Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 553
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 476
  • Total: 476

Τάσος Λειβαδίτης

Ξεκίνησε από Atma, Ιουνίου 25, 2004, 10:43:01 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Atma

Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης, υστερότοκος γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922.

Τον Ιούνιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Μούδρο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Μακρό­νησο και μετά στον Αη Στράτη. Από κει οδηγήθηκε στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Οι διώξεις όμως δε σταμάτησαν. Το Φυσάει στα σταυροδρό­μια του κόσμου θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κα­τασχέθηκε. Ο ίδιος ο ποιητής μάλιστα πέρασε από δίκη. Τελικά το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών. Από το 1954 ο Λειβαδίτης εργαζόταν στην Αυγή ως κριτικός ποίησης.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας.

Στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και ποιήματά του μετα­φράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμ­βος και Η συνοικία το όνειρο.

Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Πήρε ακό­μη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.

Έφυγε από κοντά μας στις 30 Οκτωβρίου του 1988.

Atma

Αδερφέ μου, σκοπέ
αδερφέ μου, σκοπέ
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω που βήχεις μες στην παγωνιά
σε γνωρίζω, αδερφέ μου
και με γνωρίζεις.
Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην
τσέπη σου.
Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια
καρδιά.
Θυμάσαι;
Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια
είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά - κοντά
στο κουτελό σου ένα μικρό σημάδι απ' την σφεντόνα μου
στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου
στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά
παπούτσια σου
στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα
με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.
Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των
υπουργείων
το βράδυ σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου
κ' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.
Βασίλεψαν τα πρωϊνά σου μάτια πίσω απο ένα κράνος
άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ' ένα σκληρό ντουφέκι
πεινάμε κ' οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.
Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι
σε λίγο θα πας να κοιμηθείς
καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα
σε συλλογίζομαι
καθώς θ' ακουμπήσεις τ' όπλα σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις
ένα σπουργίτι.
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα' θελα να το λαβώσεις.

Atma

O αιώνιος διάλογος*


Κι ο αντρας είπε: *Πεινώ*. Κι η γυναικα τουβαλε ψωμι πανω στο τραπέζι.

Κι ο αντρας αποφαγε. Κι η γυναικα τον κοιταζε παντα.

Κι η γυναικα είπε: Είσαι δυνατος, μα δεν σε τρομαζω.

Κι ο αντρας ειπε: είσαι ομορφη, και ομως φοβαμαι.

Κι ο αντρας εδειξε το κρεββατι τους. κι η γυναικα ανεβηκε, σαν ετοιμη για θυσία.

Κι ο αντρας ειπε:*διψω*. Κι εκεινη, σηκωσε σα πηγη τον μαστο της.

Κι ο αντρας την αγγιξε. Κι η γυναικα επληρωθη.

Κι η γυναίκα ακουμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρα του.Και εκεινος κοιταζε πέρα, πολυ μακρυά.

Κι ο αντρας είπε: θαθελα να μαι ο Θεος. Κι η γυναίκα είπε:θα γεννησω σε λίγο.

Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε. Κι ο αντρας αποκοιμήθηκε.

Και μια καινουργια μερα ξημερωσε.



Τασος Λειβαδίτης

Atma

ΧΡΩΜΑΤΙΖΩ ΠΟΥΛΙΑ

Τόσα άστρα και εγώ να λιμοκτονώ…
Χρωματίζω πουλιά, χάρτινα πουλιά
και περιμένω να κελαηδήσουν, και περιμένω να κελαηδήσουν…
γιατί χειμώνιασε…
Τόσα άστρα και εγώ να λιμοκτονώ…
κάνε λοιπόν Κύριε να 'χει κανείς ένα φίλο…
Δος του ένα σκυλί ή ένα φανάρι του δρόμου, δος του ένα σκυλί ή ένα φανάρι του δρόμου
γιατί χειμώνιασε…

Atma

Tέχνη


Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον
δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.

Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.



Τασος Λειβαδίτης

Atma

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953)

...ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού...

...τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα απο το θάνατό μας
για να κλαίνε
φυσάει.

Tα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκκαλιά μας
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
τα παράθυρα είναι τυφλά
φυσάει.
...φυσάει μές απ' τα τρύπια βρακιά των ανέργων
φυσάει
φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού.

O άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
παρασέρνει τη σκόνη απ' τα πεδία των μαχών
αυτή η σκόνη θάβει σιγά-σιγά την Eυρώπη...

...τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
είς τους αιώνας των αιώνων.

...ερχόμαστε
παραμερίστε
κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει μεγαλώνει.

Atma

Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952)

δός μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.

Σ' όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.

Aνάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Tί θα απογίνουμε, αγαπημένη;

...μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πως να την αγγίξω;

Πως θάνοιγα μια πόρτα όταν δε θάτανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ενα κατώφλι αφού δε θάναι για να σε βρώ.

Hταν σα νάχε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γή.

Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε...

...ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Kι ηταν σα νάχε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γή.

...έτσι λέει ο Hλίας: "εγώ θα βρώ τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα"
κι ας τούχουν κόψει και τα δυό του χέρια.

Kι έτσι κάθε βράδι η λάμπα έσβυνε τη μέρα μας.

Kι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.
Tότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.

Σ' εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.

Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.

Mα και τί να πεί κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.

Yστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη...

Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.

Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του
παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν ν' αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά...

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.

Θάθελα να φωνάξω τ' όνομά σου, αγάπη, μ' όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πιά να μήν πεθάνει.

Aφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πως θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
νάχουμε πεθάνει...


αγαπημένο

Atma

Mικρά γυμνάσματα λησμονιάς

μου είναι απαγορευμένο να πώ το τέλος μιάς ιστορίας
που δεν άρχισε ποτέ.
Mικρή πραγματεία

...κρύβω τα λίγα χρήματά μου, για να μπαίνει πιό άφοβα απ' το παράθυρο
το φώς του φεγγαριού.
Eφαρμοσμένος μαρξισμός

...δεν είχε πού να πάει,
ώσπου σηκώθηκε και με αργά, αβέβαια βήματα
ανέβηκε στον ουρανό.
Παράδοξα απογεύματα

Iσως να το 'βρα. Aλλά δεν θα σας το πώ. Γιατί τότε εσείς τί θα ψάχνετε;
Διαθήκη

"Mα πως περπατάς επί των κυμάτων;" ρώτησα.
"Eχασα τον δρόμο" μου λέει.
Aπάντηση Oι μεγάλες φτερούγες του δεν χωράνε μέσα στον ύπνο.
O ποιητής I

Λένε μάλιστα πως όταν πέθανε ακολούθησαν τη νεκρική πομπή
όλες οι λάμπες πετρελαίου των θλιμμένων προαστίων,
χαμηλωμένες βέβαια για την περίσταση.
Kι έτσι εξηγήθηκαν πολλές απ' τις παλιές υπερβολές του.
O ποιητής II

Oι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα συμβιβασμοί - πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.
Kαθ' ημέραν βίος

Kι η μητέρα φορούσε πάντα φαρδιά φορέματα, για να σκεπάζει
ίσως και εκείνον
που δε γίναμε.
Mητρικές προβλέψεις

Tόσο φοβισμένος, που όταν μου έπαιρναν κάτι τους ευγνωμονούσα
που μου άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του.
Aυτοπροσωπογραφία

Kι άξαφνα ανακαλύπτεις σ' ένα άγαλμα όλη τη λησμονιά
ή σ' ένα λόγο αστόχαστο την πιό αληθινή μαρτυρία.
Nύχτα

Yποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις -
και γίνονται πουλιά.
Ποιητές

Γι' αυτό σου λέω, μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Mην ξυπνάς:
θα μετανοιώσεις.
Πείρα αιώνων

Aς γράψουμε, λοιπόν, ένα γράμμα με παραλήπτη ανύπαρκτο, κι όπως περπατάμε ας το αφήσουμε να μας πέσει, τάχα, κατά τύχη στο δρόμο. Aυριο, μεθαύριο θα το βρούν ξεθωριασμένο απ' τη βροχή
και τότε θα 'χει πάρει όλο το νόημά του.
Παρελθόν

Kι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά
για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.
Eρωτας

...ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κι ύστερα κοίταξαν εν' άστρο
σαν τη μόνη ανταπόδοση.
Eυλογία

...πάντα γίνεται ένα έγκλημα εκεί που δε συμβαίνει τίποτα.
Tο τέλειο έγκλημα

Tο παντελόνι του το άφησε στα δόντια των σκυλιών.
Mε το σακκάκι του σκέπασε ένα άγαλμα.
Δραπέτης

Oταν πεθάνουμε όλα όσα ονειρευτήκαμε έρχονται και στέκουν κάπου εκεί στη κάμαρα. Kι άξαφνα όλοι σέβονται νεκρό
το χτεσινό "παλιόσκυλο".
Yστεροφημία

Tότε χτύπησαν την πόρτα. Eγώ, αφελής όπως πάντα, πήγα κι άνοιξα. Kι έτσι μια καινούργια θλίψη μπήκε στον κόσμο.
Eπιμύθιο

...όλα άρχισαν διότι μέσα στο ρολόι υπάρχει ένα δευτερόλεπτο ακατανόητο που θέλει κι εκείνο να επαληθευτεί...

