Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 553
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 411
  • Total: 411

Κοιτάζοντας το Ονειρο ΝΙΚΟΛΑΣ Γ. ΡΕΪΣΗΣ

Ξεκίνησε από krinos, Ιουλίου 01, 2004, 01:11:57 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

krinos

της, ήσυχος και συγκαταβατικός άνθρωπος, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από την        μητέρα της, ήταν συνταξιούχος με μια πενιχρή σύνταξη. Τα έφερναν γύρω, με δυσκολία, ‘’ ίσα βάρκα, ίσα νερά ‘’.  Ο αδερφός της δεν δούλευε εκείνη την εποχή. Ήταν λεβεντόπαιδο και έξυπνος. Τον τριγυρνούσαν τόσο ωραία λουλούδια στο πανεπιστήμιο, και εκείνος μάζευε την γύρη τους. Κι έτσι τα μαθήματα τα είχε σχεδόν αφήσει στον κόκορα. Κατά βάθος ζήλευε τον Μιχάλη για την πρόοδο του στο πανεπιστήμιο. Έλεγε στους έλληνες φοιτητές:
- Αν διαβάσω έστω και μία μέρα σαν τον γαμπρό μου, θα τρελαθώ.
Πολλές φορές, έπαιρνε και έφερνε τον Μιχάλη από το πανεπιστήμιο με το αυτοκίνητο του. Για κακή τύχη του Μιχάλη ο Γιώργος του προέκυψε και φιλοχουντικός και οι καυγάδες τους ήταν ομηρικοί. Κάποιο ‘’ καλοί ‘’ συμπατριώτες του Μιχάλη δεν είδαν με καλό μάτι τον γάμο του Μιχάλη και σκέφτηκαν, « μας πήρε τον καλό γαμπρό η ξένη». Άρχισαν να βάζουν λόγια στην Μαίρη. Εκείνη κατάπινε τις συκοφαντίες εναντίον του Μιχάλη αμάσητες. Τα πίστευε όλα. Και τα κόμματα και τα πνεύματα και τις τελείες:
- Έχει γκόμενες ο άνδρας σου. Τις έλεγαν.
Όταν γύριζε ο Μιχάλης σπίτι, άρχιζε ο τέταρτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο Μιχάλης δεν είχε χρόνο ούτε να φτύσει. Δουλειά, σχολείο, σπίτι.
- Είσαι με τα καλά σου χριστιανή μου; Που να βρώ τον χρόνο να έχω και γκόμενες; Δεν πηγαίνω και έρχομαι στο πανεπιστήμιο με τον αδερφό σου; Ποιος σου τα λέει αυτά τα ψέματα; Απαντούσε ο Μιχάλης.
Εκείνη πάντα επέμενε. Ο Μιχάλης κατέφευγε για βοήθεια στην πεθερά του.
- Πεθερά, έτσι και έτσι η Μαίρη, σε παρακαλώ εξήγησε της.
Η μητέρα της γνώριζε πώς να πείθει μέχρι ενός βαθμού την κόρη της. Ο Μιχάλης στην αρχή νόμιζε ότι  « τα βγάζει από το μυαλό της, ποιος θα καθόταν να της πει τέτοια ψέματα».
- Εσύ θα με παρατήσεις και θα πας στην Βιρτζίνια να παντρευτείς την κόρη του φίλου σου του Παπαμηνά.
Του έλεγε το τερατώδες ψεύδος το ένα μετά το άλλο. Και ας γνώριζε ότι του Παπαμηνά η κόρη ήταν αρραβωνιασμένη με τον ξάδερφο του Μιχάλη, που είχε ακριβώς το ίδιο όνομα, Μιχάλης Ρεβισώνης, ο οποίος έμενε στην Βιρτζίνια. Κάποια θα της είχε πει ότι ο Μιχάλης εννοώντας τον άλλον που έμενε στην Βιρτζίνια – θα παντρευτεί την κόρη του Παπαμηνά και η Μαίρη αλλιώς το εξέλαβε. Η Μαίρη προς στιγμήν ηρεμούσε, αλλά πάλι ‘’ προς την δόξα και την καταστροφή τραβούσε ‘’. Ο Μιχάλης εν τω μεταξύ είχε βρει μια δουλειά στον ξάδερφο του, τον Μιχάλη, που ήταν εκείνη την εποχή άνεργος και τον έφερε από την Βιρτζίνια στην Νέα Υόρκη. Του βρήκε ένα επιπλωμένο δωμάτιο κοντά στο σπίτι του και φρόντισε να μπει και τηλέφωνο. Εκεί που έμενε ο Μιχάλης, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην Τζαμέικα, δεν έμενε κανένας συμπατριώτης τους. Ο κοντινότερος ήταν μια ώρα μακριά με το τραίνο. Ο Μιχάλης έβλεπε κάθε μέρα τον ξάδερφο του. Μάλιστα είχαν και ραδιοτηλέφωνα μεγάλης εμβέλειας, που τα είχε φέρει ο ξάδερφος του από την Βιρτζίνια για να επικοινωνούν, όταν ήταν μακριά από τηλέφωνα.Η Μαίρη βρισκόταν στις μέρες της να γεννήσει. Η κατάσταση στο σπίτι είχε γίνει εκρηκτική. Ο Γιώργος είχε κόψει και την καλημέρα του Μιχάλη – να φύγετε από το σπίτι, να πάτε να νοικιάσετε δικό σας – τους είπε κατάμουτρα ο Γιώργος για πολλοστή φορά. Ο Μιχάλης έλεγε περίλυπος στην Μαίρη:
- Θυμάσαι που σου έλεγα να παντρευτούμε όταν πάρω το διδακτορικό μου και να       μην κάνουμε παιδί; Τα βλέπεις τώρα τα προβλήματα;
Για πρώτη φορά η Μαίρη κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να πιέσει τον Μιχάλη να παντρευτούν. Έτσι ο Μιχάλης αναγκάστηκε τις μέρες που επρόκειτο η Μαίρη να γεννήσει, να νοικιάσει ένα διαμέρισμα στον πρώτο όροφο του κτιρίου που έμεναν τα πεθερικά του. Η περιοχή ήταν πολύ ακριβή και τα ενοίκια πολύ ψηλά. Η Μαίρη δεν ήθελε να απομακρυνθεί από την μητέρα της και επέμενε:
- Ποιος θα με βοηθά με το παιδί;
Ο Μιχάλης παράγγειλε και τα έπιπλα του σπιτιού και πέρασε να δει τον ξάδερφο του. Μετά από δέκα λεπτά η πεθερά του τηλεφώνησε και τον πληροφόρησε ότι η Μαίρη πήγε στο νοσοκομείο γιατί την έπιασαν οι πόνοι. Έφυγε αμέσως ο Μιχάλης και πήγε στο νοσοκομείο. Το πρόσωπο της πεθεράς του έλαμπε από χαρά.
- Με το καλό, με το καλό παιδί μου. Του είπε.  
Ο Γιώργος που ήταν κι εκείνος εκεί δεν μίλησε καθόλου στον Μιχάλη. Μετά από δύο ώρες ο γιατρός τους ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός. Ο Μιχάλης πέταξε στα σύννεφα.
- Τι παιδί γιατρέ μου; Τι παιδί; Ρώτησε τον γιατρό με αγωνία και ανυπομονησία άραβα που περιμένει τον πρώτο γιο.
- Αγόρι, αγόρι, να σας ζήσει.
Η πεθερά του, έπεσε στην αγκαλιά του Μιχάλη με βουρκωμένα τα μάτια από την χαρά και την συγκίνηση.
- Να μας ζήσει, να μας ζήσει.
Ο Γιώργος στεκόταν σε μια γωνία και δεν είπε απολύτως τίποτα στον Μιχάλη. Ο Μιχάλης έτρεξε στο τηλέφωνο και τηλεφώνησε στον πατέρα του. Η ώρα ήταν δύο το πρωί στην Ελλάδα και ο πατέρας του ξύπνησε τρομαγμένος.
- Ποιος είναι τέτοια ώρα; Ρώτησε ο πατέρας του άγρια.
- Εγώ είμαι πατέρα ο Μιχάλης από την Αερική. Έγινες παππούς! Έγινε ο Γιώργος ο Ρεβισώνης.
Ο Μιχάλης δεν είχε καταλάβει ότι φώναζε δυνατά σαν βοσκός που φωνάζει από το βουνό στην γυναίκα του κάτω στο χωριό. Οι νοσοκόμες και οι γιατροί τρόμαξαν. Δεν γνώριζαν και ελληνικά να καταλάβουν πέρι τίνος πρόκειται.
- Να σας ζήσει παιδί μου, να σας ζήσει.
Ξύπνησε και η μητέρα του που του έδωσε ανάλογες ευχές. Αργότερα  τους έστειλε τις ευχές του με ωραίες και συγκινητικές μαντινάδες. Μετά το τηλεφώνημα, ανέβηκε στον θάλαμο και αγκάλιασε την Μαίρη. « να μας ζήσει, να μας ζήσει», έλεγαν αγκαλιασμένοι. Μετά πήγε σε θάλαμο να δει το μωρό. Είδε ένα πανέμορφο και χαμογελαστό μωρό.Το κοίταξε με θαυμασμό  και υπερηφάνεια, σαν άραβας βασιλιάς που βλέπει τον γιο του που θα τον διαδεχθεί στο θρόνο. Του έμοιαζε το μωρό. Όμως πιο πολύ έμοιαζε στην γιαγιά του, την μάνα του Μιχάλη, την Ερνιά. Ο Μιχάλης κοιτούσε τόσο έντονα το μωρό, που η χαρά και ευτυχία, το άρπαξαν από το κρεβατάκι, άνοιξαν την καρδιά του και το έκλεισαν χαμογελαστές. Την άλλη μέρα πήγε κατ’ ευθείαν από την δουλειά του στο νοσοκομείο και ανέβηκε στο δωμάτιο της Μαίρης. Μόλις άνοιξε την πόρτα, ένα αγριεμένο κύμα χίμηξε κατά πάνω του. Νόμιζε ότι μπήκε σε λάθος δωμάτιο.
- Πήγαινε να δεις τι παιδί έκανες! Ένα ανάπηρο, ένα, ένα, ένα…….
Ο Μιχάλης δεν άκουγε πια είχε γίνει κίτρινο κινέζικο άγαλμα. Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Έβλεπε τον Άδη να του χαμογελά παράξενα. Έβλεπε με δέος τον Άδη να αρπάζει το κλειδί από τα χέρια της ευτυχίας να ανοίγει την καρδιά του και να αρπάζει το μωρό και να χάνεται στο σκοτάδι γελώντας κοροϊδευτικά. Η αστραπή τον έφερε δίπλα στην θερμοκοιτίδα που είχαν βάλει οι γιατροί το μωρό. Αυτό έκλαιγε και κουνούσε σπασμωδικά το αριστερό του χεράκι και ποδαράκι. Η ματιά του μωρού άγρια και φοβερή. Η φωνή του απειλητική. Έστρεψε το χεράκι του, αυτό που κουνούσε σπασμωδικά προς το μέρος του πατέρα του και του φώναξε: « φύγε από μπροστά μου καταραμένε! Δεν είσαι ο πατέρας μου, δεν είσαι, δεν είσαι….»Η καρδιά του Μιχάλη έγινε μαύρη πέτρα. Την ένιωθε να μικραίνει, να γίνεται τελεία και να χάνεται. Δεν χτυπούσε πια. Ένιωθε να βγαίνει η ψυχή του. Τα μάτια του πριν γίνουν γυάλινα είδαν ένα τεράστιο άνθρωπο, με κατάμαυρα ρούχα σαν να τα είχα βάψει με κατράμι, που σήκωνε το μωρό από το κρεβατάκι και τραγουδούσε με ένα σαρκαστικό χαμόγελο:

krinos

« τώρα σου παίρνω το παιδί, να μην σου δίνει βάρος,
   μάθε αν δεν με γνώρισες, πως είμαι εγώ ο χάρος».
Άκουσε την καρδιά του να απαντά του χάρου:
« χάρε που παίρνεις τις ψυχές, πάρε και τη δική μου,
  τώρα που βλέπω ανάπηρο, πως είναι το παιδί μου».
Πήρε το κορμί του στο γραφείο του γιατρού που ξεγέννησε την Μαίρη. Ένα κορμί, χωρίς ψυχή, χωρίς καρδιά, χωρίς πνευμόνια. Με φωνή που νόμιζε ο γιατρός ότι ερχόταν από τον ‘’ Κάτω κόσμο ‘’, ρώτησε με αγωνία: « τι έχει γιατρέ το παιδί μου;»
- Ηρέμησε σε παρακαλώ, ψυχραιμία, θα γίνει καλά.
- Θα γίνει; Θα γίνει γιατρέ μου;
- Θα γίνει. Είπε ψύχραιμα ο γιατρός.
- Δεν βρήκατε από τι κουνά το χεράκι και το ποδαράκι του;
- Αυτό ψάχνουμε.
- Και τι βρήκατε;
- Ακόμη τίποτε, γι’ αυτό θέλω να σου κάνω μερικές ερωτήσεις.
- Ναι γιατρέ μου.
- Λοιπόν, υπάρχει κανένας επιληπτικός από την οικογένεια σου;
- Όχι γιατρέ.
Ο γιατρός ρώτησε τον Μιχάλη για διάφορες αρρώστιες.
- Τίποτε γιατρέ μου, τίποτε από όλα αυτά.
- Καλά, σήμερα θα πάρουμε υγρό από την σπονδυλική στήλη και το κεφάλι του μωρού.  
- Και από το κεφάλι γιατρέ μου; Ρώτησε ο Μιχάλης που νόμισε ότι θα κόψουν το κρανίο του παιδιού με το πριόνι.
- Μην ανησύχεις, με τις ακτινογραφίες που βγάλαμε, εντοπίσαμε υγρό στο ‘’ απαλό ‘’ της κεφαλής του μωρού, κάτω από το δέρμα και θα τραβήξουμε λίγο να το εξετάσουμε στο εργαστήριο.
- Μήπως φταίει το υγρό γιατρέ;
- Δεν αποκλείεται. Θα το ξέρουμε αύριο το πρωί γύρω στις δέκα.  
Μια αχτίδα ελπίδας τρύπωσε στην καρδιά του Μιχάλη. Μετά ξαναγύρισε στο δωμάτιο της Μαίρης, αλλά εκείνη τον έστειλε από εκεί που ήρθε. Κατέβηκε και τηλεφώνησε στον ξάδερφο του τον Μιχάλη και τον παρακάλεσε να έρθει στο σπίτι. Γύρισε στο σπίτι ψυχικό ράκος, ούτε ο χειρότερος εχθρός του δεν ήθελε να τον δει σε εκείνα τα χάλια. Ο πεθερός του, η πεθερά του και ο Γιώργος χίμηξαν να τον κατασπαράξουν,    « είσαι τρελός, είσαι άρρωστος, είσαι …… και τι δεν είσαι, είσαστε άρρωστοι όλοι στην οικογένεια σου…… και τι δεν είσαστε»! Ο Γιώργος επιτέθηκε στον Μιχάλη και ήρθαν στα χέρια. Ο Γιώργος τον στόλισε με τα …. Ωραιότερα κοσμητικά επίθετα. Ο ξάδερφος του Μιχάλη προσπαθούσε να τους χωρίσει.
- Τηλεφώνησε ρε στην αστυνομία. Φώναξε ο Μιχάλης στον ξάδερφο του.
Εκείνος έτρεξε στο τηλέφωνο και τηλεφώνησε.
- Μάζεψε τα και δίνε του ρε έτσι μου, ρε αλλιώς μου, ρε παραπέρα μου, φώναζε ο Γιώργος, ενώ ο ξάδερφος προσπαθούσε να τον συγκρατήσει να μην χτυπάει τον Μιχάλη.
Σε λίγο έφτασε η αστυνομία. Έβαλε ο Μιχάλης μερικά αναγκαία ρούχα χε μια βαλίτσα και συνοδευόμενος από τον ξάδερφο του και ένα αστυνομικό την κατέβασε στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει. Το διαμέρισμα ήταν άδειο γιατί ακόμη δεν είχε φέρει το κατάστημα τα έπιπλα που είχε παραγγείλει ο Μιχάλης. Ο ξάδερφος του προσπάθησε να τον παρηγορήσει. Μετά από μία ώρα πήγαν μαζί σε ένα κοντινό σουπερ – μάρκετ και έφεραν μερικά χαρτόνια. Έστρωσαν τα χαρτόνια στο πάτωμα για να κοιμηθεί ο Μιχάλης αφού δεν είχε κρεβάτι το σπίτι. Όταν έφυγε ο ξάδερφος του, ο Μιχάλης ξάπλωσε στα χαρτόνια και έκλεισε τα μάτια. Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Στο μυαλό του έρχονταν εικόνες φοβερές, σαν εκείνες που είδε μια φορά σε ταινία τρόμου.Εφιάλτες σάρωναν το μυαλό του, σαν τους τυφώνες της Φλώριδας. Δεν πήγε στη δουλειά του εκείνη την ημέρα. Είχε τηλεφωνήσει ο ξάδερφος του στο αφεντικό και τον πληροφόρησε ότι ο Μιχάλης είχε ένα σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα. Την άλλη μέρα πήγε στο νοσοκομείο. Ήταν άυπνος και νηστικός. Μόνο κάπνιζε σαν φουγάρο. Ακόμη και μέσα στο λεωφορείο έβαλε τσιγάρο στο στόμα του και πήγε να το ανάψει. Οι άγριες φωνές των επιβατών τον έκαναν να θυμηθεί το ‘’ Απαγορεύεται το κάπνισμα ‘’. Πήγε κατ΄ ευθείαν στο  γραφείο του γιατρού του. Το κορμί του άδειο σαν σακί, το ακούμπησε σε μια καρέκλα. Κοίταξε με τα γυάλινα μάτια του τον γιατρό, μήπως διακρίνει στο πρόσωπο σημάδι ελπίδας. Δεν το διέκρινε. Κρέμασε την ματιά του από τα χείλη του και περίμενε να ανοίξει το στόμα του, σαν αν ήταν από πυλό – σαν τον Αδάμ – και να του φυσήξει ο γιατρός την ζωή, σαν το Θεό. Δεν μπορούσε να περιμένει ένα αιώνα – τόσος του φάνηκε – να ανοίξει ο γιατρός το στόμα του και τον ρώτησε, σαν να ρωτούσε αν είχε γίνει η συντέλεια του κόσμου.
- Τι νέα γιατρέ, τι νέα;
- Κατ’ αρχήν, καλά.
- Δηλαδή; Δηλαδή; Ρώτησε και η καρδιά του άρχισε να χτυπά σαν κομπρεσέρ.
- Να βρήκαμε από τις εξετάσεις ότι το παιδί δεν έχει τίποτε το παθολογικό, δεν έχει καμία ασθένεια και μάλιστα κληρονομική.
Το ‘’ άδειο σακί ‘’ γέμισε μέχρι τα μισά από αναλαμπή χαράς.
- Και τότε από πού προέρχεται το πρόβλημα; Θα γίνει καλά το παιδί;
- Μα είναι φανερό ότι προέρχεται από το υγρό που έχει συγκεντρωθεί στο ‘’ απαλό ‘’ του κεφαλιού του μωρού. Σε μισή ώρα θα το τραβήξουμε με μια σύριγγα και το μωρό θα είναι εντελώς καλά.
Το άδειο σακί γέμισε απότομα με χαρά.
- Και πότε θα το τραβήξετε το υγρό; Ρώτησε με ανυπομονησία.
- Σε μισή ώρα το έχουμε προγραμματίσει.
- Και δεν θα έχει κανένα πρόβλημα τι μωρό;
- Όχι, μην ανησυχείς, σε μισή ώρα θα δεις.
Η αιωνιότητα του φάνηκε μικρότερη από την μισή ώρα. Περίμενε έξω από το χειρουργείο. Το πρόσωπο του πότε  χαμογελούσε και πότε γινόταν σκληρό σαν πέτρα από τις μαύρες σκέψεις, « θα γίνει καλά, θα χαμογελά – και χαμογελούσε ο ίδιος». Χαμογελούσε και το σώμα του άρχισε να γεμίζει. Μόνο που τα ένιωθε όλα να υπολειτουργούν. Τα γυάλινα μάτια άρχισαν να ξαναζωντανεύουν. Η καρδιά και η ψυχή βαριά λαβωμένες, τα βέλη της πίκρας και της απελπισίας την είχαν τρυπήσει πέρα για πέρα. Το αίμα του καημού δεν έλεγε να σταματήσει να στάζει.
- Έλα μέσα. Του φώναξε ο γιατρός, που πρόβαλε στην  πόρτα του χειρουργείου. Το χαμόγελο του γιατρού απογείωσε σαν πύραυλο το ηθικό του. Ένα χαμογελαστό προσωπάκι με δύο ματάκια γεμάτα ανακούφιση και ευτυχία τον κοιτούσαν κατάματα φωνάζοντας:« να τος ο μπαμπάς μου.». Εκείνο το ευτυχισμένο προσωπάκι, με τα χαρούμενα ματάκια που φώναζαν « να τος ο μπαμπάς μου, να τος», παρέμειναν ανεξίτηλα στην μνήμη του Μιχάλη. Έβλεπε εκείνη την εικόνα πολλές φορές στα όνειρα του όταν γύρισε στην Ελλάδα και το παιδί έμεινε στην Αερική με την μητέρα του και επίσης όταν άρχισε να βιντεοσκοπεί τα όνειρα του και να τα βλέπει στην οθόνη, διαπίστωνε ότι κάθε βράδυ έβλεπε στο όνειρο του εκείνη την εικόνα στο νοσοκομείο. Έβλεπε αυτό το όνειρο και στον ύπνο του και στον ξύπνιο του. Για όλες τις συμφορές που μπορεί να προκαλέσουν εκείνου που θα αξιοποιήσουν την εφεύρεση του – της βιντεοσκόπησης  των ονείρων – σίγουρα θα μετανιώσει. Μόνο για το ότι βλέπει στα όνειρα του και μετά στην οθόνη εκείνη στην εικόνα στο

