Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 793
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 716
  • Total: 717
  • Leon

Ελληνική Αρχιτεκτονική

Ξεκίνησε από gon, Σεπτεμβρίου 13, 2005, 10:40:53 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

gon

Ελληνική Αρχιτεκτονική. Νεωτερισμοί
και νεωτερικότητα στην αρχή της χιλιετίας

- Το πρώτο είναι το ερώτημα: Υπάρχει ελληνική αρχιτεκτονική, υπάρχει δηλαδή μια σαφής και αναγνωρίσιμη αρχιτεκτονική έκφραση με κάποια ιδιαίτερα αποκλειστικά χαρακτηριστικά, και αν ναι, ποια είναι αυτά; Με άλλα λόγια, έχει νόημα να ασχοληθούμε με ένα ζήτημα το οποίο στο παρελθόν ταλαιπώρησε αρκετές γενεές αρχιτεκτόνων, το ζήτημα δηλαδή της ελληνικότητας;
- Το δεύτερο αφορά την ίδια την έννοια της νεωτερικότητας, τη σχέση νεωτερικότητας και νεωτερισμών, τα λάθη αλλά και τη διαθέσιμη πολιτισμική κληρονομιά του Μοντέρνου και βεβαίως την αξία που μπορεί να έχει σήμερα το νεωτερικό εγχείρημα, μέσω ασφαλώς του επαναπροσδιορισμού του.
- Το τρίτο, τέλος, είναι σχετικό με τους νέους ή "νέους" εντός εισαγωγικών, προσανατολισμούς της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα της νέας χιλιετίας, τη θέση της αρχιτεκτονικής στη σημερινή κοινωνία, τον ρόλο που διαδραματίζει ή θα μπορούσε να διαδραματίζει η δουλειά μας στη βελτίωση πρωτίστως του δομημένου περιβάλλοντος, των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων αλλά και στην ανύψωση του πνευματικού τους επιπέδου, τη δημιουργία μιας αρχιτεκτονικά ευαίσθητης κοινωνίας και ως εκ τούτου καλλιεργημένων εν δυνάμει εντολοδόχων (ιδιωτών αλλά και διαχειριστών του δημοσίου), καθώς και τους λόγους για τους οποίους όλα αυτά που ανέφερα προηγουμένως σήμερα απλώς δεν υφίστανται.
1. Επιχειρώντας να απαντήσουμε στα ανωτέρω ερωτήματα, πιστεύω ότι μπορούμε πλέον, μετά από τόσες συζητήσεις, να συμφωνήσουμε όλοι πως το ζήτημα της ελληνικότητας, έτσι όπως τέθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα - ιδιαίτερα στη δεκαετία του τριάντα, είναι ένα ιδεολόγημα που αντικειμενικά αποσκοπούσε στην όξυνση της αντίθεσης μεταξύ τοπικού και διεθνούς και κατά βάθος επιχειρούσε τη δημιουργία μιας αντιπαλότητας μεταξύ "ελληνικού" και νεωτερικού. Και επίσης, και αυτό προσωπικώς με ενδιαφέρει πολύ, μια θέση η οποία υποδήλωνε την υποτιθέμενη, σχεδόν εξ ορισμού, ασχεσία μεταξύ νεωτερικής έκφρασης και στοιχείων της λόγιας παράδοσης.
Προφανώς η εναλλακτική: ελληνικότητα ή νεωτερικότητα αποτελεί ένα ανύπαρκτο ζήτημα, ένα ψευτοδίλημμα, ιδίως στην αρχιτεκτονική.
Μας αρκεί να αναλογιστούμε τα καλύτερα παραδείγματα της αρχιτεκτονικής στη μεσοπολεμική Ελλάδα και να αναρωτηθούμε: είναι ελληνικά ή μοντέρνα;
Ασφαλώς δεν θα πρέπει να συγχέουμε την αυθεντική αναζήτηση και δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής, η οποία αναγνωρίστηκε σε αυτό που αποκαλούμε νεωτερικότητα (δίχως για τούτο να απολέσει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά), με την απλή αντιγραφή κάποιων υφολογικών στοιχείων της εκάστοτε μόδας, που ανέκαθεν χαρακτηρίζει τους ελάσσονες κάθε εποχής.
