Ειδήσεις:

1η δοκιμή με αναβάθμιση ...

Main Menu
Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,374
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,323
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 187
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 118
  • Total: 119
  • Leon

EDGAR ALLAN POE

Ξεκίνησε από LaStDrIvE, Ιουνίου 10, 2005, 05:32:32 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

LaStDrIvE

A Dream Within a Dream

          Take this kiss upon the brow!
          And, in parting from you now,
          Thus much let me avow-
          You are not wrong, who deem
          That my days have been a dream;
          Yet if hope has flown away
          In a night, or in a day,
          In a vision, or in none,
          Is it therefore the less gone?
         All that we see or seem
          Is but a dream within a dream.


          I stand amid the roar
          Of a surf-tormented shore,
          And I hold within my hand
          Grains of the golden sand-
          How few! yet how they creep
          Through my fingers to the deep,
          While I weep- while I weep!
          O God! can I not grasp
          Them with a tighter clasp?
          O God! can I not save
          One from the pitiless wave?
          Is all that we see or seem
          But a dream within a dream?



1) Pistevete oti i zwi mas einai "ena oniro mesa se oniro"?

2) Ean apantiste "Nai" .. tote ti nomizete gia aftous pou pistevoun ston realismo?


nomizw oti zoume ena oneiro mesa se ena oneiro alla oxi se oles tis ptixes tis zwis mas...kapoia pragmata fenonte sta matia mu realistika kai den borw na ta sindesw me kapio oniro...

mipws zoume sto oniro kapiou? exmmm who knows..tha deiksei:)))

filika

LaStDrIvE  R.I.P

riaghul

Ρεαλισμος....αψευδης , αντικειμενικη αντανακλαση της πραγματικοτητας
Ονειρο......ενας τροπος επαφης με τον "αορατο κοσμο"..Αποκαλυψη
                 Θεών ή και εισβολλη δαιμονων...

Η ζωη ενα ονειρο ...!
Πηγη δημιουργικης εμπνευσης...
πολλες φορες μια ομορφη ψευδαισθηση του περιβαλλοντος
μια γλυκεια ουτοπια
Ο ρεαλισμος....
 οδηγει στην αυθεντικη αποκαλυψη της πραγματικοτητας..
 στη νικη των ψευδαισθησεων...

Με ελκυει η ουτοπια...
γιατι τη βλεπω διαφορετικα..
Οχι απο το "ου- τοπος" αρνητικη προσεγγιση
αλλα απο το "ευ-τοπος"..που εχει μια θετικη σκοπιά εντος του..

LaStDrIvE

san na piasase kai ta parafisika:))))

teleftaia pantos zw ena oneiro.... kai einai yperoxaaaaaaa!!!!!!!!:)))))))))

eite afto legete oneiro 'h einai kati to alithino..to zw kai dne mu kanei kamia diafora....

ksenixths xypna....!!!!  na organwnomaste lew!!!!

riaghul

ksenixths ...διαβαζες..την αγγλικη γραφη....γιαυτο δεν καταλαβες..??



LaStDrIvE ...Να ζεις ΠΑΝΤΑ ..το ονειρο...
                  και παλεψε να το κανεις ΑΛΗΘΙΝΟ...
                 (δεν γινονται μονο στα παραμυθια)


 :)  :)

LaStDrIvE

A DREAM



    In visions of the dark night
       I have dreamed of joy departed-
    But a waking dream of life and light
       Hath left me broken-hearted.


    Ah! what is not a dream by day
       To him whose eyes are cast
    On things around him with a ray
       Turned back upon the past?

    That holy dream- that holy dream,
       While all the world were chiding,
    Hath cheered me as a lovely beam
       A lonely spirit guiding.

    What though that light, thro' storm and night,
       So trembled from afar-
    What could there be more purely bright
       In Truth's day-star?

by Edgar Allan Poe
(1827)



Ena akoma poihma tou pou  leei gia ta oneira.. exei grapsei tessera sunolika poihmata gia afta....tha ta apokalipsoume ena ena sto prosexes mellon:)))) apo afto to poima tha kratisw tin prwti strofi (ypogramismeno) pou emfanizei ta oneira oxi toso glyka kai taxidiarika kai xrwmatista...

a8litria

Παράθεση από: "LaStDrIvE" A DREAM



    In visions of the dark night
       I have dreamed of joy departed-
    But a waking dream of life and light
       Hath left me broken-hearted.


