Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 292
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 262
  • Total: 263
  • Leon

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Ξεκίνησε από kuria, Ιανουαρίου 10, 2006, 04:13:55 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

kuria

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΑΡΗ

Κόρδοβα μακρυνή εσύ και μόνη.

Φοράδα μαύρη, ολόγιομο φεγγάρι
και μέσα στο δισάκκι μου ελιές.
Παρ' όλο που τους δρόμους τους γνωρίζω
στην Κόρδοβα δεν φτάνω εγώ ποτές.

Φοράδα μαύρη, κόκκινο φεγγάρι.
Μες απ' τον κάμπο μες από τ' αγέρι.
Στης Κόρδοβας τους πύργους πώς να φτάσω;
Ο θάνατος μου έστησε καρτέρι.

Αχ τι μακρύς που είν' αυτός ο δρόμος.
Κι αν είσ' εσύ φοράδα μου γενναία
τίποτε και κανένας δεν με σώνει.
Πριν απ' την Κόρδοβα ο Θάνατος με ζώνει.

Κόρδοβα μακρυνή εσύ και μόνη.
εκεί που τα θέλω εκτοπίζουν τα πρέπει...

kuria

Αποσπάσματα από
ΤΟ ΣΚΟΡΠΙΟ ΑΙΜΑ
....

Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
το θάνατό του φορτωμένος.
Γύρευε να 'βρει την αυγή
μα πουθενά η αυγή δεν ήταν.
Γυρεύει τη σωστή θωριά του
και τ' όνειρό του αλλάζει δρόμο.
Γύρευε τ' όμορφο κορμί του
και βρήκε το χυμένο του αίμα.

....

Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια
που είδε τα κέρατα κοντά του,
όμως οι τρομερές μανάδες
ανασηκώσαν το κεφάλι.
Κι από το βοσκοτόπια πέρα
ήρθ' ένα μυστικό τραγούδι
που αγελαδάρηδες ομίχλης
τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.

....

Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια
μπροστά του για να παραβγεί
ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
ούτε καρδιά να 'ν' τόσο αληθινή.
Σαν ποταμός από λιοντάρια
η ξακουσμένη του αντρειοσύνη,
και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
η στοχασιά του η μετρημένη.

....

Τώρα για πάντα πια κοιμάται.
Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
με δάχτυλα που δε λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του.
Και το τραγουδιστό του αίμα
κυλάει σε βάλτους και λειβάδια,
γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων,
άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
να γίνει από αγωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
εκεί που τα θέλω εκτοπίζουν τα πρέπει...

tristana

Αυτοσχέδιο ποίημα που έγραψε μέσα σε τρία λεπτά ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα το 1924 στη Verbena de San Antonio το μεγάλο πανηγύρι
της Μαδρίτης για τον φίλο του Λουίς Μπουνιουέλ.

Το πρώτο πανηγύρι το έστειλε ο Θεός - είναι του Αγίου Αντωνίου  της Φλώριδας - ο Λουίς μέσα στη χάρη της αυγής - τραγουδάει τη φιλία μου,
την πάντα ανθισμένη - η πανσέληνος λαμπερή κυλάει - ψηλά μέσα στα ήρεμα σύννεφα - η καρδιά μου λαμπερή κυλάει - μέσα στην πρασινοκίτρινη νύχτα - ο Λουίς, ο λατρευτός μου φίλος - φτιάχνει  με την αύρα μια πλεξούδα - το παιδί παίζει το μικρό αρμόνιο - θλιμμένο, χωρίς ένα χαμόγελο - κάτω από τις χάρτινες αψίδες - σφίγγω το αγαπημένο σου χέρι.


Μετάφραση από τα Γαλλικά Μαρία Μπαλάσκα

Από το βιβλίο του Λουίς Μπουνιουέλ "Η Τελευταία Πνοή"

Εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ

seagull

Κορδοβα
Μακρινη και μονη

Αλογο μαυρο, φεγγαρι μεγαλο
κι ελιες στο δισακι μου
Αν και ξερω τους δρομους,
ποτε δεν θα φτασω στην Κορδοβα

Μεσα απ τον καμπο, μεσα απ' τον αερα
αλογο μαυρο, φεγγαρι κοκκινο
Ο θανατος με κοιταζει
απο τους πυργους της Κορδοβα

Αχ, τι δρομος μακρυς!
Αχ, γενναιο αλογο μου!
Αχ, και με περιμενει ο θανατος,
πριν φτασω στην Κορδοβα!

Κορδοβα
Μακρινη και μονη


Ο Καζατζακης μεταφραζει Λορκα-Γιωργος Μιχος

Κόρδοβα
Αλαργινή κι ολομόναχη

Φοραδοπούλα μάβρη, μεγάλο φεγγάρι
κι ελιές στο δισάκι μου.
Αν και ξέρω τους δρόμους,
όμως ποτέ δεν θα φτάσω στην Κόρδοβα.
Μέσα στον κάμπο, μέσα στον άνεμο,
φοραδοπούλα μάβρη, μεγάλο φεγγάρι.
Ο χάρος με αγναντέβει
από τους πύργους της Κόρδοβας.
Αχ, τι ατέλειωτος δρόμος!
Αχ, δυνατή μου φοραδοπούλα!
Αχ, κι ο χάρος με απαντέχει
πριχού να φτάξω στην Κόρδοβα!

