Ειδήσεις:

1η δοκιμή με αναβάθμιση ...

Main Menu
Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 553
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 479
  • Total: 479

Charles Baudelaire

Ξεκίνησε από Bijoux, Νοεμβρίου 28, 2005, 11:23:29 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Bijoux

Στη φλεγόμενη εκείνη σκιά που πλανιέται πάνω από τη ζωή του Baudelaire, στην σκιά εκείνη που κάνει να μοιάζει το πρόσωπό του των τελευταιων χρόνων με το πρόσωπο των παλαιϊκών, ξύλινων Χριστών, πελεκημένων με φαλτσέτα, άλλοι θα θελήσουν να δουν κι εγώ δεν ξέρω τι λογής μεταφυσικό σύμβολο, κάποια σφραγίδα Θείου πεπρωμένου. Όσο για μένα, η σκιά αυτή είναι φοβερά πιο απλή: είναι η ίδια η σκιά της ανθρώπινης μοίρας, τόσο καθημερινά σπαρακτικής, καμωμένης από αθλιότητα και πνευματικότητα συνάμα.

Γνώρισα τον Baudelaire σε μια στιγμή εσωτερικής εντρύφησης, στο γύρισμα της δεκαετίας μου των 20. Προσκολλήθηκα στα γραπτά του ωσάν μαγνητικός οφθαλμός που προσκολλάται στο αυθεντικό, ως τ' αυτιά που ακούν τακούνια δανδήδων σε σκοτεινά πετρόφτιαχτα δρομάκια, ως γλώσσα που γεύεται τη γλύκα του κρασιού και της Ποίησης.

"Ω εσείς, μαρτυρήστε ξανά πως το Χρέος μου έπραξα
Ως ο τέλειος αλχημιστής, ως ψυχή μια αγία"
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ

Bijoux

Το ψοφίμι

Ψυχή μου αγαπημένη, θυμάσαι αυτό το πράμα που είδαμε, εκείνη την ωραία καλοκαιρινή ημέρα:
το σιχαμερό κουφάρι εκεί όπου έσβηνε το μονοπάτι,
σαν σε κακόστρωτο κρεβάτι από χαλίκια,

Τα πόδια στον αέρα, σαν την πόρνη σε ακόλαστα παιχνίδια,
έκαιγε και ίδρωνε δηλητήρια,
άνοιγε ξεδιάντροπα με απάθεια
την κοιλιά του, βρώμα φαρμακερή τον αέρα να γεμίσει.

Ο ήλιος ακτινοβολούσε το σάπιο κορμί του,
σαν για να το καλομαγειρέψει
για να επιστρέψει στη φύση εκατό φορές όσα εκείνη είχε συνδυάσει, μία.

Οι ουρανοί κοιτούσαν το περήφανο κουφάρι, σα λουλούδι ν’ ανοίγει.
Τόσο έντονη ήταν η δυσωδία, αγάπη μου, που παραλίγο στο γρασίδι να λιποθυμήσεις.

Οι μύγες βουίζαν δυνατά πάνω από τη σάπια κοιλιά του
απ' όπου ξεχύνονταν ένα σύνταγμα μαύρα τα σκουλήκια, ρέοντας σαν γλοιώδες πήγμα
πάνω στα ζωηρά σάρκινα κουρέλια του.

Σαν κύματα ανεβοκατέβαιναν πάνω από αυτή τη μάζα όλα αυτά, ή
ανάβλυζαν τρίζοντας
ωσάν το πτώμα, γεμάτο αέρινη πνοή, να ζούσε πολλαπλασιαζόμενο.

Αυτός ο κόσμος έπαιζε μια περίεργη μελωδία
σα νερά τρεχούμενα, σαν αέρας, σα σπόροι σιταριού ρυθμικά κοσκινισμένοι
στα μεγάλα καλάθια.