    Ah! what is not a dream by day
       To him whose eyes are cast
    On things around him with a ray
       Turned back upon the past?

    That holy dream- that holy dream,
       While all the world were chiding,
    Hath cheered me as a lovely beam
       A lonely spirit guiding.

    What though that light, thro' storm and night,
       So trembled from afar-
    What could there be more purely bright
       In Truth's day-star?

by Edgar Allan Poe
(1827)



Ena akoma poihma tou pou  leei gia ta oneira.. exei grapsei tessera sunolika poihmata gia afta....tha ta apokalipsoume ena ena sto prosexes mellon:)))) apo afto to poima tha kratisw tin prwti strofi (ypogramismeno) pou emfanizei ta oneira oxi toso glyka kai taxidiarika kai xrwmatista...

E.A.Poe... o apoluta "anarxikos"metaforika k panta antiksoos poihths...me apoluth euaisthisia[pou ligoi thn pianoun] omws sto pws ekfratzete sta poihmata tou..ti antifash monadikh... e?

na eisai kala last..:) just perfect...

Bijoux

ΣΙΩΠΗ
(μύθος)


    Άκουσε, είπε ο Δαίμων ακουμπώντας το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. Η χώρα που σου αναφέρω είν' ένας τόπος θλιβερος, στη Λιβύη, στις όχθες του ποταμού Ζαίρ εκεί δεν υπάρχει ούτε ησυχία, ούτε σιωπή.
    Τα νερά του ποταμού έχουν ένα χρώμα θειαφί κι αρρωστημένο και δεν κυλούν κατά τη θάλασσα, μόνο αναταράζονται στον αιώνα των άπαντα, κάτω απο το κόκκινο μάτι του ήλιου, με μια κίνηση βουερή και σπασμωδική. Κι απο τις δυο πλευρές της λασπιασμένης κοίτης του ποταμού, απλώνεται για πολλά μίλια μια κίτρινη έρημος απο γιγάντια νούφαρα. Αναστενάζουν το ένα στο άλλο μέσα σ' αυτή τη μοναξιά και τεντώνουν προς τον ουρανό τους ψηλούς και φρικαλέους λαιμούς τους, και κουνούνε δώθε κείθε τις αιώνιες κεφαλές τους. Κι εν' απροσδιόριστο ψιθύρισμα βγαίνει απο μέσα τους, σα να κυλούνε υποχθόνια νερά. Κι αναστενάζουν το ένα στο άλλο.
    Μα υπάρχουν σύνορα στο βασίλειό τους- τα σύνορα του σκοτεινού, φρικτού και ψηλόκορφου δάσους. Εκεί, όπως τα κύματα γύρω στις Εβρίδες, οι θάμνοι αναταράζονται αδιάκοπα. Και όμως καμμιά πνοή ανέμου δε φυσά. Και τα ψηλά πανάρχαια δέντρα κουνούν αιώνια  δώθε κείθε μ' έναν πελώριο και καταθλιπτικό αχό. Κι απο τις ψηλές κορφές τους πέφτουν αιώνια, μια μια, σταλαγματιές δροσιάς. Και στις ρίζες τους, φαρμακερά λουλούδια αναδεύονται μες στον ανήσυχο ύπνο τους. Και ψηλά, μ' ένα δυνατό θρόϊσμα, τα γκρίζα σύννεφα τρέχουν ορμητικά, αιώνια προς τη δύση, ώσπου κυλούσε ίδιος καταρράχτης πάνω απο το φλογισμένο τοίχο του ορίζοντα. Αλλά καμμιά πνοή ανέμου δε φυσά. Και στις όχθες του ποταμού Ζαϊρ δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή..
    " Ηταν νύχτα κι έβρεχε, και η βροχή, όσο έπεφτε, ήταν βροχή, μα όταν πια έπεφτε, ήταν αίμα. Κι εγώ στεκόμουνα στο βάλτο, ανάμεσα στα ψηλά νούφαρα, κι η βροχή έπεφτε πάνω στο κεφάλι μου- και τα νούφαρα αναστέναζαν το ένα στο άλλο, επιβλητικά κι επίσημα μες στην απελπισία τους.
Και ξαφνικά, το φεγγάρι ανάτειλε μεσ' απο την ανάρια και χλωμή καταχνιά, και το χρώμα του ήτανε κατακόκκινο.Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στον πελώριο γκρίζο βράχο που ορθωνότανε πλάϊ στην όχθη του ποταμού, και που τον φώτιζε το φως του φεγγαριού. Κι ο βράχος ήταν γκρίζος, φαντασματικός και ψηλός- κι ήτανε γκρίζος ο βράχος.
    Στο μπροστινό του μέρος ήταν σκαλισμένα γράμματα κι εγώ προχώρησα μεσ' απο το βάλτο με τα νούφαρα, ώσπου έφτασα κοντά στην ακροποταμιά, για να μπορέσω να διαβάσω τα γράμματα. Μα δεν μπόρεσα να τα ξεδιαλύνω. Ετοιμαζόμουν να γυρίσω πίσω στο βάλτο, όταν το φεγγάρι έλαμψε πιο κόκκινο ακόμα, και γύρισα και ξανακοίταξα το βράχο και τα γράμματα- και τα γράμματα έλεγαν: ΕΡΗΜΩΣΗ.
