Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 169
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 315
  • Total: 316
  • Leon

Μιά φορά κι έναν καιρό.....

Ξεκίνησε από blue-roses, Φεβρουαρίου 05, 2008, 02:04:10 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Ράντα και Κρίσνα


Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένας νεαρός πρίγκηπας, που κυβερνούσε μια φυλή αγελαδοτρόφων, στις πεδιάδες του Ινδουστάν. Το όνομά του ήταν Κρίσνα και ήταν υπερβολικά όμορφος. Το σώμα του είχε το χρώμα του λυκοφωτός, το πρόσωπό του ήταν σαν τη λαμπερή σελήνη, και έπαιζε ένα μαγικό αυλό που αιχμαλώτιζε τις καρδιές των ανθρώπων και των ζώων, όπως οι ύμνοι των θηλυκών κενταύρων κατακτούν τη θάλασσα και τον ουρανό, ή οι δονήσεις της ετοιμοθάνατης αστραπής υποδουλώνει τις καρδιές των βουνών.

Όλες οι κόρες εκείνης της γης συντηρούσαν μέσα τους την κρυφή επιθυμία να γίνουν οι αγαπημένες του. Όταν του κρατούσαν συντροφιά, είχαν τα μαλλιά τους στεφανωμένα με γιασεμί, τους λαιμούς τους φορτωμένους με κασσία, και στα χέρια τους κρατούσαν γλυκούς λοτούς στην απόλυτα λευκή τους άνθιση, αθώους όπως και οι ευγενικές τους καρδιές που ξεχείλιζαν από λατρεία.

Η Ράντα, μια χαριτωμένη υπηρέτρια, ήταν η επιλογή του Κρίσνα. Η πίστη της σ’ αυτόν ήταν τόσο βαθιά και έντονη που ο Κρίσνα μπορούσε, λέει, να τη δει, όπως κάποιος άλλος θα μπορούσε να νιώσει το άρωμα ενός λουλουδιού από τη γύρη του. Έτσι την παντρεύτηκε, και την πήρε για να ζήσει μαζί του σ’ ένα όμορφο παλάτι, όπου οι ταράτσες ήταν στρωμένες με κρύσταλλα, και περικυκλωμένες από λίμνες που αντανακλούσαν τ’ αστέρια.

Κάποια μέρα μια γριά ζαρωμένη γυναίκα ήρθε και κτύπησε την πόρτα του παλατιού του Κρίσνα. Με το που μπήκε μέσα ρώτησε αν θα μπορούσε να πιάσει εκεί δουλειά, μια και ήταν πεινασμένη και φτωχή και δεν είχε που να πάει. Η Ράντα τη λυπήθηκε. Της έδωσε ρούχα και φαγητό και την προσέλαβε για να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Αλλά, δεν ήξερε ότι η γριά ήταν μια μάγισσα που καθηλώθηκε από την ομορφιά του Κρίσνα και έτσι αποφάσισε να να γίνει αυτή γυναίκα του στη θέση της Ράντα.

Πέρασαν λίγες μέρες. Στη διάρκειά τους, η γριά απέκτησε πολύ καλή γνώση των τρόπων και των συνηθειών του παλατιού. Και έτσι σκέφτηκε ότι είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσει την επιθυμία της. Σύμφωνα με το σχέδιό της, τη Ράντα θα τη σκότωνε ο ίδιος ο Κρίσνα. Έτσι, πήγε και έσφαξε μια κατσίκα, και τη νύχτα μπήκε κρυφά στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η Ράντα και έβαψε το πρόσωπο της πριγκίπισσας με το αίμα του ζώου. Στη συνέχεια περίμενε μέχρι να έρθει η αυγή. Με το που βγήκε το πρώτο φως του ήλιου πήγε στον Κρίσνα και του είπε να πάει μαζί της για να δει ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν ένας δαίμονας που έτρωγε τους ανθρώπους και τα ζώα, ενώ βρίσκονταν ακόμη εν ζωή. Ο Κρίσνα με το που είδε το αίμα στο πρόσωπο της Ράντα, πίστεψε ότι στ’ αλήθεια είχε παντρευτεί ένα δαίμονα, και τραβώντας το σπαθί του την έκοψε κομματάκια, και μετά την έθαψε σ’ ένα πυκνό δάσος.

Τώρα, η ψυχή της Ράντα ήταν καθαρή και καθαγιασμένη, σαν ένα ναό. Έτσι, μετά το φονικό πήρε τη μορφή ενός όμορφου παλατιού. Τα χέρια και τα πόδια της έγιναν μαρμάρινες κολώνες. Το κεφάλι της έγινε ένας τρούλος όπου οι μαύρες της κοτσίδες, στεφανωμένες με λουλούδια, χάραζαν την πορεία τους σαν όμορφα αναρριχητικά, ενώ το υπόλοιπο κορμί της μετατράπηκε σε μια λίμνη από καθάριο κρυστάλινο νέκταρ, όπου ολόκληρος ο ναός αναπαυόταν. Τα μάτια της μετατράπηκαν σ’ ένα ζευγάρι περιστέρια που κάθονταν στη βεράντα εκείνου του κτηρίου μέσα στην ερημιά, γουργουρίζοντας απαλά όλη μέρα.

Ο Κρίσνα πήγε για κυνήγι στο δάσος κάποια μέρα. Έχοντας απομακρυνθεί από τους συντρόφους του, χάθηκε ανάμεσα στην πυκνή και μπερδεμένη βλάστηση που τον περιτριγύριζε. Καθώς έπεφτε το βράδυ, συνέχισε την περιπλάνηση μέχρι που, με μεγάλη του έκπληξη, είδε ένα όμορφο ναό να αναδύεται μέσα από τη ομίχλη της ερημιάς. Σκέφτηκε να αναπαυτεί εκεί έως την επόμενη μέρα. Αφού έδεσε το άλογό του σ’ ένα δέντρο και του έδωσε αρκετό σανό για να φάει, μάζεψε και ο ίδιος και έφαγε φρούτα από τα δέντρα. Μετά πήγε στο ναό και ξάπλωσε κάτω από τη βεράντα για να κοιμηθεί. Δεν πρόλαβε καλά καλά να κλείσει τα μάτια του όταν άκουσε φτερουγίσματα πάνω από το κεφάλι του. Κοιτώντας προς τα εκεί, είδε δυο ευγενικά περιστέρια να έρχονται και να κάθονται δίπλα δίπλα το ένα από το άλλο πολύ κοντά του, και να πιάνουν την κουβέντα]

blue-roses

Οι κερασφόρες γυναίκες


Μια πλούσια γυναίκα καθόταν αργά ένα βράδυ και έξαινε μαλλί με το λανάρι, ενώ όλη η οικογένεια και οι υπηρέτες είχαν πάει για ύπνο. Ξαφνικά άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα και κάποια να φωνάζει]«Είμαι η Μάγισσα με το ένα Κέρατο», ήταν η απάντηση.