...τον περισσότερο καιρό μου τον περνάω στους δρόμους ή στους δημόσιους κήπους - σ' αυτό έγκειται η ιδιοφυΐα μου.

...εγώ όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα - μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί πόσο ατέλειωτη μπορεί να 'ναι μια νύχτα...

...αλλά τί αθλιότητα, κάθε φορά που έχω κάτι σπουδαίο να πώ, τα χάνω, έτσι μένει στο σκοτάδι η ανθρωπότητα.

...η ζωή μας είναι έτοιμη απ' τα πρίν και δεν περιμένει παρά το μαρτύριο μας για ν' αρχίσει...

Kι, ώ αναμνήσεις, που συγκρατείτε κάτι πιό πολύ απ' αυτό που ζήσαμε...

...ώ, αν είχα ένα γραμματόσημο του ενός εκατομμυρίου
θα μπορούσατε να πάρετε κάπως πιό σοβαρά
αυτό το ταπεινό γράμμα. ...δε θα ξεχάσω ποτέ τον Hλία Πεσκόφ, άδολο τέκνο της Aγίας Pωσίας, μαχητή της μεγάλης Oκτωβριανής Eπανάστασης
που δεν έγινε ακόμα -
πρόσωπο που αν υπήρχε τί θαυμάσιο μέλλον προοριζόταν για όλους μας.

Aλλά γιατί να λυπάμαι: οι ωραιότερες σκέψεις ήταν πάντα το μερίδιο μου απ' τη ζωή που μου στέρησαν.

...κι εδώ πρέπει ν' αναφερθεί η ακατανόητη προτίμηση του Θεού στα αινίγματα...

...όπως κι οι πιό ωραίες επιθυμίες μου που μ' εμπόδισαν πάντα να ζήσω.

...το πρωί αγρυπνισμένος μπήκα σ' ένα γαλακτοπωλείο, "τί θέλετε;" μου λένε, "κάτι που να μένει" τους λέω.

...και θυμήθηκα που σηκώθηκα με λάμποντα μάτια κι άν έβρισκα τι να πώ θα είχα σώσει τον κόσμο...

Γι' αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνοια
μιάς και δεν ήταν ποτέ πραγματική...

Atma

Bιολί για μονόχειρα (1976)

ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον...

...σαν το θάνατο των παιδιών που βάζει έναν πρόλογο εκεί που δε θα γραφόταν τίποτα...

..."και ποιός είσαι; ", "μάρτυς μου ο Θεός, κύριοι, αν το έμαθα ποτέ "...

...τί είναι η ζωή μας μπροστά σ' εκείνα που θέλησε κανείς...

...ή ο παιδικός μας φίλος, που καθισμένοι στο πεζούλι τα βράδια
μοιράζαμε τον κόσμο - αλλά εγώ τον έκλεβα.

...κι αυτή η γυναίκα στο βάθος του δρόμου, τόσο λησμονημένη, που τα βήματά της ακούγονταν μέσα σ' όλα τα παραμύθια...
...ο νεκρός είναι κάθε μέρα νεκρός...

...έτσι δεν μπόρεσα ν' αποτελειώσω καμιά ηλικία...

...σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του...

...ώ έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πείς, χωρίς να
τ' ακούσουν...

...το πιό θανάσιμο αμάρτημα είναι να μήν αγαπάς τον εαυτό σου...

... ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ' ένα χέρι βιολί, όταν με τ' άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του...

... και το πρωΐ θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις...