    Και αναθώρησα, κι ένας άνθρωπος στεκότανε στην κορφή του βράχου κι εγώ κρύφτηκα ανάμεσα στα νούφαρα, για να  κατασκοπεύω τις πράξεις του ανθρώπου.Κι ο άνθρωπος ήταν ψηλός κι επιβλητικός, τυλιγμένος απο τους ώμους ως τα πόδια μέσα στην τήββενο της αρχαίας Ρώμης. Και το περίγραμμα του κορμιού του ήταν θαμπό- αλλά τα χαρακτηριστικά του ήταν χαρακτηριστικά θεότητας γιατί ο μανδύας της νύχτας, και της καταχνιάς, και του φεγγαριού, και της δρόσου, είχαν αφήσει ξέσκεπα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Και το μέτωπό του ήταν ψηλό απο τη σκέψη, και η ματιά του γεμάτη φροντίδες και στις λιγοστές ρυτίδες πάνω στα μάγουλά του διάβασα τη θλίψη, την κούραση και την αηδία για την ανθρωπότητα, και μια λαχτάρα για μοναξιά.
    Κι ο άνθρωπος κάθισε πάνω στο βράχο, έγειρε το κεφάλι του πάνω στο χέρι του, κι αγνάνταψε την ερήμωση. Κοίταξε κάτω τους ταραγμένους θάμνους και ψηλά τα θεόρατα πανάρχαια δέντρα, κι ακόμα πιο ψηλά τον ουρανό που θρόϊζε και το κατακόκκινο φεγγάρι. Κι εγώ ήμουν κρυμμένος μες τα νούφαρα και παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος έτρεμε μέσα στη μοναξιά- μα η νύχτα προχωρούσε, κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.
    Κι ο άνθρωπος αποτράβηξε τα μάτια του απο τον ουρανό και κοίταξε το θλιβερό ποτάμι, το Ζαϊρ, και τ' αρρωστημένα κίτρινα νερά και το χλωμό πλήθος των νουφάρων. Κι ο άνθρωπος αφουγκράστηκε τους αναστεναγμούς των νουφάρων και το ψιθύρισμα που ανάδιναν. Κι εγώ, καλά κρυμμένος, παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. Μα η νύχτα προχωρούσε κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.
    Τότε προχώρησα πιο βαθιά μέσα στο βάλτο, κι ακόμα πιο βαθιά τσαλαβουτώντας μέσα στην ερημιά των νουφάρων, και κάλεσα τους ιπποπόταμους, που κατοικούν ανάμεσα στις φτέρες, στ' απόμερα του βάλτου. Κι οι ιπποπόταμοι άκουσαν τη φωνή μου και ήρθαν, μαζί με το βεχεμώθ, στα πόδια του βράχου, και βρυχήθηκαν δυνατά και τρομαχτικά κάτω απ' το φεγγάρι,.Κι εγώ καθόμουνα κρυμμένος και παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος έτρεμε στη μοναξιά- μα η νύχτα προχωρούσε κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.
    Τότε θύμωσα και καταράστηκα, με την κατάρα της σιωπής, το ποτάμι και τα νούφαρα, και τον άνεμο και το δάσος, και τον ουρανό και τη βροντή, και τους αναστεναγμούς των νουφάρων. Και η κατάρα μου έπιασε, και σώπασαν. Και το φεγγάρι σταμάτησε ν' ανεβαίνει το μονοπάτι του στον ουρανό...και η βροντή έσβησε στo απόμακρο... κι η αστραπή δεν άστραψε... και τα σύννεφα κρέμονταν ακίνητα... και τα νερά κατακάθισαν και γαλήνεψαν... και τα δέντρα έπαψαν να σαλεύουν... και τα νούφαρα δεν αναστέναζαν πια- και το ψιθύρισμα τους δεν ακουγότανε, ούτε καν ως κι ο ίσκιος κάποιου ήχου πέρα ως πέρα στον απέραντο ερημότοπο. Και κοίταξα τα γράμματα πάνω στο βράχο, και είχαν αλλάξει. Και τα γράμματα έλεγαν: ΣΙΩΠΗ.
    Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην όψη του ανθρώπου, και η όψη του ήταν χλωμή απο τον τρόμο. Και βιαστικά σήκωσε το κεφάλι του απο το χέρι του και στάθηκε στην άκρη του βράχου και αφουγκράστηκε. Αλλά καμμιά φωνή δεν ακουγότανε σ' ολόκληρη την απέραντη ερημιά- και τα γράμματα πάνω στο βράχο έλεγαν: σιωπή. Κι ο άνθρωπος αναρίγησε, απόστρεψε το πρόσωπό του κι έφυγε βιαστικά, μακριά, έτσι που τον έχασ' απο τα μάτια μου."