Η νοικοκυρά δεν καλάκουσε, και υποθέτοντας ότι ήταν κάποια από τις γειτόνισσές της που φώναζε ζητώντας βοήθεια, άνοιξε την πόρτα. Τότε μπήκε μέσα μια γυναίκα που κρατούσε στο χέρι της ένα ξυστρί για το μαλλί, και που έφερε στο μέτωπό της ένα κέρατο, που έμοιαζε να έχει βλαστήσει εκεί. Κάθισε σιωπηλά κοντά στη φωτιά, και άρχισε να ξαίνει το μαλλί με μια βίαια ανυπομονησία. Ξαφνικά σταμάτησε και ρώτησε δυνατά: «Που είναι οι γυναίκες; καθυστέρησαν πολύ.»

Τότε ακούστηκε στην πόρτα και κάποια φώναξε όπως και πριν: «Άνοιξε! Άνοιξε!»

Η νοικοκυρά ένιωσε υποχρεωμένη να σηκωθεί και να ανοίξει, και τότε μια δεύτερη μάγισσα έκανε την είσοδό της, που είχε δυο κέρατα στο μέτωπό της, και στο χέρι της ένα τροχό για το τύλιγμα του μαλλιού.

«Κάνε τόπο», είπε. «Είμαι η Μάγισσα με τα δύο Κέρατα.», και άρχισε να τυλίγει με την ταχύτητα της αστραπής.

Τα χτυπήματα στην πόρτα συνεχίστηκαν, και οι εκκλήσεις για να ανοίξει, και όλο και περισσότερες μάγισσες έμπαιναν στο σπίτι, μέχρι που τελικά βρέθηκαν δώδεκα από δαύτες να κάθονται γύρω από τη φωτιά –η πρώτη με ένα κέρατο, η τελευταία με δώδεκα.

Έξαιναν το μαλλί και γύριζαν τους τροχούς τους, και τραγουδούσαν όλες μαζί ένα αρχαίο σκοπό, αλλά δε μιλούσαν καθόλου στη νοικοκυρά του σπιτιού. Παράξενες στην ακοή και τρομακτικές στην όψη ήταν αυτές οι δώδεκα γυναίκες, με τα κέρατα και τους τροχούς τους. Η νοικοκυρά ένιωθε κοντά της το θάνατο, και προσπάθησε να σηκωθεί δήθεν για να ζητήσει βοήθεια, αλλά δεν μπορούσε να κινηθεί, αλλά ούτε και να εκστομίσει μια λέξη, αφού τα ξόρκια των μαγισσών την καθηλώνανε.

Ξαφνικά μια απ’ αυτές της απευθύνθηκε στα ιρλανδικά, και είπε: «Σήκω, γυναίκα, και φτιάξε μας ένα κέικ.»

Τότε η νοικοκυρά άρχισε να ψάχνει το δοχείο που θα χρησιμοποιούσε για να φέρει νερό απ’ το πηγάδι, που ήταν αναγκαίο για την μίξη των υλικών και την κατασκευή του κέικ, αλλά δεν μπορούσε να το βρει.

«Πάρε ένα κόσκινο και φέρε νερό μ’ εκείνο», τη διέταξαν οι μάγισσες.

Πήρε, λοιπόν, το κόσκινο και πήγε στο πηγάδι. αλλά το νερό χυνόταν συνεχώς και δεν μπορούσε να πάρει σταγόνα για να χρησιμοποιήσει για το κέικ. Κάθισε δίπλα στο πηγάδι και άρχισε να κλαίει.

Τότε άκουσε μια φωνή να της λέει: «Πάρε κίτρινη άργιλο και βρύα, σμίξε τα μαζί, και με το μίγμα μπλάστρωσε το κόσκινο.»

Ακολούθησε τις οδηγίες, και έτσι το κόσκινο μπορούσε να κρατήσει το νερό για το κέικ. Η φωνή ακούστηκε ξανά:

«Γύρισε πίσω, και όταν φτάσεις στη βόρεια πλευρά του σπιτιού φώναξε δυνατά τρεις φορές: Το βουνό των γυναικών Φένια και ο ουρανός πάνω απ’ αυτό έχουν πάρει φωτιά.»

Έκανε ακριβώς όπως της είπε η φωνή.

Όταν οι μάγισσες άκουσαν τα λόγια της, ένας μεγάλος και φοβερός λυγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη τους, και καθώς άγριοι θρήνοι και ανατριχίλες τις συντάρασσαν, βιάστηκαν να φύγουν, με κατεύθυνση προς το Σλιβεναμόν, όπου βρισκόταν η κύρια κατοικία τους. Τότε το Πνεύμα του Πηγαδιού είπε στη νοικοκυρά να μπει μέσα και να προετοιμάσει το σπίτι της ενάντια στα ξόρκια των μαγισσών, σε περίπτωση που επέστρεφαν.

Καταρχήν, για να σπάσει τα μάγια τους, ράντισε με το νερό που είχε πλύνει τα πόδια του παιδιού της, έξω από την πόρτα, στο κατώφλι. Μετά, πήρε το κέικ που στη διάρκεια της απουσίας της είχαν φτιάξει οι μάγισσες, αναμιγνύοντας αλεύρι με το αίμα των μελών της εν υπνώσει οικογένειάς, και το έκανε κομμάτια, τα οποία έβαλε στα στόματα όλων επαναφέροντάς τους στην κανονική τους κατάσταση. Στη συνέχεια πήρε το μαλλί που έγνεψαν, και το τοποθέτησε μισό μέσα μισό έξω στο μπαούλο με το λουκέτο. Και τέλος, ασφάλισε την πόρτα με ένα σταυρωτό δοκάρι το οποίο κάρφωσε στο περβάζι, έτσι ώστε να μην μπορούν να μπουν οι μάγισσες. Έχοντας κάνει όλα αυτά, κάθισε και περίμενε.

Δεν άργησαν να επιστρέψουν, και ήταν εξοργισμένες, και ζητούσαν εκδίκηση.

«Άνοιξε! Άνοιξε!» κραύγαζαν, «άνοιξε ποδόνερο!»

