Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 589
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 588
  • Total: 588

ΔΗΜΟΤΙΚΑ

Ξεκίνησε από sevenseas, Ιουλίου 13, 2007, 04:05:27 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

sevenseas

Ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας ήταν εφημέριος στο χωριό Ρωμύρι της Πυλίας το 1860. Ένας συγχωριανός του, που λεγόταν Σταύρος Φιτσιάλος, σκέφτηκε να συνεργαστεί με μία συμμορία για να τον ληστέψουν. Οι ληστές έφτασαν ένα απόγευμα έξω από το χωριό και κρύφτηκαν στα γύρω δέντρα. Δύο από αυτούς επισκέφτηκαν τον παπα-Λάμπρο και του δήλωσαν πως ήθελαν να αγοράσουν από αυτόν ένα βόδι που είχε για πούλημα. Επειδή όμως με τις διαπραγματεύσεις νύχτωσε, ο παπάς προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του.

Τη νύχτα, κι ενώ όλο το χωριό κοιμόταν, ειδοποίησαν τους συντρόφους τους, οι οποίοι όρμησαν στο σπίτι και άρχισαν να ψάχνουν για χρήματα. Δυστυχώς, όμως, γι' αυτούς η κόρη του παπά, Παναγιώτα, κατάφερε να ξεφύγει από το σπίτι κι άρχισε να καλεί σε βοήθεια τα ξαδέλφια της, Γιώργη και Κώστα Ζέρβα. Ξύπνησαν και άλλοι χωριανοί και άρχισαν οι πυροβολισμοί. Οι ληστές έφυγαν χωρίς να πάρουν τίποτε.Καταδιώχτηκαν όμως κι ένας από αυτούς σκοτώθηκε, ενώ ένας άλλος τραυματίστηκε.

Στου παπα-Λάμπρου την αυλή,
είναι μια μάζεψη πολλή.
Καν ο παπάς ειν' άρρωστος,
καν παπαδιά πεθαίνει;
Παπαλάμπραινα καημένη.
Ούτ' ο παπάς είν' άρρωστος,
ούτ' η παπαδιά πεθαίνει.
Παπαλάμπραινα καημένη.
Οι κλέφτες τους εγδύσανε,
και τα λεφτά ζητήσανε.
Μια λυγερή εφώναξε,
τους κλέφτες τους ετρόμαξε.

*

Ακούστε τώρα πως η ιστορία φτάνει ως τις μέρες μας: Ο ληστής που σκοτώθηκε είχε για όπλο ένα εμπροσθογεμές (γκρα) και προσαρμοσμένη πάνω του μια ξιφολόγχη (μπαγιονέτα) – που έμειναν ως λάφυρα σ’ εκείνον που τον σκότωσε («έφευγαν, δήθεν φιλικά, αλλά τον τελευταίο ένας παππούς σου τον μαχαίρωσε…» μου διηγιόταν ο πατέρας μου). Το όπλο βρέθηκε στην κατοχή ενός παπά – Γκρούμα στο Πεταλίδι (γαμπρός στο Ρωμύρι;) αλλά η μπαγιονέτα, αφού χρησίμευσε για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα ως χτένι στον αργαλειό, έφτασε ως τις μέρες μας και συντηρείται ως κειμήλιο, στο πατρικό μου σπίτι – στο Μεσοπόταμο, κοντά στο παλιό μας χωριό, που είναι τώρα έρημο.

*

Φυσικά υπάρχουν πολλές παραλλαγές της ιστορίας, που κινούνται στο χώρο του μύθου. Έχω ακούσει πως οι κλέφτες πήγαν γιατί ήξεραν πως ο παπάς είχε δεχτεί για φύλαξη το «θησαυρό» της Μητρόπολης, πως όλη η οικογένεια έλειπε σε κάποιο πανηγύρι - εκτός από τη «λυγερή» που κατάφερε να ανοίξει την καταπακτή (τον "καταρράχτη"), να περάσει στο κατώι και να ειδοποιήσει τους μπαρμπάδες της Ζερβαίους, οι οποίοι περικύκλωσαν αμέσως το σπίτι, με τους κλέφτες μέσα. Όπως και να συνέβη, ήταν πολύ φυσικό να αποφευχθεί η (άνευ λόγου, πλέον) αιματηρή σύγκρουση – εκτός από τον δυστυχή που πλήρωσε τα σπασμένα και άφησε επιτόπου το όπλο και την ξιφολόγχη του. Σημειώνω μονάχα πως όταν ακούγεται σήμερα η «Παπαλάμπραινα» - ίσως το πιο δημοφιλές τσάμικο - οι τελευταίοι στίχοι έχουν αλλάξει: μια λυγερή παντρεύεται /και της δίνου(ν) ένα λεβέντη /Παπαλάμπραινα καημένη… Πολύ φυσικό, αφού για πάνω από έναν αιώνα δεν υπήρξε γλέντι γάμου στο Μωριά (και αλλού) που να μην τραγουδήθηκε η «Παπαλάμπραινα»…

