Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 862
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 746
  • Total: 747
  • Leon

Γιώργος Βιζυηνός...

Ξεκίνησε από blue-roses, Ιανουαρίου 11, 2007, 09:58:27 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

'Ασμα

Σαν την αστέρευτη πηγή,
που βουρβουλά μες στα βουνά,
τα δάκρυά μου στη σιγή
κατρακυλούν παντοτινά.

Κάμνουν τις πέτρες μαλακές,
οργώνουν μάρμαρα γερά,
και στις βαθιές των αυλακιές
βλαστάνουν λούλουδ' ανθηρά.

Μόν' η καρδιά σου δεν μπορεί
να λυγισθή, ν' απαλυνθή
μόνο σ' εκείνη τη σκληρή
ολίγη αγάπη δεν ανθεί!

(Από το Ατθίδες αύραι)

blue-roses

''ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΕΛΗΝΗΝ''


Η σοβαρή και χλωμιασμένη σου θωριά,

που αρμενίζει στ' αψηλά, Σελήνη,

δεν 'ξεύρεις τι αδελφική παρηγοριά,

τι παιδιακούς συλλογισμούς με δίνει!


 

Κανένα φίλον από σένα πιο παλιό,

και πιο πιστό, δεν έχω να ονομάσω.

Σ' εγνώρισα πριν πρωτοέμβω στο σχολειό,

κι αν 'μβω στον τάφο, δεν θα σε ξεχάσω.


 

Θυμάσ' ακόμα το μικρό παιδί, εμέ,

με τον μεγάλο πόθο στην καρδιά μου;

Με την λαχτάρα, να μου ήρχεσαι χαμαί,

να σ' έχω σαν παιχνίδι στην ποδιά μου;


 

Θυμάσαι πώς, εσύ στα ύψη, εγώ στη γη,

ετρέχαμε μαζί, ποιος να περάσει;

Συ έχεις μείνει πάντα νέα και γοργή,

και μόν' εγώ, εγώ έχω γεράσει!


 

Θυμάσαι την Βιζώ μας, τ' όμορφο χωριό;

Το σπίτι μας, τ' ωραίο περιβόλι;

Και μέσα στ' άνθη του, θυμάσαι το Μαριώ,

π' αγάπησα με την καρδία μ' όλη;


 

Αυτή τα φταίει, αν απ' εκείνο τον καιρό

αμέλησα τα κάλλη σου, Σελήνη!

Γιατ' απαιτούσε και καλά να μη θωρώ,

παρά τες ομορφιές, που είχ' εκείνη.


 

Αυτή τα φταίει, αν τώρα πλέον δεν μπορεί

ν' ανοίξει σαν και πρώτα η καρδιά μου,

να παίξει, φίλη μου, μαζί σου, να χαρεί,

καθώς την ξεύρεις απ' τα παιδιακά μου!


 

Αυτή τα φταίει! Και γνωρίζεις διατί;

Διότι, γι' άλλον, πρόδωκεν εμένα!

Και μ' έκαμε να κλαίω απ' την ώρ' αυτή,

να καταλυώ την νιότη μου στα ξένα!


 

Δεν είδα πια από τότε πρόσχαρη χρονιά!

-'Εβαλε λες φαρμάκι στην ζωή μου!

Ως και τους φίλους μου τους ηύρεν απονιά,

και μ' άφηκαν στην μέση της ερήμου!


 

Μόνον εσύ ακόμη, φίλη παιδιακή,

μόνον εσύ δεν μ' έχεις λησμονήσει.

Και σπλαχνικά το φως σου στέλλεις το γλυκύ,

ναρθεί να βρει, να με παρηγορήσει.


 

Σ' ευχαριστώ! Κι αυτήν απόψε την βραδιά

μ' ελάφρυνες τα στήθη μου λιγάκι.

Γιατί μου άδειασ' η γεμάτη μου καρδιά,

σαν σ' έχω γράψ' αυτό το τραγουδάκι!


(Απο το Ατθίδες αύραι).

blue-roses

Το σκυλί

Κάθε νύχτα στην αυλή
γάβου-γάβου το σκυλί,
δώσ' του και γαβγίζει.
Του σπιτιού εδώ αυτός
είναι φύλακας πιστός,
ποιος δεν τον γνωρίζει;

Αψηλά τ' αφεντικά
κοιμηθήκανε γλυκά,
πέρασε η ώρα.
Το γνωρίζει το σκυλί
και φωνάζει απ' την αυλή
γάβου, γάβου τώρα.