«Δεν μπορώ», απάντησε το ποδόνερο. «Είμαι διασκορπισμένο στο έδαφος, και το μονοπάτι μου ξεκινά από κάτω, στο Λα.»

«Ανοίξτε, ανοίξτε ξύλο και δέντρα και δοκάρι!», φώναξαν στην πόρτα.

«Δεν μπορώ», απάντησε η πόρτα, «γιατί το δοκάρι είναι καρφωμένο στο περβάζι και δεν έχω τη δύναμη να κινηθώ.»

«Άνοιξε, άνοιξε, εσύ κέικ που σε φτιάξαμε με μίγμα αίματος!» κραύγασαν τότε.

«Δεν μπορώ», είπε το κέικ, «επειδή είμαι σπασμένο και πληγωμένο, και το αίμα μου είναι στα χείλη κοιμισμένων παιδιών.»

Τότε οι μάγισσες εκτινάχθηκαν ψηλά στον αέρα σηκώνοντας μεγάλο θρήνο, και καθώς κατευθύνονταν προς το Σλιβεναμόν, εξαπέλυαν παράξενες κατάρες για το Πνεύμα του Πηγαδιού, που επιθυμούσε τον αφανισμό τους. Η γυναίκα και το σπιτικό της αφέθηκαν στην ησυχία τους, και ο μανδύας μιας μάγισσας που της έπεσε στη διάρκεια της πτήσης, έμεινε στην κατοχή της νοικοκυράς σαν ενθύμιο εκείνης της νύχτας. Τον μανδύα αυτό τον κράτησε η ίδια οικογένεια, από γενιά σε γενιά, για τα επόμενα πεντακόσια χρόνια.
[/color]

blue-roses

Ο Κόνλα κι η Ξωτικιά Κόρη


Ο Κόνλα με τα Φλογισμένα Μαλλιά ήταν γιος του Κον των Χιλίων Μαχών. Μια μέρα όπως στεκόταν με τον πατέρα του στο ύψωμα Ούσνα, είδε μια κόρη ντυμένη με πια παράξενη στολή να κατευθύνεται προς το μέρος του.

«Από πού έρχεσαι, κόρη;» ρώτησε ο Κόνλα.

«Έρχομαι από τις Κοιλάδες των Αιωνίων», είπε αυτή, «όπου δεν υπάρχει θάνατος ούτε αμαρτία. Εκεί κάνουμε πάντα διακοπές, και δεν χρειαζόμαστε καμιά βοήθεια στην απόλαυσή μας. Μέσα σε όλη τη χαρά μας δεν έχουμε καμιά διαμάχη. Επειδή έχουμε τα σπιτικά μας στους στρογγυλούς πράσινους λόφους, οι άνθρωποι μας αποκαλούν Λοφανθρώπους.

Ο βασιλιάς και όλοι όσοι βρίσκονταν μαζί του ένιωσαν μεγάλη έκπληξη ακούγοντας μια φωνή, ενώ δεν έβλεπαν κανένα. Εκτός από τον Κόνλα, δεν μπορούσε να δει άλλος κανείς την ξωτικιά κόρη.

«Σε ποια μιλάς, γιε μου;» ρώτησε ο Κον ο βασιλιάς.

Απάντησε η κόρη]

blue-roses

Ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Άνεμος κι ο Ουρανός

 

Μια φορά κι ένα καιρό, τότε που ο κόσμος ήταν νέος, ο Ήλιος, η Σελήνη και ο Άνεμος θα πήγαιναν να δειπνήσουν με το θείο και τη θεία τους, τη Βροντή και την Αστραπή. Η μητέρα τους, ο Ουρανός, τους ευλόγησε και τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση, κι απέμεινε να περιμένει την επιστροφή τους.

Ο Ήλιος και ο Άνεμος ήταν πολύ άπληστα αγόρια, αλλά και εγωιστές. Έφαγαν όλο το εξαιρετικό φαγητό που τους προσέφεραν ο θείος κι η θεία τους, χωρίς να σκεφτούν καθόλου τη φτωχή πεινασμένη μητέρα τους που καθόταν στο σπίτι και προσευχόταν ώστε αυτοί να είναι χαρούμενοι και να περνούν καλά στο πάρτι. Μονάχα η ευγενική μικρούλα Σελήνη δεν την ξέχασε. Από κάθε πιάτο που έβαζαν μπροστά της κρατούσε και κάτι για να πάρει στη μητέρα της.

“Λοιπόν, παιδιά, τι μου φέρατε;” ρώτησε η μητέρα του Ήλιου, της Σελήνης και του Ανέμου, όταν επέστρεψαν στο σπίτι το βράδυ.

“Τι εννοείς, γυναίκα;” ρώτησε ο Ήλιος, που ήταν το μεγαλύτερό της παιδί, θρασύτατα. “Τι περίμενες από μένα να σου φέρω; Πήγα στο δείπνο για να φάω και  να περάσω καλά, και όχι σε αποστολή για να σου φέρω φαγητό. Εξάλλου, δε θα μπορούσες να εκτιμήσεις τις λιχουδιές που μας έδωσαν, εσύ με τους άξεστους τρόπους σου.”

“Ακριβώς,” πήρε το λόγο ο Άνεμος, “δεν ξέρεις πως να τρως, αλλά, κιόλας, πως να φάεις, αφού δεν έχεις καθόλου δόντια στο στόμα σου! Εξάλλου, πως θα μπορούσες να περιμένεις από εμάς να καταστρέψουμε τα μοδάτα μας ρούχα, παραγεμίζοντας τις τσέπες μας με φαγητό για σένα; Εκτός από αυτό, θα ήταν αναίδεια να γεμίσουμε τα μαντιλάκια μας με φαγητό. Αυτό δε γίνεται στους καλύτερους κύκλους. Αλλά, δε θα περίμενε κανείς από μια χωριάτα να γνωρίζει την αξία των κοσμημάτων! Τι θα ήξερες εσύ από τρόπους, καλούς ή κακούς;”

“Μην είστε τόσο αγενείς, κτήνη,” μπήκε στη μέση η υπάκουη Σελήνη, “μου φαίνεται ότι εσείς δεν έχετε τρόπους, αφού μιλάτε στη μάνα σας μ’ αυτό το ύφος!” Μετά, παρηγορώντας την ηλικιωμένη γυναίκα της είπε]

blue-roses

Η Κακιά Μητριά


Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στην Ινδία ένας καλός βασιλιάς που ήταν παντρεμένος με μια πολύ όμορφη βασίλισσα. Την αγαπούσε βαθιά και μαζί της απόκτησε δύο πολύ καλά παιδιά. Το κοριτσάκι ήταν πέντε χρόνων και το αγοράκι τριών. Ζούσαν, λοιπόν, όλοι μαζί πολύ ευτυχισμένοι.