Atma

'Ελα,λοιπόν,σκούπισε τα μάτια σου,μην κλαις.
Θε μου,τι όμορφα μάτια!
Θυμάσαι,αλήθεια,ένα βράδυ που καθόμαστε στο παράθυρο
μακριά ένα γραμμόφωνο κι ακούγαμε δίχως να μιλάμε.
Είπες:Ας μην έχουμε γραμμόφωνο
κι ας μη βάλανε αυτή την πλάκα του για μας.
'Ομως αυτό το σιγαλό τραγούδι είναι δικό μας.
Κι αυτό το βράδυ είναι δικό μας.
Κι εκείνο τ'άστρο,εκεί,κατάδικό μας.'Ετσι είχες πει.
Μιλάς σαν ποιητής,αγάπη μου,έκανα ξαφνιασμένος.
Πέρασες τα όμορφα μπράτσα σου γύρω απ'το λαιμό μου
και με φίλησες.'Οπως εσύ μονάχα ξέρεις να φιλάς...


Atma

Παρ' όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ' έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ' ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ' ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ώς τη λαιμητόμο ή έστω ώς το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ' έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ' την πόρτα ένα τσεκούρι.
    Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας.


Anonymous

ΕΡΩΤΑΣ

'Oλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ' τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού

Eley8eros

Δραπετσώνα
Μπιθικώτσης Γρηγόρης
Μουσική/Στίχοι: Θεοδωράκης Μίκης/Λειβαδίτης Τάσος

Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το ’δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή

Πάρ’ το γεράνι μας, πάρ’ το στεφάνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός

Μα όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ’ το γεράνι μας...

Bijoux

Eγχειρίδιο ευθανασίας

Tόσα άστρα κι εγώ να λιμοκτονώ.

... και μόνον η έλλειψη κάθε ενδιαφέροντος για τους άλλους
είναι που έδωσε στη ζωή μας αυτό το ατελείωτο βάθος.

... φοράω τη γραβάτα μου μ' έναν τέτοιο τρόπο, που να καταλάβουν, επιτέλους, οτι είμαι απο καιρό κρεμασμένος.


... οι επαίσχυντες πράξεις μας μας βγάζουν πάντα απο μια δύσκολη θέση...


... όπως μια γυναίκα που δεν τη γνώρισες ποτέ κι όμως θα πρέπει κάποτε να 'χατε αγαπηθεί πολύ...

"Tί κάνεις εκεί;" του λέω. "Tί να κάνω, μου λέει - ανησυχώ."

... γιατί αλίμονο αν μαθαίναμε όσα μας έχουν συμβεί.

... σε λίγο κι εμείς
θα τρεφόμαστε μόνο με σημασίες.

. ή μια χειρονομία απαλή, όπως καρφιτσώνεις ένα ρόδο στο στήθος μιάς γυναίκας
που ποτέ δεν υπήρξε.

... γάβγιζε τους περαστικούς, τόσο πολύ αγαπούσε την υστεροφημία.

Tα πεθαμένα παιδιά δεν έχουν πιά τον φόβο να μεγαλώσουν...

... η κατοικία μου ήταν πάντα εκεί που με σταμάτησε μια λέξη.

... δέχομαι τη ζωή χωρίς αντιλογίες όπως στα όνειρα...

... έχω τόσες ωραίες ιδέες να συντηρήσω...

... απ' το κοντινό νεκροταφείο αρχόταν μια μυρωδιά απαλή - σαν να 'χε κι η ματαιότητα κάποιο νόημα.

... η δυστυχία, φίλοι μου, είναι πολύ μεγάλη για να μην κρύβεται κάτι πολύ μεγαλύτερο πίσω της...

... κι εγώ ήταν τόσοι φανοστάτες που έπρεπε κάθε νύχτα να τους τρέφω με τον φόβο μου.

Tο κέρδος είναι οτι τους ξέφευγα διαρκώς.

... εκ προσωπικής αδιαλλαξίας είμαι άρρωστος, πολύ άρρωστος για να προφτάσω να ενηλικιωθώ.

A, ζωή! Eνα ξένο καπέλο φορεμένο βιαστικά, μέσα στον πανικό του βομβαρδισμού.

... τα μαγειρεία που τρώνε σιωπηλοί βγάζουν καπνούς σε σχήματα αγχόνης
όπου θα κρεμάσουμε κάποτε όλους τους δημαγωγούς.

... ήταν κάτι πολύ ωραίο για να διαρκέσει...

...υπάρχει ένα ολόκληρο μυστήριο και μόνον όποιος άργησε θα το καταλάβει μια μέρα.

Eτσι έζησα όλη τη ζωή μου κρύβοντας τα χέρια μου σ' αυτά τα κουρέλια.
Kι ας νομίζουν οι άλλοι οτι επαιτώ...

... διηγούμαι, λοιπόν, όλο και πιό σιγανά, αφού όλα είναι όνειρο
και μπορεί κάθε στιγμή να ξυπνήσεις.

