Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 554
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 623
  • Total: 623

Ολη η αλήθεια για το γάλα

Ξεκίνησε από Jezebell, Σεπτεμβρίου 30, 2006, 02:46:04 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Jezebell

Ολη η αλήθεια για το γάλα

Του ΜΙΧ. ΚΟΥΡΜΟΥΣΗ

Καταλαγιάζοντας η θύελλα με τους «κουμπάρους» και το πολιτικό παιχνίδι που παίχτηκε τις τελευταίες δεκαπέντε ημέρες, έρχεται στην επιφάνεια το πραγματικό πρόβλημα που υπάρχει με το γάλα. Ενας χώρος όπου διακυβεύονται εκατοντάδες εκατ. ευρώ κάθε χρόνο και λειτουργούν μερικές από τις μεγαλύτερες ελληνικές εταιρείες.

Με την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. ξεκίνησε και το θέμα γάλα, που περικλείει συνέχεια μεγάλα σκάνδαλα. Μέχρι τότε, τα Ελληνόπουλα ήταν μαθημένα να πίνουν το εισαγόμενο εβαπορέ. Δύο μάρκες κυριαρχούσαν, το «Νουνού» και το «Βλάχας».

Σιγά σιγά, με την ποσόστωση που μας έδωσε η ΕΟΚ αρχικά για 250.000 τόν. αγελαδινού γάλακτος, άρχισε και ο πόλεμος του «γάλακτος». Στην ελληνική αγορά κυριαρχούσαν τότε οι συνεταιριστικές γαλακτοβιομηχανίες, οι οποίες άρχισαν να κλείνουν καθώς εντεινόταν ο ανταγωνισμός και οι διοικήσεις αυτών ήταν ανεπαρκείς.

Το 1991-92 η ποσόστωση έφτασε στους 450.000 τόνους και στην αγορά έπαιζαν «χοντρό» παιχνίδι η ΦΑΓΕ και η ΔΕΛΤΑ. Μάλιστα είχε καταγγελθεί ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδωσε το 80% των πόρων από το κλαδικό επενδυτικό πρόγραμμα στη ΔΕΛΤΑ, η οποία κατασκεύασε το εργοστάσιο στον Ταύρο.

Τα παραπάνω αποτελούν ιστορία. Εχουν όμως προδιαγράψει τις σημερινές εξελίξεις. Με το ξέσπασμα του σκανδάλου των «κουμπάρων», η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τη ΜΕΒΓΑΛ και την «επιχείρηση» εξαγοράς της εκ μέρους της ΔΕΛΤΑ.

Αυτή τη στιγμή τα στοιχεία που συνθέτουν το πρόβλημα ελληνικό γάλα, είναι τα παρακάτω:

*Η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξετάζει την «εναρμονισμένη πολιτική» (βλέπε καρτέλ) των βιομηχανιών ως προς τις τιμές που δίνουν στον κτηνοτρόφο και όχι για τις τιμές της λιανικής πώλησης. Επίσης ελέγχονται για «κοινή στάση» όσον αφορά την προμήθεια γάλακτος. Δηλαδή, ένας κτηνοτρόφος που δεν θέλει να πουλήσει το γάλα του σε μια συγκεκριμένη εταιρεία, δεν μπορεί να το πουλήσει σε καμία. Οι εταιρείες φέρεται να έχουν προσυμφωνήσει και να μη δέχεται η μία γάλα από παραγωγό που πουλούσε το γάλα του σε άλλη εταιρεία. Οι πρακτικές αυτές καταγγέλθηκαν επίσημα ως ολιγοπωλιακές από τον υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Αλέξ. Κοντό.

* Οι καταγγελίες των κτηνοτρόφων προκαλούν ανησυχία και ουσιαστικά καταγγέλλουν την πολιτική που εφαρμόζεται την τελευταία 25ετία. Ανατριχιαστική είναι η καταγγελία για τη μείωση των κτηνοτρόφων. Οπως είπαν, πριν 6 χρόνια, οι αγελαδοτρόφοι ήταν στη χώρα μας 15.000 και σήμερα είναι 6.500 άτομα (μείωση γύρω στο 60%). Αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική, σε πέντε χρόνια δεν θα υπάρχει Ελληνας αγελαδοτρόφος.

Η δεύτερη σοβαρή καταγγελία αφορά τις τιμές του παραγωγού και εν μέρει του καταναλωτή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν, το 2000-01 οι κτηνοτρόφοι πούλαγαν το γάλα 0,36-0,38 λεπτά. Οι συνεταιριστικές εταιρείες (π.χ. ΔΩΔΩΝΗ) αγόραζαν προς 0,41 λεπτά, τιμή που διατηρείται μέχρι σήμερα.

Φέτος, οι γαλακτοβιομηχανίες έδωσαν τιμές 0,32-0,33 λεπτά το κιλό, ενώ υπήρξαν συγκεκριμένες καταγγελίες για προσπάθεια περαιτέρω μείωσης της τιμής. Αναφέρθηκε ότι στη Μακεδονία πρόσφεραν 0,30 λεπτά, απειλώντας ότι θα φέρουν γάλα από τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία με 0,26-0,28 λεπτά.

Οπως έχει γίνει παραδεκτό, το μέσο κόστος παραγωγής ανέρχεται σήμερα σε 0,36 λεπτά.