krinos

νοσοκομείο, δεν θα μετανιώσει ποτέ και ας τον πληγώνει που δεν μπορεί να δει το ίδιο του το παιδί.
H Μαίρη είχε πάει στο γιατρό να του πει ότι δεν θα δέχεται επισκέψεις από τον Μιχάλη. Στο χειρουργείο ο γιατρός είπε στον Μιχάλη:
- Πάμε στην Μαίρη να της πούμε τα ευχάριστα.
-Μα δεν θέλει να μα δει γιατρέ.
- Πάμε και θα της μιλήσω εγώ. Και πήγαν.
Η Μαίρη μόλις είδε τον Μιχάλη, ‘’ μαζεύτηκε ‘’ έτοιμη να επιτεθεί. Ο γιατρός της έκανε ένα καθησυχαστικό νόημα. Της εξήγησε για δεύτερη φορά ότι δεν έφταιγε ο Μιχάλης  για το πρόβλημα που παρουσίασε το παιδί και ότι το υγρό αυτό ήταν από το σπρέι που έβαζε η Μαίρη στην μύτη της όταν ήταν έγκυος επειδή ήταν συνέχεια συναχωμένη. Ο γιατρός κατάφερε να εξομαλύνει την κατάσταση. Μετά από τρεις μέρες θα έβγαινε η Μαίρη με το μωρό από το νοσοκομείο. Ο Μιχάλης περίμενε με λαχτάρα να δει την οικογένεια του ολόκληρη στο διαμέρισμα που νοίκιασε.Εν τω μεταξύ είχαν φέρει και τα έπιπλα από την αντιπροσωπεία και ο Μιχάλης τα τακτοποίησε στην θέση τους.Μετά από τρεις μέρες, όταν γύρισε από την δουλειά του, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, αλλά δεν ήρθε να του ανοίξει η Μαίρη, « μπορεί να βυζαίνει το μωρό», σκέφτηκε και άνοιξε την πόρτα με το κλειδί του. Ανοίγοντας την πόρτα φώναξε:
- Μαίρη, Μαίρη. Αλλά δεν πήρε απάντηση.
Κοίταξε σε όλο το σπίτι δεν υπήρχε κανείς. Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε η φωτογραφία της Μαίρης με το μωρό στην αγκαλιά. Ανησύχησε προς στιγμήν, « θα είναι πάνω στην μητέρα της». Πήρε αμέσως τηλέφωνο.
- Εδώ είναι. Του είπε η πεθερά του.
- Φώναξε μου την Μαίρη στο τηλέφωνο σε παρακαλώ.
- Πότε θα κατέβεις στο σπίτι.
- Δεν θα κατέβω. Είπε με απάθεια η Μαίρη.
- Δεν κατάλαβα τι εννοείς;
- Θα μένουμε εδώ με την μητέρα μου.
- Μα τι λες, είσαι με τα καλά σου;
- Θέλω να με βοηθά με το μωρό. Είπε ατάραχη.
- Μα βρε παιδί μου, στο αποκάτω διαμέρισμα θα μένουμε που είναι το πρόβλημα για την μάνα σου;
- Εγώ και το μωρό θα μένουμε εδώ.
- Και εγώ θα μένω σαν τον κούκο; Μόνος;
- Θα σου φέρνω το παιδί να το βλέπεις.
Ο Μιχάλης κατέρρευσε από την στεναχώρια. Παρέλυσε.  Λύγισαν τα πόδια του. Πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ένιωθε σαν πεθαμένος. Θόλωσαν τα μάτια του. Σκοτείνιασαν, σαν να έβλεπε μέσα στο σκοτάδι χαμογελαστό τον πατέρα του, τον καλλιτέχνη της πελεκυτής πέτρας,  να λαξεύει ένα τάφο σε μαύρο βράχο. Θεοσκότεινος τάφος! Ένας Θεός , ο Θεός του Άδη, ο Άδης του έγνεφε με το χέρι του λέγοντας:
« Καλώς όρισες στο βασίλειο μου».
Λίγο αργότερα πήρε στο τηλέφωνο τον ξάδερφο του και του είπε να έρθει στο σπίτι. Όταν ήρθε ο ξάδερφος του μετά βίας κατάφερε να σηκωθεί από το κρεβάτι να του ανοίξει. Αμέσως εκείνος τηλεφώνησε στην Μαίρη. Εκείνη τρομοκρατήθηκε και τηλεφώνησε σε ένα μακρινό ξάδερφο του, τον Γιώργη τον Παπαδάκη και στον Αντρέα τον Μοσχονά! Οι οποίοι σε μισή  ώρα περίπου έφτασαν στο σπίτι. Πήραν τον Μιχάλη στο σπίτι της πεθεράς του και τον ξάπλωσαν στον καναπέ του σαλονιού. Ο Μιχάλης αμίλητος και αλάλητος. Κοιτούσε πότε το ταβάνι και πότε τον ξάδερφο του τον Μιχάλη με τελείως αφηρημένη και άψυχη ματιά. Αποφάσισαν να τον μεταφέρουν αμέσως στο νοσοκομείο. Ο Μιχάλης ούτε αντίρρηση έφερε ούτε άνοιξε το στόμα του να πει κουβέντα. Στο νοσοκομείο, τον έβαλε σε ένα καρότσι ο νοσοκόμος, ο οποίος νόμισε ότι πρόκειται για ασθενή με καρδιακή προσβολή. Σε λίγο τον έβαλαν σε ένα δωμάτιο όπου τον εξέτασε ένας γιατρός παρουσία όλων.
- Δεν έχει τίποτα, είναι πολύ εξαντλημένος και στεναχωρημένος. Χρειάζεται ξεκούραση και ύπνο.
Έφυγαν κάπως ανακουφισμένοι από το νοσοκομείο. Ο Μιχάλης είχε συνέλθει κάπως.
- Είσαι καλύτερα ρε; Τον ρώτησε ο ξάδερφος του.
- Ναι Μιχάλη, καλύτερα.
- Φρόντισε να ξεκουραστείς.
Οι τρεις άντρες κατέβηκαν στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει ο Μιχάλης και έφεραν όλα τα έπιπλα στο σπίτι της πεθεράς του. Το κρεβάτι το έβαλαν στο δωμάτιο του Γιώργου και το μονό κρεβάτι του Γιώργου στο σαλόνι. Έβαλαν τον Μιχάλη να  κοιμηθεί και ο Αντρέας με τον Γιώργο έφυγαν. Αργότερα έφυγε και ο ξάδερφος του Μιχάλη ο οποίος προφανώς τρομοκρατήθηκε και την άλλη μέρα έφυγε για την Βιρτζίνια. Μόλις ξάπλωσε ο Μιχάλης η Μαίρη αμέσως τηλεφώνησε στον πατέρα του Μιχάλη στην Ελλάδα, ο οποίος μαζί με την γυναίκα του την Έρνια βρίσκονταν στο νησί, για τους γάμους του δεύτερου γιου τους του Νικολή, ο οποίος κατά διαβολική σύμπτωση γινόταν εκείνη την ημέρα. Το τηλεφώνημα έγινε την ώρα που ετοιμάζονταν να πάνε το αντρόγυνο στην εκκλησία. Οι γονείς του Μιχάλη έπρεπε να νοιώθουν και χαρά και λύπη την ίδια στιγμή. Στο γλέντι του γάμου, όλοι περίμεναν να τραγουδήσει ο πατέρας του Νικολή και να δώσει τις ευχές του με μαντινάδες, αλλά εκείνος βρήκε πρόφαση ότι είχε φράξει ο λαιμός του από τα κρύα νερά. Ούτε τραγούδησε ούτε χόρεψε. Η λύπη πάντα νικά την χαρά όταν την συναντήσει. Η Μαίρη τηλεφώνησε σε ένα γνωστό της γιατρό που έμενε στην γειτονία και κανόνισε ραντεβού για  την επόμενη στις δέκα το πρωί. Πάνω από μία ώρα ο γιατρός ρωτούσε τον Μιχάλη το γιατί και το πώς. Ο γιατρός τρόμαξε με αυτά που άκουγε και κοιτούσε αυστηρά κάπου κάπου την Μαίρη.
- Έχει ανάγκη από ξεκούραση, κουράστηκε και στεναχωρήθηκε.
Ο γιατρός του έγραψε διάφορα ηρεμιστικά και έδωσε στην Μαίρη ένα μπουκαλάκι με λίγα χάπια. Για της ανάγκες της ημέρας. Η Μαίρη μόλις γύρισαν σπίτι, έδωσε αμέσως τα φάρμακα στον Μιχάλη και η πεθερά του, του έβαλε να φάει κοτόπουλο σούπα. Μετά το φαγητό ο Μιχάλης πήγε στο κρεβάτι και ξάπλωσε. Κοιμόταν μέχρι την άλλη μέρα το μεσημέρι, χωρίς να σηκωθεί από το κρεβάτι ούτε μία στιγμή και ακόμη θα κοιμόταν αν δεν τον ξυπνούσε η Μαίρη που είχε ανησυχήσει. Μετά από μία ώρα έφαγε πάλι για μεσημέρι και ξανακοιμήθηκε.Τον ξαναξύπνησε ανήσυχη πάλι η Μαίρη την άλλη μέρα το μεσημέρι. Ο Μιχάλης από την κούραση και την στεναχώρια, αλλά και τα ηρεμιστικά και υπνωτικά χάπια ήθελε συνέχεια να κοιμάται. Μετά από μια βδομάδα άρχισε να συνέρχεται και να νιώθει καλύτερα, αλλά και να κοιμάται λιγότερο. Η Μαίρη ανησυχούσε. Ίσως να κατάλαβε ότι το περιβάλλον του σπιτιού της μητέρας της δεν ήταν το ενδεδειγμένο και προέτρεψε τον Μιχάλη να πάει να μείνει μια δυο βδομάδες στην Βιρτζίνια στον φίλο του τον Παπαμηνά και τον ξάδερφο του τον Μιχάλη. Τηλεφώνησε του Μηνά, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε ενημερωθεί από τον ξάδερφο του Μιχάλη, όταν εκείνος γύρισε στην Βιρτζίνια.
- Πήγαινε τον αμέσως στο λεωφορείο και θα είμαι στο σταθμό να τον παραλάβω.
Στο σπίτι του Μηνά ο Μιχάλης έμεινε περίπου ένα μήνα. Ο Μηνάς τον πρόσεξε καλύτερα και από παιδί του. Φρόντιζε να μην του λείπει τίποτα. Παρατούσε την δουλειά του για να τον διασκεδάσει. Ο Μηνάς είχε ένα τριώροφο σπίτι, όπου στο ισόγειο διατηρούσε μπακάλικο.Μέχρι και μικρό τραπεζάκι έβαλε μέσα στο μπακάλικο ο Μηνάς για να παίζει χαρτιά με τον Μιχάλη και να τον διασκεδάζει. Ο Μηνάς, αστείος όπως ήταν, έκανε τον Μιχάλη να ξεκαρδίζεται από τα γέλια. Βρήκε και απασχόληση του Μιχάλη μαζί με άλλους. Αν έβλεπε ψυχίατρος την απασχόληση τους θα θαύμαζε

