Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 292
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 213
  • Total: 214
  • Leon

Vladimir Mayakovsky

Ξεκίνησε από kuria, Ιανουαρίου 08, 2006, 09:39:58 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

kuria

Ο  Ανθρωπος

Ο εξυγιαίνων τον κόσμο, ο θεραπεύων τας αμαρτίας πάσας,
ο ήλιος, έχει αποθέσει την παλάμη του στην κεφαλή μου.
Η ευσεβεστέρα των καλογραιών, η νύχτα, έχει καλύψει με το
πέπλο της τους ώμους μου.
Ασπάζομαι το χιλιοσέλιδο Ευαγγέλιο του έρωτά μου.
Στον έρωτα ανυψώνω την οδυνηρή και ηχηρή δέησή μου,
η ψυχή μου
μιαν άλλην έλευση αναμένει
ακούω
γη, το
"Νυν απολύεις!" σου.

Στην κιβωτό της νύχτας
καινούριος Νώε
περιμένω
το σκοτεινότριχο περιβλημένος κύμα
ότι θαρθούν
να με ζητήσουν
ότι θα κόψει η αυγή με τις ρομφαίες της
τον γήινο λώρο.
Έρχεται
Έφτασε
Νάτην ξεδιπλωμένη
Οι ακτίνες της παντού
Αποκαθαίρουν
Οι βόστρυχοι των ακτίνων τραγουδούν
και οι μέρες ήρεμα γλιστρούν εκεί
μ όλο το κέλυφος της ταραχής τους.

Α, ο ήλιος πάλι.

Καλεί τους λοχαγούς του της φωτιάς.
Η αυγή χτυπάει το τύμπανο.
Εμπρός,
ενάντια στην επίγεια τούτη λάσπη
Ήλιε!
Θα λησμονήσεις
τον εξάγγελό σου;


* Η γέννηση του Μαγιακόβσκη

Οι  ηλίθιοι ιστορικοί, ενθαρρυμένοι από τους σύγχρονους,
ας γράψουν αν θέλουν: "Αυτός ο αξιοσημείωτος ποιητής έζησε
μιαν ανιαρή ζωή, χωρίς ενδιαφέρον."
Ξέρω
πως οι αμαρτωλοί
βογκώντας μες στην κόλαση
δεν θα επικαλεστούνε το όνομά μου.
Στων ιερέων τα χειροκροτήματα
η αυλαία μου δε θα πέσει μπρος στο Γολγοθά.
Θα πάω απλά-απλά
να πάρω τον καφέ μου
στο Θερινό Κήπο.

..................................

Τέλος
για να μπορώ
να μεταμορφώνω σε θέρος
τους χειμώνες
και το νερό σε κρασί
κάτω από το τρίχωμα του γιλέκου μου
πάλλει
μια εξαίσια μικρή σφαίρα.
Χτυπάει δεξιά; -ένας γάμος
Χτυπάει αριστερά; -ρίγη αντικατοπτρισμών.
Τι άλλο ακόμη
να στρώσω χάμω για τον έρωτα;
Ποιος θάρθει να ξαπλώσει
μεθυσμένος
φορώντας ένα προσωπείο νύχτας;

* Η ζωή του Μαγιακόβσκη

Μαντρωμένος μες στο γήινο κοπάδι
σέρνω τον καθημενινό ζυγό μου.
Καβάλλα
πάνω στο μυαλό μου
"Ο Νόμος" έχει θρονιαστεί.
Μια αλυσσίδα κυκλώνει την καρδιά μου:
" Η Θρησκεία "

Πέρασε πια  η μισή ζωή, αδύνατο να το αποφύγεις.
Παντού οι φανοστάτες σε κατασκοπεύουν μ αναρίθμητα  μάτια.
Είμαι φυλακισμένος.
Δε μπορεί τίποτα να μ απελευθερώσει.
Η γη η καταραμένη με κρατάει στα σίδερα της.
Όλους σας να σας λούσει ο έρωτας μου θάφτανε
όμως τα σπίτια περιφράζουν τον ωκεανό του.

Φωνάζω
μα δεν είναι
παρά μονάχα των κλειδιών ο θόρυβος
Ο μορφασμός του δεσμοφύλακα.
Μου πετάει
στην αιχμή μιας ακτίνας
ένα κομμάτι σάπιο κρέας.