Κάποια μέρα, όμως, ξαφνικά, η βασίλισσα αρρώστησε και πέθανε. Ο βασιλιάς έπεσε σε βαριά θλίψη για το χαμό της, και έκλαιγε πικρά αναλογιζόμενος ότι τα παιδιά του θα μεγάλωναν δίχως μητέρα. Και μια και ο ίδιος ήταν πολύ απασχολημένος με τη διαχείριση των υποθέσεων του κράτους, δε θα μπορούσε να τα φροντίσει προσωπικά. Έτσι, έβαλε δύο υπηρέτες, ένα άντρα και μια γυναίκα να τα προσέχουν και να τα φροντίζουν.

Λίγο καιρό μετά το θάνατο της βασίλισσας ο άντρας της κόρης ενός βασιλιά γειτονικής χώρας πέθανε επίσης, και η χήρα προσφέρθηκε να παντρευτεί το βασιλιά της Ινδίας. Αλλά ο τελευταίος δεν ήθελε να παντρευτεί ξανά. Ήξερε ότι η νέα του βασίλισσα θα ήταν σκληρή με τα παιδιά του, όπως είναι συνήθως όλες οι μητριές. Αλλά η κόρη του ξένου βασιλιά τον διαβεβαίωσε ότι θα αγαπούσε τα παιδιά του σαν να ήταν δικά της, και τον έπεισε να την παντρευτεί.

Όλα πήγαιναν καλά για λίγο καιρό. Αλλά σύντομα η νέα βασίλισσα άρχισε να χτυπά τα παιδιά και να τα παραμελεί με κάθε τρόπο. Μια μέρα χτύπησε τόσο δυνατά τον πρίγκηπα στο πρόσωπο που το μάγουλό του πρήστηκε. Όταν ο βασιλιάς επέστρεψε από την αυλή και είδε το πρησμένο μάγουλο του γιου του, τον ρώτησε ποιος τον χτύπησε. Αλλά το παιδί ήταν πολύ φοβισμένο για να παραπονεθεί για τη μητριά του. Έτσι, απλά παρέμεινε να κλαψουρίζει. Ο βασιλιάς ρώτησε τους υπηρέτες, αλλά και εκείνοι φοβούνταν πολύ τη νέα βασίλισσα κι έμειναν σιωπηλοί. Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι ήταν η νέα του βασίλισσα που ήταν τόσο σκληρή. Ήταν οργισμένος μαζί της και της έβαλε τις φωνές]

blue-roses

Η Δημιουργία του Κόσμου

Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στην Περσία ένας σπουδαίος και τρανός παλαιστής. Μια μέρα, κάποιος που ταξίδεψε στην Ινδία του είπε ότι υπήρχε στο Ινδουστάν ένας παλαιστής πιο δυνατός από εκείνον. Η περηφάνεια του Πέρση παλαιστή πληγώθηκε, κι έτσι αποφάσισε να ξεκινήσει αμέσως και να πάει να βρει τον Ινδό και να τον προκαλέσει. Πήγε, λοιπόν, στο παζάρι και αγόρασε τετρακόσια πενήντα κιλά σιτάλευρο, το έβαλε σ’ ένα μπόγο στο κεφάλι του και ξεκίνησε.

Ως το βράδυ είχε φτάσει στις όχθες μιας λίμνης στα σύνορα του Ινδουστάν. Ένιωθε πολύ πεινασμένος και διψασμένος. Έτσι, έσκυψε δίπλα από τη λίμνη και, βάζοντας το στόμα του μέσα σ’ αυτή, τη μισοάδειασε από το νερό μια μόνο γουλιά. Με το υπόλοιπο νερό έφτιαξε χυλό χρησιμοποιώντας μια σεβαστή ποσότητα από το αλεύρι του. Μ’ αυτά κι αυτά, ικανοποίησε την πείνα και πήγε για ύπνο.
Ένας ελέφαντας συνήθιζε να πηγαίνει και να πίνει νερό κάθε πρωί σ’ αυτή τη λίμνη. Αλλά όταν πήγε την επόμενη αυγή τη βρήκε αποξηραμένη. “Τι να κάνω;” αναρωτήθηκε, “δεν υπάρχει νερό πουθενά αλλού σε αχτίνα χιλίων μιλίων…” Κίνησε να φύγει απογοητευμένος όταν το μάτι του έπεσε πάνω στον παλαιστή, που κοιμόταν άνετος στις όχθες της λίμνης. Κατάλαβε αμέσως από το μέγεθος του κορμιού του παλαιστή ότι αυτός είχε πιει όλο το νερό. Έτσι, έτρεξε οργισμένος προς το μέρος του και τον πάτησε πάνω στο κεφάλι. Αλλά ο παλαιστής, άλλαξε μόνο πλευρό και είπε]

blue-roses

Το λιοντάρι κι η γίδα


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια αγέλη από γίδια που πήγαινε κάθε μέρα για βοσκή, σ’ ένα δάσος.

Κάποια μέρα, ενώ επέστρεφαν σπίτι, ένα μέλος του κοπαδιού, μια γριά γίδα, κουράστηκε κι έμεινε πίσω. Άρχισε να πέφτει η νύχτα και μια και δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της στο σκοτάδι, ζήτησε καταφύγιο σε μια σπηλιά που είδε εκεί κοντά. Αλλά, φανταστείτε την έκπληξή της, όταν μπαίνοντας μέσα βρήκε να κάθεται στο βάθος της ένα λιοντάρι. Τρομοκρατήθηκε και έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, αλλά μετά μαζεύοντας όλο το θάρρος της, αναλογίστηκε τι θα μπορούσε να κάνει για να σωθεί. “Αν προσπαθήσω να τρέξω,” σκέφτηκε, “το λιοντάρι θα με πιάσει, αλλά αν δείξω γενναιότητα και τσαμπουκά απέναντί του, ίσως καταφέρω να επιβιώσω.”