krinos

την ομαδική θεραπεία.Μέρα παρά μέρα, φορτηγά ξεφόρτωναν διάφορα πράγματα για το μπακάλικο έξω από την πόρτα. Μία μέρα λέει ο Μηνάς του Μιχάλη:
- Έλα ρε να βοηθήσεις να ξεφορτώσουμε το φορτηγό.
Ο Μιχάλης δεν είχε ξαναβοηθήσει σε εκφόρτωση εφοδίων, τα οποία έφερναν οι οδηγοί των φορτηγών, κατ’ ευθείαν μέσα στο μπακάλικο. Σηκώθηκε αμέσως και βγήκε στο δρόμο. Ο Μηνάς είχε ανοίξει τις πόρτες του υπογείου που βρισκόταν απέναντι από εκεί που είχε σταματήσει το φορτηγό. Ο οδηγός, ένας μαύρος, μιλούσε του Μηνά με πειραιώτικη μαγικά και εκείνος ξεκαρδιζόταν από τα γέλια. Όταν πόνεσε η κοιλιά τους από τα γέλια, ο μαύρος άνοιξε την πόρτα του φορτηγού. Ήταν γεμάτο μεγάλα χαρτοκιβώτια που ο Μιχάλης δεν είχε ξαναδεί να ξεφορτώνουν στο μπακάλικο.
- Έλα βρε, βοήθα. Είπε ο Μηνάς στον Μιχάλη και σήκωσε ένα κιβώτιο.
Ο Μιχάλης τον μιμήθηκε και τον ακολούθησε στο υπόγειο. Με την βοήθεια και του μαύρου ξεφόρτωσαν το φορτηγό. Μετά ο Μηνάς άρχισε να συζητά με τον μαύρο.
- Ξέρεις τι δύσκολα, είναι Μηνάς;
- Καλά είναι τα εικοσιπέντε; Είπε ο Μηνάς.
- Έλα κάντα τριάντα.
- Πολλά είναι σου λέω;
- Θα φέρω και άλλα.
- Μπράβο φίλε. Είπε ο Μηνάς με χαμογελαστά μουστάκια.
Ο Μιχάλης δεν καταλάβαινε γιατί πράγμα μιλούσαν, λες και μιλούσαν συνθηματικά.
- Εικοσιεφτά και να φέρεις και άλλα.
Ο μαύρος κούνησε το κεφάλι του, χαμογέλασε, χαιρέτησε τον Μηνά, μπήκε στο φορτηγό και έφυγε. Μόλις έφυγε ο μαύρος ο Μιχάλης ρώτησε τον Μηνά ανυπόμονος: « τι έχουν μέσα οι κούτες;».
- Τσιγάρα και πούρα.
Ο Μιχάλης έμεινε με το στόμα ανοικτό. Με τόσα τσιγάρα θα μπορούσε να καπνίζει ολόκληρος ο αμερικανικός στρατός για ένα χρόνο.
- Και τι θα τα κάνεις τόσες χιλιάδες πακέτα τσιγάρα;
- Θα τα πουλήσω βρε.
- Έλα Παναγία μου.
- Έχουμε και το γάμο της Βενετίας με τον ξάδερφο σου τον Μιχάλη που θα γίνει στην Ελλάδα και πρέπει να πάρουμε μερικά … μπαούλα τσιγάρα.
- Μα δεν μου λες, έχει μαγαζί δικό του ο μαύρος και παζάρευες την τιμή;
Ο Μηνάς άνοιξε τα δάκτυλα της δεξιάς παλάμης του και γύρισε τρεις φορές προς τα δεξιά. Ο Μιχάλης τα έχασε:
- Και πως μπόρεσε ο μαύρος και έκλεψε αυτό το θηρίο το φορτηγό με τα τσιγάρα;  Ρώτησε έκπληκτος ο Μιχάλης.
- Χαράς το πράγμα. Αντί να γράψουν οι μαύροι στην αποθήκη με τα τσιγάρα 100 φορτηγά τσιγάρα γράφουν 99 και το ένα πάει υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Ο Μιχάλης έξυσε το κεφάλι του απορημένος.
- Έχουμε πολύ δουλειά Μιχάλη.
- Τι δουλειά; Ρώτησε εκείνος απορριμμένος.
- Κοίταξε, σε κάθε πολιτεία βάζουν διαφορετικούς φόρους στα τσιγάρα, γι’ αυτό και τα τσιγάρα που πουλιούνται σε κάθε πολιτεία έχουν πάνω τα πακέτα την σφραγίδα της και απαγορεύεται να πουλιούνται τσιγάρα της μιας πολιτείας σε άλλη.
- Και λοιπόν;
- Δεν κατάλαβες, τα τσιγάρα που μας έφερε ο μαύρος δεν είναι για την Βιρτζίνια, αλλά για το Μέρυλαντ.
- Και τώρα τι θα κάνεις θα τα πουλήσεις λαθραία;
- Τρελός είσαι; Αν σε πιάσουν να πουλάς λαθραία, χαιρετίσματα στα αηδόνια.
- Και τι θα κάνεις;
- Δεν σου είπα πιο μπροστά ότι έχουμε πολύ δουλειά;
- Ε, τι θα κάνουμε;
- Θα κόβουμε με ψαλιδάκια τις σφραγίδες από το πλαστικό περιτύλιγμα του κάθε πακέτου.
- Ζήσε μαύρε μου …. Θα θέλουμε καμιά δεκαριά χρόνια. Είπε ο Μιχάλης ξεκαρδισμένος στα γέλια.  
Την ομάδα εργασίας αποτελούσαν τα τέσσερα παιδιά του Μηνά, ο Μιχάλης, ο άλλος Μιχάλης, δύο φίλοι του Μηνά και όποιος άλλος φίλος του περνούσε από το σπίτι. Οι περισσότεροι βέβαια έκοβαν σφραγίδες για να γελούν με τα αστεία και τις ατελείωτες ιστορίες με τα ανδραγαθήματα του φίλου του, του Γιώργη του Ματσάγκου. Ο Γιώργης ήταν κάθε μέρα στο σπίτι του Μηνά. Ένας άντρακλας κοντά δύο μέτρα μπόι, με ένα πούρο μόνιμα στο στόμα. Μια μέρα έπαιζαν πρέφα ο Μηνάς, ο Γιώργος και ο Μιχάλης στο τραπεζάκι μέσα στο μπακάλικο. Ο Μηνάς έλεγε συνέχεια, σαν να παραπονιόταν του Θεού:
- Δεν έχουμε ένα τραπεζάκι της προκοπής να ευχαριστηθούμε πρέφα.
Μέχρι να τελειώσει η πρέφα θα το είπε καμιά πενηνταριά φορές. Σταμάτησε μόνο όταν κατάλαβε ότι και ο Θεός κατάλαβε την παράκληση του. Ο Γιώργης δούλευε σε ένα εστιατόριο πολυτελείας. Φημιζόταν σαν το πιο ‘’ μακρύ χέρι ‘’ στην Αμερική. Οι ιστορίες της ‘’ μακράς χειρός ‘’ δεν είχαν τελειωμό. Τα σωθικά σου γίνονταν τηγανιτά από το γέλιο.
- Να τα γράψουμε σε ένα βιβλίο, πείραζε ο Μιχάλης τον Γιώργη.
Όταν τελείωσε η παρτίδα της  πρέφας είπε ο Γιώργης στον Μιχάλη:
- Έλα απόψε στο μαγαζί, δύο ώρες δουλειά έχω μόνο, έτσι για παρέα, να φας και κανένα καλό στέκι ( μπριζόλα).
Ο Γιώργης είχε κρεμασμένη μια κουδούνα, σαν αυτή που κρεμούν οι τσοπάνηδες στο λαιμό του τράγου, στο αυτοκίνητο του, κάτω από το καθρεφτάκι. Του θύμιζε, όπως έλεγε τον παππού του που ήταν βοσκός.  Στη διαδρομή η κουδούνα χτυπούσε κάθε τόσο και μόλις την άκουγε ο Γιώργης σφύριζε δυνατά σαν βοσκός και μετά έλεγε με παράπονο: « ας ήμουνα στο χωριό, και ας ήμουνα βοσκός».Όταν μπήκαν στο εστιατόριο κάθισαν σε ένα γωνιακό τραπέζι και με το νόημα του Γιώργη μια σερβιτόρα τους έφερε δύο καφέδες. « ώρα για  δουλειά Μιχάλη», είπε ο Γιώργης και σηκώθηκε από το τραπέζι. Σιγά, σιγά, το μαγαζί γέμισε. Κοντά στο τραπέζι – το οποίο ήταν για το προσωπικό – που καθόταν ο Μιχάλης ήρθε κα κάθισε μια καλοντυμένη και καλοχτενισμένη γρια, κοντά εκατό Μαϊων. Ο Μιχάλης την κοιτούσε με περιέργεια. Κάποια στιγμή χαμογέλασε: « έχει γούστο να γυρεύει κανένα γαμπρό στο εστιατόριο». Μια σερβιτόρα με προκλητικά κοντή φούστα πλησίασε τη γρια.
- Είσαστε έτοιμη να παραγγείλετε;
- Ναι, αλλά φώναξε μου τον Γιώργη.
Ο πελάτης στα καλά εστιατόρια θέλει να τον σερβίρει πάντα ο ίδιος σερβιτόρος ή σερβιτόρα. Ο κάθε πελάτης έχει τους δικούς του λόγους. Όταν χώρισε, ο Μιχάλης είχε και αυτός τους λόγους του να τον σερβίρει μια σερβιτόρα, σαν αυτές που λένε στο Χατζηκυριάκειο  « με δεκαέξι καπάκια», που την είχε βάλει στο μάτι και πήγαινε στο εστιατόριο και ζητούσε πάντα την Κάρεν. Των ‘’ δεκάεξι καπακιών ‘’ δεν πέφτουν εύκολα. Ο Μιχάλης σκέφτηκε ένα πρωτότυπο τρόπο. Δεν της είχε πει κουβέντα σοβαρή. Απλώς της έκανε αθώα αστειάκια. Καταλάβαινε ότι το ‘’ καρύδι ‘’ ήταν

krinos

σκληρό. Μια μέρα έκανε ψιλά, κέρματα των δέκα σεντς καμιά δεκαριά δολάρια τα πήρε σπίτι του και προσπάθησε να σχηματίσει τις λέξεις ‘’ Μ’ αρέσεις πολύ Κάρεν ‘’, μέτρησε τα δεκαράκια και όταν πήγε στο εστιατόριο που δούλευε η Κάρεν τα έβαλε στην τσέπη. Εκείνο το βράδυ παρίστανε τον σοβαρό στην Κάρεν. Όταν τελείωσε το φαγητό πλήρωσε τον λογαριασμό και ζήτησε από το ‘’ μπασμπόι ‘’ να καθαρίσει το τραπέζι. Αμέσως μετά έβγαλε τα δεκαράκια από την  τσέπη του και τα ταίριαξε ώστε να σχηματίζουν τη λέξη ‘’ μ’ αρέσεις πολύ Κάρεν ‘’. Οι σερβιτόρες και οι σερβιτόροι στηρίζονται αποκλειστικά στα τυχερά. Υπάρχουν και εστιατόρια πολυτελείας που οι σερβιτόροι πληρώνουν τα … αφεντικά για να δουλέψουν στα εστιατόρια τους. Μόλις τελειώσει ο πελάτης το φαγητό και πιεί τον καφέ, οι σερβιτόρες τριγυρνούν γύρω από τον πελάτη, σαν τον γλάρο. Όχι τόσο να δουν τα τυχερά αλλά να του δώσουν να καταλάβει ότι πρέπει να « τους αδειάσει τη γωνιά», για να κάτσει καινούργιος πελάτης. Κατά την διάρκεια της ‘’ περιπολίας ‘’ , η Κάρεν πρόσεξε ότι τα τυχερά ήταν σε κέρματα – κάτι πολύ σπάνιο – και της κινήθηκε η περιέργεια. Ο Μιχάλης σηκώθηκε και έφυγε, πάντα σοβαρός. Την επόμενη φορά που πήγε ο Μιχάλης ήταν όλο ευγένειες και σκίστηκε να το σερβίρει με γαλλική φινέτσα. Ο Μιχάλης τίμησε το σέρβις της Κάρεν με τον ίδιο τρόπο μερικές ακόμη φορές, μέχρι που χόρεψε μπλουζ με ‘’ Συρματικό ‘’ στο δωμάτιο του Μιχάλη. Ο Γιώργης ήρθε και πήρε την παραγγελία από την γριά. « μια μπριζόλα, όχι πολύ ψημένη, πράσινη σαλάτα και ένα μικρό μπουκάλι γαλλικό κρασί», που δεν συγκράτησε το όνομα ο Μιχάλης. Πρώτα ήρθε το κρασί, μετά η σαλάτα και μετά η μπριζόλα. Η γριά έπιασε το μαχαίρι έκοψε μια μπουκιά κρέας και με το πιρούνι την έβαλε στο στόμα, ανασηκώνοντας τα χείλη για να μην φύγει το κραγιόν από τα χείλη της. Μόλις μάσησε λίγο το κρέας έκανε ένα μορφασμό και φώναξε τον Γιώργη.
- Τζώρτζ, η μπριζόλα είναι πολύ σκληρή.
Ο Γιώργης έκανε μια γκριμάτσα σαν να εννοούσε « πάλι θα με πρήξει η κατσίκα», πήρε το πιάτο με την μπριζόλα, μπήκε στην κουζίνα και λέει στο μάγειρα « κοίτα ρε τι θα της κάνεις, γιατί λέει αυτή η κωλόγρια ότι είναι σκληρή». Ο Μιχάλης δεν έμαθε τι μαγκιά έκανε ο μάγειρας στην μπριζόλα και την μαλάκωσε. Σε λίγο ο Γιώργης σερβίριζε για δεύτερη φορά τη μπριζόλα στη γριά. Εκείνη έκοψε πάλι μια μπουκιά, την μάσησε, την βρήκε πάλι σκληρή και ξαναφώναξε το Γιώργη,    « πολύ σκληρή Τζώρτζ, πολύ σκληρή». Μια κροτίδα με περίεργο θόρυβο έσκασε δίπλα στη γριά που έκανε τον Μιχάλη να σκάσει από τα γέλια. Ο Γιώργης κοίταξε το ταβάνι, σαν να έψαχνε να δει αν η πορδή ήταν δική του ή έπεσε βόμβα από αεροπλάνο. «πέρα βρέχει Μαριγούλα», χαμπάρι η γριά. Ο Γιώργης πήρε το πιάτο, έκανε νόημα του Μιχάλη με το κεφάλι να τον ακολουθήσει και μπήκε στην κουζίνα.  Πρώτα κατέβασε ο Γιώργης όλα τα καντήλια των Αγίων της γριάς, μετά έριξε την μπριζόλα στο πάτωμα και άρχισε να την πατά με λύσσα. Ο Μιχάλης κοίταζε την σκηνή κατάπληκτος.
Όταν υπολόγισε ο Γιώργης ότι η μπριζόλα μαλάκωσε αρκετά, την έπιασε και την έδωσε στον μάγειρα.
- Ρίξε την στα κάρβουνα να καεί … η σκόνη.
Όταν κάηκε η σκόνη, ο μάγειρας την έβαλε στο πιάτο, έριξε και λίγη σάλτσα από πάνω και έδωσε το πιάτο στο Γιώργη. Εκείνος έπιασε το πιάτο κοίταξε περίεργα την μπριζόλα, σαν να την ρωτούσε: « είναι μωρή αρκετή η σάλτσα που σου έριξε ο μάγειρας;», προφανώς η απάντηση θα ήταν αρνητική γιατί ο Γιώργης της έριξε και άλλη. Κούνησε το κεφάλι πέρα – δώθε και έφτυσε την μπριζόλα. Ο Μιχάλης φρίαξε για μια στιγμή και μετά έβαλε τα γέλια.
- Πάμε έξω, Μιχάλη και σοβαρός.
Σερβίρισε την μπριζόλα στη γριά, η οποία την δοκίμασε και είπε καταφανώς ευχαριστημένη:
- Μπράβο, Τζώρτζ έτσι την θέλω!
Την ώρα που έφευγαν από το εστιατόριο λέει ο Γιώργης στον Μιχάλη:  « πάρε τα κλειδιά, ξεκλείδωσε τις πόρτες και το πορτπαγκάζ του αυτοκινήτου και έρχομαι, πάω στην τουαλέτα».
Πήγε ο Μιχάλης και έκανε ότι του είπε ο Γιώργης, ο οποίος σε λίγο εμφανίστηκε κρατώντας στα χέρια του ένα τραπέζι. Το έβαλε στο πορτ – παγκάζ και το ξεφόρτωσε στο μπακάλικο του Μηνά.
- Μηνά δεν επιτρεπόταν να μην έχεις καλό τραπέζι να παίζουμε πρέφα. Είπε ο Γιώργης του Μηνά όταν το έβαλε μέσα στο μπακάλικο. Ακόμη γελά ο Μιχάλης.
Μια μέρα λέει ο Μηνάς του Μιχάλη:
- Πάμε να πάρω ένα πουκάμισο;
- Πάμε Μηνά.
Πήγαν σε ένα κατάστημα και σταμάτησαν σε έναν πάγκο που είχε ένα βουνό πουκάμισα. Η τιμή τους με την έκπτωση τρία δολάρια. Ο Μηνάς περίμενε λίγο μέχρι που πέρασε δίπλα του μια πωλήτρια. Την έπιασε από το χέρι κ'εκείνη ξαφνιάστηκε. Την κοίταξε με το σατανικό του χαμόγελο και την ρώτησε:
- Πόσο έχουν τα πουκάμισα;
- Δεν βλέπεις την τιμή; Τρία δολάρια.
- Και αν πάρω δύο πόσο θα μου τα αφήσεις;
- Τρία δολάρια. Λέει εκείνη με σιγουριά.
- Και αν πάρω τέσσερα;
Η πωλήτρια το σκέφτηκε λίγο και λέει, « 2.99».
- Και αν πάρω οκτώ;
Εκείνη ξανασκέφτηκε, « 2.95».
- Και αν πάρω 16;
Εκείνη τον κοίταξε και είπε: « πλάκα μου κάνεις;»
- Όχι βέβαια! Είπε σοβαρά ο Μηνάς. « και αν πάρω 32»!
Εκείνη την στιγμή τον σκούντηξε ο Μιχάλης.
- Μηνά, θα μας δείρουνε!
- Σώπα βρε και θα τα πάρω ενάμισι δολάριο.
« αδύνατον», σκέφτηκε ο Μιχάλης.
Η πωλήτρια σκέφτηκε περισσότερο, αλλά δεν μπορούσε να υπολογίσει αν ‘’ η ζημιά θα φάει το διάφορο ‘’ και είπε: « μια στιγμή να φωνάξω τον μάνατζερ».  Ήρθε ο μάνατζερ και ρώτησε: « πόσα πουκάμισα θέλετε;»
- Εξαρτάται από την τιμή.
- Μα τα έχουμε σε καλή τιμή.
- Σε πόση καλή τιμή έχετε τα 36!
- Τόσο πολλά θέλετε; Ρώτησε με γουρλωμένα μάτια ο μάνατζερ.
- Αν μου κάνεις καλή τιμή μπορεί να πάρω περισσότερα.
Ο μάνατζερ κοίταξε περίεργα « τι διάολο θα τα κάνει τόσα πουκάμισα;»
- Εντάξει, τα 36 θα σου τα αφήσω δυόμισι δολάρια.
- Και τα 72;
Ο μάνατζερ παρά λίγο να πάθει συγκοπή. Κοίταξε ερευνητικά τον Μηνά, σαν προσπαθούσε να θυμηθεί μήπως ήταν από τους καλούς πελάτες που όταν μπαίνουν στο κατάστημα ψωνίζουν σαν τράτα. Ίσως κάτι να θυμήθηκε γιατί είπε: « δύο δολάρια».  
- Και αν τα πάρω όλα;
Το χαμόγελο του μάνατζερ έγινε μια οργιά. Έκανε μία κίνηση με το χέρι του σαν να σκούπιζε, που εννοούσε « χαλάλι σου», εκατόν πενήντα πουκάμισα.