O φόβος, η άρνηση και το κλείσιμο σε οιαδήποτε πρόοδο ή καινοτομία είναι προφανώς μια επιλογή απαράδεκτη, αφού το αίτημα της ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού είναι πάντοτε επίκαιρα. Εξίσου απαράδεκτη όμως είναι και η άκριτη αντιγραφή με στόχο τον εύκολο εντυπωσιασμό.
Η αναζήτηση λοιπόν της διαλεκτικής σύνδεσης παλαιού και νέου, παραδοσιακού και μοντέρνου, έτσι όπως οδήγησε στην επίτευξη των γνωστών αριστουργημάτων του μεσοπολέμου, θα μπορούσε να μας οδηγήσει στη δημιουργία και των αντιστοίχων της εποχής μας.
Τα αντιπαραθετικά ζεύγη: ελληνικότητα - νεωτερικότητα, ελληνική αρχιτεκτονική - σύγχρονες διεθνείς αναζητήσεις, τοπικισμός - διεθνισμός, μοντερνισμός - λόγια παράδοση είναι ζητήματα τα οποία συνεχίζουν να μας απασχολούν. Πρόκειται για τα ίδια προβλήματα εκφρασμένα τώρα με νέους όρους. Για τούτο ηχούν επίκαιρα τα λόγια του Γ. Θεοτοκά, ο οποίος, προτείνοντας ως λύση, στη δεκαετία του τριάντα, τη σύνδεση παλαιού και νέου στη λογοτεχνία, έλεγε:
"Αυτό θα ήταν αληθινά κάτι ιδιαίτερο και καινούργιο, θα ήταν κάτι αυθεντικά ελληνικό και θα ήταν επιτέλους μια ελληνικότητα που θα ξεπερνούσε αληθινά τις αθλιότητες του τοπικισμού, θα περιφρονούσε όλους τους κάλπικους επαρχιακούς και καφενειακούς ελληνοκεντρισμούς και θα είχε την ελπίδα (μακρινή βέβαια, αλλά όχι ανεδαφική) να αποκτήσει κάποτε μια διεθνική σημασία".
Μια σημασία που κατόρθωσε να αποκτήσει η μεσοπολεμική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, σε μαζικό, θα λέγαμε, επίπεδο, κατακτώντας συχνά το κέντρο της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής σκηνής. Ενώ η σύγχρονη - εξαιρουμένης φυσικά μιας γνωστής μειονότητας - παρ' όλες τις ηρωικές προσπάθειες κάποιων αυτόκλητων προστατών της, συνεχίζει να παραμένει στη σκοτεινή πλευρά του έτσι κι αλλιώς παγκοσμιοποιημένου σχεδιασμού.
Ωστόσο, η έλλειψη μιας εθνικής αρχιτεκτονικής είναι σήμερα φαινόμενο σχεδόν οικουμενικό, αφού παρατηρούμε μια διαρκή μετακίνηση αρχιτεκτόνων, μια μετακίνηση σε μεγάλη κλίμακα, η οποία μπορεί ίσως να συγκριθεί μόνον με εκείνη της εποχής μπαρόκ.
Η διακίνηση, εξάλλου, αρχιτεκτονικών ιδεών σε υπερτοπική κλίμακα χαρακτηρίζει την καλύτερη αρχιτεκτονική όλων των εποχών, αφού η συνάντηση ακριβώς αρχιτεκτονικών ιδεών με καθολικό χαρακτήρα και οικουμενική αξία, με την ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου επέτρεψαν την υλοποίηση αριστουργημάτων, ανεξάρτητα από την εθνικότητα του δημιουργού τους.
2. Η επιφανειακή εξέταση του ζητήματος της σχέσης μεταξύ νεωτερικότητας και νεωτερισμού, συχνά οδηγεί σε παρεξηγήσεις, αποκορύφωση των οποίων είναι η ταύτιση των δυο εννοιών.