EDGAR ALLAN POE

kosrodakinos

The Raven
By Edgar Allan Poe

Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
"'Tis some visitor," I muttered, "tapping at my chamber door-
Only this, and nothing more."

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;- vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow- sorrow for the lost Lenore-
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore-
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me- filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating,
"'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door-
Some late visitor entreating entrance at my chamber door;-
This it is, and nothing more."

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
"Sir," said I, "or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you"- here I opened wide the door;-
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortals ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, "Lenore!"
This I whispered, and an echo murmured back the word, "Lenore!"-
Merely this, and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
"Surely," said I, "surely that is something at my window lattice:
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore-
Let my heart be still a moment and this mystery explore;-
'Tis the wind and nothing more."

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed
he;But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door-
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door-
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore.
"Though thy crest be shorn and shaven, thou," I said, "art sure no craven,
Ghastly grim and ancient raven wandering from the Nightly shore-
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning- little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blest with seeing bird above his chamber door-
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as "Nevermore."

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered- not a feather then he fluttered-
Till I scarcely more than muttered, "other friends have flown before-
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before."
Then the bird said, "Nevermore."

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
"Doubtless," said I, "what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore-
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of 'Never- nevermore'."

But the Raven still beguiling all my fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and
door;
Then upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore-
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt and ominous bird of yore
Meant in croaking "Nevermore."