* Το μεγάλο πρόβλημα είναι, βέβαια, η παραπληροφόρηση του καταναλωτικού κοινού. Η ντόπια παραγωγή δεν μπορεί να καλύψει ούτε το 40% της εσωτερικής κατανάλωσης. Κι όμως πουθενά δεν υπάρχει σήμανση ότι το γάλα που πουλιέται δεν είναι ελληνικό. Η χώρα έχει από την Ε.Ε. ποσόστωση παραγωγής 820.000 τόνων. Την περασμένη εμπορική περίοδο, η ντόπια παραγωγή έφτασε επίσημα τους 770.000 τόνους. Μείωση αισθητή που οφείλεται και στην «έξοδο» από το επάγγελμα κτηνοτρόφων.

Στην αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων, ανθούν η νοθεία και η παραπληροφόρηση του κοινού. Οργιο νοθείας και εξαπάτησης του κοινού καταγράφεται συχνά στην αγορά των τυριών και κυρίως της φέτας, στην αγορά του γιαουρτιού και στην αγορά του παγωτού.

Η μεγάλη σύγχυση και το χοντρό παιχνίδι είναι γύρω από τη φέτα. Στον τομέα «τυρί φέτα» δίνει και παίρνει η νοθεία. Γίνεται συνήθως με αγελαδινό γάλα και με γάλα σκόνη (αγελαδινό). Το γάλα αυτό έχει το ένα τρίτο της τιμής του αιγοπρόβειου με το οποίο πρέπει να παρασκευάζεται το τυρί φέτα. Το γάλα σκόνη έχει ακόμη χαμηλότερη τιμή και είναι 100% εισαγόμενο.

Πέρα από τη νοθεία στην παραγωγή, μεγάλο είναι και το «παιχνίδι» στο ράφι. Η σήμανση του τυριού καλύπτει μικρές ποσότητες και ο καταναλωτής είναι απροστάτευτος. Το λεγόμενο «λευκό τυρί» ή το τυρί «τύπου φέτας», όπου η λέξη «τύπου» σκιαγραφείται με ένα μικρό «τ» μόνον, δίνουν και παίρνουν. Κι εκεί όπου η σήμανση είναι κανονική η διαφορά της τιμής είναι αισθητή. Η διαφορά τιμής του «λευκού τυριού» από το «τυρί φέτα» κυμαίνεται από 3 έως 5 ευρώ το κιλό.

Στην περίπτωση αυτή, σημαντικό ρόλο παίζουν οι λεγόμενοι μεγάλοι καταναλωτές (ξενοδοχεία, εστιατόρια, κρουαζιερόπλοια, κέτερινγκ) οι οποίοι φέρονται ως αγοραστές των λεγόμενων «λευκών τυριών», χωρίς να αποκλείεται κάποιες μεγάλες μονάδες να προμηθεύονται γνήσιο και πραγματικό τυρί φέτα. Στο επίπεδο αυτό, οι έλεγχοι είναι ουσιαστικά ανύπαρκτοι. Δηλαδή, δεν έχει ελεγχθεί π.χ. ένα ξενοδοχείο αν διαθέτει «τυρί φέτα» ή «λευκό τυρί». Και τα δύο πουλιούνται ελεύθερα και η διάθεσή τους είναι νόμιμη.

Ευρείας έκτασης νοθεία παρατηρείται και στο τυρί κασέρι. Ενα τυρί που τείνει να εξαφανιστεί από τα ράφια, καθώς έγιναν κάποιοι ουσιαστικοί έλεγχοι.

Οσον αφορά τη γραβιέρα, είναι γνωστό ότι η γραβιέρα Κρήτης, η πραγματική, δεν μπορεί να καλύψει ούτε την τοπική κατανάλωση. Κι όμως όλα τα σουπερμάρκετ της Αθήνας πουλάνε γραβιέρα Κρήτης. Φυσικά, τη βιομηχανοποιημένη.

Στη γραβιέρα Νάξου, η οποία παρασκευάζεται από αγελαδινό γάλα και έχει λίγα άλατα, υπάρχουν μερικές μονάδες που χρησιμοποιούν γάλα, ελεύθερο από μεταλλαγμένα. Δηλαδή, οι τυροκόμοι ελέγχουν τη διατροφή των αγελάδων. (Σημείωση: Αντε να το βρεις αυτό το τυρί. Πηγαίνει όλο σε συγκεκριμένους πελάτες).

Το άλλο προϊόν είναι το γιαούρτι. Ανεξάρτητα από τους πολλούς τρόπους παρασκευής, αναφέρεται ότι το πραγματικό γιαούρτι πιάνει «πέτσα». Αυτό πλέον δεν παρουσιάζεται στη βιομηχανοποιημένη αγορά.

Στην παρασκευή γιαουρτιού, διαδεδομένη είναι η δεύτερη παστερίωση. Δηλαδή, το γάλα που αποσύρεται από τα ράφια λόγω ημερομηνίας λήξεως, επανεπεξεργάζεται, υφίσταται νέα παστερίωση και χρησιμοποιείται στη γιαουρτοποίηση. Και στην περίπτωση του γιαουρτιού, οι έλεγχοι είναι πλημμελείς.

Αλλος σημαντικός κλάδος είναι το παγωτό. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η χρήση «γάλακτος σκόνης» στην παρασκευή παγωτού, ήταν απαγορευμένη. Στη συνέχεια επετράπη με νομοθετική παρέμβαση. Ετσι, σήμερα, έχει γενικευθεί η νόμιμη χρήση γάλακτος σε σκόνη, στα βιομηχανοποιημένα παγωτά. Παγωτό από γάλα δεν μπορεί να βρει ο καταναλωτής. Πρέπει να είναι πολύ τυχερός ο καταναλωτής και να «πέσει πάνω» σε κανέναν πλανόδιο που το φτιάχνει μόνος του, χειροποίητο. Το παγωτό δε από φρέσκο γάλα δεν διατηρείται αρκετά και λιώνει πολύ γρήγορα.

