Ειδήσεις:

1η δοκιμή με αναβάθμιση ...

Main Menu
Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 589
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 490
  • Total: 490

Η τράπουλα, η ρουλέτα, τα ζάρια

Ξεκίνησε από isabella, Μάρτιος 14, 2006, 11:15:12 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

isabella

Ο γνωστός αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Ντέιβιντ Μάμετ όριζε αφοριστικά τη βασική αρχή που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τον παίκτη του πόκερ: «Αν δεν έχεις καλό χαρτί, πήγαινε πάσο. Αν όμως έχεις, κάνε τους άλλους να σε πληρώσουν». Την αρχή αυτή βεβαίως σπάνια οι θιασώτες του τζόγου την τηρούν κατά γράμμα. Στη χαρτοπαιξία, όπως και σε όλα τα τυχερά παιχνίδια γενικώς, το πέρασμα από τον πλούτο στη φτώχεια ή από την τύχη στην ατυχία και αντιστρόφως είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η τράπουλα, η ρουλέτα, τα ζάρια και οι μονόχειρες ληστές των καζίνων αποτελούν μανιχαϊκά φετίχ και ξόρκια της σύμπτωσης. Ετσι ο τζόγος θα πρέπει να θεωρηθεί όχι μόνο κοινωνικό αλλά και πολιτισμικό φαινόμενο, αφού περιέχει ικανά στοιχεία πάθους και ακραίων καταστάσεων, που οδηγούν την προσωπικότητα στα όριά της.

Η σχέση ωστόσο της τέχνης με την τύχη είναι μυθολογικής τάξεως. Η θεά Τύχη ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και τα σύμβολά της υπήρξαν το κέρας της Αμαλθείας (αντιπροσωπεύει την αφθονία), ο τροχός, η σφαίρα και οι πτέρυγες (δείχνουν το άστατο της Τύχης). Αν τώρα προσθέσουμε και ένα πολύ νεότερο στοιχείο ­ και με τα μυθολογικά δεδομένα αφηρημένο ­, το χρήμα, εισερχόμεθα στο κλίμα της χαρτοπαιξίας, των καζίνων και των στοιχημάτων, το οποίο τόσο συχνά συναντάμε στα έργα της πεζογραφίας.

Στην ποίηση όμως τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Εδώ δεν έχουμε καμία αφηγηματική έξαρση που να προέρχεται από τις αναρίθμητες παραλλαγές του παιχνιδιού αλλά μια αναγωγή της σημασίας στην περιοχή των συμβόλων και των ερμηνευτικών δεδικασμένων. Η σύμπτωση μεταβάλλεται σε καπρίτσιο της μοίρας, σε ευχή και κατάρα του λόγου.


Το σκάκι και η τράπουλα

Το χαρακτηριστικότερο και ουσιαστικά το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι υπερρεαλιστές, οι οποίοι χωρίς αμφιβολία είναι εκείνοι που με νεορομαντικό πάθος ανήγαγαν τη σύμπτωση ή την Τύχη σε μούσα τους. Η ερμηνεία των τραπουλόχαρτων, και ιδιαίτερα του ταρό (στην «Αρκάνα 17» του Μπρετόν, λ.χ., αλλά και σε άλλα βιβλία του), είναι μια προσπάθεια να αντιστραφούν οι δοξασίες του εκκλησιαστικού Μεσαίωνα προς χάριν του έρωτα και της ελευθερίας, γιατί ο έρωτας ειδικά δεν αποτελεί παρά προϊόν της σύμπτωσης, γι' αυτό και είναι απολύτως ποιητικός. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Μπρετόν, ως δεδηλωμένος άθεος και υπερασπιστής των ονείρων, όπως και ο Νοβάλις, θεωρούσε τον εαυτό του νυχτερινό ποιητή, ακολουθώντας και εδώ μια λίγο-πολύ ρομαντική παράδοση. Η επίδραση των «Υμνων της νύχτας» του Νοβάλις στο έργο του υπήρξε εντονότατη.

Αλλοι υπερρεαλιστές, όπως ο Νικόλαος Κάλας, θεωρούσαν τον υπερρεαλισμό αλλά και τον μαρξισμό μορφές μανιχαϊκής γνώσης, γι' αυτό και τους ενδιέφερε το σκάκι περισσότερο από την τράπουλα. Το σκάκι, με τα λευκά και τα μαύρα τετράγωνά του, αντιπροσωπεύει τα δύο επίπεδα του κόσμου, όπως στην τράπουλα περιέχονται δυνάμει η τύχη και η ατυχία, το καλό και το κακό.

