Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 349
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 279
  • Total: 280
  • Leon

Κώστας Κρυστάλλης

Ξεκίνησε από Anonymous, Οκτωβρίου 23, 2005, 05:46:46 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Anonymous

Κώστας Κρυστάλλης

Ο ποιητής του βουνού και της στάνης
 
 

Το κέντημα του μαντηλιού

Στην άκρη του γιαλού ξανθή κάθεται κόρη
κι ωριόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι.
Την θαλασσα κεντάει, με τα νησιά της όλα,
κεντάει τον ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια,
τη γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια,
κεντάει κ' ένα βουνό, ψηλό ψηλό και μέγα]

Anonymous

Τραγούδι της ξενιτίας

Αναθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!..
Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να βρω και μια κρυόβρυση, να ξαπλωθώ στον ίσκιο,
να πιω νερό να δροσισθώ να πάρω λίγη ανάσα,
ν' αρχίσω να συλλογισθώ της ξενιτιάς τα πάθη,
να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.

'Ανοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι.

-Τραγούδια αν εχ' η μαύρη γη, κι ο τάφος χαμογέλια,
έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατεί τα ξένα.
Τα ξένα έχουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος!
Στα ξένα δεν ανθίζουνε την 'Ανοιξη τα δέντρα,
και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!

Στα ξένα, ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σε γελάσει;
Πούν' της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
Πούναι τα γέλια τ' αδερφού κ' η συντροφιά του φίλου;
Πούν' της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά τα λόγια;

Αν αρρωστήσεις, ποιος θαρθεί στην ξενιτιά σιμά σου,
να σε ρωτά τον πόνο σου, τα γιατρικά να δίνει;
στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάει μαζί σου;
Κι αν έρθει μερ' αγλύκαντη στα ξένα να πεθάνεις,
ποιος θα βρεθεί στο πλάι σου τα μάτια να σου κλείσει;
Ποιος θα σου λούσει το κορμί, ποιος θα σε σαβανώσει;
Στο λειψανό σου ποιος θαρθεί λουλουδια να σε ράνει;
Και ποιος με πόνο θα ριχτεί στο νεκροκρεββατό σου
για να σε κλάψει; Ποιος θα ειπεί για σένα μοιρολόγι;
Αχ! πως τους θάφτουν, νάξερες, και πως τους παν τους ξένους!..
Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη!

Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!..

Πού να τον πω τον πόνο μου, πού να τον απορίξω;
Να τον ειπώ στα τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
να τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τ' αγριοπούλια!..
Κι αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρια πού να πέσουν;
Αν πέσουνε στη μαύρη γη, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψει,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγουνται τα καράβια,
κι αν τα βαστάξω στην καρδιά, με καίν' με φαρμακώνουν!

Ανάθεμά σε ξενιτια, με τα φαρμάκια πόχεις!..

Anonymous

Το τραγούδι του τρυγητού

Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ' αυλάκι,
το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ' αηδόνια,
το λεν στ' αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια,
το λέει κ' η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι
-Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.
Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες,
ώσπου να ρθεί μιαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι,
να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ' αλογό του,
να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ' αθάνατο κρασί σου,
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.

Anonymous

Ο τρύγος

'Οταν ανθίζ' η αγριάμπελη κι απλώνει τα κλαδιά της
στο σκίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
στα ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,
κι αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα
γιομόζει από μοσκοβολιά με τον ανασασμό της,
πυκνό - πυκνό κι ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μες από βράχους και κρινιά, μες από ερμιές και κήπους,
και τ' άνθη της βοσκολογά και παίρνει τον αχνό τους,
και διαλαλάει μ' ένα βοητό τον αναγαλιασμό του.
Έτσι οι κοπέλες του χωριού πετιούνται από τα σπίτια
κ' εις κάμπους κ' εις βουνά σκορπούν, κι όπ' είναι αμπέλι τρέχουν
με τα καλάθια τα πλεχτά και με τα βατοκόπια
και με τραγούδια, με χαρές, όταν αρχίζει ο τρύγος.
Αναταράζονται οι ερμιές, αχολογούν τ' αμπέλια,
λες κι από κάθε πέτρα ορθή, λες κι από κάθε βάτον,
όπου στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.
Πράσινη απλώνεται η φυτιά κ' οι ρόγες μεστωμένες,
μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γιαλίζουν
στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου όπ' ανατέλλει,
σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.
Οι βέργες οι καμαρωτές λαμποκοπούν κ' εκείνες,
κ' οι περογλιές ξαπλώνονται στα διάπλατα κρεββάτια,
και στην πυκνή τους χλωρασιά και στο βαθύ τους ίσκιο
την ιδρωμένην αργατιά δροσίζουν, ανασαίνουν,
την αργατιά που ολημερίς όλο τρυγάει κι απλώνει,

