Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 553
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 536
  • Total: 537
  • Leon

Τάσος Λειβαδίτης

Ξεκίνησε από Atma, Ιουνίου 25, 2004, 10:43:01 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Bijoux

EKEINO
 
Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο
η νοσταλγία του ανέκφραστου - σαν τη θολή, αόριστη
ανάμνηση απ' τη γεύση ενός καρπού,
πουφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη - και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι απο δάκρυα.

Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που
κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο,
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.

gkokk

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-1964
 

ΚΑΒΑΦΗΣ

 

Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, σφόδρα συμπλέγματα

γιγάντιες σα θόλοι ναού, ηδονές

κι άγνωστες περ’ από κάθε πρόσχημα

τραχειές σα νίκες, αμαρτίες

και το πρωί επέστρεφε μόνος

κι εξαντλημένος κι ώριμος

κομίζοντας σα μια καινούργια αγνότητα

το νέο αμαρτωλό του ποίημα.


 

ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ

 

Κρατάτε την τύχη μου στα χέρια σας

την ίδια τη ζωή μου

μια λέξη ή ένα βλέμμα σας, αρκεί να με σκοτώσει

μα ξέρω ότι συχνά σας βάζει σε αμηχανία

αυτό το τεράστιο πληγιασμένο μου πλευρό

κι αν αργοπορείτε το τελευταίο χτύπημα

είναι γιατί σας ηδονίζει, ανέραστοι

που με βλέπετε ματωμένο

απ’ τα τακούνια των γυναικών

δεν μου συχωράτε αυτόν τον πόνο

που με κάνει να τρέμω από επιθυμίες άγνωστες

δεν συχωράτε καν τον ξεπεσμό μου

που ανατρέπει τις ταχτοποιημένες μέρες σας

με την κατακλυσμική μου ειλικρίνεια

με κυνηγήσατε μέσα στο μυαλό μου

και για να σωθώ, δραπέτευσα στο αλκοόλ

με ταπεινώσατε σα σκυλί

μα εγώ σας πρόλαβα και πήρα από τα χέρια σας τη νίκη

εξευτελίζοντας ο ίδιος πιο πολύ τον εαυτό μου.

gkokk


gkokk


gkokk


gkokk

Παράθεση από: "gkokk"ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-1964
 

"ΚΑΒΑΦΗΣ"

 

Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, σφόδρα συμπλέγματα

γιγάντιες σα θόλοι ναού, ηδονές

κι άγνωστες περ’ από κάθε πρόσχημα

τραχειές σα νίκες, αμαρτίες

και το πρωί επέστρεφε μόνος

κι εξαντλημένος κι ώριμος

κομίζοντας σα μια καινούργια αγνότητα

το νέο αμαρτωλό του ποίημα.


 

"ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ"

 

Κρατάτε την τύχη μου στα χέρια σας

την ίδια τη ζωή μου

μια λέξη ή ένα βλέμμα σας, αρκεί να με σκοτώσει

μα ξέρω ότι συχνά σας βάζει σε αμηχανία

αυτό το τεράστιο πληγιασμένο μου πλευρό

κι αν αργοπορείτε το τελευταίο χτύπημα

είναι γιατί σας ηδονίζει, ανέραστοι

που με βλέπετε ματωμένο

απ’ τα τακούνια των γυναικών

δεν μου συχωράτε αυτόν τον πόνο

που με κάνει να τρέμω από επιθυμίες άγνωστες

δεν συχωράτε καν τον ξεπεσμό μου

που ανατρέπει τις ταχτοποιημένες μέρες σας

με την κατακλυσμική μου ειλικρίνεια

με κυνηγήσατε μέσα στο μυαλό μου

και για να σωθώ, δραπέτευσα στο αλκοόλ

με ταπεινώσατε σα σκυλί

μα εγώ σας πρόλαβα και πήρα από τα χέρια σας τη νίκη

εξευτελίζοντας ο ίδιος πιο πολύ τον εαυτό μου.

gkokk

"ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΠΑΝΤΟΥ"


Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα
σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα
Γιατί σ' αγαπώ.
Κλείσε το σπίτι
Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
Και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων
σ' όποιο μέρος της γης
σ' όποια ώρα
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για ένα καινούργιο κόσμο.
Εκεί θα σε περιμένω. Αγάπη μου.

blue-roses

... Μακάριοι εκείνοι που μίσησαν τον εαυτό τους,
ότι αυτοί γκρέμισαν ένα βασίλειο,
για να βρουν από κάτω το σπειρί της άμμου που ενοχλεί τον οφθαλμό ...

. . . Κύριε αμάρτησα ενώπιόν σου
ονειρεύτηκα πολύ
έτσι ξέχασα να ζήσω
μόνο μ' ένα μυστικό που τόχα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον πραγματικό κόσμο
αλλά κανείς δεν με γνώριζε
σαν τους θαυματοποιούς
που χάρισαν όλη μέρα το χαμόγελο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στη σοφίτα τους
πιο φτωχοί κι απ' τους αγγέλους

ζήσαμε πάντα αλλού

και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε,
για λίγο . . .

κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον
είμαστε κιόλας νεκροί.

Φτωχοί που περνάνε στους δρόμους, κρύβοντας στα φαρδιά ξεχειλωμένα πανωφόρια τους κάποιον ποιητή,
που τον αρνήθηκε η τύχη ή τον ξεγέλασαν οι περιστάσεις
αλλά τους χαρίζει καμιά φορά τα πιο ωραία τους δάκρυα.

Συχνά, μέσα στη νύχτα, καθώς περπατάς ολομόναχος,
κάτι σ' αγγίζει στον ώμο,
γυρίζεις τότε - και μονομιάς νιώθεις όλο το μάταιο της ύπαρξης.
Αλλά δε θλίβεσαι σα νάσαι ο πρώτος που το ανακαλύπτεις.

blue-roses

"Πρέπει, οπωσδήποτε, ν' αλλάξω ζωή, αλλοιώς
είμαι χαμένος. Βέβαια, έχω καιρό μπροστά μου, είμαι ακόμα
νέος. Αν μπορούσα να ξεφύγω αυτή την άθλια καθημερινότητα,
υποχρεώσεις και συνήθειες και συμβιβασμοί, αν σταθώ λιγό-
τερο εύκολος
στις διάφορες προφάσεις- μα ιδιαίτερα
αν βάλω πια ένα τέλος σε τούτες τις αιώνιες αναβολές.
Τότε, αλήθεια, ίσως φτιάξω κάτι, ίσως μάλιστα και κάτι το
μεγάλο
όπως ονειρευόμουν από παιδί..."

Έτσι έγραφε κάποιος ένα βράδι με χέρια που τρέμανε.
Κι έκλαιγε. Ύστερα νύσταξε κι αποκοίμηθηκε.
Το πρωί, μόλις θυμόταν κάτι αόριστα. Και σε μερικά χρόνια
πέθανε.

blue-roses

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο η νοσταλγία του ανέκφραστου - σαν τη θολή, αόριστη
ανάμνηση απ' τη γεύση ενός καρπού, που'φαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη - και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου γεμίζουν τότε από'να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών. Ή ίσως κι από δάκρυα.
Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που
κλαίει. Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο,
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.

blue-roses

ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΟ

"Όλα δείχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας.
Τα χάδια μας ξυπνούσαν τώρα πιότερο την ανάμνηση
παρά το ίδιο μας το κορμί.Κι όμως δε θέλαμε να το πιστέψουμε,
επιμέναμε.Σκεπάζοντας τις ρωγμές του χρόνου
με όρκους,δάκρυα,ασέλγειες,κι άλλες τέτοιες υπέροχες
και μάταιες υπερβολές.

Μα όταν κείνο το βράδι σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε σιωπηλοί
κι έφυγες χωρίς να σε σταματήσω ή να σε καλέσω πίσω
και το κρεβάτι έμεινε βουλιαγμένο κι άδειο, σαν ένας τάφος
που ζητάει τον νεκρό του,
και βρέθηκες μονάχη στη μέση του δρόμου,κι εγώ
καταμόναχος στην άδεια παγωμένη κάμαρα,
έκλαψα-έκλαψα τότε ατέλειωτα,
καθώς είδα με τρόμο ξαφνικά,
πόσο είχαμε σταθεί για πάντα ξένοι."

blue-roses

Aιχμαλωσία  
 
Παρ' όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ' έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ' ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ' ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ώς τη λαιμητόμο ή έστω ώς το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ' έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ' την πόρτα ένα τσεκούρι.
    Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας.

blue-roses

Aιώνας εμπορίου
 
H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
    εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
    λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
    δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
    χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
    ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
    περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ' όλη τη βέβαιη νειότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα
    μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
    δολλάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
    μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
    θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ' τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
    ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
    προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ' όλη τη ζωή μου.
 

blue-roses

Aνώμαλα πάθη  
 
Kάποτε θα θυμηθώ κάτι τόσο ωραίο, θά 'ναι φθινόπωρο σ' εκείνη τη μικρή πάροδο με τα υαλοπωλεία, εκεί που, όταν ξεπέσαμε, ο πατέρας πουλούσε ονειροκρίτες ― από τότε δεν ξαναβγήκα απ' τ' όνειρο κι όμως κρύωνα, αλλά μπορούσα τουλάχιστο να παραδοθώ στ' ανώμαλα πάθη μου]

blue-roses

Aυτοπροδοσία
 
Ήταν γυμνός. Στην πόλη τον πετροβολούσαν. Kι έφευγε, με το αίμα να στάζει πίσω του. «Θέλει να δείχνει ανυπεράσπιστος», έλεγαν οι σοφοί.
    Mα όταν τον βρήκαμε νεκρό, έξω στα χωράφια, είδαμε πάνω στο γυμνό του στήθος το μεγάλο ζωγραφισμένο πουλί,
    που του 'τρωγε το τελευταίο κουρέλι.

536 Επισκέπτες, 1 Χρήστης