Κρυπτογραφία και χαρτοπαιξία

Αν πάμε στον 19ο αιώνα, η μανία του Εντγκαρ Αλαν Πόε με την κρυπτογραφία ενδέχεται να έχει τις ρίζες της στο πάθος του για τη χαρτοπαιξία. Ξεκλειδώνοντας έναν γρίφο ή λύνοντας ένα αίνιγμα είναι σαν να ανοίγει κανείς την πύλη για το βασίλειο της Τύχης, που είναι σχεδόν ισότιμο με το βασίλειο της Γνώσης.

Ο τζόγος αποτελεί μέγιστο πάθος, γιατί σύμφωνα με τον ποιητή του «Κορακιού» «μπαίνει στο αίμα σου», φράση που αποτελεί σήμα-κατατεθέν όλων των μεγάλων τζογαδόρων του Λας Βέγκας ακόμη και σήμερα. Εξαιτίας του πάθους του για τη χαρτοπαιξία άλλωστε δεν τα κατάφερε να παρακολουθήσει παρά μόνο για έναν χρόνο (το 1826) μαθήματα στο πανεπιστήμιο, αφού τα χρέη του στα χαρτιά έφθασαν στο τεράστιο για την εποχή ποσό των 2.000 δολαρίων, το οποίο ο πατριός του Τζον Αλαν αρνήθηκε να πληρώσει, γι' αυτό και ο Πόε αναγκάστηκε να καταταγεί εθελοντής στον στρατό.

Εντελώς αντίθετη είναι η περίπτωση του πεζογράφου, ποιητή και μαθηματικού Λιούις Κάρολ, που έγραψε δύο από τα γοητευτικότερα βιβλία για κάθε ηλικία, την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και το Μέσα από τον καθρέφτη. Αν τα τραπουλόχαρτα παίρνουν ζωή και αν αυτή η χάρτινη ζωή είναι το είδωλο της πραγματικής στον καθρέφτη, η μαθηματική διάταξη της ανοησίας έχει την απαράμιλλη δύναμη να καθιστά ελκυστικό ακόμη και το πιο γελοίο στοίχημα. Είναι εντυπωσιακό όντως το ότι τα βιβλία αυτά γράφτηκαν από έναν άνθρωπο ο οποίος δεν διέθετε καμία αίσθηση του χιούμορ, που υπήρξε αφόρητα σχολαστικός (όταν πέθανε, βρέθηκαν στους φακέλους του 98.000 εγγραφές!), ορκισμένος εργένης, με δασκαλίστικο ύφος και έμμονες ιδέες. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχε φτιάξει διαγράμματα όπου σημείωνε πού καθόταν ο κάθε επισκέπτης τον οποίο προσκαλούσε για δείπνο, ώστε την επόμενη φορά να τον βάλει να καθήσει στην ίδια ακριβώς καρέκλα και να του σερβίρει μάλιστα το ίδιο φαγητό.