Οι μορφές σβήναν σαν σε ένα όνειρο
ένα σχέδιο με ομιχλώδες χρώμα
σε ξεχασμένο καμβά που ο ζωγράφος
τελειώνει από μνήμης

Πίσω απά τα βράχια κρυμμένη, μια φοβισμένη σκύλα μας παρακολουθούσε με άγρια μάτια,
έτοιμη να κερδίσει το κομμάτι που όταν μας άκουσε να ερχόμαστε παράτησε

Αλλά κι εσύ θα γίνεις έτσι απεχθής
κι εσύ έτσι θα σαπίσεις
αστέρι των ματιών μου, ήλιε της ζωής μου,
εσύ, άγγελέ μου και πάθος μου!

Ναι, έτσι θα είσαι, ω Βασίλισσα της Χάρης, όταν
θα σε διαβάζουν
και θα σε παραχώνουν, κάτω από πλούσια χορτάρια και όμορφα λουλούδια,
για να λιώσεις δίπλα στα οστά των νεκρών

Τότε, Ομορφιά μου, πες στα σκουλήκια που θα σε καταβροχθίζουν με τα φιλιά τους
ότι κράτησα τη μορφή και τη θεϊκή ουσία των ερώτων μου στην αποσύνθεσή τους.

Bijoux

"το ανεπανόρθωτο"

Την παλιά Τύψη, τη βαριά, μπορούμε να την πνίξουμε,
που ζεί, σαλεύει και στριφογυρνά,
που θρέφεται απο μας σαν το σκουλίκι απο τα πτώματα
και σαν την κάμπια απ' τη βελανιδιά;
Μπορούμε την ανήλεη την Τύψη να την πνίξουμε;
Σε ποιο κρασί, ποιο φίλτρο, σε ποιο βότανο,
θα πνίξουμε τον παλιό τούτο εχθρό,
τον καταστεπτικό σαν την εταίρα και τον λαίμαργο,
και σαν μυρμήγκι υπομονετικό;
Σε ποιο κρασί; Ποιο φίλτρο; Σε ποιο βότανο;
Πές το, αν το ξέρεις, ω πες το, ωραία μάγισσα,
σ' αυτό το πνεύμα απ' αγωνία γεμάτο,
σ' αυτόν που ξεψυχάει κι οι λαβωμένοι τον τσακίζουνε,
που' ναι απ' το πέταλο του αλόγου κάτω,
πες το, αν το ξέρεις, ω πες το, ωραία μάγισσα,
σ' αυτόν που ξεψυχά κι ο λύκος τον μυρίζεται
και το κοράκι τον παραμονεύει,
σ' αυτόν τον τσακισμένο στρατιώτη, αν πρέπει ανέλπιδα
τον τάφο του και το σταυρό του να γυρεύει
σ' αυτόν που ξεψυχά κι ο λύκος τον μυρίζεται!
Μπορούμε ένα ουρανό, μαύρο σαν λάσπη, να φωτίσουμε;
Μπορούμε να ξεσκίσουμε σκοτάδια,
πηχτά πιο κι απ' την πίσσα, δίχως αστέρια, ξημερώματα και βράδυα;
Μπορούμε ένα ουρανό, μαύρο σαν λάσπη, να φωτίσουμε;

Bijoux

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ


Πάντα τη θάλασσα, άνθρωπε λεύτερε, θ' αγαπάς!
Αυτή ειν' ο καθρέφτης σου κοιτάζεις τους βυθούς σου
στο κύλισμα τ' ατελείωτο του κύματος, κι ο νους σου
κλείνει κι αυτός την πίκρα της αβύσσου, της βαθιάς.
Σ' αρέσει να βυθίζεσαι στο πέλαο που σου μοιάζει
να κλείσεις στην αγκάλη σου θες τον ωκεανό,
και της καρδιάς σου η τρικυμία καμμιά φορά ησυχάζει,
τον άγριο του κι αδάμαστο ακούοντας στεναγμό.
Είστε κι οι δυο σας σκοτεινοί κι απόκρυφοι κανείς
ω άνθρωπε, δε μέτρησε την άπατη άβυσσό σου
κανείς δεν ξέρει, ω θάλασσα, τον πλούτο τον κρυφό σου,
τόσο με ζήλια κρύβετε τα μυστικά σας σεις!
Κι όμως, να που αναρίθμητους αιώνες στη ζωή,
ο ένας τον άλλον άφοβα κι ανήλεα πολεμάτε,
τόσο κι οι δυο σας τη σφαγή, το θάνατο αγαπάτε,
ω πολέμαρχοι αιώνιοι, ω αμείλικτοι αδερφοί