Η νεωτερικότητα είναι ως γνωστό ένα ευρύτερο πολιτισμικό φαινόμενο των αρχών του 20ού αιώνα, το οποίο κυριάρχησε ιδιαιτέρως την περίοδο μεταξύ των παγκοσμίων πολέμων.
Σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική, είναι αλήθεια ότι σε κάποια στιγμή η λεγόμενη μοντέρνα - με εξαιρέσεις, ασφαλώς - υιοθέτησε ως κεντρικό στόχο της την αναζήτηση "πάση θυσία" ενός νέου ύφους, ενός νέου στιλ. Υιοθέτησε, δηλαδή, ως σύνθημα το γνωστό πρόσταγμα του Αρθρούρ Ρεμπό: "Il faut etre absolument moderne", με αποτέλεσμα η νεωτερικότητα, από συνθήκη να υποβιβασθεί ή αν θέλετε, να καταντήσει υφολογική επιλογή, πράγμα που αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα λάθη αυτού το οποίο βιαστικά απεκλήθη "μοντέρνο κίνημα", όρος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού εντέχνως αποκρύπτει τις ευανάγνωστες ιδιαιτερότητες της μοντέρνας έκφρασης σε κάθε ξεχωριστή εθνική πραγματικότητα.
O Μοντερνισμός, ας τον αποκαλέσουμε έτσι προσωρινά και για καθαρά επιχειρησιακούς λόγους, κυρίως τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του, στην προσπάθειά του να υπερβεί την υφολογική έκρηξη, το συνονθύλευμα του μορφολογικού πλουραλισμού που είχε κατακλύσει την αστική πόλη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, στην ουσία δεν βρίσκει τίποτε καλύτερο να κάνει από το να αντιπαραθέσει σε ένα ύφος ένα άλλο ύφος. Στον εκλεκτισμικό μορφοκρατισμό εν ολίγοις, αντιπαραθέτει έναν άλλο ιδιότυπο, πρωτόγνωρο μορφοκρατισμό, εκείνον ακριβώς του μοντέρνου. Έτσι το αστικό τοπίο του 20ού αιώνα εμπλουτίζεται με πολυκατοικίες που θυμίζουν υπερωκεάνια, με μονοκατοικίες που θυμίζουν περισσότερο εργαστήρια ή πρατήρια βενζίνης, κ.ο.κ.
Και όλα αυτά, επειδή θεωρήθηκε τότε ότι το αξιόλογο θα έπρεπε να είναι οπωσδήποτε νέο, ο νεωτερισμός δηλαδή προβιβάστηκε σε αιώνια αξία. Μια τέτοια αντίληψη όμως, δηλαδή το νέο ως αφ΄εαυτού φορέας προόδου ήταν και είναι κάτι σχετικά πρόσφατο, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική.
Είναι γνωστό σε όλους, θα ήθελα όμως να το υπενθυμίσω, ότι ως την περίοδο του ρομαντισμού, μέχρι δηλαδή το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, ουδείς σοβαρός αρχιτέκτων ενδιαφερόταν αν το έργο του είναι νεωτεριστικό ή όχι. Δεν υιοθετούσε δηλαδή ποτέ ως στόχο τη δημιουργία ενός έργου νέου, πρωτότυπου και πρωτόγνωρου. Με άλλα λόγια: Στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις σαφείς ανάγκες που του υπαγόρευαν οι συγκεκριμένες συνθήκες, ουδείς αρχιτέκτων είπε: "τώρα θα κάνω νεωτεριστική αρχιτεκτονική". Και αυτό γιατί το νέο αφ' εαυτού και δεν ήταν στοιχείο αισθητικής ανύψωσης ενός έργου, και δεν συνιστούσε κριτήριο για την αξιολόγησή του.