Τελευταία, όμως, στην επικαιρότητα με αφορμή την υπόθεση ΜΕΒΓΑΛ ήρθαν να πρωταγωνιστήσουν δύο πολιτικοί του ΠΑΣΟΚ. Ο Στέφ. Τζουμάκας και ο Κ. Κουλούρης. Και οι δύο από τις υπουργικές θέσεις που κατείχαν, διαχειρίστηκαν «γαλακτικές» υποθέσεις.

Ο κ. Τζουμάκας ως υπουργός Γεωργίας βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Οι θέσεις που είχε τηρήσει τότε πιθανόν να συνετέλεσαν και στην απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση. Γνωρίζει δε «πρόσωπα και πράγματα». Επί υπουργίας του δύο περιπτώσεις απασχόλησαν την επικαιρότητα.

Η πρώτη αφορούσε την αύξηση των ημερών από 3 σε 5 ώστε ένα γάλα να φέρει την ένδειξη φρέσκο. Ο κ. Τζουμάκας είχε δηλώσει ότι τον πίεζαν οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες να τους δώσει την 5η μέρα, που ουσιαστικά ήταν επταήμερο και υπαινίχθηκε ότι «του πρόσφεραν ανταλλάγματα». Αυτός δε τους «πέταξε από το γραφείο του, κλοτσηδόν». Τελικά, δεν έδωσε την παράταση και έχασε, λίγο αργότερα, το υπουργείο του. Μια παράταση που δόθηκε από τον διάδοχό του και ισχύει μέχρι σήμερα.

Η δεύτερη αφορούσε την υπόθεση με το «κασέρι Τρικάλων» που απεδείχθη ότι δεν ήταν κασέρι, αλλά κατασκευαζόταν από γερμανικές παγωμένες κολόνες μείγματος τυρόγαλου, Τότε, είχε καταγγείλει την εταιρεία «Κολιός», η οποία λίγες ημέρες αργότερα εντάχθηκε από το υπουργείο Γεωργίας, σε επενδυτικό πρόγραμμα ύψους περίπου ενός δισ. δρχ. Λέγεται ότι υπήρχε ενδιαφέρον στην ιδιοκτησία της εταιρείας από το Νο 2 του τότε ΠΑΣΟΚ.

Οσον αφορά τον κ. Κουλούρη, είχε χειριστεί μια υπόθεση πάλι της «Κολιός». Η εταιρεία αυτή παρασκεύαζε φέτα από αγελαδινό γάλα και μάλιστα το διαφήμιζε στην ιστοσελίδα της. Αυτό ήταν παράνομο και η εταιρεία τότε είχε παραπεμφθεί στις αρμόδιες αρχές. Αργότερα, εγνώσθη ότι της επιβλήθηκε πρόστιμο 100.000 δρχ. Ακόμη δεν έχει γνωσθεί αν καταβλήθηκε τελικά το πρόστιμο.




"Οι παραγωγοί δεν διαπραγματεύονται την τιμή του γάλακτος που παραδίδουν"

Συμφωνίες χωρίς συμβόλαια

ΛΑΡΙΣΑ
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗΕΥΘΥΜΙΟΥ

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για συμφωνίες εταιρειών και εναρμονισμένες τιμές στο θέμα του γάλακτος. Αλλωστε, οι περισσότεροι των παραγωγών παραδίδουν χρόνια τώρα το προϊόν τους στην ίδια εταιρεία, με την οποία έχουν αναπτύξει δεσμούς, πέραν βεβαίως των οικονομικών που οφείλονται και στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεών τους.

Εκείνο, πάντως, που είναι καθεστώς είναι ότι οι παραγωγοί δεν διαπραγματεύονται την τιμή του γάλακτος που παραδίδουν. Τιμή, η οποία βεβαίως εξαρτάται από την ποσότητα και την ποιότητα του προϊόντος (μικροβιακό φορτίο) και ορίζεται μετά την παράδοσή του! Ουσιαστικά ο παραγωγός ελάχιστη δυνατότητα παρέμβασης έχει στον καθορισμό της ή -ακόμη περισσότερο- στην ανατροπή της ορισθείσης.

«Προ μηνών οι προϊστάμενοι της ζώνης γάλακτος ανακοίνωσαν ότι θα μας κόψουν 1-2 λεπτά από την τιμή. Ανάλογες μειώσεις έγιναν το ίδιο διάστημα απ' όλες τις εταιρείες γάλακτος», αναφέρει ο πρόεδρος των Αγελαδοτρόφων Λάρισας, Απ. Μωραΐτης. Επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει μεγάλη ψαλίδα στις τιμές από εταιρεία σε εταιρεία (η μέση τιμή παραγωγού είναι 0,33-0,34 λεπτά/κιλό), εξηγεί ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους δύσκολα κάποιος θα φύγει από τη μια για να πάει σε άλλη. «Για να κερδίσει τι; Μία και δύο δραχμές; Δεν γεννάται ζήτημα...». Επιπλέον αυτό δεν συμβαίνει, διότι:

- Αφενός, οι περισσότεροι παραγωγοί είναι οικονομικά «δεμένοι» με την εταιρεία τους, η οποία -ώς ένα βαθμό- χρηματοδότησε και την επένδυσή τους. «Πριν από 15 χρόνια, συνεχίζει ο κ. Μωραΐτης, ήμασταν 40.000 αγελαδοτρόφοι και σήμερα μείναμε 5.000. Παράγουμε όμως 200.000 επιπλέον τόνους γάλα τον χρόνο (800.000 τον. από 600.000 τον.). Κάτι το οποίο οφείλεται στον εκσυγχρονισμό των μονάδων γαλακτοπαραγωγής. Πράγματι, σήμερα φτιάχνω πολύ πιο εύκολα 5 τόνους γάλα την ημέρα, απ' ό,τι πριν από 10 χρόνια, γιατί έχω άλλη (από πλευράς εξοπλισμού) μονάδα. Για τους περισσότερους από εμάς, για να επενδύσουμε στην αύξηση της ποσότητας και στη βελτίωση της ποιότητας χρειάστηκε να φτάσουμε "το χέρι μας μέχρι τον αστράγαλο"... Χωρίς επιδοτήσεις και κρατικές ενισχύσεις, οι μόνες που μας βοήθησαν οικονομικά (και για το δικό τους συμφέρον βεβαίως) ήταν οι εταιρείες στις οποίες παραδίδουμε γάλα. Εχοντας λοιπόν ακόμη "ανοικτούς λογαριασμούς", δύσκολα κάποιος μπορεί να αλλάξει εταιρεία, αφού πρέπει προηγουμένως να εξοφλήσει τα χρέη του».

- Αφετέρου, δεν σε δέχεται εύκολα άλλη εταιρεία, καθώς δεν σ' έχει ανάγκη, αφού είναι καλυμμένη από πλευράς ποσότητας. Δεν θέλω άλλο γάλα, σου λέει...

Χωρίς συμβόλαια

Ουσιαστικά, μεταξύ παραγωγού και εταιρείας υπάρχει μια αρχική συμφωνία (όχι όμως συμβόλαιο), η οποία ανανεώνεται αυτόματα κάθε χρόνο (συνήθως τον Απρίλιο). Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που δεν καταθέσει ο παραγωγός αίτηση διακοπής της συνεργασίας, ένα μήνα πριν από τη λήξη της. Συμβάσεις όμως δεν υπάρχουν, παρ' ότι έχουμε ζητήσει, ως Ομοσπονδία, να παραδίδουμε γάλα με βάση συμφωνητικό, προσθέτει ο κ. Μωραΐτης.

«Σε γενικές γραμμές, πάντως, αισθανόμαστε σαν ένας κρίκος της ίδιας αλυσίδας, μας ενδιαφέρει να πάει καλά το εργοστάσιο γιατί έτσι θα κερδίσουμε κι εμείς (άσχετα αν τελευταία δεν πήραμε κάτι), οι σχέσεις μας με την εταιρεία δεν είναι εντελώς απρόσωπες, αλλά αντιθέτως υπάρχει και κοινωνικό προφίλ», καταλήγει ο κ. Μωραΐτης.

Πρόβλημα η επιμήκυνση

Εκείνο που θεωρεί μείζον θέμα, ωστόσο, είναι η προοπτική επιμήκυνσης του χρόνου διάθεσης του γάλακτος από τις 5 στις 10 ημέρες. «Είναι γνωστό, εξηγεί ο κ. Μωραΐτης, ότι οι εταιρείες χάνουν πόσιμο γάλα λόγω του ανταγωνισμού. Στα ράφια των σούπερ μάρκετ βρίσκουμε συνήθως γάλα 1-3 ημερών. Οι εταιρείες αποσύρουν από μόνες τους τα γάλατα 4-5 ημερών, αφού οι καταναλωτές -και δικαιολογημένα- προτιμούν τα πιο φρέσκα. Αντί όμως να επιχειρηθεί μείωση της τιμής με επιμήκυνση του χρόνου παραμονής ενός γάλακτος για 10 ημέρες (άρα με εισαγωγές γάλακτος), είναι καλύτερα να δοθεί δυνατότητα να πωλούνται τα γάλατα 4 και 5 ημερών σε χαμηλότερες τιμές. Ο καταναλωτής θα το επιλέγει εν γνώσει του, αντί να πίνει γάλα 10 ημερών...».

«Συνεννοούνται»

Για συνεννοήσεις και από κοινού αποφάσεις εμπόρων κάνει λόγο ο αιγοπροβατοτρόφος και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Κτηνοτρόφων Λάρισας, Ι. Μπαρδανίκας, ο οποίος εξηγεί -επικαλούμενος σχετικές πληροφορίες από κτηνοτρόφους- ότι τέτοιες συναντήσεις γίνονται τακτικά, όχι μόνο από τους «μεγάλους», αλλά και από τους «μικρούς» τυρέμπορους. «Ακόμη κι αν δεν υπάρχει εναρμόνιση τιμών, υπάρχει άτυπη συμφωνία μείωσής της, αλλιώς δεν εξηγείται πως φέτος όλοι σου λένε να παραδώσεις το γάλα και όσο κοπεί...», εννοώντας ότι οι παραγωγοί υποχρεώνονται να παραδώσουν το αιγοπρόβειο και -αφού πάρουν μια προκαταβολή- να δεχθούν την όποια τιμή καθορίσει ο τυρέμπορος (και κατ' επέκταση η εταιρεία) στο τέλος του έτους.

