Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 590
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες

Δυό φλυτζάνια με σκέτο, πικρό καφέ και μια σταλίτσα ζάχαρη..

Ξεκίνησε από elix, Ιουνίου 11, 2006, 03:09:37 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

elix

Δυό φλυτζάνια με σκέτο, πικρό καφέ και μια σταλίτσα χυμένη ζάχαρη στο πλάϊ…

Τα είχαμε όλα συμφωνήσει, δεν είχες φέρει αντίρρηση καμμιά.

Και δεν φταίω εγώ αν εσύ, τη δική σου ζάχαρη έχυσες!
...
Είχαμε πει λοιπόν για να βρεθούμε στο μικρό παλιό καφενεδάκι και, μάλιστα, εσύ είχες πει: Ξέρεις, μη λησμονήσεις όσα μιλήσαμε ως τώρα και να καθήσουμε παράμερα.
...
Είχαμε συμφωνήσει να παίρναμε δυο καφέδες πικρούς και μαζί μια ζαχαριέρα πορσελάνινη - είχε μια παλιά ο καφετζής, απ΄τη γιαγιά του κληρονομιά, που τόσους και τόσους είχε γλυκάνει και πάντα μετά χαράς την έφερνε, γεμάτη με την πιο γλυκιά του ζάχαρη, όταν τη ζητούσαν κάποιοι σαν κι΄εμάς σαν πήγαιναν εκεί ( γιαυτό τον συμπαθούσα και γιατί μου θύμιζε και κάποιον άλλον...).

Και να αρχίζαμε με δυό πικρές γουλιές, μιά ο καθένας...
...και μιά ο καθένας πίκρα να ξεδίπλωνε, που είχε περάσει μόνος του, χωρίς τον άλλο.
...και ένα σημάδι ν΄άφηνε ο ένας στο χέρι του άλλου με το ακροδάχτυλό του και λίγο να ξαλάφρωνε.
...και ένα δάκρυ που είχε κάποτε αφήσει να κυλήσει, να γινότανε σταγόνα στο ποτήρι του νερού και να κυλούσε ξανά, μα τώρα χωρίς πόνο.
Και ύστερα άλλη μια γουλιά, πικρός ακόμα ο καφές.
...τ΄όνειρό σου, να έκανες μια έκθεση φωτογραφίας.
...ο καϋμός σου που δεν βρήκες κάποιον να σου ρίχνει κλεφτές ματιές και να σε καμαρώνει.
...ο δικός μου καϋμός που δεν βρήκα κάποια να μου σκουντάει το πόδι κάτω απο το τραπέζι, όταν τρώγαμε με φίλους, για να φύγουμε και να μείνουμε μόνοι.
...το δικό μου τ΄όνειρο να έχω μια βάρκα και να ψαρεύω μεσοπέλαγα.

Κι ύστερα κι άλλη, κι άλλη. Να πίναμε ο καθένας την πρότερη ζωή του άλλου.

Και είχαμε πει, μετά να βάζαμε λίγη ζάχαρη στον καφέ μας, εσύ το είχες προτείνει.
Και σιγά - σιγά να γλυκαινόμασταν.

Ν΄αρχίζαμε να βλέπαμε μπροστά.
Εμάς τους δυό αντάμα στο ίδιο καφενείο, χωρίς πικρό καφέ, μα:
-Καφενείο, δυό γλυκά του κουταλιού κι αν έχεις βύσσινο βάλε και μπόλικο σιρόπι!
Και ο καφετζής, περιχαρής, αφού είχε καταλάβει πια ο πονηρός, θα έφερνε το πιο καλό του βύσσινο, αυτό που φύλαγε και κέρναγε την κυρά του - και γιαυτό ακόμα τον συμπαθούσα -.
...
Εγώ ξαναέβαλα ζάχαρη.
Και είδα ακόμα πιο μπροστά.
...να έχεις πάρει τη βαλίτσα σου - μαζί με τη λαχτάρα σου για κάτι καινούργιο, μαζί με τους φόβους για το άγνωστο, μαζί με τα καλά και τα κακά του εαυτού σου, μαζί με τις αναμνήσεις που θέλεις να σβήσεις, μαζί με την αγάπη που θέλεις να δώσεις σε κάποιον -.
...
Εσύ, μια κουταλίτσα πήγες να βάλεις και την έχυσες απέξω.
Και κύλησε μια σταγόνα απ΄το ποτήρι - ένα παλιό σου δάκρυ - και οι κόκκοι της γλύκας διαλύθηκαν σ΄αυτό. Και δεν έφτασαν σε μένα.
Και δεν προσπάθησες να βάλεις άλλη.