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamplight gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamplight gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then methought the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose footfalls tinkled on the tufted floor.
"Wretch," I cried, "thy God hath lent thee- by these angels he hath sent thee
Respite- respite and nepenthe, from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil!- prophet still, if bird or devil!-
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted-
On this home by horror haunted- tell me truly, I implore-
Is there- is there balm in Gilead?- tell me- tell me, I implore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil- prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us- by that God we both adore-
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore-
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore."
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Be that word our sign in parting, bird or fiend," I shrieked, upstarting-
"Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken!- quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamplight o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted- nevermore!

blue-roses

Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΤΑΡΑΧΗΣ

ΚΑΠΟΙΟ καιρό χαμογελούσε σιωπηλή μια λαγκαδιά,
που από κανένα πια δεν κατοικιόταν,
γιατί όλοι τους στον πόλεμο είχαν φύγει,
αφήνοντας στων αστεριών τα γλυκά μάτια
τη νύχτα,απ'τους γαλάζιους πύργους τους ψηλά,
να γνοιάζονται τα λούλουδα,
που ολημερίς ανάμεσό τους
ο άλικος ήλιος με νωχέλια ξαπλωνόταν.

Σήμερα,όποιος διαβεί από κεί θα μολογήσει
την ταραχή που ανακινά τη θλιβερή κοιλάδα.
τίποτα ασάλευτο δε στέκει εκεί πέρα,
τίποτα,εξόν ο αέρας που τυλίγει
τη μαγική ολογύρωθε ερημιά.
Ω!άνεμος κανένας δε διεγείρει τα δέντρα αυτά
που παλμοδέρνονται σαν τις παγωμένες
θάλασσες,γύρω απ'τις κάταχνες Εβρίδες.
Ω!άνεμος κανένας δεν τα σπρώχνει αυτά τα νέφια,
που τον ανήσυχο ουρανό,σουρίζοντας,περνάνε,
βαρύθυμα,από την αυγήν ώσμε τη νύχτα,
απάνωθε από τις βιολέτες οπού ανοίγουνε εκειδά,
σε μύρια απεικονίσματα του ανθρώπινου ματιού,
απάνωθε από κρίνους οπού κυματίζουνε,
-κι'όπου θρηνούνε απά σ'ανώνυμο ένα μνήμα-
που κυματίζουνε,κ'η ολοεύωδη κορφή τους
αιώνια σταλάζει σε δροσοσταλίδες,
και θρηνούνε,κι απά στα ντελικάτα τους κοτσάνια
ανεστέρευτα κυλούνε τα δάκρυα,ατίμητα πετράδια.

blue-roses

ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ

Κοιτάξετε!Μια πανηγυρική παράσταση είναι,
σ'αυτά τα τελευταία έρημα χρόνια.
Ένα πλήθος αγγέλων φτερωτό,στολισμένο
με πέπλα,και στα δάκρυα βουτηγμένο,
κάθεται σ'ένα θέατρο για να δεί
ένα δράμα απο ελπίδες και φόβους καμωμένο,
ενώ η ορχήστρα στενάζει κάθε τόσο
τη μουσική των Κόσμων.

Μίμοι,στο σχήμα του Ύψιστου ντυμένοι,
σιγομιλάν και σιγομουρμουρίζουν,
και δώθε κείθε ξεπετάγονται,
νευρόσπαστα σωστα,που πηγαινώρχονται
στις διαταγές τεράστιων άμορφων στοιχείων,
που αλλάζουνε τα σκηνικά μπρός πίσω,
σαλεύοντας με όρνιου φτερά
την αόρατη ένα γύρω Δυστυχία.

Το ποικιλόμορφο αυτό δράμα,σίγουρα
δε θα βολέψει να λησμονηθεί,
μ'αυτό το Φάντασμα που αιώνια κυνηγιέται
απώνα πλήθος,όπου δε βολεί να το τσακώσει
μεσ'έναν κύκλο,όπου αιώνια στρέφοντας
ματαγυρνά στην ίδια θέση πάντα,
κι οπού περίσσα τρέλα και πιότερη Αμαρτία
και φρίκη της πλοκής του,είν'η ψυχή.

Μα ιδέστε,μεσ'στη χλαλοή των μίμων
μια χαμόσυρτη μορφή που εισβάλλει,
ένα πράμα αιματοκόκκινο,που νηματόστριφο
προβάλλει από τα ερημοσκότεινα βάθη της σκηνής.
Σα νήμα γυροστρέφει,γυροστρέφει,
και σ'αγωνία θνητών οι μίμοι γίνονται βορά του,
και κλαίνε λυγμικά τα σεραφείμ,
θωρώντας τις μασέλες του ερπετού,
από αίμα ανθρώπινο να ξεχειλάνε.