*

sevenseas

Μου παρήγειλε τ' αηδόνι  
να του πλέξω μία φωλιά, αγάπη μου
να το πλέξω μία φωλιά
 
Γύρω-γύρω μενεξέδες  
και στη μέση μιά σμυρτιά, αγάπη μου
και στη μέση μιά σμυρτιά
 
Γιά να γέρν' η κόρη πλάϊ  
την αυγή με τη δροσιά, αγάπη μου
την αυγή με τη δροσιά
 
Και σε μένανε να στέλνη  
δυό θερμά γλυκά φιλιά, αγάπη μου
δυό θερμά γλυκά φιλιά

sevenseas

ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟ

Τρε παπό -μόι νε νε νε        // Τρία καράβια
τρε παπόρ ου νγκρεν ε βάνε    // ξεκίνησαν και πήγαν
νε Σταμπόλ νε βέντε τάνε      // στην Κωνσταντινούπολη, στα μέρη τα δικά μας
Σστάτε βίτρα νε Σταμπόλ       // Επτά χρόνια στην Πόλη
μος νιε γραμ νουκ με τρεγκόι  // ούτε ένα γράμμα δε μου έστειλε
Σα τε τσσέλνιε φούρνιε        // όσο να ανάψω το φούρνο *
σε γκέζοβα μπούρενιε          // δεν τον χάρηκα τον άντρα μου
Έρδι μπούρι νγκα κουρμπέτι    // Ήρθε ο άντρας μου από τον πόλεμο
μος νιες μπρέμα νούκου μπέτι  // δεν έμεινε ουτ' ένα βράδυ

sevenseas

ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

Μια μάνα που 'χε ένα γιο, μα ήταν λωλοπαρμένη
δεν είχε την υπομονή για να το αναθρέψει
και στην ποδιά της το 'βαλε, πάει να το ρεματίσει
 
Στο δρόμο που επήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει
μια πέρδικα της άπαντα, μια πέρδικα της λέγει:
— Μωρή σκύλα, μωρή άνομη, μωρή μαριολεμένη
εγώ έχω δεκαοχτώ πουλιά, πάσχω να τ' αναθρέψω
και συ έκανες χρυσόν υγιό, πας να τον ρεματίσεις
 
Και στην ποδιά της το 'βαλε, στο σπίτι της πηγαίνει
το έβαλε στην κούνια του, το τραγουδεί και λέει:
— Γιε μου, σαν γίνεις κυνηγός, σαν γίνεις παλικάρι
σαν απαντήσεις πέρδικα, να μην τηνε σκοτώσεις
ή πέρδικα είναι ή μάνα σου, κι εγώ ή μητριά σου
 
Νάνι, δρακέλι μ', νάνι, νάνι. Νάνι, κοπελαρέλι μ', νάνι, νάνι

sevenseas

ΑΙΓΙΝΑ

Καλημέρα, καλημέρα και πάντα καλημέρα
να τον καλημερήσουμε αυτόν τον νιον αφέντη
Αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη
πέντε βαστούν το μαύρο σου κι οχτώ το σαλιβάρι
και δέκα σε παρακαλούν αφέντη καβαλάρη
Εδώ σε τούτες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες
κοιμάται κύμα το φλουρί και κύμα το λογάρι
και στον αφρό του λογαριού κοιμάται νιος αφέντης
 
Τονε ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει
Τονε ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μη μεθύσει
Εσένα πρέπει αφέντη μου στα πεύκα να κοιμάσαι
Με βελουδένιο πάπλωμα να μην κρυολογάσαι
 
Και πάλι ξαναπρέπει σου, καρέκλα καρυδένια
Για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια
Και πάλι ξαναπρέπει σου, στις λίρες να καθίζεις
Με το ’να χέρι να μετράς, με τα’ άλλο να δανείζεις
 
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα
Δώστε μας και δυο τρεις κλωτσιές να φύγομ’ απ’ την πόρτα

sevenseas

ΑΛΕΒΙΤΙΚΟ θΡΑΚΗΣ


Στο ποτάμι σύρε, Χασάν
                 
Στο γεφύρι βγες βρε Χασάν στο γεφύρι βγες

Ματωμένο σε προσμένει

Να διαβείς δε θες...
 