Και είδα κρυφά τον καφετζή με το δίσκο με το γλυκό κεράσι που έφερνε μαζί με τη συγνώμη που δεν είχε βύσσινο, να γυρίζει πίσω με το κεφάλι σκυφτό - και μέσα του να ζηλεύει κάποιον τυχερό περιπτερά -.

Εσείς πόση ζάχαρη θα βάλετε σε μια πρώτη γνωριμία;
Πόσα θα δίνατε με την πρώτη ματιά;
Και πόσα θα ζητούσατε;
Πόσες κουταλιές ζάχαρη να έβαζε στον καφέ της/του;
Κι αν δεν έβαζε;
Θα ξαναπροσπαθούσατε;



Στην j.

afroxilan8h

ftouuuuu na mhn arxizei to onoma mou apo J  :evil:

Jafroxilan8h  :D

Y.G. anti gia zaxarh mporw na valw meli? exoume kai mia siloueta na frontisoume

riaghul

...καθόλου...ετσι πικρό πάντα πίνω το καφέ μου...
κι αφήνω όλη τη πίκρα της ζωής να χύνεται ...
αγναντεύοντας πέρα μακρυά....
εκεί στα ουρανοθέμελα...γιατί εκείνο το σημείο μου δίνει μια βάση..
ενα σημείο στήριξης..και νιώθω να πατώ σταθερά κάπου..
πόσες μα πόσες φορες δεν σκέφτηκα αν εκείνα τα θέμελα τ΄ουρανού σωριάζονταν..εμείς..εγω, εσύ, οι διπλανοί μου..οι άνθρωποι του πλανήτη είναι διπλανοί μου...ναι..εμείς τι θά κάναμε?
Μια γουλιά ακόμα..πίκρα...κι όμως τουτο το πικρό υγρό αφήνει μια γλυκιά γεύση στη γλώσσα...
Ι΄σως και πάλι σκέφτομαι..Ίσως κάθε πίκρα προμηνύει μια γλυκειά ηδονική στιγμή...(Και πολλές ηδονικές στιγμές...χαρίζουν το σιρόπι
το ¨δένουν¨όπως θα' λεγε κι η μητέρα μου...

τώρα τα αισθητήρια αλλάζουν..και τα μάτια χάνονται μέσα στο μπλέ του
ωκεανού των ματιών σου...κι έχουν μια φλυαρία τα βλέμματα....

΄Ολη εκείνη η γλύκα που αφησε ο καφές ..βγήκε στο βλέμμα των ματιών μου...όλα θα τα έδινα για ένα καθάριο αληθινό βλέμμα

Εσύ..? δεν βάζεις ζάχαρη στο καφέ σου?
ότι σου αρέσει...βγάλε όμως όλη τη πίκρα της ψυχής σου..
αστην να χυθεί πάνω στο στρόγγυλο τραπεζάκι..στο πιατάκι του καφέ..
-έχω ένα μαντήλι κεντημένο απο τη γιαγιά..το κουβαλώ πάντα μαζί μου..
το θέλεις?

Οχι..δεν βάζω ζάχαρη...πικρό πίνω το καφέ μου ακόμα.

Θα ξαναπροσπαθήσεις??