Καγχάζουν
κι εγώ πλανιέμαι
μέσα στο παραλήρημα, μέσα στον πυρετό.
Η γη, μια σιδερένια σφαίρα καταδίκου
βροντοχτυπάει
στο πόδι μου αλυσσοδεμένη.

...............................

Τον χρυσό μόσχο των αυτοκρατοριών κλονίζουνε οι επαναστάσεις
το ανθρώπινο κοπάδι αλλάζει μακελάρη,
όμως εσένανε,
άρχοντα των καρδιών μη εστεμμένε
καμιά ανταρσία δε σε αγγίζει.


* Τα πάθη του  Μαγιακόβσκη

Τι βλέπω;
Εσύ; Το μάτι μου πιτσιλισμένο μ αίμα.
Φλογίζεται
καθώς το κόκκινο φανάρι των μπορντέλων.
Γιατί εσύ;
Σταμάτα
Ξέρω γλυκύτερες χαρές
Το δάσος το υπεροπτικό των βλεφαρίδων της δε σάλεψε.
Στάσου
Εκείνη έχει περάσει κιόλας
Κ εκείνος, νά τονε δεσπόζοντας επάνω απ τα κεφάλια.
............................
* Η ανάληψη του Μαγιακόβσκη

Αυτά τα μάτια εξακοντίζουν βέλη.
Κάνε να σβήσει τούτο το χαμόγελο.
Η καρδιά ρέπει προς το ρεβόλβερ.
Το λαρύγγι ονειρεύεται το ξυράφι.
Σ ένα ασυνάρτητο δαιμονιακό παραλήρημα
η νοσταλγία μου μεγαλώνει.

Μ ακολουθεί
με τραβάει προς τα νερά
ή προς της στέγης την κατηφοριά.
Τριγύρω χιόνι, χιόνι.
Έφοδος χιονιού
που όλο συστρέφεται κι όλο παγώνει
και στον πάγο πάνω
πέφτει
πάλι,
ακίνητο σμαράγδι.
Όλη η ψυχή ριγεί
από τους πάγους πολιορκημένη
χωρίς καμιά διαφυγή.
..........................
Οι σκέψεις μου όλο μεγαλώνουν
μπερδεύονται
σαν κέρατα
ταράνδων.
Τα δάκρυά μου ρυπαίνουν
το χώμα
Φαρδύς-πλατύς πλαγιασμένος
εκλιπαρώ τον απωλεσμένο μου παράδεισο.


* Ο Μαγιακόβσκη στον ουρανό

Στοπ.
επάνω σ ένα σύννεφο ακουμπάω
το φορτίο
των αποσκευών μου
και του κουρασμένου σώματός μου.

Θαυμάσιος τόπος όπου φτάνω πρώτη μου φορά
Κοιτάζω ολόγυρα.
Λοιπόν
ετούτη η επιφάνεια η καλοσυγυρισμένη
ο πολυύμνητος είναι ουρανός
Θα δούμε.
................................
Η βασική αποθήκη όλων των εφικτών ακτίνων.
Το μέρος όπου ρίχνουν τα καμένα αστέρια.
Ένα παμπάλαιο σχέδιο,
δεν ξέρεις τίνος
το πρώτο, το αποτυχημένο, προσχέδιο της φάλαινας.
.................................
Απέραντη γαλήνη.
Μένω πλαγιασμένος
στα ρηχά μιας φεγγοαχτίδας
χαυνώνοντας τη συγκίνησή μου με τ όνειρο
καθώς σε μιαν ακρογιαλιά του νότου.
Νιώθω μονάχα
κάπως περισσότερο αποναρκωμένος.
Επάνω μου κυλούν,
λούζοντάς με με χάδια
οι θάλασσες της αιωνιότητας.


* Η επιστροφή του Μαγιακόβσκη

1,2,3,4,8,16, χρόνια, χιλιάδες, εκατομμύρια.