Έτσι, περπάτησε με αναίδεια προς το μέρος του λιονταριού, χωρίς να δείξει το παραμικρό ίχνος φόβου. Το λιοντάρι την κοίταξε καλά, την κοίταξε και την ξανακοίταξε, αλλά δεν ήξερε τι να υποθέσει σχετικά με το θάρρος αυτής της συνηθισμένης γίδας, που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη της φυλής της, αφού ούτε μία απ’ αυτές δεν τόλμησε ποτέ να το πλησιάσει. Τελικά σκέφτηκε ότι αυτή δε θα μπορούσε να είναι γίδα, αλλά κάποιο άλλο παράξενο ζώο, που δεν ξαναείδε ποτέ.

“Ποια είσαι, γριά μου;” ρώτησε με ευγένεια.

“Είμαι η βασίλισσα των γιδιών,” απάντησε, “Είμαι λάτρης του θεού Σίβα, και έχω πάρει όρκο να καταβροχθίσω εκατόν τίγρεις, είκοσι πέντε ελέφαντες και δέκα λιοντάρια προς τιμήν του. Έχω ήδη φάει τις εκατόν τίγρεις και τους είκοσι πέντε ελέφαντες και τώρα αναζητώ τα δέκα λιοντάρια.”

Το λιοντάρι έγινε εξαιρετικά ανήσυχο ακούγοντας τα λόγια της γίδας, και πιστεύοντας ότι όντως αυτή ήρθε για να τον καταβροχθίσει, γλίστρησε έξω από τη σπηλιά λέγοντας σα δικαιολογία ότι ήθελε να πλύνει το πρόσωπό του στο ποτάμι.

Καθώς έσπευσε να απομακρυνθεί, συνάντησε ένα τσακάλι, που βλέποντας το βασιλιά των ζώων πανικόβλητο, τον ρώτησε τι συμβαίνει.

Το λιοντάρι μίλησε στο τσακάλι με λίγα λόγια για τη συνάντησή του μ’ ένα παράξενο ζώο, που μοιάζει πολύ με γίδα, αλλά που δεν έχει κανένα ίχνος απ’ τη δειλία της τελευταίας.

Το τσακάλι ήταν πολύ έξυπνο. Σύντομα μάντεψε ότι εκείνο που προκάλεσε όλο αυτό το σαματά ήταν απλά μια δυστυχής γριά γίδα. Και προσπάθησε να πείσει γι’ αυτό το λιοντάρι, λέγοντάς του ότι όλη τούτη η ιστορία ήταν ένα κόλπο που εμπνεύστηκε ένα αδύναμο γέρικο ζώο, ώστε να σώσει το τομάρι του.

“Άντε, μάζεψε το θάρρος σου και έλα μαζί μου πίσω στη σπηλιά σου, και φτιάξε στον εαυτό σου ένα γεύμα απ’ αυτήν την υποκρίτρια,” εισηγήθηκε.

Το λιοντάρι ακολούθησε τη συμβουλή και επέστρεψε στη σπηλιά με το τσακάλι.

Μόλις η γριά γίδα είδε το λιοντάρι να επιστρέφει, κατάλαβε ότι το πονηρό τσακάλι, που ήταν μαζί του, ήταν υπεύθυνο γι’ αυτή την εξέλιξη. Αλλά δεν έχασε το κουράγιο της. Περπάτησε προς το μέρος τους και, υιοθετώντας μια αξιοπρεπή στάση, είπε στο τσακάλι]

blue-roses

Η χελώνα που μιλούσε πολύ

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας βασιλιάς που μιλούσε πολύ. Πάντα έκανε στους υπουργούς του ηλίθιες ερωτήσεις, και όταν δεν είχε τι να τους ρωτήσει, τους ανησυχούσε μιλώντας τους για πράγματα που δεν ήθελαν να ξέρουν. Όταν μιλούσε, κανένας άλλος δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

Ο Πρωθυπουργός του βασιλιά ήταν ένας πολύ σοφός άνθρωπος και ήθελε να απαλλάξει, να γιατρέψει τον άρχοντα από τη φλυαρία του. Αλλά, δεν τολμούσε να πει ανοικτά στο βασιλιά να μη μιλά πολύ, γιατί θα τον έκανε να νευριάσει και θα τον σκότωνε. Έτσι περιμένε υπομονετικά μέχρι να του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία.

Κάποια μέρα, η ευκαιρία αυτή εμφανίστηκε. Ο βασιλιάς μιλούσε, και μιλούσε, και μιλούσε όλη μέρα και τόσο πολύ μέχρι που βράχνιασε και έχασε τη φωνή του, κι έτσι δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο. Παρ’ όλ’ αυτά, ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση κι ας μην μπορούσε να μιλήσει. Μη έχοντας άλλη επιλογή κάλεσε τον Πρωθυπουργό και του ζήτησε να του πει μια ιστορία. Ο σοφός Πρωθυπουργός δέχτηκε με μεγάλη χαρά και του διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία]

blue-roses

Ο Γερανός και τα Ψάρια

Στο κέντρο μιας όμορφης κοιλάδας, στα βόρεια του Ινδουστάν, υπάρχει μια λίμνη της οποίας οι βράχινες όχθες μοιάζουν να έχουν φτιαχτεί από σμαράγδια, και της οποίας τα κυματώδη νερά είναι σαν ζαφείρια που λάμπουν στον ήλιο. Εκεί, κάποτε, ζούσε, ο μεγαλύτερος πληθυσμός ψαριών, καβουριών και άλλων μικροκαμωμένων όντων.

Κάποια μέρα, έφτασε εκεί ένας γερανός από μακρινές θάλασσες, κάποιος κυνηγός της περιπέτειας που άκουσε πολλά για τα πλούτη και την ομορφιά αυτής της λίμνης. Όταν κατάλαβε πόσο καλό μέρος για κυνήγι ήταν εκείνο, πήγε στο κροκόδειλο που ήταν ο βασιλιάς, και του ζήτησε την άδεια να εγκατασταθεί στις όχθες, για να εμπορευτεί, λέει, τα μπαχαρικά που μεγαλώνουν στη γη του. Πες και να πεις έπεισε το βασιλιά με πολλές κολακείες και γλυκόλογα. Ο τελευταίος, που ήταν ένας αδύναμος, αλαφρόμυαλος κυβερνήτης, υποταγμένος στις απολαύσεις του κρασιού και του έρωτα, δέχτηκε με χαρά τα εγκώμια του γερανού και τα δώρα που του χάρισε, κι έτσι του έδωσε την άδεια να ασχοληθεί με το εμπόριο στην επικράτειά του.