krinos

- Τι θα τα κάνεις ρε Μηνά, τόσα πουκάμισα;
- Ξεχνάς ότι έχουμε το γάμο της Βενετίας και πρέπει να δώσω σε όλους δώρα;
Αυτός ήταν η Μηνάς. Δέκα μπαούλα δώρα έφερνε κάθε φορά που ερχόταν στην Ελλάδα. Κάθε δώρο είχε πάνω ένα χαρτάκι με το όνομα του αποδέκτη. Δεν υπήρχε άνθρωπος στο χωριό που να μην ήταν ευχαριστημένος μαζί του. Λένε « όποιός πηδά πολλά παλούκια» και μια χρονιά που δεν λάδωσε τους τελωνιακούς του έκαναν φύλλο και φτερό τα έντεκα μπαούλα και του τα κατάσχεσαν όλα γιατί εκτός των άλλων ένα μπαούλο ήταν γεμάτο με τσιγάρα και πούρα.
Μέχρι τον Υπουργό των Οικονομικών έφτασαν οι φίλοι του για να του δώσουν μόνο τα δώρα που προορίζονταν για γέρους – όπως 150 γυαλιά πρεσβυωπίας.  
Ο Μιχάλης γύρισε στην Νέα Υόρκη πολύ καλύτερα. Η αλλαγή τον είχε ωφελήσει. Μετά από λίγες μέρες όμως άρχισε η μουρμούρα. Στην δουλειά του είχαν πάρει άλλον και έτσι έκανε κάποιες επαφές για να βρει καινούργια δουλειά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
- Δεν βρήκες δουλειά; Ρωτούσε συνέχεια η Μαίρη.
Ο Μιχάλης άρχισε να μην νιώθει και πάλι καλά. Έτσι αποφάσισαν να πάνε για κάνα μήνα στην Ελλάδα. Η μητέρα του Μιχάλη τον πήγε σε ένα συμπατριώτη της γιατρό, ο οποίος του έδωσε κάποια φάρμακα., λέγοντας ότι σε ένα μήνα το πολύ θα είναι         ‘’ περδίκι ‘’. Ο Μιχάλης πήγε και σε έναν μεγάλο καθηγητή, ο οποίος συνέδεσε το πρόβλημα του Μιχάλη με τη αυταρχική συμπεριφορά του πατέρα του. « να πεις του πατέρα σου ότι θέλω να τον δω», είπε ο γιατρός στον Μιχάλη».
Ο πατέρας του πήγε μια μέρα στο γιατρό μαζί με τον Μιχάλη. Ο Μιχάλης δεν έμαθε ποτέ, τι είπε ο γιατρός στον πατέρα του. Πάντως όταν έφυγαν από το ιατρείο του λέει ο πατέρας του, λες και είχε εξετάσει εκείνος το γιατρό:
- Αυτός δεν ξέρει τι του γίνεται! Δεν ξέρει τι λέει! Μην τον ακούς.
Έπρεπε να ακούει μόνο τον ίδιο, τον παντογνώστη. Όταν έβλεπε τον Μιχάλη ξαπλωμένο στο κρεβάτι του έλεγε:
- Τώρα είσαι καλά!!!
Είχε ένα θριαμβευτικό ύφος που είχε ‘’ νικήσει ‘’ τον Μιχάλη, ο οποίος δεν τον           ‘’ άκουγε ‘’ και έκανε από μικρός του ‘’ κεφαλιού ‘’του. Όταν πήγε ο Μιχάλης στην τρίτη γυμνασίου είπε στον πατέρα του:
- Θέλω να πάω να μάθω εγγλέζικα.
Ο πατέρας του ζήτησε την συμβουλή κάποιων μορφωμένων συμπατριωτών του, υπερσυντηρητικών και είπε στον Μιχάλη
- Μάθε πρώτα τα ελληνικά και μετά θα μάθεις τα αγγλικά.
Ο Μιχάλης βρήκε τότε μια δουλίτσα και συμπληρώνοντας από τα χρήματα που έπαιρνε ως βραβεία σαν αριστούχος μαθητής, πήγε στου Στρατηγάκη για να μάθει αγγλικά. Το είχε πάρει τόσο πεισματικά να μάθει αγγλικά που μετά από ένα χρόνο είχε αλληλογραφία με δεκατρείς ξένες κοπέλες – φίλοι δια αλληλογραφίας. Ο ταχυδρόμος είχε απορήσει με τον μεγάλο αριθμό των επιστολών που έπαιρνε ο Μιχάλης και μια μέρα ρώτησε την μητέρα του όταν της έδινε μια φουρνιά γράμματα:
- Τι δουλειά κάνει ο γιος σας;
- Μαθητής γυμνασίου.
                                                               ***
Μετά από ένα μήνα παραμονής στην Ελλάδα ο Μιχάλης ‘’ επανήλθε ‘’ εις την πρωτέραν κατάσταση και γύρισε στην Αμερική. Ο καθηγητής, ο Ρόζεμπεργκ, που παρακολουθούσε επί τέσσερα χρόνια την εξέλιξη της διατριβής  του Μιχάλη, ήταν και επικεφαλής ερευνητικής ομάδας στο ‘’ Human Research Foundation ‘’. Ο Μιχάλης πήγαινε πολλές φορές αυτό το ίδρυμα και ενημέρωνε αφ’ ενός τον Ρόζεμπεργκ για την πρόοδο της διατριβής του και αφ’ ετέρου αντλούσε συνέχεια στοιχεία από έρευνες που είχαν κάνει ερευνητές του ιδρύματος. Ο Ρόζεμπεργκ έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την έρευνα του Μιχάλη. Τότε δεν γνώριζε ότι οι αμερικανοί παρακολουθούν και εντοπίζουν ελάχιστους ταλαντούχους επιστήμονες και τους ‘’ καπαρώνουν ‘’ πριν τελειώσουν τις σπουδές τους.Γι’ αυτό και ελάχιστοι έλληνες  – και όχι μόνο – έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα να σταδιοδρομήσουν. Ο Ρόζεμπεργκ έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την έρευνα του Μιχάλη – έτσι νόμιζε ο Μιχάλης – αλλά περισσότερο τον ενδιέφερε ο ίδιος ο Μιχάλης ως επιστήμονας. Για’ αυτό το λόγο ρωτούσε, δήθεν αθώα τον Μιχάλη:
- Πώς βρίσκεις το ίδρυμα; Βρίσκεις τα στοιχεία που χρειάζεσαι για την έρευνα σου; Οι ερευνητές εδώ στο ίδρυμα έχουν άριστες απολαβές! Αν υπήρχε ερευνητικό πρόγραμμα εδώ στο ίδρυμα, που να σχετίζεται με το διδακτορικό σου, πως θα το έβλεπες να εργαστείς κοντά μας;
Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να διανοηθεί, ότι τον είχαν ήδη επιλέξει για κάποια έρευνα στο ίδρυμα. Τον είχαν ξεχωρίσει σαν « κελεπούρι».
Μια βδομάδα μετά την επιστροφή του από την Ελλάδα προσελήφθει ως λέκτορας από το πανεπιστήμιο ‘’ La Guardia ‘’ για λίγες ώρες διδασκαλίας. Παράλληλα εργαζόταν για την ολοκλήρωση της διατριβής του. Σε τρεις μήνες την παρέδωσε στον καθηγητή Ρόζεμπεργκ, ο οποίος φυσικά την ενέκρινε μετά ‘’ Βαΐων και κλάδων ‘’, ενώ άφησε ένα υπονοούμενο για μελλοντική συνεργασία του Μιχάλη με το ίδρυμα.Μετά από πέντε μήνες το ίδρυμα ‘’ έριξε τον κύβο ‘’.
- Καλημέρα κύριε Μάικ, Ρόζεμπεργκ στο τηλέφωνο, τι μου κάνεις;
- Ωραία κύριε καθηγητά.
- Θα ήθελα να συναντηθούμε να συζητήσουμε ένα θέμα αμοιβαίου ενδιαφέροντος.
- Βεβαίως κύριε καθηγητά.
Η συνάντηση έγινε στα γραφεία του ιδρύματος.
- Μάικ σου προτείνουμε να εργαστείς ως ερευνητής στο ίδρυμα και να κάνεις εφαρμοσμένη έρευνα ως συνέχεια της έρευνας που έχεις κάνει για το διδακτορικό σου.
Ο Μιχάλης πέταξε από την χαρά του αλλά αμέσως αναλογίστηκε, « αδύνατον».
- Κύριε Ρόζεμπεργκ, έχετε υπόψη σας ότι για εφαρμοσμένη έρευνα θα χρειαστούν πολλά δισεκατομμύρια δολάρια;
- Πως. Είπε ο Ρόζεμπεργκ, λες και τα δισεκατομμύρια ήταν στραγάλια.
- Μα που θα βρεθούν τόσα χρήματα; Ποιος μπορεί να τα διαθέσει;
- Μα οι επιχειρήσεις φυσικά.
- Ποιες επιχειρήσεις μπορεί να ενδιαφέρονται για  βιντεοσκοπημένα  όνειρα;
- Τι σημασία έχει; Δικό τους πρόβλημα.
Ο Μιχάλης είχε κάνει από περιέργεια μια πρόχειρη οικονομοτεχνική μελέτη για να δει πόσο θα κόστιζε μια εφαρμοσμένη έρευνα. Τρόμαξε και απογοητεύτηκε « που να βρεθούν τόσα δισεκατομμύρια; Μετά από εκατό χρόνια μπορεί;».
- Κύριε καθηγητά με τιμά η πρόταση σας, πότε θέλετε να σας απαντήσω;
- Αν είναι και δυνατόν και  ….. σήμερα.
- Καλά, δώστε μου μία βδομάδα περιθώριο και θα σας απαντήσω.
- Εντάξει, θα περιμένω τηλεφώνημα σου.
Μετά από μια βδομάδα ο Μιχάλης απάντησε καταφατικά και συζήτησε στο ίδρυμα με τον Ρόζεμπεργκ και τους λοιπούς υπεύθυνους το οικονομικό και το επιστημονικό της έρευνας. Έδιναν απόλυτη ελευθερία στον Μιχάλη να επιλέξει τους συνεργάτες του και τον τόπο διεξαγωγής της έρευνας. Ο Μιχάλης ήταν ακόμη επηρεασμένος από την προτροπή ‘’ προτιμάτε τα ελληνικά προϊόντα ‘’ και άρχισε να ψάχνει τα ‘’ WHO is WHO ‘’ για έλληνες επιστήμονες. Βούτηξε το ‘’ δόλωμα ‘’ των πολύ υψηλών απολαβών στην νοσταλγία για την πατρίδα και ψάρεψε τους περισσότερους έλληνες

krinos

επιστήμονες για την έρευνα.Και τότε μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό του, « να κάνω την έρευνα στην Αθήνα». Οι έλληνες επιστήμονες που πρότεινε στο ίδρυμα έγιναν αποδεκτοί. Η έρευνα ξεκίνησε με κέφι από όλη την ερευνητική ομάδα. Μετά από ένα χρόνο όλα δούλευαν ρολόι και ο Ρόζεμπεργκ ήταν ενθουσιασμένος και πάνω στη βράση του ενθουσιασμού του, ο Μιχάλης του ‘’ κόλλησε ‘’ την συνέχιση της έρευνας στην Ελλάδα. « αν σου αρέσει, πήγαινε και στο φεγγάρι, φτάνει να φτιάξεις το πρόγραμμα και να βιντεοσκοπήσεις  τα όνειρα », είπε ο Ρόζεμπεργκ.
- Θα χρειαστεί περίπου ένας χρόνος προετοιμασίας για να πάει η ερευνητική ομάδα στην Ελλάδα.
- Εσύ είσαι υπεύθυνος, πήγαινε όποτε νομίζεις.
Ο Μιχάλης κατενθουσιάστηκε. Εκείνη την ημέρα γύρισε αργά στο σπίτι. Το πρωί καθόταν με την Μαίρη στην κουζίνα προσπαθώντας να ταΐσουν το παιδί, που δεν έτρωγε εύκολα το φαΐ του. Ο Μιχάλης κρατούσε ένα μεγάλο ξυπνητήρι , το κούρδιζε και μετά το έβαζε να χτυπά να αποσπά την προσοχή του παιδιού και έτσι να μπορεί να του βάζει το φαΐ στο στόμα η Μαίρη. Όταν μισοτάισαν το παιδί, ο Μιχάλης λέει στην Μαίρη:
- Έχω ευχάριστα νέα!
- Τι νέα; Ρώτησε περίεργα η Μαίρη.
- Θα πάμε στην Ελλάδα.
- Τι να κάνουμε;
Ο Μιχάλης της εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια. Η Μαίρη δεν φαινόταν να συμφωνεί. Σαν κάτι να την βασάνιζε. Δεν καταλάβαινε, ούτως ή άλλως την έρευνα του Μιχάλη και δεν πίστευε ότι μπορεί να τα κατάφερναν να βιντεοσκοπήσουν τα όνειρα. Και ποιος μπορούσε βέβαια να τα πιστέψει; Μόνο οι άνθρωποι του ιδρύματος και ελάχιστοι ερευνητές από την ομάδα το πίστευαν. « ε ρε τρέλα που δέρνει τον κόσμο! Κοίτα που πάνε τα δισεκατομμύρια, αυτοί έχουν πολύ λάδι και βάζουν στην σαλάτα! Θα τρελαθείς χριστιανέ μου με αυτές τις έρευνες, θα τρελαθείς». Έλεγε κάθε τόσο η Μαίρη. Οι ‘’ καλοθελητές ‘’ δεν το έβαζαν κάτω. Συνέχιζαν να βάζουν λόγια της Μαίρης για τον Μιχάλη και εκείνη σαν χάνος τα κατάπινε με αποτέλεσμα να έχουν συνέχεια καυγάδες και να μεσολαβεί συμφιλιωτικά πάντα η πεθερά του.
-  Λοιπόν Μαίρη θα μείνουμε λίγο καιρό με τους γονείς μου, μέχρι να βρούμε ένα καλό σπίτι και να οργανώσω τους ερευνητές στο πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Το δηλητήριο έσταξε στα χείλη της. Καλύτερα να δάγκωνε κόμπρα τον Μιχάλη, παρά να ακούσει εκείνα τα φοβερά λόγια.
- Εγώ να μείνω με τον πατέρα σου και την μάνα σου, που ο πατέρας σου είναι αλήτης, μπεκρής και ξενύχτης και η μάνα σου έχει κάνει μπαστάρδια!!!  
Ο Μιχάλης σήκωσε αστραπιαία το χέρι του και την σκαμπίλισε. Μετά έπιασε το παιδί το πήρε στην κρεβατοκάμαρα και γύρισε εκτός εαυτού στην κουζίνα. Άρπαξε την Μαίρη και την κόλλησε στο τοίχο σφίγγοντας της το λαιμό.
- Λέγε, ποιος σου τα είπε αυτά γιατί θα σε πνίξω!
- Δεν μπορώ να σου πω. Είπε με δυσκολία.
- Λέγε γιατί θα σε πνίξω, δεν μου γλιτώνεις! Και της  έσφιξε δυνατά το λαιμό.
Ίσως και να την έπνιγε αν δεν του έλεγε στην έξαλλη κατάσταση που βρισκόταν.
- Η Ακριβή!
Ο Μιχάλης την άφησε απότομα και είπε με άγρια φωνή σαν των Βίκιγκς:
- Αυτή βρήκες να πιστέψεις, που έχει κάνει δύο μπαστάρδια με τους ιταλούς στην κατοχή; Αυτή μωρέ;
- Μα ……
- Μαμούνια, σκατά έχει το κεφάλι σου και πιστεύεις ότι σου λένε;
- Μα …..
- Σκάσε και φύγε να μην σε βλέπω.
- Μα …..
- Φύγε γιατί θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, που θα πεις μωρή για τον πατέρα μου και την μάνα μου! Χάσου από μπροστά μου.
Αν έλεγαν στην Μαίρη να αγοράσει ένα μαύρο αυγό, που το έκανε μαύρος, θα το αγόραζε. Ήταν άκακη και απονήρευτη. Η πεθερά του πήγε αμέσως στην κουζίνα και προσπάθησε να τον καθησυχάσει.
- Όλα θα διορθωθούν παιδί μου.
- Λυπάμαι, τελείωσαν όλα, δεν αντέχω άλλο.
- Μη φεύγεις παιδί μου, θα διορθωθεί.
- Δυστυχώς δεν διορθώνεται. Είναι δυνατόν να πιστεύει αυτά τα πράγματα για τους γονείς μου, που τους γνώρισε έμεινε μαζί τους τόσο καιρό, άκουσε τα καλύτερα λόγια γι’ αυτούς και την είχαν σαν πριγκίπισσα;
- Όλα θα διορθωθούν.
Το ραγισμένο γυαλί του γάμου έγινε θρύψαλα. Ο Μιχάλης έφυγε από το σπίτι. Στο οικογενειακό δικαστήριο καθορίστηκε το ύψος της διατροφής. Μια μέρα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού που είχε νοικιάσει ο Μιχάλης όταν έφυγε από το σπίτι.  Δύο αστυνομικοί με πολιτικά του είπαν ότι πρέπει να τον πάνε στο οικογενειακό δικαστήριο γιατί του είχε κάνει καταγγελία η γυναίκα του. Πήγαν όλοι μαζί στο δικαστήριο με το αυτοκίνητο των αστυνομικών και σε λίγο άρχισε η δίκη. Ο πρόεδρος διάβασε το κατηγορητήριο: « η σύζυγος σας, σας κατηγορεί ότι είπατε σε ένα σπίτι ότι θα την σκοτώνατε για να πάρετε το παιδί». Ο Μιχάλης άφρισε. Κοίταξε την Μαίρη που καθόταν στο διπλανό πάγκο και την λυπήθηκε για το κατάντημα της.
- Ψέματα, ψέματα.
- Το κατέθεσε μάρτυρας.
- Ποιος μάρτυρας.
- Η κυρία Συκοφαντίδου.
Η κυρία Συκοφαντίδου ήταν η πεθερά του Γιώργη του Παπαδάκη τον οποίο είχε χωρίσει η κόρη της. Ο Γιώργης ήταν μακρινός συγγενής του Μιχάλη.
- Είναι όλα ψέματα κύριε πρόεδρε.
Ο πρόεδρος πήρε ύφος βασιλικού επιτρόπου σε στρατοδικείο και είπε επιτιμητικά:
- Σας ξέρω εσάς τους έλληνες τι κουμάσια είσαστε! Σας ξέρω.
Ο Μιχάλης ένιωσε το δηλητηριασμένο βέλος της προσβολής να του τρυπά την καρδιά της ελληνικής του υπερηφάνειας. Σηκώθηκε απότομα από τον πάγκο, σήκωσε το χέρι του, τέντωσε το δάκτυλο του – τον δείκτη – σημάδεψε τον πρόεδρο ανάμεσα στα μάτια και είπε:
« δεν μπορείτε να μιλάτε εσείς έτσι για τους έλληνες, εσείς που έχετε μόλις διακόσια χρόνια ιστορία και εμείς έχουμε πάνω από τρεις χιλιάδες. Εμείς σας δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού. Αν δεν υπήρχαν οι έλληνες  εσείς θα είσαστε ακόμη στα δέντρα σαν τους πιθήκους».
Αν δεν τον διέκοπτε ο πρόεδρος, ο οποίος ακούγοντας τα λόγια του Μιχάλη μάλλον θα ένιωσε σαν εξαγριωμένος χιμπατζής, ακόμη θα έλεγε ο Μιχάλης.
- Πρόσεχε τα λόγια σου, πρόσεχε τα λόγια σου, θα σε βάλω φυλακή.
- Εμένα μπορείτε να με κλείσετε φυλακή, την ελληνική ιστορία, φιλοσοφία και τον πολιτισμό δεν θα μπορέσετε να τα φυλακίσετε ποτέ. Θα είναι σαν να θέλετε να βγάλετε τα μάτια σας και να μείνετε στραβοί. Και το ‘’ Κώνειο ‘’ – αν το ξέρετε – μπορώ να το πιώ, αλλά δεν θα δεχτώ ποτέ να προσβάλετε τους έλληνες.