Όρθιος
Αρκεί
Κοίτα τον ήλιο
Θα μείνεις για καιρό βουβός
Ψελλίζω αγουροξυπνημένος:
"ποιος μουγκρίζει;
ποιος τολμάει να κάνει εντός μου την καρδιά μου να βομβίζει;"

Ξυπνούν λησμονημένοι πόθοι στην καρδιά μου
και το μυαλό μου
άρρωστο
χίμαιρες χτίζει.
Τώρα
πάνω στη γη, το δίχως άλλο,
όλα καινούργια θάναι.
Θάχουνε πάρει τα χωριά το βάρος τους από την άνοιξη αρωματισμένη.
Η κάθε πολιτεία το δίχως άλλο θάναι φωταγωγημένη.
Τα πάντα θάναι ένα τραγούδι μιας χαρούμενης φαμίλιας
που τα μάγουλά της λάμπουν
................................
Ξέσαρκο το κοπάδι
έχει κ εκείνο
τις μελαγχολίες του.
Αλλά η μανία του πλάνητα αντηχεί και πάλι.

Ποιος μπορεί να ξεμπλέξει το υπόγειο κουβάρι των τούνελ;
Ποιος θα τους σταματήσει εκείνους
που το αεροπλάνο τους
τρυπανίζει τη συνέχεια
που φορτίζει τον αέρα;

Και πάντοτε το ίδιο κείνο φαλακρό υποκείμενο
αόρατο, τους οδηγεί
ο μέγας του επιγείου κανκάν χοροδιδάσκαλος
άλλοτε κάτω από τη μορφή κάποιας ιδέας
άλλοτε διάβολος
άλλοτε θεός λαμποκοπώντας πίσω από τα νέφη του.


* Ο Μαγιακόβσκη στους αιώνες

Που πάω;
Γιατί;
Τρέχω προς όλα τα σημεία
ανάμεσα στο ανθρώπινο σμήνος
που βομβίζει.

Τα μάτια μου διατρέχουν τα παράθυρα-κυψέλες.
Επίπονος τούς είναι ο Ιούλιος
ξένος
απεχθής.

Η πολιτεία σβήνει τις βιτρίνες της
και τα παράθυρά της
.........................
Νεκρός από Ιούλιο.

Πυρακτωμένος, στερημένος από νύχτα.
Το παραλήρημα του σ ένα φευγαλέο μουρμούρισμα διαφεύγει.
Σε λίγο περνάει ο σταυρός ενός νοσοκομειακού αυτοκινήτου,
σε λίγο ακούγεται ένας πυροβολισμός.

Με το λαιμό πιασμένο στη θηλειά των ακτίνων
θα συρθώ ανάμεσα στο φλεγόμενο θέρος.
Αιώνες έρωτα
σα χειροπέδες
κουδουνίζουν στα χέρια μου

Τα πάντα θα χαθούνε,
θα εκμηδενιστούνε
κ εκείνος
που κινεί ζωή
θα χρησιμοποιήσει την ύστατη ακτίνα
του ύστατου ήλιου
ενάντια στο σκοτάδι των πλανητών
κι απομένει μοναχός
ο πόνος μου
ο πιο οξύς.
Ζωσμένος φλόγες
μένω
πάνω στην άσβεστη πυρά
του ακατόρθωτου έρωτα.

* Τέλος
 

Απεραντοσύνη
δέξου και πάλι
μες στον κόρφο σου
τον πλάνητα!
Όμως τώρα σε ποιον ουρανό,
σε ποιο άστρο να οδεύσω;
Κάτω μου
ο κόσμος
κ οι χιλιάδες εκκλησίες του
έχουν αρχίσει
την νεκρώσιμον ακολουθία.

            1916  

Απόδοση : Γιάννης Ρίτσος
εκεί που τα θέλω εκτοπίζουν τα πρέπει...

tristana

Υπέροχος και πανέμορφος ο Μαγιακόφσκι.

Συμπέρασμα

Δεν θα μπορέσουν να ξεκάνουν τον έρωτα
ούτε οι καυγάδες, ούτε τα βέρτσια.
Επινοήθηκε,
ελέγχθηκε,
μετρήθηκε
σοφά.

Σηκώνοντας επίσημα εγώ των στίχων το χέρι,
ορκίζομαι
αγαπώ
για πάντα,
πιστά.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ
ΠΕΤΡΟΣ ΑΝΤΑΙΟΣ

apol

|"Προφέσορα,
βγάλε το ποδηλατάκι των γυαλιών σου!
Εγώ ο ίδιος θα μιλήσω
για τον καιρό μου
και για μένα"|.
(Λίγες μέρες πριν, στα αποτυχημένα εγκαίνια για τα 20χρονα της τέχνης του, υπό την... υψηλή προστασία - κλοιό της Κα-Γκε-Μπε!)

|"... Εγώ -στο αναγνωστήριο των δρόμων-
κάθε τόσο ξεφύλλιζα τόμους φέρετρα.
...
Βλέπω το Χριστό να το σκάει μέσ' απ' την εικόνα
και την άκρη του ανεμοδαρμένου χιτώνα του
να τη φιλούνε κλαίγοντας οι λάσπες...
 