(να θυμηθώ μόλις επιστρέψω να φτιάξω ένα γλυκό του κουταλιού
για να υπάρχει ...)

elix

Παράθεση από: "riaghul"Ι΄σως και πάλι σκέφτομαι..Ίσως κάθε πίκρα προμηνύει μια γλυκειά ηδονική στιγμή...(Και πολλές ηδονικές στιγμές...χαρίζουν το σιρόπι
το ¨δένουν¨...

(να θυμηθώ μόλις επιστρέψω να φτιάξω ένα γλυκό του κουταλιού
για να υπάρχει ...)

Η πίκρα σχεδόν ποτέ δεν είναι προμήνυμα γλύκας.
Η γλύκα σχεσόν πάντα είναι προμήνυμα πίκρας.

Κι όσο για το γλυκό του κουταλιού...

δεν είναι για να υπάρχει για πάντα. Γιατί οι άξιοι για να γευτούν το γλυκό σου δεν θα υπάρχουν για πάντα.
Βιάσου.

Anonymous

Δυο φλυτζάνια με σκέτο, πικρό καφέ - παραγγελιά δική σου.
Στο παλιό καφενείο, καθώς αντίκρυ θα καθόσουνα, χαϊδεύοντας αφηρημένα το πορσελάνινο καπάκι της ζαχαριέρας.
Θα' χες τα μάτια καρφωμένα χαμηλά, να με κοιτάξεις δε θα τόλμαγες ακόμα. Θα σήκωνες το άσπρο σου φλυτζάνι αργά, θα το' φερνες στα χείλη, κάθε γουλιά πικρή και σκέτη, ώρα πολλή στο στόμα θα κρατούσες. Θ' ανάδευες τους κόκκους με τη γλώσσα, θα σκάλιζες αναμνήσεις παλιές  και λέξεις ξεθωριασμένες, και μπροστά μου στο λευκό τραπέζι θα ξεδίπλωνες εικόνες. Κι έπειτα, με προσμονή και σεβασμό, δικές μου πίκρες θα περίμενες ν' ακούσεις. Θα τέντωνες τ' αυτιά, σχεδόν ηδονικά, ν' ακούσεις τον αναστεναγμό της θλίψης, και με κλεφτές ματιές θα έψαχνες να δεις αν θα κυλησει κάποιο δάκρυ.
Κι όταν τ' ανείπωτα θα είχαν πια ειπωθεί, τότε με σύνθημα ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού, ή ακόμα ακόμα μεταφυσικά συγχρονισμένοι, τα κουταλάκια θα τσουγκρίζαμε στην άκρη της λευκής, πορσελάνινης ζαχαριέρας, παλεύοντας σα μονομάχοι να προλάβουμε ν' αρπάξουμε έναν κόκκο.

Δυο φλυτζάνια σκέτο, πικρό καφέ - παραγγελιά δική σου.
Κι εγώ το μόνο που ήθελα, να με κοιτάς στα μάτια. Κρατώντας το βλέμμα στυλωμένο εκεί, στις πιο βαθιές και θλιβερές μου μνήμες, στις πιο μεγάλες κι ανεξήγητες χαρές, κρατώντας το χέρι μου μέσα στο χέρι σου, να σπρώξεις την όμορφη πορσελάνη, ν' αδειάσεις τη ζάχαρη στην άσφαλτο, κι ύστερα να' ρθει ένας σκύλος να τη γλύψει.
Κι εγώ να σε κοιτώ και να γελάω, κι εσύ να με κοιτάς και να γελούν τα μάτια, οι ρυτίδες, η ψυχή σου.

Προφανώς, θέλαμε άλλα.

elix

Τώρα, τι να πω!
Να μαντέψω;
Εύκολο είναι.