Αντιθέτως, την περίοδο του ρομαντισμού το πλέον εκπληκτικό, το πλέον απίστευτο παράδοξο και εκκεντρικό, αυτομάτως μετατρέπεται στο πλέον αξιόλογο. Κάτι που συμβαίνει και επί των ημερών μας, με την προσθήκη ότι τώρα όταν κάποια αρχιτεκτονική μελέτη υλοποιείται ή προγραμματίζεται να υλοποιηθεί, το γεγονός αυτό από μόνο του την καθιστά αυτομάτως σημαντικό έργο, ακόμη και αριστούργημα. Μικρό παράδειγμα η ένθερμη υποδοχή από την ανυποψίαστη δημοσιογραφία κάποιων έργων που πρόκειται να υλοποιηθούν στην Αθήνα, δίχως να εξηγείται ο λόγος για τον οποίο οι μελέτες αυτές θεωρούνται υψηλή αρχιτεκτονική, εξαιρουμένης βεβαίως της διεθνούς ακτινοβολίας των δημιουργών τους - και όχι όλων.
Προφανώς η κριτική μου δεν αφορά τα ίδια τα έργα, αλλά τη δυστυχώς πάγια νοοτροπία κάποιων μέσων ενημέρωσης τα οποία στην προσπάθειά τους να μετατρέψουν τα πάντα σε θέαμα και φαντασμαγορία, επιχειρούν το ίδιο και με την αρχιτεκτονική.
Όμως, για να επανέλθουμε στα προηγούμενα, η απόρριψη από τον επίσημο μοντερνισμό της λόγιας, ιστορικής παράδοσης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, τον οδήγησε στα αδιέξοδα που όλοι γνωρίζουμε. Τα αδιέξοδα αυτά δημιούργησαν τη μεταπολεμική κρίση, η οποία με τη σειρά της επέτρεψε την πρόσκαιρη εμφάνιση, γύρω στη δεκαετία του ογδόντα και ως πριν λίγα χρόνια, δυο διαφορετικών στρατηγικών, οι οποίες ωστόσο είχαν το ίδιο, σκηνογραφικού χαρακτήρα, αποτέλεσμα: αναφέρομαι φυσικά στο μεταμοντέρνο και στην αποδόμηση.
Μετά την αναμενόμενη (παρά τις όποιες αυταπάτες ορισμένων) ουσιαστική αποτυχία τους, ο αναστοχασμός της νεωτερικής εμπειρίας από την ιδιαίτερη οπτική του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ίσως να είναι ό,τι μας απομένει. Τονίζω το ζήτημα της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής οπτικής, γιατί δεν είναι τυχαίο ότι οι φανατικότεροι επικριτές της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου ήταν ή είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αρχιτέκτονες: φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι, ιστορικοί, κριτικοί.
Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται με κρισιμότητα ενώπιον της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, στην Ελλάδα αλλά και σε όλον τον κόσμο, είναι ο επαναπροσδιορισμός της νεωτερικής εποποιίας και η δημιουργική χρήση των καλυτέρων στοιχείων της, τα οποία όντας διαχρονικού και υπερτοπικού χαρακτήρα, παραμένουν ακόμη διαθέσιμα και για το σημερινό σχεδιασμό.
O επαναπροσδιορισμός του Μοντέρνου σε όλες τις εκφάνσεις της πνευματικής ζωής μπορεί συγχρόνως να αποτελέσει ικανή κριτική στην κυρίαρχη σήμερα αντίληψη, εκείνη της καταναλωτικής κοινωνίας, την κοινωνία της απάθειας και της κλειδαρότρυπας, της ταχύτητας και της βιασύνης, την κοινωνία της απόλυτης σχετικότητας και της πλήρους αδιαφορίας.
Η προσεκτική επανιδιοποίηση της λόγιας παράδοσης της αρχιτεκτονικής σε συνδυασμό με την αυθεντική νεωτερική κληρονομιά, όχι βεβαίως ως υφολογική μορφοπλαστική κατηγορία που οδηγεί σε εύκολους και μάλλον ανέξοδους "μινιμαλισμούς", αλλά ως μέσο για τη μετατροπή των καθημερινών αναγκών σε αρχιτεκτονικές σχεδιαστικές προτάσεις, μπορεί να φέρει τη σύγχρονη αρχιτεκτονική εκ νέου στον ορθό δρόμο.