«Πέρυσι, συμπληρώνει, πήραμε περίπου 1 ευρώ (από 0,98 έως 1,05 κατά μέσο όρο). Κι ενώ η φέτα μέσα στο καλοκαίρι ακρίβυνε, η τιμή του γάλακτος μειώνεται. Πώς εξηγείται αυτό; Τα στοιχεία που έχουμε λένε ότι όλη η παραγωγή πήγε για φέτα. Από τι γάλα λοιπόν έγινε το κασέρι και το κεφαλοτύρι; Μήπως από εισαγόμενο;»




"Η επιβάρυνση του γάλακτος από το κόστος διαφήμισης και το κόστος επιστροφών φτάνει ανάλογα με την εταιρεία από 25% έως 35%"

Ανθούν η νοθεία και η παραπληροφόρηση του κοινού

Αλλάζει συνολικά η αγορά γάλακτος

Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΪΤΑΝΤΖΙΔΗ

Στην πλήρη αλλαγή της δομής που έχει μέχρι σήμερα η αγορά γάλακτος, οδηγούν οι πρόσφατες εξελίξεις με τη ΜΕΒΓΑΛ. Αν και οι διαδικασίες για την αναδιάρθρωση της αγοράς ξεκίνησαν εδώ και μήνες, τα όσα αποκαλύφθηκαν για το κύκλωμα γύρω από την Επιτροπή Ανταγωνισμού απλώς επιβεβαίωσαν ότι και σε αυτή την αγορά επικρατούν στρεβλώσεις, τις οποίες σε τελική ανάλυση πληρώνει ο καταναλωτής με τις υψηλές τιμές στο ράφι.

Κοινός τόπος είναι ότι ο Ελληνας πληρώνει το φρέσκο γάλα από 30 μέχρι 70 λεπτά ακριβότερα από τον καταναλωτή της Κεντρικής Ευρώπης. Και το ζητούμενο είναι σύντομα να πληρώνει τα ίδια με τον Γερμανό ή τον Ολλανδό καταναλωτή.

Εδώ όμως αρχίζουν τα δύσκολα, καθώς, όπως φάνηκε τις προηγούμενες μέρες, τα υπουργεία Ανάπτυξης και Αγροτικής Ανάπτυξης εδώ και χρόνια δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το πόσες μέρες θα μπορεί να μένει το φρέσκο γάλα στα ψυγεία των καταστημάτων.

Οι εκπρόσωποι εταιρειών με τους οποίους μίλησε η «Ε» παραδέχονται τις υψηλότερες τιμές. Ωστόσο τις δικαιολογούν, επικαλούμενοι μια σειρά από λόγους, άλλοι από τους οποίους είναι αντικειμενικοί και άλλοι υποκειμενικοί.

Αναφέρουν, για παράδειγμα, ότι μπορεί μεν η τιμή της πρώτης ύλης, δηλαδή του γάλακτος που αγοράζουν από τις κτηνοτροφικές μονάδες, να είναι η ίδια με αυτή που ισχύει στην Ελλάδα, δηλαδή 32-33 λεπτά το κιλό, ωστόσο η παραγωγικότητα των μονάδων είναι πολύ μεγαλύτερη και η ποιότητα του γάλακτος υψηλότερη, κυρίως όσον αφορά το μικροβιακό φορτίο και τα ίχνη αντιβιοτικών που υποβαθμίζουν το ελληνικό γάλα. Η χαμηλότερη παραγωγικότητα των μονάδων, που σχετίζεται και με τις καιρικές συνθήκες που ισχύουν στην Ελλάδα, είναι φυσικό να επιβάλει την άμυνα των Ελλήνων κτηνοτρόφων σε κάθε προσπάθεια ν' αλλάξει το ισχύον καθεστώς, που ενδεχομένως θα προκαλούσε αύξηση των εισαγωγών.

Επίσης, μιλούν για μια διαφορετική δομή της αγοράς, η οποία δεν απαιτεί έξοδα διαφήμισης και γενικότερα προώθησης του προϊόντος, το οποίο θεωρείται κοινωνικό αγαθό. Ετσι σχεδόν το σύνολο της ποσότητας φρέσκου γάλακτος βρίσκεται σε συσκευασίες που ανήκουν στην αλυσίδα λιανικής (own label), είτε από επιχειρήσεις.

Επιπλέον, με δεδομένο ότι η ζωή του φρέσκου γάλακτος βρίσκεται στις 8 μέρες και όχι στις 5 όπως στην Ελλάδα, το κόστος διαχείρισης είναι πολύ χαμηλότερο. Οπως λένε οι εταιρείες, αυτή τη στιγμή, ανάλογα με τη φίρμα, οι επιστροφές φρέσκου γάλακτος κυμαίνονται ανά εταιρεία από 10% έως 20% της συνολικά διακινούμενης ποσότητας.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, υποστηρίζουν ότι η επιβάρυνση του γάλακτος από το κόστος διαφήμισης και το κόστος επιστροφών φτάνει ανάλογα με την εταιρεία από 25% έως 35%.

Με λίγα λόγια, η εκτίμηση είναι ότι από μία μέση τιμή γάλακτος 1,25 ευρώ στο ράφι, θα μπορούσε να είναι φθηνότερη περίπου κατά 20 λεπτά, εάν δεν γινόταν διαφήμιση και κατά 13 έως 20 λεπτά, εάν μηδενίζονταν οι επιστροφές. Δηλαδή κατά 33 έως 40 λεπτά το κιλό, για να φτάσουμε στην τιμή των 0,85 έως 0,92 λεπτών.

Στην Ελλάδα, ωστόσο, ισχύει και ακόμη μία ιδιομορφία, που δεν την έχουν οι ευρωπαϊκές χώρες, με εξαίρεση ίσως την Ιταλία. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής γάλακτος είναι συγκεντρωμένο στα βόρεια διαμερίσματα της χώρας, ενώ η μεγαλύτερη κατανάλωση πραγματοποιείται στο Λεκανοπέδιο της Αττικής. Επιπλέον, σε περιόδους όπως το καλοκαίρι, μεγάλο μέρος της κατανάλωσης μεταφέρεται στα νησιά, η τροφοδοσία των οποίων έχει υψηλότερο κόστος.

