Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 272
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 326
  • Total: 327
  • Leon

Και τι να λέει... Δυο νυχτερινές μ...κίες

Ξεκίνησε από elix, Απριλίου 04, 2006, 11:30:39 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

elix

αλλά και τι να μη λέει!
.......
Καμιά φορά θυμάμαι κάποια και με πονάει.
Κάποιες φορές δεν θυμάμαι καμιά και πάλι με πονάει.
Και κάποιες φορές πάλι, στοχάζομαι κάποια που θα έρθει από το μέλλον και πάλι με πονάει.
Η αίσθηση της ματαιότητας του πριν και του μετά-που τώρα εσύ δεν νιώθεις εκεί που είσαι σκεδάζουσα και σκεδαζόμενη με το μαύρο μπλουζάκι- στυφίζει, η γλώσσα τρελαμένη ψάχνει να βρει μια γωνιά που έχει κρατήσει ένα ίχνος γεύσης από ένα παλιό φιλί, άλλο εύκολα παρμένο άλλο δύσκολα άλλο εκβιαστικά άλλο απρόθυμα και άλλο σαν φτυσιά.

Κάποιες ώρες μακραίνουν και κάποιες μικραίνουν. Δεν μπορώ να τις βολέψω, να τις κουμαντάρω, να τις δεχτώ. Χορεύουν γύρω μου η κάθε μια με το ρυθμό της, μπλουζ, ροκ, σάλσα, καμιά φορά σκουντουφλάνε και πέφτουν πάνω μου, καμιά φορά με αγκαλιάζουν, με φιλάνε στοργικά και πότε - πότε με βιάζουν σα μειράκιον, οι διαβολογυναίκες και τότε ξαπλώνω και το χαίρομαι.

Η κοκκινόμαυρη πολυθρόνα απέναντί μου απορεί. Για πολύ καιρό δεν με έχει δεχτεί –χα χα με λέει εραστή της-.
Τα γ@μημένα τραγούδια...
...βάλε μου να πιω απ΄ το πιοτό το δυνατό, της λησμονιάς το βάλσαμο,
...λόγια τσιγάρα,
...και συ που όλα τα θυμάσαι μέχρι κεραίας όπως λες,
...πάρε με στ΄ όνειρο μαζί σου άλλο πρωί να μη με βρει
...θα κεντήσω με διαμαντόπετρες...
...δος μου τ΄ ονείρου τα μάτια να ταξιδέψω εκεί που πας...

είναι γραμμένα έτσι, για να θες κι άλλο κι άλλο σα μαστούρης, και αυτά να θενε να τα χωρέσεις όλα μέσα σου, της κάθε προδομένης μαλ@κισμένης την κλάψα, του κάθε ξοφλημένου νταβατζή το χαβά και την ψιλομαγκιά που πουλάει στην επόμενη.

Και συ δεν μπορείς να μαζέψεις πίσω τα λόγια πούχεις αναίτια πει και δεν ακούστηκαν, δεν προλαβαίνεις να μην πεις τα λόγια που θα πεις ελπίζοντας πως θα ακουστούν και αυτά να γυρίζουν πίσω, ¨ο παραλήπτης άγνωστος¨ να λέει ο ταχυδρόμος γελώντας πνιχτά γιατί τον άκουσε-τον παραλήπτη- να γ@μιέται και δεν άνοιγε την πόρτα, και τι να σου πει, ¨ο παραλήπτης γ@μιότανε¨; -αυτά δεν λέγονται-.
Εγώ ποτέ δεν ανοίγω την πόρτα στον ταχυδρόμο κι ούτε παίρνω τα γράμματα που έρχονται πίσω, του λέω βάλτα εκεί που ξέρεις.

Και έρχεται ο άλλος και σου λέει
¨δεν έκανα ταξίδια μακρινά
τα χρόνια μου είχαν ρίζες κι ήταν δέντρα¨.
..................
Είναι αυτές οι ώρες που δεν βολεύονται ανάμεσα στις προηγούμενες και τις επόμενες, έχουν το δικό τους μπαϊράκι. Δεν έχουν νούμερα μπροστά όπως 12η νυχτερινή, 1η πρωινή, μόνο τσιρίζουν η η η η η η η η, οι πουτ@νες, για να χρεώνουν όσο θέλουν αυτές.

Ε! να, τα άκουσες;

elix

Μου είπες:
-Δώσε μου μια βάση να στηριχτώ,
δεν το μπορώ μονάχη.