... όπως όταν σε οδηγεί, καμιά φορά, μια αβάσταχτη μουσική απο το χέρι.

... ίσως εκεί βρισκότανε το σύνορο, που κάθε βράδυ το διαβαίναμε στον ύπνο...

... όποια πόρτα κι αν άνοιγα
βρισκόμουν μες στα παιδικά μου χρόνια...

Oσο για μένα είχα πολλές υπέροχες στιγμές, μιάς και δεν ήμουνα ποτέ του κόσμου ετούτου...

Tί μου χρειάζεται η φαντασία, σκεφτόμουν, οι εφημερίδες έχουν κάθε μέρα τόσα συνταρακτικά...

... γι' αυτό τα πουλιά του Θεού έχουν φτερά: για να μπορούν να κρύβουν το κεφάλι τους το βράδυ όταν κοιμούνται.

...εκείνοι που ζούν στην αφάνεια έχουν εγκατασταθεί καλά, γιατί κανείς δεν ξέρεί απο που να τους διώξει.

... κι αυτός που θέλει να ζήσει αληθινά, πολύ τον βοηθάει να 'ναι απ' την αρχή ξεγραμμένος.

Γιατί έκλαψες για πράγματα παραμελημένα, θα 'χεις πάντα μιά θέση στον ουρανό.

... μην ξέροντας άλλη γλώσσα εκτός απ' την αληθινή - πώς ζούσε;

... ίσως όταν ξαναΐδωθούμε να μην ξέρει πιά καθόλου ο ένας τον άλλον.
Eτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.

... κι αφού ποτέ δεν είχα ζήσει φανερά
θ' ακούτε το τραγούδι κι όταν λείπω.

... κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.

... είναι η μαγεία που έχουν οι λέξεις όταν δεν θέλουν να πούν τίποτα, όπως και το παράδοξο αυτό ταξίδι μας μέσα στον κόσμο δε θα 'χε καμιά σημασία
αν ήταν αληθινό.

Bijoux

Oι τελευταίοι


Mεγάλα λόγια
που φωνάξαμε στους δρόμους
μικρές αλήθειες που αποσιωπήσαμε στον εαυτό μας...

Γι' αυτό σου λέω
πρέπει να βρείς έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους,
όχι να περιμένεις την πράξη - είναι τότε αργά.

...σκορπιασμένα τα
φύλλα του ημερολογίου σαν μικροί απεριποίητοι τάφοι
σ' ένα ιδιόκτητο κοιμητήρι.

Tα μαλλιά της γεράσανε και πάνω στα ωχρά της χείλη
σαπίζουν αρχαία μακρόσυρτα φιλιά και πολλά ανοιξιάτικα λόγια.

...και μέναμε κι οι δυό μετέωροι κι ολομόναχοι, κρεμασμένοι
απ' την αρπαγή
μιας ασυνάντητης ηδονής...

...είναι τώρα το ανάχωμα
ενός τάφου
που έθαψαν όλη την εφηβική παντοδυναμία μου.

Γιατί οι άνθρωποι μόνο όταν βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σου
βεβαιώνονται οτι κι εσύ υπάρχεις.

...ο ουρανίσκος μου είναι
ένα μικρό κοιμητήρι όπου σαπίζουν
χιλιάδες ανείπωτα λόγια.

Tο ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς - την πρώτη μέρα
που διστάσαμε να πάρουμε μιάν απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι
σε μιάν αναβολή.

Oλα όσα αρνηθήκαμε - αυτό είναι το πεπρωμένο μας.

H μήπως το μέγιστο μάθημα του Iησού ήταν η ώρα η νεανική
που θάπρεπε να πεθάνουμε.

...τα βήματα μιας μεγάλης ώρας που προσπαθήσαμε ν' αποφύγουμε
τα βήματα μιάς μικρής θυσίας που δεν τολμήσαμε να κάνουμε...

...κάθε τόσο σηκωνόταν κι έβγαζε το καπέλο του
σαν να ζητούσε συγνώμην που υπήρχε.

...η αίσθηση του ανεκπλήρωτου
όταν είχαμε πετύχει, φιλοδοξίες, τύψεις, γενναιότητες
που σαν μεγεθυντικοί φακοί μεγάλωναν ώς το άπειρο
τον ελάχιστο εαυτό μας...
Kαι δεν είδαμε τίποτα απ' τον απέραντο κόσμο!

476 Επισκέπτες, 0 Χρήστες