Αλλά σύντομα ο βασιλιάς πέθανε και ο γιος του τον διαδέχθηκε, αλλά όχι για πολύ αφού κι ο τελευταίος δεν άργησε να πεθάνει. Ναι, ο γιος του ανέβηκε στο θρόνο, αλλά αυτός ο νέος μονάρχης ήταν ένας φανατικός της τυραννίας και έτσι ξέσπασαν πολλές εξεγέρσεις εναντίον του. Κάποιοι από τους ευγενείς ανακήρυξαν τους εαυτούς τους ανεξάρτητους κυβερνήτες σε διάφορα μέρη του βασιλείου.

Ο γερανός όλο αυτό τον καιρό προσποιόταν ότι ασχολείτο με το εμπόριο, αν και στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να παρακολουθεί τα εκατομμύρια ψάρια της λίμνης, ανυπομονώντας για την ευλογημένη εκείνη ώρα που θα μπορούσε επιτέλους να τα φάει. Οι αναταραχές στο βασίλειο του πρόσφεραν μια χρυσή ευκαιρία.

Έτσι, έπαιρνε με τη σειρά, το μέρος ενός ευγενούς στον πόλεμό του με κάποιον άλλο, υποκρινόμενος το φίλο αυτών που υποστήριζε, αλλά έχοντας κατά νου το να αποκτήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γνώση των πολεμικών τρόπων της χώρας. Όταν οι εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στους διάφορους ευγενείς άρχισαν να τους αποδυναμώνουν, ο γερανός δήλωσε την πρόθεσή του να βάλει ένα τέλος στη διαμάχη και να φέρει ειρήνη και ευημερία στο βασίλειο. Αυτό, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι θα τον ανακήρυσσαν Αυτοκράτορα της χώρας, τουλάχιστον έως ότου τα ψάρια γίνουν ικανά αρκετά ώστε να μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους.

Τα καημένα τα ψάρια πίστεψαν τα λόγια του γερανού, ειδικά αφού ήταν ξεκάθαρο ότι αυτός δεν ήθελε να θίξει τις θρησκευτικές τους δοξασίες. Δεν ήξεραν, όμως, ότι κάθε μέρα ο Αυτοκράτορας καταβρόχθιζε πολλά από αυτά στα κρυφά, κι ότι έστελνε πίσω στην πατρίδα του αρκετό από τον πλούτο της χώρας τους, ενώ ο ίδιος διατυμπάνιζε ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το δικό τους καλό.

Καθώς ο καιρός περνούσε ο γερανός γινόταν όλο και πιο άπληστος, μέχρι που κάποια μέρα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να καταβροχθίσει όλα τα ψάρια. Γι’ αυτό και υποκρίθηκε ότι ήταν πολύ λυπημένος και κατηφής.

Οι υπήκοοί του πήγαν και τον ρώτησαν ποιο ήταν το πρόβλημα.

“Έρχεται λοιμός, που θα κρατήσει δώδεκα χρόνια,” απάντησε, “ούτε μία σταγόνα νερού δε θα απομείνει στη γη και όλα θα πεθάνετε. Αν θέλετε να σωθείτε επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω απ’ αυτά τα νερά σε μια λίμνη πολύ μακριά απ’ εδώ!”

Τα ψάρια συγκινήθηκαν πολύ από την ανησυχία του μονάρχη τους γι’ αυτά και, ευχαριστώντας την αυτού μεγαλειότητά του, του ζήτησαν να τα σώσει από την επερχόμενη καταστροφή. Έτσι, ο γερανός τα έπαιρνε το ένα μετά από το άλλο στο ράμφος του και, ενώ υποκρινόταν ότι θα τα μετέφερε στην άλλη λίμνη, τα καταβρόχθιζε.

Όταν έφαγε όλο τον πληθυσμό της λίμνης, έφτασε πια η σειρά ενός κάβουρα. Προσφέρθηκε να τον μεταφέρει, επίσης.

“Μα, πως θα με μεταφέρεις;” ρώτησε αυτός.

“Όπως τα ψάρια, στο ράμφος μου, φυσικά,” απάντησε ο γερανός.

Αλλά ο κάβουρας ήταν πολύ επιφυλακτικός τύπος. Ήξερε ότι το ράμφος του γερανού δεν ήταν πολύ μακριά από το στομάχι του. “Αν με πάρει στην άλλη λίμνη,” σκέφτηκε, “θα ήταν υπέροχα, αλλά αν δεν το κάνει, τότε τι;” Έτσι, του είπε]

blue-roses

Κάστρα στον αέρα


Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στην Ινδία ένας Βραχμάνος που δε δούλευε, και το μόνο που έκανε ήταν να κτίζει κάστρα στον αέρα. Κάποια μέρα, η μάνα του τον τιμώρησε, επειδή, λέει, ξόδευε άδικα το χρόνο του και τον έπεισε να βρει δουλειά. Ευτυχώς, ένιωθε κι ο ίδιος αηδιασμένος με τον εαυτό του, κι έτσι άκουσε τη συμβουλή της. Αλλά, το θέμα ήταν, ποιο επάγγελμα θα μπορούσε να ακολουθήσει. Δεν είχε τις γνώσεις ενός ιερέα, ήταν πολύ αδύνατος σωματικά για να γίνει στρατιώτης και, αφού ήταν Βραχμάνος, δε θα μπορούσε να δουλέψει σαν υπηρέτης. Έτσι αποφάσισε να γίνει επιχειρηματίας.

“Τι θα ήθελες να πουλάς;” τον ρώτησε η μητέρα του. Εισηγήθηκε διάφορα πράγματα]

blue-roses

Μια Ιστορία Αγάπης

Κάθε δώδεκα χρόνια, σε μια πόλη κοντά στο μέρος όπου ο Γάγγης αρχίζει την κάθοδό του προς τις κοιλάδες, πραγματοποιείται ένα μεγάλο πανηγύρι στο οποίο συρρέουν πλούσιοι και φτωχοί από όλα τα μέρη του Ινδουστάν. Σε ένα απ’ αυτά τα πανηγύρια έφτασε κάποια μέρα ένας βασιλιάς με την κόρη του.