απο βιβλιο της αθηνας Κακολυρη
Ήλιε!
Πατέρα μου!
Εσύ, έστω - λυπήσου με, μη με τυραννάς!
Στο φλεγόμενο ουρανό
η ψυχή μου ανεμίζει σαν κουρέλι...
Χρόνε!
Εσύ έστω ο κουτσός μπογιατζής
ζωγράφισε τη μορφή μου
στο τέμπλο αυτού του σακάτη αιώνα!
Μόνος είμαι σαν το τελευταίο μάτι
που πάει ν' ανταμωθεί με τους τυφλούς".|

tristana

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ "ΦΤΗΝΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ"

Είτε γυναίκα πάω να τυλίξω σε ρομάντσο
είτε κοιτάζω κάποιον περαστικό
ο καθείς στην τσέπη του περίφοβος το χέρι βάζει.
Γελοίοι!
Από ζητιάνους τι να κλέψει κανείς;
Πόσα χρόνια θα περάσουν όσο να μάθουν
ο υποψήφιος καπνός του κρεματόριου εγώ
είμαι άπειρα πιο πλούσιος από κάθε Μόργκαν Πιερπόντ.

epikoureios


...
Στα μάτια μου μπήχτηκαν οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων...


Αξαφνα μπήκες εσύ απότομα σαν ένα "πάρτο!",
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου.
"Ξέρετε; Παντρεύομαι."



...Για σας τους σβέλτους και γερούς, για δες. Ο ποιητής
έγλειψε με τη γλώσσα τον πλακάτ τις φθισικές ροχάλες.

isabella

ΠΟΙΗΜΑ
 

-« Σύντροφε διαβάτη!

Αυτή εδώ είν’ η οδός Ζουκόβσκι;»

Με κοιτάζει,

σαν ένα παιδί που βλέπει έναν βρικόλακα,

τα μάτια ορθάνοιχτα,

ζητά να με αποφύγει:

-«Όχι σύντροφε, αυτή είναι η οδός Μαγιακόφσκι

χιλιάδες χρόνια τώρα.

Δεν είν’ εδώ, στο κατώφλι της αγαπημένης,

που αυτοχειριάστηκε;»

Τι έκανε λέει;

Πώς;... Εγώ!... Αυτοκτόνησα;...

blue-roses

ΣΥΓΝΕΦΟ ΜΕ  ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ

ΤΕΤΡΑΠΤΥΧΟ        
( Α π ο σ π ά σ μ α τ α )

                                  Σ' εσένα Λιλή  

Πρόλογος


Τη  σκέψη σας  που  νείρεται
πάνω  στο πλαδαρό  μυαλό  σας
σάμπως  ξυγκόθρεφτος  λακές
σ' ένα  ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ  θα την  τσιγκλάω
επάνω  στο ματόβρεχτο  κομμάτι  της καρδιάς  μου
φαρμακερός  κι αγροίκος  πάντα
ως  να χορτάσω  χλευασμό.


Εγώ  δεν έχω  ουδέ  μιαν άσπρη  τρίχα  στην ψυχή  μου
κι  ουδέ σταγόνα  γεροντίστικης  ευγένειας.
Με  την τραχιά  κραυγή  μου κεραυνώνοντας  τον  κόσμο,
ωραίος  τραβάω, τραβάω,
εικοσιδυό  χρονώ λεβέντης.

Εσείς  οι αβροί !..
Επάνω  στα βιολιά  ξαπλώνετε  τον έρωτα.
Επάνω  στα ταμπούρλα  ο  άξεστος τον  έρωτα  ξαπλώνει.

Ομως εσείς,
θα  το μπορούσατε  ποτέ  καθώς εγώ,
τον  εαυτό σας  να  γυρίσετε  τα  μέσα του  όξω,
έτσι  που να  γενείτε  ολάκεροι ένα  στόμα ;

Ελάτε  να σας  δασκαλέψω,
εσάς  τη μπατιστένια  απ' το  σαλόνι,
εσάς  την άψογον  υπάλληλο  της κοινωνίας  των  αγγέλων
κ' εσάς  που ξεφυλλίζετε  ήρεμα - ήρεμα  τα χείλη  σας
σα  μια μαγείρισσα  που  ξεφυλλίζει τις  σελίδες  του οδηγού
μαγειρικής.