Αν η νεωτερικότητα, λοιπόν, είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική παιδεία και πρακτική, ο πάση θυσία νεωτερισμός, "η αναζήτηση πάντα της καινούργιας πρότασης, της πιο ανατρεπτικής απ' όλες", είναι κάτι που θα έπρεπε μάλλον να μας αφήσει παγερώς αδιάφορους.
Η διεθνής αρχιτεκτονική σκηνή, έτσι όπως μας παρουσιάζεται μέσα από τα γνωστά ιλουστρασιόν περιοδικά και τις αποκλειστικές συνεντεύξεις των αστέρων στις εφημερίδες, ασφαλώς με διαψεύδει κατηγορηματικά, αφού παρακολουθούμε, εδώ και καιρό, έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα καινοτομήσει με ριζοκότερο τρόπο, ποιος θα κραυγάσει δυνατότερα την ιδιαιτερότητά του, ποιος θα εντυπωσιάσει περισσότερο τους νεόπλουτους πλην πολιτισμικώς πένητες μεγαλοαστούς, ποιος θα παρουσιάσει, με σύνθημα την "ανατροπή", μια νέα αρχιτεκτονική που θα καταπλήξει τους πάντες.
Και αφού η ανωτέρω "ηθική και αισθητική" προσωρινώς κυριαρχούν, όσοι κατά κάποιον τρόπον αντιστέκονται και επιμένουν διαφορετικά αυτομάτως θεωρούνται από τους προχωρημένους κριτικούς: δογματικοί, κολλημένοι, αντιδραστικοί, παρωχημένοι, συντηρητικοί.
Επιτρέψτε μου όμως, παρ' όλα αυτά, να συνεχίζω να μην αντιλαμβάνομαι τους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητο σε κάποιο αρχιτεκτονικό έργο για να είναι αξιόλογο να είναι φορέας του νέου, φορέας, μάλιστα, ενός νεωτερισμού καθαρά φορμαλιστικού χαρακτήρα.
Κανείς εξάλλου από τους εκφραστές αυτής της αλλοπρόσαλλης πρωτοπορίας, (η οποία - καλό είναι να το υπενθυμίσουμε για να μην ξεχνιόμαστε - ενώ μέχρι χθες σχεδίαζε αετώματα και κολονάκια, σήμερα μας προτείνει λοξές κεκλιμένες τοιχοποιίες - και στο άμεσο μέλλον ένας θεός ξέρει τι είδους πλισέ κτίρια μας επιφυλάσσει), κανείς λοιπόν δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους, ενώ σε αδρές γραμμές οι θεμέλιες ανάγκες του ανθρώπου παραμένουν οι ίδιες, οι αρχιτέκτονες θα έπρεπε να δημιουργούν σχεδόν χάριν γούστου νέες, πρωτόγνωρες μορφές.,
Και επίσης, επιτρέψτε μου τη στιγμιαία έπαρση, παρ' όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας εγώ εξακολουθώ να συμφωνώ και να συμμερίζομαι την άποψη μου Mies van der Rohe, ο οποίος με ειλικρινή απλότητα έλεγε ότι του ήταν αδύνατο να εφευρίσκει, να δημιουργεί κάθε Δευτέρα πρωί, μια καινούργια αρχιτεκτονική.
3. O Adolf Loos συνήθιζε να λέει ότι κάθε πόλη έχει τους αρχιτέκτονες που της αξίζουν. Το ίδιο ισχύει και για την κοινωνία στο σύνολό της.
Μια πόλη ορθά ρυμοτομημένη, μια - από την άποψη του αστικού σχεδιασμού - ωραία πόλη αφήνει λίγα περιθώρια για κακή αρχιτεκτονική.
