τραγούδια.
Οι χαροκόποι ανύποπτα με σίμωναν
γιατί ήμουν σιωπηλή σαν τα λουλούδια.

Δε θα το πουν, ο πόνος μου πως πέθανε
παρά τα σιωπημένα μου τραγούδια
και θα περνά η ζωή πάνω μου ξένοιαστη
πως έσβησα γλυκά σαν τα λουλούδια.

Οι τρίλλιες που Σβήνουν

papadia

μονο γιατι με κρατησες στα χερια σου μια νυχτα και με φιλησες στοστομα μονο για τι με κρατησες στα χερια σου μονο γιαυτο ειμαι ωραια............μονο γιατι μαγαπησες γεννηθηκα  γιαυτο η ζωη μου εδοθη στην αχαρη ζωη την ανεκπληρωτη  μενα η ζωη πληρωθη  μονο γιατι μαγαπησες γεννηηκα...................   ..Ο Ερωτας κ ο θανατος ειναι βασικοι αξονες της γραφης της Πολυδουρη. Α υτο το ποιημαα ειναι μεστο απο το πηγαιο λυρισμο της αλλα και τις εντονες συναισθηματικες εξαρσεις της ποιητριας η οποια ηταν σαφως επηρεασμενη απο τον ερωτα της για τον Καρυωτακη κ απο τη πεσιμιστικη της διαθεση
...οσο μπορω...οταν μπορω...

pixie

Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής. Κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.

Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο ''Ο πόνος της μάνας''. Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο. Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 χάνει, σε διάστημα σαράντα ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της.

Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της.

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922, όταν η Πολυδούρη ήταν 20 χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον ''Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων'' (1919) και τα ''Νηπενθή'' (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του.

Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.

Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη.

Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.

Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο ''Σωτηρία'', όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο ''Οι τρίλλιες που σβήνουν'' και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο ''Ηχώ στο Χάος''. Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930.

Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το ''Ημερολόγιο'' της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.

Τα ''Άπαντα'' της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ''Αστάρτη'', σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έγραψε μία μυθιστορηματική βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ''Κέδρος'' με τον τίτλο ''Βρέχει Φως''.

Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει 'Ελληνες συνθέτες κλασικοί, έντεχνοι και ροκ. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Μενέλαο Παλλάντιο, Κωστή Κριτσωτάκη, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Μιχάλη Κουμπιό, Στέλιο Μποτωνάκη και το συγκρότημα Πληνθέτες.


Πληροφ. γιά τη βιογραφία της sansimera.gr

462 Επισκέπτες, 1 Χρήστης