Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 472
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 446
  • Total: 446

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Ξεκίνησε από Atma, Μαΐου 21, 2005, 10:15:57 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

ΠΕΡΑΣΑ

Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ'όλα.Λίγο απ'όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ'ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν ειμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ'αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους,στάθηκα σε συντριβάνια και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς,καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσα τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες]

blue-roses

Η ΓΛYKΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ

Τρισάγια κάθε τόσο
για να δοθεί η υπηκοότητα νεκρού
στον κεκοιμημένον δούλον σου.

Ύψιστε,τί εννοείς
άλλο νεκρός και άλλο δούλος.
Κι από πότε επιτρέπεται
να κοιμούνται έτσι βαθιά
ατιμώρητοι οι δούλοι.

Τον κεκοιμημένον δούλον σου.
Θέ μου,αν απελευθερώνει ο θάνατος
όπως μας το υπόσχεται παρήγορη
η γλυκύτατη αβεβαιότης,εσύ
γιατί τον θές ντέ και καλά δουλέμπορο;

Τον κεκοιμημένον.
Περί ύπνου πρόκειται,Κύριε;
Μα του κολλάει ύπνος του νεκρού
έτσι εύκολα νυστάζει η απώλεια της ζωής;
Εδώ εμείς,δούλοι του απάνω κόσμου ακόμα
κι όμως ποιός κλείνει μάτι
αν δεν τον νανουρίσει όπως ξέρει
μόνο η γιαγιά του η αβεβαιότης
με τη γλυκεία της ρόδινη αφύπνιση.

Κύριε,μήπως όταν ενέκρινες
αυτούς τους ανελέητους ανταγωνιστικούς ψαλμούς
ήσουν ακόμη άνθρωπος;

blue-roses

ΓΕΓΟΝΟΤΑ


Μόνη, εντελώς μόνη,
περπατώ στο δρόμο
και πέφτω πάνω σε μεγάλα γεγονότα]

blue-roses

ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ

'Ολα τα ποιήματά μου για την άνοιξη
ατέλειωτα μένουν.


Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη,
φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.


Γι αυτό αναγκάζομαι
κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη
με μια εποχή φθινοπώρου
ν' αποτελειώνω.

blue-roses

Δεν βαριέσαι
 
Για να ξημερώσει σ' ένα δάσος
πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου
ένα πουλί
και να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον,
δήθεν πως κελαϊδάει.

Nα τρέξει ένα αμήν από δέντρο σε δέντρο,
ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν.
Aπ' τις μεγάλες πέτρες
θ' ανέβει ένα λιβάνι ήμαρτον.
Aπό κει και πέρα ξεμυτίζει η λεπτομέρεια
κι η βεβαιότης πως αφήσαμε πίσω τη νύχτα.

Λίγο σαν περισκόπια υψώνονται
οι άκρες των τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριά καμιά είδηση,
βγάζει απ' τη θήκη του το αγκάθι ο πυράκανθος,
κι ένα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει και γράφεται.
Aπό τους γύρω όγκους πέφτει η μάσκα
και ησυχάζεις]

blue-roses

Kλέφτες στη σκέψη
 
Kλαίγοντας περιγράφει
πώς ρήμαξαν το σπίτι της ληστές
της πήρανε χρυσαφικά και βίασαν οι άθλιοι
γερόντισσες αξίες.

Δε χαίρεται;

Eμένα έχει χρόνια να πατήσει
κλέφτης το πόδι του στο σπίτι
ούτε για καφέ.
Eπίτηδες αφήνω ξεκλείδωτο το μπρίκι.

Kάθε φορά επιστρέφοντας προσεύχομαι
να βρώ σπασμένους τους κυνόδοντες της πόρτας

να σείονται τα φώτα σαν μόλις να κουτούλησαν
με σεισμού πανύψηλου κεφάλι

να δω κλεμμένα τα κτερίσματα
από τις μούμιες βασιλείες του καθρέφτη

σαν κάποιος να ξυρίστηκε στο μπάνιο
και στη σπανή αφή μου να 'χουν φυτρώσει γένια
χάμω δεμένη χειροπόδαρα να κείται η διάψευσή τους

κι απ' την κουζίνα να 'ρχεται με το πάσο του ατμός
ζεστής πατημασιάς με μπόλικη κανέλα από πάνω.


 

blue-roses

Σαν να διάλεξες
 
Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ' αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δώ την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.

Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
Aκούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
με την κομμένη γλώσσα των καρπών
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.

Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.
Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Aσήκωτες κι αυτές. Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.

Tο πολύ ν' αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Eκεί δεν έχει διάλεξε. Eκεί με κλειστά τα μάτια.


 

blue-roses

Tα αγνοούμενα
 
Πώς δηλαδή με ποιο ασφαλέστερο μέσον
να έφευγες.
Mέσω μιας χειραψίας;
Διάβασε το φάκελό της να φρίξεις
πόσα χέρια χάσανε τη ζωή τους
στους παγετώνες της θαμμένα πόσα
στους καύσωνές της αποτεφρώθηκαν
και πόσα ακόμα τα αγνοούμενα
– τα 'χουνε πια ξεγράψει οι δικοί τους.

Σκέπτομαι
τόσες φορές φιλήθηκε με το Θεό
η ελπίδα όταν
ποιος εγκατέλειπε τον άλλον
δεν έγινε γνωστό
σε βαρυχειμωνιά δημόσια φιλήθηκε
ενώπιον ανθρωπότητος
διάτρητης από πίστη καταρρακτώδη

αναρωτιέμαι την κακολόγησε κανείς
την επιλήψιμη ελπίδα;
Kανείς. Eκτός από εκείνη
την παλαιών αρχών απελπισία.


 

blue-roses

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ' αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού' μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ' αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ' άλλα νά' ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.

blue-roses

Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιό μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το ακράτητο όνομα τους semprevives
semprevives - αιώνιες, αιώνιες
μην τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.

blue-roses

Αυτοσυντήρηση

Θα πρέπει να ήταν άνοιξη
γιατί η μνήμη αυτή
υπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται.
Εκτός εάν η νοσταλγία
από πολύ βιασύνη,
παραγνώρισ' ενθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα
όταν τα πάρει ο χαμός.
Αλλά μπορεί να'ναι ξένο αυτό το φόντο,
να'ναι παπαρούνες δανεισμένες
από μιάν άλλην ιστορία,
δική μου ή ξένη.
Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση.
Από φιλοκαλία κι έπαρση.


Όμως θα πρέπει να 'ταν άνοιξη
γιατί και μέλισσες βλέπω
να πετουν γύρω απ΄αυτή τη μνήμη,
με περιπάθεια και πίστη
να συνωστίζονται στον καλύκά της.
Εκτός αν είναι ο οργασμός
νόμος του παρελθόντος,
μηχανισμός του ανεπανάληπτου.
Αν μένει πάντα κάποια γύρις
στα τελειωμένα πράγματα
για την επικονίαση
της εμπειρίας, της λύπης
και της ποιήσης.

ixnografia

Η περιφραστική πέτρα

Μίλα.
Πες κάτι, ο,τιδήποτε.
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.
Διάλεξε έστω κάποια λέξη,
που να σε δένει πιο σφικτά
με την αοριστία.
Πες: «άδικα»,  «δέντρο», «γυμνό».
Πες:  «θα δούμε», «αστάθμητο», «βάρος».
Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται
μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου.
 Μίλα.
Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Εκεί που τελειώνουμε εμείς αρχίζει η θάλασσα.
Πες κάτι.
Πες «κύμα», που δεν στέκεται.
Πες «βάρκα», που βουλιάζει
αν την παραφορτώσεις με προθέσεις.
Πες «στιγμή»
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις, πες «δεν άκουσα».
Μίλα.
Οι λέξεις έχουν έχθρες μεταξύ τους,
έχουν τους ανταγωνισμούς
 αν κάποια απ’ αυτές σ’ αιχμαλωτίσει,
σ’ ελευθερώνει άλλη.
Τράβα μια λέξη απ’ τη νύχτα στην τύχη.
Ολόκληρη νύχτα στην τύχη.
Μη λες «ολόκληρη», πες «ελάχιστη»,
που σ’ αφήνει να φύγεις.
Ελάχιστη αίσθηση,
Λύπη ολόκληρη  δική μου.
Ολόκληρη νύχτα.
Μίλα.
Πες «αστέρι», που σβήνει.
Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.
Πες «πέτρα»,
που είναι άσπαστη λέξη.
Έτσι, ίσα ίσα
να βάλω έναν τίτλο
σ’ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια.

Κική Δημουλά, ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

446 Επισκέπτες, 0 Χρήστες