Αλλά όχι.
Ας το αφήσω να ζήσει σαν ψευδαίσθηση,
ας καμωθώ πως ίσως εγώ παράγγειλα καφέ,
ας καθήσω απέναντι,
μην μπορώντας να ξεχωρίσω την πίκρα των κόκκων του καφέ
από εκείνη των μη τετελεσμένων θλίψεων,
ας αφήσω μια ρυτίδα να γελάσει,
ξεχνώντας, αυτή, γιατί γεννήθηκε,
ας χύσω τη ζάχαρη από τη ζαχαριέρα στην άσφαλτο,
όμως αφήνοντας λίγη, ποιος ξέρει.

Ας πούμε δυο κουβέντες ακόμα,
αλλάζοντας το προφανώς σε πιθανώς.

riaghul

..μου΄πες να βιαστώ γιατί οι άξιοι δεν θα υπάρχουν για πάντα..

βιάστηκα...μα έχασα το χρόνο...
έψαξα για τους άξιους....κι εχασα τις αξίες..

Η μέρα που περασε άφησε ίχνη απο γλυκό του κουταλιου.
Είναι της εποχής . Θέλεις να το γευτείς?
εβαλα και λίγη ζάζαρη απο εκείνη τη λευκή πορσελάνινη ζαχαριέρα..
έτσι... για να φερει λιγες θύμισες..
Χαμογέλασα οταν οι ασπροι κόκκοι έπεφταν στο βυσσινί υγρό.
Κατάλαβες τι γλυκό έφτιαξα?
Πιθανως να το έχεις γευτεί.

..κι ύστερα μια γουλιά απο το σκέτο πικρό καφε.
Κι όμως επιμένω..
τούτη η πικρα αφήνει μια γλυκειά γευση στη γλώσσα..

Anonymous

Πιθανώς, θέλαμε άλλα.

Πιθανώς και να νομίζαμε πως θέλαμε άλλα.
Ισως και γω, ονειρευάμενη πρίγκιπες με γυαλιστερές ή και όχι πανοπλίες, να μη γελούσα τελικά που θα' χυνες τη ζάχαρη στο δρόμο.
Ισως και συ, ονειρευάμενος πριγκίπισσες ξανθές και λυγερές μέσα σε μυρωμένα ή όχι πριγκιπάτα, να μη μετρούσες κόκκο κόκκο ως πού να φτάσει μπορεί κανείς.
Ισως κι ο σκύλος, αδιάφορος από δίπλα να περνούσε. Να μύριζε μονάχα, και σα φτυσιά αλλού να γυρνούσε το κεφάλι και να' φευγε.
Ισως και να΄πιανε βροχή εκεί όπως στο παλιό καφενεδάκι θα καθόμαστε. Και να κυλούσαν οι σταγόνες σα δάκρυα στα μάγουλα και στα μαλλιά μου. Κι ίσως να σηκωνόμασταν να τρέχαμε προτού καταφτάσουν οι σκέτοι, πικροί καφέδες κι η ζάχαρη η προστατευμένη μες στην πορσελάνη. Κι ίσως έτσι να μην είχαμε να χωρίσουμε μηδέ κόκκους, μηδέ τη γλύκα ή την πίκρα. Θα ξαποσταίναμε μονάχα κάτω από ένα πεύκο κι επειτα ίσως να μπαίναμε σε μια πολυκατοικία θολή, παλιά και βρώμικη. Κι εκεί να περνούσαμε το απόγευμα ολάκερο, σιωπώντας και κοιτάζοντας τα ρυακια της βροχής στο δρόμο.
Και ο καθένας θα' κλωθε στο νου του παρελθόντα και μέλλοντα, και μόνο το παρόν θα' ταν παρόν εκεί μπροστά στη τζαμαρία. Τα δάχτυλά μου θα'κλεινες μες στα δικά σου, και το πανωφόρι σου θα έριχνες στους ώμους μου. Κι εγώ χαμογελώντας θλιμμένα, σοβαρά, σα μαγεμένη θα σε κοίταζα γιατί αν μ' αγάπησαν πολύ, κανένας ξένος δεν έριξε στους ώμους μου πανωφόρι.
Σα μαγεμένη θα σε κοίταζα μα δε θα ήξερες γιατί. Στο στόμα μου σφιχτά θα τα κρατούσα τα λόγια τα μεγάλα που στα ουράνια θα σ' ανέβαζαν. Κι όταν η μπόρα θα σταμάταγε, βαριά παραπατώντας δίπλα σε νοτισμένα χώματα, ίσως σκεφτόμουν κιόλας πώς θα ήταν αν...

elix

Παράθεση από: "guest123"Πιθανώς, θέλαμε άλλα.