Bijoux

O XΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΝΕΚΡΟΣ

Θέλω σε γή πολύ παχιά, σαλίγκαρους γεμάτη,
να σκάψω λάκκο μόνος μου, βαθύ, που να μπορώ
τα γέρικά μου κόκαλα ν' απλώσω με ραχάτι,
κι ως καρχαρίας στο νερό, στη λήθη ύπνο να βρώ.
Τις διαθήκες τις μισώ κι οι τάφοι δε μ' αρέσουν
παρά να παρακάλαγα να' ρθούν να με θρηνούν,
θα προτιμούσα, ζωντανός, να κράξω όρνια να πέσουν
στο βρωμερό μου σκέλεθρο, το αίμα μου να πιούν.
Σκουλίκια! Ω σύντροφοι, χωρίς αυτιά και μάτια, εμπρός!
Να ένας λεύτερος για σας, χαρούμενος νεκρός
φιλήδονοι φιλόσοφοι, γέννα παλιά της σήψης,
ελάτε, στο κουφάρι μου ριχτείτε δίχως τύψεις
και πείτε μου: μπορεί να δεί κι άλλους βασανισμούς
τ' άψυχο αυτό σαραβαλο, νεκρό μες τους νεκρους

Bijoux

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ

Κρεβάτια θα' χουμε άνθινα, γεμάτα αιθέρια μύρα,
ντιβάνια ολοβελούδινα σαν μνήματα βαθιά,
στις εταζέρες λούλούδα παράξενα τριγύρα,
που άνοιξαν μοναχά για μας σε μέρη μαγικά.
Και ποια την άλλη να υπερβεί στην ύστατη φωτιά τους
οι δυο καρδιές μας - σαν τρανές λαμπάδες δυο - μαζί
θα διπλοκαθρεφτίσουνε το διπλοφώτισμά τους
στα πνεύματά μας που' ναι δυο καθρέφτες αδερφοί.
Και μια βραδυά ολογάλανη, ρόδινη, μυστική,
θεν' ανταλλάξουμε άξαφνα την ίδια αναλαμπή,
σαν ένα μακροθρήνημα που φέρνει ο χωρισμός
κι αργότερα, ένας άγγελος θα' ρθεί το φώς να χύσει
- τις πόρτες μισανοίγοντας, πιστός και χαρωπός -
στους δυο καθρέφτες τους θαμπούς,  
στις φλόγες που' χαν σβύσει.

Bijoux

ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Ω Πόνε μου, φρονίμεψε κι ησύχασε λιγάκι.
Να' ρθεί το Βράδυ ζήταγες, και να το, κατεβαίνει
μια ατμόσφαιρα σκοταδερή στην πόλη ειν΄απλωμένη,
σ' άλλους γαλήνη φέρνοντας και σ' άλλους το σαράκι.
Κι ενόσω των θνητών αυτών τα ταπεινά τα πλήθη,
κάτω απ' την Ηδονή βογκούν σαν απο δήμιο κάτω,
και πάνε τύψεις για να βρούν μες στων γλεντιών τη λήθη,
Πόνε μου, δωσ' το χέρι σου και πάμε παρακάτω,
μακριά απ' αυτούς. Για κοίταξε στα ουράνια εκεί μπαλκόνια,
μες στους αρχαίους μανδύες τους γέρνουν τα πρώτα χρόνια,
κι η Νοσταλγία απ' τα βαθιά νερά χαμογελάει
ο ήλιος πάει να σβύσει ωχρός κάτω απο μιαν αψίδα,
και σέρνοντας προς την Αυγή σαβάνου μια χλαμύδα,
ω Πόνε μου, άκου τη γλυκιά Νύχτα που περπατάει!