 

Την αργατιά που λαχταρά πότε να πέσει ο ήλιος,
πότε να ισκιώσουν τα ριζά, να δροσερέψει ο κάμπος.

Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να βασιλέψει,
νάτα που ισκιώσαν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος...

O ήλιος χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν,
θόλωσαν τ' ανοιχτά νερά κι απάνω βγήκαν τ΄άστρα...

Διπλά ανασαίν' η εργατιά κι απαρατάει το έργο,
κ' εκεί που κληματόβεργες κι από παλιούργια φράχτες
καλύβι ολόρθο πλέκουνε, δείπνον απλό κυκλώνουν,
και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό λυχνάρι.

Ύστερα εις κάθε μια φυτιά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι,
τρανές ανάβουνε φωτιές μες στ' απλωτό σκοτάδι.
Ολούρ' - ολούρ' απ' τις φωτιές σταίνουν χορό οι κοπέλες,
στρώνονται χάμου οι γέροντες κ' οι νιοί, κι απ' όλους ένας
τους συνοδεύει στο χορό μ' ένα απαλό τραγούδι
και μ' ένα λάλημα γλυκό - γλυκό του ταμπουρά του.
Ώσπου τ' αστέρια τ' ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν,
και τότες οι χοροί χαλούν, σκορπάν οι δουλευτάδες.
Στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι αποσταμένοι γέρνουν.

Κ' εκεί που σβήνουν οι φωτιές, έρμες ανάρια - ανάρια,
το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει,
ώσπου να σκάσει ο αυγερινός, που θα ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στο έργο τους να μπουν, στον ζηλεμένο τρύγο.

blue-roses

Στο σταυραητό  

Aπό μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό, και δύναμη κι αγέρα,
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια,
και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις!
Φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ' άστρα,
με τη βροντή ερωτεύεσαι κι απιδρομάς και παίζεις
με τ ΄γρια τ' αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.

Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,
κι απ' άφαντο κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια,
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει,
κ' έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχιό και δράκος,
κ' εφώλιασε βαθιά - βαθιά μες στ' άσαρκο κορμί μου,
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη.

Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ΄αψήλου ν' ανεβώ, ν' αράξω θέλω, αητέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω με σένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
νάρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι,
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.

Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά -παλιές γλυκές μου αγάπες-
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδί, να με ξυπνούν το τάχι.
Και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκεπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και το χειμώ τα χιόνια.

Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.

Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βελάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά - ζερβά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
-θέλω.., μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα - μέρα.

Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,
και δόσμου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!

blue-roses

Ήθελα νάμουν τσέλιγκας  

'Ηθελα νάμουν τσέλιγκας, νάμουν κ' ένας σκουτέρης,
να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάσα,
νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια,
κ' ένα σωρό μαντρόσκυλα, νάχω και βοσκοτόπια,
το καλοκαίρι στα βουνά, και τον χειμώ στους κάμπους.
Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι,
νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια,
νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι,
νάχω φλογέρα να λαλώ, ν' αντιλαλούν οι κάμποι,
νάχω και κόρη όμορφη, στεφανωτήν μου νάχω,
να μου βοηθάει στο σάλαγο, να μου βοηθάει στα γρέκια,
κι όντας θα τα σταλίζουμε τα δειλινά στους ίσκιους,
στης ρεματιάς τη χλωρασιά μαζί της να πλαγιάζω,
να με κοιμίζει με φιλιά στους δροσερούς της κόρφους.

blue-roses

Τραγούδι του αργαλιού  

Η Ζερβοπούλα η όμορφη κι αρχοντοδυγατέρα
στον αργαλιό της ύφαινε κι ανάρια ετραγουδούσε]

279 Επισκέπτες, 1 Χρήστης