Στο ποτάμι σύρε Χασάν
Μια γουλιά να πιεις βρε Χασάν
Παγωμένο σε κοιτάζει
Μα ’συ μην το δεις
 
Του θυμού τη φλόγα Χασάν
Σου τ' ορμήνεψαν βρε Χασάν
Πως τη σβήνει το αίμα Χασάν
Σε ξεγέλασαν
 
Τα φτερά σου χτύπα Χασάν
Άτυχο πουλί βρε Χασάν
Πιο στενό κι απ' το γεφύρι
Είναι το κελί............

sevenseas

ΑΘΗΝΑ

Πάρε με Ανδριάνα μου να σε βοηθώ στην πλύση
και να σου κουβαλώ νερό απ' το Βατραχονήσι
Ανδριάνα μου γλυκιά απ' το Βατραχονήσι
Ανδριάνα μου γλυκιά
 
Γιατί να βασανίζεσαι ασπριδερή μου χήνα
με λίγδες και με κάρβουνα μέσα εις την κουζίνα
 
Ακούω τα πιάτα που βροντούν όταν τα θερμοπλένεις
κι εγώ νομίζω πως σιγά τη σκάλα κατεβαίνεις
 
Δεν είναι κρίμα κι άδικο σε νια χαριτωμένη
στο μαγερειό ξυπόλυτη το ντεντζερέ να πλένει

sevenseas

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥ ΒΟΥΝΗΣΙΟΥΣ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑ

Η ΚΑΚΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ

Μάννα μ', μ' εκακοπάντρεψες που μ' έδωκες 'ς τους κάμπους,
κ' εγώ 'ς τους κάμπους δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω.
Θα μαραθούν τα χείλη μου, θα κιτρινοφυλλιάσουν
από το χλίο το νερό, την κάψα τη μεγάλη.
Εδώ ταηδόνι δε λαλεί κι' ο κούκος δεν το λέει.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβένταις,
και οι τσούπαις μαραζιάζουνε, σαν το φλωρι γινώνται.

sevenseas

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ................... ΣΕ ΜΕΝΑ

Σε είδα και σε λυπήθηκα οπόχεις γέρον άντρα!
Βάλε φαρμάκι 'ς το γυαλί, φαρμάκωσ' τον το γέρο,
και πάρ' εμέ το νιο παιδί, τόμορφο παλληκάρι,
να σε ταΐζω ζάχαρη, να σε ποτίζω μόσκο,
να σε χορτάσω φίλημα, να σε σφιχταγκαλιάσω.

sevenseas

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ .........ΣΤΗΝ ΣΤΡΙΜΜΕΝΗ

Καράβι έρχεται από τη Χιο
τη μέση μέση το γιαλό,
και φέρνει μέσα Χιώτισσαις
και Βλαχομπουχτανιώτισσαις.
'Σ το μώλο τοις αράξανε
και τοις εδιαμοιράσανε,
κ' εξετιμιώσαν το φιλί
πασαμιανής με την τιμή.
Της παντρεμένης τέσσερα,
της χήρας δεκατέσσερα,
του μπυρισμένου κοριτσιού
χίλια φλωριά βενέτικα.