Σα μαγεμένη θα σε κοίταζα μα δε θα ήξερες γιατί. Στο στόμα μου σφιχτά θα τα κρατούσα τα λόγια τα μεγάλα που στα ουράνια θα σ' ανέβαζαν. Κι όταν η μπόρα θα σταμάταγε, βαριά παραπατώντας δίπλα σε νοτισμένα χώματα, ίσως σκεφτόμουν κιόλας πώς θα ήταν αν...

...αν σου έλεγα:


Κλείσε τα μάτια σου, σου είπα τρυφερά,

εκεί κοντά, που το κόκκινο αχνοφάνηκε,
του νυσταγμένου ήλιου.

Μα συ, μισάνοιχτο το άφησες το ένα.

Κι είπες:
Μ΄αυτό, που το σκεπάζει το κουρασμένο βλέφαρο,
με τούτο θα σε πλάσω.

Και μ΄έπλασες.

Μέσα σου, με ταξίδεψες, πάνω σου.
Καραβοκύρης σε φουρτούνα φθονερή, έπλεα στα μαλλιά σου,
τα δαχτυλίδια του καπνού απ΄το φουγάρο πούβγαιναν,
του καραβιού και του μυαλού,
μπλέκονταν σ΄αγκάλιασμα σφιχτό
με τους βοστρύχους των μαλλιών,
κι ένα μικρό δαχτυλιδάκι, το πιο μικρό απ΄όλα,
ήρθε, τ΄αυτί σου χάϊδεψε, σου μίλησε σιγά,
το χάδι ένοιωσες, τα λόγια τ΄άκουσες.

Με το μικρό σου δαχτυλάκι το δαχτυλίδι το ίσιωσες,
γιατί το μάτι σου τα΄ακοίμηστο σαν τόδε, ζήλεψε.
Και σε πλησίαζα, μαζί κι΄αλάργευα.

Γεωργός που σκέπαζα τις αυλακιές που σου ΄χαν κάνει,
αλλοτινοί σου εραστές,
κι έβαζα σπόρους, πριν, που 'μελλε να καρπίσουν,
-τι κι αν το άνυδρο τοπίο ποτέ δεν υδατώθηκε,
κι οι σπόροι απόμειναν στεγνοί-,
εγώ φύτευα, φύτευα...

πότε ένα γελάκι σου σε κάτι που ΄πα
και πρόσμενα να γίνει γέλιο απ΄την καρδιά σου,
να με τραντάξει και να ξεχάσω τα΄ανήλιαγα χαμόγελα
που σ΄ένα υγρό υπόγειο με είχανε λυγίσει,

πότε μια κραυγίτσα ερωτική, εκεί στο τέλος,
που σου ΄λεγα μ΄άγγελο μοιάζεις,

πότε ένα χρώμα ροζ που έβαζες στα μάγουλα,
σαν ήτανε να βγούμε,
πότε μια κόκκινη ανταύγεια απ΄τα μαλλιά σου που ΄βαψες
και ρώταγες κοκέττικα, μου πάει;
εγώ φύτευα, φύτευα,
-τι κι αν το άνυδρο τοπίο ποτέ δεν υδατώθηκε,
κι οι σπόροι απόμειναν στεγνοί-,
Ένα μικρό σποράκι, το πιο μικρό απ΄όλα
έβγαλε φυλλαράκι.

Με το μικρό το δαχτυλάκι το ξερίζωσες.
γιατί το μάτι σου τα΄ακοίμηστο σαν τόδε, ζήλεψε.
Και σε πλησίαζα, μαζί κι΄αλάργευα.