Για να ξέρουν οι κακοί,
που γυρνούν εδώ κι εκεί
κάτι να σουφρώσουν,
πως σαν έμπουν στην αυλή,
θα τους πιάσει το σκυλί
και δε θα τη γλυτώσουν.

blue-roses

Το ναυτόπουλο

Τα νέφη αστράφτουν στο βουνό,
βροντούν και μπουμπουνίζουν,
σκεπάσανε τον ουρανό,
το κύμα φοβερίζουν.
Ο νέος ναύτης τραγουδεί,
και το πανί του σιάζει]

blue-roses

Το τρυγόνι

Ταίρι ταίρι τα πουλιά
στη βοσκή πηγαίνουν
ταίρι ταίρι στη φωλιά
σα νυκτώσει, μβαίνουν.

Ένα μόνο, το φτωχό,
με καρδιά θλιμμένη,
όλη μέρα μοναχό
κι όλη νύχτα μένει.

Είχεν άλλοτε κι αυτό
ταίρι μπιστεμένο,
κι έψαλλε ζευγαρωτό
και ευτυχισμένο.

Μα σα βόσκαν μιαν αυγή
κι έπαιζαν στη φτέρη,
σκότωσαν οι κυνηγοί
το γλυκό του ταίρι.

Ούτε θέλησ' άλλη μια
να χαρεί, να ψάλλει,
ούτε κάμνει γνωριμιά
και φιλίαν άλλη.

Μόνο, τόσο θλιβερό
λογυρνά στα δάση,
που θολώνει το νερό
πριν το δοκιμάσει.

Από λύπη και στοργή
λίγο λίγο λυώνει
κι αποθνήσει στη σιγή-
και το λεν τρυγόνι.

 

blue-roses

Αποχωρισμός

α. Η μάννα


Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά!
είναι βουβά τα αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά,
κι η δόλια μου ματιά θολή.
Παιδί μου ώρα σου καλή!

Είναι η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου παγωνιά!
σαλεύ' ο νους μου, σαν δενδρί, που στέκ' αντίκρυ στο χιονιά,
και είναι ξέβαθο πολύ,
παιδί μου ώρα σου καλή.

Βοΐζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βοή!
ξηράθηκαν τα χείλη μου και μου εκόπη κι η πνοή,
σ' αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!

Να σε παιδέψ' ο Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητιά!
Μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή,
όταν τα λέμ' «ώρα καλή».


β. Το παιδί

Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάννα, σα φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά, σηκώνουν κύμα βροντερό!
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σα νερό,
και γω το κύμα τ' ακλουθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός,
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός!
Ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ...
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιά κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή!
Δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή,
να με φυλάγη, μη χαθώ,
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ

blue-roses

Η κλώσσα

Κλοκ, κλοκ, κλοκ, μ' ένα θυμό
στην αυλή γυρνά η κλώσσα
με το φουντωτό λαιμό
και με τα παιδιά τα τόσα.

Κλώσσα, φίλη μου παλιά,
τι θυμώνεις σα ζυγώνω;
Δεν σου εγγίζω τα πουλιά
μόνο σου τα καμαρώνω.

Μια τα κράζεις τρυφερά,
κάτι που 'βρες να μοιράσουν,
μια από κάτω απ' τα φτερά,
τα σκεπάζεις, να ησυχάσουν.

Κι όταν δεις κανά σκυλί
που ορέγεται πουλάκια,
χύνεσαι ωσάν τρελλή
να του βγάλεις τα ματάκια.

blue-roses

Η προσευχή των παιδιών

Θεός τον ήλιο οδηγεί
που πρέπει ν' ανατείλει,
πως να περάσει από τη γη
το φως του να μας στείλει.

Θεός ορίζει τα ψηλά
ο ήλιος όταν σβήνει,
να φέγγουν τ' άστρα τα πολλά
κι η κάτασπρη σελήνη.

Και τα λουλούδια, που χυτά
στη γη μοσκοβολούνε,
Θεός τα έμαθε κι αυτά
πότε και πού ν' ανθούνε.

Και το μικρό-μικρό πουλί,
που ψάλλει στο κλωνάρι,
Θεός του είπε να λαλεί
να κελαηδεί με χάρη.

Θεός χαρίζει στα παιδιά
το νου τους και τη γλώσσα,
να λεν ό,τι έχουν στην καρδιά
και να μαθαίνουν τόσα.

Γι' αυτό και τα καλά παιδιά
βράδυ, πρωί, χρωστούνε
στην προσευχή τους με καρδιά
να τον ευχαριστούνε.

blue-roses

Η καταιγίς

Ήλθαν τα νέφη του Βοριά,
τ' αλόγατα καβάλα
κι εξεπεζέψανε βαριά
στα όρη τα μεγάλα.

Καθένα σε κορφή κοντά
οχυρωμένο αχνίζει,
καθένα αστράφτει και βροντά
και πόλεμον αρχίζει.

Ρίχνουν για σκάγια τη Βροχή,
για βόλια το χαλάζι
και πλημυρρά στην εξοχή
και τα σπαρμένα αρπάζει.