Εγώ δεν θα χω ποτέ πια ένα φεγγάρι πανσέληνο,
είπες,
παρά μονάχα μια φέτα ουράνιου πεπονιού,
που θα ΄ρχονται και θα τσιμπολογούν
διαστημικά σπουργίτια,
κι εγώ θα κοιτώ
τη σάρκα του αιμάσσουσα να ρέει,
και οι σπόροι θα πέφτουν,
γεράνια ολοπόρφυρα
ολόγυρα στην κλίνη μου να φύονται.

Σε φαντάστηκα ανάμεσα σε πορφυρά γεράνια,
να κοιτάζεις το φεγγάρι σου.
Ήσουν μοναχή και λυπημένη.

Εγώ δεν θα φωτογραφίσω ξανά,
είπες,
ένα τραίνο που θα ΄ρχεται καταπάνω μου
και να θέλω να φύγω απ΄ τις ράγες.
Θα χαμογελώ στο μηχανοδηγό,
που θα είσαι εσύ,
θα χαμογελάς στην κοπελιά π΄ αγάπησες
που θα μαι εγώ.
Όταν το πρόσωπό σου φτάσει τόσο κοντά,
να ξεχωρίσω την κολόνια σου,
ανάμεσα στις μυρουδιές του ντήζελ,
μπορεί να σ΄ αγαπήσω.

Σε φαντάστηκα να στέκεσαι
ανάμεσα στις λαμποκοπούσες ράγες.
Φαντάστηκα τη μηχανή σου θρύψαλα,
ένα καμένο φιλμ στ΄ αριστερό σου χέρι τυλιγμένο
ένα ρουθούνι μισάνοιχτο ακόμα,
να αναπνέει την κολόνια.
Κι εσύ ήσουν μοναχή και λυπημένη.

Εγώ δεν θα σταθώ ξανά,
είπες,
βουτηγμένη μες στο χιόνι ως τη μέση,
να ξεχωρίζω τους κρυστάλλους του,
να γυαλίζω τους πιο περίτεχνους,
-τους πιο πανέμορφους, τους πιο τρυφερούς-,
με την άκρη απ΄ το μανίκι μου.
Να στους χαρίζω κι εσύ,
να τους λιώνεις με την ανάσα σου.

Σε φαντάστηκα να πασκίζεις,
φορώντας τα γυαλιά σου,
να ξεδιαλέγεις κρυστάλλους για μένα.
Τους πιο περίτεχνους.
Ήσουν μοναχή και λυπημένη.

Μου είπες, δώσε μου μια βάση...
Κι εγώ σου έδωσα.
Ένα ποτήρι ολόγιομο με λαχταριστό Καυστικό Νάτριο.

Το πήρες, με κοίταξες σαν να έβλεπες ξανά
το φεγγάρι σου, τις λαμποκοπούσες ράγες,
τους αστραφτερούς κρυστάλλους του χιονιού σου...

Είπες:
-Είδες, εύκολο δεν ήταν;

Το ήπιες και από τότε ξανά δεν μίλησες.

elix

Αυτή στα τέσσερα δεμένη κι αυτός να καθαρίζει φασολάκια.
...
Κι ούτε κατάλαβαν πώς έφτασαν εκεί
κι ούτε κατάλαβαν πώς άλλαξαν οι ρόλοι.
...
ένα μικρό φασόλι κύλησε
ανάμεσα στους ανθισμένους της γλουτούς
κι αυτή αναρίγησε,
...
ένα μικρό σπυρί από φασόλι
γιομάτο δίψα αχόρταγη γι΄ αυτήν
θέλησε να ταξιδέψει μέσα της
κι αυτή του χάρισε τα μονοπάτια
στους μαιάνδρους του μυαλού της να το κουρσέψει,
λυπημένη - και πάντα ήταν έτσι,
όταν αυτός ήθελε να ταξιδέψει εντός της,
όταν αυτός την κούρσευε,
όταν, θωπεύοντας το σκανδαλισμένο της αιδοίο,
μες΄ στο μυαλό της έμπαινε, παρά εκεί,
να το ικετεύσει,
να το βιάσει αν χρειαστεί,
να λευκάνει τη φαιά του ουσία,
να ξορκίσει το δικό της εφιάλτη,
που, πάντα ο ίδιος,
ο ίδιος κι απαράλλαχτος την τυραννούσε,
γι’ αυτό που τώρα γίνεται.

Κι ούτε κατάλαβαν πώς έφτασαν εκεί
κι ούτε κατάλαβαν πώς άλλαξαν οι ρόλοι.