Ο καλός σου, καλέ μου με είπες.
Με ένα λάμδα μακρόσυρτο κι υγρό,
που το λιωσες στο θολωτό σου ουρανίσκο
σαν καραμέλα γάλακτος,
που έπαιρνες παλιά, μικρή σαν ήσουν.

Άκουσα την ήχο απ΄ το λάμδα,
Τη γλύκα ρούφηξα στα χείλη,
Μια σταγόνα στο αυτί και μια στο στόμα.
Μια σταγονίτσα μικρή, την πιο μικρή απ΄όλες
από το λάμδα, στα χείλη σου π΄απόμεινε,
δεν μου την έδωσες.

Με το μικρό σου δαχτυλάκι τη σκούπισες.
γιατί το μάτι σου τ΄ακοίμηστο σαν τόδε, ζήλεψε.
Και σε πλησίαζα, μαζί κι΄αλάργευα.

Και είπες:
Με το άλλο, το ακοίμηστο, με τούτο θα σε ζήσω,
Δεν μ΄έζησες.

Κλείσε τα μάτια και τα δυό, θανάτωσέ με.
΄Η άνοιξέ τα και τα δυό.
Δεν είμαι δυό μισά κομμάτια ενωμένα.

....................
Σηκώθηκες και με το πανωφόρι μου στους ώμους σου ριγμένο, ήπιες την τελευταία γουλιά απ΄τον καφέ τον αχνιστό που μόλις είχε φτάσει.

Παράλογα όλα τούτα θα μου πεις...
όμως τ΄ότι σου γράφω,
ακόμα πιο παράλογο.


Και τ' οτι έφυγες , ακόμα πιο πολύ...

Anonymous

"Κλείσε τα μάτια" μου είπες τρυφερά...
Και κράτησα το ένα βλέφαρο μισάνοιχτο... το αριστερό, το κουρασμένο...
και λίγο σα θολά να έβλεπα τις στάλες τις βροχής που χαράκωναν τη τζαμαρία
και λίγο σα θολά να έβλεπα και το σκούρο πανωφόρι το ριγμένο στους ώμους μου
κι όχι θολά μα ολόλαμπρα, ξεκάθαρα, έβλεπα και σένα
και κείνη τη ρυτίδα γέλιου που απ' τα χείλη σου ξεκίναγε...

Και άπλωσα το δάχτυλο ν' αγγίξω το δικό σου που στα μαλλιά μου κούρνιαζε...
δήθεν τυχαία καθώς τις μπούκλες μου έσιαζα
δήθεν αθώα, δήθεν μ' αφελεια
δήθεν στα ψέμματα, πως σα μικρά παιδιά να ήμαστε

Κι ένα γελάκι άφησα
δειλό, κοφτό
συνεσταλμένο
ίσα να μην προλάβει και αναδυθεί ο λυγμός που την καρδιά μου φούσκωνε...

Καλέ μου...
το λάμδα τονισμένο και υγρό
μια σταγόνα του που στα χείλη μου ήπιες
κι άλλη μια, μικρή κι ασήμαντη
που στο στόμα σφιχτά την κράτησα
το λάμδα υγρό, με μια σταγόνα μείον...
αυτήν του λάμδα του λυγμού...

"Κλείσε τα μάτια", μου είπες τρυφερά
Μα τα μάτια μάλωσαν...
Να κλείσουν να δω το όνειρο
ή ν' ανοίξουν να δω εσένα
Δυνητικά δοσμένη μα οπωσδήποτε δοτική, στιγμή στιγμή σου έκλεβα παρακαλώντας να μην τελειώσει εκείνη η μπόρα...
Μα η μπόρα δε μ' άκουσε κι έτσι εγώ...
σηκώθηκα και με το πανωφόρι σου στους ώμους ριγμένο, ήπια μια γουλιά αχνιστού, πικρού καφέ που μόλις είχε φτάσει...

583 Επισκέπτες, 1 Χρήστης