Bijoux

SPLEEN

Όταν , βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει
το πνεύμα που απ' την πλήξη του την τόση αγκομαχάει
και γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνει
και φώς μουχρό, πιο θλιβερό κι απ' της νυχτός, σκορπάει
Όταν η γη μια φυλακή λες κι είναι, μουσκεμένη,
όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάει
κι αγγίζει τη φτερούγα της στους τοίχους φοβισμένη
κι απά' σε σαπιοτάβανα την κεφαλή χτυπάει
όταν τ' ατέλειωτο η βροχή κλωστόνερό της χύνει,
που σιδερόφραχτη τη γη σαν κάτεργο την δείχτει,
και πλήθος άτιμες, βουβές αράχνες πάει και στήνει
βαθιά μες στο κεφάλι μας το δολερό το δίχτυ,
άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες,
που το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνε
καθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες, χαμένες,
κι αρχίζουνε θρηνητικά, με πείσμα, να βογκάνε.
Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδεία
περνά απο την ψυχή μου. Κλαίει για Ελπίδα νικημένη
και στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνία
δεσποτική τη μαύρη της σημαία, λυσσασμένη.
 

CHARLES BAUDELAIRE

isabella

Μελαγχολία


Είμαι σαν τον βασιλιά ενός τόπου που συνέχεια βρέχει
πλούσιος αλλά ανίσχυρος, νέος ωστόσο γέρος
που περιφρονεί των διδασκάλων του τις βαθιές υποκλίσεις
πλήττοντας με τα σκυλιά του, καθώς μ’ όλα τα ζώα

Τίποτα πια, ούτε κατσίκι ούτε φασιανός
ούτε κι ο λαός του που πεθαίνει στο μπαλκόνι του μπρός
ούτε του εκλεκτού του γελωτοποιού η αστεία μπαλάντα
να διασκεδάσουν δεν μπορούν το μέτωπο του σκληρού αρρώστου

Το λουλουδιαστό του κρεβάτι σε μνήμα έχει μεταμορφωθεί
κι οι γύρω κυρίες που κάθε πρίγκιπας, στα μάτια τους όμορφος φαντάζει
δεν βρίσκουν άλλη καταλληλότερη , πιο τολμηρή ενδυμασία
το χαμόγελο του νεαρού πια σκελετού ν' αποσπάσουν.

Ο σοφός που χρυσάφι του κοστίζει δεν κατάφερε
απ' την ύπαρξη του, το χαλασμένο -προερχόμενο απ’ τα αιματηρά
των Ρωμαίων λουτρά- ν’ απαλείψει, στοιχείο
που των ισχυρών τις στερνές τις ημέρες στοιχειώνει

κι απ' τη γειατριά εμποδίζει ι τώρα αυτό το αποσβολωμένο πτώμα
που στις φλέβες του πια αντί για αίμα, λήθης πράσινο νερό αναβλύζει.

isabella


Ο Γάτος

Μες στο μυαλό μου περπατά,
Όπως στο διαμέρισμά του, ένας ωραίος,
Γάτος δυνατός, γλυκός και γοητευτικός
Όταν νιαουρίζει, μόλις που ακούγεται,

Τόσο ο ήχος του είναι τρυφερός και διακριτικός
Αλλά η φωνή του είτε μαλακώνει είτε μαλώνει,
είναι πάντα πλούσια και βαθιά.
Να, η γοητεία του και το μυστικό του.

Αυτή η φωνή που αναβλύζει κόμπο κόμπο
Κι εισδύει στα πιο σκοτεινά μου βάθη
Σαν έπος πολύστιχο με γεμίζει
Και μ' ευφραίνει σα φίλτρο.

Αποκοιμίζει τους πιο σκληρούς πόνους
Περιέχει όλες τις εκστάσεις
Για να εκφράσει τις μακριές φράσεις,
Ανάγκη από λέξεις δεν έχει.

Όχι, δεν υπάρχει δοξάρι που ν' αγγίζει
Την καρδιά μου, όργανο τέλειο,
Και να κάνει πιο βασιλικά
Να τραγουδά η παλλόμενη χορδή της,

Απ' ό,τι η φωνή σου, γάτε μυστηριακέ
Γάτε αγγελικέ, γάτε μοναδικέ,
Που όλα μέσα σου είναι, σα σε άγγελο,
Το ίδιο τέλειος κι αρμονικός!