Έσκυψε, μάζεψε το μικρό φασόλι,
το γλυκαμένο απ΄ το αιδοίο της,
άπλωσε το χέρι του,
της χάιδεψε τα μαλλιά, τους μαίανδρους του νου της,
πήρε το μικρό σπυρί απ΄ το φασόλι,
το πικραμένο απ΄ τον εφιάλτη της,

τ΄ απίθωσε πάνω στ΄ άλλα,
μειγνύοντάς τα, σχεδόν με οργή,
να μη μπορεί να τα ξανάβρει,

την πλησίασε, της έκανε έρωτα,
μετά τη φίλησε τρυφερά, στοργικά,
της ζήτησε απεγνωσμένα να διώξει το δικό του εφιάλτη,
μ΄ αυτή δεν το ΄κανε
κι αυτός δεν το ΄χε κάνει.
Έτεινε μόνο τον πάλλευκο λαιμό της.
...
Έριξε μια κλεφτή ματιά
στην άδεια πια σακούλα απ΄ τα φασόλια...
...
Κι ούτε κατάλαβαν πώς έφτασαν εκεί
κι ούτε κατάλαβαν πώς άλλαξαν οι ρόλοι.
...
Κι ύστερα χόρεψαν ένα χορό μεθυστικό,
-αυτή στα πόδια της καν δεν πατούσε  -,

την κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά του

κι απόρησε πώς, ξαφνικά, είχε βαρύνει τόσο.

To J.

seagull

βάλθηκεςνα με αποτρελάνεις χαμένο ντιπ καταντιπ ντάλα μεσημεριάτικα!
...έχει και χειρότερα μάλλον,μια χαρά με βρίσκω..ουφ!
ΚΑΙ η Στέλλα είναι καλα!!

HORHE

υπαρχουν στιγμες που με πνιγουν,υπαρχουν στιγμες που με τρελαινουν...
τα παραθυρα κλειστα και η πορτα βουβη...
το τηλεφωνο..αυτη η ρημαδιασμενη συσκευη..καλυτερα να μην υπηρχε να μην την περιμεναμε..να μην τρωγαμε χρονο στο σχημα στο χρωμα στην αναμονη...
υπαρχουν στιγμες που δεν περνανε,ωρες που δεν μετρανε,
νυχτες που δεν ξημερωνουν...
κοσμος παντου...χορευει κουνιεται μιλαει φωναζει..σε δρομους σε σπιτια...
κοσμος ομως και λιγος...εδω μαζι μου μεσα μου πλαι μου...
ξημερωνει νυχτωνει και παλι απο την αρχη...αλλα αυτες οι ωρες ναι..θα ειναι τοσο ησυχες τοσο μονες..που θα ψαχνουμε να ακουσουμε μια νοτα απο τον αερα για να φτιαξουμε δικη μας μουσικη..μουσικη ζωης..μουσικη ψυχης..
κι εμεις θα επιμενουμε κι ας μην ακουμε τιποτα..
θα προσπαθουμε ..
θα ειμαστε εδω
θα γελαμε..
και το βραδυ παλι θα ερχεται παλι δεν θα περναει..
και θα ερχονται παλι αυτες οι ωρες..
που δεν βολευονται πουθενα..δεν στριμωχνονται πουθενα..δεν μπαινουν σε καμια κατηγορια..
αλλα θα ειναι παντα μεσα στο μυαλο μας...

elix

Η Ιρέν και πάλι ως μύγα, πλην όμως λευκή…

            Μεταμορφώθηκε προσφάτως,
            και πως αλλιώς να πράξει
            αφού εις μέλαν γάλα εβυθίσθη
            και, ως ώφειλε να ξεχωρίζει,
μεταλλάχτηκε εις μύγα λευκή.
Δεν ήταν εύκολο,
δεν είναι δα και κάτι
που κάνει κάθε μέρα.
Δεν είναι μια τυπική διαδικασία.

Η Ιρέν ανακλαδίστηκε ηδονικά,
ξυπνώντας στο πτυχωμένο σεντόνι
απ΄της νύχτας τις εναγώνιες αναζητήσεις
όλη τη νύχτα,
το χέρι να πτυχώνει το σεντόνι,
τα όνειρα να πτυχώνουν το μυαλό,
οι πτυχές του φορέματος που έβγαλε
για να δοθεί στον τολμηρό της εραστή του ονείρου,
να έχουν σβήσει,
ένα φόρεμα χωρίς πτυχές δηλοί πολλά.
Σηκώθηκε αργά, νωχελικά,
το καθημερινό της λουτρό
στο γάλα για να κάνει,
πλην όμως!