Αντιθέτως, σε μια άναρχη πόλη, όπως η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών, τίποτε δεν είναι αληθινό - τα πάντα επιτρέπονται. Μας αρκεί για όλες το χάλι της Αθήνας. Και εδώ θα ήθελα, έστω εν παρόδω, να καταθέσω την πλήρη διαφωνία μου με την αντίληψη εκείνων που επιχειρούν (μάλλον ανεπιτυχώς) να δώσουν κάποια θεωρητική χροιά στην άθλια κατάσταση της πρωτεύουσας, ανακαλύπτοντας ακριβώς σε αυτό το χάλι κάποια υποτιθέμενη ιδιαιτερότητα. Αρκεί να αναλογιστούμε τις μορφοπλαστικές αναλογίες της σύγχρονης και συγχρονικής ελληνικής πόλης με τις μεταπολεμικές επεκτάσεις εκείνων της Λατινικής Αμερικής και γενικώς του λεγομένου Τρίτου Κόσμου, για να αντιληφθούμε την αβασιμότητα του ισχυρισμού τους.
Η ελληνική πόλη είναι καταφανής έκφραση, άμεση απεικόνιση της νεοελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας, η οποία είχε ως ηγεσία μια ανίκανη, μεταπρατική κυρίαρχη τάξη. Oι αναλύσεις ειδικών επιστημόνων, όπως ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και ο Κώστας Βεργόπουλος, έχουν καταδείξει τον χαρακτήρα της, γι' αυτό δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την πανθομολογούμενη έλλειψη αστικής / αρχιτεκτονικής παιδείας μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους, όπως ορθώς υποστηρίζει ο Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας, η ελληνική κοινωνία είναι σαφώς αντιαρχιτεκτονική.
Γιατί λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι σε μια μεταπρατική αντιαρχιτεκτονική κοινωνία αντιστοιχεί μια μεταπρατική εργολαβική αρχιτεκτονική;
Από την άλλη, η λεγόμενη πολιτεία, ακόμη και σήμερα, εξακολουθεί να αδιαφορεί πλήρως για την αρχιτεκτονική εικόνα της ελληνικής πόλης, ιδιαίτερα της πρωτεύουσας, χάνοντας τη μία ευκαιρία μετά την άλλη. Και τώρα πλέον, 28 ολόκληρα χρόνια από τη μεταπολίτευση και σχεδόν 20 σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε μια αξιοπρεπής δικαιολογία. Και όπως είχα την ευκαιρία να πω και αλλού, λόγω των πολιτικών μου επιλογών, η κατάσταση αυτή με θλίβει ιδιαίτερα.
Ως εκ τούτου, πώς είναι δυνατόν σε μια τέτοια θλιβερή κατάσταση να παράγουμε αξιόλογη αρχιτεκτονική; Και ασφαλώς εδώ δεν επιθυμώ να αποκρύψω τις ευθύνες των αρχιτεκτόνων, αλλά πως μπορούμε να αναπλάσουμε το αστικό τοπίο όταν το ζήτημα της δημόσιας αρχιτεκτονικής έχει εναποτεθεί στην "πατριωτικότητα" των εργοληπτών, στην ευαισθησία των μεγαλοκατασκευαστών και στους γνωστούς μάνατζερ που βρίσκονται πίσω από κάθε μεγάλο έργο;
Πώς είναι δυνατόν να αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχεδιαστική αναζήτηση όταν η πολιτική ηγεσία δεν έχει, μεταξύ των τόσων οραμάτων της, την αισθητική και όχι μόνον βελτίωση του δομημένου περιβάλλοντος;
Και εντάξει, είμαι σε θέση να αντιληφθώ ότι οι προκάτοχοί του αλλά και ο ίδιος ο κύριος Σημίτης δεν είναι Μιτεράν, ούτε ο κύριος Αβραμόπουλος είναι Μαραγκάλ. Και επίσης ότι το ασφαλιστικό και το αγροτικό είναι πιθανόν κρισιμότερα από τη διαμόρφωση των ελευθέρων χώρων και το σ σχεδιασμό των πρώην βιομηχανικών περιοχών. Δεν μπορεί ωστόσο η αρχιτεκτονική κοινότητα, συνολικά ή ατομικά, να βρει τον τρόπο ώστε να ευαισθητοποιηθούν όσοι αποφασίζουν την τύχη της πολύπαθης ελληνικής πόλης;
Ποια είναι λοιπόν στην αρχή της νέας χιλιετίας η κατάσταση της αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, μεταξύ νεωτερικότητας και νεωτερισμών;
Πιστεύω ότι σήμερα δύσκολα θα μπορούσε να αναγνωριστεί ένας ιδιαίτερος αρχιτεκτονικός λόγος, μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ποιητική γραφή, που θα διαφοροποιούσαν την οικοδομική παραγωγή στην Ελλάδα από εκείνη του υπολοίπου κόσμου. Αδυνατώ, δηλαδή, να αναγνωρίσω έναν ιδιαίτερο "ελληνικό" δρόμο προς την αρχιτεκτονική.