krinos

Ευτυχώς που δεν είχε κώνειο μαζί του ο πρόεδρος, αλλιώς θα το έδινε με το ζόρι του θρασύτατου εκείνου έλληνα. Ο πρόεδρος προφανώς ή δεν ήξερε τι ήταν το κώνειο ή ο Μιχάλης το πρόφερε με νησιώτική προφορά και δεν το κατάλαβε. Γι’ αυτό έσκυψε και ρώτησε ψιθυριστά τον γραμματέα. « τι σόι αναψυκτικό είναι το κώνειο». Ο γραμματέας του εξήγησε και του είπε ποιος ήπιε αυτό το αναψυκτικό. Ο Μιχάλης το κατάλαβε από τον μορφασμό θαυμασμού που έκανε ο πρόεδρος ο οποίος και δεν του επέβαλε την ποινή του θανάτου. Η απόφαση του δικαστηρίου έλεγε: « αναστέλλονται οι επισκέψεις του πατέρα προς το παιδί, μέχρι νεωτέρας απόφασης του δικαστηρίου». Ο πρόεδρος δεν του έδωσε ολόκληρο το ποτήρι με το κώνειο. Το υπόλοιπο του το έδωσε η Μαίρη. Ήταν πια φανερό ότι ήθελε να τον εκδικηθεί. Και τον εκδικήθηκε με τον πιο ανήθικο και απάνθρωπο τρόπο. Να μην βλέπει το παιδί και αργότερα όταν πήγε στην Ελλάδα να μην επιτραπεί καμιά επαφή. Το παιδί το βάφτισε Γιώργο, αλλά αργότερα του άλλαξε επίθετο και του έδωσε το πατρικό της.  Εικοσιτρία χρόνια προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το παιδί ο Μιχάλης χωρίς επιτυχία. Όσες φορές γύρισε από την Ελλάδα στην Νέα Υόρκη δεν κατάφερε τίποτα. Αλλά ούτε και ο γιος του ήρθε σε επαφή μαζί του, παρ’ όλο που ήταν γνωστή η διεύθυνση του από τα γράμματα που τους έστελνε. Δεν έμαθε ποτέ ο Μιχάλης τι πλύση εγκεφάλου έκαναν στο παιδί. Έμαθε όμως, ότι το παιδί το μεγάλωσαν με χριστιανικές αρχές, που δέθηκε πολύ μ την εκκλησία και ψέλνει κάθε Κυριακή στην Άγιο Δημήτριο στην Τζαμέικα, στην Νέα Υόρκη. Ένα συγγενή του που ενδιαφέρθηκε δεν τον άφησαν να δει το παιδί. Κάποιες συμπατριώτισσες του όταν ερχόταν στην Ελλάδα για διακοπές του έλεγαν:
- Να δεις τι ωραίο παλικάρι είναι ο γιος σου και σου νοιάζει στην εξυπνάδα.
- Δεν ξέρατε να μου φέρετε καμιά φωτογραφία του παιδιού; Ρωτούσε με παράπονο ο Μιχάλης.
Δεν ήξερε ότι του έλεγαν ψέματα. Μετά από δεκαοχτώ χρόνια, έμαθε ότι όταν ήταν τεσσάρων χρονών το παιδί το έφεραν ο παππούς του και η γιαγιά του στην Ελλάδα όπου μεγάλωσε, τελείωσε το λύκειο, έδωσε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο δεν πέρασε κα γύρισε στην μητέρα του στην Αερική να φοιτήσει εκεί στο πανεπιστήμιο. Μια μέρα τελείως συμπτωματικά, γνώρισε ένα ξάδερφο του γιου του, τον Γιώργο τον Ψευδό, στην Εμπορική Τράπεζα. Από τον Ψευδό μάθαινε τα νέα του γιου του. Στην τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία τους, ο Ψευδός πληροφόρησε τον Μιχάλη ότι ο γιος του τελείωσε το πανεπιστήμιο και ότι θα συνέχιζε τις σπουδές του για γιατρός. Η Μαίρη προφανώς είχε δώσει αυστηρές οδηγίες στους γονείς της και έτσι αυτοί δεν έδιναν την διεύθυνση της στην Αμερική, ούτε στους συγγενείς της στην Ελλάδα.
Το διαμέρισμα που νοίκιασε όταν έφυγε από το σπίτι, ήταν στην οδό Βαν Λούν, η οποία είναι κάθετος με την λεωφόρο Πάρσονς. Το διαμέρισμα ήταν κοντά στην διασταύρωση των δύο δρόμων. Στην απέναντι διασταύρωση υπήρχε το ελληνικό ντάινερ ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ ( τα ντάινερ είναι εστιατόρια που είναι ανοικτά επτά ημέρες την εβδομάδα, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο). Ιδιοκτήτης ήταν ο Πητ με την γυναίκα του την Άρτεμη. Όταν γνωρίστηκαν αρκετά, ο Πητ  του είπε ότι είχε μια μικρή οικονομική στενότητα – έτσι έλεγαν την δυσκολία αποπληρωμής των δανείων που τους έδινε η Μαφία – και ζήτησε από τον Μιχάλη να του δίνει την επιταγή από τον μισθό του κάθε πρώτη του μήνα και στο τέλος του ίδιου μήνα να συμψηφίζεται το ποσόν με χρήματα που ξόδευε για φαγητό εκείνος στο ‘’ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’. Ο Μιχάλης συμφώνησε. Τον τρόπο του να υπογράφει το τσεκ του λογαριασμού αντί να πληρώνει μετρητά τον έβρισκε γοητευτικό και τον έκανε να νοιώθει σαν τον Ωνάση, όταν υπέγραφε ένα τσεκ, την ημέρα που έτρωγε με μια φιλενάδα του. Παρασκευή και Σάββατο, όλα τα εστιατόρια και ντάινερς είναι φίσκα και πολλές φορές σχηματίζεται ουρά έξω από την είσοδο τους. Μια τέτοια Παρασκευή ο Μιχάλης έτρωγε μόνος του στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’. Είχε παραγγείλει μια μπριζόλα και χωριάτικη σαλάτα. Την σαλάτα του την είχαν σερβίρει και περίμενε την μπριζόλα. Τσιμπούσε κομματάκια φέτας από την σαλάτα και κοιτούσε αφηρημένος τους πελάτες που μπαινοέβγαιναν. Μια κοπέλα αφαίρεσε την αφηρημάδα από το βλέμμα του. Την πρόσεξε. Όμορφη ψηλή, μελαχρινή, λεπτή, με πολύ κοντά μαλλιά. Η ματιά του Μιχάλη έγινε σαν κάβος βαποριού και τυλίχτηκε στην μέση της κοπέλας και άρχισε να την τραβά προς τον λιμάνι του.Εκείνη κοιτούσε δεξιά και αριστερά για άδειο τραπέζι. Δεν έβλεπε άδειο τραπέζι και σκεφτόταν με απόγνωση, ότι ή θα έπρεπε να περιμένει να τελειώσει κάποιος το φαγητό και να σηκωθεί ή να έφευγε να ψάξει για άλλο εστιατόριο. Προτίμησε να περιμένει, « που να τρέχω τώρα, τέτοια μέρα είναι όλα γεμάτα, όπου και να πάω θα περιμένω», σκεφτόταν την ώρα που στεκόταν κοντά στην Μιχάλη.  Εκείνος που κατάλαβε αμέσως το πρόβλημα της, σηκώθηκε από την θέση του και της είπε ευγενικά:
- Δεν υπάρχει άδειο τραπέζι αυτή την ώρα. Καθίστε στο δικό μου.
Εκείνη τον ‘’ έκοψε ‘’ με μια περίεργη ματιά. Δεν της φάνηκε για κανένας αληταράς. Ένοιωσε ασφάλεια κοντά σε εκείνο τον σοβαρό, όμορφο και καλοντυμένο νέο, που την προσκαλούσε στο τραπέζι του, με το γλυκό του χαμόγελο. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω της να δει μήπως αδειάσει κάποιο τραπέζι και γύρισε και τότε ρώτησε:
-  Δεν περιμένετε παρέα;
- Όχι, καθίστε παρακαλώ.
- Σας ευχαριστώ, πολύ ευγενικό εκ μέρους σας.
- Εγώ σας ευχαριστώ. Είναι ωραίο να τρώει κανείς με όμορφη συντροφιά.
- Σας ευχαριστώ. Είπε κολακευμένη και κάθισε απέναντι του.
- Εμένα με λένε Μάικ, εσένα;
- Εμένα Λήδα, Λήδα Ορτίζ.
- Ωραίο όνομα, αμερικάνικο είναι;
- Όχι, εγώ είμαι από την Κολομβία, εσύ;
- Έλληνας …. Από την Ελλάδα. Είπε χαμογελώντας.
- Α! ωραία.
Ο Μιχάλης που έκανε παρατηρήσεις σαν αστρονόμος, είχε προσέξει ότι όλοι έβγαζαν ένα μακρόσυρτο ΑΑΑ θαυμασμού όταν τους έλεγε ότι είναι έλληνας.
- Έχεις πάει στην Ελλάδα Λήδα;
- Όχι δυστυχώς.
- Δηλαδή θέλεις να πας.
- Φυσικά. Θα πάω μόλις το επιτρέψουν τα οικονομικά μου.
- Μπορείς να πας και στο νησί μου στην Ελλάδα και να μείνεις σπίτι μου.
- Ω! σε ευχαριστώ.
- Όταν πας και γυρίσεις να με ευχαριστήσεις.
- Εσύ έχεις πάει στην Κολομβία;
Ο Μιχάλης νόμισε ότι τον ρώτησε αν είχε πάει στο φεγγάρι και είπε έκπληκτος « όχι βέβαια».
- Θέλεις να πας;
- Εγώ δεν ξέρω καλά – καλά που βρίσκεται.
- Μα στην Λατινική Αερική.
- Αυτό είναι το μόνο που ξέρω για την πατρίδα σου.
- Καλά θα σου δώσω όλες τις τουριστικές πληροφορίες.
- Έχει ωραίες κοπέλες; Ρώτησε με πονηρό χαμόγελο ο Μιχάλης.
- Έχει.
- Σαν εσένα;
Εκείνη κόμπιασε. Ζήλεψε λίγο.
- Έχει πολύ ωραιότερες. Είπε με μετριοφροσύνη.

krinos

- Δεν το φαντάζομαι, είπε κοιτάζοντας την πονηρά.
Ένοιωσε την ματιά του που χάιδευε την καρδιά της. Αναρίγησε. Ξεροκατάπιε και χαμήλωσε τη ματιά της. Συνειδητοποίησε ότι ο έλληνας την φλερτάριζε. « ωραίος ο γριέγο, φαίνεται του αρέσω».
- Αλήθεια θέλεις να πας στην πατρίδα μου;
- Ναι, αλλά θα με φιλοξενήσεις αν πάω; Ρώτησε πονηρά εκείνος.
- Μα φυσικά, μετά χαράς.
- Σε ευχαριστώ …. Νομίζω ότι είναι ώρα να παραγγείλεις.
Η Λήδα παράγγειλε και εκείνη μπριζόλα και πράσινη σαλάτα. Μέχρι να τελειώσουν το φαγητό ο Μιχάλης είχε μάθει και τις αετοφωλιές της Κολομβίας από την Λήδα. Όταν τελείωσε το φαγητό ο Μιχάλης, αντί για τσιγάρο, άναψε ένα μακρύ πούρο.  Του το είχε δώσει νωρίτερα ο Πητ. Εκείνη άναψε ένα λεπτό και μακρύ τσιγάρο. Όταν η Λήδα κάπνισε το δεύτερο τσιγάρο ο Μιχάλης είπε, « θα ήθελες να πάρουμε ένα ποτό στον μπαρ;».
- Γιατί όχι.
Ο Μιχάλης έκανε νόημα στην Άρτεμη, την γυναίκα του Πήτ, να φέρει τον λογαριασμό. Μετά από λίγο η Άρτεμης άφησε μπροστά του ένα δισκάκι με τον λογαριασμό και τον κοίταξε πονηρά. Η Λήδα έβγαλε από την τσάντα της το πορτοφόλι της έτοιμη να πληρώσει τον λογαριασμό της. Ο Μιχάλης δεν την άφησε να αναπνεύσει.
- Α! όλα δικά μου.
- Μα σας παρακαλώ.
- Δεν θέλω να με παρακαλείς όταν κάνω κάτι που μου αρέσει.
- Μα ….
- Μαμούνια! Είπε ελληνικά ο Μιχάλης.
- Δεν κατάλαβα, τι είπες;
- Ότι εγώ θα πληρώσω τον λογαριασμό.
- Εντάξει, αφού επιμένεις; Πάντως σε ευχαριστώ πολύ.
Εκείνος πήρε τον λογαριασμό τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, έβγαλε την καλή του πέννα, έγραψε πάνω: ‘’ τυχερά ‘’ δύο δολάρια και υπέγραψε επιδεικτικά.
- Αυτά είναι για σένα. Είπε στην Άρτεμη δείχνοντας της με το δάκτυλο του το σημείο που είχε γράψει τα τυχερά.
Είχε σκεφτεί να εντυπωσιάσει την Λήδα. Εκείνη εντυπωσιάστηκε. Δεν είχε ξαναδεί κανένα να πληρώνει με αυτόν τον τρόπο τον λογαριασμό.« ποιος να είναι άραγε; Κανένας μεγάλος που θα του στέλνουν τον λογαριασμό στο σπίτι». Άρχισε να τον κοιτά ερευνητικά, μήπως και της θυμίζει κάποια γνωστή προσωπικότητα. Ο Μιχάλης κατάλαβε τι σκεφτόταν από τον τρόπο που τον κοίταζε και σκέφτηκε να της κάνει ένα αστείο.
- Λοιπόν πάμε για ποτό;
- Ναι, ναι.
Σηκώθηκαν και πήγαν και κάθισαν στην άκρη του μπαρ. Ο Μιχάλης παράγγειλε την βότκα με τον χυμό του πορτοκαλιού και εκείνη θέλοντας να δείξει ότι έχει τις ίδιες προτιμήσεις με ένα ‘’ μεγάλο ‘’ σαν τον Μιχάλη παράγγειλε το ίδιο ποτό.
- Θέλω να σε ευχαριστήσω ξανά για το δείπνο.
- Έλα, ακόμη το θυμάσαι;
- Δεν μου έχει ξανατύχει ποτέ να …..
- Πήγαινε στην Ελλάδα να μην πληρώσεις ποτέ.
- Τι μου λές! Είπε κατάπληκτη.
- Η μεγαλύτερη αγένεια στην Ελλάδα είναι να επιτρέψεις σε γυναίκα που συνοδεύεις να πληρώσει τον λογαριασμό. Και είναι καλύτερο να με φτύσεις παρά να κάνεις τέτοιο πράγμα.
- Τι μου λες;
- Λοιπόν δεν μου είπες τι δουλειά κάνεις;
- Δουλεύω ως γραμματέας στην κολομβιανή εμπορική αντιπροσωπεία. « αυτή έπρεπε να έχω γραμματέα να στολίζει το γραφείο μου».
- Θαυμάσια!
- Εσύ τι δουλειά κάνεις;
- Σκηνοθέτης.
- Αλήθεια! Ρώτησε με θαυμασμό εκείνη.
- Ε, τι να κάνουμε είπε με προσποιητή μετριοπάθεια.
Το γλυκό ήρθε και έδεσε. Η εμφάνιση του Μιχάλη με το μπεζ ανοιξιάτικο κουστούμι, το κόκκινο μεταξωτό πουκάμισο με τις άσπρες βούλες, το πούρο, η άνεση στην επικοινωνία, το λεπτό χιούμορ, επιβεβαίωσαν τις υποψίες της Λήδας, ότι είχε δίπλα της ένα ‘’ μεγάλο ‘’.
- Και εγώ κάποτε ήθελα να γίνω ηθοποιός. Είπε με παράπονο.
- Για μια καλλονή, σαν εσένα, ποτέ δεν είναι αργά. Είπε με ύφος μεγάλου σκηνοθέτη.
- Είναι αργά και σχεδόν αδύνατον, αν δεν γνωρίζεις κάποιον του κυκλώματος. Αποκρίθηκε και θυμήθηκε τι της έλεγαν οι φίλες της, « αν δεν περάσεις κακομοίρα μου από το κρεβάτι παραγωγού ή σκηνοθέτη ξέχασε το».
- Ποτέ δεν είναι αργά, αρκεί να πέσεις σε έξυπνο άνθρωπο του χώρου και να εκτιμήσει τα προσόντα σου.
- Σαν εσένα;
- Ακριβώς. Είπε αποφασιστικά ο πανούργος έλληνας.
Η Λήδα είδε ξαφνικά τον εαυτό της να ποζάρει μπροστά στις κάμερες και να ακολουθεί της οδηγίες του σκηνοθέτη.
- Δηλαδή μπορείτε να με βοηθήσετε να γίνω ηθοποιός;
- Από σένα εξαρτάται.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Έσκυψε και φίλησε τον Μιχάλη στο μάγουλο και είπε χαδιάρικα:
- Σε ευχαριστώ Μαικ.
Τα λόγια του Μιχάλη της είχαν χαϊδέψει τρυφερά το μεγάλο της όνειρο. Γύρισε την κοίταξε τρυφερά, σήκωσε το χέρι του και με το εξωτερικό μέρος της παλάμης της χάιδεψε απαλά το μάγουλο. Του άρεσε το αστείο και σκέφτηκε να το συνεχίσει μέχρι να το καταλάβει εκείνη. Και έτσι αφού δεν θα έχανε ούτε ‘’ την τσόχα ούτε τα ραφτικά ‘’ συνέχισε να παριστάνει τον μεγάλο σκηνοθέτη.
- Και τι πρέπει να κάνω;
- Πρέπει να έχεις τελειώσει την δραματική σχολή, δεν είναι έτσι;
- Και βέβαια. Με άριστα.
- Α! ωραία, αφού έχεις και όλα τα υπόλοιπα προσόντα, περισσότερα και από την Ρακέλ Γουέλτς και είσαι και μελαχρινή…..
- Αλήθεια μου λές;
- Και λίγα σου είπα.