Με τα δεδομένα αυτά και παρά τις υψηλές τιμές του φρέσκου γάλακτος, οι εταιρείες επιμένουν ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι ζημιογόνα και ότι όσες τη διατηρούν το κάνουν για λόγους πρεστίζ και επειδή εκτιμούν ότι πρέπει να βρίσκονται στην αγορά με όλη την γκάμα των γαλακτοκομικών προϊόντων, για να διατηρούν την πελατεία τους.

Οι μικροί

Παρ' όλα αυτά, την τελευταία διετία και με ένταση τον τελευταίο χρόνο, βρισκόμαστε μάρτυρες σημαντικών αλλαγών στη δομή της αγοράς. Κατ' αρχήν όλο και αυξάνουν τα μερίδια των λεγόμενων μικρών παραγωγών, δηλαδή μικρών περιφερειακών εργοστασίων. Ενώ αυτά παραδοσιακά απευθύνονταν στις τοπικές αγορές (Εβρος, Σέρρες, Ιωάννινα, Κρήτη, Λάρισα, Κιλκίς και αλλού), ορισμένοι δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στη μεγάλη αγορά του Λεκανοπέδιου και διαπίστωσαν ότι παρά την υψηλότερη τιμή, το προϊόν τους έγινε αποδεκτό από μερίδα καταναλωτών.

Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της λαρισαϊκής εταιρείας Ολυμπος, που έφτασε σε πανελλαδικά μερίδια γύρω στο 14,5% το 2005. Αντίθετα στους leaders του κλάδου υπήρξε πτώση. Η ΔΕΛΤΑ από το 34% το 2001 έπεσε στο 31,4% το 2005, η ΦΑΓΕ από το 21% έπεσε στο 17,7% και η ΜΕΒΓΑΛ από το 12,2% στο 10,1%.

Ετσι η μεν ΦΑΓΕ από τη Δευτέρα αποσύρεται πλήρως από το φρέσκο γάλα, ενώ όλες οι εταιρείες θεωρείται βέβαιο ότι θα υποχρεωθούν να επανεξετάσουν τη στρατηγική τους στο γάλα. Σε αυτή σημαντικό ρόλο θα παίξει το τι θα αποφασίσουν οι πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων Ανάπτυξης και Αγροτικής Ανάπτυξης, σχετικά με τις ημέρες ζωής του φρέσκου γάλακτος.

Ενδείξεις καρτέλ

Παρ' όλα αυτά, πάντως, λόγω των κραδασμών, η μέχρι σήμερα (τεχνητή) ευδαιμονία των παικτών της αγοράς έχει ήδη αρχίζει να ταράζεται. Η υπόθεση της ΜΕΒΓΑΛ έθεσε με επίταση το πρόβλημα της υψηλής τιμής του γάλακτος. Παρά το ότι δεν αποδείχτηκε ακόμη ότι λειτουργεί «καρτέλ» στην αγορά λιανικής, παρά τις ενδείξεις για συνεννοήσεις μεταξύ επιχειρήσεων σε τοπικό επίπεδο (στην προμήθεια γάλακτος από τους κτηνοτρόφους, όλα τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο), το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έχει ενεργοποιήσει τα ανακλαστικά επιχειρήσεων και πολιτείας.

Η πρώτη αντίδραση ήρθε από την αγορά, με τη διάθεση από αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ιδίως από τις εκπτωτικές, γάλακτος με τιμές 30%-40% χαμηλότερες από τις ισχύουσες. Εκπρόσωπος εταιρείας, που ερωτήθηκε για το φθηνό γάλα, απάντησε ότι: «Εγώ δεν θα το έπινα», αφήνοντας να εννοηθεί ότι το φθηνό γάλα, που σύμφωνα με τον ίδιο έχει τιμή κάτω του κόστους, είναι υποβαθμισμένο ποιοτικά.

Αυτό όμως είναι κάτι που μένει να το διερευνήσουν οι έλεγχοι του ΕΦΕΤ και του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.

Οσο για τις εμπορικές πολιτικές των εταιρειών γάλακτος, οι περισσότερες, παρ' ότι ομονοούν στα θέματα προμήθειας από τους κτηνοτρόφους, βρίσκονται μεταξύ τους σε κόντρες που φτάνουν και στα δικαστήρια. Για παράδειγμα, η ΔΕΛΤΑ έχει ανοικτό μέτωπο με την Ολυμπος, αλλά και με τη ΜΕΒΓΑΛ για την είσοδό της στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης.

Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει τις συνεννοήσεις μεταξύ τους για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης σε τοπικό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που αναφέρουν έγγραφα της Επιτροπής Ανταγωνισμού που βρίσκονται στη δικογραφία για την υπόθεση ΜΕΒΓΑΛ.

«Οι τιμές σε φρέσκο γάλα πλήρες στο Champion έχουν ως εξής (...). Με δεδομένο τις παραπάνω τιμές υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στη συγκεκριμένη αλυσίδα, για τον καταναλωτή που επιλέγει με βάση τιμή (...). Παρακαλώ να βρεθεί μία λύση, η οποία αν δεν είναι στην κατεύθυνση να μειωθεί η δικιά μας τιμή, θα μπορούσε να είναι να αυξηθεί των ανταγωνιστών». Και ακόμη, «συνάντηση ΔΕΛΤΑ, ΜΕΒΓΑΛ, ΚΡΙ-ΚΡΙ, ΣΕΡΓΑΛ όπου αναφέρονται (....) σε συνάντηση που έγινε σήμερα στις Σέρρες συζητήθηκαν τα παρακάτω: 1. Από Δευτέρα 9/1/06, οι ΣΕΡΓΑΛ και ΚΡΙ-ΚΡΙ επαναφέρουν το φρέσκο γάλα με ημερομηνία προηγούμενης μέρας. 2. Από τη Δευτέρα 9/1/06, συμφωνήθηκε να μη γίνεται στην αγορά του Ν. Σερρών καμία προωθητική ενέργεια στο φρέσκο γάλα κ.λπ...».