Κόρδοβα
Αλαργινή κι ολομόναχη!


---------------------------------


Ρίχτε το δαχτυλίδι τούτο
στο νερό!
Ο γήσκιος του ακουμπάει τα δάχτυλά του
στον ώμο μου!
Ρίχτε το δαχτυλίδι τούτο! Είμαι
απάνου από εκατό χρονών.
Σιωπή!
Μη με ρωτάτε τίποτα!
Ρίχτε το δαχτυλίδι στο νερό!

seagull

Όταν Το Φεγγάρι Ανατέλλει...

Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
οι καμπάνες χάνονται
κι εμφανίζονται
αδιαπέραστα μονοπάτια.

Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
η θάλασσα σκεπάζει τη γη
κι η καρδιά νιώθει
σαν ένα νησί στην απεραντοσύνη.

Κανείς δε τρώει πορτοκάλια
τη πανσέληνο.
Πρέπει μόνο
κρύα πράσινα φρούτα.

Όταν το φεγγάρι ανατέλλει
με εκατό ίδια πρόσωπα
τα ασημένια νομίσματα
κλαίνε στη τσέπη.

          Σερενάτα
(αφιέρωμα στον Λόπε ντε Βέγκα)

Στου ποταμού τις όχθες
λούζεται η νύχτα
και στης Λολίτας
τα στηθάκια

από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Γυμνή η νύχτα τραγουδά
στου Μάρτη τα γεφύρια
λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους κι αλμυρό νερό

κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Η νύχτα από γλυκάνισο κι ασήμι
φεγγοβολά στις στέγες
ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
γλυκάνισο απ' των μηρών της την ασπράδα
 
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά


Τα Χέρια Μου Αν Μπορούσαν Να Μαδήσουν

Τ' όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ' αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ' έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.

Τ' όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ' όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ' όλα
τ' άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.

Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα 'ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι!

Στο Αφτί Μιας Κοπέλας

Τίποτα δε θέλησα
τίποτα να σου πω.

Είδα μες στα μάτια σου
δυο δέντρα τρελά
απο αέρα, γέλιο και χρυσάφι,
που σάλευαν.

Τίποτα δε θέλησα
τίποτα να σου πω.

Ποίημα Τσιγγάνικης Σιγκιρίγιας
Τοπίο

Ο κάμπος με τα λιόδεντρα
ανοίγεται και κλείει
όπως ένα ριπίδι.
Πάνω απ' τον ελιώνα
ουρανός γκρεμισμένος
και σκοτεινή βροχή
από παγερά αστέρια.
Σκίνος κι ημίφως τρέμουνε
στου ποταμού τον όχτο.
Ζαρώνει ο γκρίζος άνεμος.
Τα λιόδεντρα βαριά 'ναι
από κραυγές.
Ένα σμήνος πουλιά
αιχμαλωτισμένα
κινούν τις μακρουλές
ουρές τους στο σκοτάδι.

Pappas10

Το ομόνυμο ποιήμα του Νίκου Καββαδία...

Ανέμισες για μιά στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες παγαινάν του ανέμου συντροφιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του

Του Ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
Τραβέρσο ανάποδο πορεία προς τον βοριά
τράβα μπροστά ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ' τον ήλιο ανάγαλιαζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγγαλιές
τότες που σ' έφεραν κατσίβελε στην μπόλια

Ατσιγγανέ κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέρανε από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν τον σωρό

Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στην φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σείρε για' κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε την νύχτα εφτά σκυλιά.

Μελοποιημένο από τον Θάνο Μικρούτσικο
Τραγουδισμένο από τον Γιάννη Κούτρα
Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια.
Εν οίδα ότι ουδέν οίδα
Γνώθι Σεαυτόν
Μηδέν Άγαν
Πας μη Έλλην Βάρβαρος
ΠΑΟ Θρησκεία θύρα 13
Πίτα γύρο κοτόπουλο, μαρούλι μαγιονέζα.

seagull


blue-roses

ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Το ξημέρωμα της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερις κολόνες από λάσπη
κι έναν τυφώνα από μαύρα περιστέρια
που αναταράζουνε τα σάπια τα νερά.
Το ξημέρωμα της Νέας Υόρκης στενάζει
στ' απέραντα κλιμακοστάσια
ψάχνοντας μέσα απ' τις γωνίες
νάρδους από σχεδιασμένη αγωνία.
Το ξημέρωμα φτάνει και κανείς δεν το παίρνει στο στόμα του
γιατί εκεί δεν έχει αύριο και δυνατότητα ελπίδας]

262 Επισκέπτες, 1 Χρήστης