krinos

Η Λήδα ήταν τρισευτυχισμένη σαν να της είπαν ότι η ταινία που πρωταγωνιστεί παιζόταν ταυτόχρονα σε όλους τους κινηματογράφους του κόσμου. Διάβαζε τις κριτικές του έργου, έβλεπε να τρέχουν ξωπίσω της οι δημοσιογράφοι με τα ματσούκια να της αποσπάσουν έστω και δύο λόγια. Ο Μιχάλης διάβαζε τις σκέψεις της στα μάτια της που έλαμπαν από ευτυχία. Άρχισε να έχει τύψεις. Έβλεπε τώρα τον εαυτό του σαν το καμάκι που μπαίνει εύκολα στο κρέας, αλλά βγαίνει πολύ δύσκολα γιατί το εμποδίζουν τα αγκρίφια του, « τι έκανα ο ηλίθιος κι είναι τόσο γλυκό κορίτσι». Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο πότο που είχε μείνει στο ποτήρι και παράγγειλε αμέσως και άλλο. Έμεινε σιωπηλός μέχρι που ήρθε το άλλο ποτό. Ήπιε με μια γουλιά πάνω από το μισό. Το ποτό άρχισε να  τον κεφίζει. Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο ποτό και άναψε ένα νέο τσιγάρο – το πούρο το είχε σβήσει στο τραπέζι που έτρωγαν.Κοίταξε την Λήδα που τον χάιδευε με την ματιά της και κρεμόταν από τα χείλη του. Τώρα πίστευε αυτό που της είχε πει προηγούμενος, ότι έχει περισσότερα προσόντα από την Ρακέλ Γουέλτς. Τα προσόντα της άρχισαν να του χαϊδεύουν το κορμί. Ο έρωτας του ψιθύρισε: « ε ρε Μιχάλη, τι το βλέπεις το κορίτσι; Κάδρο θα το κάνεις; Έμπαινε ρε δικέ μου». Και πήρε την απόφαση ο δικός του, « και γαία πυρή μειχθήτω», « βενσερέμος», σκέφτηκε και είπε στην Λήδα:
- Όπως σου είπα έχεις όλα τα προσόντα, κάποια στιγμή πρέπει να σου τραβήξω μερικά δοκιμαστικά, για να δω ποιος από τους δεύτερους ρόλους σου ταιριάζει στην καινούργια μου ταινία.
Τα χείλη της Λήδας, από την χαρά της φτερούγισαν, κάθισαν στο μάγουλο του Μιχάλη και τον φίλησαν. Δεν έβγαλε άχνα. Τον κοιτούσε συνέχεια σαν να ήταν ο Χριστός στη ‘’ Δευτέρα Παρουσία Του ‘’. Ο  Μιχάλης άκουσε τον έρωτα να του ξαναψιθυρίζει, « τι θα γίνει ρε δικέ μου, ακόμα θα σαλιαρίζεις με το κορίτσι;».
- Λοιπόν δεν μου είπες, είσαι ευχαριστημένη;
- Μόνο ευχαριστημένη; Πολύ ευτυχισμένη.
Ο Μιχάλης υπάκουε πια τυφλά στις επιθυμίες του έρωτα.
- Θα ήθελες να πίναμε ένα ελληνικό καφέ στο σπίτι μου;
- Πάμε. Είπε και πετάχτηκε όρθια, σαν στρατιώτης που υπακούει σε διαταγή στρατηγού. Εκείνη την στιγμή και στο Ταμ – Τουμ για μαϊμούδες να της έλεγε εκείνη θα πήγαινε τρέχοντας. Ο Μιχάλης υπέγραψε τον λογαριασμό και έφυγαν για το σπίτι του. Την οδήγησε σε ένα καναπέ στη μικρή σαλοκρεβατοκάμαρα. Εκείνη χώθηκε στον καναπέ και ο Μιχάλης όρθιος χαζεύοντας την που είχε γείρει πίσω το κεφάλι της, « σε τι ταινία θα παίζει άραγε;», συλλογίστηκε.
- Πόση ζάχαρη θέλεις στον καφέ σου; Την ρώτησε.
- Εγώ θα ήθελα ένα ελληνικό ποτό.
- Τι θέλεις ούζο ή μπράντυ;
Το ούζο προφανώς θα ήταν άγνωστο και είπε αμέσως:
- Μπράντυ θέλω. Και τον κοίταξε προκλητικά.
Ο Μιχάλης γύρισε με δύο ποτήρια μπράντυ, της έδωσε το ένα και κάθισε δίπλα της.
- Γεια σου Μάικ.
- Γεια σου Λήδα.
- Α! θαυμάσιο ποτό Μάικ.
Και το σαλέπι θαυμάσιο θα το έβρισκε αρκεί να ήταν ελληνικό. Ήπιε μια δεύτερη γουλιά και είπε, « ελληνική μουσική δεν έχεις;». Ο Μιχάλης χωρίς να απαντήσει πλησίασε το μαγνητόφωνο, έβαλε μια κασέτα, πάτησε το κουμπί και γύρισε και κάθισε δίπλα της. Η μελωδία του ‘’ Συρματικού ‘’ πλημμύρισε το δωμάτιο. Οι δοξαριές του φίλου του, του Μηνά του Παπαμηνά, ανέβασαν το κέφι του Μιχάλη στα επουράνια. Άρχισε να σφυρίζει το σκοπό. Αυτή την μελωδία άκουγε ο Θεός και κέφιζε. Ούτε Μπετόβεν, ούτε Βάγκνερ , ούτε ο Στράους, ούτε ο Τσαϊκόφσκι.
Η Λήδα τον κοίταξε κάπως περίεργα για ένα λεπτό, με πάθος που σιγοτραγουδούσε τον ‘’ Συρματικό ‘’. Δεν είχε ξανακούσει τέτοια μελωδία.
- Ελληνική μουσική είναι αυτή;
- Νησιώτικη.
- Σαν μπλουζ είναι.
Ο πανούργος Οδυσσέας του σφήνωσε μια ιδέα στο μυαλό.
- Νησιώτικο μπλουζ. Τι λες  χορεύομε;
Πριν τελειώσει την τελευταία λέξη, εκείνη τινάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ, τον τράβηξε και τον σήκωσε όρθιο. Σφίχτηκε πάνω του και τον φίλησε με πάθος. Η κολομβιανή φλόγα τον έκανε ηφαίστειο, « και γαία πυρή μειχθήτω». Η εβραιοπούλα, η Λίντα, φάνταζε μπροστά στην Λήδα σαν μαθήτρια εβραϊκού κατηχητικού. Ο Μιχάλης διαπίστωσε με ευχαρίστηση πως διεξάγουν οι λατίνες τον τρωικό πόλεμο στο κρεβάτι. Την άλλη μέρα που έφυγε η Λήδα, ‘’ εις ανάμνησην ‘’ εκείνης της λατινοαμερικάνικης βραδιάς έγραψε:  
   Συρματικέ την έφερες, μέσα στην αγκαλιά μου,
   κάηκε κολομβιανά η έρημη καρδιά μου
                   ***
 αυτή ήτανε ηφαίστειο, ο έρωτας της λάβα
 και μόνο τέτοιες να βρεθούν, στου πόθου μου το διάβα
                   ***
τον τρωικό πόλεμο είδα χωρίς ψεγάδι
 και από την γλύκα έφτασα στα πρόθυρα του Άδη».
                   ***  
Κάθε μέρα που περνούσε, ο Μιχάλης αφιέρωνε όλο και περισσότερο χρόνο για καμάκι, λες και τον είχε πιάσει αμόκ. Θηλυκιά κατσαρίδα δεν του γλίτωνε. Ήταν τέλη Μάιου και σε τρεις μήνες θα γύριζε στην Ελλάδα. Δεν πήγαινε, παρά σπάνια στο γραφείο. Έπρεπε να κάνει όλα τα απαραίτητα ψώνια και να τακτοποιήσει τις προσωπικές του υποθέσεις.
Είχε ‘’ φοβηθεί το μάτι ‘’ του Πητ και της Άρτεμης.
- Μάγια τους κάνεις; Πότε τις προλαβαίνεις βρε Καζανόβα τόσες πολλές; Τον ρωτούσε η Άρτεμης με θαυμασμό, λες και τον ζήλευε.
Εκείνη του είχε βγάλει το παρατσούκλι Καζανόβας. Για να προλαβαίνει, περισσότερες κοπέλες είχε ωράριο. Μέχρι το μεσημέρι έβγαινε με την μια. Πήγαινε για μπάνιο, για ψώνια ή βόλτα μαζί της, μέχρι το μεσημέρι. Γύρω στην μία την πήγαινε σπίτι του, έκανε έρωτα, μετά πήγαιναν απέναντι στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ για φαγητό, από όπου έφευγε η κοπέλα. Γύρω στις δυόμισι, ερχόταν η δεύτερη φιλενάδα του, κατευθείαν σπίτι του, έμενε μέχρι τις έξι, μετά πήγαιναν για καφέ στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ και στις έξι και μισή έφευγε  κοπέλα. Στις εφτά πήγαινε η Λήδα την οποία είχε διατηρήσει ως μόνιμη βραδινή φιλενάδα του, « όποιος πηδά πολλά παλούκια στο τέλος θα καθίσει πάνω σε ένα». Έτσι και ο Μιχάλης δεν μπορούσε να είναι η εξαίρεση του κανόνα. Ένα απόγευμα καθόταν με την Τζούλη, μια αγγλίδα φοιτήτρια που σπούδαζε εγκληματολογία και ήθελε να γίνει αστυνομικός όταν θα γύριζε στο Μπρίστολ στην Αγγλία. Του έκανε εντύπωση το επίθετο της, Μπέικον και την πείραζε
- Πόσο θα σε ήθελα το πρωί με αυγά …..
Η ώρα πλησίαζε εφτά και η Τζούλη δεν είχε φύγει ακόμη. Ο Μιχάλης από την τζαμαρία του ‘’ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ παρακολουθούσε το δρόμο του σπιτιού του. η Τζούλη είχε πιει αρκετά και είχε μισομεθύσει.
- Απόψε θέλω να κοιμηθώ μαζί σου. Του έλεγε χαδιάρικα και παραπονιάρικα, και εκείνος απαντούσε:

krinos

- Δεν γίνεται, έχω δουλειά.
- Όλο δουλεία έχεις, όλο δουλειά.
Η Τζούλη ήθελε να ακούσει τον ‘’ Συρματικό ‘’ και μια φορά βράδυ. Όλο απόγευμα τον άκουγε. Πάντα είχε ‘’ ερευνητική εργασία ‘’ στο ίδρυμα. Η Τζούλη είχε σφιχτεί πάνω του, σαν βδέλλα και τον παρακαλούσε, ενώ εκείνος είχε αρχίσει να τον κόβει κρύος ιδρώτας που έβλεπε ότι πλησιάζει επικίνδυνα η ώρα που θα εμφανιζόταν η Λήδα. Κάποια στιγμή βλέπει την Λήδα να πηγαίνει προς το σπίτι του και να χτυπά το κουδούνι. Τον έπιασε πανικός. Ήξερε τι τον περίμενε αν τον έβρισκε η Λήδα με άλλη. Το λιγότερο θα του έβγαζε τα μάτια. Μπορεί οι λατινοαμερικάνες να είναι θερμότερες και οι πιο ερωτιάρες γυναίκες αλλά είναι και οι πιο ζηλιάρες. Αν δεν άνοιγε η πόρτα του σπιτιού του η Λήδα πήγαινε και τον περίμενε πάντα στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’. Το ντοκτορά στην φιλοσοφία της … δικαιολογίας το είχε προ πολλού πάρει με άριστα ο Μιχάλης.Κατάφερε να απαγκιστρωθεί από την Τζούλη και λέγοντας της, με το ύφος του προέδρου της Αμερικής που ξέχασε να πατήσει το κόκκινο κουμπί και να εξαπολύσει τα πυρηνικά εναντίον των ρώσων:
- Πρέπει να πάω αμέσως στο αεροδρόμιο, πρέπει να υποδεχτώ τον πρόεδρο του ιδρύματος.
Σηκώθηκε και βγήκε αμέσως από το ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’. Η Λήδα ερχόταν ήδη προς το      ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’  και την πρόλαβε μόλις πέρασε το φανάρι από το απέναντι πεζοδρόμιο. Την έπιασε από το χέρι και την έσυρε προς το πεζοδρόμιο.
- Που πάμε ρώτησε απορημένη.
- Θα σου πω. Είπε αλαφιασμένος ο Μιχάλης.
Στο δρόμο σταμάτησαν και ο Μιχάλης είπε στην Λήδα πριν προλάβει να του κάνει     ‘’ ιερά εξέταση ‘’:
- Μόλις μπήκε κάποιος στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ που με πιέζει να του δανείσω χρήματα και θέλω να τον αποφύγω, κατάλαβες;
Ο τρόπος που το είπε δεν της άφηνε καμιά αμφιβολία. Ούτως η άλλως ο Μιχάλης είχε ‘’ γίνει ηθοποιός ‘’, εκτός από σκηνοθέτης, παραγωγός, μάνατζερ και δεν συμμαζεύεται η φαντασία του. Σε  δύο λεπτά βγήκε η Τζούλη από το εστιατόριο και απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μόλις έστριψε στον πρώτο δρόμο που είχε το αυτοκίνητο της, ο Μιχάλης μπήκε στο ‘’ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ και κάθισε στο ίδιο τραπέζι που καθόταν πέντε λεπτά πριν. Κάθισαν και ο Μιχάλης ρώτησε την Λήδα τι θα πάρει : « ένα καφέ και ένα τσιζκέικ με φράουλες». Ο Μιχάλης κοίταξε να δει την Άρτεμη η οποία εκείνη την στιγμή έβγαινε από την κουζίνα κρατώντας μια μεγάλη πιατέλα με φαγητά. Σήκωσε το χέρι του για να τον δει. Εκείνη βγαίνοντας από την κουζίνα, έστριψε αριστερά προς την πλευρά που καθόταν ο Μιχάλης.Βλέποντας τον να κάθεται με διαφορετική κοπέλα σε διάστημα πέντε λεπτών, γούρλωσε τα μάτια της και από την έκπληξη, της έπεσε η πιατέλα στο δάπεδο και έγινε κομμάτια. Κοίταξε τον Μιχάλη και του κούνησε απειλητικά το χέρι, εννοώντας   « αχ, βρε καζανόβα τι μου έκανες». Όταν κάποια στιγμή η Άρτεμης πέρασε από δίπλα του, του είπε ελληνικά: « θα σου βγάλει καμία τα μάτια, δεν την γλιτώνεις». Φαίνεται κάποτε ο Θεός θυμήθηκε την Άρτεμης και … φύλαξε τον κλέφτη αντί για τον νοικοκύρη.
Ένα απόγευμα καθόταν στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ με μια δασκάλα των πορτογαλικών από την Βραζιλία, την Άννα – ενώ εκείνος ‘’ έπαιζε ‘’ τον ….  δάσκαλο των ελληνικών. Μόνο … παπάς δεν είχε γίνει ο αθεόφοβος, αλλά αν έβρισκε κάποια καλόγρια και αυτό ήταν πιθανό …..
Η ώρα ήταν εφτά παρά είκοσι και ο Μιχάλης είχε αρχίσει να σκέφτεται την Λήδα που θα ερχόταν στις εφτά. Γύρισε κάποια στιγμή το κεφάλι του στον δρόμο του σπιτιού του και πάγωσε το αίμα του. Η Λήδα ανέβαινε το πρώτο σκαλοπάτι της εισόδου του    ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’.  « θα μου βγάλει τα μάτια». , « έχετε γεια βρυσούλες», « δεύτε τελευταίον ασπασμόν», « αποθανέτω η ψυχή μου μετά των μαύρων», « τετέλεσται».Πρόλαβε όμως να σκεφτεί τους αρχαίους του προγόνους.  « ανδρών γαμίκων πάση γη τάφος». Κοίταξε με απελπισία προς τον ουρανό, λες και ήθελε να παραπονεθεί του Θεού, αντί για τα μάτια του Θεού, είδε τα μάτια της Λήδας να τον αγριοκοιτάζουν και τα χέρια της κυρτά σαν του γερακιού, έτοιμα να του βγάλουν τα μάτια.
- Ποια είναι αυτή; Ρώτησε αγριεμένη  και δείχνοντας με το δάκτυλο της επιτιμητικά την Άννα.
« τώρα θα ξεμαλλιαστούν», σκέφτηκε ο Μιχάλης.
Τέτοιες στιγμές απείρου κάλους βλέπει συχνά κανείς στην λατινική Αμερική. Η ταχύτητα της σκέψης του έσπασε την ταχύτητα του φωτός.
- Είναι φιλενάδα του ξάδερφου μου, του Τζώρτζ.
- Δεν με γελάς, εμένα.
Η Άννα είχε τρομοκρατηθεί και δεν έβγαζε άχνα. Κατάλαβε ότι ο Μιχάλης βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση και δεν ήθελε να εξαγριώσει την Λήδα.
- Κάθισε και μην νευριάζεις. Είπε κάπως ψύχραιμα ο Μιχάλης.
Η Λήδα έριξε μια ερευνητική ματιά στην Άννα, σαν να ήθελε να διαπιστώσει αν έλεγε την αλήθεια. Την είδε αμίλητη και ατάραχη και κάθισε δίπλα του χωρίς να τον πιστέψει. Του έριξε μια τσιμπιά στο μπούτι, που ακόμα υπάρχουν τα σημάδια. Ο Μιχάλης έκανε ένα μορφασμό πόνου και συγκράτησε μια κραυγή. Η Λήδα έριξε μια  ματιά στο στόμα της Άννας, λες και ήθελε να δει τα σημάδια από τα φιλιά του Μιχάλη στα χείλη της. Η Άννα δεν μπορούσε να αντέξει εκείνη την ματιά που τρυπούσε ταύρο σε αρένα και κάρφωσε την ματιά της στο τραπέζι. Για μια στιγμή κοίταξε τον Μιχάλη. Η απειλητική ματιά του κατάλαβε τι ήθελε να της πει, « πρόσεξε κακομοίρα μου μην πεις τίποτα γιατί θα σε γδάρω ….».Αφού η Λήδα δεν είδε τα σημάδια στα χείλη της  Άννας, από τα φιλιά του Μιχάλη, τον ρώτησε το ίδιο άγρια όπως και πριν:
- Ώστε αυτή είναι η φιλενάδα του φίλου σου;
Ο Μιχάλης πάτησε το πόδι της Άννας δυνατά και απάντησε:
- Ναι σου είπα. Προσπαθώντας να δείχνει πειστικός.
- Και που είναι ο φίλος σου;
Η μυθιστοριμακή φαντασία του Μιχάλη του έφερε την απάντηση στο στόμα.
- Κανονίσαμε να τον πάρουμε από το σπίτι του.
- Και που είναι το σπίτι του; Ρώτησε αμέσως, σαν να ήθελε να προλάβει την φαντασία του να βρεί και άλλη δικαιολογία.
- Στην Αστόρια.
- Δεν σε πιστεύω. Είπε και ήταν έτοιμη να ρωτήσει την Άννα για να βεβαιωθεί.
- Πάμε αμέσως, μας περιμένει.
Η Λήδα έδειξε να ηρεμεί κάπως. Η Άννα παρέμενε αμίλητη. Πίστεψε ότι, « τούτη θα είναι το μόνιμο κορίτσι του», δεν διακινδύνεψε να χάσει τον ‘’ Συρματικό ‘’. Έφυγαν από το εστιατόριο, μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς την Αστόρια. Η Άννα κάθισε στο πίσω κάθισμα. Η Λήδα καθόταν ακόμη σε ανάμενα κάρβουνα. « ο Αη Γιώργης από τις Χαδιές να βάλει το χέρι του, να είναι ο Γιώργης στο σπίτι», σκεφτόταν συνέχεια στη διαδρομή ο Μιχάλης. Τον μακρινό του ξάδερφο τον Γιώργη τον Παπαδάκη είχε σκεφτεί εκείνη την στιγμή στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’. Το σπίτι του Γιώργη ήταν σε ένα στενό μονόδρομο, που τον στένευαν ακόμη περισσότερο τα παρκαρισμένα δεξιά και αριστερά του αυτοκίνητα. Μόλις και χωρούσε να περάσει, με προσοχή, αυτοκίνητο, λες και ήταν δρόμος της Κυψέλης. Ο Μιχάλης σταμάτησε το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά στο κτίριο που ήταν το διαμέρισμα του Γιώργη, κλείνοντας την κυκλοφορία. Βγήκε από το αυτοκίνητο και ανέβηκε σαρανταπέντε – σαρανταπέντε τα σκαλιά. Χτύπησε το κουδούνι και σαν να περίμενε πίσω από την πόρτα ο Γιώργης, την άνοιξε αμέσως. Αυτή την φορά ήταν η σειρά του κλέφτη να τον φυλάξει ο Θεός. Ξαφνιάστηκε μόλις είδε τον Μιχάλη και πριν προλάβει να πει:  « πως ήταν αυτό το καλό;», ο Μιχάλης τον τράβηξε σαν ψοφίμι έξω από το σπίτι λέγοντας:

krinos

- Γρήγορα Γιώργη κινδυνεύω!!!
Ο Γιώργης νόμισε ότι τον κυνηγούν τον Μιχάλη τίποτα μαύροι και του λέει:
- Μην φοβάσαι βρε, εδώ είμαι εγώ.
Ο Γιώργης ήταν κοντός αλλά νευρώδης και δυνατός σαν ταύρος. Δούλευε μαραγκός στους ουρανοξύστες. Μια μέρα ένας φίλος τους για να εξηγήσει πόσο δυνατός ήταν ο Γιώργης είπε:
- ο Γιώργης δεν καρφώνει τα καρφιά στα ξύλα με το σκεπάρνι, αλλά με την παλάμη του!
- Μην φοβάσαι Γιώργη δεν με κυνηγά κανένας, έχω κάτω στο αυτοκίνητο δύο γκόμενες και είπα στην μια, για να μην μου βγάλει τα μάτια ότι η άλλη είναι φιλενάδα σου. Έλα κάτω κάθισε δίπλα της και εγώ θα σου λέω στ ελληνικά τι θα κάνεις. Άννα την λένε την ‘’ δικιά ‘’ σου.
- Βρε αθεόφοβε, δύο μαζί;
- Σκάσε και προχώρα γιατί έχω κλείσει και τον δρόμο.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν την στιγμή που ένας έλληνας οδηγός επειδή τον είχε κλείσει το αυτοκίνητο του Μιχάλη, είχε βγάλει το κεφάλι έξω από το τζάμι και φώναζε στα ελληνικά: « που είναι μωρή σκρόφα ο οδηγός να τον σκίσω;». Ο Γιώργης κάθισε στο αυτοκίνητο κοντά στην Άννα αλλά όχι ακριβώς δίπλα της. Μόλις αντίκρισε την Άννα είπε με θαυμασμό στα ελληνικά: « παναγία μου, γυναικάρα».Εκλεκτικός ο Μιχάλης. Διάλεγε σαν ‘’ ηθοποιός ‘’ τις πρωταγωνίστριες του. Η Άννα φορούσε εκείνη την ημέρα και λόγω ζέστης, εξωτερικής και εσωτερικής ένα καυτό σορτς και από πάνω ένα στηθόδεσμο από μαγιό.
- Όλη δική σου Γιώργη.
Εκείνος κάρφωσε τα μάτια του στα μπούτια της και άρχισε να ξερογλείφεται σαν αγελάδα.
- Που πάμε; Ρώτησε περίεργα η Λήδα.
- Στο ‘’ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ για φαγητό. Είπε ο Μιχάλης και φαντάστηκε τι γκριμάτσες θα έκανε η Άρτεμης όταν τους έβλεπε.
- Λέγε ρε; Πρόσταξε ανυπόμονα ο Γιώργης.
- Πήγαινε πιο κοντά της και ψιθυριστά να της πεις πως είναι πάρα πολύ όμορφη και ότι σου αρέσει. Είπε ο Μιχάλης και άρχισε να τους παρακολουθεί από το καθρεφτάκι.
Ο Γιώργης, σαν καλός μαθητής έκανε ότι του είπε ο Μιχάλης και φαίνεται ότι η Άννα κολακεύτηκε πολύ, γιατί χαμογέλασε με ικανοποίηση.
- Και τώρα ρε; Ρώτησε πάλι ανυπόμονα ο Γιώργης.
- Ξαναπές τη το ρε.
- Πάλι τα ίδια;
- Πάλι ρε.
Ο Γιώργης ξαναψιθύρισε  τα ίδια και η Άννα ξαναχαμογέλασε τι ίδιο. Ο Μιχάλης που παρακολουθούσε από το καθρεφτάκι είπε:
- Καλά τα πας, πολύ καλά.
Ο Γιώργης πήρε θάρρος.
- Να την φιλήσω βρε;
- Θα σου πω πότε. Πες της τώρα ότι θέλεις να σου μάθει πορτογαλέζικα.  
- Τι λες ρε;
- Καθηγήτρια των πορτογαλικών είναι, κατάλαβες;
Η Άννα που από τα ελληνικά κατάλαβε την λέξη πορτογαλικά, ρώτησε τον Γιώργη.
- Μιλάς πορτογαλικά;
Ο Γιώργης έπιασε την ευκαιρία από τα μαλλιά και της τα … έβγαλε.
- Θέλω να με μάθεις. Είπε με λάμψη στα μάτια.
- Αλήθεια θέλεις;
- Ναι, ναι, πότε θα με μάθεις;
- Όποτε θέλεις. Είπε η Άννα που άρχισε να νοιώθει καλύτερα με τον κουστουμαρισμένο στην τρίχα Γιώργη.
- Πες βρε ευχαριστώ και φίλησε την στον μάγουλο. Είπε ο Μιχάλης που πρόλαβε την απάντηση του Γιώργη.
Είπε και εγένετο. Η Άννα γύρισε και κοίταξε γλυκά τον Γιώργη.
- Ρώτησε την βρε πως λένε στα πορτογαλικά  ‘’μ ‘ αρέσεις ‘’ και μετά πες τη ότι σου αρέσει στα πορτογαλικά.
Μαγνητόφωνο ο Γιώργης. Ρώτησε, άκουσε, της είπε πορτογαλικά μ’ αρέσεις και η Άννα του απάντησε και εκείνη πορτογαλικά ‘’ μ’ αρέσεις  Τζώρτζ ‘’. Ο Γιώργης ένοιωσε αμέσως κάτι να κινείτε στο σώβρακο.
- Πιάσε την από το σαγόνι και φίλησε την γλυκά.
Ο Γιώργης κοντοστάθηκε, του φάνηκε παράτολμο εγχείρημα.
- Θα θέλει ρε;
- Πες πάλι ότι σου αρέσει στα πορτογαλικά και μετά φίλησε την, όταν σου πει και εκείνη το ίδιο.
Ο Γιώργης εκτέλεσε την εντολή του Μιχάλη, την φίλησε χωρίς εκείνη να αντιδράσει, κάτι που έκανε τον Γιώργη να λύσει το σκύλο από την αλυσίδα. Απομάκρυνε για λίγο το κεφάλι του κα την ξαναφίλησε με πάθος. Ο Μιχάλης αναστενάζοντας από ανακούφίση, σκούντηξε την Λήδα, που ήταν ακόμη θυμωμένη και της  είπε στα ισπανικά:
- Κοίτα.
Εκείνη γύρισε το κεφάλι της τους είδε που φιλιόντουσαν, γύρισε και χαμογέλασε στον Μιχάλη, σαν να του έλεγε, « παραλίγο να σου βγάλω τα μάτια». Ο Γιώργης στο πίσω κάθισμα, δεν χρειαζόταν πια τις οδηγίες του Μιχάλη. Τώρα ο Γιώργης προσπαθούσε να καταλάβει, αν οι ροζιασμένες παλάμες του γαργαλιόνται από  το χνούδι που δεν είχαν τα μπούτια της Άννας. Έφτασαν στο ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ και κάθισαν στο γωνιακό τραπέζι της τραπεζαρίας. Ο Γιώργης χωρίς να πιει είχε έρθει στο τσακίρ κέφι.
- Όλα δικά μου ξάδερφε.
- Να φάμε θαλασσινά που είναι διεγερτικά.
- Ότι βοηθά την κατάσταση.
Ο Μιχάλης φώναξε την Άρτεμη. Εκείνη πλησιάζοντας έκανε μια χειρονομία που μόνο ο Μιχάλης καταλάβαινε.
- Κούκλα, φέρε μας ένα μπουκάλι κρασί ελληνικό, το καλύτερο.
- Να σου φέρω ένα, "Μπουτάρι", "Αγιορείτικο", "Κρητικό". Είπε όλα τα ελληνικά κρασιά.
- Έχεις κασιώτικο; Είπε για να την πειράξει.
- Εσύ θα με τρελάνεις.
- Φέρε μας ένα "Μπουτάρι" και βάλε πάνω το τσουκάλι να βράζουν τέσσερις μεγάλοι αστακοί και φέρε μας, μέχρι να ψηθούν οι αστακοί, δύο πιατέλες φρέσκα στρείδια και μπόλικα λεμόνια.

krinos

Η Άρτεμης χαμογέλασε πονηρά  και έκανε μια κίνηση με το χέρι της. Έτσι του έκανε πολλές φορές όταν υπολόγιζε την συνέχεια του … έργου – που ο Μιχάλης την ερμήνευε, « θα έχουμε πάλι …. υπερωρίες με συρματικό».
- Λοιπόν Γιώργη και όλο εις υγείαν θα λες στο κορίτσι, αφού πρώτα την ρωτήσεις πως λένε εις υγείαν στα πορτογαλικά.
Ήρθαν τα στρείδια και το κρασί και άρχισε το ‘’ εις υγείαν ‘’, πότε στα πορτογαλικά πότε στα ελληνικά και πότε στα σπανιόλικα.
- Φέρε και άλλο κρασί! Διέταξε τώρα κεφάτος ο Γιώργης.
Μέχρι να φάνε τους αστακούς, είχαν πιει πέντε μπουκάλια κρασί. Το περισσότερο βέβαια το ήπιε ο Γιώργης με την Άννα. Δώστου ‘’ εις υγείαν ‘’ και δώστου φιλιά ο Γιώργης.
- Πάντα τέτοια ξάδερφε! Του έλεγε ο Μιχάλης.
Στην αρχή όταν φιλούσε την Άννα ο Γιώργης, εκείνη κοιτούσε τον Μιχάλη σαν να του ζητούσε άδεια, σαν να ένοιωθε ενοχές. Σιγά – σιγά το ελληνικό κρασί μέθυσε όλες της, τις αναστολές. Τώρα κοίταζε κάπου κάπου  τον Μιχάλη, σαν να του έλεγε την απόφαση της, « θα σου τα φορέσω απόψε». Όταν η Λήδα βεβαιώθηκε ότι η Άννα  δεν ήταν φιλενάδα του Μιχάλη, άρχισε να φιλά και εκείνη τον Μιχάλη, ο οποίος προσπαθούσε να είναι συγκρατημένος. Όταν πια δεν έβλεπαν ο ένας το άλλον – ο Γιώργης και η Άννα – ο Γιώργης ρώτησε τον Μιχάλη:
- Και τώρα τι γίνεται ξάδερφε;
- Θα σου δώσω το κλειδί του σπιτιού μου, αλλά σε μία ώρα θέλω να έχεις κατέβει έξω στο πεζοδρόμιο. Θα σε περιμένω εκεί με την δική μου.
Τα μάτια του Γιώργη έλαμψαν. Από τότε που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του, ήταν πάντα στεναχωρημένος και δεν είχε διάθεση, αλλά ούτε και ασχολιόταν με γκομενοδουλειές. Αραιά πήγαινε στους σαρανταδύο δρόμους και  του άρμεγε την κατσίκα καμία μαύρη για πέντε δολάρια.
- Φέρε μας τον λογαριασμό ξαδέρφισσα. Φώναξε ο Γιώργης.
Έβγαλε μια πορτοφόλα, κοντά τριάντα πόντους και πλήρωσε το λογαριασμό. Ο Μιχάλης σήκωσε το ποτήρι του και του ευχήθηκε: « πάντα τέτοια Γιώργη. Καλές βουτιές».
- Πάντα να με θυμάσαι, να γλείφω και εγώ κανένα κόκαλο, μονοφαγά.
- Όρεξη μόνο να έχεις και μην σε νοιάζει.
Έφυγε ο Γιώργης με την Άννα και πήγαν στο σπίτι του Μιχάλη. Όταν άνοιξε την έξω πόρτα ο Γιώργης, σήκωσε στα χέρια του την Άννα, όπως σηκώνει ο γαμπρός την νύφη πρώτη μέρα του γάμου και την ανέβασε στις σκάλες. Ο Μιχάλης που τους κοιτούσε από την τζαμαρία του ‘’ ΑΠΟΛΛΩΝ ‘’ ένοιωσε χαρούμενος που θα περάσει όμορφα ο Γιώργης.
- Φεύγουν; Ρώτησε η Λήδα.
- Όχι.
- Και που πάνε;
- Στο σπίτι μου. Είπε πονηρά ο Μιχάλης.
- Και γιατί σε κοιτούσε αυτή; Ρώτησε ζηλιάρικα εκείνη.
Ο Μιχάλης θέλοντας να αστειευτεί αποκρίθηκε χαμογελώντας πονηρά.
- Γιατί είμαι ωραίο παιδί.
Η Λήδα του έδωσε μια δυνατή κλωτσιά.Ο Μιχάλης ένοιωσε ένα δυνατό πόνο στο καλάμι του αριστερού ποδιού, που του κόπηκε ο βήχας.  « τι το ήθελα ο βλάκας το αστείο; Γίνονται αστεία σε σπανιόλες;».
Σε μια ώρα και κάτι ο Γιώργης με την Άννα κατέβηκαν στο πεζοδρόμιο όπου τους περίμενε η άλλη βάρδια. Η Άννα έδειχνε ντροπαλή και είχε χαμηλωμένη την ματιά της σαν να τους είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω για απιστία. Ο Μιχάλης έδειξε κατανόηση και δεν της είπε τίποτε, ούτε την πείραξε με κάποιο υπονοούμενο.
- Πως πήγαν βρε οι παραγαδιές.; Ρώτησε πονηρά ο Μιχάλης.
- Ωραία ξάδερφε. Είπε μουδιασμένα.
- Καλή βρε; Τον ξαναρώτησε ο Μιχάλης.
- Καλή λέει, ηφαίστειο αλλά ….  είχε τα ρούχα της !!!
- Μα πως; Ρώτησε απορημένος ο Μιχάλης που ήξερε …. τις μέρες.
- Ναι, της ήρθαν στο δεύτερο.
- Παρθένα ήτανε Γιώργη!
- Σκάσε ρε που δεν ξέρω εγώ από παρθένες.
- Εμ, έτσι πες μου, της έβγαλες βρε κερατά τα …. σπάραχνα.
Την επομένη φορά που χρειάστηκε ο Γιώργης να τιμήσει τα ελληνικά… χρώματα μαζί με τον Μιχάλη, διάβασε την μαντινάδα που του είχε γράψει ο Μιχάλης.
«Σαν βασιλιάς αισθάνθηκε και φόραγε και στέμμα
την δεύτερη την βάφτιση, την έκανε με αίμα.»
Το ‘’ Απόλλων ‘’  ήταν το στέκι μιας παρέας ελλήνων. Ο πατριώτης του Μιχάλη, ο Κωστής ο Διάκος, ήταν ο αρχηγός της. Τα παιδιά της παρέας δούλευαν σερβιτόροι και μάγειροι σε ελληνικά εστιατόρια. Σπούδαζαν κι εκείνοι αγαπητικοί, αλλά έμεναν μεταξετασταίοι. Κάτι η γλώσσα, κάτι τα δεκάωρα στα εστιατόρια, κάτι οι νυχτερινές ώρες που δούλευαν δεν τους έδιναν και πολλές δυνατότητες. Ζήλευαν αλλά και θαύμαζαν τον Μιχάλη, που έβγαινε με τόσες πολλές γυναίκες. Δεν γνώριζαν τα προβλήματα του Μιχάλη.Δεν ήξεραν ότι δεν μπορεί να δει το παιδί του. Δεν φαντάζονταν ότι κυνηγούσε γυναίκες προσπαθώντας να ξεχνά τα προβλήματα του. Ίσως με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να το συνειδητοποιεί, εκδικιόταν την Μαίρη στο πρόσωπο άλλων γυναικών. Ο Μιχάλης έριχνε και κανένα ‘’ κόκαλο ‘’ στην παρέα. Ιδιαίτερα σε ένα παιδί που δούλευε πιατάς και είχε μια Λίνκον Κοντινένταλ – το ακριβότερο αυτοκίνητο. Ο πατριώτης του Μιχάλη ο Κωστής του έλεγε:
- Πάρε τον βρε με καμιά γκόμενα γιατί θα γυρίσει …. παρθένός στην Ελλάδα.
Ο Μιχάλης είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ‘’ καμακευτικής ‘’ τέχνης, που όταν τον ρώτησε μια μέρα η παρέα:
- Πόσο χρόνο θέλεις να ρίξεις μία γυναίκα;
Εκείνος είπε αστειευόμενος:
- Ενάμιση λεπτό.
- Πάμε στοίχημα, ότι δεν μπορείς σε τόσο χρόνο;
- Ότι θέλουν οι μάγκες, ότι θέλουν.
- Ότι φας και ότι πιεις με αυτήν που θα φέρεις τώρα στο ‘’ Απόλλων ‘’.
- Και εγώ ότι φάει και ότι πιει η παρέα.
- Πήγαινε ρε. Είπε ο Κωστής, « αλλά όχι πουστιές μην μας φέρεις καμιά  παλιά».
- Όχι ρε, θα βγω έξω στο πεζοδρόμιο, να με βλέπετε κιόλας, και όταν περάσει καμία μπάνικη θα της κάνω καμάκι.
-  Εντάξει μεγάλε. Είπε ο Κωστής.
Ο Μιχάλης βγήκε από το ‘’ Απόλλων ‘’  και στάθηκε στο πεζοδρόμιο, ακριβώς κάτω από το σημείο που καθόταν η παρέα.
- Θα το χάσει το στοίχημα ο πατριώτης σου. Είπε ο Τέλης.
- Και εγώ έτσι νομίζω. Είπε ο Μανώλης.