Κι έσβησαν,έσβησαν με μιας όλα τα φώτα,
κι εμπρός απ'όλες τις τρεμουλιαστές μορφές
η αυλαία νεκροσάβανο
πέφτει με τη μανία μιας καταιγίδας,
ενώ οι αγγέλοι χλωμοί κι αποσβησμένοι
σκώνονται,ρίχτουνε τα πέπλα και βεβαιώνουνε
πως το έργο αυτό ειν'η τραγωδία που λέγεται <<Άνθρωπος>>
κι ο ήρως του είναι το Κυρίαρχο Σκουλήκι.

blue-roses

Το Κοράκι

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
                           τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο".

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
                                                       για πάντα ούτε όνομα.

Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας]

blue-roses

  'Αναμπελ Λη

Χρόνια πολλά περάσαν από τότε,
       σ' ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
που κάποια κόρη ζούσε, τ' όνομά της
       'Αναμπελ Λη, θα το 'χετ' ακουστό.
Κι η κόρη αυτή μονάχην είχε σκέψη
       να μ' αγαπά και να την αγαπώ.

Ήμαστ' ακόμα δυο μικρά παιδάκια,
       σ' ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό]

sevenseas

και μια πληροφορία


ποιηματα του αγαπημενου μου Ποε εχουν μελοποιήσει οι
ALLAN PARSON'S PROJECT
παραγωγή ετους 1978 νομιζω

pixie

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ/ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ/ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΖΩΗ Ν. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ


Είναι μια αντιπροσωπευτική επιλογή ποιημάτων του Πόε, που περιέχει έργα όπως το πολυδιαβασμένο και πολυσυζητημένο «Κοράκι», όπου το εν λόγω πουλί, επιβλητικό, ολιγομίλητο, σεβάσμιο και αρχοντικό, ενσαρκώνοντας το θάνατο, κάθεται πάνω στην προτομή της Παλλάδος -θεάς της Σοφίας- ξεστομίζοντας την ύστατη αλήθεια με τις λέξεις «ποτέ πια».

Περιλαμβάνονται επίσης ποιήματα όπως «Ο κατακτητής σκουλήκι», γραμμένο σε μια περίοδο όπου ο ποιητής καταβάλλεται από απογοήτευση λόγω της αρρώστιας και του επικείμενου θανάτου τής συζύγου και ξαδέρφης του Βιργινίας, το «Ολαλούμη», με τις επίμονες και ενίοτε αγχώτικες επαναλήψεις λέξεων, που εκφράζουν την αντίστοιχη εμμονή εικόνων, σκέψεων και καταστάσεων (όπως γίνεται και στο ποίημα «Για την Άννι») και «Το στοιχειωμένο παλάτι» της Σκέψης, που τη γαλήνια φωτεινότητά του και τη στολισμένη δόξα του, καταλύει το Σκότος, φέρνοντας μια ασυντόνιστη, φρικιαστική και χοντροκομμένη πραγματικότητα. Το «Ύμνος στον Αριστογείτονα και τον Αρμόδιο» και το «Ελένη», είναι ποιήματα εξύμνησης, που διασχίζουν τόπους, χρόνους και την ιστορία.

Με σαφή στοιχεία ρομαντισμού και καθοριστικό και έντονο τον τρόμο και την φαντασία, θεωρείται, όπως ορθά διαβάζουμε και στην εισαγωγή τής μεταφράστριας, θεμελιωτής τής επιστημονικής φαντασίας και της αστυνομικής λογοτεχνίας και πρόδρομος τής σχολής των ποιητών της παρακμής και των συμβολιστών, επηρεάζοντας το Μπωντλαίρ, το Μαλαρμέ, το Ρεμπώ και άλλους.