Βγαίνει ο γεωργός, αντί σπαθί,
μ' ένα τσαπί και φτυάρι-
ποιος ημπορεί ν' αντισταθεί
σε ορμητικό χειμάρρι;

Στρέφει τα μάτια στα ψηλά
και τον Θεόν κοιτάζει,
το δάκρυ του κατρακυλά
-Βοήθα με! -φωνάζει.

Και ο Θεός που τον πονεί
για την καλή καρδιά του,
γνέφει του Ήλιου να φανεί
να πάει βοήθειά του.

Από τη μια η συννεφιά
κι ο ήλιος απ' την άλλη,
της Ίριδος η εμορφιά
ανάμεσα προβάλλει.

-Βάλετ' εχθροί τους κεραυνούς,
τα όπλα σας στη θήκη,
γιατί είμαι εγώ στους ουρανούς
η παλαιά συνθήκη

που έγραψε ο Δημιουργός
με χρώματα που μένουν,
για να τα βλέπ' ο γεωργός
να ξέρει τι σημαίνουν.

Το κόκκινο είναι κρασί,
το κίτρινο σιτάρι,
το πράσινο η περισσή
ελιά, που θε να πάρει,

για να του πάει «λειτουργιά»
και νάμα να του στείλει,
και να τ' ανάφτει με καρδιά
σ' ακοίμητο κανδήλι.

blue-roses

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

O Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη της Αν. Θράκης το 1848. Σε πολύ νεαρά ηλικία τον στείλανε στην Κωνσταντινούπολι κοντά σ' ένα θείο του, για να μάθη ραφτική, αυτός όμως κατώρθωσε να εισαχθή σπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου μεταξύ των καθηγητών του είχε και τον ποιητή Ηλία Τανταλίδη. Ο τυφλός Κωνσταντινουπολίτης καθηγητής διέκρινε στο νεαρό σπουδαστή ιδιοφυΐα και τον σύστησε στον εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη· με δαπάνες αυτού ο Βιζυηνός κατέβηκε στας Αθήνας, όπου σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο, κατόπιν επήγε στη Γερμανία, κι' όταν ανηγορεύθη διδάκτωρ, κατέβηκε πάλι στας Αθήνας και διωρίσθη καθηγητής του δραματικού τμήματος στο Ωδείο Αθηνών. Το 1892 προσεβλήθη από φρενική νόσο και μετά δυο έτη πέθανε στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο.

Ο Γεώργιος Βιζυηνός πρωτοπαρουσιάσθηκε στα ελληνικά γράμματα με το ποίημα του «Κόδρος», που φοιτητής στας Αθήνας, το υπέβαλε σ' ένα ποιητικό διαγωνισμό του 1874 κι' εβραβεύθη. Το 1878 έστειλε από τη Γερμανία στον Βουτσιναίο διαγωνισμό συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο «Άρες μάρες κουκουνάρες», που βραβεύθηκε κι' αυτή. Το 1884 εξέδωκε στο Λονδίνο άλλη συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο «Ατθίδες αύραι» κι' όταν πια εγκατεστάθη στας Αθήνας, εδημοσίευσε διηγήματα και ποιήματα στα περιοδικά «Εστία» και «Διάπλασις των παίδων».

Ο Ιω. Ζερβός στο βιογραφικό σημείωμα, που προτάσσει στην έκδοσι των ποιημάτων του Γ. Βιζυηνού (εκδ. Γ. Φέξη, Αθήναι 1916) γράφει για τον ποιητή, ότι «παρουσιάζει την πρώτην κατ' επίγνωσιν και γενναίαν απόπειραν εις το να λάβη η νεωτέρα μας ποίησις μίαν καθολικότητα εθνικής διανοήσεως, εθνικού αισθήματος και πανελληνίου μορφής, απόπειραν, ήτις υπήρξεν οδηγός εις άλλους, τους εκλεκτούς νεωτέρους, όπως επιδιώξουν μίαν αληθεστέραν, αλλά και γενικωτέραν δια της τέχνης των εκδήλωσιν του Ελληνικού συνόλου», κι' αναγνωρίζει στον ποιητή ποιητική πρωτοτυπία, λεπτή αισθητική και καλλιεργημένη σκέψι.

sevenseas

παρεμβασις
προς τους λατρεις του Βιζυηνου

στην σειρα "οι καταραμενοι ποιητές"
εχει εκδοθει απο τον αγαπημενο μυο φιλο Δημήτρη Παπαχρήστο (τον εκφωνητή του Πολυτεχνειου)
βιβλιο για την Βιζυηνο
Κ Α Τ Α Π Λ Η Κ Τ Ι Κ Ο

Rakendytos

Διαβαστε και ¨Το αμαρτημα της μητρος μου¨ του ιδιου..
ειναι ενα απο τα καλυτερα βιβλια που διαβασα προσφατα..

746 Επισκέπτες, 1 Χρήστης