Θέλετε-
θάμαι  ακέριος όλο  κρέας,  λυσσασμένος,
-κι  αλλάζοντας απόχρωση  σαν  ουρανός-
θέλετε-
θάμαι  η άχραντη  ευγένεια
-όχι  άντρας πια,  μα  σύγνεφο με  παντελόνια
.  . .  .  .  .  . .  .  .  .  . .  .  .  .  . .  .  .  .  .  .  . .  .
        Ι
Νομίζετε  ίσως πως  παραμιλάει  ο πυρετός;
Εγινε.
Εγινε  στην Οντέσσα.
"Θάρθω  στις τέσσερις",  είπε  η Μαρία.
Οχτώ
Εννέα
Δέκα

Να  και το  βράδυ
έφυγε  απ' το παράθυρο
μες  στ' ανατρίχιασμα  της  νύχτας
κατσουφιασμένο

δεκεμβριανό.
Πίσω  απ' την ξαχαρβαλωμένη  πλάτη
            χλιμιντράν χαχανίζουν  τα  πολύφωτα.
.  . .  .  .  .  . .  .  .  .  . .  .  .  .  . .  .  .  .
Και  να τεράστιος  
καμπουριάζω  στο παράθυρο
λυώνοντας  με το  κούτελο  το τζάμι.
.  . .  .  .  .  . .  .  .  .  . .  .  .  .  . .  .  .  .
Ακόμα,  ακόμα,
με  το πρόσωπο  ζουληγμένο
πάνω  στο βλογιοκομμένο  πρόσωπο  της βροχής,
περιμένω
πιτσιλισμένος  απ' τον κεραυνό
των  παυλασμών της  πολιτείας.

Το  μεσονύχτι
σειώντας  το γυμνό  μαχαίρι  του,
έφτασε,
τον  έσφαξε.
Πετάχτε  τον.

Επεσε  κ' η δωδέκατη  ώρα
σάμπως  κεφάλι εκτελεσμένου  απ' το  ικρίωμα.
.  . .  .  .  .  . .  .  .  .  . .  .  .  .  . .  .  .  .  .  .  . .  .
Αξαφνα
οι πόρτες  τρίζουν
σα  να χτυπάνε  από  το κρύο  τα  δόντια της  εισόδου.

Μπήκες  εσύ,
απότομα  σαν ένα  "πάρ' το"
βασανίζοντας  το σεβρό  του  γαντιού σου
κ' είπες]

blue-roses

Εσείς θα καταφέρετε;

Αμέσως άλλαξα σα σκίτσο τη ημέρα,
ρίχνοντας την μπογιά απ’ τον κουβά,
έδειξα πάνω στην ανάγλυφή μας σφαίρα
ανάγλυφα του κόσμου τα καλά και τα στραβά.
Στα λέπια των ψαριών τα κρύα
εύκολα διάβασα τα δόγματα της κοσμοσυρροής.
Εσείς
θα καταφέρετε
να παίξετε τη νυκτωδία, σε ένα φλάουτο
από σωλήνες της υδρορροής;

blue-roses

Καλώ στην απολογία!

Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
Για τι;
Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα ανελέητα,
μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα
η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.
Εν ονόματι ποιών συμφερόντων
η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
Ελευθερία;
Θεός;
Δολάριο!
Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου τ’ ανάστημα
εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!

1917

blue-roses

TO TEΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ



Σε όλους

Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα
και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.
Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με - αυτός δεν είναι τρόπος-
(δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπαμε.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι
η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, η αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλωτοβα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ

Τ' αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ.
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
"Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν" καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρκα του έρωτα
τη συνέτριψε η ζωή.
Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μας
και δεν έχει νόημα να καταγραφούνε κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
Να 'στε καλά.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Υστερόγραφο 12.IV.30
Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.
Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Γειά σας.
Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα,
έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.
Β.Μ.

Στο τραπέζι μου είναι 2.000 ρούβλια - δώστε τα στην Εφορία.
Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ' τις Κρατικές Εκδόσεις.
Β.Μ.

213 Επισκέπτες, 1 Χρήστης