Αντιθέτως, κατά καιρούς διακρίνω να αναδύονται διάφορες νέες ή καινοφανείς τάσεις οι οποίες μεταφέρουν άκριτα, είτε σαν αποτέλεσμα είτε σαν θεματολογία, κάποιες αναζητήσεις που ανθίζουν στην αλλοδαπή, σε εντελώς άλλες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες άρα εντελώς άσχετες προς τα καθ' ημάς. Μικρό παράδειγμα και ερωτώ ειλικρινά: είναι δυνατόν να πιστεύουν ορισμένοι ότι αυτό που απασχολεί ή θα μπορούσε να απασχολήσει σήμερα τους αρχιτέκτονες και την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα είναι λ.χ. η νομαδική κατοίκηση ή οι καταυλισμοί των τσιγγάνων; Ή, ακόμη, η υπέρβαση της υπαρκτής πόλης και τα σχεδιαστικά καθήκοντα που θέτει η λεγομένη "διάχυτη πόλη";
Πιστεύω ότι τέτοιου είδους "αναζητήσεις" είναι το λιγότερο αποπροσανατολιστικές και αποτελούν ωραιοτάτη δικαιολογία για όσους θέλουν να παραμείνει η ελληνική αρχιτεκτονική στο περιθώριο και να ασχολείται "περί ανέμων και υδάτων", ενώ τη διαμόρφωση του αστικού τοπίου θα αναλάβουν αποκλειστικώς τα λεγόμενα μεγάλα τεχνικά έργα.
Και βέβαια, από τη στιγμή που οι έλληνες αρχιτέκτονες περί άλλα τυρβάζουν, και η αρχιτεκτονική μας είναι ουσιαστικώς μετατρατική, οι έχοντες και κατέχοντες αναζητούν κατευθείαν την πηγή, δηλαδή στους αυθεντικούς εκφραστές αυτών των νέων διεθνών τάσεων τη λύση του προβλήματος της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου είναι "φυσικό" να "φοριούνται" πολύ οι διάφορες μετακλήσεις γνωστών σταρ από το εξωτερικό που θα ανασχεδιάσουν αυτή την Ερήμη Χώρα και θα τις δώσουν εκ νέου το αρχαίο κάλλος που απώλεσε.
Θα πρέπει ωστόσο να ομολογήσουμε ότι τουλάχιστον τα έργα τους θα είναι signe, θα έχουν υπογραφή δηλαδή, όχι σαν το El Venizelos που ακόμη ψάχνουμε για το ποιος το σχεδίασε ή το Μετρό ή ορισμένα από τα Oλυμπιακά έργα, για τα οποία ισχύει το ίδιο.
Όσο για κάποια άλλα κρίσιμα, επείγοντα έργα που δεν μπορούν πλέον να αναμένουν, επί παραδείγματι η νέα Εθνική Βιβλιοθήκη, ίσως να μας τη φέρει κάποιο από τα επόμενα κύματα εκσυγχρονισμού.
Προς το παρόν ας αρκεστούμε στο Νέο Μουσείον Ακροπόλεως, στην αρχιτεκτονική μετουσίωση της αρχαίας αθηναϊκής τριήρους και τη μετατροπή της σε πεζογέφυρα, καθώς και στις εφήμερες κατασκευές που προγραμματίζουν, με αφορμή τους Oλυμπιακούς αγώνες, οι πρωτοποριακοί υπεύθυνοι του υπουργείου Πολιτισμού.

716 Επισκέπτες, 1 Χρήστης