Η τύχη τα έφερε έτσι, ώστε πατέρας και κόρη να στήσουν τις σκηνές τους ακριβώς απέναντι από το μέρος όπου είχε κατασκηνώσει ένας νεαρός πρίγκηπας. Μια μέρα, καθώς αυτός ο πρίγκηπας πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί, άκουσε μια εκπληκτική μελωδία, γαρνιρισμένη με λόγια αγάπης, να του συνεπαίρνει την ακοή και τις αισθήσεις. Όλες τις επόμενες μέρες, όσο κι αν το προσπάθησε, δεν μπόρεσε να ξεχάσει εκείνη τη μελωδία. Με πίστη και δέος προσευχόταν για να τη βγάλει από την σκέψη του, αλλά η γλυκιά ηχώ τον χορδών, που έφτανε στ’ αυτιά του με τις φτερούγες ενός τραγουδιού στοίχειωνε τη φαντασία του. Λίγες μέρες αργότερα, ωστόσο, ενώ είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι θα ξεχνούσε το τραγούδι ή πως θα εντόπιζε την πηγή του, είδε στην κατασκήνωση απέναντί του, ξαπλωμένη σ’ ένα ντιβάνι στον κήπο, τη μοναχική μορφή μιας πανέμορφης κόρης, τόσο όμορφης που ακόμη και το λαμπερό πρόσωπο του φεγγαριού μπροστά της θα φαίνονταν χλωμό.

“Ω, πόσο όμορφη είναι. Θα ήθελα να μπορούσα να της μιλήσω,” σκέφτηκε.

Ευτυχώς για κείνον, την ίδια ώρα ακριβώς τον είδε η πριγκίπισσα και σκέφτηκε ότι]

blue-roses

Η πριγκίπισσα που αγαπούσε τον πατέρα της όπως το αλάτι

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε στο βόρειο Ινδουστάν ένας βασιλιάς που είχε εφτά κόρες. Κάποια μέρα τις κάλεσε στην αυλή του και τις ρώτησε]

blue-roses

Ο Βραχμάνος, η Τίγρη και το Τσακάλι


Μια φορά κι ένα καιρό, ένας Βραχμάνος κίνησε να πάει σ’ ένα προσκύνημα. Στο δρόμο του, είδε μια τίγρη κλειδωμένη μέσα σ’ ένα κλουβί να ξαπλώνει νωχελικά. Βλέποντας το καημένο το θηρίο το λυπήθηκε, που ήταν αιχμάλωτο. Αλλά μετά, σκεφτόμενος τι μεγάλο κίνδυνο θα αποτελούσαν τα άγρια ζώα αν δεν ήατν φυλακισμένα, αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του.

“Ω Βραχμάνε, ω ευγενή Βραχμάνε,” τον κάλεσε η τίγρη, που είχε διακρίνει τη συμπάθεια στο βλέμμα του άγιου περιπλανητή, “λυπήσου με. Ελευθέρωσέ με προτού φύγεις. Είμαι διψασμένη και θέλω να πάω σ’ εκείνο το ρυάκι να πιω νερό.”

“Δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη,” είπε ο Βραχμανός, κατευθύνοντας τα βήματά του πίσω στο κλουβί. “Όχι, δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη, επειδή θα με έτρωγες προτού να πας για να πιεις νερό στο ρυάκι. Όχι, φοβάμαι…”

“Ω άγιε βασιλιά, ω αληθινά αφοσιωμένε πατέρα,” ικέτευσε η τίγρη με δάκρυα στα μάτια, “σε παρακαλώ, λυπήσου με. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ πολύ, δείξε οίκτο για μένα. Δε θα μπορούσα να είμαι τόσο αγνώμων ώστε να σε φάω ως αντάλλαγμα για την καλοσύνη σου. Ω, πως μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο;”

Ο Βραχμάνος συγκινήθηκε πολύ από την ικεσία της τίγρης, και έτσι ξεκλειδώνοντας την πόρτα την άφησε ελεύθερη. Μετά, βιάστηκε να συνεχίσει το δρόμο του μια και η τίγρη τον είχε ήδη καθυστερήσει. Αλλά, προς μεγάλη του κατάπληξη, εκείνη πετάχτηκε μπροστά του και, κόβωντάς του το δρόμο, φώναξε]