krinos

- Από αυτόν όλα να τα περιμένετε. Εμένα τον έχει φοβηθεί το μάτι μου. Είπε ο Κωστής.
Ο Μιχάλης είχε εν τω μεταξύ βάλει σε λειτουργία το ‘’ ραντάρ ‘’, που είχε αντί δίσκου ένα καμάκι και παρακολουθούσε τις …. μπάνικες περαστικές. Οι μάγκες τον παρακολουθούσαν σαν πράκτορες της Σ.Ι.Α μην τους κάνει καμιά πουστιά. Κάποια στιγμή έπιασε το ραντάρ μια μελαχρινή κοπέλα, με κοντή φούστα, που τον πλησίαζε κουνάμενη και λυγάμενη.
- Μπορεί ρε αυτή; Είπε ειρωνικά ο Τέλης.
Ο Μανώλης χτύπησε αμέσως δυνατά στην τζαμαρία. Ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε τον Μανώλη που είχε σηκωθεί και κάτι του έλεγε. Διάβασε τα χείλη του:
- Αυτή ρε. Και είδε το χέρι του που έδειχνε προς το πεζοδρόμιο.
Όταν η λυγάμενη και κουνάμενη έφτασε σε απόσταση δύο μέτρων, ο Μιχάλης πήγε στην μέση του πεζοδρομίου υπολογίζοντας να έρθει εκείνη καταπάνω του. Εκείνη φτάνοντας κοντά του και πριν προλάβει να σκεφτεί από πού θα περάσει ‘’ δεξιά ή αριστερά ‘’ του Μιχάλη, είδε τον Μιχάλη να κρατά το στήθος του, να έχει το πρόσωπο του ένα μορφασμό πόνου και να έχει ανοίξει το στόμα του και να λέει με σβησμένη φωνή:
- Ωχ, ωχ η καρδιά μου! Βοήθεια.
Η κοπέλα ξαφνιάστηκε, πήγε αμέσως και τον έπιασε από τα χέρια, λίγο κάτω από τους ώμους και τον ρώτησε με αγωνία:
- Είσαι καλά;
- Όχι, λίγο νερό. Είπε με φωνή που σχεδόν έσβηνε.
Η κοπέλα κοίταξε έντρομη πίσω της.
- Πάμε γρήγορα. Είπε και κρατώντας τον από την μέση, τον οδήγησε προσεκτικά μέσα στο ‘’Απόλλων ‘’.
Οι μάγκες που παρακολουθούσαν την σκηνή του ‘’ φόνου ‘’ τρόμαξαν για λίγο, αλλά μετά γέλασαν όταν είπε ο Κωστής:
- Βρε τον άτιμο τι σκαρφίστηκε!
Μπαίνοντας στο ‘’ Απόλλων ‘’, του Μιχάλη του ‘’ πονούσε ‘’ λιγότερο η καρδιά του και περισσότερο η αξιοπρέπεια του.
- Ένα νερό, ένα νερό. Φώναξε η κοπέλα και οδήγησε τον Μιχάλη στο κοντινότερο τραπέζι που ήταν άδειο.
Ο Μιχάλης της έδειξε ένα άλλο κι εκείνη τον πήγε σε ένα τραπέζι δίπλα σε αυτό της παρέας. Ένα μπασμπόι – το παιδί λεωφορείο – έφερε αμέσως δύο ποτήρια νερό και τα άφησε στο τραπέζι.
- Αισθάνεσαι καλύτερα; Ρώτησε η κοπέλα.
- Ναι.
- Α! ωραία. Είπε η κοπέλα με ανακούφιση, « πιες νερό».
Ο Μιχάλης κοίταξε τα ποτήρια με το νερό και θυμήθηκε τι έλεγε ο ξάδερφος του ο Μιχάλης όταν πρωτοήρθε στην Αερική και δούλευε μπασμπόι.
- Δηλητήριο έχει βρε το νερό και δεν το πίνετε! Τι διάολο το κουβαλώ σαν νερουλάς;
Οι αμερικανοί πίνουν το νερό στα εστιατόρια, μια φορά στο εκατομμύριο.  Βλέποντας η κοπέλα ότι δεν πίνει νερό ο Μιχάλης του είπε προσταχτικά:
- Πιες νερό θα σου κάνει καλό.
- Δεν χρειάζεται. Είπε ο Μιχάλης ατάραχος.
- Πιες, πιες, θα σου κάνει καλό. Επανέλαβε εκείνη.
- Καλό μου κάνεις εσύ.
Η κοπέλα που δεν έπιασε το υπονοούμενο αποκρίθηκε νοιώθοντας σαν καλή σαμαρειτισά:
- Υποχρέωση μου. Και συνέχισε ρωτώντας « Νοιώθεις καλύτερα;».
- Υπέροχα.
- Μα τι έχει η καρδιά σου; Ρώτησε σαν καρδιολόγος που δεν μπορούσε να διαγνώσει το πρόβλημα της καρδιάς του Μιχάλη.
- Απολύτως τίποτα.
- Μα πως, εδώ παραλίγο να πέσεις κάτω αν δεν σε έπιανα.
- Απολύτως τίποτα.
- Μα τότε τι φταίει; Ρώτησε εκείνη απορημένη.
- Εσύ φταις.
Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη και άνοιξε το στόμα της μια πιθαμή:
- Μα πως φταίω εγώ για τον πόνο στην καρδιά σου; Ρώτησε εκείνη έκπληκτη και απορημένη.
- Να πώς.Να σου το πω μόλις βρέθηκες μπροστά μου θαμπώθηκα από την ομορφιά σου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά, κόντευε να σπάσει και αν δεν με έπιανες θα τα τεζάριζα.
Η κοπέλα κολακεύτηκε – οι αμερικανίδες δεν το θέλουν και πολύ – το χαμόγελο ξεμύτισε σαν μπουμπούκι λουλουδιού στο πρόσωπο της, χαμήλωσε την ματιά της και είπε με μετριοφροσύνη:
- Τα παρά λες!
- Όχι, λέω αυτό που ένιωσα, λέω την αλήθεια.
Ήταν τόσο απίθανος ο συγκλονισμός του Μιχάλη που η κοπέλα μάλλον δεν τον κατάπιε.
- Τα παρά λες, τα παρά λες.
- Δεν τα πάρα λέω και σε ευχαριστώ για την βοήθεια!
- Μα ποια βοήθεια, εσύ δεν έχεις τίποτα.
Οι αμερικανίδες είναι έξυπνες  δεν είναι κουτές, όμως δεν είναι καθόλου πονηρές.
- Ε! πως δεν είχα, εδώ κόντεψα να πάθω καρδιακή προσβολή!
- Έλα τώρα υπερβάλεις. Είπε η κοπέλα και πέρασε στην επίθεση.
- Αν είναι πράγματι έτσι, τότε να παθαίνεις καρδιακή προσβολή χίλιες φορές την ημέρα με τόσο όμορφες αμερικανίδες.
Οι μάγκες της παρέας μαγνητοφωνούσαν, στο μυαλό τους την καμακευτική συζήτηση.
- Έτσι που το είπες εσύ δεν θα πρέπει να είσαι αμερικανίδα.
- Όχι, είμαι αγγλίδα.
- Τι μου λες; Ρώτησε με ενδιαφέρον ο Μιχάλη, χωρίς να προσποιείται.
- Εσύ από πού είσαι; Από την προφορά σου- « την νησιώτικη» σκέφτηκε ο Μιχάλής – δεν πρέπει να είσαι αμερικάνος.
- Έλληνας είμαι.
- ΑΑΑ! Ωραία, στην αρχή νόμισα ότι είσαι αυστραλός.
Το θαυμαστικό  ‘’ ΑΑΑ ‘’ άγγιζε τον Μιχάλη που όσες φορές του το έλεγαν  προσπαθούσε να βρει το γιατί. Πολλά χρόνια αργότερα ο Μιχάλης σκεφτόταν και έλεγε στους φίλους του, όποτε θυμόταν εκείνο το θαυμαστικό ‘’ ΑΑΑ ‘’ – αν έλεγαν    ‘’ ΑΑΑ ‘’  και αυτοί που κυβερνούνε αυτούς που λένε ‘’ ΑΑΑ ‘’ όταν ακούσουν για την

krinos

Ελλάδα και έλληνες, η πατρίδα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Αλλά αυτοί λένε          ‘’ ΜΑ ‘’.
- Και τι κάνεις στην Αμερική;
- Είμαι καθηγήτρια γεωγραφίας και κάνω μεταπτυχιακά εδώ.
Ο Μιχάλης γέλασε πονηρά και σκέφτηκε να ελέγξει τις γνώσεις της στην γεωγραφία. Ο διάολος είχε βιδώσει ένα αστείο στο μυαλό του.
- Τι μου λες! Αν με ρωτήσεις για ένα νησί της Αγγλίας μπορεί να σου πω ότι βρίσκεται στο βόρειο Πόλο!
- Εμένα μπορείς να με ρωτήσεις, πιστεύω ότι γνωρίζω καλή γεωγραφία.
- Και για την Ελλάδα.
- Άκου λέει! Είπε εκείνη σαν να την ρώτησε πόσο κάνει ένα και ένα.
- Το ελληνικό νησί Κάσος που βρίσκεται;
Εκείνη σκέφτηκε λίγο, έφερε τον χάρτη της Ελλάδας στο νου και είπε:
- Στα Δωδεκάνησα αλλά κοντά στην Κρήτη.
Ο Μιχάλης έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Όταν ρωτούσε έλληνες που είναι η Κάσος, ή του έλεγαν ότι δεν γνωρίζουν ή ότι βρίσκεται στο Θεσσαλικό κάμπο.
- Με εκπλήσσεις με τις γνώσεις σου!
- Ρώτησε και άλλο.
Ο διάολος συμμάχησε με τον δράκουλα.
- Η Κάρπαθος που βρίσκεται; Ξέρεις αυτή με τον δράκουλα.
Εκείνη χαμογέλασε σαν το Θεό που τα ξέρει όλα και αποκρίθηκε:
- Μα στην Ρουμανία, στα Καρπάθια!
Ο δράκουλας ‘’ έβαλε στα γυαλιά ‘’ στην εγγλέζα και στο μυαλό του Μιχάλη κύματα.
- Πρώτη φορά ακούω να έχουν θάλασσα τα βουνά!
- Μα τα Καρπάθια όρη δεν περιβρέχονται από θάλασσα;
- Μα η Κάρπαθος περιβρέχεται από θάλασσα!
- Αδύνατον! Λέει η εγγλέζα.
- Δυνατόν!
- Αδύνατον!
- Μα αφού εγώ έχω κάνει μπάνιο στο απέναντι νησί.
- Μα ποιο νησί; Ρώτησε εκείνη απορημένη.
- Την Κάσο φυσικά! Είπε θριαμβευτικά ο Μιχάλης.
- Με κοροϊδεύεις; Η Κάσος δεν είναι στην Ρουμανία.
- Σωστά.
- Είναι στην Ελλάδα. Άρα ….
- Τι άρα;
- Άρα και η Κάρπαθος δεν είναι στην Ρουμανία ….  Είπε ξύνοντας το μάγουλο της σαν να μην πίστευε αυτά που έλεγε.
- Ακριβώς!
Εκείνη σκέφτηκε λίγο και μετά με μια λάμψη στα μάτια είπε:
- Μαφία είστε εσείς οι έλληνες ….
- Γιατί; Είπε δήθεν απορημένος ο Μιχάλης.
- Γιατί με κοροϊδεύεις τόση ώρα. Είπε παραπονιάρικα.
- Με νίκησε η καθηγήτρια της γεωγραφίας.
- Με μπέρδεψες, κατάλαβες.
- Απολογούμαι …. Μα δεν μου είπες πως λένε την σωτήρα μου;
Εκείνη χαμογέλασε και αποκρίθηκε : « Ρίτα, Ρίτα Μπόουλς». Ο Μιχάλης γέλασε         πονηρά. Μπόουλς ηχεί στα αγγλικά ( στην αργώ) σαν τα καρύδια του άντρα και σαν τα μπόουλ που βάζουμε την σαλάτα, όταν τα λέμε στον πληθυντικό. Η Ρίτα κατάλαβε αμέσως γιατί γέλασε πονηρά ο Μιχάλης και είπε:
- Πονηρέ Οδυσσέα, πονηρέ έλληνα.
Τον Μιχάλη τον έπιασε απότομα νευρικό γέλιο. Το νευρικό του γέλιο παρέσυρε την Ρίτα που άθελα της κρατούσε ένα σταθερό και αχνό χαμόγελο στα χείλη.
- Με συγχωρείς Ρίτα, εμένα με λένε Μάικ. Είπε αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια για να μην τον πιάσουν τα γέλια.
- Εντάξει Μάικ, χάρηκα πολύ.
- Εγώ να δεις!
- Αλήθεια τι δουλειά κάνεις; Σε εστιατόριο δουλεύεις;
Του Μιχάλη του ήρθε αποπνιξία. Οι αμερικανοί και ιδιαίτερα οι μετανάστες, ξέρουν ότι αυτό και μόνο αυτό κάνουν οι έλληνες στην Αμερική και αυτό άκουγε συνέχεια ο Μιχάλης με αποτέλεσμα να μελαγχολεί αλλά και να αισιοδοξεί: « μια μέρα θα σπουδάζουν όλα τα ελληνόπουλα». Αποφάσισε να μην πει ολόκληρο ψέμα για το τι δουλειά κάνει, αλλά μισή αλήθεια στην Ρίτα, νοιώθοντας θιγμενος.
- Καθηγητής και επικεφαλής ερευνητικής ομάδας είμαι.
- Εδώ στην Αμερική;
- Μάλιστα.
- Και ποιο είναι το αντικείμενο της έρευνας;
- Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Είπε ανέκφραστος ο Μιχάλης.
Η Ρίτα γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη. Δεν είχε φανταστεί ότι οι έρευνες των αμερικανών θα έφταναν μέχρι εκεί.
- Τι έρευνα λέει;
Ο Μιχάλης έδωσε ακριβώς την ίδια απάντηση, ψυχρά σαν καθηγητής. Η Ρίτα τον κοίταξε ερευνητικά, προσπαθώντας να δει αν ο πανούργος έλληνας της λέει την αλήθεια. Η σοβαρή έκφραση του προσώπου του δεν της άφηνε περιθώρια να σκαφτεί ότι αστειεύεται. Όμως δεν μπορούσε να το πολυπιστέψει.
- Δηλαδή γιατρός είσαι;
- Όχι καθηγητής σεξουαλικότητας.
Τα μάτια της Ρίτας έλαμψαν, « έλληνας και καθηγητής σεξουαλικότητας! Ο τέλειος εραστής!». Ο Μιχάλης το μετέφρασε αμέσως και θυμήθηκε το στοίχημα που είχε βάλει με τους μάγκες. « θα σας κοστίσει ο κούκος αηδόνι, κωλόπαιδα».
- Με συγχωρείς Ρίτα που δεν σε κέρασα τόση ώρα. Τι θα πάρεις; Είπε για να αλλάξει το θέμα και να προλειάνει το έδαφος.
- Ένα καφέ.
- Έλα τώρα με καφέ θα το γιορτάσουμε;
- Ε, με τι άλλο;
Ο Μιχάλης δεν απάντησε. Σήκωσε το χέρι του και μια σερβιτόρα ήρθε στο τραπέζι.
- Φώναξε μου την Άρτεμη.

411 Επισκέπτες, 0 Χρήστες