Συχνή στο έργο είναι η αμφισημία, με στοιχεία «ηχηρού» εντυπωσιασμού και μεγαλοσύνης. Το όνειρο μπερδεύεται με την πραγματικότητα, τους μύθους και τη φαντασία, μέσα σε έντονα συναισθήματα, αγάπης, λύπης, τρόμου, αμφιβολίας, μελαγχολίας, νοσταλγίας και απέχθειας. Αρκετές φορές παρουσιάζεται το σκηνικό μιας γαλήνιας ευτυχίας, που διαταράσσεται από μια ξαφνική απειλή, με την εισβολή καταχθόνιων δυνάμεων, όπως στα ποιήματα «Αποσπερίτης», «Το στοιχειωμένο παλάτι», «Ανναμπέλ Λη», «Ο κατακτητής σκουλήκι» και άλλα. Οδηγούμαστε έτσι σε μια οδυνηρή απώλεια και μια θλιμμένη θύμηση.

Τα ποιήματά του διακατέχονται και εμπνέουν ένα μεταφυσικό ιδεαλισμό, που φτάνει μέχρι το γκροτέσκο και το εξωπραγματικό, με τις απόλυτες και αιώνιες «Ιδέες» και την εύθρυπτη και εφήμερη πραγματικότητα. Η παρουσία αγγέλων, βασιλιάδων, παλατιών, αρχαίων θεοτήτων, γλαφυρών εικόνων της φύσης, φαντασμάτων, ανθρώπων σε ημιλήθαργο, ταραγμένων ή γαλήνιων θαλασσών, στοιχειοθετούν το σκηνικό τους.

Ο θάνατος παρουσιάζεται σε αντίθεση με τον έρωτα και την ομορφιά, αλλά με έναν μεγαλόπρεπο σεβασμό και ως αναπότρεπτο επακόλουθο, κυριεύοντας τα όντα, μοιραία και χωρίς περιττές αντιστάσεις.

Τελικά η ποίηση τού Πόε είναι συναρπαστική σα μαγευτικό παραμύθι και σαν τρομαχτικός εφιάλτης.


Περιοδικό index, τεύχος 20

fortune

Το κορακι του μεγαλου Ποε,ειναι απο τα αριστουργηματα ,που γεννηθηκαν ποτε στον κοσμο ,που βιωνουμε.Θαρρω πως πρεπει να αναφερουμε λιγα πραγματα γιαυτο το ποιημα,καθως αν καποιος δεν εχει εντρυφησει στην γραφη του ,δεν θα καταλαβει ισως γιατι το εγραψε, η τι θελει να δωσει με αυτο το ποιημα ο Λογοτεχνης.

Το ποιημα λοιπον αυτο γραφτηκε κατω απο μεγαλο πονο...Ο ποιητης ειχε χασει την αγαπημενη του.Μεσα στην θλιψη του ,την αποζητα....μεσα στα ονειρα του την ορεγεται...του λειπει αφανταστα...Ξαφνου σε μια κατασταση μεταξυ  λιθαργου και ονειρεματος ,νοιωθει οτι ξυπνα...Εκει ακουει το κορακι...

Το κορακι εχει λαλια...καθαρα σουρεαλιστικη προσεγγιση,οπου το ασυνειδητο και τα συμβολα περνουν μερος...

Ο πονος εχει μετατραπει σε κορακι...Το κορακι ουσιαστικα ειναι το alter ego του Ποιητη...Και του λεει μεσα στην καταχνια του ονειρεματος του...ΠΟΤΕ ΠΙΑ...ΠΟΤΕ ΠΙΑ...

Οι εικονες ,που δινονται απο το Αlter ego ειναι προβολες του υποσυνειδητου..Και τι εχει χασει το υποσυνειδητο,που μεσα απο το ονειρεμα και μεσω της διεργασιας του συμβολισμου του συλογικου ασυνειδητου ,που βρισκεται στους αντιποδες του μυαλου ολων μας, του προβαλει στο ονειρεμα του?..

..Την Αγαπημενη του...Αυτη του λειπει...και αυτη ερχεται μεσα απο το ονειρεμα του ,για να του θυμισει...ΠΟΤΕ ΠΙΑ...ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ.....!!

fortune.

118 Επισκέπτες, 1 Χρήστης