blue-roses

Ο Βικραμαντιτία από την Ουζέν - Μέρος Α΄

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε στην Ινδία ένας βασιλιάς που το όνομά του ήταν Βικραμαντιτία, και που κυβερνούσε από την πρωτεύουσα της χώρας του την Ουζέν. Ο Πρωθυπουργός της χώρας ονομαζόταν Μπούτι και ο βασιλιάς τον συμπαθούσε πολύ, γιατί αυτός και ο Μπούτι είχαν και οι δύο ορφανέψει από μικροί, και από τότε ζούσαν μαζί, έπαιζαν μαζί, πήγαν σχολείο μαζί και μεγάλωσαν μαζί, σαν αδέλφια. Και ήταν και οι δύο καλοί κυβερνήτες. Ο βασιλιάς ήταν τόσο γενναιόδωρος που κανείς από τους ζητιάνους που έρχονταν στην πόρτα του για να ζητήσουν φαγητό ή ρούχα δεν έφευγε με άδεια χέρια, ενώ ο Πρωθυπουργός ήταν τόσο σοφός που κανείς από εκείνους που  πήγαιναν για να βρουν το δίκιο τους στην αυλή δεν έφευγε απογοητευμένος.
Σε μια χώρα, λίγο μακριά από την Ουζέν, ζούσε μια πλούσια και όμορφη πριγκίπισσα που άκουγε στο όνομα Ρόδινη Βασίλισσα. Ο πατέρας και η μητέρα της έφτιαξαν ένα παραμυθένιο παλάτι γι’ αυτήν μέσα σ’ ένα πανέμορφο κήπο. Στη μέση του κήπου φύτεψαν μια ροδιά, στην οποία φύτρωσαν τρία μεγάλα ρόδια. Αυτά τα ρόδια άνοιγαν στη μέση, και στο καθένα απ’ αυτά υπήρχε ένα μικρό κρεβάτι. Στο ένα απ’ αυτά κοιμόταν η πριγκίπισσα Ρόδινη, και στο καθ’ ένα απ’ τα άλλα δύο οι υπηρέτριές της. Νωρίς κάθε πρωί η ροδιά κατέβαζε τα κλαδιά της στη γη, τα φρούτα άνοιγαν και η Ρόδινη Βασίλισσα και οι υπηρέτριές της έβγαιναν έξω για να περάσουν μια όμορφη μέρα στη δροσερή σκιά του δέντρου, μέχρι το βράδυ. Τότε τα κλαδιά της ροδιάς λύγιζαν και πάλι ώστε να μπορέσουν η πριγκίπισσα και οι υπηρέτριες να μπουν και πάλι στα μικρούτσικα, αναπαυτικά υπνοδωμάτιά τους.
Η φήμη της Ρόδινης πριγκίπισσας εξαπλώθηκε παντού, αφού στ’ αλήθεια ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στην επιφάνεια της γης. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα όπως τα φτερά του κορακιού, τα μάτια της έμοιαζαν με τα μάτια μιας ντροπαλής γαζέλας, τα δόντια της σαν δύο σειρές λαμπερά μαργαριτάρια, και τα μάγουλά της είχαν το πλούσιο κόκκινο χρώμα των ροδιών. Πολλοί ευγενείς πρίγκηπες ήθελαν να την παντρευτούν. Αλλά, οι γονείς της είχαν φτιάξει ένα φράκτη με ξιφολόγχες γύρω από τον κήπο όπου ζούσε, τον οποίο προσπάθησαν να παραβιάσουν πολλοί βασιλείς και πρίγκηπες και ευγενείς, αλλά μάταια.
Μια μέρα, ενώ κοιμόταν στο παλάτι του, ο άρχοντας Βίκραμ είδε ένα όνειρο στο οποίο εμφανίστηκε ο πατέρας του και του ζήτησε να πάει σ’ ένα ολόφωτο πύργο, που βρισκόταν έξω από ένα ναό στη ζούγκλα.
“Υπάρχει ένας μεγάλος θησαυρός θαμμένος κάτω από τον πύργο,” είπε στον Βίκραμ η μορφή του ονείρου. “Αλλά θα μπορέσεις να τον πάρεις μόνο αν πας πρώτα και προσευχηθείς στον Γκανπάτι, το θεό του πλούτου. Μετά, δέσε ένα σκοινί στην κορυφή του πύργου, και κατέβα προς τον κήπο μ’ αυτό, με το κεφάλι προς τα κάτω. Όταν πλησιάσεις προς το έδαφος κόψε το σχοινί. Υπάρχει ένας φράκτης με ξιφολόγχες στη βάση του πύργου. Αν έπεφτες πάνω τους θα μπορούσες να σκοτωθείς αμέσως, αλλά ο Γκανπάτι είναι ελεήμονας και θα σε προστατέψει από κάθε κακό, έτσι όταν μπεις στον κήπο θα πάρεις το θησαυρό.”
Ο Βίκραμ όταν ξύπνησε ένιωσε χαμένος, έκπληκτος. Πήγε στον Πρωθυπουργό και του διηγήθηκε το όνειρό του.
“Κάνε ακριβώς ό,τι σου εισηγήθηκε ο πατέρας σου,” είπε ο Μπούτι, μόλις άκουσε την ιστορία του βασιλιά.
Έτσι, ο Βίκραμ αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή που του έδωσε ο πατέρας του στο όνειρο.
“Αλλά πως θα μπορέσω να περάσω σώος πάνω από το φράκτη;” ρώτησε, “αφού προτού φτάσω στο έδαφος θα πιαστώ στις ξιφολόγχες.”
“Μα, αυτό είναι απλό,” είπε ο Μπούτι. “Θα συστρέφω το σχοινί όταν αρχίσεις να κατεβαίνεις, και θα το αφήσω να ξετυλιχτεί όταν βρίσκεσαι στα μισά του δρόμου. Με τη ροή που θα πάρει θα μπορέσεις να εκτιναχτείς πάνω από το φράκτη με τις ξιφολόγχες.”
Πήγαν, λοιπόν, μαζί στον ολόφωτο πύργο και ο Μπούτι άρχισε να συστρέφει το σχοινί καθώς ο Βίκραμ άρχιζε την κάθοδό του. Όταν ο βασιλιάς έφτασε στα μισά του δρόμου του, ο  Πρωθυπουργός άφησε το σχοινί να ξετυλιχτεί εκτινάσσοντας τον Βίκραμ πάνω από το φράκτη με τις ξιφολόγχες. Κι αυτός κίνησε να εξερευνήσει τα θεμέλια του πύργου. Και, ακριβώς όπως του τα περίγραψε ο πατέρας του στο όνειρο, ανακάλυψε ένα θησαυρό από χρυσάφι, ασήμι και διαμάντια, ρουμπίνια, ζαφείρια, σμαράγδια και μαργαριτάρια, θαμμένο εκεί. Ο Βίκραμ μάζεψε όλα αυτά τα πλούτη και αναχώρησε με τον Πρωθυπουργό του. Όταν επέστρεψε στο παλάτι του, αντί να σπαταλήσει άσκοπα το θησαυρό του, αγόρασε τρόφιμα και ρούχα για να διανείμει στους φτωχούς, μια και ο ίδιος δεν νοιαζόταν και πολύ για τα πλούτη, για τα οποία μερικοί άνθρωποι είναι ικανοί να πουλήσουν τα σώματα και τις ψυχές τους.
Πέρασε λίγο καιρός, προτού ο πατέρας του Βίκραμ εμφανιστεί και πάλι στο όνειρό του και του πει]

blue-roses

Ο Βικραμαντιτία από την Ουζέν - Μέρος Β΄  


“Μικρό κάθαρμα,” φώναξε ο κυνηγός στον Βίκραμ οργισμένος. “Μοιάζεις ξένος, διαφορετικός απ’ αυτά τα πουλιά, και σίγουρα εσύ είσαι υπεύθυνος γι’ αυτό το κόλπο. Τώρα θα σε πνίξω γι’ αυτό που μου έκανες, και έτσι θα σου δώσω ένα μάθημα.”

“Στάθηκες πολύ κουτός για να εξαπατηθείς από εμένα,” απάντησε ο Βίκραμ, “και, τώρα θα φανείς ακόμη περισσότερο κουτός, αν με πνίξεις. Είμαι τόσο ελκυστικός και γενναίος. Γιατί δε με πουλάς για χίλια χρυσά νομίσματα;”

Ο κυνηγός ένιωσε μεγάλη έκπληξη ακούγοντας τον παπαγάλο να μιλά τόσο λογικά, αλλά αναρωτήθηκε ποιος θα μπορούσε να τον αγοράσει για χίλια χρυσά νομίσματα.

“Μη φαίνεσαι τόσο κουτός,” επέμεινε ο Βίκραμ. “Πιάσε με και πήγαινέ με στην πόλη και σίγουρα θα πάρεις χίλια χρυσά νομίσματα για μένα.”

Πεισμένος από την προσέγγιση του πουλιού στο θέμα, ο κυνηγός εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια ορθολογισμού, και φθάνοντας στην πόλη άρχισε να διαλαλεί]

315 Επισκέπτες, 1 Χρήστης