sevenseas

κλεφτικο


Πέρδικα πού 'σαι στο βουνό, πάνω στο κορφοβούνι,
αφρουγκαστήτε να σας πω του Βέργερη τραγούδι.
Απού τη χώρα ξεκινά και βάνει δυο πατρόνες,
και φέγγανε στη μέση του σαν τσι καρνάδες βιόλες.
Βάνει το σιλακλίκιν του τ' ασημωτό μαχαίρι,
Θέ μου μεγαλοδύναμε, του σκύλου σαν του στέκει.
Σέρνει και τον φαμέγιο του, τον κακαποδομένο,
και λέργια τον εφόρτωσε το μαύρο κουρασμένο.
Εις τα σφαχτάν του πήγαινε, λέργια να τα στολίση.
Παιδιά, και να το λόγιαζε έρημα να τ' αφήση;
Στον Ομαλόν επήγαινε, στο ρημοκούραδό του.
Παιδιά, και να το λόγιαζε πως εί ν' ο θάνατός του;
Πάνω στα νερατζόπορτα πούχουνε τη μπροσκάδα,
μια μπαλωθιά του ρίξανε εις τη ζερβή κουτάλα.
Μια μπαλωθιά του ρίξανε κι έκοψε την καρδιά του
κι εφώναζε ο Βέργερης αμάνι τα παιδιάν του.
Για τα παιδιάν του φώναζε, να μην του τ' αρφανέψουν
και για το χανουμάκιν του να μην του το ρωμιέψουν.
Κι' ορτάκης τού τονε μακριά, τα λέργια φορτωμένος,
κι ώστε να πα να τόνε δη, τον είχανε σφαμμένο,
κι ώστε να πάη εκειδά, του παίρνουν το μουλάρι,
σουσούμι και δε του βρήκε παρά στο σαλιβάρι.
Κι ώστε να πάη εκειδά, του παίρνουν το τσιφτέν του,
σουσούμι και δε του βρήκε παρά 'που τον μπερτσέν του.
Κι εφώναζέν του ο φονιάς, να πάρη ίσχια κάτω
και να φωνιάζ' αδυνατά τ' αγάν του το μαντάτο.
Κι εφώναζέν του ο φονιάς, δούδει του και παράδες,
για να το λέη όπου κι αν πα κι ως τσι ψηλές μαδάρες.
Λέει του, πάρε το στρατί κι άμε στην πολιτεία
και πέ τωνε πως έσφαξα τον πρώτο στη Τουρκία.
Κι αν σε ρωτήξη και κιανείς ποιος είναι ο παιγνιώτης,
πε του απού το Σέλινο πως ειν' Αγερηνιώτης
και τ' όνομά του λένε το ο Γιώργακας Αντώνης,
το χάρο δε φοβήθηκε τσ' αλλόπιστους σκοτώνει.
Στα γλένδια, τσι ξεφάντωσες σα 'να θεριό εγροικάτο
κι είχαν κουράγιο οι χρισιανοί σα νάχανε φουσάτο.
Και παίρνει το στρατί στρατί, τσι Λάκκους κατεβαίνει.
«Αρφουγκαστήτε, χωριανοί, να σας τα πω, καημένοι,
αρφουγκαστήτε, χωριανοί, να σας επώ χαμπέρι,
το Βέργερη εσφάξανε τσης νερατζιάς τα μέρη.
Αρφουγκαστήτε, χωριανοί, να σας επώ μαντάτο,
το Βέργερη εσφάξανε τσης νερατζιάς το λάκκο.
-Ώφου κακόν το πάθαμε κι εμείς και τα παιδιά μας,
μα τούτο να το φονικό θα κάψη την καρδιά μας».
Αιφνίδιο το πήγανε στη χώρα το χαμπέρι
κι ένας 'που τσι Βεργέρηδες ήτανε σερασκέρης.
Ντύνει τσι κι αρματώνει τσι τσι γενιτσαραγάδες,
στη στρατ' απού πορίζανε, ρωτούν για τσι φονιάδες.
Παιδιά, και ποιος τον έσφαξε το τέθοιο παλληκάρι;
σ' ούλες τσι χώρες τση Τουρκιάς το νάμιν του χε πάει.
Μαχαίρια να δουλέψουνε, τουφέκια να βρουντήξου
κι οπού διαβούμε σήμερο, λούθρα να μην αφήσου.
Αν θέλετε να μάθετε και ποια ναι η γαιτία,
που σκότωσε το Βέργερη, τ' αμμάθια τση Τουρκίας,
ο Γιώργιακας τον έσφαξε και έσφαξε 'που την Αγίαν Ειρήνη,
γιατί δεν ήθελ' ανθρωπιά και μούιδε δικιοσύνη.
Ο Γιώργιακας τον σκότωσε γιατί κακά ελάλειε,
τσι χριστιανές ατίμαζε και τσ' άντρες των κατάλυε.
Ο Γιώργιακας τον έσφαξε και εμπλέκαν οι Λακκιώτες
κι οι Βέργεροι σκοτώσανε όσους εβρήσταν τότες.
Οι Βέργεροι εφτάξανε τον Γιώργιακα στο πλάι,
γύρω τον εκυκλώσανε, δεν είχε πλιο κολάι.
Εβάστα κι αντραπάλεβε ένας με σκύλους δέκα
και του πουλιού νάχε φτερά, και πάλι δεν επέτα.
Τρεις μαχαιριές του δώκανε οι Βέργεροι στον μπέτη,
ετσά του τόχε η μοίρα του γραφτό και κισιμέτι.
Δυο μπαλαθιές του ρίχνουνε πάνω σε μια την άλλη
κι ύστερις τον εσφάξανε, δεν είχε πλιο κεφάλι.

sevenseas

Λεμονάκι μυρωδάτο
Να φιλήσω τή Βασίλω
κι από περιβόλι αφράτο
που 'ναι κόκκινη σα μήλο</p><p>μην παραμυρίζεις τόσο
Να φιλήσω την Αγγέλω,
και με κάνεις και νυχτώσω.
κάπως δεν την παραθέλω.</p><p>Κι αν νυχτώσεις παλικάρι
Να φιλήσω και τη Γόνη
κάτσε να 'βγει το φεγγάρι
που 'ναι άσπρη σαν το χιόνι.</p><p>Για βαλήτε με στη μέση
Ρούσες μου, μωρέ ρούσες μου
να φιλήσω όποια μ' αρέσει
και κοντοποδαρούσες μου

588 Επισκέπτες, 0 Χρήστες