Ο Ντοστογέφσκι και ο παίκτης


Στη συνείδηση όμως του αναγνώστη της λογοτεχνίας ο συγγραφέας που είναι στενότερα συνδεδεμένος με τον τζόγο είναι ο Ντοστογέφσκι. Αν το πάθος του Πόε για τη χαρτοπαιξία ­ σε αντίθεση με την εξάρτησή του από το ποτό ­ υπήρξε πρόσκαιρο, η μανία του Ντοστογέφσκι με τη ρουλέτα δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Η χαρτοπαιξία και ο τζόγος στη ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα βεβαίως αποτελούν μοτίβα και άλλων συγγραφέων, όπως του Τσέχοφ λ.χ., αλλά σε κανέναν δεν αποκτούν τις διαστάσεις του ανίερου πάθους που σαν κακή αρρώστια βασανίζει την ψυχή των πρωταγωνιστών, όπως συμβαίνει στον Παίκτη του Ντοστογέφσκι. Ο συγγραφέας των Δαιμονισμένων ποτέ δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τα χρέη του εξαιτίας του τζόγου, ποτέ δεν είχε οικονομική άνεση ­ παρά το γεγονός ότι τα βιβλία του γνώριζαν πάντοτε μεγάλη επιτυχία ­ και ποτέ του δεν κατάφερε να απαλλαγεί έστω και προσωρινά από το πάθος του τζόγου, το οποίο, σύμφωνα με τον Ναμπόκοφ, υπήρξε συμφορά για την οικογένειά του. Ο παίκτης είναι ένα μυθιστόρημα καθαρά αυτοβιογραφικό, βασισμένο εν πολλοίς στις εμπειρίες του συγγραφέα από το ταξίδι του στη Γαλλία, στην Αγγλία και στη Γερμανία (1862-1863), όταν εκδηλώθηκε και το πάθος του για τον τζόγο. Ολο το βιβλίο μοιάζει να συνοψίζεται σε μια φράση που εκστομίζει κάποια από τις πρωταγωνίστριές του, η φοβερή γιαγιά Ταρασεβίτσεβα, μανιώδης παίκτρια της ρουλέτας]Ρώσικη ρουλέτα [/color]
Υπάρχουν λαοί για τους οποίους ο τζόγος αποτελεί σχεδόν τρόπο ζωής. Στην Κίνα είναι η χαρτοπαιξία, στις χώρες της Κεντρικής Αμερικής και στην Ινδονησία οι κοκορομαχίες, στη Δύση γενικώς ο ιππόδρομος και η ρουλέτα. Στα ινδουιστικά δόγματα η καλή τύχη στον τζόγο έχει αστρολογικές αφετηρίες και διαστάσεις, ενώ το να μην πληρώνει κανείς τα χρέη του στα χαρτιά ή στις κοκορομαχίες θεωρείται όνειδος και η κοινότητα απομονώνει τον οφειλέτη σε τέτοιον βαθμό που τον καθιστά κοινωνικά νεκρό. Ο τζόγος στη Ρωσία ωστόσο παίρνει χαρακτήρα σχεδόν μεταφυσικό ­ και δεν είναι άλλωστε τυχαία η έκφραση «ρώσικη ρουλέτα», μια από τις πλέον μοιραίες μεταφορές, που παραπέμπει στο γνωστό παιχνίδι όπου οι παίκτες στοιχηματίζουν την ίδια τη ζωή τους. Το μανιχαϊκό σχήμα μαύρο - κόκκινο, άσπρο - μαύρο, ναι - όχι ή, σε τελική ανάλυση, ζωή - θάνατος προκύπτει από την τριαδική σχέση χρόνου, χρήματος και τύχης. Σε τούτη την αυτοκτονική σύγκρουση ο νικητής και το θύμα είναι κάτι περισσότερο από αντίπαλοι: είναι συνένοχοι.

Η συνενοχή προέρχεται από το φαινόμενο της διαστρέβλωσης της έννοιας του χρόνου που είναι σύμφυτη με τον τζόγο. Ο άνθρωπος ο οποίος ποντάρει τη ζωή του, την περιουσία του ή γενικώς ό,τι πολύτιμο διαθέτει αυτοκαταργείται. Πραγματικότητά του γίνεται η ατελεύτητη παραλλαγή των συμβάσεων του παιχνιδιού, ένας αόρατος πόλεμος με το πεπρωμένο, γιατί οι τζογαδόροι είναι μοιρολάτρες ­ και γι' αυτό κατά κανόνα προληπτικοί.

Η τελευταία μίζα
Στο πέμπτο μέρος ενός από τα συγκλονιστικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, της Ανθρώπινης μοίρας του Μαλρό, η υπόθεση του οποίου διαδραματίζεται στην ταραγμένη Σανγκάη του Κουομιτάνγκ και της ένοπλης σύγκρουσης Αριστεράς - Δεξιάς το 1927, τα χαρακτηριστικά της διαστρέβλωσης του χρόνου, του πολέμου με το πεπρωμένο και των προλήψεων που τριβελίζουν τον νου του παίκτη δίνονται εκπληκτικά μέσα σε ελάχιστες σελίδες. Ο πρωταγωνιστής εδώ, ο βαρόνος Κλαπίκ, που τον συναντάμε και στο κύκνειο άσμα του Μαλρό, τα Αντιαπομνημονεύματα, πρόκειται να συναντήσει στη Σανγκάη τον βασικό πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, τον κομμουνιστή-επαναστάτη Κίο Γκίζορς, προκειμένου να τον ειδοποιήσει ότι επίκειται μυστική επιχείρηση των στρατευμάτων του Τσανγκ Κάι Σεκ για τη σύλληψη όλων των κομμουνιστών ηγετών. Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που του μένει ως την ώρα της συνάντησης με τον Κίο Γκίζορς ο Κλαπίκ περνάει από τη χαρτοπαικτική λέσχη «Μαύρος Γάτος». Εκεί ο βαρόνος, μολονότι δεν είναι συστηματικός τζογαδόρος, χάνει στη ρουλέτα σχεδόν όλα του τα χρήματα, κυρίως όμως χάνει το ραντεβού με τον φίλο του Κίο, γνωρίζοντας ότι έτσι τον στέλνει κατευθείαν στον θάνατο ­ όπως άλλωστε και συμβαίνει. Το παιχνίδι καταργεί τα αισθήματα, τις υποχρεώσεις, το μοιραίο ραντεβού και «καταπίνει», μαζί με τα χρήματα του Κλαπίκ, τη ζωή του ανυποψίαστου και του αθώου. Ο χρόνος της μπίλιας της ρουλέτας καταπίνει τον χρόνο του ρολογιού ­ γιατί ο Κλαπίκ πρέπει να κερδίσει:

«Δεν του έμενε παρά μια μάρκα ­ η τελευταία του μίζα.

Την πέταξε με το δεξί χέρι. Δεν κουνούσε πια το αριστερό, λες και η ακινησία της μπίλιας είχε καθηλώσει μαζί της αυτό το χέρι. Κι όμως, αυτό το χέρι τον τραβούσε προς τον εαυτό του. Ξαφνικά θυμήθηκε: δεν ήταν το χέρι που τον καλούσε, ήταν το ρολόι που φορούσε στον καρπό. Εντεκα και είκοσι πέντε. Του έμεναν πέντε λεπτά για να βρει τον Κίο».

Τα πέντε λεπτά γίνονται δέκα και δεκαπέντε, και σε κάποια στιγμή δεν έχει πια σημασία, γιατί ο Κλαπίκ ανακαλύπτει ξαφνικά πως «η μπάνκα τού χρωστούσε χρήματα όχι επειδή είχε ποντάρει στον αριθμό που κέρδισε, όχι επειδή είχε χάσει προηγουμένως, αλλά εξαιτίας της φαντασίας και της ελευθερίας του πνεύματός του ­ πως αυτή η μπίλια έβαζε την τύχη στην υπηρεσία του, για να πληρώσει όλα τα χρέη της μοίρας».

Αυτό το πάθος της αντιστροφής ωστόσο δεν σημαίνει απώλεια ή διαστροφή της συνείδησης. Η συνείδηση του παίκτη του Ντοστογέφσκι είναι του αμετανόητου τζογαδόρου που τον έχει καταπιεί το ίδιο του το πάθος, μια συνεχής άνοδος και κάθοδος στη δίνη των προαισθήσεων και των μεταπτώσεων. Εδώ ο Κλαπίκ «ήξερε πως παρέδινε τον Κίο, πως ο Κίο ήταν αλυσοδεμένος σ' αυτή την μπίλια, σ' αυτό το τραπέζι, και πως αυτός, ο Κλαπίκ, ήταν η κυρίαρχη μπίλια του εαυτού του και των άλλων».

Στο τέλος του μυθιστορήματος του Ντοστογέφσκι ο πρωταγωνιστής παραληρώντας μετεωρίζεται ανάμεσα στη σκέψη να φύγει και να επιστρέψει στο σπίτι του ή να γυρίσει στο καζίνο και να παίξει τα τελευταία του 15 λουδοβίκια. Σε ένα παραλήρημα υποθέσεων και αναμνήσεων τυχερών συμβάντων, που είναι το δεισιδαιμονικό άλλοθι του κάθε τζογαδόρου, αυτή η απόλυτη επιβολή του «αν», ο ήρωας δεν παίρνει καμία απόφαση. Ούτως ή άλλως όμως δεν έχει πλέον σημασία. Εδώ ή εκεί, ό,τι έχει και δεν έχει θα τα ποντάρει στον τζόγο. Ο ίδιος ο Ντοστογέφσκι αφήνει τη Γερμανία, τα καζίνα και τις ρουλέτες της το 1862 και επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη. Τη Ρουλέτα ωστόσο την έχει «πάρει» μαζί του.

Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η κοίτη του χρόνου - Τόποι, πόλεις, άνθρωποι».

490 Επισκέπτες, 0 Χρήστες