Ω Ιρέν εις μέλαν γάλα πώς θα διακριθείς,
ως όλοι περιμένουν;
Πως θα διαλύσεις το μύθο σου ως μύγα μες΄στο γάλα;

Δεν ήταν μια απλή απόφαση για την Ιρέν,
ήταν απόφαση ζωής,
Οι πτυχές στο μυαλό της απαλύνθηκαν,
οι πτυχές του φορέματός της αναγεννήθηκαν,
αργά, μεθοδικά
άρχισε να ενσταλάζει εντός της,
λευκές σταγόνες,
σταγόνες λαχτάρας για κάτι νέο,
σταγόνες επίορκων, ίσως, υποσχέσεων για νέους έρωτες,
ούτως ή άλλως, σταγόνες αποτελεσματικές.
Η Ιρέν ελευκάνθη ολοσχερώς.

Με ένα αινιγματικό χαμόγελο,
επέπλευσε στο πτυχωμένο γάλα,
από της νύχτας τις εναγώνιες αναζητήσεις,
κολυμπώντας κουρασμένα, εν τούτοις.

Γιατί Ιρέν!
Και η νέα σου ζωή θα έχει χάρες
τι μαύρο στο λευκό
και τι λευκό στο μαύρο,
μαύρες χάρες και λευκές εναλλασσόμενες,
αυτή θα είναι η ζωή σου,
το κόκκινο χρώμα, το γαλάζιο, το μπλέ,
το πράσινο, το βιολέ, το κίτρινο, το βυσσινί,
ως μύγα δεν το δικαιούσαι,
παρεκτός αν έρθεις κοντά μας
να σε θωπεύσουμε και να σε αγαπήσουμε.

To J.

elix

Θα γράψω για μια κοπελιά που μίλαγε για την αγάπη με καμάρι!

Και θα της πω:
Μη μιλάς κοπελιά μου για την αγάπη έτσι σιγανά,
αφού την καμαρώνεις,
ΟΥΡΛΙΑΞΕ ΔΥΝΑΤΑ ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ.
Τόσο όσο τα μαγουλά σου να κοκκινίσουν
κι ας μην έχει φουντώσει ο ήλιος ακόμα
κι η άνοιξη ας μην έχει έρθει ακόμα
και τα φύλλα του χινόπωρου ας μην έχουν ακόμα γίνει χρυσοκόκκινα να τους ταιριάξεις.
.........
Και εκείνη με κοιτάει με απορία.
-Μα, μου λέει, το ουρλιαχτό μου θάναι σαν του μοναχικού του λύκου και,
τι θαρρείς,
θα σταθώ μπροστά στο φεγγάρι που νάναι πανσέληνος και να ουρλιάζω πως σ΄αγαπώ;

Όχι, θα σου το πω απλά, ήρεμα,
όπως ήρεμα λέω στο κύμα να μου φέρει στα πόδια μου να μετρήσω όλους τους κόκκους της άμμου και να τους μοιραστώ μαζί σου κι αν περισσέψει ένας να στον χαρίσω,
όπως απλά και ήρεμα λέω στο χέρι μου να απλώσει το ρουζ στις παρειές μου για να μη φανεί η χλομάδα τους όταν σε δω-γιατί όσο είσαι μακριά μου χλομιάζω, τα μάγουλά μου χλομιάζουν με το φόβο των ρυτίδων που μπορεί εσύ ποτέ να μη χαϊδέψεις, η καρδιά μου χλομιάζει με το φόβο του αναπόφευκτου-,
όπως ήρεμα λέω στις φλέβες μου να μην αφήνουν το αίμα να ανταριάζει όταν σε βλέπω,
έτσι απλά και ήρεμα θα σου λέω σ΄ αγαπώ.
Με καμάρι.

Την κοιτάζω,
την κοπελιά που ποτέ δεν θα σταθεί μπροστά σε μια πανσέληνο να ουρλιάξει πως μ΄ αγαπά,

την κοιτάζω με αγάπη,
με στοργή,
με τρυφεράδα,

...περιμένω να γίνει πανσέληνος
και να σταθώ μπροστά της και να ουρλιάξω,
σαν μοναχικός λύκος,

κοπελιά μου, μείνε μακριά,
θα σε πληγώσω!
Κάθε πανσέληνο θα σε πληγώνω!

Και αυτή μου λέει, ξανά σιγά:
Θα σ' αγαπώ και θα μ΄ αγαπάς όλες τις άλλες μέρες.
Και ίσως κάποτε,
μετά από χίλιους αιώνες,
να μην υπάρχει πανσέληνος
και τότε,
δεν θα μιλάω πια για την αγάπη με καμάρι .

Δεν θα χρειάζεται.
Απλά θα σ΄ αγαπάω.
..................
Περίμενε χίλιους αιώνες αμίλητη.
Κι όταν πια πανσέληνος δεν ξαναφάνηκε,
πάλι αμίλητη απόμεινε...

326 Επισκέπτες, 1 Χρήστης