«Θα καταστραφούμε», λένε οι κτηνοτρόφοι

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ

Ανάστατοι είναι οι κτηνοτρόφοι στον Εβρο, καθώς όπως τονίζουν, αν περάσει η κυβέρνηση το νομοσχέδιο από τις πέντε ημέρες το φρέσκο γάλα να πάει στις δέκα, θα περάσουν δύσκολες μέρες. «Αν γίνει αυτό η κυβέρνηση θα "δολοφονήσει" τους κτηνοτρόφους. Θα καταστραφούμε», είπε στην «Ε» ο αντιπρόεδρος των κτηνοτρόφων Φερών Μάριος Γουδουλάκης, υπογραμμίζοντας ότι «με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να εισάγουν γάλα από τρίτες χώρες από τις βαλκανικές και τις ευρωπαϊκές που θα είναι κατά τη γνώμη μου, ειδικά από τις βαλκανικές, αμφιβόλου ποιότητας, γιατί το δικό μας σε σύγκριση με αυτές τις χώρες είναι αρίστης ποιότητας».

Ο ίδιος υποστήριξε ότι η αισχροκέρδεια των εταιρειών οδηγεί στην οικονομική καταστροφή τους κτηνοτρόφους. «Εδώ και περίπου 15 χρόνια δίνουμε την παραγωγή μας 0,35 λεπτά και το γάλα το παίρνει ο καταναλωτής 1,30 ευρώ, φανταστείτε τι κερδίζουν οι γαλακτοβιομηχανίες», είπε.

* Σε πολύ χαμηλή τιμή, που αγγίζει μόλις τα 32 με 33 λεπτά, αγοράζουν οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες το παραγόμενο γάλα στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, με αποτέλεσμα να διαμαρτύρονται οι κτηνοτρόφοι. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συλλόγου Κτηνοτρόφων Τραϊανούπολης Αλεξανδρούπολης, Κωνσταντίνο Μπίτσιο, «η τιμή αυτή ισχύει εδώ και 16 χρόνια με αποτέλεσμα να κερδίζουν οι εταιρείες και να ζημιωνόμαστε εμείς, καθώς στα ράφια το γάλα πωλείται με άλλη τιμή».





Ανήσυχοι οι Βορειοελλαδίτες παραγωγοί

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Του ΜΠΑΜΠΗ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗ

Αποφασισμένοι μα και ανήσυχοι εμφανίζονται οι Βορειοελλαδίτες παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος, στη «μάχη» ενάντια στο καρτέλ των μεγάλων γαλακτοβιομηχανιών.

Ευελπιστούν για ένα πόρισμα από τη «λαβωμένη» Επιτροπή Ανταγωνισμού που θα τους δικαιώνει, ταυτόχρονα όμως ανησυχούν. Κι αυτό γιατί βλέπουν ότι οι γαλακτοβιομηχανίες δεν έχουν αλλάξει στάση, ότι εξακολουθούν να λειτουργούν ως οι πραγματικοί κυρίαρχοι του παιχνιδιού, αλλά και γιατί ξέρουν καλά πως αν κάποιος παραγωγός μπει στη «μαύρη λίστα» των βιομηχάνων, αυτό θα σημαίνει τον αποκλεισμό του από την αγορά και άρα την καταστροφή του.

Ακόμη περισσότερο ανησυχούν που ο καιρός κυλάει και αντί να υπάρχουν σημάδια εξομάλυνσης στην αγορά, προκύπτουν νέα δείγματα των προθέσεων των βιομηχάνων όπως έγινε προ ημερών με τα ιδιωτικά συμφωνητικά (αυτοτιμολόγησης) που προτείνουν προς υπογραφή στους παραγωγούς κάποιες γαλακτοβιομηχανίες, εξασφαλίζοντας έτσι το δικαίωμα να δίνουν αυτές την τιμή που θέλουν βάσει ποιοτικών ελέγχων, τους οποίους ούτως ή άλλως οι ίδιες πραγματοποιούν.

Οι Βορειοελλαδίτες γαλακτοπαραγωγοί ήταν από τους πρώτους που αντέδρασαν όταν κάποιοι υποψιασμένοι εξ αυτών άρχισαν να διαπιστώνουν ότι κάτι περίεργο συμβαίνει στο θέμα της τιμής γάλακτος προς τον παραγωγό.

Βάζοντας τα πράγματα στη σειρά, οι πρώτες, προφορικές αναφορές προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού έγιναν την άνοιξη του 2005, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συλλόγου Αγελαδοτρόφων Κεντρικής Μακεδονίας και μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής Αγελαδοτρόφων Ελλάδος, Γιώργο Μπουδουρίδη. Ο σύλλογος δεν διέθετε τότε «ατράνταχτα αποδεικτικά στοιχεία» και έτσι οι διαμαρτυρίες περιορίστηκαν σε προφορικό επίπεδο αποκαλύπτοντας ωστόσο την ανησυχία που επικρατούσε στους κόλπους των παραγωγών. Ενδεχομένως, ακόμη κι αυτές οι «ισχνές» καταγγελίες και διαμαρτυρίες, σε συνδυασμό με το ότι ακολουθούσε καλοκαίρι που ούτως ή άλλως η κατανάλωση γάλακτος περιορίζεται, συνέβαλαν στο να μην προκύψουν σημαντικές αλλαγές στην αγορά. Με την έναρξη του σχολικού έτους άρχισε να αυξάνεται και η κατανάλωση του γάλακτος.

Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΕΛΟΓ (Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος) που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, τον Νοέμβριο 2005 καταγράφηκε η υψηλότερη (στο δωδεκάμηνο: Αύγουστος 2005-Ιούλιος 2006) μέση τιμή αγελαδινού γάλακτος για τον παραγωγό (στα 0,3599 ευρώ). Αυτός ήταν και ο κρίσιμος μήνας καθώς από εκεί και πέρα οι παραγωγοί, όπως κατήγγειλε πρόσφατα σε συνέντευξη Τύπου η Συντονιστική Επιτροπή Αγελαδοτρόφων Ελλάδος, διαπίστωναν ότι οι τιμές παραγωγού μειώνονται συστηματικά σχεδόν από όλες τις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες. Βάσει πάλι των στατιστικών στοιχείων του ΕΛΟΓ, τους μήνες που ακολούθησαν η μέση τιμή γάλακτος για τον παραγωγό έπεσε: τον Δεκέμβριο 2005 στα 0,3572 ευρώ (-0,11%), τον Ιανουάριο 2006 στα 0,3557 ευρώ (-0,51%), τον Φεβρουάριο στα 0,3556 ευρώ (-0,56%), τον Μάρτιο στα 0,3545 (-0,85%), τον Απρίλιο στα 0,3534 (-1,18%), το Μάιο στα 0,3489 (-2,44%), τον Ιούνιο στα 0,3477 (-2,77%) και τον Ιούλιο στα 0,3464 (-3,14%).

Ολους αυτούς τους μήνες ο Σύλλογος Αγελαδοτρόφων Κ. Μακεδονίας παρακολουθούσε τις εξελίξεις, ενώ συγκέντρωσε αποδεικτικά στοιχεία για τη συντονισμένη -όπως κατήγγειλε- μείωση των τιμών εκ μέρους των γαλακτοβιομηχανιών. Τα στοιχεία βρίσκονται ήδη -από τον περασμένο Ιούνιο- στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ο πρόεδρος του Συλλόγου Γιώργος Μπουδουρίδης δεν κρύβει τη δυσφορία του που όλο αυτό το διάστημα, παρά τις τηλεφωνικές του οχλήσεις, δεν έμαθε τίποτε για την τύχη των στοιχείων που παραδόθηκαν στα δύο μέλη της Επιτροπής που επισκέφθηκαν τον Σύλλογο.

Ακολούθησε το «σκάνδαλο ΜΕΒΓΑΛ», η αποκάλυψη του οποίου έδωσε τον δικό της ρυθμό στις εξελίξεις.

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, όμως, είχε ήδη συγκεντρώσει και άλλα στοιχεία στο πλαίσιο της έρευνάς της για το καρτέλ. Μεταξύ αυτών είναι και τα στοιχεία που ζήτησε και πήρε πριν από 6-7 μήνες από τον ΕΛΟΓ. Μάλιστα, όπως γνωστοποίησε στην «Ε» ο πρόεδρος του φορέα Πολυνείκης Φέσσας, την περασμένη Παρασκευή η Επιτροπή ζήτησε και πήρε και όλη τη βάση δεδομένων με τα στοιχεία που διατηρεί ο Οργανισμός.

Κι ενώ πληθαίνουν οι καταγγελίες για το «καρτέλ» του γάλακτος, κάποιες γαλακτοβιομηχανίες επέλεξαν προ ημερών να προσεγγίσουν μεμονωμένους παραγωγούς αγελαδινού γάλακτος και να τους πείσουν να υπογράψουν ιδιωτικό συμφωνητικό (αυτοτιμολόγησης), κίνηση που καταγγέλθηκε από τους συνδικαλιστές και ερμηνεύτηκε ως επίδειξη ισχύος.

Κατά τους παραγωγούς, δείγμα της νοοτροπίας που διακατέχει τους μεγαλογαλακτοβιομήχανους αποτελεί επίσης και η δεύτερη μέσα σε δύο εβδομάδες αναβολή της συνάντησης που είχε οριστεί μεταξύ εκπροσώπων τους στα γραφεία του ΕΛΟΓ στη Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη συνάντηση είχε προγραμματιστεί για την Πέμπτη. Τώρα αναμένεται να οριστεί νέο ραντεβού την ερχόμενη εβδομάδα.

Κεφάλαιο μείζονος σημασίας για τους παραγωγούς, που απαιτεί άμεσα λύση, είναι η διαφάνεια σε ό,τι αφορά την προέλευση και τα χαρακτηριστικά του γάλακτος που πωλούν οι γαλακτοβιομηχανίες στην αγορά και το οποίο δεν φέρει λεπτομερή σήμανση στη συσκευασία του. Το θέμα έχει τεθεί πολλές φορές. Για να γίνει όμως αντιληπτό το κενό διαφάνειας που υπάρχει στην προέλευση και την ποιότητα του γάλακτος που καταλήγει στην αγορά, θέτουν ρητορικά το ερώτημα: Πώς γίνεται όταν η εγχώρια παραγωγή γάλακτος υπολογίζεται στα 0,8 εκατ. τόνους ετησίως, η αγορά να καταναλώνει 1,5 εκατ. τόνους και αυτό να θεωρείται όλο ελληνικό;


Το αρθρο ειναι απο το φυλλο της Ελευθεροτυπιας 30-9-06

623 Επισκέπτες, 0 Χρήστες