-Από την καστανόξανθή σου γούνα
Αναδύεται άρωμα τόσο γλυκό, που κάποιο δειλινό
Ευράνθηκα χαϊδέυοντάς την
Μια φορά, μόνο μια φορά.

Είναι το φιλικό δαιμόνιο του τόπου
Κρίνει, προεδρεύει, εμπνέει
Το καθετί μές το βασίλειό του
Ισως να είναι νεράϊδα, ή Θεός;

Όταν τα μάτια μου στο γάτο που αγαπώ
Σα μαγνητισμένα,
Στρέφονται πειθήνια
Και κοιτάζω εντός μου,

Έκθαμβος βλέπω
Τη φωτιά απ' τις χλομές του κόρες
Φάρους καθαρούς, ζωντανές οπάλιες.
Που μ' ατενίζουν σταθερά.



αφιερωμενο στον Ντεμη

SoFiA24


blue-roses

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΗ


Α!μη τις ΄λόγες σου τις λιγοστεύεις!
πάλι την κρύα μου ζέστανε ψυχή,
εσύ Ηδονή που τις καρδιές παιδεύεις!
o Diva,supplicem exaudi!

Θεά πού'σαι στ'αγέρι σκορπισμένη,
φλόγα στο σπήλαιό μας το κρυφό,
άκουσε μιά ψυχή αποκαμωμένη,
που ύμνο σου προσφέρει από χαλκό.

Γίνου,Ηδονή,μόνη βασίλισσά μου.
Σειρήνας μάσκα φόρεσε,θεά μου,
με σαρκοβελουδένιαν ομορφιά,

ή χύσε τις βαρύπνιες σου σ'εμένα
μες τ'άυλα κρασιά τα μαγεμένα,
ω Ηδονή,άπιαστη εσύ σκιά!

blue-roses

Η ΓΑΤΑ.

'Ελα γατούλα μου όμορφη,στη φλογερή μου αγκάλη,
και τα γαμψά σου τώρα νύχια κράτα
και άσε με να βυθιστώ στα ωραία σου μάτια πάλι,
που μέταλο κι αχάτη είναι γεμάτα.

'Οταν χα'ι'δεύουν ξέγνοιαστα τα δάχτυλά μου εμένα
τη λαστιχένια ράχη και την κεφαλή σου,
κ'ηδονικά απ'το χάδι αυτό τα νιώθω μεθυσμένα
στο ηλεκτρισμένο πάνω το κορμί σου,

ο νούς μου στη γυναίκα μου πηγαίνει,που η ματιά της
σαν τη δική σου,ζώο αγαπημένο,
ρίχνει βαθιά την κοφτερή και κρύα σα'ι'τιά της

κι από τα νύχια ως την κορφή χυμένο,
τη ζώνει αγέρι αιθέρινο μ'επίφοβη ευωδιά,
που γύρω από το μελαψό κορμί της κολυμπά.[/b]

blue-roses

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Είσαι σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι!
μα η λύοη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι αφίνει σαν πισωδρομά στ'αράθυμά μου χείλη,
της θύμησης της πιό πικρής τον κατασταλαγμό.

-Μάταια γλυστρά το χέρι σου στου στήθους μου τα ψύχη
καλή μου,εκείνο που ζητάει το ρημάδι εγίνη πιά,
απ'της γυναίκας τ'άγριο το δόντι και το νύχι.
Μη την καρδιά μου ψάχνεις πιά,τη φάγαν τα θεριά.

Είν'η καρδιά μου ανάκτορο απ'όχλους ρημαγμένο
μεθούν εκεί,σκοτώνονται,τραβιούνται απ'τα μαλλιά!
-Μ'από το στήθος σου άρωμα βγαίνει,το γυμνωμένο!...

'Ω των ψυχών κακιά πληγή!το θές κ' εσύ Ομορφιά!
με τα λαμπρά,τα φλογερά σου μάτια ώς φωταψία,
κάψε και τα ρημάδια αυτά που αφήσαν τα θηρία!

479 Επισκέπτες, 0 Χρήστες